O Thomas Hobbes (1588 - 1679) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους διανοητές και πολιτικούς φιλοσόφους της νεώτερης εποχής. Στο πλαίσιο της εμφύλιας διαμάχης μεταξύ βασιλοφρόνων και κοινοβουλευτικών στην Αγγλία του Που αιώνα, ο Hobbes πρότεινε μία νέα συγκεντρωτική πολιτεία προς όφελος της κοινωνίας, μελετώντας και εμπνεόμενος σε μεγάλο βαθμό από τον Θουκυδίδη.
ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ
O THOMAS HOBBES KAI H ΕΠΟΧΗ TOY
Ο Thomas Hobbes (Τόμας Χομπς) ήταν επιφανής Άγγλος φιλόσοφος του 17ου αιώνα, εκπρόσωπος του ορθολογιστικού φιλοσοφικού ρεύματος και κορυφαίος πολιτικός στοχαστής (1). Παράλληλα, ο Hobbes συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους μελετητές του έργου του Θουκυδίδη. Το 1628 μετέφρασε την Ιστορία από την ελληνική στην αγγλική γλώσσα με ιδιαίτερη μάλιστα επιτυχία (2). Η μετάφραση του επαινέθηκε από τον μεγαλύτερο Άγγλο συγγραφέα της εποχής του, τον Ben Johnson. Ακόμη και σήμερα, η μετάφραση του θεωρείται μία από τις πλέον άρτιες και επιτυχείς αποδόσεις του αρχαιοελληνικού κειμένου. Το κείμενο του Hobbes εκτός από μετάφραση αποτελούσε και ερμηνεία του αρχαιοελληνικού κειμένου.
Η πρώτη μετάφραση της Ιστορίας του Θουκυδίδη έγινε το 1452 στη λατινική, από τον Lorenzo Valla. Με 6άση αυτή ακολούθησαν οι πρώτες δύο αγγλικές μεταφράσεις, το 1550 από τον Thomas Nicolls και το 1573 από τον William Smith (3). Η μετάφραση του Hobbes διαφέρει από τις δύο αυτές απόπειρες, καθότι πραγματοποιήθηκε απευθείας από το ελληνικό πρωτότυπο. Κατ' αυτόν τον τρόπο το αγγλικό κείμενο που προέκυψε και η νοηματική του ανάλυση δεν ανάγονταν σε ένα άλλο, πιθανώς αποκλίνον κείμενο (4).
Αναφερόμενος στον Θουκυδίδη ο Hobbes έγραφε: «από τα αρχαία κείμενα πάντως μου άρεσε ιδιαίτερα ο Θουκυδίδης» («sed mihi prae reliquis Thucydides placuit» -Latin Works of Thomas Hobbes (στο εξής LWTH), Ixxxviii). Η απόφαση του να μεταφράσει την Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου του Θουκυδίδη δικαιολογείται από τον ίδιο με το σκεπτικό ότι ο Αθηναίος ιστορικός εκπληρώνει στο ακέραιο την πρωταρχική λειτουργία της ιστοριογραφίας, τη διδαχή των ανθρώπων, ώστε να ωφεληθούν με τη γνώση και αντίστοιχα να διαμορφώσουν τις μελλοντικές τους πράξεις: «Καθώς το πρωταρχικό και κύριο έργο της ιστορίας είναι να συμβουλεύει τους ανθρώπους και, με την επίγνωση των γεγονότων του παρελθόντος, να τους δίνει την ικανότητα να διάγουν τον βίο τους με σύνεση στο παρόν και προνοητικά για το μέλλον. Δεν υπάρχει άλλος συγγραφέας που εκπληρώνει καλύτερα αυτόν τον σκοπό απ’ ό,τι ο Θουκυδίδης» (English Works of Thomas Hobbes Vili, vii).
Πώς όμως οδηγήθηκε ο Άγγλος φιλόσοφος στην επιλογή και μετάφραση του έργου του Θουκυδίδη; Ποιοι ήταν οι συγκεκριμένοι λόγοι, για τους οποίους ενέταξε στο συγγραφικό του έργο ένα τέτοιο εγχείρημα, στο οποίο μάλιστα ανατρέχει συχνά σε άλλα του έργα, αμιγώς φιλοσοφικού και πολιτικού περιεχομένου; Ή, με άλλα λόγια, ποια σκοπιμότητα εξυπηρετούσε το κείμενο του Θουκυδίδη και τι είδους ιδεολογική χρήση υπέστη; Αυτά είναι ορισμένα από τα ερωτήματα που οφείλουμε να διερευνήσουμε στην απόπειρα μας να προσεγγίσουμε το κοινό υπόβαθρο που συνδέει τους δύο διανοητές, υπερκαλύπτοντας μία χρονική απόσταση 2.000 ετών. O Hobbes γεννήθηκε το 1588, τη χρονιά κατά την οποία η ισπανική Αρμάδα του Φιλίππου Β΄ προσέγγιζε τις ακτές της Αγγλίας. Ο ίδιος μάλιστα αναφέρει ότι δίδυμος αδελφός του ήταν ο φόβος, αποδίδοντας κατ' αυτόν τον τρόπο το κλίμα που επικρατούσε τότε στην Αγγλία. O Hobbes ήταν βασιλόφρων ως προς τις πολιτικές του απόψεις και οπωσδήποτε εχθρός του κοινοβουλευτισμού, τον οποίο αντιμετώπιζε ως κοινωνική νόσο. Ωστόσο οι ευρύτερες απόψεις του και οι επιστημονικές - αθε-ϊστικές του τάσεις δεν τον καθιστούσαν αγαπητό στη φιλοκαθολική Αυλή του βασιλέα Καρόλου Α΄.
