Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια - 5. Εξωτερική αφήγηση και εσωτερικές διηγήσεις

5.2.3. Ο ακροατής


Αφήγηση χωρίς ακρόαση είναι αδιανόητη. Ο αφηγητής δίχως ακροατή πέφτει στο κενό. Οι δύο πόλοι σχηματίζουν κύκλωμα. Ο ένας εξυπακούει τον άλλον: πομπός και δέκτης, ζεύγος αχώριστο, όπου ο δεύτερος όρος υποδέχεται τον πρώτο και τελικά τον αξιολογεί. Η αφηγηματική αυτή αρχή εφαρμόζεται με παραδειγματικό τρόπο στις εσωτερικές διηγήσεις της Οδύσσειας, όπου ο ακροατής απαντά σε όλες τις δυνατές εκδοχές του. Μπορεί να είναι ένας, δύο ή πολλοί· άμεσος ή έμμεσος. Ο ένας δηλαδή και αναφαίρετος ακροατής μπορεί να διπλασιαστεί ή να πολλαπλασιαστεί. Άμεσος θεωρείται ο ακροατής εκείνος που εξαρχής προκαλεί και εισπράττει τη διήγηση. Έμμεσος εκείνος που συμπαρίσταται σε μια διήγηση, συνοδεύοντας ή πλαισιώνοντας τον άμεσο ακροατή.

Με τους όρους αυτούς στα προηγούμενα παραδείγματα εσωτερικών διηγήσεων αναγνωρίζουμε, παράλληλες ή διαπλεκόμενες, όλες τις παραλλαγές του ακροατή. Έτσι, στη διήγηση του Νέστορα (τρίτη ραψωδία) άμεσος ακροατής είναι ο Τηλέμαχος, αυτός που προκαλεί και τη διήγηση του βασιλιά της Πύλου· ενώ η Αθηνά, μεταμορφωμένη σε Μέντορα, παίζει τον ρόλο του έμμεσου ακροατή, που συμπαρίσταται στον νεαρό Τηλέμαχο. Το ίδιο σχήμα ισχύει λίγο πολύ και στη Σπάρτη το πρώτο βράδυ, όταν ο Τηλέμαχος και ο Πεισίστρατος φτάνουν στο παλάτι του Μενελάου (τέταρτη ραψωδία). Μόνο που εδώ το ακροατήριο ενδιαμέσως διευρύνεται, καθώς εμφανίζεται στην αίθουσα και η Ελένη, η οποία, σχεδόν αυθαίρετα, παίρνει τον λόγο από τον Μενέλαο, για να πει μια δική της σύντομη ιστορία. Παραλλαγή αυτού του σχήματος έχουμε στο παλάτι των Φαιάκων, όταν ο Οδυσσέας προκαλείται από τον βασιλιά να δηλώσει την ταυτότητά του και να ομολογήσει τα πάθη του (ένατη ραψωδία). Όπου άμεσος ακροατής, που προκαλεί τη διήγηση, είναι ο Αλκίνοος, έμμεσοι ακροατές οι προσκεκλημένοι Φαίακες, που ακούν τους «Απολόγους» του Οδυσσέα, καθισμένοι ένα γύρο στη μεγάλη αίθουσα. Κάπου στη μέση, ως παράπλευρος ακροατής, αναγνωρίζεται η γυναίκα του Αλκίνοου, η Αρήτη, η οποία στο διάλειμμα της μεγάλης αφήγησης, παίρνει τον λόγο, για να κάνει τη δική της αξιολόγηση και τη δική της πρόταση.

Στις πιο εμπιστευτικές συνομιλίες τα υποκείμενα της εσωτερικής διήγησης περιορίζονται σε δύο: σ᾽ αυτόν που διηγείται και σ᾽ εκείνον που ακούει τη διήγηση. Παραδείγματα: ο πρωινός μακρός απόλογος του Μενελάου, που προσφέρεται τώρα αποκλειστικά στον Τηλέμαχο (δ 306-592)· αλλά και οι δύο αμοιβαίες διηγήσεις, του Οδυσσέα στον Εύμαιο και του Εύμαιου στον Οδυσσέα, πλαστή η μία και γνήσια η άλλη (ξ 192-359 και ο 390-484). Επίσης, η μακρά πλαστή διήγηση του Οδυσσέα στην Πηνελόπη (τ 165-202, 221-248, 261-307), όπως και η σύντομη αναγνωριστική διήγηση του Οδυσσέα στον Λαέρτη (ω 302-314). Έτσι το φάσμα των ακροατών στην Οδύσσεια συμπληρώνεται και ευνοεί διαφορετικές ακροαματικές αντιδράσεις.

Η πιο τυπική αντίδραση αναλογεί στο πληθυντικό ακροατήριο, που, ακούγοντας από κάποια απόσταση μια εσωτερική διήγηση, γοητεύεται και υποδέχεται το τέλος της με παρατεινόμενη σιωπή, δηλώνοντας έτσι τον θαυμασμό και την κατάπληξή του. Παράδειγμα η αντίδραση των Φαιάκων, όταν κλείνει ο Οδυσσέας τους «Απολόγους» του (ν 1-2). Η παθολογικότερη ανταπόκριση του ακροατή εκδηλώνεται με θρήνο - κάτι που θυμίζει την αντίδραση του ίδιου του Οδυσσέα, όταν ακούει το πρώτο και το τρίτο τραγούδι του Δημοδόκου. Δύο συγγενικά μεταξύ τους παραδείγματα: το ένα αφορά τον Τηλέμαχο, το άλλο την Πηνελόπη.

Η πρώτη και συνοπτικότερη ομολογία συμπάθειας του Μενελάου για τον αγνοούμενο Οδυσσέα (δ 78-112) προκαλεί στον Τηλέμαχο βουβό κλάμα, που προσπαθεί ο νεαρός να το κρύψει, σκεπάζοντας τα μάτια του με την πορφυρή του χλαμύδα. Ο μοναχικός ωστόσο θρήνος του σε λίγο γενικεύεται, όταν, με την αναγνωριστική παρέμβαση της Ελένης, ο Τηλέμαχος ταυτίζεται με τον μονάκριβο γιο του Οδυσσέα. Οπότε όλοι θρηνούν: η Ελένη και ο Μενέλαος από αναμνηστική συμπάθεια· ο Τηλέμαχος από πόνο για τον απόντα πατέρα του· ο συνοδός Πεισίστρατος για τον σκοτωμένο στην Τροία αδελφό του Αντίλοχο. Ώσπου ο γενικός θρήνος κατευνάζεται: πρώτα με τη φρόνιμη υπόδειξη του Πεισιστράτου (δεν έχει, λέει, νόημα η θρηνητική επιμονή, είναι καιρός να δειπνήσουν)· μετά με το μαγικό βοτάνι της Ελένης, που η βασίλισσα της Σπάρτης το ρίχνει στο κρασί τους, και όλοι ξεχνούν τον πόνο τους. Έτοιμοι είναι τώρα ν᾽ ακούσουν τη δική της διήγηση για ένα πρώιμο τρωικό κατόρθωμα (του Οδυσσέα και δικό της). Διήγηση που τη διπλασιάζει ο Μενέλαος, μιλώντας και αυτός για τον Οδυσσέα μέσα στην κοιλιά του δούρειου ίππου: πώς κατόρθωσε να αποκρούσει τον πειρασμό της Ελένης, που κόντεψε με τις μιμητικές της φωνές να ματαιώσει τον πιο διάσημο δόλο του ήρωα.

Το άλλο παράδειγμα θρηνητικής αντίδρασης ανήκει στην Πηνελόπη. Μόλις έχει τελειώσει ο αδιάγνωστος ακόμη Οδυσσέας το πρώτο μέρος της πλαστής διήγησής του, και ο ποιητής σχολιάζει (τ 203-209):

Αράδιαζε διηγώντας ψέματα πολλά, που όμως έμοιαζαν αληθινά.
Κι η Πηνελόπη ακούγοντας, της έτρεχαν τα δάκρυα ποτάμι,
μαραίνοντας το πρόσωπο.
Όπως το χιόνι αναλιώνει στα πανύψηλα βουνά -
το στοίβαξε ο πουνέντες, μετά το λιώνει φυσώντας ο σιρόκος
και στα ποτάμια τα νερά φουσκώνουν·
έτσι κι εκείνη, μούσκευε τα ωραία της μάγουλα
με τα πολλά της δάκρυα, τον άντρα της θρηνώντας - ήταν ωστόσο εκεί,
μπροστά στα μάτια της.

Ο θρήνος (άλλοτε σπαρακτικός, άλλοτε ανακουφιστικός) αναλογεί σε ακροατές που έχουν προσωπική σχέση με το κεντρικό πρόσωπο της εσωτερικής διήγησης: γιος με πατέρα, γυναίκα με τον άντρα της, πολεμιστής με τον συντροφικό του φίλο. Αλλιώς η συγκίνηση του ακροατή δηλώνεται πιο συγκρατημένη. Κάποτε εξάλλου ο ακροατής εκφράζεται και με αξιολογικό σχόλιο για την τέχνη του διηγητή. Δύο χαρακτηριστικά και συγγενικά μεταξύ τους παραδείγματα.

Όταν στη μέση περίπου της «Μεγάλης Νέκυιας» (λ 330-332) ο Οδυσσέας κόβει μάλλον απότομα τη διήγησή του, γιατί αισθάνεται πως πέρασε η ώρα, παρεμβαίνει πρώτη η Αρήτη, σπάζοντας τη σιωπή των άλλων γοητευμένων Φαιάκων. Μ᾽ έναν λοξό έπαινο για τον αφηγητή Οδυσσέα, εξαίρει το ωραίο και επιβλητικό του παρουσιαστικό, που αντιστοιχεί σε τετράγωνο μυαλό. Προσόντα που της δίνουν το δικαίωμα να ονομάσει τώρα δικό της φιλοξενούμενο τον Οδυσσέα, προτείνοντας συνάμα στους Φαίακες να διπλασιάσουν τα φιλόξενα δώρα τους. Στον έμμεσο αυτόν έπαινο θα προσθέσει ο Αλκίνοος τον δικό του, άμεσο έπαινο. Απαλλάσσει πρώτα τον αφηγητή Οδυσσέα από την υποψία του περιφερόμενου λογά και απατεώνα. Μετά ο έπαινος γίνεται απροκάλυπτα θετικός: ο Αλκίνοος αναγνωρίζει πως τα λόγια του αφηγητή Οδυσσέα έχουν συγκροτημένη μορφή και το μυαλό του λάμπει· κατέχει καλά την τέχνη να ιστορεί τα πάθη των Αργείων και τα δικά του βάσανα· σαν αοιδός με άρτια γνώση - ἐπισταμένως, λέει το πρωτότυπο κείμενο. Τεχνικός όρος που θα τον χρησιμοποιήσει αργότερα και ο Ησίοδος στα Έργα (105-106) για τον εαυτό του, διαφημίζοντας τη δική του αφηγηματική δεξιοσύνη.

Την εξίσωση του αφηγητή Οδυσσέα με αοιδό την επικυρώνει στην Ιθάκη και ο Εύμαιος, συστήνοντας τον αδιάγνωστο ακόμη Οδυσσέα στην Πηνελόπη μ᾽ αυτά τα λόγια (ρ 515-521):

Εγώ τον κράτησα τρεις νύχτες στο καλύβι μου, τον φύλαξα
τρεις μέρες· γιατί σ᾽ εμένα πρώτα κούρνιασε, ξεφεύγοντας
απ᾽ το καράβι. Κι όμως δεν πρόλαβε διηγώντας
ν᾽ αποτελειώσει τη βασανισμένη μοίρα του.
Πώς κάποιος προσηλώνεται σ᾽ έναν αοιδό, που από θεού γνωρίζει
να τραγουδά για τους ανθρώπους συναρπαστικά τραγούδια,
και λαχταρούν ακούγοντας οι άλλοι ποτέ να μην τελειώσει
το τραγούδι που άρχισε· έτσι κι αυτός εμένα, καθισμένος
στο μαντρί, με μάγεψε.


Η ρητή εξομοίωση του Οδυσσέα με δεξιοτέχνη και γοητευτικό αοιδό τόσο από τον Αλκίνοο όσο και από τον Εύμαιο επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι στον πρόλογο των «Απολόγων» (ι 1-11), επαινώντας ο ήρωας τον Δημόδοκο για τα προηγούμενα τραγούδια του, προκαταβάλλει διακριτικά και τον δικό του έπαινο· τον αυτοέπαινό του δηλαδή, προτού αρχίσει τη μακρά του διήγηση, που θα αποδειχτεί αντάξια ενός αναγνωρισμένου αοιδού. Αν υπολογίσουμε ότι η μορφή του αοιδού στο εσωτερικό της Οδύσσειας παραπέμπει, λοξά έστω, στη μορφή του εξωτερικού αφηγητή, δηλαδή του ποιητή, τότε η εξομοίωση του εσωτερικού αφηγητή, δηλαδή του Οδυσσέα, με έναν καλό αοιδό, τον εξομοιώνει, λοξά πάλι, και με τον ποιητή.

Για να το πούμε αλλιώς: στην Οδύσσεια η αφηγηματική τέχνη εκπροσωπείται σε πρώτη δόση από τον παραδοσιακό αοιδό, σε δεύτερη από τον αφηγητή Οδυσσέα, ο οποίος ανταγωνίζεται και επισκιάζει τον αοιδό, εκπροσωπώντας τον ποιητή, επειδή οι συμβάσεις του αρχαϊκού έπους δεν επιτρέπουν την άμεση προβολή του μέσα στο έργο. Επομένως, ο Οδυσσέας δεν είναι μόνον ο ήρωας του σημαντικότερου μετατρωικού νόστου αλλά και ο καλύτερος αφηγητής του, και τούτο το οφείλει στον ποιητή της Οδύσσειας, που του ανέθεσε και αυτό τον ρόλο. Συμπέρασμα: ο υπερθετικός έπαινος της αφηγηματικής τέχνης, που μεταφέρεται στον πρόλογο των «Μεγάλων Απολόγων» από τον αοιδό Δημόδοκο στον αφηγητή Οδυσσέα, καταλήγει στον ποιητή. Αυτόν τον συνειρμό φρόντισε ο ίδιος ο επικός ποιητής να τον υποβάλει μέσα στο έπος του, σχηματίζοντας μια αναβατική κλίμακα: αοιδός-αφηγητής-ποιητής.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 15. Ποιος φοβάται τα λατινικά;

15.4. Δέκα παρά ένας (πιθανοί) λόγοι που δεν με ενδιαφέρουν τα λατινικά


Επειδή και οι αρχαιότεροι Έλληνες δεν καταδέχονταν να ασχοληθούν με μια γλώσσα που εξέφραζε έναν πολιτισμό τον οποίο θεωρούσαν λιγότερο σημαντικό από τον δικό τους.

Επειδή οι Ρωμαίοι ήρθαν στην Ελλάδα ως κατακτητές, και η γλώσσα των κατοχικών δυνάμεων απέκτησε αρνητικές συνδηλώσεις για τους Έλληνες.

Επειδή, περίπου μετά τον 6ο αιώνα μ.Χ., η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαχώρισε οριστικά τη θέση της από το δυτικό τμήμα του κράτους και θέλησε να τονίσει τη δική της «ταυτότητα» αφήνοντας τα (δυτικά) λατινικά στο περιθώριο.

Επειδή, μετά το Σχίσμα των Εκκλησιών κατά τον 9ο αιώνα, οι Λατίνοι αντιμετωπίστηκαν με δυσμένεια και δυσπιστία, και η επίσημη γλώσσα της παπικής εκκλησίας, δηλαδή τα λατινικά, θεωρήθηκε ένα είδος «εχθρικής» ή «ανθελληνικής» γλώσσας που ταίριαζε μόνο σε αιρετικούς και «λατινόφρονες».

Επειδή, όπως ήταν εύλογο, οι λόγιοι του νεοελληνικού Διαφωτισμού, στην προσπάθειά τους να στηρίξουν την ελληνική εθνική συνείδηση και τη δημιουργία ελληνικής ταυτότητας, ανέδειξαν κυρίως την ελληνική πλευρά του κλασικού παρελθόντος.

Επειδή οι Έλληνες, ακόμη και μετά τη δημιουργία του νεότερου ελληνικού κράτους και παρά το γεγονός ότι τα βασικά πρότυπα πολιτειακής οργάνωσης και πολιτισμικής ζωής ήταν δυτικά, συνέχιζαν με κάποιο τρόπο να ορίζουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους σε αντιδιαστολή προς τους «Δυτικούς» (ή τους «Φράγκους»), οι οποίοι (παρόλο που αναγνώριζαν την πρωταρχική σημασία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού) έβλεπαν τις κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές παραδόσεις τους ως συνέχεια της Ρώμης.

Επειδή η επίσημη εκπαιδευτική πρακτική του νεότερου ελληνικού κράτους (τόσο στη μέση όσο και στην ανώτατη εκπαιδευτική βαθμίδα) διαιώνιζε την άποψη ότι ο ρωμαϊκός πολιτισμός, σε σχέση με τον αρχαιοελληνικό, είναι μιμητικός, παράγωγος και δευτερεύων, και έτσι το σύνολο σχεδόν της ρωμαϊκής γραμματείας αντιμετωπιζόταν ως ένα είδος λατινόγλωσσου συμπληρώματος της ελληνικής.

Επειδή, ως συνέπεια της εκπαιδευτικής αυτής ιδεολογίας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ρωμαϊκού πολιτισμικού χώρου (που είναι πολλά, άκρως ενδιαφέροντα και ιστορικά απαραίτητα για να καταλάβουμε την άμεση προϊστορία και την πολιτισμική εξέλιξη της δυτικής Ευρώπης) δεν αποτέλεσαν ποτέ αντικείμενο σοβαρής μελέτης, και έτσι το ενδιαφέρον μαθητών και σπουδαστών για τη Ρώμη και τη γλώσσα της δεν ενθαρρύνθηκε αρκετά.

Επειδή, ακόμη και σήμερα, αυτό που ονομάζουμε «κλασικό πολιτισμό και παιδεία» τείνει να ταυτίζεται (στην Ελλάδα) με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμικό χώρο.

Θεολογία του ανθρωπίνου προσώπου

Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού

Ο άνθρωπος (σαν ύπαρξη), στην πραγματική του ουσία, στο πνευματικό του μέρος, δεν είναι απλά το συνειδητό των ψυχολόγων, ούτε το απλό «είναι» των φιλοσόφων, είναι κάτι πολύ ευρύτερο, πέρα από το συνειδητό, που περιστρέφεται γύρω από την αντίληψη (σύμπλεγμα) του εγώ. Υπάρχουν ανεξερεύνητα βάθη της ψυχής. Αυτό το βεβαιώνουν επιστήμονες ψυχολόγοι, φιλόσοφοι που δίδασκαν χρόνια στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, χώρια όλη την πνευματική παράδοση της ανατολής και της δύσης. Είναι όλοι ηλίθιοι;

Αυτό το βαθύτερο στρώμα της ψυχής δεν είναι απλά πέραν του συνειδητού (του εγώ) αλλά εμπειρικά αποδεικνύεται από όλους όσους έχουν πνευματική εμπειρία, αλλά και από φυσιολόγους-ψυχολόγους που έκαναν εργαστηριακές έρευνες με ανθρώπους που προσεύχονταν, (μιλάμε για την αληθινή προσευχή των νηπτικών...), ότι αυτοί που βιώνουν Αυτό Το Άλλο μέσα μας, φτάνουν σε μία κατάσταση συνείδησης πέραν του υποκειμένου –Αντικειμενική. Το τι περιεχόμενο έχει αυτή η Συνείδηση μπορεί να αναλυθεί. Και προκαλούμε όποιον θέλει να το επιχειρήσουμε... δεν αναλύεται πρώτα εννοιολογικά... πρέπει πρώτα να το βιώσουμε και μετά να αναλύσουμε εννοιολογικά τι αντιλαμβανόμαστε... πρώτα η πνευματική εμπειρία, μετά η σκέψη...

Το λογικό συμπέρασμα, εφ’ όσον παραμένουμε λογικά όντα, είναι ότι η «Αντικειμενική Συνείδηση» που μπορούμε να βιώσουμε, «λόγω του περιεχομένου της», δεν μπορεί να περιορίζεται στην ατομική ύπαρξη, πρέπει να επεκτείνεται πέραν της ατομικής ύπαρξης, προς μία Ευρύτερη Ύπαρξη που ουσιώνει κάθε ατομική ύπαρξη...

Συνεπώς Αυτό Το Άλλο που αποτελεί μία ευρύτερη πνευματική πραγματικότητα και μερικοί ονομάζουν Θεό δεν τίθεται αξιωματικά. Προκύπτει από την φύση μας, από την λειτουργία της φύσης μας, κι αναδύεται σαν Παρουσία όταν περνάμε πέραν του υποκειμένου προς τα ανεξερεύνητα βάθη της ψυχής... Ο Θεός λοιπόν δεν είναι ούτε ιδέα, ούτε αντίληψη, ούτε τίθεται αξιωματικά: Προκύπτει από το βίωμα*, από την ζωή... Πρώτα η εμπειρία και μετά η θεμελίωση της γνώσης και της θεολογίας... Μήπως δεν το λέμε ελληνικά;

Έτσι, για να συνεχίσουμε τους συλλογισμούς μας... Αυτό Το Άλλο, Βρίσκεται μέσα μας, σαν η βαθύτερη ουσία της ψυχής, κι έξω από εμάς, ταυτόχρονα, σαν Ευρύτερη Πνευματική Πραγματικότητα, που ουσιώνει την ψυχή: Από εδώ πηγάζει η αντίληψη του «κατ’ εικόνα Θεού»...

Η διεύρυνση του συνειδητού προς τα ανεξερεύνητα βάθη της ψυχής που είναι της ίδιας ουσίας με την Ευρύτερη Πνευματική Πραγματικότητα, η ολοκλήρωση του ανθρώπου (κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του) οδηγεί προς το «καθ’ ομοίωσιν Θεού»..

Έτσι ο Θεός είναι μέσα μας κι έξω από εμάς, μας ουσιώνει αλλά και μας Υπερβαίνει. Η συμμετοχή μας, η «κοινωνία» με Αυτή Την Πραγματικότητα, γίνεται σε διάφορους βαθμούς και από τον ίδιο άνθρωπο αλλά και από άνθρωπο σε άνθρωπο.

Ο άνθρωπος βιώνει την υπέρβαση του συνειδητού (εγώ), του υποκειμένου, σαν μη-εγώ, σαν κάτι Αντικειμενικό. Αυτή η εμπειρία δεν είναι εμπειρία ενός υποκειμένου, οπότε θα είχαμε απλά αντιλήψεις υποκειμένων κάποιου πράγματος, αλλά επειδή συμβαίνει κι είναι δυνατή μόνο όταν ξεπερνιέται το υποκείμενο, είναι μία συνείδηση τελείως διαφορετική, Αντικειμενική «λόγω του περιεχομένου της»... Έτσι θεμελιώνεται η Αντικειμενικότητα Της Ευρύτερης Πνευματικής Πραγματικότητας, του Θεού... Μόνο με βιωματικό τρόπο... Πρώτα η πνευματική εμπειρία και μετά η εννοιολογική ανάλυση...

Αν λοιπόν εξ’ αρχής είμαστε κάτι Ευρύτερο του συνειδητού, του υποκειμένου, κι αν μπορούμε να βιώσουμε την πέραν του υποκειμένου ουσία μας, που είναι Ουσία των πάντων, τότε προς τι οι συζητήσεις; Ο Θεός Είναι εδώ, μέσα μας, κι έξω από εμάς. Ή βιώνουμε την Παρουσία Του ή όχι. Και πως μπορεί να γίνει συζήτηση ανάμεσα σε κάποιον που έχει εμπειρία και κάποιον που δεν έχει; Πρέπει να βρούμε ένα κοινό επίπεδο εμπειρίας και συζήτησης. Ποιο είναι αυτό; Της σκέψης; Γιατί; Της εμπειρίας; «Ιδού η Ρόδος...»

Ο Θεός να μας φωτίζει το δρόμο, στους λαβύρινθους της σκέψης... Ευτυχώς που δεν υπάρχουν μινώταυροι...

Θεολογία του ανθρωπίνου προσώπου

Ο Θεός, σε κάθε περίπτωση, Είναι Ακατάληπτος στην Ουσία Του. Ακόμα κι όταν μέσω της Ενοποιού Αγάπης, Προσεγγίζουμε τον Θεό, Κοινωνούμε μαζί Του, αυτό που αποκομίζουμε από αυτή την Επικοινωνία με τον Ζωντανό Θεό, είναι:

1. Η Αντίληψη της Παρουσίας Του.

2. Η «Αίσθηση της Ενότητας» των πάντων μέσα στην Θεία Αγάπη.

3. Ο Ζωογόνος Φωτισμός που μας προσανατολίζει μέσα στην ύπαρξη.

4. Η «αίσθηση» της Ολοκλήρωσης, της Πληρότητας, η ανάπαυση της ψυχής, που ολοκληρώνει την αναζήτηση κι αφήνεται στα Χέρια του Θεού.

Όλα αυτά που γνωρίζουμε είναι το τελικό αποτέλεσμα της Επικοινωνίας με τον Θεό, το «Πνεύμα του Θεού» που πληρώνει τον άνθρωπο, η Θεία Χάρη, το Θείο Φως (όχι μόνο σαν συνειδησιακή κατανόηση αλλά και σαν «υποστασιακό» φως...)...

Δεν μπορούμε, μέσα από το μυστικό βίωμα, να γνωρίσουμε τίποτα περισσότερο από τα Ανεξερεύνητα Βάθη της Θείας Ουσίας... Το να μεταφέρουμε αυτό το μυστικό βίωμα, σε κατανοητή εννοιολογική γλώσσα, είναι ήδη δύσκολο, αλλά καθίσταται δυσκολότερο όταν απευθυνόμαστε σε ανθρώπους που δεν έχουν ανάλογη εμπειρία. Για τον Θεό δύσκολα μιλάμε... Κάνει εντύπωση όμως ο τεράστιος όγκος των θεολογικών μελετών και συγγραμμάτων και συζητήσεων, γύρω από τον Θεό... Δυστυχώς όμως οι «θεολόγοι» (κάθε είδους) ολισθαίνουν από το μυστικό βίωμα σε θεωρίες περί Θεού, σε ιδέες, εννοιολογικές αναλύσεις, κλπ... κι όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τον Ζωντανό Θεό αλλά με την «ιδέα περί Θεού»...

Το να λέμε ότι ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν Θεού (είτε εκλάβουμε την ομοίωση σαν «ομοίωμα», είτε σαν δυναμική εξέλιξη που οδηγεί στην Ομοίωση... το εβραϊκό κείμενο δεν ξεκαθαρίζει...)...είναι πολύ ασαφές... Το να ομολογούμε ότι ο Θεός Είναι Ακατάληπτος στην Ουσία Του (και Γνωστός μόνο στις Θείες Ενέργειές Του, μέσα στην Θεία Χάρη, και την Ενοποιό Αγάπη Του, και την Κοινωνία μαζί Του...), και παράλληλα ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Ακατάληπτου Θεού, δεν μας διαφωτίζει σχεδόν καθόλου... Πέρα λοιπόν από την «θεολογική έννοια του ανθρωπίνου προσώπου» που είναι ασαφής, πέρα από θεωρίες και αντιλήψεις χρειάζεται να εξετάσουμε τι είναι ο άνθρωπος από την πλευρά του απλού ανθρώπου, που ξεκινά από μηδενική (θεολογική) βάση... Θα δούμε τότε αν μπορεί να θεμελιωθεί κάποια «θεολογία του ανθρώπινου προσώπου» κι αν έχουν εφαρμογή όλα όσα λέμε περί «Κοινωνίας με τον Θεό», θέωσης, κλπ...

Αντίθετα, και θεμιτό είναι, και δυνατόν, να διερευνήσουμε την ύπαρξη (την καταγραφή) μίας «χριστιανικής ανθρωπολογίας» μέσα στα ευαγγέλια και μέσα στα κείμενα των πατέρων...

Χριστιανική Ανθρωπολογία

Ο άνθρωπος ορίζεται (και στα ψυχολογικά και στα ανθρωπολογικά εγχειρίδια) σαν ένα όλον, μία ψυχοσωματική οντότητα (ψυχοβιολογική οντότητα πιο συγκεκριμένα). Μολονότι ο ορισμός είναι ικανοποιητικός και εξηγεί (δήθεν) το ανθρώπινο φαινόμενο, εν τούτοις «δείχνει» την επιστημονική ανεπάρκεια, την επιστημονική «αδυναμία» να ερμηνεύσει επακριβώς το φαινόμενο, και παράλληλα την επιστημονική «υποκρισία»... Ήδη στον ορισμό ψυχο-σωματικός αναγνωρίζονται δύο τάξεις φαινομένων (τα ψυχικά και τα σωματικά) που βέβαια συνδέονται αλλά δεν μπορούν να αναχθούν τα μεν στα δε (με τις δεδομένες σημερινές γνώσεις μας).. Κι έτσι, ορίζοντας τον άνθρωπο σαν ψυχοσωματική οντότητα, απλά ομολογούμε ότι δεν γνωρίζουμε πως και γιατί και με ποιο σκοπό συνδέονται τα ψυχικά με τα σωματικά φαινόμενα (γνωρίζουμε μόνο ότι συνδέονται)... Δεν μπορούμε να αποδείξουμε «επιστημονικά» ότι από κάποια ψυχική, νοητική, ενέργεια παράγεται η ύλη, αλλά ούτε επίσης μπορούμε να αποδείξουμε ότι από μία υλική, βιολογική, βάση, (εγκέφαλος) παράγεται «συνείδηση», (όπως επιχειρούν να κάνουν ορισμένοι σύγχρονοι Άγγλοι βιολόγοι, που θέλουν να μιλήσουν για την συνείδηση και τον Θεό, ανάγοντάς τα όλα στην οργανωμένη ύλη...)... Έτσι καταλήγουμε πάλι να μιλάμε, ακόμα και σήμερα, για ψυχή και σώμα...

Ένα άλλο λογικό σφάλμα που κάνουμε συχνά (από φιλοσοφική άποψη...) είναι να «διαφοροποιούμε» φαινόμενα της ίδιας τάξης όταν δεν χρειάζεται (αφού αποδεικνύονται ταυτόσημα), ή να «ταυτίζουμε» φαινόμενα της ίδιας τάξης, όταν δεν πρέπει (αφού επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες...)... Συνείδηση, Αυτοσυνείδηση, Αντίληψη, είναι ταυτόσημα όταν αναφέρονται στην «Ίδια Ύπαρξη» (όταν δηλαδή οι πληροφορίες λαμβάνονται από την ίδια μας την ύπαρξη), αλλά αυτή η «τριαδική συγκροτημένη συνείδηση» διαφοροποιείται (συμπεριφέρεται διαφορετικά) όταν συσχετίζεται με το «έξω» (με το σώμα, με τον εξωτερικό κόσμο...).

Η Συνείδηση σαν φαινόμενο παραμένει πάντα η βάση (της αντίληψης της ύπαρξης) αλλά σαν φαινόμενο ούτε μπορεί να ερμηνευθεί ούτε να εντοπιστεί μέσα στον εγκέφαλο (από αντιδράσεις του εγκεφάλου)... (Η ύπαρξη της «καθαρής συνείδησης» αποδεικνύεται βιωματικά...)...

Από την σχέση όμως της Συνείδησης με το σώμα αναδύεται μία συγκεκριμένη αυτοσυνείδηση (το ψυχοσωματικό όλο, η ψυχοβιολογική ύπαρξη) που είναι η ύπαρξη, το πρόσωπο, το εγώ... Πρόκειται για ένα συνειδησιακό σύμπλεγμα που λειτουργεί σαν κέντρο όλων των πληροφοριών, που προέρχονται είτε από το ψυχοβιολογικό όλο, την διανόηση, την αντίληψη του εξωτερικού κόσμου. Η λειτουργία της αυτοσυνείδησης, του εγώ, εντοπίζεται σε εγκεφαλικές λειτουργίες..

Η διανόηση πάλι είναι κάτι άλλο, είναι η θεωρητική, αφηρημένη, σύλληψη (μέσω εννοιών και συλλογιστικών διαδικασιών) του έξω, του περιβάλλοντος... σύλληψη που εντάσσει μέσα στο πλαίσιο του χωροχρόνου (ή αλλιώς του «ρέοντος χώρου»), κάθε πληροφορία, σύλληψη που συχνά ολισθαίνει στην (πλασματική) αντίληψη ενός απόλυτου χρόνου εντός του οποίου εξελίσσονται τα πράγματα του χώρου...

Η αντίληψη πάλι (με την βοήθεια των αισθήσεων) αντλεί πληροφορίες από τον εξωτερικό κόσμο... δομώντας «ένα κόσμο παραστάσεων» στον οποίο εντάσσει κάθε νέα αντίληψη... φτιάχνει μία εικόνα για τον κόσμο...

Η αίσθηση πάλι είναι μία ψυχοβιολογική λειτουργία...

Το σώμα είναι ένας βιολογικός οργανισμός, «οργανωμένη ύλη», που έχει σαν βάση υλικά στοιχεία...

Όλα αυτά τα φαινόμενα Συνείδηση, Αυτοσυνείδηση, Αντίληψη, (που στην καθαρή λειτουργία τους ταυτίζονται), αυτοσυνείδηση (του ψυχοβιολογικού όλου), διανόηση, αντίληψη, αίσθηση, σώμα, είναι φαινόμενα, λειτουργίες, διαφορετικά... Κι όταν χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους θα πρέπει να γνωρίζουμε για τι πράγμα μιλάμε...

Η Συνείδηση (που ταυτίζεται με την Αυτοσυνείδηση και την Αντίληψη, όταν η Συνείδηση θεωρεί τον εαυτό της), δεν ταυτίζεται με την αυτοσυνείδηση (του ψυχοβιολογικού όλου), που προκύπτει από την σχέση της Συνείδησης με το σώμα, ούτε αυτά ταυτίζονται με την διανόηση (σαν διαδικασία και σαν «περιεχόμενο») που μας πληροφορεί για το «έξω», ούτε όλα αυτά ταυτίζονται με την αντίληψη του εξωτερικού κόσμου...

Πιο πάνω περιγράψαμε τον άνθρωπο, τις ανθρώπινες λειτουργίες, με όρους σύγχρονης ψυχολογίας (αν και προχωρήσαμε πέρα από την επίσημη ψυχολογία που διδάσκεται στα πανεπιστήμια και τα σχολεία... περνώντας στον χώρο της φιλοσοφικής ανάλυσης, θέτοντας ταυτόχρονα τα θεμέλια μίας θεολογικής προσέγγισης της ανθρώπινης ύπαρξης – που θα αναλύσουμε παρακάτω...)...

Οι πατέρες πολλοί από τους οποίους είχαν ελληνική παιδεία αλλά χριστιανική σκέψη, χρησιμοποιούσαν όρους της ελληνικής φιλοσοφίας, προσαρμοσμένους στην χριστιανική αντίληψη...

Ο όρος «Ψυχή» χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την ανώτερη φύση του ανθρώπου, τόσο στην καθαρή, πνευματική της ουσία, όσο και στις κατώτερες ψυχονοητικές λειτουργίες.

