5.2.3. Ο ακροατής
Αφήγηση χωρίς ακρόαση είναι αδιανόητη. Ο αφηγητής δίχως ακροατή πέφτει στο κενό. Οι δύο πόλοι σχηματίζουν κύκλωμα. Ο ένας εξυπακούει τον άλλον: πομπός και δέκτης, ζεύγος αχώριστο, όπου ο δεύτερος όρος υποδέχεται τον πρώτο και τελικά τον αξιολογεί. Η αφηγηματική αυτή αρχή εφαρμόζεται με παραδειγματικό τρόπο στις εσωτερικές διηγήσεις της Οδύσσειας, όπου ο ακροατής απαντά σε όλες τις δυνατές εκδοχές του. Μπορεί να είναι ένας, δύο ή πολλοί· άμεσος ή έμμεσος. Ο ένας δηλαδή και αναφαίρετος ακροατής μπορεί να διπλασιαστεί ή να πολλαπλασιαστεί. Άμεσος θεωρείται ο ακροατής εκείνος που εξαρχής προκαλεί και εισπράττει τη διήγηση. Έμμεσος εκείνος που συμπαρίσταται σε μια διήγηση, συνοδεύοντας ή πλαισιώνοντας τον άμεσο ακροατή.
Με τους όρους αυτούς στα προηγούμενα παραδείγματα εσωτερικών διηγήσεων αναγνωρίζουμε, παράλληλες ή διαπλεκόμενες, όλες τις παραλλαγές του ακροατή. Έτσι, στη διήγηση του Νέστορα (τρίτη ραψωδία) άμεσος ακροατής είναι ο Τηλέμαχος, αυτός που προκαλεί και τη διήγηση του βασιλιά της Πύλου· ενώ η Αθηνά, μεταμορφωμένη σε Μέντορα, παίζει τον ρόλο του έμμεσου ακροατή, που συμπαρίσταται στον νεαρό Τηλέμαχο. Το ίδιο σχήμα ισχύει λίγο πολύ και στη Σπάρτη το πρώτο βράδυ, όταν ο Τηλέμαχος και ο Πεισίστρατος φτάνουν στο παλάτι του Μενελάου (τέταρτη ραψωδία). Μόνο που εδώ το ακροατήριο ενδιαμέσως διευρύνεται, καθώς εμφανίζεται στην αίθουσα και η Ελένη, η οποία, σχεδόν αυθαίρετα, παίρνει τον λόγο από τον Μενέλαο, για να πει μια δική της σύντομη ιστορία. Παραλλαγή αυτού του σχήματος έχουμε στο παλάτι των Φαιάκων, όταν ο Οδυσσέας προκαλείται από τον βασιλιά να δηλώσει την ταυτότητά του και να ομολογήσει τα πάθη του (ένατη ραψωδία). Όπου άμεσος ακροατής, που προκαλεί τη διήγηση, είναι ο Αλκίνοος, έμμεσοι ακροατές οι προσκεκλημένοι Φαίακες, που ακούν τους «Απολόγους» του Οδυσσέα, καθισμένοι ένα γύρο στη μεγάλη αίθουσα. Κάπου στη μέση, ως παράπλευρος ακροατής, αναγνωρίζεται η γυναίκα του Αλκίνοου, η Αρήτη, η οποία στο διάλειμμα της μεγάλης αφήγησης, παίρνει τον λόγο, για να κάνει τη δική της αξιολόγηση και τη δική της πρόταση.
Στις πιο εμπιστευτικές συνομιλίες τα υποκείμενα της εσωτερικής διήγησης περιορίζονται σε δύο: σ᾽ αυτόν που διηγείται και σ᾽ εκείνον που ακούει τη διήγηση. Παραδείγματα: ο πρωινός μακρός απόλογος του Μενελάου, που προσφέρεται τώρα αποκλειστικά στον Τηλέμαχο (δ 306-592)· αλλά και οι δύο αμοιβαίες διηγήσεις, του Οδυσσέα στον Εύμαιο και του Εύμαιου στον Οδυσσέα, πλαστή η μία και γνήσια η άλλη (ξ 192-359 και ο 390-484). Επίσης, η μακρά πλαστή διήγηση του Οδυσσέα στην Πηνελόπη (τ 165-202, 221-248, 261-307), όπως και η σύντομη αναγνωριστική διήγηση του Οδυσσέα στον Λαέρτη (ω 302-314). Έτσι το φάσμα των ακροατών στην Οδύσσεια συμπληρώνεται και ευνοεί διαφορετικές ακροαματικές αντιδράσεις.
Η πιο τυπική αντίδραση αναλογεί στο πληθυντικό ακροατήριο, που, ακούγοντας από κάποια απόσταση μια εσωτερική διήγηση, γοητεύεται και υποδέχεται το τέλος της με παρατεινόμενη σιωπή, δηλώνοντας έτσι τον θαυμασμό και την κατάπληξή του. Παράδειγμα η αντίδραση των Φαιάκων, όταν κλείνει ο Οδυσσέας τους «Απολόγους» του (ν 1-2). Η παθολογικότερη ανταπόκριση του ακροατή εκδηλώνεται με θρήνο - κάτι που θυμίζει την αντίδραση του ίδιου του Οδυσσέα, όταν ακούει το πρώτο και το τρίτο τραγούδι του Δημοδόκου. Δύο συγγενικά μεταξύ τους παραδείγματα: το ένα αφορά τον Τηλέμαχο, το άλλο την Πηνελόπη.
Η πρώτη και συνοπτικότερη ομολογία συμπάθειας του Μενελάου για τον αγνοούμενο Οδυσσέα (δ 78-112) προκαλεί στον Τηλέμαχο βουβό κλάμα, που προσπαθεί ο νεαρός να το κρύψει, σκεπάζοντας τα μάτια του με την πορφυρή του χλαμύδα. Ο μοναχικός ωστόσο θρήνος του σε λίγο γενικεύεται, όταν, με την αναγνωριστική παρέμβαση της Ελένης, ο Τηλέμαχος ταυτίζεται με τον μονάκριβο γιο του Οδυσσέα. Οπότε όλοι θρηνούν: η Ελένη και ο Μενέλαος από αναμνηστική συμπάθεια· ο Τηλέμαχος από πόνο για τον απόντα πατέρα του· ο συνοδός Πεισίστρατος για τον σκοτωμένο στην Τροία αδελφό του Αντίλοχο. Ώσπου ο γενικός θρήνος κατευνάζεται: πρώτα με τη φρόνιμη υπόδειξη του Πεισιστράτου (δεν έχει, λέει, νόημα η θρηνητική επιμονή, είναι καιρός να δειπνήσουν)· μετά με το μαγικό βοτάνι της Ελένης, που η βασίλισσα της Σπάρτης το ρίχνει στο κρασί τους, και όλοι ξεχνούν τον πόνο τους. Έτοιμοι είναι τώρα ν᾽ ακούσουν τη δική της διήγηση για ένα πρώιμο τρωικό κατόρθωμα (του Οδυσσέα και δικό της). Διήγηση που τη διπλασιάζει ο Μενέλαος, μιλώντας και αυτός για τον Οδυσσέα μέσα στην κοιλιά του δούρειου ίππου: πώς κατόρθωσε να αποκρούσει τον πειρασμό της Ελένης, που κόντεψε με τις μιμητικές της φωνές να ματαιώσει τον πιο διάσημο δόλο του ήρωα.
Το άλλο παράδειγμα θρηνητικής αντίδρασης ανήκει στην Πηνελόπη. Μόλις έχει τελειώσει ο αδιάγνωστος ακόμη Οδυσσέας το πρώτο μέρος της πλαστής διήγησής του, και ο ποιητής σχολιάζει (τ 203-209):
Αράδιαζε διηγώντας ψέματα πολλά, που όμως έμοιαζαν αληθινά.
Κι η Πηνελόπη ακούγοντας, της έτρεχαν τα δάκρυα ποτάμι,
μαραίνοντας το πρόσωπο.
Όπως το χιόνι αναλιώνει στα πανύψηλα βουνά -
το στοίβαξε ο πουνέντες, μετά το λιώνει φυσώντας ο σιρόκος
και στα ποτάμια τα νερά φουσκώνουν·
έτσι κι εκείνη, μούσκευε τα ωραία της μάγουλα
με τα πολλά της δάκρυα, τον άντρα της θρηνώντας - ήταν ωστόσο εκεί,
μπροστά στα μάτια της.
Ο θρήνος (άλλοτε σπαρακτικός, άλλοτε ανακουφιστικός) αναλογεί σε ακροατές που έχουν προσωπική σχέση με το κεντρικό πρόσωπο της εσωτερικής διήγησης: γιος με πατέρα, γυναίκα με τον άντρα της, πολεμιστής με τον συντροφικό του φίλο. Αλλιώς η συγκίνηση του ακροατή δηλώνεται πιο συγκρατημένη. Κάποτε εξάλλου ο ακροατής εκφράζεται και με αξιολογικό σχόλιο για την τέχνη του διηγητή. Δύο χαρακτηριστικά και συγγενικά μεταξύ τους παραδείγματα.
Όταν στη μέση περίπου της «Μεγάλης Νέκυιας» (λ 330-332) ο Οδυσσέας κόβει μάλλον απότομα τη διήγησή του, γιατί αισθάνεται πως πέρασε η ώρα, παρεμβαίνει πρώτη η Αρήτη, σπάζοντας τη σιωπή των άλλων γοητευμένων Φαιάκων. Μ᾽ έναν λοξό έπαινο για τον αφηγητή Οδυσσέα, εξαίρει το ωραίο και επιβλητικό του παρουσιαστικό, που αντιστοιχεί σε τετράγωνο μυαλό. Προσόντα που της δίνουν το δικαίωμα να ονομάσει τώρα δικό της φιλοξενούμενο τον Οδυσσέα, προτείνοντας συνάμα στους Φαίακες να διπλασιάσουν τα φιλόξενα δώρα τους. Στον έμμεσο αυτόν έπαινο θα προσθέσει ο Αλκίνοος τον δικό του, άμεσο έπαινο. Απαλλάσσει πρώτα τον αφηγητή Οδυσσέα από την υποψία του περιφερόμενου λογά και απατεώνα. Μετά ο έπαινος γίνεται απροκάλυπτα θετικός: ο Αλκίνοος αναγνωρίζει πως τα λόγια του αφηγητή Οδυσσέα έχουν συγκροτημένη μορφή και το μυαλό του λάμπει· κατέχει καλά την τέχνη να ιστορεί τα πάθη των Αργείων και τα δικά του βάσανα· σαν αοιδός με άρτια γνώση - ἐπισταμένως, λέει το πρωτότυπο κείμενο. Τεχνικός όρος που θα τον χρησιμοποιήσει αργότερα και ο Ησίοδος στα Έργα (105-106) για τον εαυτό του, διαφημίζοντας τη δική του αφηγηματική δεξιοσύνη.
Την εξίσωση του αφηγητή Οδυσσέα με αοιδό την επικυρώνει στην Ιθάκη και ο Εύμαιος, συστήνοντας τον αδιάγνωστο ακόμη Οδυσσέα στην Πηνελόπη μ᾽ αυτά τα λόγια (ρ 515-521):
Εγώ τον κράτησα τρεις νύχτες στο καλύβι μου, τον φύλαξα
τρεις μέρες· γιατί σ᾽ εμένα πρώτα κούρνιασε, ξεφεύγοντας
απ᾽ το καράβι. Κι όμως δεν πρόλαβε διηγώντας
ν᾽ αποτελειώσει τη βασανισμένη μοίρα του.
Πώς κάποιος προσηλώνεται σ᾽ έναν αοιδό, που από θεού γνωρίζει
να τραγουδά για τους ανθρώπους συναρπαστικά τραγούδια,
και λαχταρούν ακούγοντας οι άλλοι ποτέ να μην τελειώσει
το τραγούδι που άρχισε· έτσι κι αυτός εμένα, καθισμένος
στο μαντρί, με μάγεψε.
Η ρητή εξομοίωση του Οδυσσέα με δεξιοτέχνη και γοητευτικό αοιδό τόσο από τον Αλκίνοο όσο και από τον Εύμαιο επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι στον πρόλογο των «Απολόγων» (ι 1-11), επαινώντας ο ήρωας τον Δημόδοκο για τα προηγούμενα τραγούδια του, προκαταβάλλει διακριτικά και τον δικό του έπαινο· τον αυτοέπαινό του δηλαδή, προτού αρχίσει τη μακρά του διήγηση, που θα αποδειχτεί αντάξια ενός αναγνωρισμένου αοιδού. Αν υπολογίσουμε ότι η μορφή του αοιδού στο εσωτερικό της Οδύσσειας παραπέμπει, λοξά έστω, στη μορφή του εξωτερικού αφηγητή, δηλαδή του ποιητή, τότε η εξομοίωση του εσωτερικού αφηγητή, δηλαδή του Οδυσσέα, με έναν καλό αοιδό, τον εξομοιώνει, λοξά πάλι, και με τον ποιητή.
Για να το πούμε αλλιώς: στην Οδύσσεια η αφηγηματική τέχνη εκπροσωπείται σε πρώτη δόση από τον παραδοσιακό αοιδό, σε δεύτερη από τον αφηγητή Οδυσσέα, ο οποίος ανταγωνίζεται και επισκιάζει τον αοιδό, εκπροσωπώντας τον ποιητή, επειδή οι συμβάσεις του αρχαϊκού έπους δεν επιτρέπουν την άμεση προβολή του μέσα στο έργο. Επομένως, ο Οδυσσέας δεν είναι μόνον ο ήρωας του σημαντικότερου μετατρωικού νόστου αλλά και ο καλύτερος αφηγητής του, και τούτο το οφείλει στον ποιητή της Οδύσσειας, που του ανέθεσε και αυτό τον ρόλο. Συμπέρασμα: ο υπερθετικός έπαινος της αφηγηματικής τέχνης, που μεταφέρεται στον πρόλογο των «Μεγάλων Απολόγων» από τον αοιδό Δημόδοκο στον αφηγητή Οδυσσέα, καταλήγει στον ποιητή. Αυτόν τον συνειρμό φρόντισε ο ίδιος ο επικός ποιητής να τον υποβάλει μέσα στο έπος του, σχηματίζοντας μια αναβατική κλίμακα: αοιδός-αφηγητής-ποιητής.
Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2023
Η Ρώμη και ο κόσμος της: 15. Ποιος φοβάται τα λατινικά;
15.4. Δέκα παρά ένας (πιθανοί) λόγοι που δεν με ενδιαφέρουν τα λατινικά
Επειδή και οι αρχαιότεροι Έλληνες δεν καταδέχονταν να ασχοληθούν με μια γλώσσα που εξέφραζε έναν πολιτισμό τον οποίο θεωρούσαν λιγότερο σημαντικό από τον δικό τους.
Επειδή οι Ρωμαίοι ήρθαν στην Ελλάδα ως κατακτητές, και η γλώσσα των κατοχικών δυνάμεων απέκτησε αρνητικές συνδηλώσεις για τους Έλληνες.
Επειδή, περίπου μετά τον 6ο αιώνα μ.Χ., η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαχώρισε οριστικά τη θέση της από το δυτικό τμήμα του κράτους και θέλησε να τονίσει τη δική της «ταυτότητα» αφήνοντας τα (δυτικά) λατινικά στο περιθώριο.
Επειδή, μετά το Σχίσμα των Εκκλησιών κατά τον 9ο αιώνα, οι Λατίνοι αντιμετωπίστηκαν με δυσμένεια και δυσπιστία, και η επίσημη γλώσσα της παπικής εκκλησίας, δηλαδή τα λατινικά, θεωρήθηκε ένα είδος «εχθρικής» ή «ανθελληνικής» γλώσσας που ταίριαζε μόνο σε αιρετικούς και «λατινόφρονες».
Επειδή, όπως ήταν εύλογο, οι λόγιοι του νεοελληνικού Διαφωτισμού, στην προσπάθειά τους να στηρίξουν την ελληνική εθνική συνείδηση και τη δημιουργία ελληνικής ταυτότητας, ανέδειξαν κυρίως την ελληνική πλευρά του κλασικού παρελθόντος.
Επειδή οι Έλληνες, ακόμη και μετά τη δημιουργία του νεότερου ελληνικού κράτους και παρά το γεγονός ότι τα βασικά πρότυπα πολιτειακής οργάνωσης και πολιτισμικής ζωής ήταν δυτικά, συνέχιζαν με κάποιο τρόπο να ορίζουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους σε αντιδιαστολή προς τους «Δυτικούς» (ή τους «Φράγκους»), οι οποίοι (παρόλο που αναγνώριζαν την πρωταρχική σημασία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού) έβλεπαν τις κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές παραδόσεις τους ως συνέχεια της Ρώμης.
Επειδή η επίσημη εκπαιδευτική πρακτική του νεότερου ελληνικού κράτους (τόσο στη μέση όσο και στην ανώτατη εκπαιδευτική βαθμίδα) διαιώνιζε την άποψη ότι ο ρωμαϊκός πολιτισμός, σε σχέση με τον αρχαιοελληνικό, είναι μιμητικός, παράγωγος και δευτερεύων, και έτσι το σύνολο σχεδόν της ρωμαϊκής γραμματείας αντιμετωπιζόταν ως ένα είδος λατινόγλωσσου συμπληρώματος της ελληνικής.
Επειδή, ως συνέπεια της εκπαιδευτικής αυτής ιδεολογίας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ρωμαϊκού πολιτισμικού χώρου (που είναι πολλά, άκρως ενδιαφέροντα και ιστορικά απαραίτητα για να καταλάβουμε την άμεση προϊστορία και την πολιτισμική εξέλιξη της δυτικής Ευρώπης) δεν αποτέλεσαν ποτέ αντικείμενο σοβαρής μελέτης, και έτσι το ενδιαφέρον μαθητών και σπουδαστών για τη Ρώμη και τη γλώσσα της δεν ενθαρρύνθηκε αρκετά.
Επειδή, ακόμη και σήμερα, αυτό που ονομάζουμε «κλασικό πολιτισμό και παιδεία» τείνει να ταυτίζεται (στην Ελλάδα) με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμικό χώρο.
Επειδή και οι αρχαιότεροι Έλληνες δεν καταδέχονταν να ασχοληθούν με μια γλώσσα που εξέφραζε έναν πολιτισμό τον οποίο θεωρούσαν λιγότερο σημαντικό από τον δικό τους.
Επειδή οι Ρωμαίοι ήρθαν στην Ελλάδα ως κατακτητές, και η γλώσσα των κατοχικών δυνάμεων απέκτησε αρνητικές συνδηλώσεις για τους Έλληνες.
Επειδή, περίπου μετά τον 6ο αιώνα μ.Χ., η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαχώρισε οριστικά τη θέση της από το δυτικό τμήμα του κράτους και θέλησε να τονίσει τη δική της «ταυτότητα» αφήνοντας τα (δυτικά) λατινικά στο περιθώριο.
Επειδή, μετά το Σχίσμα των Εκκλησιών κατά τον 9ο αιώνα, οι Λατίνοι αντιμετωπίστηκαν με δυσμένεια και δυσπιστία, και η επίσημη γλώσσα της παπικής εκκλησίας, δηλαδή τα λατινικά, θεωρήθηκε ένα είδος «εχθρικής» ή «ανθελληνικής» γλώσσας που ταίριαζε μόνο σε αιρετικούς και «λατινόφρονες».
Επειδή, όπως ήταν εύλογο, οι λόγιοι του νεοελληνικού Διαφωτισμού, στην προσπάθειά τους να στηρίξουν την ελληνική εθνική συνείδηση και τη δημιουργία ελληνικής ταυτότητας, ανέδειξαν κυρίως την ελληνική πλευρά του κλασικού παρελθόντος.
Επειδή οι Έλληνες, ακόμη και μετά τη δημιουργία του νεότερου ελληνικού κράτους και παρά το γεγονός ότι τα βασικά πρότυπα πολιτειακής οργάνωσης και πολιτισμικής ζωής ήταν δυτικά, συνέχιζαν με κάποιο τρόπο να ορίζουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους σε αντιδιαστολή προς τους «Δυτικούς» (ή τους «Φράγκους»), οι οποίοι (παρόλο που αναγνώριζαν την πρωταρχική σημασία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού) έβλεπαν τις κοινωνικές, πολιτισμικές και πολιτικές παραδόσεις τους ως συνέχεια της Ρώμης.
Επειδή η επίσημη εκπαιδευτική πρακτική του νεότερου ελληνικού κράτους (τόσο στη μέση όσο και στην ανώτατη εκπαιδευτική βαθμίδα) διαιώνιζε την άποψη ότι ο ρωμαϊκός πολιτισμός, σε σχέση με τον αρχαιοελληνικό, είναι μιμητικός, παράγωγος και δευτερεύων, και έτσι το σύνολο σχεδόν της ρωμαϊκής γραμματείας αντιμετωπιζόταν ως ένα είδος λατινόγλωσσου συμπληρώματος της ελληνικής.
Επειδή, ως συνέπεια της εκπαιδευτικής αυτής ιδεολογίας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ρωμαϊκού πολιτισμικού χώρου (που είναι πολλά, άκρως ενδιαφέροντα και ιστορικά απαραίτητα για να καταλάβουμε την άμεση προϊστορία και την πολιτισμική εξέλιξη της δυτικής Ευρώπης) δεν αποτέλεσαν ποτέ αντικείμενο σοβαρής μελέτης, και έτσι το ενδιαφέρον μαθητών και σπουδαστών για τη Ρώμη και τη γλώσσα της δεν ενθαρρύνθηκε αρκετά.
Επειδή, ακόμη και σήμερα, αυτό που ονομάζουμε «κλασικό πολιτισμό και παιδεία» τείνει να ταυτίζεται (στην Ελλάδα) με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμικό χώρο.
Θεολογία του ανθρωπίνου προσώπου
Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού
Ο άνθρωπος (σαν ύπαρξη), στην πραγματική του ουσία, στο πνευματικό του μέρος, δεν είναι απλά το συνειδητό των ψυχολόγων, ούτε το απλό «είναι» των φιλοσόφων, είναι κάτι πολύ ευρύτερο, πέρα από το συνειδητό, που περιστρέφεται γύρω από την αντίληψη (σύμπλεγμα) του εγώ. Υπάρχουν ανεξερεύνητα βάθη της ψυχής. Αυτό το βεβαιώνουν επιστήμονες ψυχολόγοι, φιλόσοφοι που δίδασκαν χρόνια στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, χώρια όλη την πνευματική παράδοση της ανατολής και της δύσης. Είναι όλοι ηλίθιοι;
Αυτό το βαθύτερο στρώμα της ψυχής δεν είναι απλά πέραν του συνειδητού (του εγώ) αλλά εμπειρικά αποδεικνύεται από όλους όσους έχουν πνευματική εμπειρία, αλλά και από φυσιολόγους-ψυχολόγους που έκαναν εργαστηριακές έρευνες με ανθρώπους που προσεύχονταν, (μιλάμε για την αληθινή προσευχή των νηπτικών...), ότι αυτοί που βιώνουν Αυτό Το Άλλο μέσα μας, φτάνουν σε μία κατάσταση συνείδησης πέραν του υποκειμένου –Αντικειμενική. Το τι περιεχόμενο έχει αυτή η Συνείδηση μπορεί να αναλυθεί. Και προκαλούμε όποιον θέλει να το επιχειρήσουμε... δεν αναλύεται πρώτα εννοιολογικά... πρέπει πρώτα να το βιώσουμε και μετά να αναλύσουμε εννοιολογικά τι αντιλαμβανόμαστε... πρώτα η πνευματική εμπειρία, μετά η σκέψη...
Το λογικό συμπέρασμα, εφ’ όσον παραμένουμε λογικά όντα, είναι ότι η «Αντικειμενική Συνείδηση» που μπορούμε να βιώσουμε, «λόγω του περιεχομένου της», δεν μπορεί να περιορίζεται στην ατομική ύπαρξη, πρέπει να επεκτείνεται πέραν της ατομικής ύπαρξης, προς μία Ευρύτερη Ύπαρξη που ουσιώνει κάθε ατομική ύπαρξη...
Συνεπώς Αυτό Το Άλλο που αποτελεί μία ευρύτερη πνευματική πραγματικότητα και μερικοί ονομάζουν Θεό δεν τίθεται αξιωματικά. Προκύπτει από την φύση μας, από την λειτουργία της φύσης μας, κι αναδύεται σαν Παρουσία όταν περνάμε πέραν του υποκειμένου προς τα ανεξερεύνητα βάθη της ψυχής... Ο Θεός λοιπόν δεν είναι ούτε ιδέα, ούτε αντίληψη, ούτε τίθεται αξιωματικά: Προκύπτει από το βίωμα*, από την ζωή... Πρώτα η εμπειρία και μετά η θεμελίωση της γνώσης και της θεολογίας... Μήπως δεν το λέμε ελληνικά;
Έτσι, για να συνεχίσουμε τους συλλογισμούς μας... Αυτό Το Άλλο, Βρίσκεται μέσα μας, σαν η βαθύτερη ουσία της ψυχής, κι έξω από εμάς, ταυτόχρονα, σαν Ευρύτερη Πνευματική Πραγματικότητα, που ουσιώνει την ψυχή: Από εδώ πηγάζει η αντίληψη του «κατ’ εικόνα Θεού»...
Η διεύρυνση του συνειδητού προς τα ανεξερεύνητα βάθη της ψυχής που είναι της ίδιας ουσίας με την Ευρύτερη Πνευματική Πραγματικότητα, η ολοκλήρωση του ανθρώπου (κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του) οδηγεί προς το «καθ’ ομοίωσιν Θεού»..
Έτσι ο Θεός είναι μέσα μας κι έξω από εμάς, μας ουσιώνει αλλά και μας Υπερβαίνει. Η συμμετοχή μας, η «κοινωνία» με Αυτή Την Πραγματικότητα, γίνεται σε διάφορους βαθμούς και από τον ίδιο άνθρωπο αλλά και από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Ο άνθρωπος βιώνει την υπέρβαση του συνειδητού (εγώ), του υποκειμένου, σαν μη-εγώ, σαν κάτι Αντικειμενικό. Αυτή η εμπειρία δεν είναι εμπειρία ενός υποκειμένου, οπότε θα είχαμε απλά αντιλήψεις υποκειμένων κάποιου πράγματος, αλλά επειδή συμβαίνει κι είναι δυνατή μόνο όταν ξεπερνιέται το υποκείμενο, είναι μία συνείδηση τελείως διαφορετική, Αντικειμενική «λόγω του περιεχομένου της»... Έτσι θεμελιώνεται η Αντικειμενικότητα Της Ευρύτερης Πνευματικής Πραγματικότητας, του Θεού... Μόνο με βιωματικό τρόπο... Πρώτα η πνευματική εμπειρία και μετά η εννοιολογική ανάλυση...
Αν λοιπόν εξ’ αρχής είμαστε κάτι Ευρύτερο του συνειδητού, του υποκειμένου, κι αν μπορούμε να βιώσουμε την πέραν του υποκειμένου ουσία μας, που είναι Ουσία των πάντων, τότε προς τι οι συζητήσεις; Ο Θεός Είναι εδώ, μέσα μας, κι έξω από εμάς. Ή βιώνουμε την Παρουσία Του ή όχι. Και πως μπορεί να γίνει συζήτηση ανάμεσα σε κάποιον που έχει εμπειρία και κάποιον που δεν έχει; Πρέπει να βρούμε ένα κοινό επίπεδο εμπειρίας και συζήτησης. Ποιο είναι αυτό; Της σκέψης; Γιατί; Της εμπειρίας; «Ιδού η Ρόδος...»
Ο Θεός να μας φωτίζει το δρόμο, στους λαβύρινθους της σκέψης... Ευτυχώς που δεν υπάρχουν μινώταυροι...
Θεολογία του ανθρωπίνου προσώπου
Ο Θεός, σε κάθε περίπτωση, Είναι Ακατάληπτος στην Ουσία Του. Ακόμα κι όταν μέσω της Ενοποιού Αγάπης, Προσεγγίζουμε τον Θεό, Κοινωνούμε μαζί Του, αυτό που αποκομίζουμε από αυτή την Επικοινωνία με τον Ζωντανό Θεό, είναι:
1. Η Αντίληψη της Παρουσίας Του.
2. Η «Αίσθηση της Ενότητας» των πάντων μέσα στην Θεία Αγάπη.
3. Ο Ζωογόνος Φωτισμός που μας προσανατολίζει μέσα στην ύπαρξη.
4. Η «αίσθηση» της Ολοκλήρωσης, της Πληρότητας, η ανάπαυση της ψυχής, που ολοκληρώνει την αναζήτηση κι αφήνεται στα Χέρια του Θεού.
Όλα αυτά που γνωρίζουμε είναι το τελικό αποτέλεσμα της Επικοινωνίας με τον Θεό, το «Πνεύμα του Θεού» που πληρώνει τον άνθρωπο, η Θεία Χάρη, το Θείο Φως (όχι μόνο σαν συνειδησιακή κατανόηση αλλά και σαν «υποστασιακό» φως...)...
Δεν μπορούμε, μέσα από το μυστικό βίωμα, να γνωρίσουμε τίποτα περισσότερο από τα Ανεξερεύνητα Βάθη της Θείας Ουσίας... Το να μεταφέρουμε αυτό το μυστικό βίωμα, σε κατανοητή εννοιολογική γλώσσα, είναι ήδη δύσκολο, αλλά καθίσταται δυσκολότερο όταν απευθυνόμαστε σε ανθρώπους που δεν έχουν ανάλογη εμπειρία. Για τον Θεό δύσκολα μιλάμε... Κάνει εντύπωση όμως ο τεράστιος όγκος των θεολογικών μελετών και συγγραμμάτων και συζητήσεων, γύρω από τον Θεό... Δυστυχώς όμως οι «θεολόγοι» (κάθε είδους) ολισθαίνουν από το μυστικό βίωμα σε θεωρίες περί Θεού, σε ιδέες, εννοιολογικές αναλύσεις, κλπ... κι όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τον Ζωντανό Θεό αλλά με την «ιδέα περί Θεού»...
Το να λέμε ότι ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν Θεού (είτε εκλάβουμε την ομοίωση σαν «ομοίωμα», είτε σαν δυναμική εξέλιξη που οδηγεί στην Ομοίωση... το εβραϊκό κείμενο δεν ξεκαθαρίζει...)...είναι πολύ ασαφές... Το να ομολογούμε ότι ο Θεός Είναι Ακατάληπτος στην Ουσία Του (και Γνωστός μόνο στις Θείες Ενέργειές Του, μέσα στην Θεία Χάρη, και την Ενοποιό Αγάπη Του, και την Κοινωνία μαζί Του...), και παράλληλα ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Ακατάληπτου Θεού, δεν μας διαφωτίζει σχεδόν καθόλου... Πέρα λοιπόν από την «θεολογική έννοια του ανθρωπίνου προσώπου» που είναι ασαφής, πέρα από θεωρίες και αντιλήψεις χρειάζεται να εξετάσουμε τι είναι ο άνθρωπος από την πλευρά του απλού ανθρώπου, που ξεκινά από μηδενική (θεολογική) βάση... Θα δούμε τότε αν μπορεί να θεμελιωθεί κάποια «θεολογία του ανθρώπινου προσώπου» κι αν έχουν εφαρμογή όλα όσα λέμε περί «Κοινωνίας με τον Θεό», θέωσης, κλπ...
Αντίθετα, και θεμιτό είναι, και δυνατόν, να διερευνήσουμε την ύπαρξη (την καταγραφή) μίας «χριστιανικής ανθρωπολογίας» μέσα στα ευαγγέλια και μέσα στα κείμενα των πατέρων...
Χριστιανική Ανθρωπολογία
Ο άνθρωπος ορίζεται (και στα ψυχολογικά και στα ανθρωπολογικά εγχειρίδια) σαν ένα όλον, μία ψυχοσωματική οντότητα (ψυχοβιολογική οντότητα πιο συγκεκριμένα). Μολονότι ο ορισμός είναι ικανοποιητικός και εξηγεί (δήθεν) το ανθρώπινο φαινόμενο, εν τούτοις «δείχνει» την επιστημονική ανεπάρκεια, την επιστημονική «αδυναμία» να ερμηνεύσει επακριβώς το φαινόμενο, και παράλληλα την επιστημονική «υποκρισία»... Ήδη στον ορισμό ψυχο-σωματικός αναγνωρίζονται δύο τάξεις φαινομένων (τα ψυχικά και τα σωματικά) που βέβαια συνδέονται αλλά δεν μπορούν να αναχθούν τα μεν στα δε (με τις δεδομένες σημερινές γνώσεις μας).. Κι έτσι, ορίζοντας τον άνθρωπο σαν ψυχοσωματική οντότητα, απλά ομολογούμε ότι δεν γνωρίζουμε πως και γιατί και με ποιο σκοπό συνδέονται τα ψυχικά με τα σωματικά φαινόμενα (γνωρίζουμε μόνο ότι συνδέονται)... Δεν μπορούμε να αποδείξουμε «επιστημονικά» ότι από κάποια ψυχική, νοητική, ενέργεια παράγεται η ύλη, αλλά ούτε επίσης μπορούμε να αποδείξουμε ότι από μία υλική, βιολογική, βάση, (εγκέφαλος) παράγεται «συνείδηση», (όπως επιχειρούν να κάνουν ορισμένοι σύγχρονοι Άγγλοι βιολόγοι, που θέλουν να μιλήσουν για την συνείδηση και τον Θεό, ανάγοντάς τα όλα στην οργανωμένη ύλη...)... Έτσι καταλήγουμε πάλι να μιλάμε, ακόμα και σήμερα, για ψυχή και σώμα...
Ένα άλλο λογικό σφάλμα που κάνουμε συχνά (από φιλοσοφική άποψη...) είναι να «διαφοροποιούμε» φαινόμενα της ίδιας τάξης όταν δεν χρειάζεται (αφού αποδεικνύονται ταυτόσημα), ή να «ταυτίζουμε» φαινόμενα της ίδιας τάξης, όταν δεν πρέπει (αφού επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες...)... Συνείδηση, Αυτοσυνείδηση, Αντίληψη, είναι ταυτόσημα όταν αναφέρονται στην «Ίδια Ύπαρξη» (όταν δηλαδή οι πληροφορίες λαμβάνονται από την ίδια μας την ύπαρξη), αλλά αυτή η «τριαδική συγκροτημένη συνείδηση» διαφοροποιείται (συμπεριφέρεται διαφορετικά) όταν συσχετίζεται με το «έξω» (με το σώμα, με τον εξωτερικό κόσμο...).
Η Συνείδηση σαν φαινόμενο παραμένει πάντα η βάση (της αντίληψης της ύπαρξης) αλλά σαν φαινόμενο ούτε μπορεί να ερμηνευθεί ούτε να εντοπιστεί μέσα στον εγκέφαλο (από αντιδράσεις του εγκεφάλου)... (Η ύπαρξη της «καθαρής συνείδησης» αποδεικνύεται βιωματικά...)...
Από την σχέση όμως της Συνείδησης με το σώμα αναδύεται μία συγκεκριμένη αυτοσυνείδηση (το ψυχοσωματικό όλο, η ψυχοβιολογική ύπαρξη) που είναι η ύπαρξη, το πρόσωπο, το εγώ... Πρόκειται για ένα συνειδησιακό σύμπλεγμα που λειτουργεί σαν κέντρο όλων των πληροφοριών, που προέρχονται είτε από το ψυχοβιολογικό όλο, την διανόηση, την αντίληψη του εξωτερικού κόσμου. Η λειτουργία της αυτοσυνείδησης, του εγώ, εντοπίζεται σε εγκεφαλικές λειτουργίες..
Η διανόηση πάλι είναι κάτι άλλο, είναι η θεωρητική, αφηρημένη, σύλληψη (μέσω εννοιών και συλλογιστικών διαδικασιών) του έξω, του περιβάλλοντος... σύλληψη που εντάσσει μέσα στο πλαίσιο του χωροχρόνου (ή αλλιώς του «ρέοντος χώρου»), κάθε πληροφορία, σύλληψη που συχνά ολισθαίνει στην (πλασματική) αντίληψη ενός απόλυτου χρόνου εντός του οποίου εξελίσσονται τα πράγματα του χώρου...
Η αντίληψη πάλι (με την βοήθεια των αισθήσεων) αντλεί πληροφορίες από τον εξωτερικό κόσμο... δομώντας «ένα κόσμο παραστάσεων» στον οποίο εντάσσει κάθε νέα αντίληψη... φτιάχνει μία εικόνα για τον κόσμο...
Η αίσθηση πάλι είναι μία ψυχοβιολογική λειτουργία...
Το σώμα είναι ένας βιολογικός οργανισμός, «οργανωμένη ύλη», που έχει σαν βάση υλικά στοιχεία...
Όλα αυτά τα φαινόμενα Συνείδηση, Αυτοσυνείδηση, Αντίληψη, (που στην καθαρή λειτουργία τους ταυτίζονται), αυτοσυνείδηση (του ψυχοβιολογικού όλου), διανόηση, αντίληψη, αίσθηση, σώμα, είναι φαινόμενα, λειτουργίες, διαφορετικά... Κι όταν χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους θα πρέπει να γνωρίζουμε για τι πράγμα μιλάμε...
Η Συνείδηση (που ταυτίζεται με την Αυτοσυνείδηση και την Αντίληψη, όταν η Συνείδηση θεωρεί τον εαυτό της), δεν ταυτίζεται με την αυτοσυνείδηση (του ψυχοβιολογικού όλου), που προκύπτει από την σχέση της Συνείδησης με το σώμα, ούτε αυτά ταυτίζονται με την διανόηση (σαν διαδικασία και σαν «περιεχόμενο») που μας πληροφορεί για το «έξω», ούτε όλα αυτά ταυτίζονται με την αντίληψη του εξωτερικού κόσμου...
Πιο πάνω περιγράψαμε τον άνθρωπο, τις ανθρώπινες λειτουργίες, με όρους σύγχρονης ψυχολογίας (αν και προχωρήσαμε πέρα από την επίσημη ψυχολογία που διδάσκεται στα πανεπιστήμια και τα σχολεία... περνώντας στον χώρο της φιλοσοφικής ανάλυσης, θέτοντας ταυτόχρονα τα θεμέλια μίας θεολογικής προσέγγισης της ανθρώπινης ύπαρξης – που θα αναλύσουμε παρακάτω...)...
Οι πατέρες πολλοί από τους οποίους είχαν ελληνική παιδεία αλλά χριστιανική σκέψη, χρησιμοποιούσαν όρους της ελληνικής φιλοσοφίας, προσαρμοσμένους στην χριστιανική αντίληψη...
Ο όρος «Ψυχή» χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την ανώτερη φύση του ανθρώπου, τόσο στην καθαρή, πνευματική της ουσία, όσο και στις κατώτερες ψυχονοητικές λειτουργίες.
Στην Συνείδηση αντιστοιχεί ο «νους» των πατέρων.
Στην Αυτοσυνείδηση αντιστοιχεί ο «λόγος».
Στην Αντίληψη αντιστοιχεί το «πνεύμα».
Αυτά τα τρία (σαν «τριαδική συγκροτημένη συνείδηση»), αποτελούν την καθαρή πνευματική ουσία, (που είναι η βάση κάθε αντίληψης), είτε στην απόλυτη λειτουργία της (όταν αντιλαμβάνεται τον «εαυτό»...), είτε όταν συσχετίζεται με το σώμα...
Στην αυτοσυνείδηση του ψυχοβιολογικού όλου αντιστοιχεί το «πρόσωπο», η συγκεκριμένη ύπαρξη, το εγώ.
Στην διανόηση αντιστοιχεί η λειτουργία του «λογισμού», με τα τρία είδη λογισμού, ανάλογα αν προέρχονται από άνωθεν, από την διανόηση, ή από τον εξωτερικό κόσμο...
Στην αντίληψη αντιστοιχεί η «αίσθηση» του κόσμου, στην εσωτερική, αφαιρετική, λειτουργία της αντίληψης, και στην εξωτερική αίσθηση του κόσμου...
Είναι προφανές, ότι όταν συνήθως φθάνουν σε αυτό το σημείο, τα λογικά επιχειρήματα δεν τους έχουν βοηθήσει και τα μόνα που έχουν είναι επιχειρήματα προσωπικού βιώματος, για τα οποία συνήθως νομίζουν ότι είναι μοναδικά στην θρησκεία τους και ένα εξαιρετικό όπλο που θα διαλύσει την “πλάνη” μας, αφού με αυτά δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα, φθάνει απλά η αναφορά τους και η δήλωση ότι, αν ήμασταν και εμείς ορθόδοξοι θα το βιώναμε.
“Η θρησκεία μας, λένε, (εν προκειμένω η Ορθοδοξία), δεν είναι θρησκεία και δεν έχουν σημασία όλα αυτά”. Αυτό φυσικά είναι μεγάλο ψέμα που τονίζει την υποκρισία τους, αλλά φυσικά δεν το καταλαβαίνουν, απόδειξη ότι ήδη έχουν χύσει πολύ μελάνι και πλέον εκατομμύρια bytes για να μας αποδείξουν ότι ισχύουν όλα αυτά που πλέον τώρα δεν τους ενδιαφέρουν, όχι γιατί άλλαξαν γνώμη αλλά γιατί δεν μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν πλέον, γιατί δεν πείθουν όταν βρουν αντίλογο με στοιχεία. Αυτό που έχει σημασία, λένε, είναι η Ιερά Παράδοση και το ορθόδοξο βίωμα. “Έλα και εσύ στην Εκκλησία ή σε έναν πνευματικό, άφησε την καρδιά σου ελεύθερη και τότε θα δεις”.
Φυσικά, εδώ τους διαφεύγει ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι από εμάς γεννηθήκαμε και ανατραφήκαμε χριστιανικά και μάλιστα ορθόδοξα σαν και αυτούς. Τους διαφεύγει ότι γνωρίζουμε πολύ καλά και τα της πίστης τους και τα του ορθόδοξου βιώματος. Ας τα δούμε λίγο περισσότερο…
Η Ιερά Παράδοση δεν είναι τίποτα άλλο παρά μύθοι κυρίως μέσα από τα απόκρυφα κείμενα ή τα αγιολόγια, που αρχικά δεν ήθελαν να τα θεωρήσουν ως επίσημα και ιερά βιβλία, αλλά κάποια γεγονότα από αυτά τους είναι χρήσιμα, ή τα θεωρούν αυθεντικά όπως τους βίους των αγίων, που φυσικά για ένα σοβαρό ερευνητή είναι αναξιόπιστα, πέρα από το να μας δείξουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν και που απευθύνονται. Ή τα απόκρυφα που εκεί οι αντιφάσεις κτυπάνε κόκκινο, αλλά έχουν κάποια στοιχεία που τους βοηθούν να ολοκληρώσουν την μυθολογία τους.
Άλλωστε, έχει δειχθεί ότι η αποστολική συνέχεια, όπως λένε, είναι φτιαχτή και έγινε εκ των υστέρων για να αυθεντικοποιήσουν κάποιοι τις επισκοπικές τους έδρες. Τίποτα λοιπόν το χρήσιμο και το ουσιαστικό δεν προσφέρει η παράδοση αυτή και φυσικά κανένα επιχείρημα αληθείας.
Το βίωμα είναι η μυστικιστική εμπειρία ακόμα και η έκσταση που έχει ο κάθε θεϊστής μόνος ή σαν ομάδα και που νομίζει ότι μόνο αυτός ή μόνο στην δική του θρησκεία υπάρχει ή είναι αυθεντική και ότι αυτό το όραμα, όνειρο, ευφορία, σημάδι ή όποιο άλλο βίωμα, οφείλεται αποκλειστικά στο θεό του ή σε κάποιο άγιο του.
Σαν ομάδα, το έχουν στην Εκκλησία ή τραγουδώντας ύμνους όπου αισθάνονται ευφορία, την ευφορία της αγέλης που έχει κάτι κοινό. Εδώ βέβαια τα πρωτεία τα έχουν οι διάφορες προτεσταντικές οργανώσεις κυρίως στην Αμερική, κάποιες από τις οποίες όλα αυτά τα έχουν αναγάγει σε “επιστήμη”.
Σαν άτομα βιώνουν την εμπειρία τους με την προσευχή και την συνεχή εστίαση στα της πίστης τους, όπου τυχαία, πραγματικά, φανταστικά, ψυχολογικά ή ακόμα και ψυχιατρικά περιστατικά, παίρνουν ξαφνικά αξία και συγκεκριμένη νοηματοδότηση και πιστεύουν ότι είναι απαντήσεις που δίνονται προσωπικά σε αυτούς από έναν θεό ή άγιο ή απαντήσεις στις προσευχές τους.
Δυστυχώς για αυτούς και η ιατρική και η βιολογία και η ψυχολογία, αλλά ακόμα και η πρακτική για όσους έχουν μυαλό, έχουν δείξει ότι τα βιώματα αυτά είναι καθαρά προσωπικά, εξαρτώνται μόνο από τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή ομάδα, τροφοδοτούνται δε από το ασυνείδητό του, που είναι επηρεασμένο από τον κοινωνικό του περίγυρο. Όπως έχω ξανατονίσει, αν και τους το υπενθυμίζουμε συνέχεια και αυτοί συνέχεια θέλουν να το αγνοούν, ότι υπάρχουν και άλλες θρησκείες με αντίστοιχα, θαύματα, βιώματα, αγίους κ.λπ. Τίποτα λοιπόν δεν μπορεί να δείξει ότι το βίωμα του κάθε ανθρώπου προέρχεται από κάπου έξω από τον άνθρωπο και τον κοινωνικό του περίγυρο, για αυτό και λέγεται προσωπικό βίωμα. Τα δε βιώματα, ανά σέκτα και θρησκεία είναι παρόμοια, άρα δεν έχουν καμία αυθεντικότητα, καμία καθολική αποδοχή, εκτός αν φασιστικά όλοι αποδεχθούμε την ίδια θρησκευτική ιδεολογία, που και αυτό είναι σχετικό όπως αποδείχθηκε με τις αιρέσεις και πάντα ο κάθε ένας θα διαφοροποιείται λίγο ή πολύ κατά καιρούς από το σύνολο. Το ξεκάθαρο στοιχείο, είναι ότι αν υπήρχε κάτι αληθινό στα βιώματα μίας θρησκείας και μόνο, τότε δεν θα υπήρχαν πολλές θρησκείες και θα υπήρχε μόνο μια, αυτή με το αληθινό βίωμα.
Ο άνθρωπος (σαν ύπαρξη), στην πραγματική του ουσία, στο πνευματικό του μέρος, δεν είναι απλά το συνειδητό των ψυχολόγων, ούτε το απλό «είναι» των φιλοσόφων, είναι κάτι πολύ ευρύτερο, πέρα από το συνειδητό, που περιστρέφεται γύρω από την αντίληψη (σύμπλεγμα) του εγώ. Υπάρχουν ανεξερεύνητα βάθη της ψυχής. Αυτό το βεβαιώνουν επιστήμονες ψυχολόγοι, φιλόσοφοι που δίδασκαν χρόνια στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, χώρια όλη την πνευματική παράδοση της ανατολής και της δύσης. Είναι όλοι ηλίθιοι;
Αυτό το βαθύτερο στρώμα της ψυχής δεν είναι απλά πέραν του συνειδητού (του εγώ) αλλά εμπειρικά αποδεικνύεται από όλους όσους έχουν πνευματική εμπειρία, αλλά και από φυσιολόγους-ψυχολόγους που έκαναν εργαστηριακές έρευνες με ανθρώπους που προσεύχονταν, (μιλάμε για την αληθινή προσευχή των νηπτικών...), ότι αυτοί που βιώνουν Αυτό Το Άλλο μέσα μας, φτάνουν σε μία κατάσταση συνείδησης πέραν του υποκειμένου –Αντικειμενική. Το τι περιεχόμενο έχει αυτή η Συνείδηση μπορεί να αναλυθεί. Και προκαλούμε όποιον θέλει να το επιχειρήσουμε... δεν αναλύεται πρώτα εννοιολογικά... πρέπει πρώτα να το βιώσουμε και μετά να αναλύσουμε εννοιολογικά τι αντιλαμβανόμαστε... πρώτα η πνευματική εμπειρία, μετά η σκέψη...
Το λογικό συμπέρασμα, εφ’ όσον παραμένουμε λογικά όντα, είναι ότι η «Αντικειμενική Συνείδηση» που μπορούμε να βιώσουμε, «λόγω του περιεχομένου της», δεν μπορεί να περιορίζεται στην ατομική ύπαρξη, πρέπει να επεκτείνεται πέραν της ατομικής ύπαρξης, προς μία Ευρύτερη Ύπαρξη που ουσιώνει κάθε ατομική ύπαρξη...
Συνεπώς Αυτό Το Άλλο που αποτελεί μία ευρύτερη πνευματική πραγματικότητα και μερικοί ονομάζουν Θεό δεν τίθεται αξιωματικά. Προκύπτει από την φύση μας, από την λειτουργία της φύσης μας, κι αναδύεται σαν Παρουσία όταν περνάμε πέραν του υποκειμένου προς τα ανεξερεύνητα βάθη της ψυχής... Ο Θεός λοιπόν δεν είναι ούτε ιδέα, ούτε αντίληψη, ούτε τίθεται αξιωματικά: Προκύπτει από το βίωμα*, από την ζωή... Πρώτα η εμπειρία και μετά η θεμελίωση της γνώσης και της θεολογίας... Μήπως δεν το λέμε ελληνικά;
Έτσι, για να συνεχίσουμε τους συλλογισμούς μας... Αυτό Το Άλλο, Βρίσκεται μέσα μας, σαν η βαθύτερη ουσία της ψυχής, κι έξω από εμάς, ταυτόχρονα, σαν Ευρύτερη Πνευματική Πραγματικότητα, που ουσιώνει την ψυχή: Από εδώ πηγάζει η αντίληψη του «κατ’ εικόνα Θεού»...
Η διεύρυνση του συνειδητού προς τα ανεξερεύνητα βάθη της ψυχής που είναι της ίδιας ουσίας με την Ευρύτερη Πνευματική Πραγματικότητα, η ολοκλήρωση του ανθρώπου (κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του) οδηγεί προς το «καθ’ ομοίωσιν Θεού»..
Έτσι ο Θεός είναι μέσα μας κι έξω από εμάς, μας ουσιώνει αλλά και μας Υπερβαίνει. Η συμμετοχή μας, η «κοινωνία» με Αυτή Την Πραγματικότητα, γίνεται σε διάφορους βαθμούς και από τον ίδιο άνθρωπο αλλά και από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Ο άνθρωπος βιώνει την υπέρβαση του συνειδητού (εγώ), του υποκειμένου, σαν μη-εγώ, σαν κάτι Αντικειμενικό. Αυτή η εμπειρία δεν είναι εμπειρία ενός υποκειμένου, οπότε θα είχαμε απλά αντιλήψεις υποκειμένων κάποιου πράγματος, αλλά επειδή συμβαίνει κι είναι δυνατή μόνο όταν ξεπερνιέται το υποκείμενο, είναι μία συνείδηση τελείως διαφορετική, Αντικειμενική «λόγω του περιεχομένου της»... Έτσι θεμελιώνεται η Αντικειμενικότητα Της Ευρύτερης Πνευματικής Πραγματικότητας, του Θεού... Μόνο με βιωματικό τρόπο... Πρώτα η πνευματική εμπειρία και μετά η εννοιολογική ανάλυση...
Αν λοιπόν εξ’ αρχής είμαστε κάτι Ευρύτερο του συνειδητού, του υποκειμένου, κι αν μπορούμε να βιώσουμε την πέραν του υποκειμένου ουσία μας, που είναι Ουσία των πάντων, τότε προς τι οι συζητήσεις; Ο Θεός Είναι εδώ, μέσα μας, κι έξω από εμάς. Ή βιώνουμε την Παρουσία Του ή όχι. Και πως μπορεί να γίνει συζήτηση ανάμεσα σε κάποιον που έχει εμπειρία και κάποιον που δεν έχει; Πρέπει να βρούμε ένα κοινό επίπεδο εμπειρίας και συζήτησης. Ποιο είναι αυτό; Της σκέψης; Γιατί; Της εμπειρίας; «Ιδού η Ρόδος...»
Ο Θεός να μας φωτίζει το δρόμο, στους λαβύρινθους της σκέψης... Ευτυχώς που δεν υπάρχουν μινώταυροι...
Θεολογία του ανθρωπίνου προσώπου
Ο Θεός, σε κάθε περίπτωση, Είναι Ακατάληπτος στην Ουσία Του. Ακόμα κι όταν μέσω της Ενοποιού Αγάπης, Προσεγγίζουμε τον Θεό, Κοινωνούμε μαζί Του, αυτό που αποκομίζουμε από αυτή την Επικοινωνία με τον Ζωντανό Θεό, είναι:
1. Η Αντίληψη της Παρουσίας Του.
2. Η «Αίσθηση της Ενότητας» των πάντων μέσα στην Θεία Αγάπη.
3. Ο Ζωογόνος Φωτισμός που μας προσανατολίζει μέσα στην ύπαρξη.
4. Η «αίσθηση» της Ολοκλήρωσης, της Πληρότητας, η ανάπαυση της ψυχής, που ολοκληρώνει την αναζήτηση κι αφήνεται στα Χέρια του Θεού.
Όλα αυτά που γνωρίζουμε είναι το τελικό αποτέλεσμα της Επικοινωνίας με τον Θεό, το «Πνεύμα του Θεού» που πληρώνει τον άνθρωπο, η Θεία Χάρη, το Θείο Φως (όχι μόνο σαν συνειδησιακή κατανόηση αλλά και σαν «υποστασιακό» φως...)...
Δεν μπορούμε, μέσα από το μυστικό βίωμα, να γνωρίσουμε τίποτα περισσότερο από τα Ανεξερεύνητα Βάθη της Θείας Ουσίας... Το να μεταφέρουμε αυτό το μυστικό βίωμα, σε κατανοητή εννοιολογική γλώσσα, είναι ήδη δύσκολο, αλλά καθίσταται δυσκολότερο όταν απευθυνόμαστε σε ανθρώπους που δεν έχουν ανάλογη εμπειρία. Για τον Θεό δύσκολα μιλάμε... Κάνει εντύπωση όμως ο τεράστιος όγκος των θεολογικών μελετών και συγγραμμάτων και συζητήσεων, γύρω από τον Θεό... Δυστυχώς όμως οι «θεολόγοι» (κάθε είδους) ολισθαίνουν από το μυστικό βίωμα σε θεωρίες περί Θεού, σε ιδέες, εννοιολογικές αναλύσεις, κλπ... κι όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τον Ζωντανό Θεό αλλά με την «ιδέα περί Θεού»...
Το να λέμε ότι ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν Θεού (είτε εκλάβουμε την ομοίωση σαν «ομοίωμα», είτε σαν δυναμική εξέλιξη που οδηγεί στην Ομοίωση... το εβραϊκό κείμενο δεν ξεκαθαρίζει...)...είναι πολύ ασαφές... Το να ομολογούμε ότι ο Θεός Είναι Ακατάληπτος στην Ουσία Του (και Γνωστός μόνο στις Θείες Ενέργειές Του, μέσα στην Θεία Χάρη, και την Ενοποιό Αγάπη Του, και την Κοινωνία μαζί Του...), και παράλληλα ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Ακατάληπτου Θεού, δεν μας διαφωτίζει σχεδόν καθόλου... Πέρα λοιπόν από την «θεολογική έννοια του ανθρωπίνου προσώπου» που είναι ασαφής, πέρα από θεωρίες και αντιλήψεις χρειάζεται να εξετάσουμε τι είναι ο άνθρωπος από την πλευρά του απλού ανθρώπου, που ξεκινά από μηδενική (θεολογική) βάση... Θα δούμε τότε αν μπορεί να θεμελιωθεί κάποια «θεολογία του ανθρώπινου προσώπου» κι αν έχουν εφαρμογή όλα όσα λέμε περί «Κοινωνίας με τον Θεό», θέωσης, κλπ...
Αντίθετα, και θεμιτό είναι, και δυνατόν, να διερευνήσουμε την ύπαρξη (την καταγραφή) μίας «χριστιανικής ανθρωπολογίας» μέσα στα ευαγγέλια και μέσα στα κείμενα των πατέρων...
Χριστιανική Ανθρωπολογία
Ο άνθρωπος ορίζεται (και στα ψυχολογικά και στα ανθρωπολογικά εγχειρίδια) σαν ένα όλον, μία ψυχοσωματική οντότητα (ψυχοβιολογική οντότητα πιο συγκεκριμένα). Μολονότι ο ορισμός είναι ικανοποιητικός και εξηγεί (δήθεν) το ανθρώπινο φαινόμενο, εν τούτοις «δείχνει» την επιστημονική ανεπάρκεια, την επιστημονική «αδυναμία» να ερμηνεύσει επακριβώς το φαινόμενο, και παράλληλα την επιστημονική «υποκρισία»... Ήδη στον ορισμό ψυχο-σωματικός αναγνωρίζονται δύο τάξεις φαινομένων (τα ψυχικά και τα σωματικά) που βέβαια συνδέονται αλλά δεν μπορούν να αναχθούν τα μεν στα δε (με τις δεδομένες σημερινές γνώσεις μας).. Κι έτσι, ορίζοντας τον άνθρωπο σαν ψυχοσωματική οντότητα, απλά ομολογούμε ότι δεν γνωρίζουμε πως και γιατί και με ποιο σκοπό συνδέονται τα ψυχικά με τα σωματικά φαινόμενα (γνωρίζουμε μόνο ότι συνδέονται)... Δεν μπορούμε να αποδείξουμε «επιστημονικά» ότι από κάποια ψυχική, νοητική, ενέργεια παράγεται η ύλη, αλλά ούτε επίσης μπορούμε να αποδείξουμε ότι από μία υλική, βιολογική, βάση, (εγκέφαλος) παράγεται «συνείδηση», (όπως επιχειρούν να κάνουν ορισμένοι σύγχρονοι Άγγλοι βιολόγοι, που θέλουν να μιλήσουν για την συνείδηση και τον Θεό, ανάγοντάς τα όλα στην οργανωμένη ύλη...)... Έτσι καταλήγουμε πάλι να μιλάμε, ακόμα και σήμερα, για ψυχή και σώμα...
Ένα άλλο λογικό σφάλμα που κάνουμε συχνά (από φιλοσοφική άποψη...) είναι να «διαφοροποιούμε» φαινόμενα της ίδιας τάξης όταν δεν χρειάζεται (αφού αποδεικνύονται ταυτόσημα), ή να «ταυτίζουμε» φαινόμενα της ίδιας τάξης, όταν δεν πρέπει (αφού επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες...)... Συνείδηση, Αυτοσυνείδηση, Αντίληψη, είναι ταυτόσημα όταν αναφέρονται στην «Ίδια Ύπαρξη» (όταν δηλαδή οι πληροφορίες λαμβάνονται από την ίδια μας την ύπαρξη), αλλά αυτή η «τριαδική συγκροτημένη συνείδηση» διαφοροποιείται (συμπεριφέρεται διαφορετικά) όταν συσχετίζεται με το «έξω» (με το σώμα, με τον εξωτερικό κόσμο...).
Η Συνείδηση σαν φαινόμενο παραμένει πάντα η βάση (της αντίληψης της ύπαρξης) αλλά σαν φαινόμενο ούτε μπορεί να ερμηνευθεί ούτε να εντοπιστεί μέσα στον εγκέφαλο (από αντιδράσεις του εγκεφάλου)... (Η ύπαρξη της «καθαρής συνείδησης» αποδεικνύεται βιωματικά...)...
Από την σχέση όμως της Συνείδησης με το σώμα αναδύεται μία συγκεκριμένη αυτοσυνείδηση (το ψυχοσωματικό όλο, η ψυχοβιολογική ύπαρξη) που είναι η ύπαρξη, το πρόσωπο, το εγώ... Πρόκειται για ένα συνειδησιακό σύμπλεγμα που λειτουργεί σαν κέντρο όλων των πληροφοριών, που προέρχονται είτε από το ψυχοβιολογικό όλο, την διανόηση, την αντίληψη του εξωτερικού κόσμου. Η λειτουργία της αυτοσυνείδησης, του εγώ, εντοπίζεται σε εγκεφαλικές λειτουργίες..
Η διανόηση πάλι είναι κάτι άλλο, είναι η θεωρητική, αφηρημένη, σύλληψη (μέσω εννοιών και συλλογιστικών διαδικασιών) του έξω, του περιβάλλοντος... σύλληψη που εντάσσει μέσα στο πλαίσιο του χωροχρόνου (ή αλλιώς του «ρέοντος χώρου»), κάθε πληροφορία, σύλληψη που συχνά ολισθαίνει στην (πλασματική) αντίληψη ενός απόλυτου χρόνου εντός του οποίου εξελίσσονται τα πράγματα του χώρου...
Η αντίληψη πάλι (με την βοήθεια των αισθήσεων) αντλεί πληροφορίες από τον εξωτερικό κόσμο... δομώντας «ένα κόσμο παραστάσεων» στον οποίο εντάσσει κάθε νέα αντίληψη... φτιάχνει μία εικόνα για τον κόσμο...
Η αίσθηση πάλι είναι μία ψυχοβιολογική λειτουργία...
Το σώμα είναι ένας βιολογικός οργανισμός, «οργανωμένη ύλη», που έχει σαν βάση υλικά στοιχεία...
Όλα αυτά τα φαινόμενα Συνείδηση, Αυτοσυνείδηση, Αντίληψη, (που στην καθαρή λειτουργία τους ταυτίζονται), αυτοσυνείδηση (του ψυχοβιολογικού όλου), διανόηση, αντίληψη, αίσθηση, σώμα, είναι φαινόμενα, λειτουργίες, διαφορετικά... Κι όταν χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους θα πρέπει να γνωρίζουμε για τι πράγμα μιλάμε...