Η εκτίμηση που έτρεφε o Hobbes για τον Θουκυδίδη και το έργο του ενδεχομένως επηρεάσθηκε κατά την αρχική της διαμόρφωση από τις απόψεις ενός άλλου σημαντικού Άγγλου φιλοσόφου, του Francis Bacon (1561 - 1626) (5). Η επιρροή του Bacon διαπιστώνεται σε πολλά σημεία του ιδεολογικού συστήματος του Hobbes. O Bacon θεωρούσε και αυτός την Ιστορία του Θουκυδίδη ως τον τέλειο τύπο ιστορικής συγγραφής : «Ιδίως όμως οι ειδικές εκείνες αφηγήσεις και εξιστορήσεις γεγονότων (όπως η περιγραφή του Πελοποννησιακού πολέμου) δεν μπορούν παρά να θεωρούνται από τις καλύτερες ιστορίες που έχουμε γνωρίσει» (6).
Φαίνεται, ωστόσο, ότι η προσέγγιση του Hobbes δεν αποτελούσε τόσο την επισήμανση ενός διανοητή που θαύμαζε έναν κατά πολύ αρχαιότερο ομότεχνο του. Περισσότερο υπαγορευόταν από συνειδητούς πολιτικούς σκοπούς. Ως οπαδός ενός απολυταρχικού μοναρχικού καθεστώτος, ο Hobbes ήταν αντίπαλος κάθε δημοκρατικού - κοινοβουλευτικού συστήματος. Πίστεψε ότι διέκρινε τις ίδιες απόψεις στο έργο του Θουκυδίδη και σκόπευε να τις αξιοποιήσει. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο προέβη στη μετάφραση ενός βιβλίου που θα ενίσχυε τις αριστοκρατικές - μοναρχικές αντιλήψεις της εποχής του και θα ανέκοπτε την υιοθέτηση ανατρεπτικών πολιτικών δογμάτων. Ο ίδιος, άλλωστε, είχε παραδεχθεί στην αυτοβιογραφία του ότι μετέφρασε το έργο του Θουκυδίδη για να καταδείξει στην αγγλική κοινωνία «την παραφροσύνη της αθηναϊκής δημοκρατίας».
Σε κάθε περίπτωση το σύστημα σκέψης του Hobbes βασίσθηκε ή τουλάχιστον αξιοποίησε πολλά από τα στοιχεία του έργου του Θουκυδίδη. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι το πρώτο του φιλοσοφικό έργο γράφηκε το 1640 (The Elements of Law), ενώ η μετάφραση της Ιστορίας έγινε δώδεκα έτη νωρίτερα.
ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΚΑΙ HOBBES
Η πορεία της σκέψης του Θουκυδίδη είναι επαγωγική. Μεταβαίνει από τα αισθητά, τα άμεσα δηλαδή δεδομένα της εμπειρίας, στη διατύπωση καθολικών κανόνων. Τα γεγονότα που περιγράφει και ερμηνεύει φέρουν την αίγλη της διαχρονίας μέσα από την επαναληπτικότητα που τα χαρακτηρίζει, όχι όμως και την απόλυτη πρόβλεψη. Πρόκειται για μία οπτική των πραγμάτων sub specie aeternitatis, η οποία ωστόσο δεν απομακρύνεται από τα αισθητά δεδομένα.
Αντίθετα, η μέθοδος του Hobbes είναι μάλλον απαγωγική και όχι επαγωγική, όπως του Θουκυδίδη. Και αυτό διότι ο Άγγλος φιλόσοφος αναζητεί τις πιθανές και όχι τις πραγματικές αιτίες. Ο Hobbes, επομένως, διαφοροποιείται από την αριστοτελική λογική, η οποία κυριαρχούσε μέχρι τη νεώτερη εποχή στον χώρο των ιδεών. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η αριστοτελική λογική ήταν μεν απαγωγική, αναπτυσσόταν όμως με σταθερούς συλλογισμούς.
Οι τύποι δηλώσεων που χρησιμοποιεί o Hobbes για την εξέταση της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι τρεις: ο περιγραφικός, ο υποθετικός και ο προστακτικός. Αντίστοιχα ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί τους εξής: περιγραφικός, αναλυτικός και κριτικός (7).
Ευθύς εξαρχής παρατηρείται ταύτιση μεταξύ των δύο συγγραφέων ως προς τη χρήση του περιγραφικού τύπου. Σε πρώτο επίπεδο ο καθένας τους περιγράφει τα άμεσα δεδομένα. Ο Θουκυδίδης τον Πελοποννησιακό πόλεμο μεταξύ των αντίπαλων συνασπισμών της Σπάρτης και της Αθήνας, ο Hobbes την πολιτική κατάσταση και την εμφύλια σύγκρουση στην Αγγλία κατά τον 17ο αιώνα. Στον πρώτο αυτό τύπο δήλωσης, τον περιγραφικό, επικρατεί η ψυχρή και αμερόληπτη οπτική του ιστορικού - παρατηρητή, αν και οι δύο είναι σύγχρονοι με τα γεγονότα που περιγράφουν και μάλιστα συμμετέχουν σε αυτά.
Θουκυδίδης (5ος αι. π.Χ.)
Hobbes (17ος αι.)