Στην Συνείδηση αντιστοιχεί ο «νους» των πατέρων.

Στην Αυτοσυνείδηση αντιστοιχεί ο «λόγος».

Στην Αντίληψη αντιστοιχεί το «πνεύμα».

Αυτά τα τρία (σαν «τριαδική συγκροτημένη συνείδηση»), αποτελούν την καθαρή πνευματική ουσία, (που είναι η βάση κάθε αντίληψης), είτε στην απόλυτη λειτουργία της (όταν αντιλαμβάνεται τον «εαυτό»...), είτε όταν συσχετίζεται με το σώμα...

Στην αυτοσυνείδηση του ψυχοβιολογικού όλου αντιστοιχεί το «πρόσωπο», η συγκεκριμένη ύπαρξη, το εγώ.

Στην διανόηση αντιστοιχεί η λειτουργία του «λογισμού», με τα τρία είδη λογισμού, ανάλογα αν προέρχονται από άνωθεν, από την διανόηση, ή από τον εξωτερικό κόσμο...

Στην αντίληψη αντιστοιχεί η «αίσθηση» του κόσμου, στην εσωτερική, αφαιρετική, λειτουργία της αντίληψης, και στην εξωτερική αίσθηση του κόσμου...
------------------------
*Το βίωμα

Είναι προφανές, ότι όταν συνήθως φθάνουν σε αυτό το σημείο, τα λογικά επιχειρήματα δεν τους έχουν βοηθήσει και τα μόνα που έχουν είναι επιχειρήματα προσωπικού βιώματος, για τα οποία συνήθως νομίζουν ότι είναι μοναδικά στην θρησκεία τους και ένα εξαιρετικό όπλο που θα διαλύσει την “πλάνη” μας, αφού με αυτά δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα, φθάνει απλά η αναφορά τους και η δήλωση ότι, αν ήμασταν και εμείς ορθόδοξοι θα το βιώναμε.

“Η θρησκεία μας, λένε, (εν προκειμένω η Ορθοδοξία), δεν είναι θρησκεία και δεν έχουν σημασία όλα αυτά”. Αυτό φυσικά είναι μεγάλο ψέμα που τονίζει την υποκρισία τους, αλλά φυσικά δεν το καταλαβαίνουν, απόδειξη ότι ήδη έχουν χύσει πολύ μελάνι και πλέον εκατομμύρια bytes για να μας αποδείξουν ότι ισχύουν όλα αυτά που πλέον τώρα δεν τους ενδιαφέρουν, όχι γιατί άλλαξαν γνώμη αλλά γιατί δεν μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν πλέον, γιατί δεν πείθουν όταν βρουν αντίλογο με στοιχεία. Αυτό που έχει σημασία, λένε, είναι η Ιερά Παράδοση και το ορθόδοξο βίωμα. “Έλα και εσύ στην Εκκλησία ή σε έναν πνευματικό, άφησε την καρδιά σου ελεύθερη και τότε θα δεις”.

Φυσικά, εδώ τους διαφεύγει ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι από εμάς γεννηθήκαμε και ανατραφήκαμε χριστιανικά και μάλιστα ορθόδοξα σαν και αυτούς. Τους διαφεύγει ότι γνωρίζουμε πολύ καλά και τα της πίστης τους και τα του ορθόδοξου βιώματος. Ας τα δούμε λίγο περισσότερο…

Η Ιερά Παράδοση δεν είναι τίποτα άλλο παρά μύθοι κυρίως μέσα από τα απόκρυφα κείμενα ή τα αγιολόγια, που αρχικά δεν ήθελαν να τα θεωρήσουν ως επίσημα και ιερά βιβλία, αλλά κάποια γεγονότα από αυτά τους είναι χρήσιμα, ή τα θεωρούν αυθεντικά όπως τους βίους των αγίων, που φυσικά για ένα σοβαρό ερευνητή είναι αναξιόπιστα, πέρα από το να μας δείξουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν και που απευθύνονται. Ή τα απόκρυφα που εκεί οι αντιφάσεις κτυπάνε κόκκινο, αλλά έχουν κάποια στοιχεία που τους βοηθούν να ολοκληρώσουν την μυθολογία τους.

Άλλωστε, έχει δειχθεί ότι η αποστολική συνέχεια, όπως λένε, είναι φτιαχτή και έγινε εκ των υστέρων για να αυθεντικοποιήσουν κάποιοι τις επισκοπικές τους έδρες. Τίποτα λοιπόν το χρήσιμο και το ουσιαστικό δεν προσφέρει η παράδοση αυτή και φυσικά κανένα επιχείρημα αληθείας.

Το βίωμα είναι η μυστικιστική εμπειρία ακόμα και η έκσταση που έχει ο κάθε θεϊστής μόνος ή σαν ομάδα και που νομίζει ότι μόνο αυτός ή μόνο στην δική του θρησκεία υπάρχει ή είναι αυθεντική και ότι αυτό το όραμα, όνειρο, ευφορία, σημάδι ή όποιο άλλο βίωμα, οφείλεται αποκλειστικά στο θεό του ή σε κάποιο άγιο του.

Σαν ομάδα, το έχουν στην Εκκλησία ή τραγουδώντας ύμνους όπου αισθάνονται ευφορία, την ευφορία της αγέλης που έχει κάτι κοινό. Εδώ βέβαια τα πρωτεία τα έχουν οι διάφορες προτεσταντικές οργανώσεις κυρίως στην Αμερική, κάποιες από τις οποίες όλα αυτά τα έχουν αναγάγει σε “επιστήμη”.

Σαν άτομα βιώνουν την εμπειρία τους με την προσευχή και την συνεχή εστίαση στα της πίστης τους, όπου τυχαία, πραγματικά, φανταστικά, ψυχολογικά ή ακόμα και ψυχιατρικά περιστατικά, παίρνουν ξαφνικά αξία και συγκεκριμένη νοηματοδότηση και πιστεύουν ότι είναι απαντήσεις που δίνονται προσωπικά σε αυτούς από έναν θεό ή άγιο ή απαντήσεις στις προσευχές τους.

Δυστυχώς για αυτούς και η ιατρική και η βιολογία και η ψυχολογία, αλλά ακόμα και η πρακτική για όσους έχουν μυαλό, έχουν δείξει ότι τα βιώματα αυτά είναι καθαρά προσωπικά, εξαρτώνται μόνο από τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή ομάδα, τροφοδοτούνται δε από το ασυνείδητό του, που είναι επηρεασμένο από τον κοινωνικό του περίγυρο. Όπως έχω ξανατονίσει, αν και τους το υπενθυμίζουμε συνέχεια και αυτοί συνέχεια θέλουν να το αγνοούν, ότι υπάρχουν και άλλες θρησκείες με αντίστοιχα, θαύματα, βιώματα, αγίους κ.λπ. Τίποτα λοιπόν δεν μπορεί να δείξει ότι το βίωμα του κάθε ανθρώπου προέρχεται από κάπου έξω από τον άνθρωπο και τον κοινωνικό του περίγυρο, για αυτό και λέγεται προσωπικό βίωμα. Τα δε βιώματα, ανά σέκτα και θρησκεία είναι παρόμοια, άρα δεν έχουν καμία αυθεντικότητα, καμία καθολική αποδοχή, εκτός αν φασιστικά όλοι αποδεχθούμε την ίδια θρησκευτική ιδεολογία, που και αυτό είναι σχετικό όπως αποδείχθηκε με τις αιρέσεις και πάντα ο κάθε ένας θα διαφοροποιείται λίγο ή πολύ κατά καιρούς από το σύνολο. Το ξεκάθαρο στοιχείο, είναι ότι αν υπήρχε κάτι αληθινό στα βιώματα μίας θρησκείας και μόνο, τότε δεν θα υπήρχαν πολλές θρησκείες και θα υπήρχε μόνο μια, αυτή με το αληθινό βίωμα.
Είναι λογικό, βέβαια, κάποια τέτοια θέματα να επανέρχονται στις συζητήσεις κατά διαστήματα, άλλοτε για να μας πουν ότι η θρησκεία τους δεν επηρεάζεται από αυτά, άλλοτε για να τα καταρρίψουν τελείως όπως νομίζουν και άλλοτε να τα καταρρίψουν μερικώς.
Παρ’ όλα αυτά, αν δεν έχουν ήδη αποχωρήσει, δεν σημαίνει ότι παραδέχονται την διαλογική τους ήττα και βλέποντας ότι δεν μπορούν σε αυτούς τους τομείς να πουν κάτι πιστευτό και αφού πάρουν τις απαντήσεις τους, ξαφνικά τα αγνοούν όλα αυτά, σαν να μην συνέβησαν ποτέ, σαν να μην ειπώθηκαν και το ρίχνουν σε άλλο ταμπλό στο οποίο αισθάνονται ότι δεν υπάρχει σοβαρός αντίλογος.

Λούντβιχ Βιτγκενστάιν: Η κόλαση δεν είναι οι άλλοι. Είναι ο εαυτός σου

Τα όρια ενός ανθρώπου καθορίζονται από τα όρια της γλώσσας του.

Δεν ξέρω γιατί βρισκόμαστε εδώ, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο λόγος δεν είναι για να περάσουμε καλά.

Τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του ανθρώπινου μυαλού. Όσα ξέρω είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις.

Η κόλαση δεν είναι οι άλλοι. Είναι ο εαυτός σου.

Για τα πράγματα που δεν μπορείς να μιλήσεις, πρέπει να σωπαίνεις.

Μπορεί κανείς να φυλακιστεί σ’ ένα δωμάτιο με ξεκλείδωτη πόρτα, αν τυχόν η πόρτα ανοίγει προς τα μέσα και δεν του περάσει απ’ το μυαλό να τραβήξει αντί να σπρώξει.

Αν οι άνθρωποι δεν έκαναν ποτέ ανοησίες, τίποτε έξυπνο δεν θα είχε γίνει ποτέ.

Οι περιορισμοί απελευθερώνουν.

Μη σκέφτεσαι. Κοίτα!

Όταν μιλάμε μιαν άλλη γλώσσα, αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο κάπως διαφορετικά.

Μια σοβαρή και καλή φιλοσοφική εργασία μπορεί να αποτελείται εξ ολοκλήρου από ανέκδοτα.

Κάποιος που ξέρει πάρα πολλά, δυσκολεύεται να μη λέει ψέματα.

Όταν φιλοσοφείς είναι σαν να προσπαθείς να ανοίξεις ένα χρηματοκιβώτιο με συνδυασμό. Όλες οι μικρές μετατοπίσεις του δίσκου δεν φαίνεται να έχουν αποτέλεσμα. Μόνο όταν όλα μπουν στη θέση τους, η πόρτα ανοίγει.

Το ανθρώπινο σώμα είναι η καλύτερη εικόνα της ανθρώπινης ψυχής.

Το να ξεστομίζεις μια λέξη είναι σαν να χτυπάς μια νότα στο πληκτρολόγιο της φαντασίας.

Ο φιλόσοφος πασχίζει να βρει την ελευθερώτρια λέξη, τη λέξη δηλαδή που θα μας επιτρέψει επιτέλους να συλλάβουμε εκείνο που συνεχώς μέχρι τώρα βάραινε στη συνείδησή μας, δίχως να καταλαβαίνουμε πώς.

Ένας φιλόσοφος που δεν θέλει να παίρνει μέρος σε συζητήσεις, είναι σαν ένα πυγμάχο που δεν θέλει να μπαίνει στο ρινγκ.

Η φιλοσοφία δεν είναι ένα δόγμα, αλλά μια δραστηριότητα.

Κάθε εξομολόγηση πρέπει να είναι μέρος της καινούργιας σου ζωής.

Από το λάθος πρέπει κανείς να ξεκινάει και να φέρνει στο φως την αλήθεια που κρύβει μέσα του.

Η φιλοσοφία δεν είναι θεωρία αλλά ενέργεια.

Και οι σκέψεις πέφτουν καμιά φορά από το δέντρο πριν ωριμάσουν.

Η επιστήμη χτίζει ένα σπίτι από τούβλα, το οποίο, αφού ολοκληρωθεί δεν το αγγίζουμε πια. Η φιλοσοφία τακτοποιεί ένα δωμάτιο, κι έτσι χρειάζεται να πάρει στα χέρια της τα πράγματα πολλές φορές.

Όταν θα έχουμε κατανοήσει κάθε μυστικό του σύμπαντος, θα μένει ακόμα το αιώνιο μυστικό της ανθρώπινης καρδιάς.

Στη γλώσσα μας υπάρχει ενσωματωμένη μια ολόκληρη μυθολογία.

Αν πιστεύεις στο Θεό σημαίνει ότι δεν κατανοείς την ερώτηση σχετικά με το νόημα της ζωής.

Ποτέ μη μένεις ψηλά στα άγονα υψίπεδα της εξυπνάδας. Έλα κάτω στα πράσινα λιβάδια της χαζομάρας.

Ο κόσμος είναι ένα σύνολο γεγονότων, όχι πραγμάτων.

Για να πείσεις κάποιον για την αλήθεια δεν αρκεί να την επισημάνεις, αλλά να του δείξεις το μονοπάτι που οδηγεί από το σφάλμα στην αλήθεια.

Εν τέλει, κάθε εξήγηση είναι απλά μια υπόθεση.

Τι γνωρίζω για τον Θεό και το νόημα της ζωής;
Εκείνο που ξέρω εγώ είναι ότι ο κόσμος υπάρχει.

Σε κάθε κουλτούρα φτάνω σε ένα κεφάλαιο με τον τίτλο «Σοφία». Και ξέρω ακριβώς τι πρόκειται να επακολουθήσει: Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης.

Οι φιλόσοφοι μερικές φορές μοιάζουν με μικρά παιδιά που μουντζουρώνουν ένα φύλλο χαρτί με τυχαίες γραμμές και μετά ρωτούν έναν ενήλικο: «τι είναι αυτό;»

Η φιλοσοφία είναι ένας αγώνας για να λυθούν τα μάγια που έχει κάνει η γλώσσα στη σκέψη μας.

Ο σκοπός της φιλοσοφίας είναι να υψώνει ένα τείχος στο σημείο όπου η γλώσσα –ούτως ή άλλως– σταματά.

Η δυσκολία στη φιλοσοφία είναι να μη λέμε παραπάνω από όσα ξέρουμε.

Τα λόγια είναι πράξεις.

Το να φιλοσοφείς σημαίνει να απορρίπτεις λανθασμένα επιχειρήματα.

Διαβάζοντας τους Σωκρατικούς διαλόγους έχεις την αίσθηση μιας τρομακτικής σπατάλης χρόνου. Τι νόημα έχει όλη αυτή η επιχειρηματολογία που δεν αποδεικνύει και δεν ξεκαθαρίζει τίποτα;

Η λογική ξέρει να τα βγάζει πέρα μόνη της, και το μόνο που έχουμε να κάνουμε εμείς είναι να παρατηρούμε και να βρίσκουμε πώς το κάνει αυτό.

Στον πυρήνα κάθε καλά τεκμηριωμένης πεποίθησης βρίσκεται μια πεποίθηση που δεν είναι τεκμηριωμένη.

Η φιλοδοξία είναι ο θάνατος της σκέψης.

Αν ένα λιοντάρι μπορούσε να μιλήσει, δεν θα μπορούσαμε να το καταλάβουμε.

Η αμφιβολία μπορεί να υπάρχει μόνο όταν υπάρχει κάποια ερώτηση, ερώτηση υπάρχει μόνο όταν υπάρχει απάντηση, και απάντηση μόνο όταν κάτι μπορεί να ειπωθεί.
--------------------------------
Ludwig Wittgenstein, 1889-1951
Αυστριακός φιλόσοφος που ασχολήθηκε κυρίως με την αναλυτική φιλοσοφία και τη λογική.
Από τους πιο σημαντικούς φιλοσόφους του 20ου αιώνα. Δημοσίευσε μόνο μία φιλοσοφική διατριβή, το Tractatus Logico-Philosophicus.
Συνεργάστηκε στενά με τον Μπέρναρντ Ράσσελ, στην Οξφόρδη. Αργότερα έγινε καθηγητής φιλοσοφίας στο Καίμπριτζ.

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Ἡ ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι ἕ­νας ἰ­δι­αί­τε­ρος τρό­πος ἀν­τί­λη­ψης το­ῦ κό­σμου· ἄλ­λοι τρό­ποι εἶ­ναι, γιά πα­ρά­δειγ­μα, ἡ θρη­σκεί­α ἤ ἡ τέ­χνη. Ὡς ἐκ τού­του, ἡ ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι μιά μο­νο­με­ρής ἑρ­μη­νεί­α τοῦ κό­σμου. Ἀ­πο­κλεί­ει συ­νει­δη­τά τίς ἄλ­λες ἑρ­μη­νεῖ­ες κι αὐ­τό κα­θι­στᾶ τή μο­νο­μέ­ρειά της ἀ­κό­μα πιό τρο­μα­κτι­κή. Κα­τά συ­νέ­πεια καί ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα εἶ­ναι μιά μο­νο­με­ρής γλώσ­σα πού ἀ­γνο­εῖ ἤ ἐ­κτο­πί­ζει συγ­κε­κρι­μέ­νες γλωσ­σι­κές δο­μές ἐ­νῶ ἄλ­λες τίς εὐ­νο­εῖ.

Ἡ εὐ­ρω­πα­ϊ­κή ἐ­πι­στή­μη ἀ­νά­γε­ται στούς ἀρ­χαί­ους Ἕλ­λη­νες. Καί στήν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή γλώσ­σα μπο­ροῦ­με νά δοῦ­με τί συμ­βαί­νει στή γλώσ­σα, ὅ­ταν ἀρ­χί­ζει νά δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ὁ «ἐ­πι­στη­μο­νι­κός» λό­γος. Ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός λό­γος εἶ­ναι αὐ­τό­χθων μό­νο στήν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα - ὅ­που ἀλ­λοῦ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἀρ­γό­τε­ρα, δα­νεί­ζε­ται ὅ­ρους ἀ­πό τά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά, τούς με­τα­φρά­ζει καί δι­ευ­ρύ­νει τή ση­μα­σί­α τους.

Ὅ­ταν μι­λᾶ­με γιά ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα, ἐν­νο­οῦ­με κα­τ’ ἀρ­χάς τήν ὁ­ρο­λο­γί­α. Οἱ νέ­ες εἰ­δι­κό­τη­τες πού συ­νε­χῶς ἐμ­φα­νί­ζον­ται χρη­σι­μο­ποι­οῦν νέ­ες λέ­ξεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες κα­τά με­γά­λο μέ­ρος σχη­μα­τί­ζον­ται ἀ­πό τά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά - ἤ ἀ­πό τά λα­τι­νι­κά, πού καί αὐ­τά ὀ­φεί­λουν πολ­λά στά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά. Αὐ­τές οἱ λέ­ξεις δη­μι­ουρ­γοῦν­ται συ­νει­δη­τά, μί­α - μί­α, ἀ­πό με­μο­νω­μέ­νους ἐ­ρευ­νη­τές καί τό πα­ρά­δο­ξο εἶ­ναι ὅ­τι ἡ πλη­θώ­ρα αὐ­τή τῶν ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν ὅ­ρων δέν ἀ­νή­κει σέ κα­μί­α ζων­τα­νή γλώσ­σα. Πα­ρό­λα αὐ­τά, ὅ­μως, εἰσ­δύ­ουν σέ κά­θε γλώσ­σα, ἐ­φό­σον στή γλώσ­σα αὐ­τή σκε­φτό­μα­στε καί μι­λᾶ­με (ἤ γρά­φου­με) μέ τούς ὅ­ρους τῆς ἐ­πι­στή­μης. Οἱ λέ­ξεις αὐ­τές συγ­κρό­τη­σαν ἕ­να δι­ε­θνές γλωσ­σι­κό ἰ­δί­ω­μα, τό ὁ­ποῖ­ο αὐ­τό κα­θαυ­τό κα­νείς δέν τό κα­τα­λα­βαί­νει, οὔ­τε οἵ εἰ­δι­κοί - ἐ­πει­δή ὡς ἐ­πί τό πλεῖ­στον δέν ξέ­ρουν ἀρ­χαῖ­α ἕλ­λη­νι­κα - οὔ­τε οἱ φι­λό­λο­γοι - ἐ­φό­σον δέν γνω­ρί­ζουν τό ἀν­τι­κεί­με­νο στό ὁ­ποῖ­ο οἱ ὄ­ροι αὐ­τοί ἀ­να­φέ­ρον­ται. Πα­ρό­λα αὐ­τά, στό ἰ­δί­ω­μα αὐ­τό μπο­ρεῖ νά συ­νεν­νο­η­θεῖ κα­νείς ἐ­ξαι­ρε­τι­κά κα­λά ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἐ­θνι­κό­τη­τας.

Δέν θά ἀ­σχο­λη­θῶ μέ τό πώς οἱ Προ­σω­κρα­τι­κοί φι­λό­σο­φοι, καί μά­λι­στα οἱ Σο­φι­στές, προ­ε­τοί­μα­σαν τό ἔ­δα­φος γιά μιά τέ­τοι­α ὁ­ρο­λο­γί­α ἤ μέ τό πώς ὁ Πλά­τω­νας καί ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης τήν προ­ώ­θη­σαν δυ­να­μι­κά. Θά πῶ ὅ­μως ὅ­τι ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός λό­γος εἶ­ναι μιά πο­λύ πε­ρι­πε­τει­ώ­δης ἱ­στο­ρί­α πού ξε­κί­να ἀ­πό τούς Ἕλ­λη­νες τῆς ἀρ­χα­ϊ­κῆς πε­ρι­ό­δου.

Ὁ ἀρ­χαι­ό­τε­ρος ἑλ­λη­νι­κός φι­λο­σο­φι­κός καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κός ὅ­ρος πού γνω­ρί­ζου­με εἶ­ναι τό ἄ­πει­ρον τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου. Βέ­βαι­α ἤ­δη στόν Ὅ­μη­ρο (Ἰ­λιά­δα II, 446) ὁ Πο­σει­δώ­νας ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι δι­α­σκορ­πι­σμέ­νοι ἐ­π’ ἄ­πει­ρον γαῖ­αν καί στήν Ὀ­δύσ­σεια (δ. 510) δι­α­βά­ζου­με ὅ­τι κά­ποι­ος ἐκ­σφεν­δο­νί­στη­κε, κα­τά πόν­τον ἀ­πεί­ρο­να. Κι αὐ­τό φυ­σι­κά ση­μαί­νει ὅ­τι κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά δεῖ ποῦ τε­λει­ώ­νει ἡ στε­ριά ἤ ἡ θά­λασ­σα· ὅ­τι ὅ­σο φτά­νει τό μά­τι, ὑ­πάρ­χει μό­νο στε­ριά ἤ θά­λασ­σα. Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ὅ­μως εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος φι­λό­σο­φός του ὁ­ποί­ου δι­α­θέ­του­με ἀ­πο­σπά­σμα­τα καί ὁ ὁ­ποῖ­ος μι­λᾶ γιά τό ἄ­πει­ρον καί τό θέ­τει ὡς ἀρ­χή καί βά­ση τοῦ ὄν­τος.

Ἐ­δῶ συμ­βαί­νει κά­τι ἐν­τε­λῶς πα­ρά­δο­ξο. Μιά λέ­ξη πού δέν δη­λώ­νει τί­πο­τα θε­τι­κό ἀλ­λά ἁ­πλῶς δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει ἕ­να τέ­λος ἤ κά­ποι­ο ὅ­ριο, χά­νει τήν ἀρ­χι­κή, οὐ­δέ­τε­ρη ση­μα­σί­α της. Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος κα­ταρ­γεῖ ἀ­να­φαν­δόν καί συ­νει­δη­τά τή λέ­ξη ἀ­πό τό λε­ξι­λό­γιο τοῦ ἀν­θρώ­που ὡς ὑ­πο­κεί­με­νου τῆς γνώ­σης. Οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­ών­τας τό ἐ­πί­θε­το, δη­μι­ουρ­γεῖ ἕ­να ἀν­τι­κεί­με­νο τό ὁ­ποῖ­ο δέν ἀ­παν­τᾶ στόν ἐμ­πει­ρι­κό κό­σμο. Τό πιό πα­ρά­λο­γο εἶ­ναι ὅ­τι αὐ­τή ἡ τό­σο τε­χνη­τά κα­τα­σκευ­α­σμέ­νη ἔν­νοι­α δέν εἶ­ναι κα­θό­λου ἀ­σα­φής καί ἀ­κα­θό­ρι­στη ἀλ­λά μπο­ρεῖ νά ὁ­ρι­στεῖ μέ ἀ­κρί­βεια καί χω­ρίς ἀν­τι­φά­σεις. Μπο­ρεῖ μά­λι­στα νά ὑ­πο­κα­τα­στα­θεῖ ἀ­πό ἕ­να μα­θη­μα­τι­κό σύμ­βο­λο, τό ὁ­ρι­ζόν­τιο 8 [∞].

Τί συ­νέ­βη; Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἀν­τι­με­τώ­πι­σε τή γλώσ­σα μ’ ἕ­ναν και­νούρ­γιο τρό­πο, στό ἐ­πί­πε­δό της λέ­ξης. Ἡ λέ­ξη ἄ­πει­ρον ὅ­μως ξε­περ­νᾶ ὄν­τως τήν κοι­νή ση­μα­σί­α της και, ἄν τό δοῦ­με αὐ­στη­ρά, δεν θά ἔ­πρε­πε ὁ Ὅ­μη­ρος νά κά­νει λό­γο γιά «ἀ­τέ­λει­ω­τη» θά­λασ­σα ἤ ξη­ρά «δί­χως ὅ­ρια». Ὁ ἴ­διος ὁ Ὅ­μη­ρος ξέ­ρει ὅ­τι πί­σω ἀ­πό τή θά­λασ­σα βρί­σκον­ται ἡ Κρή­τη ἤ ἡ Αἴ­γυ­πτος, ἀ­κό­μα κι ἄν δέν μπο­ρεῖ κα­νείς νά τίς δι­α­κρί­νει. Αὐ­τό πού ὄν­τως «δέν ἔ­χει τέ­λος» (ἄ­πει­ρον) ξε­περ­νᾶ αὐ­τό πού ὁ ἄν­θρω­πος νο­μί­ζει πώς δέν ἔ­χει ὅ­ρια.

Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος δη­μι­ούρ­γη­σε - ἔ­τσι πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε - ἀ­πό λέ­ξη τῆς κα­θο­μι­λου­μέ­νης ἤ τῆς ποί­η­σης μιάν ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἔν­νοι­α. Τά ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κά τοῦ ἔ­δω­σαν ἕ­να μέ­σο, τή δυ­να­τό­τη­τα, δη­λα­δή, να κα­τα­σκευά­ζει ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά χρη­σι­μο­ποι­ών­τας πρίν ἀ­πό το ἐ­πί­θε­το τό ὁ­ρι­στι­κό ἄρ­θρο, π.χ. τό ἄ­πει­ρον. Μέ τόν ἴ­διο τρό­πο και οἱ με­τα­γε­νέ­στε­ροι φι­λό­σο­φοι ἔ­φτια­ξαν καί ἄλ­λα τέ­τοι­α ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά, τό ἀ­γα­θόν, κ.λπ. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἀρ­χή μιᾶς μή ἐ­λεγ­χό­με­νης ἐ­ξέ­λι­ξης. Φι­λό­σο­φοι καί ἐ­ρευ­νη­τές, γιά νά κα­λύ­ψουν τίς ἀ­νάγ­κες τους δη­μι­ουρ­γοῦν και­νούρ­για ἀν­τι­κεί­με­να, ἀν­τι­κεί­με­να τῆς σκέ­ψης τους. Ἡ ὁ­ρο­λο­γί­α πού δη­μι­ούρ­γη­σαν εἶ­ναι ἀ­ναμ­φί­βο­λα ἡ κο­ρω­νί­δα τοῦ ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ λό­γου.

Ἀλ­λά προ­τοῦ ἐ­πι­στρέ­φω στό τί συμ­βαί­νει ἐ­δῶ καί στό πώς ἡ γλώσ­σα μπο­ρεῖ νά τό ἐκ­φρά­σει, θά ἤ­θε­λα νά δεί­ξου­με ἕ­να ἀ­κό­μα πα­ρά­δειγ­μα ὅ­τι ἡ γλώσ­σα τῆς ἐ­πι­στή­μης με­τα­πλά­θει τόν φυ­σι­κό λό­γο καί δέν τοῦ πα­ρέ­χει ἁ­πλῶς νέ­ους ὅ­ρους. Ἄν μπο­ροῦ­σε κα­νείς σή­με­ρα νά ρω­τή­σει ἕ­ναν ἀρ­χαῖ­ο Ἕλ­λη­να βο­σκό «Πό­σων χρό­νων εἶ­σαι;», ὁ βο­σκός μᾶλ­λον θά τόν κοί­τα­ζε ἔκ­πλη­κτος, θά ἔ­βγα­ζε ἀ­πό τό που­κά­μι­σό του τό δερ­μά­τι­νο πουγ­κί του, θά τό ἄ­νοι­γε καί θά τοῦ ἔ­λε­γε: «Νά τά χρή­μα­τά μου. Τά ἔ­χω με­τρή­σει, για­τί μπο­ρεῖ νά μοῦ τά κλέ­ψουν. Τά χρό­νια μου ὅ­μως δέν τά ἔ­χω με­τρή­σει, για­τί κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά μοῦ τά πά­ρει». Γι’ αὐ­τον τόν βο­σκό ἡ κα­τα­μέ­τρη­ση δέν ἔ­χει νό­η­μα, ἄν δέν σχε­τί­ζε­ται μέ μιά πρα­κτι­κή ἀ­νάγ­κη, νά ἐ­λέγ­ξει ὅ­σα εἶ­χε ἤ­δη μί­α φο­ρά κα­τα­με­τρή­σει. Ἐ­πι­πλέ­ον καί ἐν σχέ­σει πρός τό γε­γο­νός αὐ­τό, ἡ κα­τα­μέ­τρη­ση συν­δέ­ε­ται μέ ἀν­τι­κεί­με­να πού μπο­ροῦν νά με­τρη­θοῦν. Τό τί ση­μαί­νει αὐ­τό γί­νε­ται σα­φές μό­νον ἀ­πό τά νο­μί­σμα­τα πού με­τρή­θη­καν καί ἀ­πό τήν προ­σω­πι­κή πρά­ξη τῆς κα­τα­μέ­τρη­σης. Στή γλούσ­σα μας, πού ἔ­χει ἤ­δη ἐμ­πο­τι­στεῖ σέ με­γά­λο βαθ­μό ἀ­πό ἐ­πι­στι­μο­νι­κούς ὄ­ο­ους, ἡ κα­τα­μέ­τρη­ση εἶ­ναι κά­τι θε­ω­ρη­τι­κό καί ἀ­φη­ρη­μέ­νο. Δέν εἶ­ναι ὅ­μως ἕ­νας τε­χνη­τά κα­τα­σκευ­α­σμέ­νος ἐ­πι­στη­μο­νι­κός ὅ­ρος. Εἶ­ναι λέ­ξη τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς γλώσ­σας, ἡ ὁ­ποί­α ἐν τού­τοις δι­α­κρί­νε­ται ἀ­πό τόν «ἁ­πλοι­κό» λό­γο, πού δέν ἔ­χει ἐ­πη­ρε­α­στεῖ. Μο­λο­νό­τι σή­με­ρα ἔ­χει με­τα­βλη­θεῖ οὐ­σι­α­στι­κά ἡ ση­μα­σί­α τῶν λέ­ξε­ων «με­τρῶ» στήν γλώσ­σα τῆς ἐ­πι­στή­μης καί «κα­τα­με­τρη­τέ­ος», πα­ρό­λα αὐ­τά. εἴ­μα­στε σέ θέ­ση νά τίς κα­τα­νο­ή­σου­με καί γιά τόν λό­γο αὐ­τό ἐ­πέ­λε­ξα ἕ­να τέ­τοι­ο πα­ρά­δειγ­μα. Οἱ λέ­ξεις μπο­ρεῖ ν’ ἄλ­λα­ξαν ση­μα­σί­α· δι­α­τή­ρη­σαν ὅ­μως κά­τι. Ἡ πα­λαι­ό­τε­ρη ση­μα­σί­α ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά δι­α­φαί­νε­ται πα­ρά τή μο­νο­μέ­ρεια πού ἐ­πέ­βα­λε ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός λό­γος.

