870 ΧΟ. ἐμὲ παθεῖν τάδε, φεῦ, [ἀντ. β]
ἐμὲ παλαιόφρονα, κατά τε γᾶν οἰκεῖν,
ἀτίετον, φεῦ, μύσος.
πνέω τοι μένος ἅπαντά τε κότον.
οἰοῖ δᾶ, φεῦ.
875 τίς μ᾽ ὑποδύεται πλευράς, ‹τίς› ὀδύνα
θυμόν; ἄιε, μᾶτερ
Νύξ· ἀπὸ γὰρ τιμᾶν δαναιᾶν με θεῶν
880 δυσπάλαμοι παρ᾽ οὐδὲν ἦραν δόλοι.
ΑΘ. οὔτοι καμοῦμαί σοι λέγουσα τἀγαθά,
ὡς μήποτ᾽ εἴπῃς πρὸς νεωτέρας ἐμοῦ
θεὸς παλαιὰ καὶ πολισσούχων βροτῶν
ἄτιμος ἔρρειν τοῦδ᾽ ἀπόξενος πέδου.
885 ἀλλ᾽ εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας,
γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον—
σὺ δ᾽ οὖν μένοις ἄν· εἰ δὲ μὴ θέλεις μένειν,
οὔ τἂν δικαίως τῇδ᾽ ἐπιρρέποις πόλει
μῆνίν τιν᾽ ἢ κότον τιν᾽ ἢ βλάβην στρατῷ.
890 ἔξεστι γάρ σοι τῆσδε γαμόρῳ χθονὸς
εἶναι δικαίως ἐς τὸ πᾶν τιμωμένῃ.
ΧΟ. ἄνασσ᾽ Ἀθάνα, τίνα με φῂς ἔχειν ἕδραν;
ΑΘ. πάσης ἀπήμον᾽ οἰζύος· δέχου δὲ σύ.
ΧΟ. καὶ δὴ δέδεγμαι· τίς δέ μοι τιμὴ μένει;
895 ΑΘ. ὡς μή τιν᾽ οἶκον εὐθενεῖν ἄνευ σέθεν.
ΧΟ. σὺ τοῦτο πράξεις, ὥστε με σθένειν τόσον;
ΑΘ. τῷ γὰρ σέβοντι συμφορὰς ὀρθώσομεν.
ΧΟ. καί μοι πρόπαντος ἐγγύην θήσῃ χρόνου;
ΑΘ. ἔξεστι γάρ μοι μὴ λέγειν ἃ μὴ τελῶ.
900 ΧΟ. θέλξειν μ᾽ ἔοικας καὶ μεθίσταμαι κότου.
ΑΘ. τοιγὰρ κατὰ χθόν᾽ οὖσ᾽ ἐπικτήσῃ φίλους.
ΧΟ. τί οὖν μ᾽ ἄνωγας τῇδ᾽ ἐφυμνῆσαι χθονί;
ΑΘ. ὁποῖα νίκης μὴ κακῆς ἐπίσκοπα,
καὶ ταῦτα γῆθεν ἔκ τε ποντίας δρόσου,
905 ἐξ οὐρανοῦ τε, κἀνέμων ἀήματα
εὐηλίως πνέοντ᾽ ἐπιστείχειν χθόνα·
καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν ἐπίρρυτον
ἀστοῖσιν εὐθενοῦντα μὴ κάμνειν χρόνῳ,
καὶ τῶν βροτείων σπερμάτων σωτηρίαν.
910 τῶν δ᾽ εὐσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις.
στέργω γάρ, ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην,
τὸ τῶν δικαίων τῶνδ᾽ ἀπένθητον γένος.
τοιαῦτα σοὔστι. τῶν ἀρειφάτων δ᾽ ἐγὼ
πρεπτῶν ἀγώνων οὐκ ἀνέξομαι τὸ μὴ οὐ
915 τήνδ᾽ ἀστύνικον ἐν βροτοῖς τιμᾶν πόλιν.