περιγραφικός
αναλυτικός
κριτικός περιγραφικός
υποθετικός
προστακτικός
Μετά από αυτή τη κοινή προσέγγιση, οι απόψεις των Θουκυδίδη και Hobbes διίστανται, χωρίς ωστόσο αναγκαστικά να αντιδιαστέλλονται. Εκεί όπου ο Θουκυδίδης αναλύει, ο Hobbes υποθέτει, εκεί όπου ο Θουκυδίδης κρίνει, ο Hobbes προστάζει. Ο Θουκυδίδης, αφού αναφέρει τα ιστορικά δεδομένα, καταδεικνύει την εσωτερική τους σχέση και τα ταξινομεί σε νοηματικά σύνολα. Οι διατυπώσεις του ανάγονται σε προτάσεις με ευρύτερη ισχύ, όπως οι «νόμοι» για την ανθρώπινη φύση (αναλυτικός τρόπος). O Hobbes, από την άλλη, δεν αναλύει τον τρόπο, με τον οποίο εκδηλώνεται αυτή η νομοτέλεια. Ο ίδιος αναζητεί το πιθανό, όχι το υπαρκτό (υποθετικός τρόπος).
Ο Θουκυδίδης ασχολείται με την τέλεση πράξεων, γι’ αυτό και μπορεί να διαγνώσει τα τέλη, τους σκοπούς αυτών των πράξεων. Αναψηλαφώντας αυτή τη σύνδεση, ο αρχαίος ιστορικός ανάγεται στη διαμόρφωση ενός αιτιολογικού συστήματος, απογυμνωμένου από κάθε μεταφυσική παρέμβαση. Έχει κατανοήσει τη σημασία των λόγων του Πρωταγόρα: «Πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος».
O Hobbes δεν ασχολείται με τα γεγονότα και την αιτιολόγηση τους αλλά με τα φαινόμενα, την όψη των πραγμάτων. Ο Θουκυδίδης είχε προειδοποιήσει για την αναγκαιότητα της ιστοριογραφίας να εξετάζει την ουσία των πραγμάτων: "οὐδέ τάς ὄψεις τῶν πόλεων μᾶλλον σκοπεῖν ἤ τάς δυνάμεις" (110, 3).
Η διαφοροποίηση των δύο στοχαστών εντείνεται στον τρίτο τύπο περιγραφής της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο Θουκυδίδης είναι κριτικός, o Hobbes προστακτικός. Ο Θουκυδίδης διαγιγνώσκει τα αίτια των πράξεων, άρα έχει τη δυνατότητα να εκφέρει κριτικό λόγο για την ανθρώπινη δραστηριότητα. Με αυτή τη στάση του δεν είναι ένας απλός "ηθικολόγος" (8), πόσο μάλλον ένας «ψευτο-δραματουργός» (9), για να αναφέρουμε μόνο δύο από τους χαρακτηρισμούς που του έχουν αποδοθεί. Ο Θουκυδίδης είναι περισσότερο μέντορας των εθνών, το κείμενο του μία πολύτιμη παρακαταθήκη γνώσης, "κτῆμα ἐς αἰεί".
Ο αρχαίος ιστορικός γνωρίζει με σαφήνεια ότι η ανθρώπινη φύση μεταβάλλεται. Παρέχει λοιπόν με τη γραφή του το πρότυπο για την επίτευξη μιας αρμονικής συνδιαλλαγής των πολιτειών στα πλαίσια της Ελλάδας. Η αμεροληψία του δεν αποκρύπτει παρά τη συμπάθεια του προς όλες τις πλευρές, ενώ η απόφαση του να συγγράψει την ιστορία είναι καθαρά ιδεαλιστική, αφού επιδιώκει να ωφελήσει τους σύγχρονους και τους μεταγενέστερους του. Ο ίδιος το δηλώνει στην αρχή του έργου του:
«Όσοι δε επιθυμήσουν να εξετάσουν το ακριβές περιεχόμενο των γεγονότων και κρίνουν ότι σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση παρόμοια θα είναι και τα μελλοντικά γεγονότα, θα θεωρήσουν ότι όσα έγραψα είναι ωφέλιμα. Το παρόν σύγγραμμα αποτελεί μάλλον αιώνια παρακαταθήκη παρά πρόσκαιρη άσκηση για το παρόν» («Κτῆμα τε ἐς αἰεί μᾶλλον ἤ ἀγώνισμα ἐς τό παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται» -1 22,4).
Η διαφοροποίηση των μόνο στοχαστών εντείνεται στον τρίτο τύπο περιγραφής της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ο Θουκυδίδης είναι κριτικός, o Hobbes προστακτικός.
Σε αντίθεση με τον Θουκυδίδη o Hobbes δεν κρίνει, αλλά προστάζει. Και αυτό είναι φυσικό για τον Άγγλο στοχαστή, αφού στην πραγματικότητα είναι απολογητής ενός καθεστώτος, δηλαδή της αγγλικής μοναρχίας. Το συγκεντρωτικό μοναρχικό σύστημα του Hobbes ονομάζεται Λεβιάθαν, από το όνομα ενός βιβλικού μυθώδους πλάσματος. To magnum opus του Hobbes είναι ακριβώς το Leviathan (1651), σύγγραμμα κεφαλαιώδους σημασίας για τη δυτική πολιτική σκέψη.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ TOY HOBBES ΚΑΙ Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
Στο Leviathan ο Hobbes ασχολείται με την ποικιλοτροπία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το πρώτο μέρος του έργου (κεφ. Ι - XV: Of Man) αποτελεί μία αναλυτική περιγραφή της ανθρώπινης φύσης. Για τον Hobbes η τελευταία συνιστά τη 6άση της πολιτικής του φιλοσοφίας. Ιδιαίτερα τον ενδιαφέρει η έμφυτη στον άνθρωπο τάση για κτήση και επέκταση, για αρπαγή και δύναμη, για εξουσία. Η επιθυμία της ισχύος και των απολαύσεων παρακάμπτει και καθυποτάσσει τη λογική (ratio). Οι έξεις των ανθρώπων κατά κανόνα υπερισχύουν των αναστολών τους. Το συμπέρασμα του Hobbes είναι ότι τα πάθη (passiones) των ανθρώπων είναι πολύ δυνατότερα από τη λογική τους (Nam passiones hominum ratione plerumque fortiores sunt - LWTH III, 143).