Τέ­τοι­ες με­τα­βο­λές δέν ὑ­πέ­στη μό­νον ἡ ἔν­νοι­α με­μο­νω­μέ­νων λέ­ξε­ων ἀλ­λά καί ἡ ἐκ­φο­ρά τοῦ λό­γου ἐν συ­νό­λω. Ὁ βο­σκός δέν θά ἔ­λε­γε ἁ­πλῶς: «Λέν ἔ­χω με­τρή­σει τά χρό­νια μου, για­τί κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά μοῦ τά πά­ρει». Θά ἔ­δει­χνε πα­ρα­στα­τι­κά καί δι­ε­ξο­δι­κά τήν ἀν­τί­θε­ση ἀ­νά­με­σα σέ ὅ,τι ἔ­χει ἤ­δη κα­τα­με­τρη­θεῖ καί σέ ὅ,τι εἶ­ναι δυ­να­τόν νά κα­τα­με­τρη­θεῖ. Μέ τήν ἀν­τί­θε­ση αὐ­τή ἔ­γι­νε εὔ­λο­γη ἡ εἰ­κό­να. Αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­ο­ους ἡ ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α μᾶς εἶ­ναι οἰ­κεί­α ἀ­πό τήν ἀρ­χα­ϊ­κη λυ­ρι­κή ποί­η­ση. Τό λε­γό­με­νο Priamel ἐ­νι­σχύ­ει ἕ­ναν ἰ­σχυ­ρι­σμό πα­ρα­βάλ­λον­τας τόν μέ ἕ­ναν ἀν­τι-ι­σχυ­ρι­σμό. Ἄν θε­λή­σει κα­νείς νά πεῖ π.χ. πώς ὁ ἔ­ρω­τας εἶ­ναι δυ­να­τή φω­τιά, ἀρ­χί­ζει ἔ­τσι: «Κα­μιά φω­τιά, κα­νέ­να κάρ­βου­νο δέν μπο­ρεῖ νά κά­ψει τό­σο...». Ἀλ­λά γι’ αὐ­τό θά μι­λή­σου­με καί στή συ­νέ­χεια. Πρῶ­τα ὅ­μως ἐ­πεί­γει νά ποῦ­με τό ἑ­ξῆς: ὅ­που ἀ­να­πτύσ­σε­ται ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός λό­γος, ἡ δο­μή γλώσ­σας με­τα­βάλ­λε­ται, ὄ­χι μό­νον ἐ­πει­δή δη­μι­ουρ­γοῦν­ται και­νούρ­γι­ες λέ­ξεις ἀλ­λά καί ἐ­πει­δή ἀλ­λά­ζει ἡ ση­μα­σί­α ἀρ­χαι­ό­τε­ρων λέ­ξε­ων καί τρο­πο­ποι­εῖ­ται ἡ σύν­τα­ξη. Ὅ­πως κά­θε γλώσ­σα ἔ­χει ἕ­να σύ­στη­μα καί ὅ­λες οἱ προ­τά­σεις γί­νον­ται κα­τα­νο­η­τές στίς ἀ­μοι­βαῖ­ες σχέ­σεις τους μέ­σα σ’ αὐ­τό τό σύ­στη­μα, ἔ­τσι καί ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα ἔ­χει τή δι­κή της δο­μή. Ὅ­λοι συμ­φω­νοῦ­με ὅ­τι ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πό τά με­γα­λύ­τε­ρα ἐ­πι­τεύγ­μα­τα τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας καί γι’ αὐ­τό ἄλ­λω­στε ἀ­σχο­λού­μα­στε μα­ζί της. Ἀλ­λά τό ὅ­τι ἔ­πρε­πε νά πλη­ρώ­σου­με ἀ­κρι­βά τό κέρ­δος μας αὐ­τό, εἶ­ναι κά­τι πού θά τό μά­θου­με ἀ­πό τόν ἀρ­χαῖ­ο βο­σκό πρίν τόν ἀ­πο­χω­ρι­στοῦ­με. Ποι­ός δέν πα­ρα­τή­ρη­σε ὅ­τι ὁ λό­γος του εἶ­ναι πιό φυ­σι­κός ἀ­πό τόν δι­κό μας, πού εἶ­ναι τό­σο καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος;

Στά δύ­ο πα­ρα­δείγ­μα­τα πού χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­με, οἱ λέ­ξεις ἄ­πει­ρον καί «με­τρῶ» ἀ­πο­τέ­λε­σαν ὅ­ρους μί­ας ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς γλώσ­σας, ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἡ κα­τα­μέ­τρη­ση καί ἡ ἀ­ρίθ­μη­ση ἀ­πέ­κτη­σαν ση­μα­σί­α γιά μας, ἀ­πό τή στιγ­μή, δη­λα­δή, πού ἀ­πο­μο­νώ­σα­με τίς ἔν­νοι­ες τοῦ α­ριθ­μοῦ καί τοῦ μέ­τρου στή γλώσ­σα ἀ­πο­γυ­μνώ­νον­τάς τες ἀ­πό κά­θε συ­ναι­σθη­μα­τι­κή καί πρα­κτι­κή ἀ­να­φο­ρά. Ἐ­μᾶς, πού εἴ­μα­στε ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νοι μέ τίς φυ­σι­κές ἐ­πι­στῆ­μες, δέν μᾶς ἐκ­πλήσ­σει πού μιά ἐπ­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα προ­ε­τοι­μά­ζει τό ἔ­δα­φος γιά τήν κα­θα­ρή ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ. Πα­ρά τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες πρῶ­τοι ἔ­φτα­σαν στήν κα­θα­ρή ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ, σέ μᾶς φαί­νε­ται μᾶλ­λον ὅ­τι ὁ Ὅ­μη­ρος καί ὁ βο­σκός χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν τίς λέ­ξεις ἄ­πει­ρον καί «με­τρῶ» μέ ἀ­σα­φῆ ση­μα­σί­α, κα­θώς δέν ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με στίς λέ­ξεις αὐ­τές τήν ἔν­νοι­α πού σή­με­ρα πλέ­ον τούς προσ­δί­δου­με.

Τό ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ ὡς δυ­να­τό­τη­τα ὑ­πάρ­χει καί στήν πρω­τό­γο­νη γλώσ­σα. Δέν ὑ­πάρ­χει που­θε­νά ἀλ­λοῦ πα­ρά μό­νο στή γλώσ­σα και, ἀ­κό­μα κι ἄν δέν ἔ­χει ἀ­να­κα­λυ­φθεῖ, μπο­ρεῖ νά ἔρ­θει στό φῶς φυ­σι­κά καί ἀ­βί­α­στα.

Τό ἴ­διο συμ­βαί­νει καί μέ ἄλ­λες ἔν­νοι­ες, ὄ­χι μό­νον τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ. Φαί­νε­ται πώς ἔ­χου­με νά κά­νου­με μέ μί­α μα­κρά ἑ­νια­ία ἐ­ξέ­λι­ξη.

Καί στό ση­μα­σι­ο­λο­γι­κό πε­δί­ο τοῦ εἰ­δέ­ναι καί τοῦ γνῶ­ναι, οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες ἀ­πέ­σπα­σαν στα­δια­κά ἀ­πό τίς κα­θη­με­ρι­νές λέ­ξεις ὅ,τι τίς κα­θι­στοῦ­σε χρή­σι­μες καί γό­νι­μες στήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλο­όσ­σα καί μά­λι­στα μέ τόν ἴ­διο τε­χνη­τό - καί ὅ­μως τό­σο φυ­σι­κό - τρό­πο.

Ἡ ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή λέ­ξη εἰ­δέ­ναι ση­μαί­νει οὐ­σι­α­στι­κά «ἔ­χω δεῖ». Πε­ρι­γρά­φει ἐ­πο­μέ­νως μό­νον τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα μί­ας συγ­κε­κρι­μέ­νης ἐμ­πει­ρι­κῆς ἀν­τί­λη­ψης - τήν ἥτ­τα, δη­λα­δή, πού ὑ­πέ­στη ἡ ὁ­ποί­α πνευ­μα­τι­κή ἀ­να­φο­ρά ὑ­πάρ­χει στό «βλέ­πω» - καί ἀρ­γό­τε­ρα, τήν κα­θα­ρά νο­η­τι­κή κα­τά­στα­ση τῆς γνώ­σης, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τόν τρό­πο πού ἀ­πο­κτή­θη­κε. Ὅ­πως θά φα­νεῖ, ἡ γνώ­ση πού ἀ­πο­κτή­θη­κε μέ­σω τῆς ὁ­ρά­σε­ως ἦ­ταν πάν­τα ἕ­να εἶ­δος μον­τέ­λου ἐ­πί τῇ βά­σει τοῦ ὁ­ποί­ου οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες ἔ­τει­ναν νά ἑρ­μη­νεύ­ουν καί τή γνώ­ση πού ἀ­πο­κτή­θη­κε μ’ ἄλ­λους τρό­πους. Στόν Ὅ­μη­ρο (κυ­ρί­ως σ' αὐ­τόν, ἄν καί ἡ ἀρ­χι­κή ση­μα­σί­α δι­α­τη­ρή­θη­κε καί στούς με­τα­γε­νέ­στε­ρους) τό εἰ­δέ­ναι ση­μαί­νει «κα­τέ­χω». «ξέ­ρω», ὅ­πως τό savoir στά γαλ­λι­κά. Ἤ­δη στόν Ὅ­μη­ρο ἡ λέ­ξη εἶ­χε τό­σο εὐ­ρεί­α ση­μα­σί­α, ὥ­στε κα­τόρ­θω­σε στή συ­νέ­χεια νά κα­λύ­ψει τίς ἀ­νάγ­κες τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης. Καί ἀ­πο­τε­λεῖ ση­μαν­τι­κό ἐ­πί­τευγ­μα ὅ­τι σέ σχε­τι­κά πρώ­ι­μη ἐ­πο­χή προ­έ­κυ­ψε ἀ­πό τό ρῆ­μα ἤ εἰ­δι­κό­τε­ρη ση­μα­σί­α τῆς πνευ­μα­τι­κῆς/νο­η­τι­κῆς λει­τουρ­γί­ας.

Δι­α­φο­ρε­τι­κά εἶ­ναι τά πράγ­μα­τα μέ τή λέ­ξη γνῶ­ναι. Καί αὐ­τή ἀ­νή­κει ἀρ­χι­κά στή σφαί­ρα τῆς νο­η­τι­κῆς ἀν­τί­λη­ψης ἡ ὁ­ποί­α δι­α­μορ­φώ­θη­κε μέ­σω τῆς δρά­σε­ως· αὐ­τό ἰ­σχύ­ει ἤ­δη ἀ­πό τόν Ὅ­μη­ρο. Μιά συ­χνή (καί προ­φα­νῶς ἡ ἀρ­χι­κή) χρή­ση εἶ­ναι: τόν εἶ­δε καί τόν ἀ­να­γνώ­ρι­σε πώς ἦ­ταν ὁ Δι­ο­μή­δης, ἤ ἀ­κό­μα, πώς ἦ­ταν κά­ποι­ος θε­ός. Ἐ­πί­σης, ἡ Ἀ­ρή­τη ἀ­να­γνώ­ρι­σε τό ροῦ­χο πού ἡ ἴ­δια εἶ­χε φτιά­ξει. Πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως ὑ­πάρ­χουν χρή­σεις ὅ­πως: ἀ­να­γνώ­ρι­σε ὅ­τι ἡ κα­τά­στα­ση ἦ­ταν εὐ­νο­ϊ­κή, δύ­σκο­λη, κ.λπ., χω­ρίς ὅ­μως νά ὑ­περ­βαί­νουν ὅ,τι πε­ρί­που μπο­ρεῖ νά ση­μαί­νει ἡ λέ­ξη sehen στά γερ­μα­νι­κά, π.χ. εἶ­δε πώς ἡ κα­τά­στα­ση ἦ­ταν σο­βα­ρή, κ.λπ. Στόν Ὅ­μη­ρο ὅ­μως τό γνῶ­ναι δέν ση­μαί­νει ἀ­κό­μα τήν ἑ­κού­σια δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που καί δέν ἔ­χει κα­μί­α σχέ­ση μέ τήν πο­ρεί­α πού ὁ Πλά­τω­νας πε­ρι­έ­γρα­ψε στό Συμ­πό­σιο, τά προ­σχε­δι­α­σμέ­να βή­μα­τα ἀ­πό τήν ἀ­βέ­βαι­η ὑ­πό­θε­ση στήν ἀ­λή­θεια. Τό γνῶ­ναι εἶ­ναι ρῆ­μα στόν ἀ­ό­ρι­στο χρό­νο, δη­λα­δή πε­ρι­γρά­φει κά­τι πού συ­νέ­βη σέ συγ­κε­κρι­μέ­νη χρο­νι­κή στιγ­μή, σάν νά πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιά ἕ­να γε­γο­νός πού μου συμ­βαί­νει πα­ρά μιά ἀ­το­μι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα: ξαφ­νι­κά ἀ­να­γνω­ρί­ζω κά­ποι­ον πού συ­ναν­τῶ ἤ ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι ὅ­τι αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­να τρα­πέ­ζι.

Τό ἴ­διο πρέ­πει νά ὑ­πο­θέ­σου­με καί γιά τό νο­εῖν, πού ἀρ­γό­τε­ρα θά ἀ­πο­κτή­σει τή ση­μα­σί­α «σκέ­πτο­μαι». Στόν Ὅ­μη­ρο ση­μαί­νει «ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι», «βλέ­πω», «δι­α­βλέ­πω». Καί αὐ­τή ἡ λέ­ξη σχε­τί­ζε­ται μέ τήν ὅ­ρα­ση καί δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ, ὅ­πως τό γνῶ­ναι καί τό εἰ­δέ­ναι, τό μή νο­η­τι­κό πού πε­ρι­έ­χε­ται στήν νο­η­τι­κή ἀν­τί­λη­ψη ἀ­πό τήν κα­θα­ρή νο­η­τι­κή ἀν­τί­λη­ψη. Ἐ­πί­σης, δη­λώ­νει τήν πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α πού εἶ­ναι ἄρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νη μέ τήν ὅ­ρα­ση. Ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ ὅ,τι ἀ­πο­τε­λεῖ τόν πυ­ρή­να καί τήν οὐ­σί­α του «βλέ­πω», για­τί ἡ ὅ­ρα­ση χω­ρίς ἀ­να­γνώ­ρι­ση, πα­ρα­τή­ρη­ση καί ὡς ἐκ τού­του γνώ­ση, εἶ­ναι ἄ­χρη­στη καί χω­ρίς νό­η­μα. Ἀλ­λά τό νο­εῖν δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν γνώ­ση πού ἀ­πο­κτή­θη­κε μέ τή βο­ή­θεια τῆς ὅ­ρα­σης. ὅ­πως τό εἰ­δέ­ναι οὔ­τε πε­ρι­γρά­φει τή δι­α­δι­κα­σί­α τῆς ταύ­τι­σης αὐ­τοῦ πού ἔ­χου­με δεῖ μέ ἄλ­λα ἤ­δη γνω­στά. Ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ αὐ­τό πού μᾶς γί­νε­ται σα­φές με­τά ἀ­πό προ­σε­κτι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση. Τά «βλέ­πω» καί «δι­α­βλέ­πω» εἶ­ναι ἀ­πο­δό­σεις πού δεί­χνουν πώς ἡ λέ­ξη ἀ­νή­κει στό λε­ξι­λο­γι­κό πε­δί­ο τοῦ «βλέ­πω· ὑ­περ­βαί­νει ὅ­μως τίς ση­μα­σί­ες αὐ­τές. Στόν Ὅ­μη­ρο ἡ λέ­ξη δέν δη­λώ­νει ἀ­κό­μα τήν πνευ­μα­τι­κή προ­σπά­θεια πού κα­τα­βάλ­λου­με γιά νά λύ­σου­με π.χ. ἕ­να πρό­βλη­μα, τήν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐ­κεί­νη πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, καί γι’ αὐ­τό εἴ­μα­στε ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι νά τό με­τα­φρά­σου­με μέ τό «σκέ­πτο­μαι» - ἄν καί με­ρι­κές φο­ρές πλη­σιά­ζει τή ση­μα­σί­α τοῦ «ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι», «ἀ­να­λο­γί­ζο­μαι», «λαμ­βά­νω ὑ­πό­ψη»[1].

Τό γε­γο­νός πώς δέν ὑ­πάρ­χει στόν Ὅ­μη­ρο κα­μί­α λέ­ξη γιά τό «σκέ­πτο­μαι» καί τό γε­γο­νός πώς ἡ γνώ­ση δέν γί­νε­ται ἀ­κό­μα ἀν­τι­λη­πτή ὡς δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ὀ­φεί­λε­ται στό ὅ­τι ὁ Ὅ­μη­ρος δέν δι­α­θέ­τει ἀ­πο­λύ­τως κα­νέ­ναν ὄ­ρο γιά τή νό­η­ση ὡς πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Ὡς γνω­στόν, ὁ Ὅ­μη­ρος ἀ­γνο­εῖ καί τήν ἀν­τί­θε­ση σώ­μα­τος καί πνεύ­μα­τος, κορ­μιοῦ καί ψυ­χῆς.

Αὐ­τό πού ἐ­μεῖς ὀ­νο­μά­ζου­με πνεῦ­μα ἤ ψυ­χή, δέν ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἀ­κό­μη οὐ­σι­α­στι­κά δι­α­φο­ρο­ποι­η­μέ­νο ἀ­πό τό σῶ­μα, μό­νον πού ἡ σω­μα­τι­κό­τη­τά του πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἀρ­κε­τά πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη. Ἡ ψυ­χή, πού ἀρ­γό­τε­ρα θά ση­μά­νει καί γιά τούς ἀρ­χαί­ους Ἕλ­λη­νες ὅ,τι καί γιά μᾶς σή­με­ρα, εἶ­ναι ἡ πνο­ή πού κρα­τᾶ τόν ἄν­θρω­πο στή ζω­ή (αὐ­τή εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κή της λει­τουρ­γί­α στόν Ὅ­μη­ρο καί δέν σχε­τί­ζε­ται μέ τή σκέ­ψη καί τίς αἰ­σθή­σεις). Με­τά τόν θά­να­το ἡ ψυ­χή κα­τε­βαί­νει σάν σκιά στόν Ἅ­δη. Ὁ νό­ος, τό ὄρ­γα­νο τοῦ νο­εῖν, εἶ­ναι τρό­πον τι­νά ἕ­νας «ἐ­σω­τε­ρι­κός ὀ­φθαλ­μός». Ὁ Ὅ­μη­ρος δέν μᾶς λέ­ει μέ σα­φή­νεια ποῦ τόν το­πο­θε­τεῖ ἤ πῶς τόν φαν­τά­ζε­ται. Τοῦ ἀ­πο­δί­δει ὅ­μως ὀ­πτι­κές λει­τουρ­γί­ες: ὁ σκο­πός του εἶ­ναι νά ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται, νά βλέ­πει, νά δι­α­βλέ­πει.

Ἄν τό νο­εῖν στόν Ὅ­μη­ρο δέν συ­νε­πά­γε­ται τήν πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, τό­τε ἔ­τσι ἴ­σως ἐ­ξη­γεῖ­ται μιά ἀ­κό­μα ὁ­μη­ρι­κή φρά­ση πού, ὅ­σο γνω­ρί­ζω, δέν ἔ­χει μέ­χρι σή­με­ρα ἐρ­μη­νευ­τεῖ. Ἐ­μεῖς σή­με­ρα ἐν­το­πί­ζου­με τή σκέ­ψη στό κε­φά­λι καί οὐ­σι­α­στι­κά τήν αἰ­σθα­νό­μα­στε στό κε­φά­λι με­τά ἀ­πό ἔν­το­νη πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Στόν Ὅ­μη­ρο ὅ­μως τό νο­εῖν κι ὅ­λα ὁ­σα ἔ­χουν νά κά­νουν μέ τόν νοῦν, συν­δέ­ον­ται μέ τό δι­ά­φραγ­μα, μέ τίς φρέ­νες. Αυ­τό. ὅ­σο ὁ ἴ­διος γνω­ρί­ζω καί ὄ­πως πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα καί ἀ­πό ἄλ­λους, δέν μπο­ροῦ­με νά τό ἑρ­μη­νεύ­σου­με ὅ­σο ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε τό νο­εῖν ὡς «σκέ­πτο­μαι». Κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­μως πο­λύ κα­λά για­τί οἱ φρέ­νες συμ­με­τέ­χουν στή δι­α­δι­κα­σί­α αὐ­τή, ἄν τό νο­εῖν ση­μαί­νει ὅ,τι καί τό ὁ­μη­ρι­κό γνῶ­ναι: πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιά ἕ­να συμ­βάν. Ἄν τό νο­εῖν ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να εἶ­δος ἀν­τί­λη­ψης πού «συμ­βαί­νει» στόν ἄν­θρω­πο σάν ἕ­να ἤ­πιο σόκ. τό­τε μπο­ροῦ­με νά κα­τα­λά­βου­με κα­λά για­τί τόν χτυ­πᾶ στό δι­ά­φραγ­μα[2].

Πα­ράλ­λη­λα ἄς ση­μει­ώ­σου­με ὅ­τι τά ρή­μα­τα πράτ­τω καί ποι­ῶ στόν Ὅ­μη­ρο συ­νε­πά­γον­ται πο­λύ μι­κρό­τε­ρη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἀ­π’ ὅ,τι τά ἀν­τί­στοι­χα δι­κά μας. Πράτ­τω ση­μαί­νει οὐ­σι­α­στι­κά «περ­νῶ ἕ­ναν δρό­μο». Ὅ­μως τό ὅ­τι ἡ λέ­ξη ση­μαί­νει λι­γό­τε­ρο τήν προ­σω­πι­κή προ­σπά­θεια καί πε­ρισ­σό­τε­ρο τό ὅ­τι κά­τι «πη­γαί­νει κα­λά», τό ἀ­πο­δει­κνύ­ει καί ἡ φρά­ση εὖ πράτ­τω πού σώ­θη­κε στήν ἀτ­τι­κή δι­ά­λε­κτο. Ἔ­τσι τώ­ρα μπο­ροῦ­με νά συ­σχε­τί­σου­με τό τεύ­χειν (πα­ρά­γω κά­τι) μέ τό τυ­χεῖν (συμ­βαί­νει κά­τι) κα­τά τόν τρό­πο πού τό φεύ­γειν σχε­τί­ζε­ται μέ τό φυ­γεῖν. Καί μο­λο­νό­τι ὁ Boisacq πι­στεύ­ει πώς ἡ ση­μα­σί­α τους δέν συ­νη­γο­ρεῖ στή σύν­δε­σή τους, οἱ με­το­χές ὅ­μως τε­τυγ­μέ­νος καί τε­τυ­χώς - «εὐ­τυ­χής» ἤ «κα­λο­φι­αγ­με­νος» - δεί­χνουν ὅ­τι τό τεύ­χειν δέν ση­μαί­νει τό­σο τήν προ­σω­πι­κή προ­σπά­θεια ὅ­σο τήν ἐ­πι­τυ­χῆ ἐ­ξέ­λι­ξη.

Αὐ­το τό στοι­χεῖ­ο τῆς προ­σω­πι­κῆς πνευ­μα­τι­κῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας πού ἀ­πο­τε­λεῖ τή βά­ση κά­θε ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς καί φι­λο­σο­φι­κῆς ἀν­τι­με­τώ­πι­σης τοῦ κό­σμου λεί­πει καί ἀ­πό ἄλ­λα ρή­μα­τα πού δέν προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τή σφαί­ρα τοῦ «βλέ­πω». Στή σφαί­ρα τοῦ «ἀ­κού­ω» ἀ­νή­κει τό ρῆ­μα συ­νι­έ­ναι πού ἀρ­γό­τε­ρα θά ἀ­πο­κτή­σει τή ση­μα­σί­α «κα­τα­λα­βαί­νω». Ὅ­μως ἡ ση­μα­σί­α τοῦ συ­νι­έ­ναι στόν Ὅ­μη­ρο δέν ξε­περ­νᾶ τά ὅ­ρια τῆς κα­τα­νό­η­σης μιᾶς λέ­ξης ἤ φρά­σης. Τό συ­νι­έ­ναι δέν ση­μαί­νει ἀ­κό­μα καί σέ αὐ­τά τά συμ­φρα­ζό­με­να τήν κα­θα­ρά θε­ω­ρη­τι­κή κα­τα­νό­η­ση ἀλ­λά ἁ­πλῶς «ἀ­κού­ω κά­ποι­ον καί τόν ἀ­κο­λού­θῶ σέ ἀ­πό­στα­ση τέ­τοι­α ὥ­στε νά μπο­ρῶ νά τόν ἀ­κού­ω».

Ἀ­πό ἕ­ναν ἄλ­λο πά­λι χῶ­ρο προ­έρ­χε­ται ἡ λέ­ξη ἐ­πί­στα­σθαι ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α πα­ρά­γε­ται ἡ ἐ­πι­στή­μη, ὁ πλα­τω­νι­κός ὅ­ρος γιά τή γνώ­ση. Ἐ­πί­στα­σθαι στόν Ὅ­μη­ρο ση­μαί­νει «ξέ­ρω κά­τι» καί συ­νε­πά­γε­ται τή γνώ­ση πού ἀ­φο­ρᾶ σέ πρα­κτι­κές δρα­στη­ρι­ό­τη­τες. Ἀ­να­φέ­ρε­ται ἐ­πί­σης σέ τε­χνι­κές δε­ξι­ό­τη­τες, σέ ὅ­λες τίς τέ­χνες κα­θώς καί στόν λό­γο καί σέ κα­τα­στά­σεις πού μπο­ρεῖ κα­νείς νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει. Στό ἴ­διο πε­δί­ο τῶν πρα­κτι­κῶν δε­ξι­ο­τή­των ἀ­νή­κει καί ἡ λέ­ξη σο­φός πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει τόν ἐ­πι­δέ­ξιο σέ κά­ποι­ο χει­ρο­τέ­χνη­μα, πρό πάν­των αὐ­τόν πού κα­τέ­χει μιά τέ­χνη ἡ ὁ­ποί­α ἐν­τάσ­σε­ται στά πλαί­σια τῆς πρώ­ι­μης οἰ­κο­τε­χνί­ας· ση­μαί­νει τόν εἰ­δι­κό πού εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τος γιά τήν κοι­νό­τη­τα, τόν δη­μι­ουρ­γόν.

Τό πώς αὐ­τοί οἱ τρό­ποι κα­τά­κτη­σης τῆς γνώ­σης στόν Ὅ­μη­ρο ἐ­πε­νερ­γοῦν στή ζω­ή τῶν ἀν­θρώ­που, τό δεί­χνει ἡ μορ­φή τοῦ Ὀ­δυσ­σέ­α, τοῦ δι­α­νο­ού­με­νου, ἄν μπο­ροῦ­με νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τόν ὅ­ρο αὐ­τό γιά τόν ὁ­μη­ρι­κό κό­σμο. Ὁ Ὀ­δυσ­σέ­ας εἶ­δε πολ­λά καί ἔ­μα­θε πολ­λά. Εἶ­ναι ἐ­κτός αὐ­τοῦ ὁ πο­λυ­μή­χα­νος, ὁ ἱ­κα­νός νά ἐ­νερ­γή­σει μέ τούς πιό πρω­τό­τυ­πους τρό­πους, ἐν τέ­λει εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού μπο­ρεῖ νά ἀ­κού­σει τή φω­νή τῆς θε­ᾶς Ἀ­θη­νᾶς, τῆς προ­στά­τι­δάς του. Δέν ἀ­πέ­κτη­σε τήν γνώ­ση μέ­σω τῆς ὁ­ρά­σε­ως οὔ­τε τό πλῆ­θος τῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν του μέ δι­κή του δρα­στη­ρι­ό­τη­τα καί προ­σω­πι­κή ἔ­ρευ­να. Μᾶλ­λον αὐ­τά συ­νέ­ζη­σαν σέ ἐ­κεῖ­νον, ὅς μά­λα πολ­λά/πλάγ­χθη. Δέν ἔ­χου­με νά κά­νου­με μέ τόν Σό­λω­να, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Ἡ­ρό­δο­τος λέ­ει πώς πρῶ­τος τα­ξί­δε­ψε θε­ω­ρί­ης ἕ­νε­κεν. Στόν Ὀ­δυσ­σέ­α ἡ πο­λυ­γνω­σί­α το­πο­θε­τεῖ­ται στό ἐ­πί­πε­δό του ἐ­πί­στα­σθαι καί δι­α­κρί­νε­ται ἀ­πό τή δρά­ση του κα­τά τρό­πο ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το. Τό γε­γο­νός αὐ­τό πε­ρι­ο­ρί­ζει τή δρά­ση του στήν ἐ­ξεύ­ρε­ση μέ­σων προ­κει­μέ­νου νά ἐ­πι­τύ­χει κά­ποι­ο συγ­κε­κρι­μέ­νο σκο­πό, νά σώ­ζει δη­λα­δή τή ζω­ή τῶν συν­τρό­φων του καί τή δι­κή του. Καί στό ἐ­πι­πε­δο τῆς κα­τα­νό­η­σης καί τῆς ἑρ­μη­νεί­ας, ὁ Ὄ­δυσ­σέ­ας κα­τα­νο­εῖ ἁ­πλῶς, ὅ­πως καί κά­θε ὕ­παρ­ξη στόν Ὅ­μη­ρο, τούς λό­γους πού δι­α­τυ­πώ­νον­ται μέ σα­φή­νεια. Σέ πε­ρί­πτω­ση πού γε­γο­νό­τα, πρά­ξεις, ἄν­θρω­ποι δέν δη­λώ­νουν ἄ­με­σα τί ση­μαί­νουν, ποι­ά εἶ­ναι ἡ ἐν­νοι­ά τους, τό­τε μπο­ρεῖ νά τά κα­τα­στή­σει σα­φῆ ἕ­νας θε­ός μι­λών­τας μέ λό­για κα­τα­νο­η­τά, μπο­ρεῖ π.χ. νά τά ἀ­να­κοι­νώ­σει σέ ἕ­ναν προ­φή­τη καί αὐ­τός μέ τή σει­ρά του νά τά πεῖ στούς ἄλ­λους ἤ μπο­ρεῖ νά τά πεῖ ἡ Μού­σα στόν ποι­η­τή. Ὅ­μως οὔ­τε ὁ προ­φή­της εἶ­ναι σέ θέ­ση νά ἐ­ρευ­νή­σει τό σκο­τει­νό μέλ­λον οὔ­τε ὁ ποι­η­τής προ­σπα­θεῖ νά φέ­ρει στό φῶς μιά κρυμ­μέ­νη ἀ­λή­θεια· ὁ μέν προ­φή­της μα­θαί­νει τό πα­ρελ­θόν, τό πα­ρόν καί τό μέλ­λον πού ὁ θε­ός τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτει, ὁ δέ ποι­η­τής ἀ­να­κοι­νώ­νει μό­νον ὅ,τι ἡ Μού­σα τοῦ γνω­στο­ποι­εῖ. Οἱ θε­οί τά γνω­ρί­ζουν ὅ­λα, τά ἔ­χουν δεῖ ὅ­λα καί εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρόν­τες (ὅ­πως λέ­γε­ται στή Β ρα­ψω­δί­α τῆς Ἰ­λιά­δας [στ. 485-486]). Ἡ πνευ­μα­τι­κή δυ­να­τό­τη­τα βα­σί­ζε­ται καί στίς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις στή γνώ­ση πού κα­τέ­χει ἡ θε­ό­τη­τα. Στήν πε­ρι­πτω­ση τῶν Μου­σῶν ὁ Ὅ­μη­ρος ἀ­πο­δί­δει τή γνώ­ση τους αὐ­τή στό γε­γο­νός ὅ­τι ὑ­πῆρ­ξαν αὐ­τό­πτεις μάρ­τυ­ρες ὅ­σων με­τα­δί­δουν στόν ποι­η­τή.

Ἡ εἰ­κό­να τοῦ ἄν­θρώ­που πού ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τίς φυ­σι­κές ἐ­πι­στῆ­μες, πού σκέ­πτε­ται καί ἐ­ρευ­νᾶ, γί­νε­ται δυ­να­τή, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἀρ­χί­ζει νά συλ­λαμ­βά­νει τό πνεῦ­μα «πιό ἀ­φαι­ρε­τι­κά». Τί ση­μαί­νει ὅ­μως «ἀ­φαι­ρε­τι­κά»; Εἶ­ναι πλέ­ον κοι­νό­το­πη ἡ δι­α­πί­στευ­ση ὅ­τι ἡ ἀ­φαί­ρε­ση εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη στήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη καί τόν λό­γο. Ἤ­δη τό ζή­τη­μα αὐ­τό τό θί­ξα­με, ὅ­ταν μι­λή­σα­με γιά τό ἄ­πει­ρον του Ἀ­να­ξι­μάν­δρου, κα­θώς ἐ­πί­σης γιά τήν ἔν­νοι­α τοῦ «μέ­τρου», τή γνώ­ση καί τή σκέ­ψη. Τό θέ­μα ὁ­λό­κλη­ρου του κε­φα­λαί­ου αὐ­τοῦ θά μπο­ροῦ­σε νά ἐ­ξαν­τλη­θεῖ στήν πρό­τα­ση: οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες δη­μι­ούρ­γη­σαν μιά ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα κα­τα­σκευ­ά­ζον­τας ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά - ἄν εἶ­ναι βέ­βαι­α δυ­να­τόν νά προσ­δι­ο­ρί­σου­με τή δι­α­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή ἀ­νά­με­σα στά συγ­κε­κρι­μέ­να καί τά ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά. Πι­στεύ­ω πώς θά ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρο νά μι­λή­σου­με γιά στα­δια­κή με­τά­βα­ση ἀ­πό πιό συγ­κε­κρι­μέ­να σέ πιό ἀ­φαι­ρε­τι­κά στά­δια. Ἄν, ὅ­πως φά­νη­κε ἀ­πό τά δυ­ό-τρί­α πα­ρα­δείγ­μα­τα, μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­μο­νω­θεῖ ἀ­βί­α­στα ἡ πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α ἀ­πό τίς φρά­σεις τῆς γλώσ­σας, τό­τε ἡ γλώσ­σα πρέ­πει νά εἶ­ναι ἕ­νας πο­λύ­πλο­κος ὀρ­γα­νι­σμός, ἱ­κα­νός νά πα­ρα­γά­γει ἀ­πό τόν ἴ­διο της τόν ἑ­αυ­τό κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κό. Ἀλ­λά γιά νά δοῦ­με ἄν ἡ μο­νο­μέ­ρεια στόν ἐ­πι­στη­μο­νι­κό λό­γο, μ’ ἄλ­λα λό­για ἄν μιά ἀ­πό τίς ἀρ­χές του - ἡ ὁ­ποί­α, μο­λο­νό­τι ὑ­πάρ­χει σέ κά­ποι­ο βαθ­μό καί στήν κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα, ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται ὁ­μως κα­τε­ξο­χήν στήν ἀ­νε­πτυγ­μέ­νη σκέ­ψη τῶν Ἑλ­λή­νων - εἶ­ναι πράγ­μα­τι συμ­πα­γής, πρέ­πει νά με­λε­τή­σου­με προ­σε­κτι­κά πώς ἡ τά­ση γιά ἀ­φαί­ρε­ση εἶ­χε ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά κα­τα­στοῦν κά­ποι­ες γλωσ­σι­κές δο­μές τῶν ἀρ­χαί­ων ἑλ­λη­νι­κῶν κα­τάλ­λη­λες γιά νά ἐκ­φρά­σουν τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη.

Νο­μί­ζω πώς ὑ­πάρ­χουν τρεῖς τρό­ποι πα­ρα­γω­γῆς ἀ­φη­ρη­μέ­νων οὐ­σι­α­στι­κῶν. Ὁ πρῶ­τος εἶ­ναι ἡ οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση ὅ­πως τήν εἴ­δα­με στό ἅ­πει­ρον τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου. Ὁ δεύ­τε­ρος συ­νί­στα­ται στή με­τε­ξέ­λι­ξή του χα­ρα­κτη­ρι­σμοῦ ἑ­νός ὀρ­γά­νου σέ χα­ρα­κτη­ρι­σμό τῆς λει­τουρ­γί­ας του. Π.χ. ὅ­ταν λέ­με ὅ­τι κά­ποι­ος ἔ­χει γε­ρό κε­φά­λι, ἐν­νο­οῦ­με ὅ­τι ἔ­χει γε­ρό μυα­λό ἤ δι­α­θέ­τει σω­στή σκέ­ψη. Ὁ τρί­τος τρό­πος εἶ­ναι ἡ με­τα­τρο­πή ταν κυ­ρί­ων ὀ­νο­μά­των, θε­ῶν ἤ δαι­μό­νων, σέ ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά. Στά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά οἱ ἐ­πι­στη­μο­νι­κοί ὅ­ροι δη­μι­ουρ­γή­θη­καν - ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στά ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά - καί μέ τούς τρεῖς αὐ­τούς τρό­πους.

Τόν πρῶ­το τρό­πο ἀ­κο­λού­θη­σε ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος μέ τό ἄ­πει­ρον καί εἴ­δα­με ὅ­τι στην πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή ἡ ἀ­φαι­ρε­τι­κή σκέ­ψη ἐκ­φρά­στη­κε μέ την οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του. Ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τή ση­μαί­νει κα­τ’ οὐ­σί­αν ὅ­τι κά­τι πού εἶ­χε ἀρ­χι­κά μί­α ὑ­λι­κή ὑ­πό­στα­ση με­τα­τρέ­πε­ται σέ ἀν­τι­κεί­με­νο - ἀν­τι­κεί­με­νο, βέ­βαι­α, πού δέν τό ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὡς ὑ­λι­κή ὀν­τό­τη­τα, ἀλ­λά πού μπο­ροῦ­με μό­νο νά τό σκε­φτοῦ­με, σέ ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς σκέ­ψης μας. Καί ἐ­δῶ φαί­νε­ται κα­θα­ρά ἡ ση­μα­σί­α τῆς λέ­ξης «οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση».