***
ΧΟΡΟΣ
870 Εγώ να πάθω αυτά, καημός!
κι εγώ η παλαιϊκιά να κατοικώ στη γης
σίχαμα καταφρονεμένο!
Λυσσάω απ᾽ την οργή, λυσσάω απ᾽ το κακό,
ω γης κι ουρανέ!
ποιός στα πλευρά περνά,
ποιός σφάχτης στην καρδιά;
άκουσε το θυμό μου, μάνα Νύχτα·
απ᾽ τις αρχαίες μου τις τιμές
μ᾽ άνομες πονηριές
880 με βγάλανε θεοί — κι είμαι τίποτα πια!
ΑΘΗΝΑ
Δε θ᾽ αποστάσω να μιλώ για το καλό σου,
για να μην πεις πως από με νεώτερή σου,
διώχτηκες συ, παλιά θεά, κι απ᾽ το λαό μου
έτσι αφιλόξεν᾽ απ᾽ εδώ κι ατιμασμένη.
Μ᾽ αν της Πειθώς τη δύναμη τιμάς την άγια
που με τη γλώσσα μου σκορπά γητειές και μάγια,
τότε θα μείνεις· μ᾽ αν δε θες να μείνεις πάλι
δε θα ᾽ταν δίκιο να ᾽ριχτες σ᾽ αυτή τη χώρα
έχθρα ή εκδίκηση ή ζημιά για το λαό μου,
890 ενώ στο χέρι σου είναι να ᾽χεις και συ μέρος
στης γης την κατοχή μ᾽ όσες τιμές σού πρέπουν.
ΧΟΡΟΣ
Και, δέσποιν᾽ Αθηνά, ποιάν έδρα λες πως θα ᾽χω;
ΑΘΗΝΑ
Απίκραντη από κάθε θλίψη, μόνον δέξου.
ΧΟΡΟΣ
Δέχομαι· ποιές τιμές λοιπόν με περιμένουν;
ΑΘΗΝΑ
Να μην προκόβει δίχως σε κανένα σπίτι.
ΧΟΡΟΣ
Συ θα το κάμεις τέτοια δύναμη να πάρω;
ΑΘΗΝΑ
Μόνο όποιος σε τιμά την προστασία μας θα ᾽χει.
ΧΟΡΟΣ
Κι εγγύηση δίνεις, έτσι να βαστά για πάντα;
ΑΘΗΝΑ
Ξέρω, όσα δεν μπορώ, ποτέ μου να μην τάζω.
ΧΟΡΟΣ
900 Με κέρδισες θαρρώ, και την έχθρα μου αφήνω.
ΑΘΗΝΑ
Θα ᾽χεις λοιπόν φίλους πιστούς εδώ που θα ᾽σαι.
ΧΟΡΟΣ
Και ποιές ευχές της χώρας σου θέλεις να ψάλω;
ΑΘΗΝΑ
Που σε κακές συνερισιές να μη αποβλέπουν,
μα τέτοιες: Όλ᾽ οι αέρηδες όσοι φυσούνε
κι από στεριά κι απ᾽ ουρανό κι υγρά πελάγη,
με ήλιους να πνέουν καλόβουλους πάν᾽ απ᾽ τη χώρα.
Κι άφτονος απ᾽ τη γη καρπός κι απ᾽ τα κοπάδια
χρόνο ας μην παύει να φτουρά για το λαό μου.
Γλίτων᾽ απ᾽ το κακό τ᾽ ανθρώπινα τα φύτρα,
910 μα των ανόμων τη σπορά ριξιμιά κάνε·
γιατί σα φυτουργός καλός την έγνοια μου έχω
να μη βλαφτεί απ᾽ αυτούς και των δικαίων το γένος.
Τέτοια από σένα· μα όσο για τους ματοβρέχτους
λαμπρούς αγώνες, είμ᾽ εγώ που δε θα στρέξω
καμιά άλλη πόλη την τιμή της νίκης να ᾽χει.