Η υπεροχή των παθών, των συναισθηματικών μεταπτώσεων, έναντι της ψυχρής, ορθολογιστικής οπτικής αποτελεί πολύ συχνό φαινόμενο στην πολεμική δραστηριότητα. Η ένταση της φύσης του πολέμου συμπαρασύρει την ανθρώπινη φύ ση σε ακραίες πρακτικές βίας. Η αντίθεση αυτή μεταξύ της λογικής και των παθών σκιαγραφείται με ενάργεια από τον Θουκυδίδη.
Το 431 π.Χ., πρώτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου, οι Λακεδαιμόνιοι εισέβαλαν στην Αττική σε μια προσπάθεια να επιβληθούν σε μία αποφασιστική χερσαία σύγκρουση και να ολοκληρώσουν γρήγορα τον πόλεμο. Η εκτεταμένη λεηλασία και καταστροφή της υπαίθρου που πραγματοποιούσαν οι Λακεδαιμόνιοι, εφαρμόζοντας τακτική καμένης γης αλλά επιτιθέμενοι, ήταν μεγάλη πρόκληση για το αθηναϊκό γόητρο. Ο αθηναϊκός στρατός, ακολουθώντας εντολές του Περικλή, δεν έβγαινε έξω από τα τείχη για να συγκρουστεί με τον αντίπαλο. Η τεταμένη κατάσταση που δημιουργήθηκε στο εσωτερικό της πόλης, την οποία εκμεταλλεύονταν επιδέξια οι δημαγωγοί, είχε προκαλέσει την αγανάκτηση των πολιτών προς το πρόσωπο του Περικλή:
«Και ο Περικλής που τους έβλεπε να αγανακτούν και να μη σκέπτονται συνετά, πιστεύοντας δε ότι ο ίδιος γνώριζε τι έκανε όταν απαγόρευε την έξοδο, δεν συγκαλούσε ούτε την Εκκλησία του δήμου ούτε έκανε καμία συγκέντρωση για να μην αποφασίσουν με οργή παρά με λογική (γνώμην) και σφάλλουν» (III 22, 1). Στο κείμενο ο Θουκυδίδης αντιδιαστέλλει εμφανώς την «ὀργήν» (passio) και τη «γνώμην» (ratio). Στον αθηναϊκό δήμο κυριαρχούσε η πρώτη, ενώ στον Περικλή η δεύτερη (10).
Βασική αρχή του συστήματος ιδεών του Hobbes αποτελεί η πρωτογένεια του πολέμου, ο αυθύπαρκτος χαρακτήρας του. Για τον Hobbes ο πόλεμος συνιστά φαινόμενο που προηγείται του πολιτισμού. Η εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών είναι μεταγενέστερη του πολέμου ή, κατ’ άλλους, άμεση συνέπεια του. Αυτή η κατάσταση της πρωταρχικής αντιπαλότητας αξιολογείται αρνητικά από τον Hobbes με πραγματικά θουκυδίδειο ύφος, σε μία φράση που έμεινε ιστορική: «Πραγματικά είναι αλήθεια και οι δύο διαπιστώσεις, ότι ο άνθρωπος είναι θεός για τον άλλο άνθρωπο αλλά και λύκος ο ένας για τον άλλο» (Profecto utrumque vere dictum est, homo homini deus, et homo homini lupus- LWTH II, 135). «Ἄνθρωπος ἀνθρώπῳ λύκος». Κάθε αλληλεγγύη, κάθε κοινότητα αγώνων και μελλοντικών επιδιώξεων, κάθε αμοιβαία αναφορά, έχει αναιρεθεί. Μόνη κανονικότητα πλέον θεωρείται η αντιπαράθεση και η σύγκρουση.
Για τον Hobbes o πόλεμος δεν αποτελεί υπέρβαση του πολιτιστικού πλαισίου, αλλά είναι εκδήλωση προγενέστερη των κοινωνικών συμβάσεων και γι’ αυτό άλλωστε οπισθοδρομική τάση. O Hobbes, επομένως, αντιμετωπίζει αρνητικά το φαινόμενο του πολέμου. Αποδέχεται την έννοια της προόδου, την οποία όμως συναρτά με τη συγκρότηση της πολιτείας. Η συγκρότηση μίας ισχυρής πολιτείας αποσκοπεί στην αναίρεση του πολέμου, ο οποίος είναι φθορέας των πολιτειών. Ο προσδιορισμός του ως στοιχείου εξωλογικού και προκοινωνικού παρέχει, σύμφωνα με μία τέτοια άποψη, το δικαίωμα περιορισμού του με απώτερο πάντοτε στόχο την πλήρη εξάλειψη του.
O Hobbes αναφέρει τρία κίνητρα της ανθρώπινης φύσης, τα οποία παρακινούν τα άτομα να μάχονται και να προσπαθεί το καθένα να επιβληθεί του άλλου. Πρόκειται για την επιθυμία του κέρδους, τον φόβο και την αγάπη της τιμής: "Itaque in natura humana simultatum inveniuntur très praecipuae causae, competitio, defensio, gloria: Quarum prima ad dominium, secunda ad securitatem, tertia ad famam spectat" (LWTH III, 99).
• H competitio (ανταγωνισμός) αποσκοπεί στο dominium, την κυριότητα.
• Η defensio (υπεράσπιση) αποσκοπεί στη securitas, την ασφάλεια.
• Η gloria (δόξα) αποσκοπεί στη fama, την καλή φήμη.
Θουκυδίδης (5ος αι. π.Χ.)
Hobbes (17ος αι.)
