1120 ΜΕ. ὁ τοξότης ἔοικεν οὐ σμικρὸν φρονεῖν.
ΤΕΥ. οὐ γὰρ βάναυσον τὴν τέχνην ἐκτησάμην.
ΜΕ. μέγ᾽ ἄν τι κομπάσειας, ἀσπίδ᾽ εἰ λάβοις.
ΤΕΥ. κἂν ψιλὸς ἀρκέσαιμι σοί γ᾽ ὡπλισμένῳ.
ΜΕ. ἡ γλῶσσά σου τὸν θυμὸν ὡς δεινὸν τρέφει.
1125 ΤΕΥ. ξὺν τῷ δικαίῳ γὰρ μέγ᾽ ἔξεστιν φρονεῖν.
ΜΕ. δίκαια γὰρ τόνδ᾽ εὐτυχεῖν κτείναντά με;
ΤΕΥ. κτείναντα; δεινόν γ᾽ εἶπας, εἰ καὶ ζῇς θανών.
ΜΕ. θεὸς γὰρ ἐκσῴζει με, τῷδε δ᾽ οἴχομαι.
ΤΕΥ. μή νυν ἀτίμα θεούς, θεοῖς σεσωμένος.
1130 ΜΕ. ἐγὼ γὰρ ἂν ψέξαιμι δαιμόνων νόμους;
ΤΕΥ. εἰ τοὺς θανόντας οὐκ ἐᾷς θάπτειν παρών.
ΜΕ. τούς γ᾽ αὐτὸς αὑτοῦ πολεμίους· οὐ γὰρ καλόν.
ΤΕΥ. ἦ σοὶ γὰρ Αἴας πολέμιος προύστη ποτέ;
ΜΕ. μισοῦντ᾽ ἐμίσει· καὶ σὺ τοῦτ᾽ ἠπίστασο.
1135 ΤΕΥ. κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοποιὸς ηὑρέθης.
ΜΕ. ἐν τοῖς δικασταῖς, κοὐκ ἐμοί, τόδ᾽ ἐσφάλη.
ΤΕΥ. πόλλ᾽ ἂν κακῶς λάθρᾳ σὺ κλέψειας κακά.
ΜΕ. τοῦτ᾽ εἰς ἀνίαν τοὔπος ἔρχεται τινί.
ΤΕΥ. οὐ μᾶλλον, ὡς ἔοικεν, ἢ λυπήσομεν.
1140 ΜΕ. ἕν σοι φράσω· τόνδ᾽ ἐστὶν οὐχὶ θαπτέον.
ΤΕΥ. σὺ δ᾽ ἀντακούσῃ τοῦτον ὡς τεθάψεται.
ΜΕ. ἤδη ποτ᾽ εἶδον ἄνδρ᾽ ἐγὼ γλώσσῃ θρασὺν
ναύτας ἐφορμήσαντα χειμῶνος τὸ πλεῖν,
ᾧ φθέγμ᾽ ἂν οὐκ ἂν ηὗρες, ἡνίκ᾽ ἐν κακῷ
1145 χειμῶνος εἴχετ᾽, ἀλλ᾽ ὑφ᾽ εἵματος κρυφεὶς
πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι ναυτίλων.
οὕτω δὲ καὶ σὲ καὶ τὸ σὸν λάβρον στόμα
σμικροῦ νέφους τάχ᾽ ἄν τις ἐκπνεύσας μέγας
χειμὼν κατασβέσειε τὴν πολλὴν βοήν.
1150 ΤΕΥ. ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρ᾽ ὄπωπα μωρίας πλέων,
ὃς ἐν κακοῖς ὕβριζε τοῖσι τῶν πέλας.
κᾆτ᾽ αὐτὸν εἰσιδών τις ἐμφερὴς ἐμοὶ
ὀργήν θ᾽ ὁμοῖος εἶπε τοιοῦτον λόγον,
ὤνθρωπε, μὴ δρᾶ τοὺς τεθνηκότας κακῶς·
1155 εἰ γὰρ ποήσεις, ἴσθι πημανούμενος.
τοιαῦτ᾽ ἄνολβον ἄνδρ᾽ ἐνουθέτει παρών.
ὁρῶ δέ τοί νιν, κἄστιν, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ,
οὐδείς ποτ᾽ ἄλλος ἢ σύ. μῶν ᾐνιξάμην;
ΜΕ. ἄπειμι· καὶ γὰρ αἰσχρόν, εἰ πύθοιτό τις
1160 λόγοις κολάζειν ᾧ βιάζεσθαι πάρα.
ΤΕΥ. ἄφερπέ νυν. κἀμοὶ γὰρ αἴσχιστον κλύειν
ἀνδρὸς ματαίου φλαῦρ᾽ ἔπη μυθουμένου.
***
1120 ΜΕ. Ψήλωσε του τοξότη ο νους, καταπώς φαίνεται.
ΤΕΥ. Δεν το νομίζω πως ασκώ βάναυση τέχνη.
ΜΕ. Κι άλλο θα φούσκωνε ο κομπασμός σου,
αν κράταγες ασπίδα.
ΤΕΥ. Κι ακάλυπτος, θα τα ᾽βαζα μ᾽ εσένα πάνοπλο.
ΜΕ. Η γλώσσα τρέφει το παράτολμό σου θάρρος.
ΤΕΥ. Έχοντας με το μέρος μου το δίκαιο,
μπορώ να ᾽μαι περήφανος.
ΜΕ. Το δίκαιο διεκδίκησε αυτός σκοτώνοντάς με;
ΤΕΥ. Σκοτώνοντας; λόγος παράλογος, αν όντως
πεθαμένος ζεις.
ΜΕ. Ένας θεός εμένα μ᾽ έσωσε· μ᾽ αυτόν θα ᾽μουνα
τώρα ξοφλημένος.
ΤΕΥ. Μην ατιμάζεις τότε τους θεούς, αν στους θεούς
χρωστάς που σώθηκες.
1130 ΜΕ. Νομίζεις θα καταφρονούσα εγώ τους νόμους των θεών;
ΤΕ. Αν δεν αφήσεις να ταφούν οι πεθαμένοι.
ΜΕ. Αν οι νεκροί είναι εχθροί, τότε η ταφή τους περισσεύει.
ΤΕΥ. Λες πως ο Αίας φάνηκε ποτέ εχθρός σου;
ΜΕ. Ναι, με μισούσε αυτός και τον μισούσα
—το ήξερες κι εσύ.
ΤΕΥ. Γιατί να κλέβεις πιάστηκες νοθεύοντας τις ψήφους.
ΜΕ. Είναι των δικαστών το σφάλμα αυτό, όχι δικό μου.
ΤΕΥ. Μπορείς κι εσύ να κάνεις στα κρυφά πολλές απάτες.
ΜΕ. Σε κάποιον θα στοιχίσει αυτός ο λόγος ακριβά.
ΤΕΥ. Όχι ακριβώς σ᾽ εμένα· άλλος θα το πληρώσει
μάλλον ακριβότερα.
ΜΕ. Ένα σου λέω μόνον: αυτόν εδώ δεν πρέπει
1140 να τον θάψεις.
ΤΕΥ. Ένα κι εγώ σου λέω, κι άκου:
αυτός που βλέπεις θα ταφεί.
ΜΕ. Γνώρισα κάποιον κάποτε με γλώσσα ασύστολη,
που ζόριζε τους ναύτες να ταξιδέψουν καταχείμωνο,
και που μετά το βούλωσε, όταν τους έπιασε η φουρτούνα,
οπότε λούφαξε, κι αφέθηκε να τον ποδοπατεί
ο κάθε ναυτικός. Έτσι κι εσύ, στόμα απύλωτο, όταν,
μετά από σύννεφο μικρό, ξεσπάσει μπόρα δυνατή,
θα σβήσει τις πολλές φωνές.
ΤΕΥ. Κι εγώ με τη σειρά μου κάποτε, έπεσα
1150 σ᾽ άνθρωπο μωρό, που το ᾽παιζε αλαζονικός
μπροστά στη συμφορά του άλλου.
Κι όταν μετά τον είδε, κάποιος, με το δικό μου φυσικό,
του πέταξε αυτόν τον λόγο: ε φίλε, μην κακοποιείς
τους πεθαμένους, γιατί αν το κάνεις, να ᾽σαι σίγουρος
την έχεις άσχημα.
Μ᾽ αυτά τα λόγια νουθετούσε μπροστά του κάποιον μίζερο.
Βλέποντας γύρω μου, άλλος κανείς δεν είναι
αυτός που λέω, έξω από σένα — μήπως μιλώ μ᾽ αινίγματα;
ΜΕ. Φεύγω. Γιατί θα ᾽ταν ντροπή κάποιος να μάθει
πως εγώ επιμένω να σωφρονίσω κάποιον με τα λόγια,
1160 ενώ του αρμόζει η βία.
ΤΕΥ. Τράβα λοιπόν. Γιατί κι εγώ νιώθω πως είναι
μεγαλύτερη ντροπή ν᾽ ακούω τζάμπα κάποιον
μωρίες ν᾽ αραδιάζει.
Σάββατο 8 Μαΐου 2021
Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία: 1. Πρωταρχές
1.3. Το έπος
Η λέξη ἔπος σημαίνει απλά και μόνο «λόγος»· όμως κιόλας στην Οδύσσεια ως ἔπεα χαρακτηρίζονται τα αφηγηματικά τραγούδια που τραγουδούσαν οι αοιδοί με τη συνοδεία της λύρας τους. Αυτή τη σημασία διατηρούμε και στον σημερινό ορισμό, όταν λέμε ότι τα αρχαία ελληνικά έπη ήταν μακρόπνοα ποιητικά κείμενα συνθεμένα κατά στίχο[1] σε συγκεκριμένο μέτρο, το δακτυλικό εξάμετρο. Αρχικά οι αοιδοί τα παρουσίαζαν στο κοινό τραγουδιστά, με τη συνοδεία της λύρας τους· αργότερα η παρουσίαση μπορούσε να γίνει και με μελωδική απαγγελία, χωρίς μουσική συνοδεία.
Από την άποψη του περιεχομένου τους τα έπη χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα ηρωικά και τα διδακτικά. Στο ηρωικό έπος ο αοιδός τραγουδούσε κλέα ἀνδρῶν, «δόξες των ανδρών» (θ 73), δηλαδή τα δοξασμένα κατορθώματα των ἀνδρῶν ἡρώων μιας περασμένης εποχής που διαπιστώσαμε ότι ταυτιζόταν με την ακμή του μυκηναϊκού κόσμου. Γενικά, το αφηγηματικό περιεχόμενο των ηρωικών επών είχε μυθικό, ή ακόμα και παραμυθιακό, χαρακτήρα, και τα κατορθώματα των ηρώων ξεπερνούσαν συχνά τα ανθρώπινα μέτρα· όμως αυτό δεν εμπόδιζε τους ακροατές να πιστεύουν ότι οι ήρωες ήταν ιστορικά πρόσωπα, και ότι με τις ποιητικές αφηγήσεις τους οι αοιδοί τούς αποκάλυπταν την αλήθεια για τους προγόνους τους.
Οι ίδιοι οι αοιδοί ήταν βέβαιοι πως οι αφηγήσεις τους ήταν αληθινές, ακόμα και όταν συνειδητά τις είχαν παραλλάξει. Δεν τα διαμόρφωναν οι ίδιοι, λέγαν, τα τραγούδια τους, αλλά οι Μούσες: αυτές τους έδιναν την έμπνευση, αυτές τους υπαγόρευαν το τραγούδι και τους βοηθούσαν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες του - αυτές ουσιαστικά τραγουδούσαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι και τα δύο ηρωικά έπη που μας σώζονται ξεκινούν με μιαν επίκληση του τραγουδιστή στη θεά Μούσα:
Ιλιάδα: Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλλῆος
(Τραγούδησε, θεά, το θυμό του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα)·
Οδύσσεια: Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον
(Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο τραγούδα μου).
Οι Μούσες υπαγόρευαν και τα διδακτικά έπη, που και αυτά αλήθειες φανέρωναν στους ακροατές τους. Το περιεχόμενό τους ήταν ποικίλο. Ο ποιητής μπορούσε να προτιμήσει θέματα θεολογικά, όπως η δημιουργία του κόσμου, η γενεαλογία των θεών, οι σχέσεις τους με τους ανθρώπους κλπ.· κοινωνικά, όπως η δικαιοσύνη· πρακτικά, όπως οι αγροτικές εργασίες, η ναυσιπλοΐα, το ημερολόγιο κλπ.· ή όποιο άλλο κεφάλαιο της ανθρώπινης γνώσης.
Ο διδακτικός χαρακτήρας επιβάλλει ορισμένους κανόνες. Η παρουσίαση της γνώσης γινόταν μεθοδικά· η έκθεση ήταν συστηματική και ολοκληρωμένη και συνοδευόταν συχνά από νουθεσίες, συμβουλές, επιταγές και προειδοποιήσεις - τα ίδια μέσα που χρησιμοποιούν πάντα οι δάσκαλοι, οι γονείς και όποιος άλλος θέλει να οδηγήσει ή να επαναφέρει κάποιον ή κάποιους στον σωστό δρόμο. Έτσι ακριβώς και στο ένα από τα δύο διδακτικά έπη που μας σώζονται, στο Έργα και Ημέρες, ο ποιητής Ησίοδος προσπαθεί να νουθετήσει τον αδελφό του, που είχε ξεστρατίσει.
-------------------------
1. Στη σύνθεση κατά στίχο κάθε στίχος είναι μετρικά όμοιος με τον προηγούμενο. Ο δακτυλικός εξάμετρος στίχος ήταν, όπως ταιριάζει στην αφηγηματική ποίηση, αρκετά μεγάλος, όπως μεγάλος είναι και ο νεοελληνικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος των δημοτικών τραγουδιών, που και αυτός χρησιμοποιείται σε αφηγηματικές συνθέσεις κατά στίχο.
Η λέξη ἔπος σημαίνει απλά και μόνο «λόγος»· όμως κιόλας στην Οδύσσεια ως ἔπεα χαρακτηρίζονται τα αφηγηματικά τραγούδια που τραγουδούσαν οι αοιδοί με τη συνοδεία της λύρας τους. Αυτή τη σημασία διατηρούμε και στον σημερινό ορισμό, όταν λέμε ότι τα αρχαία ελληνικά έπη ήταν μακρόπνοα ποιητικά κείμενα συνθεμένα κατά στίχο[1] σε συγκεκριμένο μέτρο, το δακτυλικό εξάμετρο. Αρχικά οι αοιδοί τα παρουσίαζαν στο κοινό τραγουδιστά, με τη συνοδεία της λύρας τους· αργότερα η παρουσίαση μπορούσε να γίνει και με μελωδική απαγγελία, χωρίς μουσική συνοδεία.
Από την άποψη του περιεχομένου τους τα έπη χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα ηρωικά και τα διδακτικά. Στο ηρωικό έπος ο αοιδός τραγουδούσε κλέα ἀνδρῶν, «δόξες των ανδρών» (θ 73), δηλαδή τα δοξασμένα κατορθώματα των ἀνδρῶν ἡρώων μιας περασμένης εποχής που διαπιστώσαμε ότι ταυτιζόταν με την ακμή του μυκηναϊκού κόσμου. Γενικά, το αφηγηματικό περιεχόμενο των ηρωικών επών είχε μυθικό, ή ακόμα και παραμυθιακό, χαρακτήρα, και τα κατορθώματα των ηρώων ξεπερνούσαν συχνά τα ανθρώπινα μέτρα· όμως αυτό δεν εμπόδιζε τους ακροατές να πιστεύουν ότι οι ήρωες ήταν ιστορικά πρόσωπα, και ότι με τις ποιητικές αφηγήσεις τους οι αοιδοί τούς αποκάλυπταν την αλήθεια για τους προγόνους τους.
Οι ίδιοι οι αοιδοί ήταν βέβαιοι πως οι αφηγήσεις τους ήταν αληθινές, ακόμα και όταν συνειδητά τις είχαν παραλλάξει. Δεν τα διαμόρφωναν οι ίδιοι, λέγαν, τα τραγούδια τους, αλλά οι Μούσες: αυτές τους έδιναν την έμπνευση, αυτές τους υπαγόρευαν το τραγούδι και τους βοηθούσαν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες του - αυτές ουσιαστικά τραγουδούσαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι και τα δύο ηρωικά έπη που μας σώζονται ξεκινούν με μιαν επίκληση του τραγουδιστή στη θεά Μούσα:
Ιλιάδα: Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλλῆος
(Τραγούδησε, θεά, το θυμό του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα)·
Οδύσσεια: Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον
(Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο τραγούδα μου).
Οι Μούσες υπαγόρευαν και τα διδακτικά έπη, που και αυτά αλήθειες φανέρωναν στους ακροατές τους. Το περιεχόμενό τους ήταν ποικίλο. Ο ποιητής μπορούσε να προτιμήσει θέματα θεολογικά, όπως η δημιουργία του κόσμου, η γενεαλογία των θεών, οι σχέσεις τους με τους ανθρώπους κλπ.· κοινωνικά, όπως η δικαιοσύνη· πρακτικά, όπως οι αγροτικές εργασίες, η ναυσιπλοΐα, το ημερολόγιο κλπ.· ή όποιο άλλο κεφάλαιο της ανθρώπινης γνώσης.
Ο διδακτικός χαρακτήρας επιβάλλει ορισμένους κανόνες. Η παρουσίαση της γνώσης γινόταν μεθοδικά· η έκθεση ήταν συστηματική και ολοκληρωμένη και συνοδευόταν συχνά από νουθεσίες, συμβουλές, επιταγές και προειδοποιήσεις - τα ίδια μέσα που χρησιμοποιούν πάντα οι δάσκαλοι, οι γονείς και όποιος άλλος θέλει να οδηγήσει ή να επαναφέρει κάποιον ή κάποιους στον σωστό δρόμο. Έτσι ακριβώς και στο ένα από τα δύο διδακτικά έπη που μας σώζονται, στο Έργα και Ημέρες, ο ποιητής Ησίοδος προσπαθεί να νουθετήσει τον αδελφό του, που είχε ξεστρατίσει.
-------------------------
1. Στη σύνθεση κατά στίχο κάθε στίχος είναι μετρικά όμοιος με τον προηγούμενο. Ο δακτυλικός εξάμετρος στίχος ήταν, όπως ταιριάζει στην αφηγηματική ποίηση, αρκετά μεγάλος, όπως μεγάλος είναι και ο νεοελληνικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος των δημοτικών τραγουδιών, που και αυτός χρησιμοποιείται σε αφηγηματικές συνθέσεις κατά στίχο.
Σ’ αγαπώ ασφυκτικά
Η ασφυκτική αγάπη, οι σχέσεις εξάρτησης, μας κλέβουν τις αληθινές σχέσεις.
Ωραίος σαν θεός και μέγας κυνηγός. Ο Ενδυμίων. Μια μέρα παρασύρθηκε και συνέχισε να κυνηγά ως αργά.
Ο ήλιος έδυσε κι εκείνος εξακολουθούσε να καταδιώκει το θήραμά του μέχρι που η λαμπερή σελήνη ανέβηκε στον ουρανό. Και καθώς αρμένιζε γαλήνια στο στερέωμα έστρεψε το βλέμμα της στη Γη.
Κοίταξε κάτω και τον είδε. Κι εκείνος αυτήν. Και τότε συνέβη κάτι παράξενο. Δέθηκαν με κάτι σαν μάγια. Έναν έρωτα που καθήλωσε τον Ενδυμίωνα.
Όμως για να ενωθεί με την ουράνια αγαπημένη του έπρεπε να πέσει σε έναν παράξενο ύπνο, λέει ο μύθος, κι από εκείνη τη βραδιά εξακολουθούσε να κοιμάται ενώ μέσα στον ύπνο του ερωτοτροπούσε με τη θεά Σελήνη κάνοντας μαζί της 50 κόρες. Τόσες, όσοι οι σεληνιακοί μήνες που μεσολαβούσαν ανάμεσα σε κάθε αρχαία ολυμπιάδα.
Ο έρωτας του Ενδυμίωνα και της Σελήνης έμεινε παροιμιώδης για την καθήλωση στην οποία τον οδήγησε. Ο κυνηγός είχε γίνει θήραμα.
Η συμβολική σημασία του αξύπνητου αλλά δραστήριου ερωτικά ύπνου του ήταν μια υπόμνηση γι αυτό που μας συμβαίνει όταν ερωτευόμαστε: μια υπνωτισμένη προσκόλληση του νου σε ένα ερωτικό αντικείμενο.
Από μια άποψη όλοι οι έρωτες μας υπνωτίζουν και μας προκαλούν ένα είδος καθήλωσης τουλάχιστον όσο διαρκεί το πρώτο διάστημα, του μέλιτος.
Όμως, όταν περάσει η πρώτη «τρέλα» ο ένας από τους δυο μισοξυπνάει. Και τότε αλίμονό του εκείνου που τα μάτια του είναι ακόμα θολά από τον ύπνο και εξακολουθεί να κοιτάζει μαγεμένος τον ερωτικό του σύντροφο.
