Κυριακή 1 Μαΐου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (23.54-23.107)

Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδὲ πίθοντο.
55 ἐσσυμένως δ᾽ ἄρα δόρπον ἐφοπλίσσαντες ἕκαστοι
δαίνυντ᾽, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν κλισίηνδε ἕκαστος,
Πηλεΐδης δ᾽ ἐπὶ θινὶ πολυφλοίσβοιο θαλάσσης
60 κεῖτο βαρὺ στενάχων, πολέσιν μετὰ Μυρμιδόνεσσιν,
ἐν καθαρῷ, ὅθι κύματ᾽ ἐπ᾽ ἠϊόνος κλύζεσκον·
εὖτε τὸν ὕπνος ἔμαρπτε, λύων μελεδήματα θυμοῦ,
νήδυμος ἀμφιχυθείς —μάλα γὰρ κάμε φαίδιμα γυῖα
Ἕκτορ᾽ ἐπαΐσσων προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν—
65 ἦλθε δ᾽ ἐπὶ ψυχὴ Πατροκλῆος δειλοῖο,
πάντ᾽ αὐτῷ μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ᾽ ἐϊκυῖα
καὶ φωνήν, καὶ τοῖα περὶ χροῒ εἵματα ἕστο·
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«εὕδεις, αὐτὰρ ἐμεῖο λελασμένος ἔπλευ, Ἀχιλλεῦ.
70 οὐ μέν μευ ζώοντος ἀκήδεις, ἀλλὰ θανόντος·
θάπτέ με ὅττι τάχιστα, πύλας Ἀΐδαο περήσω.
τῆλέ με εἴργουσι ψυχαί, εἴδωλα καμόντων,
οὐδέ μέ πω μίσγεσθαι ὑπὲρ ποταμοῖο ἐῶσιν,
ἀλλ᾽ αὔτως ἀλάλημαι ἀν᾽ εὐρυπυλὲς Ἄϊδος δῶ.
75 καί μοι δὸς τὴν χεῖρ᾽, ὀλοφύρομαι· οὐ γὰρ ἔτ᾽ αὖτις
νίσομαι ἐξ Ἀΐδαο, ἐπήν με πυρὸς λελάχητε.
οὐ μὲν γὰρ ζωοί γε φίλων ἀπάνευθεν ἑταίρων
βουλὰς ἑζόμενοι βουλεύσομεν, ἀλλ᾽ ἐμὲ μὲν κὴρ
ἀμφέχανε στυγερή, ἥ περ λάχε γιγνόμενόν περ·
80 καὶ δὲ σοὶ αὐτῷ μοῖρα, θεοῖς ἐπιείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ,
τείχει ὕπο Τρώων εὐηφενέων ἀπολέσθαι.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω καὶ ἐφήσομαι, αἴ κε πίθηαι·
μὴ ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέ᾽, Ἀχιλλεῦ,
ἀλλ᾽ ὁμοῦ, ὡς τράφομέν περ ἐν ὑμετέροισι δόμοισιν,
85 εὖτέ με τυτθὸν ἐόντα Μενοίτιος ἐξ Ὀπόεντος
ἤγαγεν ὑμέτερόνδ᾽ ἀνδροκτασίης ὕπο λυγρῆς,
ἤματι τῷ, ὅτε παῖδα κατέκτανον Ἀμφιδάμαντος,
νήπιος, οὐκ ἐθέλων, ἀμφ᾽ ἀστραγάλοισι χολωθείς·
ἔνθα με δεξάμενος ἐν δώμασιν ἱππότα Πηλεὺς
90 ἔτραφέ τ᾽ ἐνδυκέως καὶ σὸν θεράποντ᾽ ὀνόμηνεν·
ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι
χρύσεος ἀμφιφορεύς, τόν τοι πόρε πότνια μήτηρ.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«τίπτε μοι, ἠθείη κεφαλή, δεῦρ᾽ εἰλήλουθας,
95 καί μοι ταῦτα ἕκαστ᾽ ἐπιτέλλεαι; αὐτὰρ ἐγώ τοι
πάντα μάλ᾽ ἐκτελέω καὶ πείσομαι ὡς σὺ κελεύεις.
ἀλλά μοι ἆσσον στῆθι· μίνυνθά περ ἀμφιβαλόντε
ἀλλήλους ὀλοοῖο τεταρπώμεσθα γόοιο.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ὠρέξατο χερσὶ φίλῃσιν,
100 οὐδ᾽ ἔλαβε· ψυχὴ δὲ κατὰ χθονὸς ἠΰτε καπνὸς
ᾤχετο τετριγυῖα· ταφὼν δ᾽ ἀνόρουσεν Ἀχιλλεὺς
χερσί τε συμπλατάγησεν, ἔπος δ᾽ ὀλοφυδνὸν ἔειπεν·
«ὢ πόποι, ἦ ῥά τίς ἐστι καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισι
ψυχὴ καὶ εἴδωλον, ἀτὰρ φρένες οὐκ ἔνι πάμπαν·
105 παννυχίη γάρ μοι Πατροκλῆος δειλοῖο
ψυχὴ ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε,
καί μοι ἕκαστ᾽ ἐπέτελλεν, ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ.»

***
Είπε και όλοι πρόθυμοι στον λόγον του υπακούσαν·
55 και αφού το δείπνο ετοίμασαν σπουδακτικά καθένας
έτρωγαν, και όλοι εχάρηκαν το ισόμοιρο τραπέζι·
κι αφού εφάγαν κι έπιαν όσο ήθελε η ψυχή τους
εις την σκηνήν εγύρισε καθένας να πλαγιάσει·
αλλ᾽ ο Πηλείδης κείτονταν στο ελεύθερο ακρογιάλι
60 στενάζοντας και ολόγυρα των Μυρμιδόνων πλήθος,
και ο ύπνος οπού της ψυχής κάθε φροντίδα σβήνει
βαθύς τού περιχύθηκε στα μέλη τα γενναία
κοπιασμέν᾽ απ᾽ τον βαρύν αγώνα που ᾽χε κάμει
να κυνηγά τον Έκτορα στα τείχη εμπρός της Τροίας.
65 Κι ήλθε η ψυχή του δύστυχου Πατρόκλου και όμοιαζ᾽ όλη
μ᾽ εκείνον εις τ᾽ ανάστημα και στα λαμπρά του μάτια
και στην φωνήν και όμοια τα ενδύματα εφορούσε.
Στην κεφαλήν του εστάθηκεν επάνω και του είπε:
«Κοιμάσαι και με λησμονείς, γλυκύτατε Πηλείδη,
70 νεκρόν, και ότ᾽ ήμουν ζωντανός εις την καρδιά σου μ᾽ είχες.
Θάψε μ᾽ ευθύς να διαβώ του Άδη τον πυλώνα·
μακράν με διώχνουν οι ψυχές, σκιές αναπαυμένων
να μη διαβώ τον ποταμόν και απόπερα τες σμίξω,
κι εμπρός στες πύλες τες πλατιές του Άδη παραδέρνω.
75 Δώσ᾽ μου το χέρι, κλαίομαι· και οπίσω από τον Άδη
δεν θα ᾽λθω, αφού μες στην πυράν με βάλετε του τάφου.
Ότι όχι πλέον ζωντανοί καθήμενοι μονάχοι
θενά τα λέγομε ως και πριν· κι εμένα η μοίρα η μαύρη
μ᾽ άρπαξε ως διορίσθηκεν από την γενετήν μου.
80 Και σένα η μοίρα διόρισεν, ισόθεε Πηλείδη,
κάτω απ᾽ τα τείχη να σβησθείς των ανδρειωμένων Τρώων.
Και άλλο ακόμη θα σου ειπώ κι ελπίζω να το στέρξεις·
μη απ᾽ τα δικά σου χωριστά τα κόκαλά μου βάλεις·
αλλ᾽ όπως εις το σπίτι σου μ᾽ ανάθρεψαν μαζί σου,
85 όταν παιδί στην σκέπην σας με έφερε ο πατέρας
απ᾽ τον Οπούντα, εξ αφορμής κακής ανδροφονίας,
όταν του Αμφιδάμαντος εφόνευσα τ᾽ αγόρι
αθέλητα, ως εθύμωσα μ᾽ αυτόν στους αστραγάλους·
τότε μ᾽ εδέχθηκε ο Πηλεύς και καλοανάθρεψέ με
90 στο σπίτι, και μ᾽ ονόμασεν αυτός ακόλουθόν σου.
Γι᾽ αυτό των δύο τα κόκαλα μια θήκη ας κλείσει μόνη,
η χρυσή στάμνα, που η σεπτή σού εχάρισε μητέρα».
Σ᾽ εκείνον ο γοργόποδος απάντησε Αχιλλέας:
«Τ᾽ ήλθες, σεπτή μου κεφαλή, να μ᾽ έβρεις και να κάμω
95 μου παραγγέλλεις όλ᾽ αυτά; Κι εγώ θα σε υπακούσω
και όλα θα γίνουν, ως ποθείς· αλλ᾽ έλα εδώ σιμά μου,
όπως και ολίγες καν στιγμές εδώ περιπλεγμένοι
του πικρού κλάματος μαζί την ηδονήν χαρούμε».
Και τες αγκάλες άπλωσεν αλλ᾽ έπιασεν αέρα·
100 ότ᾽ η ψυχή κάτω απ᾽ την γην ωσάν καπνός εχάθη
τρίζοντας· και ο Αχιλλεύς πετάχθη σαστισμένος
κτύπησε τες παλάμες του και με παράπον᾽ είπε:
«Θεοί μου, και στην κατοικιά του Άδη, καθώς βλέπω
είναι ψυχή και φάντασμα, αλλά δεν έχει σπλάχνα.
105 Ότ᾽ η ψυχή του δύστυχου Πατρόκλου μου οληνύκτα
μ᾽ εκείνον απαράλλακτη επάνω μου εστεκόνταν
και μου παράγγελνε πολλά, στα δάκρυα της πνιγμένη».

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 8. Εγώ, ο Κλαύδιος

8.2. Ιδού ο Τιβέριος, ιδού και η Ρόδος


Αλλά καλύτερα να αρχίσω από την αρχή. Στη μακρά σταδιοδρομία του ο Αύγουστος ευτύχησε να κατορθώσει τα πάντα· ήταν όμως πολύ άτυχος στο ζήτημα της διαδοχής του. Η μοναδική του φυσική κόρη, η Ιουλία, που την απέκτησε με την πρώτη γυναίκα του, τη Σκριβωνία (πριν παντρευτεί τη Λιβία), του χάρισε πέντε εγγόνια, ανάμεσά τους τον Γάιο και τον Λεύκιο που τους προόριζε για διαδόχους του. Πέθαναν και οι δύο σε νεαρή ηλικία. Με βαριά καρδιά, και κάτω από την πίεση της ανάγκης για τη συνέχεια της αυτοκρατορίας, ο Αύγουστος έχρισε τότε διάδοχο τον Τιβέριο, γιο της Λιβίας, όπως προανέφερα, από τον προηγούμενο γάμο της και αδερφό του πατέρα μου. Ο Τιβέριος είχε ευδόκιμη υπηρεσία ως στρατιωτικός διοικητής και διακρίθηκε τόσο στο γερμανικό μέτωπο όσο και σε επιχειρήσεις στην ιλλυρική χερσόνησο· μοιράστηκε μάλιστα και ορισμένα αξιώματα με τον Αύγουστο. Δεν μπόρεσε όμως ποτέ να εμπνεύσει πραγματικά αισθήματα στοργής στον θετό του πατέρα. Υπάρχει η άποψη ότι, όσο ζούσαν ο Γάιος και ο Λεύκιος, ο Αύγουστος, στην επιθυμία του να εξασφαλίσει τη διαδοχή του από έναν από τους δυο εγγονούς του, ήταν ψυχρός απέναντι στον Τιβέριο για να αποθαρρύνει τυχόν φιλοδοξίες του τελευταίου· και ότι η ψυχρότητα εντάθηκε όταν τα εγγόνια του χάθηκαν. Έχω προσωπική άποψη επ᾽ αυτού. Όποια και αν ήταν τα σχέδια και τα αισθήματα του αυτοκράτορα, ο Τιβέριος ήταν από τη φύση του σκυθρωπός, λιγομίλητος και περίπου αγενής. Λίγοι τον συμπαθούσαν πραγματικά και ακόμη πιο λίγοι μπορούσαν να καυχηθούν ότι ανήκαν στο φιλικό του περιβάλλον. Προσωπικά δεν θυμάμαι ούτε μια πραγματικά τρυφερή χειρονομία του απέναντί μου - εγώ τον φοβόμουν, εκείνος μάλλον αδιαφορούσε για την ύπαρξή μου. Δεν νομίζω ωστόσο ότι ο χαρακτήρας του ήταν τόσο δύσκολος από την αρχή. Αντίθετα, φαινόταν ευτυχισμένος όσο ζούσε με την πρώτη γυναίκα του, την κόρη του ναύαρχου Αγρίππα, την οποία νοιαζόταν και αγαπούσε με ειλικρίνεια.

