Ο Επίκουρος παραμένει ένας από τους λιγότερο προβεβλημένους φιλοσόφους του αρχαίου κόσμου.
Από μια τεράστια σε όγκο και σημασία πνευματική παραγωγή έφτασαν μέχρι τις μέρες μας σχετικά λίγα έργα και αυτά θρυμματισμένα, καθώς τα περισσότερα βιβλία χάθηκαν, για διάφορους λόγους.
Από τους αρχαίους στοχαστές περισσότερο γνωστοί έγιναν άλλοι, όπως λ.χ. ο
Πλάτων, ενώ πολλοί έμειναν συστηματικά στην αφάνεια ή συκοφαντήθηκαν σε όλες τις εποχές. Κατά τον καθηγητή Χαράλαμπο Θεοδωρίδη, Πλάτων και Επίκουρος είναι οι δύο πόλοι της συναισθηματικής και διανοητικής ζωής, η πιο βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση αντίθεση, καθρέφτισμα της οικονομικής και κοινωνικής αντίθεσης.
Ο Πλάτων είναι ο τυπικός αντιπρόσωπος του ιδεαλισμού, ο Επίκουρος του συστηματικότερου υλισμού που γνώρισε η Αρχαιότητα. Η αντίθεση είναι χαρακτηριστική για την ζωή και την κίνηση των ιδεών, για την ιστορία της φιλοσοφίας, που είναι η πάλη του ιδεαλισμού και του υλισμού. Η πρώτη, η παλαιότερη και πρωτογονότερη θεώρηση του κόσμου, είναι η ιδεαλιστική.
Ο Σωκράτης είχε ιδιαίτερη μεταχείριση, καθώς ή περίφημη ρήση του για τον επερχόμενο σωτήρα ερμηνεύτηκε ως προαναγγελία της άφιξης του Ιησού:
«
καθεύδοντες διατελοίτε αν, ει μη τινά άλλον ο θεός υμίν επιπέμψειεν κηδόμενος υμών», όλον τον καιρό θα εξακολουθείτε να κοιμάσθε, ώσπου να σας λυπηθεί ο θεός και σας στείλει άλλον κανέναν. Ο Πλάτων πέρασε για θεόπνευστος προφήτης με προαισθήματα για το σωτήριο κήρυγμα. [5]
Το πλούσιο έργο του Επίκουρου, σημειώνει παρακάτω ο Θεοδωρίδης, παραμελήθηκε, χάθηκε και στην τύχη χρωστάμε τα λίγα πολύτιμα κομμάτια που σώθηκαν. Κρυμμένα αιώνες σα σπίθα στη στάχτη χρησίμευσαν προσάναμμα, όταν έφτασε το πλήρωμα άλλων καιρών.
Η έρευνα και η κατανόηση αναστήλωσαν τη φωτεινή φυσιογνωμία του, την γνήσια ελληνική και οδηγημένοι από τη φεγγοβολία της αναστηλώνουμε κι εμείς την Αρχαιότητα όπως ήταν στην πραγματικότητα.
Η διδασκαλία για τη μοίρα και το πεπρωμένο έχει κεντρική θέση σε ολόκληρο το φιλοσοφικό ρεύμα του ιδεαλισμού. «Ουκ έστιν αλλάξαι ανθρώποις, ό,τι Μοίρα κακά κλωστήρος επείγει, δεν μπορούν οι άνθρωποι να ξεφύγουν απ’ ό,τι η μοίρα τούς γράφει, λέει ο Θεόκριτος, ενώ σύμφωνα με τον Αρχίλοχο «
όλα η τύχη και η μοίρα τα δίνει στους ανθρώπους», πάντα τύχη και μοίρα ανδρί δίδωσι. Κατά τον Λεύκιππο, «τα πάντα γίνονται κατ’ αναγκαιότητα, αυτήν την αναγκαιότητα ονομάζουμε ειμαρμένη», πάντα κατ’ ανάγκην, την δ’ αυτήν ειμαρμένην.
Στη ίδια γραμμή βρίσκεται και ο ποιητής Όμηρος:
«Σε τίποτα δεν ωφελούν τα κλαψουρίσματα. Οι Θεοί έκλωσαν έτσι το νήμα της ζωής των δυστυχισμένων ανθρώπων, που αυτοί ζούνε μέσα στα βάσανα, ενώ εκείνοι μένουν αμέριμνοι. Δύο δοχεία βρίσκονται κοντά στην πόρτα του Δία: το ένα γεμάτο από κακά δώρα και το άλλο γεμάτο από δώρα καλά.