Η Συνείδηση (που ταυτίζεται με την Αυτοσυνείδηση και την Αντίληψη, όταν η Συνείδηση θεωρεί τον εαυτό της), δεν ταυτίζεται με την αυτοσυνείδηση (του ψυχοβιολογικού όλου), που προκύπτει από την σχέση της Συνείδησης με το σώμα, ούτε αυτά ταυτίζονται με την διανόηση (σαν διαδικασία και σαν «περιεχόμενο») που μας πληροφορεί για το «έξω», ούτε όλα αυτά ταυτίζονται με την αντίληψη του εξωτερικού κόσμου...
Πιο πάνω περιγράψαμε τον άνθρωπο, τις ανθρώπινες λειτουργίες, με όρους σύγχρονης ψυχολογίας (αν και προχωρήσαμε πέρα από την επίσημη ψυχολογία που διδάσκεται στα πανεπιστήμια και τα σχολεία... περνώντας στον χώρο της φιλοσοφικής ανάλυσης, θέτοντας ταυτόχρονα τα θεμέλια μίας θεολογικής προσέγγισης της ανθρώπινης ύπαρξης – που θα αναλύσουμε παρακάτω...)...
Οι πατέρες πολλοί από τους οποίους είχαν ελληνική παιδεία αλλά χριστιανική σκέψη, χρησιμοποιούσαν όρους της ελληνικής φιλοσοφίας, προσαρμοσμένους στην χριστιανική αντίληψη...
Ο όρος «Ψυχή» χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την ανώτερη φύση του ανθρώπου, τόσο στην καθαρή, πνευματική της ουσία, όσο και στις κατώτερες ψυχονοητικές λειτουργίες.
Στην Συνείδηση αντιστοιχεί ο «νους» των πατέρων.
Στην Αυτοσυνείδηση αντιστοιχεί ο «λόγος».
Στην Αντίληψη αντιστοιχεί το «πνεύμα».
Αυτά τα τρία (σαν «τριαδική συγκροτημένη συνείδηση»), αποτελούν την καθαρή πνευματική ουσία, (που είναι η βάση κάθε αντίληψης), είτε στην απόλυτη λειτουργία της (όταν αντιλαμβάνεται τον «εαυτό»...), είτε όταν συσχετίζεται με το σώμα...
Στην αυτοσυνείδηση του ψυχοβιολογικού όλου αντιστοιχεί το «πρόσωπο», η συγκεκριμένη ύπαρξη, το εγώ.
Στην διανόηση αντιστοιχεί η λειτουργία του «λογισμού», με τα τρία είδη λογισμού, ανάλογα αν προέρχονται από άνωθεν, από την διανόηση, ή από τον εξωτερικό κόσμο...
Στην αντίληψη αντιστοιχεί η «αίσθηση» του κόσμου, στην εσωτερική, αφαιρετική, λειτουργία της αντίληψης, και στην εξωτερική αίσθηση του κόσμου...
------------------------
*Το βίωμα
Είναι προφανές, ότι όταν συνήθως φθάνουν σε αυτό το σημείο, τα λογικά επιχειρήματα δεν τους έχουν βοηθήσει και τα μόνα που έχουν είναι επιχειρήματα προσωπικού βιώματος, για τα οποία συνήθως νομίζουν ότι είναι μοναδικά στην θρησκεία τους και ένα εξαιρετικό όπλο που θα διαλύσει την “πλάνη” μας, αφού με αυτά δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα, φθάνει απλά η αναφορά τους και η δήλωση ότι, αν ήμασταν και εμείς ορθόδοξοι θα το βιώναμε.
“Η θρησκεία μας, λένε, (εν προκειμένω η Ορθοδοξία), δεν είναι θρησκεία και δεν έχουν σημασία όλα αυτά”. Αυτό φυσικά είναι μεγάλο ψέμα που τονίζει την υποκρισία τους, αλλά φυσικά δεν το καταλαβαίνουν, απόδειξη ότι ήδη έχουν χύσει πολύ μελάνι και πλέον εκατομμύρια bytes για να μας αποδείξουν ότι ισχύουν όλα αυτά που πλέον τώρα δεν τους ενδιαφέρουν, όχι γιατί άλλαξαν γνώμη αλλά γιατί δεν μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν πλέον, γιατί δεν πείθουν όταν βρουν αντίλογο με στοιχεία. Αυτό που έχει σημασία, λένε, είναι η Ιερά Παράδοση και το ορθόδοξο βίωμα. “Έλα και εσύ στην Εκκλησία ή σε έναν πνευματικό, άφησε την καρδιά σου ελεύθερη και τότε θα δεις”.
Φυσικά, εδώ τους διαφεύγει ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι από εμάς γεννηθήκαμε και ανατραφήκαμε χριστιανικά και μάλιστα ορθόδοξα σαν και αυτούς. Τους διαφεύγει ότι γνωρίζουμε πολύ καλά και τα της πίστης τους και τα του ορθόδοξου βιώματος. Ας τα δούμε λίγο περισσότερο…
Η Ιερά Παράδοση δεν είναι τίποτα άλλο παρά μύθοι κυρίως μέσα από τα απόκρυφα κείμενα ή τα αγιολόγια, που αρχικά δεν ήθελαν να τα θεωρήσουν ως επίσημα και ιερά βιβλία, αλλά κάποια γεγονότα από αυτά τους είναι χρήσιμα, ή τα θεωρούν αυθεντικά όπως τους βίους των αγίων, που φυσικά για ένα σοβαρό ερευνητή είναι αναξιόπιστα, πέρα από το να μας δείξουν το περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν και που απευθύνονται. Ή τα απόκρυφα που εκεί οι αντιφάσεις κτυπάνε κόκκινο, αλλά έχουν κάποια στοιχεία που τους βοηθούν να ολοκληρώσουν την μυθολογία τους.
Άλλωστε, έχει δειχθεί ότι η αποστολική συνέχεια, όπως λένε, είναι φτιαχτή και έγινε εκ των υστέρων για να αυθεντικοποιήσουν κάποιοι τις επισκοπικές τους έδρες. Τίποτα λοιπόν το χρήσιμο και το ουσιαστικό δεν προσφέρει η παράδοση αυτή και φυσικά κανένα επιχείρημα αληθείας.
Το βίωμα είναι η μυστικιστική εμπειρία ακόμα και η έκσταση που έχει ο κάθε θεϊστής μόνος ή σαν ομάδα και που νομίζει ότι μόνο αυτός ή μόνο στην δική του θρησκεία υπάρχει ή είναι αυθεντική και ότι αυτό το όραμα, όνειρο, ευφορία, σημάδι ή όποιο άλλο βίωμα, οφείλεται αποκλειστικά στο θεό του ή σε κάποιο άγιο του.
Σαν ομάδα, το έχουν στην Εκκλησία ή τραγουδώντας ύμνους όπου αισθάνονται ευφορία, την ευφορία της αγέλης που έχει κάτι κοινό. Εδώ βέβαια τα πρωτεία τα έχουν οι διάφορες προτεσταντικές οργανώσεις κυρίως στην Αμερική, κάποιες από τις οποίες όλα αυτά τα έχουν αναγάγει σε “επιστήμη”.
Σαν άτομα βιώνουν την εμπειρία τους με την προσευχή και την συνεχή εστίαση στα της πίστης τους, όπου τυχαία, πραγματικά, φανταστικά, ψυχολογικά ή ακόμα και ψυχιατρικά περιστατικά, παίρνουν ξαφνικά αξία και συγκεκριμένη νοηματοδότηση και πιστεύουν ότι είναι απαντήσεις που δίνονται προσωπικά σε αυτούς από έναν θεό ή άγιο ή απαντήσεις στις προσευχές τους.
Δυστυχώς για αυτούς και η ιατρική και η βιολογία και η ψυχολογία, αλλά ακόμα και η πρακτική για όσους έχουν μυαλό, έχουν δείξει ότι τα βιώματα αυτά είναι καθαρά προσωπικά, εξαρτώνται μόνο από τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή ομάδα, τροφοδοτούνται δε από το ασυνείδητό του, που είναι επηρεασμένο από τον κοινωνικό του περίγυρο. Όπως έχω ξανατονίσει, αν και τους το υπενθυμίζουμε συνέχεια και αυτοί συνέχεια θέλουν να το αγνοούν, ότι υπάρχουν και άλλες θρησκείες με αντίστοιχα, θαύματα, βιώματα, αγίους κ.λπ. Τίποτα λοιπόν δεν μπορεί να δείξει ότι το βίωμα του κάθε ανθρώπου προέρχεται από κάπου έξω από τον άνθρωπο και τον κοινωνικό του περίγυρο, για αυτό και λέγεται προσωπικό βίωμα. Τα δε βιώματα, ανά σέκτα και θρησκεία είναι παρόμοια, άρα δεν έχουν καμία αυθεντικότητα, καμία καθολική αποδοχή, εκτός αν φασιστικά όλοι αποδεχθούμε την ίδια θρησκευτική ιδεολογία, που και αυτό είναι σχετικό όπως αποδείχθηκε με τις αιρέσεις και πάντα ο κάθε ένας θα διαφοροποιείται λίγο ή πολύ κατά καιρούς από το σύνολο. Το ξεκάθαρο στοιχείο, είναι ότι αν υπήρχε κάτι αληθινό στα βιώματα μίας θρησκείας και μόνο, τότε δεν θα υπήρχαν πολλές θρησκείες και θα υπήρχε μόνο μια, αυτή με το αληθινό βίωμα.
Είναι λογικό, βέβαια, κάποια τέτοια θέματα να επανέρχονται στις συζητήσεις κατά διαστήματα, άλλοτε για να μας πουν ότι η θρησκεία τους δεν επηρεάζεται από αυτά, άλλοτε για να τα καταρρίψουν τελείως όπως νομίζουν και άλλοτε να τα καταρρίψουν μερικώς.
Παρ’ όλα αυτά, αν δεν έχουν ήδη αποχωρήσει, δεν σημαίνει ότι παραδέχονται την διαλογική τους ήττα και βλέποντας ότι δεν μπορούν σε αυτούς τους τομείς να πουν κάτι πιστευτό και αφού πάρουν τις απαντήσεις τους, ξαφνικά τα αγνοούν όλα αυτά, σαν να μην συνέβησαν ποτέ, σαν να μην ειπώθηκαν και το ρίχνουν σε άλλο ταμπλό στο οποίο αισθάνονται ότι δεν υπάρχει σοβαρός αντίλογος.
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν: Η κόλαση δεν είναι οι άλλοι. Είναι ο εαυτός σου
Τα όρια ενός ανθρώπου καθορίζονται από τα όρια της γλώσσας του.
Δεν ξέρω γιατί βρισκόμαστε εδώ, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο λόγος δεν είναι για να περάσουμε καλά.
Τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του ανθρώπινου μυαλού. Όσα ξέρω είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις.
Η κόλαση δεν είναι οι άλλοι. Είναι ο εαυτός σου.
Για τα πράγματα που δεν μπορείς να μιλήσεις, πρέπει να σωπαίνεις.
Μπορεί κανείς να φυλακιστεί σ’ ένα δωμάτιο με ξεκλείδωτη πόρτα, αν τυχόν η πόρτα ανοίγει προς τα μέσα και δεν του περάσει απ’ το μυαλό να τραβήξει αντί να σπρώξει.
Αν οι άνθρωποι δεν έκαναν ποτέ ανοησίες, τίποτε έξυπνο δεν θα είχε γίνει ποτέ.
Οι περιορισμοί απελευθερώνουν.
Μη σκέφτεσαι. Κοίτα!
Όταν μιλάμε μιαν άλλη γλώσσα, αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο κάπως διαφορετικά.
Μια σοβαρή και καλή φιλοσοφική εργασία μπορεί να αποτελείται εξ ολοκλήρου από ανέκδοτα.
Κάποιος που ξέρει πάρα πολλά, δυσκολεύεται να μη λέει ψέματα.
Όταν φιλοσοφείς είναι σαν να προσπαθείς να ανοίξεις ένα χρηματοκιβώτιο με συνδυασμό. Όλες οι μικρές μετατοπίσεις του δίσκου δεν φαίνεται να έχουν αποτέλεσμα. Μόνο όταν όλα μπουν στη θέση τους, η πόρτα ανοίγει.
Το ανθρώπινο σώμα είναι η καλύτερη εικόνα της ανθρώπινης ψυχής.
Το να ξεστομίζεις μια λέξη είναι σαν να χτυπάς μια νότα στο πληκτρολόγιο της φαντασίας.
Ο φιλόσοφος πασχίζει να βρει την ελευθερώτρια λέξη, τη λέξη δηλαδή που θα μας επιτρέψει επιτέλους να συλλάβουμε εκείνο που συνεχώς μέχρι τώρα βάραινε στη συνείδησή μας, δίχως να καταλαβαίνουμε πώς.
Ένας φιλόσοφος που δεν θέλει να παίρνει μέρος σε συζητήσεις, είναι σαν ένα πυγμάχο που δεν θέλει να μπαίνει στο ρινγκ.
Η φιλοσοφία δεν είναι ένα δόγμα, αλλά μια δραστηριότητα.
Κάθε εξομολόγηση πρέπει να είναι μέρος της καινούργιας σου ζωής.
Από το λάθος πρέπει κανείς να ξεκινάει και να φέρνει στο φως την αλήθεια που κρύβει μέσα του.
Η φιλοσοφία δεν είναι θεωρία αλλά ενέργεια.
Και οι σκέψεις πέφτουν καμιά φορά από το δέντρο πριν ωριμάσουν.
Η επιστήμη χτίζει ένα σπίτι από τούβλα, το οποίο, αφού ολοκληρωθεί δεν το αγγίζουμε πια. Η φιλοσοφία τακτοποιεί ένα δωμάτιο, κι έτσι χρειάζεται να πάρει στα χέρια της τα πράγματα πολλές φορές.
Όταν θα έχουμε κατανοήσει κάθε μυστικό του σύμπαντος, θα μένει ακόμα το αιώνιο μυστικό της ανθρώπινης καρδιάς.
Στη γλώσσα μας υπάρχει ενσωματωμένη μια ολόκληρη μυθολογία.
Αν πιστεύεις στο Θεό σημαίνει ότι δεν κατανοείς την ερώτηση σχετικά με το νόημα της ζωής.
Ποτέ μη μένεις ψηλά στα άγονα υψίπεδα της εξυπνάδας. Έλα κάτω στα πράσινα λιβάδια της χαζομάρας.
Ο κόσμος είναι ένα σύνολο γεγονότων, όχι πραγμάτων.
Για να πείσεις κάποιον για την αλήθεια δεν αρκεί να την επισημάνεις, αλλά να του δείξεις το μονοπάτι που οδηγεί από το σφάλμα στην αλήθεια.
Εν τέλει, κάθε εξήγηση είναι απλά μια υπόθεση.
Τι γνωρίζω για τον Θεό και το νόημα της ζωής;
Εκείνο που ξέρω εγώ είναι ότι ο κόσμος υπάρχει.
Σε κάθε κουλτούρα φτάνω σε ένα κεφάλαιο με τον τίτλο «Σοφία». Και ξέρω ακριβώς τι πρόκειται να επακολουθήσει: Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης.
Οι φιλόσοφοι μερικές φορές μοιάζουν με μικρά παιδιά που μουντζουρώνουν ένα φύλλο χαρτί με τυχαίες γραμμές και μετά ρωτούν έναν ενήλικο: «τι είναι αυτό;»
Η φιλοσοφία είναι ένας αγώνας για να λυθούν τα μάγια που έχει κάνει η γλώσσα στη σκέψη μας.
Ο σκοπός της φιλοσοφίας είναι να υψώνει ένα τείχος στο σημείο όπου η γλώσσα –ούτως ή άλλως– σταματά.
Η δυσκολία στη φιλοσοφία είναι να μη λέμε παραπάνω από όσα ξέρουμε.
Τα λόγια είναι πράξεις.
Το να φιλοσοφείς σημαίνει να απορρίπτεις λανθασμένα επιχειρήματα.
Διαβάζοντας τους Σωκρατικούς διαλόγους έχεις την αίσθηση μιας τρομακτικής σπατάλης χρόνου. Τι νόημα έχει όλη αυτή η επιχειρηματολογία που δεν αποδεικνύει και δεν ξεκαθαρίζει τίποτα;
Η λογική ξέρει να τα βγάζει πέρα μόνη της, και το μόνο που έχουμε να κάνουμε εμείς είναι να παρατηρούμε και να βρίσκουμε πώς το κάνει αυτό.
Στον πυρήνα κάθε καλά τεκμηριωμένης πεποίθησης βρίσκεται μια πεποίθηση που δεν είναι τεκμηριωμένη.
Η φιλοδοξία είναι ο θάνατος της σκέψης.
Αν ένα λιοντάρι μπορούσε να μιλήσει, δεν θα μπορούσαμε να το καταλάβουμε.
Η αμφιβολία μπορεί να υπάρχει μόνο όταν υπάρχει κάποια ερώτηση, ερώτηση υπάρχει μόνο όταν υπάρχει απάντηση, και απάντηση μόνο όταν κάτι μπορεί να ειπωθεί.
--------------------------------
Ludwig Wittgenstein, 1889-1951
Αυστριακός φιλόσοφος που ασχολήθηκε κυρίως με την αναλυτική φιλοσοφία και τη λογική.
Από τους πιο σημαντικούς φιλοσόφους του 20ου αιώνα. Δημοσίευσε μόνο μία φιλοσοφική διατριβή, το Tractatus Logico-Philosophicus.
Συνεργάστηκε στενά με τον Μπέρναρντ Ράσσελ, στην Οξφόρδη. Αργότερα έγινε καθηγητής φιλοσοφίας στο Καίμπριτζ.
Δεν ξέρω γιατί βρισκόμαστε εδώ, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο λόγος δεν είναι για να περάσουμε καλά.
Τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του ανθρώπινου μυαλού. Όσα ξέρω είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις.
Η κόλαση δεν είναι οι άλλοι. Είναι ο εαυτός σου.
Για τα πράγματα που δεν μπορείς να μιλήσεις, πρέπει να σωπαίνεις.
Μπορεί κανείς να φυλακιστεί σ’ ένα δωμάτιο με ξεκλείδωτη πόρτα, αν τυχόν η πόρτα ανοίγει προς τα μέσα και δεν του περάσει απ’ το μυαλό να τραβήξει αντί να σπρώξει.
Αν οι άνθρωποι δεν έκαναν ποτέ ανοησίες, τίποτε έξυπνο δεν θα είχε γίνει ποτέ.
Οι περιορισμοί απελευθερώνουν.
Μη σκέφτεσαι. Κοίτα!
Όταν μιλάμε μιαν άλλη γλώσσα, αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο κάπως διαφορετικά.
Μια σοβαρή και καλή φιλοσοφική εργασία μπορεί να αποτελείται εξ ολοκλήρου από ανέκδοτα.
Κάποιος που ξέρει πάρα πολλά, δυσκολεύεται να μη λέει ψέματα.
Όταν φιλοσοφείς είναι σαν να προσπαθείς να ανοίξεις ένα χρηματοκιβώτιο με συνδυασμό. Όλες οι μικρές μετατοπίσεις του δίσκου δεν φαίνεται να έχουν αποτέλεσμα. Μόνο όταν όλα μπουν στη θέση τους, η πόρτα ανοίγει.
Το ανθρώπινο σώμα είναι η καλύτερη εικόνα της ανθρώπινης ψυχής.
Το να ξεστομίζεις μια λέξη είναι σαν να χτυπάς μια νότα στο πληκτρολόγιο της φαντασίας.
Ο φιλόσοφος πασχίζει να βρει την ελευθερώτρια λέξη, τη λέξη δηλαδή που θα μας επιτρέψει επιτέλους να συλλάβουμε εκείνο που συνεχώς μέχρι τώρα βάραινε στη συνείδησή μας, δίχως να καταλαβαίνουμε πώς.
Ένας φιλόσοφος που δεν θέλει να παίρνει μέρος σε συζητήσεις, είναι σαν ένα πυγμάχο που δεν θέλει να μπαίνει στο ρινγκ.
Η φιλοσοφία δεν είναι ένα δόγμα, αλλά μια δραστηριότητα.
Κάθε εξομολόγηση πρέπει να είναι μέρος της καινούργιας σου ζωής.
Από το λάθος πρέπει κανείς να ξεκινάει και να φέρνει στο φως την αλήθεια που κρύβει μέσα του.
Η φιλοσοφία δεν είναι θεωρία αλλά ενέργεια.
Και οι σκέψεις πέφτουν καμιά φορά από το δέντρο πριν ωριμάσουν.
Η επιστήμη χτίζει ένα σπίτι από τούβλα, το οποίο, αφού ολοκληρωθεί δεν το αγγίζουμε πια. Η φιλοσοφία τακτοποιεί ένα δωμάτιο, κι έτσι χρειάζεται να πάρει στα χέρια της τα πράγματα πολλές φορές.
Όταν θα έχουμε κατανοήσει κάθε μυστικό του σύμπαντος, θα μένει ακόμα το αιώνιο μυστικό της ανθρώπινης καρδιάς.
Στη γλώσσα μας υπάρχει ενσωματωμένη μια ολόκληρη μυθολογία.
Αν πιστεύεις στο Θεό σημαίνει ότι δεν κατανοείς την ερώτηση σχετικά με το νόημα της ζωής.
Ποτέ μη μένεις ψηλά στα άγονα υψίπεδα της εξυπνάδας. Έλα κάτω στα πράσινα λιβάδια της χαζομάρας.
Ο κόσμος είναι ένα σύνολο γεγονότων, όχι πραγμάτων.
Για να πείσεις κάποιον για την αλήθεια δεν αρκεί να την επισημάνεις, αλλά να του δείξεις το μονοπάτι που οδηγεί από το σφάλμα στην αλήθεια.
Εν τέλει, κάθε εξήγηση είναι απλά μια υπόθεση.
Τι γνωρίζω για τον Θεό και το νόημα της ζωής;
Εκείνο που ξέρω εγώ είναι ότι ο κόσμος υπάρχει.
Σε κάθε κουλτούρα φτάνω σε ένα κεφάλαιο με τον τίτλο «Σοφία». Και ξέρω ακριβώς τι πρόκειται να επακολουθήσει: Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης.
Οι φιλόσοφοι μερικές φορές μοιάζουν με μικρά παιδιά που μουντζουρώνουν ένα φύλλο χαρτί με τυχαίες γραμμές και μετά ρωτούν έναν ενήλικο: «τι είναι αυτό;»
Η φιλοσοφία είναι ένας αγώνας για να λυθούν τα μάγια που έχει κάνει η γλώσσα στη σκέψη μας.
Ο σκοπός της φιλοσοφίας είναι να υψώνει ένα τείχος στο σημείο όπου η γλώσσα –ούτως ή άλλως– σταματά.
Η δυσκολία στη φιλοσοφία είναι να μη λέμε παραπάνω από όσα ξέρουμε.
Τα λόγια είναι πράξεις.
Το να φιλοσοφείς σημαίνει να απορρίπτεις λανθασμένα επιχειρήματα.
Διαβάζοντας τους Σωκρατικούς διαλόγους έχεις την αίσθηση μιας τρομακτικής σπατάλης χρόνου. Τι νόημα έχει όλη αυτή η επιχειρηματολογία που δεν αποδεικνύει και δεν ξεκαθαρίζει τίποτα;
Η λογική ξέρει να τα βγάζει πέρα μόνη της, και το μόνο που έχουμε να κάνουμε εμείς είναι να παρατηρούμε και να βρίσκουμε πώς το κάνει αυτό.
Στον πυρήνα κάθε καλά τεκμηριωμένης πεποίθησης βρίσκεται μια πεποίθηση που δεν είναι τεκμηριωμένη.
Η φιλοδοξία είναι ο θάνατος της σκέψης.
Αν ένα λιοντάρι μπορούσε να μιλήσει, δεν θα μπορούσαμε να το καταλάβουμε.
Η αμφιβολία μπορεί να υπάρχει μόνο όταν υπάρχει κάποια ερώτηση, ερώτηση υπάρχει μόνο όταν υπάρχει απάντηση, και απάντηση μόνο όταν κάτι μπορεί να ειπωθεί.
--------------------------------
Ludwig Wittgenstein, 1889-1951
Αυστριακός φιλόσοφος που ασχολήθηκε κυρίως με την αναλυτική φιλοσοφία και τη λογική.
Από τους πιο σημαντικούς φιλοσόφους του 20ου αιώνα. Δημοσίευσε μόνο μία φιλοσοφική διατριβή, το Tractatus Logico-Philosophicus.
Συνεργάστηκε στενά με τον Μπέρναρντ Ράσσελ, στην Οξφόρδη. Αργότερα έγινε καθηγητής φιλοσοφίας στο Καίμπριτζ.
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἕνας ἰδιαίτερος τρόπος ἀντίληψης τοῦ κόσμου· ἄλλοι τρόποι εἶναι, γιά παράδειγμα, ἡ θρησκεία ἤ ἡ τέχνη. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἐπιστήμη εἶναι μιά μονομερής ἑρμηνεία τοῦ κόσμου. Ἀποκλείει συνειδητά τίς ἄλλες ἑρμηνεῖες κι αὐτό καθιστᾶ τή μονομέρειά της ἀκόμα πιό τρομακτική. Κατά συνέπεια καί ἡ ἐπιστημονική γλώσσα εἶναι μιά μονομερής γλώσσα πού ἀγνοεῖ ἤ ἐκτοπίζει συγκεκριμένες γλωσσικές δομές ἐνῶ ἄλλες τίς εὐνοεῖ.
Ἡ εὐρωπαϊκή ἐπιστήμη ἀνάγεται στούς ἀρχαίους Ἕλληνες. Καί στήν ἀρχαία ἑλληνική γλώσσα μποροῦμε νά δοῦμε τί συμβαίνει στή γλώσσα, ὅταν ἀρχίζει νά δημιουργεῖται ὁ «ἐπιστημονικός» λόγος. Ὁ ἐπιστημονικός λόγος εἶναι αὐτόχθων μόνο στήν ἀρχαία Ἑλλάδα - ὅπου ἀλλοῦ ἐμφανίζεται ἀργότερα, δανείζεται ὅρους ἀπό τά ἀρχαῖα ἑλληνικά, τούς μεταφράζει καί διευρύνει τή σημασία τους.
Ὅταν μιλᾶμε γιά ἐπιστημονική γλώσσα, ἐννοοῦμε κατ’ ἀρχάς τήν ὁρολογία. Οἱ νέες εἰδικότητες πού συνεχῶς ἐμφανίζονται χρησιμοποιοῦν νέες λέξεις, οἱ ὁποῖες κατά μεγάλο μέρος σχηματίζονται ἀπό τά ἀρχαῖα ἑλληνικά - ἤ ἀπό τά λατινικά, πού καί αὐτά ὀφείλουν πολλά στά ἀρχαῖα ἑλληνικά. Αὐτές οἱ λέξεις δημιουργοῦνται συνειδητά, μία - μία, ἀπό μεμονωμένους ἐρευνητές καί τό παράδοξο εἶναι ὅτι ἡ πληθώρα αὐτή τῶν ἐπιστημονικῶν ὅρων δέν ἀνήκει σέ καμία ζωντανή γλώσσα. Παρόλα αὐτά, ὅμως, εἰσδύουν σέ κάθε γλώσσα, ἐφόσον στή γλώσσα αὐτή σκεφτόμαστε καί μιλᾶμε (ἤ γράφουμε) μέ τούς ὅρους τῆς ἐπιστήμης. Οἱ λέξεις αὐτές συγκρότησαν ἕνα διεθνές γλωσσικό ἰδίωμα, τό ὁποῖο αὐτό καθαυτό κανείς δέν τό καταλαβαίνει, οὔτε οἵ εἰδικοί - ἐπειδή ὡς ἐπί τό πλεῖστον δέν ξέρουν ἀρχαῖα ἕλληνικα - οὔτε οἱ φιλόλογοι - ἐφόσον δέν γνωρίζουν τό ἀντικείμενο στό ὁποῖο οἱ ὄροι αὐτοί ἀναφέρονται. Παρόλα αὐτά, στό ἰδίωμα αὐτό μπορεῖ νά συνεννοηθεῖ κανείς ἐξαιρετικά καλά ἀνεξαρτήτως ἐθνικότητας.
Δέν θά ἀσχοληθῶ μέ τό πώς οἱ Προσωκρατικοί φιλόσοφοι, καί μάλιστα οἱ Σοφιστές, προετοίμασαν τό ἔδαφος γιά μιά τέτοια ὁρολογία ἤ μέ τό πώς ὁ Πλάτωνας καί ὁ Ἀριστοτέλης τήν προώθησαν δυναμικά. Θά πῶ ὅμως ὅτι ὁ ἐπιστημονικός λόγος εἶναι μιά πολύ περιπετειώδης ἱστορία πού ξεκίνα ἀπό τούς Ἕλληνες τῆς ἀρχαϊκῆς περιόδου.
Ὁ ἀρχαιότερος ἑλληνικός φιλοσοφικός καί ἐπιστημονικός ὅρος πού γνωρίζουμε εἶναι τό ἄπειρον τοῦ Ἀναξίμανδρου. Βέβαια ἤδη στόν Ὅμηρο (Ἰλιάδα II, 446) ὁ Ποσειδώνας ἀναφέρει ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι διασκορπισμένοι ἐπ’ ἄπειρον γαῖαν καί στήν Ὀδύσσεια (δ. 510) διαβάζουμε ὅτι κάποιος ἐκσφενδονίστηκε, κατά πόντον ἀπείρονα. Κι αὐτό φυσικά σημαίνει ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά δεῖ ποῦ τελειώνει ἡ στεριά ἤ ἡ θάλασσα· ὅτι ὅσο φτάνει τό μάτι, ὑπάρχει μόνο στεριά ἤ θάλασσα. Ὁ Ἀναξίμανδρος ὅμως εἶναι ὁ πρῶτος φιλόσοφός του ὁποίου διαθέτουμε ἀποσπάσματα καί ὁ ὁποῖος μιλᾶ γιά τό ἄπειρον καί τό θέτει ὡς ἀρχή καί βάση τοῦ ὄντος.
Ἐδῶ συμβαίνει κάτι ἐντελῶς παράδοξο. Μιά λέξη πού δέν δηλώνει τίποτα θετικό ἀλλά ἁπλῶς διαπιστώνει ὅτι δέν ὑπάρχει ἕνα τέλος ἤ κάποιο ὅριο, χάνει τήν ἀρχική, οὐδέτερη σημασία της. Ὁ Ἀναξίμανδρος καταργεῖ ἀναφανδόν καί συνειδητά τή λέξη ἀπό τό λεξιλόγιο τοῦ ἀνθρώπου ὡς ὑποκείμενου τῆς γνώσης. Οὐσιαστικοποιώντας τό ἐπίθετο, δημιουργεῖ ἕνα ἀντικείμενο τό ὁποῖο δέν ἀπαντᾶ στόν ἐμπειρικό κόσμο. Τό πιό παράλογο εἶναι ὅτι αὐτή ἡ τόσο τεχνητά κατασκευασμένη ἔννοια δέν εἶναι καθόλου ἀσαφής καί ἀκαθόριστη ἀλλά μπορεῖ νά ὁριστεῖ μέ ἀκρίβεια καί χωρίς ἀντιφάσεις. Μπορεῖ μάλιστα νά ὑποκατασταθεῖ ἀπό ἕνα μαθηματικό σύμβολο, τό ὁριζόντιο 8 [∞].
Τί συνέβη; Ὁ Ἀναξίμανδρος ἀντιμετώπισε τή γλώσσα μ’ ἕναν καινούργιο τρόπο, στό ἐπίπεδό της λέξης. Ἡ λέξη ἄπειρον ὅμως ξεπερνᾶ ὄντως τήν κοινή σημασία της και, ἄν τό δοῦμε αὐστηρά, δεν θά ἔπρεπε ὁ Ὅμηρος νά κάνει λόγο γιά «ἀτέλειωτη» θάλασσα ἤ ξηρά «δίχως ὅρια». Ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος ξέρει ὅτι πίσω ἀπό τή θάλασσα βρίσκονται ἡ Κρήτη ἤ ἡ Αἴγυπτος, ἀκόμα κι ἄν δέν μπορεῖ κανείς νά τίς διακρίνει. Αὐτό πού ὄντως «δέν ἔχει τέλος» (ἄπειρον) ξεπερνᾶ αὐτό πού ὁ ἄνθρωπος νομίζει πώς δέν ἔχει ὅρια.
Ὁ Ἀναξίμανδρος δημιούργησε - ἔτσι πληροφορούμαστε - ἀπό λέξη τῆς καθομιλουμένης ἤ τῆς ποίησης μιάν ἀφηρημένη ἔννοια. Τά ἀρχαία ἑλληνικά τοῦ ἔδωσαν ἕνα μέσο, τή δυνατότητα, δηλαδή, να κατασκευάζει ἀφηρημένα οὐσιαστικά χρησιμοποιώντας πρίν ἀπό το ἐπίθετο τό ὁριστικό ἄρθρο, π.χ. τό ἄπειρον. Μέ τόν ἴδιο τρόπο και οἱ μεταγενέστεροι φιλόσοφοι ἔφτιαξαν καί ἄλλα τέτοια ἀφηρημένα οὐσιαστικά, τό ἀγαθόν, κ.λπ. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή μιᾶς μή ἐλεγχόμενης ἐξέλιξης. Φιλόσοφοι καί ἐρευνητές, γιά νά καλύψουν τίς ἀνάγκες τους δημιουργοῦν καινούργια ἀντικείμενα, ἀντικείμενα τῆς σκέψης τους. Ἡ ὁρολογία πού δημιούργησαν εἶναι ἀναμφίβολα ἡ κορωνίδα τοῦ ἐπιστημονικοῦ λόγου.
Ἀλλά προτοῦ ἐπιστρέφω στό τί συμβαίνει ἐδῶ καί στό πώς ἡ γλώσσα μπορεῖ νά τό ἐκφράσει, θά ἤθελα νά δείξουμε ἕνα ἀκόμα παράδειγμα ὅτι ἡ γλώσσα τῆς ἐπιστήμης μεταπλάθει τόν φυσικό λόγο καί δέν τοῦ παρέχει ἁπλῶς νέους ὅρους. Ἄν μποροῦσε κανείς σήμερα νά ρωτήσει ἕναν ἀρχαῖο Ἕλληνα βοσκό «Πόσων χρόνων εἶσαι;», ὁ βοσκός μᾶλλον θά τόν κοίταζε ἔκπληκτος, θά ἔβγαζε ἀπό τό πουκάμισό του τό δερμάτινο πουγκί του, θά τό ἄνοιγε καί θά τοῦ ἔλεγε: «Νά τά χρήματά μου. Τά ἔχω μετρήσει, γιατί μπορεῖ νά μοῦ τά κλέψουν. Τά χρόνια μου ὅμως δέν τά ἔχω μετρήσει, γιατί κανείς δέν μπορεῖ νά μοῦ τά πάρει». Γι’ αὐτον τόν βοσκό ἡ καταμέτρηση δέν ἔχει νόημα, ἄν δέν σχετίζεται μέ μιά πρακτική ἀνάγκη, νά ἐλέγξει ὅσα εἶχε ἤδη μία φορά καταμετρήσει. Ἐπιπλέον καί ἐν σχέσει πρός τό γεγονός αὐτό, ἡ καταμέτρηση συνδέεται μέ ἀντικείμενα πού μποροῦν νά μετρηθοῦν. Τό τί σημαίνει αὐτό γίνεται σαφές μόνον ἀπό τά νομίσματα πού μετρήθηκαν καί ἀπό τήν προσωπική πράξη τῆς καταμέτρησης. Στή γλούσσα μας, πού ἔχει ἤδη ἐμποτιστεῖ σέ μεγάλο βαθμό ἀπό ἐπιστιμονικούς ὄοους, ἡ καταμέτρηση εἶναι κάτι θεωρητικό καί ἀφηρημένο. Δέν εἶναι ὅμως ἕνας τεχνητά κατασκευασμένος ἐπιστημονικός ὅρος. Εἶναι λέξη τῆς καθημερινῆς γλώσσας, ἡ ὁποία ἐν τούτοις διακρίνεται ἀπό τόν «ἁπλοικό» λόγο, πού δέν ἔχει ἐπηρεαστεῖ. Μολονότι σήμερα ἔχει μεταβληθεῖ οὐσιαστικά ἡ σημασία τῶν λέξεων «μετρῶ» στήν γλώσσα τῆς ἐπιστήμης καί «καταμετρητέος», παρόλα αὐτά. εἴμαστε σέ θέση νά τίς κατανοήσουμε καί γιά τόν λόγο αὐτό ἐπέλεξα ἕνα τέτοιο παράδειγμα. Οἱ λέξεις μπορεῖ ν’ ἄλλαξαν σημασία· διατήρησαν ὅμως κάτι. Ἡ παλαιότερη σημασία ἐξακολουθεῖ νά διαφαίνεται παρά τή μονομέρεια πού ἐπέβαλε ὁ ἐπιστημονικός λόγος.
Τέτοιες μεταβολές δέν ὑπέστη μόνον ἡ ἔννοια μεμονωμένων λέξεων ἀλλά καί ἡ ἐκφορά τοῦ λόγου ἐν συνόλω. Ὁ βοσκός δέν θά ἔλεγε ἁπλῶς: «Λέν ἔχω μετρήσει τά χρόνια μου, γιατί κανείς δέν μπορεῖ νά μοῦ τά πάρει». Θά ἔδειχνε παραστατικά καί διεξοδικά τήν ἀντίθεση ἀνάμεσα σέ ὅ,τι ἔχει ἤδη καταμετρηθεῖ καί σέ ὅ,τι εἶναι δυνατόν νά καταμετρηθεῖ. Μέ τήν ἀντίθεση αὐτή ἔγινε εὔλογη ἡ εἰκόνα. Αὐτοῦ τοῦ εἴοους ἡ ἐπιχειρηματολογία μᾶς εἶναι οἰκεία ἀπό τήν ἀρχαϊκη λυρική ποίηση. Τό λεγόμενο Priamel ἐνισχύει ἕναν ἰσχυρισμό παραβάλλοντας τόν μέ ἕναν ἀντι-ισχυρισμό. Ἄν θελήσει κανείς νά πεῖ π.χ. πώς ὁ ἔρωτας εἶναι δυνατή φωτιά, ἀρχίζει ἔτσι: «Καμιά φωτιά, κανένα κάρβουνο δέν μπορεῖ νά κάψει τόσο...». Ἀλλά γι’ αὐτό θά μιλήσουμε καί στή συνέχεια. Πρῶτα ὅμως ἐπείγει νά ποῦμε τό ἑξῆς: ὅπου ἀναπτύσσεται ὁ ἐπιστημονικός λόγος, ἡ δομή γλώσσας μεταβάλλεται, ὄχι μόνον ἐπειδή δημιουργοῦνται καινούργιες λέξεις ἀλλά καί ἐπειδή ἀλλάζει ἡ σημασία ἀρχαιότερων λέξεων καί τροποποιεῖται ἡ σύνταξη. Ὅπως κάθε γλώσσα ἔχει ἕνα σύστημα καί ὅλες οἱ προτάσεις γίνονται κατανοητές στίς ἀμοιβαῖες σχέσεις τους μέσα σ’ αὐτό τό σύστημα, ἔτσι καί ἡ ἐπιστημονική γλώσσα ἔχει τή δική της δομή. Ὅλοι συμφωνοῦμε ὅτι ἡ ἐπιστημονική γλώσσα εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἐπιτεύγματα τῆς ἀνθρωπότητας καί γι’ αὐτό ἄλλωστε ἀσχολούμαστε μαζί της. Ἀλλά τό ὅτι ἔπρεπε νά πληρώσουμε ἀκριβά τό κέρδος μας αὐτό, εἶναι κάτι πού θά τό μάθουμε ἀπό τόν ἀρχαῖο βοσκό πρίν τόν ἀποχωριστοῦμε. Ποιός δέν παρατήρησε ὅτι ὁ λόγος του εἶναι πιό φυσικός ἀπό τόν δικό μας, πού εἶναι τόσο καλλιεργημένος;
Στά δύο παραδείγματα πού χρησιμοποιήσαμε, οἱ λέξεις ἄπειρον καί «μετρῶ» ἀποτέλεσαν ὅρους μίας ἐπιστημονικῆς γλώσσας, ἀπό τή στιγμή πού ἡ καταμέτρηση καί ἡ ἀρίθμηση ἀπέκτησαν σημασία γιά μας, ἀπό τή στιγμή, δηλαδή, πού ἀπομονώσαμε τίς ἔννοιες τοῦ αριθμοῦ καί τοῦ μέτρου στή γλώσσα ἀπογυμνώνοντάς τες ἀπό κάθε συναισθηματική καί πρακτική ἀναφορά. Ἐμᾶς, πού εἴμαστε ἐξοικειωμένοι μέ τίς φυσικές ἐπιστῆμες, δέν μᾶς ἐκπλήσσει πού μιά ἐπστημονική γλώσσα προετοιμάζει τό ἔδαφος γιά τήν καθαρή ἔννοια τοῦ ἀριθμοῦ. Παρά τό γεγονός ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πρῶτοι ἔφτασαν στήν καθαρή ἔννοια τοῦ ἀριθμοῦ, σέ μᾶς φαίνεται μᾶλλον ὅτι ὁ Ὅμηρος καί ὁ βοσκός χρησιμοποιοῦσαν τίς λέξεις ἄπειρον καί «μετρῶ» μέ ἀσαφῆ σημασία, καθώς δέν ἀναγνωρίζουμε στίς λέξεις αὐτές τήν ἔννοια πού σήμερα πλέον τούς προσδίδουμε.
Τό ἀξιοσημείωτο στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ἀριθμοῦ ὡς δυνατότητα ὑπάρχει καί στήν πρωτόγονη γλώσσα. Δέν ὑπάρχει πουθενά ἀλλοῦ παρά μόνο στή γλώσσα και, ἀκόμα κι ἄν δέν ἔχει ἀνακαλυφθεῖ, μπορεῖ νά ἔρθει στό φῶς φυσικά καί ἀβίαστα.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ ἄλλες ἔννοιες, ὄχι μόνον τοῦ ἀριθμοῦ. Φαίνεται πώς ἔχουμε νά κάνουμε μέ μία μακρά ἑνιαία ἐξέλιξη.
Καί στό σημασιολογικό πεδίο τοῦ εἰδέναι καί τοῦ γνῶναι, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἀπέσπασαν σταδιακά ἀπό τίς καθημερινές λέξεις ὅ,τι τίς καθιστοῦσε χρήσιμες καί γόνιμες στήν ἐπιστημονική γλοόσσα καί μάλιστα μέ τόν ἴδιο τεχνητό - καί ὅμως τόσο φυσικό - τρόπο.
Ἡ ἀρχαία ἑλληνική λέξη εἰδέναι σημαίνει οὐσιαστικά «ἔχω δεῖ». Περιγράφει ἐπομένως μόνον τό ἀποτέλεσμα μίας συγκεκριμένης ἐμπειρικῆς ἀντίληψης - τήν ἥττα, δηλαδή, πού ὑπέστη ἡ ὁποία πνευματική ἀναφορά ὑπάρχει στό «βλέπω» - καί ἀργότερα, τήν καθαρά νοητική κατάσταση τῆς γνώσης, ἀνεξάρτητα ἀπό τόν τρόπο πού ἀποκτήθηκε. Ὅπως θά φανεῖ, ἡ γνώση πού ἀποκτήθηκε μέσω τῆς ὁράσεως ἦταν πάντα ἕνα εἶδος μοντέλου ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔτειναν νά ἑρμηνεύουν καί τή γνώση πού ἀποκτήθηκε μ’ ἄλλους τρόπους. Στόν Ὅμηρο (κυρίως σ' αὐτόν, ἄν καί ἡ ἀρχική σημασία διατηρήθηκε καί στούς μεταγενέστερους) τό εἰδέναι σημαίνει «κατέχω». «ξέρω», ὅπως τό savoir στά γαλλικά. Ἤδη στόν Ὅμηρο ἡ λέξη εἶχε τόσο εὐρεία σημασία, ὥστε κατόρθωσε στή συνέχεια νά καλύψει τίς ἀνάγκες τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης. Καί ἀποτελεῖ σημαντικό ἐπίτευγμα ὅτι σέ σχετικά πρώιμη ἐποχή προέκυψε ἀπό τό ρῆμα ἤ εἰδικότερη σημασία τῆς πνευματικῆς/νοητικῆς λειτουργίας.
Διαφορετικά εἶναι τά πράγματα μέ τή λέξη γνῶναι. Καί αὐτή ἀνήκει ἀρχικά στή σφαίρα τῆς νοητικῆς ἀντίληψης ἡ ὁποία διαμορφώθηκε μέσω τῆς δράσεως· αὐτό ἰσχύει ἤδη ἀπό τόν Ὅμηρο. Μιά συχνή (καί προφανῶς ἡ ἀρχική) χρήση εἶναι: τόν εἶδε καί τόν ἀναγνώρισε πώς ἦταν ὁ Διομήδης, ἤ ἀκόμα, πώς ἦταν κάποιος θεός. Ἐπίσης, ἡ Ἀρήτη ἀναγνώρισε τό ροῦχο πού ἡ ἴδια εἶχε φτιάξει. Παράλληλα ὅμως ὑπάρχουν χρήσεις ὅπως: ἀναγνώρισε ὅτι ἡ κατάσταση ἦταν εὐνοϊκή, δύσκολη, κ.λπ., χωρίς ὅμως νά ὑπερβαίνουν ὅ,τι περίπου μπορεῖ νά σημαίνει ἡ λέξη sehen στά γερμανικά, π.χ. εἶδε πώς ἡ κατάσταση ἦταν σοβαρή, κ.λπ. Στόν Ὅμηρο ὅμως τό γνῶναι δέν σημαίνει ἀκόμα τήν ἑκούσια δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου καί δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν πορεία πού ὁ Πλάτωνας περιέγραψε στό Συμπόσιο, τά προσχεδιασμένα βήματα ἀπό τήν ἀβέβαιη ὑπόθεση στήν ἀλήθεια. Τό γνῶναι εἶναι ρῆμα στόν ἀόριστο χρόνο, δηλαδή περιγράφει κάτι πού συνέβη σέ συγκεκριμένη χρονική στιγμή, σάν νά πρόκειται μᾶλλον γιά ἕνα γεγονός πού μου συμβαίνει παρά μιά ἀτομική δραστηριότητα: ξαφνικά ἀναγνωρίζω κάποιον πού συναντῶ ἤ ἀντιλαμβάνομαι ὅτι αὐτό εἶναι ἕνα τραπέζι.
Τό ἴδιο πρέπει νά ὑποθέσουμε καί γιά τό νοεῖν, πού ἀργότερα θά ἀποκτήσει τή σημασία «σκέπτομαι». Στόν Ὅμηρο σημαίνει «ἀντιλαμβάνομαι», «βλέπω», «διαβλέπω». Καί αὐτή ἡ λέξη σχετίζεται μέ τήν ὅραση καί διαφοροποιεῖ, ὅπως τό γνῶναι καί τό εἰδέναι, τό μή νοητικό πού περιέχεται στήν νοητική ἀντίληψη ἀπό τήν καθαρή νοητική ἀντίληψη. Ἐπίσης, δηλώνει τήν πνευματική λειτουργία πού εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν ὅραση. Ἀναφέρεται σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ τόν πυρήνα καί τήν οὐσία του «βλέπω», γιατί ἡ ὅραση χωρίς ἀναγνώριση, παρατήρηση καί ὡς ἐκ τούτου γνώση, εἶναι ἄχρηστη καί χωρίς νόημα. Ἀλλά τό νοεῖν δέν ἀναφέρεται στήν γνώση πού ἀποκτήθηκε μέ τή βοήθεια τῆς ὅρασης. ὅπως τό εἰδέναι οὔτε περιγράφει τή διαδικασία τῆς ταύτισης αὐτοῦ πού ἔχουμε δεῖ μέ ἄλλα ἤδη γνωστά. Ἀναφέρεται σέ αὐτό πού μᾶς γίνεται σαφές μετά ἀπό προσεκτική παρατήρηση. Τά «βλέπω» καί «διαβλέπω» εἶναι ἀποδόσεις πού δείχνουν πώς ἡ λέξη ἀνήκει στό λεξιλογικό πεδίο τοῦ «βλέπω· ὑπερβαίνει ὅμως τίς σημασίες αὐτές. Στόν Ὅμηρο ἡ λέξη δέν δηλώνει ἀκόμα τήν πνευματική προσπάθεια πού καταβάλλουμε γιά νά λύσουμε π.χ. ἕνα πρόβλημα, τήν ἰδιαίτερη ἐκείνη πνευματική δραστηριότητα, καί γι’ αὐτό εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά τό μεταφράσουμε μέ τό «σκέπτομαι» - ἄν καί μερικές φορές πλησιάζει τή σημασία τοῦ «ἀντιλαμβάνομαι», «ἀναλογίζομαι», «λαμβάνω ὑπόψη»[1].
Τό γεγονός πώς δέν ὑπάρχει στόν Ὅμηρο καμία λέξη γιά τό «σκέπτομαι» καί τό γεγονός πώς ἡ γνώση δέν γίνεται ἀκόμα ἀντιληπτή ὡς δραστηριότητα ὀφείλεται στό ὅτι ὁ Ὅμηρος δέν διαθέτει ἀπολύτως κανέναν ὄρο γιά τή νόηση ὡς πνευματική δραστηριότητα. Ὡς γνωστόν, ὁ Ὅμηρος ἀγνοεῖ καί τήν ἀντίθεση σώματος καί πνεύματος, κορμιοῦ καί ψυχῆς.
Αὐτό πού ἐμεῖς ὀνομάζουμε πνεῦμα ἤ ψυχή, δέν ἐμφανίζεται ἀκόμη οὐσιαστικά διαφοροποιημένο ἀπό τό σῶμα, μόνον πού ἡ σωματικότητά του παρουσιάζεται ἀρκετά περιορισμένη. Ἡ ψυχή, πού ἀργότερα θά σημάνει καί γιά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες ὅ,τι καί γιά μᾶς σήμερα, εἶναι ἡ πνοή πού κρατᾶ τόν ἄνθρωπο στή ζωή (αὐτή εἶναι ἡ μοναδική της λειτουργία στόν Ὅμηρο καί δέν σχετίζεται μέ τή σκέψη καί τίς αἰσθήσεις). Μετά τόν θάνατο ἡ ψυχή κατεβαίνει σάν σκιά στόν Ἅδη. Ὁ νόος, τό ὄργανο τοῦ νοεῖν, εἶναι τρόπον τινά ἕνας «ἐσωτερικός ὀφθαλμός». Ὁ Ὅμηρος δέν μᾶς λέει μέ σαφήνεια ποῦ τόν τοποθετεῖ ἤ πῶς τόν φαντάζεται. Τοῦ ἀποδίδει ὅμως ὀπτικές λειτουργίες: ὁ σκοπός του εἶναι νά ἀντιλαμβάνεται, νά βλέπει, νά διαβλέπει.
Ἄν τό νοεῖν στόν Ὅμηρο δέν συνεπάγεται τήν πνευματική δραστηριότητα, τότε ἔτσι ἴσως ἐξηγεῖται μιά ἀκόμα ὁμηρική φράση πού, ὅσο γνωρίζω, δέν ἔχει μέχρι σήμερα ἐρμηνευτεῖ. Ἐμεῖς σήμερα ἐντοπίζουμε τή σκέψη στό κεφάλι καί οὐσιαστικά τήν αἰσθανόμαστε στό κεφάλι μετά ἀπό ἔντονη πνευματική δραστηριότητα. Στόν Ὅμηρο ὅμως τό νοεῖν κι ὅλα ὁσα ἔχουν νά κάνουν μέ τόν νοῦν, συνδέονται μέ τό διάφραγμα, μέ τίς φρένες. Αυτό. ὅσο ὁ ἴδιος γνωρίζω καί ὄπως πληροφορήθηκα καί ἀπό ἄλλους, δέν μποροῦμε νά τό ἑρμηνεύσουμε ὅσο ἀντιλαμβανόμαστε τό νοεῖν ὡς «σκέπτομαι». Καταλαβαίνουμε ὅμως πολύ καλά γιατί οἱ φρένες συμμετέχουν στή διαδικασία αὐτή, ἄν τό νοεῖν σημαίνει ὅ,τι καί τό ὁμηρικό γνῶναι: πρόκειται μᾶλλον γιά ἕνα συμβάν. Ἄν τό νοεῖν ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος ἀντίληψης πού «συμβαίνει» στόν ἄνθρωπο σάν ἕνα ἤπιο σόκ. τότε μποροῦμε νά καταλάβουμε καλά γιατί τόν χτυπᾶ στό διάφραγμα[2].
Παράλληλα ἄς σημειώσουμε ὅτι τά ρήματα πράττω καί ποιῶ στόν Ὅμηρο συνεπάγονται πολύ μικρότερη δραστηριότητα ἀπ’ ὅ,τι τά ἀντίστοιχα δικά μας. Πράττω σημαίνει οὐσιαστικά «περνῶ ἕναν δρόμο». Ὅμως τό ὅτι ἡ λέξη σημαίνει λιγότερο τήν προσωπική προσπάθεια καί περισσότερο τό ὅτι κάτι «πηγαίνει καλά», τό ἀποδεικνύει καί ἡ φράση εὖ πράττω πού σώθηκε στήν ἀττική διάλεκτο. Ἔτσι τώρα μποροῦμε νά συσχετίσουμε τό τεύχειν (παράγω κάτι) μέ τό τυχεῖν (συμβαίνει κάτι) κατά τόν τρόπο πού τό φεύγειν σχετίζεται μέ τό φυγεῖν. Καί μολονότι ὁ Boisacq πιστεύει πώς ἡ σημασία τους δέν συνηγορεῖ στή σύνδεσή τους, οἱ μετοχές ὅμως τετυγμένος καί τετυχώς - «εὐτυχής» ἤ «καλοφιαγμενος» - δείχνουν ὅτι τό τεύχειν δέν σημαίνει τόσο τήν προσωπική προσπάθεια ὅσο τήν ἐπιτυχῆ ἐξέλιξη.
Αὐτο τό στοιχεῖο τῆς προσωπικῆς πνευματικῆς δραστηριότητας πού ἀποτελεῖ τή βάση κάθε ἐπιστημονικῆς καί φιλοσοφικῆς ἀντιμετώπισης τοῦ κόσμου λείπει καί ἀπό ἄλλα ρήματα πού δέν προέρχονται ἀπό τή σφαίρα τοῦ «βλέπω». Στή σφαίρα τοῦ «ἀκούω» ἀνήκει τό ρῆμα συνιέναι πού ἀργότερα θά ἀποκτήσει τή σημασία «καταλαβαίνω». Ὅμως ἡ σημασία τοῦ συνιέναι στόν Ὅμηρο δέν ξεπερνᾶ τά ὅρια τῆς κατανόησης μιᾶς λέξης ἤ φράσης. Τό συνιέναι δέν σημαίνει ἀκόμα καί σέ αὐτά τά συμφραζόμενα τήν καθαρά θεωρητική κατανόηση ἀλλά ἁπλῶς «ἀκούω κάποιον καί τόν ἀκολούθῶ σέ ἀπόσταση τέτοια ὥστε νά μπορῶ νά τόν ἀκούω».
Ἀπό ἕναν ἄλλο πάλι χῶρο προέρχεται ἡ λέξη ἐπίστασθαι ἀπό τήν ὁποία παράγεται ἡ ἐπιστήμη, ὁ πλατωνικός ὅρος γιά τή γνώση. Ἐπίστασθαι στόν Ὅμηρο σημαίνει «ξέρω κάτι» καί συνεπάγεται τή γνώση πού ἀφορᾶ σέ πρακτικές δραστηριότητες. Ἀναφέρεται ἐπίσης σέ τεχνικές δεξιότητες, σέ ὅλες τίς τέχνες καθώς καί στόν λόγο καί σέ καταστάσεις πού μπορεῖ κανείς νά ἀντιμετωπίσει. Στό ἴδιο πεδίο τῶν πρακτικῶν δεξιοτήτων ἀνήκει καί ἡ λέξη σοφός πού χαρακτηρίζει τόν ἐπιδέξιο σέ κάποιο χειροτέχνημα, πρό πάντων αὐτόν πού κατέχει μιά τέχνη ἡ ὁποία ἐντάσσεται στά πλαίσια τῆς πρώιμης οἰκοτεχνίας· σημαίνει τόν εἰδικό πού εἶναι ἀπαραίτητος γιά τήν κοινότητα, τόν δημιουργόν.
Τό πώς αὐτοί οἱ τρόποι κατάκτησης τῆς γνώσης στόν Ὅμηρο ἐπενεργοῦν στή ζωή τῶν ἀνθρώπου, τό δείχνει ἡ μορφή τοῦ Ὀδυσσέα, τοῦ διανοούμενου, ἄν μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε τόν ὅρο αὐτό γιά τόν ὁμηρικό κόσμο. Ὁ Ὀδυσσέας εἶδε πολλά καί ἔμαθε πολλά. Εἶναι ἐκτός αὐτοῦ ὁ πολυμήχανος, ὁ ἱκανός νά ἐνεργήσει μέ τούς πιό πρωτότυπους τρόπους, ἐν τέλει εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἀκούσει τή φωνή τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς, τῆς προστάτιδάς του. Δέν ἀπέκτησε τήν γνώση μέσω τῆς ὁράσεως οὔτε τό πλῆθος τῶν ἐμπειριῶν του μέ δική του δραστηριότητα καί προσωπική ἔρευνα. Μᾶλλον αὐτά συνέζησαν σέ ἐκεῖνον, ὅς μάλα πολλά/πλάγχθη. Δέν ἔχουμε νά κάνουμε μέ τόν Σόλωνα, γιά τόν ὁποῖο ὁ Ἡρόδοτος λέει πώς πρῶτος ταξίδεψε θεωρίης ἕνεκεν. Στόν Ὀδυσσέα ἡ πολυγνωσία τοποθετεῖται στό ἐπίπεδό του ἐπίστασθαι καί διακρίνεται ἀπό τή δράση του κατά τρόπο ἀξιοσημείωτο. Τό γεγονός αὐτό περιορίζει τή δράση του στήν ἐξεύρεση μέσων προκειμένου νά ἐπιτύχει κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, νά σώζει δηλαδή τή ζωή τῶν συντρόφων του καί τή δική του. Καί στό ἐπιπεδο τῆς κατανόησης καί τῆς ἑρμηνείας, ὁ Ὄδυσσέας κατανοεῖ ἁπλῶς, ὅπως καί κάθε ὕπαρξη στόν Ὅμηρο, τούς λόγους πού διατυπώνονται μέ σαφήνεια. Σέ περίπτωση πού γεγονότα, πράξεις, ἄνθρωποι δέν δηλώνουν ἄμεσα τί σημαίνουν, ποιά εἶναι ἡ ἐννοιά τους, τότε μπορεῖ νά τά καταστήσει σαφῆ ἕνας θεός μιλώντας μέ λόγια κατανοητά, μπορεῖ π.χ. νά τά ἀνακοινώσει σέ ἕναν προφήτη καί αὐτός μέ τή σειρά του νά τά πεῖ στούς ἄλλους ἤ μπορεῖ νά τά πεῖ ἡ Μούσα στόν ποιητή. Ὅμως οὔτε ὁ προφήτης εἶναι σέ θέση νά ἐρευνήσει τό σκοτεινό μέλλον οὔτε ὁ ποιητής προσπαθεῖ νά φέρει στό φῶς μιά κρυμμένη ἀλήθεια· ὁ μέν προφήτης μαθαίνει τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον πού ὁ θεός τοῦ ἀποκαλύπτει, ὁ δέ ποιητής ἀνακοινώνει μόνον ὅ,τι ἡ Μούσα τοῦ γνωστοποιεῖ. Οἱ θεοί τά γνωρίζουν ὅλα, τά ἔχουν δεῖ ὅλα καί εἶναι πανταχοῦ παρόντες (ὅπως λέγεται στή Β ραψωδία τῆς Ἰλιάδας [στ. 485-486]). Ἡ πνευματική δυνατότητα βασίζεται καί στίς δύο περιπτώσεις στή γνώση πού κατέχει ἡ θεότητα. Στήν περιπτωση τῶν Μουσῶν ὁ Ὅμηρος ἀποδίδει τή γνώση τους αὐτή στό γεγονός ὅτι ὑπῆρξαν αὐτόπτεις μάρτυρες ὅσων μεταδίδουν στόν ποιητή.