Ίσως η αρχή του κακού να ήταν ο αναγκαστικός χωρισμός του από τη γυναίκα αυτή - το διαζύγιο εκδόθηκε με αυτοκρατορική απόφαση. Υποχρεώθηκε να παντρευτεί την κόρη του Αύγουστου, την Ιουλία, που είχε χηρέψει. Όλα αυτά, φυσικά, στον βωμό της διαδοχής. Ο αυτοκράτορας ήθελε όσο το δυνατόν περισσότερους πιθανούς διαδόχους για να μπορεί να επιλέξει τον καταλληλότερο. Από τον οικτρά αποτυχημένο αυτό γάμο γεννήθηκε ένα αγόρι - που πέθανε όσο ήταν ακόμη στην κούνια. Πάντως, ο Γάιος και ο Λεύκιος ζούσαν ακόμη, και ο Τιβέριος, απογοητευμένος, μελαγχολικός και πιστεύοντας ότι δεν είχε καμιά ελπίδα για τη διαδοχή, έφυγε για τη Ρόδο, όπου έμεινε οκτώ ολόκληρα χρόνια.

Δεν έχω επισκεφθεί ποτέ αυτό το νησί, αλλά έχω ακούσει από πολλούς και από τον ίδιο τον θείο μου ότι μοιάζει με πολύτιμο σμαράγδι ριγμένο στο Αιγαίο. Ο Τιβέριος το λάτρευε, και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που όσο έμεινε εκεί έδειξε τον καλύτερο εαυτό του. Το σπίτι που διάλεξε εκεί δεν διέθετε ιδιαίτερες πολυτέλειες· ο ίδιος κυκλοφορούσε χωρίς προσωπική φρουρά επισκεπτόμενος την αγορά και το γυμνάσιο, όπου συνομιλούσε άνετα με τους απλούς ανθρώπους. Τα ελληνικά του ήταν άπταιστα, κι εμένα μου φαινόταν πάντα πιο ανθρώπινος όταν μιλούσε ελληνικά. Γνωρίζω καλά ότι πέρασε ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του στη Ρόδο παρακολουθώντας διαλέξεις φιλοσόφων. Ακούραστος, σιωπηλός και υπομονετικός άκουγε τις ομιλίες, που κάποτε διαρκούσαν ένα ολόκληρο πρωινό - οι Έλληνες έχουν φιλοσοφήσει τα πάντα εκτός από την αξία της συντομίας. Στη συνέχεια έπιανε κατ᾽ ιδίαν κουβέντα με τους ομιλητές. Είμαι βέβαιος ότι ο Τιβέριος υπήρξε ομιλητικός για μια και μοναδική φορά στη ζωή του - όταν ήταν στη Ρόδο. Θα έλεγα ότι αυτό το ελληνικό νησί ανέσυρε από το βάθος της στρυφνής προσωπικότητάς του όλα τα αποθέματα ανθρώπινης ευγένειας και καλής θέλησης. Γιατί το λέω αυτό; Επειδή ξέρω ότι κάποτε επισκέφθηκε εκεί ένα νοσοκομείο· και ότι ζήτησε ταπεινά συγνώμη από τον τελευταίο καταφρονεμένο ασθενή για τυχόν ταλαιπωρία που οφειλόταν στην επίσκεψή του.

ΒΟΥΔΙΣΜΟΣ ΓΙΟΓΚΑΚΑΡΑ (ΒΙΤΖΝΑΝΑΒΑΝΤΑ)

Η «ΙΔΕΑΛΙΣΤΙΚΗ» ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Γιογκακάρα (Βιτζναναβάντα): Η Ύστατη Πραγματικότητα, (το Σουνυάτα) Ταυτίζεται Ουσιαστικά με το Βιτζνάνα.

Προοίμιο

Η Διδασκαλία Γιογκακάρα αποτελεί μια «συνέχεια» και μια «επέκταση» ή «εμβάθυνση» της Διδασκαλίας του Σουνυάτα. (τουλάχιστον κατά την άποψη των οπαδών της Διδασκαλίας): Η Μόνη Πραγματικότητα είναι το Σουνυάτα, όλα είναι Σουνυάτα, όλα είναι παροδικά φαινόμενα. Ακόμα και το Σουνυάτα είναι Σουνυάτα, Κενό. Το μόνο Σταθερό Υποστήριγμα (Ασράγια) είναι Αυτό που τα βιώνει, που τα «αντιλαμβάνεται» όλα αυτά. Έτσι η Ύστατη Πραγματικότητα, (το Σουνυάτα) Ταυτίζεται Ουσιαστικά με το Βιτζνάνα.

Τζνάνα σημαίνει την Καθαρή Γνώση, την μη-δυαδική γνώση, την καθαρή αντίληψη. Βιτζνάνα είναι η «διακρίνουσα αντίληψη». Στο Γιογκακάρα όταν χρησιμοποιείται ο όρος Βιτζνάνα σκέτος υπονοεί την Τζνάνα. Όταν χρησιμοποιείται με κάποιο επιθετικό προσδιορισμό υπονοεί την Βιτζνάνα σαν «διακρίνουσα αντίληψη» (Αλάγια βιτζνάνα), ή «αντικειμενοποιούσα με την χωριστικότητα αντίληψη» ( Μάνας, Μανοβιτζνάνα, Βισάγια-Βιτζνάνας ή βιτζνάνα των αισθήσεων).

(Η ρίζα τζνα- σημαίνει το «γνωρίζειν»

Πρά-τζνα σημαίνει την αυθόρμητη, ανεμπόδιστη κι ανέγγιχτη (από επεξεργασία) γνώση, το πρωτογενές βίωμα γνώσης, η μια ανάδυση στην πέραν της επεξεργασμένης γνώσης, σε μια ανώτερη γνώση, μια ανώτερη επίγνωση.

Τζνά-να είναι η Ανώτερη Ανόθευτη Γνώση, η Αληθινή Γνώση, η «υπέρβαση» του βι-τζνα-να.

Βι-τζνα-να είναι η διακριτική λογική γνώση.

Α-τζνα-να είναι η μη-γνώση).

Ταθάτα

Το ΤΑΘΑΤΑ (Ως Έχει, Έτσι Είναι) είναι η Μόνη Πραγματικότητα. Το Ταθάτα είναι απουσία κάθε αντίληψης, χωρίς κανένα προσδιορισμό, χωρίς διαφοροποίηση, άδειο από κάθε τι, είναι Σουνυάτα (Κενότητα). Το Ταθάτα Υπάρχει από μόνο Του, Μόνο του. Το Ταθάτα Εδράζεται στον Εαυτό Του, στην Απόλυτη Φύση Του. Είναι το Πραγματικό, Αυτό που Υπάρχει Έτσι.

Το Ταθάτα είναι η Υπέρτατη Τζνάνα, η Καθαρή Γνώση, Φώτιση.

Το Ταθάτα είναι το Νιρβάνα, η ολοκλήρωση του «όντος».

Όπως σε όλο το Βουδισμό, "Οντολογία", Γνωσιολογία, Ηθική, ταυτίζονται. Έτσι το Ταθάτα έχει και "Οντολογικό" και Γνωσιολογικό και Ηθικό Χαρακτήρα, είναι ταυτόχρονα και Ταθάτα και Βιτζνάνα και Νιρβάνα, είναι και τα τρία.

Δεν υπάρχει αντίληψη ότι υπάρχει κάτι διαφορετικό, έξω:

Ό,τι γίνεται αντιληπτό ό,τι «εμφανίζεται» είναι Τσιτταμάτρα (Μόνο Νους).

Μέσα στο Απόλυτο-Βιτζνάνα-Τσίττα εμφανίζονται όλα τα συνειδησιακά και "υλικά" φαινόμενα. (Βιτζνανακάγια ή Τσιττακαλάπα, ή Αγιάτανα, "κόσμοι").

Τσίττα

Ότι υπάρχει κι ό,τι μπορεί να υπάρξει είναι μόνο Τσίττα (Τσιτταμάτρα – Μόνο Νους) ή Βιτζνάνα. Όταν το Τσίττα ή Βιτζνάνα Δραστηριοποιείται, εμφανίζεται μία διαφορετικής ποιότητας ενέργεια που ονομάζεται «Βιτζνάνα» (συνείδηση, νοητική ροή) κι από την οποία προκύπτει ο κόσμος των φαινομένων.

Ό,τι εμφανίζεται λοιπόν (βιτζνάνα, συνείδηση) είναι ενέργειες, διαδικασίες, φαινόμενα, που πηγάζουν αυθόρμητα μέσα στο Τσίττα και πάλι εξαφανίζονται μέσα σε Αυτό, (Τσιταμάτρα Λόκαμ – ο κόσμος είναι μόνο Νους). Σε αυτή την περίπτωση το Τσίττα ονομάζεται Αλάγια Βιτζνάνα. (η Νοητική Δραστηριότητα που παράγει τα πάντα, η Υπερατομική Συνείδηση που περιέχει τα σπέρματα όλων των πιθανών μορφών – το αντίστοιχο του Λογισμού). Όλα αυτά είναι βιτζνάνα. Δεν έχουν αυτό-ύπαρξη, δική τους πραγματικότητα (σβαμπάβα). Η ύστατη ουσία όλων αυτών των βιτζνάνα (αντιλήψεων, αισθήσεων, φαινομένων) είναι το βάσανα, δηλαδή η αποκρυσταλλωμένη μνήμη που τα διατηρεί στην ύπαρξη Δεν υπάρχει εξωτερικός, αυθύπαρκτος κόσμος. Η ακατάπαυστη διαδοχή των αντιλήψεων (φαινομένων), δημιουργεί την εντύπωση ενός «αντικειμενικού κόσμου». Όλη αυτή η φαινομενική ζωή υπόκειται στο νόμο του κάρμα.

Υπάρχουν διάφορα είδη Βιτζνάνα (διακριτικές συνειδήσεις). Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι όλες αυτές οι «Βιτζνάνας» που περιγράφονται δεν είναι διακριτές κατηγορίες Βιτζάνα αλλά πολλές φάσεις της κοσμικής εξέλιξης της Μιας Βιτζνάνα. Η Βιτζνάνα έχει Αντικειμενικό Χαρακτήρα, Υποκειμενικό Χαρακτήρα, Περιορισμένου Υποκειμένου Χαρακτήρα, Ιδιαίτερης προσωπικότητας χαρακτήρα, κλπ.

Αναλυτικά η Βιτζνάνα (οι Διαφοροποιήσεις της Βιτζνάνα, οι «Βιτζνάνας»):

1) Τσιτταμάτρα: (Ταθαγκάτα, Ταθαγκάτα-Γκάρμπα): Έχει Αντικειμενικό Χαρακτήρα:

Πραμπάντα Αλάγια Βιτζνάνα (Ακατάπαυστη) ή Παραμαλάγια Βιτζνάνα ή Βιβικταντάρμα (Μοναχικότητα, Απόλυτη Πραγματικότητα).

2) Τσίττα: Έχει Υποκειμενικό Χαρακτήρα, Είναι το Μεγάλο Υποκείμενο, το Αντικειμενικό Υποκείμενο, χωρίς ιδιαίτερα υποκειμενικά στοιχεία:

Λαξάνα Αλάγια Βιτζνάνα (Εκδηλωμένη) ή Βιτζναπτίρ Αλάγια Βιτζνάνα ή Χετούκα Βιτζνάνα (υποκείμενη στην αιτιότητα): Η πανπεριεκτική συνείδηση, η εσωτερική νοητικότητα, που έχει τρεις διαβαθμίσεις, στις οποίες:

α) δεν υπάρχει υποκείμενο αντικείμενο (κενή συνείδηση),

β) υποκείμενο αντικείμενο ταυτίζονται (παγκόσμια συνείδηση),

γ) υποκείμενο αντικείμενο διαχωρίζονται (πανταχού παρούσα συνείδηση).

3) τσίττα:

Μάνας: Ατομικότητα (Συνείδηση του Εαυτού), Ανώτερος Εαυτός, Καθαρό Εγώ (όχι εμπειρική προσωπικότητα).

Το Μάνας έχει μια «Διπλή Όψη». Όταν δεν σχετίζεται με τον «αντικειμενικό κόσμο» ή αποσύρεται από τον «αντικειμενικό κόσμο» είναι Μη-Τοπική και δεν διαφέρει στην ουσία από το Αντικειμενικό Υποκείμενο, από την κατώτερη μορφή της Αλάγια Βιτζνάνα (πανταχού παρούσα συνείδηση). Όταν στρέφεται προς τον «αντικειμενικό κόσμο» αποκτά Τοπικό Χαρακτήρα μέσα σε ένα κοσμικό περιβάλλον. Στην Φυσική της Κατάσταση είναι Μη-Δυαδικό Υποκείμενο, Μη-Δυαδική Συνείδηση που μέσα στην Επίγνωσή της Αγκαλιάζει τα πάντα. Έχει τον Χαρακτήρα του Μη-Δυαδικού Εγώ (Εγώ, διακριτική και ταξινομητική δραστηριότητα – νοητικότητα που έχει μία εσωτερική λειτουργία με αντικείμενο τον κόσμο των μορφών και μία εξωτερική δραστηριότητα στον κόσμο των μορφών). Είναι το Φωτισμένο-Εγώ. Δεν έχει τον χαρακτήρα της ιδιαίτερης προσωπικότητας.