Τί ση­μαί­νει ἡ οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του γιά τήν ἀ­φαι­ρε­τι­κή σκέ­ψη καί τήν πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, θά τό δι­ευ­κρι­νή­σου­με μέ με­ρι­κά ἀ­κό­μα πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου, τά ὁ­ποῖ­α δέν σχε­τί­ζον­ται τό­σο ἄ­με­σα μέ τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα.

Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος δι­η­γεῖ­ται τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ ζα­σι­λιᾶ τῆς Λυ­δί­ας Κροί­σου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ρώ­τη­σε τόν Σό­λω­να τόν Ἀ­θη­ναῖ­ο ποι­ός εἶ­ναι ὁ πιό εὐ­τυ­χι­σμέ­νος ἄν­θρω­πος. Ὁ Σό­λω­νας (καί αὐ­τή εἶ­ναι ἐν πά­ςῃ πε­ρι­πτώ­σει ἡ ἐκ­δο­χή πού μπο­ροῦ­με νά θε­ω­ρή­σου­με ὡς τήν πα­λαι­ό­τε­ρη) κα­το­νό­μα­σε ἕ­ναν ἁ­πλό χω­ρι­κό της Ἀτ­τι­κῆς, τόν Τέλ­λο, ἐ­νῶ ὁ Κροῖ­σος, ὁ πλού­σιος καί ἰ­σχυ­ρός βα­σι­λιάς, πε­ρί­με­νε φυ­σι­κά νά ἀ­κού­σει τ’ ὄ­νο­μά του.

Ἡ ἱ­στο­ρί­α θέ­λει νά δεί­ξει τή δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στή φαι­νο­με­νι­κή εὐ­τυ­χί­α καί τήν ἀ­λη­θι­νή. Ὁ Σό­λω­νας λέ­ει πώς κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­ξι­ω­θεῖ τόν χα­ρα­κτη­ρι­σμό «εὐ­τυ­χής» πρίν τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του.

Καί ὁ Κροῖ­σος ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἀ­λή­θεια τῶν λό­γων τοῦ Σό­λω­να, ὅ­ταν πιά ἔ­χει χά­σει τό πλού­σιο βα­σί­λει­ό του καί βρί­σκε­ται πά­νω στήν πυ­ρά.

Γε­νι­κά θε­ω­ροῦ­με εὐ­τυ­χῆ ἕ­ναν ἰ­σχυ­ρό βα­σι­λιά στό ἀ­πό­γει­ο της δό­ξας του. Ἀλ­λά μπο­ρεῖ νά τε­θεῖ τό ἐ­ρώ­τη­μα ἄν εἶ­ναι «ὄν­τως» εὐ­τυ­χής κα­νείς, ὅ­ταν τοῦ ἀ­πο­δί­δε­ται τό ἐ­πί­θε­το αὐ­τό μ’ ὅ­λη τή ση­μα­σί­α του. Ἕ­νας μέ­σος ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι «πραγ­μα­τι­κά» εὐ­τυ­χι­σμέ­νος.

Πί­σω ἀ­πό αὐ­τήν τή δι­α­πί­στω­ση προ­βάλ­λει τό ἐ­ρώ­τη­μα ποι­ά εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θι­νή εὐ­δαι­μο­νί­α, αὐ­τό πού κά­νει τόν εὐ­δαί­μο­να εὐ­δαί­μο­να. To ἐ­ρώ­τη­μα «ποι­ός εἶ­ναι ὁ πιό εὐ­τυ­χι­σμέ­νος;» προ­κα­λεῖ τήν ἑ­πό­με­νη ἐ­ρώ­τη­ση: «ποι­ά εἶ­ναι ἡ πραγ­μα­τι­κή εὐ­τυ­χί­α; Τί εἶ­ναι ἡ εὐ­τυ­χί­α;» Τό ἐ­ρώ­τη­μα γιά τό πρό­σω­πο θά ἐ­ξε­λι­χθεῖ τε­λι­κά σέ ἐ­ρώ­τη­μα γιά τό ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό.

Ἄν ὅ­μως ἔ­τσι δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἕ­να ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό. τό «εὐ­τυ­χές», καί πα­ρά­γε­ται ὅ­πως τό ἄ­πει­ρον του Ἀ­να­ξι­μάν­δρου, μέ οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του, τό­τε καί στίς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις ἡ ση­μα­σί­α τῆς νέ­ας αὐ­τῆς λέ­ξης προ­ϋ­πο­θέ­τει τή βα­σι­κή ση­μα­σί­α τοῦ ἐ­πι­θέ­του. «Ἄ­πει­ρο» μέ τή ση­μα­σί­α τοῦ «ὄν­τως ἀ­πεί­ρου» καί «εὐ­τυ­χές» μέ τή ση­μα­σί­α τοῦ «ἀ­πο­λύ­τως εὐ­τυ­χοῦς» εἶ­ναι ἤ­δη κά­τι πού ὑ­περ­βαί­νει τήν «ἁ­πλο­ϊ­κή», προ­ε­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα. Ἔ­τσι ὅ­μως ἔ­χου­με ἕ­να ἀ­κό­μα ἀν­τι­κεί­με­νο, π.χ. τό ἄ­πει­ρο, τό εὐ­τυ­χές, ἡ ὕ­παρ­ξη τοῦ ὁ­ποί­ου μπο­ρεῖ νά τε­θεῖ ὑ­πό ἀμ­φι­σβή­τη­ση.

Στίς δι­η­γή­σεις γιά τούς Ἑ­πτά Σο­φούς - στούς ὁ­ποί­ους συγ­κα­τα­λέ­γον­ται τό­σο ὁ Σό­λω­νας ὅ­σο καί ὁ Θα­λῆς. ὁ δά­σκα­λος τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου – συ­ναν­τοῦ­με συ­χνά τέ­τοι­ες ἐ­ρω­τή­σεις ὑ­πό τόν τύ­πο αἰ­νίγ­μα­τος. Κά­ποι­ες δέν ζη­τοῦν μό­νον τό πρό­σω­πο πού ἔ­χει μιά συγ­κε­κρι­μέ­νη ἰ­δι­ό­τη­τα σέ ἕ­ναν ἰ­δι­αί­τε­ρο βαθ­μό ἀλ­λά καί τό πρᾶγ­μα πού δι­α­θέ­τει κά­ποι­α ἰ­δι­ό­τη­τα: «Ποι­ό εἶ­ναι τό κα­λύ­τε­ρο;», «ποι­ό εἶ­ναι τό πα­λαι­ό­τε­ρο;», «ποι­ό εἶ­ναι τό δι­και­ό­τε­ρο;», κ.λπ. Τέ­τοι­ες ἐ­ρω­τή­σεις ὁ­δη­γοῦν κα­τ’ ἀ­νάγ­κη στόν ὁ­ρι­σμό: «Ποι­ό εἶ­ναι τό κα­λό;», «ποι­ό εἶ­ναι τό δί­και­ο;» Αὐ­τοῦ του εἴ­δους, ἐν πά­ςῃ πε­ρι­πτώ­σει. οἱ πνευ­μα­τώ­δεις ἀλ­λά καί βα­θυ­στό­χα­στες ἱ­στο­ρί­ες μᾶς πα­ρα­δί­δον­ται ἀ­μέ­σως με­τά τήν ἐ­πο­χή τῶν Ἑ­πτά Σο­φῶν. Τό ση­μαν­τι­κό στίς ἱ­στο­ρί­ες αὐ­τές ἔγ­κει­ται στό ὅ­τι κά­τι πα­ρου­σι­ά­ζε­ται νά ἔ­χει μιά ἰ­δι­ό­τη­τα τήν ὁ­ποί­α κα­νείς δέν τοῦ ἀ­να­γνώ­ρι­ζε ὡς τό­τε. Ἐ­πί­σης, στό ὅ­τι στίς ἱ­στο­ρί­ες αὐ­τές δι­α­μορ­φώ­νε­ται μιά σχε­τι­κά σα­φής εἰ­κό­να τῆς ἰ­δι­ό­τη­τας στήν ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρον­ται. Κά­τι πα­ρό­μοι­ο π.χ. ἔ­χου­με καί στόν μύ­θο τοῦ Αἰ­σώ­που καί στό λα­ϊ­κό ἀ­νά­γνω­σμα τοῦ ἀ­γώ­να τοῦ Ὁ­μή­ρου καί Ἡ­σι­ό­δου[3], τά ὁ­ποῖ­α ἀ­νά­γον­ται στόν 6ο αἰ­ώ­να π.Χ. Τά ἐ­ρε­θι­στι­κά ἐ­ρω­τή­μα­τα ὑ­πό τόν τύ­πο αἰ­νίγ­μα­τος, πού ἀ­πο­σκο­ποῦν στήν κα­τά­κτη­ση νέ­ων γνώ­σε­ων, δεί­χνουν πώς οἱ γνώ­σεις αὐ­τές δέν πρέ­πει νά πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ἄ­με­σα καί νά ἐ­πι­βάλ­λον­ται ἀλ­λά πρέ­πει νά κα­τα­βάλ­λε­ται προ­σπά­θεια προ­κει­μέ­νου νά ἀ­να­ζη­τη­θοῦν καί νά ἀ­νευ­ρε­θοῦν. Ἡ γνώ­ση συ­νε­πά­γε­ται ἑ­πο­μέ­νως πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Ἀ­πό ἐ­δῶ ξε­κι­νᾶ ἡ ἔ­ρευ­να, ἡ βά­σα­νος γιά τήν ἀ­λή­θεια.

Ἄν πα­ραλ­λη­λί­σου­με τά λε­γό­με­να πού δια­ρκῶς πε­ρι­πλέ­κον­ται: ὁ Κροῖ­σος εἶ­ναι εὐ­τυ­χής... εἶ­ναι εὐ­τυ­χέ­στε­ρος... εἶ­ναι ὁ πιό εὐ­τυ­χής, εὐ­τυ­χί­α εἶ­ναι νά κα­τέ­χει κα­νείς αὐ­τό κι ἐ­κεῖ­νο, ἡ εὐ­τυ­χί­α συ­νί­στα­ται στό νά.... τό­τε φαί­νε­ται κα­θα­ρά πώς τό ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό «εὐ­τυ­χί­α» προ­κύ­πτει ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅ­τι τό ἐ­πί­θε­το «εὐ­τυ­χής» μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει ὡς κα­τη­γο­ρού­με­νο[4] καί ἡ ἔν­νοι­α «εὐ­τυ­χής», ἀ­πό την πλευ­ρά της, μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­τε­λέ­σει τό ἀν­τι­κεί­με­νο μί­ας φρά­σης ὅ­πως ἡ ἀ­κό­λου­θη: «Τό νά εἶ­ναι κά­νεις εὐ­τυ­χής ση­μαί­νει...». Μέ τόν ἴ­διο τρό­πο ἡ ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή γλώσ­σα μπο­ρε­ϊ νά χει­ρι­στεῖ καί τά ρή­μα­τα. Στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή τό ὁ­ρι­στι­κό ἄρ­θρο προ­σπα­θεῖ νά «ἐκ­μαι­εύ­σει» ση­μα­σί­ες: ἔ­τσι μπο­ρεῖ κα­νείς νά μι­λᾶ γιά τό βλέ­πειν, τό σκέ­πτε­σθαι, κ.λπ. Καί ἔ­τσι δη­μι­ουρ­γοῦν­ται ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά, κα­θώς τό ἀ­πα­ρέμ­φα­το τοῦ ρή­μα­τος, πού δέν εἶ­ναι οὐ­σι­α­στι­κό, με­τα­τρέ­πε­ται μέ τή βο­ή­θεια τοῦ ἄρ­θρου σέ οὐ­σι­α­στι­κό. Καί ἄλ­λοι ρη­μα­τι­κοί τύ­ποι πού δέν ἀ­παν­τοῦν ὡς verba finita μπο­ροῦν νά οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­η­θοῦν, π.χ. οἱ με­το­χές πού χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται πο­λύ συ­χνά στά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά. Στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή φαί­νε­ται πώς τά ὅ­ρια ἀ­νά­με­σα στά ἀ­φη­ρη­μέ­να καί συγ­κε­κρι­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά εἶ­ναι ρευ­στά. Ὅ­ταν λέ­ω «τό βλέ­πον» ἐν­νο­ῶ τά μά­τια, τό ὄρ­γα­νο, πού ἀ­ναμ­φί­βο­λα εἶ­ναι συγ­κε­κρι­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό. Μπο­ρῶ ὅ­μως νά μι­λῶ γιά «τό βλέ­πον» καί νά ἐν­νο­ῶ τή λει­τουρ­γί­α τοῦ μα­τιοῦ. Ἔ­τσι «τό βλέ­πον» προ­σεγ­γί­ζει αὐ­τό πού δη­λώ­νει «τό βλέ­πειν». Ἡ γλώσ­σα τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης στά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά δη­μι­ούρ­γη­σε ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τῶν Σο­φι­στῶν ἕ­να πλῆ­θος ρη­μα­τι­κῶν οὐ­σι­α­στι­κῶν, τά ὁ­ποῖ­α κα­τά τήν ση­μα­σί­α προ­σεγ­γί­ζουν τά οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­η­μέ­να ἀ­πα­ρέμ­φα­τα καί τίς με­το­χές, τυ­πι­κά ὅ­μως ἀ­νή­κουν στά οὐ­σι­α­στι­κά: ἡ γνῶ­σις πού ἰ­σο­δυ­να­μεῖ πά­νω-κά­τω μέ τό γνῶ­ναι, ἡ κί­νη­σις, κ.ο.κ.

Ἡ συ­σχέ­τι­ση ἑ­νός συγ­κε­κρι­μέ­νου ὀρ­γά­νου μέ τήν ἀ­φη­ρη­μέ­νη λει­τουρ­γί­α του εἶ­ναι, ὅ­πως εἴ­πα­με, ὁ δεύ­τε­ρος δρό­μος πρός τήν ἀ­φαι­ρε­τι­κή σκέ­ψη. Ἀ­νέ­φε­ρα ἤ­δη τό πα­ρά­δειγ­μα «ἔ­χει γε­ρό κε­φά­λι», δη­λα­δή ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή λει­τουρ­γί­α τοῦ μυα­λοῦ του εἶ­ναι κα­λή, εἶ­ναι ἔ­ξυ­πνος. Πρό­κει­ται συ­νή­θως γιά με­τα­φο­ρι­κές χρή­σεις τῶν λέ­ξε­ων. Σέ πρω­τό­γο­νες γλώσ­σες τό ὄρ­γα­νο δη­λώ­νει ἀ­ναμ­φί­βο­λα καί τή λει­τουρ­γί­α. Μά καί ἐ­κεῖ ὅ­που πρό­κει­ται γιά κα­θα­ρή με­τα­φο­ρά, αὐ­τός ὁ πα­ραλ­λη­λι­σμός τοῦ ὀρ­γά­νου καί τῆς λει­τουρ­γί­ας παί­ζει με­γά­λο ρό­λο, π.χ. στίς τό­σο συ­χνές με­τα­φο­ρι­κές χρή­σεις τῶν ἐρ­γα­λεί­ων. Ὅ­ταν μι­λῶ γιά τό «σφυ­ρί» τῆς μοί­ρας, ἐν­νο­ῶ τή συν­τρι­βή. Ἀ­κρι­βῶς τό ἴ­διο ἐν­νο­ῶ, ὅ­ταν μι­λῶ γιά τή «γρο­θιά» τῆς μοί­ρας. Ἐ­δῶ μπο­ροῦ­με ἀ­κό­μη νά ἀ­να­φέ­ρου­με καί τίς πα­ρο­μοι­ώ­σεις μέ κά­ποι­ο ζῶ­ο πού πα­λαι­ό­τε­ρα συ­νή­θι­ζαν νά χρη­σι­μο­ποι­οῦν γιά νά δεί­ξουν τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἤ τίς δρα­στη­ρι­ό­τη­τες ἑ­νός ἀν­θρώ­που ἤ τίς λει­τουρ­γί­ες τῶν ὀρ­γά­νων του καί γιά νά δη­λώ­σουν μιά πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α στή γλώσ­σα.

Αὐ­τός πού βλέ­πει σάν λύγ­κας. ἔ­χει κα­λή ὅ­ρα­ση, βλέ­πει κα­λά. Ὅ­ποι­ος εἶ­ναι ἀ­λε­πού, εἶ­ναι πο­νη­ρός. Ἔ­τσι, μέ­σω τῆς πα­ρο­μοί­ω­σης μέ τά ζῶ­α, σκι­α­γρα­φεῖ­ται αὐ­τό πού ἀρ­γό­τε­ρα ὀ­νο­μά­στη­κε πνευ­μα­τι­κή ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, χα­ρα­κτή­ρας. Στούς μύ­θους μέ ζῶ­α πε­ρι­γρά­φον­ται τύ­ποι ἀν­θρώ­πι­νης συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς.

Ἔ­τσι φτά­νου­με στήν τρί­τη μορ­φή, προ­κει­μέ­νου νά κα­τα­νο­ή­σου­με τή σκο­πι­μό­τη­τα τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τῶν ἀ­φη­ρη­μέ­νων οὐ­σι­α­στι­κῶν. Πρό­κει­ται γιά τό μυ­θι­κό ὄ­νο­μα, τό ὄ­νο­μα δη­λα­δή ἑ­νός θε­οῦ ἤ ἑ­νός δαί­μο­να. Ὁ Ἄ­ρης εἶ­ναι ὁ θε­ός τοῦ πο­λέ­μου ἀλ­λά τό ὄ­νο­μά του ἔ­χει σχε­δόν τή ση­μα­σί­α τοῦ ἀ­φη­ρη­μέ­νου οὐ­σι­α­στι­κοῦ «πό­λε­μος». Ὁ πό­λε­μος εἶ­ναι ἔρ­γο τοῦ Ἄ­ρη. Σέ φρά­σεις ὅ­μως ὅ­πως ἔρ­χε­ται Ἄ­ρης, δέν δι­α­φαί­νε­ται κα­θό­λου κα­τά πό­σον ὁ ὁ­μι­λῶν φαν­τά­ζε­ται ἕ­ναν θε­ό μέ συγ­κε­κρι­μέ­νη μορ­φή. Σέ με­τα­γε­νέ­στε­ρες ἐ­πο­χές προ­σπά­θη­σαν νά ἑρ­μη­νεύ­σουν ἀλ­λη­γο­ρι­κά τους θε­ούς καί θε­ώ­ρη­σαν πώς ἡ Ἀ­φρο­δί­τη εἶ­ναι κα­τ’ οὐ­σί­αν ὁ ἔ­ρω­τας, ἡ Ἀ­θη­νᾶ ἡ σύ­νε­ση καί ὅ­τι ὁ Ὅ­μη­ρος μί­λη­σε μό­νον ποι­η­τι­κῇ ἀ­δεί­ᾳ γιά θε­ούς. Φυ­σι­κά οἱ θε­οί στόν Ὅ­μη­ρο δέν ἀ­πο­τε­λοῦν τέ­τοι­ου εἴ­δους αἰ­σθη­τι­κά βο­η­θη­τι­κά μέ­σα. Πα­ρό­λα αὐ­τά, ἔ­χει κά­ποι­α ἀ­λή­θεια ἡ ἄ­πο­ψη ὅ­τι οἱ θε­οί ἀ­πο­κτοῦν ὀν­τό­τη­τα, ὅ­ταν ταυ­τί­ζον­ται μέ ἀ­φη­ρη­μέ­νες ἔν­νοι­ες. Τά ὀ­νό­μα­τα τῶν θε­ῶν εἶ­ναι συ­χνά καί ρη­μα­τι­κά οὐ­σι­α­στι­κά. Φό­βος ση­μαί­νει ἀρ­χι­κά τόν «τρό­μο»· εἶ­ναι ἐ­πί­σης ἕ­νας δαί­μο­νας πού τρέ­πει σέ φυ­γή. Στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή δέν εἴ­μα­στε πάν­το­τε σέ θέ­ση νά δι­α­κρί­νου­με ἄν ἐν­νο­εῖ­ται ὁ θε­ός ἤ τό ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό - κι αὐ­τό μας φέρ­νει, σέ ἀ­μη­χα­νί­α γιά τό ἄν πρέ­πει νά γρά­ψου­με στά κεί­με­νά μας τή λέ­ξη μέ κε­φα­λαῖ­ο ἤ μι­κρό ἀρ­χι­κό. Ἕ­να ὅ­μως δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ τόν θε­ό ἀ­πό τήν ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἔν­νοι­α, τό ὅ­τι ὁ θε­ός δρᾶ ἄ­με­σα, ἐ­πι­βάλ­λε­ται στόν ἄν­θρω­πο, ἐ­νῶ τό πλή­ρως ἀ­νε­πτυγ­μέ­νο ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό (ὅ­πως φά­νη­κε πα­ρα­πά­νω μέ τήν οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του) εἶ­ναι ὁ στό­χος τῆς ἀν­ρώ­πι­νης σκέ­ψης καί τῆς πνευ­μα­τι­κῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας.

Τή στιγ­μή αὐ­τή δέν μπο­ρῶ νά δώ­σω κα­μιά συ­στη­μα­τι­κή θε­ώ­ρη­ση τῶν με­τα­φο­ρῶν, τῶν πα­ρο­μοι­ώ­σε­ων, τῶν δι­η­γή­σε­ων μέ ζῶ­α καί τῶν μύ­θων. Ἐ­δῶ ἔ­πρε­πε μό­νο νά φα­νεῖ ὅ­τι οἱ προ­ε­πι­στη­μο­νι­κές μορ­φές σκέ­ψης καί λό­γου ἔ­χουν ἀ­φε­νός πολ­λά κοι­νά μέ τά ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά — ἐ­φό­σον ἔ­χουν κοι­νό στό­χο - ἀ­φε­τέ­ρου δι­α­φο­ρο­ποι­οῦν­ται ἀ­πό τά ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά, κα­θώς θέ­λουν τόν στό­χο τους νά συν­δέ­ε­ται μέ κά­τι ζων­τα­νό, κά­τι ὀρ­γα­νι­κό, κ.τ.τ. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­μως δέν θά ἀ­σχο­λη­θοῦ­με μ’ αὐ­τό τό θέ­μα, για­τί κα­τα­λή­γου­με στόν ταυ­το­λο­γι­κό καί ἀρ­νη­τι­κό ὁ­ρι­σμό, ὅ­τι τά μή ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά δέν εἶ­ναι ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά.

Ἴ­σως μπο­ρέ­σου­με νά ἀν­τι­λη­φθοῦ­με καί νά ὁ­ρί­σου­με ἀ­κρι­βέ­στε­ρα τήν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα τῆς ἐ­πι­στι­μο­νι­κῆς γλώσ­σας πού δη­μι­ούρ­γη­σαν οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες, ἄν ἀν­τι­στρέ­ψου­με τά πράγ­μα­τα. Τόν σκο­πό μας αὐ­τό ἴ­σως θά ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε μιά πα­ρέκ­βα­ση σέ μιά ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κή ὁ­μά­δα λέ­ξε­ων, στίς προ­θέ­σεις καί τούς συν­δέ­σμους. Οἱ λέ­ξεις αὐ­τές συν­δέ­ουν πα­ρα­στά­σεις το­πι­κά, χρο­νι­κά ἤ αἰ­τι­ο­λο­γι­κά. Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς γλώσ­σας δεί­χνει ὅ­τι οἱ το­πι­κοί καί σέ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο βαθ­μό οἱ χρο­νι­κοί προσ­δι­ο­ρι­σμοί εἶ­ναι πα­λαι­ό­τε­ροι ἀ­πό τους αἰ­τι­ο­λο­γι­κούς. Οἱ αἰ­τι­ο­λο­γι­κοί δέν δι­έ­θε­ταν ἐ­ξαρ­χῆς δι­κές τους λέ­ξεις, ἀλ­λά οἱ λέ­ξεις πού τούς δη­λώ­νουν προ­έ­κυ­ψαν ἀ­πό με­τα­βο­λή τῆς ση­μα­σί­ας το­πι­κῶν (ἀλ­λά καί χρο­νι­κῶν) προ­θέ­σε­ων καί συν­δέ­σμων. Στή γλώσ­σα τῆς ἐ­πι­στή­μης καί τῆς φι­λο­σο­φί­ας, φυ­σι­κά, προ­ϋ­πο­τί­θε­ται ἡ ἀρ­χή ὅ­τι οἱ αἰ­τια­κές σχέ­σεις μπο­ροῦν νά ἀ­να­κα­λυ­φθοῦν καί νά δι­α­τυ­πω­θοῦν. Πῶς γί­νε­ται στήν πρά­ξη αὐ­τό; Στά Γερ­μα­νι­κά τό durch ση­μαί­νει ἀρ­χι­κά μί­α το­πι­κή σχέ­ση (durch das Feld), ἐν συ­νε­χεί­ᾳ καί μιά χρο­νι­κή (durch den Tag). Μπο­ρῶ ἐ­πί­σης νά πῶ πώς ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος γνώ­ρι­σε τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη μέ­σω τοῦ πα­τέ­ρα του - καί ἐ­δῶ θά ἦ­ταν πα­ρά­λο­γο νά ἐν­νο­ή­σω τό μέ­σῳ (durch) το­πι­κά ἤ χρο­νι­κά. Ἀ­φε­τη­ρί­α γιά μιά τέ­τοι­α χρή­ση ὑ­πῆρ­ξαν προ­τά­σεις ὅ­πως «μέ­σω τοῦ και­νούρ­γιου δρό­μου φτά­νει κα­νείς γρη­γο­ρό­τε­ρα στήν πό­λη». Ἀρ­χι­κά νο­εῖ­ται το­πι­κά ἀλ­λά, ὅ­ταν κα­τα­λά­βου­με ἀ­πό τήν πρό­τα­ση πώς ὁ δρό­μος κα­τα­σκευ­ά­στη­κε γιά νά συν­το­μεύ­σει τήν ἀ­πό­στα­ση πρός τήν πό­λη, τό «μέ­σω» (durch) ἀ­πο­κτᾶ μιά αἰ­τια­κή ση­μα­σί­α. Αὐ­τό εἶ­ναι μιά φο­βε­ρή πα­ρα­νό­η­ση, ἄν πρέ­πει νά ὀ­νο­μά­σου­με πα­ρα­νό­η­ση τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ νέ­α χρή­ση τῆς λέ­ξης δη­λώ­νει τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί τήν οὐ­σί­α. Ἄν στήν πε­ραι­τέ­ρω ἐ­ξέ­λι­ξη τό «μέ­ςῳ» (durch) ἀ­πο­βά­λει τήν το­πι­κή καί χρο­νι­κή ση­μα­σί­α καί ἀ­πο­κτή­σει σέ συγ­κε­κρι­μέ­να συμ­φρα­ζό­με­να κα­θα­ρά αἰ­τια­κή, τό­τε ἡ ἄ­με­ση σχέ­ση μέ τά πράγ­μα­τα θά ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ ἀλ­λά αὐ­τό δέν ση­μαί­νει ὅ­τι τό πραγ­μα­τι­κό, τό ἀν­τι­κει­με­νι­κό θά χα­θεῖ κα­τ’ ἀ­νάγ­κη. Ἀν­τί­θε­τα μπο­ρεῖ νά πα­ρου­σια­στεῖ ἀ­βί­α­στα ὑ­πό ὁ­ρι­σμέ­νες συν­θῆ­κες.

Ἡ φρά­ση «ἐ­πει­δή βρέ­χει, θά μου­σκέ­ψουν ὅ­λα» ση­μαί­νει ἀρ­χι­κά «δι­ό­τι βρέ­χει...»· χα­ρα­κτη­ρί­ζει ἐ­πο­μέ­νως μό­νον τή χρο­νι­κή ὑ­πό­τα­ξη «κα­θώς βρέ­χει...». Οὐ­σι­α­στι­κά ὅ­μως πρό­κει­ται γιά κά­τι πα­ρα­πά­νω». Μό­λις ἀν­τι­λη­φθοῦ­με τό «ἐ­πει­δή» ὡς αἰ­τι­ο­λο­γι­κό, ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε καί τίς ἄλ­λες σχέ­σεις.

Ἡ γλώσ­σα τοῦ Ὁ­μή­ρου εἶ­ναι σχε­τι­κά φτω­χή σέ τέ­τοι­ες συν­δε­τι­κές λέ­ξεις μέ αἰ­τι­ο­λο­γι­κή ση­μα­σί­α. Ὅ­που ἐν­νο­οῦν­ται τέ­τοι­ες αἰ­τια­κές σχέ­σεις, ὑ­πο­δη­λώ­νον­ται ὡς ἐ­πί τό πλεῖ­στον ἔμ­με­σα, δη­λα­δή εἴ­τε ἡ σύν­δε­ση δέν δη­λώ­νε­ται κα­θό­λου εἴ­τε χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται λέ­ξεις πού δη­λώ­νουν τό­πο ἤ χρό­νο. Ὁ λό­γος ὅ­μως τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης κα­θί­στα­ται ἐ­φι­κτός, ὅ­ταν ἡ γλώσ­σα μπο­ρεῖ νά κά­νει αὐ­τήν τή δι­ά­κρι­ση. Αἰ­τι­ο­λο­γι­κούς συν­δέ­σμους καί με­το­χές πλή­ρους ἀ­να­πτυγ­μέ­νες συ­ναν­τοῦ­με ὄν­τως τόν 6ο αἰ­ώ­να, κα­θώς τό­τε δι­α­μορ­φώ­θη­καν ἡ κα­θα­ρή ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ, τό ὁ­ρι­στι­κό ἄρ­θρο, πού χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε γιά τούς ἀ­φαι­ρε­τι­κούς συλ­λο­γι­σμούς, καί κά­ποι­α ἄλ­λα πράγ­μα­τα.

Προ­φα­νῶς πρό­κει­ται γιά μί­α με­γά­λη ἑ­νια­ία πο­ρεί­α πού ἐ­πι­φέ­ρει αὐ­τήν τή δο­μι­κή με­τα­βο­λή στή γλώσ­σα καί κα­θι­στᾶ δυ­να­τή τήν ἐμ­φά­νι­ση τῆς ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς γλώσ­σας, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­νει τόν λό­γο, τήν ἀ­φαι­ρε­τι­κή σκέ­ψη - ἤ ὅ­πως ἀλ­λι­ῶς τό ὀ­νο­μά­σει κα­νείς - ἀ­πό τήν κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα.

Μπο­ρεῖ ἡ πο­ρεί­α αὐ­τή στή γλώσ­σα νά γί­νει ἀν­τι­λη­πτή μέ ἀ­κό­μα κα­λύ­τε­ρο τρό­πο ἤ του­λά­χι­στον νά πε­ρι­γρα­φεῖ ἀ­κρι­βέ­στε­ρα;

Προ­φα­νῶς πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χει κά­τι στήν ἴ­δια τή γλώσ­σα πού νά μπο­ρεῖ νά ἀ­να­πτύσ­σε­ται - φυ­σι­κά εἰς βά­ρος κά­ποι­ου ἄλ­λου - ὥ­στε νά δο­θεῖ ἡ δυ­να­τό­τη­τα νά συγ­κρο­τη­θεῖ ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός λό­γος καί σκέ­ψη. Σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση ἐ­πι­βάλ­λε­ται νά ἀ­να­λύ­σου­με ἐ­ξαν­τλη­τι­κά τή γλώσ­σα.

Πρίν ἀ­πό με­ρι­κά χρό­νια προ­σπά­θη­σα νά πε­ρι­γρά­ψω τή δο­μή τῆς γλώσ­σας μέ γνώ­μο­να αὐ­τά τά ἐ­ρω­τή­μα­τα. Ὅ­πως ὅ­μως δι­α­πί­στω­σα, οὔ­τε οἱ φι­λό­λο­γοι οὔ­τε οἱ φι­λό­σο­φοι ἔ­μει­ναν ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νοι ἀ­πό τό ἐγ­χεί­ρη­μά μου αὐ­τό. Πι­στεύ­ω πώς μπο­ρεῖ κα­νείς νά ἐν­το­πί­σει στή δο­μή τῆς γλώσ­σας τρί­α στοι­χεῖ­α: τό στοι­χεῖ­ο τῆς ἀ­να­πα­ρά­στα­σης, τῆς ἔκ­φρα­σης καί τῆς προ­θε­τι­κό­τη­τας, τά ὁ­ποῖ­α δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται ὅ­που ἤ κυ­ρι­αρ­χί­α ἕ­νος ἐξ αὐ­τῶν σφρα­γί­ζει κά­θε φο­ρά μιά γλωσ­σι­κή μορ­φή. Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ὑ­πει­σέρ­χον­ται οἱ ψυ­χι­κές λει­τουρ­γί­ες, ὅ­πως τίς εἶ­δαν ὁ Dilthey καί ὁ Buhler. Ἀλ­λά ἀ­πό τήν ἄ­πο­ψη τῆς ψυ­χο­λο­γί­ας, ὅ­πως ἔ­δει­ξε στούς νε­ώ­τε­ρους χρό­νους ὁ Husserl, οἱ λει­τουρ­γί­ες αὐ­τές δέν μπο­ροῦν νά ἀν­τα­γω­νί­ζον­ται τό πε­ρι­ε­χο­μέ­νο τῆς γλώσ­σας, για­τί τό οὐ­σι­α­στι­κό στή γλώσ­σα εἶ­ναι τό πνεῦ­μα, τό πε­ρι­ε­χό­με­νο δη­λα­δή καί ἡ ση­μα­σί­α.

Ὅ­λα ὅ­σα θί­ξα­με μέ­χρι στιγ­μῆς ἴ­σως γί­νουν σα­φέ­στε­ρα ὅ­ταν, ἐ­πί τῇ βά­σει αὐ­τῶν τῶν στοι­χεί­ων, ἑρ­μη­νεύ­σου­με τίς πα­ρα­τη­ρή­σεις πού κά­νει γιά πρώ­τη φο­ρά ἕ­νας ἀρ­χαῖ­ος Ἕλ­λη­νας σχε­τι­κά μέ τό πῶς πρέτ­τει νά δοῦ­με τίς ἰ­δι­ό­τη­τες τῶν πραγ­μά­των, ἄν θέ­λου­με νά κα­τα­νο­ή­σου­με τόν κό­σμο μέ τόν τρό­πο τῶν φυ­σι­κῶν ἐ­πι­στη­μῶν. Ἐ­δῶ φαί­νε­ται σα­φῶς ὁ ρό­λος τῆς γλώσ­σας. Ἀλ­λά πρίν ἀ­πό αὐ­τό ἄς κά­νου­με μιά ἀ­κό­μα σύν­το­μη πα­ρα­τή­ρη­ση γιά τό πῶς ἡ κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα χει­ρί­ζε­ται τίς ἰ­δι­ό­τη­τες τῶν πραγ­μά­των καί πῶς μπο­ρεῖ κα­νείς νά μι­λή­σει π.χ. γιά μί­α «ἔν­νοι­α» τῶν χρω­μά­των, κα­θώς ἐ­δῶ ἐ­πι­κεν­τρώ­νον­ται οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀν­τιρ­ρή­σεις.