Ἡ εἰκόνα τοῦ ἄνθρώπου πού ἀσχολεῖται μέ τίς φυσικές ἐπιστῆμες, πού σκέπτεται καί ἐρευνᾶ, γίνεται δυνατή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά συλλαμβάνει τό πνεῦμα «πιό ἀφαιρετικά». Τί σημαίνει ὅμως «ἀφαιρετικά»; Εἶναι πλέον κοινότοπη ἡ διαπίστευση ὅτι ἡ ἀφαίρεση εἶναι ἀπαραίτητη στήν ἐπιστημονική σκέψη καί τόν λόγο. Ἤδη τό ζήτημα αὐτό τό θίξαμε, ὅταν μιλήσαμε γιά τό ἄπειρον του Ἀναξιμάνδρου, καθώς ἐπίσης γιά τήν ἔννοια τοῦ «μέτρου», τή γνώση καί τή σκέψη. Τό θέμα ὁλόκληρου του κεφαλαίου αὐτοῦ θά μποροῦσε νά ἐξαντληθεῖ στήν πρόταση: οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δημιούργησαν μιά ἐπιστημονική γλώσσα κατασκευάζοντας ἀφηρημένα οὐσιαστικά - ἄν εἶναι βέβαια δυνατόν νά προσδιορίσουμε τή διαχωριστική γραμμή ἀνάμεσα στά συγκεκριμένα καί τά ἀφηρημένα οὐσιαστικά. Πιστεύω πώς θά ἦταν καλύτερο νά μιλήσουμε γιά σταδιακή μετάβαση ἀπό πιό συγκεκριμένα σέ πιό ἀφαιρετικά στάδια. Ἄν, ὅπως φάνηκε ἀπό τά δυό-τρία παραδείγματα, μπορεῖ νά ἀπομονωθεῖ ἀβίαστα ἡ πνευματική λειτουργία ἀπό τίς φράσεις τῆς γλώσσας, τότε ἡ γλώσσα πρέπει νά εἶναι ἕνας πολύπλοκος ὀργανισμός, ἱκανός νά παραγάγει ἀπό τόν ἴδιο της τόν ἑαυτό κάτι διαφορετικό. Ἀλλά γιά νά δοῦμε ἄν ἡ μονομέρεια στόν ἐπιστημονικό λόγο, μ’ ἄλλα λόγια ἄν μιά ἀπό τίς ἀρχές του - ἡ ὁποία, μολονότι ὑπάρχει σέ κάποιο βαθμό καί στήν καθημερινή γλώσσα, ἀναδεικνύεται ὁμως κατεξοχήν στήν ἀνεπτυγμένη σκέψη τῶν Ἑλλήνων - εἶναι πράγματι συμπαγής, πρέπει νά μελετήσουμε προσεκτικά πώς ἡ τάση γιά ἀφαίρεση εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά καταστοῦν κάποιες γλωσσικές δομές τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν κατάλληλες γιά νά ἐκφράσουν τήν ἐπιστημονική σκέψη.
Νομίζω πώς ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι παραγωγῆς ἀφηρημένων οὐσιαστικῶν. Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ οὐσιαστικοποίηση ὅπως τήν εἴδαμε στό ἅπειρον τοῦ Ἀναξίμανδρου. Ὁ δεύτερος συνίσταται στή μετεξέλιξή του χαρακτηρισμοῦ ἑνός ὀργάνου σέ χαρακτηρισμό τῆς λειτουργίας του. Π.χ. ὅταν λέμε ὅτι κάποιος ἔχει γερό κεφάλι, ἐννοοῦμε ὅτι ἔχει γερό μυαλό ἤ διαθέτει σωστή σκέψη. Ὁ τρίτος τρόπος εἶναι ἡ μετατροπή ταν κυρίων ὀνομάτων, θεῶν ἤ δαιμόνων, σέ ἀφηρημένα οὐσιαστικά. Στά ἀρχαῖα ἑλληνικά οἱ ἐπιστημονικοί ὅροι δημιουργήθηκαν - ὅσον ἀφορᾶ στά ἀφηρημένα οὐσιαστικά - καί μέ τούς τρεῖς αὐτούς τρόπους.
Τόν πρῶτο τρόπο ἀκολούθησε ὁ Ἀναξίμανδρος μέ τό ἄπειρον καί εἴδαμε ὅτι στην περίπτωση αὐτή ἡ ἀφαιρετική σκέψη ἐκφράστηκε μέ την οὐσιαστικοποίηση τοῦ ἐπιθέτου. Ἡ ἐξέλιξη αὐτή σημαίνει κατ’ οὐσίαν ὅτι κάτι πού εἶχε ἀρχικά μία ὑλική ὑπόσταση μετατρέπεται σέ ἀντικείμενο - ἀντικείμενο, βέβαια, πού δέν τό ἀντιλαμβανόμαστε ὡς ὑλική ὀντότητα, ἀλλά πού μποροῦμε μόνο νά τό σκεφτοῦμε, σέ ἀντικείμενο τῆς σκέψης μας. Καί ἐδῶ φαίνεται καθαρά ἡ σημασία τῆς λέξης «οὐσιαστικοποίηση».
Τί σημαίνει ἡ οὐσιαστικοποίηση τοῦ ἐπιθέτου γιά τήν ἀφαιρετική σκέψη καί τήν πνευματική δραστηριότητα, θά τό διευκρινήσουμε μέ μερικά ἀκόμα παραδείγματα ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἀναξίμανδρου, τά ὁποῖα δέν σχετίζονται τόσο ἄμεσα μέ τήν ἐπιστημονική γλώσσα.
Ὁ Ἡρόδοτος διηγεῖται τήν ἱστορία τοῦ ζασιλιᾶ τῆς Λυδίας Κροίσου, ὁ ὁποῖος ρώτησε τόν Σόλωνα τόν Ἀθηναῖο ποιός εἶναι ὁ πιό εὐτυχισμένος ἄνθρωπος. Ὁ Σόλωνας (καί αὐτή εἶναι ἐν πάςῃ περιπτώσει ἡ ἐκδοχή πού μποροῦμε νά θεωρήσουμε ὡς τήν παλαιότερη) κατονόμασε ἕναν ἁπλό χωρικό της Ἀττικῆς, τόν Τέλλο, ἐνῶ ὁ Κροῖσος, ὁ πλούσιος καί ἰσχυρός βασιλιάς, περίμενε φυσικά νά ἀκούσει τ’ ὄνομά του.
Ἡ ἱστορία θέλει νά δείξει τή διαφορά ἀνάμεσα στή φαινομενική εὐτυχία καί τήν ἀληθινή. Ὁ Σόλωνας λέει πώς κανείς δέν μπορεῖ νά ἀξιωθεῖ τόν χαρακτηρισμό «εὐτυχής» πρίν τό τέλος τῆς ζωῆς του.
Καί ὁ Κροῖσος ἀναγνωρίζει τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Σόλωνα, ὅταν πιά ἔχει χάσει τό πλούσιο βασίλειό του καί βρίσκεται πάνω στήν πυρά.
Γενικά θεωροῦμε εὐτυχῆ ἕναν ἰσχυρό βασιλιά στό ἀπόγειο της δόξας του. Ἀλλά μπορεῖ νά τεθεῖ τό ἐρώτημα ἄν εἶναι «ὄντως» εὐτυχής κανείς, ὅταν τοῦ ἀποδίδεται τό ἐπίθετο αὐτό μ’ ὅλη τή σημασία του. Ἕνας μέσος ἄνθρωπος μπορεῖ νά εἶναι «πραγματικά» εὐτυχισμένος.
Πίσω ἀπό αὐτήν τή διαπίστωση προβάλλει τό ἐρώτημα ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή εὐδαιμονία, αὐτό πού κάνει τόν εὐδαίμονα εὐδαίμονα. To ἐρώτημα «ποιός εἶναι ὁ πιό εὐτυχισμένος;» προκαλεῖ τήν ἑπόμενη ἐρώτηση: «ποιά εἶναι ἡ πραγματική εὐτυχία; Τί εἶναι ἡ εὐτυχία;» Τό ἐρώτημα γιά τό πρόσωπο θά ἐξελιχθεῖ τελικά σέ ἐρώτημα γιά τό ἀφηρημένο οὐσιαστικό.
Ἄν ὅμως ἔτσι δημιουργεῖται ἕνα ἀφηρημένο οὐσιαστικό. τό «εὐτυχές», καί παράγεται ὅπως τό ἄπειρον του Ἀναξιμάνδρου, μέ οὐσιαστικοποίηση τοῦ ἐπιθέτου, τότε καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ σημασία τῆς νέας αὐτῆς λέξης προϋποθέτει τή βασική σημασία τοῦ ἐπιθέτου. «Ἄπειρο» μέ τή σημασία τοῦ «ὄντως ἀπείρου» καί «εὐτυχές» μέ τή σημασία τοῦ «ἀπολύτως εὐτυχοῦς» εἶναι ἤδη κάτι πού ὑπερβαίνει τήν «ἁπλοϊκή», προεπιστημονική γλώσσα. Ἔτσι ὅμως ἔχουμε ἕνα ἀκόμα ἀντικείμενο, π.χ. τό ἄπειρο, τό εὐτυχές, ἡ ὕπαρξη τοῦ ὁποίου μπορεῖ νά τεθεῖ ὑπό ἀμφισβήτηση.
Στίς διηγήσεις γιά τούς Ἑπτά Σοφούς - στούς ὁποίους συγκαταλέγονται τόσο ὁ Σόλωνας ὅσο καί ὁ Θαλῆς. ὁ δάσκαλος τοῦ Ἀναξίμανδρου – συναντοῦμε συχνά τέτοιες ἐρωτήσεις ὑπό τόν τύπο αἰνίγματος. Κάποιες δέν ζητοῦν μόνον τό πρόσωπο πού ἔχει μιά συγκεκριμένη ἰδιότητα σέ ἕναν ἰδιαίτερο βαθμό ἀλλά καί τό πρᾶγμα πού διαθέτει κάποια ἰδιότητα: «Ποιό εἶναι τό καλύτερο;», «ποιό εἶναι τό παλαιότερο;», «ποιό εἶναι τό δικαιότερο;», κ.λπ. Τέτοιες ἐρωτήσεις ὁδηγοῦν κατ’ ἀνάγκη στόν ὁρισμό: «Ποιό εἶναι τό καλό;», «ποιό εἶναι τό δίκαιο;» Αὐτοῦ του εἴδους, ἐν πάςῃ περιπτώσει. οἱ πνευματώδεις ἀλλά καί βαθυστόχαστες ἱστορίες μᾶς παραδίδονται ἀμέσως μετά τήν ἐποχή τῶν Ἑπτά Σοφῶν. Τό σημαντικό στίς ἱστορίες αὐτές ἔγκειται στό ὅτι κάτι παρουσιάζεται νά ἔχει μιά ἰδιότητα τήν ὁποία κανείς δέν τοῦ ἀναγνώριζε ὡς τότε. Ἐπίσης, στό ὅτι στίς ἱστορίες αὐτές διαμορφώνεται μιά σχετικά σαφής εἰκόνα τῆς ἰδιότητας στήν ὁποία ἀναφέρονται. Κάτι παρόμοιο π.χ. ἔχουμε καί στόν μύθο τοῦ Αἰσώπου καί στό λαϊκό ἀνάγνωσμα τοῦ ἀγώνα τοῦ Ὁμήρου καί Ἡσιόδου[3], τά ὁποῖα ἀνάγονται στόν 6ο αἰώνα π.Χ. Τά ἐρεθιστικά ἐρωτήματα ὑπό τόν τύπο αἰνίγματος, πού ἀποσκοποῦν στήν κατάκτηση νέων γνώσεων, δείχνουν πώς οἱ γνώσεις αὐτές δέν πρέπει νά παρουσιάζονται ἄμεσα καί νά ἐπιβάλλονται ἀλλά πρέπει νά καταβάλλεται προσπάθεια προκειμένου νά ἀναζητηθοῦν καί νά ἀνευρεθοῦν. Ἡ γνώση συνεπάγεται ἑπομένως πνευματική δραστηριότητα. Ἀπό ἐδῶ ξεκινᾶ ἡ ἔρευνα, ἡ βάσανος γιά τήν ἀλήθεια.
Ἄν παραλληλίσουμε τά λεγόμενα πού διαρκῶς περιπλέκονται: ὁ Κροῖσος εἶναι εὐτυχής... εἶναι εὐτυχέστερος... εἶναι ὁ πιό εὐτυχής, εὐτυχία εἶναι νά κατέχει κανείς αὐτό κι ἐκεῖνο, ἡ εὐτυχία συνίσταται στό νά.... τότε φαίνεται καθαρά πώς τό ἀφηρημένο οὐσιαστικό «εὐτυχία» προκύπτει ἀπό τό γεγονός ὅτι τό ἐπίθετο «εὐτυχής» μπορεῖ νά ὑπάρξει ὡς κατηγορούμενο[4] καί ἡ ἔννοια «εὐτυχής», ἀπό την πλευρά της, μπορεῖ νά ἀποτελέσει τό ἀντικείμενο μίας φράσης ὅπως ἡ ἀκόλουθη: «Τό νά εἶναι κάνεις εὐτυχής σημαίνει...». Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἡ ἀρχαία ἑλληνική γλώσσα μπορεϊ νά χειριστεῖ καί τά ρήματα. Στήν περίπτωση αὐτή τό ὁριστικό ἄρθρο προσπαθεῖ νά «ἐκμαιεύσει» σημασίες: ἔτσι μπορεῖ κανείς νά μιλᾶ γιά τό βλέπειν, τό σκέπτεσθαι, κ.λπ. Καί ἔτσι δημιουργοῦνται ἀφηρημένα οὐσιαστικά, καθώς τό ἀπαρέμφατο τοῦ ρήματος, πού δέν εἶναι οὐσιαστικό, μετατρέπεται μέ τή βοήθεια τοῦ ἄρθρου σέ οὐσιαστικό. Καί ἄλλοι ρηματικοί τύποι πού δέν ἀπαντοῦν ὡς verba finita μποροῦν νά οὐσιαστικοποιηθοῦν, π.χ. οἱ μετοχές πού χρησιμοποιοῦνται πολύ συχνά στά ἀρχαῖα ἑλληνικά. Στήν περίπτωση αὐτή φαίνεται πώς τά ὅρια ἀνάμεσα στά ἀφηρημένα καί συγκεκριμένα οὐσιαστικά εἶναι ρευστά. Ὅταν λέω «τό βλέπον» ἐννοῶ τά μάτια, τό ὄργανο, πού ἀναμφίβολα εἶναι συγκεκριμένο οὐσιαστικό. Μπορῶ ὅμως νά μιλῶ γιά «τό βλέπον» καί νά ἐννοῶ τή λειτουργία τοῦ ματιοῦ. Ἔτσι «τό βλέπον» προσεγγίζει αὐτό πού δηλώνει «τό βλέπειν». Ἡ γλώσσα τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης στά ἀρχαῖα ἑλληνικά δημιούργησε ἀπό τήν ἐποχή τῶν Σοφιστῶν ἕνα πλῆθος ρηματικῶν οὐσιαστικῶν, τά ὁποῖα κατά τήν σημασία προσεγγίζουν τά οὐσιαστικοποιημένα ἀπαρέμφατα καί τίς μετοχές, τυπικά ὅμως ἀνήκουν στά οὐσιαστικά: ἡ γνῶσις πού ἰσοδυναμεῖ πάνω-κάτω μέ τό γνῶναι, ἡ κίνησις, κ.ο.κ.
Ἡ συσχέτιση ἑνός συγκεκριμένου ὀργάνου μέ τήν ἀφηρημένη λειτουργία του εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ὁ δεύτερος δρόμος πρός τήν ἀφαιρετική σκέψη. Ἀνέφερα ἤδη τό παράδειγμα «ἔχει γερό κεφάλι», δηλαδή ἡ ἐσωτερική λειτουργία τοῦ μυαλοῦ του εἶναι καλή, εἶναι ἔξυπνος. Πρόκειται συνήθως γιά μεταφορικές χρήσεις τῶν λέξεων. Σέ πρωτόγονες γλώσσες τό ὄργανο δηλώνει ἀναμφίβολα καί τή λειτουργία. Μά καί ἐκεῖ ὅπου πρόκειται γιά καθαρή μεταφορά, αὐτός ὁ παραλληλισμός τοῦ ὀργάνου καί τῆς λειτουργίας παίζει μεγάλο ρόλο, π.χ. στίς τόσο συχνές μεταφορικές χρήσεις τῶν ἐργαλείων. Ὅταν μιλῶ γιά τό «σφυρί» τῆς μοίρας, ἐννοῶ τή συντριβή. Ἀκριβῶς τό ἴδιο ἐννοῶ, ὅταν μιλῶ γιά τή «γροθιά» τῆς μοίρας. Ἐδῶ μποροῦμε ἀκόμη νά ἀναφέρουμε καί τίς παρομοιώσεις μέ κάποιο ζῶο πού παλαιότερα συνήθιζαν νά χρησιμοποιοῦν γιά νά δείξουν τά χαρακτηριστικά ἤ τίς δραστηριότητες ἑνός ἀνθρώπου ἤ τίς λειτουργίες τῶν ὀργάνων του καί γιά νά δηλώσουν μιά πνευματική λειτουργία στή γλώσσα.
Αὐτός πού βλέπει σάν λύγκας. ἔχει καλή ὅραση, βλέπει καλά. Ὅποιος εἶναι ἀλεπού, εἶναι πονηρός. Ἔτσι, μέσω τῆς παρομοίωσης μέ τά ζῶα, σκιαγραφεῖται αὐτό πού ἀργότερα ὀνομάστηκε πνευματική ἰδιαιτερότητα τοῦ ἀνθρώπου, χαρακτήρας. Στούς μύθους μέ ζῶα περιγράφονται τύποι ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς.
Ἔτσι φτάνουμε στήν τρίτη μορφή, προκειμένου νά κατανοήσουμε τή σκοπιμότητα τῆς δημιουργίας τῶν ἀφηρημένων οὐσιαστικῶν. Πρόκειται γιά τό μυθικό ὄνομα, τό ὄνομα δηλαδή ἑνός θεοῦ ἤ ἑνός δαίμονα. Ὁ Ἄρης εἶναι ὁ θεός τοῦ πολέμου ἀλλά τό ὄνομά του ἔχει σχεδόν τή σημασία τοῦ ἀφηρημένου οὐσιαστικοῦ «πόλεμος». Ὁ πόλεμος εἶναι ἔργο τοῦ Ἄρη. Σέ φράσεις ὅμως ὅπως ἔρχεται Ἄρης, δέν διαφαίνεται καθόλου κατά πόσον ὁ ὁμιλῶν φαντάζεται ἕναν θεό μέ συγκεκριμένη μορφή. Σέ μεταγενέστερες ἐποχές προσπάθησαν νά ἑρμηνεύσουν ἀλληγορικά τους θεούς καί θεώρησαν πώς ἡ Ἀφροδίτη εἶναι κατ’ οὐσίαν ὁ ἔρωτας, ἡ Ἀθηνᾶ ἡ σύνεση καί ὅτι ὁ Ὅμηρος μίλησε μόνον ποιητικῇ ἀδείᾳ γιά θεούς. Φυσικά οἱ θεοί στόν Ὅμηρο δέν ἀποτελοῦν τέτοιου εἴδους αἰσθητικά βοηθητικά μέσα. Παρόλα αὐτά, ἔχει κάποια ἀλήθεια ἡ ἄποψη ὅτι οἱ θεοί ἀποκτοῦν ὀντότητα, ὅταν ταυτίζονται μέ ἀφηρημένες ἔννοιες. Τά ὀνόματα τῶν θεῶν εἶναι συχνά καί ρηματικά οὐσιαστικά. Φόβος σημαίνει ἀρχικά τόν «τρόμο»· εἶναι ἐπίσης ἕνας δαίμονας πού τρέπει σέ φυγή. Στήν περίπτωση αὐτή δέν εἴμαστε πάντοτε σέ θέση νά διακρίνουμε ἄν ἐννοεῖται ὁ θεός ἤ τό ἀφηρημένο οὐσιαστικό - κι αὐτό μας φέρνει, σέ ἀμηχανία γιά τό ἄν πρέπει νά γράψουμε στά κείμενά μας τή λέξη μέ κεφαλαῖο ἤ μικρό ἀρχικό. Ἕνα ὅμως διαφοροποιεῖ τόν θεό ἀπό τήν ἀφηρημένη ἔννοια, τό ὅτι ὁ θεός δρᾶ ἄμεσα, ἐπιβάλλεται στόν ἄνθρωπο, ἐνῶ τό πλήρως ἀνεπτυγμένο ἀφηρημένο οὐσιαστικό (ὅπως φάνηκε παραπάνω μέ τήν οὐσιαστικοποίηση τοῦ ἐπιθέτου) εἶναι ὁ στόχος τῆς ἀνρώπινης σκέψης καί τῆς πνευματικῆς δραστηριότητας.
Τή στιγμή αὐτή δέν μπορῶ νά δώσω καμιά συστηματική θεώρηση τῶν μεταφορῶν, τῶν παρομοιώσεων, τῶν διηγήσεων μέ ζῶα καί τῶν μύθων. Ἐδῶ ἔπρεπε μόνο νά φανεῖ ὅτι οἱ προεπιστημονικές μορφές σκέψης καί λόγου ἔχουν ἀφενός πολλά κοινά μέ τά ἀφηρημένα οὐσιαστικά — ἐφόσον ἔχουν κοινό στόχο - ἀφετέρου διαφοροποιοῦνται ἀπό τά ἀφηρημένα οὐσιαστικά, καθώς θέλουν τόν στόχο τους νά συνδέεται μέ κάτι ζωντανό, κάτι ὀργανικό, κ.τ.τ. Περισσότερο ὅμως δέν θά ἀσχοληθοῦμε μ’ αὐτό τό θέμα, γιατί καταλήγουμε στόν ταυτολογικό καί ἀρνητικό ὁρισμό, ὅτι τά μή ἀφηρημένα οὐσιαστικά δέν εἶναι ἀφηρημένα οὐσιαστικά.
Ἴσως μπορέσουμε νά ἀντιληφθοῦμε καί νά ὁρίσουμε ἀκριβέστερα τήν ἰδιαιτερότητα τῆς ἐπιστιμονικῆς γλώσσας πού δημιούργησαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ἄν ἀντιστρέψουμε τά πράγματα. Τόν σκοπό μας αὐτό ἴσως θά ἐξυπηρετοῦσε μιά παρέκβαση σέ μιά ἐντελῶς διαφορετική ὁμάδα λέξεων, στίς προθέσεις καί τούς συνδέσμους. Οἱ λέξεις αὐτές συνδέουν παραστάσεις τοπικά, χρονικά ἤ αἰτιολογικά. Ἡ ἱστορία τῆς γλώσσας δείχνει ὅτι οἱ τοπικοί καί σέ περιορισμένο βαθμό οἱ χρονικοί προσδιορισμοί εἶναι παλαιότεροι ἀπό τους αἰτιολογικούς. Οἱ αἰτιολογικοί δέν διέθεταν ἐξαρχῆς δικές τους λέξεις, ἀλλά οἱ λέξεις πού τούς δηλώνουν προέκυψαν ἀπό μεταβολή τῆς σημασίας τοπικῶν (ἀλλά καί χρονικῶν) προθέσεων καί συνδέσμων. Στή γλώσσα τῆς ἐπιστήμης καί τῆς φιλοσοφίας, φυσικά, προϋποτίθεται ἡ ἀρχή ὅτι οἱ αἰτιακές σχέσεις μποροῦν νά ἀνακαλυφθοῦν καί νά διατυπωθοῦν. Πῶς γίνεται στήν πράξη αὐτό; Στά Γερμανικά τό durch σημαίνει ἀρχικά μία τοπική σχέση (durch das Feld), ἐν συνεχείᾳ καί μιά χρονική (durch den Tag). Μπορῶ ἐπίσης νά πῶ πώς ὁ Ἀλέξανδρος γνώρισε τόν Ἀριστοτέλη μέσω τοῦ πατέρα του - καί ἐδῶ θά ἦταν παράλογο νά ἐννοήσω τό μέσῳ (durch) τοπικά ἤ χρονικά. Ἀφετηρία γιά μιά τέτοια χρήση ὑπῆρξαν προτάσεις ὅπως «μέσω τοῦ καινούργιου δρόμου φτάνει κανείς γρηγορότερα στήν πόλη». Ἀρχικά νοεῖται τοπικά ἀλλά, ὅταν καταλάβουμε ἀπό τήν πρόταση πώς ὁ δρόμος κατασκευάστηκε γιά νά συντομεύσει τήν ἀπόσταση πρός τήν πόλη, τό «μέσω» (durch) ἀποκτᾶ μιά αἰτιακή σημασία. Αὐτό εἶναι μιά φοβερή παρανόηση, ἄν πρέπει νά ὀνομάσουμε παρανόηση τό γεγονός ὅτι ἡ νέα χρήση τῆς λέξης δηλώνει τήν πραγματικότητα καί τήν οὐσία. Ἄν στήν περαιτέρω ἐξέλιξη τό «μέςῳ» (durch) ἀποβάλει τήν τοπική καί χρονική σημασία καί ἀποκτήσει σέ συγκεκριμένα συμφραζόμενα καθαρά αἰτιακή, τότε ἡ ἄμεση σχέση μέ τά πράγματα θά ἐξαφανιστεῖ ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι τό πραγματικό, τό ἀντικειμενικό θά χαθεῖ κατ’ ἀνάγκη. Ἀντίθετα μπορεῖ νά παρουσιαστεῖ ἀβίαστα ὑπό ὁρισμένες συνθῆκες.
Ἡ φράση «ἐπειδή βρέχει, θά μουσκέψουν ὅλα» σημαίνει ἀρχικά «διότι βρέχει...»· χαρακτηρίζει ἐπομένως μόνον τή χρονική ὑπόταξη «καθώς βρέχει...». Οὐσιαστικά ὅμως πρόκειται γιά κάτι παραπάνω». Μόλις ἀντιληφθοῦμε τό «ἐπειδή» ὡς αἰτιολογικό, ἀντιλαμβανόμαστε καί τίς ἄλλες σχέσεις.
Ἡ γλώσσα τοῦ Ὁμήρου εἶναι σχετικά φτωχή σέ τέτοιες συνδετικές λέξεις μέ αἰτιολογική σημασία. Ὅπου ἐννοοῦνται τέτοιες αἰτιακές σχέσεις, ὑποδηλώνονται ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἔμμεσα, δηλαδή εἴτε ἡ σύνδεση δέν δηλώνεται καθόλου εἴτε χρησιμοποιοῦνται λέξεις πού δηλώνουν τόπο ἤ χρόνο. Ὁ λόγος ὅμως τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης καθίσταται ἐφικτός, ὅταν ἡ γλώσσα μπορεῖ νά κάνει αὐτήν τή διάκριση. Αἰτιολογικούς συνδέσμους καί μετοχές πλήρους ἀναπτυγμένες συναντοῦμε ὄντως τόν 6ο αἰώνα, καθώς τότε διαμορφώθηκαν ἡ καθαρή ἔννοια τοῦ ἀριθμοῦ, τό ὁριστικό ἄρθρο, πού χρησιμοποιήθηκε γιά τούς ἀφαιρετικούς συλλογισμούς, καί κάποια ἄλλα πράγματα.
Προφανῶς πρόκειται γιά μία μεγάλη ἑνιαία πορεία πού ἐπιφέρει αὐτήν τή δομική μεταβολή στή γλώσσα καί καθιστᾶ δυνατή τήν ἐμφάνιση τῆς ἐπιστημονικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία ἀπελευθερώνει τόν λόγο, τήν ἀφαιρετική σκέψη - ἤ ὅπως ἀλλιῶς τό ὀνομάσει κανείς - ἀπό τήν καθημερινή γλώσσα.
Μπορεῖ ἡ πορεία αὐτή στή γλώσσα νά γίνει ἀντιληπτή μέ ἀκόμα καλύτερο τρόπο ἤ τουλάχιστον νά περιγραφεῖ ἀκριβέστερα;
Προφανῶς πρέπει νά ὑπάρχει κάτι στήν ἴδια τή γλώσσα πού νά μπορεῖ νά ἀναπτύσσεται - φυσικά εἰς βάρος κάποιου ἄλλου - ὥστε νά δοθεῖ ἡ δυνατότητα νά συγκροτηθεῖ ὁ ἐπιστημονικός λόγος καί σκέψη. Σ’ αὐτήν τήν περίπτωση ἐπιβάλλεται νά ἀναλύσουμε ἐξαντλητικά τή γλώσσα.
Πρίν ἀπό μερικά χρόνια προσπάθησα νά περιγράψω τή δομή τῆς γλώσσας μέ γνώμονα αὐτά τά ἐρωτήματα. Ὅπως ὅμως διαπίστωσα, οὔτε οἱ φιλόλογοι οὔτε οἱ φιλόσοφοι ἔμειναν ἱκανοποιημένοι ἀπό τό ἐγχείρημά μου αὐτό. Πιστεύω πώς μπορεῖ κανείς νά ἐντοπίσει στή δομή τῆς γλώσσας τρία στοιχεῖα: τό στοιχεῖο τῆς ἀναπαράστασης, τῆς ἔκφρασης καί τῆς προθετικότητας, τά ὁποῖα διασταυρώνονται ὅπου ἤ κυριαρχία ἕνος ἐξ αὐτῶν σφραγίζει κάθε φορά μιά γλωσσική μορφή. Στό σημεῖο αὐτό ὑπεισέρχονται οἱ ψυχικές λειτουργίες, ὅπως τίς εἶδαν ὁ Dilthey καί ὁ Buhler. Ἀλλά ἀπό τήν ἄποψη τῆς ψυχολογίας, ὅπως ἔδειξε στούς νεώτερους χρόνους ὁ Husserl, οἱ λειτουργίες αὐτές δέν μποροῦν νά ἀνταγωνίζονται τό περιεχομένο τῆς γλώσσας, γιατί τό οὐσιαστικό στή γλώσσα εἶναι τό πνεῦμα, τό περιεχόμενο δηλαδή καί ἡ σημασία.
Ὅλα ὅσα θίξαμε μέχρι στιγμῆς ἴσως γίνουν σαφέστερα ὅταν, ἐπί τῇ βάσει αὐτῶν τῶν στοιχείων, ἑρμηνεύσουμε τίς παρατηρήσεις πού κάνει γιά πρώτη φορά ἕνας ἀρχαῖος Ἕλληνας σχετικά μέ τό πῶς πρέττει νά δοῦμε τίς ἰδιότητες τῶν πραγμάτων, ἄν θέλουμε νά κατανοήσουμε τόν κόσμο μέ τόν τρόπο τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Ἐδῶ φαίνεται σαφῶς ὁ ρόλος τῆς γλώσσας. Ἀλλά πρίν ἀπό αὐτό ἄς κάνουμε μιά ἀκόμα σύντομη παρατήρηση γιά τό πῶς ἡ καθημερινή γλώσσα χειρίζεται τίς ἰδιότητες τῶν πραγμάτων καί πῶς μπορεῖ κανείς νά μιλήσει π.χ. γιά μία «ἔννοια» τῶν χρωμάτων, καθώς ἐδῶ ἐπικεντρώνονται οἱ περισσότερες ἀντιρρήσεις.
Μέ τίς δηλώσεις τῶν χρωμάτων κίτρινο, μπλέ, κόκκινο, κ.ο.κ.. ἔχουμε τήν ἀντίθεση τῶν ἀποχρώσεων πού προσλαμβάνουν οἱ αἰσθήσεις μας. Ἄν μποροῦμε νά σκεφτοῦμε μιά ἐπιστήμη πού ἀσχολεῖται μέ αὐτά τά χρώματα τά ὁποῖα μᾶς συγκινοῦν ἰδιαίτερα, π.χ. τή θεωρία τοΰ Γκαΐτε γιά τά χρώματα ἤ μία ἔρευνα γιά τό κίτρινο καί τό μπλέ στούς πίνακες τοῦ Vermeer van Delft, τότε μπορῶ ν’ ἀποδείξω ὅτι τά χρώματα ἔχουν «ἔννοια». Ἀλλά αὐτό δέν ἔχει νά κάνει μέ τίς φυσικές ἐπιστῆμες. Ἡ ἔννοια ἐδῶ ἐξαρτᾶται ἀπό τό βίωμα, πρόκειται γιά ἐντύπωση, ἔκφραση, κ.ο.κ., πράγματα δηλαδή πού δέν βρίσκονται στόν χῶρο τοῦ ἀντικειμενικοῦ. Μπορῶ ὅμως νά μιλήσω ἐπιστημονικά γιά τήν ἔννοια τῶν χρωμάτων, ἄν ἐννοῶ μ’ αὐτό τή σκοπιμότητά τους. Ἄν, γιά παράδειγμα, πῶ ὅτι οἱ ρῶγες τῶν σταφυλιῶν εἶναι κυρίως κόκκινες γιά νά ἐντοπίζονται ἀπό τά πουλιά, ἀντιθέτως τά λουλούδια εἶναι κυρίως μπλέ, κίτρινα ἤ ἄσπρα γιά νά προσελκύουν τά ἔντομα. Ἔτσι τοποθετοῦμε τά χρώματα σέ ἐκλογικευμένες σχέσεις. Ὅμως οὔτε αὐτό ἀποτελεῖ ἀντικειμενική ἐπιστήμη.
Ἡ ἐπιστήμη ἐπιδιώκει νά εἶναι «ἀντικειμενική», θέλει δηλαδή νά γνωρίσει τόν κόσμο ὅπως αὐτός στέκεται ἀνεξάρτητος ἔξω ἀπό ἐμᾶς. «Ἔλλογο» δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά τό δυνάμενο νά μετρηθεῖ.
Ὁ πρῶτος ἀρχαῖος Ἕλληνας πού ἀντιμετωπίζει σύμφωνα μέ αὐτές τίς ἀρχές - ἐπιστημονικά» - τίς ἰδιότητες τῶν πραγμάτων, εἶναι ὁ Δημοκριτος. Ἐξηγεῖ μέ σαφήνεια ὅτι στήν πραγματικότητα οἱ ἰδιότητες δέν ὑπάρχουν, ὅτι πρέπει κανείς νά τίς ἀποκλείσει γιά νά δεῖ αὐτό πού πραγματικά εἶναι. Κατά τόν Δημοκριτο, πραγματικά εἶναι μόνον τά ἄτομα, τά ὁποῖα διαφοροποιοῦνται μεταξύ τους ἐξαιτίας τοῦ γεωμετρικοῦ τους σχήματος.
Τί συμβαίνει ἐδῶ; Μᾶς ἀρέσει τό γλυκό μέλι - ὁ Δημοκριτος κάνει λόγο γιά τό γλυκύ. Μέ τήν οὐσιαστικοποίηση τοῦ ἐπιθέτου, ἀπό μία ἰδιότητα πού ὑπῆρχε στό ἀντικείμενο φτιάχνει ἕνα δικό του ἀντικείμενο, ἕνα ἀφηρημένο οὐσιαστικό. Καί ἀπό τά διαφορετικά γνωρίσματα πού μπορεῖ νά ὑπάρχουν σέ διάφορα ἀντικείμενα φτιάχνει ἕνα ἀκόμη «γενικότερο» ἀντικείμενο, τήν ἰδιότητα. Ἔτσι ὑποστηρίζει ὅτι αὐτό πού θά δηλωνόταν μέ τήν οὐσιαστικοποίηση, δέν ὑπάρχει στήν πραγματικότητα. Στήν πραγματικότητα ὑπάρχουν μόνον τά ἐλάχιστα τμήματα ὕλης - ἑπομένως τά πολύ μικρά ἀντικείμενα - πού διαφοροποιοῦνται μεταξύ τους ἀπό τό διαφορετικό τους σχῆμα, τό ἕνα εἶναι στρογγυλό, τό ἄλλο αἰχμηρό, κ.ο.κ.
Ἑπομένως δέν χάνονται ὅλες οἱ ἰδιότητες. Μένουν μᾶλλον ἐκεῖνες πού ἀφοροῦν στό γεωμετρικό σχῆμα. Ἀπό τό σχῆμα αὐτό, πού εἶναι ἀντικειμενικό καί πραγματικό, ἀποδεχόμαστε ὅ,τι μπορεῖ νά συλληφθεῖ μαθηματικά. Αὐτό τό μαθηματικό στοιχεῖο ὑπερβαίνει ὅμως καί τήν καθημερινή γλώσσα καί τήν ἀλήθεια πού μπορεῖ νά διαπιστωθεῖ ἐμπειρικά, καθώς δίνουμε ὁπωσδήποτε βάρος στίς λέξεις, ὅπως εἴδαμε καί στήν περιπτωση τοῦ ἀπείρου. Οἱ ἔννοιες «στρογγυλό» ἤ «εὐθύ» δηλώνουν τό στρογγυλό ἤ εὐθύ κατά τέτοιο τρόπο ὥστε αὐτά νά μήν ὑπάρχουν πλέον στόν κόσμο.
Ἡ τάση γιά ἀντικειμενικοποίηση ὑπολανθάνει στήν ἀρχαία Ἑλληνική ἐπιστημονική γλίοσσα, καθώς ἡ ἀρχαία ἑλληνική ἔννοια τῆς γνώσης καθορίζεται ἀπό τήν ὅραση καί ἀπό τή γνώση πού ἀποκτᾶται μέσω αὐτῆς. Ἡ ὅραση εἶναι κυρίως ἡ ἔννοια μέσω τῆς ὁποίας μᾶς παρουσιάζονται τά πράγματα ἀντικειμενικά, ἔξω ἀπό μᾶς. Ἡ ἀφαίρεση, αὐτό τό θεμελιῶδες μέσο γιά τή δημιουργία κατάλληλων φιλοσοφικῶν καί ἐπιστημονικὼν ἐννοιῶν, ἱδρύει καί αὐτή ἀντικείμενα. Ὅ,τι μπορεῖ νά συλληφθεῖ ἀρχικῶς ὡς ἐπίθετο ἤ ρῆμα δέν μετατρέπεται, μέ τήν οὐσιαστικοποίηση τοῦ ἐπιθέτου ἤ τοῦ ρήματος, σέ κατ’ οὐσίαν ἀντικείμενο, ἀλλά σέ ἀντικείμενο τῆς σκέψης. Ἔτσι διευρύνεται ἡ λεξιλογική κατηγορία πού στήν προεπιστημονική γλώσσα χρησιμεύει προπαντός γιά νά παραστήσει τόν κόσμο στήν πληρότητά του καί δημιουργοῦνται καινούργια ἀντικείμενα στά ὁποῖα μπορεῖ κανείς νά προσδώσει μιά πιό ἀντικειμενική πραγματικότητα ἀπό αὐτήν ταῶν ὑλικῶν ἀντικείμενων.
Ἡ γλώσσα εἶναι τό πεδίο ὅπου πάντα συναντῶνται οἱ διάφορες νοητικές λειτουργίες καί πάντα θά μποροῦν ἐκ νέου νά συναντῶνται. Ἡ ἐπιστημονική ὅμως γλώσσα βασίζεται στό ὅτι σέ αὐτήν προβάλλεται τό ἀντικειμενικό, ἀναπαραστατικό στοιχεῖο τόσο ἔντονα, ὥστε συνθλίβει σέ ἀρκετά μεγάλο βαθμό αὐτό πού ὀνομάζουμε ἐν πολλοῖς «γλώσσα».
Ὁ φιλόλογος μπορεῖ, ὅταν ἐξετάζει μιά ἐπιστημονική γλώσσα, νά ἀπορήσει σέ τί μᾶς ὠφελεῖ μιά τέτοια χρήση τῆς γλώσσας. Τό γεγονός ὅμως ὅτι ὠφελούμαστε - καί γι’ αὐτό δέν πρέπει ν’ ἀμφιβάλλουμε καθόλου - μᾶλλον ὀφείλεται στό ὅτι ἡ γλώσσα μᾶς προσφέρεται γιά τέτοιες περιπέτειες. Τουλάχιστον οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, πού ἔχουν ἐκφραστεῖ μέ σκεπτικισμό γιά τίς δυνατότητές της, τόλμησαν νά τήν δοκιμάσουν σ’ αὐτούς τούς τρόπους.
-----------------------
[1] Ὅλους αὐτούς τούς ὅρούς ἐξέτασε ὁ Κ. v. Fritz σέ τρεῖς μελέτες του: «Νοῦς άπό νοεῖν in the Homeric poems», Class. Philol. 38, 1943 , σσ. 79-93· «Νοῦς, νοεῖν and their derivatives in Pre-Socratic philosophy I», ὅ.π. 40, 1945, σσ. 223-242· II, ὅ.π. 41, 1946, σσ. 12-34. Ἐπίσης πρβλ. Gert Plambock, Erfassen, Gegenwartigen, Innesein. Aspekte homerischen Psychologie, διατρ. Kiel 1959.
[2] Δέν μπορῶ φυσικά νά ὑπεισέλθω σέ ζητήματα ἰατρικῆς πού ἀνακύπτουν ἐδῶ. Ἄν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος πού κυβερνᾶ, τότε κανείς δέν θά ἰσχυριζόταν πώς οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στήν ἐποχή τοῦ Ὁμήρου δέν διέθεταν πλήρως ἀνεπτυγμένο ἐγκέφαλο. Τό ζήτημα εἶναι κατά πόσον μπόρεσαν συνειδητά νά τόν θέσουν σέ δραστηριότητα καί νά τόν δοκιμάσουν. Λέξεις γιά τό «ἐρευνῶ» ἔχουμε στά ἀρχαῖα ἑλληνικά του 5ου αἰώνα π.Χ.: δίζημαι στόν Ἡράκλειτο Β 101 (στόν Ὅμηρο «ἀναζητῶ μέ τά μάτια κάποιον, ἐπιθυμῶ, ζητῶ κάποιον, ἐπιδιώκω κάτι. προσπαθῶ νά κερδίσω»)· ἐρευνάω ἀπό τόν Πίνδαρο καί τόν Αἰσχύλο καί στό ἑξῆς (στόν Ὅμηρο «ἀνιχνεύω, ἰχνηλατῶ»)· ζητῶ ἀπό τόν Πλάτωνα καί τόν Ξενοφώντα καί στό ἑξῆς (στόν Ὅμηρο «ἀναζητῶ»)· ἱστορέω ἀπό τόν Αίσχύλο καί στό ἑξῆς· πεύθομαι/πυνθάνομαι στόν Ὅμηρο σημαίνει «μαθαίνω κάτι, ζητῶ πληροφορίες γιά κάτι».
[3] Γιά τό ἐρώτημα τῆς Σαπφοῦς «Ποιό εἶναι τό ὡραιότερο;» (16L-P), τόν προβληματισμό τοῦ Ἀλκαίου γιά τόν «πραγματικό» φίλο (333L-P) καί τοῦ Σιμωνίδη γιά τόν «ἀληθινά» ἀγαθόν ἄνθρωπο (4D), βλ. Aufbau der Sprache (2η ἔκδ.), 188, καί Poetry and Society, 34, 47 καί 51.
[4] Γιά τό ὅτι ἡ ἔννοια «λιοντάρι» εἶναι δυνατή, ἐπειδή τό οὐσιαστικό ὡς κατηγορούμενο ἔχει «γενική» σημασία, βλ. Ἡ Ἀνακάλυψη τοῦ Πνεύματος, ὅ.π., σσ. 300-301.
Ἡ εὐρωπαϊκή ἐπιστήμη ἀνάγεται στούς ἀρχαίους Ἕλληνες. Καί στήν ἀρχαία ἑλληνική γλώσσα μποροῦμε νά δοῦμε τί συμβαίνει στή γλώσσα, ὅταν ἀρχίζει νά δημιουργεῖται ὁ «ἐπιστημονικός» λόγος. Ὁ ἐπιστημονικός λόγος εἶναι αὐτόχθων μόνο στήν ἀρχαία Ἑλλάδα - ὅπου ἀλλοῦ ἐμφανίζεται ἀργότερα, δανείζεται ὅρους ἀπό τά ἀρχαῖα ἑλληνικά, τούς μεταφράζει καί διευρύνει τή σημασία τους.
Ὅταν μιλᾶμε γιά ἐπιστημονική γλώσσα, ἐννοοῦμε κατ’ ἀρχάς τήν ὁρολογία. Οἱ νέες εἰδικότητες πού συνεχῶς ἐμφανίζονται χρησιμοποιοῦν νέες λέξεις, οἱ ὁποῖες κατά μεγάλο μέρος σχηματίζονται ἀπό τά ἀρχαῖα ἑλληνικά - ἤ ἀπό τά λατινικά, πού καί αὐτά ὀφείλουν πολλά στά ἀρχαῖα ἑλληνικά. Αὐτές οἱ λέξεις δημιουργοῦνται συνειδητά, μία - μία, ἀπό μεμονωμένους ἐρευνητές καί τό παράδοξο εἶναι ὅτι ἡ πληθώρα αὐτή τῶν ἐπιστημονικῶν ὅρων δέν ἀνήκει σέ καμία ζωντανή γλώσσα. Παρόλα αὐτά, ὅμως, εἰσδύουν σέ κάθε γλώσσα, ἐφόσον στή γλώσσα αὐτή σκεφτόμαστε καί μιλᾶμε (ἤ γράφουμε) μέ τούς ὅρους τῆς ἐπιστήμης. Οἱ λέξεις αὐτές συγκρότησαν ἕνα διεθνές γλωσσικό ἰδίωμα, τό ὁποῖο αὐτό καθαυτό κανείς δέν τό καταλαβαίνει, οὔτε οἵ εἰδικοί - ἐπειδή ὡς ἐπί τό πλεῖστον δέν ξέρουν ἀρχαῖα ἕλληνικα - οὔτε οἱ φιλόλογοι - ἐφόσον δέν γνωρίζουν τό ἀντικείμενο στό ὁποῖο οἱ ὄροι αὐτοί ἀναφέρονται. Παρόλα αὐτά, στό ἰδίωμα αὐτό μπορεῖ νά συνεννοηθεῖ κανείς ἐξαιρετικά καλά ἀνεξαρτήτως ἐθνικότητας.
Δέν θά ἀσχοληθῶ μέ τό πώς οἱ Προσωκρατικοί φιλόσοφοι, καί μάλιστα οἱ Σοφιστές, προετοίμασαν τό ἔδαφος γιά μιά τέτοια ὁρολογία ἤ μέ τό πώς ὁ Πλάτωνας καί ὁ Ἀριστοτέλης τήν προώθησαν δυναμικά. Θά πῶ ὅμως ὅτι ὁ ἐπιστημονικός λόγος εἶναι μιά πολύ περιπετειώδης ἱστορία πού ξεκίνα ἀπό τούς Ἕλληνες τῆς ἀρχαϊκῆς περιόδου.
Ὁ ἀρχαιότερος ἑλληνικός φιλοσοφικός καί ἐπιστημονικός ὅρος πού γνωρίζουμε εἶναι τό ἄπειρον τοῦ Ἀναξίμανδρου. Βέβαια ἤδη στόν Ὅμηρο (Ἰλιάδα II, 446) ὁ Ποσειδώνας ἀναφέρει ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι διασκορπισμένοι ἐπ’ ἄπειρον γαῖαν καί στήν Ὀδύσσεια (δ. 510) διαβάζουμε ὅτι κάποιος ἐκσφενδονίστηκε, κατά πόντον ἀπείρονα. Κι αὐτό φυσικά σημαίνει ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά δεῖ ποῦ τελειώνει ἡ στεριά ἤ ἡ θάλασσα· ὅτι ὅσο φτάνει τό μάτι, ὑπάρχει μόνο στεριά ἤ θάλασσα. Ὁ Ἀναξίμανδρος ὅμως εἶναι ὁ πρῶτος φιλόσοφός του ὁποίου διαθέτουμε ἀποσπάσματα καί ὁ ὁποῖος μιλᾶ γιά τό ἄπειρον καί τό θέτει ὡς ἀρχή καί βάση τοῦ ὄντος.
Ἐδῶ συμβαίνει κάτι ἐντελῶς παράδοξο. Μιά λέξη πού δέν δηλώνει τίποτα θετικό ἀλλά ἁπλῶς διαπιστώνει ὅτι δέν ὑπάρχει ἕνα τέλος ἤ κάποιο ὅριο, χάνει τήν ἀρχική, οὐδέτερη σημασία της. Ὁ Ἀναξίμανδρος καταργεῖ ἀναφανδόν καί συνειδητά τή λέξη ἀπό τό λεξιλόγιο τοῦ ἀνθρώπου ὡς ὑποκείμενου τῆς γνώσης. Οὐσιαστικοποιώντας τό ἐπίθετο, δημιουργεῖ ἕνα ἀντικείμενο τό ὁποῖο δέν ἀπαντᾶ στόν ἐμπειρικό κόσμο. Τό πιό παράλογο εἶναι ὅτι αὐτή ἡ τόσο τεχνητά κατασκευασμένη ἔννοια δέν εἶναι καθόλου ἀσαφής καί ἀκαθόριστη ἀλλά μπορεῖ νά ὁριστεῖ μέ ἀκρίβεια καί χωρίς ἀντιφάσεις. Μπορεῖ μάλιστα νά ὑποκατασταθεῖ ἀπό ἕνα μαθηματικό σύμβολο, τό ὁριζόντιο 8 [∞].
Τί συνέβη; Ὁ Ἀναξίμανδρος ἀντιμετώπισε τή γλώσσα μ’ ἕναν καινούργιο τρόπο, στό ἐπίπεδό της λέξης. Ἡ λέξη ἄπειρον ὅμως ξεπερνᾶ ὄντως τήν κοινή σημασία της και, ἄν τό δοῦμε αὐστηρά, δεν θά ἔπρεπε ὁ Ὅμηρος νά κάνει λόγο γιά «ἀτέλειωτη» θάλασσα ἤ ξηρά «δίχως ὅρια». Ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος ξέρει ὅτι πίσω ἀπό τή θάλασσα βρίσκονται ἡ Κρήτη ἤ ἡ Αἴγυπτος, ἀκόμα κι ἄν δέν μπορεῖ κανείς νά τίς διακρίνει. Αὐτό πού ὄντως «δέν ἔχει τέλος» (ἄπειρον) ξεπερνᾶ αὐτό πού ὁ ἄνθρωπος νομίζει πώς δέν ἔχει ὅρια.
Ὁ Ἀναξίμανδρος δημιούργησε - ἔτσι πληροφορούμαστε - ἀπό λέξη τῆς καθομιλουμένης ἤ τῆς ποίησης μιάν ἀφηρημένη ἔννοια. Τά ἀρχαία ἑλληνικά τοῦ ἔδωσαν ἕνα μέσο, τή δυνατότητα, δηλαδή, να κατασκευάζει ἀφηρημένα οὐσιαστικά χρησιμοποιώντας πρίν ἀπό το ἐπίθετο τό ὁριστικό ἄρθρο, π.χ. τό ἄπειρον. Μέ τόν ἴδιο τρόπο και οἱ μεταγενέστεροι φιλόσοφοι ἔφτιαξαν καί ἄλλα τέτοια ἀφηρημένα οὐσιαστικά, τό ἀγαθόν, κ.λπ. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή μιᾶς μή ἐλεγχόμενης ἐξέλιξης. Φιλόσοφοι καί ἐρευνητές, γιά νά καλύψουν τίς ἀνάγκες τους δημιουργοῦν καινούργια ἀντικείμενα, ἀντικείμενα τῆς σκέψης τους. Ἡ ὁρολογία πού δημιούργησαν εἶναι ἀναμφίβολα ἡ κορωνίδα τοῦ ἐπιστημονικοῦ λόγου.
Ἀλλά προτοῦ ἐπιστρέφω στό τί συμβαίνει ἐδῶ καί στό πώς ἡ γλώσσα μπορεῖ νά τό ἐκφράσει, θά ἤθελα νά δείξουμε ἕνα ἀκόμα παράδειγμα ὅτι ἡ γλώσσα τῆς ἐπιστήμης μεταπλάθει τόν φυσικό λόγο καί δέν τοῦ παρέχει ἁπλῶς νέους ὅρους. Ἄν μποροῦσε κανείς σήμερα νά ρωτήσει ἕναν ἀρχαῖο Ἕλληνα βοσκό «Πόσων χρόνων εἶσαι;», ὁ βοσκός μᾶλλον θά τόν κοίταζε ἔκπληκτος, θά ἔβγαζε ἀπό τό πουκάμισό του τό δερμάτινο πουγκί του, θά τό ἄνοιγε καί θά τοῦ ἔλεγε: «Νά τά χρήματά μου. Τά ἔχω μετρήσει, γιατί μπορεῖ νά μοῦ τά κλέψουν. Τά χρόνια μου ὅμως δέν τά ἔχω μετρήσει, γιατί κανείς δέν μπορεῖ νά μοῦ τά πάρει». Γι’ αὐτον τόν βοσκό ἡ καταμέτρηση δέν ἔχει νόημα, ἄν δέν σχετίζεται μέ μιά πρακτική ἀνάγκη, νά ἐλέγξει ὅσα εἶχε ἤδη μία φορά καταμετρήσει. Ἐπιπλέον καί ἐν σχέσει πρός τό γεγονός αὐτό, ἡ καταμέτρηση συνδέεται μέ ἀντικείμενα πού μποροῦν νά μετρηθοῦν. Τό τί σημαίνει αὐτό γίνεται σαφές μόνον ἀπό τά νομίσματα πού μετρήθηκαν καί ἀπό τήν προσωπική πράξη τῆς καταμέτρησης. Στή γλούσσα μας, πού ἔχει ἤδη ἐμποτιστεῖ σέ μεγάλο βαθμό ἀπό ἐπιστιμονικούς ὄοους, ἡ καταμέτρηση εἶναι κάτι θεωρητικό καί ἀφηρημένο. Δέν εἶναι ὅμως ἕνας τεχνητά κατασκευασμένος ἐπιστημονικός ὅρος. Εἶναι λέξη τῆς καθημερινῆς γλώσσας, ἡ ὁποία ἐν τούτοις διακρίνεται ἀπό τόν «ἁπλοικό» λόγο, πού δέν ἔχει ἐπηρεαστεῖ. Μολονότι σήμερα ἔχει μεταβληθεῖ οὐσιαστικά ἡ σημασία τῶν λέξεων «μετρῶ» στήν γλώσσα τῆς ἐπιστήμης καί «καταμετρητέος», παρόλα αὐτά. εἴμαστε σέ θέση νά τίς κατανοήσουμε καί γιά τόν λόγο αὐτό ἐπέλεξα ἕνα τέτοιο παράδειγμα. Οἱ λέξεις μπορεῖ ν’ ἄλλαξαν σημασία· διατήρησαν ὅμως κάτι. Ἡ παλαιότερη σημασία ἐξακολουθεῖ νά διαφαίνεται παρά τή μονομέρεια πού ἐπέβαλε ὁ ἐπιστημονικός λόγος.
Τέτοιες μεταβολές δέν ὑπέστη μόνον ἡ ἔννοια μεμονωμένων λέξεων ἀλλά καί ἡ ἐκφορά τοῦ λόγου ἐν συνόλω. Ὁ βοσκός δέν θά ἔλεγε ἁπλῶς: «Λέν ἔχω μετρήσει τά χρόνια μου, γιατί κανείς δέν μπορεῖ νά μοῦ τά πάρει». Θά ἔδειχνε παραστατικά καί διεξοδικά τήν ἀντίθεση ἀνάμεσα σέ ὅ,τι ἔχει ἤδη καταμετρηθεῖ καί σέ ὅ,τι εἶναι δυνατόν νά καταμετρηθεῖ. Μέ τήν ἀντίθεση αὐτή ἔγινε εὔλογη ἡ εἰκόνα. Αὐτοῦ τοῦ εἴοους ἡ ἐπιχειρηματολογία μᾶς εἶναι οἰκεία ἀπό τήν ἀρχαϊκη λυρική ποίηση. Τό λεγόμενο Priamel ἐνισχύει ἕναν ἰσχυρισμό παραβάλλοντας τόν μέ ἕναν ἀντι-ισχυρισμό. Ἄν θελήσει κανείς νά πεῖ π.χ. πώς ὁ ἔρωτας εἶναι δυνατή φωτιά, ἀρχίζει ἔτσι: «Καμιά φωτιά, κανένα κάρβουνο δέν μπορεῖ νά κάψει τόσο...». Ἀλλά γι’ αὐτό θά μιλήσουμε καί στή συνέχεια. Πρῶτα ὅμως ἐπείγει νά ποῦμε τό ἑξῆς: ὅπου ἀναπτύσσεται ὁ ἐπιστημονικός λόγος, ἡ δομή γλώσσας μεταβάλλεται, ὄχι μόνον ἐπειδή δημιουργοῦνται καινούργιες λέξεις ἀλλά καί ἐπειδή ἀλλάζει ἡ σημασία ἀρχαιότερων λέξεων καί τροποποιεῖται ἡ σύνταξη. Ὅπως κάθε γλώσσα ἔχει ἕνα σύστημα καί ὅλες οἱ προτάσεις γίνονται κατανοητές στίς ἀμοιβαῖες σχέσεις τους μέσα σ’ αὐτό τό σύστημα, ἔτσι καί ἡ ἐπιστημονική γλώσσα ἔχει τή δική της δομή. Ὅλοι συμφωνοῦμε ὅτι ἡ ἐπιστημονική γλώσσα εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἐπιτεύγματα τῆς ἀνθρωπότητας καί γι’ αὐτό ἄλλωστε ἀσχολούμαστε μαζί της. Ἀλλά τό ὅτι ἔπρεπε νά πληρώσουμε ἀκριβά τό κέρδος μας αὐτό, εἶναι κάτι πού θά τό μάθουμε ἀπό τόν ἀρχαῖο βοσκό πρίν τόν ἀποχωριστοῦμε. Ποιός δέν παρατήρησε ὅτι ὁ λόγος του εἶναι πιό φυσικός ἀπό τόν δικό μας, πού εἶναι τόσο καλλιεργημένος;
Στά δύο παραδείγματα πού χρησιμοποιήσαμε, οἱ λέξεις ἄπειρον καί «μετρῶ» ἀποτέλεσαν ὅρους μίας ἐπιστημονικῆς γλώσσας, ἀπό τή στιγμή πού ἡ καταμέτρηση καί ἡ ἀρίθμηση ἀπέκτησαν σημασία γιά μας, ἀπό τή στιγμή, δηλαδή, πού ἀπομονώσαμε τίς ἔννοιες τοῦ αριθμοῦ καί τοῦ μέτρου στή γλώσσα ἀπογυμνώνοντάς τες ἀπό κάθε συναισθηματική καί πρακτική ἀναφορά. Ἐμᾶς, πού εἴμαστε ἐξοικειωμένοι μέ τίς φυσικές ἐπιστῆμες, δέν μᾶς ἐκπλήσσει πού μιά ἐπστημονική γλώσσα προετοιμάζει τό ἔδαφος γιά τήν καθαρή ἔννοια τοῦ ἀριθμοῦ. Παρά τό γεγονός ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πρῶτοι ἔφτασαν στήν καθαρή ἔννοια τοῦ ἀριθμοῦ, σέ μᾶς φαίνεται μᾶλλον ὅτι ὁ Ὅμηρος καί ὁ βοσκός χρησιμοποιοῦσαν τίς λέξεις ἄπειρον καί «μετρῶ» μέ ἀσαφῆ σημασία, καθώς δέν ἀναγνωρίζουμε στίς λέξεις αὐτές τήν ἔννοια πού σήμερα πλέον τούς προσδίδουμε.
Τό ἀξιοσημείωτο στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ἀριθμοῦ ὡς δυνατότητα ὑπάρχει καί στήν πρωτόγονη γλώσσα. Δέν ὑπάρχει πουθενά ἀλλοῦ παρά μόνο στή γλώσσα και, ἀκόμα κι ἄν δέν ἔχει ἀνακαλυφθεῖ, μπορεῖ νά ἔρθει στό φῶς φυσικά καί ἀβίαστα.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ ἄλλες ἔννοιες, ὄχι μόνον τοῦ ἀριθμοῦ. Φαίνεται πώς ἔχουμε νά κάνουμε μέ μία μακρά ἑνιαία ἐξέλιξη.
Καί στό σημασιολογικό πεδίο τοῦ εἰδέναι καί τοῦ γνῶναι, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἀπέσπασαν σταδιακά ἀπό τίς καθημερινές λέξεις ὅ,τι τίς καθιστοῦσε χρήσιμες καί γόνιμες στήν ἐπιστημονική γλοόσσα καί μάλιστα μέ τόν ἴδιο τεχνητό - καί ὅμως τόσο φυσικό - τρόπο.
Ἡ ἀρχαία ἑλληνική λέξη εἰδέναι σημαίνει οὐσιαστικά «ἔχω δεῖ». Περιγράφει ἐπομένως μόνον τό ἀποτέλεσμα μίας συγκεκριμένης ἐμπειρικῆς ἀντίληψης - τήν ἥττα, δηλαδή, πού ὑπέστη ἡ ὁποία πνευματική ἀναφορά ὑπάρχει στό «βλέπω» - καί ἀργότερα, τήν καθαρά νοητική κατάσταση τῆς γνώσης, ἀνεξάρτητα ἀπό τόν τρόπο πού ἀποκτήθηκε. Ὅπως θά φανεῖ, ἡ γνώση πού ἀποκτήθηκε μέσω τῆς ὁράσεως ἦταν πάντα ἕνα εἶδος μοντέλου ἐπί τῇ βάσει τοῦ ὁποίου οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔτειναν νά ἑρμηνεύουν καί τή γνώση πού ἀποκτήθηκε μ’ ἄλλους τρόπους. Στόν Ὅμηρο (κυρίως σ' αὐτόν, ἄν καί ἡ ἀρχική σημασία διατηρήθηκε καί στούς μεταγενέστερους) τό εἰδέναι σημαίνει «κατέχω». «ξέρω», ὅπως τό savoir στά γαλλικά. Ἤδη στόν Ὅμηρο ἡ λέξη εἶχε τόσο εὐρεία σημασία, ὥστε κατόρθωσε στή συνέχεια νά καλύψει τίς ἀνάγκες τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης. Καί ἀποτελεῖ σημαντικό ἐπίτευγμα ὅτι σέ σχετικά πρώιμη ἐποχή προέκυψε ἀπό τό ρῆμα ἤ εἰδικότερη σημασία τῆς πνευματικῆς/νοητικῆς λειτουργίας.