4) Μανοβιτζνάνα: Έχει τον χαρακτήρα του περιορισμένου ιδιαίτερου εγώ, του δυαδικού-εγώ που λειτουργεί σαν ξεχωριστό υποκείμενο μέσα σε ένα αντικειμενικό κόσμο και νοιώθει όλα τα αντικείμενα «απέναντι». Είναι η ξεχωριστή ιδιαίτερη προσωπικότητα.

Το Μανοβιτζνάνα είναι ακόμα η ενοποίηση των πέντε αισθήσεων, η έκτη αίσθηση – το αντίστοιχο της Αντίληψης. Είναι η Εμπειρική Προσωπικότητα.

Το Μανοβιτζνάνα είναι η Νόηση (Αλαμπάνα-αναπαραστατική αντίληψη και Βισάγια-εξωτερική αντίληψη): Τρεις ποικιλίες: (νόηση, διανόηση, εξωτερική αντίληψη).

5) Πέντε Βισάγια-Βιτζνάνας ή Πραβρίττι Βιτζνάνας, (Βιτζνάνας των Αισθήσεων).

6) Βισάγια (αντικειμενικός κόσμος, υλικός κόσμος).

Ντυάνα

Το Τσίττα ή Βιτζνάνα είναι η Μόνη Πραγματικότητα. Είτε σε Θεμελιακή, Ατροποποίητη Αταραξία, Άδειο από κάθε αντίληψη (Πραμπάντα), είτε σε ενέργεια, σαν Λαξάνα Αλάγια Βιτζνάνα, οπότε εμφανίζονται όλα τα φαινόμενα (Διαφοροποιήσεις της Αλάγια, Μάνας, Μανοβιτζάνα,, Βισάγια Βιτζνάνας, Βισάγια), δεν υπάρχει καμία διαφορά. Δεν υπάρχει καμία πραγματικότητα έξω από το Τσίττα. Είτε υπάρχει αναγνώριση της Πραγματικότητας του Τσίττα, είτε δεν υπάρχει. Η απορρόφηση στα φαινόμενα είναι όχι πραγματικότητα, είναι ένα όνειρο. Συνεπώς, εφ’ όσον το Τσίττα είναι η Μόνη Πραγματικότητα, δεν υπάρχει πτώση σε κάποια άλλη πραγματικότητα, ούτε εξέλιξη, ούτε λύτρωση, ούτε τίποτα. Απλά είτε υπάρχει αναγνώριση της πραγματικότητας του Τσίττα, είτε όχι. Όταν δεν αναγνωρίζεται η Πραγματικότητα του Τσίττα, τα φαινόμενα αφήνονται να λειτουργήσουν σύμφωνα με τους δικούς τους νόμους. Όλα αυτά όμως είναι μία ονειρική κατάσταση.

Το Τσίττα ή Βιτζνάνα είναι η Μόνη Πραγματικότητα. Όλα όσα Εμφανίζονται σαν «Δημιουργία» είναι «Περιεχόμενα» του Τσίττα ή Βιτζνάνα, του Μεγάλου Υποκειμένου, είναι Νοητικής Φύσης. Και τα Μικρά Υποκείμενα (Μάνας), και τα «αντικειμενικά φαινόμενα». Η «διαφορά» ανάμεσα στο Μεγάλο Υποκείμενο (Τσίττα ή Βιτζνάνα) και τα μικρά υποκείμενα (Μάνας) είναι ότι το Βιτζνάνα Κατανοεί πιο ορθά όλα τα φαινόμενα ενώ τα μάνας βλέπουν διαστρεβλωμένα τα φαινόμενα.

Εφόσον λοιπόν η «Δημιουργία», η «Εμπειρία του Κόσμου», έχει «υποκειμενικό χαρακτήρα», είναι νοητικής υφής, γίνεται φανερό ότι εξαρτάται απόλυτα από το «Υποκείμενο» πως θα δει την Πραγματικότητα, δεν εξαρτάται από την αντίληψη ή όχι κάποιου αντικειμένου ή από κάποιο πραγματικό αντικείμενο, δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο.

Συνεπώς και η βαθύτερη έννοια του Ντυάνα αλλάζει χαρακτήρα. Στο «Ρεαλιστικό» Θεραβάντα, πρέπει να εξαντληθούν όλες οι διαδικασίες «ύπαρξης» για να φτάσουμε φυσικά στο Νιρβάνα. Στο «Διαλεκτικό» Σουνυαβάντα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε την «Κενότητα» όλων των εμπειριών, όλων των φαινομένων. Στο «Ιδεαλιστικό» Τζναναβάντα οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι εξαρτάται απόλυτα από εμάς (από την Υποκειμενική Υπαρξιακή Βάση) αν θα συνεχίσουμε να «τοφοδοτούμε την «Δημιουργία» και το «όνειρο» μιας ατομικής, περιορισμένης ζωής ή αν θα τα «εγκαταλείψουμε»:

1) Ασφαλώς όσο είμαστε απορροφημένοι στην εξωτερική «αντικειμενική» ζωή δεν έχουμε ελπίδα να προχωρήσουμε. Για αυτό απαιτείται καταρχήν η εξωτερική πειθαρχία μιας ορθής ζωής.

2) Η ορθή κατανόηση και χρήση των «αισθήσεων» αποτελεί την βάση για μια πραγματική αποδέσμευση, από τον φαντασιακό κόσμο.

3) Η «Διακριτική» Παρατήρηση του Μανοβιτζάνα, της εξωτερικής νόησης , έρχεται μετά. Η απόρριψη δοξασιών, προκαταλήψεων, «γνώσεων» και «εμπειριών» είναι ως ένα σημείο εύκολη γιατί όλα αυτά είναι άμεσα αναγνωρίσιμα ως «κατά συνθήκη ψεύδη». Δεν υπάρχει καθυστέρηση εδώ. Η διαλεκτική διανόηση που υποτίθεται ότι μπορεί σαν «σκέψη», «στοχασμός», «φιλοσοφία», μπορεί να παραπλανήσει κάποιους σαν διαδικασία εύρεσης ή αποκάλυψης της αλήθειας. Αλλά έτσι κι αλλιώς η «σκέψη» είναι ένα κλειστό σύστημα που δεν μπορεί να οδηγήσει πέρα από τον ευτό του. Η Αλήθεια βρίσκεται έξω από την «σκέψη. Ακόμα και η αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων δεν είναι αρκετή όσο «παραμένει» έστω κι ένα ίχνος «εγώ». Η φυσική εξάντληση της εγώ-θέασης μπορεί να «οδηγήσει» πραγματικά στην υπέρβαση στο Μάνας, στην Μη-Δυαδική Συνείδηση που μέσα στην Επίγνωσή του περιλαμβάνει τα πάντα.

4) Το Μάνας σηματοδοτεί το ουσιαστικό πέρασμα πέρα από τους κατώτερους κόσμους, την «απελευθέρωση» από την μετενσάρκωση στους κατώτερους κόσμους. Επειδή, στην πραγματικότητα, συνιστά την Μη-δυαδική Συνείδηση βλέπει τον κόσμο κι ενεργεί στον κόσμο χωρίς να «εμπλέκεται» (κι έτσι δεν δημιουργεί κάρμα ούτε αφήνει κατάλοιπα). Όταν εξαντληθεί το κάρμα της παρούσας ζωής απλά το «ον» δεν επιστρέφει στους κατώτερους κόσμους.

Σαν «εμπειρία» το Μάνας επειδή έχει εξαντληθεί κάθε «προσωπικό» νοητικό περιεχόμενο είναι σαν το μονοδιάστατο σημείο το οποίο πάντα διαφεύγει όταν προσπαθείς να το συλλάβεις. Όταν στρέφεται στον κόσμο λειτουργεί χωρίς προσωπικές αποχρώσεις. Όταν «παραμένει» στην συνειδητοποιήσή του, στην κατανόησή του είναι σε μια ελεύθερη μακάρια κατάσταση (που όμως δεν είναι σταθερή ή μόνιμη). Όταν «εγκαταλείπει» τον κόσμο ουσιαστικά είναι (αναδύεται στην) Αλάγια Βιτζνάνα στην κατώτερη κατάστασή της σαν «πανταχού παρούσα συνείδηση».

Έτσι ουσιαστικά το Μάνας είναι μια Ενδιάμεση Κατάσταση ανάμεσα στις Ανώτερες Καταστάσεις (κόσμους) της Αλάγια Βιτζνάνα και τους κατώτερους κόσμους της μετενσάρκωσης. Είναι μια Πύλη, προς τα «Άνω» ή προς τα «Κάτω». Σαν Κατάσταση, επειδή είναι Άχρονη μπορεί να διαρκέσει για πάντα αλλά δεν έχει νόημα όταν Ανοίγονται στην προοπτική της οι Απέραντοι Κόσμοι της Αλάγια Βιτζνάνα.

5) Οι Εμπειρίες της Αλάγια Βιτζνάνα στην πραγματικότητα αποτελούν το πέρασμα από την «Διάσπαση» του Υποκειμένου σε Υποκείμενο-Αντικείμενο στην Πλήρη Ενοποίηση του Υποκειμένου μέσα στην Πραγματική Ουσιαστική Φύση του, στην Απεριόριστη Μοναχικότητά του. Είναι η Κατάσταση της Αληθινής Σουνυάτα η Πλήρης Κενότητα του Υποκειμένου.

Όταν το Υποκείμενο Φτάνει σε Αυτή την Απεριόριστη Κατάσταση Μετουσιώνεται Τελικά στην Αντικειμενική Φύση του, «Παύει» να Είναι Υποκείμενο. Είναι η Ύστατη Κατάσταση της Αγνής Αλάγια Βιτζνάνα πριν «Γίνει» «Αυτό», «Αυτό που Είναι Έτσι», το Ταθάτα

6) Το Ταθάτα

Τελικά, η Μόνη Ουσιαστική Πραγματικότητα Είναι το Ταθάτα. Το Παν, το Υποστήριγμα του Παντός. Οποιαδήποτε «συνείδηση» είναι χωρίς οντότητα. Εμπειρίες, ζωή, κλπ., είναι ονειρικά. Δεν υπάρχουν ούτε ατομικότητα, ούτε σαμσάρα, ούτε λύτρωση, ούτε τίποτα, όλα είναι ονειρικά.

Παραβριτασράγια

Τι σημαίνει Παραβριτασράγια:

Βρίττι είναι «νοητικό περιεχόμενο», νοητική διακύμανση, σκέψη.

Πάρα σημαίνει «πέραν», υπεράνω.

Ασράγια σημαίνει Βάση, Θεμέλιο

Παραβρίττιασράγια σημαίνει:

Το «Πέραν της σκέψης Θεμέλιο», σημαίνει «το Πέραν του Νου».

«Εξάλειψη των νοητικών δραστηριοτήτων κι επάνοδος στην Υποκειμενική Βάση», ή «Επιστροφή στην Βάση», ή «Επιστροφή Πίσω» ή «Επιστροφή στην Αρχική Φύση».

Σημαίνει μια ολοκληρωτική πνευματική μεταστροφή.

Ο Αληθινά Έμπειρος του Γιογκακάρα Ντυάνα, που Κατανοεί Ορθά την Διδασκαλία, δεν χρειάζεται να βαδίσει αυτή την σταδιακή προσέγγιση του Εσώτερου Εαυτού. Αυτός που είναι αληθινά αποφασισμένος μπορεί άμεσα να απορρίψει όλες τις διαδικασίες Βιτζνάνα και να Αναδυθεί κατευθείαν στο Απόλυτο. Αυτή είναι η «Άμεση Οδός». Αλλά τέτοιοι άνθρωποι που μπορούν να «εφαρμόσουν» την «Άμεση Οδό» είναι σπάνιοι. Έτσι οι περισσότεροι άνθρωποι αναγκαστικά ακολουθούν τον Δρόμο της σταδιακής προσέγγισης.

Το να μη μιλάς δεν είναι σιωπή

Το να μη μιλάς δεν είναι σιωπή.

Εσύ μπορεί να μη μιλάς, μπορεί να μην έχεις ξεστομίσει τίποτα, μέσα σου όμως τρέχουν χίλιες δυο σκέψεις.

Υπάρχει μια συνεχής ροή σκέψεων μέρα – νύχτα.

Χρειάζεται να θυμάσαι ότι η παρατήρηση δεν είναι ούτε τέχνη, ούτε τεχνική.

Όχι, είναι απλώς ένα κόλπο.

Το μόνο που χρειάζεται να θυμάσαι, είναι να μην πνιγείς στο ποτάμι που κυλάει μέσα σου. Και πώς πνίγεσαι εκεί μέσα;

Αν γίνεις με οποιοδήποτε τρόπο ενεργός, τότε πνίγεσαι.

Μένε αδρανής, παθητικός, χωρίς να κάνεις τίποτα, έχοντας όμως εγρήγορση.

Αν περνάει κάποια σκέψη -είτε καλή, είτε κακή – εσύ μη σκοτίζεσαι.

Εσύ απλώς να παρατηρείς, χωρίς να αξιολογείς, χωρίς να επικρίνεις, γιατί οτιδήποτε κάνεις εσύ, είναι δράση.

Δεν είναι δική σου υπόθεση.

Αν περνάει απληστία, άφησέ την να περάσει.

Αν περνάει θυμός, άφησέ τον να περάσει.