«Μέσα στη νύχτα μαγεμένος ο Ενδυμίων από την ετερόφωτη Σελήνη δεν υποψιάζεται ούτε τη σκοτεινή πλευρά της» περιγράφοντας μια πραγματικότητα που αφορά εκείνους που προσδένονται ασφυκτικά στο ερωτικό άρμα του συντρόφου τους και δεν καταφέρνουν να ξεκολλήσουν ακόμα και χρόνια μετά, όταν περάσει όλο το εύλογο και παράλογο διάστημα του έρωτα. Λες και ζουν και υπάρχουν μόνο για τον άλλο.
Οι δικές τους ανάγκες, τα δικά τους γούστα, ο εαυτός τους εξαφανίζονται. Ο άλλος αναγορεύεται σε παντοδύναμο θεό που έχει τη δύναμη να επιφέρει την πιο ακραία ευτυχία ή δυστυχία στον ψυχισμό του ερωτικά υποτελούς.
Τον ανεβάζει στα ουράνια ή τον καταβαραθρώνει στα Τάρταρα με μια λέξη, μια κίνηση, μια άρνηση να σηκώσει το τηλέφωνο ή μια θερμή ματιά. Τα πάντα διογκώνονται και αποκτούν τεράστια σημασία, ακόμα και το πετάρισμα των βλεφάρων.
O άνθρωπος – Κισσός
Εκείνοι που αγαπούν ασφυκτικά αγκαλιάζουν σαν κισσός.
Ταυτόχρονα διαπερνώνται από ριπές ζήλιας αν ο σύντροφός τους κοιτάξει αλλού και βυθίζονται στην πιο μαύρη απελπισία με την αδιαφορία του. Σαν βρέφη που αποκόπτονται βίαια από τον μαστό της μάνας τους θρηνούν σπαρακτικά με την απομάκρυνσή του.
Πώς γεννιέται όμως αυτή η ασφυκτική αγάπη; Είναι βαθιά ψυχολογική εξάρτηση; Υπόλειμμα από την εποχή που είμαστε ένα με τη μητέρα μας; Απόπειρα να ξαναβρούμε έναν απολεσθέντα παράδεισο;
Μια άλλη παρεμφερής προσέγγιση υποστηρίζει πως οι ασφυκτικές σχέσεις δημιουργούνται ανάμεσα σε αδελφές ψυχές που όταν ξανασυναντούν η μια την άλλη προσδένονται με ισχυρότατα δεσμά.
Σαν αυτά που περιγράφει ο Πλάτων στο Συμπόσιό του για τους ανθρώπους που ήταν κάποτε στρογγυλοί και που ο Δίας διαχώρισε κι από τότε ψάχνουν το άλλο τους μισό που σαν το συναντήσουν το αγκαλιάζουν μεθυσμένοι από χαρά και δεν ξεκολλάνε πια.
Πίσω από όλες τις θεωρίες και τους μύθους διαφαίνεται πάντα ένας ψυχολογικός παράγων. Μια ανάγκη για επανασύνδεση. Μια βαθύτερη λαχτάρα για έναν άρρηκτο δεσμό.
Πρόκειται για τη βαθιά νοσταλγία της ψυχής μας που αποζητά ξανά την πρώτη της αγάπη, δηλαδή την μακαριότητα της σύνδεσής της με το Όλον.
Όμως, στην καθημερινότητα αυτό παίρνει άλλες μορφές. Η πιο κοινή είναι οι ερωτικές μας εμμονές.
Οι Ναρκομανείς του Έρωτα
Κάπως, κάποτε όλοι το διαπιστώσαμε από πρώτο χέρι πως υπάρχουν έρωτες που μας κάνουν και βγάζουμε φτερά. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι έρωτες που μας τα δένουν. Σφιχτά, τόσο σφιχτά που ξεχνάμε ότι τα έχουμε και νομίζουμε πως το μόνο που μας μένει είναι να αρπαχτούμε από το αγαπημένο πρόσωπο. Για να υψωθούμε με τα δικά του φτερά. Για να έχουμε λόγο ύπαρξης, αξία ως άνθρωποι και για να έχει η ζωή μας νόημα και χαρά.
Κι έτσι γινόμαστε φόρου υποτελείς στην αγάπη. Συμπεριφερόμαστε σαν ναρκομανείς. Αυτός ο χαρακτηρισμός μάλιστα δεν είναι καν μια υπερβολή αλλά μια επιστημονική αλήθεια.
Οι ψυχολόγοι δεν διστάζουν να επισημάνουν πως εκτός από τους εθισμένους στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, υπάρχουν και οι εθισμένοι στην αγάπη.
Προσδένονται ασφυκτικά πάνω σε ένα άλλο πρόσωπο και ζουν τη ζωή τους μέσα από αυτό.
«Ακόμα κι αν χρειαστεί να αποκηρύξει τη βάφτισή του, όλα τα σκεύη και τα σύμβολα για τη σωτηρία της ψυχής του, είναι τόσο δέσμιος του έρωτά της ώστε εκείνη μπορεί να κάνει, να ξεκάνει και να ξανακάνει ό,τι θέλει σ’ αυτόν όσο η πείνα του γι αυτήν κυριαρχεί σαν θεός μέσα του» γράφει ο Σαίξπηρ στον Οθέλλο.
Μέγας γνώστης της ανθρώπινης ψυχής και των παθών της ο μεγάλος αυτός συγγραφέας έχει άλλη μια ακόμα πιο ζοφερή περιγραφή της ερωτικής υποτέλειας. Μάλιστα, αναγνωρίζοντας ότι όντως πρόκειται για μια κατάσταση ύπνωσης την τοποθετεί στο «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας».
Εκεί, η μαγικά ερωτοχτυπημένη ηρωίδα του απογυμνώνεται από κάθε αξιοπρέπεια καθώς ζητιανεύει την ερωτική εύνοια του αγαπημένου της. «Είμαι σκυλί σου» του λέει «κι όσο εσύ με δέρνεις τόσο σου κουνάω την ουρά μου. Λοιπόν σαν τέτοιο μεταχειρίσου με, κλώτσα με, χτύπα με, παράτησέ με, χάσε με, μόνο την άδεια δώσε μου σε μένα την ανάξια να τρέχω το κατόπι σου».
Λες κι η ίδια της η ζωή κρεμόταν από την παρουσία του. Λες και κάθε αξία που θα μπορούσε να έχει, εκείνος της την έδινε. Ακόμα και με την περιφρόνησή του. Ποιος άραγε θα μπορούσε ποτέ να νιώσει έτσι παρά μόνο εκείνος που με κάποιο τρόπο έχει ξεχάσει τον εαυτό του και βρίσκεται σε κάτι βαθύτερο κι από ύπνο. Σε κατάσταση νάρκης. Σαν τον Ενδυμίωνα.
Τα βήματα της απεξάρτησης
Φαίνεται λοιπόν πως κάπως έτσι βιώνεται πράγματι γιατί όπως προκύπτει εκείνος που παγιδεύεται στον ερωτικό εθισμό αποκτά τη συμπεριφορά του ναρκομανούς.
Αποζητά ξανά και ξανά με απόγνωση την παρουσία και την ανταπόκρισή του ερωτικού του αντικειμένου κι όταν δεν την έχει υποφέρει από ένα κανονικό στερητικό σύνδρομο που συμπεριλαμβάνει και σωματικά συμπτώματα. Παθαίνει ταχυπαλμίες ή λιποθυμικές τάσεις. Πέφτει σε κατάθλιψη και παραίτηση. Κυριεύεται από έντονη νευρικότητα κι απελπισία.
Τελικά, αισθάνεται ανημπόρια να τα βγάλει πέρα στη ζωή χωρίς την «αγάπη» του άλλου γι αυτό και μια μερίδα ψυχολόγων προτείνουν ειδικά προγράμματα απεξάρτησης στηριγμένα στα 12 βήματα όπως αυτά των Ανώνυμων Ναρκομανών ή Ανώνυμων Αλκοολικών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως όσοι πάσχουν από ερωτικό εθισμό υποφέρουν βαθιά και στην ψυχή και στο σώμα γιατί μέσα τους, στο ίδιο το σώμα τους μαίνονται οι χημικές θύελλες. Ειδικές μελέτες του εγκεφάλου αποκαλύπτουν πως ένας νευροδιαβιβαστής, η φαινυλεθυλαμίνη, μια ουσία που εκκρίνεται όταν είμαστε ερωτευμένοι προκαλεί συναισθήματα ευφορίας και ενθουσιασμού μαζί με μια έντονη υπερδιέγερση.
Κάθε φορά που νιώθουμε κύματα μακαριότητας και αγαλλίασης να μας τυλίγουν καθώς συναντάμε τον άνθρωπο που είμαστε ερωτευμένοι, στον εγκέφαλό μας έχει παραχθεί μια νέα «δόση» αυτής της ουσίας. Δεν είναι λοιπόν απλά σχήμα λόγου αλλά βιοχημική πραγματικότητα όταν μερικοί λένε στον αγαπημένο τους «είσαι το ναρκωτικό μου».
Οι Ερωτικά Υποτελείς και οι Φυγάδες
Υπάρχουν δυο βασικές κατηγορίες παικτών στο ερωτικό παιχνίδι: εκείνοι που είναι πρόθυμοι να γίνουν ερωτικά υποτελείς κι εκείνοι που προσπαθούν να κρατηθούν μακριά από τον κίνδυνο της ερωτικής δέσμευσης.
Οι εξαρτημένοι και οι αντι-εξαρτημένοι.
Οι δεύτεροι βγάζουν πύρινους λόγους για τις αρετές της μοναχικότητας, της αυτοδιάθεσης και της ελευθερίας ενώ οι εξαρτημένοι δεν κουράζονται ποτέ να παραθέτουν τις χαρές της συντροφικότητας, του μοιράσματος και της στοργικής στενής σχέσης.
Αν και συνήθως αυτοκατατασσόμαστε σε μια από τις δυο κατηγορίες υπάρχει το ενδεχόμενο ακόμα και ο αντι-εξαρτημένος να «κολλήσει» σε μια σχέση.
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εξηγηθεί ως μια συνάντηση με τον σύντροφο που κάποτε σε άλλη ζωή χάθηκε προτού προλάβει η σχέση να φθαρεί.
Κατά κανόνα πάντως επιλέγουμε έναν από τους δύο ρόλους . Όμως, ενώ οι ερωτικά υποτελείς και οι φυγάδες παραμένουν μόνιμα στο στρατόπεδό τους έχουν παράλληλα τον τρόπο τους να βρίσκουν ο ένας τον άλλο.
Αν κοιτάξετε γύρω σας, ή και στη ζωή σας, θα δείτε πως αυτοί οι διαφορετικοί μεταξύ τους τύποι έλκονται αμοιβαία.
Δημιουργούν σχέσεις τις οποίες ο εξαρτημένος επιδιώκει να είναι στενές, υποστηρικτικές και αυτοκόλλητες ώστε να κάνουν τα πάντα μαζί, ενώ ο αντι-εξαρτημένος διεκδικεί το δικαίωμά του στην ελευθερία, στην απόσυρση και στην αυτοδιάθεση.
Ποιος έχει δίκιο;
Στην πραγματικότητα κανείς. Και οι δυο φοβούνται εξίσου.
«Οι αντι-εξαρτημένοι φοβούνται να ανοιχτούν, να δεσμευτούν, να αφήσουν την καρδιά τους ανοίξει και να αγαπήσει γιατί ρισκάρουν τον τρομερό πόνο της απόρριψης ή της εγκατάλειψης.
Οι ερωτικά εξαρτημένοι αρπάζονται από τον άλλον για να μη νιώθουν τη μοναξιά τους, το κενό , τον βαθύ πόνο που υπάρχει μέσα τους» γράφει στο βιβλίο του “Face to face with Fear” o δρ. Tόμας Τρομπ.
Δεν αντέχω τη μοναξιά!
Ο μεγαλύτερος τρόμος του ερωτικά εξαρτημένου είναι να μείνει μόνος του ή να μην αγαπιέται.
Γι αυτό συχνά δημιουργεί απελπισμένες σχέσεις και καταβάλει εξίσου απελπισμένες προσπάθειες να τις διατηρήσει.
Προσπαθεί να ευχαριστήσει τον πολύτιμο άλλο, να τον κολακέψει, να προσαρμοστεί στις επιθυμίες και τις παραξενιές του και σιγά –σιγά δίχως να το καταλάβει καταλήγει ικέτης της αγάπης του.
Με τον καιρό χάνει τα δικά του όρια, την αίσθηση του εαυτού του.
Οι υποχωρήσεις του υπονομεύουν την ατομική του αίσθηση αξιοπρέπειας και αξίας και τότε αισθανόμενος πως δεν αξίζει και πολλά γίνεται ακόμα πιο υποχωρητικός και πρόθυμος να ικανοποιήσει τον σύντροφό του.
Όσο πιο πολύ χάνει τον εαυτό του στον άλλο τόσο περισσότερο γαντζώνεται επάνω του για να υπάρχει.
Μέσα σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο ο συναισθηματικά εξαρτημένος αναπτύσσει έναν περίτεχνο τρόπο χειρισμού: υπερπροσφέρει, γίνεται χίλια κομμάτια και ύστερα θυματοποιείται νιώθοντας κατά βάθος θυμό και για τον εαυτό του και για τον άλλο.
Αν μάλιστα αυτός ο άλλος είναι ο τύπος του αντι-εξαρτημένου θα αντιμετωπίζει όλη αυτή την υπερπροσφορά σαν μια ασφυκτική αγκαλιά νιώθοντας καταπίεση, απειλή αλλά και ενοχές.
Ο ερωτικά υποτελής σύντροφός του θα φροντίσει να του τις καλλιεργήσει.
Τα παράπονα του για αδιαφορία, έλλειψη συναισθηματισμού και διαθεσιμότητας τον κάνουν και νιώθει ακόμα εντονότερη τη διάθεση να αποσυρθεί στα ενδιαφέροντά του και να απομακρυνθεί από τη σχέση που πλέον τη νιώθει σαν βάρος αν όχι σαν διώκτη του.
Έτσι ξεσπά ανάμεσα στο ζευγάρι ο τρίτος παγκόσμιος. Κανείς δεν έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τις πραγματικές ανάγκες του.
Όταν γκρεμίζονται οι ψευδαισθήσεις
Όλοι είμαστε αιχμάλωτοι του μικρού παιδιού μέσα μας. Εκείνου που πίστεψε πως μόνο του δεν αξίζει και δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα και πως πρέπει να βρει κάποιον που θα του δώσει αξία και ασφάλεια. Εκείνου που πίστεψε πως όλοι αργά ή γρήγορα εγκαταλείπουν, φεύγουν ή πεθαίνουν.
Ο εξαρτημένος ρίχνει το βάρος στον σύντροφό του δίχως να αναλαμβάνει τις ευθύνες του εαυτού του περιμένοντας από αυτόν να του θεραπεύσει τη βαθιά υπαρξιακή του μοναξιά.
Ο αντι-εξαρτημένος αρνείται με τη σειρά του να συνειδητοποιήσει τη βαθιά του ανάγκη για συντροφικότητα και ζεστασιά κι έτσι αποσύρεται στον ιδιωτικό του κόσμο για να νιώσει ασφαλής.
Μολονότι εμφανίζεται πιο αυτάρκης η περίφημη μοναχικότητά του γίνεται η ασπίδα του και κρύβεται πίσω της για να μην αισθανθεί τον φόβο του πληγωμένου παιδιού που κατοικεί μέσα του και πάσχει από βαθύ φόβο εγκατάλειψης. «Καλύτερα να παραιτηθεί κανείς από την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να βρει έναν σύντροφο που θα τον καταλάβει και θα τον αγαπήσει αληθινά. Άλλωστε, φροντίζω μόνος μου τον εαυτό μου πολύ καλύτερα.
Το να ανοιχτώ και να εμπλακώ σε μια στενή ερωτική σχέση δεν έχει νόημα. Αργά ή γρήγορα θα καταλήξει κι αυτή σε μια νέα απογοήτευση».
Με αυτές τις ψευδαισθήσεις τρέφει τον εαυτό του ο φυγάς των στενών σχέσεων ενώ ο ερωτικά υποτελής έχει πειστεί πως κάπου υπάρχει ο τέλειος σύντροφος. Εκείνος που θα τον καταλάβει πραγματικά, θα τον αγαπήσει και θα διώξει μακριά του κάθε σκιά πόνου και μοναξιάς.
Σε όποια από τις δύο θέσεις κι αν βρισκόμαστε πιστεύουμε εξίσου σε παραμύθια.
Στην πραγματικότητα, μέχρι να αποφασίσουμε να κάνουμε ψυχολογική δουλειά με τον εαυτό μας, κανείς δεν βλέπει τον σύντροφό του όπως είναι.
Απλώς προβάλλουμε ο ένας στον άλλο τους φόβους ή τις ανεκπλήρωτες ανάγκες μας.
Για εκείνους που έχουν μεγάλη συναισθηματική προσκόλληση στον σύντροφό τους είναι προφανές πως χρειάζεται να ξαναβρούν τον εαυτό τους. Να τον νοιαστούν προσωπικά αντί να περιμένουν από τον άλλον να το κάνει γι αυτούς. Και να τολμήσουν να κάνουν πράγματα μόνοι τους ή να πάρουν πρωτοβουλίες που δεν συμπεριλαμβάνουν τον σύντροφό τους όπως το να πάνε με άλλη παρέα μια εκδρομή.
«Τι νιώθω ; Τι θέλω πραγματικά; Πώς μπορώ να δείξω έμπρακτη αγάπη και φροντίδα στον εαυτό μου; Μήπως ήρθε η ώρα να μου αφιερώσω προσωπικό χρόνο και να με τιμήσω;»
Ιδού 4 βασικά ερωτήματα με τα οποία μπορεί ο συναισθηματικά εξαρτημένος να ξεκινήσει το συναρπαστικό ταξίδι που θα τον οδηγήσει και πάλι στον εαυτό του και θα του επιστρέψει την ενέργειά του πίσω. Και αυτός όπως και ο αντι-εξαρτημένος χρειάζεται να βρουν το θάρρος να κοιτάξουν με αληθινή εντιμότητα τον εαυτό τους.
Αυτή είναι τελικά μια πανανθρώπινη αλήθεια που όσο δεν την αντικρίζουμε θα συνεχίζουμε να χτίζουμε και να γκρεμίζουμε σχέσεις εσαεί.
Εσένα, τον Εαυτό σου αναζητάς
Ενήλικες που ερωτοτροπούμε ενώ τα πληγωμένα και φοβισμένα παιδιά μέσα μας πεινούν και διψούν για αγάπη και αποδοχή. Και πίσω από αυτά τα παιδιά, στο βάθος του είναι μας, σαλεύει κάτι ακόμα βαθύτερο: μια υπαρξιακή λαχτάρα για επανασύνδεση με έναν εαυτό τέλειο και ολοκληρωμένο που δεν έχει ανάγκη να βρει κάποιον για να συμπληρωθεί.
Είναι ήδη πλήρης. Από την κατάσταση της πληρότητάς του μπορεί να δημιουργήσει ολοκληρωμένες σχέσεις επεκτείνοντας τον εαυτό του και ακτινοβολώντας τη χαρά και την αγάπη του στους άλλους.
Αυτή είναι η βαθύτερη θεραπεία του υπαρξιακού μας διαχωρισμού.
Το ξαναθυμήθηκα σε ένα πρόσφατο ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη όπου παραβρέθηκα σε μια σέμα, μια τελετή περιστρεφόμενων Δερβίσηδων. Φεύγοντας αγόρασα ένα βιβλίο με ποιήματα του αρχηγού του τάγματος, του μεγάλου σούφι μυστικιστή του 13ου αιώνα Τζελαλεντίν Ρουμί. Στην πρώτη σελίδα αποκαλύπτει το μεγάλο μυστικό των σχέσεων:
«Αν μπορέσεις αληθινά να κοιτάξεις το πρόσωπο του Αγαπημένου θα δεις τον εαυτό σου σε Εκείνον.
Εσύ είσαι ο οίκος εσύ και ο οικοδεσπότης. Δεν υπάρχει κανείς άλλος εκτός από εσένα άλλωστε. Εσένα, τον εαυτό σου είναι που αναζητάς. Εσένα.»
Ωραίος σαν θεός και μέγας κυνηγός. Ο Ενδυμίων. Μια μέρα παρασύρθηκε και συνέχισε να κυνηγά ως αργά.
Ο ήλιος έδυσε κι εκείνος εξακολουθούσε να καταδιώκει το θήραμά του μέχρι που η λαμπερή σελήνη ανέβηκε στον ουρανό. Και καθώς αρμένιζε γαλήνια στο στερέωμα έστρεψε το βλέμμα της στη Γη.
Κοίταξε κάτω και τον είδε. Κι εκείνος αυτήν. Και τότε συνέβη κάτι παράξενο. Δέθηκαν με κάτι σαν μάγια. Έναν έρωτα που καθήλωσε τον Ενδυμίωνα.