Διαφορετικά εἶναι τά πράγματα μέ τή λέξη γνῶναι. Καί αὐτή ἀνήκει ἀρχικά στή σφαίρα τῆς νοητικῆς ἀντίληψης ἡ ὁποία διαμορφώθηκε μέσω τῆς δράσεως· αὐτό ἰσχύει ἤδη ἀπό τόν Ὅμηρο. Μιά συχνή (καί προφανῶς ἡ ἀρχική) χρήση εἶναι: τόν εἶδε καί τόν ἀναγνώρισε πώς ἦταν ὁ Διομήδης, ἤ ἀκόμα, πώς ἦταν κάποιος θεός. Ἐπίσης, ἡ Ἀρήτη ἀναγνώρισε τό ροῦχο πού ἡ ἴδια εἶχε φτιάξει. Παράλληλα ὅμως ὑπάρχουν χρήσεις ὅπως: ἀναγνώρισε ὅτι ἡ κατάσταση ἦταν εὐνοϊκή, δύσκολη, κ.λπ., χωρίς ὅμως νά ὑπερβαίνουν ὅ,τι περίπου μπορεῖ νά σημαίνει ἡ λέξη sehen στά γερμανικά, π.χ. εἶδε πώς ἡ κατάσταση ἦταν σοβαρή, κ.λπ. Στόν Ὅμηρο ὅμως τό γνῶναι δέν σημαίνει ἀκόμα τήν ἑκούσια δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου καί δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν πορεία πού ὁ Πλάτωνας περιέγραψε στό Συμπόσιο, τά προσχεδιασμένα βήματα ἀπό τήν ἀβέβαιη ὑπόθεση στήν ἀλήθεια. Τό γνῶναι εἶναι ρῆμα στόν ἀόριστο χρόνο, δηλαδή περιγράφει κάτι πού συνέβη σέ συγκεκριμένη χρονική στιγμή, σάν νά πρόκειται μᾶλλον γιά ἕνα γεγονός πού μου συμβαίνει παρά μιά ἀτομική δραστηριότητα: ξαφνικά ἀναγνωρίζω κάποιον πού συναντῶ ἤ ἀντιλαμβάνομαι ὅτι αὐτό εἶναι ἕνα τραπέζι.
Τό ἴδιο πρέπει νά ὑποθέσουμε καί γιά τό νοεῖν, πού ἀργότερα θά ἀποκτήσει τή σημασία «σκέπτομαι». Στόν Ὅμηρο σημαίνει «ἀντιλαμβάνομαι», «βλέπω», «διαβλέπω». Καί αὐτή ἡ λέξη σχετίζεται μέ τήν ὅραση καί διαφοροποιεῖ, ὅπως τό γνῶναι καί τό εἰδέναι, τό μή νοητικό πού περιέχεται στήν νοητική ἀντίληψη ἀπό τήν καθαρή νοητική ἀντίληψη. Ἐπίσης, δηλώνει τήν πνευματική λειτουργία πού εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν ὅραση. Ἀναφέρεται σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ τόν πυρήνα καί τήν οὐσία του «βλέπω», γιατί ἡ ὅραση χωρίς ἀναγνώριση, παρατήρηση καί ὡς ἐκ τούτου γνώση, εἶναι ἄχρηστη καί χωρίς νόημα. Ἀλλά τό νοεῖν δέν ἀναφέρεται στήν γνώση πού ἀποκτήθηκε μέ τή βοήθεια τῆς ὅρασης. ὅπως τό εἰδέναι οὔτε περιγράφει τή διαδικασία τῆς ταύτισης αὐτοῦ πού ἔχουμε δεῖ μέ ἄλλα ἤδη γνωστά. Ἀναφέρεται σέ αὐτό πού μᾶς γίνεται σαφές μετά ἀπό προσεκτική παρατήρηση. Τά «βλέπω» καί «διαβλέπω» εἶναι ἀποδόσεις πού δείχνουν πώς ἡ λέξη ἀνήκει στό λεξιλογικό πεδίο τοῦ «βλέπω· ὑπερβαίνει ὅμως τίς σημασίες αὐτές. Στόν Ὅμηρο ἡ λέξη δέν δηλώνει ἀκόμα τήν πνευματική προσπάθεια πού καταβάλλουμε γιά νά λύσουμε π.χ. ἕνα πρόβλημα, τήν ἰδιαίτερη ἐκείνη πνευματική δραστηριότητα, καί γι’ αὐτό εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά τό μεταφράσουμε μέ τό «σκέπτομαι» - ἄν καί μερικές φορές πλησιάζει τή σημασία τοῦ «ἀντιλαμβάνομαι», «ἀναλογίζομαι», «λαμβάνω ὑπόψη»[1].
Τό γεγονός πώς δέν ὑπάρχει στόν Ὅμηρο καμία λέξη γιά τό «σκέπτομαι» καί τό γεγονός πώς ἡ γνώση δέν γίνεται ἀκόμα ἀντιληπτή ὡς δραστηριότητα ὀφείλεται στό ὅτι ὁ Ὅμηρος δέν διαθέτει ἀπολύτως κανέναν ὄρο γιά τή νόηση ὡς πνευματική δραστηριότητα. Ὡς γνωστόν, ὁ Ὅμηρος ἀγνοεῖ καί τήν ἀντίθεση σώματος καί πνεύματος, κορμιοῦ καί ψυχῆς.
Αὐτό πού ἐμεῖς ὀνομάζουμε πνεῦμα ἤ ψυχή, δέν ἐμφανίζεται ἀκόμη οὐσιαστικά διαφοροποιημένο ἀπό τό σῶμα, μόνον πού ἡ σωματικότητά του παρουσιάζεται ἀρκετά περιορισμένη. Ἡ ψυχή, πού ἀργότερα θά σημάνει καί γιά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες ὅ,τι καί γιά μᾶς σήμερα, εἶναι ἡ πνοή πού κρατᾶ τόν ἄνθρωπο στή ζωή (αὐτή εἶναι ἡ μοναδική της λειτουργία στόν Ὅμηρο καί δέν σχετίζεται μέ τή σκέψη καί τίς αἰσθήσεις). Μετά τόν θάνατο ἡ ψυχή κατεβαίνει σάν σκιά στόν Ἅδη. Ὁ νόος, τό ὄργανο τοῦ νοεῖν, εἶναι τρόπον τινά ἕνας «ἐσωτερικός ὀφθαλμός». Ὁ Ὅμηρος δέν μᾶς λέει μέ σαφήνεια ποῦ τόν τοποθετεῖ ἤ πῶς τόν φαντάζεται. Τοῦ ἀποδίδει ὅμως ὀπτικές λειτουργίες: ὁ σκοπός του εἶναι νά ἀντιλαμβάνεται, νά βλέπει, νά διαβλέπει.
Ἄν τό νοεῖν στόν Ὅμηρο δέν συνεπάγεται τήν πνευματική δραστηριότητα, τότε ἔτσι ἴσως ἐξηγεῖται μιά ἀκόμα ὁμηρική φράση πού, ὅσο γνωρίζω, δέν ἔχει μέχρι σήμερα ἐρμηνευτεῖ. Ἐμεῖς σήμερα ἐντοπίζουμε τή σκέψη στό κεφάλι καί οὐσιαστικά τήν αἰσθανόμαστε στό κεφάλι μετά ἀπό ἔντονη πνευματική δραστηριότητα. Στόν Ὅμηρο ὅμως τό νοεῖν κι ὅλα ὁσα ἔχουν νά κάνουν μέ τόν νοῦν, συνδέονται μέ τό διάφραγμα, μέ τίς φρένες. Αυτό. ὅσο ὁ ἴδιος γνωρίζω καί ὄπως πληροφορήθηκα καί ἀπό ἄλλους, δέν μποροῦμε νά τό ἑρμηνεύσουμε ὅσο ἀντιλαμβανόμαστε τό νοεῖν ὡς «σκέπτομαι». Καταλαβαίνουμε ὅμως πολύ καλά γιατί οἱ φρένες συμμετέχουν στή διαδικασία αὐτή, ἄν τό νοεῖν σημαίνει ὅ,τι καί τό ὁμηρικό γνῶναι: πρόκειται μᾶλλον γιά ἕνα συμβάν. Ἄν τό νοεῖν ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος ἀντίληψης πού «συμβαίνει» στόν ἄνθρωπο σάν ἕνα ἤπιο σόκ. τότε μποροῦμε νά καταλάβουμε καλά γιατί τόν χτυπᾶ στό διάφραγμα[2].
Παράλληλα ἄς σημειώσουμε ὅτι τά ρήματα πράττω καί ποιῶ στόν Ὅμηρο συνεπάγονται πολύ μικρότερη δραστηριότητα ἀπ’ ὅ,τι τά ἀντίστοιχα δικά μας. Πράττω σημαίνει οὐσιαστικά «περνῶ ἕναν δρόμο». Ὅμως τό ὅτι ἡ λέξη σημαίνει λιγότερο τήν προσωπική προσπάθεια καί περισσότερο τό ὅτι κάτι «πηγαίνει καλά», τό ἀποδεικνύει καί ἡ φράση εὖ πράττω πού σώθηκε στήν ἀττική διάλεκτο. Ἔτσι τώρα μποροῦμε νά συσχετίσουμε τό τεύχειν (παράγω κάτι) μέ τό τυχεῖν (συμβαίνει κάτι) κατά τόν τρόπο πού τό φεύγειν σχετίζεται μέ τό φυγεῖν. Καί μολονότι ὁ Boisacq πιστεύει πώς ἡ σημασία τους δέν συνηγορεῖ στή σύνδεσή τους, οἱ μετοχές ὅμως τετυγμένος καί τετυχώς - «εὐτυχής» ἤ «καλοφιαγμενος» - δείχνουν ὅτι τό τεύχειν δέν σημαίνει τόσο τήν προσωπική προσπάθεια ὅσο τήν ἐπιτυχῆ ἐξέλιξη.
Αὐτο τό στοιχεῖο τῆς προσωπικῆς πνευματικῆς δραστηριότητας πού ἀποτελεῖ τή βάση κάθε ἐπιστημονικῆς καί φιλοσοφικῆς ἀντιμετώπισης τοῦ κόσμου λείπει καί ἀπό ἄλλα ρήματα πού δέν προέρχονται ἀπό τή σφαίρα τοῦ «βλέπω». Στή σφαίρα τοῦ «ἀκούω» ἀνήκει τό ρῆμα συνιέναι πού ἀργότερα θά ἀποκτήσει τή σημασία «καταλαβαίνω». Ὅμως ἡ σημασία τοῦ συνιέναι στόν Ὅμηρο δέν ξεπερνᾶ τά ὅρια τῆς κατανόησης μιᾶς λέξης ἤ φράσης. Τό συνιέναι δέν σημαίνει ἀκόμα καί σέ αὐτά τά συμφραζόμενα τήν καθαρά θεωρητική κατανόηση ἀλλά ἁπλῶς «ἀκούω κάποιον καί τόν ἀκολούθῶ σέ ἀπόσταση τέτοια ὥστε νά μπορῶ νά τόν ἀκούω».
Ἀπό ἕναν ἄλλο πάλι χῶρο προέρχεται ἡ λέξη ἐπίστασθαι ἀπό τήν ὁποία παράγεται ἡ ἐπιστήμη, ὁ πλατωνικός ὅρος γιά τή γνώση. Ἐπίστασθαι στόν Ὅμηρο σημαίνει «ξέρω κάτι» καί συνεπάγεται τή γνώση πού ἀφορᾶ σέ πρακτικές δραστηριότητες. Ἀναφέρεται ἐπίσης σέ τεχνικές δεξιότητες, σέ ὅλες τίς τέχνες καθώς καί στόν λόγο καί σέ καταστάσεις πού μπορεῖ κανείς νά ἀντιμετωπίσει. Στό ἴδιο πεδίο τῶν πρακτικῶν δεξιοτήτων ἀνήκει καί ἡ λέξη σοφός πού χαρακτηρίζει τόν ἐπιδέξιο σέ κάποιο χειροτέχνημα, πρό πάντων αὐτόν πού κατέχει μιά τέχνη ἡ ὁποία ἐντάσσεται στά πλαίσια τῆς πρώιμης οἰκοτεχνίας· σημαίνει τόν εἰδικό πού εἶναι ἀπαραίτητος γιά τήν κοινότητα, τόν δημιουργόν.
Τό πώς αὐτοί οἱ τρόποι κατάκτησης τῆς γνώσης στόν Ὅμηρο ἐπενεργοῦν στή ζωή τῶν ἀνθρώπου, τό δείχνει ἡ μορφή τοῦ Ὀδυσσέα, τοῦ διανοούμενου, ἄν μποροῦμε νά χρησιμοποιήσουμε τόν ὅρο αὐτό γιά τόν ὁμηρικό κόσμο. Ὁ Ὀδυσσέας εἶδε πολλά καί ἔμαθε πολλά. Εἶναι ἐκτός αὐτοῦ ὁ πολυμήχανος, ὁ ἱκανός νά ἐνεργήσει μέ τούς πιό πρωτότυπους τρόπους, ἐν τέλει εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἀκούσει τή φωνή τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς, τῆς προστάτιδάς του. Δέν ἀπέκτησε τήν γνώση μέσω τῆς ὁράσεως οὔτε τό πλῆθος τῶν ἐμπειριῶν του μέ δική του δραστηριότητα καί προσωπική ἔρευνα. Μᾶλλον αὐτά συνέζησαν σέ ἐκεῖνον, ὅς μάλα πολλά/πλάγχθη. Δέν ἔχουμε νά κάνουμε μέ τόν Σόλωνα, γιά τόν ὁποῖο ὁ Ἡρόδοτος λέει πώς πρῶτος ταξίδεψε θεωρίης ἕνεκεν. Στόν Ὀδυσσέα ἡ πολυγνωσία τοποθετεῖται στό ἐπίπεδό του ἐπίστασθαι καί διακρίνεται ἀπό τή δράση του κατά τρόπο ἀξιοσημείωτο. Τό γεγονός αὐτό περιορίζει τή δράση του στήν ἐξεύρεση μέσων προκειμένου νά ἐπιτύχει κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, νά σώζει δηλαδή τή ζωή τῶν συντρόφων του καί τή δική του. Καί στό ἐπιπεδο τῆς κατανόησης καί τῆς ἑρμηνείας, ὁ Ὄδυσσέας κατανοεῖ ἁπλῶς, ὅπως καί κάθε ὕπαρξη στόν Ὅμηρο, τούς λόγους πού διατυπώνονται μέ σαφήνεια. Σέ περίπτωση πού γεγονότα, πράξεις, ἄνθρωποι δέν δηλώνουν ἄμεσα τί σημαίνουν, ποιά εἶναι ἡ ἐννοιά τους, τότε μπορεῖ νά τά καταστήσει σαφῆ ἕνας θεός μιλώντας μέ λόγια κατανοητά, μπορεῖ π.χ. νά τά ἀνακοινώσει σέ ἕναν προφήτη καί αὐτός μέ τή σειρά του νά τά πεῖ στούς ἄλλους ἤ μπορεῖ νά τά πεῖ ἡ Μούσα στόν ποιητή. Ὅμως οὔτε ὁ προφήτης εἶναι σέ θέση νά ἐρευνήσει τό σκοτεινό μέλλον οὔτε ὁ ποιητής προσπαθεῖ νά φέρει στό φῶς μιά κρυμμένη ἀλήθεια· ὁ μέν προφήτης μαθαίνει τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον πού ὁ θεός τοῦ ἀποκαλύπτει, ὁ δέ ποιητής ἀνακοινώνει μόνον ὅ,τι ἡ Μούσα τοῦ γνωστοποιεῖ. Οἱ θεοί τά γνωρίζουν ὅλα, τά ἔχουν δεῖ ὅλα καί εἶναι πανταχοῦ παρόντες (ὅπως λέγεται στή Β ραψωδία τῆς Ἰλιάδας [στ. 485-486]). Ἡ πνευματική δυνατότητα βασίζεται καί στίς δύο περιπτώσεις στή γνώση πού κατέχει ἡ θεότητα. Στήν περιπτωση τῶν Μουσῶν ὁ Ὅμηρος ἀποδίδει τή γνώση τους αὐτή στό γεγονός ὅτι ὑπῆρξαν αὐτόπτεις μάρτυρες ὅσων μεταδίδουν στόν ποιητή.
Ἡ εἰκόνα τοῦ ἄνθρώπου πού ἀσχολεῖται μέ τίς φυσικές ἐπιστῆμες, πού σκέπτεται καί ἐρευνᾶ, γίνεται δυνατή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά συλλαμβάνει τό πνεῦμα «πιό ἀφαιρετικά». Τί σημαίνει ὅμως «ἀφαιρετικά»; Εἶναι πλέον κοινότοπη ἡ διαπίστευση ὅτι ἡ ἀφαίρεση εἶναι ἀπαραίτητη στήν ἐπιστημονική σκέψη καί τόν λόγο. Ἤδη τό ζήτημα αὐτό τό θίξαμε, ὅταν μιλήσαμε γιά τό ἄπειρον του Ἀναξιμάνδρου, καθώς ἐπίσης γιά τήν ἔννοια τοῦ «μέτρου», τή γνώση καί τή σκέψη. Τό θέμα ὁλόκληρου του κεφαλαίου αὐτοῦ θά μποροῦσε νά ἐξαντληθεῖ στήν πρόταση: οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δημιούργησαν μιά ἐπιστημονική γλώσσα κατασκευάζοντας ἀφηρημένα οὐσιαστικά - ἄν εἶναι βέβαια δυνατόν νά προσδιορίσουμε τή διαχωριστική γραμμή ἀνάμεσα στά συγκεκριμένα καί τά ἀφηρημένα οὐσιαστικά. Πιστεύω πώς θά ἦταν καλύτερο νά μιλήσουμε γιά σταδιακή μετάβαση ἀπό πιό συγκεκριμένα σέ πιό ἀφαιρετικά στάδια. Ἄν, ὅπως φάνηκε ἀπό τά δυό-τρία παραδείγματα, μπορεῖ νά ἀπομονωθεῖ ἀβίαστα ἡ πνευματική λειτουργία ἀπό τίς φράσεις τῆς γλώσσας, τότε ἡ γλώσσα πρέπει νά εἶναι ἕνας πολύπλοκος ὀργανισμός, ἱκανός νά παραγάγει ἀπό τόν ἴδιο της τόν ἑαυτό κάτι διαφορετικό. Ἀλλά γιά νά δοῦμε ἄν ἡ μονομέρεια στόν ἐπιστημονικό λόγο, μ’ ἄλλα λόγια ἄν μιά ἀπό τίς ἀρχές του - ἡ ὁποία, μολονότι ὑπάρχει σέ κάποιο βαθμό καί στήν καθημερινή γλώσσα, ἀναδεικνύεται ὁμως κατεξοχήν στήν ἀνεπτυγμένη σκέψη τῶν Ἑλλήνων - εἶναι πράγματι συμπαγής, πρέπει νά μελετήσουμε προσεκτικά πώς ἡ τάση γιά ἀφαίρεση εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά καταστοῦν κάποιες γλωσσικές δομές τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν κατάλληλες γιά νά ἐκφράσουν τήν ἐπιστημονική σκέψη.
Νομίζω πώς ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι παραγωγῆς ἀφηρημένων οὐσιαστικῶν. Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ οὐσιαστικοποίηση ὅπως τήν εἴδαμε στό ἅπειρον τοῦ Ἀναξίμανδρου. Ὁ δεύτερος συνίσταται στή μετεξέλιξή του χαρακτηρισμοῦ ἑνός ὀργάνου σέ χαρακτηρισμό τῆς λειτουργίας του. Π.χ. ὅταν λέμε ὅτι κάποιος ἔχει γερό κεφάλι, ἐννοοῦμε ὅτι ἔχει γερό μυαλό ἤ διαθέτει σωστή σκέψη. Ὁ τρίτος τρόπος εἶναι ἡ μετατροπή ταν κυρίων ὀνομάτων, θεῶν ἤ δαιμόνων, σέ ἀφηρημένα οὐσιαστικά. Στά ἀρχαῖα ἑλληνικά οἱ ἐπιστημονικοί ὅροι δημιουργήθηκαν - ὅσον ἀφορᾶ στά ἀφηρημένα οὐσιαστικά - καί μέ τούς τρεῖς αὐτούς τρόπους.
Τόν πρῶτο τρόπο ἀκολούθησε ὁ Ἀναξίμανδρος μέ τό ἄπειρον καί εἴδαμε ὅτι στην περίπτωση αὐτή ἡ ἀφαιρετική σκέψη ἐκφράστηκε μέ την οὐσιαστικοποίηση τοῦ ἐπιθέτου. Ἡ ἐξέλιξη αὐτή σημαίνει κατ’ οὐσίαν ὅτι κάτι πού εἶχε ἀρχικά μία ὑλική ὑπόσταση μετατρέπεται σέ ἀντικείμενο - ἀντικείμενο, βέβαια, πού δέν τό ἀντιλαμβανόμαστε ὡς ὑλική ὀντότητα, ἀλλά πού μποροῦμε μόνο νά τό σκεφτοῦμε, σέ ἀντικείμενο τῆς σκέψης μας. Καί ἐδῶ φαίνεται καθαρά ἡ σημασία τῆς λέξης «οὐσιαστικοποίηση».
Τί σημαίνει ἡ οὐσιαστικοποίηση τοῦ ἐπιθέτου γιά τήν ἀφαιρετική σκέψη καί τήν πνευματική δραστηριότητα, θά τό διευκρινήσουμε μέ μερικά ἀκόμα παραδείγματα ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἀναξίμανδρου, τά ὁποῖα δέν σχετίζονται τόσο ἄμεσα μέ τήν ἐπιστημονική γλώσσα.
Ὁ Ἡρόδοτος διηγεῖται τήν ἱστορία τοῦ ζασιλιᾶ τῆς Λυδίας Κροίσου, ὁ ὁποῖος ρώτησε τόν Σόλωνα τόν Ἀθηναῖο ποιός εἶναι ὁ πιό εὐτυχισμένος ἄνθρωπος. Ὁ Σόλωνας (καί αὐτή εἶναι ἐν πάςῃ περιπτώσει ἡ ἐκδοχή πού μποροῦμε νά θεωρήσουμε ὡς τήν παλαιότερη) κατονόμασε ἕναν ἁπλό χωρικό της Ἀττικῆς, τόν Τέλλο, ἐνῶ ὁ Κροῖσος, ὁ πλούσιος καί ἰσχυρός βασιλιάς, περίμενε φυσικά νά ἀκούσει τ’ ὄνομά του.
Ἡ ἱστορία θέλει νά δείξει τή διαφορά ἀνάμεσα στή φαινομενική εὐτυχία καί τήν ἀληθινή. Ὁ Σόλωνας λέει πώς κανείς δέν μπορεῖ νά ἀξιωθεῖ τόν χαρακτηρισμό «εὐτυχής» πρίν τό τέλος τῆς ζωῆς του.
Καί ὁ Κροῖσος ἀναγνωρίζει τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Σόλωνα, ὅταν πιά ἔχει χάσει τό πλούσιο βασίλειό του καί βρίσκεται πάνω στήν πυρά.
Γενικά θεωροῦμε εὐτυχῆ ἕναν ἰσχυρό βασιλιά στό ἀπόγειο της δόξας του. Ἀλλά μπορεῖ νά τεθεῖ τό ἐρώτημα ἄν εἶναι «ὄντως» εὐτυχής κανείς, ὅταν τοῦ ἀποδίδεται τό ἐπίθετο αὐτό μ’ ὅλη τή σημασία του. Ἕνας μέσος ἄνθρωπος μπορεῖ νά εἶναι «πραγματικά» εὐτυχισμένος.
Πίσω ἀπό αὐτήν τή διαπίστωση προβάλλει τό ἐρώτημα ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή εὐδαιμονία, αὐτό πού κάνει τόν εὐδαίμονα εὐδαίμονα. To ἐρώτημα «ποιός εἶναι ὁ πιό εὐτυχισμένος;» προκαλεῖ τήν ἑπόμενη ἐρώτηση: «ποιά εἶναι ἡ πραγματική εὐτυχία; Τί εἶναι ἡ εὐτυχία;» Τό ἐρώτημα γιά τό πρόσωπο θά ἐξελιχθεῖ τελικά σέ ἐρώτημα γιά τό ἀφηρημένο οὐσιαστικό.
Ἄν ὅμως ἔτσι δημιουργεῖται ἕνα ἀφηρημένο οὐσιαστικό. τό «εὐτυχές», καί παράγεται ὅπως τό ἄπειρον του Ἀναξιμάνδρου, μέ οὐσιαστικοποίηση τοῦ ἐπιθέτου, τότε καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ σημασία τῆς νέας αὐτῆς λέξης προϋποθέτει τή βασική σημασία τοῦ ἐπιθέτου. «Ἄπειρο» μέ τή σημασία τοῦ «ὄντως ἀπείρου» καί «εὐτυχές» μέ τή σημασία τοῦ «ἀπολύτως εὐτυχοῦς» εἶναι ἤδη κάτι πού ὑπερβαίνει τήν «ἁπλοϊκή», προεπιστημονική γλώσσα. Ἔτσι ὅμως ἔχουμε ἕνα ἀκόμα ἀντικείμενο, π.χ. τό ἄπειρο, τό εὐτυχές, ἡ ὕπαρξη τοῦ ὁποίου μπορεῖ νά τεθεῖ ὑπό ἀμφισβήτηση.
Στίς διηγήσεις γιά τούς Ἑπτά Σοφούς - στούς ὁποίους συγκαταλέγονται τόσο ὁ Σόλωνας ὅσο καί ὁ Θαλῆς. ὁ δάσκαλος τοῦ Ἀναξίμανδρου – συναντοῦμε συχνά τέτοιες ἐρωτήσεις ὑπό τόν τύπο αἰνίγματος. Κάποιες δέν ζητοῦν μόνον τό πρόσωπο πού ἔχει μιά συγκεκριμένη ἰδιότητα σέ ἕναν ἰδιαίτερο βαθμό ἀλλά καί τό πρᾶγμα πού διαθέτει κάποια ἰδιότητα: «Ποιό εἶναι τό καλύτερο;», «ποιό εἶναι τό παλαιότερο;», «ποιό εἶναι τό δικαιότερο;», κ.λπ. Τέτοιες ἐρωτήσεις ὁδηγοῦν κατ’ ἀνάγκη στόν ὁρισμό: «Ποιό εἶναι τό καλό;», «ποιό εἶναι τό δίκαιο;» Αὐτοῦ του εἴδους, ἐν πάςῃ περιπτώσει. οἱ πνευματώδεις ἀλλά καί βαθυστόχαστες ἱστορίες μᾶς παραδίδονται ἀμέσως μετά τήν ἐποχή τῶν Ἑπτά Σοφῶν. Τό σημαντικό στίς ἱστορίες αὐτές ἔγκειται στό ὅτι κάτι παρουσιάζεται νά ἔχει μιά ἰδιότητα τήν ὁποία κανείς δέν τοῦ ἀναγνώριζε ὡς τότε. Ἐπίσης, στό ὅτι στίς ἱστορίες αὐτές διαμορφώνεται μιά σχετικά σαφής εἰκόνα τῆς ἰδιότητας στήν ὁποία ἀναφέρονται. Κάτι παρόμοιο π.χ. ἔχουμε καί στόν μύθο τοῦ Αἰσώπου καί στό λαϊκό ἀνάγνωσμα τοῦ ἀγώνα τοῦ Ὁμήρου καί Ἡσιόδου[3], τά ὁποῖα ἀνάγονται στόν 6ο αἰώνα π.Χ. Τά ἐρεθιστικά ἐρωτήματα ὑπό τόν τύπο αἰνίγματος, πού ἀποσκοποῦν στήν κατάκτηση νέων γνώσεων, δείχνουν πώς οἱ γνώσεις αὐτές δέν πρέπει νά παρουσιάζονται ἄμεσα καί νά ἐπιβάλλονται ἀλλά πρέπει νά καταβάλλεται προσπάθεια προκειμένου νά ἀναζητηθοῦν καί νά ἀνευρεθοῦν. Ἡ γνώση συνεπάγεται ἑπομένως πνευματική δραστηριότητα. Ἀπό ἐδῶ ξεκινᾶ ἡ ἔρευνα, ἡ βάσανος γιά τήν ἀλήθεια.
Ἄν παραλληλίσουμε τά λεγόμενα πού διαρκῶς περιπλέκονται: ὁ Κροῖσος εἶναι εὐτυχής... εἶναι εὐτυχέστερος... εἶναι ὁ πιό εὐτυχής, εὐτυχία εἶναι νά κατέχει κανείς αὐτό κι ἐκεῖνο, ἡ εὐτυχία συνίσταται στό νά.... τότε φαίνεται καθαρά πώς τό ἀφηρημένο οὐσιαστικό «εὐτυχία» προκύπτει ἀπό τό γεγονός ὅτι τό ἐπίθετο «εὐτυχής» μπορεῖ νά ὑπάρξει ὡς κατηγορούμενο[4] καί ἡ ἔννοια «εὐτυχής», ἀπό την πλευρά της, μπορεῖ νά ἀποτελέσει τό ἀντικείμενο μίας φράσης ὅπως ἡ ἀκόλουθη: «Τό νά εἶναι κάνεις εὐτυχής σημαίνει...». Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἡ ἀρχαία ἑλληνική γλώσσα μπορεϊ νά χειριστεῖ καί τά ρήματα. Στήν περίπτωση αὐτή τό ὁριστικό ἄρθρο προσπαθεῖ νά «ἐκμαιεύσει» σημασίες: ἔτσι μπορεῖ κανείς νά μιλᾶ γιά τό βλέπειν, τό σκέπτεσθαι, κ.λπ. Καί ἔτσι δημιουργοῦνται ἀφηρημένα οὐσιαστικά, καθώς τό ἀπαρέμφατο τοῦ ρήματος, πού δέν εἶναι οὐσιαστικό, μετατρέπεται μέ τή βοήθεια τοῦ ἄρθρου σέ οὐσιαστικό. Καί ἄλλοι ρηματικοί τύποι πού δέν ἀπαντοῦν ὡς verba finita μποροῦν νά οὐσιαστικοποιηθοῦν, π.χ. οἱ μετοχές πού χρησιμοποιοῦνται πολύ συχνά στά ἀρχαῖα ἑλληνικά. Στήν περίπτωση αὐτή φαίνεται πώς τά ὅρια ἀνάμεσα στά ἀφηρημένα καί συγκεκριμένα οὐσιαστικά εἶναι ρευστά. Ὅταν λέω «τό βλέπον» ἐννοῶ τά μάτια, τό ὄργανο, πού ἀναμφίβολα εἶναι συγκεκριμένο οὐσιαστικό. Μπορῶ ὅμως νά μιλῶ γιά «τό βλέπον» καί νά ἐννοῶ τή λειτουργία τοῦ ματιοῦ. Ἔτσι «τό βλέπον» προσεγγίζει αὐτό πού δηλώνει «τό βλέπειν». Ἡ γλώσσα τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης στά ἀρχαῖα ἑλληνικά δημιούργησε ἀπό τήν ἐποχή τῶν Σοφιστῶν ἕνα πλῆθος ρηματικῶν οὐσιαστικῶν, τά ὁποῖα κατά τήν σημασία προσεγγίζουν τά οὐσιαστικοποιημένα ἀπαρέμφατα καί τίς μετοχές, τυπικά ὅμως ἀνήκουν στά οὐσιαστικά: ἡ γνῶσις πού ἰσοδυναμεῖ πάνω-κάτω μέ τό γνῶναι, ἡ κίνησις, κ.ο.κ.
Ἡ συσχέτιση ἑνός συγκεκριμένου ὀργάνου μέ τήν ἀφηρημένη λειτουργία του εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ὁ δεύτερος δρόμος πρός τήν ἀφαιρετική σκέψη. Ἀνέφερα ἤδη τό παράδειγμα «ἔχει γερό κεφάλι», δηλαδή ἡ ἐσωτερική λειτουργία τοῦ μυαλοῦ του εἶναι καλή, εἶναι ἔξυπνος. Πρόκειται συνήθως γιά μεταφορικές χρήσεις τῶν λέξεων. Σέ πρωτόγονες γλώσσες τό ὄργανο δηλώνει ἀναμφίβολα καί τή λειτουργία. Μά καί ἐκεῖ ὅπου πρόκειται γιά καθαρή μεταφορά, αὐτός ὁ παραλληλισμός τοῦ ὀργάνου καί τῆς λειτουργίας παίζει μεγάλο ρόλο, π.χ. στίς τόσο συχνές μεταφορικές χρήσεις τῶν ἐργαλείων. Ὅταν μιλῶ γιά τό «σφυρί» τῆς μοίρας, ἐννοῶ τή συντριβή. Ἀκριβῶς τό ἴδιο ἐννοῶ, ὅταν μιλῶ γιά τή «γροθιά» τῆς μοίρας. Ἐδῶ μποροῦμε ἀκόμη νά ἀναφέρουμε καί τίς παρομοιώσεις μέ κάποιο ζῶο πού παλαιότερα συνήθιζαν νά χρησιμοποιοῦν γιά νά δείξουν τά χαρακτηριστικά ἤ τίς δραστηριότητες ἑνός ἀνθρώπου ἤ τίς λειτουργίες τῶν ὀργάνων του καί γιά νά δηλώσουν μιά πνευματική λειτουργία στή γλώσσα.
Αὐτός πού βλέπει σάν λύγκας. ἔχει καλή ὅραση, βλέπει καλά. Ὅποιος εἶναι ἀλεπού, εἶναι πονηρός. Ἔτσι, μέσω τῆς παρομοίωσης μέ τά ζῶα, σκιαγραφεῖται αὐτό πού ἀργότερα ὀνομάστηκε πνευματική ἰδιαιτερότητα τοῦ ἀνθρώπου, χαρακτήρας. Στούς μύθους μέ ζῶα περιγράφονται τύποι ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς.
Ἔτσι φτάνουμε στήν τρίτη μορφή, προκειμένου νά κατανοήσουμε τή σκοπιμότητα τῆς δημιουργίας τῶν ἀφηρημένων οὐσιαστικῶν. Πρόκειται γιά τό μυθικό ὄνομα, τό ὄνομα δηλαδή ἑνός θεοῦ ἤ ἑνός δαίμονα. Ὁ Ἄρης εἶναι ὁ θεός τοῦ πολέμου ἀλλά τό ὄνομά του ἔχει σχεδόν τή σημασία τοῦ ἀφηρημένου οὐσιαστικοῦ «πόλεμος». Ὁ πόλεμος εἶναι ἔργο τοῦ Ἄρη. Σέ φράσεις ὅμως ὅπως ἔρχεται Ἄρης, δέν διαφαίνεται καθόλου κατά πόσον ὁ ὁμιλῶν φαντάζεται ἕναν θεό μέ συγκεκριμένη μορφή. Σέ μεταγενέστερες ἐποχές προσπάθησαν νά ἑρμηνεύσουν ἀλληγορικά τους θεούς καί θεώρησαν πώς ἡ Ἀφροδίτη εἶναι κατ’ οὐσίαν ὁ ἔρωτας, ἡ Ἀθηνᾶ ἡ σύνεση καί ὅτι ὁ Ὅμηρος μίλησε μόνον ποιητικῇ ἀδείᾳ γιά θεούς. Φυσικά οἱ θεοί στόν Ὅμηρο δέν ἀποτελοῦν τέτοιου εἴδους αἰσθητικά βοηθητικά μέσα. Παρόλα αὐτά, ἔχει κάποια ἀλήθεια ἡ ἄποψη ὅτι οἱ θεοί ἀποκτοῦν ὀντότητα, ὅταν ταυτίζονται μέ ἀφηρημένες ἔννοιες. Τά ὀνόματα τῶν θεῶν εἶναι συχνά καί ρηματικά οὐσιαστικά. Φόβος σημαίνει ἀρχικά τόν «τρόμο»· εἶναι ἐπίσης ἕνας δαίμονας πού τρέπει σέ φυγή. Στήν περίπτωση αὐτή δέν εἴμαστε πάντοτε σέ θέση νά διακρίνουμε ἄν ἐννοεῖται ὁ θεός ἤ τό ἀφηρημένο οὐσιαστικό - κι αὐτό μας φέρνει, σέ ἀμηχανία γιά τό ἄν πρέπει νά γράψουμε στά κείμενά μας τή λέξη μέ κεφαλαῖο ἤ μικρό ἀρχικό. Ἕνα ὅμως διαφοροποιεῖ τόν θεό ἀπό τήν ἀφηρημένη ἔννοια, τό ὅτι ὁ θεός δρᾶ ἄμεσα, ἐπιβάλλεται στόν ἄνθρωπο, ἐνῶ τό πλήρως ἀνεπτυγμένο ἀφηρημένο οὐσιαστικό (ὅπως φάνηκε παραπάνω μέ τήν οὐσιαστικοποίηση τοῦ ἐπιθέτου) εἶναι ὁ στόχος τῆς ἀνρώπινης σκέψης καί τῆς πνευματικῆς δραστηριότητας.
Τή στιγμή αὐτή δέν μπορῶ νά δώσω καμιά συστηματική θεώρηση τῶν μεταφορῶν, τῶν παρομοιώσεων, τῶν διηγήσεων μέ ζῶα καί τῶν μύθων. Ἐδῶ ἔπρεπε μόνο νά φανεῖ ὅτι οἱ προεπιστημονικές μορφές σκέψης καί λόγου ἔχουν ἀφενός πολλά κοινά μέ τά ἀφηρημένα οὐσιαστικά — ἐφόσον ἔχουν κοινό στόχο - ἀφετέρου διαφοροποιοῦνται ἀπό τά ἀφηρημένα οὐσιαστικά, καθώς θέλουν τόν στόχο τους νά συνδέεται μέ κάτι ζωντανό, κάτι ὀργανικό, κ.τ.τ. Περισσότερο ὅμως δέν θά ἀσχοληθοῦμε μ’ αὐτό τό θέμα, γιατί καταλήγουμε στόν ταυτολογικό καί ἀρνητικό ὁρισμό, ὅτι τά μή ἀφηρημένα οὐσιαστικά δέν εἶναι ἀφηρημένα οὐσιαστικά.
Ἴσως μπορέσουμε νά ἀντιληφθοῦμε καί νά ὁρίσουμε ἀκριβέστερα τήν ἰδιαιτερότητα τῆς ἐπιστιμονικῆς γλώσσας πού δημιούργησαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ἄν ἀντιστρέψουμε τά πράγματα. Τόν σκοπό μας αὐτό ἴσως θά ἐξυπηρετοῦσε μιά παρέκβαση σέ μιά ἐντελῶς διαφορετική ὁμάδα λέξεων, στίς προθέσεις καί τούς συνδέσμους. Οἱ λέξεις αὐτές συνδέουν παραστάσεις τοπικά, χρονικά ἤ αἰτιολογικά. Ἡ ἱστορία τῆς γλώσσας δείχνει ὅτι οἱ τοπικοί καί σέ περιορισμένο βαθμό οἱ χρονικοί προσδιορισμοί εἶναι παλαιότεροι ἀπό τους αἰτιολογικούς. Οἱ αἰτιολογικοί δέν διέθεταν ἐξαρχῆς δικές τους λέξεις, ἀλλά οἱ λέξεις πού τούς δηλώνουν προέκυψαν ἀπό μεταβολή τῆς σημασίας τοπικῶν (ἀλλά καί χρονικῶν) προθέσεων καί συνδέσμων. Στή γλώσσα τῆς ἐπιστήμης καί τῆς φιλοσοφίας, φυσικά, προϋποτίθεται ἡ ἀρχή ὅτι οἱ αἰτιακές σχέσεις μποροῦν νά ἀνακαλυφθοῦν καί νά διατυπωθοῦν. Πῶς γίνεται στήν πράξη αὐτό; Στά Γερμανικά τό durch σημαίνει ἀρχικά μία τοπική σχέση (durch das Feld), ἐν συνεχείᾳ καί μιά χρονική (durch den Tag). Μπορῶ ἐπίσης νά πῶ πώς ὁ Ἀλέξανδρος γνώρισε τόν Ἀριστοτέλη μέσω τοῦ πατέρα του - καί ἐδῶ θά ἦταν παράλογο νά ἐννοήσω τό μέσῳ (durch) τοπικά ἤ χρονικά. Ἀφετηρία γιά μιά τέτοια χρήση ὑπῆρξαν προτάσεις ὅπως «μέσω τοῦ καινούργιου δρόμου φτάνει κανείς γρηγορότερα στήν πόλη». Ἀρχικά νοεῖται τοπικά ἀλλά, ὅταν καταλάβουμε ἀπό τήν πρόταση πώς ὁ δρόμος κατασκευάστηκε γιά νά συντομεύσει τήν ἀπόσταση πρός τήν πόλη, τό «μέσω» (durch) ἀποκτᾶ μιά αἰτιακή σημασία. Αὐτό εἶναι μιά φοβερή παρανόηση, ἄν πρέπει νά ὀνομάσουμε παρανόηση τό γεγονός ὅτι ἡ νέα χρήση τῆς λέξης δηλώνει τήν πραγματικότητα καί τήν οὐσία. Ἄν στήν περαιτέρω ἐξέλιξη τό «μέςῳ» (durch) ἀποβάλει τήν τοπική καί χρονική σημασία καί ἀποκτήσει σέ συγκεκριμένα συμφραζόμενα καθαρά αἰτιακή, τότε ἡ ἄμεση σχέση μέ τά πράγματα θά ἐξαφανιστεῖ ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι τό πραγματικό, τό ἀντικειμενικό θά χαθεῖ κατ’ ἀνάγκη. Ἀντίθετα μπορεῖ νά παρουσιαστεῖ ἀβίαστα ὑπό ὁρισμένες συνθῆκες.
Ἡ φράση «ἐπειδή βρέχει, θά μουσκέψουν ὅλα» σημαίνει ἀρχικά «διότι βρέχει...»· χαρακτηρίζει ἐπομένως μόνον τή χρονική ὑπόταξη «καθώς βρέχει...». Οὐσιαστικά ὅμως πρόκειται γιά κάτι παραπάνω». Μόλις ἀντιληφθοῦμε τό «ἐπειδή» ὡς αἰτιολογικό, ἀντιλαμβανόμαστε καί τίς ἄλλες σχέσεις.
Ἡ γλώσσα τοῦ Ὁμήρου εἶναι σχετικά φτωχή σέ τέτοιες συνδετικές λέξεις μέ αἰτιολογική σημασία. Ὅπου ἐννοοῦνται τέτοιες αἰτιακές σχέσεις, ὑποδηλώνονται ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἔμμεσα, δηλαδή εἴτε ἡ σύνδεση δέν δηλώνεται καθόλου εἴτε χρησιμοποιοῦνται λέξεις πού δηλώνουν τόπο ἤ χρόνο. Ὁ λόγος ὅμως τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης καθίσταται ἐφικτός, ὅταν ἡ γλώσσα μπορεῖ νά κάνει αὐτήν τή διάκριση. Αἰτιολογικούς συνδέσμους καί μετοχές πλήρους ἀναπτυγμένες συναντοῦμε ὄντως τόν 6ο αἰώνα, καθώς τότε διαμορφώθηκαν ἡ καθαρή ἔννοια τοῦ ἀριθμοῦ, τό ὁριστικό ἄρθρο, πού χρησιμοποιήθηκε γιά τούς ἀφαιρετικούς συλλογισμούς, καί κάποια ἄλλα πράγματα.
Προφανῶς πρόκειται γιά μία μεγάλη ἑνιαία πορεία πού ἐπιφέρει αὐτήν τή δομική μεταβολή στή γλώσσα καί καθιστᾶ δυνατή τήν ἐμφάνιση τῆς ἐπιστημονικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία ἀπελευθερώνει τόν λόγο, τήν ἀφαιρετική σκέψη - ἤ ὅπως ἀλλιῶς τό ὀνομάσει κανείς - ἀπό τήν καθημερινή γλώσσα.
Μπορεῖ ἡ πορεία αὐτή στή γλώσσα νά γίνει ἀντιληπτή μέ ἀκόμα καλύτερο τρόπο ἤ τουλάχιστον νά περιγραφεῖ ἀκριβέστερα;
Προφανῶς πρέπει νά ὑπάρχει κάτι στήν ἴδια τή γλώσσα πού νά μπορεῖ νά ἀναπτύσσεται - φυσικά εἰς βάρος κάποιου ἄλλου - ὥστε νά δοθεῖ ἡ δυνατότητα νά συγκροτηθεῖ ὁ ἐπιστημονικός λόγος καί σκέψη. Σ’ αὐτήν τήν περίπτωση ἐπιβάλλεται νά ἀναλύσουμε ἐξαντλητικά τή γλώσσα.
Πρίν ἀπό μερικά χρόνια προσπάθησα νά περιγράψω τή δομή τῆς γλώσσας μέ γνώμονα αὐτά τά ἐρωτήματα. Ὅπως ὅμως διαπίστωσα, οὔτε οἱ φιλόλογοι οὔτε οἱ φιλόσοφοι ἔμειναν ἱκανοποιημένοι ἀπό τό ἐγχείρημά μου αὐτό. Πιστεύω πώς μπορεῖ κανείς νά ἐντοπίσει στή δομή τῆς γλώσσας τρία στοιχεῖα: τό στοιχεῖο τῆς ἀναπαράστασης, τῆς ἔκφρασης καί τῆς προθετικότητας, τά ὁποῖα διασταυρώνονται ὅπου ἤ κυριαρχία ἕνος ἐξ αὐτῶν σφραγίζει κάθε φορά μιά γλωσσική μορφή. Στό σημεῖο αὐτό ὑπεισέρχονται οἱ ψυχικές λειτουργίες, ὅπως τίς εἶδαν ὁ Dilthey καί ὁ Buhler. Ἀλλά ἀπό τήν ἄποψη τῆς ψυχολογίας, ὅπως ἔδειξε στούς νεώτερους χρόνους ὁ Husserl, οἱ λειτουργίες αὐτές δέν μποροῦν νά ἀνταγωνίζονται τό περιεχομένο τῆς γλώσσας, γιατί τό οὐσιαστικό στή γλώσσα εἶναι τό πνεῦμα, τό περιεχόμενο δηλαδή καί ἡ σημασία.
Ὅλα ὅσα θίξαμε μέχρι στιγμῆς ἴσως γίνουν σαφέστερα ὅταν, ἐπί τῇ βάσει αὐτῶν τῶν στοιχείων, ἑρμηνεύσουμε τίς παρατηρήσεις πού κάνει γιά πρώτη φορά ἕνας ἀρχαῖος Ἕλληνας σχετικά μέ τό πῶς πρέττει νά δοῦμε τίς ἰδιότητες τῶν πραγμάτων, ἄν θέλουμε νά κατανοήσουμε τόν κόσμο μέ τόν τρόπο τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Ἐδῶ φαίνεται σαφῶς ὁ ρόλος τῆς γλώσσας. Ἀλλά πρίν ἀπό αὐτό ἄς κάνουμε μιά ἀκόμα σύντομη παρατήρηση γιά τό πῶς ἡ καθημερινή γλώσσα χειρίζεται τίς ἰδιότητες τῶν πραγμάτων καί πῶς μπορεῖ κανείς νά μιλήσει π.χ. γιά μία «ἔννοια» τῶν χρωμάτων, καθώς ἐδῶ ἐπικεντρώνονται οἱ περισσότερες ἀντιρρήσεις.
Μέ τίς δηλώσεις τῶν χρωμάτων κίτρινο, μπλέ, κόκκινο, κ.ο.κ.. ἔχουμε τήν ἀντίθεση τῶν ἀποχρώσεων πού προσλαμβάνουν οἱ αἰσθήσεις μας. Ἄν μποροῦμε νά σκεφτοῦμε μιά ἐπιστήμη πού ἀσχολεῖται μέ αὐτά τά χρώματα τά ὁποῖα μᾶς συγκινοῦν ἰδιαίτερα, π.χ. τή θεωρία τοΰ Γκαΐτε γιά τά χρώματα ἤ μία ἔρευνα γιά τό κίτρινο καί τό μπλέ στούς πίνακες τοῦ Vermeer van Delft, τότε μπορῶ ν’ ἀποδείξω ὅτι τά χρώματα ἔχουν «ἔννοια». Ἀλλά αὐτό δέν ἔχει νά κάνει μέ τίς φυσικές ἐπιστῆμες. Ἡ ἔννοια ἐδῶ ἐξαρτᾶται ἀπό τό βίωμα, πρόκειται γιά ἐντύπωση, ἔκφραση, κ.ο.κ., πράγματα δηλαδή πού δέν βρίσκονται στόν χῶρο τοῦ ἀντικειμενικοῦ. Μπορῶ ὅμως νά μιλήσω ἐπιστημονικά γιά τήν ἔννοια τῶν χρωμάτων, ἄν ἐννοῶ μ’ αὐτό τή σκοπιμότητά τους. Ἄν, γιά παράδειγμα, πῶ ὅτι οἱ ρῶγες τῶν σταφυλιῶν εἶναι κυρίως κόκκινες γιά νά ἐντοπίζονται ἀπό τά πουλιά, ἀντιθέτως τά λουλούδια εἶναι κυρίως μπλέ, κίτρινα ἤ ἄσπρα γιά νά προσελκύουν τά ἔντομα. Ἔτσι τοποθετοῦμε τά χρώματα σέ ἐκλογικευμένες σχέσεις. Ὅμως οὔτε αὐτό ἀποτελεῖ ἀντικειμενική ἐπιστήμη.
Ἡ ἐπιστήμη ἐπιδιώκει νά εἶναι «ἀντικειμενική», θέλει δηλαδή νά γνωρίσει τόν κόσμο ὅπως αὐτός στέκεται ἀνεξάρτητος ἔξω ἀπό ἐμᾶς. «Ἔλλογο» δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά τό δυνάμενο νά μετρηθεῖ.
Ὁ πρῶτος ἀρχαῖος Ἕλληνας πού ἀντιμετωπίζει σύμφωνα μέ αὐτές τίς ἀρχές - ἐπιστημονικά» - τίς ἰδιότητες τῶν πραγμάτων, εἶναι ὁ Δημοκριτος. Ἐξηγεῖ μέ σαφήνεια ὅτι στήν πραγματικότητα οἱ ἰδιότητες δέν ὑπάρχουν, ὅτι πρέπει κανείς νά τίς ἀποκλείσει γιά νά δεῖ αὐτό πού πραγματικά εἶναι. Κατά τόν Δημοκριτο, πραγματικά εἶναι μόνον τά ἄτομα, τά ὁποῖα διαφοροποιοῦνται μεταξύ τους ἐξαιτίας τοῦ γεωμετρικοῦ τους σχήματος.
Τί συμβαίνει ἐδῶ; Μᾶς ἀρέσει τό γλυκό μέλι - ὁ Δημοκριτος κάνει λόγο γιά τό γλυκύ. Μέ τήν οὐσιαστικοποίηση τοῦ ἐπιθέτου, ἀπό μία ἰδιότητα πού ὑπῆρχε στό ἀντικείμενο φτιάχνει ἕνα δικό του ἀντικείμενο, ἕνα ἀφηρημένο οὐσιαστικό. Καί ἀπό τά διαφορετικά γνωρίσματα πού μπορεῖ νά ὑπάρχουν σέ διάφορα ἀντικείμενα φτιάχνει ἕνα ἀκόμη «γενικότερο» ἀντικείμενο, τήν ἰδιότητα. Ἔτσι ὑποστηρίζει ὅτι αὐτό πού θά δηλωνόταν μέ τήν οὐσιαστικοποίηση, δέν ὑπάρχει στήν πραγματικότητα. Στήν πραγματικότητα ὑπάρχουν μόνον τά ἐλάχιστα τμήματα ὕλης - ἑπομένως τά πολύ μικρά ἀντικείμενα - πού διαφοροποιοῦνται μεταξύ τους ἀπό τό διαφορετικό τους σχῆμα, τό ἕνα εἶναι στρογγυλό, τό ἄλλο αἰχμηρό, κ.ο.κ.
Ἑπομένως δέν χάνονται ὅλες οἱ ἰδιότητες. Μένουν μᾶλλον ἐκεῖνες πού ἀφοροῦν στό γεωμετρικό σχῆμα. Ἀπό τό σχῆμα αὐτό, πού εἶναι ἀντικειμενικό καί πραγματικό, ἀποδεχόμαστε ὅ,τι μπορεῖ νά συλληφθεῖ μαθηματικά. Αὐτό τό μαθηματικό στοιχεῖο ὑπερβαίνει ὅμως καί τήν καθημερινή γλώσσα καί τήν ἀλήθεια πού μπορεῖ νά διαπιστωθεῖ ἐμπειρικά, καθώς δίνουμε ὁπωσδήποτε βάρος στίς λέξεις, ὅπως εἴδαμε καί στήν περιπτωση τοῦ ἀπείρου. Οἱ ἔννοιες «στρογγυλό» ἤ «εὐθύ» δηλώνουν τό στρογγυλό ἤ εὐθύ κατά τέτοιο τρόπο ὥστε αὐτά νά μήν ὑπάρχουν πλέον στόν κόσμο.
Ἡ τάση γιά ἀντικειμενικοποίηση ὑπολανθάνει στήν ἀρχαία Ἑλληνική ἐπιστημονική γλίοσσα, καθώς ἡ ἀρχαία ἑλληνική ἔννοια τῆς γνώσης καθορίζεται ἀπό τήν ὅραση καί ἀπό τή γνώση πού ἀποκτᾶται μέσω αὐτῆς. Ἡ ὅραση εἶναι κυρίως ἡ ἔννοια μέσω τῆς ὁποίας μᾶς παρουσιάζονται τά πράγματα ἀντικειμενικά, ἔξω ἀπό μᾶς. Ἡ ἀφαίρεση, αὐτό τό θεμελιῶδες μέσο γιά τή δημιουργία κατάλληλων φιλοσοφικῶν καί ἐπιστημονικὼν ἐννοιῶν, ἱδρύει καί αὐτή ἀντικείμενα. Ὅ,τι μπορεῖ νά συλληφθεῖ ἀρχικῶς ὡς ἐπίθετο ἤ ρῆμα δέν μετατρέπεται, μέ τήν οὐσιαστικοποίηση τοῦ ἐπιθέτου ἤ τοῦ ρήματος, σέ κατ’ οὐσίαν ἀντικείμενο, ἀλλά σέ ἀντικείμενο τῆς σκέψης. Ἔτσι διευρύνεται ἡ λεξιλογική κατηγορία πού στήν προεπιστημονική γλώσσα χρησιμεύει προπαντός γιά νά παραστήσει τόν κόσμο στήν πληρότητά του καί δημιουργοῦνται καινούργια ἀντικείμενα στά ὁποῖα μπορεῖ κανείς νά προσδώσει μιά πιό ἀντικειμενική πραγματικότητα ἀπό αὐτήν ταῶν ὑλικῶν ἀντικείμενων.
Ἡ γλώσσα εἶναι τό πεδίο ὅπου πάντα συναντῶνται οἱ διάφορες νοητικές λειτουργίες καί πάντα θά μποροῦν ἐκ νέου νά συναντῶνται. Ἡ ἐπιστημονική ὅμως γλώσσα βασίζεται στό ὅτι σέ αὐτήν προβάλλεται τό ἀντικειμενικό, ἀναπαραστατικό στοιχεῖο τόσο ἔντονα, ὥστε συνθλίβει σέ ἀρκετά μεγάλο βαθμό αὐτό πού ὀνομάζουμε ἐν πολλοῖς «γλώσσα».
Ὁ φιλόλογος μπορεῖ, ὅταν ἐξετάζει μιά ἐπιστημονική γλώσσα, νά ἀπορήσει σέ τί μᾶς ὠφελεῖ μιά τέτοια χρήση τῆς γλώσσας. Τό γεγονός ὅμως ὅτι ὠφελούμαστε - καί γι’ αὐτό δέν πρέπει ν’ ἀμφιβάλλουμε καθόλου - μᾶλλον ὀφείλεται στό ὅτι ἡ γλώσσα μᾶς προσφέρεται γιά τέτοιες περιπέτειες. Τουλάχιστον οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, πού ἔχουν ἐκφραστεῖ μέ σκεπτικισμό γιά τίς δυνατότητές της, τόλμησαν νά τήν δοκιμάσουν σ’ αὐτούς τούς τρόπους.
-----------------------
[1] Ὅλους αὐτούς τούς ὅρούς ἐξέτασε ὁ Κ. v. Fritz σέ τρεῖς μελέτες του: «Νοῦς άπό νοεῖν in the Homeric poems», Class. Philol. 38, 1943 , σσ. 79-93· «Νοῦς, νοεῖν and their derivatives in Pre-Socratic philosophy I», ὅ.π. 40, 1945, σσ. 223-242· II, ὅ.π. 41, 1946, σσ. 12-34. Ἐπίσης πρβλ. Gert Plambock, Erfassen, Gegenwartigen, Innesein. Aspekte homerischen Psychologie, διατρ. Kiel 1959.
[2] Δέν μπορῶ φυσικά νά ὑπεισέλθω σέ ζητήματα ἰατρικῆς πού ἀνακύπτουν ἐδῶ. Ἄν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος πού κυβερνᾶ, τότε κανείς δέν θά ἰσχυριζόταν πώς οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στήν ἐποχή τοῦ Ὁμήρου δέν διέθεταν πλήρως ἀνεπτυγμένο ἐγκέφαλο. Τό ζήτημα εἶναι κατά πόσον μπόρεσαν συνειδητά νά τόν θέσουν σέ δραστηριότητα καί νά τόν δοκιμάσουν. Λέξεις γιά τό «ἐρευνῶ» ἔχουμε στά ἀρχαῖα ἑλληνικά του 5ου αἰώνα π.Χ.: δίζημαι στόν Ἡράκλειτο Β 101 (στόν Ὅμηρο «ἀναζητῶ μέ τά μάτια κάποιον, ἐπιθυμῶ, ζητῶ κάποιον, ἐπιδιώκω κάτι. προσπαθῶ νά κερδίσω»)· ἐρευνάω ἀπό τόν Πίνδαρο καί τόν Αἰσχύλο καί στό ἑξῆς (στόν Ὅμηρο «ἀνιχνεύω, ἰχνηλατῶ»)· ζητῶ ἀπό τόν Πλάτωνα καί τόν Ξενοφώντα καί στό ἑξῆς (στόν Ὅμηρο «ἀναζητῶ»)· ἱστορέω ἀπό τόν Αίσχύλο καί στό ἑξῆς· πεύθομαι/πυνθάνομαι στόν Ὅμηρο σημαίνει «μαθαίνω κάτι, ζητῶ πληροφορίες γιά κάτι».
[3] Γιά τό ἐρώτημα τῆς Σαπφοῦς «Ποιό εἶναι τό ὡραιότερο;» (16L-P), τόν προβληματισμό τοῦ Ἀλκαίου γιά τόν «πραγματικό» φίλο (333L-P) καί τοῦ Σιμωνίδη γιά τόν «ἀληθινά» ἀγαθόν ἄνθρωπο (4D), βλ. Aufbau der Sprache (2η ἔκδ.), 188, καί Poetry and Society, 34, 47 καί 51.
[4] Γιά τό ὅτι ἡ ἔννοια «λιοντάρι» εἶναι δυνατή, ἐπειδή τό οὐσιαστικό ὡς κατηγορούμενο ἔχει «γενική» σημασία, βλ. Ἡ Ἀνακάλυψη τοῦ Πνεύματος, ὅ.π., σσ. 300-301.
Erich Fromm: Η αδυναμία να δημιουργήσεις αγάπη, είναι ανικανότητα
Τι σημαίνει όμως δόσιμο;
Όσο κι αν φαίνεται απλή η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, ωστόσο είναι γεμάτη από αμφισβητήσεις και περιπλοκές.
Η πιο διαδομένη παρεξήγηση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία υποτίθεται ότι δόσιμο σημαίνει χάσιμο, παραχώρηση, να στερείσαι κάτι, να θυσιάζεις κάτι.
Για το δημιουργικό χαρακτήρα, το δόσιμο έχει μια ολότελα διαφορετική σημασία.
Το να δίνεις είναι η πιο υψηλή έκφραση του δυναμισμού.
Στην ίδια την πράξη του δοσίματος νιώθω τη δύναμή μου, τον πλούτο, την ικανότητά μου.
Αυτό το αίσθημα της πλουτισμένης ζωτικότητας και του δυναμισμού με γεμίζει χαρά.
Νιώθω τον εαυτό μου να πλημμυρίζει, να χαρίζει, ολοζώντανος και γι'αυτό χαρούμενος.
Το να δίνω μου φέρνει μεγαλύτερη χαρά από το να παίρνω, όχι γιατί είναι αποστέρησή μου αλλά γιατί στην πράξη της προσφοράς εκφράζεται η ζωντάνια μου, η ίδια μου η ύπαρξη.
Ωστόσο η πιο σημαντική περιοχή της προσφοράς δε βρίσκεται στα υλικά πράγματα αλλά στον ιδιαίτερο ανθρώπινο κόσμο.
Τι δίνει αλήθεια ένας άνθρωπος στον συνάνθρωπό του;
Δίνει από τον εαυτό του, από το πιο πολύτιμο που έχει, δίνει από τη ζωή του.
Αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι θυσιάζει τη ζωή του για τον άλλο, αλλά ότι του δίνει από κείνο που είναι ζωντανό μέσα του.
Του δίνει από τη χαρά του, από το ενδιαφέρον, την κατανόηση, τη γνώση, το χιούμορ, τη θλίψη του – απ’ όλες τις εκφράσεις και εκδηλώσεις της ζωής που κρύβει μέσα του.
Και καθώς δίνει μ’ αυτό τον τρόπο, εμπλουτίζει το συνάνθρωπο, δυναμώνει το αίσθημα της ζωντάνιας του με το να δυναμώνει τη δική του αίσθηση ύπαρξης.
Δε δίνει με το σκοπό να πάρει. Η προσφορά είναι από μόνη της μια εξαίσια χαρά.
Καθώς όμως δίνει δε μπορεί παρά να γεννήσει κάτι καινούργιο μέσα στον άλλο άνθρωπο και αυτό που γεννιέται αντανακλάται πάλι σ’ αυτόν.
Όταν αληθινά δίνεις, δε μπορεί παρά να λάβεις εκείνο που σου ξαναδίνεται.
Το να δίνεις, έχει σαν επακόλουθο να μεταβάλεις και τον άλλο άνθρωπο σε δότη, γιαυτό κι οι δυο τους μετέχουν στη χαρά αυτού του καινούργιου που δημιούργησαν.