Ποιος είσαι εσύ για να παρεμβαίνεις;

Γιατί ταυτίζεσαι τόσο πολύ με το νου σου;

Γιατί αρχίζεις να σκέφτεσαι, “είμαι άπληστος”, “είμαι θυμωμένος”;

Απλώς πέρασε μια σκέψη θυμού.

Άφησέ την να περάσει.

Εσύ απλώς παρατήρησε.

Άλλο το να βλέπεις και άλλο το να σκέφτεσαι.

Ο ήλιος ανατέλλει.

Αν αρχίσεις να κάνεις σκέψεις σχετικά με την ανατολή, τότε χάνεις την ανατολή, γιατί ενόσω τη σκέφτεσαι, τόσο απομακρύνεσαι από αυτήν.

Με τη σκέψη μπορείς να πας μίλια μακριά και η σκέψη τρέχει πιο γρήγορα από οτιδήποτε άλλο.

Η σκέψη γίνεται ένα πέπλο πάνω στα μάτια.

Βάζει τα δικά της χρώματα, δικές της ιδέες πάνω στην πραγματικότητα.

Δεν επιτρέπει στην πραγματικότητα να σε πλησιάσει.

Επιβάλλει τον εαυτό της πάνω στην πραγματικότητα.

Με το να σκέφτεσαι, αποκλίνεις από την πραγματικότητα.

Το να βλέπεις είναι μια τελείως διαφορετική διαδικασία.

Είναι παράγωγο του διαλογισμού.

Όταν εσύ είσαι σιωπηλός, η αλήθεια βρίσκεται εκεί, σε όλη της την έκταση, σε όλο της το μεγαλείο.

Κι όταν εσύ δεν είσαι σιωπηλός, η αλήθεια είναι απούσα.

Καταστροφή

Κάποιοι άνθρωποι γίνονται καταστροφικοί γιατί νιώθουν ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να προστατεύσουν τον εαυτό τους από τη συντριπτική δύναμη των άλλων. Για άλλους, όταν τα πράγματα έρχονται εύκολα, τότε φαίνεται ότι θέλουν να τα δυσκολέψουν και πάλι, έτσι, για να μην βαρεθούν.

Από τη στιγμή που ξεκινήσει ο κύκλος της καταστροφής, είναι εύκολο να υπερβούμε ό,τι είναι κοινωνικά αποδεκτό.

Βλέπουμε με ανθρώπους που έχουν διαπράξει βίαιες, εγκληματικές πράξεις.

Παρ' όλο που τέτοιες συμπεριφορές πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε με σκληρότητα, πρέπει να είμαστε και ικανοί να δείξουμε ιδιαίτερη προσοχή και επιείκεια προκειμένου να καταλάβουμε τι πραγματικά έχει συμβεί.

Οι άνθρωποι που έχουν ασκήσει βία είναι συχνά έτοιμοι να το ξανακάνουν, και η μόνη ελπίδα να σπάσουν αυτό τον κύκλο είναι να βρουν έναν καλύτερο τρόπο να εκφράζονται.

Πρέπει να είμαστε σκληροί με την επιθετικότητα και μαλακοί με τον άνθρωπο που κρύβεται μέσα της, ο οποίος προσπαθεί να εκφράσει ένα φόβο που δεν έχει βρει ακόμα τη φωνή του.

Βοηθάει να θυμηθούμε ότι, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που καταστρέφουν οι άνθρωποι όταν γίνονται καταστροφικοί είναι πάντα η ίδια τους η ζωή και οι ίδιες τους οι ευκαιρίες.

Αν δεχθούμε την αντίληψη ότι ο εαυτός μας αποτελεί απλώς μία σχέση και όχι μία ουσιώδη οντότητα, τότε η καταστροφή είναι επίσης πάντα αυτοκαταστροφή, κι αυτό μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για την αντιμετώπισή της.

Τα αντικείμενα είναι δομές-πλαίσια- οι δορυφόροι της ζωής μας: περιστρέφονται με τη δύναμη της βαρύτητας γύρω μας, ενώ ένας μυστικός σύνδεσμος μας συνδέει μαζί τους. (Merleau-Ponty, 1968)

Δεν ζούμε απλώς στην Γη, είμαστε η Γη

Κατά την διάρκεια της γέννησης του Σύμπαντος γεννήθηκαν δύο χημικά στοιχεία, το Υδρογόνο και το Ήλιο, ενώ όλα τα υπόλοιπα που υπάρχουν ελεύθερα στη φύση, γεννήθηκαν στο εσωτερικό των άστρων, στις θερμοπυρηνικές τους αντιδράσεις και στις επιθανάτιες αστρικές τους εκρήξεις. Χωρίς τις αστρικές εκρήξεις των σουπερνόβα δεν θα υπήρχαν πλανήτες και δορυφόροι. Χωρίς τις σουπερνόβα δεν θα υπήρχε η Γη, δεν θα υπήρχαν βράχια και βότσαλα, δεν θα υπήρχαν φυτά και ζώα. Χωρίς τις εκρήξεις των σουπερνόβα, δεν θα υπήρχε ο άνθρωπος.

Ολόκληρη η ύλη στα σώματά μας, όλα τα χημικά στοιχεία που το αποτελούν, φτιάχτηκε στην «κόλαση» τέτοιων αστρικών θανάτων. Είμαστε δηλαδή αστράνθρωποι που δημιουργηθήκαμε από χημικά στοιχεία φτιαγμένα στις θανατηφόρες εκρήξεις υπεργιγάντιων άστρων.

Είμαστε όλοι μας αστρόσκονη, και κάποια μέρα θα ξαναγυρίσουμε στα άστρα. Γιατί ακόμη κι όταν πεθάνουμε, τα χημικά στοιχεία των σωμάτων μας δεν πρόκειται να εξαφανιστούν, αλλά θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν στο Σύμπαν.

Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από: 84 μεταλλικά στοιχεία, 23 χημικά στοιχεία και πολύ νερό, καθώς αυτό καλύπτει το 65 % του σώματος μας. Οτιδήποτε βλέπουμε γύρω μας αποτελείται από τα χημικά στοιχεία που βρίσκονται ελεύθερα στη φύση, από το υδρογόνο έως το ουράνιο. Απ' αυτά, τέσσερα αποτελούν το 99% των ατόμων του σώματος μας και είναι το υδρογόνο, ο άνθρακας, το άζωτο και το οξυγόνο.

Στο DNA μας υπάρχει το ίδιο υλικό που διαμορφώνει τα αστέρια, τα καταπληκτικά αυτά πράγματα που βλέπουμε στον νυχτερινό ουρανό. Είμαστε στην πραγματικότητα κατασκευασμένοι από κοσμική και αστρική ύλη, με ένα σύνολο οδηγιών κρυμμένων στο DNA μας.

Ζούμε σε ένα αστρόπλοιο που λέγεται Γη, όπου τα πάντα εξελίσσονται και ανακυκλώνονται. Τα χημικά στοιχεία ενός οργανισμού που πεθαίνει απορροφούνται από σκουλήκια ή φυτά και διασκορπίζονται στο περιβάλλον. Είμαστε θα μπορούσαμε να πούμε ανακυκλωμένα έντομα, φυτά, ορυκτά, υλικά που αποτελούν δομικά στοιχεία, όλων των έμβιων όντων. Δεν ζούμε απλώς στην Γη, είμαστε η Γη.

Όπως μας λένε σήμερα οι σύγχρονοι βιολόγοι, το πρώτο ζωντανό κύτταρο στη Γη εμφανίστηκε πριν από 4 περίπου δισεκατομμύρια χρόνια, και οι απ’ ευθείας απόγονοί του διατρέχουν σήμερα ολόκληρο το σώμα μας με την μορφή των κυττάρων του αίματος στις φλέβες και τις αρτηρίες μας. Όση ώρα διαβάζεται αυτές τις σελίδες, έχετε εισπνεύσει μερικές χιλιάδες μόρια που είχαν ίσως εισπνεύσει πριν από εσάς ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Σωκράτης κ.α..

Είμαστε αλληλένδετα δεμένοι μεταξύ μας και μ’ όλους όσους πέρασαν πριν από μάς. Καθένας μας περιλαμβάνει μέσα του ένα εκατομμύριο δισεκατομμύρια κύτταρα, εκ των οποίων το 90% δεν είναι ανθρώπινα κύτταρα. Τα σώματά μας αποτελούν μιαν ολάκερη κοινωνία, αλλά χωρίς όλους αυτούς τους άλλους μικροοργανισμούς δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε ούτε μία στιγμή, ούτε ένα δευτερόλεπτο.

Ο αστρονόμος Carl Sagan είχε πει: «Είμαστε αστερόσκονη που σκέφτεται τα αστέρια, είμαστε ένας τρόπος για το σύμπαν να κατανοήσει τον εαυτό του

Χιλιάδες χρόνια πρίν από αυτο ο Νεοπλατωνικός φιλόσοφος Ιάμβλιχος είχε πει («Περί των Αιγυπτίων Μυστηρίων», 4.12. 1 - 18):

«Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να κατανοήσουμε ότι το σύμπαν είναι όπως ένας ζωντανός οργανισμός και ότι ενώ τα μέρη του είναι διαχωρισμένα τοπικά, η μία του φύση πηγαίνει σε όλα. Η ολότητα, λοιπόν, που συνενώνει και η αιτία του συγκερασμού, έλκει αυθόρμητα τα μέρη στην μεταξύ τους ανάμιξη. Αλλά, είναι επίσης πιθανό αυτή η αυθόρμητη έλξη να διεγερθεί και να επεκταθεί, πέραν του δέοντος, και από την τέχνη.

Η ίδια, λοιπόν, η αιτία αυτής της μίξης, που εκτείνεται από τον εαυτό της σε όλο τον κόσμο, είναι το αγαθό και η αιτία της πληρότητα έχει τη δύναμη της συναρμογής στης κοινωνίας, της συμφωνία και της συμμετρίας και εισάγει δια της ένωσης της αδιάλυτη αρχή του έρωτα, που διατηρεί και προφυλάσσει τόσο αυτά που υπάρχουν όσο και αυτά που θα γίνουν.

Και στα μέρη, εξαιτίας της απόστασης που έχουν μεταξύ τους από την ολότητα, αλλά και εξαιτίας της φύσης τους που είναι ατελής, φτωχή και ασθενής, η αμοιβαία τους σύνδεση συνοδεύεται από το πάθος, δια του οποίου, στα πλείστα από αυτά ενυπάρχει η επιθυμία και η έμφυτη τάση


Είμαστε αστερόσκονη, αλλά κάποιες φορές ζούμε στο σκοτάδι. Έχουμε περιορίσει τον εαυτό μας με το να θεωρούμε τα αστέρια ως κάτι μακρινό ακόμα και ανώτερο από εμάς. Είναι καιρός να κατανοήσουμε πως είμαστε ένα σύνολο. Ότι αυτή η ουράνια ύλη βρίσκεται σε κάθε κομμάτι της ύπαρξης μας.

Σε σχέση μ’ έναν άνθρωπο με φόβο εγκατάλειψης

Κάθε άνθρωπος κρύβει τις δικές του φοβίες. Μάλιστα, πολλές απ’ αυτές δύσκολα γίνονται αντιληπτές τόσο από το ίδιο το άτομο που τις βιώνει όσο κι από τον περίγυρό του. Φοβίες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κι ως δαίμονες, οι οποίοι τρέφονται και διατηρούνται μέσα από αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα, παραμένοντας μ’ αυτό τον τρόπο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας ζωντανοί μέσα μας.

Ίσως μια από τις συχνότερες φοβίες που συναντούμε κι ασυνείδητα βιώνει ένας άνθρωπος να είναι ο φόβος της εγκατάλειψης. Ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο ψυχολογικό φαινόμενο, του οποίου οι ρίζες φαίνεται να ξεκινούν από την πρώιμη παιδική ηλικία. Η απώλεια ενός γονέα ή ένα ψυχικό τραύμα, για παράδειγμα ένα απότομο διαζύγιο ή η ύπαρξη συναισθηματικά απόμακρου γονέα, σε μια άκρως ευάλωτη περίοδο της ζωής μας, αρκεί για να μας στιγματίσει για όλο το υπόλοιπο αυτής. Η τεράστια συναισθηματική ένταση σε συνδυασμό με το άγχος, αλλά και τη μόνιμη –κανείς θα έλεγε εμμονική– ανησυχία πιθανής εγκατάλειψης, αποτελούν ορισμένα από τα σημάδια που θα πρέπει να μας πονηρέψουν για το ψυχολογικά δυσμενές μονοπάτι που πιθανώς βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι.

Συνήθως, ο φόβος της εγκατάλειψης γίνεται ευκόλως αντιληπτός κατά τη διάρκεια που το άτομο συνάπτει ερωτικές σχέσεις. Ίσως εκεί να παρατηρείται μια γιγάντωση του φόβου αυτού που έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη μια αγωνιώδους συμπεριφοράς. Θεωρεί την εγκατάλειψή του δεδομένη. Λόγω αυτού, τείνει να επιλέγει συντρόφους που δεν είναι διαθέσιμοι προκειμένου να επιβεβαιώσει τη πεποίθησή του. Από την άλλη, όταν ο σύντροφος φαίνεται να είναι αξιόπιστος συχνά αποστασιοποιείται. Ωστόσο, για να κερδηθεί η εμπιστοσύνη χρειάζεται να καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια. Να υπάρχει προσήλωση, συμπαράσταση και βοήθεια, φροντίδα και στοργή, αγάπη.