Αυτά ο κεραυνοβόλος Δίας τ’ ανακατώνει και δίνει σ’ άλλον κακά και σ’ άλλον καλά. Σ’ όποιον δώσει κακά δώρα, τον καθιστά πραγματικά δυστυχισμένο κι αληθινό βάρος της γης, πάνω στην οποία περιπλανιέται κι όπου περιφρονιέται κι από τους Θεούς κι από ανθρώπους».
Οι άνθρωποι είναι σαν τα φύλλα των δέντρων: «
Φύλλα τα μεν τα’ άνεμος χαμάδις χέει, άλλα δε θ’ ύλη τηλεθοώσα φύει», τα φύλλα άλλα ο αγέρας τα σκορπάει χάμω, κι άλλα βγάζουν τ αμάραντα δάση. [5]
Η φιλοσοφία του Επίκουρου απορρίπτει όλες τις ιδεαλιστικές κατασκευές, τις κοσμογονίες και τους μύθους που έχουν σχέση με τη Μοίρα και το Πεπρωμένο, όπως ορίστηκαν από επιφανείς εκπροσώπους των ιδεαλιστών και συχνά είναι κοινές με πολλές δοξασίες που εισήχθησαν στον ελληνικό χώρο από την Ανατολή, τους αιώνες που ακολούθησαν την κατάρρευση του αρχαίου ελληνικού κόσμου της κλασικής εποχής. Ο
Φιλόδημος, Επικούρειος του 1ου π.Χ. αιώνα, γράφει ανήσυχος για τις ιδέες και τα έθιμα που κουβαλούσαν οι Ασιάτες:
«Κοιμούνται σε ναούς, θεοπαρμένοι θυσιάζουν σε πέτρες αντί σ’ αγάλματα, με τύμπανα και άγρια μουσική. Τους θεούς αυτούς τους έχουν γι’ αδέκαστους και αλύγιστους, τον Άδη άμαχο και αδάμαστο», και τους μεν (θεούς) νομίζειν ατρέπτους και απαραιτήτους, τον δ’ Άδην άμαχον και αδάμαστον κατά τινα των εθνών Ασίας. (Φιλόδημος, Περί Θεών Ι, 18,22, εκδ.Η. Diels).
Γράφει ο Θεοδωρίδης σχετικά: «Η ελληνική παιδεία δέχτηκε βαρβαρική επιδρομή. Η ανατολική θρησκοληψία και θεοσοφική διάθεση, που κουβάλησαν σ’ αυτήν οι ξένοι, Σύροι, Αιγύπτιοι, Εβραίοι, διαμετρικά αντίθετες και ασυμβίβαστες με την ουσία του ελληνισμού, ήταν φυσικό να αγκιστρωθούν στον Πυθαγόρα και στον Πλάτωνα.
Ο Ιουδαίος Φίλων, που έζησε στα χρόνια του Χριστού, υποστήριξε πως ο Πλάτων τη σοφία του την άντλησε από τα ιερά βιβλία των Εβραίων, ενώ εκείνα βαστούν από “θεϊκή” έμπνευση. Κανένα αιώνα αργότερα ο Νουμήνιος από την Απάμεια της Συρίας (γύρω στα 160 μ.Χ.) έλεγε πως ο Πλάτων είναι ο ίδιος ο Μωϋσής που μιλάει ελληνικά, “Μωϋσής αττικίζων”. Ο αραβικός και ο δυτικοευρωπαϊκός Μεσαίωνας αγιοποίησαν τον Αριστοτέλη σαν φύλακα άγγελο της μωαμεθανικής και της καθολικής ορθοδοξίας.»
Ο Επίκουρος ξεκινάει από τις αισθήσεις οι οποίες αποκαλύπτουν τη μεγαλοπρέπεια και τη λαμπρότητα της ζωής. Αυτές είναι το κριτήριο της αλήθειας και τίποτα δεν υπάρχει έξω απ’ αυτές. Οι Επικούρειοι ελέγχουν και απορρίπτουν συστηματικά οτιδήποτε προκαλεί φόβο στην ψυχή του ανθρώπου και κυρίως τον κυρίαρχο τρόμο του θανάτου (κενόν φόβον) και της αιώνιας τιμωρίας.