Μέ τίς δη­λώ­σεις τῶν χρω­μά­των κί­τρι­νο, μπλέ, κόκ­κι­νο, κ.ο.κ.. ἔ­χου­με τήν ἀν­τί­θε­ση τῶν ἀ­πο­χρώ­σε­ων πού προσ­λαμ­βά­νουν οἱ αἰ­σθή­σεις μας. Ἄν μπο­ροῦ­με νά σκε­φτοῦ­με μιά ἐ­πι­στή­μη πού ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ αὐ­τά τά χρώ­μα­τα τά ὁ­ποῖ­α μᾶς συγ­κι­νοῦν ἰ­δι­αί­τε­ρα, π.χ. τή θε­ω­ρί­α το­ΰ Γκα­ΐ­τε γιά τά χρώ­μα­τα ἤ μί­α ἔ­ρευ­να γιά τό κί­τρι­νο καί τό μπλέ στούς πί­να­κες τοῦ Vermeer van Delft, τό­τε μπο­ρῶ ν’ ἀ­πο­δεί­ξω ὅ­τι τά χρώ­μα­τα ἔ­χουν «ἔν­νοι­α». Ἀλ­λά αὐ­τό δέν ἔ­χει νά κά­νει μέ τίς φυ­σι­κές ἐ­πι­στῆ­μες. Ἡ ἔν­νοι­α ἐ­δῶ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τό βί­ω­μα, πρό­κει­ται γιά ἐν­τύ­πω­ση, ἔκ­φρα­ση, κ.ο.κ., πράγ­μα­τα δη­λα­δή πού δέν βρί­σκον­ται στόν χῶ­ρο τοῦ ἀν­τι­κει­με­νι­κοῦ. Μπο­ρῶ ὅ­μως νά μι­λή­σω ἐ­πι­στη­μο­νι­κά γιά τήν ἔν­νοι­α τῶν χρω­μά­των, ἄν ἐν­νο­ῶ μ’ αὐ­τό τή σκο­πι­μό­τη­τά τους. Ἄν, γιά πα­ρά­δειγ­μα, πῶ ὅ­τι οἱ ρῶ­γες τῶν στα­φυ­λι­ῶν εἶ­ναι κυ­ρί­ως κόκ­κι­νες γιά νά ἐν­το­πί­ζον­ται ἀ­πό τά που­λιά, ἀν­τι­θέ­τως τά λου­λού­δια εἶ­ναι κυ­ρί­ως μπλέ, κί­τρι­να ἤ ἄ­σπρα γιά νά προ­σελ­κύ­ουν τά ἔν­το­μα. Ἔ­τσι το­πο­θε­τοῦ­με τά χρώ­μα­τα σέ ἐ­κλο­γι­κευ­μέ­νες σχέ­σεις. Ὅ­μως οὔ­τε αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­τι­κει­με­νι­κή ἐ­πι­στή­μη.

Ἡ ἐ­πι­στή­μη ἐ­πι­δι­ώ­κει νά εἶ­ναι «ἀν­τι­κει­με­νι­κή», θέ­λει δη­λα­δή νά γνω­ρί­σει τόν κό­σμο ὅ­πως αὐ­τός στέ­κε­ται ἀ­νε­ξάρ­τη­τος ἔ­ξω ἀ­πό ἐ­μᾶς. «Ἔλ­λο­γο» δέν εἶ­ναι τί­πο­τα ἄλ­λο πα­ρά τό δυ­νά­με­νο νά με­τρη­θεῖ.

Ὁ πρῶ­τος ἀρ­χαῖ­ος Ἕλ­λη­νας πού ἀν­τι­με­τω­πί­ζει σύμ­φω­να μέ αὐ­τές τίς ἀρ­χές - ἐ­πι­στη­μο­νι­κά» - τίς ἰ­δι­ό­τη­τες τῶν πραγ­μά­των, εἶ­ναι ὁ Δη­μο­κρι­τος. Ἐ­ξη­γεῖ μέ σα­φή­νεια ὅ­τι στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες δέν ὑ­πάρ­χουν, ὅ­τι πρέ­πει κα­νείς νά τίς ἀ­πο­κλεί­σει γιά νά δεῖ αὐ­τό πού πραγ­μα­τι­κά εἶ­ναι. Κα­τά τόν Δη­μο­κρι­το, πραγ­μα­τι­κά εἶ­ναι μό­νον τά ἄ­το­μα, τά ὁ­ποῖ­α δι­α­φο­ρο­ποι­οῦν­ται με­τα­ξύ τους ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ γε­ω­με­τρι­κοῦ τους σχή­μα­τος.

Τί συμ­βαί­νει ἐ­δῶ; Μᾶς ἀ­ρέ­σει τό γλυ­κό μέ­λι - ὁ Δη­μο­κρι­τος κά­νει λό­γο γιά τό γλυ­κύ. Μέ τήν οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του, ἀ­πό μί­α ἰ­δι­ό­τη­τα πού ὑ­πῆρ­χε στό ἀν­τι­κεί­με­νο φτιά­χνει ἕ­να δι­κό του ἀν­τι­κεί­με­νο, ἕ­να ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό. Καί ἀ­πό τά δι­α­φο­ρε­τι­κά γνω­ρί­σμα­τα πού μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­χουν σέ δι­ά­φο­ρα ἀν­τι­κεί­με­να φτιά­χνει ἕ­να ἀ­κό­μη «γε­νι­κό­τε­ρο» ἀν­τι­κεί­με­νο, τήν ἰ­δι­ό­τη­τα. Ἔ­τσι ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅ­τι αὐ­τό πού θά δη­λω­νό­ταν μέ τήν οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση, δέν ὑ­πάρ­χει στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὑ­πάρ­χουν μό­νον τά ἐ­λά­χι­στα τμή­μα­τα ὕ­λης - ἑ­πο­μέ­νως τά πο­λύ μι­κρά ἀν­τι­κεί­με­να - πού δι­α­φο­ρο­ποι­οῦν­ται με­τα­ξύ τους ἀ­πό τό δι­α­φο­ρε­τι­κό τους σχῆ­μα, τό ἕ­να εἶ­ναι στρογ­γυ­λό, τό ἄλ­λο αἰχ­μη­ρό, κ.ο.κ.

Ἑ­πο­μέ­νως δέν χά­νον­ται ὅ­λες οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες. Μέ­νουν μᾶλ­λον ἐ­κεῖ­νες πού ἀ­φο­ροῦν στό γε­ω­με­τρι­κό σχῆ­μα. Ἀ­πό τό σχῆ­μα αὐ­τό, πού εἶ­ναι ἀν­τι­κει­με­νι­κό καί πραγ­μα­τι­κό, ἀ­πο­δε­χό­μα­στε ὅ,τι μπο­ρεῖ νά συλ­λη­φθεῖ μα­θη­μα­τι­κά. Αὐ­τό τό μα­θη­μα­τι­κό στοι­χεῖ­ο ὑ­περ­βαί­νει ὅ­μως καί τήν κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα καί τήν ἀ­λή­θεια πού μπο­ρεῖ νά δι­α­πι­στω­θεῖ ἐμ­πει­ρι­κά, κα­θώς δί­νου­με ὁ­πωσ­δή­πο­τε βά­ρος στίς λέ­ξεις, ὅ­πως εἴ­δα­με καί στήν πε­ρι­πτω­ση τοῦ ἀ­πεί­ρου. Οἱ ἔν­νοι­ες «στρογ­γυ­λό» ἤ «εὐ­θύ» δη­λώ­νουν τό στρογ­γυ­λό ἤ εὐ­θύ κα­τά τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε αὐ­τά νά μήν ὑ­πάρ­χουν πλέ­ον στόν κό­σμο.

Ἡ τά­ση γιά ἀν­τι­κει­με­νι­κο­ποί­η­ση ὑ­πο­λαν­θά­νει στήν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λη­νι­κή ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλί­οσ­σα, κα­θώς ἡ ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή ἔν­νοι­α τῆς γνώ­σης κα­θο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν ὅ­ρα­ση καί ἀ­πό τή γνώ­ση πού ἀ­πο­κτᾶ­ται μέ­σω αὐ­τῆς. Ἡ ὅ­ρα­ση εἶ­ναι κυ­ρί­ως ἡ ἔν­νοι­α μέ­σω τῆς ὁ­ποί­ας μᾶς πα­ρου­σι­ά­ζον­ται τά πράγ­μα­τα ἀν­τι­κει­με­νι­κά, ἔ­ξω ἀ­πό μᾶς. Ἡ ἀ­φαί­ρε­ση, αὐ­τό τό θε­με­λι­ῶ­δες μέ­σο γιά τή δη­μι­ουρ­γί­α κα­τάλ­λη­λων φι­λο­σο­φι­κῶν καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κὼν ἐν­νοι­ῶν, ἱ­δρύ­ει καί αὐ­τή ἀν­τι­κεί­με­να. Ὅ,τι μπο­ρεῖ νά συλ­λη­φθεῖ ἀρ­χι­κῶς ὡς ἐ­πί­θε­το ἤ ρῆ­μα δέν με­τα­τρέ­πε­ται, μέ τήν οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του ἤ τοῦ ρή­μα­τος, σέ κα­τ’ οὐ­σί­αν ἀν­τι­κεί­με­νο, ἀλ­λά σέ ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς σκέ­ψης. Ἔ­τσι δι­ευ­ρύ­νε­ται ἡ λε­ξι­λο­γι­κή κα­τη­γο­ρί­α πού στήν προ­ε­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα χρη­σι­μεύ­ει προ­παν­τός γιά νά πα­ρα­στή­σει τόν κό­σμο στήν πλη­ρό­τη­τά του καί δη­μι­ουρ­γοῦν­ται και­νούρ­για ἀν­τι­κεί­με­να στά ὁ­ποῖ­α μπο­ρεῖ κα­νείς νά προσ­δώ­σει μιά πιό ἀν­τι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἀ­πό αὐ­τήν τα­ῶν ὑ­λι­κῶν ἀν­τι­κεί­με­νων.

Ἡ γλώσ­σα εἶ­ναι τό πε­δί­ο ὅ­που πάν­τα συ­ναν­τῶν­ται οἱ δι­ά­φο­ρες νο­η­τι­κές λει­τουρ­γί­ες καί πάν­τα θά μπο­ροῦν ἐκ νέ­ου νά συ­ναν­τῶν­ται. Ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ὅ­μως γλώσ­σα βα­σί­ζε­ται στό ὅ­τι σέ αὐ­τήν προ­βάλ­λε­ται τό ἀν­τι­κει­με­νι­κό, ἀ­να­πα­ρα­στα­τι­κό στοι­χεῖ­ο τό­σο ἔν­το­να, ὥ­στε συν­θλί­βει σέ ἀρ­κε­τά με­γά­λο βαθ­μό αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζου­με ἐν πολ­λοῖς «γλώσ­σα».

Ὁ φι­λό­λο­γος μπο­ρεῖ, ὅ­ταν ἐ­ξε­τά­ζει μιά ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα, νά ἀ­πο­ρή­σει σέ τί μᾶς ὠ­φε­λεῖ μιά τέ­τοι­α χρή­ση τῆς γλώσ­σας. Τό γε­γο­νός ὅ­μως ὅ­τι ὠ­φε­λού­μα­στε - καί γι’ αὐ­τό δέν πρέ­πει ν’ ἀμ­φι­βάλ­λου­με κα­θό­λου - μᾶλ­λον ὀ­φεί­λε­ται στό ὅ­τι ἡ γλώσ­σα μᾶς προ­σφέ­ρε­ται γιά τέ­τοι­ες πε­ρι­πέ­τει­ες. Του­λά­χι­στον οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες, πού ἔ­χουν ἐκ­φρα­στεῖ μέ σκε­πτι­κι­σμό γιά τίς δυ­να­τό­τη­τές της, τόλ­μη­σαν νά τήν δο­κι­μά­σουν σ’ αὐ­τούς τούς τρό­πους.
-----------------------
[1] Ὅλους αὐτούς τούς ὅρούς ἐξέτασε ὁ Κ. v. Fritz σέ τρεῖς μελέτες του: «Νοῦς άπό νοεῖν in the Homeric poems», Class. Philol. 38, 1943 , σσ. 79-93· «Νοῦς, νοεῖν and their derivatives in Pre-Socratic philosophy I», ὅ.π. 40, 1945, σσ. 223-242· II, ὅ.π. 41, 1946, σσ. 12-34. Ἐπίσης πρβλ. Gert Plambock, Erfassen, Gegenwartigen, Innesein. Aspekte homerischen Psychologie, διατρ. Kiel 1959.

[2] Δέν μπορῶ φυσικά νά ὑπεισέλθω σέ ζητήματα ἰατρικῆς πού ἀνακύπτουν ἐδῶ. Ἄν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος πού κυβερνᾶ, τότε κανείς δέν θά ἰσχυριζόταν πώς οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στήν ἐποχή τοῦ Ὁμήρου δέν διέθεταν πλήρως ἀνεπτυγμένο ἐγκέφαλο. Τό ζήτημα εἶναι κατά πόσον μπόρεσαν συνειδητά νά τόν θέσουν σέ δραστηριότητα καί νά τόν δοκιμάσουν. Λέξεις γιά τό «ἐρευνῶ» ἔχουμε στά ἀρχαῖα ἑλληνικά του 5ου αἰώνα π.Χ.: δίζημαι στόν Ἡράκλειτο Β 101 (στόν Ὅμηρο «ἀναζητῶ μέ τά μάτια κάποιον, ἐπιθυμῶ, ζητῶ κάποιον, ἐπιδιώκω κάτι. προσπαθῶ νά κερδίσω»)· ἐρευνάω ἀπό τόν Πίνδαρο καί τόν Αἰσχύλο καί στό ἑξῆς (στόν Ὅμηρο «ἀνιχνεύω, ἰχνηλατῶ»)· ζητῶ ἀπό τόν Πλάτωνα καί τόν Ξενοφώντα καί στό ἑξῆς (στόν Ὅμηρο «ἀναζητῶ»)· ἱστορέω ἀπό τόν Αίσχύλο καί στό ἑξῆς· πεύθομαι/πυνθάνομαι στόν Ὅμηρο σημαίνει «μαθαίνω κάτι, ζητῶ πληροφορίες γιά κάτι».

[3] Γιά τό ἐρώτημα τῆς Σαπφοῦς «Ποιό εἶναι τό ὡραιότερο;» (16L-P), τόν προβληματισμό τοῦ Ἀλκαίου γιά τόν «πραγματικό» φίλο (333L-P) καί τοῦ Σιμωνίδη γιά τόν «ἀληθινά» ἀγαθόν ἄνθρωπο (4D), βλ. Aufbau der Sprache (2η ἔκδ.), 188, καί Poetry and Society, 34, 47 καί 51.

[4] Γιά τό ὅτι ἡ ἔννοια «λιοντάρι» εἶναι δυνατή, ἐπειδή τό οὐσιαστικό ὡς κατηγορούμενο ἔχει «γενική» σημασία, βλ. Ἡ Ἀνακάλυψη τοῦ Πνεύματος, ὅ.π., σσ. 300-301.

Erich Fromm: Η αδυναμία να δημιουργήσεις αγάπη, είναι ανικανότητα

Τι σημαίνει όμως δόσιμο;

Όσο κι αν φαίνεται απλή η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, ωστόσο είναι γεμάτη από αμφισβητήσεις και περιπλοκές.

Η πιο διαδομένη παρεξήγηση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία υποτίθεται ότι δόσιμο σημαίνει χάσιμο, παραχώρηση, να στερείσαι κάτι, να θυσιάζεις κάτι.

Για το δημιουργικό χαρακτήρα, το δόσιμο έχει μια ολότελα διαφορετική σημασία.

Το να δίνεις είναι η πιο υψηλή έκφραση του δυναμισμού.

Στην ίδια την πράξη του δοσίματος νιώθω τη δύναμή μου, τον πλούτο, την ικανότητά μου.

Αυτό το αίσθημα της πλουτισμένης ζωτικότητας και του δυναμισμού με γεμίζει χαρά.

Νιώθω τον εαυτό μου να πλημμυρίζει, να χαρίζει, ολοζώντανος και γι'αυτό χαρούμενος.

Το να δίνω μου φέρνει μεγαλύτερη χαρά από το να παίρνω, όχι γιατί είναι αποστέρησή μου αλλά γιατί στην πράξη της προσφοράς εκφράζεται η ζωντάνια μου, η ίδια μου η ύπαρξη.

Ωστόσο η πιο σημαντική περιοχή της προσφοράς δε βρίσκεται στα υλικά πράγματα αλλά στον ιδιαίτερο ανθρώπινο κόσμο.

Τι δίνει αλήθεια ένας άνθρωπος στον συνάνθρωπό του;

Δίνει από τον εαυτό του, από το πιο πολύτιμο που έχει, δίνει από τη ζωή του.

Αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι θυσιάζει τη ζωή του για τον άλλο, αλλά ότι του δίνει από κείνο που είναι ζωντανό μέσα του.

Του δίνει από τη χαρά του, από το ενδιαφέρον, την κατανόηση, τη γνώση, το χιούμορ, τη θλίψη του – απ’ όλες τις εκφράσεις και εκδηλώσεις της ζωής που κρύβει μέσα του.

Και καθώς δίνει μ’ αυτό τον τρόπο, εμπλουτίζει το συνάνθρωπο, δυναμώνει το αίσθημα της ζωντάνιας του με το να δυναμώνει τη δική του αίσθηση ύπαρξης.

Δε δίνει με το σκοπό να πάρει. Η προσφορά είναι από μόνη της μια εξαίσια χαρά.

Καθώς όμως δίνει δε μπορεί παρά να γεννήσει κάτι καινούργιο μέσα στον άλλο άνθρωπο και αυτό που γεννιέται αντανακλάται πάλι σ’ αυτόν.

Όταν αληθινά δίνεις, δε μπορεί παρά να λάβεις εκείνο που σου ξαναδίνεται.

Το να δίνεις, έχει σαν επακόλουθο να μεταβάλεις και τον άλλο άνθρωπο σε δότη, γιαυτό κι οι δυο τους μετέχουν στη χαρά αυτού του καινούργιου που δημιούργησαν.

Στην πράξη της προσφοράς κάτι νέο γεννιέται και τα δύο πρόσωπα νιώθουν ευγνωμοσύνη για τη ζωή που γεννήθηκε και για τους δυο τους.

Ιδιαίτερα σε σχέση με την αγάπη, αυτό σημαίνει: η αγάπη είναι μία δύναμη που δημιουργεί αγάπη.

Η αδυναμία να δημιουργήσεις αγάπη, είναι ανικανότητα.

Στην αγάπη το να δίνεις σημαίνει και να παίρνεις.

Και ο δάσκαλος διδάσκεται από τους μαθητές του, ο ηθοποιός ενθαρρύνεται από το κοινό του, ο ψυχαναλυτής θεραπεύεται από τον ασθενή του – με τον όρο ότι δε μεταχειρίζονται ο ένας τον άλλο σαν αντικείμενα, αλλά συνδέονται ανάμεσά τους πηγαία και δημιουργικά.

Erich Fromm, Η Τέχνη της Αγάπης

Ήταν η ανθρωποθυσία μέρος της ιεροπραξίας των αρχαίων Ελλήνων;

Το παρόν άρθρο γράφεται σε απάντηση πολλών αναγνωστών του blog σε προηγούμενο άρθρο μου «ο Γιαχβέ και οι ανθρωποθυσίες», σε απορίες τους για το αν γινόταν ανθρωποθυσίες στην αρχαία Ελλάδα και αν ήταν μέρος της θρησκευτικής τους πρακτικής.

Αναίρεση του ψεύδους των χριστιανικών απολογητικών διαστρεβλώσεων περί των δήθεν ανθρωποθυσιών των Ελλήνων και περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται εντέχνως από ορισμένους κύκλους, για να αποδείξουν δήθεν την ανωτερότητα του χριστιανισμού έναντι της Ελληνικής παράδοσης.

Είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο Ελληνικός πολιτισμός ήταν ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στην παγκόσμια ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος. Μια μεστή κοσμοθεωρία, μια ευγενική και μεγαλειώδης πρόταση για τον Άνθρωπο, τόσης μεγάλης εμβελείας και δυναμικότητος, ώστε να καθίσταται ουσιαστική και θεμελιώδης η διάκριση Ελλήνων και μη Ελλήνων (βαρβάρων). Αργότερα, κατά την εποχή των διαδόχων του Αλεξάνδρου, θα χαρακτηριστούν ως «ελληνιστές» όσοι μη Έλληνες μετείχαν της Ελληνικής παιδείας. Με αυτήν την νοοτροπία, πέρα από τα στενά όρια των συνόρων και των φυλών, αγκαλιάζοντας τον κάθε ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο που επιθυμεί το «κατά φύσιν ζειν, τουτέστι κατ’ αρετήν», πορεύτηκε η ανθρωπότητα και πορεύεται μέχρι και σήμερα. Κατά τους σκοτεινούς αιώνες, το «ελληνίζειν» παραποιήθηκε, λοιδορήθηκε, καταδιώχθηκε, και κατάντησε να σημαίνει ψευδώς το «ειδωλολατρείν».

Στο διάβα της μακραίωνης ιστορίας, ο πολιτισμός αυτός υπέστη λεηλασίες, βανδαλισμούς, καπηλεία. Ξένοι επικυρίαρχοι προσπάθησαν να αντιγράψουν, να αλλοιώσουν, να βεβηλώσουν, να καταστρέψουν μνημεία και κειμήλια (ες έδαφος φέρειν), και εν γένει να εξαφανίσουν οτιδήποτε τον θύμιζε, προκειμένου να επιβάλλουν για πολιτικούς σκοπούς τα δικά τους βάρβαρα συστήματα θρησκευτικής υπακοής. Αν και έβλαψαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τον ελληνικό τρόπο, ωστόσο δεν κατόρθωσαν να τον ξεριζώσουν. Προσπάθησαν να τον συκοφαντήσουν (και τον συκοφαντούν ακόμα μέσω των νέο-απολογητών), αλλοιώνοντας κείμενα και νοήματα (που οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν ούτε και ενδιαφέρονται για αυτό), υπακούοντας με τρόπο δογματικό στην υπεράσπιση της χριστιανικής θρησκείας με κάθε τρόπο και μέσο.

Τα μνημεία του θαυμάζονται από πλήθος ανθρώπων. Η γραπτή παράδοση (όση διασώζεται), ελκύει ανθρώπους που επιδιώκουν να μετέχουν σε αληθινές αξίες και ιδανικά και όχι σε αυτά που δίνει το καταστημένο, κατευθυνόμενο σύστημα. Ο Πλάτων, που συχνά κατακρίνεται από την αριστερή προπαγάνδα για τις δήθεν συντηρητικές και αναχρονιστικές απόψεις του, μας λέει στο «Συμπόσιο»: «Διότι εις των βαρβάρων την αντίληψιν είν’ εξ αιτίας της απολυταρχίας ανήθικον και τούτο, όπως και η αγάπη προς την καλλιέργειαν του πνεύματος και τον αθλητισμόν. Διότι δεν συμφέρει, φαντάζομαι, εις τους κυβερνώντας φρονήματα γενναία να καλλιεργούνται μεταξύ των υπηκόων και φιλίαι και δεσμοί ισχυροί» (182 b). Ποτέ όμως δεν κατανοείται η φιλοσοφική διάσταση των πραγμάτων, όταν κρίνεται με βάση τις θρησκευτικές ή τις πολιτικές ιδεολογικές προκαταλήψεις. Ούτε βέβαια η αριστοκρατία που πρεσβεύει ο μέγιστος των φιλοσόφων έχει καμία σχέση με την αριστοκρατία όπως την θεωρεί η Δεξιά. Η πολιτική όπως κατάντησε σήμερα, είναι το μέσο για να διχάζει τους ανθρώπους προκειμένου να συντηρείται το κατεστημένο. Για αυτό εξάλλου, όταν έρθει στην εξουσία είτε το μεν είτε το δε, ξαφνικά και ως δια μαγείας, λησμονούνται τα πάντα και μετατρέπονται στο ίδιο πράγμα. Το πραγματικό επαναστατικό πνεύμα κατά της μικρότητας και υπέρ της ανελίξεως του ανθρώπου, μπορεί να συνοψιστεί στο Δελφικό παράγγελμα «Γνώθι σαυτόν». Φιλοσοφία, τέχνες, γράμματα, επιστήμη, ποίηση, μουσική, θέατρο, λατρεία και ιερά μυστήρια (καθώς και ό, τι όλα αυτά περιλαμβάνουν), είναι οι εκφάνσεις αυτού του πολιτισμού, οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Πώς θα μπορούσε ποτέ η μιαρότατη «ανθρωποθυσία» να αποτελεί έθος, ιεροπραξία, φρόνημα και ήθος των προγόνων μας; Πώς θα μπορούσε μια ηθική που απορρέει από την ίδια την ουσία του Ανθρώπου, να δεχτεί αυτήν την απάνθρωπη και άλογη πράξη;

Σύμφωνα με τον Αθανάσιο Σταγειρίτη, οι Έλληνες «κατέστησαν λατρείας και τελετάς προς τιμήν του θείου, και νομοθεσίας εις ευδαιμονίαν των ανθρώπων» (Ωγυγία, τ. Γ΄, σ. 27). Αν λοιπόν ήταν στο πλαίσιο του τελετουργικού της αρχαίας ελληνικής λατρείας, τότε θα έπρεπε να ήταν τακτό και να είχε την γενική αποδοχή. Κάτι τέτοιο όμως ισχύει μόνο στην φαντασία των απολογητών.

1. Τι ορίζεται ως «ανθρωποθυσία»

Σύμφωνα με το «Μέγα λεξικό της όλης ελληνικής γλώσσης» του Δ. Δημητράκου, ανθρωποθυσία είναι «η δια σφαγής προσφορά ανθρωπίνου θύματος εις θεόν τινά προς εξιλασμόν αυτού» και ανθρωποθυτώ σημαίνει «θυσιάζω, σφάζω ανθρώπους, προσφέρων ούτω αυτούς ως θυσίαν εις τους θεούς» (τ. Β΄, σ. 564).

Η λέξη «θυσία» γενικότερα, κατά το ίδιο λεξικό, σημαίνει την «λατρευτικού χαρακτήρος αναίμακτος ή και αιματηρά προσφορά προς θεότητα» (τ. Ζ΄, σ. 3393).

Συνεπώς, για να ισχυριστούμε ότι έχουμε «ανθρωποθυσία», πρέπει να έχουμε λατρευτική προσφορά σε θεούς. Είναι βασικό και στοιχειώδες να το κατανοήσουμε, προκειμένου να μην μπερδευόμαστε με τις αναφορές που βρίσκουμε στα αρχαία μας κείμενα. Διότι συχνά, είτε σκοπίμως είτε από άγνοια, οι πολλοί αρκούνται σε αναφορές δίχως να εξετάζουν επισταμένα τί αφορούν και τί δείχνουν οι πληροφορίες των κειμένων.

2. Αρχαίοι συγγραφείς και ανθρωποθυσίες

Μελετώντας τα αρχαία κείμενα, διαπιστώνουμε ότι κανένας αρχαίος συγγραφέας (είτε φιλόσοφος, είτε ιστορικός, είτε ποιητής, είτε θεατρικός συγγραφέας κλπ), δεν αναφέρει ότι είδε ο ίδιος την τέλεση κάποιας ανθρωποθυσίας στην εποχή του. Οι αναφορές τους είναι είτε παρμένες από τοπικούς θρύλους, είτε από τη μυθολογία, είτε από αναληθείς φήμες (όπως στην περίπτωση του Θεμιστοκλή που θα εξετάσουμε παρακάτω).

Σε αντίθεση με όλα αυτά, υπάρχουν ξεκάθαρες αναφορές ότι οι Έλληνες ποτέ δεν είδαν την ανθρωποθυσία ως κάτι το νόμιμο, ηθικό και όσιο.

Για παράδειγμα, ο Πλάτων αναφέρει ότι «ημίν μεν ου νόμος εστίν ανθρώπους θύειν αλλ’ ανόσιον» (Μίνως, 315c). Ο Πλούταρχος, πρωθιερέας του Απόλλωνος στους Δελφούς, αναφέρει στο έργο «Περί δεισιδαιμονίας» ότι η ανθρωποθυσία είναι πράξη δεισιδαιμονική και την αντιδιαστέλλει ριζικά από την ελληνική λατρεία των Ολυμπίων. Μάλιστα στο «Αίτια ελληνικά», ονομάζει την αναφερόμενη υπό της μυθολογίας προσφορά ανθρωπίνου βρέφους του Λυκάονα προς τον Λύκαιο Δία ως «τον περί τον Δία μιάσματος». Ο Σέξτος ο Εμπειρικός γράφει ότι «Εν μεν Ταύροις της Σκυθίας νόμος ην τους ξένους τη Αρτέμιδι καλλιερείσθαι, παρά δε ημίν άνθρωπον απείρηται προς ιερώ φονεύεσθαι» (Σέξτος, Πυρρώνειες υποτυπώσεις Α΄ , 149). Δηλαδή, ενώ για τους κάτοικους της Ταυρίδας (σημερινή Κριμαία) ήταν νόμος να θυσιάζουν στην Αρτέμιδα τους ξένους, για εμάς είναι ανίερο να φονεύεται κάποιος και να προσφέρεται σε θεό και μάλιστα εντός ιερού τόπου. Ήταν Έλληνες όμως οι κάτοικοι της Ταυρίδας; Ο Παυσανίας, όταν αναφέρεται στο άγαλμα της Ορθίας Αρτέμιδος που βρίσκονταν στην Λακεδαίμονα, λέει ότι το έφεραν από την Ταυρική. Τους κατοίκους της Ταυρικής του ονομάζει «βαρβάρους», δηλαδή μη Έλληνες. Όμως, τα ίδια μπορεί να συμπεράνει κανείς και από την μυθολογία, στην οποία είναι αποκρυσταλλωμένη η ιερή προγονική μνήμη.

3. Μύθοι

Αφού όμως η πλειοψηφία των αναφορών βρίσκεται στην μυθολογία, καλό θα ήταν να δούμε τι αναφέρει σχετικά ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Σαλλούστιος.

Τι δήποτε ουν τούτους αφέντες τους λόγους οι παλαιοί μύθοις εχρήσαντο, ζητείν άξιον· και τούτο πρώτον εκ των μύθων ωφελείσθαι το γε ζητείν, και μη αργόν την διάνοιαν έχειν. Ότι μεν ουν θείοι οι μύθοι εκ των χρησαμένων εστίν ειπείν· και γαρ των ποιητών οι θεόληπτοι και των φιλοσόφων οι άριστοι, οι τε τας τελετάς καταδείξαντες και αυτοί δε εν χρησμοίς οι Θεοί μύθοις εχρήσαντο. Των δε μύθων οι μεν εισί θεολογικοί, οι δε φυσικοί, οι δε ψυχικοί τε και υλικοί, και εκ τούτων μικτοί. Πρέπουσι δε των μύθων οι μεν θεολογικοί φιλοσόφοις, οι δε φυσικοί και ψυχικοί ποιηταίς, οι δε μικτοί τελεταίς επειδή και πάσα τελετή προς τον Κόσμον ημάς και προς τους θεούς συνάπτειν εθέλει. (Σαλλούστιος, Περί θεών και κόσμου)

Ο Σαλλούστιος αρχίζοντας το έργο του «Περί θεών και κόσμου», προαναφέρει ότι ο άνθρωπος που θέλει να ακούσει για τους θεούς, δεν πρέπει να ερμηνεύει κατά γράμμα τους μύθους. Διότι εκεί, κάθε θεός παρουσιάζεται ανθρωποπαθώς, ενώ στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο. Δηλαδή, κάθε θεός είναι αγαθός, απαθής, αμετάβλητος. Επίσης, στην πραγματικότητα οι θεοί δεν έχουν υλική σωματική υπόσταση, και κατά συνέπεια δεν περιέχονται σε κάποιον τόπο και δεν χωρίζονται ο ένας από τον άλλο, ούτε από την πρώτη αιτία. Ακριβώς όπως δεν χωρίζονται οι νοήσεις από τον νου και οι αισθήσεις από τα ζωντανά όντα. Και συνεχίζει, ότι οι παλαιοί χρησιμοποίησαν τους μύθους αλληγορικά, βάζοντας με αυτό τον τρόπο τον ακροατή σε μια διαδικασία έρευνας και αναζητήσεως προκειμένου να αποκωδικοποιηθεί ο λόγος, ώστε να μην μένει άπραγη και αργή η διάνοια. Επομένως, το ότι ο λόγος (η βαθύτερη ουσία) δίδεται υπό μορφή μύθου (κωδικοποιημένα), είναι για την εξάσκηση του νου. Ως εκ τούτου, ο μύθος στην πραγματικότητα, δεν είναι μια απλή ιστοριούλα που απευθύνεται σε αφελείς, αλλά περιέχει πολλά μηνύματα κωδικοποιημένα, έχοντας πολλαπλά επίπεδα κατανόησης, ανάλογα με το νοητικό επίπεδο του ακροατή. Όπως λέει ο Πλούταρχος, είναι σαν το φως του ηλίου που αναλύεται στα χρώματα της ίριδος. Ένα φως (ένας λόγος), πολλά χρώματα (πολλά νοήματα).

Όπως αναφέρει ο ίδιος, «το δε δια μύθων ταληθές επικρύπτειν τους μεν καταφρονείν ουκ εά, τους δε φιλοσοφείν αναγκάζει». Δηλαδή, ο μύθος κρύπτει το αληθές, ώστε να διακρίνονται οι καταφρονητές από εκείνους που αναγκάζονται να φιλοσοφήσουν.

Η θεία προέλευση των μύθων, κατά τον Σαλλούστιο, φαίνεται από το ότι οι ίδιοι οι θεοί χρησμοδοτούσαν δια των μύθων, από τη χρήση υπό των ποιητών, των φιλοσόφων, και από εκείνους που παρέδωσαν τα τελούμενα στα Ιερά μυστήρια.

Οι μύθοι διακρίνονται σε θεολογικούς (που ταιριάζουν στους φιλοσόφους), σε φυσικούς και ψυχικούς (που ταιριάζουν στους ποιητές), και οι μικτοί που ταιριάζουν στις μυήσεις των μυστηρίων επειδή δια αυτών ο μυούμενος συνδέεται με το Σύμπαν και τους θεούς. Πέρα από τις αναλύσεις του Σαλλουστίου, έχουμε μαρτυρίες ότι ο μύθος πολλές φορές αφορά και κάποιο ιστορικό γεγονός, διανθισμένο σαφώς με αλληγορικά στοιχεία (Πλάτων, Διόδωρος Σικελιώτης, Αριστοτέλης κ.α).

Συνεπώς, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν διαβάζουμε την αρχαία ελληνική γραμματεία, ώστε να κατανοούμε ορθά τα γραφόμενα και να διακρίνουμε τα παραπάνω. Κατά κανόνα, οι αλληγορικοί μύθοι παρουσιάζουν τους πρωταγωνιστές τους να έχουν κωδικοποιημένα ονόματα-σύμβολα, που χρήζουν αποκωδικοποιήσεως. Για αυτό και οι αρχαίοι έλεγαν, «αρχή σοφίας, ονομάτων επίσκεψις». Σκέψη πάνω στο τί σημαίνουν και στο τί δηλώνουν τα ονόματα.