Όμως για να ενωθεί με την ουράνια αγαπημένη του έπρεπε να πέσει σε έναν παράξενο ύπνο, λέει ο μύθος, κι από εκείνη τη βραδιά εξακολουθούσε να κοιμάται ενώ μέσα στον ύπνο του ερωτοτροπούσε με τη θεά Σελήνη κάνοντας μαζί της 50 κόρες. Τόσες, όσοι οι σεληνιακοί μήνες που μεσολαβούσαν ανάμεσα σε κάθε αρχαία ολυμπιάδα.
Ο έρωτας του Ενδυμίωνα και της Σελήνης έμεινε παροιμιώδης για την καθήλωση στην οποία τον οδήγησε. Ο κυνηγός είχε γίνει θήραμα.
Η συμβολική σημασία του αξύπνητου αλλά δραστήριου ερωτικά ύπνου του ήταν μια υπόμνηση γι αυτό που μας συμβαίνει όταν ερωτευόμαστε: μια υπνωτισμένη προσκόλληση του νου σε ένα ερωτικό αντικείμενο.
Από μια άποψη όλοι οι έρωτες μας υπνωτίζουν και μας προκαλούν ένα είδος καθήλωσης τουλάχιστον όσο διαρκεί το πρώτο διάστημα, του μέλιτος.
Όμως, όταν περάσει η πρώτη «τρέλα» ο ένας από τους δυο μισοξυπνάει. Και τότε αλίμονό του εκείνου που τα μάτια του είναι ακόμα θολά από τον ύπνο και εξακολουθεί να κοιτάζει μαγεμένος τον ερωτικό του σύντροφο.
«Μέσα στη νύχτα μαγεμένος ο Ενδυμίων από την ετερόφωτη Σελήνη δεν υποψιάζεται ούτε τη σκοτεινή πλευρά της» περιγράφοντας μια πραγματικότητα που αφορά εκείνους που προσδένονται ασφυκτικά στο ερωτικό άρμα του συντρόφου τους και δεν καταφέρνουν να ξεκολλήσουν ακόμα και χρόνια μετά, όταν περάσει όλο το εύλογο και παράλογο διάστημα του έρωτα. Λες και ζουν και υπάρχουν μόνο για τον άλλο.
Οι δικές τους ανάγκες, τα δικά τους γούστα, ο εαυτός τους εξαφανίζονται. Ο άλλος αναγορεύεται σε παντοδύναμο θεό που έχει τη δύναμη να επιφέρει την πιο ακραία ευτυχία ή δυστυχία στον ψυχισμό του ερωτικά υποτελούς.
Τον ανεβάζει στα ουράνια ή τον καταβαραθρώνει στα Τάρταρα με μια λέξη, μια κίνηση, μια άρνηση να σηκώσει το τηλέφωνο ή μια θερμή ματιά. Τα πάντα διογκώνονται και αποκτούν τεράστια σημασία, ακόμα και το πετάρισμα των βλεφάρων.
O άνθρωπος – Κισσός
Εκείνοι που αγαπούν ασφυκτικά αγκαλιάζουν σαν κισσός.
Ταυτόχρονα διαπερνώνται από ριπές ζήλιας αν ο σύντροφός τους κοιτάξει αλλού και βυθίζονται στην πιο μαύρη απελπισία με την αδιαφορία του. Σαν βρέφη που αποκόπτονται βίαια από τον μαστό της μάνας τους θρηνούν σπαρακτικά με την απομάκρυνσή του.
Πώς γεννιέται όμως αυτή η ασφυκτική αγάπη; Είναι βαθιά ψυχολογική εξάρτηση; Υπόλειμμα από την εποχή που είμαστε ένα με τη μητέρα μας; Απόπειρα να ξαναβρούμε έναν απολεσθέντα παράδεισο;
Μια άλλη παρεμφερής προσέγγιση υποστηρίζει πως οι ασφυκτικές σχέσεις δημιουργούνται ανάμεσα σε αδελφές ψυχές που όταν ξανασυναντούν η μια την άλλη προσδένονται με ισχυρότατα δεσμά.
Σαν αυτά που περιγράφει ο Πλάτων στο Συμπόσιό του για τους ανθρώπους που ήταν κάποτε στρογγυλοί και που ο Δίας διαχώρισε κι από τότε ψάχνουν το άλλο τους μισό που σαν το συναντήσουν το αγκαλιάζουν μεθυσμένοι από χαρά και δεν ξεκολλάνε πια.
Πίσω από όλες τις θεωρίες και τους μύθους διαφαίνεται πάντα ένας ψυχολογικός παράγων. Μια ανάγκη για επανασύνδεση. Μια βαθύτερη λαχτάρα για έναν άρρηκτο δεσμό.
Πρόκειται για τη βαθιά νοσταλγία της ψυχής μας που αποζητά ξανά την πρώτη της αγάπη, δηλαδή την μακαριότητα της σύνδεσής της με το Όλον.
Όμως, στην καθημερινότητα αυτό παίρνει άλλες μορφές. Η πιο κοινή είναι οι ερωτικές μας εμμονές.
Οι Ναρκομανείς του Έρωτα
Κάπως, κάποτε όλοι το διαπιστώσαμε από πρώτο χέρι πως υπάρχουν έρωτες που μας κάνουν και βγάζουμε φτερά. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι έρωτες που μας τα δένουν. Σφιχτά, τόσο σφιχτά που ξεχνάμε ότι τα έχουμε και νομίζουμε πως το μόνο που μας μένει είναι να αρπαχτούμε από το αγαπημένο πρόσωπο. Για να υψωθούμε με τα δικά του φτερά. Για να έχουμε λόγο ύπαρξης, αξία ως άνθρωποι και για να έχει η ζωή μας νόημα και χαρά.
Κι έτσι γινόμαστε φόρου υποτελείς στην αγάπη. Συμπεριφερόμαστε σαν ναρκομανείς. Αυτός ο χαρακτηρισμός μάλιστα δεν είναι καν μια υπερβολή αλλά μια επιστημονική αλήθεια.
Οι ψυχολόγοι δεν διστάζουν να επισημάνουν πως εκτός από τους εθισμένους στα ναρκωτικά και το αλκοόλ, υπάρχουν και οι εθισμένοι στην αγάπη.
Προσδένονται ασφυκτικά πάνω σε ένα άλλο πρόσωπο και ζουν τη ζωή τους μέσα από αυτό.
«Ακόμα κι αν χρειαστεί να αποκηρύξει τη βάφτισή του, όλα τα σκεύη και τα σύμβολα για τη σωτηρία της ψυχής του, είναι τόσο δέσμιος του έρωτά της ώστε εκείνη μπορεί να κάνει, να ξεκάνει και να ξανακάνει ό,τι θέλει σ’ αυτόν όσο η πείνα του γι αυτήν κυριαρχεί σαν θεός μέσα του» γράφει ο Σαίξπηρ στον Οθέλλο.
Μέγας γνώστης της ανθρώπινης ψυχής και των παθών της ο μεγάλος αυτός συγγραφέας έχει άλλη μια ακόμα πιο ζοφερή περιγραφή της ερωτικής υποτέλειας. Μάλιστα, αναγνωρίζοντας ότι όντως πρόκειται για μια κατάσταση ύπνωσης την τοποθετεί στο «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας».
Εκεί, η μαγικά ερωτοχτυπημένη ηρωίδα του απογυμνώνεται από κάθε αξιοπρέπεια καθώς ζητιανεύει την ερωτική εύνοια του αγαπημένου της. «Είμαι σκυλί σου» του λέει «κι όσο εσύ με δέρνεις τόσο σου κουνάω την ουρά μου. Λοιπόν σαν τέτοιο μεταχειρίσου με, κλώτσα με, χτύπα με, παράτησέ με, χάσε με, μόνο την άδεια δώσε μου σε μένα την ανάξια να τρέχω το κατόπι σου».
Λες κι η ίδια της η ζωή κρεμόταν από την παρουσία του. Λες και κάθε αξία που θα μπορούσε να έχει, εκείνος της την έδινε. Ακόμα και με την περιφρόνησή του. Ποιος άραγε θα μπορούσε ποτέ να νιώσει έτσι παρά μόνο εκείνος που με κάποιο τρόπο έχει ξεχάσει τον εαυτό του και βρίσκεται σε κάτι βαθύτερο κι από ύπνο. Σε κατάσταση νάρκης. Σαν τον Ενδυμίωνα.
Τα βήματα της απεξάρτησης
Φαίνεται λοιπόν πως κάπως έτσι βιώνεται πράγματι γιατί όπως προκύπτει εκείνος που παγιδεύεται στον ερωτικό εθισμό αποκτά τη συμπεριφορά του ναρκομανούς.
Αποζητά ξανά και ξανά με απόγνωση την παρουσία και την ανταπόκρισή του ερωτικού του αντικειμένου κι όταν δεν την έχει υποφέρει από ένα κανονικό στερητικό σύνδρομο που συμπεριλαμβάνει και σωματικά συμπτώματα. Παθαίνει ταχυπαλμίες ή λιποθυμικές τάσεις. Πέφτει σε κατάθλιψη και παραίτηση. Κυριεύεται από έντονη νευρικότητα κι απελπισία.
Τελικά, αισθάνεται ανημπόρια να τα βγάλει πέρα στη ζωή χωρίς την «αγάπη» του άλλου γι αυτό και μια μερίδα ψυχολόγων προτείνουν ειδικά προγράμματα απεξάρτησης στηριγμένα στα 12 βήματα όπως αυτά των Ανώνυμων Ναρκομανών ή Ανώνυμων Αλκοολικών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως όσοι πάσχουν από ερωτικό εθισμό υποφέρουν βαθιά και στην ψυχή και στο σώμα γιατί μέσα τους, στο ίδιο το σώμα τους μαίνονται οι χημικές θύελλες. Ειδικές μελέτες του εγκεφάλου αποκαλύπτουν πως ένας νευροδιαβιβαστής, η φαινυλεθυλαμίνη, μια ουσία που εκκρίνεται όταν είμαστε ερωτευμένοι προκαλεί συναισθήματα ευφορίας και ενθουσιασμού μαζί με μια έντονη υπερδιέγερση.
Κάθε φορά που νιώθουμε κύματα μακαριότητας και αγαλλίασης να μας τυλίγουν καθώς συναντάμε τον άνθρωπο που είμαστε ερωτευμένοι, στον εγκέφαλό μας έχει παραχθεί μια νέα «δόση» αυτής της ουσίας. Δεν είναι λοιπόν απλά σχήμα λόγου αλλά βιοχημική πραγματικότητα όταν μερικοί λένε στον αγαπημένο τους «είσαι το ναρκωτικό μου».
Οι Ερωτικά Υποτελείς και οι Φυγάδες
Υπάρχουν δυο βασικές κατηγορίες παικτών στο ερωτικό παιχνίδι: εκείνοι που είναι πρόθυμοι να γίνουν ερωτικά υποτελείς κι εκείνοι που προσπαθούν να κρατηθούν μακριά από τον κίνδυνο της ερωτικής δέσμευσης.
Οι εξαρτημένοι και οι αντι-εξαρτημένοι.
Οι δεύτεροι βγάζουν πύρινους λόγους για τις αρετές της μοναχικότητας, της αυτοδιάθεσης και της ελευθερίας ενώ οι εξαρτημένοι δεν κουράζονται ποτέ να παραθέτουν τις χαρές της συντροφικότητας, του μοιράσματος και της στοργικής στενής σχέσης.
Αν και συνήθως αυτοκατατασσόμαστε σε μια από τις δυο κατηγορίες υπάρχει το ενδεχόμενο ακόμα και ο αντι-εξαρτημένος να «κολλήσει» σε μια σχέση.
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εξηγηθεί ως μια συνάντηση με τον σύντροφο που κάποτε σε άλλη ζωή χάθηκε προτού προλάβει η σχέση να φθαρεί.
Κατά κανόνα πάντως επιλέγουμε έναν από τους δύο ρόλους . Όμως, ενώ οι ερωτικά υποτελείς και οι φυγάδες παραμένουν μόνιμα στο στρατόπεδό τους έχουν παράλληλα τον τρόπο τους να βρίσκουν ο ένας τον άλλο.
Αν κοιτάξετε γύρω σας, ή και στη ζωή σας, θα δείτε πως αυτοί οι διαφορετικοί μεταξύ τους τύποι έλκονται αμοιβαία.
Δημιουργούν σχέσεις τις οποίες ο εξαρτημένος επιδιώκει να είναι στενές, υποστηρικτικές και αυτοκόλλητες ώστε να κάνουν τα πάντα μαζί, ενώ ο αντι-εξαρτημένος διεκδικεί το δικαίωμά του στην ελευθερία, στην απόσυρση και στην αυτοδιάθεση.
Ποιος έχει δίκιο;
Στην πραγματικότητα κανείς. Και οι δυο φοβούνται εξίσου.
«Οι αντι-εξαρτημένοι φοβούνται να ανοιχτούν, να δεσμευτούν, να αφήσουν την καρδιά τους ανοίξει και να αγαπήσει γιατί ρισκάρουν τον τρομερό πόνο της απόρριψης ή της εγκατάλειψης.
Οι ερωτικά εξαρτημένοι αρπάζονται από τον άλλον για να μη νιώθουν τη μοναξιά τους, το κενό , τον βαθύ πόνο που υπάρχει μέσα τους» γράφει στο βιβλίο του “Face to face with Fear” o δρ. Tόμας Τρομπ.
Δεν αντέχω τη μοναξιά!
Ο μεγαλύτερος τρόμος του ερωτικά εξαρτημένου είναι να μείνει μόνος του ή να μην αγαπιέται.
Γι αυτό συχνά δημιουργεί απελπισμένες σχέσεις και καταβάλει εξίσου απελπισμένες προσπάθειες να τις διατηρήσει.
Προσπαθεί να ευχαριστήσει τον πολύτιμο άλλο, να τον κολακέψει, να προσαρμοστεί στις επιθυμίες και τις παραξενιές του και σιγά –σιγά δίχως να το καταλάβει καταλήγει ικέτης της αγάπης του.
Με τον καιρό χάνει τα δικά του όρια, την αίσθηση του εαυτού του.
Οι υποχωρήσεις του υπονομεύουν την ατομική του αίσθηση αξιοπρέπειας και αξίας και τότε αισθανόμενος πως δεν αξίζει και πολλά γίνεται ακόμα πιο υποχωρητικός και πρόθυμος να ικανοποιήσει τον σύντροφό του.
Όσο πιο πολύ χάνει τον εαυτό του στον άλλο τόσο περισσότερο γαντζώνεται επάνω του για να υπάρχει.
Μέσα σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο ο συναισθηματικά εξαρτημένος αναπτύσσει έναν περίτεχνο τρόπο χειρισμού: υπερπροσφέρει, γίνεται χίλια κομμάτια και ύστερα θυματοποιείται νιώθοντας κατά βάθος θυμό και για τον εαυτό του και για τον άλλο.
Αν μάλιστα αυτός ο άλλος είναι ο τύπος του αντι-εξαρτημένου θα αντιμετωπίζει όλη αυτή την υπερπροσφορά σαν μια ασφυκτική αγκαλιά νιώθοντας καταπίεση, απειλή αλλά και ενοχές.
Ο ερωτικά υποτελής σύντροφός του θα φροντίσει να του τις καλλιεργήσει.
Τα παράπονα του για αδιαφορία, έλλειψη συναισθηματισμού και διαθεσιμότητας τον κάνουν και νιώθει ακόμα εντονότερη τη διάθεση να αποσυρθεί στα ενδιαφέροντά του και να απομακρυνθεί από τη σχέση που πλέον τη νιώθει σαν βάρος αν όχι σαν διώκτη του.
Έτσι ξεσπά ανάμεσα στο ζευγάρι ο τρίτος παγκόσμιος. Κανείς δεν έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τις πραγματικές ανάγκες του.
Όταν γκρεμίζονται οι ψευδαισθήσεις
Όλοι είμαστε αιχμάλωτοι του μικρού παιδιού μέσα μας. Εκείνου που πίστεψε πως μόνο του δεν αξίζει και δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα και πως πρέπει να βρει κάποιον που θα του δώσει αξία και ασφάλεια. Εκείνου που πίστεψε πως όλοι αργά ή γρήγορα εγκαταλείπουν, φεύγουν ή πεθαίνουν.
Ο εξαρτημένος ρίχνει το βάρος στον σύντροφό του δίχως να αναλαμβάνει τις ευθύνες του εαυτού του περιμένοντας από αυτόν να του θεραπεύσει τη βαθιά υπαρξιακή του μοναξιά.
Ο αντι-εξαρτημένος αρνείται με τη σειρά του να συνειδητοποιήσει τη βαθιά του ανάγκη για συντροφικότητα και ζεστασιά κι έτσι αποσύρεται στον ιδιωτικό του κόσμο για να νιώσει ασφαλής.
Μολονότι εμφανίζεται πιο αυτάρκης η περίφημη μοναχικότητά του γίνεται η ασπίδα του και κρύβεται πίσω της για να μην αισθανθεί τον φόβο του πληγωμένου παιδιού που κατοικεί μέσα του και πάσχει από βαθύ φόβο εγκατάλειψης. «Καλύτερα να παραιτηθεί κανείς από την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να βρει έναν σύντροφο που θα τον καταλάβει και θα τον αγαπήσει αληθινά. Άλλωστε, φροντίζω μόνος μου τον εαυτό μου πολύ καλύτερα.
Το να ανοιχτώ και να εμπλακώ σε μια στενή ερωτική σχέση δεν έχει νόημα. Αργά ή γρήγορα θα καταλήξει κι αυτή σε μια νέα απογοήτευση».
Με αυτές τις ψευδαισθήσεις τρέφει τον εαυτό του ο φυγάς των στενών σχέσεων ενώ ο ερωτικά υποτελής έχει πειστεί πως κάπου υπάρχει ο τέλειος σύντροφος. Εκείνος που θα τον καταλάβει πραγματικά, θα τον αγαπήσει και θα διώξει μακριά του κάθε σκιά πόνου και μοναξιάς.
Σε όποια από τις δύο θέσεις κι αν βρισκόμαστε πιστεύουμε εξίσου σε παραμύθια.
Στην πραγματικότητα, μέχρι να αποφασίσουμε να κάνουμε ψυχολογική δουλειά με τον εαυτό μας, κανείς δεν βλέπει τον σύντροφό του όπως είναι.
Απλώς προβάλλουμε ο ένας στον άλλο τους φόβους ή τις ανεκπλήρωτες ανάγκες μας.
Για εκείνους που έχουν μεγάλη συναισθηματική προσκόλληση στον σύντροφό τους είναι προφανές πως χρειάζεται να ξαναβρούν τον εαυτό τους. Να τον νοιαστούν προσωπικά αντί να περιμένουν από τον άλλον να το κάνει γι αυτούς. Και να τολμήσουν να κάνουν πράγματα μόνοι τους ή να πάρουν πρωτοβουλίες που δεν συμπεριλαμβάνουν τον σύντροφό τους όπως το να πάνε με άλλη παρέα μια εκδρομή.
«Τι νιώθω ; Τι θέλω πραγματικά; Πώς μπορώ να δείξω έμπρακτη αγάπη και φροντίδα στον εαυτό μου; Μήπως ήρθε η ώρα να μου αφιερώσω προσωπικό χρόνο και να με τιμήσω;»
Ιδού 4 βασικά ερωτήματα με τα οποία μπορεί ο συναισθηματικά εξαρτημένος να ξεκινήσει το συναρπαστικό ταξίδι που θα τον οδηγήσει και πάλι στον εαυτό του και θα του επιστρέψει την ενέργειά του πίσω. Και αυτός όπως και ο αντι-εξαρτημένος χρειάζεται να βρουν το θάρρος να κοιτάξουν με αληθινή εντιμότητα τον εαυτό τους.
Αυτή είναι τελικά μια πανανθρώπινη αλήθεια που όσο δεν την αντικρίζουμε θα συνεχίζουμε να χτίζουμε και να γκρεμίζουμε σχέσεις εσαεί.
Εσένα, τον Εαυτό σου αναζητάς
Ενήλικες που ερωτοτροπούμε ενώ τα πληγωμένα και φοβισμένα παιδιά μέσα μας πεινούν και διψούν για αγάπη και αποδοχή. Και πίσω από αυτά τα παιδιά, στο βάθος του είναι μας, σαλεύει κάτι ακόμα βαθύτερο: μια υπαρξιακή λαχτάρα για επανασύνδεση με έναν εαυτό τέλειο και ολοκληρωμένο που δεν έχει ανάγκη να βρει κάποιον για να συμπληρωθεί.
Είναι ήδη πλήρης. Από την κατάσταση της πληρότητάς του μπορεί να δημιουργήσει ολοκληρωμένες σχέσεις επεκτείνοντας τον εαυτό του και ακτινοβολώντας τη χαρά και την αγάπη του στους άλλους.
Αυτή είναι η βαθύτερη θεραπεία του υπαρξιακού μας διαχωρισμού.