Οι θεοί, ως τέλεια όντα, δεν ενδιαφέρονται για τη ζωή των βροτών ούτε για το θάνατό τους. Η θεία πρόνοια απορρίπτεται έτσι μαζί με τη θεία τιμωρία. Ο κόσμος είναι αΐδιος (αιώνιος), δεν τον έφτιαξε κανένας από μηχανής θεός ή άνθρωπος, αλλ’ ην αιεί και έστιν και έσται:
«Εκείνος (ο Επίκουρος) μας έχει διδάξει ότι ο κόσμος υπήρξε δημιούργημα της φύσης και ότι δεν χρειάστηκε να τον οικοδομήσει κανένας πλάστης, και ότι η διαδικασία της δημιουργίας, που σύμφωνα μ’ εσάς δεν είναι δυνατό να υπάρξει χωρίς θεία επιδεξιότητα, είναι τόσο εύκολη, που η φύση θα δημιουργήσει, δημιουργεί και έχει δημιουργήσει αναρίθμητους κόσμους.
Εσείς, αντίθετα, δεν μπορείτε να δείτε πώς τα κατορθώνει όλα αυτά η φύση χωρίς τη βοήθεια κάποιας διάνοιας, κι έτσι, σαν τους τραγικούς ποιητές που δεν μπορούν να φέρουν την πλοκή του δράματος σε μια κατάληξη, καταφύγατε σ’ έναν από μηχανής θεό, που την παρέμβασή του δεν θα την είχατε ανάγκη, αν αναλογιζόσασταν την δίχως όρια έκταση του διαστήματος που απλώνεται προς κάθε κατεύθυνση στό άπειρο όπου, ταξιδεύοντας ο νους, δεν βρίσκει άκρη να σταθεί.(4)
The Lament for Icarus by Herbert James Draper, 1898.
Οι μαθητές του Κήπου αρνούνται κάθε θεία παρέμβαση στη δημιουργία του κόσμου και κάθε τελολογική ερμηνεία:
«Λοιπόν, μέσα σ’ ετούτο το αχανές μήκος και πλάτος και ύψος, υπάρχει χώρος για την άπειρη ποσότητα ατόμων που -παρ’ ότι τα χωρίζει το κενό- συνδέονται μεταξύ τους και σχηματίζουν τις ενώσεις από τις οποίες αποτελούνται οι μορφές όλων των πραγμάτων που εσείς νομίζετε πως δεν μπορούν να δημιουργηθούν παρά μόνο με τη βοήθεια φυσερών και αμονιών, και μας φορέσατε σαμάρι έναν Αιώνιο Αφέντη που πρέπει μέρα νύχτα να τον φοβόμαστε· γιατί ποιος δεν θα φοβόταν έναν θεό που ανακατεύεται παντού, που προβλέπει, προνοεί και παρατηρεί τα πάντα, και κρίνει πως τον αφορά το κάθε τι;
Συνέπεια της θεολογίας αυτής, πριν απ’ όλα υπήρξε το δόγμα σας της Αναγκαιότητας ή της Ειμαρμένης· η θεωρία σας ότι κάθε συμβάν είναι αποτέλεσμα μιας αιώνιας αλήθειας και ότι αποτελεί μέρος μιας αδιάσπαστης αλυσίδας αιτιοτήτων. Όμως τι αξία μπορεί να έχει μια φιλοσοφία που νομίζει ότι το κάθε τι συμβαίνει γιατί έτσι είναι γραμμένο από τη μοίρα;
Αυτά τα πιστεύουν οι γριές, και μάλιστα οι αμόρφωτες γριές! Δεύτερη συνέπεια είναι οι ιδέες σας περί θείας έμπνευσης και μαντικής, που αν τις παίρναμε στα σοβαρά, θα γινόμασταν τόσο προληπτικοί που θα καταλήγαμε στους προφήτες, τους οιωνοσκόπους, στους αγύρτες, τους οραματιστές και τους ονειροκρίτες.
Όμως ο Επίκουρος μάς λύτρωσε από την αιχμαλωσία και μας απελευθέρωσε από αυτές τις δεισιδαιμονίες• δεν έχουμε λοιπόν να φοβηθούμε τίποτα από τις υπάρξεις εκείνες που, όπως ξέρουμε, δεν προκαλούν ενοχλήσεις ούτε στον εαυτό τους ούτε και σε κανέναν άλλο• και ταυτόχρονα, λατρεύουμε με σεβασμό και ευλάβεια το υπέρτατο μεγαλείο της φύσης τους.»