ωφέλεια
δέος
τιμή defensio (ad securitatem)
gloria (ad famam)
competitio(ad dominium)
Κατά πάσα πιθανότητα o Hobbes αντέγραψε συνειδητά το σχήμα αυτό από τον Θουκυδίδη. Αυτό αποδεικνύεται από τη μεγάλη ομοιότητα, αν όχι ταυτότητα, των αντίστοιχων όρων. Οι Αθηναίοι απεσταλμένοι στη Σπάρτη αναφέρουν στην Απέλλα τα αίτια της αθηναϊκής δραστηριότητας που είχε ενοχλήσει τους Πελοποννησίους και τους συμμάχους τους: «Έτσι λοιπόν και εμείς τίποτε άξιον απορίας δεν κάναμε, ούτε κάτι πέρα από τις ανθρώπινες συνήθειες, εάν δεχθήκαμε την ηγεμονία που μας προσεφέρθη και δεν παραιτηθήκαμε από αυτήν, διότι επικράτησαν τρία κίνητρα σε μας, η τιμή, το δέος και η ωφέλεια» (176,2) (11). Η αντιστοιχία με την ορολογία του Hobbes είναι αρκετά εμφανής:
Ο Θουκυδίδης αναφέρεται επίσης στις τρεις παραμέτρους των κινήτρων δράσης, στους σκοπούς των πράξεων. Η κυριότητα (dominium), η ασφάλεια (securitas), η δόξα (fama), αποτελούν βασικές επιδιώξεις κατά την πολεμική πράξη. Οι παράγοντες αυτοί παρατίθενται από τον κύριο θεωρητικό της αναγκαιότητας του Πελοποννησιακού πολέμου, τον Περικλή. Μετά τη δεύτερη εισβολή των Λακεδαιμονίων στην Αττική, το 429 π.Χ., ο Περικλής προσδιορίζει τους ουσιαστικούς λόγους που επιτάσσουν τη συνέχιση του πολέμου: «Θεωρείτε ότι κυριαρχείτε μόνον στους συμμάχους σας (ἄρχειν - dominium) και δεν είναι ορθό να ολιγωρήσετε τώρα και να μη μπορέσουμε να διασώσουμε την ελευθερία μας (securitas), και να μη φανούμε χειρότεροι σε καμία περίπτωση από τους προγόνους μας (fama)» (II 62, 2-3) (12).
Επιστρέφοντας στα τρία δασικά κίνητρα της ανθρώπινης δραστηριότητας (competitio, defensio, gloria), διαπιστώνουμε ότι στο ιδανικό πολιτειακό σχήμα του Hobbes τα τρία αυτά στοιχεία παραλλάσσονται. Και αυτό διότι υπάγονται στη λειτουργία και στις ανάγκες του κράτους, το οποίο ενσαρκώνει ο ηγεμόνας, ο απόλυτος μονάρχης. Η ηθική των ατόμων ταυτίζεται με την ηθική του κράτους. Το τέλος της ιστορίας για τον Hobbes έρχεται με τη συγκρότηση της ιδανικής πολιτείας του.
ΠΟΛΕΜΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ HOBBES ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
Ειδικότερα, όσον αφορά το δέος, o Hobbes παρατηρεί ότι ο φόβος γεννά τον πόλεμο μεταξύ των κρατών, ενώ η έλλειψη φόβου επιφέρει την αναρχία, την αυθαιρεσία της πρακτικής. O Hobbes εδώ ασφαλώς έχει επηρεαστεί από τον ταραχώδη πολιτικό 6ίο της Αγγλίας κατά τον 17ο αιώνα, ο οποίος είχε αποδυναμώσει το Βασίλειο. Ο Θουκυδίδης προβαίνει σε παρόμοιες παρατηρήσεις στη δική του περιγραφή. Κάνοντας ένα ιστορικό σχόλιο, αναφέρει ως αιτία του πολέμου την αθηναϊκή πολιτική και την αντίδραση που προκάλεσε από την πλευρά της Κορίνθου και της Σπάρτης: «Αλλά η πραγματική αιτία, που όμως δεν αποκαλύφθηκε με τους λόγους, νομίζω ότι υπήρξε η ενδυνάμωση των Αθηναίων και ο φόβος που προκάλεσαν στους Λακεδαιμονίους ο οποίος τους ανάγκασε να πολεμήσουν». (Ι 23, 6). Μία αμερόληπτη εξέταση των αιτίων του Πελοποννησιακού πολέμου δεν θα μπορούσε παρά να καταδείξει ως υπεύθυνη την επεκτατική πολιτική των Αθηνών και την απόπειρα της να επιβάλει ένα status quo ηγεμονίας επί του ελληνικού κόσμου. Πράγματι, μετά την άνοδο της δημοκρατικής παράταξης στην Αθήνα, πρώτα με τον Εφιάλτη και στη συνέχεια με τον Περικλή, η Αθήνα επιδόθηκε σε μία σειρά επεκτατικών ενεργειών εναντίον πολλών ελληνικών πόλεων-κρατών.
Αποτέλεσμα αυτής της καθαρά ιμπεριαλιστικής πολιτικής, η οποία προσπαθούσε να καταργήσει τα τοπικά ολιγαρχικά πολιτεύματα και να εγκαθιδρύσει δημοκρατικά καθεστώτα, υποτελή στην Αθήνα, ήταν να συσπειρωθούν πολλές ελληνικές πόλεις στην Πελοποννησιακή Συμμαχία. Η Σπάρτη αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων να ασκήσει τον ρόλο του αντίπαλου δέους, όχι τόσο για να εξαλείψει την αθηναϊκή δημοκρατία και τους δορυφόρους της στον ελλαδικό χώρο, όσο για να αποκρούσει αυτό που εκλάμβανε - και δικαίως - ως απόπειρα να καταργηθούν τα αριστοκρατικά καθεστώτα και να μεταβληθούν οι ανεξάρτητες και ουδέτερες πολιτείες σε μέρη ενός αθηναϊκού Imperium.