Το ξαναθυμήθηκα σε ένα πρόσφατο ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη όπου παραβρέθηκα σε μια σέμα, μια τελετή περιστρεφόμενων Δερβίσηδων. Φεύγοντας αγόρασα ένα βιβλίο με ποιήματα του αρχηγού του τάγματος, του μεγάλου σούφι μυστικιστή του 13ου αιώνα Τζελαλεντίν Ρουμί. Στην πρώτη σελίδα αποκαλύπτει το μεγάλο μυστικό των σχέσεων:
«Αν μπορέσεις αληθινά να κοιτάξεις το πρόσωπο του Αγαπημένου θα δεις τον εαυτό σου σε Εκείνον.
Εσύ είσαι ο οίκος εσύ και ο οικοδεσπότης. Δεν υπάρχει κανείς άλλος εκτός από εσένα άλλωστε. Εσένα, τον εαυτό σου είναι που αναζητάς. Εσένα.»
Η Χειρότερη Απόφαση είναι η Μη Απόφαση
Κάθε στιγμή, συνειδητά ή ασυνείδητα, για θέματα μικρά (τι θα βάλω σήμερα) ή θέματα μεγάλα (πώς θα ζήσω), καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις.
Καλούμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα στη μία ή στην άλλη εναλλακτική, να ικανοποιήσουμε μία ανάγκη σε βάρος κάποιας άλλης ή να δώσουμε προτεραιότητα σε ένα συναίσθημά καταπνίγοντας ένα άλλο.
Η διαδικασία λήψης αποφάσεων για ορισμένους ανθρώπους αποδεικνύεται εξαιρετικά πολύπλοκη, χρονοβόρα και αναποτελεσματική. Αντί για το απλό «θέλω αυτό και άρα αποφασίζω αυτό», υιοθετούν μια πιο περίπλοκη λογική του τύπου «θέλω το ένα, θέλω και το άλλο, δυσκολεύομαι να διαλέξω, αδυνατώ να καταλήξω, δεν αποφασίζω».
Τι συμβαίνει με αυτούς τους ανθρώπους; Γιατί δυσκολεύονται να καταλήξουν σε αυτό που θέλουν; Για ποιο λόγο, ακόμα και όταν είναι σίγουροι γι' αυτό που θέλουν, διστάζουν να υλοποιήσουν τις αποφάσεις τους;
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί, αντί να ζουν στο εδώ και τώρα, ζουν απομονωμένοι σε ένα δικό τους άχρονο σύμπαν, αποκομμένοι από την ιστορία, την πραγματικότητα και την ίδια τη ζωή.
Και παρόλο που όλοι είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι (Σαρτρ) – να παίρνουμε αποφάσεις και να κάνουμε επιλογές δηλαδή – οι αναποφάσιστοι βιώνουν ως αβάσταχτο βάρος αυτή την ελευθερία ή, απλώς, δεν ξέρουν τι να την κάνουν.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ
Επειδή δεν ζούμε σε απόλυτα ελεγχόμενες εργαστηριακές συνθήκες, αλλά σε ένα ευμετάβλητο, ασταθές περιβάλλον, η διαδικασία λήψης των αποφάσεών μας είναι, εν πολλοίς, αυθαίρετη. Αναλύουμε τα δεδομένα, ζυγίζουμε τις ποικίλες (συχνά αντικρουόμενες) εναλλακτικές, υπολογίζουμε όσο μπορούμε τα υπέρ και τα κατά, αλλά στο τέλος αποφασίζουμε χωρίς καμία ή με ελάχιστη βεβαιότητα.
Ένας τρόπος να απαλλαγούμε από όλη αυτή την άβολη αβεβαιότητα είναι να αποφασίσουμε ότι δεν θα αποφασίσουμε και να ησυχάσουμε.
Δεν παίρνουμε λοιπόν αποφάσεις ή τις αναβάλλουμε επ' άπειρον και στο ενδιάμεσο στάδιο αναλωνόμαστε σε ατελείωτες σκέψεις σχετικά με τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν. Κάνουμε ατέρμονες αναλύσεις επί αναλύσεων και στην κυριολεξία διακόπτουμε τη ροή της ζωής για να επιδοθούμε σε σκέψεις για τη ζωή. Σχεδιάζουμε το πώς θα ζήσουμε δηλαδή, αλλά ποτέ δεν αποφασίζουμε να ζήσουμε. Στην πορεία αυτής της διαδικασίας, ευκαιρίες θα χαθούν, άνθρωποι θα βαρεθούν, χρόνια θα περνούν, αλλά αυτό είναι ένα τίμημα που είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε....
Η αναβολή και η εκλογίκευση παίζουν τεράστιο ρόλο σε αυτό το παιχνίδι αποφυγής, είναι οι πολυτιμότεροι σύμμαχοι στις μανούβρες που κάνουμε: «θα το έκανα φυσικά αλλά υπάρχει αυτό και το άλλο κόλλημα και εξάλλου πρέπει να γίνει αυτό και αυτό πρώτα», «δεν είναι ότι δεν μπορώ να αποφασίσω, απλώς συμβαίνει αυτό και αυτό, χώρια που αν συμβεί αυτό μετά θα συμβεί το άλλο» και ούτω καθ' εξής.
Κάνουμε και την άλλη πονηριά: μεταθέτουμε την ευθύνη της λήψης αποφάσεων για τον εαυτό μας σε κάποιον άλλον. Ας πούμε, όταν δεν είμαστε σίγουροι αν θέλουμε να χωρίσουμε ή όχι, αφήνουμε τον σύντροφό μας να αποφασίσει και για τους δύο. Εμείς απλώς συναινούμε σε ό,τι αποφασίσει εκείνος, νιώθοντας άνετοι και ανάλαφροι σαν πουλάκια καθώς δεν μας βαραίνει η ευθύνη καμίας επιλογής.
Το παράξενο είναι ότι, συχνά, ενώ ξέρουμε τι θέλουμε και το αποφασίζουμε μέσα μας, αντιμετωπίζουμε τεράστια δυσκολία να εξωτερικεύσουμε και να κάνουμε πράξη την απόφασή μας. Τη γυροφέρνουμε στο κεφάλι μας αδυνατώντας να την ολοκληρώσουμε επειδή το πέρασμα στη πράξη είναι αυτό που τρέμουμε περισσότερο. Επειδή η ανυπέρβλητη δυσκολία, σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι το αποφασίζειν αλλά το πράττειν...
Πίσω από τη δυσκολία λήψης αποφάσεων, ενδεχομένως να κρύβεται μια τελειομανία, μία ανάγκη να παρθεί η «τέλεια απόφαση». Εκείνη που όλοι θα επιβραβεύσουν, που θα μας οδηγήσει σε σίγουρη επιτυχία, που θα επιφέρει τα καλύτερα αποτελέσματα χωρίς αρνητικές επιπτώσεις, εκείνη που θα αποδείξει σε εμάς και σε όλους πόσο έξυπνοι και ικανοί είμαστε.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι αρνούμαστε την έννοια της αλλαγής. Αφελώς πιστεύουμε ότι κάθε απόφασή μας θα διαρκέσει για πάντα, ότι θα χαραχτεί στην πέτρα αιωνίως και δεν θα υπάρχει γυρισμός. Από την άλλη αρνούμαστε να αναλάβουμε το αναπόφευκτο ρίσκο που ενέχει η λήψη αποφάσεων. Διστάζουμε να σηκώσουμε το βάρος της απόφασής μας ομολογώντας «ναι, καλό ή κακό, αυτό ακριβώς είναι που διάλεξα».
Χώρια που είμαστε και λίγο συμφεροντολόγοι. Από το να διακινδυνεύσουμε στο άγνωστο, επιλέγουμε να κάτσουμε στ' αυγά μας. Είναι η γνωστή στάση του «κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι» και του «που να τρέχω τώρα, ας μείνω σ' αυτά που ξέρω». Ενεργώντας έτσι δεν κερδίζουμε τίποτα βεβαίως, αλλά τουλάχιστον δεν χάνουμε και αυτά που έχουμε.
Δεν θέλει πολύ μυαλό να καταλάβουμε τι κρύβεται πίσω από όλους αυτούς τους επιμέρους φόβους. Πολύ απλά και πολύ συγκεκριμένα ο φόβος για το θάνατο. Αντί να αποδεχτούμε το ανυπέρβλητο δεδομένο του θανάτου, υιοθετούμε την παράλογη, μεταφυσική λογική του «αν δεν επιλέξω τίποτα, αν δηλαδή αποφύγω να ζήσω, μάλλον δεν κινδυνεύω να πεθάνω, αφού εξ ορισμού ζω σημαίνει οπωσδήποτε θα πεθάνω». Εάν μείνουμε στην απέξω ακινητοποιημένοι στο χρόνο, ο θάνατος μπορεί να ξεγελαστεί και να μας ξεχάσει. Άχρονοι και μη πραγματικοί μεν, αθάνατοι δε.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΖΩΗ
Το δεδομένο είναι ένα: η αναποφασιστικότητα οδηγεί στην απραξία, στον εν ζωή θάνατο, αφού χωρίς πράξη και χωρίς ενέργεια στερώ από τον εαυτό μου τις εμπειρίες, τις πληροφορίες, τα δεδομένα που χρησιμεύουν ως πηγές εξέλιξης, σύνδεσης και ωρίμανσης.
Αντί να μηρυκάζουμε τα ίδια και τα ίδια όντας αναβλητικοί, ανίκανοι για πρωτοβουλίες και καθόλου αυθόρμητοι, ας αποδεχτούμε, επιτέλους, ότι δεν υπάρχει τρόπος να είμαστε 100% σίγουροι γι' αυτό που θέλουμε, ούτε θα θέλουμε ποτέ μόνο ένα πράγμα, ούτε θα το θέλουμε για πάντα. Ας αποδεχτούμε ακόμα αυτό που ήδη ξέρουμε: ότι δεν υπάρχουν «σωστές» και «λάθος» αποφάσεις. Ότι, σε τελική ανάλυση, ακόμα και αν κάνουμε «λάθος» επιλογή, μπορούμε να την τροποποιήσουμε αργότερα βγαίνοντας επιπλέον ωριμότεροι και πλουσιότεροι από την εμπειρία.
Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι είμαστε (σχετικά...) ελεύθεροι και ότι πρέπει να αρχίσουμε να κάνουμε χρήση αυτής της ελευθερίας. Άσχετα από τις αποφάσεις που θα πάρουμε και τις επιλογές που θα κάνουμε, έχει αξία η ίδια η χρήση της ελευθερίας μας. Έχει αξία, εμείς να διαλέξουμε και κανένας άλλος – να πούμε «ναι» σε κάτι, λέγοντας συγχρόνως και αναπόφευκτα «όχι» σε κάτι άλλο.
Εξάλλου πόσο έλεγχο νομίζουμε ότι έχουμε πάνω στα πράγματα; Γιατί πιστεύουμε, αφελώς, ότι η δική μας απόφαση θα κάνει τεράστια διαφορά; Αυτά που αποφασίζουμε είναι ένα μικρό μόνο τμήμα ενός πολυποίκιλου μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος που ασφαλώς επηρεάζεται από τις αποφάσεις μας, αλλά δεν καθορίζεται από αυτές.
Φυσικά απαιτείται κάποιου επιπέδου ωριμότητα. Η συνειδητοποίηση και αποδοχή ότι δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Η σοφία να καταλάβουμε ότι αν έχω να διαλέξω ανάμεσα στο πιάτο νούμερο 1 και στο πιάτο νούμερο 2, οποιαδήποτε επιλογή από τις δύο είναι προτιμότερη από το να πεθάνω της πείνας...
Μην ξεγελιόμαστε ότι όντας αναποφάσιστοι δεν παίρνουμε αποφάσεις. Η ίδια η αναποφασιστικότητά μας είναι μια απόφαση – η απόφαση να μην αποφασίσουμε. Και όπως για κάθε απόφαση, έτσι και γι' αυτή, χρειάζεται να αναλάβουμε την ευθύνη της – δεν γλυτώνουμε ποτέ από αυτό. Επίσης, δεν πρέπει να βαυκαλιζόμαστε ότι αρκεί να αποφασίσουμε μία φορά και δεν θα χρειαστεί να αποφασίσουμε ποτέ ξανά. Δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα. Η κάθε απόφαση μεταβάλλει τις καταστάσεις, οι νέες καταστάσεις ζητούν νέες αποφάσεις και έτσι πάει η ιστορία.
Το κλισέ ότι «στο τέλος μετανιώνουμε κυρίως για όσα δεν κάναμε παρά για όσα κάναμε» είναι σωστό. Έτσι κι αλλιώς οι ενδεχόμενες συνέπειες που φαντασιωνόμαστε τις περισσότερες φορές δεν επαληθεύονται. Τα κακά που φοβόμαστε ότι θα επιφέρει μια κακή απόφαση συνήθως δεν αποδεικνύονται τόσο κακά και τα καλά που αναμένουμε λόγω μιας καλής απόφασης επίσης δεν αποδεικνύονται τόσο καλά. Για να ολοκληρώνουμε: αυτό που επιλέγουμε σήμερα δεν γνωρίζουμε τι συνέπειες θα έχει αύριο και, κυρίως, δεν έχουμε τρόπο να ξέρουμε αν θα ικανοποιεί τον μελλοντικό μας εαυτό.
ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ
Αφού συμφωνήσαμε ότι δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε από τις αποφάσεις και ότι το δυσκολότερο σημείο της διαδικασίας είναι το πέρασμα στην πράξη, τι απομένει;
Ένα μόνο: Να διακινδυνεύσουμε να πάρουμε τις αποφάσεις που χρειαζόμαστε και να αναλάβουμε με γενναιότητα την ευθύνη των συνεπειών τους. Με άλλα λόγια, να αποφασίσουμε να ζήσουμε και να αποδεχτούμε ότι κάποια στιγμή η ζωή θα τελειώσει.
Ας πάρουμε απόφαση κι αυτό: δεν υπάρχει τρόπος να κερδίσουμε πολλά στη ζωή ποντάροντας λίγα. Ή θα αρνηθούμε την ελευθερία μας μένοντας βολεμένοι και φυτοζωώντας ή θα ξεβολευτούμε, θα ρισκάρουμε και... θα δούμε τι θα γίνει...
Άρα λοιπόν: αναλαμβάνουμε δράση, αν το θεωρούμε απαραίτητο σκεφτόμαστε και αναλύουμε προηγουμένως, στρίβουμε κι ένα νόμισμα αν χρειαστεί, αλλά παίρνουμε, επιτέλους, μια απόφαση. Μια οποιαδήποτε απόφαση, αρκεί το πράγμα να αρχίσει να τσουλάει.
Η άλλη εναλλακτική είναι γνωστή:
«Αύριο, λες,
και μέσα σ' αυτήν τη μικρή αναβολή
παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ»
Τ. Λειβαδίτης
Καλούμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα στη μία ή στην άλλη εναλλακτική, να ικανοποιήσουμε μία ανάγκη σε βάρος κάποιας άλλης ή να δώσουμε προτεραιότητα σε ένα συναίσθημά καταπνίγοντας ένα άλλο.
Η διαδικασία λήψης αποφάσεων για ορισμένους ανθρώπους αποδεικνύεται εξαιρετικά πολύπλοκη, χρονοβόρα και αναποτελεσματική. Αντί για το απλό «θέλω αυτό και άρα αποφασίζω αυτό», υιοθετούν μια πιο περίπλοκη λογική του τύπου «θέλω το ένα, θέλω και το άλλο, δυσκολεύομαι να διαλέξω, αδυνατώ να καταλήξω, δεν αποφασίζω».
Τι συμβαίνει με αυτούς τους ανθρώπους; Γιατί δυσκολεύονται να καταλήξουν σε αυτό που θέλουν; Για ποιο λόγο, ακόμα και όταν είναι σίγουροι γι' αυτό που θέλουν, διστάζουν να υλοποιήσουν τις αποφάσεις τους;
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί, αντί να ζουν στο εδώ και τώρα, ζουν απομονωμένοι σε ένα δικό τους άχρονο σύμπαν, αποκομμένοι από την ιστορία, την πραγματικότητα και την ίδια τη ζωή.
Και παρόλο που όλοι είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι (Σαρτρ) – να παίρνουμε αποφάσεις και να κάνουμε επιλογές δηλαδή – οι αναποφάσιστοι βιώνουν ως αβάσταχτο βάρος αυτή την ελευθερία ή, απλώς, δεν ξέρουν τι να την κάνουν.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ
Επειδή δεν ζούμε σε απόλυτα ελεγχόμενες εργαστηριακές συνθήκες, αλλά σε ένα ευμετάβλητο, ασταθές περιβάλλον, η διαδικασία λήψης των αποφάσεών μας είναι, εν πολλοίς, αυθαίρετη. Αναλύουμε τα δεδομένα, ζυγίζουμε τις ποικίλες (συχνά αντικρουόμενες) εναλλακτικές, υπολογίζουμε όσο μπορούμε τα υπέρ και τα κατά, αλλά στο τέλος αποφασίζουμε χωρίς καμία ή με ελάχιστη βεβαιότητα.
Ένας τρόπος να απαλλαγούμε από όλη αυτή την άβολη αβεβαιότητα είναι να αποφασίσουμε ότι δεν θα αποφασίσουμε και να ησυχάσουμε.
Δεν παίρνουμε λοιπόν αποφάσεις ή τις αναβάλλουμε επ' άπειρον και στο ενδιάμεσο στάδιο αναλωνόμαστε σε ατελείωτες σκέψεις σχετικά με τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν. Κάνουμε ατέρμονες αναλύσεις επί αναλύσεων και στην κυριολεξία διακόπτουμε τη ροή της ζωής για να επιδοθούμε σε σκέψεις για τη ζωή. Σχεδιάζουμε το πώς θα ζήσουμε δηλαδή, αλλά ποτέ δεν αποφασίζουμε να ζήσουμε. Στην πορεία αυτής της διαδικασίας, ευκαιρίες θα χαθούν, άνθρωποι θα βαρεθούν, χρόνια θα περνούν, αλλά αυτό είναι ένα τίμημα που είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε....
Η αναβολή και η εκλογίκευση παίζουν τεράστιο ρόλο σε αυτό το παιχνίδι αποφυγής, είναι οι πολυτιμότεροι σύμμαχοι στις μανούβρες που κάνουμε: «θα το έκανα φυσικά αλλά υπάρχει αυτό και το άλλο κόλλημα και εξάλλου πρέπει να γίνει αυτό και αυτό πρώτα», «δεν είναι ότι δεν μπορώ να αποφασίσω, απλώς συμβαίνει αυτό και αυτό, χώρια που αν συμβεί αυτό μετά θα συμβεί το άλλο» και ούτω καθ' εξής.
Κάνουμε και την άλλη πονηριά: μεταθέτουμε την ευθύνη της λήψης αποφάσεων για τον εαυτό μας σε κάποιον άλλον. Ας πούμε, όταν δεν είμαστε σίγουροι αν θέλουμε να χωρίσουμε ή όχι, αφήνουμε τον σύντροφό μας να αποφασίσει και για τους δύο. Εμείς απλώς συναινούμε σε ό,τι αποφασίσει εκείνος, νιώθοντας άνετοι και ανάλαφροι σαν πουλάκια καθώς δεν μας βαραίνει η ευθύνη καμίας επιλογής.
Το παράξενο είναι ότι, συχνά, ενώ ξέρουμε τι θέλουμε και το αποφασίζουμε μέσα μας, αντιμετωπίζουμε τεράστια δυσκολία να εξωτερικεύσουμε και να κάνουμε πράξη την απόφασή μας. Τη γυροφέρνουμε στο κεφάλι μας αδυνατώντας να την ολοκληρώσουμε επειδή το πέρασμα στη πράξη είναι αυτό που τρέμουμε περισσότερο. Επειδή η ανυπέρβλητη δυσκολία, σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι το αποφασίζειν αλλά το πράττειν...
Πίσω από τη δυσκολία λήψης αποφάσεων, ενδεχομένως να κρύβεται μια τελειομανία, μία ανάγκη να παρθεί η «τέλεια απόφαση». Εκείνη που όλοι θα επιβραβεύσουν, που θα μας οδηγήσει σε σίγουρη επιτυχία, που θα επιφέρει τα καλύτερα αποτελέσματα χωρίς αρνητικές επιπτώσεις, εκείνη που θα αποδείξει σε εμάς και σε όλους πόσο έξυπνοι και ικανοί είμαστε.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι αρνούμαστε την έννοια της αλλαγής. Αφελώς πιστεύουμε ότι κάθε απόφασή μας θα διαρκέσει για πάντα, ότι θα χαραχτεί στην πέτρα αιωνίως και δεν θα υπάρχει γυρισμός. Από την άλλη αρνούμαστε να αναλάβουμε το αναπόφευκτο ρίσκο που ενέχει η λήψη αποφάσεων. Διστάζουμε να σηκώσουμε το βάρος της απόφασής μας ομολογώντας «ναι, καλό ή κακό, αυτό ακριβώς είναι που διάλεξα».