Στην πράξη της προσφοράς κάτι νέο γεννιέται και τα δύο πρόσωπα νιώθουν ευγνωμοσύνη για τη ζωή που γεννήθηκε και για τους δυο τους.
Ιδιαίτερα σε σχέση με την αγάπη, αυτό σημαίνει: η αγάπη είναι μία δύναμη που δημιουργεί αγάπη.
Η αδυναμία να δημιουργήσεις αγάπη, είναι ανικανότητα.
Στην αγάπη το να δίνεις σημαίνει και να παίρνεις.
Και ο δάσκαλος διδάσκεται από τους μαθητές του, ο ηθοποιός ενθαρρύνεται από το κοινό του, ο ψυχαναλυτής θεραπεύεται από τον ασθενή του – με τον όρο ότι δε μεταχειρίζονται ο ένας τον άλλο σαν αντικείμενα, αλλά συνδέονται ανάμεσά τους πηγαία και δημιουργικά.
Erich Fromm, Η Τέχνη της Αγάπης
Όσο κι αν φαίνεται απλή η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, ωστόσο είναι γεμάτη από αμφισβητήσεις και περιπλοκές.
Η πιο διαδομένη παρεξήγηση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία υποτίθεται ότι δόσιμο σημαίνει χάσιμο, παραχώρηση, να στερείσαι κάτι, να θυσιάζεις κάτι.
Για το δημιουργικό χαρακτήρα, το δόσιμο έχει μια ολότελα διαφορετική σημασία.
Το να δίνεις είναι η πιο υψηλή έκφραση του δυναμισμού.
Στην ίδια την πράξη του δοσίματος νιώθω τη δύναμή μου, τον πλούτο, την ικανότητά μου.
Αυτό το αίσθημα της πλουτισμένης ζωτικότητας και του δυναμισμού με γεμίζει χαρά.
Νιώθω τον εαυτό μου να πλημμυρίζει, να χαρίζει, ολοζώντανος και γι'αυτό χαρούμενος.
Το να δίνω μου φέρνει μεγαλύτερη χαρά από το να παίρνω, όχι γιατί είναι αποστέρησή μου αλλά γιατί στην πράξη της προσφοράς εκφράζεται η ζωντάνια μου, η ίδια μου η ύπαρξη.
Ωστόσο η πιο σημαντική περιοχή της προσφοράς δε βρίσκεται στα υλικά πράγματα αλλά στον ιδιαίτερο ανθρώπινο κόσμο.
Τι δίνει αλήθεια ένας άνθρωπος στον συνάνθρωπό του;
Δίνει από τον εαυτό του, από το πιο πολύτιμο που έχει, δίνει από τη ζωή του.
Αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι θυσιάζει τη ζωή του για τον άλλο, αλλά ότι του δίνει από κείνο που είναι ζωντανό μέσα του.
Του δίνει από τη χαρά του, από το ενδιαφέρον, την κατανόηση, τη γνώση, το χιούμορ, τη θλίψη του – απ’ όλες τις εκφράσεις και εκδηλώσεις της ζωής που κρύβει μέσα του.
Και καθώς δίνει μ’ αυτό τον τρόπο, εμπλουτίζει το συνάνθρωπο, δυναμώνει το αίσθημα της ζωντάνιας του με το να δυναμώνει τη δική του αίσθηση ύπαρξης.
Δε δίνει με το σκοπό να πάρει. Η προσφορά είναι από μόνη της μια εξαίσια χαρά.
Καθώς όμως δίνει δε μπορεί παρά να γεννήσει κάτι καινούργιο μέσα στον άλλο άνθρωπο και αυτό που γεννιέται αντανακλάται πάλι σ’ αυτόν.
Όταν αληθινά δίνεις, δε μπορεί παρά να λάβεις εκείνο που σου ξαναδίνεται.
Το να δίνεις, έχει σαν επακόλουθο να μεταβάλεις και τον άλλο άνθρωπο σε δότη, γιαυτό κι οι δυο τους μετέχουν στη χαρά αυτού του καινούργιου που δημιούργησαν.
Στην πράξη της προσφοράς κάτι νέο γεννιέται και τα δύο πρόσωπα νιώθουν ευγνωμοσύνη για τη ζωή που γεννήθηκε και για τους δυο τους.
Ιδιαίτερα σε σχέση με την αγάπη, αυτό σημαίνει: η αγάπη είναι μία δύναμη που δημιουργεί αγάπη.
Η αδυναμία να δημιουργήσεις αγάπη, είναι ανικανότητα.
Στην αγάπη το να δίνεις σημαίνει και να παίρνεις.
Και ο δάσκαλος διδάσκεται από τους μαθητές του, ο ηθοποιός ενθαρρύνεται από το κοινό του, ο ψυχαναλυτής θεραπεύεται από τον ασθενή του – με τον όρο ότι δε μεταχειρίζονται ο ένας τον άλλο σαν αντικείμενα, αλλά συνδέονται ανάμεσά τους πηγαία και δημιουργικά.
Erich Fromm, Η Τέχνη της Αγάπης
Ήταν η ανθρωποθυσία μέρος της ιεροπραξίας των αρχαίων Ελλήνων;
Το παρόν άρθρο γράφεται σε απάντηση πολλών αναγνωστών του blog σε προηγούμενο άρθρο μου «ο Γιαχβέ και οι ανθρωποθυσίες», σε απορίες τους για το αν γινόταν ανθρωποθυσίες στην αρχαία Ελλάδα και αν ήταν μέρος της θρησκευτικής τους πρακτικής.
Αναίρεση του ψεύδους των χριστιανικών απολογητικών διαστρεβλώσεων περί των δήθεν ανθρωποθυσιών των Ελλήνων και περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται εντέχνως από ορισμένους κύκλους, για να αποδείξουν δήθεν την ανωτερότητα του χριστιανισμού έναντι της Ελληνικής παράδοσης.
Είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο Ελληνικός πολιτισμός ήταν ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στην παγκόσμια ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος. Μια μεστή κοσμοθεωρία, μια ευγενική και μεγαλειώδης πρόταση για τον Άνθρωπο, τόσης μεγάλης εμβελείας και δυναμικότητος, ώστε να καθίσταται ουσιαστική και θεμελιώδης η διάκριση Ελλήνων και μη Ελλήνων (βαρβάρων). Αργότερα, κατά την εποχή των διαδόχων του Αλεξάνδρου, θα χαρακτηριστούν ως «ελληνιστές» όσοι μη Έλληνες μετείχαν της Ελληνικής παιδείας. Με αυτήν την νοοτροπία, πέρα από τα στενά όρια των συνόρων και των φυλών, αγκαλιάζοντας τον κάθε ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο που επιθυμεί το «κατά φύσιν ζειν, τουτέστι κατ’ αρετήν», πορεύτηκε η ανθρωπότητα και πορεύεται μέχρι και σήμερα. Κατά τους σκοτεινούς αιώνες, το «ελληνίζειν» παραποιήθηκε, λοιδορήθηκε, καταδιώχθηκε, και κατάντησε να σημαίνει ψευδώς το «ειδωλολατρείν».
Στο διάβα της μακραίωνης ιστορίας, ο πολιτισμός αυτός υπέστη λεηλασίες, βανδαλισμούς, καπηλεία. Ξένοι επικυρίαρχοι προσπάθησαν να αντιγράψουν, να αλλοιώσουν, να βεβηλώσουν, να καταστρέψουν μνημεία και κειμήλια (ες έδαφος φέρειν), και εν γένει να εξαφανίσουν οτιδήποτε τον θύμιζε, προκειμένου να επιβάλλουν για πολιτικούς σκοπούς τα δικά τους βάρβαρα συστήματα θρησκευτικής υπακοής. Αν και έβλαψαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τον ελληνικό τρόπο, ωστόσο δεν κατόρθωσαν να τον ξεριζώσουν. Προσπάθησαν να τον συκοφαντήσουν (και τον συκοφαντούν ακόμα μέσω των νέο-απολογητών), αλλοιώνοντας κείμενα και νοήματα (που οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν ούτε και ενδιαφέρονται για αυτό), υπακούοντας με τρόπο δογματικό στην υπεράσπιση της χριστιανικής θρησκείας με κάθε τρόπο και μέσο.
Τα μνημεία του θαυμάζονται από πλήθος ανθρώπων. Η γραπτή παράδοση (όση διασώζεται), ελκύει ανθρώπους που επιδιώκουν να μετέχουν σε αληθινές αξίες και ιδανικά και όχι σε αυτά που δίνει το καταστημένο, κατευθυνόμενο σύστημα. Ο Πλάτων, που συχνά κατακρίνεται από την αριστερή προπαγάνδα για τις δήθεν συντηρητικές και αναχρονιστικές απόψεις του, μας λέει στο «Συμπόσιο»: «Διότι εις των βαρβάρων την αντίληψιν είν’ εξ αιτίας της απολυταρχίας ανήθικον και τούτο, όπως και η αγάπη προς την καλλιέργειαν του πνεύματος και τον αθλητισμόν. Διότι δεν συμφέρει, φαντάζομαι, εις τους κυβερνώντας φρονήματα γενναία να καλλιεργούνται μεταξύ των υπηκόων και φιλίαι και δεσμοί ισχυροί» (182 b). Ποτέ όμως δεν κατανοείται η φιλοσοφική διάσταση των πραγμάτων, όταν κρίνεται με βάση τις θρησκευτικές ή τις πολιτικές ιδεολογικές προκαταλήψεις. Ούτε βέβαια η αριστοκρατία που πρεσβεύει ο μέγιστος των φιλοσόφων έχει καμία σχέση με την αριστοκρατία όπως την θεωρεί η Δεξιά. Η πολιτική όπως κατάντησε σήμερα, είναι το μέσο για να διχάζει τους ανθρώπους προκειμένου να συντηρείται το κατεστημένο. Για αυτό εξάλλου, όταν έρθει στην εξουσία είτε το μεν είτε το δε, ξαφνικά και ως δια μαγείας, λησμονούνται τα πάντα και μετατρέπονται στο ίδιο πράγμα. Το πραγματικό επαναστατικό πνεύμα κατά της μικρότητας και υπέρ της ανελίξεως του ανθρώπου, μπορεί να συνοψιστεί στο Δελφικό παράγγελμα «Γνώθι σαυτόν». Φιλοσοφία, τέχνες, γράμματα, επιστήμη, ποίηση, μουσική, θέατρο, λατρεία και ιερά μυστήρια (καθώς και ό, τι όλα αυτά περιλαμβάνουν), είναι οι εκφάνσεις αυτού του πολιτισμού, οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Πώς θα μπορούσε ποτέ η μιαρότατη «ανθρωποθυσία» να αποτελεί έθος, ιεροπραξία, φρόνημα και ήθος των προγόνων μας; Πώς θα μπορούσε μια ηθική που απορρέει από την ίδια την ουσία του Ανθρώπου, να δεχτεί αυτήν την απάνθρωπη και άλογη πράξη;
Σύμφωνα με τον Αθανάσιο Σταγειρίτη, οι Έλληνες «κατέστησαν λατρείας και τελετάς προς τιμήν του θείου, και νομοθεσίας εις ευδαιμονίαν των ανθρώπων» (Ωγυγία, τ. Γ΄, σ. 27). Αν λοιπόν ήταν στο πλαίσιο του τελετουργικού της αρχαίας ελληνικής λατρείας, τότε θα έπρεπε να ήταν τακτό και να είχε την γενική αποδοχή. Κάτι τέτοιο όμως ισχύει μόνο στην φαντασία των απολογητών.
1. Τι ορίζεται ως «ανθρωποθυσία»
Σύμφωνα με το «Μέγα λεξικό της όλης ελληνικής γλώσσης» του Δ. Δημητράκου, ανθρωποθυσία είναι «η δια σφαγής προσφορά ανθρωπίνου θύματος εις θεόν τινά προς εξιλασμόν αυτού» και ανθρωποθυτώ σημαίνει «θυσιάζω, σφάζω ανθρώπους, προσφέρων ούτω αυτούς ως θυσίαν εις τους θεούς» (τ. Β΄, σ. 564).
Η λέξη «θυσία» γενικότερα, κατά το ίδιο λεξικό, σημαίνει την «λατρευτικού χαρακτήρος αναίμακτος ή και αιματηρά προσφορά προς θεότητα» (τ. Ζ΄, σ. 3393).
Συνεπώς, για να ισχυριστούμε ότι έχουμε «ανθρωποθυσία», πρέπει να έχουμε λατρευτική προσφορά σε θεούς. Είναι βασικό και στοιχειώδες να το κατανοήσουμε, προκειμένου να μην μπερδευόμαστε με τις αναφορές που βρίσκουμε στα αρχαία μας κείμενα. Διότι συχνά, είτε σκοπίμως είτε από άγνοια, οι πολλοί αρκούνται σε αναφορές δίχως να εξετάζουν επισταμένα τί αφορούν και τί δείχνουν οι πληροφορίες των κειμένων.
2. Αρχαίοι συγγραφείς και ανθρωποθυσίες
Μελετώντας τα αρχαία κείμενα, διαπιστώνουμε ότι κανένας αρχαίος συγγραφέας (είτε φιλόσοφος, είτε ιστορικός, είτε ποιητής, είτε θεατρικός συγγραφέας κλπ), δεν αναφέρει ότι είδε ο ίδιος την τέλεση κάποιας ανθρωποθυσίας στην εποχή του. Οι αναφορές τους είναι είτε παρμένες από τοπικούς θρύλους, είτε από τη μυθολογία, είτε από αναληθείς φήμες (όπως στην περίπτωση του Θεμιστοκλή που θα εξετάσουμε παρακάτω).
Σε αντίθεση με όλα αυτά, υπάρχουν ξεκάθαρες αναφορές ότι οι Έλληνες ποτέ δεν είδαν την ανθρωποθυσία ως κάτι το νόμιμο, ηθικό και όσιο.
Για παράδειγμα, ο Πλάτων αναφέρει ότι «ημίν μεν ου νόμος εστίν ανθρώπους θύειν αλλ’ ανόσιον» (Μίνως, 315c). Ο Πλούταρχος, πρωθιερέας του Απόλλωνος στους Δελφούς, αναφέρει στο έργο «Περί δεισιδαιμονίας» ότι η ανθρωποθυσία είναι πράξη δεισιδαιμονική και την αντιδιαστέλλει ριζικά από την ελληνική λατρεία των Ολυμπίων. Μάλιστα στο «Αίτια ελληνικά», ονομάζει την αναφερόμενη υπό της μυθολογίας προσφορά ανθρωπίνου βρέφους του Λυκάονα προς τον Λύκαιο Δία ως «τον περί τον Δία μιάσματος». Ο Σέξτος ο Εμπειρικός γράφει ότι «Εν μεν Ταύροις της Σκυθίας νόμος ην τους ξένους τη Αρτέμιδι καλλιερείσθαι, παρά δε ημίν άνθρωπον απείρηται προς ιερώ φονεύεσθαι» (Σέξτος, Πυρρώνειες υποτυπώσεις Α΄ , 149). Δηλαδή, ενώ για τους κάτοικους της Ταυρίδας (σημερινή Κριμαία) ήταν νόμος να θυσιάζουν στην Αρτέμιδα τους ξένους, για εμάς είναι ανίερο να φονεύεται κάποιος και να προσφέρεται σε θεό και μάλιστα εντός ιερού τόπου. Ήταν Έλληνες όμως οι κάτοικοι της Ταυρίδας; Ο Παυσανίας, όταν αναφέρεται στο άγαλμα της Ορθίας Αρτέμιδος που βρίσκονταν στην Λακεδαίμονα, λέει ότι το έφεραν από την Ταυρική. Τους κατοίκους της Ταυρικής του ονομάζει «βαρβάρους», δηλαδή μη Έλληνες. Όμως, τα ίδια μπορεί να συμπεράνει κανείς και από την μυθολογία, στην οποία είναι αποκρυσταλλωμένη η ιερή προγονική μνήμη.
3. Μύθοι
Αφού όμως η πλειοψηφία των αναφορών βρίσκεται στην μυθολογία, καλό θα ήταν να δούμε τι αναφέρει σχετικά ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Σαλλούστιος.
Τι δήποτε ουν τούτους αφέντες τους λόγους οι παλαιοί μύθοις εχρήσαντο, ζητείν άξιον· και τούτο πρώτον εκ των μύθων ωφελείσθαι το γε ζητείν, και μη αργόν την διάνοιαν έχειν. Ότι μεν ουν θείοι οι μύθοι εκ των χρησαμένων εστίν ειπείν· και γαρ των ποιητών οι θεόληπτοι και των φιλοσόφων οι άριστοι, οι τε τας τελετάς καταδείξαντες και αυτοί δε εν χρησμοίς οι Θεοί μύθοις εχρήσαντο. Των δε μύθων οι μεν εισί θεολογικοί, οι δε φυσικοί, οι δε ψυχικοί τε και υλικοί, και εκ τούτων μικτοί. Πρέπουσι δε των μύθων οι μεν θεολογικοί φιλοσόφοις, οι δε φυσικοί και ψυχικοί ποιηταίς, οι δε μικτοί τελεταίς επειδή και πάσα τελετή προς τον Κόσμον ημάς και προς τους θεούς συνάπτειν εθέλει. (Σαλλούστιος, Περί θεών και κόσμου)
Ο Σαλλούστιος αρχίζοντας το έργο του «Περί θεών και κόσμου», προαναφέρει ότι ο άνθρωπος που θέλει να ακούσει για τους θεούς, δεν πρέπει να ερμηνεύει κατά γράμμα τους μύθους. Διότι εκεί, κάθε θεός παρουσιάζεται ανθρωποπαθώς, ενώ στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο. Δηλαδή, κάθε θεός είναι αγαθός, απαθής, αμετάβλητος. Επίσης, στην πραγματικότητα οι θεοί δεν έχουν υλική σωματική υπόσταση, και κατά συνέπεια δεν περιέχονται σε κάποιον τόπο και δεν χωρίζονται ο ένας από τον άλλο, ούτε από την πρώτη αιτία. Ακριβώς όπως δεν χωρίζονται οι νοήσεις από τον νου και οι αισθήσεις από τα ζωντανά όντα. Και συνεχίζει, ότι οι παλαιοί χρησιμοποίησαν τους μύθους αλληγορικά, βάζοντας με αυτό τον τρόπο τον ακροατή σε μια διαδικασία έρευνας και αναζητήσεως προκειμένου να αποκωδικοποιηθεί ο λόγος, ώστε να μην μένει άπραγη και αργή η διάνοια. Επομένως, το ότι ο λόγος (η βαθύτερη ουσία) δίδεται υπό μορφή μύθου (κωδικοποιημένα), είναι για την εξάσκηση του νου. Ως εκ τούτου, ο μύθος στην πραγματικότητα, δεν είναι μια απλή ιστοριούλα που απευθύνεται σε αφελείς, αλλά περιέχει πολλά μηνύματα κωδικοποιημένα, έχοντας πολλαπλά επίπεδα κατανόησης, ανάλογα με το νοητικό επίπεδο του ακροατή. Όπως λέει ο Πλούταρχος, είναι σαν το φως του ηλίου που αναλύεται στα χρώματα της ίριδος. Ένα φως (ένας λόγος), πολλά χρώματα (πολλά νοήματα).
Όπως αναφέρει ο ίδιος, «το δε δια μύθων ταληθές επικρύπτειν τους μεν καταφρονείν ουκ εά, τους δε φιλοσοφείν αναγκάζει». Δηλαδή, ο μύθος κρύπτει το αληθές, ώστε να διακρίνονται οι καταφρονητές από εκείνους που αναγκάζονται να φιλοσοφήσουν.
Η θεία προέλευση των μύθων, κατά τον Σαλλούστιο, φαίνεται από το ότι οι ίδιοι οι θεοί χρησμοδοτούσαν δια των μύθων, από τη χρήση υπό των ποιητών, των φιλοσόφων, και από εκείνους που παρέδωσαν τα τελούμενα στα Ιερά μυστήρια.
Οι μύθοι διακρίνονται σε θεολογικούς (που ταιριάζουν στους φιλοσόφους), σε φυσικούς και ψυχικούς (που ταιριάζουν στους ποιητές), και οι μικτοί που ταιριάζουν στις μυήσεις των μυστηρίων επειδή δια αυτών ο μυούμενος συνδέεται με το Σύμπαν και τους θεούς. Πέρα από τις αναλύσεις του Σαλλουστίου, έχουμε μαρτυρίες ότι ο μύθος πολλές φορές αφορά και κάποιο ιστορικό γεγονός, διανθισμένο σαφώς με αλληγορικά στοιχεία (Πλάτων, Διόδωρος Σικελιώτης, Αριστοτέλης κ.α).
Συνεπώς, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν διαβάζουμε την αρχαία ελληνική γραμματεία, ώστε να κατανοούμε ορθά τα γραφόμενα και να διακρίνουμε τα παραπάνω. Κατά κανόνα, οι αλληγορικοί μύθοι παρουσιάζουν τους πρωταγωνιστές τους να έχουν κωδικοποιημένα ονόματα-σύμβολα, που χρήζουν αποκωδικοποιήσεως. Για αυτό και οι αρχαίοι έλεγαν, «αρχή σοφίας, ονομάτων επίσκεψις». Σκέψη πάνω στο τί σημαίνουν και στο τί δηλώνουν τα ονόματα.
4. Παραδείγματα μύθων που παρουσιάζονται ως ιστορικά γεγονότα από τους νεοαπολογητές
Οι Θηβαίοι και η προσφορά βρέφους σε αλεπού.
Στο δεύτερο βιβλίο της «Μυθολογικής Βιβλιοθήκης» του Απολλόδωρου (Β΄ 4. 6-7), αναφέρεται η ιστορία του βασιλιά των Μυκηνών, Ηλεκτρύονα. Κάποτε, επιχείρησαν οι γιοι του Πτερελάου να κλέψουν τα βόδια του πρώτου. Η ιστορία κατέληξε στον αλληλοσκοτωμό των γιών των δύο βασιλιάδων, πλην του Λικυμνίου (από πλευράς Ηλεκτρύωνα) και του Ευήρη (από πλευράς Πτερελάου). Οι υπόλοιποι από τους συντρόφους τους διέφυγαν με τα βόδια στον Πολύξενο, από τον οποίο ο Ηλεκτρύονας τα πήρε πίσω. Όμως, δεν του αρκούσε αυτό. Ήθελε να εκδικηθεί το θάνατο των παιδιών του. Για αυτό, αφού παρέδωσε τη βασιλεία στον Αμφιτρύωνα και την Αλκμήνη, εκστράτευσε κατά των Τηλεβόων, όπου τελικά και σκοτώθηκε. Ο Σθένελος, εκμεταλλευόμενος το θάνατο του Ηλεκτρύωνα, πήρε την εξουσία και τη βασιλεία των Μυκηνών, διώχνοντας τον Αμφιτρύωνα, και τα παιδιά του (τον Ηλεκτρύωνα, την Αλκμήνη, και τον Λικύμνιο). Αυτοί κατέληξαν στην αυλή του Κρέοντα, στην Θήβα. Τότε ο Αμφιτρύωνας, ζήτησε τη βοήθεια του Κρέοντα κατά των Τηλεβόων. Ο Κρέοντας συμφώνησε, αλλά με την προϋπόθεση να τον βοηθήσει πρώτα στην απαλλαγή της περιοχής από μια αλεπού που ρήμαζε τα πάντα. Το πεπρωμένο αυτής της αλεπούς ήταν ότι κανείς δεν θα μπορούσε να τη συλλάβει («έφθειρε γαρ την Καδμείαν αλώπηξ θηρίον, υποστάντος δε όμως ειμαρμένον ην αυτήν μηδέ τινα καταλαβείν»). Αφού λοιπόν βρίσκονταν σε αυτήν την απελπιστική κατάσταση, οι Θηβαίοι αναγκάζονταν να προσφέρουν κάθε μήνα ένα παιδί σε αυτήν («αδικουμένης δε της χώρας, ένα των αστών παίδα οι Θηβαίοι κατά μήνα προετίθεσαν αυτή, πολλούς αρπαξούση, τούτ’ ει μη γένοιτο»). Ο Αμφιτρύωνας σκέφτηκε να πάει στην Αθήνα και να ζητήσει από τον Κέφαλο τον σκύλο που έφερε η Πρόκρις από την Κρήτη, παίρνοντας τον από τον Μίνωα. Το αντίστοιχο πεπρωμένο αυτού του σκύλου ήταν ότι πάντα θα μπορούσε να συλλαμβάνει ότι κυνηγά («ην δε και τούτω πεπρωμένον παν, ό, τι αν διώκη, λαμβάνειν»). Επειδή τα πεπρωμένα των δύο αυτών ζώων ήταν εντελώς αντίθετα μεταξύ τους δημιουργώντας έναν ατέρμονα κύκλο κυνηγιού, ο Δίας αποφάσισε να τα ακινητοποιήσει πετρώνοντάς τα («διωκομένης ουν υπό του κυνός της αλώπεκος, Ζευς αμφοτέρους λίθους εποίησεν»). Εφόσον δόθηκε λύση στο πρόβλημα των Θηβαίων, εκείνοι εκπλήρωσαν την υπόσχεση που είχαν δώσει στον Αμφιτρύωνα. Όσο ζούσε ο Πτερέλαος, δεν μπορούσαν να εκπορθήσουν το βασίλειό του. Όταν όμως η κόρη του η Κομαιθώ ερωτεύθηκε τον Αμφιτρύωνα, πρόδωσε τον πατέρα της, αφαιρώντας από το κεφάλι του την χρυσή τρίχα. Τότε πέθανε, με αποτέλεσμα να πέσει το βασίλειό του. Με αυτόν τον τρόπο, εκπληρώθηκε η εκδίκηση του Ηλεκτρίωνα.
Είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται περί μύθου, και μάλιστα με πολύ βαθύ συμβολισμό. Συνεπώς, η προσφορά του παιδιού προς την περίεργη εκείνη αλεπού, δεν είναι ιστορικό γεγονός, αλλά ανήκει στον μύθο. Όταν λοιπόν ο Παυσανίας αναφέρεται και αυτός σε αυτά τα περιστατικά, σε αλληγορικό μύθο αναφέρεται.
Κομαιθώ και Μελάνιππος.
Ο Παυσανίας στα Αχαϊκά (19.1-4), μας αναφέρει την ιστορία της ιέρειας της Αρτέμιδος Κομαιθούς και του Μελανίππου. Η Άρτεμις είναι θεά της παρθενίας και της εγκρατείας. Η ιέρειά της έπρεπε να είναι το ίδιο. Η Κομαιθώ όμως παρέβηκε τον όρο αυτό και συνευρέθηκε με τον Μελάνιππο μέσα στο ιερό της θεάς. Αυτό προκάλεσε την οργή της, που επέφερε όλα τα δεινά, και όταν ρώτησαν το μαντείο, η απάντηση ήταν ότι η θεά θα κατευνάζονταν μόνο αν θυσιάζονταν οι δύο τους στην θεά αλλά και κάθε χρόνο να θυσιάζουν έναν νέο και μια νέα παρθένο.
Το ότι η παραπάνω ιστορία ανήκει στον διδακτικό μυητικό μύθο, προκύπτει από τα εξής. Τα ίδια τα ονόματα είναι κωδικές ονομασίες. Το όνομα «Κομαιθώ» είναι από τη λέξη «κομαίθα» που σύμφωνα με το λεξικό του Ησυχίου σημαίνει «τυχούσα γυνή» (πρβ. Λεξικό Δημητράκου, τ. Η΄, σ. 4015). Το όνομα «Μελάνιππος» σημαίνει τον «μέλανα ίππο». Παραπέμπω τον αναγνώστη στον παραλληλισμό των μερών της ψυχής με δύο ίππους και τον ηνίοχο, που αναφέρεται στον πλατωνικό διάλογο «Φαίδρος». Εκεί, ο μέλας ίππος συμβολίζει το επιθυμητικό μέρος της ψυχής, το οποίο δεν ηνιοχείται από το λογιστικό μέρος.
Όταν ο μέλας ίππος άγει την ψυχή (ο Μελάνιππος), τότε ο άνθρωπος υποβιβάζεται σε έναν τυχαίο καθημερινό άνθρωπο (Κομαιθώ). Τότε παρασυρόμενος από την ύλη, αντί να την χρησιμοποιήσει ορθά για την ανέλιξή του, τον χρησιμοποιεί εκείνη με αποτέλεσμα να τον καθιστά δούλο της (υλόφρονα). Όταν το εσωτερικό του ανθρώπου μιανθεί (το ιερό της Αρτέμιδος), τότε επέρχεται η Νέμεσις (δηλαδή, τα αποτελέσματα των πράξεων του ανθρώπου). Η απόφαση του μαντείου δεν είναι τίποτα παραπάνω από τη θανάτωση των αιτιών.
Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν θα έπρεπε να παρανοήσουμε λογιζόμενοι ότι ο λόγος αυτός κακίζει την ομορφιά, την σεξουαλική επαφή, ή το ανθρώπινο σώμα. Κάθε άλλο, αν κρίνουμε από τα ίδια τα αγάλματα στα οποία οι αρχαίοι αναπαριστούν τόσο ανάγλυφα και παραστατικά το ανθρώπινο σώμα. Άλλωστε η Άρτεμις ήταν προστάτιδα των γυναικών που θα γεννούσαν. Στο Ορφικό ύμνο της Αρτέμιδος, αναφέρεται ως «λοχεία, συ η αρωγός στις ωδίνες, χωρίς η ίδια σ’ ωδίνες να μετέχεις» (Ύμνος 36).
Στην συνέχεια, ο μύθος αναφέρει ότι το μαντείο χρησμοδότησε ότι ένας βασιλιάς (ο Ευρύπυλος), θα καταργούσε τις «ανθρωποθυσίες» αυτές. Και για να μην θεωρήσει κανείς ότι η αναφερόμενη θυσία ήταν όντως ήθος και έθος, χαρακτηρίζεται ως «θυσία ασυνήθιστη». Το γειτονικό ποτάμι, αρχικά είχε την ονομασία «Αμείλιχος» (= τραχύς, άκαμπτος), ενώ έπειτα μετονομάστηκε σε «Μείλιχος» (= πράος, ήπιος, ευγενής).
Μίνωας και ο φόρος των Αθηναίων.
Σύμφωνα με το μύθο, ο γιος του βασιλιά Μίνωα, ο Ανδρόγεως, επειδή αρίστευσε στους αγώνες στην γιορτή των Παναθηναίων, δολοφονήθηκε από τον βασιλιά Αιγέα. Ο Μίνωας, πολέμησε ενάντια στους Αθηναίους, και τους υποχρέωσε να του πληρώνουν φόρο αίματος. Έπρεπε να στέλνουν οι Αθηναίοι σε τακτά χρονικά διαστήματα εννέα νέους και ισάριθμες νέες, για να γίνονται βορά στον Μινώταυρο. Αυτόν τελικά, τον σκότωσε ο ήρωας Θησέας. Όμως, τόσο στον πλατωνικό διάλογο «Μίνως» όσο και στην βιογραφία «Θησεύς» του Πλουτάρχου, υπάρχει ξεκάθαρη αναφορά ότι ο μύθος του Μινώταυρου και της υποτιθέμενης ανθρώπινης προσφοράς, δεν είναι πραγματικό γεγονός αλλά διακωμώδηση του Μίνωα από τους Αττικούς θεατρικούς συγγραφείς. Στην πραγματικότητα, επέβαλε φόρους για τη δολοφονία του γιού του. Εδώ δηλαδή, έχουμε την περίπτωση που ένα ιστορικό γεγονός μπλέκεται με μυθολογικά στοιχεία που έχουν βαθύτατους συμβολισμούς.
5. Η αρχαία τραγωδία και οι ανθρωποθυσίες
Πολλές φορές αναφέρονται στις τραγωδίες χρησμοί που απαιτούν τη θυσία ανθρώπου προκειμένου ο θεός να δειχθεί ευμενής. Οι αρχαίες τραγωδίες όμως δεν είναι καθαρά ιστορία. Εμπνέονται από την μυθολογία, αλλά αρκετές φορές διασκευάζονται ανάλογα με το μήνυμα που θέλει να προωθήσει ο εκάστοτε τραγικός. Ο σκοπός της τραγωδίας είναι άλλος. Σύμφωνα με τον ορισμό του Αριστοτέλους, σκοπός της τραγωδίας είναι η ταύτιση του θεατή με το πάσχων πρόσωπο, ώστε να επέλθει η ψυχική κάθαρσις μέσα από τις εσωτερικές συγκρούσεις, και τελικά η λύτρωσις. Το αρχαίο θέατρο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την μυσταγωγία (σχετίζεται με τον Διόνυσο). Τραγωδία σημαίνει «τράγων ωδήν εκ των τράγων, εις ους διεσκευάζοντο οι τραγωδούντες, ως παριστώντες την ακολουθίαν του θεού Διονύσου» (Λεξικό Δημητράκου, τ. ΙΔ΄, σ. 7252).
Οι ανθρωποθυσίες που αναφέρονται στις τραγωδίες είναι καθαρά λογοτεχνικές με ηθικοδιδακτικό περιεχόμενο. Σημειωτέο, ότι τις περισσότερες φορές δεν τελούνται. Για παράδειγμα, στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη, η κόρη του αρχιστρατήγου Αγαμέμνονος δεν θυσιάζεται, αλλά η Άρτεμις παρουσιάζει ένα ελάφι (μας θυμίζει κάτι;). Όσο και αν ανατρέξουμε στα ομηρικά έπη, δεν θα βρούμε τέτοια αναφορά. Είναι διασκευή του Ευριπίδη. Σε άλλες τραγωδίες («Τρωάδες», και «Εκάβη»), η κόρη του Πρίαμου Πολυξένη, θυσιάζεται πάνω στον τάφο του Αχιλλέως. Ο Όμηρος και πάλι δεν αναφέρει πουθενά κάτι τέτοιο. Κατά μια άλλη εκδοχή, η Πολυξένη αυτοκτονεί στον τάφο του αγαπημένου της. Το ότι πρόκειται περί διασκευών, αναφέρεται από τον Πλάτωνα στον διάλογο «Μίνως»: «Αυτοί (αναφέρεται στον Όμηρο και στον Ησίοδο) είναι πιο αξιόπιστοι απ’ όλους μαζί τους τραγωδοποιούς» (318e). Για τον ψυχαγωγικό/ παιδαγωγικό σκοπό της τραγωδίας, αναφέρει επιγραμματικά και πάλι ο Πλάτων στον ίδιο διάλογο: «Από όλα τα είδη ποίησης, η τραγωδία είναι το πιο δημοφιλές και ψυχαγωγικό» (321a).
6. Η περίπτωση των χρησμών
Τί συμβαίνει όμως όταν υπάρχουν αναφορές στα αρχαία κείμενα περί χρησμών που δίδονται για να σωθεί μια ολόκληρη πόλη ή περιοχή από κάποιο κακό που την μαστίζει; Πολλές φορές το αντίτιμο είναι βαρύ. Κατά κανόνα, ο θεός ζητά την ανθρωποθυσία γόνου κάποιου επιφανούς, ακόμη και παιδιού βασιλέα. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: α) ότι οι περιπτώσεις αυτές είναι έκτακτες, συνεπώς η τέτοιου είδους θυσία δεν αποτελούσε σύνηθες φαινόμενο. Β) Η θυσία δεν ζητείται για λατρεία, και γ) συνήθως οι ιστορίες αυτές κινούνται στο χώρο του θρύλου και είναι ανεπιβεβαίωτες φήμες. Πρόκειται περί πράξεων αυτοθυσίας, φιλοπατρίας, και ηρωισμού. Ας δούμε ορισμένες τέτοιες αναφορές.
Οι κόρες του βασιλιά Ερεχθέως και της Πραξιθέας θυσιάστηκαν με τη θέλησή τους υπέρ της νίκης των Αθηναίων κατά των Ελευσινίων. Για αυτή τους την υπακοή, τιμήθηκαν αργότερα από τους συμπολίτες τους. Στο λεξικό του Ν. Λωρέντη, διαβάζουμε τα εξής σχετικά: «κατά διαταγήν του Μαντείου εθυσιάσθησαν εκουσίως εις τον πόλεμον, τον οποίον είχον οι Αθηναίοι μετά των Ελευσινίων. Προς τιμήν των θυγατέρων τούτων του Ερεχθέως εώρταζον οι Αθηναίοι μετά ταύτα τα Νηφάλια λεγόμενα» (σ. 155).
Ο Παυσανίας αναφέρει ότι λέγεται (άρα δεν είναι κάτι επιβεβαιωμένο) ότι ο Αθηναίος Λεώ προσέφερε τις κόρες του ως θυσία υπέρ της κοινής σωτηρίας. «εκ δε Αθηναίων Λεώς· δούναι δε επί σωτηρία λέγεται κοινή τας θυγατέρας του θεού χρήσαντος» (Αττικά, 5.2). Το «λέγεται», δηλώνει ότι αυτή η ιστορία λαμβάνεται εκ της παραδόσεως και του θρύλου.
Η κόρη του Κέκροπως, η Άγραυλος, «επρόσφερε εαυτήν εκουσίως εις θυσίαν υπέρ της σωτηρίας των Αθηνών», η οποία και τιμήθηκε για αυτήν της την πράξη ηρωισμού. (Λεξικό Ν. Λωρέντη, σ. 6).
7. Η περίπτωση θανάτωσης κακούργων
Υπάρχει όμως και η περίπτωση να θανατώνεται κάποιος κακούργος για να επέλθει η κάθαρση ώστε να σταματήσει το κακό. Ο λεξικό του Σουΐδας αναφέρει ότι «Υπέρ του καθαρμού πόλεως ανήρουν εστολισμένον τινά, ον εκάλουν κάθαρμα». Ο Δ. Δημητράκος, αναφέρει ότι το κάθαρμα ήταν «κακούργος προς εξιλασμόν θανατούμενος υπό της πολιτείας εν λιμώ, συμφορά» (τ. Ζ΄, σ. 3504).
Οι Σπαρτιάτες πετούσαν στον Καιάδα, είτε τους θανατοποινίτες, είτε όσους συλλάμβαναν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις (και όχι βρέφη, μιας και δεν έχουν βρεθεί οστά μωρών). Ο Παυσανίας στα «Μεσσηνιακά», αναφέρεται στη σύλληψη του Μεσσηνίου Αριστομένη και των συντρόφων του. Όλους αυτούς τους έριξαν στον Καιάδα, εκεί που τιμωρούν τους κακοποιούς. «Και πεσόντα αθρόοι των Λακεδαιμονίων επιδραμόντες ζώντα αιρούσιν· ήλωσαν δε και των περί αυτόν ες πεντήκοντα. Τούτους έγνωσαν οι Λακεδαιμόνιοι ρίψαι πάντας ες τον Κεάδαν· εμβάλουσι δε ενταύθα ους αν επί μεγίστοις τιμωρούνται» (18.4).
Όμως, ούτε αυτό μπορεί να θεωρηθεί προσφορά στο θείο.
8. Η περίπτωση του Αχιλλέα, του Θεμιστοκλή, και του Πελοπίδα
Στην ραψωδία «Ψ» της Ιλιάδος, ο Αχιλλέας σφάζει προς τιμή του Πατρόκλου δώδεκα νέους επιφανείς Τρώες. Αυτή η προσφορά δεν μπορεί να λογιστεί ως «ανθρωποθυσία» διότι δεν προσφέρεται προς τιμή κάποιου θεού ή θεάς. Οι νέοι αυτοί, αφού αιχμαλωτίστηκαν κατά τη μάχη, προσφέρονται στον νεκρό Πάτροκλο ταυτόχρονα με την καύση του, ως αντίποινα και πράξη εκδίκησης για τον θάνατό του από τον Έκτορα.
Τα δώδεκα αρχοντόπουλα, γιοι Τρώων αντρειωμένων, σαν τα’ σφαξε με τον χαλκόν, ως το’ χε και ταμένο, που’ ταν κι οι γι άσχημες δουλειές που χε στο νου του βάλλει, όλα για να τα φάει μαζί φωθιά άναψε μεγάλη. Τότε σε θρήνος και ξεσπά και δυνατά φωνάζει, και τον αγαπημένο του σύντροφο κι ανακράζει. Χαίρε μου τώρα, ω Πάτροκλε, απ’ τα παλάθια του Άδη. Τώρα τελεύω όσα παλιά σου τα’ ταξα, κι ομάδι δώδεκα αρχόντω ομορφονιούς, Τρώων, που σου’ χα τάξει, μαζί σου τρώει τσι η φωθιά, μα η φλόγα δεν θ’ αρπάξει τον Έκτορα, του Πριάμου το γιό, να γίνει στάχτη (στ. 175 κε)
Στην ραψωδία «Σ», είχε υποσχεθεί ο Αχιλλέας στον νεκρό Πάτροκλο…
Μα Πάτροκλε, αφού μετά από σένα κάτω θα ρθώ από την γην, ε, δεν θα σε κουκουλώσω, πριν το γενναίο σου φονιά να πιάσω να σκοτώσω και τ’ άρματα να φέρω εδώ κι Έκτορα το κεφάλι, και δώδεκα αρχοντόπουλα Τρώων να πιάσω πάλι, εις την πυρά σου, τους λαιμούς για να τους κόψω εμπρός σου, τόση που μου δωσε χολή στα σπλάχνα ο σκοτωμός σου
Στην περίπτωση του Θεμιστοκλή, έχουμε να κάνουμε όχι με κάποιο γεγονός, αλλά με φήμη, που μάλιστα έρχεται σε αντίθεση με τα ιστορικά δεδομένα που έχουμε στην διάθεσή μας.
Ο Πλούταρχος αναφέρει στην βιογραφία του Θεμιστοκλέους, ότι ο Θεμιστοκλής, κατόπιν προτροπής του μάντη Εφραντίδη, προχώρησε στην ανθρωποθυσία τριών Περσών στον Διόνυσο τον ωμηστή, πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνος. Ωστόσο, η αντίδραση του Θεμιστοκλέους ήταν να εκπλαγεί, κάτι που δείχνει το ασυνήθιστο του πράγματος («Εκπλαγέντος δὲ τοῦ Θεμιστοκλέους ὡς μέγα τὸ μάντευμα καὶ δεινόν») [Θεμιστοκλής, 13]. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι λαμβάνει αυτήν την πληροφορία από τον Φανία, ο οποίος ζει -έναν ολόκληρο αιώνα μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνος- στην Περσική αυλή. Αυτός είτε τα είχε ακούσει από τους Πέρσες είτε από τους μηδίσαντες. Δηλαδή, η φήμη δεν στηρίζεται σε καμία σύγχρονη πηγή. Μάλιστα το έργο του Φανία «Περσικά», δεν θεωρείται γενικά ιστορικά αξιόπιστο, σύμφωνα με τους μελετητές. Οι βιογραφίες του Πλουτάρχου, όπως μας λέει ο ίδιος ο συγγραφέας τους, έχουν περισσότερο ηθικοπλαστικό και ψυχολογικό χαρακτήρα και λιγότερο αυστηρής ιστορικής καταγραφής, εννοώντας ότι κάθε πληροφορία ιστορικής φύσεως δεν είναι οπωσδήποτε και αξιόπιστη.
Η ίδια φήμη αναφέρεται και στη βιογραφία του Αριστείδη. Ο Αριστείδης, αφού αποβιβάστηκε στην Ψυτάλλεια και αφού σκότωσε όλους τους βαρβάρους, έπιασε αιχμαλώτους τρείς Πέρσες τους οποίους έστειλε αυτούς στον Θεμιστοκλή (Αριστείδης, 9). Τα ίδια αναφέρονται και στη βιογραφία του Πελοπίδα (Πελοπίδας, 21), με τη διαφορά ότι εκεί ο ίδιος ο Θεμιστοκλής τους θυσίασε στον Διόνυσο («έτι δε τους υπό του Θεμιστοκλέους σφαγιασθέντας Ωμηστή Διονύσω προ της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας»).
Όμως, εξετάζοντας κανείς τις πρωτογενείς πηγές, διαπιστώνει ότι εκεί λέγονται πράγματα αντίθετα. Για παράδειγμα, ο Αισχύλος ο οποίος έλαβε μέρος στην περίφημη ναυμαχία, στο έργο του «Πέρσαι» γράφει ότι στην Ψυτάλλεια σκοτώθηκαν όλοι οι Πέρσες. Το ίδιο αναφέρει και ο Ηρόδοτος. Παράλληλα, δεν υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα που να πιστοποιούν κάποια ανθρωποθυσία. Για περισσότερες πληροφορίες, μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει στην μελέτη του κου Κ. Χατζηελευθερίου, «Ανθρωποθυσίες στην Αρχαία Ελλάδα» μέρος πρώτο, το οποίο κείμενο υπάρχει ελεύθερα στο διαδίκτυο.
Για την περίπτωση του Θηβαίου Πελοπίδα, αναφέρεται ότι είδε σε όνειρο τον Σκέδασο ο οποίος τον διέταξε να θυσιάσει στις κόρες του μια ξανθή παρθένο, εάν ήθελε να νικήσει τους Σπαρτιάτες. Και αυτό, διότι κάποτε οι κόρες του Σκέδασου βιάστηκαν και δολοφονήθηκαν από κάποιους Σπαρτιάτες. Τις έθαψαν στο Λευκτρικό πεδίο. Ο πατέρας τους, ο Σκέδασος, αφού δεν δικαιώθηκε στην Σπάρτη, αυτοκτόνησε στους τάφους των θυγατέρων του, αφού τους καταράστηκε.
Το πρόσταγμα του Σκέδασου φάνηκε στον Πελοπίδα δεινό και παράνομο («δεινού δε και παρανόμου του προστάγματος αυτώ φανέντος»). Αφού το ανακοίνωσε στους μάντεις, άλλοι έλεγαν να μη το παραμελήσει, ενώ άλλοι είχαν την αντίθετη γνώμη. Αυτοί οι δεύτεροι, απαγόρευαν τέτοιο είδος θυσίας, διότι ήταν βάρβαρη και παράνομη («οι δε τουνατίον απηγόρευον, ως ουδενί των κρειττόνων και υπέρ ημάς αρεστήν ούσα ούτω βάρβαρον και παράνομον θυσίαν»). Η συνέχεια του κειμένου είναι αποκαλυπτική. Η ανθρωποθυσία είναι παράνομη και βάρβαρη, διότι δεν άρχουν στον κόσμο Τυφώνες και Γίγαντες, αλλά ο πατέρας των πάντων, θεών και ανθρώπων («ου γαρ του Τυφώνας εκείνους ουδέ τους Γίγαντας άρχειν, αλλά τον πάντων πατέρα θεών και ανθρώπων»). Αυτό το τελευταίο, είναι μια ακόμα απόδειξη ότι η λατρεία των Ολυμπίων δεν είχε καμία σχέση με ανθρωποθυσίες.
Τελικά, όπως μας αναφέρεται στο κεφάλαιο 22, θυσιάστηκε μια νεαρή ξανθή φοράδα που ήρθε και στάθηκε δίπλα τους.
9. Ο Λυκούργος και η μαστίγωση των εφήβων στο ναό της Ορθίας Αρτέμιδος
Ούτω δε κλέπτουσι πεφροντισμένως οι παίδες, ώστε λέγεται τις ήδη σκύμνον αλώπεκος κεκλοφώς και τω τριβωνίω περιστέλλων, σπαρασσόμενος υπό του θηρίου την γαστέρα τοις όνυξιν και τοις οδούσιν, υπέρ του λαθείν εγκαρτερών αποθανείν. Και τούτο μεν ουδέ από των νυν εφήβων άπιστον εστί, ων πολλούς επί του βωμού της Ορθίας εωράκαμεν εναποθνήσκοντας ταις πληγαίς.
(Λυκούργος, 18)
Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι τόσο πολύ είχαν διδαχτεί οι έφηβοι να κλέβουν, ώστε να λέγεται (άρα πρόκειται περί φήμης) ότι κάποιος έκλεψε μια μικρή αλεπού και την σκέπασε με τον τρίβωνά του. Αυτή, στην προσπάθειά της να απεγκλωβιστεί, άρχισε να τον πληγώνει με τα νύχια και τα δόντια της, αλλά για να μην αποκαλυφθεί, υπέμεινε τον πόνο μέχρι που πέθανε. Αυτό το παράδειγμα εγκαρτέρησης ήταν πιστευτό από τους σημερινούς έφηβους, καθώς (όπως αναφέρει ο Πλούταρχος) είδαμε πολλούς να πεθαίνουν από τις πληγές στον βωμό της Ορθίας (Αρτέμιδος).
Αυτή η -εκ πρώτης αναγνώσεως- παράξενη αναφορά του Πλουτάρχου, φωτίζεται με τον καλύτερο τρόπο από τον Ξενοφώντα.
Ο Ξενοφών στο έργο «Λακεδαιμονίων πολιτεία» στο κεφάλαιο 2 περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ο Λυκούργος θέλησε να εκπαιδεύσει τους νέους ώστε να γίνουν σκληραγωγημένοι. Έτσι, ως άσκηση, όρισε οι έφηβοι να μην φορούν υποδήματα, να φορούν το ίδιο ένδυμα χειμώνα καλοκαίρι ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν τόσο το κρύο όσο και τη ζέστη, και να τρώνε μια ορισμένη ποσότητα φαγητού. Τους επέτρεψε να κλέβουν για να ικανοποιήσουν την πείνα τους, προκειμένου να είναι σε θέση να καταφεύγουν σε τεχνάσματα για να βρίσκουν την τροφή τους σε εμπόλεμες καταστάσεις. Έτσι καθίσταντο πιο πολεμικοί, εφευρετικοί και πολυμήχανοι. Όρισε όμως και την ποινή των ραβδισμών για όποιον συνελάβαναν να κλέβει, καθώς δεν εκτέλεσε σωστά την πράξη του. «Και ενώ εθέσπιζεν ως καλήν πράξιν ν’ αρπάσουν όσον το δυνατόν περισσότερα τυριά από τον βωμόν της Ορθίας διέταξε, τους επιτυγχάνοντας τούτο να τους μαστιγώνουν, θέλων κατ’ αυτόν τον τρόπον να δείξει ότι με ολιγοχρόνιον πόνον είναι δυνατόν, αν κάποιος γίνει επιτήδειος, πολύν καιρόν να ευφραίνεται. Ούτω γίνεται φανερόν ότι , όπου απαιτείται ευστροφία, ο νωθρός πολύ ολίγο ωφελείται, πλείστας δυσκολίας συναντά» (2.9).
Συνεπώς, αυτό δεν αποτελεί θυσία προς την Αρτέμιδα. Είναι μέρος μιας άσκησης που λέγονταν «διαμαστίγωσις», που είχε σκοπό την στρατιωτική εκπαίδευση των Σπαρτιατών. Και τούτο, καθώς η Αρτέμιδα ήταν (συν τοις άλλοις) προστάτιδα της αγρίας φύσης και του κυνηγίου. Καταστάσεις που αποτρέπουν από τη μαλθακή ζωή. Αν ήταν πράγματι ανθρωποθυσία, ο Πλούταρχος δεν θα έλεγε «ων πολλούς επί του βωμού της Ορθίας εωράκαμεν εναποθνήσκοντας ταις πληγαίς», αλλά «όλους». Πολλοί λοιπόν δεν κατάφερναν να αντέξουν. Δύσκολα κατανοητά αυτά σε μια κοινωνία σχετικής καλοπέρασης.
Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ο Παυσανίας υποστηρίζει ότι πριν τον Λυκούργο, υπήρχε πράγματι η παράδοση να θυσιάζεται άνθρωπος με κλήρο στην Αρτέμιδα και ότι ο Λυκούργος την αντικατέστησε με την διαμαστίγωση των εφήβων.
Τί λέει πραγματικά ο Παυσανίας; Στο βιβλίο «Λακωνικά» (3.16 κ. ε) στην αρχή της παραγράφου, γίνεται σαφές ότι θα μιλήσει για φήμη («το ξόανο δε εκείνο είναι λέγουσι»). Σύμφωνα με αυτή τη φήμη, προέρχεται από τους βαρβάρους («την εν Λακεδαίμονι Ορθίαν το εκ των βαρβάρων είναι ξόανον»). Αυτό, το έφερε η Ιφιγένεια με τον Ορέστη και το άφησαν στην Λακεδαίμονα. Όσοι το βρήκαν πρώτοι, αμέσως παραφρόνησαν («το άγαλμα ευρόντες αυτίκα παρεφρόνησαν»). Καθώς οι κάτοικοι θυσίαζαν στην Αρτέμιδα, αντί να λύνονται οι διαφορές τους, κατέληγαν σε αλληλοσκοτωμούς πάνω στον βωμό. Ενώ όσοι γλίτωσαν από αυτούς, πέθαναν από ασθένειες («θύοντες τη Αρτέμιδι ες διαφοράν, από δε αυτής και ες φόνους προήχθησαν, αποθανόντων δε επί τω βωμώ πολλών νόσος έφθειρε τους λοιπούς»). Όλα αυτά τα δεινά τα έφερνε το ξόανο, επειδή του έλειψε το ανθρώπινο αίμα. Το συγκεκριμένο ξόανο παρουσιάζεται ως καταραμένο και στοιχειωμένο, που προκαλεί το κακό. Αυτή η αντίληψη συνδέεται με την προέλευσή του, καθώς όπως φαίνεται οι κάτοικοι της Ταυρίδας (βάρβαροι) θυσίαζαν ανθρώπους σε αυτό, όπως έχει αναφερθεί στο προηγούμενο. Έτσι λοιπόν, βάση χρησμού (από ποιόν και από πότε;), ζητήθηκε η ανθρωποθυσία δια κλήρου, εξαιτίας αυτών των γεγονότων και αργότερα ο Λυκούργος την αντικατέστησε με την διαμαστίγωση («και σφίσιν εί τούτω γίνεται λόγιον αίματι ανθρώπων τον βωμόν αιμάσσειν: θυομένου δε όντινα ο κλήρος επελάμβανε, Λυκούργος μετέβαλεν ες τας επί τοις εφήβοις μάστιγας»). Στην συνέχεια, αναφέρεται ότι το ξόανο αυτό γίνονταν βαρύ στα χέρια των ιερειών όταν εκείνοι που μαστίγωναν λυπόνταν τους μαστιγωμένους.
Θεωρώ ότι από όλα όσα εκθέτει ο Παυσανίας, καθίσταται φανερό ότι δεν πρόκειται περί αληθινών συμβάντων, αλλά διαφόρων ιστοριών εν είδη θρύλου και τοπικής παράδοσης, κάτι που διαπιστώνεται από το στοιχείο της υπερβολής που μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε. Εκτός αυτού, δεν υπάρχει καμία ένδειξη από την αρχαιολογική σκαπάνη περί ανθρωποθυσιών. Ούτε υποστηρίζεται κάτι τέτοιο από άλλες πηγές. Γενικότερα, ο Παυσανίας συλλέγει πολύ υλικό, το οποίο και χρησιμοποιεί στο έργο του. Αλλά αυτό το κάνει άκριτα, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι το τάδε ή το δείνα «λέγεται». Είναι φήμη. Όπως και ο Ηρόδοτος, ο οποίος καταγράφει τα πάντα αλλά δεν ζητά να τα αποδεχτούμε όλα, χρησιμοποιώντας αντίστοιχα πολύ συχνά τη φράση «ως εμοί δοκέει».
10. Αναφορές του Παυσανίου του περιηγητού
Στην μυθολογική βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου (Γ΄ βιβλίο, 8.1-2) αναφέρονται δύο εκδοχές: Η μια λέει ότι ο Λυκάων είναι γιος του Πελασγού και της Μελιβοίας (κόρη του Ωκεανού). Η άλλη, ότι είναι γιος του Πελασγού και της νύμφης Κυλλήνης. Ο Λυκάων βασίλευσε στην Αρκαδία όπου γέννησε πενήντα παιδιά από πολλές γυναίκες. Όλοι αυτοί ήταν οι πιο υπερήφανοι και ασεβείς άνθρωποι. «Ούτοι πάντας ανθρώπους υπερέβαλλον υπερηφανεία και ασεβεία». Ο Ζεύς θέλοντας να δοκιμάσει το βαθμό της ασέβειάς τους, μεταμορφώθηκε σε έναν απλό εργάτη. Αυτοί τον φιλοξένησαν, σφάζοντας ένα ντόπιο παιδί («ένα των επιχωρίων παίδα») αναμιγνύοντας τα σπλάγχνα του με τα ιερά σφάγια, όπως τους συμβούλεψε ο μεγαλύτερος αδελφός τους, ο Μαίναλος. Τότε ο Ζευς, αφού αποστράφηκε σιχαινόμενος την προσφορά («Ζευς δε μυσαχθείς»), ανέτρεψε το τραπέζι και κεραύνωσε τον Λυκάονα και τα παιδιά του, εκτός από τον νεότερο γιο τον Νύκτιμο, ο οποίος παρέλαβε τη βασιλεία επί του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα.
Ο Παυσανίας γνωρίζει τον μύθο κάπως διαφορετικά. Στα «Αρκαδικά» αναφέρει ότι ο Λυκάων ήταν γιος του Πελασγού και ότι ήταν οικιστής πόλης στο Λυκαίο Όρος. Τον Δια ονόμασε Λυκαίο και θέσπισε αγωνίσματα, τα Λύκαια. Την ίδια εποχή, ο Κέκροπας ήταν βασιλιάς των Αθηναίων. Όμως δεν είχαν την ίδια σοφία ως προς τη προσφορά στο θείο («δοκώ δε έγωγε Κέκροπι ηλικίαν τω βασιλεύσαντι Αθηναίων και Λυκάονι είναι την αυτήν, σοφία δε ουχ ομοία σφας εις το θείον χρήσασθαι»). Ο Κέκροπας ονόμασε τον Δια «Ύπατο», και «οπόσα έχει ψυχήν, τούτων μεν ηξίωσεν ουδέν θύσαι», αλλά «πέμματα δε επιχώρια επί του βωμού καθήγισεν». Δηλαδή, αξίωσε να μην θυσιάζεται τίποτα έμψυχο, αλλά να προσφέρονται οι καλούμενοι πέλανοι- πέμματα. Ο Λυκάων όμως έφερε ένα ανθρώπινο βρέφος και το θυσίασε. Τότε, λένε ότι μεταμορφώθηκε σε λύκο («και αυτόν αυτίκα επί η θυσία γενέσθαι λύκον φασίν αντί ανθρώπου»). Αυτός ο λόγος λέγεται από παλαιά από τους Αρκάδες. Παλιά οι άνθρωποι όντας φιλόξενοι και ομοτράπεζοι με τους θεούς, ήσαν κάτω από την δικαιοσύνη και την ευσέβεια («οι γαρ τότε άνθρωποι ξένοι και ομοτράπεζοι θεοίς ήσαν υπό δικαιοσύνης και ευσεβείας»). Η τιμή από τους θεούς εκδηλώνονταν καθαρά προς τους αγαθούς και η οργή αντίστοιχα στους αδίκους. Και απόδειξη είναι, συνεχίζει ο Παυσανίας, ότι την εποχή εκείνη οι θεοί γεννιόντουσαν από ανθρώπους, ενώ μεταγενέστερα όταν αυξήθηκε πάρα πολύ η κακία (η έλλειψη αρετής), όχι.
Στο ίδιο έργο σε άλλο σημείο, ο Παυσανίας αναφέρεται ξανά στο βωμό του Λυκαίου Διός…
Εστί δε επί τη άκρα τη ανωτάτω του όρους γης χώμα, Διός του Λυκαίου βωμός, και η Πελοπόννησος τα πολλά εστίν απ’ αυτού σύνοπτος: προ δε του βωμού, κίονες δύο ως επί ανίσχοντα εστήκασιν ήλιον, αετοί δε επ΄αυτοίς επίχρυσοι τα γε έτι παλαιότερα επεπιήντο. Επί τούτου του βωμού τω Λυκαίω Διί θύουσιν εν απορρήτω· πολυπραγμονήσαι δε ου μοι τα ες την θυσίαν ηδύ ην, εχέτω δε ως έχει και ως έσχεν εξ αρχής. (Αρκαδικά, 38.7)
Η θυσία «εν απορρήτω» μπορεί να ερμηνευθεί με δύο διαφορετικούς τρόπους. Η φράση είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί για δύο αντίθετα πράγματα. Μπορεί να χρησιμοποιείται «επί ιερών πραγμάτων περί ων δεν είναι όσιον να γίνει λόγος», αλλά σημαίνει και «βδελυρός, αποτρόπαιος» (Λεξικό Δημητράκου, τ. Β΄ σ. 847). Αν ερμηνεύσει κανείς με τον πρώτο τρόπο, τότε δεν είναι ευχάριστο για τον Παυσανία να αναλύσει επισταμένως τα πράγματα, καθώς ως ιερά είναι απόρρητα και δεν είναι για να αναλύονται. Για αυτό τα αφήνει ως έχουν, για να μην οδηγηθεί στην ασέβεια. Αν ερμηνεύσει κανείς με τον δεύτερο τρόπο, ο Παυσανίας αφού έχει ήδη αναφερθεί στο Λυκαίο όρος στο δεύτερο κεφάλαιο, δεν του είναι ευχάριστο να υπεισέρχεται σε αποτρόπαιες λεπτομέρειες. Το χωρίο δεν είναι ξεκάθαρο, και επιδέχεται και τις δύο ερμηνείες.