4. Παραδείγματα μύθων που παρουσιάζονται ως ιστορικά γεγονότα από τους νεοαπολογητές

Οι Θηβαίοι και η προσφορά βρέφους σε αλεπού.

Στο δεύτερο βιβλίο της «Μυθολογικής Βιβλιοθήκης» του Απολλόδωρου (Β΄ 4. 6-7), αναφέρεται η ιστορία του βασιλιά των Μυκηνών, Ηλεκτρύονα. Κάποτε, επιχείρησαν οι γιοι του Πτερελάου να κλέψουν τα βόδια του πρώτου. Η ιστορία κατέληξε στον αλληλοσκοτωμό των γιών των δύο βασιλιάδων, πλην του Λικυμνίου (από πλευράς Ηλεκτρύωνα) και του Ευήρη (από πλευράς Πτερελάου). Οι υπόλοιποι από τους συντρόφους τους διέφυγαν με τα βόδια στον Πολύξενο, από τον οποίο ο Ηλεκτρύονας τα πήρε πίσω. Όμως, δεν του αρκούσε αυτό. Ήθελε να εκδικηθεί το θάνατο των παιδιών του. Για αυτό, αφού παρέδωσε τη βασιλεία στον Αμφιτρύωνα και την Αλκμήνη, εκστράτευσε κατά των Τηλεβόων, όπου τελικά και σκοτώθηκε. Ο Σθένελος, εκμεταλλευόμενος το θάνατο του Ηλεκτρύωνα, πήρε την εξουσία και τη βασιλεία των Μυκηνών, διώχνοντας τον Αμφιτρύωνα, και τα παιδιά του (τον Ηλεκτρύωνα, την Αλκμήνη, και τον Λικύμνιο). Αυτοί κατέληξαν στην αυλή του Κρέοντα, στην Θήβα. Τότε ο Αμφιτρύωνας, ζήτησε τη βοήθεια του Κρέοντα κατά των Τηλεβόων. Ο Κρέοντας συμφώνησε, αλλά με την προϋπόθεση να τον βοηθήσει πρώτα στην απαλλαγή της περιοχής από μια αλεπού που ρήμαζε τα πάντα. Το πεπρωμένο αυτής της αλεπούς ήταν ότι κανείς δεν θα μπορούσε να τη συλλάβει («έφθειρε γαρ την Καδμείαν αλώπηξ θηρίον, υποστάντος δε όμως ειμαρμένον ην αυτήν μηδέ τινα καταλαβείν»). Αφού λοιπόν βρίσκονταν σε αυτήν την απελπιστική κατάσταση, οι Θηβαίοι αναγκάζονταν να προσφέρουν κάθε μήνα ένα παιδί σε αυτήν («αδικουμένης δε της χώρας, ένα των αστών παίδα οι Θηβαίοι κατά μήνα προετίθεσαν αυτή, πολλούς αρπαξούση, τούτ’ ει μη γένοιτο»). Ο Αμφιτρύωνας σκέφτηκε να πάει στην Αθήνα και να ζητήσει από τον Κέφαλο τον σκύλο που έφερε η Πρόκρις από την Κρήτη, παίρνοντας τον από τον Μίνωα. Το αντίστοιχο πεπρωμένο αυτού του σκύλου ήταν ότι πάντα θα μπορούσε να συλλαμβάνει ότι κυνηγά («ην δε και τούτω πεπρωμένον παν, ό, τι αν διώκη, λαμβάνειν»). Επειδή τα πεπρωμένα των δύο αυτών ζώων ήταν εντελώς αντίθετα μεταξύ τους δημιουργώντας έναν ατέρμονα κύκλο κυνηγιού, ο Δίας αποφάσισε να τα ακινητοποιήσει πετρώνοντάς τα («διωκομένης ουν υπό του κυνός της αλώπεκος, Ζευς αμφοτέρους λίθους εποίησεν»). Εφόσον δόθηκε λύση στο πρόβλημα των Θηβαίων, εκείνοι εκπλήρωσαν την υπόσχεση που είχαν δώσει στον Αμφιτρύωνα. Όσο ζούσε ο Πτερέλαος, δεν μπορούσαν να εκπορθήσουν το βασίλειό του. Όταν όμως η κόρη του η Κομαιθώ ερωτεύθηκε τον Αμφιτρύωνα, πρόδωσε τον πατέρα της, αφαιρώντας από το κεφάλι του την χρυσή τρίχα. Τότε πέθανε, με αποτέλεσμα να πέσει το βασίλειό του. Με αυτόν τον τρόπο, εκπληρώθηκε η εκδίκηση του Ηλεκτρίωνα.

Είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται περί μύθου, και μάλιστα με πολύ βαθύ συμβολισμό. Συνεπώς, η προσφορά του παιδιού προς την περίεργη εκείνη αλεπού, δεν είναι ιστορικό γεγονός, αλλά ανήκει στον μύθο. Όταν λοιπόν ο Παυσανίας αναφέρεται και αυτός σε αυτά τα περιστατικά, σε αλληγορικό μύθο αναφέρεται.

Κομαιθώ και Μελάνιππος.

Ο Παυσανίας στα Αχαϊκά (19.1-4), μας αναφέρει την ιστορία της ιέρειας της Αρτέμιδος Κομαιθούς και του Μελανίππου. Η Άρτεμις είναι θεά της παρθενίας και της εγκρατείας. Η ιέρειά της έπρεπε να είναι το ίδιο. Η Κομαιθώ όμως παρέβηκε τον όρο αυτό και συνευρέθηκε με τον Μελάνιππο μέσα στο ιερό της θεάς. Αυτό προκάλεσε την οργή της, που επέφερε όλα τα δεινά, και όταν ρώτησαν το μαντείο, η απάντηση ήταν ότι η θεά θα κατευνάζονταν μόνο αν θυσιάζονταν οι δύο τους στην θεά αλλά και κάθε χρόνο να θυσιάζουν έναν νέο και μια νέα παρθένο.

Το ότι η παραπάνω ιστορία ανήκει στον διδακτικό μυητικό μύθο, προκύπτει από τα εξής. Τα ίδια τα ονόματα είναι κωδικές ονομασίες. Το όνομα «Κομαιθώ» είναι από τη λέξη «κομαίθα» που σύμφωνα με το λεξικό του Ησυχίου σημαίνει «τυχούσα γυνή» (πρβ. Λεξικό Δημητράκου, τ. Η΄, σ. 4015). Το όνομα «Μελάνιππος» σημαίνει τον «μέλανα ίππο». Παραπέμπω τον αναγνώστη στον παραλληλισμό των μερών της ψυχής με δύο ίππους και τον ηνίοχο, που αναφέρεται στον πλατωνικό διάλογο «Φαίδρος». Εκεί, ο μέλας ίππος συμβολίζει το επιθυμητικό μέρος της ψυχής, το οποίο δεν ηνιοχείται από το λογιστικό μέρος.

Όταν ο μέλας ίππος άγει την ψυχή (ο Μελάνιππος), τότε ο άνθρωπος υποβιβάζεται σε έναν τυχαίο καθημερινό άνθρωπο (Κομαιθώ). Τότε παρασυρόμενος από την ύλη, αντί να την χρησιμοποιήσει ορθά για την ανέλιξή του, τον χρησιμοποιεί εκείνη με αποτέλεσμα να τον καθιστά δούλο της (υλόφρονα). Όταν το εσωτερικό του ανθρώπου μιανθεί (το ιερό της Αρτέμιδος), τότε επέρχεται η Νέμεσις (δηλαδή, τα αποτελέσματα των πράξεων του ανθρώπου). Η απόφαση του μαντείου δεν είναι τίποτα παραπάνω από τη θανάτωση των αιτιών.

Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν θα έπρεπε να παρανοήσουμε λογιζόμενοι ότι ο λόγος αυτός κακίζει την ομορφιά, την σεξουαλική επαφή, ή το ανθρώπινο σώμα. Κάθε άλλο, αν κρίνουμε από τα ίδια τα αγάλματα στα οποία οι αρχαίοι αναπαριστούν τόσο ανάγλυφα και παραστατικά το ανθρώπινο σώμα. Άλλωστε η Άρτεμις ήταν προστάτιδα των γυναικών που θα γεννούσαν. Στο Ορφικό ύμνο της Αρτέμιδος, αναφέρεται ως «λοχεία, συ η αρωγός στις ωδίνες, χωρίς η ίδια σ’ ωδίνες να μετέχεις» (Ύμνος 36).

Στην συνέχεια, ο μύθος αναφέρει ότι το μαντείο χρησμοδότησε ότι ένας βασιλιάς (ο Ευρύπυλος), θα καταργούσε τις «ανθρωποθυσίες» αυτές. Και για να μην θεωρήσει κανείς ότι η αναφερόμενη θυσία ήταν όντως ήθος και έθος, χαρακτηρίζεται ως «θυσία ασυνήθιστη». Το γειτονικό ποτάμι, αρχικά είχε την ονομασία «Αμείλιχος» (= τραχύς, άκαμπτος), ενώ έπειτα μετονομάστηκε σε «Μείλιχος» (= πράος, ήπιος, ευγενής).

Μίνωας και ο φόρος των Αθηναίων.

Σύμφωνα με το μύθο, ο γιος του βασιλιά Μίνωα, ο Ανδρόγεως, επειδή αρίστευσε στους αγώνες στην γιορτή των Παναθηναίων, δολοφονήθηκε από τον βασιλιά Αιγέα. Ο Μίνωας, πολέμησε ενάντια στους Αθηναίους, και τους υποχρέωσε να του πληρώνουν φόρο αίματος. Έπρεπε να στέλνουν οι Αθηναίοι σε τακτά χρονικά διαστήματα εννέα νέους και ισάριθμες νέες, για να γίνονται βορά στον Μινώταυρο. Αυτόν τελικά, τον σκότωσε ο ήρωας Θησέας. Όμως, τόσο στον πλατωνικό διάλογο «Μίνως» όσο και στην βιογραφία «Θησεύς» του Πλουτάρχου, υπάρχει ξεκάθαρη αναφορά ότι ο μύθος του Μινώταυρου και της υποτιθέμενης ανθρώπινης προσφοράς, δεν είναι πραγματικό γεγονός αλλά διακωμώδηση του Μίνωα από τους Αττικούς θεατρικούς συγγραφείς. Στην πραγματικότητα, επέβαλε φόρους για τη δολοφονία του γιού του. Εδώ δηλαδή, έχουμε την περίπτωση που ένα ιστορικό γεγονός μπλέκεται με μυθολογικά στοιχεία που έχουν βαθύτατους συμβολισμούς.

5. Η αρχαία τραγωδία και οι ανθρωποθυσίες

Πολλές φορές αναφέρονται στις τραγωδίες χρησμοί που απαιτούν τη θυσία ανθρώπου προκειμένου ο θεός να δειχθεί ευμενής. Οι αρχαίες τραγωδίες όμως δεν είναι καθαρά ιστορία. Εμπνέονται από την μυθολογία, αλλά αρκετές φορές διασκευάζονται ανάλογα με το μήνυμα που θέλει να προωθήσει ο εκάστοτε τραγικός. Ο σκοπός της τραγωδίας είναι άλλος. Σύμφωνα με τον ορισμό του Αριστοτέλους, σκοπός της τραγωδίας είναι η ταύτιση του θεατή με το πάσχων πρόσωπο, ώστε να επέλθει η ψυχική κάθαρσις μέσα από τις εσωτερικές συγκρούσεις, και τελικά η λύτρωσις. Το αρχαίο θέατρο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την μυσταγωγία (σχετίζεται με τον Διόνυσο). Τραγωδία σημαίνει «τράγων ωδήν εκ των τράγων, εις ους διεσκευάζοντο οι τραγωδούντες, ως παριστώντες την ακολουθίαν του θεού Διονύσου» (Λεξικό Δημητράκου, τ. ΙΔ΄, σ. 7252).

Οι ανθρωποθυσίες που αναφέρονται στις τραγωδίες είναι καθαρά λογοτεχνικές με ηθικοδιδακτικό περιεχόμενο. Σημειωτέο, ότι τις περισσότερες φορές δεν τελούνται. Για παράδειγμα, στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη, η κόρη του αρχιστρατήγου Αγαμέμνονος δεν θυσιάζεται, αλλά η Άρτεμις παρουσιάζει ένα ελάφι (μας θυμίζει κάτι;). Όσο και αν ανατρέξουμε στα ομηρικά έπη, δεν θα βρούμε τέτοια αναφορά. Είναι διασκευή του Ευριπίδη. Σε άλλες τραγωδίες («Τρωάδες», και «Εκάβη»), η κόρη του Πρίαμου Πολυξένη, θυσιάζεται πάνω στον τάφο του Αχιλλέως. Ο Όμηρος και πάλι δεν αναφέρει πουθενά κάτι τέτοιο. Κατά μια άλλη εκδοχή, η Πολυξένη αυτοκτονεί στον τάφο του αγαπημένου της. Το ότι πρόκειται περί διασκευών, αναφέρεται από τον Πλάτωνα στον διάλογο «Μίνως»: «Αυτοί (αναφέρεται στον Όμηρο και στον Ησίοδο) είναι πιο αξιόπιστοι απ’ όλους μαζί τους τραγωδοποιούς» (318e). Για τον ψυχαγωγικό/ παιδαγωγικό σκοπό της τραγωδίας, αναφέρει επιγραμματικά και πάλι ο Πλάτων στον ίδιο διάλογο: «Από όλα τα είδη ποίησης, η τραγωδία είναι το πιο δημοφιλές και ψυχαγωγικό» (321a).

6. Η περίπτωση των χρησμών

Τί συμβαίνει όμως όταν υπάρχουν αναφορές στα αρχαία κείμενα περί χρησμών που δίδονται για να σωθεί μια ολόκληρη πόλη ή περιοχή από κάποιο κακό που την μαστίζει; Πολλές φορές το αντίτιμο είναι βαρύ. Κατά κανόνα, ο θεός ζητά την ανθρωποθυσία γόνου κάποιου επιφανούς, ακόμη και παιδιού βασιλέα. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: α) ότι οι περιπτώσεις αυτές είναι έκτακτες, συνεπώς η τέτοιου είδους θυσία δεν αποτελούσε σύνηθες φαινόμενο. Β) Η θυσία δεν ζητείται για λατρεία, και γ) συνήθως οι ιστορίες αυτές κινούνται στο χώρο του θρύλου και είναι ανεπιβεβαίωτες φήμες. Πρόκειται περί πράξεων αυτοθυσίας, φιλοπατρίας, και ηρωισμού. Ας δούμε ορισμένες τέτοιες αναφορές.

Οι κόρες του βασιλιά Ερεχθέως και της Πραξιθέας θυσιάστηκαν με τη θέλησή τους υπέρ της νίκης των Αθηναίων κατά των Ελευσινίων. Για αυτή τους την υπακοή, τιμήθηκαν αργότερα από τους συμπολίτες τους. Στο λεξικό του Ν. Λωρέντη, διαβάζουμε τα εξής σχετικά: «κατά διαταγήν του Μαντείου εθυσιάσθησαν εκουσίως εις τον πόλεμον, τον οποίον είχον οι Αθηναίοι μετά των Ελευσινίων. Προς τιμήν των θυγατέρων τούτων του Ερεχθέως εώρταζον οι Αθηναίοι μετά ταύτα τα Νηφάλια λεγόμενα» (σ. 155).

Ο Παυσανίας αναφέρει ότι λέγεται (άρα δεν είναι κάτι επιβεβαιωμένο) ότι ο Αθηναίος Λεώ προσέφερε τις κόρες του ως θυσία υπέρ της κοινής σωτηρίας. «εκ δε Αθηναίων Λεώς· δούναι δε επί σωτηρία λέγεται κοινή τας θυγατέρας του θεού χρήσαντος» (Αττικά, 5.2). Το «λέγεται», δηλώνει ότι αυτή η ιστορία λαμβάνεται εκ της παραδόσεως και του θρύλου.

Η κόρη του Κέκροπως, η Άγραυλος, «επρόσφερε εαυτήν εκουσίως εις θυσίαν υπέρ της σωτηρίας των Αθηνών», η οποία και τιμήθηκε για αυτήν της την πράξη ηρωισμού. (Λεξικό Ν. Λωρέντη, σ. 6).

7. Η περίπτωση θανάτωσης κακούργων

Υπάρχει όμως και η περίπτωση να θανατώνεται κάποιος κακούργος για να επέλθει η κάθαρση ώστε να σταματήσει το κακό. Ο λεξικό του Σουΐδας αναφέρει ότι «Υπέρ του καθαρμού πόλεως ανήρουν εστολισμένον τινά, ον εκάλουν κάθαρμα». Ο Δ. Δημητράκος, αναφέρει ότι το κάθαρμα ήταν «κακούργος προς εξιλασμόν θανατούμενος υπό της πολιτείας εν λιμώ, συμφορά» (τ. Ζ΄, σ. 3504).

Οι Σπαρτιάτες πετούσαν στον Καιάδα, είτε τους θανατοποινίτες, είτε όσους συλλάμβαναν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις (και όχι βρέφη, μιας και δεν έχουν βρεθεί οστά μωρών). Ο Παυσανίας στα «Μεσσηνιακά», αναφέρεται στη σύλληψη του Μεσσηνίου Αριστομένη και των συντρόφων του. Όλους αυτούς τους έριξαν στον Καιάδα, εκεί που τιμωρούν τους κακοποιούς. «Και πεσόντα αθρόοι των Λακεδαιμονίων επιδραμόντες ζώντα αιρούσιν· ήλωσαν δε και των περί αυτόν ες πεντήκοντα. Τούτους έγνωσαν οι Λακεδαιμόνιοι ρίψαι πάντας ες τον Κεάδαν· εμβάλουσι δε ενταύθα ους αν επί μεγίστοις τιμωρούνται» (18.4).

Όμως, ούτε αυτό μπορεί να θεωρηθεί προσφορά στο θείο.

8. Η περίπτωση του Αχιλλέα, του Θεμιστοκλή, και του Πελοπίδα

Στην ραψωδία «Ψ» της Ιλιάδος, ο Αχιλλέας σφάζει προς τιμή του Πατρόκλου δώδεκα νέους επιφανείς Τρώες. Αυτή η προσφορά δεν μπορεί να λογιστεί ως «ανθρωποθυσία» διότι δεν προσφέρεται προς τιμή κάποιου θεού ή θεάς. Οι νέοι αυτοί, αφού αιχμαλωτίστηκαν κατά τη μάχη, προσφέρονται στον νεκρό Πάτροκλο ταυτόχρονα με την καύση του, ως αντίποινα και πράξη εκδίκησης για τον θάνατό του από τον Έκτορα.

Τα δώδεκα αρχοντόπουλα, γιοι Τρώων αντρειωμένων, σαν τα’ σφαξε με τον χαλκόν, ως το’ χε και ταμένο, που’ ταν κι οι γι άσχημες δουλειές που χε στο νου του βάλλει, όλα για να τα φάει μαζί φωθιά άναψε μεγάλη. Τότε σε θρήνος και ξεσπά και δυνατά φωνάζει, και τον αγαπημένο του σύντροφο κι ανακράζει. Χαίρε μου τώρα, ω Πάτροκλε, απ’ τα παλάθια του Άδη. Τώρα τελεύω όσα παλιά σου τα’ ταξα, κι ομάδι δώδεκα αρχόντω ομορφονιούς, Τρώων, που σου’ χα τάξει, μαζί σου τρώει τσι η φωθιά, μα η φλόγα δεν θ’ αρπάξει τον Έκτορα, του Πριάμου το γιό, να γίνει στάχτη (στ. 175 κε)

Στην ραψωδία «Σ», είχε υποσχεθεί ο Αχιλλέας στον νεκρό Πάτροκλο…

Μα Πάτροκλε, αφού μετά από σένα κάτω θα ρθώ από την γην, ε, δεν θα σε κουκουλώσω, πριν το γενναίο σου φονιά να πιάσω να σκοτώσω και τ’ άρματα να φέρω εδώ κι Έκτορα το κεφάλι, και δώδεκα αρχοντόπουλα Τρώων να πιάσω πάλι, εις την πυρά σου, τους λαιμούς για να τους κόψω εμπρός σου, τόση που μου δωσε χολή στα σπλάχνα ο σκοτωμός σου

Στην περίπτωση του Θεμιστοκλή, έχουμε να κάνουμε όχι με κάποιο γεγονός, αλλά με φήμη, που μάλιστα έρχεται σε αντίθεση με τα ιστορικά δεδομένα που έχουμε στην διάθεσή μας.

Ο Πλούταρχος αναφέρει στην βιογραφία του Θεμιστοκλέους, ότι ο Θεμιστοκλής, κατόπιν προτροπής του μάντη Εφραντίδη, προχώρησε στην ανθρωποθυσία τριών Περσών στον Διόνυσο τον ωμηστή, πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνος. Ωστόσο, η αντίδραση του Θεμιστοκλέους ήταν να εκπλαγεί, κάτι που δείχνει το ασυνήθιστο του πράγματος («Εκπλαγέντος δὲ τοῦ Θεμιστοκλέους ὡς μέγα τὸ μάντευμα καὶ δεινόν») [Θεμιστοκλής, 13]. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι λαμβάνει αυτήν την πληροφορία από τον Φανία, ο οποίος ζει -έναν ολόκληρο αιώνα μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνος- στην Περσική αυλή. Αυτός είτε τα είχε ακούσει από τους Πέρσες είτε από τους μηδίσαντες. Δηλαδή, η φήμη δεν στηρίζεται σε καμία σύγχρονη πηγή. Μάλιστα το έργο του Φανία «Περσικά», δεν θεωρείται γενικά ιστορικά αξιόπιστο, σύμφωνα με τους μελετητές. Οι βιογραφίες του Πλουτάρχου, όπως μας λέει ο ίδιος ο συγγραφέας τους, έχουν περισσότερο ηθικοπλαστικό και ψυχολογικό χαρακτήρα και λιγότερο αυστηρής ιστορικής καταγραφής, εννοώντας ότι κάθε πληροφορία ιστορικής φύσεως δεν είναι οπωσδήποτε και αξιόπιστη.

Η ίδια φήμη αναφέρεται και στη βιογραφία του Αριστείδη. Ο Αριστείδης, αφού αποβιβάστηκε στην Ψυτάλλεια και αφού σκότωσε όλους τους βαρβάρους, έπιασε αιχμαλώτους τρείς Πέρσες τους οποίους έστειλε αυτούς στον Θεμιστοκλή (Αριστείδης, 9). Τα ίδια αναφέρονται και στη βιογραφία του Πελοπίδα (Πελοπίδας, 21), με τη διαφορά ότι εκεί ο ίδιος ο Θεμιστοκλής τους θυσίασε στον Διόνυσο («έτι δε τους υπό του Θεμιστοκλέους σφαγιασθέντας Ωμηστή Διονύσω προ της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας»).

Όμως, εξετάζοντας κανείς τις πρωτογενείς πηγές, διαπιστώνει ότι εκεί λέγονται πράγματα αντίθετα. Για παράδειγμα, ο Αισχύλος ο οποίος έλαβε μέρος στην περίφημη ναυμαχία, στο έργο του «Πέρσαι» γράφει ότι στην Ψυτάλλεια σκοτώθηκαν όλοι οι Πέρσες. Το ίδιο αναφέρει και ο Ηρόδοτος. Παράλληλα, δεν υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα που να πιστοποιούν κάποια ανθρωποθυσία. Για περισσότερες πληροφορίες, μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει στην μελέτη του κου Κ. Χατζηελευθερίου, «Ανθρωποθυσίες στην Αρχαία Ελλάδα» μέρος πρώτο, το οποίο κείμενο υπάρχει ελεύθερα στο διαδίκτυο.

Για την περίπτωση του Θηβαίου Πελοπίδα, αναφέρεται ότι είδε σε όνειρο τον Σκέδασο ο οποίος τον διέταξε να θυσιάσει στις κόρες του μια ξανθή παρθένο, εάν ήθελε να νικήσει τους Σπαρτιάτες. Και αυτό, διότι κάποτε οι κόρες του Σκέδασου βιάστηκαν και δολοφονήθηκαν από κάποιους Σπαρτιάτες. Τις έθαψαν στο Λευκτρικό πεδίο. Ο πατέρας τους, ο Σκέδασος, αφού δεν δικαιώθηκε στην Σπάρτη, αυτοκτόνησε στους τάφους των θυγατέρων του, αφού τους καταράστηκε.

Το πρόσταγμα του Σκέδασου φάνηκε στον Πελοπίδα δεινό και παράνομο («δεινού δε και παρανόμου του προστάγματος αυτώ φανέντος»). Αφού το ανακοίνωσε στους μάντεις, άλλοι έλεγαν να μη το παραμελήσει, ενώ άλλοι είχαν την αντίθετη γνώμη. Αυτοί οι δεύτεροι, απαγόρευαν τέτοιο είδος θυσίας, διότι ήταν βάρβαρη και παράνομη («οι δε τουνατίον απηγόρευον, ως ουδενί των κρειττόνων και υπέρ ημάς αρεστήν ούσα ούτω βάρβαρον και παράνομον θυσίαν»). Η συνέχεια του κειμένου είναι αποκαλυπτική. Η ανθρωποθυσία είναι παράνομη και βάρβαρη, διότι δεν άρχουν στον κόσμο Τυφώνες και Γίγαντες, αλλά ο πατέρας των πάντων, θεών και ανθρώπων («ου γαρ του Τυφώνας εκείνους ουδέ τους Γίγαντας άρχειν, αλλά τον πάντων πατέρα θεών και ανθρώπων»). Αυτό το τελευταίο, είναι μια ακόμα απόδειξη ότι η λατρεία των Ολυμπίων δεν είχε καμία σχέση με ανθρωποθυσίες.

Τελικά, όπως μας αναφέρεται στο κεφάλαιο 22, θυσιάστηκε μια νεαρή ξανθή φοράδα που ήρθε και στάθηκε δίπλα τους.

9. Ο Λυκούργος και η μαστίγωση των εφήβων στο ναό της Ορθίας Αρτέμιδος

Ούτω δε κλέπτουσι πεφροντισμένως οι παίδες, ώστε λέγεται τις ήδη σκύμνον αλώπεκος κεκλοφώς και τω τριβωνίω περιστέλλων, σπαρασσόμενος υπό του θηρίου την γαστέρα τοις όνυξιν και τοις οδούσιν, υπέρ του λαθείν εγκαρτερών αποθανείν. Και τούτο μεν ουδέ από των νυν εφήβων άπιστον εστί, ων πολλούς επί του βωμού της Ορθίας εωράκαμεν εναποθνήσκοντας ταις πληγαίς.
(Λυκούργος, 18)

Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι τόσο πολύ είχαν διδαχτεί οι έφηβοι να κλέβουν, ώστε να λέγεται (άρα πρόκειται περί φήμης) ότι κάποιος έκλεψε μια μικρή αλεπού και την σκέπασε με τον τρίβωνά του. Αυτή, στην προσπάθειά της να απεγκλωβιστεί, άρχισε να τον πληγώνει με τα νύχια και τα δόντια της, αλλά για να μην αποκαλυφθεί, υπέμεινε τον πόνο μέχρι που πέθανε. Αυτό το παράδειγμα εγκαρτέρησης ήταν πιστευτό από τους σημερινούς έφηβους, καθώς (όπως αναφέρει ο Πλούταρχος) είδαμε πολλούς να πεθαίνουν από τις πληγές στον βωμό της Ορθίας (Αρτέμιδος).

Αυτή η -εκ πρώτης αναγνώσεως- παράξενη αναφορά του Πλουτάρχου, φωτίζεται με τον καλύτερο τρόπο από τον Ξενοφώντα.

Ο Ξενοφών στο έργο «Λακεδαιμονίων πολιτεία» στο κεφάλαιο 2 περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ο Λυκούργος θέλησε να εκπαιδεύσει τους νέους ώστε να γίνουν σκληραγωγημένοι. Έτσι, ως άσκηση, όρισε οι έφηβοι να μην φορούν υποδήματα, να φορούν το ίδιο ένδυμα χειμώνα καλοκαίρι ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν τόσο το κρύο όσο και τη ζέστη, και να τρώνε μια ορισμένη ποσότητα φαγητού. Τους επέτρεψε να κλέβουν για να ικανοποιήσουν την πείνα τους, προκειμένου να είναι σε θέση να καταφεύγουν σε τεχνάσματα για να βρίσκουν την τροφή τους σε εμπόλεμες καταστάσεις. Έτσι καθίσταντο πιο πολεμικοί, εφευρετικοί και πολυμήχανοι. Όρισε όμως και την ποινή των ραβδισμών για όποιον συνελάβαναν να κλέβει, καθώς δεν εκτέλεσε σωστά την πράξη του. «Και ενώ εθέσπιζεν ως καλήν πράξιν ν’ αρπάσουν όσον το δυνατόν περισσότερα τυριά από τον βωμόν της Ορθίας διέταξε, τους επιτυγχάνοντας τούτο να τους μαστιγώνουν, θέλων κατ’ αυτόν τον τρόπον να δείξει ότι με ολιγοχρόνιον πόνον είναι δυνατόν, αν κάποιος γίνει επιτήδειος, πολύν καιρόν να ευφραίνεται. Ούτω γίνεται φανερόν ότι , όπου απαιτείται ευστροφία, ο νωθρός πολύ ολίγο ωφελείται, πλείστας δυσκολίας συναντά» (2.9).

Συνεπώς, αυτό δεν αποτελεί θυσία προς την Αρτέμιδα. Είναι μέρος μιας άσκησης που λέγονταν «διαμαστίγωσις», που είχε σκοπό την στρατιωτική εκπαίδευση των Σπαρτιατών. Και τούτο, καθώς η Αρτέμιδα ήταν (συν τοις άλλοις) προστάτιδα της αγρίας φύσης και του κυνηγίου. Καταστάσεις που αποτρέπουν από τη μαλθακή ζωή. Αν ήταν πράγματι ανθρωποθυσία, ο Πλούταρχος δεν θα έλεγε «ων πολλούς επί του βωμού της Ορθίας εωράκαμεν εναποθνήσκοντας ταις πληγαίς», αλλά «όλους». Πολλοί λοιπόν δεν κατάφερναν να αντέξουν. Δύσκολα κατανοητά αυτά σε μια κοινωνία σχετικής καλοπέρασης.

Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ο Παυσανίας υποστηρίζει ότι πριν τον Λυκούργο, υπήρχε πράγματι η παράδοση να θυσιάζεται άνθρωπος με κλήρο στην Αρτέμιδα και ότι ο Λυκούργος την αντικατέστησε με την διαμαστίγωση των εφήβων.

Τί λέει πραγματικά ο Παυσανίας; Στο βιβλίο «Λακωνικά» (3.16 κ. ε) στην αρχή της παραγράφου, γίνεται σαφές ότι θα μιλήσει για φήμη («το ξόανο δε εκείνο είναι λέγουσι»). Σύμφωνα με αυτή τη φήμη, προέρχεται από τους βαρβάρους («την εν Λακεδαίμονι Ορθίαν το εκ των βαρβάρων είναι ξόανον»). Αυτό, το έφερε η Ιφιγένεια με τον Ορέστη και το άφησαν στην Λακεδαίμονα. Όσοι το βρήκαν πρώτοι, αμέσως παραφρόνησαν («το άγαλμα ευρόντες αυτίκα παρεφρόνησαν»). Καθώς οι κάτοικοι θυσίαζαν στην Αρτέμιδα, αντί να λύνονται οι διαφορές τους, κατέληγαν σε αλληλοσκοτωμούς πάνω στον βωμό. Ενώ όσοι γλίτωσαν από αυτούς, πέθαναν από ασθένειες («θύοντες τη Αρτέμιδι ες διαφοράν, από δε αυτής και ες φόνους προήχθησαν, αποθανόντων δε επί τω βωμώ πολλών νόσος έφθειρε τους λοιπούς»). Όλα αυτά τα δεινά τα έφερνε το ξόανο, επειδή του έλειψε το ανθρώπινο αίμα. Το συγκεκριμένο ξόανο παρουσιάζεται ως καταραμένο και στοιχειωμένο, που προκαλεί το κακό. Αυτή η αντίληψη συνδέεται με την προέλευσή του, καθώς όπως φαίνεται οι κάτοικοι της Ταυρίδας (βάρβαροι) θυσίαζαν ανθρώπους σε αυτό, όπως έχει αναφερθεί στο προηγούμενο. Έτσι λοιπόν, βάση χρησμού (από ποιόν και από πότε;), ζητήθηκε η ανθρωποθυσία δια κλήρου, εξαιτίας αυτών των γεγονότων και αργότερα ο Λυκούργος την αντικατέστησε με την διαμαστίγωση («και σφίσιν εί τούτω γίνεται λόγιον αίματι ανθρώπων τον βωμόν αιμάσσειν: θυομένου δε όντινα ο κλήρος επελάμβανε, Λυκούργος μετέβαλεν ες τας επί τοις εφήβοις μάστιγας»). Στην συνέχεια, αναφέρεται ότι το ξόανο αυτό γίνονταν βαρύ στα χέρια των ιερειών όταν εκείνοι που μαστίγωναν λυπόνταν τους μαστιγωμένους.

Θεωρώ ότι από όλα όσα εκθέτει ο Παυσανίας, καθίσταται φανερό ότι δεν πρόκειται περί αληθινών συμβάντων, αλλά διαφόρων ιστοριών εν είδη θρύλου και τοπικής παράδοσης, κάτι που διαπιστώνεται από το στοιχείο της υπερβολής που μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε. Εκτός αυτού, δεν υπάρχει καμία ένδειξη από την αρχαιολογική σκαπάνη περί ανθρωποθυσιών. Ούτε υποστηρίζεται κάτι τέτοιο από άλλες πηγές. Γενικότερα, ο Παυσανίας συλλέγει πολύ υλικό, το οποίο και χρησιμοποιεί στο έργο του. Αλλά αυτό το κάνει άκριτα, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι το τάδε ή το δείνα «λέγεται». Είναι φήμη. Όπως και ο Ηρόδοτος, ο οποίος καταγράφει τα πάντα αλλά δεν ζητά να τα αποδεχτούμε όλα, χρησιμοποιώντας αντίστοιχα πολύ συχνά τη φράση «ως εμοί δοκέει».

10. Αναφορές του Παυσανίου του περιηγητού

Ας μελετήσουμε τώρα και άλλες αναφορές του Παυσανία. Ο Παυσανίας στο έργο του περιλαμβάνει πολύτιμες πληροφορίες για τους τόπους που έχει επισκεφθεί, την ιστορία τους, τα ιερά και τα αγάλματα τα οποία συνδέει με την μυθολογία και με τοπικούς θρύλους. Πολλά από τα έργα τέχνης και τα ιερά που περιγράφει κατά τον δεύτερο μεταχριστιανικό αιώνα, δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχουν. Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι ο Παυσανίας μας μεταφέρει ένα συνονθύλευμα υλικού το οποίο περιλαμβάνει ιστορία-μύθο, θρύλο, τοπικές λαϊκές παραδόσεις.