Κάπως έτσι, οι δαίμονες ηρεμούν, αυξάνοντας βέβαια τον κίνδυνο ο σύντροφος που είναι μαζί με το άτομο που έχει τη φοβία, να παίζει και τον ρόλο του ψυχολόγου. Ταυτόχρονα, η ένταση του πόθου μειώνεται. Το άτομο φαίνεται να σαμποτάρει τη σχέση με διάφορους τρόπους δημιουργώντας μια σύνδεση όπου χωρίς το ταίρι του, νιώθει πως δεν μπορεί να προοδεύσει. Οι τσακωμοί γίνονται κομμάτι της καθημερινότητας, ξανά, για άλλους λόγους πια. Το άτομο δεν μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματά του και παρουσιάζει έντονες εκρήξεις θυμού. Παρατηρείται, επίσης, συχνά η ύπαρξη ζήλιας και προσκόλλησης στον σύντροφο σε ασφυκτικό βαθμό. Συμπεριφορές που αποσκοπούν στην αναζωπύρωση του άγχους του ίδιου του φόβου της εγκατάλειψης και που, τελικά, επιφέρουν την εγκατάλειψη. Ακόμη κι αν η σχέση είναι υγιής και σταθερή, η ύπαρξη αρνητικών συναισθημάτων και σκέψεων οδηγούν με τον δικό τους τρόπο στο αποτέλεσμα αυτό.

Όσον αφορά τις ερωτικές σχέσεις, ο φόβος της εγκατάλειψης μπορεί να δηλώσει την παρουσία του με διάφορες μορφές. Η γρήγορη ανάπτυξη δεσμών, που κατά κάποιο τρόπο έρχεται σε σύγκρουση με τη δυσκολία εμπιστοσύνης. Το άτομο θέλοντας να καλύψει το κενό της μοναξιάς του, δίνει εύκολα το πράσινο φως για να έρθει στη ζωή του ένας άνθρωπος στον οποίο θα στηρίξει το βάρος που κουβαλά μέσα του. Από την άλλη, συναντάμε την απροθυμία του ατόμου για πλήρη δέσμευση και δημιουργία μακροχρόνιας σχέσης. Στην περίπτωση αυτή το άτομο επιλέγει να κλειστεί στον εαυτό του, προκειμένου να προστατευτεί. Στη σκέψη ενός δεσίματος μ’ ένα πρόσωπο κι εν συνέχεια, στην πιθανή εγκατάλειψή του δειλιάζει να προχωρήσει.

Συχνά ένα άτομο που παλεύει με το αίσθημα της εγκατάλειψης παραμένει κι επιμένει σε σχέσεις που φυλακίζεται από το αίσθημα της ανασφάλειας και της αναξιότητας που το διακατέχει κι ακολουθεί ανθρώπους σχεδόν δουλοπρεπώς. Υπεραναλύει καταστάσεις και γεγονότα. Ταυτόχρονα δείχνει να είναι αρκετά ευάλωτο κι ευαίσθητο στην κριτική που θα του ασκηθεί.

Σύμφωνα με τους ψυχολόγους Young και Klosko, ένα άτομο που βιώνει το αίσθημα της εγκατάλειψης μετά από έναν αποχωρισμό διακατέχεται από έντονα συναισθήματα φόβου, λύπης και θυμού. Πρόκειται για έναν κύκλο αρνητικών συναισθημάτων που συνδέονται με την εγκατάλειψη. Πιο συγκεκριμένα, το άτομο νιώθει μετέωρο, σαν να έχει χαθεί η γη κάτω από τα πόδια του. Ένα αίσθημα πανικού το καταβάλει, νιώθει ολομόναχο. Αγνοεί πως πρέπει να συνεχίσει να πορεύεται από εδώ και στο εξής, βασισμένο αποκλειστικά και μόνο στις δικές του δυνάμεις. Δεν αντέχει τη μοναξιά, παρότι πολλές φορές την επιλέγει ασυνείδητα μέσω των πράξεων του. Έχει την ψευδαίσθηση πως δε θα ξεπεράσει ποτέ το άτομο που έχασε.

Δυστυχώς, όλο αυτό το συναισθηματικό βάρος που κουβαλά στην ψυχή του ένας άνθρωπος θα έχει και σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία του. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι υψηλά αυξημένος ο κίνδυνος κατάθλιψης. Το άτομο δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίσει το συναίσθημά του με αποτέλεσμα αυτό να τον κατασπαράζει. Επιπλέον, θα δούμε κάποια άτομα να πέφτουν στη παγίδα του εθισμού. Κάποια άλλα άτομα εμφανίζουν διαταραχές στην προσωπικότητά τους, έχοντας borderline disorder ή ακόμη και ναρκισσιστική συμπεριφορά, όπως κι αντικοινωνικά χαρακτηριστικά. Δεν είναι λίγοι κι εκείνοι που κρίνονται ως λιγότερο ικανοί να ελέγξουν τα συναισθήματά τους και τη συμπεριφορά τους, αλλά και να αντιμετωπίσουν καθημερινά και απλά προβλήματα που παρουσιάζονται στον δρόμο τους.

Φυσικά, με τη συμβολή της ψυχοθεραπείας που συχνά πολλοί υποτιμούν, έχουμε τον πιο ασφαλή κι αποτελεσματικό τρόπο που μπορεί να δώσει απαντήσεις και λύσεις στο πρόβλημα. Με την καθοδήγηση και βοήθεια ενός ψυχοθεραπευτή συνδεόμαστε με το παρελθόν κι όλα εκείνα τα σκόρπια κομμάτια μέσα μας που οδήγησαν στο πρόβλημα αυτό καθ’ αυτό. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να απελευθερωθούμε από τα δεσμά του παρελθόντος, να συμφιλιωθούμε με τα όσα βιώσαμε, να αγκαλιάσουμε τις μνήμες που κρύψαμε και να προχωρήσουμε. Να ομορφύνουμε το παρόν και να ονειρευτούμε, δίχως φόβο, το μέλλον.

Πρώτα απ’ όλα, όμως, οφείλουμε ν’ αγαπήσουμε τον εαυτό μας. Όλα από εκεί ξεκινούν. Εάν αυτό δε γίνει, εάν δεν αποδεχθούμε αυτό που πραγματικά είμαστε δεν μπορούμε να συνεχίσουμε. Πρέπει να μάθουμε να φροντίζουμε τον εαυτό μας, να έχουμε μια καλή σχέση μαζί του, να τον αγαπάμε άνευ όρων. Και να μην ξεχνάμε ποτέ πως την ευτυχία μέσα μας τη δημιουργούμε εμείς. Εμείς και κανένας άλλος.

Εξόριστοι στον κόσμο των συναισθημάτων

Αγάπη, έρωτας, πάθος, οργή, κατάκτηση, εξουσία. Όλες αυτές οι λέξεις δηλώνουν τον ορισμό της σχέσης. Της δέσμευσης. Όχι απαραίτητα της αιώνιας δέσμευσης, αλλά οποιασδήποτε δέσμευσης.

Μια λέξη παρεξηγημένη. Μια λέξη αποκρουστική για κάποιους. Μια λέξη γεμάτη νόημα και εικόνες. Δέσμευση. Όταν την ακούς αυτό που σου περνάει σίγουρα από το μυαλό είναι εικόνες. Εικόνες από στιγμές. Στιγμές χαρούμενες, ξέγνοιαστες, αγαπημένες. Σκεπτόμενοι αυτές τις εικόνες όλοι μας επηρεαζόμαστε. Αρχίζει να μας αρέσει αυτή η ιδέα της κατάκτησης, της απόλυτης ηδονής, της απόλυτης ευτυχίας που δεν την ζεις μόνος σου αλλά την μοιράζεσαι με ένα αγαπημένο πρόσωπο.

Πλανεμένοι σε ένα παραμύθι, περιμένουμε όσα σκεφτόμαστε να γίνουνε. Ανυπομονούμε όσα ονειρευτήκαμε να γίνουν πραγματικότητα, να μην μείνουν απλά όνειρα ή σχέδια του πλανεμένου μυαλού. Και όταν λέω πλανεμένοι εννοώ στοιχειωμένοι στο ασυνείδητο, εγκλωβισμένοι στο Υπερεγώ. Οι ευαίσθητοι. Αυτός πιστεύω ότι είναι ο πιο σωστός χαρακτηρισμός. Φυσικά δεν έχει να κάνει με την ποσότητα ευαισθησίας του ατόμου. Η ποσότητα είναι περιττή στον κόσμο των συναισθημάτων. Όσο ευαίσθητος μπορεί να χαρακτηριστεί ένας άνθρωπος, λίγο, πολύ ή και καθόλου, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Σημασία έχει ότι υπάρχει μια αδυναμία στον καθένα μας. Και όταν λέω αδυναμία δεν εννοώ φυσικά την αρέσκεια του, αλλά την κρυφή και προσωπική του αδυναμία. Αυτή που κάνει τον κάθε άνθρωπο να κλάψει, να θυμώσει, να ανησυχήσει όταν αισθανθεί πως την χάνει. Αυτή η αδυναμία είναι που κρατάει δεμένο και προστατευμένο το συναίσθημα. Που κρατάει τον άνθρωπο ευαίσθητο.

Όταν κάποιος δεν νιώθει κανένα συναίσθημα, δεν μπορεί να κλάψει, δεν μπορεί να φοβηθεί, να πονέσει τότε σημαίνει ένα πράγμα. Ότι δεν έχει καμία αδυναμία να τον κρατάει προστατευμένο από τον εσωτερικό του κόσμο. Δεν υπάρχει ισορροπία στο συναίσθημα και στη λογική. Η ζυγαριά έχει βαρύνει από τη συνείδηση, από την απέραντη λογική και αναισθησία που έχει εισχωρήσει στην καρδιά και στην ψυχή. Την έχει μαυρίσει. Όπως επεκτείνεται αργά και τρομακτικά το σκοτάδι. Έτσι έχει επεκταθεί και η μαυρίλα στην καρδιά, αργά, βασανιστικά και ολοκληρωτικά. Ολοκληρωτικά γιατί πιθανόν να μην υπάρχει γυρισμός, εκτός μόνο αν ο ίδιος το θελήσει. Μόνο ο ίδιος κενός χαρακτήρας μπορεί να τον επαναφέρει.

Είναι ταυτόχρονα ευλογία και κατάρα να μην νιώθεις τίποτα. Να μην έχεις συναισθήματα. Αλλά όλοι έτσι καταλήγουμε στο τέλος. Κενοί και αποξενωμένοι. Αποξενωμένοι από τον κόσμο, την ψυχή, την καρδιά και κυρίως από τον ίδιο μας τον εαυτό. Προσπαθούμε να γίνουμε όπως θέλουν οι άλλοι, για να μην είμαστε μόνοι, και τελικά καταλήγουμε μόνοι γιατί χάνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.

Ίσως είναι το χειρότερο πράγμα να χάνεις τον εαυτό σου. Μένεις προσκολλημένος σε ένα κόσμο φτιαγμένο από σένα. Για να αποφύγεις μια αλήθεια που δεν θες να θυμάσαι, η δεν θες να ξαναζήσεις. Το χαρακτηρίζεις ψέμα και ύστερα το πιστεύεις παράφορα ώστε να διώξει τον αναπάντεχο πόνο που σου έχει προξενήσει. Είτε το άτομο, είτε η κατάσταση είτε και τα δύο. Όλοι έτσι ξεκινάμε, πλανεμένοι από την υπέρτατη ευαισθησία μας και καταλήγουμε ξένοι. Τι είναι αυτό που μεσολαβεί ανάμεσα στις δυο αυτές καταστάσεις;

Η αγάπη είναι αυτή που μπορεί να φουντώσει τα συναισθήματα αλλά και να τα διαλύσει παντελώς. Η αγάπη είναι ένα από τα μεγαλύτερα συναισθήματα και τα πιο ισχυρά. Είναι αυτή που δημιουργεί την αδυναμία μας. Μα και φυσικά η αδυναμία μας είναι ένα έμψυχο ον, τίποτα άλλο δεν μπορεί να συγκριθεί απέναντι στην αληθινή αγάπη που υπάρχει ανάμεσα σε δυο άτομα. Ανάμεσα σε δυο ψυχές. Ανάμεσα σε δυο διαφορετικούς κόσμους. Αυτοί που δείχνουν πιο σκληροί, αυτοί που είναι πιο άκαρδοι και αναίσθητοι είναι αυτοί που κάποτε πλανεύτηκαν από τα όνειρα τους. Εκείνοι που δόθηκαν ολοκληρωτικά στο συναίσθημα. Που πίστεψαν λόγια απερίσκεπτα. Είναι εκείνοι που πόνεσαν περισσότερο γιατί πέρασαν μέσα από την καρδιά τους ένα μεγάλο αγκάθι , σπρωγμένο με τόση άνεση από δάχτυλα που αγάπησαν βαθιά. Τυφλώνονται με ό,τι αγαπάνε, αυτοί που αγαπάνε αληθινά.