Θα έφτιαχναν ποτέ οι θεοί έναν κόσμο με τόση δυστυχία, θλίψη και οδύνη; Κι αν το τέλος, με τη μορφή της απώλειας είναι καθημερινό φαινόμενο, μήπως ολόκληρη η φιλοσοφία δεν είναι παρά ένα ευφυές σχόλιο στο αμετάκλητο γεγονός του θανάτου; Κι αν ήθελαν οι θεοί να φτιάξουν τον κόσμο γιατί δεν τον έφτιαξαν τέλειο; Ή λοιπόν ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν να εκτοπίσουν το κακό από την ανθρωπότητα, ή μπορούσαν αλλά δεν ήθελαν, ή ούτε ήθελαν ούτε μπορούσαν ή και ήθελαν και μπορούσαν να το κάνουν.
Κατά τον Επίκουρο, οι τρεις πρώτες περιπτώσεις είναι αδιανόητες για τους Θεούς, αφού είναι αντίθετες στη θεϊκή φύση τους. Αν λοιπόν ήθελαν και μπορούσαν, γιατί δεν έφτιαξαν τον κήπο του Παράδεισου αλλά μια κοιλάδα των δακρύων για εκατομμύρια θνητούς;
Utagawa Kuniyoshi, Princess Takiyasha summons a skeleton spectre to frighten Mitsukuni
Οι παραστάσεις των ανθρώπων για τους θεούς προέρχονται από αμάθεια, φόβο και δεισιδαιμονία· άθεος και ασεβής είναι για τον Επίκουρο όποιος αποδίδει εγκληματικές προθέσεις στους θεούς, οι οποίοι υπάρχουν άφθαρτοι και αδιάφοροι για τις ατέλειες του κόσμου και τις περιπέτειες των πολιτισμού.
Είναι πάντως προτιμότερο οι άνθρωποι να πιστεύουν τον μύθο για τους θεούς, παρά να υποδουλώνονται στο πεπρωμένο, όπως λένε οι φυσικοί φιλόσοφοι, γιατί ο μύθος αφήνει τουλάχιστον την ελπίδα να μαλακώσουμε την θέληση και την οργή των θεών με τιμές, ενώ η αναγκαιότητα είναι νόμος αμείλικτος και με τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Ως βάση λοιπόν της θρησκείας μπαίνει το ζήτημα του φόβου. Η Ιφιγένεια θυσιάστηκε από τον ίδιο της τον πατέρα για να φυσήξει ούριος άνεμος στα ελληνικά πλοία.
Θα ήθελαν ποτέ οι θεοί κάτι τέτοιο ή μήπως όλα αυτά είναι έργα των ανθρώπων; Οι θεοί του Επίκουρου έχουν αιθέρια φύση, είναι μακάριοι και αθάνατοι, φτιαγμένοι από ψιλά άτομα, μιλούν Ελληνικά, έχουν φύλο και εμφανίζονται με τη μορφή του ανθρώπινου σώματος, το οποίο είναι ωραιότερο από κάθε άλλο. Στην επιστολή προς Μενοικέα διαβάζουμε:
ΘΕΟΙ ΜΕΝ ΓΑΡ ΕΙΣΙΝ. ΕΝΑΡΓΗΣ ΓΑΡ ΑΥΤΩΝ ΕΣΤΙΝ Η ΓΝΩΣΙΣ, (οι θεοί βέβαια υπάρχουν διότι η γνώση που έχουμε γι´αυτούς είναι εναργής και ολοφάνερη). Στη διαθήκη που παραθέτει ολόκληρη ο Διογένης Λαέρτιος φαίνονται η ευσέβεια του Επίκουρου προς τους θεούς.[1]
Ο Ρωμαίος φιλόσοφος Σενέκας έχει τις αντιρρήσεις του: «Ο Θεός, αφού ζει απομονωμένος ανάμεσα στο δικό μας και κάποιον άλλο κόσμο, τίποτα δεν μπορεί να πράττει, παρά να αποφεύγει κάθε φορά τους κόσμους που καταστρέφονται γύρω του, χωρίς να δίνει προσοχή στις ικεσίες και να φροντίζει για μας.