Ο Πλάτων στην «Πολιτεία» (565 d1-10) αναφέρεται στο πως «ο προστάτης» του λαού μετατρέπεται σε τύραννο. «Τούτο επομένως, είπα εγώ, είναι φανερό, ότι δηλαδή κάθε φορά που ξεφυτρώνει ένας τύραννος, ο τύραννος αυτός έχει τις ρίζες του στον αρχηγικό του ρόλο (εκ προστατευτικής ρίζης και ουκ άλλοθεν εκβλαστάνει). Πως αρχίζει λοιπόν αυτή η μεταβολή από προστάτης του λαού σε τύραννο; Ή είναι φανερό ότι η μεταβολή συντελείται μόλις ο αρχηγός αρχίσει να κάνει αυτό το οποίο, σύμφωνα με το μύθο (των εν τω μύθω), γίνεται και στο ιερό του Λυκαίου Διός στην Αρκαδία; Όποιος γευτεί, λένε, το ανθρώπινο σπλάχνο που είναι ανακατεμένο μαζί με άλλα τεμαχισμένα ιερά σφάγια, μοιραία ο άνθρωπος αυτός γίνεται λύκος («ανάγκη δη τούτω λύκον γενέσθαι»).
Σε άλλον πλατωνικό διάλογο, αναφέρεται: «Για παράδειγμα, σε εμάς δεν υπάρχει νόμος να θυσιάζουμε ανθρώπους, αλλά αυτό θεωρείται ανόσιο (ημίν μεν ου νόμος εστίν ανθρώπους θύειν αλλ’ ανόσιον)· αντίθετα οι Καρχηδόνιοι θυσιάζουν, γιατί γι’ αυτούς είναι όσιο και νόμιμο αλλά και οι κάτοικοι της Λυκαίας και οι απόγονοι του Αθάμαντα κάνουν παρόμοιες θυσίες, παρ’ ότι Έλληνες» (Μίνως, 315 c).
Ο Πορφύριος αναφέρει ότι μέχρι την εποχή του τελούνταν ανθρωποθυσίες στην περιοχή του Λυκαίου Όρους.
Τί μπορεί κανείς να συμπεράνει από τις παραπάνω αναφορές; Το πρώτο που καταλαβαίνουμε, είναι ότι τα σχετικά με το Λυκαίο όρος στηρίζονται στον μύθο και στην αλληγορία. Μάλιστα, είδαμε και τις διαφορετικές εκδοχές του πως έγιναν τα πράγματα και ποιες ήταν οι τιμωρίες. Κατά μια εκδοχή, «μύθος εστί ψευδής ιστορία εικονίζων αλήθεια». Και εικονίζει το ήθος και τη συνείδηση των ανθρώπων. Η αποτρόπαια πράξη της ανθρωποθυσίας καταδικάζεται και τιμωρείται σε κάθε περίπτωση. Δεν είναι αρεστή ούτε στους θεούς ούτε στους ευσεβείς ανθρώπους. Δείχνει ακριβώς την αποκτήνωση του ανθρώπου. Παράλληλα, βλέπουμε ότι κάποιοι συνέχισαν την παράδοση αυτή κατά την εποχή του Πλάτωνος, πιθανότατα του Παυσανία, και του Πορφυρίου. Όμως, πρέπει να τονιστεί ότι αυτό είναι ενάντιο στους ελληνικούς θεσμούς- ήθη- έθη, όπως πολύ ωραία υπογραμμίζει ο Πλάτων.
Τι λέει η αρχαιολογία; Ας δούμε τι αναφέρει η αρχαιολογία, και ας τα συγκρίνουμε με όσα είπαμε παραπάνω.
Στο Λυκαίο Όρος, έχουν γίνει ανασκαφικές έρευνες κατά τα έτη 1897 από τον Κοντόπουλο, τα έτη 1902- 1903 και 1909 από τον Κουρουνιώτη, το 2006 από την Αμερικανική σχολή Κλασσικών σπουδών υπό τον Ντέιβιντ Γκλίμαν Ρομάνο και τον Μ. Πετρόπουλο.
Ως τότε, δεν βρέθηκε τίποτα που να πιστοποιεί ανθρωποθυσίες. Ο αρχαιολόγος, Μ. Πετρόπουλος, προϊστάμενος στην ΛΘ΄ «Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών αρχαιοτήτων» (Ε.Π.Κ.Α), είχε αναφέρει ότι…
από την εξέταση των οστών διαπιστώθηκε ότι θυσιάζονταν πρόβατα, χοίροι, βόδια και κατσίκια, ακόμη και πουλιά, αλλά κανένα οστό δεν ήταν ανθρώπινο, άρα οι ανθρωποθυσίες αποτελούν μύθο. Το θέμα, πάντως, της ανθρωποθυσίας στο Λύκαιο όρος έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση μεταξύ των επιστημόνων, αλλά οι περισσότεροι δεν αποδέχονται ως πραγματικότητα αυτό, ασχέτως αν το επαναλαμβάνουν ως δεδομένο και συγγραφείς των χριστιανικών χρόνων.
Σχετικά με το προαναφερθέν ερευνητικό πρόγραμμα ελληνοαμερικανικής συνεργασίας, αναφέρονται τα εξής:
Το αρχαιολογικό ερευνητικό πρόγραμμα, προϊόν ελληνοαμερικανικής συνεργασίας που ξεκίνησε το 2004, απέδωσε σημαντικές νέες πληροφορίες σχετικά με το βωμό. Από την κεραμική των ανασκαφικών τομών πιστοποιείται ανθρώπινη δραστηριότητα στο ύψωμα ήδη από τη νεολιθική εποχή και κατά τη διάρκεια της πρώιμης και μέσης εποχής του χαλκού. Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο το ύψωμα αυτό αναδεικνύεται σε σημαντικό ιερό κορυφής και συνεχίζει να αποτελεί τόπο λατρείας και κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους. Οι θυσίες ζώων προς τιμήν του Δία, κυρίως αιγών και προβάτων, υποδεικνύουν συνεχή λατρευτική δραστηριότητα στο βωμό ήδη από το 16ο αιώνα π.Χ. έως και την ελληνιστική περίοδο.
Άλλες πληροφορίες του ερευνητικού προγράμματος, αναφέρουν ότι, «από τον 4ο αι. π. Χ. και εξής, γραπτές πηγές αναφέρουν ανθρωποθυσίες πάνω στο βωμό του Λυκαίου Όρους, αλλά στις ανασκαφές που είχαν διενεργηθεί έως σήμερα στο χώρο δεν είχαν εντοπιστεί ανθρώπινα οστά».
Με αυτά δηλαδή, πιστοποιείται και από τα επίσημα στοιχεία της αρχαιολογίας, ότι οι θυσίες που τελούνταν εκεί, ήταν θυσίες ζώων.
Το καλοκαίρι του 2016, κατά το ίδιο ερευνητικό πρόγραμμα, ανασκάφθηκε για πρώτη φορά ανθρώπινη ταφή με προσανατολισμό Ανατολή- Δύση, στο μέσο του βωμού. Ωστόσο, όπως σημειώνεται «είναι πολύ πρώιμο ακόμα να εξαχθούν συμπεράσματα για τις συνθήκες θανάτου του νεκρού».
Η Άννα Καραπαναγιώτου, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αρκαδίας, είχε δηλώσει ότι, «Η αρχική ιδέα είναι ότι ναι, μπορεί να πρόκειται για ανθρωποθυσία. Αυτή τη στιγμή, όμως, δεν μπορούμε να πούμε κάτι με βεβαιότητα».
Όπως είδαμε παραπάνω, οι αρχαίοι συγγραφείς δεν αρνούνται ότι στο Λυκαίο Όρος τελέστηκαν ανθρωποθυσίες. Όμως αυτό, είναι η εξαίρεση και το σπάνιο σε σύγκριση με τους τόσους αιώνες συνεχούς ανθρώπινης δραστηριότητα στην περιοχή. Αν η ανθρωποθυσία ήταν ο κανόνας, τότε θα έπρεπε να είχαν βρεθεί απειράριθμα ανθρώπινα υπολείμματα οστών, και όχι μόνο ένας ανθρώπινος σκελετός. Όμως, το αντίθετο συμβαίνει, μετά από τόσες πολλές ανασκαφικές έρευνες.
11. Η διαστρεβλωμένη λατρεία του Κρόνου στην Καρχηδόνα (και αλλού)
Ας δούμε τί πληροφορίες μας δίνει ο φιλόσοφος και πρωθιερέας του Απόλλωνος στους Δελφούς, Πλούταρχος. Ο Πλούταρχος θεωρεί μια από τις αιτίες της αθεΐας, την θρησκευτική δεισιδαιμονία. Για τον Πλούταρχο, η αθεΐα και η δεισιδαιμονία είναι τα δύο άκρα, ενώ η ορθή και ισορροπημένη γνώση για τους θεούς είναι η μεσότητα. Η πνευματική σημασία του συμβόλου του Κρόνου που κατά το μύθο «τρώει» τα παιδιά που απέκτησε από την σύζυγό του Ρέα, κατάντησε μια ανίερη δεισιδαιμονία σχετιζόμενη με τις ανθρωποθυσίες, για τους βαρβάρους. Ο Κρόνος είναι τιτάνας και αναφέρεται στον κόσμο του συνεχούς γίγνεσθαι. Εξ ου Κρόνος- Χρόνος που τρώει τα παιδιά του (τις στιγμές) που έχει αποκτήσει από την Ρέα- Ροή. Οι Ολύμπιοι θεοί κατοικούν στον Όλυμπο, που δεν είναι βέβαια το γνωστό όρος. Αν ανατρέξουμε στην ελληνική μυθολογία (ειδικά στην Ιλιάδα), θα διαπιστώσουμε ότι ο Όλυμπος (από το «όλος λάμπει») διακρίνεται από το φυσικό βουνό. Είναι το πνευματικό σύμβολο της από- υλοποίησης. Είναι οι ουράνιες σφαίρες που φτάνει η ψυχή όταν περάσει επιτυχώς από τα στάδια του παρόντος γήινου κόσμου (ας θυμηθούμε εδώ τον Ηρακλή και τους άθλους του και πως έγινε η μετάστασή του στον Όλυμπο).
Ο Κρόνος λοιπόν, πέρα από τον παραπάνω συμβολισμό, έχει και την σημασία του «καθαρού Νου», όπως αναφέρουν τα φιλοσοφικά κείμενα. Η δε ηγεμονία του ήταν επί του Χρυσού γένους.
Η γνήσια λατρεία του δεν έχει να κάνει σε τίποτα με ανθρωποθυσίες. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι υπήρχε ναός στην Ήλιδα και στην Αθήνα. Πουθενά δεν αναφέρει ότι ετελούντο ανθρωποθυσίες. Ο Δημοσθένης, στον λόγο «Κατά Τιμοκράτους», αναφέρει περιστασιακά τα Κρόνια (ήταν γιορτή), αλλά πουθενά δεν μιλάει για αποτρόπαιες πράξεις. Μάλιστα, στην ύστερη αρχαιότητα, επί Ρωμαιοκρατίας, κατά την γιορτή του Κρόνου, «οι δούλοι είχον το δικαίωμα να συνεστιώνται μετά των κυρίων αυτών υπό των οποίων και υπηρετούντο» («Λεξικό μυθολογικών και ιστορικών ονομάτων», σ. 294).
Για αυτό και οι Ορφικοί Ύμνοι που έχουν φιλοσοφικό- θρησκευτικό- επιστημονικό περιεχόμενο, περιλαμβάνουν ύμνο και στον Κρόνο.«Είσαι γέννηση, ανάπτυξη, μείωση κυκλοσκεπτόμενε, άριστε» (Ύμνος 13).
Ο Α. Σταγειρίτης γράφει: «Ο Κρόνος υπήρξε δίκαιος βασιλιάς και σεβόταν τους νόμους, για αυτό και ο αιώνας της βασιλείας του αποκλήθηκε χρυσός» (Ωγυγία, τ. Γ’ σ. 70).
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, και εξαιτίας της αμάθειας και της δεισιδαιμονίας, οι Καρχηδόνιοι (που σχετίζονται με τους σημιτικής προελεύσεως Φοίνικες), θυσίαζαν τα παιδιά τους στον Κρόνο. Τούτο έγινε από την απορρόφηση της λατρείας του από βάρβαρους λαούς, όπως μαρτυρείται από τους αρχαίους συγγραφείς. Για παράδειγμα, ο Πλούταρχος συνδέει την παραχάραξη των Καρχηδονίων με την δεισιδαιμονία, αντιδιαστέλλοντάς την ριζικά από την ελληνική θεώρηση των πραγμάτων (Περί δεισιδαιμονίας, 171 a- 171 d).
Έτσι ο Α. Σταγειρίτης αναφέρει τις έτερες εκδοχές του Κρόνου, όπως τον Φοινικικό, τον Μολώχ, τον Ατλάντιο, τους πατριάρχες των Εβραίων που καλούνταν «Κρόνιοι». Όπου λοιπόν διαβάζουμε για ανθρωποθυσίες στον Κρόνο, είναι εκ βαρβαρικών επιρροών. Κάτι το οποίο υποστήριξε με ικανά επιχειρήματα ο ερευνητής Berard κατά τα τέλη του 19ου αιώνος.
Συνεχίζωντας θα εξετάσουμε μερικές επί πλέον περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται εντέχνως από ορισμένους κύκλους, για να αποδείξουν δήθεν την ανωτερότητα του χριστιανισμού έναντι της ελληνικής παράδοσης.
12. «Περί αποχής εμψύχων», Πορφυρίου του Τύριου
Ο γνωστός φιλόσοφος Πορφύριος, έγραψε (συν τοις άλλοις) και ένα βιβλίο με τίτλο «Περί αποχής εμψύχων», με σκοπό να υπερασπίσει την αποχή από την κρεοφαγία.
Πρέπει να σημειωθεί (και πρέπει πάντα να το έχει κατά νου ο αναγνώστης), ότι το κείμενο δεν διασώζεται ακέραιο ούτε ανεξάρτητο. Οι εκδότες το έχουν εξορύξει από παραθέματα που βρίσκονται στην «Ευαγγελική προπαρασκευή» του Ευσεβίου Καισαρείας. Γνωρίζοντας όμως «τις ημέρες και τα έργα» του συγκεκριμένου χριστιανού συγγραφέα, είμαι επιφυλακτικός απέναντι σε ορισμένα σημεία του κατά τα άλλα εξαιρετικού αυτού κειμένου. Ωστόσο, για να μην μεροληπτώ (κάτι άλλωστε που αντιπαθώ ιδιαιτέρως για την έρευνα), ας θεωρηθεί ότι τα «περίεργα» σημεία είναι γραμμένα από τον Πορφύριο.
Το σύγγραμμα το απευθύνει στον Φίρμο Καστρίκιο και χωρίζεται σε τέσσερα βιβλία. Στο πρώτο, παρουσιάζει τα κυριότερα επιχειρήματα της αντίθετης άποψης και παράλληλα προετοιμάζει το πνευματικό υπόβαθρο στο οποίο θα στηρίξει την αντί- επιχειρηματολογία του. Στο δεύτερο, εξετάζει το πότε και γιατί ξεκίνησαν οι θυσίες ζώων. Στο τρίτο, αναπτύσσει με επιχειρήματα τη θέση ότι κανένα ζώο δεν είναι άλογο, αλλά η διαφορά μας με αυτά είναι μόνο στον βαθμό μετοχής στον Λόγο. Στο τέταρτο, αποδεικνύει ότι οι αυθεντικοί αρχικοί θεσμοί όριζαν την αποχή από τη βρώση εμψύχων. Σε αρκετά μέρη του έργου υποστηρίζεται με αξιόλογα επιχειρήματα η θέση ότι οι θυσίες αρχικά ήσαν προσφορές καρπών. Αυτές καλούνται ως «έθος των πατέρων» και «πάτρια».
Αλλά και ο Απόλλων προέτρεψε να τελούνται θυσίες κατά τις παραδόσεις των μακρινών και πρεσβυτάτων προγόνων (κείμ. «κατά τα πάτρια τουτέστιν κατά το έθος των πατέρων»). Και είναι φανερό, ότι εκείνος υποδεικνύει την παλαιά συνήθεια της αναίμακτης θυσίας. Διότι η παλαιά συνήθεια ήταν οι θυσίες με άρτους και καρπούς, όπως αποδείξαμε. (Βιβλίο 2, 58)
Ο Πορφύριος στηρίζει τις απόψεις του βασιζόμενος σε παλαιότερες πηγές (αρκετές από τις οποίες είναι σήμερα χαμένες).
Ο Θεοφραστος λοιπόν, με πολλά επιχειρήματα που έχουν ληφθεί από όσα παραδίδονται στις πατρώες διαθήκες κάθε λαού, απέδειξε ότι το παλαιόν έθος των θυσιών καρπών ήταν ακόμη στις μέρες του ισχυρό. Διότι αναφέρει ότι για τη θυσία πρώτη επελέγετο μια πόα. Και εξηγεί το δίκαιο και την αρχαία θυσιαστική συνήθεια ως εξής: «Οι αρχαίες προσφορές των ιερών ήσαν νηφάλια, και ετελούντο από πολλούς ανθρώπους. Και νηφάλια είναι σπονδές ύδατος, όπως εκείνες που ακολουθούσαν, οι σπονδές μελιού. Αυτόν τον υγρό καρπό ελάβαμε πρώτον απ’ όλα τ’ άλλα παρόμοια· ήταν δώρο των μελισσών. Επίσης, τα νηφάλια ήσαν σπονδές ελαίου. Και, τελευταίες απ΄ όλες αυτές τις προσφορές, ήλθαν οι σπονδές οίνου». (Βιβλίο 2, κεφ. 20)
Στο επόμενο κεφάλαιο φέρνει αποδείξεις περί των νηφαλίων θυσιών, από τις μαρτυρίες των πινάκων νόμων –αντίγραφα από τα Κορυβαντικά ιερά της Κρήτης, αλλά και από τις σχετικές πληροφορίες από το ποίημα του Εμπεδοκλή.
Αναφερόμενος στον «αρχαίον βίον της Ελλάδος», έχοντας ως πηγή του τον περιπατητικό φιλόσοφο Δικαίαρχο, γράφει ότι «οι παλαιοί ήσαν εκτός των άλλων και κοντά στους θεούς. Διότι υπήρξαν ωραιότατοι και αγαθότατοι στη μορφή και στις συνήθειες, και διότι έζησαν άριστο βίο. Για αυτό και θεωρούνται ως χρυσούν γένος, εάν συγκριθούν προς τους συγχρόνους μας, που είναι κίβδηλοι και από χυδαιότατη ύλη, ενώ εκείνοι δεν σκότωναν έμψυχο όν». (Βιβλίο 4, 2).
Από πολλά σημεία του έργου, προκύπτει αβίαστα ότι καμία θεότητα της ολύμπιας λατρείας δεν ζήτησε ποτέ την θυσία ζώων. Πόσο μάλλον ανθρωποθυσία!
Όπως αναφέρει και ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια», «οι γαρ αρχαίοι θυσίαι και σύνοδοι φαίνονται γίνεσθαι μετά τας των καρπών συγκομιδάς οίον απαρχαί» (1160a).
Πολύ σημαντική είναι επίσης και η αναφορά του στον Ορφέα…
Ας κάνουμε λοιπόν αυτά ακριβώς που παρέδωσε σ’ εμάς ο θεολόγος (ο Ορφεύς). Και αυτός λέγει να μην θυσιάζωμε ούτε ένα έμψυχο πλάσμα, αλλά μόνον όσα είναι άψυχα, από τις πόες και τους κλώνους, έως άλευρα, μέλι, τους άγριους καρπούς που δίνει η γη, και άνθη. Ούτε πυρ να αναδίδεται από ματωμένη σχάρα. (Βιβλίο 2, 36)
Πώς όμως περάσαμε στην ζωοθυσία; Ο Πορφύριος μας εξηγεί ότι ο άνθρωπος αρχικά προσέφερε απαρχές από ότι ο ίδιος έτρωγε, ως ευχαριστία. Αργότερα, όταν έμαθε τη βρώση του κρέατος, άρχισε να προσφέρει από τα ζώα που και ο ίδιος έτρωγε.
Αφού λοιπόν περιέγραψε αυτήν την μετεξέλιξη, γράφει: «Αλλά μεταγενέστερη και εξαιρετικά πρόσφατη είναι η θυσία η οποία γίνεται με την προσφορά ζώων και της οποίας το κίνητρο δεν είναι αθώο, όπως η θυσία καρπών, αλλά έχει τη ρίζα του σε κακές περιστάσεις, σε κάποιον λιμό ή άλλη δυστυχία. Οι περισσότεροι έχουν τη ρίζα τους ή σε έλλειψη γνώσεως ή στον θυμό ή σε κάποιους φόβους» (Βιβλίο 2, 9).
Η Κλυμένη σκότωσε κατά λάθος έναν χοίρο. Ο άνδρας της πήγε στους Δελφούς για να ζητήσει χρησμό. Ο Απόλλων συγχώρησε το συμβάν. Αυτό όμως παρερμηνεύθηκε ως δήθεν συγκατάβαση του θεού στην θανάτωση των χοίρων. Οι θυσίες των αιγών άρχισαν όταν προσέφεραν στους θεούς μια αίγα η οποία κατέστρεφε τους αμπελώνες στην Αττική. Κάποτε, όταν πλησίαζε η γιορτή των Διιπολίων, ένα βόδι έφαγε από τα άλευρα που προορίζονταν για την προσφορά. Τότε ο ιερεύς του Διός, ο Δίομος, έσφαξε το βόδι. Αργότερα, οι αρχαίοι νομοθέτες όντες (και) φιλόσοφοι, άρχισαν να νομοθετούν για τους πολλούς, ώστε να τους αποτρέπουν από τις θυσίες των ζώων. Ο Έρμιππος στο δεύτερο βιβλίο του «Περί των νομοθετών», γράφει ότι στα Ελευσίνια μυστήρια διατηρούνται τρείς από τους νόμους που εθέσπισε ο Τριπτόλαιμος. «Τους γονείς να τιμάτε, τους θεούς με καρπούς να ευχαριστείτε, ζώα μην τρώτε» (Βιβλίο 4, κεφ. 22).
Αλλά και ο νομοθέτης Δράκοντας, νομοθέτησε για τους κατοίκους της Αττικής «να τιμούν τους θεούς και τους εντόπιους ήρωες δημοσίως, με βάση τους ακολούθους πατροπαράδοτους νόμους, όσον είναι δυνατόν περισσότερο στον καθένα, και κάθε τιμή να συνοδεύεται με ιεράν σιγήν. Οι προσφορές πρέπει να είναι, κατά τους νόμους του Δράκοντος, απαρχές καρπών και ετήσιες χοές πελάνων». Ο νόμος όμως δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον αφιλοσόφητο άνθρωπο. Η παρανόηση συνεχίστηκε έχοντας ως αίτιο την ηδονή της γεύσεως. «όταν όμως τα σφάζουμε για την ικανοποίηση των δικών μας αισθήσεων και θυσιάζουμε όσα εμείς κρίνουμε ότι είναι κατάλληλα για θυσία και όχι ό, τι πράγματι αρέσει στους θεούς, αλλά μόνο στις ανθρώπινες ορέξεις, αποκαλύπτουμε έτσι εντελώς, εμείς οι ίδιοι, ότι χάριν της ηδονής και μόνο επιμένουμε σ’ αυτά τα θύματα, όχι για τους θεούς» (κεφ. 25).
Στοιχείο κατάπτωσης το γεγονός ότι νόμισε ότι θα ευχαριστούσε τους θεούς βάφοντας τα χέρια του με αίμα ζώων. Διόλου παράδοξο ωστόσο, εφόσον στο μεταξύ είχαν βάψει τα χέρια τους με ανθρώπινο αίμα, εξαιτίας των πολέμων που έκαναν μεταξύ τους («και πολέμων πειραθέντες, αιμάτων ήψαντο»).
(Βιβλίο 2, κεφ. 7)
Ως εδώ, αναφερθήκαμε στις ζωοθυσίες. Τί λέει όμως για τις ανθρωποθυσίες γενικά; Ποιες περιπτώσεις έχουμε στον αρχαίο κόσμο, και τί συμβαίνει συγκεκριμένα με την αρχαία Ελλάδα;
Ο Πορφύριος ισχυρίζεται ότι το αρχικό αίτιο ήταν η έλλειψη ειδών διατροφής. Επαναλαμβάνει, ότι οι απ’ αρχής θυσίες ήταν η προσφορά καρπών της γης. «Απ’ αρχής μεν γαρ αι των καρπών εγίνοντο τοις θεοίς θυσίαι». Καθώς περνούσε ο καιρός, και εξαιτίας της ηθικής κατάπτωσης και της έλλειψης καρπών, οι άνθρωποι έπεσαν στην ανθρωποφαγία. «χρόνω δε, της οσιότητος ημών εξαμελησάντων, επεί και των καρπών εσπάνισαν, και δια την της νομίμου τροφής ένδειαν εις το σαρκοφαγείν αλλήλων ώρμησαν» (Βιβλίο 2, 27). Όταν θέλησαν να εξιλεώσουν τον εαυτό τους, επειδή κατάλαβαν ότι η πράξη τους ήταν ειδεχθής, «μετά πολλών λιτών ικετεύοντες το δαιμόνιον, σφων αυτών απήρξαντο τοις θεοίς πρώτον». Θεώρησαν ότι η θυσία ανθρώπων ήταν πολύ καλό πράγμα, γιατί με αυτό τον τρόπο αντισταθμίζονταν η ανθρωποφαγία στην οποία είχαν περιέλθει πριν.
Η φράση «σφων αυτών» είναι πολύ σημαντική. Είναι αυτοπαθητική αντωνυμία και δείχνει -σύμφωνα με την ελληνική γραμματική- ότι το υποκείμενο ταυτόχρονα ενεργεί και πάσχει. Έτσι, αυτό ισοδυναμεί με το «εαυτών». Με αυτό τον τρόπο και μέσα στην δεισιδαιμονία τους, προσφέροντας οικειοθελώς τον εαυτό τους, θεώρησαν ότι εξιλεώνονταν για τις πρότερες ανόσιες πράξεις τους. Γνωρίζοντας τώρα αυτά, τα οποία παραβλέπονται από τους απολογητές- όπως και τόσα άλλα, ερχόμαστε σε ένα χωρίο που χρησιμοποιείται κατά κόρον από αυτούς.
αφ’ ου μέχρι του νυν ουκ εν Αρκαδία μόνον τοις Λυκαίοις, ουδ’ εν Καρχηδόνι τω Κρόνω κοινή πάντες ανθρωποθυτούσι, αλλά κατά περίοδον, της του νομίμου χάριν μνήμης, εμφύλιον αίμα βαίνουσι προς τους βωμούς και θυσίας νυν και καίπερ της παρ’ αυτοίς εξειργούσης των ιερών και τοις περιρραντηρίοις κηρύγματι, είτις αίματος αριθμείου μεταίτιος. (Βιβλίο 2,27)
Πολύ κακώς, ορισμένοι αποδίδουν τη φράση «κοινή πάντες ανθρωποθυτούσι», ως τάχα ότι «παντού όλοι θυσιάζουν ανθρώπους». Ο Πορφύριος αναφέρεται σε δύο πολύ συγκεκριμένες περιοχές. Σε αυτές διατηρήθηκε το έθιμο της ανθρωποθυσίας, ραίνοντας τους βωμούς με ανθρώπινο αίμα, χάριν μνήμης. Έχοντας ήδη αναφέρει τα προηγούμενα, είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε το γιατί στην Καρχηδόνα τελούνταν «κοινή», δηλαδή δημοσίως, χωρίς να εμποδίζεται από κανέναν. Όσο για το Λυκαίο όρος στην Αρκαδία, ο Πορφύριος δεν λέει ότι εκεί τελούνταν δημοσίως. Κάτι που ενισχύεται και από τον Παυσανία που αναφέρει ότι αυτές γινόταν «εν απορρήτω».
13. Άλλες «περίεργες» περιπτώσεις που αναφέρονται από τον Πορφύριο
Ο Πορφύριος αναφέρει ότι στην Σαλαμίνα της Κύπρου, κατά τον μήνα Αφροδίσιο…
…εθύετο άνθρωπος τη Αγραύλω τη Κέκροπος και νύμφης Αγραυλίδος, και διέμενε το έθος άχρι των Διομήδους χρόνων. Είτα μετέβαλεν, ώστε τω Διομήδει τον άνθρωπον θύεσθαι. Υφ’ ένα δε περίβολον ό τε της Αθηνάς νεώς, και ο της Αγραύλου και Διομήδους, ο δε σφαγιασόμενος υπό των εφήβων αγόμενος και βωμόν έπειτα ο ιερεύς αυτόν λογχή έπαιεν κατά του στομάχου και ούτως αυτόν επί την ο νηθείσαν πυράν ωλοκαύτιζεν. (Βιβλίο 2,κεφ. 53)
Η κόρη του Κέκροπως, η Άγραυλος, «επρόσφερε εαυτήν εκουσίως εις θυσίαν υπέρ της σωτηρίας των Αθηνών», η οποία και τιμήθηκε για αυτήν της την πράξη ηρωισμού. (Λεξικό αρχαίων μυθολογικών ονομάτων, Ν. Λορέντης, σ. 6). Ο Κέκροπας επισκέφθηκε την Κύπρο όπου έκτισε την πόλη Κορωνίδα, που έπειτα ονομάσθηκε Σαλαμίνα. Οι ντόπιοι με αφορμή την πράξη αυτοθυσίας της Αγραύλου, και υπό βαρβαρικές επιρροές (Φοινικικές κατά τον μελετητή Berard), θυσίαζαν στην Άγραυλο (και όχι σε θεότητα). Η θυσία αυτή ήταν προς τιμήν της πράξεώς της. Αργότερα άλλαξε και θυσίαζαν στον Διομήδη. Επίσης σε άνθρωπο.
Οφείλουμε ωστόσο να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι σύμφωνα με τον Παυσανία που είδαμε στα προηγούμενα, ο Κέκροπας που ήταν σοφός στα θρησκευτικά και νομοθετικά ζητήματα, δεν είχε αξιώσει να τελούνται αιματηρές προσφορές. Αξίζει να προσεχθεί η αναφορά του Πορφυρίου ότι γύρω από το βωμό γυρίζει εκείνος που επρόκειτο να θυσιαστεί, κάτι που θυμίζει την πρακτική του καθαρμού της πόλεως με τους «φαρμακούς» ή αλλιώς «καθάρματα». Επρόκειτο για κακοποιά στοιχεία, τους οποίους τους γύριζαν γύρω από την πόλη, και μετά τους πετούσαν στην φωτιά. Κάτι ανάλογο δηλαδή με την θανατική ποινή. Αυτό δεν είναι θυσιαστική λατρευτική προσφορά. Η περιφορά και το ολοκαύτωμα παραπέμπουν σε θανατική καταδίκη- εκτέλεση. Αυτά, καταργήθηκαν από τον βασιλιά της Κύπρου Δίφιλο, κατά τα χρόνια του Σέλευκου του Θεολόγου. («Τούτον δε τον θεσμόν, Δίφιλος, ο της Κύπρου βασιλεύς κατέλυσε, κατά Σελεύκου χρόνους του θεολόγου γενόμενος») (ο. π κεφ. 54).
Ας δούμε τα σχετικά με την Ρόδο…
Εθύετο γαρ και εν Ρόδω μηνί Μεταγειτνίωνι έτη ισταμένου, άνθρωπος τω Κρόνω. Ο δη επιπολύ κρατήσαν έθος, μετεβλήθη, ένα γαρ των επί θανάτω δημοσία κατακριθέντων μέχρι μεν των Κρονίων συνείχον· ενστάσης δε της εορτής προαγαγόντες άνθρωπον έξω πυλών άντικρυς του Αριστοβούλης έδους, οίνω ποτίσαντες, έσφαττον. (ο. π. κεφ. 53)
Βλέπουμε ότι για ένα μεγάλο διάστημα, στην Ρόδο θυσίαζαν άνθρωπο στον Κρόνο, κατά τον μήνα Μεταγειτνιώνα, πράξη τελούμενη υπό βαρβαρικές επιρροές. Είναι όμως πολύ σημαντική η συνέχεια του χωρίου, που λέει ότι αυτό το έθος κάποτε μεταβλήθηκε σε δημόσια θανατική ποινή κατά τα Κρόνια. Σε αντίθεση, οι Καρχηδόνιοι (Φοίνικες) το θεωρούσαν νόμιμο και ποτέ δεν έπαυσε σε αυτούς. Εδώ έχουμε σαφώς την παραποιημένη εκδοχή για τον Κρόνο, όπως είχαμε γράψει.
Χίος και Τένεδος…
«Εθύοντο δε και εν Χίω τω ωμαδίω Διονύσω άνθρωπον διασπώντες, και εν Τενέδω, ως φησίν Εύελπις ο Καρύστιος» (ο. π κεφ. 54).
Πηγή είναι ο Εύελπις ο Καρύστιος. Τα αναφερόμενα όμως δεν επιβεβαιώνονται από καμία άλλη πηγή ή αρχαιολογικό εύρημα.
Υπάρχει ένα απόσπασμα του Αιλιανού («Ποικίλη ιστορία», βιβλίο Γ΄ 42), που αναφέρεται στην «βακχική» μανία που έπεσαν οι γυναίκες της Χίου. Στο ίδιο απόσπασμα αναφέρεται ότι οι κόρες του Μινύα διέσπασαν έναν νεαρό, όταν καταλήφθηκαν από την ίδια μανία. Πιθανότατα, η Χιώτικη εκδοχή του μύθου για την λατρεία του Διονύσου (ο Διόνυσος ήταν που διαμελίστηκε από τους Τιτάνες, κατά το μύθο), να παροδήγησε τον Εύελπη ώστε να αναφέρει περί ανθρωποθυσιών στην Χίο. Για τον Διόνυσο θα γίνει λόγος στο τέταρτο και τελευταίο μέρος.
Όσον αφορά την Τένεδο, πάλι ο Αιλιανός αναφέρει ότι «Τενέδιοι δε τω ανθρωπορραίστη Διονύσω τρέφουσι κύουσαν βουν, τεκούσαν δε άρα αυτήν οία δήπου λεχώ θεραπεύουσι. Το δε αρτιγενές βρέφος καταθύουσι υποδήσαντες κοθόρνους» («Περί ζώων ιδιότητος», βιβλίο ΙΒ΄ 34). Δηλαδή, οι Τενέδιοι διαλέγουν μια αγελάδα που είναι έτοιμη να γεννήσει και όταν γεννήσει, θυσιάζουν το νεογέννητο μοσχαράκι (αντί για άνθρωπο).
Λακεδαιμόνιοι και ανθρωποθυσία στον Άρη…
«Επεί και Λακεδαιμονίους φησίν ο Απολλόδωρος τω Άρει θύειν άνθρωπον» (ο. π κεφ. 54).
Η πληροφορία δεν τεκμηριώνεται από άλλες πηγές ούτε από αρχαιολογικά ευρήματα. Εκτός αυτού, είναι γενική και αόριστη, χωρίς να έχει ως σημείο αναφοράς κάποιο πρόσωπο ή κάποιο γεγονός. Πλείστοι όσοι ασχολήθηκαν ή αναφέρθηκαν στα συγγράμματά τους στα κοινωνικά ήθη και τα θρησκευτικά έθιμα της αρχαίας Σπάρτης, δεν αναφέρουν τίποτα σχετικό. Ούτε ο Όμηρος (Ιλιάδα και Οδύσσεια), ούτε ο Ξενοφώντας (Αγησίλαος και Λακεδαιμονίων πολιτεία), ούτε ο Θουκυδίδης, ούτε ο Παυσανίας (Λακωνικά), ούτε ο Ηρόδοτος, ούτε ο Αριστοτέλης (Πολιτικά), ούτε ο Πλούταρχος (Λυκούργος και Αγησίλαος) κα. Ούτε ο Πλάτων θα εκθείαζε ποτέ το πολίτευμα των Λακεδαιμόνων ως ένα από τα καλύτερα της Ελλάδος, μαζί με αυτό των Κρητικών.
Φύλαρχος…
«Φύλαρχος δε κοινώς πάντας τους Έλληνας πριν επί πολεμίους εξιέναι ανθρωποκτονείν ιστορεί» (ο. π κεφ. 54).
Και αυτή η πληροφορία του Φύλαρχου είναι ατεκμηρίωτη. Διότι, έχουν γραφτεί πάρα πολλά για τους πολέμους τόσο ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις, όσο και κατά των βαρβάρων. Πουθενά ο Θουκυδίδης, ή ο Ηρόδοτος, ή ο Αρριανός, ή ο Ξενοφώντας, δεν αναφέρουν ότι οι Έλληνες σκότωναν ανθρώπους πριν πάνε να πολεμήσουν τους εχθρούς. Πέρα από όμως, ο Φύλαρχος ως ιστορικός, δεν είναι αξιόπιστος. Αυτό δεν το λέω εγώ, αλλά ένας μεγάλος ιστορικός, ο Πολύβιος.
Θα ήταν πολύ χρήσιμο να αναφέρουμε την κριτική ενός μεγάλου ιστορικού, του Πολύβιου, κατά του Φυλάρχου.
Γράφει λοιπόν ο Πολύβιος…
Επεί δε των κατά τους αυτούς καιρούς Αράτω γεγραφότων παρ’ ενίοις αποδοχής αξιούται Φύλαρχος, εν πολλοίς αντιδοξών και ταναντία γράφων αυτώ, χρήσιμον αν είη, μάλλον δ’ αναγκαίον ημίν, Αράτω προηρημένοις κατακολουθείν περί των Κλεομενικών, μη παραλιπείν άσκεπτον τούτο το μέρος, ίνα μη το ψεύδος εν τοις συγγράμμασιν ισοδυναμούν απολείπωμεν προς την αλήθειαν. Καθόλου μεν ουν ο συγγραφεύς ούτος πολλά παρ’ όλην την πραγματείαν εική και ως έτυχε είρηκε. Πλην περί μεν των άλλων ίσως ουκ αναγκαίον επιτιμάν κατά το παρόν ουδ’ εξακριβούν· όσα δε συνεπιβάλλει τοις υφ’ ημών γραφομένοις καιροίς- ταύτα δ’ εστί τα περί τον Κλεομενικόν πόλεμον- υπέρ τούτων αναγκαίον εστίν ημίν διευκρινείν. Έσται δε πάντως αρκούντα ταύτα προς το και την όλην αυτού προαίρεσιν και δύναμιν εν πραγματεία καταμαθείν. (Ιστορίαι, 2.56.1- 2.56.5)
Δηλαδή, κατά τον Πολύβιο, ο Φύλαρχος δεν είναι αξιόπιστος ως ιστορικός. Και συγκρίνει τα συγγράμματα του Άρατου με αυτά του Φύλαρχου ως προς τα γεγονότα του Κλεομενικού πολέμου, «ίνα μη το ψεύδος εν τοις συγγράμμασιν ισοδυναμούν απολείπωμεν προς την αλήθειαν». Θεωρεί δηλαδή όσα γράφει ο Φύλαρχος ως ψεύδη, τα οποία δεν θα πρέπει να εξισωθούν με όσα αληθινά γράφει ο Άρατος. Και λέει ότι ο Φύλαρχος «πολλά παρ’ όλην την πραγματείαν εική και ως έτυχε είρηκε». Σε όλο το έργο ο Φύλαρχος έχει γράψει πράγματα άσκοπα και άστοχα.
Συνεχίζοντας, λέει ότι άλλος είναι ο σκοπός του ιστορικού και άλλος του τραγικού…
Δει τοιγαρούν ουκ εκπλήττειν τον συγγραφέα τερατευόμενον δια της ιστορίας τους εντυγχάνοντας ουδέ τους ενδεχομένους λόγους ζητείν και τα παρεπόμενα τοις υποκειμένοις εξαριθμείσθαι, καθάπερ οι τραγωδιογράφοι, των δε παραχθέντων και ρηθέντων κατ’ αλήθειαν αυτών μνημονεύειν πάμπαν, αν πάνυ μέτρια τυγχάνωσιν όντα. Το γαρ τέλος ιστορίας και τραγωδίας ου ταυτόν, αλλά τουναντίον. Εκεί μεν γαρ δει των πιθανοτάτων λόγων εκπλήξαι και ψυχαγωγήσαι κατά το παρόν τους ακούοντας, ενθάδε δε δια των αληθινών έργων και λόγων εις τον πάντα χρόνον διδάξαι και πείσαι τους φιλομαθούντας, επειδήπερ εν εκείνοις μεν ηγείται το πιθανόν, καν η ψεύδος, δια την απάτην των θεωμένων, εν δε τούτοις ταληθές δια την ωφέλειαν των φιλομαθούντων.
Δηλαδή:
Ο ιστορικός λοιπόν δεν πρέπει να ταράζει τους αναγνώστες με τραγικές εικόνες ούτε να αναζητεί τους λόγους, που είπαν ίσως οι πρωταγωνιστές, ούτε να απαριθμεί τις πιθανές συνέπειες των γεγονότων που αναφέρει, όπως οι τραγικοί ποιητές, αλλά να μνημονεύει δίχως παραλείψεις όσα έγιναν και ειπώθηκαν αληθινά, έστω κι αν είναι εντελώς ασήμαντα. Και τούτο, γιατί ο σκοπός της ιστορίας και της τραγωδίας δεν είναι ο ίδιος, μα ο αντίθετος: ο τραγικός ποιητής πρέπει με τους πιο αληθοφανείς λόγους να συγκινήσει και να θέλξει τους θεατές, ενώ ο ιστορικός είναι υποχρεωμένος με έργα και λόγια αληθινά να διδάξει και να πείσει οριστικά τους φιλομαθείς αναγνώστες. Στην τραγωδία έχει τον πρώτο λόγο το πιθανό, κι αν ακόμα είναι ψέμα, για να βρεθούν οι θεατές στο χώρο του θαυμαστού, ενώ στην ιστορία την πρώτη θέση έχει η αλήθεια, για να ωφεληθούν οι φιλομαθείς.
Λέτε ότι ένας φιλόσοφος τέτοιου βεληνεκούς πολυμάθειας, να μην ήξερε ότι η θανάτωση εγκληματία δεν συνιστά ανθρωποθυσία, ή να μην γνώριζε ότι οι παραπάνω ισχυρισμοί είναι εντελώς αστήρικτοι; Ή μήπως έχουμε παρεμβολή του Ευσεβίου; Δεν έχουμε όμως αποδείξεις από τη χειρόγραφη παράδοση, εφόσον το «Περί αποχής εμψύχων» δεν σώζεται αυτόνομα και ανεξάρτητα. Μόνο λογικούς συνειρμούς μπορούμε να κάνουμε, έχοντας υπόψη μας από τη μια τον Ευσέβιο και από την άλλη τον Πορφύριο.
14. Ο Λιβάνιος και…ανθρωποθυσίες
Το θέμα του 41ου λόγου του Λιβανίου έχει να κάνει με… ανθρωποθυσία. Συγκεκριμένα, η Αντιόχεια μαστίζεται από λοιμό, και χρησμός του Απόλλωνος ζητά την ανθρωποθυσία προκειμένου να σταματήσει το κακό. Επιλέγεται το παιδί ενός μάγου, αλλά ο πατέρας του ισχυρίζεται ότι μπορεί να σταματήσει τη συμφορά χωρίς να θυσιαστεί το παιδί του, μέσω της γοητείας. Ο Λιβάνιος αντίκειται, προσπαθώντας να πείσει τους Αντιοχείς ότι το παιδί πρέπει να θυσιαστεί, κατ’ επιταγή του θεού. Το παρουσιαζόμενο σενάριο είναι δύσκολο να αποτελεί ιστορικό γεγονός. Ο Λιβάνιος ζει σε μια τραγική και καθοριστική εποχή για το μέλλον της ανθρωπότητας. Ζει στον πολύπαθο 4ο μεταχριστιανικό αιώνα (κατά την χριστιανική χρονολόγηση). Μια περίοδο όπου επιχειρείται να επιβληθεί μια «Νέα Τάξη Πραγμάτων» της τότε εποχής, κατά την οποία έπρεπε να καταργηθούν οι παλαιοί θεσμοί και παραδόσεις και όπου όλοι θα έπρεπε να υπακούουν υποχρεωτικά σε μια θρησκευτικό-πολιτική αρχή. Κατά δεύτερον, αν ο Λιβάνιος πράγματι επιχειρούσε το παραπάνω, δεν θα είχε την παρρησία να απευθύνει στον χριστιανό αυτοκράτορα Θεοδόσιο την περίφημη επιστολή του «Υπέρ των ιερών», κατακεραυνώνοντας τις φαύλες και άτιμες πράξεις των χριστιανών. Κατά τρίτο, έχουμε πατερικές αναφορές για τον Λιβάνιο, όπως αυτές του Βασιλείου Καισαρείας, που δείχνουν έναν άνθρωπο τελείως διαφορετικό. Μάλιστα, ο ίδιος ο Βασίλειος έστελνε τα πνευματικά του παιδιά στον Λιβάνιο προκειμένου να μαθητεύσουν κοντά του την ρητορική τέχνη (επιστολή 337). Επίσης, οι υπόλοιποι πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς, θα έβρισκαν αφορμή να κατηγορήσουν εκ νέου την αντίπαλη εθνική λατρεία, και μάλιστα στο πρόσωπο ενός γνωστού και επιφανούς. Να ήταν λοιπόν…ανθρωποθυσιαστής όπως διατείνονται οι σύγχρονοι απολογητές και να το αγνοούσαν οι πατέρες, είναι ανόητο να το ισχυρίζεται κανείς. Και ενώ οι εκκλησιαστικοί σιγούν…εκκωφαντικά, οι νεο-απολογητές το έχουν κάνει…σημαία! Κατά τέταρτο, γνωρίζουμε ότι η Αντιόχεια είχε εκχριστιανιστεί κατά ένα μεγάλο της μέρος με την συνεπικουρεία της νωθρότητητας των πολιτών της. Συνεπώς, θα ήταν δύσκολο να επιχειρηθεί κάτι τέτοιο.
Στην πραγματικότητα, ο 41ος λόγος ανήκει σε ένα συγκεκριμένο είδος λόγων, τα «προγυμνάσματα» ή «μελέται», που είναι ρητορικές ασκήσεις. Στο διαδικτυακό τόπο «Britannica.com/biography/libanius», διαβάζουμε:
Libanius’ s works include more than 50 orations of varius types, of which the first is especially famous for its autobiographical character. Also surviving are about 50 declamations and other writings intended for use in schools (progymnasmata), as well as more than 1500 letters great historical interest.
Δηλαδή:
Τα έργα του Λιβανίου περιλαμβάνουν πάνω από πενήντα ομιλίες διαφόρων ειδών, από τις οποίες οι πρώτες είναι περίφημες για τον αυτοβιογραφικό τους χαρακτήρα. Επίσης διασώζονται περίπου πενήντα ρητορικοί λόγοι και άλλα γραπτά που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν στις σχολές ρητορικής (προγυμνάσματα), όπως επίσης και περισσότερες από χίλιες πεντακόσιες επιστολές, μεγάλου ιστορικού ενδιαφέροντος.
Στο λεξικό του Ν. Λωρέντη, αναφέρεται για τον Λιβάνιο, «Σώζονται του σοφιστού τούτου διάφοροι ρητορικοί λόγοι, μελέται, επιστολαί και υποθέσεις εις τους λόγους του Δημοσθένους…» (σ. 324).
Μια από τις σημασίες του όρου «μελέτη» είναι «άσκησις, εξάσκησις» (Δημητράκος τ. Θ’ σ. 4645).
Σύμφωνα με το λεξικό του Ησύχιου «Γλώσσαι», «μελέτη γαρ άσκησις».
Το θέμα είναι λοιπόν φανταστικό χάριν ασκήσεως και όχι πραγματικό. Αυτό παρουσιάζεται ως…ιστορικό γεγονός, αποδεικτικό των «ανθρωποθυσιών»!
15. Ο Φιλοποιμήν
Ο Φιλοποιμήν ήταν ένας σπουδαίος αρχιστράτηγος του Αχαϊκού Συνδέσμου. Στην τελευταία του μάχη, όντας «προβεβηκός το γήρας» -όπως αναφέρεται-, συνελήφθη από τους Μεσσήνιους και οδηγήθηκε λαβωμένος στην Μεσσήνη όπου αναγκάστηκε να πει το κώνειο σε ηλικία 78 ετών. Σε όλη την Ελλάδα στήθηκαν ανδριάντες και επιγραφές με τα κατορθώματά του. Μάλιστα, προς τιμή του, θέσπισαν ετήσια γιορτή.
Η σύνδεσή του με δήθεν ανθρωποθυσίες που γίνονταν στον τάφο του, είναι άτοπη καθώς ο Φιλοποιμήν δεν λογίστηκε ποτέ ως θεότητα. Αν ισχύει η θανάτωση των αιχμαλώτων προς τιμή του, ήταν μια πράξη πολεμικών αντιποίνων.
Γράφει ο Πλούταρχος: «Εις την πόλιν, επιποθούσαν τον άνδρα και βαρέως φέρουσαν, οιομένην συναποβεβληκέναι το πρωτεύειν εν τοις Αχαιοίς. Ετάφη μεν ουν ως εικός ενδόξως, και περί το μνημείον οι των Μεσσηνίων αιχμάλωτοι κατελεύσθησαν» (Φιλοποιμήν 21).
16. Ο Αθάμας και οι απόγονοί του, κατά τον Ηρόδοτο
Ο Ηρόδοτος στο βιβλίο των Ιστοριών του «Πολύμνια» (197), αναφέρει ότι οι οδηγοί του Ξέρξη διηγήθηκαν στον Ξέρξη μια ντόπια φήμη/ θρύλο («επιχώριον λόγον»), σχετικά με το ιερό του Λαφυστίου Διός. Δηλαδή, του διηγήθηκαν ότι κάποτε ο Αθάμας είχε επιβάλλει στους απογόνους του όποιος εισέρχεται μέσα στο πρυτανείο του ιερού αυτού χωρίς άδεια, να θυσιάζεται. Και του είπαν επίσης ότι σε αυτήν την ποινή καταδικάστηκαν αργότερα οι απόγονοι του Φρίξου, διότι ένας από αυτούς (ο Κυτίσσωρος) έσωσε τον Αθάμα που ήταν να θυσιαστεί για τον καθαρμό της πόλης, με αποτέλεσμα να πέσει η οργή των θεών σε αυτόν και στους απογόνους του. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα ο Ξέρξης και ο στρατός του να μην εισέλθουν στον ιερό χώρο, από φόβο. Στην ουσία, αυτός ο επιχώριος λόγος λειτουργούσε αποτρεπτικά, ώστε να παρεμποδίζει την είσοδο σε όσους δεν έπρεπε να μπουν.
17. Διόνυσος και ωμοφαγία
Ο Διόνυσος συνδέεται με τις ζωοποιές ιδιότητες του Ηλίου και του Έρωτος, τη βλάστηση και τις γονιμοποιές δυνάμεις. Για αυτό, ιδιαίτερο σύμβολό του συν τοις άλλοις, ήταν και ο φαλλός. Εκλαμβάνονταν από τους απλούστερους ως θεός του κρασιού, ενώ από τους μύστες ως θεός της εκστάσεως. Επίσης, θεός του Χορού, του Θεάτρου, και της ψυχικής ανατάσεως εν γένει. Ο συμβολισμός του Διονύσου είναι ένα τεράστιο θέμα με πολύ βαθιές προεκτάσεις (βαθύτερες από όσες μπορεί να καταλάβει ο αναγνώστης από όσα διαβάζει εδώ), και δεν είναι επί του παρόντος να αναλυθεί πλήρως.
Μελετώντας τους αρχαίους συγγραφείς, διαπιστώνουμε ότι ο Διόνυσος και ο Όσιρις έχουν αρκετά κοινά σημεία στις μυθολογίες τους. Ο Πλούταρχος μας διευκρινίζει πάρα πολλά σχετικά με το θέμα μας, στο έργο του «Περί Ίσιδος και Οσίριδος». Όπως ο ήλιος, η σελήνη, ο ουρανός, η γη, η θάλασσα, είναι κοινά σε όλους, έτσι και οι θεότητες και οι ιδιότητές τους είναι κοινές σε όλους τους λαούς και τις παραδόσεις. Μόνο τα ονόματα αλλάζουν. Αναφερόμενος στον Όσιρι, γράφει στην Κλέα· «Το ότι είναι ο ίδιος με τον Διόνυσο, ποιος άλλος πρέπει να το γνωρίζει καλύτερα από σένα , Κλέα, που είσαι αρχηγός των Θυιάδων στους Δελφούς και αφιερωμένη από τον πατέρα και τη μητέρα σου στις ιερές τελετές του Ισίριδος;» (Πλούταρχος, Περί Ίσιδος και Οσίριδος 35 Ε).
Αλλά και ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης, γράφει ότι «Οι Αιγύπτιοι λένε πως ο θεός που εκείνοι ονομάζουν Όσιρι είναι ο καλούμενος από τους Έλληνες Διόνυσος» (Ιστορική Βιβλιοθήκη, Δ΄ 1.6).
Έτσι λοιπόν και οι δύο ταξίδευσαν σε όλο τον κόσμο εκπολιτίζοντας τους ανθρώπους, τους δίδαξαν τους καρπούς της γης, όρισαν νόμους, χρησιμοποίησαν το τραγούδι και τη μουσική. Σύμβολό τους ο φαλλός, ιερό τους ζώο ο ταύρος. Στις λατρείες αμφοτέρων οι θρησκευτές κρατούν θύρσους και κραυγάζουν. Το τελευταίο και άμεσα σχετιζόμενο με το θέμα μας, ότι σύμφωνα με την μυθολογία, και οι δύο διαμελίστηκαν και επανήλθαν στην ζωή. «Οι μύθοι επίσης για τους Τιτάνες και τα Νυκτέλια συμφωνούν με τους μύθους για τον διαμελισμό, την αναβίωση και την παλιγγενεσία του Οσίριδος» (ο. π. 35 Α). Με τον διαμελισμό τους σχετίζεται η ωμοφαγία. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι στις τελετές χρησιμοποιούνται ιερά μυστικά- μυητικά σύμβολα, τα οποία ορισμένοι τα εκλάμβαναν κατά κυριολεξία και όχι με τον ορθό φιλοσοφικό τρόπο, με αποτέλεσμα να πέσουν στην δεισιδαιμονία.
Επισημαίνει: «Όταν ακούσεις, λοιπόν, τους μύθους των Αιγυπτίων για τους θεούς, περιπλανήσεις, διαμελισμούς και πολλά τέτοια παθήματα, πρέπει να θυμάσαι όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως και να μην νομίζεις ότι ένα γεγονός όπως το διηγούνται έτσι και έγινε» (ο. π. 11 Β).
Και επίσης, «Αφού, λοιπόν, άκουσες τα σχετικά με τους θεούς και δέχεσαι τον μύθο απ’ αυτούς που τον ερμηνεύουν με ευλάβεια και φιλοσοφική διάθεση (αρχαίο: των εξηγουμένων τον μύθον οσίως και φιλοσόφως), εκτελώντας πάντα και τηρώντας τα καθιερωμένα, θεωρώντας πως ούτε θυσίες ούτε πράξεις τους ευχαριστούν περισσότερο από το να έχει κανείς σωστή αντίληψη για τους θεούς, τότε θα αποφύγεις το κακό που είναι εξίσου μεγάλο με την αθεία, τη δεισιδαιμονία δηλαδή» (ο. π. 11 D).
Μια από τις προσηγορίες του Διονύσου είναι και το «ωμάδιος» ή «ωμηστής», που σημαίνει «ωμοφάγος». Φυσικά, αυτό δεν έχει καμία σχέση με υποτιθέμενες ανθρωποθυσίες. Ο Ορφέας στους πανάρχαιους ύμνους του, τον προσφωνεί «αγνόν, ωμάδιον, τριετή, σταφυλοτρόφο, βλαστοφόρο» (ύμνος 30). Επίσης «πρωτόγονο» και «άγριον». Όπου «πρωτόγονος» σημαίνει τον «πρώτο γόνο» (πιθανότατα επειδή συντελεί στην παραγωγή των καρπών), και «άγριος» που έχει τη σημασία του «εν τοις αγροίς ζων», «παν το μη καλλιεργούμενων υπ’ ανθρώπου» (Δ. Δημητράκος, τ. Α΄σ. 56). Στο ύμνο 53, καλείται «χθόνιος», «κινώντας τους χορούς στις κυκλικές εποχές». Είναι καθαρή η αναφορά ότι σχετίζεται με τη γη και τις εποχές που επαναλαμβάνονται με κυκλικό ρυθμό, σαν χορός. Επίσης, προσφωνείται «χλωροκάρπε, κερασφόρε, κάρπιμε Βάκχε, έλα στην πάνθεη τελετή με πρόσωπο ανθηρό, φορτωμένος με τελεσιγόνους ιερούς καρπούς». Σε άλλον ύμνο προσφωνείται, «εύκαρπε, που αυξάνεις τον χαροποιό καρπό». Στον ίδιο ύμνο· «που εμφανίσθηκες ως παυσίπονο φάρμακο στους θνητούς, ιερόν άνθος». Και η επίκλησή του, «σε καλώ να έρθεις στους μύστες γλυκύς, φερέκαρπος» (ύμνος 50). Άμεση η σύνδεσή του με τους καρπούς της γης. Ο Πορφύριος στο «Περί αγαλμάτων» γράφει ότι «η δύναμη που παράγει τους κελυφωτούς καρπούς και όλους γενικά τους καρπούς των φυτών, ονομάζεται Διόνυσος». Η ωμοφαγία μπορεί να συνδεθεί με τη βρώση των καρπών, εφόσον αυτοί καταναλώνονται ως επί το πλείστο, ωμοί.
Ωστόσο, υπάρχει μόνο μια μαρτυρία που συνδέει το «ωμηστής» με την ανθρωποθυσία. Αυτή προέρχεται από τον Φανία τον Λέσβιο, που απλά παρατίθεται από τον Πλούταρχο στο έργο «Θεμιστοκλής». Εκεί αναφέρεται ότι πριν την έναρξη της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, ο Θεμιστοκλής θυσίασε τρείς Πέρσες. Για το ανιστόρητο του πράγματος, έχει γίνει ήδη λόγος. Ο Ευριπίδης στην τραγωδία «Κρήτες» (διασώζεται αποσπασματικά), αναφέρονται οι τελετουργικές πράξεις κατά τις οποίες κάποιος μπορεί να γίνει βάκχος. Ο χορός (που αποτελείται από τους ιερείς του Διός, απευθύνεται στον Μίνωα και του λέει συν τοις άλλοις: «Έρχομαι, αγνόν βίο κηρύσσοντας, όμοιον μ’ εκείνον που μ’ έκαμε να γίνω μύστης του Ιδαίου Διός και του νυκτιπόλου Ζαγρέως τα κρούσματα δοξάζω, αφού ετέλεσα τα ωμοφάγα δείπνα και ύψωσα στην ορεινή Μητέρα τιε δάδες κι επήρα των Κουρητών τ’ όνομα, βάκχος όσιος τώρα εγώ. Κάτασπρα ρούχα φορώντας φεύγω· και νόμο μου έχω από θνητών γεννήσεις και θήκες νεκρών να μένω μακρυά κι ούτε να εγγίζω φαγητά που έγιναν από πλάσματα που έχουν ψυχή».
Στις «Βάκχες», ο ίδιος τραγικός, συσχετίζει την ωμοφαγία με την ζωοφαγία. Λέει ο χορός (οι βάκχες), «Τι γλύκα είν’ απ’ τα βουνά σαν τρέχει ξεκομμένος απ’ τους γρηγοροκίνητους θεόληπτους θιάσους μ’ ένα εφαφόδερμα ιερό στον κάμπο αναζητώντας αίμα σφαγμένου τράγου, χαρά ωμών κρεάτων». Βεβαίως ο Ευριπίδης (όπως και κάθε άλλο μεγάλο πνεύμα) γράφει κωδικοποιημένα. Δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται όλα κατά κυριολεξία, ειδικά όταν η κυριολεκτική ερμηνεία προσκρούει στην καθαρά θρησκευτικοφιλοσοφική αρχαία παράδοση. Το ίδιο ισχύει για κάθε αρχαίο σύγγραμμα.
Η ωμοφαγία είναι κώδικας που ανάγει το νου του μυημένου στον διαμελισμό του Διονύσου. Όπως ο Όσιρις διαμελίστηκε από τον Τυφώνα, έτσι και ο Διόνυσος από τους Τιτάνες. Ο διαμελισμός αυτός δηλεί (συν τοις άλλοις και) τον αφανισμό του Ιερού Λόγου, δηλαδή όλης εκείνης της αρχαίας ιερής Γνώσης, που συνδέει τις κοσμικές λειτουργίες του παντός με την ουσία του ανθρώπου. Η επανασύσταση του σώματος (ανάσταση), δηλεί την επανένωση όλων των διασπασμένων κομματιών της Γνώσης (που βρίσκεται στις διάφορες παραδόσεις), σε μία ενιαία Σοφία.
«Είναι ελληνικό, ξέρεις, το όνομα Ίσις όπως και ο Τυφών, που είναι εχθρός της θεάς, τυφλωμένος από την άγνοια και την πλάνη, που διαμελίζει και αφανίζει τον ιερό λόγο, τον οποίο συγκεντρώνει η θεά, τον συνθέτει και τον παραδίδει σε αυτούς που μυούνται στα μυστήρια που τελικό σκοπό έχουν τη Γνώση του πρώτου, κυρίαρχου και νοητού» (Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 11 F).
Επίλογος
Η κυριαρχία του πνευματικού σκότους έχει αρχίσει εδώ και καιρό να υποχωρεί από τις καρδιές όσων ζητούν την αλήθεια. Το φως της Γνώσεως έρχεται να ξεσκεπάσει συνομωσίες αιώνων, δείχνοντας και πάλι το δρόμο προς την αυτογνωσία. Τα ψεύδη και οι πλάνες είναι καιρός να εκριζωθούν και μαζί να εκτεθούν τα κατεστημένα των ιερατείων που αιώνες τώρα απομυζούν και διαμελίζουν τον αληθώς ιερό λόγο. Είναι καιρός να σταματήσουν οι αθλιότητες από όπου και αν προέρχονται.