Η αγάπη είναι ένα ιδιόρρυθμο συναίσθημα, διαφορετικό για τον καθέναν. Κανείς δεν μπορεί να το χαρακτηρίσει καλό ή κακό. Ως αναγκαίο ή άχρηστο. Διότι στην αρχή φαίνεται τόσο αγνό, τόσο όμορφο που εύχεσαι να μην τελειώσει ποτέ και όταν έρθει η ώρα που θα πρέπει να τελειώσει, δεν θα το περιμένεις, δεν θα το πιστεύεις κυρίως και τότε μισείς τον εαυτό σου που δόθηκες τόσο πολύ, που υπάκουσες το συναίσθημα σου χωρίς να υπολογίσεις την φωνή της λογικής που σου μιλούσε πάντα. Τότε πέφτεις σε έναν λήθαργο από άσχημα συναισθήματα και μόλις μπορέσεις και τα αντέξεις, θα εξοριστείς από αυτόν τον κόσμο. Τον κόσμο των συναισθημάτων. Τον κόσμο της ανθρώπινης φύσης. Θα πιέσεις τον εαυτό σου να νιώσει κενός και αποξενωμένος γιατί μόνο έτσι θα μπορέσεις να τον σώσεις από τις δυστυχίες, τις απογοητεύσεις και τις στεναχώριες της ζωής. Αλλά κάνουν λάθος. Όλοι κάνουμε λάθος. Έτσι δεν γλιτώνουμε τον εαυτό μας, τον σπρώχνουμε στην εξορία. Στην αποπλάνηση του ίδιου μας του μυαλού. Νομίζουμε ότι έτσι θα ξεχάσουμε αυτά που μας πληγώνουν, αυτά τα πρόσωπα και τις καταστάσεις. Κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας ότι τα έχουμε ξεχάσει. Για την ακρίβεια δεν τα ξεχνάμε, απλά ζούμε με αυτά χωρίς να μας πονάνε πια.

Με αυτόν τον τρόπο χανόμαστε μέσα στον λαβύρινθο του υποσυνείδητου μας. Σαν το νερό που κυλάει σε ένα ποτάμι, σε ένα καταρράκτη. Τόσο εύκολα χανόμαστε. Τόσο γρήγορα. Και ύστερα τι μένει; Ένα σώμα με μια πλαστική και ανεξίτηλη καρδιά. Ό,τι έχει χαραχτεί μένει εκεί. Βαθιά στα έγκατα του ωκεανού μας.

Η αναισθησία εν τέλει είναι η αιτία της αδράνειας μας, της προσκόλλησης μας στο παρελθόν. Κρατάει το πρόσωπο, τις στιγμές, την αγάπη κλειδωμένη σε ένα απείραχτο σημείο της καρδιά μας. Ένα σημείο που ούτε καν εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να αγγίξουμε, μόνο μπορούμε να το γεμίζουμε με περισσότερες σκέψεις και συναισθήματα. Αυτά τα ελάχιστα συναισθήματα που θυμόμαστε να έχουμε. Είναι και αυτά φυλακισμένα στο βάθος μαζί με αυτά που θέλουμε να ξεχάσουμε, αυτά που θέλουμε να απομακρύνουμε από την ζωή μας. Αλλά ό,τι και να κάνουμε ένα κομμάτι του έχει προσκολληθεί βαθιά μέσα μας. Τόσο βαθιά που ούτε εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να πλησιάσουμε.

Πολλές φορές ο μεγαλύτερος μας εχθρός είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Ανώριμος, αυτοκαταστροφικός, επιρρεπής. Στα ίδια λάθη, στα ίδια πρόσωπα. Τίποτα το παράφορο ή το σχετικό με την ακολασία δεν πρέπει να πλησιάζει τον πραγματικό έρωτα. Έρωτες έρχονται και φεύγουν, οι αγάπες μένουν μόνο τελικά. Αυτή η μία και μοναδική αγάπη. Η αληθινή, μόνο αυτή πρέπει να αγαπιέται.

Αχ αυτή η αγάπη…. Πόσο αθώα και γλυκιά φαίνεται αλλά πόσο δηλητήριο κουβαλάει μέσα της. Πόσες ψυχές ακόμα θα λιανίσει; Και πόσες ακόμα θα βυθίσει;

ΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ, ΘΕΙΟΤΗΤΑ, ΕΥΤΥΧΙΑ, ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ στον αρχαίο Ελληνικό στοχασμό

Ο Πλάτων ονομάζει το διανοητικό και υπολογιστικό μέ­ρος της ψυχής θεϊκό. Ο Αριστοτέλης αποδίδει στην αν­θρώπινη νόηση (νοῦς) εξίσου υψηλή θέση. Τι σημαίνει αυτή η απόδοση θειότητας; Για να θέσουμε διαφορετικά το ερώ­τημα, τι σχέση έχει ο θεός, σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές φιλοσοφικές έννοιες του θείου, με τον λόγο, την αυτοκυρι­αρχία και την επίτευξη της ευτυχίας; Ως σύγχρονοι άνθρω­ποι, με ή χωρίς θρησκευτικές πεποιθήσεις ή δεσμεύσεις, σίγουρα απορούμε με αυτή την προσφυγή στη θειότητα στο πλαίσιο της ηθικής ψυχολογίας. Πώς θα μπορούσε οποιαδήποτε έννοια θειότητας να μας βοηθήσει να ελέγξουμε τα πάθη μας και να καλλιεργήσουμε τον θεωρητικό βίο; Οι επιπτώσεις και οι προεκτάσεις αυτού του ερωτήματος για την αρχαία φιλοσοφία είναι τεράστιες. Όχι μόνον ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης αλλά ακόμη και μεταγενέστεροι φιλόσο­φοι, κυρίως οι στωικοί, απέδωσαν στην ανθρώπινη διάνοια θεϊκή καταγωγή και ουσία. Η αποδοχή από τον άνθρωπο της εσωτερικής θεϊκής του φύσης, η επιδίωξη της ομοίω­σης με τον θεό, η τελείωση των οικογενειακών και κοινω­νικών σχέσεων και η αυτονόμηση από την τύχη ή τη μοίρα — όλες αυτές οι σπουδαίες ιδέες συνδυάζονται στο στωικό ηθικό σχέδιο της ζωής «σε συμφωνία με τη φύση» (ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν). Αυτή η έκφραση σηματοδοτεί έναν τρόπο ζωής και μια νοητική στάση πλήρως εναρμονισμένα με τους κανόνες του λόγου, που σημαίνει συμμόρφωση προς τη θειότητα. Η άλλη σπουδαία ελληνιστική σχολή, ο Κήπος του Επίκουρου, διέφερε από τον στωικισμό στο ότι απέρριπτε τη θεϊκή δημιουργικότητα και το θεϊκό ενδιαφέρον για την ανθρωπότητα. Ωστόσο, οι επικούρειοι συμμερίζονταν με τους στωικούς την αντίληψη ότι η θειότητα είναι υπό­δειγμα μακαριότητας, ότι μια αληθινά ευτυχισμένη ζωή προϋποθέτει αδιατάραχτη γαλήνη και ότι η τελειοποίηση της λογικότητας καθιστά τους ανθρώπους ικανούς να γί­νουν θεϊκοί και σοφοί.

Για να διερευνήσουμε τη θεολογική διάσταση της ηθι­κής ψυχολογίας των αρχαίων Ελλήνων πρέπει να αφήσου- με κατά μέρος τις μονοθεϊστικές συνεκδοχές ενός θεού με Θ κεφαλαίο ως ονόματος που σωστά χρησιμοποιείται για να αποδώσει το υπέρτατο ον του ιουδαϊσμού, του χριστια­νισμού και του ισλάμ. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι πράγ­ματι μιλούν κάποιες φορές για τον θεό στον ενικό ως κάτι ξεχωριστό από τους πολλούς θεούς οι οποίοι λατρεύονταν στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο Πλάτων προϋποθέτει, όπως έχουμε δει, έναν θείο κατασκευαστή του κόσμου, τον Δημιουργό· ο Αριστοτέλης συλλαμβάνει έναν και μοναδικό θείο νου, τον οποίο αποκαλεί το Πρώτο Κινούν Ακίνητο, ως αιώνια πρώτη αιτία του κόσμου· και ο στωικισμός χρησιμο­ποιεί το ιερό όνομα του Δία για να περιγράψει την ενοποιητική, ενεργοποιό δύναμη που μορφοποιεί και διαπερνά την υλική ουσία του κόσμου. Αυτοί οι ξεχωριστοί θεοί, όμως, δεν αποκλείουν την παρουσία άλλων θείων οντοτήτων στο πλατωνικό, αριστοτελικό ή στωικό σύμπαν.[1] Αυτός ο συνδυασμός ενός και πολλών θεών δεν θα πρέπει, να μας εκ­πλήσσει, αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι οι αρχαίοι Έλλη­νες φιλόσοφοι είχαν γαλουχηθεί στη θρησκευτική κουλτού­ρα που μας είναι οικεία από τον Όμηρο και τους τραγωδούς, στο έργο των οποίων υπάρχει πληθώρα θεών, εκ των οποίων μόνον ένας, ο Δίας, έχει ύψιστη δύναμη και αυθεντία. Οι φι­λόσοφοι θεώρησαν ότι τα μυθολογικά γνωρίσματα αυτών των ανθρωπόμορφων θεοτήτων δεν δικαιολογούσαν ούτε την απόδοση λατρείας προς αυτούς ούτε τη λειτουργία τους ως προτύπων, αλλά δεν είδαν κανένα λόγο να περιορίσουν την έκταση της θειότητας σε ένα μοναδικό ον. Απεναντίας, θεώρησαν τη θειότητα, αποκαθαρμένη από τις απαράδεκτες γι’ αυτήν ιδιότητες και ιστορίες, ως τον βέλτιστο τύπο ύπαρ­ξης, είτε αυτή υποστασιοποιείται από ένα ή από πολλά όντα, και είτε έχει κατανεμηθεί ή μπορεί να κατανεμηθεί σε ένα φάσμα δυνάμεων, λειτουργιών και πεδίων.[2]

Η τελειότητα, λοιπόν, ήταν το γενικό χαρακτηριστικό της θειότητας στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη, αλλά οι λεπτομέρειες του θεϊκού βίου διέφεραν σημαντικά μεταξύ των κύριων σχολών. Ο Επίκουρος χαρακτήριζε τους θεούς του «ευλογημένα και αθάνατα όντα» τα οποία ζουν μια αιώνια ατάραχη ύπαρξη, χωρίς να τους απασχολεί το σύμπαν στο οποίο διαβιούν οι άνθρωποι.[3] Τέτοιες θεότη­τες, οι οποίες αναπολούν τις ευτυχισμένες στιγμές θεϊκής διασκέδασης στον Όμηρο, έδωσαν στους επικούρειους το δικό τους πρότυπο για μια κοινωνική ζωή ιδεωδώς ευχά­ριστη και χαλαρή. Στον στωικισμό, αντιθέτως, η ανώτατη θεότητα, ο Δίας, μας θυμίζει, τον Όμηρο με έναν αρκετά δια­φορετικό τρόπο. Ο ομηρικός Δίας, πατήρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε, όπως αποκαλείται συχνά στην επική ποίηση, προεικονίζει τη στωική έννοια ενός θεϊκού νου ο οποίος εποπτεύει με την εξουσία του όλο τον κόσμο. Η έννοια του θείου σε αυτές τις δύο φιλοσοφικές σχολές (όπως και στη σκέψη του Πλάτω­να και του Αριστοτέλη) είχε συγκεκριμένο περιεχόμενο το οποίο χαρακτήριζε το κάθε σύστημα ξεχωριστά, αλλά είχε και κάποιες γενικές και κοινές λειτουργίες. Χρειάζεται να αναπτύξουμε πρώτα τις τελευταίες, καθώς προσπαθούμε να κατανοήσουμε τη θειότητα και τον θεϊκό λόγο στα ελλη­νικά μοντέλα του νου και της φροντίδας του εαυτού.

Ξεκινώ  εφιστώντας την προσοχή στο χάσμα ανάμεσα στην ευτυχία των αθάνατων θεών και στα βάσανα των θνητών ανθρώπινων όντων. Ένας τρόπος για να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα, με το οποίο δεν θα χρειαστεί να ασχοληθούμε και πάλι εδώ, ήταν να επεκτείνουμε την προ­οπτική μιας μακάριας μετά θάνατον ζωής στις ανθρώπινες ψυχές που την αξίζουν. Όσο ελκυστικό κι αν μπορούσε να είναι αυτό το μέλλον, οι φιλόσοφοι εκτός της πλατωνικής παράδοσης δεν είχαν πειστεί ότι οι προοπτικές μιας μετα­θανάτιας ζωής, αν υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν, θα μπορούσαν να βελτιώσουν την παρούσα ενσώματη ύπαρξή μας· ακόμη και οι πλατωνιστές επικέντρωναν την ηθική τους σκέψη σχετικά με τη νοητική και ηθική βελτί­ωση της ψυχής στη ζωή εδώ και τώρα. Για να μικρύνουν το ουσιαστικό χάσμα μεταξύ του θείου και του ανθρώπινου κατά τη διάρκεια της κανονικής ζωής του ανθρώπου, οι φι­λόσοφοι προσέφυγαν σε ιδέες που δηλώνονταν με τη λέξη εὐδαιμονία.