Χώρια που είμαστε και λίγο συμφεροντολόγοι. Από το να διακινδυνεύσουμε στο άγνωστο, επιλέγουμε να κάτσουμε στ' αυγά μας. Είναι η γνωστή στάση του «κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι» και του «που να τρέχω τώρα, ας μείνω σ' αυτά που ξέρω». Ενεργώντας έτσι δεν κερδίζουμε τίποτα βεβαίως, αλλά τουλάχιστον δεν χάνουμε και αυτά που έχουμε.
Δεν θέλει πολύ μυαλό να καταλάβουμε τι κρύβεται πίσω από όλους αυτούς τους επιμέρους φόβους. Πολύ απλά και πολύ συγκεκριμένα ο φόβος για το θάνατο. Αντί να αποδεχτούμε το ανυπέρβλητο δεδομένο του θανάτου, υιοθετούμε την παράλογη, μεταφυσική λογική του «αν δεν επιλέξω τίποτα, αν δηλαδή αποφύγω να ζήσω, μάλλον δεν κινδυνεύω να πεθάνω, αφού εξ ορισμού ζω σημαίνει οπωσδήποτε θα πεθάνω». Εάν μείνουμε στην απέξω ακινητοποιημένοι στο χρόνο, ο θάνατος μπορεί να ξεγελαστεί και να μας ξεχάσει. Άχρονοι και μη πραγματικοί μεν, αθάνατοι δε.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΖΩΗ
Το δεδομένο είναι ένα: η αναποφασιστικότητα οδηγεί στην απραξία, στον εν ζωή θάνατο, αφού χωρίς πράξη και χωρίς ενέργεια στερώ από τον εαυτό μου τις εμπειρίες, τις πληροφορίες, τα δεδομένα που χρησιμεύουν ως πηγές εξέλιξης, σύνδεσης και ωρίμανσης.
Αντί να μηρυκάζουμε τα ίδια και τα ίδια όντας αναβλητικοί, ανίκανοι για πρωτοβουλίες και καθόλου αυθόρμητοι, ας αποδεχτούμε, επιτέλους, ότι δεν υπάρχει τρόπος να είμαστε 100% σίγουροι γι' αυτό που θέλουμε, ούτε θα θέλουμε ποτέ μόνο ένα πράγμα, ούτε θα το θέλουμε για πάντα. Ας αποδεχτούμε ακόμα αυτό που ήδη ξέρουμε: ότι δεν υπάρχουν «σωστές» και «λάθος» αποφάσεις. Ότι, σε τελική ανάλυση, ακόμα και αν κάνουμε «λάθος» επιλογή, μπορούμε να την τροποποιήσουμε αργότερα βγαίνοντας επιπλέον ωριμότεροι και πλουσιότεροι από την εμπειρία.
Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι είμαστε (σχετικά...) ελεύθεροι και ότι πρέπει να αρχίσουμε να κάνουμε χρήση αυτής της ελευθερίας. Άσχετα από τις αποφάσεις που θα πάρουμε και τις επιλογές που θα κάνουμε, έχει αξία η ίδια η χρήση της ελευθερίας μας. Έχει αξία, εμείς να διαλέξουμε και κανένας άλλος – να πούμε «ναι» σε κάτι, λέγοντας συγχρόνως και αναπόφευκτα «όχι» σε κάτι άλλο.
Εξάλλου πόσο έλεγχο νομίζουμε ότι έχουμε πάνω στα πράγματα; Γιατί πιστεύουμε, αφελώς, ότι η δική μας απόφαση θα κάνει τεράστια διαφορά; Αυτά που αποφασίζουμε είναι ένα μικρό μόνο τμήμα ενός πολυποίκιλου μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος που ασφαλώς επηρεάζεται από τις αποφάσεις μας, αλλά δεν καθορίζεται από αυτές.
Φυσικά απαιτείται κάποιου επιπέδου ωριμότητα. Η συνειδητοποίηση και αποδοχή ότι δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Η σοφία να καταλάβουμε ότι αν έχω να διαλέξω ανάμεσα στο πιάτο νούμερο 1 και στο πιάτο νούμερο 2, οποιαδήποτε επιλογή από τις δύο είναι προτιμότερη από το να πεθάνω της πείνας...
Μην ξεγελιόμαστε ότι όντας αναποφάσιστοι δεν παίρνουμε αποφάσεις. Η ίδια η αναποφασιστικότητά μας είναι μια απόφαση – η απόφαση να μην αποφασίσουμε. Και όπως για κάθε απόφαση, έτσι και γι' αυτή, χρειάζεται να αναλάβουμε την ευθύνη της – δεν γλυτώνουμε ποτέ από αυτό. Επίσης, δεν πρέπει να βαυκαλιζόμαστε ότι αρκεί να αποφασίσουμε μία φορά και δεν θα χρειαστεί να αποφασίσουμε ποτέ ξανά. Δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα. Η κάθε απόφαση μεταβάλλει τις καταστάσεις, οι νέες καταστάσεις ζητούν νέες αποφάσεις και έτσι πάει η ιστορία.
Το κλισέ ότι «στο τέλος μετανιώνουμε κυρίως για όσα δεν κάναμε παρά για όσα κάναμε» είναι σωστό. Έτσι κι αλλιώς οι ενδεχόμενες συνέπειες που φαντασιωνόμαστε τις περισσότερες φορές δεν επαληθεύονται. Τα κακά που φοβόμαστε ότι θα επιφέρει μια κακή απόφαση συνήθως δεν αποδεικνύονται τόσο κακά και τα καλά που αναμένουμε λόγω μιας καλής απόφασης επίσης δεν αποδεικνύονται τόσο καλά. Για να ολοκληρώνουμε: αυτό που επιλέγουμε σήμερα δεν γνωρίζουμε τι συνέπειες θα έχει αύριο και, κυρίως, δεν έχουμε τρόπο να ξέρουμε αν θα ικανοποιεί τον μελλοντικό μας εαυτό.
ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ
Αφού συμφωνήσαμε ότι δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε από τις αποφάσεις και ότι το δυσκολότερο σημείο της διαδικασίας είναι το πέρασμα στην πράξη, τι απομένει;
Ένα μόνο: Να διακινδυνεύσουμε να πάρουμε τις αποφάσεις που χρειαζόμαστε και να αναλάβουμε με γενναιότητα την ευθύνη των συνεπειών τους. Με άλλα λόγια, να αποφασίσουμε να ζήσουμε και να αποδεχτούμε ότι κάποια στιγμή η ζωή θα τελειώσει.
Ας πάρουμε απόφαση κι αυτό: δεν υπάρχει τρόπος να κερδίσουμε πολλά στη ζωή ποντάροντας λίγα. Ή θα αρνηθούμε την ελευθερία μας μένοντας βολεμένοι και φυτοζωώντας ή θα ξεβολευτούμε, θα ρισκάρουμε και... θα δούμε τι θα γίνει...
Άρα λοιπόν: αναλαμβάνουμε δράση, αν το θεωρούμε απαραίτητο σκεφτόμαστε και αναλύουμε προηγουμένως, στρίβουμε κι ένα νόμισμα αν χρειαστεί, αλλά παίρνουμε, επιτέλους, μια απόφαση. Μια οποιαδήποτε απόφαση, αρκεί το πράγμα να αρχίσει να τσουλάει.
Η άλλη εναλλακτική είναι γνωστή:
«Αύριο, λες,
και μέσα σ' αυτήν τη μικρή αναβολή
παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ»
Τ. Λειβαδίτης
Πνευματική μεταστροφή, κλειδί για την υγεία.
Μα τι ακριβώς είναι επιτέλους η νεύρωση; Όλοι μας χρησιμοποιούμε τούτη την καθημερινή πια λέξη, αλλά, αν μας ζητήσουν να την εξηγήσουμε, δε βρίσκουμε άκρη.
Θέλω να αντιγράψω εδώ μια εύστοχη και εναργή παράγραφο του Άλφρεντ Άντλερ πάνω σ’ αυτό το ζήτημα:
«Σε κάθε νεύρωση, το πρόβλημα για τον ασθενή είναι η δυσκολία να διατηρήσει έναν τρόπο δράσης, σκέψης και αντίληψης, ο οποίος διαστρέφει και αρνείται τις απαιτήσεις της πραγματικότητας.
Συνήθως, οι περιπτώσεις αυτές δε φτάνουν στο γιατρό παρά μόνο όταν αυτός ο τρόπος ζωής έχει γίνει τόσο δύσκολος ώστε να οδηγήσει στα όρια της κατάρρευσης.
Το καθήκον του γιατρού, τότε, είναι να βρει τη σωστή μέθοδο για τη διόρθωση αυτού του τρόπου ζωής.
Επομένως, το κοινό πρόβλημα του ασθενή και του γιατρού, αλλά και η βάση της συνεργασίας τους, είναι η κατανόηση της φύσης των λαθών του ασθενή.»
Ας κρατήσουμε μέχρι εκεί που αναφέρει πως στο γιατρό θα πάει μονάχα όταν βασανίζεται τόσο πολύ απ’ αυτή τη διαστροφή της αλήθειας, ώστε η ζωή του τείνει να καταρρεύσει.
Συνήθως, βέβαια, όλα αυτά του συμβαίνουν κατά τρόπο που δεν μπορεί σαφώς να εντοπίσει ή, καλύτερα, να παραδεχτεί ο ίδιος.
Διότι στο βαθμό που είμαστε νευρωσικοί, η ιδέα για τον εαυτό μας και για τις πράξεις μας παραμορφώνεται, είναι γεμάτη προφάσεις και δικαιολογίες.
Εκείνο όμως που δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί κάποια στιγμή είναι η οδύνη, τα βάσανα, η απογοήτευση, η σύγχυση, οι απανωτές απογοητεύσεις, η δυστυχία, όλα αυτά που τον γονατίζουν.
Αυτό άλλωστε είναι και το μέγα ιαματικό θαύμα του πόνου: δεν μπορείς να τον αρνηθείς! Όταν πονάς, δε γίνεται να λες: «Δεν πονώ».
Θα έρθει μια μέρα που θα εξαναγκαστείς να τον παραδεχτείς, να τσακίσεις αντιστάσεις και να ζητήσεις βοήθεια.
Όσο μαζοχιστή κι αν έχεις καταντήσει το χαρακτήρα σου με τη διαρκή διαστρέβλωση της αλήθειας, ο πόνος μπορεί να σε ξεπεράσει κάποτε, να υπερβεί δηλαδή το όριο των ψευδοαντοχών σου και να πλημμυρίσει.
Δεν παλεύεται ο πόνος από ένα βαθμό και πέρα, γι’ αυτό καλύτερα να μην τον προκαλούμε και να μην τον ερεθίζουμε.
Ας ξαναθυμηθούμε εκείνη την κρυστάλλινη βεβαιότητα του Αριστοτέλη: «Πίσω από κάθε πόνο σου στέκει ένα λάθος σου».
Είναι και ατύχημα και ευτύχημα ταυτόχρονα το αποδεδειγμένο από την εμπειρία της ζωής συμπέρασμα πως μόνο τον εαυτό μας μπορούμε να διορθώσουμε.
Μόνο τα δικά μας λάθη μπορούμε να επεξεργαστούμε, δουλεύοντας και εξυγιαίνοντας τον εαυτό μας και τη στάση του, υπάρχει ελπίδα να αλλάξει και ο άλλος.
Έτσι, λοιπόν, τον άλλο θα τον διορθώσουμε μονάχα διορθώνοντας τον εαυτό μας. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Κι αν δε διορθωθεί; Ε, τότε, πάλι στο χέρι μας είναι το τελειωτικό, το «μένω ή φεύγω».
Υπάρχουν, εξάλλου, περιπτώσεις, όπου το «φεύγω» είναι πράξη ύψιστης αγάπης, σεβασμού και αυτοσεβασμού.
Υπάρχουν απειράριθμα είδη φυγής.
Υπάρχουν άνθρωποι που δραπέτευσαν από την «κακιά μοίρα τους» και μέσα σε κελί φυλακής. Πέταξαν ψηλά και χαρούμενα, με πνευματική μεταστροφή, ακόμη και παράλυτοι, καθηλωμένοι στο καροτσάκι με τις ρόδες.
Πνευματική μεταστροφή, αυτή είναι η λέξη – κλειδί για την υγεία.
Όμως γιατί είναι ευτύχημα και όχι σκέτο δυστύχημα το γεγονός πως μόνο τα δικά μας σφάλματα μπορούμε να διορθώσουμε;
Εγώ τουλάχιστον, το θεωρώ μια μεγαλειώδη δυσκολία. Διότι αποδεικνύει τον μέγιστο ρόλο της προσωπικής ευθύνης και, ως εκ τούτου, την τεράστια δυνατότητα της προσωπικής μας ελευθερίας.
Αλλά παράλληλα αποδεικνύει τον απόλυτο σεβασμό που οφείλουμε προς τον κάθε άλλον να ακολουθήσει τη δική του βούληση. Να σωθεί ή να καταστραφεί.
Πάντα προσπαθώ να θυμάμαι την περιοριστική και ταυτόχρονα απεριόριστη φράση του Γκουρτζίεφ: «Τα γεγονότα δεν μπορείς να τα αλλάξεις, μπορείς όμως να αλλάξεις την αντιμετώπισή σου, τη στάση σου απέναντι στα γεγονότα». Δεν έχουν σημασία τα γεγονότα, αλλά η ερμηνεία που εμείς τους δίνουμε.
Ας δούμε όμως και πώς εκφράζει τον όρο νεύρωση το λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης που βασίζεται στη φροϊδική θεωρία:
ΝΕΥΡΩΣΗ: Ψυχογενής πάθηση όπου τα συμπτώματα αποτελούν συμβολικά έκφραση ψυχικής σύγκρουσης, η οποία έλκει την καταγωγή της στην παιδική ιστορία του ατόμου και οδηγεί σε συμβιβασμούς ανάμεσα στην επιθυμία και την άμυνα.
Η μέγιστη σύγκρουση της ύπαρξης, του «θέλω» και του «πρέπει». Κι ανάμεσα σ’ αυτούς τους προαιώνιους γίγαντες – εχθρούς πέφτει η ειρηνευτική γέφυρα της πραγματικότητας, η αλήθεια.
Επιμένω, ακούστε μέσα σας τι αληθινά θέλετε. Το να δω εκείνο που επιθυμώ δε σημαίνει πως θα το ακολουθήσω κιόλας οπωσδήποτε. Τότε ωριμάζω, τότε δυναμώνω, τότε γίνομαι συνειδητός, αυτοελεγχόμενος, ακόμη και ηρωικός μέσα στον χαώδη πόλεμο του ψυχισμού μου.
Δεν είναι να ντρεπόμαστε με αυτά που αισθανόμαστε, δεν έχουμε ευθύνη για τα αισθήματά μας, ευθύνη έχουμε για ό,τι τα κάνουμε μετά, αφού τα μάθουμε, για το πώς τα διαχειριζόμαστε. Τι κρατάμε τι πετάμε.
Θέλω να αντιγράψω εδώ μια εύστοχη και εναργή παράγραφο του Άλφρεντ Άντλερ πάνω σ’ αυτό το ζήτημα:
«Σε κάθε νεύρωση, το πρόβλημα για τον ασθενή είναι η δυσκολία να διατηρήσει έναν τρόπο δράσης, σκέψης και αντίληψης, ο οποίος διαστρέφει και αρνείται τις απαιτήσεις της πραγματικότητας.
Συνήθως, οι περιπτώσεις αυτές δε φτάνουν στο γιατρό παρά μόνο όταν αυτός ο τρόπος ζωής έχει γίνει τόσο δύσκολος ώστε να οδηγήσει στα όρια της κατάρρευσης.
Το καθήκον του γιατρού, τότε, είναι να βρει τη σωστή μέθοδο για τη διόρθωση αυτού του τρόπου ζωής.
Επομένως, το κοινό πρόβλημα του ασθενή και του γιατρού, αλλά και η βάση της συνεργασίας τους, είναι η κατανόηση της φύσης των λαθών του ασθενή.»
Ας κρατήσουμε μέχρι εκεί που αναφέρει πως στο γιατρό θα πάει μονάχα όταν βασανίζεται τόσο πολύ απ’ αυτή τη διαστροφή της αλήθειας, ώστε η ζωή του τείνει να καταρρεύσει.
Συνήθως, βέβαια, όλα αυτά του συμβαίνουν κατά τρόπο που δεν μπορεί σαφώς να εντοπίσει ή, καλύτερα, να παραδεχτεί ο ίδιος.
Διότι στο βαθμό που είμαστε νευρωσικοί, η ιδέα για τον εαυτό μας και για τις πράξεις μας παραμορφώνεται, είναι γεμάτη προφάσεις και δικαιολογίες.
Εκείνο όμως που δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί κάποια στιγμή είναι η οδύνη, τα βάσανα, η απογοήτευση, η σύγχυση, οι απανωτές απογοητεύσεις, η δυστυχία, όλα αυτά που τον γονατίζουν.
Αυτό άλλωστε είναι και το μέγα ιαματικό θαύμα του πόνου: δεν μπορείς να τον αρνηθείς! Όταν πονάς, δε γίνεται να λες: «Δεν πονώ».
Θα έρθει μια μέρα που θα εξαναγκαστείς να τον παραδεχτείς, να τσακίσεις αντιστάσεις και να ζητήσεις βοήθεια.
Όσο μαζοχιστή κι αν έχεις καταντήσει το χαρακτήρα σου με τη διαρκή διαστρέβλωση της αλήθειας, ο πόνος μπορεί να σε ξεπεράσει κάποτε, να υπερβεί δηλαδή το όριο των ψευδοαντοχών σου και να πλημμυρίσει.
Δεν παλεύεται ο πόνος από ένα βαθμό και πέρα, γι’ αυτό καλύτερα να μην τον προκαλούμε και να μην τον ερεθίζουμε.
Ας ξαναθυμηθούμε εκείνη την κρυστάλλινη βεβαιότητα του Αριστοτέλη: «Πίσω από κάθε πόνο σου στέκει ένα λάθος σου».
Είναι και ατύχημα και ευτύχημα ταυτόχρονα το αποδεδειγμένο από την εμπειρία της ζωής συμπέρασμα πως μόνο τον εαυτό μας μπορούμε να διορθώσουμε.
Μόνο τα δικά μας λάθη μπορούμε να επεξεργαστούμε, δουλεύοντας και εξυγιαίνοντας τον εαυτό μας και τη στάση του, υπάρχει ελπίδα να αλλάξει και ο άλλος.
Έτσι, λοιπόν, τον άλλο θα τον διορθώσουμε μονάχα διορθώνοντας τον εαυτό μας. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Κι αν δε διορθωθεί; Ε, τότε, πάλι στο χέρι μας είναι το τελειωτικό, το «μένω ή φεύγω».
Υπάρχουν, εξάλλου, περιπτώσεις, όπου το «φεύγω» είναι πράξη ύψιστης αγάπης, σεβασμού και αυτοσεβασμού.
Υπάρχουν απειράριθμα είδη φυγής.
Υπάρχουν άνθρωποι που δραπέτευσαν από την «κακιά μοίρα τους» και μέσα σε κελί φυλακής. Πέταξαν ψηλά και χαρούμενα, με πνευματική μεταστροφή, ακόμη και παράλυτοι, καθηλωμένοι στο καροτσάκι με τις ρόδες.
Πνευματική μεταστροφή, αυτή είναι η λέξη – κλειδί για την υγεία.
Όμως γιατί είναι ευτύχημα και όχι σκέτο δυστύχημα το γεγονός πως μόνο τα δικά μας σφάλματα μπορούμε να διορθώσουμε;
Εγώ τουλάχιστον, το θεωρώ μια μεγαλειώδη δυσκολία. Διότι αποδεικνύει τον μέγιστο ρόλο της προσωπικής ευθύνης και, ως εκ τούτου, την τεράστια δυνατότητα της προσωπικής μας ελευθερίας.
Αλλά παράλληλα αποδεικνύει τον απόλυτο σεβασμό που οφείλουμε προς τον κάθε άλλον να ακολουθήσει τη δική του βούληση. Να σωθεί ή να καταστραφεί.
Πάντα προσπαθώ να θυμάμαι την περιοριστική και ταυτόχρονα απεριόριστη φράση του Γκουρτζίεφ: «Τα γεγονότα δεν μπορείς να τα αλλάξεις, μπορείς όμως να αλλάξεις την αντιμετώπισή σου, τη στάση σου απέναντι στα γεγονότα». Δεν έχουν σημασία τα γεγονότα, αλλά η ερμηνεία που εμείς τους δίνουμε.
Ας δούμε όμως και πώς εκφράζει τον όρο νεύρωση το λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης που βασίζεται στη φροϊδική θεωρία:
ΝΕΥΡΩΣΗ: Ψυχογενής πάθηση όπου τα συμπτώματα αποτελούν συμβολικά έκφραση ψυχικής σύγκρουσης, η οποία έλκει την καταγωγή της στην παιδική ιστορία του ατόμου και οδηγεί σε συμβιβασμούς ανάμεσα στην επιθυμία και την άμυνα.
Η μέγιστη σύγκρουση της ύπαρξης, του «θέλω» και του «πρέπει». Κι ανάμεσα σ’ αυτούς τους προαιώνιους γίγαντες – εχθρούς πέφτει η ειρηνευτική γέφυρα της πραγματικότητας, η αλήθεια.