Αναίρεση του ψεύδους των χριστιανικών απολογητικών διαστρεβλώσεων περί των δήθεν ανθρωποθυσιών των Ελλήνων και περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται εντέχνως από ορισμένους κύκλους, για να αποδείξουν δήθεν την ανωτερότητα του χριστιανισμού έναντι της Ελληνικής παράδοσης.
Είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο Ελληνικός πολιτισμός ήταν ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στην παγκόσμια ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος. Μια μεστή κοσμοθεωρία, μια ευγενική και μεγαλειώδης πρόταση για τον Άνθρωπο, τόσης μεγάλης εμβελείας και δυναμικότητος, ώστε να καθίσταται ουσιαστική και θεμελιώδης η διάκριση Ελλήνων και μη Ελλήνων (βαρβάρων). Αργότερα, κατά την εποχή των διαδόχων του Αλεξάνδρου, θα χαρακτηριστούν ως «ελληνιστές» όσοι μη Έλληνες μετείχαν της Ελληνικής παιδείας. Με αυτήν την νοοτροπία, πέρα από τα στενά όρια των συνόρων και των φυλών, αγκαλιάζοντας τον κάθε ελεύθερα σκεπτόμενο άνθρωπο που επιθυμεί το «κατά φύσιν ζειν, τουτέστι κατ’ αρετήν», πορεύτηκε η ανθρωπότητα και πορεύεται μέχρι και σήμερα. Κατά τους σκοτεινούς αιώνες, το «ελληνίζειν» παραποιήθηκε, λοιδορήθηκε, καταδιώχθηκε, και κατάντησε να σημαίνει ψευδώς το «ειδωλολατρείν».
Στο διάβα της μακραίωνης ιστορίας, ο πολιτισμός αυτός υπέστη λεηλασίες, βανδαλισμούς, καπηλεία. Ξένοι επικυρίαρχοι προσπάθησαν να αντιγράψουν, να αλλοιώσουν, να βεβηλώσουν, να καταστρέψουν μνημεία και κειμήλια (ες έδαφος φέρειν), και εν γένει να εξαφανίσουν οτιδήποτε τον θύμιζε, προκειμένου να επιβάλλουν για πολιτικούς σκοπούς τα δικά τους βάρβαρα συστήματα θρησκευτικής υπακοής. Αν και έβλαψαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τον ελληνικό τρόπο, ωστόσο δεν κατόρθωσαν να τον ξεριζώσουν. Προσπάθησαν να τον συκοφαντήσουν (και τον συκοφαντούν ακόμα μέσω των νέο-απολογητών), αλλοιώνοντας κείμενα και νοήματα (που οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν ούτε και ενδιαφέρονται για αυτό), υπακούοντας με τρόπο δογματικό στην υπεράσπιση της χριστιανικής θρησκείας με κάθε τρόπο και μέσο.
Τα μνημεία του θαυμάζονται από πλήθος ανθρώπων. Η γραπτή παράδοση (όση διασώζεται), ελκύει ανθρώπους που επιδιώκουν να μετέχουν σε αληθινές αξίες και ιδανικά και όχι σε αυτά που δίνει το καταστημένο, κατευθυνόμενο σύστημα. Ο Πλάτων, που συχνά κατακρίνεται από την αριστερή προπαγάνδα για τις δήθεν συντηρητικές και αναχρονιστικές απόψεις του, μας λέει στο «Συμπόσιο»: «Διότι εις των βαρβάρων την αντίληψιν είν’ εξ αιτίας της απολυταρχίας ανήθικον και τούτο, όπως και η αγάπη προς την καλλιέργειαν του πνεύματος και τον αθλητισμόν. Διότι δεν συμφέρει, φαντάζομαι, εις τους κυβερνώντας φρονήματα γενναία να καλλιεργούνται μεταξύ των υπηκόων και φιλίαι και δεσμοί ισχυροί» (182 b). Ποτέ όμως δεν κατανοείται η φιλοσοφική διάσταση των πραγμάτων, όταν κρίνεται με βάση τις θρησκευτικές ή τις πολιτικές ιδεολογικές προκαταλήψεις. Ούτε βέβαια η αριστοκρατία που πρεσβεύει ο μέγιστος των φιλοσόφων έχει καμία σχέση με την αριστοκρατία όπως την θεωρεί η Δεξιά. Η πολιτική όπως κατάντησε σήμερα, είναι το μέσο για να διχάζει τους ανθρώπους προκειμένου να συντηρείται το κατεστημένο. Για αυτό εξάλλου, όταν έρθει στην εξουσία είτε το μεν είτε το δε, ξαφνικά και ως δια μαγείας, λησμονούνται τα πάντα και μετατρέπονται στο ίδιο πράγμα. Το πραγματικό επαναστατικό πνεύμα κατά της μικρότητας και υπέρ της ανελίξεως του ανθρώπου, μπορεί να συνοψιστεί στο Δελφικό παράγγελμα «Γνώθι σαυτόν». Φιλοσοφία, τέχνες, γράμματα, επιστήμη, ποίηση, μουσική, θέατρο, λατρεία και ιερά μυστήρια (καθώς και ό, τι όλα αυτά περιλαμβάνουν), είναι οι εκφάνσεις αυτού του πολιτισμού, οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Πώς θα μπορούσε ποτέ η μιαρότατη «ανθρωποθυσία» να αποτελεί έθος, ιεροπραξία, φρόνημα και ήθος των προγόνων μας; Πώς θα μπορούσε μια ηθική που απορρέει από την ίδια την ουσία του Ανθρώπου, να δεχτεί αυτήν την απάνθρωπη και άλογη πράξη;
Σύμφωνα με τον Αθανάσιο Σταγειρίτη, οι Έλληνες «κατέστησαν λατρείας και τελετάς προς τιμήν του θείου, και νομοθεσίας εις ευδαιμονίαν των ανθρώπων» (Ωγυγία, τ. Γ΄, σ. 27). Αν λοιπόν ήταν στο πλαίσιο του τελετουργικού της αρχαίας ελληνικής λατρείας, τότε θα έπρεπε να ήταν τακτό και να είχε την γενική αποδοχή. Κάτι τέτοιο όμως ισχύει μόνο στην φαντασία των απολογητών.
1. Τι ορίζεται ως «ανθρωποθυσία»
Σύμφωνα με το «Μέγα λεξικό της όλης ελληνικής γλώσσης» του Δ. Δημητράκου, ανθρωποθυσία είναι «η δια σφαγής προσφορά ανθρωπίνου θύματος εις θεόν τινά προς εξιλασμόν αυτού» και ανθρωποθυτώ σημαίνει «θυσιάζω, σφάζω ανθρώπους, προσφέρων ούτω αυτούς ως θυσίαν εις τους θεούς» (τ. Β΄, σ. 564).
Η λέξη «θυσία» γενικότερα, κατά το ίδιο λεξικό, σημαίνει την «λατρευτικού χαρακτήρος αναίμακτος ή και αιματηρά προσφορά προς θεότητα» (τ. Ζ΄, σ. 3393).
Συνεπώς, για να ισχυριστούμε ότι έχουμε «ανθρωποθυσία», πρέπει να έχουμε λατρευτική προσφορά σε θεούς. Είναι βασικό και στοιχειώδες να το κατανοήσουμε, προκειμένου να μην μπερδευόμαστε με τις αναφορές που βρίσκουμε στα αρχαία μας κείμενα. Διότι συχνά, είτε σκοπίμως είτε από άγνοια, οι πολλοί αρκούνται σε αναφορές δίχως να εξετάζουν επισταμένα τί αφορούν και τί δείχνουν οι πληροφορίες των κειμένων.
2. Αρχαίοι συγγραφείς και ανθρωποθυσίες
Μελετώντας τα αρχαία κείμενα, διαπιστώνουμε ότι κανένας αρχαίος συγγραφέας (είτε φιλόσοφος, είτε ιστορικός, είτε ποιητής, είτε θεατρικός συγγραφέας κλπ), δεν αναφέρει ότι είδε ο ίδιος την τέλεση κάποιας ανθρωποθυσίας στην εποχή του. Οι αναφορές τους είναι είτε παρμένες από τοπικούς θρύλους, είτε από τη μυθολογία, είτε από αναληθείς φήμες (όπως στην περίπτωση του Θεμιστοκλή που θα εξετάσουμε παρακάτω).
Σε αντίθεση με όλα αυτά, υπάρχουν ξεκάθαρες αναφορές ότι οι Έλληνες ποτέ δεν είδαν την ανθρωποθυσία ως κάτι το νόμιμο, ηθικό και όσιο.
Για παράδειγμα, ο Πλάτων αναφέρει ότι «ημίν μεν ου νόμος εστίν ανθρώπους θύειν αλλ’ ανόσιον» (Μίνως, 315c). Ο Πλούταρχος, πρωθιερέας του Απόλλωνος στους Δελφούς, αναφέρει στο έργο «Περί δεισιδαιμονίας» ότι η ανθρωποθυσία είναι πράξη δεισιδαιμονική και την αντιδιαστέλλει ριζικά από την ελληνική λατρεία των Ολυμπίων. Μάλιστα στο «Αίτια ελληνικά», ονομάζει την αναφερόμενη υπό της μυθολογίας προσφορά ανθρωπίνου βρέφους του Λυκάονα προς τον Λύκαιο Δία ως «τον περί τον Δία μιάσματος». Ο Σέξτος ο Εμπειρικός γράφει ότι «Εν μεν Ταύροις της Σκυθίας νόμος ην τους ξένους τη Αρτέμιδι καλλιερείσθαι, παρά δε ημίν άνθρωπον απείρηται προς ιερώ φονεύεσθαι» (Σέξτος, Πυρρώνειες υποτυπώσεις Α΄ , 149). Δηλαδή, ενώ για τους κάτοικους της Ταυρίδας (σημερινή Κριμαία) ήταν νόμος να θυσιάζουν στην Αρτέμιδα τους ξένους, για εμάς είναι ανίερο να φονεύεται κάποιος και να προσφέρεται σε θεό και μάλιστα εντός ιερού τόπου. Ήταν Έλληνες όμως οι κάτοικοι της Ταυρίδας; Ο Παυσανίας, όταν αναφέρεται στο άγαλμα της Ορθίας Αρτέμιδος που βρίσκονταν στην Λακεδαίμονα, λέει ότι το έφεραν από την Ταυρική. Τους κατοίκους της Ταυρικής του ονομάζει «βαρβάρους», δηλαδή μη Έλληνες. Όμως, τα ίδια μπορεί να συμπεράνει κανείς και από την μυθολογία, στην οποία είναι αποκρυσταλλωμένη η ιερή προγονική μνήμη.
3. Μύθοι
Αφού όμως η πλειοψηφία των αναφορών βρίσκεται στην μυθολογία, καλό θα ήταν να δούμε τι αναφέρει σχετικά ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Σαλλούστιος.
Τι δήποτε ουν τούτους αφέντες τους λόγους οι παλαιοί μύθοις εχρήσαντο, ζητείν άξιον· και τούτο πρώτον εκ των μύθων ωφελείσθαι το γε ζητείν, και μη αργόν την διάνοιαν έχειν. Ότι μεν ουν θείοι οι μύθοι εκ των χρησαμένων εστίν ειπείν· και γαρ των ποιητών οι θεόληπτοι και των φιλοσόφων οι άριστοι, οι τε τας τελετάς καταδείξαντες και αυτοί δε εν χρησμοίς οι Θεοί μύθοις εχρήσαντο. Των δε μύθων οι μεν εισί θεολογικοί, οι δε φυσικοί, οι δε ψυχικοί τε και υλικοί, και εκ τούτων μικτοί. Πρέπουσι δε των μύθων οι μεν θεολογικοί φιλοσόφοις, οι δε φυσικοί και ψυχικοί ποιηταίς, οι δε μικτοί τελεταίς επειδή και πάσα τελετή προς τον Κόσμον ημάς και προς τους θεούς συνάπτειν εθέλει. (Σαλλούστιος, Περί θεών και κόσμου)
Ο Σαλλούστιος αρχίζοντας το έργο του «Περί θεών και κόσμου», προαναφέρει ότι ο άνθρωπος που θέλει να ακούσει για τους θεούς, δεν πρέπει να ερμηνεύει κατά γράμμα τους μύθους. Διότι εκεί, κάθε θεός παρουσιάζεται ανθρωποπαθώς, ενώ στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο. Δηλαδή, κάθε θεός είναι αγαθός, απαθής, αμετάβλητος. Επίσης, στην πραγματικότητα οι θεοί δεν έχουν υλική σωματική υπόσταση, και κατά συνέπεια δεν περιέχονται σε κάποιον τόπο και δεν χωρίζονται ο ένας από τον άλλο, ούτε από την πρώτη αιτία. Ακριβώς όπως δεν χωρίζονται οι νοήσεις από τον νου και οι αισθήσεις από τα ζωντανά όντα. Και συνεχίζει, ότι οι παλαιοί χρησιμοποίησαν τους μύθους αλληγορικά, βάζοντας με αυτό τον τρόπο τον ακροατή σε μια διαδικασία έρευνας και αναζητήσεως προκειμένου να αποκωδικοποιηθεί ο λόγος, ώστε να μην μένει άπραγη και αργή η διάνοια. Επομένως, το ότι ο λόγος (η βαθύτερη ουσία) δίδεται υπό μορφή μύθου (κωδικοποιημένα), είναι για την εξάσκηση του νου. Ως εκ τούτου, ο μύθος στην πραγματικότητα, δεν είναι μια απλή ιστοριούλα που απευθύνεται σε αφελείς, αλλά περιέχει πολλά μηνύματα κωδικοποιημένα, έχοντας πολλαπλά επίπεδα κατανόησης, ανάλογα με το νοητικό επίπεδο του ακροατή. Όπως λέει ο Πλούταρχος, είναι σαν το φως του ηλίου που αναλύεται στα χρώματα της ίριδος. Ένα φως (ένας λόγος), πολλά χρώματα (πολλά νοήματα).
Όπως αναφέρει ο ίδιος, «το δε δια μύθων ταληθές επικρύπτειν τους μεν καταφρονείν ουκ εά, τους δε φιλοσοφείν αναγκάζει». Δηλαδή, ο μύθος κρύπτει το αληθές, ώστε να διακρίνονται οι καταφρονητές από εκείνους που αναγκάζονται να φιλοσοφήσουν.
Η θεία προέλευση των μύθων, κατά τον Σαλλούστιο, φαίνεται από το ότι οι ίδιοι οι θεοί χρησμοδοτούσαν δια των μύθων, από τη χρήση υπό των ποιητών, των φιλοσόφων, και από εκείνους που παρέδωσαν τα τελούμενα στα Ιερά μυστήρια.
Οι μύθοι διακρίνονται σε θεολογικούς (που ταιριάζουν στους φιλοσόφους), σε φυσικούς και ψυχικούς (που ταιριάζουν στους ποιητές), και οι μικτοί που ταιριάζουν στις μυήσεις των μυστηρίων επειδή δια αυτών ο μυούμενος συνδέεται με το Σύμπαν και τους θεούς. Πέρα από τις αναλύσεις του Σαλλουστίου, έχουμε μαρτυρίες ότι ο μύθος πολλές φορές αφορά και κάποιο ιστορικό γεγονός, διανθισμένο σαφώς με αλληγορικά στοιχεία (Πλάτων, Διόδωρος Σικελιώτης, Αριστοτέλης κ.α).
Συνεπώς, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν διαβάζουμε την αρχαία ελληνική γραμματεία, ώστε να κατανοούμε ορθά τα γραφόμενα και να διακρίνουμε τα παραπάνω. Κατά κανόνα, οι αλληγορικοί μύθοι παρουσιάζουν τους πρωταγωνιστές τους να έχουν κωδικοποιημένα ονόματα-σύμβολα, που χρήζουν αποκωδικοποιήσεως. Για αυτό και οι αρχαίοι έλεγαν, «αρχή σοφίας, ονομάτων επίσκεψις». Σκέψη πάνω στο τί σημαίνουν και στο τί δηλώνουν τα ονόματα.
4. Παραδείγματα μύθων που παρουσιάζονται ως ιστορικά γεγονότα από τους νεοαπολογητές
Οι Θηβαίοι και η προσφορά βρέφους σε αλεπού.
Στο δεύτερο βιβλίο της «Μυθολογικής Βιβλιοθήκης» του Απολλόδωρου (Β΄ 4. 6-7), αναφέρεται η ιστορία του βασιλιά των Μυκηνών, Ηλεκτρύονα. Κάποτε, επιχείρησαν οι γιοι του Πτερελάου να κλέψουν τα βόδια του πρώτου. Η ιστορία κατέληξε στον αλληλοσκοτωμό των γιών των δύο βασιλιάδων, πλην του Λικυμνίου (από πλευράς Ηλεκτρύωνα) και του Ευήρη (από πλευράς Πτερελάου). Οι υπόλοιποι από τους συντρόφους τους διέφυγαν με τα βόδια στον Πολύξενο, από τον οποίο ο Ηλεκτρύονας τα πήρε πίσω. Όμως, δεν του αρκούσε αυτό. Ήθελε να εκδικηθεί το θάνατο των παιδιών του. Για αυτό, αφού παρέδωσε τη βασιλεία στον Αμφιτρύωνα και την Αλκμήνη, εκστράτευσε κατά των Τηλεβόων, όπου τελικά και σκοτώθηκε. Ο Σθένελος, εκμεταλλευόμενος το θάνατο του Ηλεκτρύωνα, πήρε την εξουσία και τη βασιλεία των Μυκηνών, διώχνοντας τον Αμφιτρύωνα, και τα παιδιά του (τον Ηλεκτρύωνα, την Αλκμήνη, και τον Λικύμνιο). Αυτοί κατέληξαν στην αυλή του Κρέοντα, στην Θήβα. Τότε ο Αμφιτρύωνας, ζήτησε τη βοήθεια του Κρέοντα κατά των Τηλεβόων. Ο Κρέοντας συμφώνησε, αλλά με την προϋπόθεση να τον βοηθήσει πρώτα στην απαλλαγή της περιοχής από μια αλεπού που ρήμαζε τα πάντα. Το πεπρωμένο αυτής της αλεπούς ήταν ότι κανείς δεν θα μπορούσε να τη συλλάβει («έφθειρε γαρ την Καδμείαν αλώπηξ θηρίον, υποστάντος δε όμως ειμαρμένον ην αυτήν μηδέ τινα καταλαβείν»). Αφού λοιπόν βρίσκονταν σε αυτήν την απελπιστική κατάσταση, οι Θηβαίοι αναγκάζονταν να προσφέρουν κάθε μήνα ένα παιδί σε αυτήν («αδικουμένης δε της χώρας, ένα των αστών παίδα οι Θηβαίοι κατά μήνα προετίθεσαν αυτή, πολλούς αρπαξούση, τούτ’ ει μη γένοιτο»). Ο Αμφιτρύωνας σκέφτηκε να πάει στην Αθήνα και να ζητήσει από τον Κέφαλο τον σκύλο που έφερε η Πρόκρις από την Κρήτη, παίρνοντας τον από τον Μίνωα. Το αντίστοιχο πεπρωμένο αυτού του σκύλου ήταν ότι πάντα θα μπορούσε να συλλαμβάνει ότι κυνηγά («ην δε και τούτω πεπρωμένον παν, ό, τι αν διώκη, λαμβάνειν»). Επειδή τα πεπρωμένα των δύο αυτών ζώων ήταν εντελώς αντίθετα μεταξύ τους δημιουργώντας έναν ατέρμονα κύκλο κυνηγιού, ο Δίας αποφάσισε να τα ακινητοποιήσει πετρώνοντάς τα («διωκομένης ουν υπό του κυνός της αλώπεκος, Ζευς αμφοτέρους λίθους εποίησεν»). Εφόσον δόθηκε λύση στο πρόβλημα των Θηβαίων, εκείνοι εκπλήρωσαν την υπόσχεση που είχαν δώσει στον Αμφιτρύωνα. Όσο ζούσε ο Πτερέλαος, δεν μπορούσαν να εκπορθήσουν το βασίλειό του. Όταν όμως η κόρη του η Κομαιθώ ερωτεύθηκε τον Αμφιτρύωνα, πρόδωσε τον πατέρα της, αφαιρώντας από το κεφάλι του την χρυσή τρίχα. Τότε πέθανε, με αποτέλεσμα να πέσει το βασίλειό του. Με αυτόν τον τρόπο, εκπληρώθηκε η εκδίκηση του Ηλεκτρίωνα.
Είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται περί μύθου, και μάλιστα με πολύ βαθύ συμβολισμό. Συνεπώς, η προσφορά του παιδιού προς την περίεργη εκείνη αλεπού, δεν είναι ιστορικό γεγονός, αλλά ανήκει στον μύθο. Όταν λοιπόν ο Παυσανίας αναφέρεται και αυτός σε αυτά τα περιστατικά, σε αλληγορικό μύθο αναφέρεται.
Κομαιθώ και Μελάνιππος.
Ο Παυσανίας στα Αχαϊκά (19.1-4), μας αναφέρει την ιστορία της ιέρειας της Αρτέμιδος Κομαιθούς και του Μελανίππου. Η Άρτεμις είναι θεά της παρθενίας και της εγκρατείας. Η ιέρειά της έπρεπε να είναι το ίδιο. Η Κομαιθώ όμως παρέβηκε τον όρο αυτό και συνευρέθηκε με τον Μελάνιππο μέσα στο ιερό της θεάς. Αυτό προκάλεσε την οργή της, που επέφερε όλα τα δεινά, και όταν ρώτησαν το μαντείο, η απάντηση ήταν ότι η θεά θα κατευνάζονταν μόνο αν θυσιάζονταν οι δύο τους στην θεά αλλά και κάθε χρόνο να θυσιάζουν έναν νέο και μια νέα παρθένο.
Το ότι η παραπάνω ιστορία ανήκει στον διδακτικό μυητικό μύθο, προκύπτει από τα εξής. Τα ίδια τα ονόματα είναι κωδικές ονομασίες. Το όνομα «Κομαιθώ» είναι από τη λέξη «κομαίθα» που σύμφωνα με το λεξικό του Ησυχίου σημαίνει «τυχούσα γυνή» (πρβ. Λεξικό Δημητράκου, τ. Η΄, σ. 4015). Το όνομα «Μελάνιππος» σημαίνει τον «μέλανα ίππο». Παραπέμπω τον αναγνώστη στον παραλληλισμό των μερών της ψυχής με δύο ίππους και τον ηνίοχο, που αναφέρεται στον πλατωνικό διάλογο «Φαίδρος». Εκεί, ο μέλας ίππος συμβολίζει το επιθυμητικό μέρος της ψυχής, το οποίο δεν ηνιοχείται από το λογιστικό μέρος.
Όταν ο μέλας ίππος άγει την ψυχή (ο Μελάνιππος), τότε ο άνθρωπος υποβιβάζεται σε έναν τυχαίο καθημερινό άνθρωπο (Κομαιθώ). Τότε παρασυρόμενος από την ύλη, αντί να την χρησιμοποιήσει ορθά για την ανέλιξή του, τον χρησιμοποιεί εκείνη με αποτέλεσμα να τον καθιστά δούλο της (υλόφρονα). Όταν το εσωτερικό του ανθρώπου μιανθεί (το ιερό της Αρτέμιδος), τότε επέρχεται η Νέμεσις (δηλαδή, τα αποτελέσματα των πράξεων του ανθρώπου). Η απόφαση του μαντείου δεν είναι τίποτα παραπάνω από τη θανάτωση των αιτιών.
Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν θα έπρεπε να παρανοήσουμε λογιζόμενοι ότι ο λόγος αυτός κακίζει την ομορφιά, την σεξουαλική επαφή, ή το ανθρώπινο σώμα. Κάθε άλλο, αν κρίνουμε από τα ίδια τα αγάλματα στα οποία οι αρχαίοι αναπαριστούν τόσο ανάγλυφα και παραστατικά το ανθρώπινο σώμα. Άλλωστε η Άρτεμις ήταν προστάτιδα των γυναικών που θα γεννούσαν. Στο Ορφικό ύμνο της Αρτέμιδος, αναφέρεται ως «λοχεία, συ η αρωγός στις ωδίνες, χωρίς η ίδια σ’ ωδίνες να μετέχεις» (Ύμνος 36).
Στην συνέχεια, ο μύθος αναφέρει ότι το μαντείο χρησμοδότησε ότι ένας βασιλιάς (ο Ευρύπυλος), θα καταργούσε τις «ανθρωποθυσίες» αυτές. Και για να μην θεωρήσει κανείς ότι η αναφερόμενη θυσία ήταν όντως ήθος και έθος, χαρακτηρίζεται ως «θυσία ασυνήθιστη». Το γειτονικό ποτάμι, αρχικά είχε την ονομασία «Αμείλιχος» (= τραχύς, άκαμπτος), ενώ έπειτα μετονομάστηκε σε «Μείλιχος» (= πράος, ήπιος, ευγενής).
Μίνωας και ο φόρος των Αθηναίων.
Σύμφωνα με το μύθο, ο γιος του βασιλιά Μίνωα, ο Ανδρόγεως, επειδή αρίστευσε στους αγώνες στην γιορτή των Παναθηναίων, δολοφονήθηκε από τον βασιλιά Αιγέα. Ο Μίνωας, πολέμησε ενάντια στους Αθηναίους, και τους υποχρέωσε να του πληρώνουν φόρο αίματος. Έπρεπε να στέλνουν οι Αθηναίοι σε τακτά χρονικά διαστήματα εννέα νέους και ισάριθμες νέες, για να γίνονται βορά στον Μινώταυρο. Αυτόν τελικά, τον σκότωσε ο ήρωας Θησέας. Όμως, τόσο στον πλατωνικό διάλογο «Μίνως» όσο και στην βιογραφία «Θησεύς» του Πλουτάρχου, υπάρχει ξεκάθαρη αναφορά ότι ο μύθος του Μινώταυρου και της υποτιθέμενης ανθρώπινης προσφοράς, δεν είναι πραγματικό γεγονός αλλά διακωμώδηση του Μίνωα από τους Αττικούς θεατρικούς συγγραφείς. Στην πραγματικότητα, επέβαλε φόρους για τη δολοφονία του γιού του. Εδώ δηλαδή, έχουμε την περίπτωση που ένα ιστορικό γεγονός μπλέκεται με μυθολογικά στοιχεία που έχουν βαθύτατους συμβολισμούς.
5. Η αρχαία τραγωδία και οι ανθρωποθυσίες
Πολλές φορές αναφέρονται στις τραγωδίες χρησμοί που απαιτούν τη θυσία ανθρώπου προκειμένου ο θεός να δειχθεί ευμενής. Οι αρχαίες τραγωδίες όμως δεν είναι καθαρά ιστορία. Εμπνέονται από την μυθολογία, αλλά αρκετές φορές διασκευάζονται ανάλογα με το μήνυμα που θέλει να προωθήσει ο εκάστοτε τραγικός. Ο σκοπός της τραγωδίας είναι άλλος. Σύμφωνα με τον ορισμό του Αριστοτέλους, σκοπός της τραγωδίας είναι η ταύτιση του θεατή με το πάσχων πρόσωπο, ώστε να επέλθει η ψυχική κάθαρσις μέσα από τις εσωτερικές συγκρούσεις, και τελικά η λύτρωσις. Το αρχαίο θέατρο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την μυσταγωγία (σχετίζεται με τον Διόνυσο). Τραγωδία σημαίνει «τράγων ωδήν εκ των τράγων, εις ους διεσκευάζοντο οι τραγωδούντες, ως παριστώντες την ακολουθίαν του θεού Διονύσου» (Λεξικό Δημητράκου, τ. ΙΔ΄, σ. 7252).
Οι ανθρωποθυσίες που αναφέρονται στις τραγωδίες είναι καθαρά λογοτεχνικές με ηθικοδιδακτικό περιεχόμενο. Σημειωτέο, ότι τις περισσότερες φορές δεν τελούνται. Για παράδειγμα, στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη, η κόρη του αρχιστρατήγου Αγαμέμνονος δεν θυσιάζεται, αλλά η Άρτεμις παρουσιάζει ένα ελάφι (μας θυμίζει κάτι;). Όσο και αν ανατρέξουμε στα ομηρικά έπη, δεν θα βρούμε τέτοια αναφορά. Είναι διασκευή του Ευριπίδη. Σε άλλες τραγωδίες («Τρωάδες», και «Εκάβη»), η κόρη του Πρίαμου Πολυξένη, θυσιάζεται πάνω στον τάφο του Αχιλλέως. Ο Όμηρος και πάλι δεν αναφέρει πουθενά κάτι τέτοιο. Κατά μια άλλη εκδοχή, η Πολυξένη αυτοκτονεί στον τάφο του αγαπημένου της. Το ότι πρόκειται περί διασκευών, αναφέρεται από τον Πλάτωνα στον διάλογο «Μίνως»: «Αυτοί (αναφέρεται στον Όμηρο και στον Ησίοδο) είναι πιο αξιόπιστοι απ’ όλους μαζί τους τραγωδοποιούς» (318e). Για τον ψυχαγωγικό/ παιδαγωγικό σκοπό της τραγωδίας, αναφέρει επιγραμματικά και πάλι ο Πλάτων στον ίδιο διάλογο: «Από όλα τα είδη ποίησης, η τραγωδία είναι το πιο δημοφιλές και ψυχαγωγικό» (321a).
6. Η περίπτωση των χρησμών
Τί συμβαίνει όμως όταν υπάρχουν αναφορές στα αρχαία κείμενα περί χρησμών που δίδονται για να σωθεί μια ολόκληρη πόλη ή περιοχή από κάποιο κακό που την μαστίζει; Πολλές φορές το αντίτιμο είναι βαρύ. Κατά κανόνα, ο θεός ζητά την ανθρωποθυσία γόνου κάποιου επιφανούς, ακόμη και παιδιού βασιλέα. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: α) ότι οι περιπτώσεις αυτές είναι έκτακτες, συνεπώς η τέτοιου είδους θυσία δεν αποτελούσε σύνηθες φαινόμενο. Β) Η θυσία δεν ζητείται για λατρεία, και γ) συνήθως οι ιστορίες αυτές κινούνται στο χώρο του θρύλου και είναι ανεπιβεβαίωτες φήμες. Πρόκειται περί πράξεων αυτοθυσίας, φιλοπατρίας, και ηρωισμού. Ας δούμε ορισμένες τέτοιες αναφορές.
Οι κόρες του βασιλιά Ερεχθέως και της Πραξιθέας θυσιάστηκαν με τη θέλησή τους υπέρ της νίκης των Αθηναίων κατά των Ελευσινίων. Για αυτή τους την υπακοή, τιμήθηκαν αργότερα από τους συμπολίτες τους. Στο λεξικό του Ν. Λωρέντη, διαβάζουμε τα εξής σχετικά: «κατά διαταγήν του Μαντείου εθυσιάσθησαν εκουσίως εις τον πόλεμον, τον οποίον είχον οι Αθηναίοι μετά των Ελευσινίων. Προς τιμήν των θυγατέρων τούτων του Ερεχθέως εώρταζον οι Αθηναίοι μετά ταύτα τα Νηφάλια λεγόμενα» (σ. 155).
Ο Παυσανίας αναφέρει ότι λέγεται (άρα δεν είναι κάτι επιβεβαιωμένο) ότι ο Αθηναίος Λεώ προσέφερε τις κόρες του ως θυσία υπέρ της κοινής σωτηρίας. «εκ δε Αθηναίων Λεώς· δούναι δε επί σωτηρία λέγεται κοινή τας θυγατέρας του θεού χρήσαντος» (Αττικά, 5.2). Το «λέγεται», δηλώνει ότι αυτή η ιστορία λαμβάνεται εκ της παραδόσεως και του θρύλου.
Η κόρη του Κέκροπως, η Άγραυλος, «επρόσφερε εαυτήν εκουσίως εις θυσίαν υπέρ της σωτηρίας των Αθηνών», η οποία και τιμήθηκε για αυτήν της την πράξη ηρωισμού. (Λεξικό Ν. Λωρέντη, σ. 6).
7. Η περίπτωση θανάτωσης κακούργων
Υπάρχει όμως και η περίπτωση να θανατώνεται κάποιος κακούργος για να επέλθει η κάθαρση ώστε να σταματήσει το κακό. Ο λεξικό του Σουΐδας αναφέρει ότι «Υπέρ του καθαρμού πόλεως ανήρουν εστολισμένον τινά, ον εκάλουν κάθαρμα». Ο Δ. Δημητράκος, αναφέρει ότι το κάθαρμα ήταν «κακούργος προς εξιλασμόν θανατούμενος υπό της πολιτείας εν λιμώ, συμφορά» (τ. Ζ΄, σ. 3504).
Οι Σπαρτιάτες πετούσαν στον Καιάδα, είτε τους θανατοποινίτες, είτε όσους συλλάμβαναν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις (και όχι βρέφη, μιας και δεν έχουν βρεθεί οστά μωρών). Ο Παυσανίας στα «Μεσσηνιακά», αναφέρεται στη σύλληψη του Μεσσηνίου Αριστομένη και των συντρόφων του. Όλους αυτούς τους έριξαν στον Καιάδα, εκεί που τιμωρούν τους κακοποιούς. «Και πεσόντα αθρόοι των Λακεδαιμονίων επιδραμόντες ζώντα αιρούσιν· ήλωσαν δε και των περί αυτόν ες πεντήκοντα. Τούτους έγνωσαν οι Λακεδαιμόνιοι ρίψαι πάντας ες τον Κεάδαν· εμβάλουσι δε ενταύθα ους αν επί μεγίστοις τιμωρούνται» (18.4).
Όμως, ούτε αυτό μπορεί να θεωρηθεί προσφορά στο θείο.
8. Η περίπτωση του Αχιλλέα, του Θεμιστοκλή, και του Πελοπίδα
Στην ραψωδία «Ψ» της Ιλιάδος, ο Αχιλλέας σφάζει προς τιμή του Πατρόκλου δώδεκα νέους επιφανείς Τρώες. Αυτή η προσφορά δεν μπορεί να λογιστεί ως «ανθρωποθυσία» διότι δεν προσφέρεται προς τιμή κάποιου θεού ή θεάς. Οι νέοι αυτοί, αφού αιχμαλωτίστηκαν κατά τη μάχη, προσφέρονται στον νεκρό Πάτροκλο ταυτόχρονα με την καύση του, ως αντίποινα και πράξη εκδίκησης για τον θάνατό του από τον Έκτορα.
Τα δώδεκα αρχοντόπουλα, γιοι Τρώων αντρειωμένων, σαν τα’ σφαξε με τον χαλκόν, ως το’ χε και ταμένο, που’ ταν κι οι γι άσχημες δουλειές που χε στο νου του βάλλει, όλα για να τα φάει μαζί φωθιά άναψε μεγάλη. Τότε σε θρήνος και ξεσπά και δυνατά φωνάζει, και τον αγαπημένο του σύντροφο κι ανακράζει. Χαίρε μου τώρα, ω Πάτροκλε, απ’ τα παλάθια του Άδη. Τώρα τελεύω όσα παλιά σου τα’ ταξα, κι ομάδι δώδεκα αρχόντω ομορφονιούς, Τρώων, που σου’ χα τάξει, μαζί σου τρώει τσι η φωθιά, μα η φλόγα δεν θ’ αρπάξει τον Έκτορα, του Πριάμου το γιό, να γίνει στάχτη (στ. 175 κε)
Στην ραψωδία «Σ», είχε υποσχεθεί ο Αχιλλέας στον νεκρό Πάτροκλο…
Μα Πάτροκλε, αφού μετά από σένα κάτω θα ρθώ από την γην, ε, δεν θα σε κουκουλώσω, πριν το γενναίο σου φονιά να πιάσω να σκοτώσω και τ’ άρματα να φέρω εδώ κι Έκτορα το κεφάλι, και δώδεκα αρχοντόπουλα Τρώων να πιάσω πάλι, εις την πυρά σου, τους λαιμούς για να τους κόψω εμπρός σου, τόση που μου δωσε χολή στα σπλάχνα ο σκοτωμός σου
Στην περίπτωση του Θεμιστοκλή, έχουμε να κάνουμε όχι με κάποιο γεγονός, αλλά με φήμη, που μάλιστα έρχεται σε αντίθεση με τα ιστορικά δεδομένα που έχουμε στην διάθεσή μας.
Ο Πλούταρχος αναφέρει στην βιογραφία του Θεμιστοκλέους, ότι ο Θεμιστοκλής, κατόπιν προτροπής του μάντη Εφραντίδη, προχώρησε στην ανθρωποθυσία τριών Περσών στον Διόνυσο τον ωμηστή, πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνος. Ωστόσο, η αντίδραση του Θεμιστοκλέους ήταν να εκπλαγεί, κάτι που δείχνει το ασυνήθιστο του πράγματος («Εκπλαγέντος δὲ τοῦ Θεμιστοκλέους ὡς μέγα τὸ μάντευμα καὶ δεινόν») [Θεμιστοκλής, 13]. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι λαμβάνει αυτήν την πληροφορία από τον Φανία, ο οποίος ζει -έναν ολόκληρο αιώνα μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνος- στην Περσική αυλή. Αυτός είτε τα είχε ακούσει από τους Πέρσες είτε από τους μηδίσαντες. Δηλαδή, η φήμη δεν στηρίζεται σε καμία σύγχρονη πηγή. Μάλιστα το έργο του Φανία «Περσικά», δεν θεωρείται γενικά ιστορικά αξιόπιστο, σύμφωνα με τους μελετητές. Οι βιογραφίες του Πλουτάρχου, όπως μας λέει ο ίδιος ο συγγραφέας τους, έχουν περισσότερο ηθικοπλαστικό και ψυχολογικό χαρακτήρα και λιγότερο αυστηρής ιστορικής καταγραφής, εννοώντας ότι κάθε πληροφορία ιστορικής φύσεως δεν είναι οπωσδήποτε και αξιόπιστη.
Η ίδια φήμη αναφέρεται και στη βιογραφία του Αριστείδη. Ο Αριστείδης, αφού αποβιβάστηκε στην Ψυτάλλεια και αφού σκότωσε όλους τους βαρβάρους, έπιασε αιχμαλώτους τρείς Πέρσες τους οποίους έστειλε αυτούς στον Θεμιστοκλή (Αριστείδης, 9). Τα ίδια αναφέρονται και στη βιογραφία του Πελοπίδα (Πελοπίδας, 21), με τη διαφορά ότι εκεί ο ίδιος ο Θεμιστοκλής τους θυσίασε στον Διόνυσο («έτι δε τους υπό του Θεμιστοκλέους σφαγιασθέντας Ωμηστή Διονύσω προ της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας»).
Όμως, εξετάζοντας κανείς τις πρωτογενείς πηγές, διαπιστώνει ότι εκεί λέγονται πράγματα αντίθετα. Για παράδειγμα, ο Αισχύλος ο οποίος έλαβε μέρος στην περίφημη ναυμαχία, στο έργο του «Πέρσαι» γράφει ότι στην Ψυτάλλεια σκοτώθηκαν όλοι οι Πέρσες. Το ίδιο αναφέρει και ο Ηρόδοτος. Παράλληλα, δεν υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα που να πιστοποιούν κάποια ανθρωποθυσία. Για περισσότερες πληροφορίες, μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξει στην μελέτη του κου Κ. Χατζηελευθερίου, «Ανθρωποθυσίες στην Αρχαία Ελλάδα» μέρος πρώτο, το οποίο κείμενο υπάρχει ελεύθερα στο διαδίκτυο.
Για την περίπτωση του Θηβαίου Πελοπίδα, αναφέρεται ότι είδε σε όνειρο τον Σκέδασο ο οποίος τον διέταξε να θυσιάσει στις κόρες του μια ξανθή παρθένο, εάν ήθελε να νικήσει τους Σπαρτιάτες. Και αυτό, διότι κάποτε οι κόρες του Σκέδασου βιάστηκαν και δολοφονήθηκαν από κάποιους Σπαρτιάτες. Τις έθαψαν στο Λευκτρικό πεδίο. Ο πατέρας τους, ο Σκέδασος, αφού δεν δικαιώθηκε στην Σπάρτη, αυτοκτόνησε στους τάφους των θυγατέρων του, αφού τους καταράστηκε.
Το πρόσταγμα του Σκέδασου φάνηκε στον Πελοπίδα δεινό και παράνομο («δεινού δε και παρανόμου του προστάγματος αυτώ φανέντος»). Αφού το ανακοίνωσε στους μάντεις, άλλοι έλεγαν να μη το παραμελήσει, ενώ άλλοι είχαν την αντίθετη γνώμη. Αυτοί οι δεύτεροι, απαγόρευαν τέτοιο είδος θυσίας, διότι ήταν βάρβαρη και παράνομη («οι δε τουνατίον απηγόρευον, ως ουδενί των κρειττόνων και υπέρ ημάς αρεστήν ούσα ούτω βάρβαρον και παράνομον θυσίαν»). Η συνέχεια του κειμένου είναι αποκαλυπτική. Η ανθρωποθυσία είναι παράνομη και βάρβαρη, διότι δεν άρχουν στον κόσμο Τυφώνες και Γίγαντες, αλλά ο πατέρας των πάντων, θεών και ανθρώπων («ου γαρ του Τυφώνας εκείνους ουδέ τους Γίγαντας άρχειν, αλλά τον πάντων πατέρα θεών και ανθρώπων»). Αυτό το τελευταίο, είναι μια ακόμα απόδειξη ότι η λατρεία των Ολυμπίων δεν είχε καμία σχέση με ανθρωποθυσίες.
Τελικά, όπως μας αναφέρεται στο κεφάλαιο 22, θυσιάστηκε μια νεαρή ξανθή φοράδα που ήρθε και στάθηκε δίπλα τους.
9. Ο Λυκούργος και η μαστίγωση των εφήβων στο ναό της Ορθίας Αρτέμιδος
Ούτω δε κλέπτουσι πεφροντισμένως οι παίδες, ώστε λέγεται τις ήδη σκύμνον αλώπεκος κεκλοφώς και τω τριβωνίω περιστέλλων, σπαρασσόμενος υπό του θηρίου την γαστέρα τοις όνυξιν και τοις οδούσιν, υπέρ του λαθείν εγκαρτερών αποθανείν. Και τούτο μεν ουδέ από των νυν εφήβων άπιστον εστί, ων πολλούς επί του βωμού της Ορθίας εωράκαμεν εναποθνήσκοντας ταις πληγαίς.
(Λυκούργος, 18)
Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι τόσο πολύ είχαν διδαχτεί οι έφηβοι να κλέβουν, ώστε να λέγεται (άρα πρόκειται περί φήμης) ότι κάποιος έκλεψε μια μικρή αλεπού και την σκέπασε με τον τρίβωνά του. Αυτή, στην προσπάθειά της να απεγκλωβιστεί, άρχισε να τον πληγώνει με τα νύχια και τα δόντια της, αλλά για να μην αποκαλυφθεί, υπέμεινε τον πόνο μέχρι που πέθανε. Αυτό το παράδειγμα εγκαρτέρησης ήταν πιστευτό από τους σημερινούς έφηβους, καθώς (όπως αναφέρει ο Πλούταρχος) είδαμε πολλούς να πεθαίνουν από τις πληγές στον βωμό της Ορθίας (Αρτέμιδος).
Αυτή η -εκ πρώτης αναγνώσεως- παράξενη αναφορά του Πλουτάρχου, φωτίζεται με τον καλύτερο τρόπο από τον Ξενοφώντα.
Ο Ξενοφών στο έργο «Λακεδαιμονίων πολιτεία» στο κεφάλαιο 2 περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ο Λυκούργος θέλησε να εκπαιδεύσει τους νέους ώστε να γίνουν σκληραγωγημένοι. Έτσι, ως άσκηση, όρισε οι έφηβοι να μην φορούν υποδήματα, να φορούν το ίδιο ένδυμα χειμώνα καλοκαίρι ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν τόσο το κρύο όσο και τη ζέστη, και να τρώνε μια ορισμένη ποσότητα φαγητού. Τους επέτρεψε να κλέβουν για να ικανοποιήσουν την πείνα τους, προκειμένου να είναι σε θέση να καταφεύγουν σε τεχνάσματα για να βρίσκουν την τροφή τους σε εμπόλεμες καταστάσεις. Έτσι καθίσταντο πιο πολεμικοί, εφευρετικοί και πολυμήχανοι. Όρισε όμως και την ποινή των ραβδισμών για όποιον συνελάβαναν να κλέβει, καθώς δεν εκτέλεσε σωστά την πράξη του. «Και ενώ εθέσπιζεν ως καλήν πράξιν ν’ αρπάσουν όσον το δυνατόν περισσότερα τυριά από τον βωμόν της Ορθίας διέταξε, τους επιτυγχάνοντας τούτο να τους μαστιγώνουν, θέλων κατ’ αυτόν τον τρόπον να δείξει ότι με ολιγοχρόνιον πόνον είναι δυνατόν, αν κάποιος γίνει επιτήδειος, πολύν καιρόν να ευφραίνεται. Ούτω γίνεται φανερόν ότι , όπου απαιτείται ευστροφία, ο νωθρός πολύ ολίγο ωφελείται, πλείστας δυσκολίας συναντά» (2.9).
Συνεπώς, αυτό δεν αποτελεί θυσία προς την Αρτέμιδα. Είναι μέρος μιας άσκησης που λέγονταν «διαμαστίγωσις», που είχε σκοπό την στρατιωτική εκπαίδευση των Σπαρτιατών. Και τούτο, καθώς η Αρτέμιδα ήταν (συν τοις άλλοις) προστάτιδα της αγρίας φύσης και του κυνηγίου. Καταστάσεις που αποτρέπουν από τη μαλθακή ζωή. Αν ήταν πράγματι ανθρωποθυσία, ο Πλούταρχος δεν θα έλεγε «ων πολλούς επί του βωμού της Ορθίας εωράκαμεν εναποθνήσκοντας ταις πληγαίς», αλλά «όλους». Πολλοί λοιπόν δεν κατάφερναν να αντέξουν. Δύσκολα κατανοητά αυτά σε μια κοινωνία σχετικής καλοπέρασης.
Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ο Παυσανίας υποστηρίζει ότι πριν τον Λυκούργο, υπήρχε πράγματι η παράδοση να θυσιάζεται άνθρωπος με κλήρο στην Αρτέμιδα και ότι ο Λυκούργος την αντικατέστησε με την διαμαστίγωση των εφήβων.
Τί λέει πραγματικά ο Παυσανίας; Στο βιβλίο «Λακωνικά» (3.16 κ. ε) στην αρχή της παραγράφου, γίνεται σαφές ότι θα μιλήσει για φήμη («το ξόανο δε εκείνο είναι λέγουσι»). Σύμφωνα με αυτή τη φήμη, προέρχεται από τους βαρβάρους («την εν Λακεδαίμονι Ορθίαν το εκ των βαρβάρων είναι ξόανον»). Αυτό, το έφερε η Ιφιγένεια με τον Ορέστη και το άφησαν στην Λακεδαίμονα. Όσοι το βρήκαν πρώτοι, αμέσως παραφρόνησαν («το άγαλμα ευρόντες αυτίκα παρεφρόνησαν»). Καθώς οι κάτοικοι θυσίαζαν στην Αρτέμιδα, αντί να λύνονται οι διαφορές τους, κατέληγαν σε αλληλοσκοτωμούς πάνω στον βωμό. Ενώ όσοι γλίτωσαν από αυτούς, πέθαναν από ασθένειες («θύοντες τη Αρτέμιδι ες διαφοράν, από δε αυτής και ες φόνους προήχθησαν, αποθανόντων δε επί τω βωμώ πολλών νόσος έφθειρε τους λοιπούς»). Όλα αυτά τα δεινά τα έφερνε το ξόανο, επειδή του έλειψε το ανθρώπινο αίμα. Το συγκεκριμένο ξόανο παρουσιάζεται ως καταραμένο και στοιχειωμένο, που προκαλεί το κακό. Αυτή η αντίληψη συνδέεται με την προέλευσή του, καθώς όπως φαίνεται οι κάτοικοι της Ταυρίδας (βάρβαροι) θυσίαζαν ανθρώπους σε αυτό, όπως έχει αναφερθεί στο προηγούμενο. Έτσι λοιπόν, βάση χρησμού (από ποιόν και από πότε;), ζητήθηκε η ανθρωποθυσία δια κλήρου, εξαιτίας αυτών των γεγονότων και αργότερα ο Λυκούργος την αντικατέστησε με την διαμαστίγωση («και σφίσιν εί τούτω γίνεται λόγιον αίματι ανθρώπων τον βωμόν αιμάσσειν: θυομένου δε όντινα ο κλήρος επελάμβανε, Λυκούργος μετέβαλεν ες τας επί τοις εφήβοις μάστιγας»). Στην συνέχεια, αναφέρεται ότι το ξόανο αυτό γίνονταν βαρύ στα χέρια των ιερειών όταν εκείνοι που μαστίγωναν λυπόνταν τους μαστιγωμένους.
Θεωρώ ότι από όλα όσα εκθέτει ο Παυσανίας, καθίσταται φανερό ότι δεν πρόκειται περί αληθινών συμβάντων, αλλά διαφόρων ιστοριών εν είδη θρύλου και τοπικής παράδοσης, κάτι που διαπιστώνεται από το στοιχείο της υπερβολής που μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε. Εκτός αυτού, δεν υπάρχει καμία ένδειξη από την αρχαιολογική σκαπάνη περί ανθρωποθυσιών. Ούτε υποστηρίζεται κάτι τέτοιο από άλλες πηγές. Γενικότερα, ο Παυσανίας συλλέγει πολύ υλικό, το οποίο και χρησιμοποιεί στο έργο του. Αλλά αυτό το κάνει άκριτα, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι το τάδε ή το δείνα «λέγεται». Είναι φήμη. Όπως και ο Ηρόδοτος, ο οποίος καταγράφει τα πάντα αλλά δεν ζητά να τα αποδεχτούμε όλα, χρησιμοποιώντας αντίστοιχα πολύ συχνά τη φράση «ως εμοί δοκέει».
10. Αναφορές του Παυσανίου του περιηγητού
Ας μελετήσουμε τώρα και άλλες αναφορές του Παυσανία. Ο Παυσανίας στο έργο του περιλαμβάνει πολύτιμες πληροφορίες για τους τόπους που έχει επισκεφθεί, την ιστορία τους, τα ιερά και τα αγάλματα τα οποία συνδέει με την μυθολογία και με τοπικούς θρύλους. Πολλά από τα έργα τέχνης και τα ιερά που περιγράφει κατά τον δεύτερο μεταχριστιανικό αιώνα, δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχουν. Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι ο Παυσανίας μας μεταφέρει ένα συνονθύλευμα υλικού το οποίο περιλαμβάνει ιστορία-μύθο, θρύλο, τοπικές λαϊκές παραδόσεις.
Για παράδειγμα, στα «Βοιωτικά» αναφέρεται ότι κάποτε οι κάτοικοι στις Ποτνιές, όταν έκαναν θυσία στον Αιγοβόλο Διόνυσο, μέθυσαν και σκότωσαν τον ιερέα. Αυτό δεν θεωρήθηκε απλά φόνος, αλλά ύβρις. Τότε έπεσε πάνω τους επιδημία. Για να θεραπευτούν από το κακό, τους δόθηκε χρησμός από τους Δελφούς να θυσιάζουν στο Διόνυσο ένα παιδί στην ακμή της ηλικίας του. Αργότερα ο Διόνυσος το άλλαξε, μετατρέποντας την ανθρωποθυσία σε θυσία κατσικιού. Και εδώ όμως, δεν επιβεβαιώνεται κάτι. Πρόκειται και πάλι περί φήμης, εφόσον χρησιμοποιείται το «φασί» και το «λέγουσι» στην ίδια σχετική παράγραφο. Δεν υπάρχουν ευρήματα στην περιοχή που να πιστοποιούν την πράξη της ανθρωποθυσίας. Μελετώντας κανείς το φιλοσοφικό-θρησκευτικό στοιχείο πίσω από τη μορφή του Διονύσου, θα διαπιστώσει κάθε άλλο παρά το παραπάνω. Εκτός αυτού, η ιστορία αυτή έχει και βαθύτατους συμβολισμούς, που δεν είναι επί του παρόντος να αναλυθούν.
Άλλο παράδειγμα, η αναφορά στον Κέκροπα και στον Λυκάονα στο βιβλίο «Αρκαδικά» (2.2-3). Ο Κέκροπας αξίωσε να μην θυσιάζεται κανένα έμψυχο αλλά μόνο πέμματα (δηλ. κράμα αλεύρου, μελιού και ελαίου), σε αντίθεση με τον Λυκάονα που θυσίασε βρέφος στο βωμό του Λυκαίου Διός, και τιμωρήθηκε γενόμενος ο ίδιος λύκος. Αυτός ο μύθος έχει έναν πυρήνα ιστορικότητας (για τον Λυκάονα θα γίνει λόγος παρακάτω), είναι όμως διανθισμένος με αλληγορία. Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρωποθυσίας στον κόσμο, όμως κανείς δεν έγινε κατά κυριολεξία, λύκος.
β) Οι κάτοικοι της Λυκίας και οι απόγονοι του Αθάμαντος
Για παράδειγμα, στα «Βοιωτικά» αναφέρεται ότι κάποτε οι κάτοικοι στις Ποτνιές, όταν έκαναν θυσία στον Αιγοβόλο Διόνυσο, μέθυσαν και σκότωσαν τον ιερέα. Αυτό δεν θεωρήθηκε απλά φόνος, αλλά ύβρις. Τότε έπεσε πάνω τους επιδημία. Για να θεραπευτούν από το κακό, τους δόθηκε χρησμός από τους Δελφούς να θυσιάζουν στο Διόνυσο ένα παιδί στην ακμή της ηλικίας του. Αργότερα ο Διόνυσος το άλλαξε, μετατρέποντας την ανθρωποθυσία σε θυσία κατσικιού. Και εδώ όμως, δεν επιβεβαιώνεται κάτι. Πρόκειται και πάλι περί φήμης, εφόσον χρησιμοποιείται το «φασί» και το «λέγουσι» στην ίδια σχετική παράγραφο. Δεν υπάρχουν ευρήματα στην περιοχή που να πιστοποιούν την πράξη της ανθρωποθυσίας. Μελετώντας κανείς το φιλοσοφικό-θρησκευτικό στοιχείο πίσω από τη μορφή του Διονύσου, θα διαπιστώσει κάθε άλλο παρά το παραπάνω. Εκτός αυτού, η ιστορία αυτή έχει και βαθύτατους συμβολισμούς, που δεν είναι επί του παρόντος να αναλυθούν.
Άλλο παράδειγμα, η αναφορά στον Κέκροπα και στον Λυκάονα στο βιβλίο «Αρκαδικά» (2.2-3). Ο Κέκροπας αξίωσε να μην θυσιάζεται κανένα έμψυχο αλλά μόνο πέμματα (δηλ. κράμα αλεύρου, μελιού και ελαίου), σε αντίθεση με τον Λυκάονα που θυσίασε βρέφος στο βωμό του Λυκαίου Διός, και τιμωρήθηκε γενόμενος ο ίδιος λύκος. Αυτός ο μύθος έχει έναν πυρήνα ιστορικότητας (για τον Λυκάονα θα γίνει λόγος παρακάτω), είναι όμως διανθισμένος με αλληγορία. Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρωποθυσίας στον κόσμο, όμως κανείς δεν έγινε κατά κυριολεξία, λύκος.
β) Οι κάτοικοι της Λυκίας και οι απόγονοι του Αθάμαντος
Στην μυθολογική βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου (Γ΄ βιβλίο, 8.1-2) αναφέρονται δύο εκδοχές: Η μια λέει ότι ο Λυκάων είναι γιος του Πελασγού και της Μελιβοίας (κόρη του Ωκεανού). Η άλλη, ότι είναι γιος του Πελασγού και της νύμφης Κυλλήνης. Ο Λυκάων βασίλευσε στην Αρκαδία όπου γέννησε πενήντα παιδιά από πολλές γυναίκες. Όλοι αυτοί ήταν οι πιο υπερήφανοι και ασεβείς άνθρωποι. «Ούτοι πάντας ανθρώπους υπερέβαλλον υπερηφανεία και ασεβεία». Ο Ζεύς θέλοντας να δοκιμάσει το βαθμό της ασέβειάς τους, μεταμορφώθηκε σε έναν απλό εργάτη. Αυτοί τον φιλοξένησαν, σφάζοντας ένα ντόπιο παιδί («ένα των επιχωρίων παίδα») αναμιγνύοντας τα σπλάγχνα του με τα ιερά σφάγια, όπως τους συμβούλεψε ο μεγαλύτερος αδελφός τους, ο Μαίναλος. Τότε ο Ζευς, αφού αποστράφηκε σιχαινόμενος την προσφορά («Ζευς δε μυσαχθείς»), ανέτρεψε το τραπέζι και κεραύνωσε τον Λυκάονα και τα παιδιά του, εκτός από τον νεότερο γιο τον Νύκτιμο, ο οποίος παρέλαβε τη βασιλεία επί του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα.
Ο Παυσανίας γνωρίζει τον μύθο κάπως διαφορετικά. Στα «Αρκαδικά» αναφέρει ότι ο Λυκάων ήταν γιος του Πελασγού και ότι ήταν οικιστής πόλης στο Λυκαίο Όρος. Τον Δια ονόμασε Λυκαίο και θέσπισε αγωνίσματα, τα Λύκαια. Την ίδια εποχή, ο Κέκροπας ήταν βασιλιάς των Αθηναίων. Όμως δεν είχαν την ίδια σοφία ως προς τη προσφορά στο θείο («δοκώ δε έγωγε Κέκροπι ηλικίαν τω βασιλεύσαντι Αθηναίων και Λυκάονι είναι την αυτήν, σοφία δε ουχ ομοία σφας εις το θείον χρήσασθαι»). Ο Κέκροπας ονόμασε τον Δια «Ύπατο», και «οπόσα έχει ψυχήν, τούτων μεν ηξίωσεν ουδέν θύσαι», αλλά «πέμματα δε επιχώρια επί του βωμού καθήγισεν». Δηλαδή, αξίωσε να μην θυσιάζεται τίποτα έμψυχο, αλλά να προσφέρονται οι καλούμενοι πέλανοι- πέμματα. Ο Λυκάων όμως έφερε ένα ανθρώπινο βρέφος και το θυσίασε. Τότε, λένε ότι μεταμορφώθηκε σε λύκο («και αυτόν αυτίκα επί η θυσία γενέσθαι λύκον φασίν αντί ανθρώπου»). Αυτός ο λόγος λέγεται από παλαιά από τους Αρκάδες. Παλιά οι άνθρωποι όντας φιλόξενοι και ομοτράπεζοι με τους θεούς, ήσαν κάτω από την δικαιοσύνη και την ευσέβεια («οι γαρ τότε άνθρωποι ξένοι και ομοτράπεζοι θεοίς ήσαν υπό δικαιοσύνης και ευσεβείας»). Η τιμή από τους θεούς εκδηλώνονταν καθαρά προς τους αγαθούς και η οργή αντίστοιχα στους αδίκους. Και απόδειξη είναι, συνεχίζει ο Παυσανίας, ότι την εποχή εκείνη οι θεοί γεννιόντουσαν από ανθρώπους, ενώ μεταγενέστερα όταν αυξήθηκε πάρα πολύ η κακία (η έλλειψη αρετής), όχι.
Στο ίδιο έργο σε άλλο σημείο, ο Παυσανίας αναφέρεται ξανά στο βωμό του Λυκαίου Διός…
Εστί δε επί τη άκρα τη ανωτάτω του όρους γης χώμα, Διός του Λυκαίου βωμός, και η Πελοπόννησος τα πολλά εστίν απ’ αυτού σύνοπτος: προ δε του βωμού, κίονες δύο ως επί ανίσχοντα εστήκασιν ήλιον, αετοί δε επ΄αυτοίς επίχρυσοι τα γε έτι παλαιότερα επεπιήντο. Επί τούτου του βωμού τω Λυκαίω Διί θύουσιν εν απορρήτω· πολυπραγμονήσαι δε ου μοι τα ες την θυσίαν ηδύ ην, εχέτω δε ως έχει και ως έσχεν εξ αρχής. (Αρκαδικά, 38.7)
Η θυσία «εν απορρήτω» μπορεί να ερμηνευθεί με δύο διαφορετικούς τρόπους. Η φράση είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί για δύο αντίθετα πράγματα. Μπορεί να χρησιμοποιείται «επί ιερών πραγμάτων περί ων δεν είναι όσιον να γίνει λόγος», αλλά σημαίνει και «βδελυρός, αποτρόπαιος» (Λεξικό Δημητράκου, τ. Β΄ σ. 847). Αν ερμηνεύσει κανείς με τον πρώτο τρόπο, τότε δεν είναι ευχάριστο για τον Παυσανία να αναλύσει επισταμένως τα πράγματα, καθώς ως ιερά είναι απόρρητα και δεν είναι για να αναλύονται. Για αυτό τα αφήνει ως έχουν, για να μην οδηγηθεί στην ασέβεια. Αν ερμηνεύσει κανείς με τον δεύτερο τρόπο, ο Παυσανίας αφού έχει ήδη αναφερθεί στο Λυκαίο όρος στο δεύτερο κεφάλαιο, δεν του είναι ευχάριστο να υπεισέρχεται σε αποτρόπαιες λεπτομέρειες. Το χωρίο δεν είναι ξεκάθαρο, και επιδέχεται και τις δύο ερμηνείες.