Τέτοιον Θεό λατρεύεις εσύ, Επίκουρε, όπως μου φαίνεται, και μάλιστα με ευγνώμονα καρδιά. Αν ουδεμία υποχρέωση έχεις να λατρεύεις τον Θεό, αφού οφείλεις τα πάντα στα άτομα και τα στοιχεία για τα οποία μιλάς, τότε γιατί τον λατρεύεις;»
Βάλσαμο της ψυχής
Ο Επίκουρος (341 π.Χ. - 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή, εν ονόματι Κήπος του Επίκουρου, η οποία θεωρείται από τις πιο γνωστές σχολές της ελληνικής φιλοσοφίας.
Ο
Νίτσε επισημαίνει την παρηγορητική δύναμη της φιλοσοφίας του δασκάλου: «Ο Επίκουρος, αυτός που καθησύχασε τις ψυχές της αρχαιότητας, είχε την αντίληψη που σήμερα συναντούμε σπάνια, ότι δηλαδή για να γαληνέψει η ψυχή του ανθρώπου δεν είναι αναγκαίο να λύσουμε τα ύψιστα θεωρητικά προβλήματα.
Έτσι, αντί να προβαίνει σε άκαρπες συζητήσεις, τού ήταν αρκετό να λέει σ’ εκείνον που βασανιζόταν από το φόβο ότι και σε περίπτωση που υπάρχουνε θεοί, δεν αναμειγνύονται στις υποθέσεις του κόσμου. Η άποψη αυτή είναι ευνοϊκότερη και ασφαλέστερη. Δίνονται εκ των προτέρων κάποια προοδευτικά βήματα στον ακροατή, ο οποίος έτσι γίνεται πιο πρόθυμος να ακούει και να αποδέχεται.
Αλλά αν επιχειρήσει να αποδείξει το αντίθετο -ότι δηλαδή οι θεοί μεριμνούν για τις ανθρώπινες υποθέσεις-, σε ποιους λαβύρινθους και δάση σπαρμένα με αγκάθια δεν πέφτει από μόνος του, ο δυστυχής, χωρίς να χρειάζεται την πονηριά του συνομιλητή του, ο οποίος οφείλει τότε να έχει αρκετή φιλανθρωπία και λεπτότητα, ώστε να κρύψει τον οίκτο του.
Στο τέλος, καταλαμβάνεται από ισχυρότατη αηδία για κάθε επιχείρημα που διατυπώνεται με λόγια. Καταλαμβάνεται από αηδία για τους ίδιους τους ισχυρισμούς του και αποχωρεί με τη διάθεση που θα είχε κι ένας γνήσιος αθεϊστής: Τι με ενδιαφέρουν οι θεοί; Ας πάνε στο διάβολο!» [6]
Άφοβον ο θεός,
ανύποπτον ο θάνατος•
και ταγαθόν μεν εύκτητον,
το δε δεινόν ευκαρτέρητον.
Φιλόδημος, Προς σοφιστάς, IV 10-14
Και στη συνέχεια: «Σε άλλες περιπτώσεις, όσες φορές ταλαιπωρούσε το μυαλό του συνομιλητή του μια υπόθεση κατά το ήμισι φυσική και ηθική κατά το άλλο μισό, ο Επίκουρος δεν την ανασκεύαζε, αλλά ομολογούσε ότι ενδεχομένως μπορούσε να είναι ορθή, ίσως όμως να υπάρχει κι άλλη υπόθεση, η οποία ερμηνεύει αυτό το φαινόμενο.
Το πλήθος των υποθέσεων αρκεί για να σκορπίσει απ’ την ψυχή μας τα σύννεφα που γεννιούνται από τη μία και μόνη λεπτολόγο ανάλυση, η οποία επειδή είναι η μόνη ορατή, υπερτιμάται εκατό φορές περισσότερο· αυτό ακριβώς συμβαίνει για παράδειγμα όταν εξετάζουμε την προέλευση των τύψεων της συνείδησης και τις αντιλήψεις που έχουμε γι’ αυτές.