Η δεύτερη παρατήρηση του Hobbes, ότι δηλαδή η έλλειψη φόβου, η άδεια (α στερητικό + δέος), οδηγεί στην αυθαιρεσία, απαντά στην Ιστορία στην περιγραφή του λοιμού που ενέσκηψε στην Αθήνα το 430, αποδεκατίζοντας τα 2/5 του πληθυσμού. Αποτέλεσμα αυτού του φοβερού γεγονότος υπήρξε η διασάλευση των κοινωνικών συμβάσεων, η αναίρεση της ευπρέπειας, όπως αυτή διαπιστώνεται π.χ. στην κατάργηση των τυπικών πρακτικών της ταφής, μίας κατεξοχήν ευσεβούς εκδήλωσης. Η αταξία αυτή επεκτάθηκε και στο ευρύτερο πολιτικό σώμα, καθώς μάλιστα έλειπε ο φόβος της τιμωρίας, της καταστολής των εκδηλώσεων: "Και για πρώτη φορά μετά την έναρξη της νόσου άρχισαν να διαπράττονται και ανομίες στην πόλη. Διότι πλέον ευκολότερα έπραττε κανείς όσα προηγουμένως έκανε κρυφά. Ούτε ο φόβος των θεών ούτε ο ανθρώπινος νόμος στέκονταν εμπόδιο" (II 53,1,4).
Στην περίπτωση της πανώλους που έπληξε την Αθήνα, η κοινή μοίρα όλων των πολιτών εξέπεσε σε χυδαιότητα. Η συχνότητα του θανάτου κατέστησε τη λύπη κοινοτοπία και τελικά αδιαφορία. Αυτή η αμέλεια, την οποία είδαμε να περιγράφει ο Θουκυδίδης στα ταφικά έθιμα, ήταν φυσικό να οδηγήσει σε χαλάρωση των συλλογικών προσπαθειών και στην υπονόμευση της άμυνας της Αθήνας.
Η πρόταξη του φόβου, δηλαδή του αισθήματος αυτοσυντήρησης, κατά βάθος, έρχεται σε αντίθεση με το αίσθημα της τιμής και της πολεμικής ευπραγίας. Η υποταγή, που ακολουθεί ως φυσική συνέπεια, θεμελιώνεται στην ατομικιστική στάση των πολιτών. Οι δεσμοί μεταξύ των μελών μίας ελεύθερης πολιτείας χαλαρώνουν και η οργανική οντότητα της πόλης-κράτους καταρρέει. «Ἄνδρες γάρ πόλις, καί οὐ τείχη οὐδέ νῆες ἀνδρῶν κεναί» (VII 77, 7) βεβαιώνει με τη σειρά του ο Θουκυδίδης. O Hobbes θεωρεί πράξη ανανδρίας την υποταγή που απορρέει από τον φόβο ή ακόμη και την ανάγκη: «Η κυριαρχία, όπως και η νίκη, είναι άξια τιμής, διότι προκύπτει από την ισχύ. Αντιστοίχως η υποτέλεια λόγω ανάγκης ή φόβου είναι ατιμωτική» (EWTH III, 79). Στον Θουκυδίδη ο φόβος αναφέρεται συχνά ως αιτία υποταγής. Αυτό διαπιστώνουμε λ.χ. στον λόγο των Μυτιληναίων απεσταλμένων στην Ολυμπία, λίγο μετά την αποστασία της πόλης από την Αθηναϊκή Συμμαχία (428 π.Χ.). Οι σχέσεις της Μυτιλήνης με την Αθήνα προσδιορίζονται από τους πρώτους ως εξής: «Ήταν λοιπόν φιλία ή μήπως εγγύηση ελευθερίας η κατάσταση εκείνη, όπου υποχρεωνόμασταν να τους υπηρετούμε κατά την περίοδο της ειρήνης και να δεχόμαστε τις κολακείες τους κατά τον πόλεμο, όταν μας χρειάζονταν; Διότι, κάθε άλλο, το οποίο κάποιοι πετύχαιναν λόγω φιλίας και εμπιστοσύνης, εμείς το πράτταμε από φόβο, παραμέναμε δε στη συμμαχία περισσότερο εξαιτίας του φόβου μας παρά λόγω φιλίας» (III 12, 1)(13).
Η θεώρηση του πολέμου από τον Hobbes διαφοροποιείται, όπως έχουμε ήδη δει, από τη θουκυδίδεια οπτική σε αρκετά σημεία. Ένα από αυτά είναι η αντίληψη της συγχρονικότητας στην ιστορική συγγραφή. Ο Θουκυδίδης πιστεύει ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος, τον οποίο ο ίδιος περιγράφει ως σύγχρονος με τα γεγονότα, είναι ο πιο σημαντικός απ’ όλους τους πολέμους μέχρι και την εποχή του.
O Hobbes, αντίστοιχα, εξάγει τον πόλεμο από μία αρχική κατάσταση, χωρίς συμβάσεις, με πρωτογενή χαρακτηριστικά. Ωστόσο δεν απορρίπτει τη χρηστικότητα και πρακτική ωφέλεια του πολέμου. Άλλωστε δεν πιστεύει ότι οι συγκρούσεις του 17ου αιώνα ήταν κατώτερες από τις διαμάχες που λάμβαναν χώρα πριν από τη δημιουργία των κρατών. Αυτή η πεποίθηση του αντανακλά την υιοθέτηση μίας εσχατολογικής ερμηνείας της ιστορίας.
Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης χρησιμοποιεί το μοτίβο του Τελικού Πολέμου (Final War) (14). Πρόκειται για τον πόλεμο που θα επιφέρει την παύση κάθε πολεμικής δραστηριότητας και την αντικατάσταση της διαρκούς αντιπαλότητας από μία διηνεκή, παγκόσμια ειρήνη. Ποιος είναι αυτός που θα αναλάβει την εκτέλεση του καταλυτικού αυτού σχεδίου; Δεν καθορίζεται με σαφήνεια, όμως γνωρίζουμε ότι θα αναδυθεί από το ίδιο το χάος του Τελικού Πολέμου. Ο πόλεμος, επομένως, εμπεριέχει τον σπόρο της ανατροπής του, οι εφαρμογές του είναι περιορισμένες. Ως κοινωνικό φαινόμενο βαίνει προς την κατάργηση του με μία νομοτέλεια διακριτή μόνο στην τελική του έκφραση, αυτή του Τελικού Πολέμου. Ενδέχεται, πάντως, ο υπεύθυνος για την ολοκλήρωση του μεγαλεπήβολου αυτού σχεδίου ενίοτε να υφίσταται ήδη, ως πολιτικός ή στρατιωτικός οργανισμός. Για τον Hobbes είναι ο μονάρχης.
Αν επιχειρούσαμε να προβάλουμε αυτή την ιδέα στην πραγματικότητα του Πελοποννησιακού πολέμου, μάλλον θα προβαίναμε σε κακή ανάγνωση του Θουκυδίδη. Διακρίνεται, ωστόσο, κάποια αντιστοιχία με την προπαγάνδα των δύο πλευρών, όσον αφορά τις επιδιώξεις τους σ' αυτόν τον πόλεμο. Οι Λακεδαιμόνιοι υποστηρίζουν ότι η κήρυξη πολέμου κατά των Αθηναίων και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον τους ανάγονται στην προσπάθεια να διαφυλαχθεί η ελευθερία των ελληνικών πόλεων. Ο έφορος Σθενελαϊδας συμπυκνώνει τη σπαρτιατική επιχειρηματολογία σε ένα θαυμάσιο απόσπασμα: «Εμείς παραμένουμε όμοιοι, όπως τότε έτσι και τώρα. Αν είμαστε συνετοί, δεν θα αδιαφορήσουμε για την τύχη των συμμάχων, όταν αδικούνται, ούτε θα αποφύγουμε να τους βοηθήσουμε, και οι σύμμαχοι μας δεν θα υποφέρουν πλέον στο μέλλον. Και ενώ άλλοι διαθέτουν άφθονα χρήματα και πλοία και ίππους, εμείς έχουμε καλούς συμμάχους, τους οποίους δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε στους Αθηναίους, και οι διαφορές που υπάρχουν δεν θα λυθούν με διαιτησίες και δίκες, αλλά πρέπει να προστρέξουμε αμέσως σε Βοήθεια τους και με όλες τις δυνάμεις μας. Ψηφίστε, λοιπόν, Λακεδαιμόνιοι, να γίνει πόλεμος τιμώντας τις παραδόσεις της Σπάρτης, και ούτε να αφήσετε τους Αθηναίους να δυναμώσουν απειλητικά ούτε να προδώσουμε τους συμμάχους μας, αλλά με τη βοήθεια των θεών ας πολεμήσουμε αυτούς που παραβιάζουν το δίκαιο». (Ι 86, 2-5).
Οι Αθηναίοι από την πλευρά τους δικαιολογούν την επεκτατική πολιτική τους με το σκεπτικό ότι έτσι προφυλάσσουν τη δύναμη της πόλης τους. Ο Περικλής, ο ουσιαστικός υπεύθυνος για τον Πελοποννησιακό πόλεμο, παρακινεί τους Αθηναίους να τηρήσουν αποφασιστική στάση έναντι των αξιώσεων των αντιπάλων τους:
«Αν ενδώσετε σε αυτές τις απαιτήσεις, αμέσως θα σας ζητηθεί να παραχωρήσετε περισσότερα από φόβο. Αν όμως τους αρνηθείτε, τότε θα τους έχετε καταστήσει σαφές ότι πρέπει να σας αντιμετωπίζουν ως ίσους. Λαμβάνοντας υπ' όψιν αυτά, αποφασίστε, προτού υποστούμε μεγάλη ζημιά, αν θα πολεμήσουμε, όπως νομίζω είναι ορθότερο, και να μην υποχωρήσουμε, ασχέτως αν πρόκειται για μικρή ή μεγάλη αιτία ούτε δε να έχουμε φόβο για ό,τι έχουμε και μας ανήκει. Διότι σε όμοια υποδούλωση οδηγεί κάθε απαίτηση, τόσο η μεγαλύτερη όσο και η μικρότερη εφόσον επιβάλλεται πριν από την προσφυγή σε διαιτησία» (1140, 5-141,1).
Μία γρήγορη αντιπαραβολή των δύο επιχειρηματολογιών καταδεικνύει ότι οι Αθηναίοι δεν παρέχουν επαρκείς αιτιολογίες για την ανάληψη του πολέμου, ιδίως όσον αφορά τους συμμάχους τους. Θεμελιώνουν τη δράση τους στη διατήρηση της ισχύος και όχι στη διαφύλαξη της ελευθερίας (15). Ως προς αυτό υστερούν των Λακεδαιμονίων, τουλάχιστον όσον αφορά τις εντυπώσεις.