Επιμένω, ακούστε μέσα σας τι αληθινά θέλετε. Το να δω εκείνο που επιθυμώ δε σημαίνει πως θα το ακολουθήσω κιόλας οπωσδήποτε. Τότε ωριμάζω, τότε δυναμώνω, τότε γίνομαι συνειδητός, αυτοελεγχόμενος, ακόμη και ηρωικός μέσα στον χαώδη πόλεμο του ψυχισμού μου.
Δεν είναι να ντρεπόμαστε με αυτά που αισθανόμαστε, δεν έχουμε ευθύνη για τα αισθήματά μας, ευθύνη έχουμε για ό,τι τα κάνουμε μετά, αφού τα μάθουμε, για το πώς τα διαχειριζόμαστε. Τι κρατάμε τι πετάμε.
Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αυθεντίες στο να κρύβουν τα πραγματικά τους συναισθήματα
Το «λέω όλη την αλήθεια» είναι τελείως διαφορετικό από το «είμαι ειλικρινής» ή «δεν λέω ψέματα».
Πολλές φορές λέτε την αλήθεια, αλλά παραλείπετε σημαντικά μέρη της ή όταν δεν σας αρέσει η αλήθεια, κατασκευάζετε μια καινούρια.
Χαμογελάτε ποτέ, ενώ είστε πραγματικά θυμωμένοι; Έχετε συμπεριφερθεί ποτέ άσχημα και θυμωμένα, ενώ βαθιά μέσα σας φοβάστε πραγματικά; Γελάτε ποτέ και αστειεύεστε, ενώ νιώθετε θλίψη και απόρριψη; Έχετε κατηγορήσει ποτέ κάποιον άλλο, ενώ νιώθετε πως είστε εσείς ένοχοι;
Αυτό ακριβώς εννοώ όταν αναφέρομαι στην «πλήρη αλήθεια».
Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αυθεντίες στο να κρύβουν τα πραγματικά τους συναισθήματα.
Οι άνθρωποι είμαστε όλοι αυθεντίες στο να κρύβουμε την αλήθεια για τα συναισθήματά μας. Γινόμαστε μαέστροι στη μεταμφίεση, με αποτέλεσμα να κρύβουμε και να καταπνίγουμε τον πραγματικό μας εαυτό. Ίσως μάλιστα είστε τόσο καλοί στο να κρύβετε την αλήθεια από τον εαυτό σας, που στο τέλος πιστεύετε τα ίδια σας τα ψέματα.
Η ικανότητά σας να νιώσετε αγάπη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ικανότητά σας για απόλυτη ειλικρίνεια. Όσο πιο αληθινοί είστε στη ζωή σας, τόσο περισσότερη αγάπη θα βιώσετε. Οι σχέσεις από άμεση και αποτελεσματική επικοινωνία αποτελούν πηγή αυξανόμενης αγάπης και σεβασμού προς τον εαυτό μας.
Οι σχέσεις που βασίζονται στο ψέμα μπορεί να είναι εύκολες και άνετες, αλλά δεν συμβάλλουν καθόλου στην ανάπτυξη της αγάπης προς τον εαυτό σας ούτε, βέβαια, στην ανάπτυξη του αυτοσεβασμού σας.
Το Φαινόμενο του Παγόβουνου;
Τα συναισθήματά μας μοιάζουν με παγόβουνο γενικά δείχνουμε ένα ελάχιστο μέρος και το υπόλοιπο παραμένει «κάτω από το νερό».
Ζώντας με την Καρδιά και Όχι με το Νου
Η καταπίεση των συναισθημάτων σας είναι στην πραγματικότητα ένας μηχανισμός άμυνας, τον οποίο έχετε αναπτύξει με το πέρασμα του χρόνου. Αδυνατώντας να αντιμετωπίσετε και να εκφράσετε τα αληθινά σας συναισθήματα, μαθαίνετε να τα κρύβετε βαθιά μέσα σας, ελπίζοντας ότι θα εξαφανιστούν. Με την πολύχρονη απόρριψη και καταπίεση, αποκτάτε την επιβλαβή συνήθεια να πνίγετε αυτόματα κάθε συναίσθημα που σας προκαλεί ανασφάλεια, σύγχυση ή το θεωρείτε απαράδεκτο. Αρχίζετε να ερμηνεύετε με το μυαλό ό,τι αισθάνεστε, αντί να το νιώθετε, απλά και αυθόρμητα, με την καρδιά σας.
Τι Νιώθετε Πραγματικά;
Αποτέλεσμα της καταπίεσης των συναισθημάτων σας είναι ότι παύετε να αισθάνεστε και αρχίζετε να σκέφτεστε πως θα έπρεπε να αισθάνεστε.
Η ανακάλυψη των κρυμμένων συναισθημάτων σας παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην ανάπτυξή σας, επειδή, όσο τα καταπιέζετε, τόσο χάνετε την επαφή με αυτό που είστε και θέλετε πραγματικά. Όταν είστε αναστατωμένοι ή ανήμποροι (συναισθηματικά) να αντιμετωπίσετε μια συγκεκριμένη κατάσταση, βιώνετε υποσυνείδητα διάφορα επίπεδα συναισθημάτων ταυτόχρονα.
Τα επίπεδα αυτά είναι:
Θυμός, Μομφή και Πικρία
Πόνος, Θλίψη και Απογοήτευση
Φόβος και Ανασφάλεια
Ενοχή, Τύψεις και Μεταμέλεια
Αγάπη, Κατανόηση, Συγχώρεση και Επιθυμία
Η απόλυτη ειλικρίνεια έχει πολλά διαφορετικά επίπεδα.
Είναι τελείως φυσιολογικό να έχετε πολλά αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα ταυτόχρονα.
Όταν εκφράζετε όλα τα αρνητικά σας συναισθήματα, μπορείτε να βιώσετε την αγάπη και την κατανόηση τελείως αυθόρμητα.
Η απόλυτη αλήθεια για το πως αισθάνεστε έχει πολλά επίπεδα. Φυσιολογικά εσείς αναγνωρίζετε ένα συναίσθημα τη φορά, αλλά και τα άλλα είναι επίσης παρόντα. Όταν βιώνετε όλα αυτά τα επίπεδα και τα εκφράζετε πλήρως, οι συναισθηματικές αναταραχές διευθετούνται πολύ ευκολότερα. Κάθε συναίσθημα πρέπει να το ζείτε και να το εκφράζετε χωρίς περιορισμούς, διαφορετικά δεν θα ερμηνευτεί ποτέ σε βάθος. Στη δεύτερη περίπτωση, το πιο πιθανό είναι να το καταπιέσετε, δημιουργώντας μεγαλύτερο συναισθηματικό φορτίο, το οποίο, όμως, θα μεταφέρετε από τη μια σχέση στην άλλη.
Εκφράζοντας ειλικρινά όλα τα αρνητικά σας συναισθήματα, μπορείτε να βιώσετε άμεσα την αγάπη και την κατανόηση, όπως στην αρχή της σχέσης.
Κάτω από όλα τα αρνητικά σας συναισθήματα υπάρχουν τα θετικά· κάτω από όλο το θυμό και τον πόνο βρίσκονται η αγάπη και η προθυμία για επικοινωνία. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν εκδηλώνετε το θυμό ή τον πόνο και αμελείτε να εκφράσετε όλη την αλήθεια για την αγάπη που βρίσκεται από κάτω. Ο μόνος τρόπος για να φέρετε στο φως την αγάπη είναι να βιώσετε και να εκφράσετε όλα τα άλλα συναισθήματα που έχουν στοιβαχτεί πάνω της.
Κάτω από όλα τα αρνητικά συναισθήματα περιμένει η αγάπη για να αναβλύσει.
Πολλές φορές λέτε την αλήθεια, αλλά παραλείπετε σημαντικά μέρη της ή όταν δεν σας αρέσει η αλήθεια, κατασκευάζετε μια καινούρια.
Χαμογελάτε ποτέ, ενώ είστε πραγματικά θυμωμένοι; Έχετε συμπεριφερθεί ποτέ άσχημα και θυμωμένα, ενώ βαθιά μέσα σας φοβάστε πραγματικά; Γελάτε ποτέ και αστειεύεστε, ενώ νιώθετε θλίψη και απόρριψη; Έχετε κατηγορήσει ποτέ κάποιον άλλο, ενώ νιώθετε πως είστε εσείς ένοχοι;
Αυτό ακριβώς εννοώ όταν αναφέρομαι στην «πλήρη αλήθεια».
Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αυθεντίες στο να κρύβουν τα πραγματικά τους συναισθήματα.
Οι άνθρωποι είμαστε όλοι αυθεντίες στο να κρύβουμε την αλήθεια για τα συναισθήματά μας. Γινόμαστε μαέστροι στη μεταμφίεση, με αποτέλεσμα να κρύβουμε και να καταπνίγουμε τον πραγματικό μας εαυτό. Ίσως μάλιστα είστε τόσο καλοί στο να κρύβετε την αλήθεια από τον εαυτό σας, που στο τέλος πιστεύετε τα ίδια σας τα ψέματα.
Η ικανότητά σας να νιώσετε αγάπη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ικανότητά σας για απόλυτη ειλικρίνεια. Όσο πιο αληθινοί είστε στη ζωή σας, τόσο περισσότερη αγάπη θα βιώσετε. Οι σχέσεις από άμεση και αποτελεσματική επικοινωνία αποτελούν πηγή αυξανόμενης αγάπης και σεβασμού προς τον εαυτό μας.
Οι σχέσεις που βασίζονται στο ψέμα μπορεί να είναι εύκολες και άνετες, αλλά δεν συμβάλλουν καθόλου στην ανάπτυξη της αγάπης προς τον εαυτό σας ούτε, βέβαια, στην ανάπτυξη του αυτοσεβασμού σας.
Το Φαινόμενο του Παγόβουνου;
Τα συναισθήματά μας μοιάζουν με παγόβουνο γενικά δείχνουμε ένα ελάχιστο μέρος και το υπόλοιπο παραμένει «κάτω από το νερό».
Ζώντας με την Καρδιά και Όχι με το Νου
Η καταπίεση των συναισθημάτων σας είναι στην πραγματικότητα ένας μηχανισμός άμυνας, τον οποίο έχετε αναπτύξει με το πέρασμα του χρόνου. Αδυνατώντας να αντιμετωπίσετε και να εκφράσετε τα αληθινά σας συναισθήματα, μαθαίνετε να τα κρύβετε βαθιά μέσα σας, ελπίζοντας ότι θα εξαφανιστούν. Με την πολύχρονη απόρριψη και καταπίεση, αποκτάτε την επιβλαβή συνήθεια να πνίγετε αυτόματα κάθε συναίσθημα που σας προκαλεί ανασφάλεια, σύγχυση ή το θεωρείτε απαράδεκτο. Αρχίζετε να ερμηνεύετε με το μυαλό ό,τι αισθάνεστε, αντί να το νιώθετε, απλά και αυθόρμητα, με την καρδιά σας.
Τι Νιώθετε Πραγματικά;
Αποτέλεσμα της καταπίεσης των συναισθημάτων σας είναι ότι παύετε να αισθάνεστε και αρχίζετε να σκέφτεστε πως θα έπρεπε να αισθάνεστε.
Η ανακάλυψη των κρυμμένων συναισθημάτων σας παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην ανάπτυξή σας, επειδή, όσο τα καταπιέζετε, τόσο χάνετε την επαφή με αυτό που είστε και θέλετε πραγματικά. Όταν είστε αναστατωμένοι ή ανήμποροι (συναισθηματικά) να αντιμετωπίσετε μια συγκεκριμένη κατάσταση, βιώνετε υποσυνείδητα διάφορα επίπεδα συναισθημάτων ταυτόχρονα.
Τα επίπεδα αυτά είναι:
Θυμός, Μομφή και Πικρία
Πόνος, Θλίψη και Απογοήτευση
Φόβος και Ανασφάλεια
Ενοχή, Τύψεις και Μεταμέλεια
Αγάπη, Κατανόηση, Συγχώρεση και Επιθυμία
Η απόλυτη ειλικρίνεια έχει πολλά διαφορετικά επίπεδα.
Είναι τελείως φυσιολογικό να έχετε πολλά αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα ταυτόχρονα.
Όταν εκφράζετε όλα τα αρνητικά σας συναισθήματα, μπορείτε να βιώσετε την αγάπη και την κατανόηση τελείως αυθόρμητα.
Η απόλυτη αλήθεια για το πως αισθάνεστε έχει πολλά επίπεδα. Φυσιολογικά εσείς αναγνωρίζετε ένα συναίσθημα τη φορά, αλλά και τα άλλα είναι επίσης παρόντα. Όταν βιώνετε όλα αυτά τα επίπεδα και τα εκφράζετε πλήρως, οι συναισθηματικές αναταραχές διευθετούνται πολύ ευκολότερα. Κάθε συναίσθημα πρέπει να το ζείτε και να το εκφράζετε χωρίς περιορισμούς, διαφορετικά δεν θα ερμηνευτεί ποτέ σε βάθος. Στη δεύτερη περίπτωση, το πιο πιθανό είναι να το καταπιέσετε, δημιουργώντας μεγαλύτερο συναισθηματικό φορτίο, το οποίο, όμως, θα μεταφέρετε από τη μια σχέση στην άλλη.
Εκφράζοντας ειλικρινά όλα τα αρνητικά σας συναισθήματα, μπορείτε να βιώσετε άμεσα την αγάπη και την κατανόηση, όπως στην αρχή της σχέσης.
Κάτω από όλα τα αρνητικά σας συναισθήματα υπάρχουν τα θετικά· κάτω από όλο το θυμό και τον πόνο βρίσκονται η αγάπη και η προθυμία για επικοινωνία. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν εκδηλώνετε το θυμό ή τον πόνο και αμελείτε να εκφράσετε όλη την αλήθεια για την αγάπη που βρίσκεται από κάτω. Ο μόνος τρόπος για να φέρετε στο φως την αγάπη είναι να βιώσετε και να εκφράσετε όλα τα άλλα συναισθήματα που έχουν στοιβαχτεί πάνω της.
Κάτω από όλα τα αρνητικά συναισθήματα περιμένει η αγάπη για να αναβλύσει.
Όλη η αρνητικότητα των ανθρώπων ξεκινάει από τον φόβο
Συχνά νιώθουμε αρνητικότητα προς τους άλλους γύρω μας όταν δεν κάνουν κάποια πράγματα που πιστεύουμε εμείς ότι πρέπει να κάνουν.
Ίσως πρέπει να είναι πιο συνεπείς ή πιο υπεύθυνοι ή να κάνουν περισσότερες εργασίες ή να είναι πιο δημιουργικοί ή πιο παραγωγικοί. Υπάρχει μια σκέψη που θα μας βοηθήσει σ’ αυτές τις περιπτώσεις:
Αν ο άνθρωπος αυτός είχε δύο σπασμένα πόδια και δεν μπορούσε να δουλεύει και δεν μπορούσε να είναι συνεπής στις ευθύνες του, θα τον δικαιολογούσαμε έτσι δεν είναι; Δε θα λέγαμε ότι «είναι τεμπέλης» ή «είναι ανάξιος», θα λέγαμε ότι δεν μπορεί, γιατί έχει δύο σπασμένα πόδια.
Όταν καταλάβουμε ότι η προσωπικότητα έχει δύο πόδια που το ένα λέγεται αυτοπεποίθηση και το άλλο αυτοπαραδοχή και ότι οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν αυτά τα πόδια σπασμένα από τα παιδικά τους χρόνια, από τη συμπεριφορά των γονιών, των δασκάλων και της κοινωνίας, τότε θα δούμε τον άνθρωπο αυτόν και την τεμπελιά του και την έλλειψη ευθύνης και συνέπειας που έχει από μια άλλη άποψη.
Θα λέμε ότι έχει σπασμένα πόδια, ότι δηλαδή η προσωπικότητά του έχει χάσει τα δύο στηρίγματα, την αυτοπαραδοχή και την αυτοπεποίθηση και γι’ αυτό συμπεριφέρεται έτσι. Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε κατανόηση.
Αλλά, ειδικά αν έχουμε ένα ρόλο ευθύνης απέναντί του, θα προσπαθήσουμε συγχρόνως να τον βοηθήσουμε να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και αυτοπαραδοχή για να μάθει να κρατάει το δικό του φορτίο στη ζωή και να μην εξαρτάται από τους άλλους.
Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές όταν βλέπουμε κάποιον να τεμπελιάζει, δημιουργούμε αρνητικά συναισθήματα μέσα μας επειδή δεν τον καταλαβαίνουμε, επειδή δεν μπαίνουμε στη θέση του. Αν μπούμε, θα καταλάβουμε ότι η τεμπελιά του είναι αποτέλεσμα φόβου, έλλειψης σιγουριάς για τον εαυτό του.
Η φύση του ανθρώπου είναι η δημιουργικότητα, η παραγωγικότητα και αν δεν την εκδηλώνει, ο λόγος είναι ότι έχει σπασμένα ψυχολογικά πόδια. Γι’ αυτό θα τον κατανοήσουμε, δε θα τον απορρίψουμε και θα τον βοηθήσουμε να θεραπεύσει τα πόδια του. Δε θα τον μπλοκάρουμε ακόμα περισσότερο με το να τον κριτικάρουμε και να τον απορρίπτουμε.
Γιατί αυτό ακριβώς είναι που έχει φέρει τον άνθρωπο σ’ αυτήν την κατάσταση, να μην μπορεί να είναι δημιουργικός στη ζωή του. Όταν τον απορρίπτουμε συνεχώς του σπάμε τα πόδια ακόμα περισσότερο. Αυτό που χρειάζεται είναι βοήθεια να δυναμώσει την πίστη στον εαυτό του και την αυτοπαραδοχή του.
Όλη η αρνητικότητα των ανθρώπων ξεκινάει από τον φόβο, από την άγνοια. Όταν το καταλάβουμε αυτό, έχουμε πολύ λιγότερα αρνητικά συναισθήματα προς τους άλλους ανθρώπους και μπορούμε να τους βοηθήσουμε πολύ πιο αποτελεσματικά.
Ίσως πρέπει να είναι πιο συνεπείς ή πιο υπεύθυνοι ή να κάνουν περισσότερες εργασίες ή να είναι πιο δημιουργικοί ή πιο παραγωγικοί. Υπάρχει μια σκέψη που θα μας βοηθήσει σ’ αυτές τις περιπτώσεις:
Αν ο άνθρωπος αυτός είχε δύο σπασμένα πόδια και δεν μπορούσε να δουλεύει και δεν μπορούσε να είναι συνεπής στις ευθύνες του, θα τον δικαιολογούσαμε έτσι δεν είναι; Δε θα λέγαμε ότι «είναι τεμπέλης» ή «είναι ανάξιος», θα λέγαμε ότι δεν μπορεί, γιατί έχει δύο σπασμένα πόδια.
Όταν καταλάβουμε ότι η προσωπικότητα έχει δύο πόδια που το ένα λέγεται αυτοπεποίθηση και το άλλο αυτοπαραδοχή και ότι οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν αυτά τα πόδια σπασμένα από τα παιδικά τους χρόνια, από τη συμπεριφορά των γονιών, των δασκάλων και της κοινωνίας, τότε θα δούμε τον άνθρωπο αυτόν και την τεμπελιά του και την έλλειψη ευθύνης και συνέπειας που έχει από μια άλλη άποψη.
Θα λέμε ότι έχει σπασμένα πόδια, ότι δηλαδή η προσωπικότητά του έχει χάσει τα δύο στηρίγματα, την αυτοπαραδοχή και την αυτοπεποίθηση και γι’ αυτό συμπεριφέρεται έτσι. Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε κατανόηση.
Αλλά, ειδικά αν έχουμε ένα ρόλο ευθύνης απέναντί του, θα προσπαθήσουμε συγχρόνως να τον βοηθήσουμε να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και αυτοπαραδοχή για να μάθει να κρατάει το δικό του φορτίο στη ζωή και να μην εξαρτάται από τους άλλους.
Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές όταν βλέπουμε κάποιον να τεμπελιάζει, δημιουργούμε αρνητικά συναισθήματα μέσα μας επειδή δεν τον καταλαβαίνουμε, επειδή δεν μπαίνουμε στη θέση του. Αν μπούμε, θα καταλάβουμε ότι η τεμπελιά του είναι αποτέλεσμα φόβου, έλλειψης σιγουριάς για τον εαυτό του.
Η φύση του ανθρώπου είναι η δημιουργικότητα, η παραγωγικότητα και αν δεν την εκδηλώνει, ο λόγος είναι ότι έχει σπασμένα ψυχολογικά πόδια. Γι’ αυτό θα τον κατανοήσουμε, δε θα τον απορρίψουμε και θα τον βοηθήσουμε να θεραπεύσει τα πόδια του. Δε θα τον μπλοκάρουμε ακόμα περισσότερο με το να τον κριτικάρουμε και να τον απορρίπτουμε.