Για παράδειγμα, στα «Βοιωτικά» αναφέρεται ότι κάποτε οι κάτοικοι στις Ποτνιές, όταν έκαναν θυσία στον Αιγοβόλο Διόνυσο, μέθυσαν και σκότωσαν τον ιερέα. Αυτό δεν θεωρήθηκε απλά φόνος, αλλά ύβρις. Τότε έπεσε πάνω τους επιδημία. Για να θεραπευτούν από το κακό, τους δόθηκε χρησμός από τους Δελφούς να θυσιάζουν στο Διόνυσο ένα παιδί στην ακμή της ηλικίας του. Αργότερα ο Διόνυσος το άλλαξε, μετατρέποντας την ανθρωποθυσία σε θυσία κατσικιού. Και εδώ όμως, δεν επιβεβαιώνεται κάτι. Πρόκειται και πάλι περί φήμης, εφόσον χρησιμοποιείται το «φασί» και το «λέγουσι» στην ίδια σχετική παράγραφο. Δεν υπάρχουν ευρήματα στην περιοχή που να πιστοποιούν την πράξη της ανθρωποθυσίας. Μελετώντας κανείς το φιλοσοφικό-θρησκευτικό στοιχείο πίσω από τη μορφή του Διονύσου, θα διαπιστώσει κάθε άλλο παρά το παραπάνω. Εκτός αυτού, η ιστορία αυτή έχει και βαθύτατους συμβολισμούς, που δεν είναι επί του παρόντος να αναλυθούν.

Άλλο παράδειγμα, η αναφορά στον Κέκροπα και στον Λυκάονα στο βιβλίο «Αρκαδικά» (2.2-3). Ο Κέκροπας αξίωσε να μην θυσιάζεται κανένα έμψυχο αλλά μόνο πέμματα (δηλ. κράμα αλεύρου, μελιού και ελαίου), σε αντίθεση με τον Λυκάονα που θυσίασε βρέφος στο βωμό του Λυκαίου Διός, και τιμωρήθηκε γενόμενος ο ίδιος λύκος. Αυτός ο μύθος έχει έναν πυρήνα ιστορικότητας (για τον Λυκάονα θα γίνει λόγος παρακάτω), είναι όμως διανθισμένος με αλληγορία. Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρωποθυσίας στον κόσμο, όμως κανείς δεν έγινε κατά κυριολεξία, λύκος.

β) Οι κάτοικοι της Λυκίας και οι απόγονοι του Αθάμαντος

Στην μυθολογική βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου (Γ΄ βιβλίο, 8.1-2) αναφέρονται δύο εκδοχές: Η μια λέει ότι ο Λυκάων είναι γιος του Πελασγού και της Μελιβοίας (κόρη του Ωκεανού). Η άλλη, ότι είναι γιος του Πελασγού και της νύμφης Κυλλήνης. Ο Λυκάων βασίλευσε στην Αρκαδία όπου γέννησε πενήντα παιδιά από πολλές γυναίκες. Όλοι αυτοί ήταν οι πιο υπερήφανοι και ασεβείς άνθρωποι. «Ούτοι πάντας ανθρώπους υπερέβαλλον υπερηφανεία και ασεβεία». Ο Ζεύς θέλοντας να δοκιμάσει το βαθμό της ασέβειάς τους, μεταμορφώθηκε σε έναν απλό εργάτη. Αυτοί τον φιλοξένησαν, σφάζοντας ένα ντόπιο παιδί («ένα των επιχωρίων παίδα») αναμιγνύοντας τα σπλάγχνα του με τα ιερά σφάγια, όπως τους συμβούλεψε ο μεγαλύτερος αδελφός τους, ο Μαίναλος. Τότε ο Ζευς, αφού αποστράφηκε σιχαινόμενος την προσφορά («Ζευς δε μυσαχθείς»), ανέτρεψε το τραπέζι και κεραύνωσε τον Λυκάονα και τα παιδιά του, εκτός από τον νεότερο γιο τον Νύκτιμο, ο οποίος παρέλαβε τη βασιλεία επί του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα.

Ο Παυσανίας γνωρίζει τον μύθο κάπως διαφορετικά. Στα «Αρκαδικά» αναφέρει ότι ο Λυκάων ήταν γιος του Πελασγού και ότι ήταν οικιστής πόλης στο Λυκαίο Όρος. Τον Δια ονόμασε Λυκαίο και θέσπισε αγωνίσματα, τα Λύκαια. Την ίδια εποχή, ο Κέκροπας ήταν βασιλιάς των Αθηναίων. Όμως δεν είχαν την ίδια σοφία ως προς τη προσφορά στο θείο («δοκώ δε έγωγε Κέκροπι ηλικίαν τω βασιλεύσαντι Αθηναίων και Λυκάονι είναι την αυτήν, σοφία δε ουχ ομοία σφας εις το θείον χρήσασθαι»). Ο Κέκροπας ονόμασε τον Δια «Ύπατο», και «οπόσα έχει ψυχήν, τούτων μεν ηξίωσεν ουδέν θύσαι», αλλά «πέμματα δε επιχώρια επί του βωμού καθήγισεν». Δηλαδή, αξίωσε να μην θυσιάζεται τίποτα έμψυχο, αλλά να προσφέρονται οι καλούμενοι πέλανοι- πέμματα. Ο Λυκάων όμως έφερε ένα ανθρώπινο βρέφος και το θυσίασε. Τότε, λένε ότι μεταμορφώθηκε σε λύκο («και αυτόν αυτίκα επί η θυσία γενέσθαι λύκον φασίν αντί ανθρώπου»). Αυτός ο λόγος λέγεται από παλαιά από τους Αρκάδες. Παλιά οι άνθρωποι όντας φιλόξενοι και ομοτράπεζοι με τους θεούς, ήσαν κάτω από την δικαιοσύνη και την ευσέβεια («οι γαρ τότε άνθρωποι ξένοι και ομοτράπεζοι θεοίς ήσαν υπό δικαιοσύνης και ευσεβείας»). Η τιμή από τους θεούς εκδηλώνονταν καθαρά προς τους αγαθούς και η οργή αντίστοιχα στους αδίκους. Και απόδειξη είναι, συνεχίζει ο Παυσανίας, ότι την εποχή εκείνη οι θεοί γεννιόντουσαν από ανθρώπους, ενώ μεταγενέστερα όταν αυξήθηκε πάρα πολύ η κακία (η έλλειψη αρετής), όχι.

Στο ίδιο έργο σε άλλο σημείο, ο Παυσανίας αναφέρεται ξανά στο βωμό του Λυκαίου Διός…

Εστί δε επί τη άκρα τη ανωτάτω του όρους γης χώμα, Διός του Λυκαίου βωμός, και η Πελοπόννησος τα πολλά εστίν απ’ αυτού σύνοπτος: προ δε του βωμού, κίονες δύο ως επί ανίσχοντα εστήκασιν ήλιον, αετοί δε επ΄αυτοίς επίχρυσοι τα γε έτι παλαιότερα επεπιήντο. Επί τούτου του βωμού τω Λυκαίω Διί θύουσιν εν απορρήτω· πολυπραγμονήσαι δε ου μοι τα ες την θυσίαν ηδύ ην, εχέτω δε ως έχει και ως έσχεν εξ αρχής. (Αρκαδικά, 38.7)

Η θυσία «εν απορρήτω» μπορεί να ερμηνευθεί με δύο διαφορετικούς τρόπους. Η φράση είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί για δύο αντίθετα πράγματα. Μπορεί να χρησιμοποιείται «επί ιερών πραγμάτων περί ων δεν είναι όσιον να γίνει λόγος», αλλά σημαίνει και «βδελυρός, αποτρόπαιος» (Λεξικό Δημητράκου, τ. Β΄ σ. 847). Αν ερμηνεύσει κανείς με τον πρώτο τρόπο, τότε δεν είναι ευχάριστο για τον Παυσανία να αναλύσει επισταμένως τα πράγματα, καθώς ως ιερά είναι απόρρητα και δεν είναι για να αναλύονται. Για αυτό τα αφήνει ως έχουν, για να μην οδηγηθεί στην ασέβεια. Αν ερμηνεύσει κανείς με τον δεύτερο τρόπο, ο Παυσανίας αφού έχει ήδη αναφερθεί στο Λυκαίο όρος στο δεύτερο κεφάλαιο, δεν του είναι ευχάριστο να υπεισέρχεται σε αποτρόπαιες λεπτομέρειες. Το χωρίο δεν είναι ξεκάθαρο, και επιδέχεται και τις δύο ερμηνείες.

Ο Πλάτων στην «Πολιτεία» (565 d1-10) αναφέρεται στο πως «ο προστάτης» του λαού μετατρέπεται σε τύραννο. «Τούτο επομένως, είπα εγώ, είναι φανερό, ότι δηλαδή κάθε φορά που ξεφυτρώνει ένας τύραννος, ο τύραννος αυτός έχει τις ρίζες του στον αρχηγικό του ρόλο (εκ προστατευτικής ρίζης και ουκ άλλοθεν εκβλαστάνει). Πως αρχίζει λοιπόν αυτή η μεταβολή από προστάτης του λαού σε τύραννο; Ή είναι φανερό ότι η μεταβολή συντελείται μόλις ο αρχηγός αρχίσει να κάνει αυτό το οποίο, σύμφωνα με το μύθο (των εν τω μύθω), γίνεται και στο ιερό του Λυκαίου Διός στην Αρκαδία; Όποιος γευτεί, λένε, το ανθρώπινο σπλάχνο που είναι ανακατεμένο μαζί με άλλα τεμαχισμένα ιερά σφάγια, μοιραία ο άνθρωπος αυτός γίνεται λύκος («ανάγκη δη τούτω λύκον γενέσθαι»).

Σε άλλον πλατωνικό διάλογο, αναφέρεται: «Για παράδειγμα, σε εμάς δεν υπάρχει νόμος να θυσιάζουμε ανθρώπους, αλλά αυτό θεωρείται ανόσιο (ημίν μεν ου νόμος εστίν ανθρώπους θύειν αλλ’ ανόσιον)· αντίθετα οι Καρχηδόνιοι θυσιάζουν, γιατί γι’ αυτούς είναι όσιο και νόμιμο αλλά και οι κάτοικοι της Λυκαίας και οι απόγονοι του Αθάμαντα κάνουν παρόμοιες θυσίες, παρ’ ότι Έλληνες» (Μίνως, 315 c).

Ο Πορφύριος αναφέρει ότι μέχρι την εποχή του τελούνταν ανθρωποθυσίες στην περιοχή του Λυκαίου Όρους.

Τί μπορεί κανείς να συμπεράνει από τις παραπάνω αναφορές; Το πρώτο που καταλαβαίνουμε, είναι ότι τα σχετικά με το Λυκαίο όρος στηρίζονται στον μύθο και στην αλληγορία. Μάλιστα, είδαμε και τις διαφορετικές εκδοχές του πως έγιναν τα πράγματα και ποιες ήταν οι τιμωρίες. Κατά μια εκδοχή, «μύθος εστί ψευδής ιστορία εικονίζων αλήθεια». Και εικονίζει το ήθος και τη συνείδηση των ανθρώπων. Η αποτρόπαια πράξη της ανθρωποθυσίας καταδικάζεται και τιμωρείται σε κάθε περίπτωση. Δεν είναι αρεστή ούτε στους θεούς ούτε στους ευσεβείς ανθρώπους. Δείχνει ακριβώς την αποκτήνωση του ανθρώπου. Παράλληλα, βλέπουμε ότι κάποιοι συνέχισαν την παράδοση αυτή κατά την εποχή του Πλάτωνος, πιθανότατα του Παυσανία, και του Πορφυρίου. Όμως, πρέπει να τονιστεί ότι αυτό είναι ενάντιο στους ελληνικούς θεσμούς- ήθη- έθη, όπως πολύ ωραία υπογραμμίζει ο Πλάτων.

Τι λέει η αρχαιολογία; Ας δούμε τι αναφέρει η αρχαιολογία, και ας τα συγκρίνουμε με όσα είπαμε παραπάνω.

Στο Λυκαίο Όρος, έχουν γίνει ανασκαφικές έρευνες κατά τα έτη 1897 από τον Κοντόπουλο, τα έτη 1902- 1903 και 1909 από τον Κουρουνιώτη, το 2006 από την Αμερικανική σχολή Κλασσικών σπουδών υπό τον Ντέιβιντ Γκλίμαν Ρομάνο και τον Μ. Πετρόπουλο.

Ως τότε, δεν βρέθηκε τίποτα που να πιστοποιεί ανθρωποθυσίες. Ο αρχαιολόγος, Μ. Πετρόπουλος, προϊστάμενος στην ΛΘ΄ «Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών αρχαιοτήτων» (Ε.Π.Κ.Α), είχε αναφέρει ότι…

από την εξέταση των οστών διαπιστώθηκε ότι θυσιάζονταν πρόβατα, χοίροι, βόδια και κατσίκια, ακόμη και πουλιά, αλλά κανένα οστό δεν ήταν ανθρώπινο, άρα οι ανθρωποθυσίες αποτελούν μύθο. Το θέμα, πάντως, της ανθρωποθυσίας στο Λύκαιο όρος έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση μεταξύ των επιστημόνων, αλλά οι περισσότεροι δεν αποδέχονται ως πραγματικότητα αυτό, ασχέτως αν το επαναλαμβάνουν ως δεδομένο και συγγραφείς των χριστιανικών χρόνων.

Σχετικά με το προαναφερθέν ερευνητικό πρόγραμμα ελληνοαμερικανικής συνεργασίας, αναφέρονται τα εξής:

Το αρχαιολογικό ερευνητικό πρόγραμμα, προϊόν ελληνοαμερικανικής συνεργασίας που ξεκίνησε το 2004, απέδωσε σημαντικές νέες πληροφορίες σχετικά με το βωμό. Από την κεραμική των ανασκαφικών τομών πιστοποιείται ανθρώπινη δραστηριότητα στο ύψωμα ήδη από τη νεολιθική εποχή και κατά τη διάρκεια της πρώιμης και μέσης εποχής του χαλκού. Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο το ύψωμα αυτό αναδεικνύεται σε σημαντικό ιερό κορυφής και συνεχίζει να αποτελεί τόπο λατρείας και κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους. Οι θυσίες ζώων προς τιμήν του Δία, κυρίως αιγών και προβάτων, υποδεικνύουν συνεχή λατρευτική δραστηριότητα στο βωμό ήδη από το 16ο αιώνα π.Χ. έως και την ελληνιστική περίοδο.

Άλλες πληροφορίες του ερευνητικού προγράμματος, αναφέρουν ότι, «από τον 4ο αι. π. Χ. και εξής, γραπτές πηγές αναφέρουν ανθρωποθυσίες πάνω στο βωμό του Λυκαίου Όρους, αλλά στις ανασκαφές που είχαν διενεργηθεί έως σήμερα στο χώρο δεν είχαν εντοπιστεί ανθρώπινα οστά».

Με αυτά δηλαδή, πιστοποιείται και από τα επίσημα στοιχεία της αρχαιολογίας, ότι οι θυσίες που τελούνταν εκεί, ήταν θυσίες ζώων.

Το καλοκαίρι του 2016, κατά το ίδιο ερευνητικό πρόγραμμα, ανασκάφθηκε για πρώτη φορά ανθρώπινη ταφή με προσανατολισμό Ανατολή- Δύση, στο μέσο του βωμού. Ωστόσο, όπως σημειώνεται «είναι πολύ πρώιμο ακόμα να εξαχθούν συμπεράσματα για τις συνθήκες θανάτου του νεκρού».

Η Άννα Καραπαναγιώτου, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αρκαδίας, είχε δηλώσει ότι, «Η αρχική ιδέα είναι ότι ναι, μπορεί να πρόκειται για ανθρωποθυσία. Αυτή τη στιγμή, όμως, δεν μπορούμε να πούμε κάτι με βεβαιότητα».

Όπως είδαμε παραπάνω, οι αρχαίοι συγγραφείς δεν αρνούνται ότι στο Λυκαίο Όρος τελέστηκαν ανθρωποθυσίες. Όμως αυτό, είναι η εξαίρεση και το σπάνιο σε σύγκριση με τους τόσους αιώνες συνεχούς ανθρώπινης δραστηριότητα στην περιοχή. Αν η ανθρωποθυσία ήταν ο κανόνας, τότε θα έπρεπε να είχαν βρεθεί απειράριθμα ανθρώπινα υπολείμματα οστών, και όχι μόνο ένας ανθρώπινος σκελετός. Όμως, το αντίθετο συμβαίνει, μετά από τόσες πολλές ανασκαφικές έρευνες.

11. Η διαστρεβλωμένη λατρεία του Κρόνου στην Καρχηδόνα (και αλλού)

Ας δούμε τί πληροφορίες μας δίνει ο φιλόσοφος και πρωθιερέας του Απόλλωνος στους Δελφούς, Πλούταρχος. Ο Πλούταρχος θεωρεί μια από τις αιτίες της αθεΐας, την θρησκευτική δεισιδαιμονία. Για τον Πλούταρχο, η αθεΐα και η δεισιδαιμονία είναι τα δύο άκρα, ενώ η ορθή και ισορροπημένη γνώση για τους θεούς είναι η μεσότητα. Η πνευματική σημασία του συμβόλου του Κρόνου που κατά το μύθο «τρώει» τα παιδιά που απέκτησε από την σύζυγό του Ρέα, κατάντησε μια ανίερη δεισιδαιμονία σχετιζόμενη με τις ανθρωποθυσίες, για τους βαρβάρους. Ο Κρόνος είναι τιτάνας και αναφέρεται στον κόσμο του συνεχούς γίγνεσθαι. Εξ ου Κρόνος- Χρόνος που τρώει τα παιδιά του (τις στιγμές) που έχει αποκτήσει από την Ρέα- Ροή. Οι Ολύμπιοι θεοί κατοικούν στον Όλυμπο, που δεν είναι βέβαια το γνωστό όρος. Αν ανατρέξουμε στην ελληνική μυθολογία (ειδικά στην Ιλιάδα), θα διαπιστώσουμε ότι ο Όλυμπος (από το «όλος λάμπει») διακρίνεται από το φυσικό βουνό. Είναι το πνευματικό σύμβολο της από- υλοποίησης. Είναι οι ουράνιες σφαίρες που φτάνει η ψυχή όταν περάσει επιτυχώς από τα στάδια του παρόντος γήινου κόσμου (ας θυμηθούμε εδώ τον Ηρακλή και τους άθλους του και πως έγινε η μετάστασή του στον Όλυμπο).

Ο Κρόνος λοιπόν, πέρα από τον παραπάνω συμβολισμό, έχει και την σημασία του «καθαρού Νου», όπως αναφέρουν τα φιλοσοφικά κείμενα. Η δε ηγεμονία του ήταν επί του Χρυσού γένους.
Η γνήσια λατρεία του δεν έχει να κάνει σε τίποτα με ανθρωποθυσίες. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι υπήρχε ναός στην Ήλιδα και στην Αθήνα. Πουθενά δεν αναφέρει ότι ετελούντο ανθρωποθυσίες. Ο Δημοσθένης, στον λόγο «Κατά Τιμοκράτους», αναφέρει περιστασιακά τα Κρόνια (ήταν γιορτή), αλλά πουθενά δεν μιλάει για αποτρόπαιες πράξεις. Μάλιστα, στην ύστερη αρχαιότητα, επί Ρωμαιοκρατίας, κατά την γιορτή του Κρόνου, «οι δούλοι είχον το δικαίωμα να συνεστιώνται μετά των κυρίων αυτών υπό των οποίων και υπηρετούντο» («Λεξικό μυθολογικών και ιστορικών ονομάτων», σ. 294).

Για αυτό και οι Ορφικοί Ύμνοι που έχουν φιλοσοφικό- θρησκευτικό- επιστημονικό περιεχόμενο, περιλαμβάνουν ύμνο και στον Κρόνο.«Είσαι γέννηση, ανάπτυξη, μείωση κυκλοσκεπτόμενε, άριστε» (Ύμνος 13).

Ο Α. Σταγειρίτης γράφει: «Ο Κρόνος υπήρξε δίκαιος βασιλιάς και σεβόταν τους νόμους, για αυτό και ο αιώνας της βασιλείας του αποκλήθηκε χρυσός» (Ωγυγία, τ. Γ’ σ. 70).

Σε αντίθεση με τα παραπάνω, και εξαιτίας της αμάθειας και της δεισιδαιμονίας, οι Καρχηδόνιοι (που σχετίζονται με τους σημιτικής προελεύσεως Φοίνικες), θυσίαζαν τα παιδιά τους στον Κρόνο. Τούτο έγινε από την απορρόφηση της λατρείας του από βάρβαρους λαούς, όπως μαρτυρείται από τους αρχαίους συγγραφείς. Για παράδειγμα, ο Πλούταρχος συνδέει την παραχάραξη των Καρχηδονίων με την δεισιδαιμονία, αντιδιαστέλλοντάς την ριζικά από την ελληνική θεώρηση των πραγμάτων (Περί δεισιδαιμονίας, 171 a- 171 d).

Έτσι ο Α. Σταγειρίτης αναφέρει τις έτερες εκδοχές του Κρόνου, όπως τον Φοινικικό, τον Μολώχ, τον Ατλάντιο, τους πατριάρχες των Εβραίων που καλούνταν «Κρόνιοι». Όπου λοιπόν διαβάζουμε για ανθρωποθυσίες στον Κρόνο, είναι εκ βαρβαρικών επιρροών. Κάτι το οποίο υποστήριξε με ικανά επιχειρήματα ο ερευνητής Berard κατά τα τέλη του 19ου αιώνος.

Συνεχίζωντας θα εξετάσουμε μερικές επί πλέον περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται εντέχνως από ορισμένους κύκλους, για να αποδείξουν δήθεν την ανωτερότητα του χριστιανισμού έναντι της ελληνικής παράδοσης.

12. «Περί αποχής εμψύχων», Πορφυρίου του Τύριου

Ο γνωστός φιλόσοφος Πορφύριος, έγραψε (συν τοις άλλοις) και ένα βιβλίο με τίτλο «Περί αποχής εμψύχων», με σκοπό να υπερασπίσει την αποχή από την κρεοφαγία.

Πρέπει να σημειωθεί (και πρέπει πάντα να το έχει κατά νου ο αναγνώστης), ότι το κείμενο δεν διασώζεται ακέραιο ούτε ανεξάρτητο. Οι εκδότες το έχουν εξορύξει από παραθέματα που βρίσκονται στην «Ευαγγελική προπαρασκευή» του Ευσεβίου Καισαρείας. Γνωρίζοντας όμως «τις ημέρες και τα έργα» του συγκεκριμένου χριστιανού συγγραφέα, είμαι επιφυλακτικός απέναντι σε ορισμένα σημεία του κατά τα άλλα εξαιρετικού αυτού κειμένου. Ωστόσο, για να μην μεροληπτώ (κάτι άλλωστε που αντιπαθώ ιδιαιτέρως για την έρευνα), ας θεωρηθεί ότι τα «περίεργα» σημεία είναι γραμμένα από τον Πορφύριο.

Το σύγγραμμα το απευθύνει στον Φίρμο Καστρίκιο και χωρίζεται σε τέσσερα βιβλία. Στο πρώτο, παρουσιάζει τα κυριότερα επιχειρήματα της αντίθετης άποψης και παράλληλα προετοιμάζει το πνευματικό υπόβαθρο στο οποίο θα στηρίξει την αντί- επιχειρηματολογία του. Στο δεύτερο, εξετάζει το πότε και γιατί ξεκίνησαν οι θυσίες ζώων. Στο τρίτο, αναπτύσσει με επιχειρήματα τη θέση ότι κανένα ζώο δεν είναι άλογο, αλλά η διαφορά μας με αυτά είναι μόνο στον βαθμό μετοχής στον Λόγο. Στο τέταρτο, αποδεικνύει ότι οι αυθεντικοί αρχικοί θεσμοί όριζαν την αποχή από τη βρώση εμψύχων. Σε αρκετά μέρη του έργου υποστηρίζεται με αξιόλογα επιχειρήματα η θέση ότι οι θυσίες αρχικά ήσαν προσφορές καρπών. Αυτές καλούνται ως «έθος των πατέρων» και «πάτρια».

Αλλά και ο Απόλλων προέτρεψε να τελούνται θυσίες κατά τις παραδόσεις των μακρινών και πρεσβυτάτων προγόνων (κείμ. «κατά τα πάτρια τουτέστιν κατά το έθος των πατέρων»). Και είναι φανερό, ότι εκείνος υποδεικνύει την παλαιά συνήθεια της αναίμακτης θυσίας. Διότι η παλαιά συνήθεια ήταν οι θυσίες με άρτους και καρπούς, όπως αποδείξαμε. (Βιβλίο 2, 58)

Ο Πορφύριος στηρίζει τις απόψεις του βασιζόμενος σε παλαιότερες πηγές (αρκετές από τις οποίες είναι σήμερα χαμένες).

Ο Θεοφραστος λοιπόν, με πολλά επιχειρήματα που έχουν ληφθεί από όσα παραδίδονται στις πατρώες διαθήκες κάθε λαού, απέδειξε ότι το παλαιόν έθος των θυσιών καρπών ήταν ακόμη στις μέρες του ισχυρό. Διότι αναφέρει ότι για τη θυσία πρώτη επελέγετο μια πόα. Και εξηγεί το δίκαιο και την αρχαία θυσιαστική συνήθεια ως εξής: «Οι αρχαίες προσφορές των ιερών ήσαν νηφάλια, και ετελούντο από πολλούς ανθρώπους. Και νηφάλια είναι σπονδές ύδατος, όπως εκείνες που ακολουθούσαν, οι σπονδές μελιού. Αυτόν τον υγρό καρπό ελάβαμε πρώτον απ’ όλα τ’ άλλα παρόμοια· ήταν δώρο των μελισσών. Επίσης, τα νηφάλια ήσαν σπονδές ελαίου. Και, τελευταίες απ΄ όλες αυτές τις προσφορές, ήλθαν οι σπονδές οίνου». (Βιβλίο 2, κεφ. 20)

Στο επόμενο κεφάλαιο φέρνει αποδείξεις περί των νηφαλίων θυσιών, από τις μαρτυρίες των πινάκων νόμων –αντίγραφα από τα Κορυβαντικά ιερά της Κρήτης, αλλά και από τις σχετικές πληροφορίες από το ποίημα του Εμπεδοκλή.

Αναφερόμενος στον «αρχαίον βίον της Ελλάδος», έχοντας ως πηγή του τον περιπατητικό φιλόσοφο Δικαίαρχο, γράφει ότι «οι παλαιοί ήσαν εκτός των άλλων και κοντά στους θεούς. Διότι υπήρξαν ωραιότατοι και αγαθότατοι στη μορφή και στις συνήθειες, και διότι έζησαν άριστο βίο. Για αυτό και θεωρούνται ως χρυσούν γένος, εάν συγκριθούν προς τους συγχρόνους μας, που είναι κίβδηλοι και από χυδαιότατη ύλη, ενώ εκείνοι δεν σκότωναν έμψυχο όν». (Βιβλίο 4, 2).

Από πολλά σημεία του έργου, προκύπτει αβίαστα ότι καμία θεότητα της ολύμπιας λατρείας δεν ζήτησε ποτέ την θυσία ζώων. Πόσο μάλλον ανθρωποθυσία!

Όπως αναφέρει και ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια», «οι γαρ αρχαίοι θυσίαι και σύνοδοι φαίνονται γίνεσθαι μετά τας των καρπών συγκομιδάς οίον απαρχαί» (1160a).

Πολύ σημαντική είναι επίσης και η αναφορά του στον Ορφέα…

Ας κάνουμε λοιπόν αυτά ακριβώς που παρέδωσε σ’ εμάς ο θεολόγος (ο Ορφεύς). Και αυτός λέγει να μην θυσιάζωμε ούτε ένα έμψυχο πλάσμα, αλλά μόνον όσα είναι άψυχα, από τις πόες και τους κλώνους, έως άλευρα, μέλι, τους άγριους καρπούς που δίνει η γη, και άνθη. Ούτε πυρ να αναδίδεται από ματωμένη σχάρα. (Βιβλίο 2, 36)

Πώς όμως περάσαμε στην ζωοθυσία; Ο Πορφύριος μας εξηγεί ότι ο άνθρωπος αρχικά προσέφερε απαρχές από ότι ο ίδιος έτρωγε, ως ευχαριστία. Αργότερα, όταν έμαθε τη βρώση του κρέατος, άρχισε να προσφέρει από τα ζώα που και ο ίδιος έτρωγε.

Αφού λοιπόν περιέγραψε αυτήν την μετεξέλιξη, γράφει: «Αλλά μεταγενέστερη και εξαιρετικά πρόσφατη είναι η θυσία η οποία γίνεται με την προσφορά ζώων και της οποίας το κίνητρο δεν είναι αθώο, όπως η θυσία καρπών, αλλά έχει τη ρίζα του σε κακές περιστάσεις, σε κάποιον λιμό ή άλλη δυστυχία. Οι περισσότεροι έχουν τη ρίζα τους ή σε έλλειψη γνώσεως ή στον θυμό ή σε κάποιους φόβους» (Βιβλίο 2, 9).

Η Κλυμένη σκότωσε κατά λάθος έναν χοίρο. Ο άνδρας της πήγε στους Δελφούς για να ζητήσει χρησμό. Ο Απόλλων συγχώρησε το συμβάν. Αυτό όμως παρερμηνεύθηκε ως δήθεν συγκατάβαση του θεού στην θανάτωση των χοίρων. Οι θυσίες των αιγών άρχισαν όταν προσέφεραν στους θεούς μια αίγα η οποία κατέστρεφε τους αμπελώνες στην Αττική. Κάποτε, όταν πλησίαζε η γιορτή των Διιπολίων, ένα βόδι έφαγε από τα άλευρα που προορίζονταν για την προσφορά. Τότε ο ιερεύς του Διός, ο Δίομος, έσφαξε το βόδι. Αργότερα, οι αρχαίοι νομοθέτες όντες (και) φιλόσοφοι, άρχισαν να νομοθετούν για τους πολλούς, ώστε να τους αποτρέπουν από τις θυσίες των ζώων. Ο Έρμιππος στο δεύτερο βιβλίο του «Περί των νομοθετών», γράφει ότι στα Ελευσίνια μυστήρια διατηρούνται τρείς από τους νόμους που εθέσπισε ο Τριπτόλαιμος. «Τους γονείς να τιμάτε, τους θεούς με καρπούς να ευχαριστείτε, ζώα μην τρώτε» (Βιβλίο 4, κεφ. 22).

Αλλά και ο νομοθέτης Δράκοντας, νομοθέτησε για τους κατοίκους της Αττικής «να τιμούν τους θεούς και τους εντόπιους ήρωες δημοσίως, με βάση τους ακολούθους πατροπαράδοτους νόμους, όσον είναι δυνατόν περισσότερο στον καθένα, και κάθε τιμή να συνοδεύεται με ιεράν σιγήν. Οι προσφορές πρέπει να είναι, κατά τους νόμους του Δράκοντος, απαρχές καρπών και ετήσιες χοές πελάνων». Ο νόμος όμως δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον αφιλοσόφητο άνθρωπο. Η παρανόηση συνεχίστηκε έχοντας ως αίτιο την ηδονή της γεύσεως. «όταν όμως τα σφάζουμε για την ικανοποίηση των δικών μας αισθήσεων και θυσιάζουμε όσα εμείς κρίνουμε ότι είναι κατάλληλα για θυσία και όχι ό, τι πράγματι αρέσει στους θεούς, αλλά μόνο στις ανθρώπινες ορέξεις, αποκαλύπτουμε έτσι εντελώς, εμείς οι ίδιοι, ότι χάριν της ηδονής και μόνο επιμένουμε σ’ αυτά τα θύματα, όχι για τους θεούς» (κεφ. 25).

Στοιχείο κατάπτωσης το γεγονός ότι νόμισε ότι θα ευχαριστούσε τους θεούς βάφοντας τα χέρια του με αίμα ζώων. Διόλου παράδοξο ωστόσο, εφόσον στο μεταξύ είχαν βάψει τα χέρια τους με ανθρώπινο αίμα, εξαιτίας των πολέμων που έκαναν μεταξύ τους («και πολέμων πειραθέντες, αιμάτων ήψαντο»).
(Βιβλίο 2, κεφ. 7)

Ως εδώ, αναφερθήκαμε στις ζωοθυσίες. Τί λέει όμως για τις ανθρωποθυσίες γενικά; Ποιες περιπτώσεις έχουμε στον αρχαίο κόσμο, και τί συμβαίνει συγκεκριμένα με την αρχαία Ελλάδα;

Ο Πορφύριος ισχυρίζεται ότι το αρχικό αίτιο ήταν η έλλειψη ειδών διατροφής. Επαναλαμβάνει, ότι οι απ’ αρχής θυσίες ήταν η προσφορά καρπών της γης. «Απ’ αρχής μεν γαρ αι των καρπών εγίνοντο τοις θεοίς θυσίαι». Καθώς περνούσε ο καιρός, και εξαιτίας της ηθικής κατάπτωσης και της έλλειψης καρπών, οι άνθρωποι έπεσαν στην ανθρωποφαγία. «χρόνω δε, της οσιότητος ημών εξαμελησάντων, επεί και των καρπών εσπάνισαν, και δια την της νομίμου τροφής ένδειαν εις το σαρκοφαγείν αλλήλων ώρμησαν» (Βιβλίο 2, 27). Όταν θέλησαν να εξιλεώσουν τον εαυτό τους, επειδή κατάλαβαν ότι η πράξη τους ήταν ειδεχθής, «μετά πολλών λιτών ικετεύοντες το δαιμόνιον, σφων αυτών απήρξαντο τοις θεοίς πρώτον». Θεώρησαν ότι η θυσία ανθρώπων ήταν πολύ καλό πράγμα, γιατί με αυτό τον τρόπο αντισταθμίζονταν η ανθρωποφαγία στην οποία είχαν περιέλθει πριν.

Η φράση «σφων αυτών» είναι πολύ σημαντική. Είναι αυτοπαθητική αντωνυμία και δείχνει -σύμφωνα με την ελληνική γραμματική- ότι το υποκείμενο ταυτόχρονα ενεργεί και πάσχει. Έτσι, αυτό ισοδυναμεί με το «εαυτών». Με αυτό τον τρόπο και μέσα στην δεισιδαιμονία τους, προσφέροντας οικειοθελώς τον εαυτό τους, θεώρησαν ότι εξιλεώνονταν για τις πρότερες ανόσιες πράξεις τους. Γνωρίζοντας τώρα αυτά, τα οποία παραβλέπονται από τους απολογητές- όπως και τόσα άλλα, ερχόμαστε σε ένα χωρίο που χρησιμοποιείται κατά κόρον από αυτούς.

αφ’ ου μέχρι του νυν ουκ εν Αρκαδία μόνον τοις Λυκαίοις, ουδ’ εν Καρχηδόνι τω Κρόνω κοινή πάντες ανθρωποθυτούσι, αλλά κατά περίοδον, της του νομίμου χάριν μνήμης, εμφύλιον αίμα βαίνουσι προς τους βωμούς και θυσίας νυν και καίπερ της παρ’ αυτοίς εξειργούσης των ιερών και τοις περιρραντηρίοις κηρύγματι, είτις αίματος αριθμείου μεταίτιος. (Βιβλίο 2,27)

Πολύ κακώς, ορισμένοι αποδίδουν τη φράση «κοινή πάντες ανθρωποθυτούσι», ως τάχα ότι «παντού όλοι θυσιάζουν ανθρώπους». Ο Πορφύριος αναφέρεται σε δύο πολύ συγκεκριμένες περιοχές. Σε αυτές διατηρήθηκε το έθιμο της ανθρωποθυσίας, ραίνοντας τους βωμούς με ανθρώπινο αίμα, χάριν μνήμης. Έχοντας ήδη αναφέρει τα προηγούμενα, είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε το γιατί στην Καρχηδόνα τελούνταν «κοινή», δηλαδή δημοσίως, χωρίς να εμποδίζεται από κανέναν. Όσο για το Λυκαίο όρος στην Αρκαδία, ο Πορφύριος δεν λέει ότι εκεί τελούνταν δημοσίως. Κάτι που ενισχύεται και από τον Παυσανία που αναφέρει ότι αυτές γινόταν «εν απορρήτω».