Κατά απόλυτη κυριολεξία, ευδαιμονία σημαίνει κάτι που μας χορηγείται από τη θεότητα. Το δεύτερο συνθετικό της λέξης, δαίμων, συνδυάζει μια γενική έννοια για τη θεότητα με την ιδέα της μοίρας ή της τύχης. Προτάσσοντας στο δαίμων το επίρρημα εὖ, το οποίο χαρακτηρίζει μια δραστηριότητα ή κατάσταση ως άριστη, η ελληνική γλώσσα διέθετε έναν σύνθετο όρο για να εκφράσει την ιδέα του καλύτερου δυνα­τού ανθρώπινου βίου, μια κατάσταση άνθησης, ευημερίας, άριστης διαβίωσης. Ως εκ τούτου, η ευδαιμονία μεταφράζε­ται συμβατικά στα αγγλικά ως «ευτυχία» (happiness). Αν, όμως, η ευτυχία συνίσταται σε μεγάλο βαθμό ή εξ ολοκλή­ρου στην υλική επιτυχία και ασφάλεια, όπως είχε υποθέσει ο πρώιμος ελληνικός πολιτισμός, θα μπορούσε κάτι τέτοιο ποτέ να διασφαλιστεί; Το ερώτημα ήταν ιδιαίτερα πιεστι­κό στο αρχαίο του πλαίσιο επειδή οι θεοί της μυθολογίας ήταν διαβόητα δονκιχωτικοί και απρόβλεπτοι ως προς τους τρόπους με τους οποίους παρείχαν ή απέσυραν την εύνοιά τους.[4] Οι φιλόσοφοι απάντησαν σε αυτή την πρόκληση εσωτερικεύοντας τις κύριες προϋποθέσεις για την επίτευξη της ευδαιμονίας. Έκαναν την «ευτυχία» να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό ή εξ ολοκλήρου όχι από τις εξωτερικές περιστάσεις και την καλή τύχη αλλά από τις διανοητικές και ηθικές δια­θέσεις των προσώπων. Ο Ηράκλειτος διατύπωσε τον πυρή­να αυτής της οπτικής στην ακόλουθη επιγραμματική πρό­ταση: «Ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου (ἦθος) είναι η μοίρα του (δαίμων)».[5] Με άλλα λόγια, η ευτυχία δεν επιτυγχάνεται χάρη στην καλή τύχη ή σε ό,τι παρέχει ο εξωτερικός κόσμος αλλά χάρη στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι διαμορφώ­νουν το ίδιο τους το πεπρωμένο μέσα από τις σκέψεις, τις επιθυμίες και τα κίνητρά τους.

Η κλασική διατύπωση αυτής της θέσης, η οποία ονο­μάστηκε από τους σύγχρονους μελετητές ευδαιμονισμός, αποδίδεται στον Σωκράτη από τον Πλάτωνα. Αυτό είναι το χωρίο όπου ο Σωκρά­της παροτρύνει τους δικαστές στη δίκη του να κάνουν τις ψυχές τους όσο το δυνατόν καλύτερες με την καλλιέργεια της δικαιοσύνης χωρίς να δίνουν μεγάλη αξία στη σωματι­κή και εξωτερική ευημερία. Ο Σωκράτης προσθέτει κύρος στα λόγια του επικαλούμενος από την αρχή ώς το τέλος της απολογίας του την αταλάντευτη πίστη καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του στη θεότητα. Στο χωρίο από τον Τίμαιο του Πλάτωνα, ένα έργο το οποίο ίσως γράφτηκε τριάντα χρόνια αργότερα, ο Πλάτων αξιοποιεί την ετυμολογία της λέξης εὐδαιμονία όταν αποδίδει αυτή την κατάσταση σε όσους «πάντοτε θεραπεύουν το θείο στοιχείο τους», χρησιμοποιώντας τη λέξη δαίμων προκειμένου να αναφερθεί στη διάνοια και τη λογική ικανότητα των ανθρώπινων όντων, την οποία ο Πλάτων θεωρεί το ηγετικό συστατικό των ψυχών τους. Αυτού του είδους οι άνθρωποι, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, θα επιτύχουν μια ευλογημένη από τους θεούς και ευημερούσα ζωή με τη μορφή της πνευ­ματικής ευεξίας. Καλλιεργώντας τον νου τους και υποτάσ­σοντας τα άλλα μέρη της ψυχής τους σε αυτή την καθοδή­γηση, οι πλατωνικοί φιλόσοφοι επιδίδονται σε μια μορφή λατρείας — τιμώντας τις έμφυτες δυνάμεις του λόγου που τους έδωσε ο θεός.

Μπορούμε εδώ να εφαρμόσουμε γενικότερα τη θεμελι­ώδη ιδέα του Πλάτωνα σε όλες τις κύριες φιλοσοφικές σχο­λές. Επικαλούμενοι τη θειότητα στην ηθική και την ψυχο­λογία τους, οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι εισηγήθηκαν μια ουσιώδη σύνδεση μεταξύ του βέλτιστου βίου που υπάρχει στο σύμπαν —δηλαδή, της θεϊκής ζωής— και του βέλτι­στου βίου τον οποίο μπορούν να επιτύχουν ή φιλοδοξούν να επιτύχουν τα ανθρώπινα όντα. Η απόδοση θειότητας στον νου σημαίνει ότι τα ανθρώπινα όντα είναι εκ φύσεως, όχι υπερφυσικά όπως εμείς οι νεότεροι ίσως νομίζουμε, προικι­σμένα με την ικανότητα να ζουν μια ζωή απόλυτης υπερο­χής, ευτυχίας και ικανοποίησης. Το ότι έχουμε την ικανό­τητα να ζήσουμε μια τέτοια ζωή δεν συνεπάγεται, φυσικά, ότι η επίτευξη αυτής της υποδειγματικής κατάστασης είναι πιθανή ή ακόμη και πρακτικά δυνατή για τους περισσότε­ρους από εμάς. Η ευτυχία, με αυτή την έννοια, είναι μια ιδι­αίτερα απαιτητική κατάσταση επειδή απαιτεί οι άνθρωποι όχι μόνο να καλλιεργήσουν τη λογικότητά τους αλλά επίσης να τη θέσουν ως ύψιστη προτεραιότητα πάνω από οτιδήπο­τε άλλο, κυρίως πάνω από τις ενστικτώδεις επιθυμίες και τις πρόσκαιρες σωματικές ικανοποιήσεις. Ωστόσο, η θεϊκή φύση της ευτυχίας την ανέδειξε ως απόλυτα άριστη φιλο­δοξία. Επίσης εξύψωσε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια στον ανώτατο δυνατό βαθμό σε αντίθεση με την ταπεινή κατά­σταση των θνητών όπως εκφράζεται χαρακτηριστικά στα Ομηρικά Έπη.

Χρησιμοποίησα παραπάνω την έκφραση «δυνάμεις του λόγου». Αυτή είναι μια έννοια στενά συγγενική προς την έννοια της «κυριαρχίας του λόγου» την οποία μελετήσαμε στο Κεφάλαιο Καθώς διερευνούμε τη γενεαλογία της θεο­λογικής ψυχολογίας των φιλοσόφων, η έννοια της δυνάμεως απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Η θειότητα σε κάθε πολιτισμό γίνεται κατανοητή ως η πηγή εξαιρετικά ισχυρής ικανό­τητας δράσης. Οι θεοί παραδοσιακά και θεμελιωδώς θεω­ρούνται όντα τα οποία κάνουν να συμβούν πολύ σπουδαία πράγματα, πράγματα τα οποία έχουν θεμελιώδη σημασία για εμάς είτε για καλό είτε για κακό, όπως οι καταιγίδες και η καλοκαιρία. Η δύναμη συμβαδίζει με την αιτιότητα. Ο λόγος και η λογικότητα, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, είναι άραγε δυνάμεις με την έννοια ότι είναι αιτιωδώς αποτελεσματικά, ώστε να κάνουν πράγματα να συμβούν; Η απάντηση, σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες φιλοσό­φους, είναι αναντίρρητα καταφατική, με την προϋπόθεση ότι κατανοούμε τη δύναμη με τρόπο που να συνδυάζει την ώθηση και την ενέργεια με την τελεολογία και την οργανω­τική αποτελεσματικότητα. Είναι αυτή η ειδική αίσθηση της αιτιώδους δύναμης που λειτουργεί στην αγαθότητα και τη σκοπιμότητα του λόγου και καθιστά τον λόγο θεϊκό.

Ό,τι λέω με αυτούς τους μάλλον αφηρημένους τρόπους εκφράζεται πιο εντυπωσιακά και συγκεκριμένα στην περι­γραφή του Πλάτωνα για τα κίνητρα και τις δραστηριότητες του θείου Δημιουργού, ο οποίος αποτελεί τη μεταφορική του έκφραση για τον δημιουργικό παράγοντα του κόσμου.[6] Τη δημιουργική αυτή θεότητα πρέπει να τη δούμε σαν έναν μαθηματικό που εφαρμόζει με γενναιοδωρία στην πράξη τα μαθηματικά του. Ο Δημιουργός δείχνει καθαρά αυτές τις ιδιότητες επιβάλλοντας γεωμετρική δομή και εύτακτη κί­νηση σε ένα προϋπάρχον φυσικό χάος. Αν ο Πλάτων έγραφε τον 170 αιώνα, θα μπορούσε να είχε πει πως ο θείος δημι­ουργός του σχεδίασε τους Νόμους της Φύσης. Ο Πλάτων αποδίδει τις κοσμολογικές πράξεις του Δημιουργού στην υπεροχή του, η οποία φανερώνεται μέσα από την επιθυμία του «όλα να είναι καλά και τίποτα να μην είναι κακό, στον βαθμό που αυτό ήταν εφικτό» και, επομένως, συγγενές προς τον ίδιο.[7] Ο Δημιουργός «παρήγαγε τάξη από την αταξία, θεωρώντας πως η τάξη ήταν από κάθε άποψη προτιμότε­ρη».[8] Ένα ουσιώδες συστατικό αυτής της δημιουργικής και οργανωτικής πράξης ήταν η εισαγωγή της νοημοσύνης στον κόσμο που μόλις απέκτησε τάξη. Ο Δημιουργός επι­τυγχάνει αυτό το αποτέλεσμα κατασκευάζοντας μια λογική ψυχή για τον ίδιο τον κόσμο (ενεργή με τον πλέον εμφανή τρόπο στην αρμονία των ουράνιων κινήσεων) και επίσης δη­μιουργώντας τις επιμέρους νοήμονες ψυχές οι οποίες ενσαρ­κώνονται στα ανθρώπινα όντα.

Ο Πλάτων αποκαλεί την περιγραφή του της θείας δη­μιουργίας «πιθανή [ή λογική] αφήγηση» (εἰκώς λόγος). Αυτή η φράση σημαίνει πως δεν πρέπει να εκλάβουμε τις λεπτομέρειες, ειδικά τον προσωποποιημένο Δημιουργό, ως τελείως κυριολεκτικές αλήθειες. Αναφέρομαι στο χωρίο αυτό επειδή μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε γιατί οι Έλ­ληνες φιλόσοφοι μπορούσαν να θεωρούν τον λόγο όχι απλώς το νοητικό εργαλείο για αποτελεσματικό σχεδίασμά και υπολογισμό αλλά ανώτατο έμβιο ον καθαυτό, μάλιστα την ίδια την ουσία της αγαθότητας, εξαιτίας της δύναμής του να παράγει και να διατηρεί την τάξη, τη δομή και την αρμονία.

Ανάμεσα στους πρωιμότερους Έλληνες κοσμολόγους οι οποίοι προσέφεραν θεωρίες σχετικά με την προέλευση του κόσμου, ο πιο άμεσος πρόδρομος του Πλάτωνα ήταν ο Αναξαγόρας, σύγχρονος του Σωκράτη και συγγραφέας του πρώτου φιλοσοφικού μπεστ-σέλερ.[9] Ο Αναξαγόρας διατύ­πωσε για πρώτη φορά μια διάκριση ανάμεσα στον νου και την ύλη, θεωρώντας την ύλη ένα αδρανές και αδιαφοροποίητο υλικό, και τον νου ως την αρκετά ξεχωριστή και διακριτή οντότητα η οποία γεννά τον κόσμο. Αυτή η κοσμική διάνοια ενεργοποιεί και διαχωρίζει την αρχέγονη υλική μάζα, προ- καλώντας τη μορφοποίησή της στις στοιχειώδεις ουσίες του φυσικού κόσμου. Οι σωζόμενες ρήσεις του Αναξαγόρα δεν αποδίδουν ξεκάθαρα αγαθότητα ή σκοπιμότητα ή ακόμη και θειότητα στον κοσμικό του νου (παρότι γράφει γι’ αυτόν σε μεγαλοπρεπή γλώσσα), αλλά οφείλουμε να θεωρήσουμε ότι όλες αυτές οι ιδιότητες υποδηλώνονται από τη θεώρηση του νου ως γενεσιουργού δύναμης του κόσμου. Η βασική έννοια αυτής της λέξης είναι ακριβώς ευφυΐα και διορατικότητα. Ο Αναξαγόρας, ο οποίος απέκτησε το παρωνύμιο Νους εξαιτίας της θεωρίας του, όρισε μια υπεράνθρωπη διάνοια ως τη δύναμη που απαιτείται για να εξηγήσουμε το εύτακτο σύμπαν το οποίο κατοικούμε και παρατηρούμε.