Γιατί αυτό ακριβώς είναι που έχει φέρει τον άνθρωπο σ’ αυτήν την κατάσταση, να μην μπορεί να είναι δημιουργικός στη ζωή του. Όταν τον απορρίπτουμε συνεχώς του σπάμε τα πόδια ακόμα περισσότερο. Αυτό που χρειάζεται είναι βοήθεια να δυναμώσει την πίστη στον εαυτό του και την αυτοπαραδοχή του.
Όλη η αρνητικότητα των ανθρώπων ξεκινάει από τον φόβο, από την άγνοια. Όταν το καταλάβουμε αυτό, έχουμε πολύ λιγότερα αρνητικά συναισθήματα προς τους άλλους ανθρώπους και μπορούμε να τους βοηθήσουμε πολύ πιο αποτελεσματικά.
Αυτός που διαπράττει μια αδικία είναι πάντα πιο δυστυχισμένος από εκείνον που την υφίσταται
Η συνείδηση είναι το κομμάτι του εαυτού μας που, όπως το πνεύμα και η ψυχή, δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο φυσικό σχήμα αλλά επηρεάζει τρομερά τον τρόπο που κινούμαστε στη ζωή.
Αυτό το συναίσθημα που πραγματεύεται ο Πλάτωνας αντιστοιχεί σε εκείνη τη φωνή που, όπως ο γρύλος στον Πινόκιο, μας λέει τι κάναμε καλά και τι κάναμε άσχημα και που μας τιμωρεί με την ενοχή και την ανησυχία, ώσπου να δώσουμε λύση σ’ αυτή την ανισορροπία που οι ίδιοι συμβάλαμε στο να δημιουργηθεί.
Το να έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη παρουσιάζει, επιπλέον, και τα εξής οφέλη για την υγεία του σώματος και του νου:
-Μας βοηθάει να κοιμόμαστε καλύτερα.
-Ενισχύει την αυτοεκτίμησή μας.
-Συμβάλλει στο να έχουμε καλύτερη σχέση με τους άλλους.
-Μας ωθεί στο να επιβραβεύουμε τον εαυτό μας, αντί να τον τιμωρούμε με το να αισθανόμαστε άσχημα.
-Δημιουργεί καλές μνήμες και αναμνήσεις.
-Επιτρέπει να είμαστε διαυγείς.
-Μας προστατεύει από ενοχές ή ξένες υποθέσεις.
-Βελτιώνει τη φυσική μας υγεία, περιορίζοντας το άγχος που ενέχει η ενοχή.
Έτσι, λοιπόν, ολοφάνερα το καλύτερο είναι να έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη και ικανοποιημένη.
Και πώς θα το καταφέρουμε;
Βασικά, ενεργώντας σύμφωνα με τις αξίες μας και με εντιμότητα.
Δηλαδή, τη στιγμή που παίρνουμε μια απόφαση, πρέπει να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που οι αρχές μας μάς ωθούν να κάνουμε και να πράξουμε ανάλογα.
Όπως έλεγε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στη Διαθήκη της ελπίδας:
“Πάντα έρχεται η στιγμή που κάποιος πρέπει να υιοθετήσει μια θέση που δεν είναι ούτε ασφαλής ούτε πολιτική ούτε λαϊκή, αλλά που πρέπει να την υιοθετήσει γιατί η συνείδησή του του λέει πως είναι η σωστή”.
Αυτό το συναίσθημα που πραγματεύεται ο Πλάτωνας αντιστοιχεί σε εκείνη τη φωνή που, όπως ο γρύλος στον Πινόκιο, μας λέει τι κάναμε καλά και τι κάναμε άσχημα και που μας τιμωρεί με την ενοχή και την ανησυχία, ώσπου να δώσουμε λύση σ’ αυτή την ανισορροπία που οι ίδιοι συμβάλαμε στο να δημιουργηθεί.
Το να έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη παρουσιάζει, επιπλέον, και τα εξής οφέλη για την υγεία του σώματος και του νου:
-Μας βοηθάει να κοιμόμαστε καλύτερα.
-Ενισχύει την αυτοεκτίμησή μας.
-Συμβάλλει στο να έχουμε καλύτερη σχέση με τους άλλους.
-Μας ωθεί στο να επιβραβεύουμε τον εαυτό μας, αντί να τον τιμωρούμε με το να αισθανόμαστε άσχημα.
-Δημιουργεί καλές μνήμες και αναμνήσεις.
-Επιτρέπει να είμαστε διαυγείς.
-Μας προστατεύει από ενοχές ή ξένες υποθέσεις.
-Βελτιώνει τη φυσική μας υγεία, περιορίζοντας το άγχος που ενέχει η ενοχή.
Έτσι, λοιπόν, ολοφάνερα το καλύτερο είναι να έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη και ικανοποιημένη.
Και πώς θα το καταφέρουμε;
Βασικά, ενεργώντας σύμφωνα με τις αξίες μας και με εντιμότητα.
Δηλαδή, τη στιγμή που παίρνουμε μια απόφαση, πρέπει να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που οι αρχές μας μάς ωθούν να κάνουμε και να πράξουμε ανάλογα.
Όπως έλεγε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στη Διαθήκη της ελπίδας:
“Πάντα έρχεται η στιγμή που κάποιος πρέπει να υιοθετήσει μια θέση που δεν είναι ούτε ασφαλής ούτε πολιτική ούτε λαϊκή, αλλά που πρέπει να την υιοθετήσει γιατί η συνείδησή του του λέει πως είναι η σωστή”.
Αν γνωρίζεις τον εχθρό και γνωρίζεις και τον εαυτό σου, δεν πρέπει να φοβάσαι την έκβαση ούτε εκατό μαχών
Πολλές φορές μας είναι ευκολότερο να ζούμε στην άγνοια, γιατί, όπως λέει η παροιμία, αυτό μας κάνει πιο ευτυχισμένους.
Ωστόσο, ο μέγας στρατηγός Σουν Τζου, που οι διδαχές του εφαρμόζονται ακόμα και σήμερα, διαβεβαίωνε πως δεν μπορείς να κερδίσεις μια μάχη αν δε γνωρίζεις εκτός από τον εχθρό, και τον εαυτό σου.
“Αν γνωρίζεις τον εχθρό και γνωρίζεις και τον εαυτό σου, δεν πρέπει να φοβάσαι την έκβαση ούτε εκατό μαχών” διαβεβαίωνε ο συγγραφέας του βιβλίου “Η τέχνη του πολέμου”.
Αν γνωρίσουμε τον εαυτό μας σε βάθος μπορεί να τρομάξουμε, γιατί, αν ερευνήσουμε πολύ και φτάσουμε ως τις πιο βαθιές πτυχές του εαυτού μας, ίσως βρούμε πράγματα που δεν θα μας αρέσουν. Για παράδειγμα, διακινδυνεύουμε:
-Να έρθουμε αντιμέτωποι με πλευρές μας που απεχθανόμαστε.
-Να θυμηθούμε τις στιγμές εκείνες που ενεργήσαμε άσχημα.
-Να αισθανθούμε ντροπή ή ενοχή για καταστάσεις που ζήσαμε καιρό πριν.
-Να ανακαλύψουμε ότι αυτό που έχουμε τώρα δεν είναι αυτό που θέλουμε πραγματικά.
-Να χάσουμε ένα μέρος από την αυτοεκτίμησή μας όταν συνειδητοποιήσουμε τις αδυναμίες μας.
Όλα αυτά ίσως να μας ωθήσουν ν’ αφήσουμε στη σκοτεινή κόγχη της ψυχής αυτό που δε θέλαμε να δείχνουμε στον εαυτό μας και, πολύ περισσότερο στους άλλους.
-Να θυμηθούμε τις στιγμές εκείνες που ενεργήσαμε άσχημα.
-Να αισθανθούμε ντροπή ή ενοχή για καταστάσεις που ζήσαμε καιρό πριν.
-Να ανακαλύψουμε ότι αυτό που έχουμε τώρα δεν είναι αυτό που θέλουμε πραγματικά.
-Να χάσουμε ένα μέρος από την αυτοεκτίμησή μας όταν συνειδητοποιήσουμε τις αδυναμίες μας.
Όλα αυτά ίσως να μας ωθήσουν ν’ αφήσουμε στη σκοτεινή κόγχη της ψυχής αυτό που δε θέλαμε να δείχνουμε στον εαυτό μας και, πολύ περισσότερο στους άλλους.
Ωστόσο, πρέπει να αποβάλουμε τον φόβο.
Όπως διαβεβαιώνουν ερευνητές και ψυχολόγοι, το πρώτο βήμα για να υπερνικάμε δυσκολίες ξεκινάει από μια πράξη ενδοσκόπησης κι από δουλειά μέσα μας προκειμένου να βελτιωθεί αυτό που υπάρχει έξω.
Η εμβάθυνση στην αυτογνωσία αυτή μπορεί να μας βοηθήσει, μεταξύ άλλων, να βελτιώσουμε τη ζωή μας εξουδετερώνοντας τις εσφαλμένες πεποιθήσεις μας, οι οποίες συχνά μας βασανίζουν και μας κρατάνε σε κατάσταση παράλυσης.
Ο ερευνητής Γκάρι Μάρκους, του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, διαβεβαιώνει πως οι αναμνήσεις που έρχονται στη μνήμη μας είναι αυτές που βρίσκονται σε αρμονία με τις πεποιθήσεις μας και πως εκείνες που δε συμφωνούν με τις τωρινές μας σκέψεις είναι πιο δύσκολο να τις θυμόμαστε. Γι’ αυτό, αν κάποιος έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, του είναι ευκολότερο να θυμάται μόνο τις καταστάσεις που δηλώνουν αυτή την έλλειψη. Κι όταν θυμώνουμε με κάποιον, σίγουρα μας έρχονται στον νου ένα σωρό περιπτώσεις που μας πρόσβαλε, αφήνοντας στην άκρη όλες εκείνες κατά τις οποίες έκανε καλά πράγματα για μας.
Γι’ αυτό τον λόγο, μεταξύ πολλών άλλων, είναι τόσο σημαντικό να φτάνουμε στη γνώση του εαυτού μας.
Το να ξέρουμε ότι απλώς είμαστε θυμωμένοι ή ότι αυτή η έλλειψη ασφάλειας επηρεάζει τα όσα πιστεύουμε και θυμόμαστε μπορεί να συμβάλει να ξεπεράσουμε μια κατάσταση ή ακόμα και να πάρουμε τα αναγκαία μέτρα για να την επιλύσουμε οριστικά.
Όπως διαβεβαιώνει ο Μάρκους στο βιβλίο του Αυτό θα σε κάνει εξυπνότερο:
“Ο νους μας είναι πεπερασμένος και απέχει πολύ από το να είναι ευγενής. Το να γνωρίζουμε τα όριά του μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοούμε καλύτερα τα πράγματα”.
Η ευφυΐα φαίνεται όταν αντιμετωπίζεις το άγνωστο
Η ευφυΐα φαίνεται μόνο όταν αντιμετωπίζεις το άγνωστο – αυτό για το οποίο δεν έχεις καμία πληροφορία, καμία γνώση, καμία μνήμη από πριν. ‘Όταν αντιμετωπίζεις το άγνωστο, εκεί είναι το αποφασιστικό σημείο. Πώς ανταποκρίνεσαι;
Ευφυΐα σημαίνει την ικανότητα να ανταποκρίνεσαι σε καινούριες περιστάσεις. Βγαίνει από το είναι σου. Ο νους είναι απλώς ένα όχημα. Ευφυΐα είναι η ποιότητα του παρατηρητή. Είναι το να έχεις επίγνωση του τι είναι ο νους, χωρίς να ανήκεις σ’ αυτόν. Είναι το να παρατηρείς το νου και να του δίνεις κατεύθυνση.
Μια ιστορία: Ένας μαθητής ήρθε στο δάσκαλο και τον ρώτησε: “Σε ποια κατάσταση νου πρέπει να αναζητήσω την αλήθεια;” Ο δάσκαλος αποκρίθηκε: “Δεν υπάρχει κανένας νους, οπότε δεν μπορείς να τον βάλεις σε καμία κατάσταση. Και δεν υπάρχει καμία αλήθεια, οπότε δεν μπορείς να την αναζητήσεις.” Ο μαθητής είπε λυπημένα: “Δεν σε καταλαβαίνω.” Ο δάσκαλος είπε: “Ούτε κι εγώ καταλαβαίνω.”
Η ζωή είναι τέτοιο μυστήριο, που κανένας δεν μπορεί να το καταλάβει. Και εκείνος που ισχυρίζεται ότι την καταλαβαίνει, είναι απλώς αδαής και δεν ξέρει τι λέει – δεν ξέρει τι ανοησίες λέει.
Αν είσαι σοφός, αυτή θα είναι η πρώτη κατανόηση: Η ζωή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή. Η κατανόηση είναι ανέφικτη. Μόνο μέχρι εκεί μπορεί να γίνει κατανοητό – ότι η κατανόηση είναι ανέφικτη.
Αν πας να ρωτήσεις τους φωτισμένους, θα σου πουν πως ούτε κι εκείνοι δεν καταλαβαίνουν τη ζωή. Αν όμως πας και ρωτήσεις εκείνους που δεν είναι φωτισμένοι, θα σου δώσουν πολλές απαντήσεις, θα σου προτείνουν πολλά δόγματα, θα προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να λύσουν το μυστήριο. Το μυστήριο δεν μπορεί να λυθεί. Δεν είναι γρίφος. Ένας γρίφος μπορεί να λυθεί, το μυστήριο όμως είναι άλυτο από την ίδια του τη φύση.
Αναφέρεται ότι ένας σούφι δάσκαλος, ο Τζουνάιντ, εργαζόταν μαζί με ένα νεαρό. Ο νεαρός δεν είχε επίγνωση τής εσωτερικής σοφίας του Τζουνάιντ. Και ο Τζουνάιντ ζούσε μια τόσο συνηθισμένη ζωή, που χρειαζόταν πολύ διεισδυτικά μάτια για να αντιληφθείς ότι βρισκόσουν δίπλα σε ένα βούδα. Δούλευε σαν συνηθισμένος εργάτης και μόνο εκείνοι που είχαν μάτια μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν. Το να αναγνωρίσεις το Βούδα ήταν πολύ εύκολο – καθόταν κάτω από το δέντρο μπόντι. Το να αναγνωρίσεις τον Τζουνάιντ ήταν πολύ δύσκολο – δούλευε σαν εργάτης, δεν καθόταν κάτω από ένα δέντρο μπόντι. Στο κάθε τι ήταν ένας απολύτως συνηθισμένος άνθρωπος.
Ο νεαρός που εργαζόταν μαζί του, έκανε συνέχεια επίδειξη της γνώσης του και έλεγε στον Τζουνάιντ τι να κάνει και πώς να το κάνει. ‘Ο,τι κι αν έκανε ο Τζουνάιντ, ο νεαρός του έλεγε: “Λάθος το κάνεις αυτό! Αν το κάνεις έτσι κι έτσι, θα είναι καλύτερα.” Εκείνος τα ήξερε όλα! Τελικά ο Τζουνάιντ γέλασε και είπε: “Νεαρέ, εγώ δεν είμαι τόσο νέος για να ξέρω τόσο πολλά.”
Ωραία κουβέντα αυτή: “Νεαρέ, εγώ δεν είμαι τόσο νέος για να ξέρω τόσο πολλά.” Μόνο ένας νέος μπορεί να είναι τόσο ανόητος, τόσο άπειρος. Ο Σωκράτης είχε δίκιο όταν είπε: “Όταν ήμουν νέος, νόμιζα ότι γνώριζα πολλά. Όταν γέρασα και ωρίμασε η σοφία μέσα μου, έφτασα να κατανοήσω ότι δεν γνωρίζω τίποτα.”
Η ζωή είναι μυστήριο. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να λυθεί. Κι όταν όλες οι προσπάθειες για να το λύσεις, αποδειχθούν μάταιες, τότε αρχίζει να φωτίζεται το μυστήριο.
Ευφυΐα σημαίνει την ικανότητα να ανταποκρίνεσαι σε καινούριες περιστάσεις. Βγαίνει από το είναι σου. Ο νους είναι απλώς ένα όχημα. Ευφυΐα είναι η ποιότητα του παρατηρητή. Είναι το να έχεις επίγνωση του τι είναι ο νους, χωρίς να ανήκεις σ’ αυτόν. Είναι το να παρατηρείς το νου και να του δίνεις κατεύθυνση.
Μια ιστορία: Ένας μαθητής ήρθε στο δάσκαλο και τον ρώτησε: “Σε ποια κατάσταση νου πρέπει να αναζητήσω την αλήθεια;” Ο δάσκαλος αποκρίθηκε: “Δεν υπάρχει κανένας νους, οπότε δεν μπορείς να τον βάλεις σε καμία κατάσταση. Και δεν υπάρχει καμία αλήθεια, οπότε δεν μπορείς να την αναζητήσεις.” Ο μαθητής είπε λυπημένα: “Δεν σε καταλαβαίνω.” Ο δάσκαλος είπε: “Ούτε κι εγώ καταλαβαίνω.”
Η ζωή είναι τέτοιο μυστήριο, που κανένας δεν μπορεί να το καταλάβει. Και εκείνος που ισχυρίζεται ότι την καταλαβαίνει, είναι απλώς αδαής και δεν ξέρει τι λέει – δεν ξέρει τι ανοησίες λέει.
Αν είσαι σοφός, αυτή θα είναι η πρώτη κατανόηση: Η ζωή δεν μπορεί να γίνει κατανοητή. Η κατανόηση είναι ανέφικτη. Μόνο μέχρι εκεί μπορεί να γίνει κατανοητό – ότι η κατανόηση είναι ανέφικτη.
Αν πας να ρωτήσεις τους φωτισμένους, θα σου πουν πως ούτε κι εκείνοι δεν καταλαβαίνουν τη ζωή. Αν όμως πας και ρωτήσεις εκείνους που δεν είναι φωτισμένοι, θα σου δώσουν πολλές απαντήσεις, θα σου προτείνουν πολλά δόγματα, θα προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να λύσουν το μυστήριο. Το μυστήριο δεν μπορεί να λυθεί. Δεν είναι γρίφος. Ένας γρίφος μπορεί να λυθεί, το μυστήριο όμως είναι άλυτο από την ίδια του τη φύση.
Αναφέρεται ότι ένας σούφι δάσκαλος, ο Τζουνάιντ, εργαζόταν μαζί με ένα νεαρό. Ο νεαρός δεν είχε επίγνωση τής εσωτερικής σοφίας του Τζουνάιντ. Και ο Τζουνάιντ ζούσε μια τόσο συνηθισμένη ζωή, που χρειαζόταν πολύ διεισδυτικά μάτια για να αντιληφθείς ότι βρισκόσουν δίπλα σε ένα βούδα. Δούλευε σαν συνηθισμένος εργάτης και μόνο εκείνοι που είχαν μάτια μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν. Το να αναγνωρίσεις το Βούδα ήταν πολύ εύκολο – καθόταν κάτω από το δέντρο μπόντι. Το να αναγνωρίσεις τον Τζουνάιντ ήταν πολύ δύσκολο – δούλευε σαν εργάτης, δεν καθόταν κάτω από ένα δέντρο μπόντι. Στο κάθε τι ήταν ένας απολύτως συνηθισμένος άνθρωπος.
Ο νεαρός που εργαζόταν μαζί του, έκανε συνέχεια επίδειξη της γνώσης του και έλεγε στον Τζουνάιντ τι να κάνει και πώς να το κάνει. ‘Ο,τι κι αν έκανε ο Τζουνάιντ, ο νεαρός του έλεγε: “Λάθος το κάνεις αυτό! Αν το κάνεις έτσι κι έτσι, θα είναι καλύτερα.” Εκείνος τα ήξερε όλα! Τελικά ο Τζουνάιντ γέλασε και είπε: “Νεαρέ, εγώ δεν είμαι τόσο νέος για να ξέρω τόσο πολλά.”
Ωραία κουβέντα αυτή: “Νεαρέ, εγώ δεν είμαι τόσο νέος για να ξέρω τόσο πολλά.” Μόνο ένας νέος μπορεί να είναι τόσο ανόητος, τόσο άπειρος. Ο Σωκράτης είχε δίκιο όταν είπε: “Όταν ήμουν νέος, νόμιζα ότι γνώριζα πολλά. Όταν γέρασα και ωρίμασε η σοφία μέσα μου, έφτασα να κατανοήσω ότι δεν γνωρίζω τίποτα.”
Η ζωή είναι μυστήριο. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να λυθεί. Κι όταν όλες οι προσπάθειες για να το λύσεις, αποδειχθούν μάταιες, τότε αρχίζει να φωτίζεται το μυστήριο.
Δεν ξέρουμε πόσο γρήγορα επεκτείνεται το σύμπαν
Το σύμπαν επεκτείνεται συνεχώς και μάλιστα αυτή η διαστολή επιταχύνεται, αλλά δεν είμαστε σίγουροι πόσο γρήγορα γίνεται. Δύο σύνολα μετρήσεων για την εκτίμηση του ρυθμού διαστολής έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, κάτι που μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι η βασική κατανόηση του Κόσμου είναι λάθος. Επιπλέον, δύο νέες προσπάθειες αστρονόμων για επίλυση αυτού του προβλήματος περιπλέκουν κι άλλο τα πράγματα.