Όποιος λοιπόν επιθυμεί να χύσει βάλσαμο παρηγοριάς στους δυστυχείς, τους κακοποιούς, τους υποχονδριακούς ή αυτούς που πεθαίνουν, ας ανακαλεί στη μνήμη τους τις δυο καθησυχαστικές αποστροφές του Επίκουρου που ισχύουν σε πλείστες περιπτώσεις: α) Είναι νόμος. Έτσι έχει το πράγμα. Λοιπόν δεν ενδιαφερόμαστε. β) Το πράγμα είναι δυνατόν να είναι έτσι. Μπορεί όμως να είναι κι αλλιώς. [5]
Η μεσημβρία του αρχαίου κόσμου
Για το Γερμανό φιλόσοφο, η διδασκαλία του Επίκουρου είναι το μεσημέρι της αρχαιότητας:
«Είμαι ευτυχής, διότι συναισθάνομαι το χαρακτήρα του Επίκουρου με τρόπο διαφορετικό από κάθε άλλον και, παρά τα όσα ακούω και διαβάζω γι’ αυτόν, είμαι ικανός να δοκιμάσω την αίσθηση της μεσημβρίας του αρχαίου κόσμου. Βλέπω τη ματιά του στραμμένη προς μια μακρά, απλωμένη, υπόλευκη θάλασσα, προς παράκτιους βράχους που πάνω τους ξαπλώνει ο ήλιος, ενώ μικρά ζώα παίζουν ήσυχα και με ασφάλεια μέσα στις λάμψεις του, όπως ήσυχο και ασφαλές είναι το φως της μέρας και το βλέμμα του δασκάλου.
Τέτοια ευδαιμονία μπορεί να αισθανθεί μόνον όποιος υποφέρει εις το διηνεκές. Είναι ευδαιμονία για τα μάτια, μπροστά στα οποία η θάλασσα της ύπαρξης γαληνεύει, κι αυτά δεν μπορούν να ικανοποιηθούν πλέον βλέποντας την επιφάνεια και την πολύχρωμη, τρυφερή και φρικιαστική επιδερμίδα της. Ουδέποτε άλλοτε υπήρξε τέτοια μετριοφροσύνη της ηδονής.» [5]
Πλάνη δεινή!
Στους ισχυρισμούς των Κυρηναϊκών ότι οι σωματικοί πόνοι είναι σφοδρότεροι και δριμύτεροι από τους ψυχικούς, ο Επίκουρος απαντά: «Πλάνη δεινή! Το σώμα πάσχει μόνο από τα παρόντα κακά ενώ η ψυχή υποφέρει από τις συμφορές του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος.»
Εξάλλου, οι αισθησιακές ηδονές και οι σαρκικές απολαύσεις ποτέ δεν μπορούν να ικανοποιηθούν πλήρως σε μια τόσο σύντομη ζωή. Μόνο η νόηση μπορεί να μας εξασφαλίσει αρμονικό και τέλειο βίο, γιατί δεν έχει ανάγκη την απεριόριστη διάρκεια του χρόνου. Στις ωραίες επιστολές του προς τον Λουκρήτιο, ο Σενέκας λέει:
«Οποιοσδήποτε καταφεύγει στον Επίκουρο για να βρει επικάλυψη για τις ακόλαστες διαθέσεις του απογοητεύεται ευθύς εξαρχής.
Εισέλθετε στον κήπο μου και διαβάστε το επίγραμμά μου: Ξένε, η διαμονή εδώ είναι ευχάριστη. Ως ύψιστο αγαθό θεωρούμε την ηδονή. Ο φύλακας αυτού του χώρου (ενδιαιτήματος) είναι πρόθυμος και αξιέραστος. Θα σε φιλέψει κρίθινο άρτο, θα σου προσφέρει άφθονο νερό και θα σου απευθύνει την ερώτηση: είσαι ευχαριστημένος από την αποδοχή που σου έκαμα; Όχι! Ο κήπος αυτός δεν ερεθίζει την όρεξη, τουναντίον καταστέλλει την πείνα. Δεν αυξάνει τη δίψα με την πόση, αλλά τη σβήνει με φυσικά μέσα, τα οποία, εκτός των άλλων, έχουν το πλεονέκτημα να είναι πολύ φθηνά. Στην απόλαυση αυτή γέρασα κι εγώ.» [3]
Ενώ οι Στωικοί θεωρούν ύψιστο αγαθό την Αρετή, ο Επίκουρος την εκλαμβάνει αποκλειστικά ως ένα μέσο που βοηθάει τους ανθρώπους να αποκτήσουν την ύψιστη ευδαιμονία, δηλαδή την ηδονή. Αν οι ωραίες και θαυμάσιες αρετές, δεν μπορούν να μας οδηγήσουν σε καμιά ευχαρίστηση, κανένας δε θα τις λογαριάσει ως ελκυστικές και άξιες επαίνου.