ἐμὲ παλαιόφρονα, κατά τε γᾶν οἰκεῖν,
ἀτίετον, φεῦ, μύσος.
πνέω τοι μένος ἅπαντά τε κότον.
οἰοῖ δᾶ, φεῦ.
875 τίς μ᾽ ὑποδύεται πλευράς, ‹τίς› ὀδύνα
θυμόν; ἄιε, μᾶτερ
Νύξ· ἀπὸ γὰρ τιμᾶν δαναιᾶν με θεῶν
880 δυσπάλαμοι παρ᾽ οὐδὲν ἦραν δόλοι.
ΑΘ. οὔτοι καμοῦμαί σοι λέγουσα τἀγαθά,
ὡς μήποτ᾽ εἴπῃς πρὸς νεωτέρας ἐμοῦ
θεὸς παλαιὰ καὶ πολισσούχων βροτῶν
ἄτιμος ἔρρειν τοῦδ᾽ ἀπόξενος πέδου.
885 ἀλλ᾽ εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας,
γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον—
σὺ δ᾽ οὖν μένοις ἄν· εἰ δὲ μὴ θέλεις μένειν,
οὔ τἂν δικαίως τῇδ᾽ ἐπιρρέποις πόλει
μῆνίν τιν᾽ ἢ κότον τιν᾽ ἢ βλάβην στρατῷ.
890 ἔξεστι γάρ σοι τῆσδε γαμόρῳ χθονὸς
εἶναι δικαίως ἐς τὸ πᾶν τιμωμένῃ.
ΧΟ. ἄνασσ᾽ Ἀθάνα, τίνα με φῂς ἔχειν ἕδραν;
ΑΘ. πάσης ἀπήμον᾽ οἰζύος· δέχου δὲ σύ.
ΧΟ. καὶ δὴ δέδεγμαι· τίς δέ μοι τιμὴ μένει;
895 ΑΘ. ὡς μή τιν᾽ οἶκον εὐθενεῖν ἄνευ σέθεν.
ΧΟ. σὺ τοῦτο πράξεις, ὥστε με σθένειν τόσον;
ΑΘ. τῷ γὰρ σέβοντι συμφορὰς ὀρθώσομεν.
ΧΟ. καί μοι πρόπαντος ἐγγύην θήσῃ χρόνου;
ΑΘ. ἔξεστι γάρ μοι μὴ λέγειν ἃ μὴ τελῶ.
900 ΧΟ. θέλξειν μ᾽ ἔοικας καὶ μεθίσταμαι κότου.
ΑΘ. τοιγὰρ κατὰ χθόν᾽ οὖσ᾽ ἐπικτήσῃ φίλους.
ΧΟ. τί οὖν μ᾽ ἄνωγας τῇδ᾽ ἐφυμνῆσαι χθονί;
ΑΘ. ὁποῖα νίκης μὴ κακῆς ἐπίσκοπα,
καὶ ταῦτα γῆθεν ἔκ τε ποντίας δρόσου,
905 ἐξ οὐρανοῦ τε, κἀνέμων ἀήματα
εὐηλίως πνέοντ᾽ ἐπιστείχειν χθόνα·
καρπόν τε γαίας καὶ βοτῶν ἐπίρρυτον
ἀστοῖσιν εὐθενοῦντα μὴ κάμνειν χρόνῳ,
καὶ τῶν βροτείων σπερμάτων σωτηρίαν.
910 τῶν δ᾽ εὐσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις.
στέργω γάρ, ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην,
τὸ τῶν δικαίων τῶνδ᾽ ἀπένθητον γένος.
τοιαῦτα σοὔστι. τῶν ἀρειφάτων δ᾽ ἐγὼ
πρεπτῶν ἀγώνων οὐκ ἀνέξομαι τὸ μὴ οὐ
915 τήνδ᾽ ἀστύνικον ἐν βροτοῖς τιμᾶν πόλιν.