O Hobbes αντιμετωπίζει τον πόλεμο και ως όργανο, μέσο επιβολής συγκεκριμένων πολιτικών επιδιώξεων και συμφερόντων. Την άποψη αυτή επρόκειτο να διατυπώσει πληρέστερα ο Γερμανός θεωρητικός του πολέμου Carl von Clausewitz (1780 -1831) ενάμιση αιώνα αργότερα. Γι’ αυτή τη χρηστικότητα του πολέμου ο Hobbes αναφέρει ότι ο ηγεμόνας ενός κράτους «με την ισχύ του υποτάσσει τους εχθρούς του στη θέληση του» (EWTH III, 159). Αναλαμβάνεται μία σειρά ενεργειών, υιοθετείται μία συγκεκριμένη στρατηγική προληπτικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα, η οποία αποσκοπεί στη διαφύλαξη ενός ικανοποιητικού status quo. Ο Θουκυδίδης τονίζει μία αναντίρρητη αλήθεια: «διότι με τον πόλεμο εδραιώνεται η ειρήνη, ενώ η αποφυγή του πολέμου χάριν της ησυχίας δεν αποτρέπει τον κίνδυνο» (1124, 2). Με άλλα λόγια, si vis pacem, para bellum.
Οι ομοιότητες μεταξύ των διατυπώσεων του Hobbes και αυτών του Θουκυδίδη οπωσδήποτε έχουν εν μέρει να κάνουν με επιρροή που άσκησαν τα γραφόμενα του αρχαίου συγγραφέα στον Άγγλο διανοητή, αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύουν και τη διαχρονικότητα των εκφάνσεων του πολέμου.
--------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η βιβλιογραφία για τον Hobbes είναι ιδιαίτερα εκτενής. Επιλεκτικά αξίζει να σημειωθούν οι μελέτες των John Laird, Hobbes, Λονδίνο 1934, K.C. Brown (ed.), Hobbean Studies, Οξφόρδη 196S, Rich S. Peters, Hobbes, Λονδίνο 1956, Leo Strauss, The Political Philosoph) of Hobbes, Οξφόρδη 1936,
Samuel I. Mintz, The Hunting of Leviathan, Seventeenth Century Reactions to the Materialism and Moral Philosophy of Thomas Hobbes, Καίμπριτζ 1962.
2. The History of the Grecian War written by Thucydides, translated by Thomas Hobbes of Malmesbury, Λονδίνο 162H, στο The English Works of Thomas Hobbes (EWTH), τ. VIII-IX, Λονδίνο 1843.
3. Αλλες μεταφράσεις σε ευρωπαϊκές γλώσσες είναι στη γαλλική (από το λατινικό κείμενο) τον επισκόπου της Μασσαλίας Seyssel (1564), στην ιταλική από τον Francesco di Soldo Strozzi da Firenze (Βενετία 1545, 1550 - β' έκδοση) και στην ισπανική από τον secretarlo Diego Gracian (Σαλαμάνκα 1564).
4. Υπενθυμίζεται εδώ η παρερμηνεία που υπέστησαν ενίοτε οι φιλοσοφικές απόψεις του Αριστοτέλη, καθώς οι Αττικοί χρησιμοποιούσαν συχνά κατά τον Μεσαίωνα αραβικές μεταφράσεις των έργων τον, στις οποίες υπήρχαν αρκετά λάθη.
5. Για τον Bacon βλ. F.H. Anderson, The Philosophy of Francis Bacon, Σικάγο 1977 (α' έκδ.: 1948), J.C. Fuller, Sir Francis Bacon: Λ Biography, Λονδίνο 1981.
6. The Worts of Francis Bacon, τ. IV, Στουτγάρδη 1962 (β' έκδοση) [α' έκδ.: Λονδίνο I860], σσ. 304-5.
7. ΙΙβ. A.G. Woodhead, Thucydides on the Nature of Power, Μασσαχουσέτη 1970, σα. 27-28.
8. Ετσι τον αναφέρει επανειλημμένα ο John H. Finley στο έργο του Thucydides, Καίμπριτζ 1942.
9. Ο αμφιλεγόμενος αυτός χαρακτηρισμός ανήκει στον FM. Cornfordxai καταχωρείται στο βιβλίο του Thucydides Mythistoricus, Λονδίνο 1907.
10. Πρβλ. 1140,1: " Της μεν γνώμης, ω Αθηναίοι, αιεί τΐ]ς αυτής έχομαι, μη είκειν Πελοποννησίοις, καίπερ ειοώς τους ανθρώπους ου τηι αυτήι οργήι αναπειθομένους τε πολεμείν και εν τωι έργωι πράσσοντας, προς δε τας ξυμφοράςχαι τας γνώμας τρεπομένονς".
11. Ο Θουκυδίδης επαναλαμβάνει τα τρία κίνητρα και σε ένα άλλο σημείο: "μάλιστα μεν υπό δέους, έπειτα και τιμής, ύστερον και ωφελίας" (Ι 75, 3).
12. Πρβλ. V107: "Ούκουν οίεσθε το ξυμφέρον μεν μετά ασφαλείας είναι, το δε δίκαιον και καλόν μετά κινδύνων δράαθαι". Για τη fama (= δόξα) πρβλ. 185, III86, 5,1 1187,5.
13. Πρβλ. II8, 5: "Ούτως εν οργήι είχον οι πλείους τους Αθηναίους, οι μεν της αρχής απολνθήναι βουλάμενοι, οι δε μη αρχθώσι φοβούμενοι ". Επίσης βλ. II8,1.
14. Ρ. Pasqualucci, Hobbes and the Myth of "Final War", Journal of History of Ideas, τ. LI (1990), σσ. 647 - 58.
15. Αργότερα, βέβαια, ο τόνος των Αθηναίων πολιτικών άλλαξε και έχανε λόγο περισσότερο για υπεράσπιση της ελευθερίας - όπως λ.χ. στον Επιτάφιο του Περικλή -μετά από τα πρώτα άσχημα στάδια του πολέμου. Πάντως μετά τη νέα ανάκαμψη των Αθηναίων επανήλθε η ρητορική της ισχύος, όπως στην τραγική περίπτωση της Μήλον.