Η τέχνη του γιατρού εκτιμάται για τα ευεργετικά της αποτελέσματα και η τέχνη του ναυκλήρου δεν επαινείται καθ’ αυτήν αλλά λόγω της ωφέλειας της στη ναυσιπλοΐα· έτσι και η φιλοσοφία εκείνη, την οποία πρέπει να θεωρήσουμε ως τέχνη του ζην, δεν έχει καμιά αξία αν δεν προσφέρει κάποιο θετικό και ευεργετικό αποτέλεσμα. Ποθούμε το Αγαθό όχι επειδή έχει αξία από μόνο του, όπως έλεγε ο Σωκράτης, αλλά γιατί είναι παράγοντας που οδηγεί στην ευτυχία.
Για τον ίδιο λόγο επιδιώκονται και οι άλλες τέσσερις θεμελιώδεις αρετές της αρχαιότητας, η εγκράτεια, η ανδρεία, η δράση και η δικαιοσύνη. Η εγκράτεια θέτει τη δράση υπό τον έλεγχο της νόησης και μας βοηθάει να απολαμβάνουμε με μέτρο τις ηδονές, ώστε να μην προκαλούν οδύνη.
Είμαστε ανδρείοι για να μπορούμε να ζούμε χωρίς αγωνίες και φόβους, πράττοντας δίκαια, γιατί η ατιμία βασανίζει την ψυχή και μόνο με την απλή παρουσία της (Ο δίκαιος αταρακτότατος, ὁ δ’ αδικος πλείστης ταραχής γέμων).
Ωστόσο, δεν μπορεί οποιοσδήποτε να εξυψωθεί στην ύψιστη βαθμίδα της σοφίας. Χρειάζεται ευφυΐα και άσκηση, αλλά αυτός που κατορθώσει άπαξ να ανέλθει μέχρι εκεί, κατέχει πλέον τη σοφία ως άφθαρτη ιδιότητα και μαζί μ’ αυτή την ευδαιμονία και την ατάραχη ζωή.
Ο σοφός δεν εκλιπαρεί αξιώματα και τιμές, ούτε ενδιαφέρεται πολύ για τη γνώμη που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν· του αρκεί να μην τον περιφρονούν, επειδή σε τέτοια περίπτωση θα κινδύνευε η ασφάλεια και η ηρεμία του. Ο σοφός αντιμετωπίζει με ήρεμη σκέψη (νήφωνα λογισμό) κάθε κατηγορία και μομφή εναντίον του. Αν και το αίσθημα της αδικίας του προκαλεί δυσαρέσκεια, τα συναισθήματά του δεν εκφυλίζονται σε αγανάκτηση και οργή, η οποία θα έβλαπτε την αοχλησίαν του σώματος.
Στην Επίκουρου Προσφώνησι σώζεται ένα απόσπασμα που ανήκει στον Μητρόδωρο: «
Να θυμάσαι ότι αν και είσαι θνητός σύμφωνα με τη φύση και έχεις λάβει μια περιορισμένη διάρκεια ζωής, ανέβηκες με τους διαλογισμούς περί της φύσης τόσο στην απειρία της όσο και στην αιωνιότητά της και είδες καθαρά τα τωρινά, τα μελλούμενα και τα παρελθόντα.» [1]
Ο Έλληνας άνθρωπος της δημοκρατικής εποχής, απαλλαγμένος από τις μεταφυσικές μυστικιστικές θολούρες, περιγελά το Πεπρωμένο και δεν το δέχεται ως απόλυτο κυρίαρχο των πάντων: από τα πράγματα κάποια γίνονται από ανάγκη κάποια άλλα από τύχη και κάποια άλλα τέλος από τη δική μας βούληση. Η τύχη είναι απλώς μια ευκαιρία:
«Την τύχη όμως ούτε θεό την θεωρεί, όπως πιστεύουν οι πολλοί άνθρωποι, – αφού τίποτα δεν γίνεται από τον θεό χωρίς τάξη – , ούτε πάλι την θεωρεί ως αβέβαιη αιτία, δεν πιστεύει ότι από την τύχη δίνεται το καλό ή το κακό στους ανθρώπους για μια ευτυχισμένη ζωή, αλλά όμως παρέχει την ευκαιρία και την αρχή για μεγάλα καλά ή μεγάλα δεινά.» (Επίκουρος) [2]
Charles Joseph Natoire
Η έξοδος από τον Παράδεισο, 1740
Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν ότι ο θνητός που κατέχει τέτοια σοφία είναι απαλλαγμένος από τα ανθρώπινα πάθη ούτε ζει αλώβητος, αμέτοχος στα παιχνίδια εξουσίας και τις αναμετρήσεις που μαίνονται σε όλο το φάσμα της κοινωνικής σχέσης. Λόγω αυτής της πραγματικότητας δημιουργήθηκαν άλλωστε πλήθος οργανωμένες φιλοσοφικές Σχολές σε πολλές πόλεις του αρχαίου κόσμου.