Η μεγάλη έκρηξη ξεκίνησε την διαστολή του σύμπαντος
Ο ρυθμός με τον οποίο επιταχύνεται η διαστολή του σύμπαντος περιγράφεται από έναν αριθμό που ονομάζεται σταθερά Hubble . Υπάρχουν δύο βασικά σύνολα δεδομένων που χρησιμοποιούμε για να εκτιμήσουμε αυτόν τον βασικό αριθμό: μετρήσεις του Κοσμικού Υπόβαθρου Μικροκυμάτων (CMB), το οποίο είναι ένα “λείψανο” του πρώτου φωτός που έλαμψε στο σύμπαν (380.000 έτη μετά το Big Bang) και οι τοπικές μετρήσεις, οι οποίες χρησιμοποιούν παρατηρήσεις των σουπερνόβα και άλλα σχετικά κοντινά αντικείμενα για να προσδιορίσουμε πόσο γρήγορα αυτή η κοσμική διαστολή τα μεταφέρει μακριά από εμάς.
Οι αναλύσεις αυτών των δύο συνόλων παρατηρήσεων παρείχαν συνεχώς συγκρουόμενα αποτελέσματα, με τα δεδομένα της Μικροκυματικής Ακτινοβολίας CMB, τα οποία προέρχονται από τον δορυφόρο Planck , να υποδεικνύουν ότι η επέκταση του σύμπαντος επιταχύνεται περίπου 9% πιο αργά από τον ρυθμό που προτείνουν τα δεδομένα των σουπερνόβα.
Αστρονόμοι χρησιμοποίησαν το Τηλεσκόπιο Κοσμολογίας Atacama στη Χιλή για να λάβουν νέες, πιο ακριβείς παρατηρήσεις της CMB. Και τις χρησιμοποίησαν για να υπολογίσουν με μεγάλη ακρίβεια τη σταθερά του Hubble και βρήκαν μια τιμή που συμφωνεί με τα δορυφορικά δεδομένα του Planck.
«Αυτή η τιμή φαίνεται να είναι πραγματική, επειδή η Μικροκυματική Ακτινοβολία Υποβάθρου CMB έχει τώρα δύο σειρές μετρήσεων που έρχονται σε αντίθεση με τις τοπικές μετρήσεις», λέει ο κοσμολόγος Simone Aiola. “Εάν αυτή η τιμή ήταν μεταξύ των μετρήσεων του δορυφόρου Planck και των τοπικών μετρήσεων, θα είχε αυξηθεί πραγματικά το χάος.”
Με τη νέα τιμή ενισχύεται το επιχείρημα ότι η τιμή CMB της σταθεράς Hubble είναι σωστή, υποδηλώνοντας ότι είτε οι τοπικές μετρήσεις ήταν κάπως λανθασμένες είτε ότι οι δύο τιμές είναι στην πραγματικότητα διαφορετικές λόγω της φυσικής που δεν καταλαβαίνουμε ακόμη.
«Θα ήταν πολύ συναρπαστικό αν η τιμή είναι πραγματική», λέει η Antonella Palmese στο Εργαστήριο Fermi στο Ιλινόις. «Η ελπίδα που έχουμε είναι ότι κάποια νέα φυσική θα χρειαστεί για να περιγράψει το σύμπαν και αρχίζουμε να το βλέπουμε τώρα καθώς οι μετρήσεις μας γίνονται πιο ακριβείς».
Η Palmese και οι συνεργάτες της έχουν χρησιμοποιήσει μετρήσεις βαρυτικών κυμάτων – κυματισμοί που τεντώνουν και συμπιέζουν το χωροχρόνο λόγω των κινήσεων τεράστιων αντικειμένων πχ μαύρες τρύπες – για να υπολογίσουν μια ανεξάρτητη τιμή της σταθεράς Hubble. Χρησιμοποίησαν δεδομένα για τρεις συγχωνεύσεις τεράστιων αντικειμένων από το LIGO στις ΗΠΑ και τον ανιχνευτή VIRGO στην Ιταλία.
Η τιμή της σταθεράς Hubble στις δύο μετρήσεις τους είναι μεταξύ των δύο άλλων, αλλά οι μετρήσεις δεν είναι ακριβείς, οπότε είναι συμβατή και με τις δύο. Αυτή η πρώτη προσπάθεια καταδεικνύει ότι τα κύματα βαρύτητας θα μπορούσαν να παρέχουν μια σημαντική βοήθεια για την επίλυση αυτού του μυστηρίου και η Palmese λέει ότι μετά την επόμενη παρατήρηση του LIGO και του Virgo – που επί του παρόντος καθυστερεί από την πανδημία του κοροναϊού – θα πρέπει να έχουμε αρκετά δεδομένα για να κάνουμε μια πιο οριστική μέτρηση της σταθεράς Hubble.
Αυτό θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει στον εντοπισμό τυχόν προβλημάτων με τις άλλες τοπικές μετρήσεις. «Θα πρέπει να είναι πολύ κοντά στις τοπικές μετρήσεις, αλλά δεν βασίζεται στον ίδιο τύπο παρατήρησης, οπότε αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τις τοπικές μετρήσεις, θα πρέπει να μπορούμε να τις βρούμε με τα βαρυτικά κύματα», λέει η Palmese.
Εάν οι τιμές της σταθεράς με τις παρατηρήσεις παραμένουν διαφορετικές, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο είδος φυσικού μηχανισμού που άλλαξε τη σταθερά Hubble μεταξύ της εποχής εκείνης, όταν εκπέμφθηκε η ακτινοβολία CMB, και της σημερινής εποχής. Υπάρχουν πολλές εικασίες για το τι μπορεί να είναι αυτή η νέα φυσική, από απροσδόκητες ιδιότητες της σκοτεινής ύλης και της σκοτεινής ενέργειας έως την πιθανότητα να ζούμε μόνο σε μια παράξενη γωνιά του σύμπαντος, αλλά χρειαζόμαστε περισσότερες μετρήσεις για να μπορέσουμε να πούμε με βεβαιότητα ότι είναι καιρός για μια ολοκαίνουργια θεωρία.
Η μεγάλη έκρηξη ξεκίνησε την διαστολή του σύμπαντος
Ο ρυθμός με τον οποίο επιταχύνεται η διαστολή του σύμπαντος περιγράφεται από έναν αριθμό που ονομάζεται σταθερά Hubble . Υπάρχουν δύο βασικά σύνολα δεδομένων που χρησιμοποιούμε για να εκτιμήσουμε αυτόν τον βασικό αριθμό: μετρήσεις του Κοσμικού Υπόβαθρου Μικροκυμάτων (CMB), το οποίο είναι ένα “λείψανο” του πρώτου φωτός που έλαμψε στο σύμπαν (380.000 έτη μετά το Big Bang) και οι τοπικές μετρήσεις, οι οποίες χρησιμοποιούν παρατηρήσεις των σουπερνόβα και άλλα σχετικά κοντινά αντικείμενα για να προσδιορίσουμε πόσο γρήγορα αυτή η κοσμική διαστολή τα μεταφέρει μακριά από εμάς.
Οι αναλύσεις αυτών των δύο συνόλων παρατηρήσεων παρείχαν συνεχώς συγκρουόμενα αποτελέσματα, με τα δεδομένα της Μικροκυματικής Ακτινοβολίας CMB, τα οποία προέρχονται από τον δορυφόρο Planck , να υποδεικνύουν ότι η επέκταση του σύμπαντος επιταχύνεται περίπου 9% πιο αργά από τον ρυθμό που προτείνουν τα δεδομένα των σουπερνόβα.
Αστρονόμοι χρησιμοποίησαν το Τηλεσκόπιο Κοσμολογίας Atacama στη Χιλή για να λάβουν νέες, πιο ακριβείς παρατηρήσεις της CMB. Και τις χρησιμοποίησαν για να υπολογίσουν με μεγάλη ακρίβεια τη σταθερά του Hubble και βρήκαν μια τιμή που συμφωνεί με τα δορυφορικά δεδομένα του Planck.
«Αυτή η τιμή φαίνεται να είναι πραγματική, επειδή η Μικροκυματική Ακτινοβολία Υποβάθρου CMB έχει τώρα δύο σειρές μετρήσεων που έρχονται σε αντίθεση με τις τοπικές μετρήσεις», λέει ο κοσμολόγος Simone Aiola. “Εάν αυτή η τιμή ήταν μεταξύ των μετρήσεων του δορυφόρου Planck και των τοπικών μετρήσεων, θα είχε αυξηθεί πραγματικά το χάος.”
Με τη νέα τιμή ενισχύεται το επιχείρημα ότι η τιμή CMB της σταθεράς Hubble είναι σωστή, υποδηλώνοντας ότι είτε οι τοπικές μετρήσεις ήταν κάπως λανθασμένες είτε ότι οι δύο τιμές είναι στην πραγματικότητα διαφορετικές λόγω της φυσικής που δεν καταλαβαίνουμε ακόμη.
«Θα ήταν πολύ συναρπαστικό αν η τιμή είναι πραγματική», λέει η Antonella Palmese στο Εργαστήριο Fermi στο Ιλινόις. «Η ελπίδα που έχουμε είναι ότι κάποια νέα φυσική θα χρειαστεί για να περιγράψει το σύμπαν και αρχίζουμε να το βλέπουμε τώρα καθώς οι μετρήσεις μας γίνονται πιο ακριβείς».
Η Palmese και οι συνεργάτες της έχουν χρησιμοποιήσει μετρήσεις βαρυτικών κυμάτων – κυματισμοί που τεντώνουν και συμπιέζουν το χωροχρόνο λόγω των κινήσεων τεράστιων αντικειμένων πχ μαύρες τρύπες – για να υπολογίσουν μια ανεξάρτητη τιμή της σταθεράς Hubble. Χρησιμοποίησαν δεδομένα για τρεις συγχωνεύσεις τεράστιων αντικειμένων από το LIGO στις ΗΠΑ και τον ανιχνευτή VIRGO στην Ιταλία.
Η τιμή της σταθεράς Hubble στις δύο μετρήσεις τους είναι μεταξύ των δύο άλλων, αλλά οι μετρήσεις δεν είναι ακριβείς, οπότε είναι συμβατή και με τις δύο. Αυτή η πρώτη προσπάθεια καταδεικνύει ότι τα κύματα βαρύτητας θα μπορούσαν να παρέχουν μια σημαντική βοήθεια για την επίλυση αυτού του μυστηρίου και η Palmese λέει ότι μετά την επόμενη παρατήρηση του LIGO και του Virgo – που επί του παρόντος καθυστερεί από την πανδημία του κοροναϊού – θα πρέπει να έχουμε αρκετά δεδομένα για να κάνουμε μια πιο οριστική μέτρηση της σταθεράς Hubble.
Αυτό θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει στον εντοπισμό τυχόν προβλημάτων με τις άλλες τοπικές μετρήσεις. «Θα πρέπει να είναι πολύ κοντά στις τοπικές μετρήσεις, αλλά δεν βασίζεται στον ίδιο τύπο παρατήρησης, οπότε αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τις τοπικές μετρήσεις, θα πρέπει να μπορούμε να τις βρούμε με τα βαρυτικά κύματα», λέει η Palmese.
Εάν οι τιμές της σταθεράς με τις παρατηρήσεις παραμένουν διαφορετικές, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο είδος φυσικού μηχανισμού που άλλαξε τη σταθερά Hubble μεταξύ της εποχής εκείνης, όταν εκπέμφθηκε η ακτινοβολία CMB, και της σημερινής εποχής. Υπάρχουν πολλές εικασίες για το τι μπορεί να είναι αυτή η νέα φυσική, από απροσδόκητες ιδιότητες της σκοτεινής ύλης και της σκοτεινής ενέργειας έως την πιθανότητα να ζούμε μόνο σε μια παράξενη γωνιά του σύμπαντος, αλλά χρειαζόμαστε περισσότερες μετρήσεις για να μπορέσουμε να πούμε με βεβαιότητα ότι είναι καιρός για μια ολοκαίνουργια θεωρία.
Πλάτων: η θεωρία των Ιδεών
Οι πυθαγόρειοι πίστευαν ότι, μολονότι οι αριθμοί και οι αριθμητικές σχέσεις ήταν αφηρημένες έννοιες (δεν μπορούσαν να βιωθούν μέσω των αισθήσεων), ήταν παρ’ όλα αυτά αληθινά δεδομένα και μπορούσαν να ασκήσουν επίδραση στον εμπειρικό κόσμο. Το αποτέλεσμα της επίδρασης, όμως, θεωρούνταν κατώτερο των αφηρημένων εννοιών που προκαλούσαν την επίδραση αυτή. Το Πυθαγόρειο θεώρημα ισχύει απολύτως όταν εφαρμόζεται σε αφηρημένα (φανταστικά) τρίγωνα, αλλά ποτέ δεν ισχύει απολύτως όταν εφαρμόζεται σε ένα τρίγωνο που υπάρχει στον εμπειρικό κόσμο (για παράδειγμα, ένα τρίγωνο σχεδιασμένο σε χαρτί). Αυτή η ασυμφωνία υπάρχει επειδή, στον εμπειρικό κόσμο, οι γραμμές που αποτελούν το τρίγωνο δεν θα είναι ποτέ ακριβείς.
Ο Πλάτων προχώρησε ένα βήμα ακόμη. Σύμφωνα με τη Θεωρία των Ιδεών, τα πάντα στον εμπειρικό κόσμο είναι εκδηλώσεις μια καθαρής Ιδέας που υπάρχει σε αφηρημένη μορφή. Κατά ταύτα, καθίσματα, άρματα, λίθοι, γάτες, σκύλοι και άνθρωποι είναι κατώτερες εκδηλώσεις (είδωλα ή μιμήματα) αμιγών Ιδεών. Αυτό ισχύει για κάθε αντικείμενο για το οποίο διαθέτουμε ένα όνομα. Αυτό που βιώνουμε μέσω των αισθήσεων προκύπτει από την αλληλεπίδραση της καθαρής Ιδέας με την ύλη· και επειδή η ύλη αλλάζει συνεχώς και βιώνεται μέσω των αισθήσεων, το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης πρέπει να είναι λιγότερο τέλειο απ’ ότι η καθαρή Ιδέα πριν από την αλληλεπίδρασή της με την ύλη.
Ο Πλάτων αντικατέστησε την ουσία που αναζητούσε ο Σωκράτης με την έννοια της Ιδέας ως την όψη της πραγματικότητας που ήταν διαρκής και, συνεπώς επιστητή. Δηλαδή ο Σωκράτης δεχόταν το γεγονός ότι ένας πλήρης ορισμός προσδιόριζε την ουσία ενός αντικειμένου ή μια έννοιας· ενώ, για τον Πλάτωνα, η ουσία ενός αντικειμένου ή μιας έννοιας εξισωνόταν με την Ιδέα της. Για τον Πλάτωνα, η ουσία (Ιδέα) είχε αυτόνομη ύπαρξη από τις ατομικές της εκδηλώσεις. Παρ’ ταύτα, ο Σωκράτης και ο Πλάτων συμφωνούσαν στο ότι η γνώση μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω της νόησης.
Ο Πλάτων προχώρησε ένα βήμα ακόμη. Σύμφωνα με τη Θεωρία των Ιδεών, τα πάντα στον εμπειρικό κόσμο είναι εκδηλώσεις μια καθαρής Ιδέας που υπάρχει σε αφηρημένη μορφή. Κατά ταύτα, καθίσματα, άρματα, λίθοι, γάτες, σκύλοι και άνθρωποι είναι κατώτερες εκδηλώσεις (είδωλα ή μιμήματα) αμιγών Ιδεών. Αυτό ισχύει για κάθε αντικείμενο για το οποίο διαθέτουμε ένα όνομα. Αυτό που βιώνουμε μέσω των αισθήσεων προκύπτει από την αλληλεπίδραση της καθαρής Ιδέας με την ύλη· και επειδή η ύλη αλλάζει συνεχώς και βιώνεται μέσω των αισθήσεων, το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης πρέπει να είναι λιγότερο τέλειο απ’ ότι η καθαρή Ιδέα πριν από την αλληλεπίδρασή της με την ύλη.
Ο Πλάτων αντικατέστησε την ουσία που αναζητούσε ο Σωκράτης με την έννοια της Ιδέας ως την όψη της πραγματικότητας που ήταν διαρκής και, συνεπώς επιστητή. Δηλαδή ο Σωκράτης δεχόταν το γεγονός ότι ένας πλήρης ορισμός προσδιόριζε την ουσία ενός αντικειμένου ή μια έννοιας· ενώ, για τον Πλάτωνα, η ουσία ενός αντικειμένου ή μιας έννοιας εξισωνόταν με την Ιδέα της. Για τον Πλάτωνα, η ουσία (Ιδέα) είχε αυτόνομη ύπαρξη από τις ατομικές της εκδηλώσεις. Παρ’ ταύτα, ο Σωκράτης και ο Πλάτων συμφωνούσαν στο ότι η γνώση μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω της νόησης.
ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ: Επίνικοι (3.71-3.84)
ἰοπλώ]κων τε μέρο[ς ἔχοντ]α Μουσᾶν· [στρ. Ϛ]
. . . .]μαλέαι ποτ[ὲ . . . . . .].ʹιων
. . . .]νος ἐφάμερον α[. . . . . .]·
. . . .]α σκοπεῖς· βραχ[ύς ἐστιν αἰών·
75 πτε]ρώεσσα δ᾽ ἐλπὶς ὑπ[˘ ˘ ¯ ν]ώημα [αντ. Ϛ]
ἐφαμ]ερίων· ὁ δ᾽ ἄναξ [Ἀπώλλων
. . . .].ʹ λος εἶπε Φέρη[τος υἷι·
«θνατὸν εὖντα χρὴ διδύμους ἀέξειν
γνώμας, ὅτι τ᾽ αὔριον ὄψεαι [επωδ. Ϛ]
80 μοῦνον ἁλίου φάος,
χὤτι πεντήκοντ᾽ ἔτεα
ζωὰν βαθύπλουτον τελεῖς.
ὅσια δρῶν εὔφραινε θυμών· τοῦτο γὰρ
κερδέων ὑπέρτατον.»
και στις μενεξεδόμαλλες Μούσες δεν είναι ξένος.
Προσωρινή και σύντομη
του δόλιου ανθρώπου είν᾽ η ζωή· σαλεύουνε οι ελπίδες
του εφήμερου θνητού. Ο θεός ο Απόλλωνας μια μέρα
στο γιο του Φέρη μίλησε κι αυτά τα λόγια τού είπε:
«Θνητός αφού είσαι, πρέπει δυο στο νου σου να έχεις γνώμες·
ότι αύριο για στερνή φορά το φως θα βλέπεις του ήλιου
κι ότι είναι γραφτό να ζήσεις
80 για πενήντα ακόμα χρόνια
. . . .]μαλέαι ποτ[ὲ . . . . . .].ʹιων
. . . .]νος ἐφάμερον α[. . . . . .]·
. . . .]α σκοπεῖς· βραχ[ύς ἐστιν αἰών·
75 πτε]ρώεσσα δ᾽ ἐλπὶς ὑπ[˘ ˘ ¯ ν]ώημα [αντ. Ϛ]
ἐφαμ]ερίων· ὁ δ᾽ ἄναξ [Ἀπώλλων
. . . .].ʹ λος εἶπε Φέρη[τος υἷι·
«θνατὸν εὖντα χρὴ διδύμους ἀέξειν
γνώμας, ὅτι τ᾽ αὔριον ὄψεαι [επωδ. Ϛ]
80 μοῦνον ἁλίου φάος,
χὤτι πεντήκοντ᾽ ἔτεα
ζωὰν βαθύπλουτον τελεῖς.
ὅσια δρῶν εὔφραινε θυμών· τοῦτο γὰρ
κερδέων ὑπέρτατον.»
***
που το βασιλοράβδι του το ᾽χει απ᾽ το θέσμιο Δίακαι στις μενεξεδόμαλλες Μούσες δεν είναι ξένος.
Προσωρινή και σύντομη
του δόλιου ανθρώπου είν᾽ η ζωή· σαλεύουνε οι ελπίδες
του εφήμερου θνητού. Ο θεός ο Απόλλωνας μια μέρα
στο γιο του Φέρη μίλησε κι αυτά τα λόγια τού είπε:
«Θνητός αφού είσαι, πρέπει δυο στο νου σου να έχεις γνώμες·
ότι αύριο για στερνή φορά το φως θα βλέπεις του ήλιου
κι ότι είναι γραφτό να ζήσεις
80 για πενήντα ακόμα χρόνια
μια βαθύπλουτη ζωή.
Έργα θεάρεστα να κάνεις
και να ευφραίνεις την ψυχή σου·
άλλη ωφέλεια πιο μεγάλη δεν υπάρχει».
Έργα θεάρεστα να κάνεις
και να ευφραίνεις την ψυχή σου·
άλλη ωφέλεια πιο μεγάλη δεν υπάρχει».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)