13. Άλλες «περίεργες» περιπτώσεις που αναφέρονται από τον Πορφύριο

Ο Πορφύριος αναφέρει ότι στην Σαλαμίνα της Κύπρου, κατά τον μήνα Αφροδίσιο…

…εθύετο άνθρωπος τη Αγραύλω τη Κέκροπος και νύμφης Αγραυλίδος, και διέμενε το έθος άχρι των Διομήδους χρόνων. Είτα μετέβαλεν, ώστε τω Διομήδει τον άνθρωπον θύεσθαι. Υφ’ ένα δε περίβολον ό τε της Αθηνάς νεώς, και ο της Αγραύλου και Διομήδους, ο δε σφαγιασόμενος υπό των εφήβων αγόμενος και βωμόν έπειτα ο ιερεύς αυτόν λογχή έπαιεν κατά του στομάχου και ούτως αυτόν επί την ο νηθείσαν πυράν ωλοκαύτιζεν. (Βιβλίο 2,κεφ. 53)

Η κόρη του Κέκροπως, η Άγραυλος, «επρόσφερε εαυτήν εκουσίως εις θυσίαν υπέρ της σωτηρίας των Αθηνών», η οποία και τιμήθηκε για αυτήν της την πράξη ηρωισμού. (Λεξικό αρχαίων μυθολογικών ονομάτων, Ν. Λορέντης, σ. 6). Ο Κέκροπας επισκέφθηκε την Κύπρο όπου έκτισε την πόλη Κορωνίδα, που έπειτα ονομάσθηκε Σαλαμίνα. Οι ντόπιοι με αφορμή την πράξη αυτοθυσίας της Αγραύλου, και υπό βαρβαρικές επιρροές (Φοινικικές κατά τον μελετητή Berard), θυσίαζαν στην Άγραυλο (και όχι σε θεότητα). Η θυσία αυτή ήταν προς τιμήν της πράξεώς της. Αργότερα άλλαξε και θυσίαζαν στον Διομήδη. Επίσης σε άνθρωπο.

Οφείλουμε ωστόσο να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι σύμφωνα με τον Παυσανία που είδαμε στα προηγούμενα, ο Κέκροπας που ήταν σοφός στα θρησκευτικά και νομοθετικά ζητήματα, δεν είχε αξιώσει να τελούνται αιματηρές προσφορές. Αξίζει να προσεχθεί η αναφορά του Πορφυρίου ότι γύρω από το βωμό γυρίζει εκείνος που επρόκειτο να θυσιαστεί, κάτι που θυμίζει την πρακτική του καθαρμού της πόλεως με τους «φαρμακούς» ή αλλιώς «καθάρματα». Επρόκειτο για κακοποιά στοιχεία, τους οποίους τους γύριζαν γύρω από την πόλη, και μετά τους πετούσαν στην φωτιά. Κάτι ανάλογο δηλαδή με την θανατική ποινή. Αυτό δεν είναι θυσιαστική λατρευτική προσφορά. Η περιφορά και το ολοκαύτωμα παραπέμπουν σε θανατική καταδίκη- εκτέλεση. Αυτά, καταργήθηκαν από τον βασιλιά της Κύπρου Δίφιλο, κατά τα χρόνια του Σέλευκου του Θεολόγου. («Τούτον δε τον θεσμόν, Δίφιλος, ο της Κύπρου βασιλεύς κατέλυσε, κατά Σελεύκου χρόνους του θεολόγου γενόμενος») (ο. π κεφ. 54).

Ας δούμε τα σχετικά με την Ρόδο…

Εθύετο γαρ και εν Ρόδω μηνί Μεταγειτνίωνι έτη ισταμένου, άνθρωπος τω Κρόνω. Ο δη επιπολύ κρατήσαν έθος, μετεβλήθη, ένα γαρ των επί θανάτω δημοσία κατακριθέντων μέχρι μεν των Κρονίων συνείχον· ενστάσης δε της εορτής προαγαγόντες άνθρωπον έξω πυλών άντικρυς του Αριστοβούλης έδους, οίνω ποτίσαντες, έσφαττον. (ο. π. κεφ. 53)

Βλέπουμε ότι για ένα μεγάλο διάστημα, στην Ρόδο θυσίαζαν άνθρωπο στον Κρόνο, κατά τον μήνα Μεταγειτνιώνα, πράξη τελούμενη υπό βαρβαρικές επιρροές. Είναι όμως πολύ σημαντική η συνέχεια του χωρίου, που λέει ότι αυτό το έθος κάποτε μεταβλήθηκε σε δημόσια θανατική ποινή κατά τα Κρόνια. Σε αντίθεση, οι Καρχηδόνιοι (Φοίνικες) το θεωρούσαν νόμιμο και ποτέ δεν έπαυσε σε αυτούς. Εδώ έχουμε σαφώς την παραποιημένη εκδοχή για τον Κρόνο, όπως είχαμε γράψει.

Χίος και Τένεδος…

«Εθύοντο δε και εν Χίω τω ωμαδίω Διονύσω άνθρωπον διασπώντες, και εν Τενέδω, ως φησίν Εύελπις ο Καρύστιος» (ο. π κεφ. 54).

Πηγή είναι ο Εύελπις ο Καρύστιος. Τα αναφερόμενα όμως δεν επιβεβαιώνονται από καμία άλλη πηγή ή αρχαιολογικό εύρημα.

Υπάρχει ένα απόσπασμα του Αιλιανού («Ποικίλη ιστορία», βιβλίο Γ΄ 42), που αναφέρεται στην «βακχική» μανία που έπεσαν οι γυναίκες της Χίου. Στο ίδιο απόσπασμα αναφέρεται ότι οι κόρες του Μινύα διέσπασαν έναν νεαρό, όταν καταλήφθηκαν από την ίδια μανία. Πιθανότατα, η Χιώτικη εκδοχή του μύθου για την λατρεία του Διονύσου (ο Διόνυσος ήταν που διαμελίστηκε από τους Τιτάνες, κατά το μύθο), να παροδήγησε τον Εύελπη ώστε να αναφέρει περί ανθρωποθυσιών στην Χίο. Για τον Διόνυσο θα γίνει λόγος στο τέταρτο και τελευταίο μέρος.

Όσον αφορά την Τένεδο, πάλι ο Αιλιανός αναφέρει ότι «Τενέδιοι δε τω ανθρωπορραίστη Διονύσω τρέφουσι κύουσαν βουν, τεκούσαν δε άρα αυτήν οία δήπου λεχώ θεραπεύουσι. Το δε αρτιγενές βρέφος καταθύουσι υποδήσαντες κοθόρνους» («Περί ζώων ιδιότητος», βιβλίο ΙΒ΄ 34). Δηλαδή, οι Τενέδιοι διαλέγουν μια αγελάδα που είναι έτοιμη να γεννήσει και όταν γεννήσει, θυσιάζουν το νεογέννητο μοσχαράκι (αντί για άνθρωπο).

Λακεδαιμόνιοι και ανθρωποθυσία στον Άρη…

«Επεί και Λακεδαιμονίους φησίν ο Απολλόδωρος τω Άρει θύειν άνθρωπον» (ο. π κεφ. 54).

Η πληροφορία δεν τεκμηριώνεται από άλλες πηγές ούτε από αρχαιολογικά ευρήματα. Εκτός αυτού, είναι γενική και αόριστη, χωρίς να έχει ως σημείο αναφοράς κάποιο πρόσωπο ή κάποιο γεγονός. Πλείστοι όσοι ασχολήθηκαν ή αναφέρθηκαν στα συγγράμματά τους στα κοινωνικά ήθη και τα θρησκευτικά έθιμα της αρχαίας Σπάρτης, δεν αναφέρουν τίποτα σχετικό. Ούτε ο Όμηρος (Ιλιάδα και Οδύσσεια), ούτε ο Ξενοφώντας (Αγησίλαος και Λακεδαιμονίων πολιτεία), ούτε ο Θουκυδίδης, ούτε ο Παυσανίας (Λακωνικά), ούτε ο Ηρόδοτος, ούτε ο Αριστοτέλης (Πολιτικά), ούτε ο Πλούταρχος (Λυκούργος και Αγησίλαος) κα. Ούτε ο Πλάτων θα εκθείαζε ποτέ το πολίτευμα των Λακεδαιμόνων ως ένα από τα καλύτερα της Ελλάδος, μαζί με αυτό των Κρητικών.

Φύλαρχος…

«Φύλαρχος δε κοινώς πάντας τους Έλληνας πριν επί πολεμίους εξιέναι ανθρωποκτονείν ιστορεί» (ο. π κεφ. 54).

Και αυτή η πληροφορία του Φύλαρχου είναι ατεκμηρίωτη. Διότι, έχουν γραφτεί πάρα πολλά για τους πολέμους τόσο ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις, όσο και κατά των βαρβάρων. Πουθενά ο Θουκυδίδης, ή ο Ηρόδοτος, ή ο Αρριανός, ή ο Ξενοφώντας, δεν αναφέρουν ότι οι Έλληνες σκότωναν ανθρώπους πριν πάνε να πολεμήσουν τους εχθρούς. Πέρα από όμως, ο Φύλαρχος ως ιστορικός, δεν είναι αξιόπιστος. Αυτό δεν το λέω εγώ, αλλά ένας μεγάλος ιστορικός, ο Πολύβιος.

Θα ήταν πολύ χρήσιμο να αναφέρουμε την κριτική ενός μεγάλου ιστορικού, του Πολύβιου, κατά του Φυλάρχου.

Γράφει λοιπόν ο Πολύβιος…

Επεί δε των κατά τους αυτούς καιρούς Αράτω γεγραφότων παρ’ ενίοις αποδοχής αξιούται Φύλαρχος, εν πολλοίς αντιδοξών και ταναντία γράφων αυτώ, χρήσιμον αν είη, μάλλον δ’ αναγκαίον ημίν, Αράτω προηρημένοις κατακολουθείν περί των Κλεομενικών, μη παραλιπείν άσκεπτον τούτο το μέρος, ίνα μη το ψεύδος εν τοις συγγράμμασιν ισοδυναμούν απολείπωμεν προς την αλήθειαν. Καθόλου μεν ουν ο συγγραφεύς ούτος πολλά παρ’ όλην την πραγματείαν εική και ως έτυχε είρηκε. Πλην περί μεν των άλλων ίσως ουκ αναγκαίον επιτιμάν κατά το παρόν ουδ’ εξακριβούν· όσα δε συνεπιβάλλει τοις υφ’ ημών γραφομένοις καιροίς- ταύτα δ’ εστί τα περί τον Κλεομενικόν πόλεμον- υπέρ τούτων αναγκαίον εστίν ημίν διευκρινείν. Έσται δε πάντως αρκούντα ταύτα προς το και την όλην αυτού προαίρεσιν και δύναμιν εν πραγματεία καταμαθείν. (Ιστορίαι, 2.56.1- 2.56.5)

Δηλαδή, κατά τον Πολύβιο, ο Φύλαρχος δεν είναι αξιόπιστος ως ιστορικός. Και συγκρίνει τα συγγράμματα του Άρατου με αυτά του Φύλαρχου ως προς τα γεγονότα του Κλεομενικού πολέμου, «ίνα μη το ψεύδος εν τοις συγγράμμασιν ισοδυναμούν απολείπωμεν προς την αλήθειαν». Θεωρεί δηλαδή όσα γράφει ο Φύλαρχος ως ψεύδη, τα οποία δεν θα πρέπει να εξισωθούν με όσα αληθινά γράφει ο Άρατος. Και λέει ότι ο Φύλαρχος «πολλά παρ’ όλην την πραγματείαν εική και ως έτυχε είρηκε». Σε όλο το έργο ο Φύλαρχος έχει γράψει πράγματα άσκοπα και άστοχα.

Συνεχίζοντας, λέει ότι άλλος είναι ο σκοπός του ιστορικού και άλλος του τραγικού…

Δει τοιγαρούν ουκ εκπλήττειν τον συγγραφέα τερατευόμενον δια της ιστορίας τους εντυγχάνοντας ουδέ τους ενδεχομένους λόγους ζητείν και τα παρεπόμενα τοις υποκειμένοις εξαριθμείσθαι, καθάπερ οι τραγωδιογράφοι, των δε παραχθέντων και ρηθέντων κατ’ αλήθειαν αυτών μνημονεύειν πάμπαν, αν πάνυ μέτρια τυγχάνωσιν όντα. Το γαρ τέλος ιστορίας και τραγωδίας ου ταυτόν, αλλά τουναντίον. Εκεί μεν γαρ δει των πιθανοτάτων λόγων εκπλήξαι και ψυχαγωγήσαι κατά το παρόν τους ακούοντας, ενθάδε δε δια των αληθινών έργων και λόγων εις τον πάντα χρόνον διδάξαι και πείσαι τους φιλομαθούντας, επειδήπερ εν εκείνοις μεν ηγείται το πιθανόν, καν η ψεύδος, δια την απάτην των θεωμένων, εν δε τούτοις ταληθές δια την ωφέλειαν των φιλομαθούντων.

Δηλαδή:

Ο ιστορικός λοιπόν δεν πρέπει να ταράζει τους αναγνώστες με τραγικές εικόνες ούτε να αναζητεί τους λόγους, που είπαν ίσως οι πρωταγωνιστές, ούτε να απαριθμεί τις πιθανές συνέπειες των γεγονότων που αναφέρει, όπως οι τραγικοί ποιητές, αλλά να μνημονεύει δίχως παραλείψεις όσα έγιναν και ειπώθηκαν αληθινά, έστω κι αν είναι εντελώς ασήμαντα. Και τούτο, γιατί ο σκοπός της ιστορίας και της τραγωδίας δεν είναι ο ίδιος, μα ο αντίθετος: ο τραγικός ποιητής πρέπει με τους πιο αληθοφανείς λόγους να συγκινήσει και να θέλξει τους θεατές, ενώ ο ιστορικός είναι υποχρεωμένος με έργα και λόγια αληθινά να διδάξει και να πείσει οριστικά τους φιλομαθείς αναγνώστες. Στην τραγωδία έχει τον πρώτο λόγο το πιθανό, κι αν ακόμα είναι ψέμα, για να βρεθούν οι θεατές στο χώρο του θαυμαστού, ενώ στην ιστορία την πρώτη θέση έχει η αλήθεια, για να ωφεληθούν οι φιλομαθείς.

Λέτε ότι ένας φιλόσοφος τέτοιου βεληνεκούς πολυμάθειας, να μην ήξερε ότι η θανάτωση εγκληματία δεν συνιστά ανθρωποθυσία, ή να μην γνώριζε ότι οι παραπάνω ισχυρισμοί είναι εντελώς αστήρικτοι; Ή μήπως έχουμε παρεμβολή του Ευσεβίου; Δεν έχουμε όμως αποδείξεις από τη χειρόγραφη παράδοση, εφόσον το «Περί αποχής εμψύχων» δεν σώζεται αυτόνομα και ανεξάρτητα. Μόνο λογικούς συνειρμούς μπορούμε να κάνουμε, έχοντας υπόψη μας από τη μια τον Ευσέβιο και από την άλλη τον Πορφύριο.

14. Ο Λιβάνιος και…ανθρωποθυσίες

Το θέμα του 41ου λόγου του Λιβανίου έχει να κάνει με… ανθρωποθυσία. Συγκεκριμένα, η Αντιόχεια μαστίζεται από λοιμό, και χρησμός του Απόλλωνος ζητά την ανθρωποθυσία προκειμένου να σταματήσει το κακό. Επιλέγεται το παιδί ενός μάγου, αλλά ο πατέρας του ισχυρίζεται ότι μπορεί να σταματήσει τη συμφορά χωρίς να θυσιαστεί το παιδί του, μέσω της γοητείας. Ο Λιβάνιος αντίκειται, προσπαθώντας να πείσει τους Αντιοχείς ότι το παιδί πρέπει να θυσιαστεί, κατ’ επιταγή του θεού. Το παρουσιαζόμενο σενάριο είναι δύσκολο να αποτελεί ιστορικό γεγονός. Ο Λιβάνιος ζει σε μια τραγική και καθοριστική εποχή για το μέλλον της ανθρωπότητας. Ζει στον πολύπαθο 4ο μεταχριστιανικό αιώνα (κατά την χριστιανική χρονολόγηση). Μια περίοδο όπου επιχειρείται να επιβληθεί μια «Νέα Τάξη Πραγμάτων» της τότε εποχής, κατά την οποία έπρεπε να καταργηθούν οι παλαιοί θεσμοί και παραδόσεις και όπου όλοι θα έπρεπε να υπακούουν υποχρεωτικά σε μια θρησκευτικό-πολιτική αρχή. Κατά δεύτερον, αν ο Λιβάνιος πράγματι επιχειρούσε το παραπάνω, δεν θα είχε την παρρησία να απευθύνει στον χριστιανό αυτοκράτορα Θεοδόσιο την περίφημη επιστολή του «Υπέρ των ιερών», κατακεραυνώνοντας τις φαύλες και άτιμες πράξεις των χριστιανών. Κατά τρίτο, έχουμε πατερικές αναφορές για τον Λιβάνιο, όπως αυτές του Βασιλείου Καισαρείας, που δείχνουν έναν άνθρωπο τελείως διαφορετικό. Μάλιστα, ο ίδιος ο Βασίλειος έστελνε τα πνευματικά του παιδιά στον Λιβάνιο προκειμένου να μαθητεύσουν κοντά του την ρητορική τέχνη (επιστολή 337). Επίσης, οι υπόλοιποι πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς, θα έβρισκαν αφορμή να κατηγορήσουν εκ νέου την αντίπαλη εθνική λατρεία, και μάλιστα στο πρόσωπο ενός γνωστού και επιφανούς. Να ήταν λοιπόν…ανθρωποθυσιαστής όπως διατείνονται οι σύγχρονοι απολογητές και να το αγνοούσαν οι πατέρες, είναι ανόητο να το ισχυρίζεται κανείς. Και ενώ οι εκκλησιαστικοί σιγούν…εκκωφαντικά, οι νεο-απολογητές το έχουν κάνει…σημαία! Κατά τέταρτο, γνωρίζουμε ότι η Αντιόχεια είχε εκχριστιανιστεί κατά ένα μεγάλο της μέρος με την συνεπικουρεία της νωθρότητητας των πολιτών της. Συνεπώς, θα ήταν δύσκολο να επιχειρηθεί κάτι τέτοιο.

Στην πραγματικότητα, ο 41ος λόγος ανήκει σε ένα συγκεκριμένο είδος λόγων, τα «προγυμνάσματα» ή «μελέται», που είναι ρητορικές ασκήσεις. Στο διαδικτυακό τόπο «Britannica.com/biography/libanius», διαβάζουμε:

Libanius’ s works include more than 50 orations of varius types, of which the first is especially famous for its autobiographical character. Also surviving are about 50 declamations and other writings intended for use in schools (progymnasmata), as well as more than 1500 letters great historical interest.

Δηλαδή:

Τα έργα του Λιβανίου περιλαμβάνουν πάνω από πενήντα ομιλίες διαφόρων ειδών, από τις οποίες οι πρώτες είναι περίφημες για τον αυτοβιογραφικό τους χαρακτήρα. Επίσης διασώζονται περίπου πενήντα ρητορικοί λόγοι και άλλα γραπτά που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν στις σχολές ρητορικής (προγυμνάσματα), όπως επίσης και περισσότερες από χίλιες πεντακόσιες επιστολές, μεγάλου ιστορικού ενδιαφέροντος.

Στο λεξικό του Ν. Λωρέντη, αναφέρεται για τον Λιβάνιο, «Σώζονται του σοφιστού τούτου διάφοροι ρητορικοί λόγοι, μελέται, επιστολαί και υποθέσεις εις τους λόγους του Δημοσθένους…» (σ. 324).

Μια από τις σημασίες του όρου «μελέτη» είναι «άσκησις, εξάσκησις» (Δημητράκος τ. Θ’ σ. 4645).

Σύμφωνα με το λεξικό του Ησύχιου «Γλώσσαι», «μελέτη γαρ άσκησις».
Το θέμα είναι λοιπόν φανταστικό χάριν ασκήσεως και όχι πραγματικό. Αυτό παρουσιάζεται ως…ιστορικό γεγονός, αποδεικτικό των «ανθρωποθυσιών»!

15. Ο Φιλοποιμήν

Ο Φιλοποιμήν ήταν ένας σπουδαίος αρχιστράτηγος του Αχαϊκού Συνδέσμου. Στην τελευταία του μάχη, όντας «προβεβηκός το γήρας» -όπως αναφέρεται-, συνελήφθη από τους Μεσσήνιους και οδηγήθηκε λαβωμένος στην Μεσσήνη όπου αναγκάστηκε να πει το κώνειο σε ηλικία 78 ετών. Σε όλη την Ελλάδα στήθηκαν ανδριάντες και επιγραφές με τα κατορθώματά του. Μάλιστα, προς τιμή του, θέσπισαν ετήσια γιορτή.

Η σύνδεσή του με δήθεν ανθρωποθυσίες που γίνονταν στον τάφο του, είναι άτοπη καθώς ο Φιλοποιμήν δεν λογίστηκε ποτέ ως θεότητα. Αν ισχύει η θανάτωση των αιχμαλώτων προς τιμή του, ήταν μια πράξη πολεμικών αντιποίνων.

Γράφει ο Πλούταρχος: «Εις την πόλιν, επιποθούσαν τον άνδρα και βαρέως φέρουσαν, οιομένην συναποβεβληκέναι το πρωτεύειν εν τοις Αχαιοίς. Ετάφη μεν ουν ως εικός ενδόξως, και περί το μνημείον οι των Μεσσηνίων αιχμάλωτοι κατελεύσθησαν» (Φιλοποιμήν 21).

16. Ο Αθάμας και οι απόγονοί του, κατά τον Ηρόδοτο

Ο Ηρόδοτος στο βιβλίο των Ιστοριών του «Πολύμνια» (197), αναφέρει ότι οι οδηγοί του Ξέρξη διηγήθηκαν στον Ξέρξη μια ντόπια φήμη/ θρύλο («επιχώριον λόγον»), σχετικά με το ιερό του Λαφυστίου Διός. Δηλαδή, του διηγήθηκαν ότι κάποτε ο Αθάμας είχε επιβάλλει στους απογόνους του όποιος εισέρχεται μέσα στο πρυτανείο του ιερού αυτού χωρίς άδεια, να θυσιάζεται. Και του είπαν επίσης ότι σε αυτήν την ποινή καταδικάστηκαν αργότερα οι απόγονοι του Φρίξου, διότι ένας από αυτούς (ο Κυτίσσωρος) έσωσε τον Αθάμα που ήταν να θυσιαστεί για τον καθαρμό της πόλης, με αποτέλεσμα να πέσει η οργή των θεών σε αυτόν και στους απογόνους του. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα ο Ξέρξης και ο στρατός του να μην εισέλθουν στον ιερό χώρο, από φόβο. Στην ουσία, αυτός ο επιχώριος λόγος λειτουργούσε αποτρεπτικά, ώστε να παρεμποδίζει την είσοδο σε όσους δεν έπρεπε να μπουν.

17. Διόνυσος και ωμοφαγία

Ο Διόνυσος συνδέεται με τις ζωοποιές ιδιότητες του Ηλίου και του Έρωτος, τη βλάστηση και τις γονιμοποιές δυνάμεις. Για αυτό, ιδιαίτερο σύμβολό του συν τοις άλλοις, ήταν και ο φαλλός. Εκλαμβάνονταν από τους απλούστερους ως θεός του κρασιού, ενώ από τους μύστες ως θεός της εκστάσεως. Επίσης, θεός του Χορού, του Θεάτρου, και της ψυχικής ανατάσεως εν γένει. Ο συμβολισμός του Διονύσου είναι ένα τεράστιο θέμα με πολύ βαθιές προεκτάσεις (βαθύτερες από όσες μπορεί να καταλάβει ο αναγνώστης από όσα διαβάζει εδώ), και δεν είναι επί του παρόντος να αναλυθεί πλήρως.

Μελετώντας τους αρχαίους συγγραφείς, διαπιστώνουμε ότι ο Διόνυσος και ο Όσιρις έχουν αρκετά κοινά σημεία στις μυθολογίες τους. Ο Πλούταρχος μας διευκρινίζει πάρα πολλά σχετικά με το θέμα μας, στο έργο του «Περί Ίσιδος και Οσίριδος». Όπως ο ήλιος, η σελήνη, ο ουρανός, η γη, η θάλασσα, είναι κοινά σε όλους, έτσι και οι θεότητες και οι ιδιότητές τους είναι κοινές σε όλους τους λαούς και τις παραδόσεις. Μόνο τα ονόματα αλλάζουν. Αναφερόμενος στον Όσιρι, γράφει στην Κλέα· «Το ότι είναι ο ίδιος με τον Διόνυσο, ποιος άλλος πρέπει να το γνωρίζει καλύτερα από σένα , Κλέα, που είσαι αρχηγός των Θυιάδων στους Δελφούς και αφιερωμένη από τον πατέρα και τη μητέρα σου στις ιερές τελετές του Ισίριδος;» (Πλούταρχος, Περί Ίσιδος και Οσίριδος 35 Ε).

Αλλά και ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης, γράφει ότι «Οι Αιγύπτιοι λένε πως ο θεός που εκείνοι ονομάζουν Όσιρι είναι ο καλούμενος από τους Έλληνες Διόνυσος» (Ιστορική Βιβλιοθήκη, Δ΄ 1.6).

Έτσι λοιπόν και οι δύο ταξίδευσαν σε όλο τον κόσμο εκπολιτίζοντας τους ανθρώπους, τους δίδαξαν τους καρπούς της γης, όρισαν νόμους, χρησιμοποίησαν το τραγούδι και τη μουσική. Σύμβολό τους ο φαλλός, ιερό τους ζώο ο ταύρος. Στις λατρείες αμφοτέρων οι θρησκευτές κρατούν θύρσους και κραυγάζουν. Το τελευταίο και άμεσα σχετιζόμενο με το θέμα μας, ότι σύμφωνα με την μυθολογία, και οι δύο διαμελίστηκαν και επανήλθαν στην ζωή. «Οι μύθοι επίσης για τους Τιτάνες και τα Νυκτέλια συμφωνούν με τους μύθους για τον διαμελισμό, την αναβίωση και την παλιγγενεσία του Οσίριδος» (ο. π. 35 Α). Με τον διαμελισμό τους σχετίζεται η ωμοφαγία. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι στις τελετές χρησιμοποιούνται ιερά μυστικά- μυητικά σύμβολα, τα οποία ορισμένοι τα εκλάμβαναν κατά κυριολεξία και όχι με τον ορθό φιλοσοφικό τρόπο, με αποτέλεσμα να πέσουν στην δεισιδαιμονία.

Επισημαίνει: «Όταν ακούσεις, λοιπόν, τους μύθους των Αιγυπτίων για τους θεούς, περιπλανήσεις, διαμελισμούς και πολλά τέτοια παθήματα, πρέπει να θυμάσαι όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως και να μην νομίζεις ότι ένα γεγονός όπως το διηγούνται έτσι και έγινε» (ο. π. 11 Β).

Και επίσης, «Αφού, λοιπόν, άκουσες τα σχετικά με τους θεούς και δέχεσαι τον μύθο απ’ αυτούς που τον ερμηνεύουν με ευλάβεια και φιλοσοφική διάθεση (αρχαίο: των εξηγουμένων τον μύθον οσίως και φιλοσόφως), εκτελώντας πάντα και τηρώντας τα καθιερωμένα, θεωρώντας πως ούτε θυσίες ούτε πράξεις τους ευχαριστούν περισσότερο από το να έχει κανείς σωστή αντίληψη για τους θεούς, τότε θα αποφύγεις το κακό που είναι εξίσου μεγάλο με την αθεία, τη δεισιδαιμονία δηλαδή» (ο. π. 11 D).

Μια από τις προσηγορίες του Διονύσου είναι και το «ωμάδιος» ή «ωμηστής», που σημαίνει «ωμοφάγος». Φυσικά, αυτό δεν έχει καμία σχέση με υποτιθέμενες ανθρωποθυσίες. Ο Ορφέας στους πανάρχαιους ύμνους του, τον προσφωνεί «αγνόν, ωμάδιον, τριετή, σταφυλοτρόφο, βλαστοφόρο» (ύμνος 30). Επίσης «πρωτόγονο» και «άγριον». Όπου «πρωτόγονος» σημαίνει τον «πρώτο γόνο» (πιθανότατα επειδή συντελεί στην παραγωγή των καρπών), και «άγριος» που έχει τη σημασία του «εν τοις αγροίς ζων», «παν το μη καλλιεργούμενων υπ’ ανθρώπου» (Δ. Δημητράκος, τ. Α΄σ. 56). Στο ύμνο 53, καλείται «χθόνιος», «κινώντας τους χορούς στις κυκλικές εποχές». Είναι καθαρή η αναφορά ότι σχετίζεται με τη γη και τις εποχές που επαναλαμβάνονται με κυκλικό ρυθμό, σαν χορός. Επίσης, προσφωνείται «χλωροκάρπε, κερασφόρε, κάρπιμε Βάκχε, έλα στην πάνθεη τελετή με πρόσωπο ανθηρό, φορτωμένος με τελεσιγόνους ιερούς καρπούς». Σε άλλον ύμνο προσφωνείται, «εύκαρπε, που αυξάνεις τον χαροποιό καρπό». Στον ίδιο ύμνο· «που εμφανίσθηκες ως παυσίπονο φάρμακο στους θνητούς, ιερόν άνθος». Και η επίκλησή του, «σε καλώ να έρθεις στους μύστες γλυκύς, φερέκαρπος» (ύμνος 50). Άμεση η σύνδεσή του με τους καρπούς της γης. Ο Πορφύριος στο «Περί αγαλμάτων» γράφει ότι «η δύναμη που παράγει τους κελυφωτούς καρπούς και όλους γενικά τους καρπούς των φυτών, ονομάζεται Διόνυσος». Η ωμοφαγία μπορεί να συνδεθεί με τη βρώση των καρπών, εφόσον αυτοί καταναλώνονται ως επί το πλείστο, ωμοί.

Ωστόσο, υπάρχει μόνο μια μαρτυρία που συνδέει το «ωμηστής» με την ανθρωποθυσία. Αυτή προέρχεται από τον Φανία τον Λέσβιο, που απλά παρατίθεται από τον Πλούταρχο στο έργο «Θεμιστοκλής». Εκεί αναφέρεται ότι πριν την έναρξη της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, ο Θεμιστοκλής θυσίασε τρείς Πέρσες. Για το ανιστόρητο του πράγματος, έχει γίνει ήδη λόγος. Ο Ευριπίδης στην τραγωδία «Κρήτες» (διασώζεται αποσπασματικά), αναφέρονται οι τελετουργικές πράξεις κατά τις οποίες κάποιος μπορεί να γίνει βάκχος. Ο χορός (που αποτελείται από τους ιερείς του Διός, απευθύνεται στον Μίνωα και του λέει συν τοις άλλοις: «Έρχομαι, αγνόν βίο κηρύσσοντας, όμοιον μ’ εκείνον που μ’ έκαμε να γίνω μύστης του Ιδαίου Διός και του νυκτιπόλου Ζαγρέως τα κρούσματα δοξάζω, αφού ετέλεσα τα ωμοφάγα δείπνα και ύψωσα στην ορεινή Μητέρα τιε δάδες κι επήρα των Κουρητών τ’ όνομα, βάκχος όσιος τώρα εγώ. Κάτασπρα ρούχα φορώντας φεύγω· και νόμο μου έχω από θνητών γεννήσεις και θήκες νεκρών να μένω μακρυά κι ούτε να εγγίζω φαγητά που έγιναν από πλάσματα που έχουν ψυχή».

Στις «Βάκχες», ο ίδιος τραγικός, συσχετίζει την ωμοφαγία με την ζωοφαγία. Λέει ο χορός (οι βάκχες), «Τι γλύκα είν’ απ’ τα βουνά σαν τρέχει ξεκομμένος απ’ τους γρηγοροκίνητους θεόληπτους θιάσους μ’ ένα εφαφόδερμα ιερό στον κάμπο αναζητώντας αίμα σφαγμένου τράγου, χαρά ωμών κρεάτων». Βεβαίως ο Ευριπίδης (όπως και κάθε άλλο μεγάλο πνεύμα) γράφει κωδικοποιημένα. Δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται όλα κατά κυριολεξία, ειδικά όταν η κυριολεκτική ερμηνεία προσκρούει στην καθαρά θρησκευτικοφιλοσοφική αρχαία παράδοση. Το ίδιο ισχύει για κάθε αρχαίο σύγγραμμα.

Η ωμοφαγία είναι κώδικας που ανάγει το νου του μυημένου στον διαμελισμό του Διονύσου. Όπως ο Όσιρις διαμελίστηκε από τον Τυφώνα, έτσι και ο Διόνυσος από τους Τιτάνες. Ο διαμελισμός αυτός δηλεί (συν τοις άλλοις και) τον αφανισμό του Ιερού Λόγου, δηλαδή όλης εκείνης της αρχαίας ιερής Γνώσης, που συνδέει τις κοσμικές λειτουργίες του παντός με την ουσία του ανθρώπου. Η επανασύσταση του σώματος (ανάσταση), δηλεί την επανένωση όλων των διασπασμένων κομματιών της Γνώσης (που βρίσκεται στις διάφορες παραδόσεις), σε μία ενιαία Σοφία.

«Είναι ελληνικό, ξέρεις, το όνομα Ίσις όπως και ο Τυφών, που είναι εχθρός της θεάς, τυφλωμένος από την άγνοια και την πλάνη, που διαμελίζει και αφανίζει τον ιερό λόγο, τον οποίο συγκεντρώνει η θεά, τον συνθέτει και τον παραδίδει σε αυτούς που μυούνται στα μυστήρια που τελικό σκοπό έχουν τη Γνώση του πρώτου, κυρίαρχου και νοητού» (Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 11 F).

Επίλογος

Η κυριαρχία του πνευματικού σκότους έχει αρχίσει εδώ και καιρό να υποχωρεί από τις καρδιές όσων ζητούν την αλήθεια. Το φως της Γνώσεως έρχεται να ξεσκεπάσει συνομωσίες αιώνων, δείχνοντας και πάλι το δρόμο προς την αυτογνωσία. Τα ψεύδη και οι πλάνες είναι καιρός να εκριζωθούν και μαζί να εκτεθούν τα κατεστημένα των ιερατείων που αιώνες τώρα απομυζούν και διαμελίζουν τον αληθώς ιερό λόγο. Είναι καιρός να σταματήσουν οι αθλιότητες από όπου και αν προέρχονται.