Οι αλληλέγγυες κοινότητες των Επικούρειων συμμετείχαν στις ιδεολογικές διαμάχες της εποχής τους, είχαν δηλαδή εν τέλει πολιτική λειτουργία, ανεξαρτήτως από τις προθέσεις και τις επιδιώξεις των ιδρυτών τους. Οι
ιδέες των Επικουρισμού θα επιβιώσουν στη συναρπαστική ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης, θα ενταχθούν σε μεταγενέστερες κοσμοαντιλήψεις και θα ανακαλυφθούν ξανά την περίοδο των αστικών επαναστάσεων στην Ευρώπη.
Ο Επίκουρος υπήρξε το σκάνδαλο της αρχαιότητας και ταυτόχρονα ο πρώτος που ανέδειξε μέσα σε ένα ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα την αξία της προσωπικότητας και της φιλίας, την πίστη στο λογικό, την ανεξάρτητη διανόηση, την ικανότητα του ανθρώπου να εξουσιάσει τη Φύση και να δαμάσει τη Μοίρα του.
Ανάμεσα σε άλλα, η επικούρεια φιλοσοφία καταδεικνύει πόσο μάταιες και γελοίες είναι οι προσπάθειες των ανθρώπων να αποκτήσουν όλο και περισσότερα υλικά αγαθά, θυσιάζοντας πολλές φορές πράγματα πολύ πιο χρήσιμα για τη ζωή τους, χωρίς καν να το συνειδητοποιούν. Στο σπουδαίο και ανεπανάληπτο συμπόσιο της ζωής αξίζει λοιπόν να πάρουμε μέρος χαρούμενοι, δηλαδή γενναίοι και ατρόμητοι μπροστά στο θάνατο:
«
Το φρικωδέστερον ουν των κακών,ο θάνατος ουθέν προς ημάς επειδήπερ όταν μεν ημείς ώμεν, ο θάνατος ου πάρεστιν, όταν δε ο θάνατος παρή, τοθ’ ημείς ουκ εσμέν» Το φριχτότατο λοιπόν κακό, ο θάνατος, δεν πρέπει να μας σκοτίζει, γιατί όσο εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν υπάρχει, κι άμα έρθει ο θάνατος, εμείς δεν υπάρχουμε.»
Η φύση μάς προσφέρει γενναιόδωρα και χωρίς πολλούς κόπους όσα χρειαζόμαστε για να ζήσουμε ευτυχισμένοι. Ο μέγιστος και γλυκός καρπός της επικούρειας αυτάρκειας είναι η ελευθερία.
Ενδεικτική βιβλιογραφία και πηγές
[1] Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Επίκουρος. Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, εκδ. Εστία
[2] Χάρη Λύτα, «Λάθε βιώσας» Η επικούρεια τέχνη του ευ ζην. Εκδόσεις «Κέδρος», 2004
[3] Hutchinson, Επίκουρος, κείμενα-πηγές της Επικούρειας φιλοσοφίας του ευ ζην, επιμ. Γ. Αβραμίδης, θύραθεν εκδόσεις. Στο διάλογό του De Natura Deorum, ο Κικέρων καταγράφει τη φιλική συζήτηση μιας παρέας διανοούμενων περί θεών, οι οποίοι ανήκουν σε διάφορες φιλοσοφικές σχολές. Ο επικούρειος της ομήγυρης παίρνει το λόγο προς το τέλος της ομιλίας.
[4] http://en.wikipedia.org/wiki/Epicurus
[5] Ερρίκος Σμιθ, Επίκουρου, Φιλοσοφία της ηδονής, μετάφραση Ανδρέας Γ. Δαλέζιος, εκδ. Τέχνη, Αθήνα, 1926. Τα μεταφρασμένα αποσπάσματα του Νίτσε αποδίδονται εδώ στη νέα Ελληνική γλώσσα.