***
ΧΟΡΟΣ
870 Εγώ να πάθω αυτά, καημός!
κι εγώ η παλαιϊκιά να κατοικώ στη γης
σίχαμα καταφρονεμένο!
Λυσσάω απ᾽ την οργή, λυσσάω απ᾽ το κακό,
ω γης κι ουρανέ!
ποιός στα πλευρά περνά,
ποιός σφάχτης στην καρδιά;
άκουσε το θυμό μου, μάνα Νύχτα·
απ᾽ τις αρχαίες μου τις τιμές
μ᾽ άνομες πονηριές
880 με βγάλανε θεοί — κι είμαι τίποτα πια!
ΑΘΗΝΑ
Δε θ᾽ αποστάσω να μιλώ για το καλό σου,
για να μην πεις πως από με νεώτερή σου,
διώχτηκες συ, παλιά θεά, κι απ᾽ το λαό μου
έτσι αφιλόξεν᾽ απ᾽ εδώ κι ατιμασμένη.
Μ᾽ αν της Πειθώς τη δύναμη τιμάς την άγια
που με τη γλώσσα μου σκορπά γητειές και μάγια,
τότε θα μείνεις· μ᾽ αν δε θες να μείνεις πάλι
δε θα ᾽ταν δίκιο να ᾽ριχτες σ᾽ αυτή τη χώρα
έχθρα ή εκδίκηση ή ζημιά για το λαό μου,
890 ενώ στο χέρι σου είναι να ᾽χεις και συ μέρος
στης γης την κατοχή μ᾽ όσες τιμές σού πρέπουν.
ΧΟΡΟΣ
Και, δέσποιν᾽ Αθηνά, ποιάν έδρα λες πως θα ᾽χω;
ΑΘΗΝΑ
Απίκραντη από κάθε θλίψη, μόνον δέξου.
ΧΟΡΟΣ
Δέχομαι· ποιές τιμές λοιπόν με περιμένουν;
ΑΘΗΝΑ
Να μην προκόβει δίχως σε κανένα σπίτι.
ΧΟΡΟΣ
Συ θα το κάμεις τέτοια δύναμη να πάρω;
ΑΘΗΝΑ
Μόνο όποιος σε τιμά την προστασία μας θα ᾽χει.
ΧΟΡΟΣ
Κι εγγύηση δίνεις, έτσι να βαστά για πάντα;
ΑΘΗΝΑ
Ξέρω, όσα δεν μπορώ, ποτέ μου να μην τάζω.
ΧΟΡΟΣ
900 Με κέρδισες θαρρώ, και την έχθρα μου αφήνω.
ΑΘΗΝΑ
Θα ᾽χεις λοιπόν φίλους πιστούς εδώ που θα ᾽σαι.
ΧΟΡΟΣ
Και ποιές ευχές της χώρας σου θέλεις να ψάλω;
ΑΘΗΝΑ
Που σε κακές συνερισιές να μη αποβλέπουν,
μα τέτοιες: Όλ᾽ οι αέρηδες όσοι φυσούνε
κι από στεριά κι απ᾽ ουρανό κι υγρά πελάγη,
με ήλιους να πνέουν καλόβουλους πάν᾽ απ᾽ τη χώρα.
Κι άφτονος απ᾽ τη γη καρπός κι απ᾽ τα κοπάδια
χρόνο ας μην παύει να φτουρά για το λαό μου.
Γλίτων᾽ απ᾽ το κακό τ᾽ ανθρώπινα τα φύτρα,
910 μα των ανόμων τη σπορά ριξιμιά κάνε·
γιατί σα φυτουργός καλός την έγνοια μου έχω
να μη βλαφτεί απ᾽ αυτούς και των δικαίων το γένος.
Τέτοια από σένα· μα όσο για τους ματοβρέχτους
λαμπρούς αγώνες, είμ᾽ εγώ που δε θα στρέξω
καμιά άλλη πόλη την τιμή της νίκης να ᾽χει.