Ο Πλάτων στην «Πολιτεία» (565 d1-10) αναφέρεται στο πως «ο προστάτης» του λαού μετατρέπεται σε τύραννο. «Τούτο επομένως, είπα εγώ, είναι φανερό, ότι δηλαδή κάθε φορά που ξεφυτρώνει ένας τύραννος, ο τύραννος αυτός έχει τις ρίζες του στον αρχηγικό του ρόλο (εκ προστατευτικής ρίζης και ουκ άλλοθεν εκβλαστάνει). Πως αρχίζει λοιπόν αυτή η μεταβολή από προστάτης του λαού σε τύραννο; Ή είναι φανερό ότι η μεταβολή συντελείται μόλις ο αρχηγός αρχίσει να κάνει αυτό το οποίο, σύμφωνα με το μύθο (των εν τω μύθω), γίνεται και στο ιερό του Λυκαίου Διός στην Αρκαδία; Όποιος γευτεί, λένε, το ανθρώπινο σπλάχνο που είναι ανακατεμένο μαζί με άλλα τεμαχισμένα ιερά σφάγια, μοιραία ο άνθρωπος αυτός γίνεται λύκος («ανάγκη δη τούτω λύκον γενέσθαι»).
Σε άλλον πλατωνικό διάλογο, αναφέρεται: «Για παράδειγμα, σε εμάς δεν υπάρχει νόμος να θυσιάζουμε ανθρώπους, αλλά αυτό θεωρείται ανόσιο (ημίν μεν ου νόμος εστίν ανθρώπους θύειν αλλ’ ανόσιον)· αντίθετα οι Καρχηδόνιοι θυσιάζουν, γιατί γι’ αυτούς είναι όσιο και νόμιμο αλλά και οι κάτοικοι της Λυκαίας και οι απόγονοι του Αθάμαντα κάνουν παρόμοιες θυσίες, παρ’ ότι Έλληνες» (Μίνως, 315 c).
Ο Πορφύριος αναφέρει ότι μέχρι την εποχή του τελούνταν ανθρωποθυσίες στην περιοχή του Λυκαίου Όρους.
Τί μπορεί κανείς να συμπεράνει από τις παραπάνω αναφορές; Το πρώτο που καταλαβαίνουμε, είναι ότι τα σχετικά με το Λυκαίο όρος στηρίζονται στον μύθο και στην αλληγορία. Μάλιστα, είδαμε και τις διαφορετικές εκδοχές του πως έγιναν τα πράγματα και ποιες ήταν οι τιμωρίες. Κατά μια εκδοχή, «μύθος εστί ψευδής ιστορία εικονίζων αλήθεια». Και εικονίζει το ήθος και τη συνείδηση των ανθρώπων. Η αποτρόπαια πράξη της ανθρωποθυσίας καταδικάζεται και τιμωρείται σε κάθε περίπτωση. Δεν είναι αρεστή ούτε στους θεούς ούτε στους ευσεβείς ανθρώπους. Δείχνει ακριβώς την αποκτήνωση του ανθρώπου. Παράλληλα, βλέπουμε ότι κάποιοι συνέχισαν την παράδοση αυτή κατά την εποχή του Πλάτωνος, πιθανότατα του Παυσανία, και του Πορφυρίου. Όμως, πρέπει να τονιστεί ότι αυτό είναι ενάντιο στους ελληνικούς θεσμούς- ήθη- έθη, όπως πολύ ωραία υπογραμμίζει ο Πλάτων.
Τι λέει η αρχαιολογία; Ας δούμε τι αναφέρει η αρχαιολογία, και ας τα συγκρίνουμε με όσα είπαμε παραπάνω.
Στο Λυκαίο Όρος, έχουν γίνει ανασκαφικές έρευνες κατά τα έτη 1897 από τον Κοντόπουλο, τα έτη 1902- 1903 και 1909 από τον Κουρουνιώτη, το 2006 από την Αμερικανική σχολή Κλασσικών σπουδών υπό τον Ντέιβιντ Γκλίμαν Ρομάνο και τον Μ. Πετρόπουλο.
Ως τότε, δεν βρέθηκε τίποτα που να πιστοποιεί ανθρωποθυσίες. Ο αρχαιολόγος, Μ. Πετρόπουλος, προϊστάμενος στην ΛΘ΄ «Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών αρχαιοτήτων» (Ε.Π.Κ.Α), είχε αναφέρει ότι…
από την εξέταση των οστών διαπιστώθηκε ότι θυσιάζονταν πρόβατα, χοίροι, βόδια και κατσίκια, ακόμη και πουλιά, αλλά κανένα οστό δεν ήταν ανθρώπινο, άρα οι ανθρωποθυσίες αποτελούν μύθο. Το θέμα, πάντως, της ανθρωποθυσίας στο Λύκαιο όρος έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση μεταξύ των επιστημόνων, αλλά οι περισσότεροι δεν αποδέχονται ως πραγματικότητα αυτό, ασχέτως αν το επαναλαμβάνουν ως δεδομένο και συγγραφείς των χριστιανικών χρόνων.
Σχετικά με το προαναφερθέν ερευνητικό πρόγραμμα ελληνοαμερικανικής συνεργασίας, αναφέρονται τα εξής:
Το αρχαιολογικό ερευνητικό πρόγραμμα, προϊόν ελληνοαμερικανικής συνεργασίας που ξεκίνησε το 2004, απέδωσε σημαντικές νέες πληροφορίες σχετικά με το βωμό. Από την κεραμική των ανασκαφικών τομών πιστοποιείται ανθρώπινη δραστηριότητα στο ύψωμα ήδη από τη νεολιθική εποχή και κατά τη διάρκεια της πρώιμης και μέσης εποχής του χαλκού. Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο το ύψωμα αυτό αναδεικνύεται σε σημαντικό ιερό κορυφής και συνεχίζει να αποτελεί τόπο λατρείας και κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους. Οι θυσίες ζώων προς τιμήν του Δία, κυρίως αιγών και προβάτων, υποδεικνύουν συνεχή λατρευτική δραστηριότητα στο βωμό ήδη από το 16ο αιώνα π.Χ. έως και την ελληνιστική περίοδο.
Άλλες πληροφορίες του ερευνητικού προγράμματος, αναφέρουν ότι, «από τον 4ο αι. π. Χ. και εξής, γραπτές πηγές αναφέρουν ανθρωποθυσίες πάνω στο βωμό του Λυκαίου Όρους, αλλά στις ανασκαφές που είχαν διενεργηθεί έως σήμερα στο χώρο δεν είχαν εντοπιστεί ανθρώπινα οστά».
Με αυτά δηλαδή, πιστοποιείται και από τα επίσημα στοιχεία της αρχαιολογίας, ότι οι θυσίες που τελούνταν εκεί, ήταν θυσίες ζώων.
Το καλοκαίρι του 2016, κατά το ίδιο ερευνητικό πρόγραμμα, ανασκάφθηκε για πρώτη φορά ανθρώπινη ταφή με προσανατολισμό Ανατολή- Δύση, στο μέσο του βωμού. Ωστόσο, όπως σημειώνεται «είναι πολύ πρώιμο ακόμα να εξαχθούν συμπεράσματα για τις συνθήκες θανάτου του νεκρού».
Η Άννα Καραπαναγιώτου, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αρκαδίας, είχε δηλώσει ότι, «Η αρχική ιδέα είναι ότι ναι, μπορεί να πρόκειται για ανθρωποθυσία. Αυτή τη στιγμή, όμως, δεν μπορούμε να πούμε κάτι με βεβαιότητα».
Όπως είδαμε παραπάνω, οι αρχαίοι συγγραφείς δεν αρνούνται ότι στο Λυκαίο Όρος τελέστηκαν ανθρωποθυσίες. Όμως αυτό, είναι η εξαίρεση και το σπάνιο σε σύγκριση με τους τόσους αιώνες συνεχούς ανθρώπινης δραστηριότητα στην περιοχή. Αν η ανθρωποθυσία ήταν ο κανόνας, τότε θα έπρεπε να είχαν βρεθεί απειράριθμα ανθρώπινα υπολείμματα οστών, και όχι μόνο ένας ανθρώπινος σκελετός. Όμως, το αντίθετο συμβαίνει, μετά από τόσες πολλές ανασκαφικές έρευνες.
11. Η διαστρεβλωμένη λατρεία του Κρόνου στην Καρχηδόνα (και αλλού)
Ας δούμε τί πληροφορίες μας δίνει ο φιλόσοφος και πρωθιερέας του Απόλλωνος στους Δελφούς, Πλούταρχος. Ο Πλούταρχος θεωρεί μια από τις αιτίες της αθεΐας, την θρησκευτική δεισιδαιμονία. Για τον Πλούταρχο, η αθεΐα και η δεισιδαιμονία είναι τα δύο άκρα, ενώ η ορθή και ισορροπημένη γνώση για τους θεούς είναι η μεσότητα. Η πνευματική σημασία του συμβόλου του Κρόνου που κατά το μύθο «τρώει» τα παιδιά που απέκτησε από την σύζυγό του Ρέα, κατάντησε μια ανίερη δεισιδαιμονία σχετιζόμενη με τις ανθρωποθυσίες, για τους βαρβάρους. Ο Κρόνος είναι τιτάνας και αναφέρεται στον κόσμο του συνεχούς γίγνεσθαι. Εξ ου Κρόνος- Χρόνος που τρώει τα παιδιά του (τις στιγμές) που έχει αποκτήσει από την Ρέα- Ροή. Οι Ολύμπιοι θεοί κατοικούν στον Όλυμπο, που δεν είναι βέβαια το γνωστό όρος. Αν ανατρέξουμε στην ελληνική μυθολογία (ειδικά στην Ιλιάδα), θα διαπιστώσουμε ότι ο Όλυμπος (από το «όλος λάμπει») διακρίνεται από το φυσικό βουνό. Είναι το πνευματικό σύμβολο της από- υλοποίησης. Είναι οι ουράνιες σφαίρες που φτάνει η ψυχή όταν περάσει επιτυχώς από τα στάδια του παρόντος γήινου κόσμου (ας θυμηθούμε εδώ τον Ηρακλή και τους άθλους του και πως έγινε η μετάστασή του στον Όλυμπο).
Ο Κρόνος λοιπόν, πέρα από τον παραπάνω συμβολισμό, έχει και την σημασία του «καθαρού Νου», όπως αναφέρουν τα φιλοσοφικά κείμενα. Η δε ηγεμονία του ήταν επί του Χρυσού γένους.
Η γνήσια λατρεία του δεν έχει να κάνει σε τίποτα με ανθρωποθυσίες. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι υπήρχε ναός στην Ήλιδα και στην Αθήνα. Πουθενά δεν αναφέρει ότι ετελούντο ανθρωποθυσίες. Ο Δημοσθένης, στον λόγο «Κατά Τιμοκράτους», αναφέρει περιστασιακά τα Κρόνια (ήταν γιορτή), αλλά πουθενά δεν μιλάει για αποτρόπαιες πράξεις. Μάλιστα, στην ύστερη αρχαιότητα, επί Ρωμαιοκρατίας, κατά την γιορτή του Κρόνου, «οι δούλοι είχον το δικαίωμα να συνεστιώνται μετά των κυρίων αυτών υπό των οποίων και υπηρετούντο» («Λεξικό μυθολογικών και ιστορικών ονομάτων», σ. 294).
Για αυτό και οι Ορφικοί Ύμνοι που έχουν φιλοσοφικό- θρησκευτικό- επιστημονικό περιεχόμενο, περιλαμβάνουν ύμνο και στον Κρόνο.«Είσαι γέννηση, ανάπτυξη, μείωση κυκλοσκεπτόμενε, άριστε» (Ύμνος 13).
Ο Α. Σταγειρίτης γράφει: «Ο Κρόνος υπήρξε δίκαιος βασιλιάς και σεβόταν τους νόμους, για αυτό και ο αιώνας της βασιλείας του αποκλήθηκε χρυσός» (Ωγυγία, τ. Γ’ σ. 70).
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, και εξαιτίας της αμάθειας και της δεισιδαιμονίας, οι Καρχηδόνιοι (που σχετίζονται με τους σημιτικής προελεύσεως Φοίνικες), θυσίαζαν τα παιδιά τους στον Κρόνο. Τούτο έγινε από την απορρόφηση της λατρείας του από βάρβαρους λαούς, όπως μαρτυρείται από τους αρχαίους συγγραφείς. Για παράδειγμα, ο Πλούταρχος συνδέει την παραχάραξη των Καρχηδονίων με την δεισιδαιμονία, αντιδιαστέλλοντάς την ριζικά από την ελληνική θεώρηση των πραγμάτων (Περί δεισιδαιμονίας, 171 a- 171 d).
Έτσι ο Α. Σταγειρίτης αναφέρει τις έτερες εκδοχές του Κρόνου, όπως τον Φοινικικό, τον Μολώχ, τον Ατλάντιο, τους πατριάρχες των Εβραίων που καλούνταν «Κρόνιοι». Όπου λοιπόν διαβάζουμε για ανθρωποθυσίες στον Κρόνο, είναι εκ βαρβαρικών επιρροών. Κάτι το οποίο υποστήριξε με ικανά επιχειρήματα ο ερευνητής Berard κατά τα τέλη του 19ου αιώνος.
Συνεχίζωντας θα εξετάσουμε μερικές επί πλέον περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται εντέχνως από ορισμένους κύκλους, για να αποδείξουν δήθεν την ανωτερότητα του χριστιανισμού έναντι της ελληνικής παράδοσης.
12. «Περί αποχής εμψύχων», Πορφυρίου του Τύριου
Ο γνωστός φιλόσοφος Πορφύριος, έγραψε (συν τοις άλλοις) και ένα βιβλίο με τίτλο «Περί αποχής εμψύχων», με σκοπό να υπερασπίσει την αποχή από την κρεοφαγία.
Πρέπει να σημειωθεί (και πρέπει πάντα να το έχει κατά νου ο αναγνώστης), ότι το κείμενο δεν διασώζεται ακέραιο ούτε ανεξάρτητο. Οι εκδότες το έχουν εξορύξει από παραθέματα που βρίσκονται στην «Ευαγγελική προπαρασκευή» του Ευσεβίου Καισαρείας. Γνωρίζοντας όμως «τις ημέρες και τα έργα» του συγκεκριμένου χριστιανού συγγραφέα, είμαι επιφυλακτικός απέναντι σε ορισμένα σημεία του κατά τα άλλα εξαιρετικού αυτού κειμένου. Ωστόσο, για να μην μεροληπτώ (κάτι άλλωστε που αντιπαθώ ιδιαιτέρως για την έρευνα), ας θεωρηθεί ότι τα «περίεργα» σημεία είναι γραμμένα από τον Πορφύριο.
Το σύγγραμμα το απευθύνει στον Φίρμο Καστρίκιο και χωρίζεται σε τέσσερα βιβλία. Στο πρώτο, παρουσιάζει τα κυριότερα επιχειρήματα της αντίθετης άποψης και παράλληλα προετοιμάζει το πνευματικό υπόβαθρο στο οποίο θα στηρίξει την αντί- επιχειρηματολογία του. Στο δεύτερο, εξετάζει το πότε και γιατί ξεκίνησαν οι θυσίες ζώων. Στο τρίτο, αναπτύσσει με επιχειρήματα τη θέση ότι κανένα ζώο δεν είναι άλογο, αλλά η διαφορά μας με αυτά είναι μόνο στον βαθμό μετοχής στον Λόγο. Στο τέταρτο, αποδεικνύει ότι οι αυθεντικοί αρχικοί θεσμοί όριζαν την αποχή από τη βρώση εμψύχων. Σε αρκετά μέρη του έργου υποστηρίζεται με αξιόλογα επιχειρήματα η θέση ότι οι θυσίες αρχικά ήσαν προσφορές καρπών. Αυτές καλούνται ως «έθος των πατέρων» και «πάτρια».
Αλλά και ο Απόλλων προέτρεψε να τελούνται θυσίες κατά τις παραδόσεις των μακρινών και πρεσβυτάτων προγόνων (κείμ. «κατά τα πάτρια τουτέστιν κατά το έθος των πατέρων»). Και είναι φανερό, ότι εκείνος υποδεικνύει την παλαιά συνήθεια της αναίμακτης θυσίας. Διότι η παλαιά συνήθεια ήταν οι θυσίες με άρτους και καρπούς, όπως αποδείξαμε. (Βιβλίο 2, 58)
Ο Πορφύριος στηρίζει τις απόψεις του βασιζόμενος σε παλαιότερες πηγές (αρκετές από τις οποίες είναι σήμερα χαμένες).
Ο Θεοφραστος λοιπόν, με πολλά επιχειρήματα που έχουν ληφθεί από όσα παραδίδονται στις πατρώες διαθήκες κάθε λαού, απέδειξε ότι το παλαιόν έθος των θυσιών καρπών ήταν ακόμη στις μέρες του ισχυρό. Διότι αναφέρει ότι για τη θυσία πρώτη επελέγετο μια πόα. Και εξηγεί το δίκαιο και την αρχαία θυσιαστική συνήθεια ως εξής: «Οι αρχαίες προσφορές των ιερών ήσαν νηφάλια, και ετελούντο από πολλούς ανθρώπους. Και νηφάλια είναι σπονδές ύδατος, όπως εκείνες που ακολουθούσαν, οι σπονδές μελιού. Αυτόν τον υγρό καρπό ελάβαμε πρώτον απ’ όλα τ’ άλλα παρόμοια· ήταν δώρο των μελισσών. Επίσης, τα νηφάλια ήσαν σπονδές ελαίου. Και, τελευταίες απ΄ όλες αυτές τις προσφορές, ήλθαν οι σπονδές οίνου». (Βιβλίο 2, κεφ. 20)
Στο επόμενο κεφάλαιο φέρνει αποδείξεις περί των νηφαλίων θυσιών, από τις μαρτυρίες των πινάκων νόμων –αντίγραφα από τα Κορυβαντικά ιερά της Κρήτης, αλλά και από τις σχετικές πληροφορίες από το ποίημα του Εμπεδοκλή.
Αναφερόμενος στον «αρχαίον βίον της Ελλάδος», έχοντας ως πηγή του τον περιπατητικό φιλόσοφο Δικαίαρχο, γράφει ότι «οι παλαιοί ήσαν εκτός των άλλων και κοντά στους θεούς. Διότι υπήρξαν ωραιότατοι και αγαθότατοι στη μορφή και στις συνήθειες, και διότι έζησαν άριστο βίο. Για αυτό και θεωρούνται ως χρυσούν γένος, εάν συγκριθούν προς τους συγχρόνους μας, που είναι κίβδηλοι και από χυδαιότατη ύλη, ενώ εκείνοι δεν σκότωναν έμψυχο όν». (Βιβλίο 4, 2).
Από πολλά σημεία του έργου, προκύπτει αβίαστα ότι καμία θεότητα της ολύμπιας λατρείας δεν ζήτησε ποτέ την θυσία ζώων. Πόσο μάλλον ανθρωποθυσία!
Όπως αναφέρει και ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια», «οι γαρ αρχαίοι θυσίαι και σύνοδοι φαίνονται γίνεσθαι μετά τας των καρπών συγκομιδάς οίον απαρχαί» (1160a).
Πολύ σημαντική είναι επίσης και η αναφορά του στον Ορφέα…
Ας κάνουμε λοιπόν αυτά ακριβώς που παρέδωσε σ’ εμάς ο θεολόγος (ο Ορφεύς). Και αυτός λέγει να μην θυσιάζωμε ούτε ένα έμψυχο πλάσμα, αλλά μόνον όσα είναι άψυχα, από τις πόες και τους κλώνους, έως άλευρα, μέλι, τους άγριους καρπούς που δίνει η γη, και άνθη. Ούτε πυρ να αναδίδεται από ματωμένη σχάρα. (Βιβλίο 2, 36)
Πώς όμως περάσαμε στην ζωοθυσία; Ο Πορφύριος μας εξηγεί ότι ο άνθρωπος αρχικά προσέφερε απαρχές από ότι ο ίδιος έτρωγε, ως ευχαριστία. Αργότερα, όταν έμαθε τη βρώση του κρέατος, άρχισε να προσφέρει από τα ζώα που και ο ίδιος έτρωγε.
Αφού λοιπόν περιέγραψε αυτήν την μετεξέλιξη, γράφει: «Αλλά μεταγενέστερη και εξαιρετικά πρόσφατη είναι η θυσία η οποία γίνεται με την προσφορά ζώων και της οποίας το κίνητρο δεν είναι αθώο, όπως η θυσία καρπών, αλλά έχει τη ρίζα του σε κακές περιστάσεις, σε κάποιον λιμό ή άλλη δυστυχία. Οι περισσότεροι έχουν τη ρίζα τους ή σε έλλειψη γνώσεως ή στον θυμό ή σε κάποιους φόβους» (Βιβλίο 2, 9).
Η Κλυμένη σκότωσε κατά λάθος έναν χοίρο. Ο άνδρας της πήγε στους Δελφούς για να ζητήσει χρησμό. Ο Απόλλων συγχώρησε το συμβάν. Αυτό όμως παρερμηνεύθηκε ως δήθεν συγκατάβαση του θεού στην θανάτωση των χοίρων. Οι θυσίες των αιγών άρχισαν όταν προσέφεραν στους θεούς μια αίγα η οποία κατέστρεφε τους αμπελώνες στην Αττική. Κάποτε, όταν πλησίαζε η γιορτή των Διιπολίων, ένα βόδι έφαγε από τα άλευρα που προορίζονταν για την προσφορά. Τότε ο ιερεύς του Διός, ο Δίομος, έσφαξε το βόδι. Αργότερα, οι αρχαίοι νομοθέτες όντες (και) φιλόσοφοι, άρχισαν να νομοθετούν για τους πολλούς, ώστε να τους αποτρέπουν από τις θυσίες των ζώων. Ο Έρμιππος στο δεύτερο βιβλίο του «Περί των νομοθετών», γράφει ότι στα Ελευσίνια μυστήρια διατηρούνται τρείς από τους νόμους που εθέσπισε ο Τριπτόλαιμος. «Τους γονείς να τιμάτε, τους θεούς με καρπούς να ευχαριστείτε, ζώα μην τρώτε» (Βιβλίο 4, κεφ. 22).
Αλλά και ο νομοθέτης Δράκοντας, νομοθέτησε για τους κατοίκους της Αττικής «να τιμούν τους θεούς και τους εντόπιους ήρωες δημοσίως, με βάση τους ακολούθους πατροπαράδοτους νόμους, όσον είναι δυνατόν περισσότερο στον καθένα, και κάθε τιμή να συνοδεύεται με ιεράν σιγήν. Οι προσφορές πρέπει να είναι, κατά τους νόμους του Δράκοντος, απαρχές καρπών και ετήσιες χοές πελάνων». Ο νόμος όμως δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον αφιλοσόφητο άνθρωπο. Η παρανόηση συνεχίστηκε έχοντας ως αίτιο την ηδονή της γεύσεως. «όταν όμως τα σφάζουμε για την ικανοποίηση των δικών μας αισθήσεων και θυσιάζουμε όσα εμείς κρίνουμε ότι είναι κατάλληλα για θυσία και όχι ό, τι πράγματι αρέσει στους θεούς, αλλά μόνο στις ανθρώπινες ορέξεις, αποκαλύπτουμε έτσι εντελώς, εμείς οι ίδιοι, ότι χάριν της ηδονής και μόνο επιμένουμε σ’ αυτά τα θύματα, όχι για τους θεούς» (κεφ. 25).
Στοιχείο κατάπτωσης το γεγονός ότι νόμισε ότι θα ευχαριστούσε τους θεούς βάφοντας τα χέρια του με αίμα ζώων. Διόλου παράδοξο ωστόσο, εφόσον στο μεταξύ είχαν βάψει τα χέρια τους με ανθρώπινο αίμα, εξαιτίας των πολέμων που έκαναν μεταξύ τους («και πολέμων πειραθέντες, αιμάτων ήψαντο»).
(Βιβλίο 2, κεφ. 7)
Ως εδώ, αναφερθήκαμε στις ζωοθυσίες. Τί λέει όμως για τις ανθρωποθυσίες γενικά; Ποιες περιπτώσεις έχουμε στον αρχαίο κόσμο, και τί συμβαίνει συγκεκριμένα με την αρχαία Ελλάδα;
Ο Πορφύριος ισχυρίζεται ότι το αρχικό αίτιο ήταν η έλλειψη ειδών διατροφής. Επαναλαμβάνει, ότι οι απ’ αρχής θυσίες ήταν η προσφορά καρπών της γης. «Απ’ αρχής μεν γαρ αι των καρπών εγίνοντο τοις θεοίς θυσίαι». Καθώς περνούσε ο καιρός, και εξαιτίας της ηθικής κατάπτωσης και της έλλειψης καρπών, οι άνθρωποι έπεσαν στην ανθρωποφαγία. «χρόνω δε, της οσιότητος ημών εξαμελησάντων, επεί και των καρπών εσπάνισαν, και δια την της νομίμου τροφής ένδειαν εις το σαρκοφαγείν αλλήλων ώρμησαν» (Βιβλίο 2, 27). Όταν θέλησαν να εξιλεώσουν τον εαυτό τους, επειδή κατάλαβαν ότι η πράξη τους ήταν ειδεχθής, «μετά πολλών λιτών ικετεύοντες το δαιμόνιον, σφων αυτών απήρξαντο τοις θεοίς πρώτον». Θεώρησαν ότι η θυσία ανθρώπων ήταν πολύ καλό πράγμα, γιατί με αυτό τον τρόπο αντισταθμίζονταν η ανθρωποφαγία στην οποία είχαν περιέλθει πριν.
Η φράση «σφων αυτών» είναι πολύ σημαντική. Είναι αυτοπαθητική αντωνυμία και δείχνει -σύμφωνα με την ελληνική γραμματική- ότι το υποκείμενο ταυτόχρονα ενεργεί και πάσχει. Έτσι, αυτό ισοδυναμεί με το «εαυτών». Με αυτό τον τρόπο και μέσα στην δεισιδαιμονία τους, προσφέροντας οικειοθελώς τον εαυτό τους, θεώρησαν ότι εξιλεώνονταν για τις πρότερες ανόσιες πράξεις τους. Γνωρίζοντας τώρα αυτά, τα οποία παραβλέπονται από τους απολογητές- όπως και τόσα άλλα, ερχόμαστε σε ένα χωρίο που χρησιμοποιείται κατά κόρον από αυτούς.
αφ’ ου μέχρι του νυν ουκ εν Αρκαδία μόνον τοις Λυκαίοις, ουδ’ εν Καρχηδόνι τω Κρόνω κοινή πάντες ανθρωποθυτούσι, αλλά κατά περίοδον, της του νομίμου χάριν μνήμης, εμφύλιον αίμα βαίνουσι προς τους βωμούς και θυσίας νυν και καίπερ της παρ’ αυτοίς εξειργούσης των ιερών και τοις περιρραντηρίοις κηρύγματι, είτις αίματος αριθμείου μεταίτιος. (Βιβλίο 2,27)
Πολύ κακώς, ορισμένοι αποδίδουν τη φράση «κοινή πάντες ανθρωποθυτούσι», ως τάχα ότι «παντού όλοι θυσιάζουν ανθρώπους». Ο Πορφύριος αναφέρεται σε δύο πολύ συγκεκριμένες περιοχές. Σε αυτές διατηρήθηκε το έθιμο της ανθρωποθυσίας, ραίνοντας τους βωμούς με ανθρώπινο αίμα, χάριν μνήμης. Έχοντας ήδη αναφέρει τα προηγούμενα, είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε το γιατί στην Καρχηδόνα τελούνταν «κοινή», δηλαδή δημοσίως, χωρίς να εμποδίζεται από κανέναν. Όσο για το Λυκαίο όρος στην Αρκαδία, ο Πορφύριος δεν λέει ότι εκεί τελούνταν δημοσίως. Κάτι που ενισχύεται και από τον Παυσανία που αναφέρει ότι αυτές γινόταν «εν απορρήτω».
13. Άλλες «περίεργες» περιπτώσεις που αναφέρονται από τον Πορφύριο
Ο Πορφύριος αναφέρει ότι στην Σαλαμίνα της Κύπρου, κατά τον μήνα Αφροδίσιο…
…εθύετο άνθρωπος τη Αγραύλω τη Κέκροπος και νύμφης Αγραυλίδος, και διέμενε το έθος άχρι των Διομήδους χρόνων. Είτα μετέβαλεν, ώστε τω Διομήδει τον άνθρωπον θύεσθαι. Υφ’ ένα δε περίβολον ό τε της Αθηνάς νεώς, και ο της Αγραύλου και Διομήδους, ο δε σφαγιασόμενος υπό των εφήβων αγόμενος και βωμόν έπειτα ο ιερεύς αυτόν λογχή έπαιεν κατά του στομάχου και ούτως αυτόν επί την ο νηθείσαν πυράν ωλοκαύτιζεν. (Βιβλίο 2,κεφ. 53)
Η κόρη του Κέκροπως, η Άγραυλος, «επρόσφερε εαυτήν εκουσίως εις θυσίαν υπέρ της σωτηρίας των Αθηνών», η οποία και τιμήθηκε για αυτήν της την πράξη ηρωισμού. (Λεξικό αρχαίων μυθολογικών ονομάτων, Ν. Λορέντης, σ. 6). Ο Κέκροπας επισκέφθηκε την Κύπρο όπου έκτισε την πόλη Κορωνίδα, που έπειτα ονομάσθηκε Σαλαμίνα. Οι ντόπιοι με αφορμή την πράξη αυτοθυσίας της Αγραύλου, και υπό βαρβαρικές επιρροές (Φοινικικές κατά τον μελετητή Berard), θυσίαζαν στην Άγραυλο (και όχι σε θεότητα). Η θυσία αυτή ήταν προς τιμήν της πράξεώς της. Αργότερα άλλαξε και θυσίαζαν στον Διομήδη. Επίσης σε άνθρωπο.
Οφείλουμε ωστόσο να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι σύμφωνα με τον Παυσανία που είδαμε στα προηγούμενα, ο Κέκροπας που ήταν σοφός στα θρησκευτικά και νομοθετικά ζητήματα, δεν είχε αξιώσει να τελούνται αιματηρές προσφορές. Αξίζει να προσεχθεί η αναφορά του Πορφυρίου ότι γύρω από το βωμό γυρίζει εκείνος που επρόκειτο να θυσιαστεί, κάτι που θυμίζει την πρακτική του καθαρμού της πόλεως με τους «φαρμακούς» ή αλλιώς «καθάρματα». Επρόκειτο για κακοποιά στοιχεία, τους οποίους τους γύριζαν γύρω από την πόλη, και μετά τους πετούσαν στην φωτιά. Κάτι ανάλογο δηλαδή με την θανατική ποινή. Αυτό δεν είναι θυσιαστική λατρευτική προσφορά. Η περιφορά και το ολοκαύτωμα παραπέμπουν σε θανατική καταδίκη- εκτέλεση. Αυτά, καταργήθηκαν από τον βασιλιά της Κύπρου Δίφιλο, κατά τα χρόνια του Σέλευκου του Θεολόγου. («Τούτον δε τον θεσμόν, Δίφιλος, ο της Κύπρου βασιλεύς κατέλυσε, κατά Σελεύκου χρόνους του θεολόγου γενόμενος») (ο. π κεφ. 54).
Ας δούμε τα σχετικά με την Ρόδο…
Εθύετο γαρ και εν Ρόδω μηνί Μεταγειτνίωνι έτη ισταμένου, άνθρωπος τω Κρόνω. Ο δη επιπολύ κρατήσαν έθος, μετεβλήθη, ένα γαρ των επί θανάτω δημοσία κατακριθέντων μέχρι μεν των Κρονίων συνείχον· ενστάσης δε της εορτής προαγαγόντες άνθρωπον έξω πυλών άντικρυς του Αριστοβούλης έδους, οίνω ποτίσαντες, έσφαττον. (ο. π. κεφ. 53)
Βλέπουμε ότι για ένα μεγάλο διάστημα, στην Ρόδο θυσίαζαν άνθρωπο στον Κρόνο, κατά τον μήνα Μεταγειτνιώνα, πράξη τελούμενη υπό βαρβαρικές επιρροές. Είναι όμως πολύ σημαντική η συνέχεια του χωρίου, που λέει ότι αυτό το έθος κάποτε μεταβλήθηκε σε δημόσια θανατική ποινή κατά τα Κρόνια. Σε αντίθεση, οι Καρχηδόνιοι (Φοίνικες) το θεωρούσαν νόμιμο και ποτέ δεν έπαυσε σε αυτούς. Εδώ έχουμε σαφώς την παραποιημένη εκδοχή για τον Κρόνο, όπως είχαμε γράψει.
Χίος και Τένεδος…
«Εθύοντο δε και εν Χίω τω ωμαδίω Διονύσω άνθρωπον διασπώντες, και εν Τενέδω, ως φησίν Εύελπις ο Καρύστιος» (ο. π κεφ. 54).
Πηγή είναι ο Εύελπις ο Καρύστιος. Τα αναφερόμενα όμως δεν επιβεβαιώνονται από καμία άλλη πηγή ή αρχαιολογικό εύρημα.
Υπάρχει ένα απόσπασμα του Αιλιανού («Ποικίλη ιστορία», βιβλίο Γ΄ 42), που αναφέρεται στην «βακχική» μανία που έπεσαν οι γυναίκες της Χίου. Στο ίδιο απόσπασμα αναφέρεται ότι οι κόρες του Μινύα διέσπασαν έναν νεαρό, όταν καταλήφθηκαν από την ίδια μανία. Πιθανότατα, η Χιώτικη εκδοχή του μύθου για την λατρεία του Διονύσου (ο Διόνυσος ήταν που διαμελίστηκε από τους Τιτάνες, κατά το μύθο), να παροδήγησε τον Εύελπη ώστε να αναφέρει περί ανθρωποθυσιών στην Χίο. Για τον Διόνυσο θα γίνει λόγος στο τέταρτο και τελευταίο μέρος.
Όσον αφορά την Τένεδο, πάλι ο Αιλιανός αναφέρει ότι «Τενέδιοι δε τω ανθρωπορραίστη Διονύσω τρέφουσι κύουσαν βουν, τεκούσαν δε άρα αυτήν οία δήπου λεχώ θεραπεύουσι. Το δε αρτιγενές βρέφος καταθύουσι υποδήσαντες κοθόρνους» («Περί ζώων ιδιότητος», βιβλίο ΙΒ΄ 34). Δηλαδή, οι Τενέδιοι διαλέγουν μια αγελάδα που είναι έτοιμη να γεννήσει και όταν γεννήσει, θυσιάζουν το νεογέννητο μοσχαράκι (αντί για άνθρωπο).
Λακεδαιμόνιοι και ανθρωποθυσία στον Άρη…
«Επεί και Λακεδαιμονίους φησίν ο Απολλόδωρος τω Άρει θύειν άνθρωπον» (ο. π κεφ. 54).
Η πληροφορία δεν τεκμηριώνεται από άλλες πηγές ούτε από αρχαιολογικά ευρήματα. Εκτός αυτού, είναι γενική και αόριστη, χωρίς να έχει ως σημείο αναφοράς κάποιο πρόσωπο ή κάποιο γεγονός. Πλείστοι όσοι ασχολήθηκαν ή αναφέρθηκαν στα συγγράμματά τους στα κοινωνικά ήθη και τα θρησκευτικά έθιμα της αρχαίας Σπάρτης, δεν αναφέρουν τίποτα σχετικό. Ούτε ο Όμηρος (Ιλιάδα και Οδύσσεια), ούτε ο Ξενοφώντας (Αγησίλαος και Λακεδαιμονίων πολιτεία), ούτε ο Θουκυδίδης, ούτε ο Παυσανίας (Λακωνικά), ούτε ο Ηρόδοτος, ούτε ο Αριστοτέλης (Πολιτικά), ούτε ο Πλούταρχος (Λυκούργος και Αγησίλαος) κα. Ούτε ο Πλάτων θα εκθείαζε ποτέ το πολίτευμα των Λακεδαιμόνων ως ένα από τα καλύτερα της Ελλάδος, μαζί με αυτό των Κρητικών.
Φύλαρχος…
«Φύλαρχος δε κοινώς πάντας τους Έλληνας πριν επί πολεμίους εξιέναι ανθρωποκτονείν ιστορεί» (ο. π κεφ. 54).
Και αυτή η πληροφορία του Φύλαρχου είναι ατεκμηρίωτη. Διότι, έχουν γραφτεί πάρα πολλά για τους πολέμους τόσο ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις, όσο και κατά των βαρβάρων. Πουθενά ο Θουκυδίδης, ή ο Ηρόδοτος, ή ο Αρριανός, ή ο Ξενοφώντας, δεν αναφέρουν ότι οι Έλληνες σκότωναν ανθρώπους πριν πάνε να πολεμήσουν τους εχθρούς. Πέρα από όμως, ο Φύλαρχος ως ιστορικός, δεν είναι αξιόπιστος. Αυτό δεν το λέω εγώ, αλλά ένας μεγάλος ιστορικός, ο Πολύβιος.
Θα ήταν πολύ χρήσιμο να αναφέρουμε την κριτική ενός μεγάλου ιστορικού, του Πολύβιου, κατά του Φυλάρχου.
Γράφει λοιπόν ο Πολύβιος…
Επεί δε των κατά τους αυτούς καιρούς Αράτω γεγραφότων παρ’ ενίοις αποδοχής αξιούται Φύλαρχος, εν πολλοίς αντιδοξών και ταναντία γράφων αυτώ, χρήσιμον αν είη, μάλλον δ’ αναγκαίον ημίν, Αράτω προηρημένοις κατακολουθείν περί των Κλεομενικών, μη παραλιπείν άσκεπτον τούτο το μέρος, ίνα μη το ψεύδος εν τοις συγγράμμασιν ισοδυναμούν απολείπωμεν προς την αλήθειαν. Καθόλου μεν ουν ο συγγραφεύς ούτος πολλά παρ’ όλην την πραγματείαν εική και ως έτυχε είρηκε. Πλην περί μεν των άλλων ίσως ουκ αναγκαίον επιτιμάν κατά το παρόν ουδ’ εξακριβούν· όσα δε συνεπιβάλλει τοις υφ’ ημών γραφομένοις καιροίς- ταύτα δ’ εστί τα περί τον Κλεομενικόν πόλεμον- υπέρ τούτων αναγκαίον εστίν ημίν διευκρινείν. Έσται δε πάντως αρκούντα ταύτα προς το και την όλην αυτού προαίρεσιν και δύναμιν εν πραγματεία καταμαθείν. (Ιστορίαι, 2.56.1- 2.56.5)
Δηλαδή, κατά τον Πολύβιο, ο Φύλαρχος δεν είναι αξιόπιστος ως ιστορικός. Και συγκρίνει τα συγγράμματα του Άρατου με αυτά του Φύλαρχου ως προς τα γεγονότα του Κλεομενικού πολέμου, «ίνα μη το ψεύδος εν τοις συγγράμμασιν ισοδυναμούν απολείπωμεν προς την αλήθειαν». Θεωρεί δηλαδή όσα γράφει ο Φύλαρχος ως ψεύδη, τα οποία δεν θα πρέπει να εξισωθούν με όσα αληθινά γράφει ο Άρατος. Και λέει ότι ο Φύλαρχος «πολλά παρ’ όλην την πραγματείαν εική και ως έτυχε είρηκε». Σε όλο το έργο ο Φύλαρχος έχει γράψει πράγματα άσκοπα και άστοχα.
Συνεχίζοντας, λέει ότι άλλος είναι ο σκοπός του ιστορικού και άλλος του τραγικού…
Δει τοιγαρούν ουκ εκπλήττειν τον συγγραφέα τερατευόμενον δια της ιστορίας τους εντυγχάνοντας ουδέ τους ενδεχομένους λόγους ζητείν και τα παρεπόμενα τοις υποκειμένοις εξαριθμείσθαι, καθάπερ οι τραγωδιογράφοι, των δε παραχθέντων και ρηθέντων κατ’ αλήθειαν αυτών μνημονεύειν πάμπαν, αν πάνυ μέτρια τυγχάνωσιν όντα. Το γαρ τέλος ιστορίας και τραγωδίας ου ταυτόν, αλλά τουναντίον. Εκεί μεν γαρ δει των πιθανοτάτων λόγων εκπλήξαι και ψυχαγωγήσαι κατά το παρόν τους ακούοντας, ενθάδε δε δια των αληθινών έργων και λόγων εις τον πάντα χρόνον διδάξαι και πείσαι τους φιλομαθούντας, επειδήπερ εν εκείνοις μεν ηγείται το πιθανόν, καν η ψεύδος, δια την απάτην των θεωμένων, εν δε τούτοις ταληθές δια την ωφέλειαν των φιλομαθούντων.
Δηλαδή:
Ο ιστορικός λοιπόν δεν πρέπει να ταράζει τους αναγνώστες με τραγικές εικόνες ούτε να αναζητεί τους λόγους, που είπαν ίσως οι πρωταγωνιστές, ούτε να απαριθμεί τις πιθανές συνέπειες των γεγονότων που αναφέρει, όπως οι τραγικοί ποιητές, αλλά να μνημονεύει δίχως παραλείψεις όσα έγιναν και ειπώθηκαν αληθινά, έστω κι αν είναι εντελώς ασήμαντα. Και τούτο, γιατί ο σκοπός της ιστορίας και της τραγωδίας δεν είναι ο ίδιος, μα ο αντίθετος: ο τραγικός ποιητής πρέπει με τους πιο αληθοφανείς λόγους να συγκινήσει και να θέλξει τους θεατές, ενώ ο ιστορικός είναι υποχρεωμένος με έργα και λόγια αληθινά να διδάξει και να πείσει οριστικά τους φιλομαθείς αναγνώστες. Στην τραγωδία έχει τον πρώτο λόγο το πιθανό, κι αν ακόμα είναι ψέμα, για να βρεθούν οι θεατές στο χώρο του θαυμαστού, ενώ στην ιστορία την πρώτη θέση έχει η αλήθεια, για να ωφεληθούν οι φιλομαθείς.
Λέτε ότι ένας φιλόσοφος τέτοιου βεληνεκούς πολυμάθειας, να μην ήξερε ότι η θανάτωση εγκληματία δεν συνιστά ανθρωποθυσία, ή να μην γνώριζε ότι οι παραπάνω ισχυρισμοί είναι εντελώς αστήρικτοι; Ή μήπως έχουμε παρεμβολή του Ευσεβίου; Δεν έχουμε όμως αποδείξεις από τη χειρόγραφη παράδοση, εφόσον το «Περί αποχής εμψύχων» δεν σώζεται αυτόνομα και ανεξάρτητα. Μόνο λογικούς συνειρμούς μπορούμε να κάνουμε, έχοντας υπόψη μας από τη μια τον Ευσέβιο και από την άλλη τον Πορφύριο.
Το θέμα του 41ου λόγου του Λιβανίου έχει να κάνει με… ανθρωποθυσία. Συγκεκριμένα, η Αντιόχεια μαστίζεται από λοιμό, και χρησμός του Απόλλωνος ζητά την ανθρωποθυσία προκειμένου να σταματήσει το κακό. Επιλέγεται το παιδί ενός μάγου, αλλά ο πατέρας του ισχυρίζεται ότι μπορεί να σταματήσει τη συμφορά χωρίς να θυσιαστεί το παιδί του, μέσω της γοητείας. Ο Λιβάνιος αντίκειται, προσπαθώντας να πείσει τους Αντιοχείς ότι το παιδί πρέπει να θυσιαστεί, κατ’ επιταγή του θεού. Το παρουσιαζόμενο σενάριο είναι δύσκολο να αποτελεί ιστορικό γεγονός. Ο Λιβάνιος ζει σε μια τραγική και καθοριστική εποχή για το μέλλον της ανθρωπότητας. Ζει στον πολύπαθο 4ο μεταχριστιανικό αιώνα (κατά την χριστιανική χρονολόγηση). Μια περίοδο όπου επιχειρείται να επιβληθεί μια «Νέα Τάξη Πραγμάτων» της τότε εποχής, κατά την οποία έπρεπε να καταργηθούν οι παλαιοί θεσμοί και παραδόσεις και όπου όλοι θα έπρεπε να υπακούουν υποχρεωτικά σε μια θρησκευτικό-πολιτική αρχή. Κατά δεύτερον, αν ο Λιβάνιος πράγματι επιχειρούσε το παραπάνω, δεν θα είχε την παρρησία να απευθύνει στον χριστιανό αυτοκράτορα Θεοδόσιο την περίφημη επιστολή του «Υπέρ των ιερών», κατακεραυνώνοντας τις φαύλες και άτιμες πράξεις των χριστιανών. Κατά τρίτο, έχουμε πατερικές αναφορές για τον Λιβάνιο, όπως αυτές του Βασιλείου Καισαρείας, που δείχνουν έναν άνθρωπο τελείως διαφορετικό. Μάλιστα, ο ίδιος ο Βασίλειος έστελνε τα πνευματικά του παιδιά στον Λιβάνιο προκειμένου να μαθητεύσουν κοντά του την ρητορική τέχνη (επιστολή 337). Επίσης, οι υπόλοιποι πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς, θα έβρισκαν αφορμή να κατηγορήσουν εκ νέου την αντίπαλη εθνική λατρεία, και μάλιστα στο πρόσωπο ενός γνωστού και επιφανούς. Να ήταν λοιπόν…ανθρωποθυσιαστής όπως διατείνονται οι σύγχρονοι απολογητές και να το αγνοούσαν οι πατέρες, είναι ανόητο να το ισχυρίζεται κανείς. Και ενώ οι εκκλησιαστικοί σιγούν…εκκωφαντικά, οι νεο-απολογητές το έχουν κάνει…σημαία! Κατά τέταρτο, γνωρίζουμε ότι η Αντιόχεια είχε εκχριστιανιστεί κατά ένα μεγάλο της μέρος με την συνεπικουρεία της νωθρότητητας των πολιτών της. Συνεπώς, θα ήταν δύσκολο να επιχειρηθεί κάτι τέτοιο.
Στην πραγματικότητα, ο 41ος λόγος ανήκει σε ένα συγκεκριμένο είδος λόγων, τα «προγυμνάσματα» ή «μελέται», που είναι ρητορικές ασκήσεις. Στο διαδικτυακό τόπο «Britannica.com/biography/libanius», διαβάζουμε:
Libanius’ s works include more than 50 orations of varius types, of which the first is especially famous for its autobiographical character. Also surviving are about 50 declamations and other writings intended for use in schools (progymnasmata), as well as more than 1500 letters great historical interest.
Δηλαδή:
Τα έργα του Λιβανίου περιλαμβάνουν πάνω από πενήντα ομιλίες διαφόρων ειδών, από τις οποίες οι πρώτες είναι περίφημες για τον αυτοβιογραφικό τους χαρακτήρα. Επίσης διασώζονται περίπου πενήντα ρητορικοί λόγοι και άλλα γραπτά που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν στις σχολές ρητορικής (προγυμνάσματα), όπως επίσης και περισσότερες από χίλιες πεντακόσιες επιστολές, μεγάλου ιστορικού ενδιαφέροντος.
Στο λεξικό του Ν. Λωρέντη, αναφέρεται για τον Λιβάνιο, «Σώζονται του σοφιστού τούτου διάφοροι ρητορικοί λόγοι, μελέται, επιστολαί και υποθέσεις εις τους λόγους του Δημοσθένους…» (σ. 324).
Μια από τις σημασίες του όρου «μελέτη» είναι «άσκησις, εξάσκησις» (Δημητράκος τ. Θ’ σ. 4645).
Σύμφωνα με το λεξικό του Ησύχιου «Γλώσσαι», «μελέτη γαρ άσκησις».
Το θέμα είναι λοιπόν φανταστικό χάριν ασκήσεως και όχι πραγματικό. Αυτό παρουσιάζεται ως…ιστορικό γεγονός, αποδεικτικό των «ανθρωποθυσιών»!
15. Ο Φιλοποιμήν
Ο Φιλοποιμήν ήταν ένας σπουδαίος αρχιστράτηγος του Αχαϊκού Συνδέσμου. Στην τελευταία του μάχη, όντας «προβεβηκός το γήρας» -όπως αναφέρεται-, συνελήφθη από τους Μεσσήνιους και οδηγήθηκε λαβωμένος στην Μεσσήνη όπου αναγκάστηκε να πει το κώνειο σε ηλικία 78 ετών. Σε όλη την Ελλάδα στήθηκαν ανδριάντες και επιγραφές με τα κατορθώματά του. Μάλιστα, προς τιμή του, θέσπισαν ετήσια γιορτή.
Η σύνδεσή του με δήθεν ανθρωποθυσίες που γίνονταν στον τάφο του, είναι άτοπη καθώς ο Φιλοποιμήν δεν λογίστηκε ποτέ ως θεότητα. Αν ισχύει η θανάτωση των αιχμαλώτων προς τιμή του, ήταν μια πράξη πολεμικών αντιποίνων.
Γράφει ο Πλούταρχος: «Εις την πόλιν, επιποθούσαν τον άνδρα και βαρέως φέρουσαν, οιομένην συναποβεβληκέναι το πρωτεύειν εν τοις Αχαιοίς. Ετάφη μεν ουν ως εικός ενδόξως, και περί το μνημείον οι των Μεσσηνίων αιχμάλωτοι κατελεύσθησαν» (Φιλοποιμήν 21).
16. Ο Αθάμας και οι απόγονοί του, κατά τον Ηρόδοτο
Ο Ηρόδοτος στο βιβλίο των Ιστοριών του «Πολύμνια» (197), αναφέρει ότι οι οδηγοί του Ξέρξη διηγήθηκαν στον Ξέρξη μια ντόπια φήμη/ θρύλο («επιχώριον λόγον»), σχετικά με το ιερό του Λαφυστίου Διός. Δηλαδή, του διηγήθηκαν ότι κάποτε ο Αθάμας είχε επιβάλλει στους απογόνους του όποιος εισέρχεται μέσα στο πρυτανείο του ιερού αυτού χωρίς άδεια, να θυσιάζεται. Και του είπαν επίσης ότι σε αυτήν την ποινή καταδικάστηκαν αργότερα οι απόγονοι του Φρίξου, διότι ένας από αυτούς (ο Κυτίσσωρος) έσωσε τον Αθάμα που ήταν να θυσιαστεί για τον καθαρμό της πόλης, με αποτέλεσμα να πέσει η οργή των θεών σε αυτόν και στους απογόνους του. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα ο Ξέρξης και ο στρατός του να μην εισέλθουν στον ιερό χώρο, από φόβο. Στην ουσία, αυτός ο επιχώριος λόγος λειτουργούσε αποτρεπτικά, ώστε να παρεμποδίζει την είσοδο σε όσους δεν έπρεπε να μπουν.
17. Διόνυσος και ωμοφαγία
Ο Διόνυσος συνδέεται με τις ζωοποιές ιδιότητες του Ηλίου και του Έρωτος, τη βλάστηση και τις γονιμοποιές δυνάμεις. Για αυτό, ιδιαίτερο σύμβολό του συν τοις άλλοις, ήταν και ο φαλλός. Εκλαμβάνονταν από τους απλούστερους ως θεός του κρασιού, ενώ από τους μύστες ως θεός της εκστάσεως. Επίσης, θεός του Χορού, του Θεάτρου, και της ψυχικής ανατάσεως εν γένει. Ο συμβολισμός του Διονύσου είναι ένα τεράστιο θέμα με πολύ βαθιές προεκτάσεις (βαθύτερες από όσες μπορεί να καταλάβει ο αναγνώστης από όσα διαβάζει εδώ), και δεν είναι επί του παρόντος να αναλυθεί πλήρως.
Μελετώντας τους αρχαίους συγγραφείς, διαπιστώνουμε ότι ο Διόνυσος και ο Όσιρις έχουν αρκετά κοινά σημεία στις μυθολογίες τους. Ο Πλούταρχος μας διευκρινίζει πάρα πολλά σχετικά με το θέμα μας, στο έργο του «Περί Ίσιδος και Οσίριδος». Όπως ο ήλιος, η σελήνη, ο ουρανός, η γη, η θάλασσα, είναι κοινά σε όλους, έτσι και οι θεότητες και οι ιδιότητές τους είναι κοινές σε όλους τους λαούς και τις παραδόσεις. Μόνο τα ονόματα αλλάζουν. Αναφερόμενος στον Όσιρι, γράφει στην Κλέα· «Το ότι είναι ο ίδιος με τον Διόνυσο, ποιος άλλος πρέπει να το γνωρίζει καλύτερα από σένα , Κλέα, που είσαι αρχηγός των Θυιάδων στους Δελφούς και αφιερωμένη από τον πατέρα και τη μητέρα σου στις ιερές τελετές του Ισίριδος;» (Πλούταρχος, Περί Ίσιδος και Οσίριδος 35 Ε).
Αλλά και ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης, γράφει ότι «Οι Αιγύπτιοι λένε πως ο θεός που εκείνοι ονομάζουν Όσιρι είναι ο καλούμενος από τους Έλληνες Διόνυσος» (Ιστορική Βιβλιοθήκη, Δ΄ 1.6).
Έτσι λοιπόν και οι δύο ταξίδευσαν σε όλο τον κόσμο εκπολιτίζοντας τους ανθρώπους, τους δίδαξαν τους καρπούς της γης, όρισαν νόμους, χρησιμοποίησαν το τραγούδι και τη μουσική. Σύμβολό τους ο φαλλός, ιερό τους ζώο ο ταύρος. Στις λατρείες αμφοτέρων οι θρησκευτές κρατούν θύρσους και κραυγάζουν. Το τελευταίο και άμεσα σχετιζόμενο με το θέμα μας, ότι σύμφωνα με την μυθολογία, και οι δύο διαμελίστηκαν και επανήλθαν στην ζωή. «Οι μύθοι επίσης για τους Τιτάνες και τα Νυκτέλια συμφωνούν με τους μύθους για τον διαμελισμό, την αναβίωση και την παλιγγενεσία του Οσίριδος» (ο. π. 35 Α). Με τον διαμελισμό τους σχετίζεται η ωμοφαγία. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι στις τελετές χρησιμοποιούνται ιερά μυστικά- μυητικά σύμβολα, τα οποία ορισμένοι τα εκλάμβαναν κατά κυριολεξία και όχι με τον ορθό φιλοσοφικό τρόπο, με αποτέλεσμα να πέσουν στην δεισιδαιμονία.
Επισημαίνει: «Όταν ακούσεις, λοιπόν, τους μύθους των Αιγυπτίων για τους θεούς, περιπλανήσεις, διαμελισμούς και πολλά τέτοια παθήματα, πρέπει να θυμάσαι όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως και να μην νομίζεις ότι ένα γεγονός όπως το διηγούνται έτσι και έγινε» (ο. π. 11 Β).
Και επίσης, «Αφού, λοιπόν, άκουσες τα σχετικά με τους θεούς και δέχεσαι τον μύθο απ’ αυτούς που τον ερμηνεύουν με ευλάβεια και φιλοσοφική διάθεση (αρχαίο: των εξηγουμένων τον μύθον οσίως και φιλοσόφως), εκτελώντας πάντα και τηρώντας τα καθιερωμένα, θεωρώντας πως ούτε θυσίες ούτε πράξεις τους ευχαριστούν περισσότερο από το να έχει κανείς σωστή αντίληψη για τους θεούς, τότε θα αποφύγεις το κακό που είναι εξίσου μεγάλο με την αθεία, τη δεισιδαιμονία δηλαδή» (ο. π. 11 D).
Μια από τις προσηγορίες του Διονύσου είναι και το «ωμάδιος» ή «ωμηστής», που σημαίνει «ωμοφάγος». Φυσικά, αυτό δεν έχει καμία σχέση με υποτιθέμενες ανθρωποθυσίες. Ο Ορφέας στους πανάρχαιους ύμνους του, τον προσφωνεί «αγνόν, ωμάδιον, τριετή, σταφυλοτρόφο, βλαστοφόρο» (ύμνος 30). Επίσης «πρωτόγονο» και «άγριον». Όπου «πρωτόγονος» σημαίνει τον «πρώτο γόνο» (πιθανότατα επειδή συντελεί στην παραγωγή των καρπών), και «άγριος» που έχει τη σημασία του «εν τοις αγροίς ζων», «παν το μη καλλιεργούμενων υπ’ ανθρώπου» (Δ. Δημητράκος, τ. Α΄σ. 56). Στο ύμνο 53, καλείται «χθόνιος», «κινώντας τους χορούς στις κυκλικές εποχές». Είναι καθαρή η αναφορά ότι σχετίζεται με τη γη και τις εποχές που επαναλαμβάνονται με κυκλικό ρυθμό, σαν χορός. Επίσης, προσφωνείται «χλωροκάρπε, κερασφόρε, κάρπιμε Βάκχε, έλα στην πάνθεη τελετή με πρόσωπο ανθηρό, φορτωμένος με τελεσιγόνους ιερούς καρπούς». Σε άλλον ύμνο προσφωνείται, «εύκαρπε, που αυξάνεις τον χαροποιό καρπό». Στον ίδιο ύμνο· «που εμφανίσθηκες ως παυσίπονο φάρμακο στους θνητούς, ιερόν άνθος». Και η επίκλησή του, «σε καλώ να έρθεις στους μύστες γλυκύς, φερέκαρπος» (ύμνος 50). Άμεση η σύνδεσή του με τους καρπούς της γης. Ο Πορφύριος στο «Περί αγαλμάτων» γράφει ότι «η δύναμη που παράγει τους κελυφωτούς καρπούς και όλους γενικά τους καρπούς των φυτών, ονομάζεται Διόνυσος». Η ωμοφαγία μπορεί να συνδεθεί με τη βρώση των καρπών, εφόσον αυτοί καταναλώνονται ως επί το πλείστο, ωμοί.
Ωστόσο, υπάρχει μόνο μια μαρτυρία που συνδέει το «ωμηστής» με την ανθρωποθυσία. Αυτή προέρχεται από τον Φανία τον Λέσβιο, που απλά παρατίθεται από τον Πλούταρχο στο έργο «Θεμιστοκλής». Εκεί αναφέρεται ότι πριν την έναρξη της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, ο Θεμιστοκλής θυσίασε τρείς Πέρσες. Για το ανιστόρητο του πράγματος, έχει γίνει ήδη λόγος. Ο Ευριπίδης στην τραγωδία «Κρήτες» (διασώζεται αποσπασματικά), αναφέρονται οι τελετουργικές πράξεις κατά τις οποίες κάποιος μπορεί να γίνει βάκχος. Ο χορός (που αποτελείται από τους ιερείς του Διός, απευθύνεται στον Μίνωα και του λέει συν τοις άλλοις: «Έρχομαι, αγνόν βίο κηρύσσοντας, όμοιον μ’ εκείνον που μ’ έκαμε να γίνω μύστης του Ιδαίου Διός και του νυκτιπόλου Ζαγρέως τα κρούσματα δοξάζω, αφού ετέλεσα τα ωμοφάγα δείπνα και ύψωσα στην ορεινή Μητέρα τιε δάδες κι επήρα των Κουρητών τ’ όνομα, βάκχος όσιος τώρα εγώ. Κάτασπρα ρούχα φορώντας φεύγω· και νόμο μου έχω από θνητών γεννήσεις και θήκες νεκρών να μένω μακρυά κι ούτε να εγγίζω φαγητά που έγιναν από πλάσματα που έχουν ψυχή».
Στις «Βάκχες», ο ίδιος τραγικός, συσχετίζει την ωμοφαγία με την ζωοφαγία. Λέει ο χορός (οι βάκχες), «Τι γλύκα είν’ απ’ τα βουνά σαν τρέχει ξεκομμένος απ’ τους γρηγοροκίνητους θεόληπτους θιάσους μ’ ένα εφαφόδερμα ιερό στον κάμπο αναζητώντας αίμα σφαγμένου τράγου, χαρά ωμών κρεάτων». Βεβαίως ο Ευριπίδης (όπως και κάθε άλλο μεγάλο πνεύμα) γράφει κωδικοποιημένα. Δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται όλα κατά κυριολεξία, ειδικά όταν η κυριολεκτική ερμηνεία προσκρούει στην καθαρά θρησκευτικοφιλοσοφική αρχαία παράδοση. Το ίδιο ισχύει για κάθε αρχαίο σύγγραμμα.
Η ωμοφαγία είναι κώδικας που ανάγει το νου του μυημένου στον διαμελισμό του Διονύσου. Όπως ο Όσιρις διαμελίστηκε από τον Τυφώνα, έτσι και ο Διόνυσος από τους Τιτάνες. Ο διαμελισμός αυτός δηλεί (συν τοις άλλοις και) τον αφανισμό του Ιερού Λόγου, δηλαδή όλης εκείνης της αρχαίας ιερής Γνώσης, που συνδέει τις κοσμικές λειτουργίες του παντός με την ουσία του ανθρώπου. Η επανασύσταση του σώματος (ανάσταση), δηλεί την επανένωση όλων των διασπασμένων κομματιών της Γνώσης (που βρίσκεται στις διάφορες παραδόσεις), σε μία ενιαία Σοφία.
«Είναι ελληνικό, ξέρεις, το όνομα Ίσις όπως και ο Τυφών, που είναι εχθρός της θεάς, τυφλωμένος από την άγνοια και την πλάνη, που διαμελίζει και αφανίζει τον ιερό λόγο, τον οποίο συγκεντρώνει η θεά, τον συνθέτει και τον παραδίδει σε αυτούς που μυούνται στα μυστήρια που τελικό σκοπό έχουν τη Γνώση του πρώτου, κυρίαρχου και νοητού» (Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 11 F).
Επίλογος
Η κυριαρχία του πνευματικού σκότους έχει αρχίσει εδώ και καιρό να υποχωρεί από τις καρδιές όσων ζητούν την αλήθεια. Το φως της Γνώσεως έρχεται να ξεσκεπάσει συνομωσίες αιώνων, δείχνοντας και πάλι το δρόμο προς την αυτογνωσία. Τα ψεύδη και οι πλάνες είναι καιρός να εκριζωθούν και μαζί να εκτεθούν τα κατεστημένα των ιερατείων που αιώνες τώρα απομυζούν και διαμελίζουν τον αληθώς ιερό λόγο. Είναι καιρός να σταματήσουν οι αθλιότητες από όπου και αν προέρχονται.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)