Το μοντέλο του νου, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 4, θα μπο­ρούσε να αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό σε πολιτικές έννοιες αρχής/ άρχοντος και αρχόμενου/αρχομένων ή στην κοινωνι­κή διάκριση μεταξύ κυρίου και δούλου. Αυτό που βλέπουμε τώρα, καθώς πια στρεφόμαστε στην κοσμολογία, είναι μια έννοια του λόγου ή του νου ή της μαθηματικής νοημοσύνης ως της πηγής της τάξης και της δομής του φυσικού κόσμου. Αυτό το αξίωμα είναι μια μεγαλειώδης ιδέα, ειδικά όταν το συγκρίνουμε με τις μυθολογικές αφηγήσεις της θείας κυρι­αρχίας, συμπεριλαμβανομένου ακόμη και του εὐρύοπος νοῦ του Ολυμπίου Διός. Δεν στέκομαι στην προφανή διαπίστωση πως τα ανθρώπινα όντα χρειάζονται τον λόγο για να φέρουν τον κόσμο εντός του πεδίου της επιστημονικής κατανόησης. Θέλω να πω μάλλον ότι η φυσική επιστήμη είναι δυνατή μό­νον επειδή ο κόσμος ο ίδιος είναι το προϊόν του λόγου όπως αυτός εκδηλώνεται στη δραστηριότητα και το αποτέλεσμα του θεϊκού σκοπού και της θεϊκής νόησης.

Αυτό το επιχείρημα εκ του σχεδίου πήρε διαφορετικές μορφές σε διαφορετικές σχολές. Στον Πλάτωνα και τον στωικισμό, πιο άμεσα, ο κόσμος οφείλει τη γέννησή του στην προνοητική τεχνουργία μιας υπεράνθρωπης ευφυΐας. Ο Αριστοτέλης επίσης καθιστά τη θεϊκή διάνοια την πρώ­τη αιτία του κόσμου, αλλά με τρόπο λιγότερο άμεσο. Αντί να είναι ένας προνοητικός δημιουργός, το Πρώτο Κινούν είναι ένας στοχαστής του οποίου η υπεροχή αντανακλάται και μεταδίδεται μέσω της σκοπιμότητας όλων των φυσι­κών γεγονότων, ιδιαίτερα της δομής και των λειτουργιών των έμβιων όντων. Η ουσία της αριστοτελικής ευδαιμονίας, είτε την εξετάσουμε στη στοχαστική σφαίρα (εύτακτη σκέ­ψη σχετικά με θεωρητικά θέματα) είτε στον κοινωνικό βίο (εξετάζοντας με ποιον τρόπο μπορούμε καλύτερα να οργα­νώσουμε τις επιθυμίες μας σύμφωνα με τις πρακτικές αρε­τές), συνίσταται στην άριστη δραστηριότητα της λογικής ικανότητας της ψυχής μας. Και ο λόγος για τον Αριστοτέλη είναι ταυτόχρονα ουσιαστικά καλός και ουσιαστικά θεϊκός. Όπως ο ίδιος δηλώνει πιο αξιομνημόνευτα στο πλαίσιο της περιγραφής του βίου του Πρώτου Ακίνητου Κινούντος, η ανθρώπινη σκέψη στην καλύτερη στιγμή της μοιάζει με την αιώνια δραστηριότητα του θείου νου.[10]

Οι επικούρειοι, για τους οποίους η πρώτη αρχή του κό­σμου είναι η ύλη σε κίνηση, δεν είχαν καθόλου ανάγκη ενός θείου νου ως αιτιώδους και δημιουργικής αρχής στη φυσι­κή. Ως εκ τούτου απέρριψαν απερίφραστα το επιχείρημα εκ του σχεδίου. Συμφωνούσαν, ωστόσο, πως ο ορθός λόγος είναι μια δύναμη, ή μάλλον η δύναμη, με την οποία οι άν­θρωποι μπορούν να δημιουργήσουν εύτακτους, γαλήνιους και ενάρετους βίους.[11] Όσο για τους επικούρειους θεούς, αυτά τα μυστηριώδη όντα σηματοδοτούν τον ιδανικό βίο που καλούνται να μιμηθούν οι άνθρωποι. Είναι πιθανώς σοφοί, επειδή χωρίς σοφία θα ήταν αδύνατον γι’ αυτούς να διαπραγματευτούν τις κατάλληλες πηγές ηδονής ή να απο­φύγουν να πέσουν θύματα επιθυμιών, η πραγματοποίηση των οποίων δεν είναι ούτε φυσική ούτε αναγκαία για την ευ­τυχία. Επιπλέον, όπως λέει ο Κικέρων για λογαριασμό της επικούρειας φιλοσοφίας, η θεϊκή ευτυχία απαιτεί να είναι οι θεοί και ενάρετοι και έλλογοι.[12]

Μέχρι στιγμής έχω συζητήσει τη γενική αντίληψη για τον λόγο με στόχο να καταδείξω γιατί οι κορυφαίοι αρχαίοι Έλληνες στοχαστές τον θεώρησαν θεϊκή ιδιότητα και τον επικαλέστηκαν ως την πλέον ισχυρή πηγή της ανθρώπινης ευημερίας. Στη βάση αυτής της σύνδεσης μεταξύ της ευτυ­χίας, της λογικότητας και της θειότητας βρίσκονται τρεις προτάσεις: πρώτον, ότι οι θεϊκοί βίοι υπερέχουν συστηματι­κά εξαιτίας της λογικότητάς τους· δεύτερον, ότι τα ανθρώ­πινα όντα διαθέτουν τη νοητική σκευή για να μιμηθούν τη θεϊκή υπεροχή· και τρίτον, ότι το ανθρώπινο ισοδύναμο της θεϊκής υπεροχής είναι η ευδαιμονία, η οποία ερμηνεύεται ως μια ατάραχη και ορθολογικά καθοδηγούμενη νοοτροπία. Στρέφομαι τώρα, και για το υπόλοιπο αυτού του κεφαλαίου, στις ιδέες που ανέπτυξαν οι στωικοί φιλόσοφοι σχετικά με αυτά τα θέματα.

Όπως ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και ο Επίκουρος, οι στωικοί στήριζαν την ανθρώπινη υπεροχή και ευδαιμονία σε έναν τρόπο ζωής ο οποίος καθοδηγείται αδιαλείπτως από τον λόγο. Επίσης, όπως αυτοί οι πρόδρομοί τους, θεώ­ρησαν τον λόγο και την καθοδήγησή του ιδιότητες της θειό­τητας. Αλλά η στωική θειότητα δεν υπερβαίνει τον φυσικό κόσμο, όπως συμβαίνει σε αυτά τα φιλοσοφικά συστήματα. Ο στωικός Δίας είναι μια πανθεϊστική θεότητα, εντός του σύμπαντος, η οποία δημιουργεί τον φυσικό κόσμο εκ των έσω διαπερνώντας και δίνοντας μορφή στην ύλη.[13] Ως προς αυτή την προνοητική και δημιουργική δραστηριότητά του, ο στωικός Δίας μοιάζει πολύ με τον πλατωνικό Δημιουργό. Η κύρια διαφορά έγκειται στο ότι ο θεϊκός κατασκευαστής του Πλάτωνα δεν λερώνει τα χέρια του, ας το πούμε έτσι, ενώ ο ομόλογος των στωικών θεωρείται ταυτόχρονα και φυσική/σωματική δύναμη και νους. Κάθε φυσική ουσία ή σώμα στο στωικό σύμπαν ενέχει τη θειότητα παρούσα σε αυτό ως αιτιώδη του αρχή. Επειδή οι πράξεις του Δία είναι έλλογες, το κάθε τι συμμορφώνεται με τον λόγο από τη θεϊ­κή σκοπιά, είτε αναφερόμαστε στις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, στη δομή των μεταλλευμάτων, στις αρχές των βοτανικών ή ζωολογικών φαινομένων, είτε στις φυσικές και πνευματικές ιδιότητες των ανθρώπινων όντων.

Στη στωική θεωρία αυτή η απόλυτα περιεκτική θειότητα ονομάζεται επίσης φύση και αίτιο.

Εφόσον η συμπαντική φύση φτάνει παντού, θα πρέπει να ισχύει πως οτιδήποτε συμβαίνει στο σύνολο όπως και σε κάθε ένα από τα μέρη του συμβαίνει σε συμφωνία με την καθολι­κή φύση και τους λόγους της σε απρόσκοπτη ακολουθία. Αυτό ισχύει επειδή δεν υπάρχει τίποτε το οποίο θα μπορούσε να παρέμβει στη διακυβέρνηση της φύσης εξωτερικά, ούτε υπάρχει κάποιος τρόπος οποιοδήποτε από τα μέρη να μπει σε οποιαδήποτε διαδικασία ή κατάσταση αν αυτό δεν γίνεται σε συμφω­νία με την οικουμενική φύση.[14]

Σε αυτή την έκθεση, η οποία συντάχθηκε από τον πρώιμο στωικό φιλόσοφο Χρύσιππο, βλέπουμε μιαν αντίληψη του κόσμου ως ενός εντελώς κλειστού και καθορισμένου συστή­ματος. Ακόμη, αντί η έννοια αυτή, όπως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, να μας παρέχει το μοντέλο ενός καθαρά μη­χανιστικού και άψυχου σύμπαντος, οι στωικοί φιλόσοφοι νιώθουν το σύμπαν να πάλλεται με νοημοσύνη, με αποτέ­λεσμα οτιδήποτε συμβαίνει να προκύπτει για κάποιους λό­γους, και μάλιστα για τον καλύτερο από όλους τους λόγους. Το ότι κάτι προκύπτει για κάποιους λόγους, όπως ακριβώς ισχύει στον πλατωνισμό και τον Αριστοτέλη, δεν σημαίνει μόνον ότι οι λογικοί νόες μπορούν να επιχειρήσουν να κα­τανοήσουν για ποιον λόγο προκύπτουν τα φυσικά γεγονότα όπως φαίνεται να το κάνουν· σημαίνει επιπλέον, και αυτό έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία σε ηθικά και ψυχολογικά συμφραζόμενα, ότι οι λογικοί νόες έχουν τα εφόδια να κα­τανοήσουν και να εκτιμήσουν τον κόσμο από την άποψη του κόσμου. Για να το θέσουμε διαφορετικά, ο στωικισμός υποστηρίζει ότι τα ανθρώπινα όντα είναι ικανά να υιοθετή­σουν μια αποκεντρωμένη ή αντικειμενική προοπτική για τα φυσικά γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων των γεγονότων τα οποία έχουν άμεσο αντίκτυπο σ’ εμάς και σε ό,τι είναι για εμάς πιο αγαπητό. Επιτυγχάνουμε αυτή την οπτική («να ζούμε σε συμφωνία με την ανθρώπινη και την οικουμενική φύση») με το να αναγνωρίζουμε πως τίποτα από όσα εμπίπτουν έξω από την ανθρώπινη ενέργεια δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό ή καλύτερο από αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Τα φυσικά γεγονότα έξω από την ανθρώπινη σφαίρα είναι δουλειά της θεότητας — για πα­ράδειγμα, οι εναλλαγές των εποχών, η ανατολή και η δύση του ήλιου, η θνητότητα των γήινων μορφών ζωής, η γενε­τική μας σύσταση, αλλά ακόμη και οι καταστροφές όπως οι σεισμοί και τα παλιρροϊκά κύματα. Αυτά τα πράγματα οφείλουμε να τα αποδεχόμαστε και να τα αντιμετωπίζουμε κατανοώντας πως είναι έτσι όπως έπρεπε να είναι τα πράγ­ματα στον φυσικό κόσμο που η θεϊκή διάνοια έχει συγκρο­τήσει και πραγματοποιήσει.

Αυτή η θέση, χωρίς περαιτέρω εξήγηση, ίσως φαίνεται να δικαιολογεί τη μοιρολατρία ή τουλάχιστον να μειώνει σε μεγάλο βαθμό τη σημασία της ανθρώπινης επενέργειας. Στην ουσία, όμως, έχει την αντίθετη σημασία. Και τούτο επειδή η αιτιοκρατική δομή της θεϊκής αιτιότητας και των εξωτερικών γεγονότων όχι μόνο δεν αποκλείει την ανθρώ­πινη αυτονομία και ευθύνη αλλά τους δίνει ξεχωριστή θέση μέσω του στωικού δόγματος ότι οι νόες μας είναι «μέρη» ή «παραφυάδες» της θεϊκής διάνοιας. Στο στωικό σύμπαν η επενέργεια (δηλαδή η αιτιότητα που προσιδιάζει στους νόες) είναι κατανεμημένη ανάμεσα στην υπέρτατη διάνοια του Δία ή της οικουμενικής φύσης, η οποία είναι το απόλυ­το θείο, και στην παράγωγη λογικότητα των προσώπων. Η δύναμη της πρώτης είναι απέραντη, αλλά χάρη στη δεύτερη τα πρόσωπα μπορούν κατ’ αρχήν να προσαρμοστούν κατάλ­ληλα σε όλα όσα επηρεάζουν άμεσα τον βίο τους. Αυτό το τολμηρό δόγμα δίνει στα ανθρώπινα όντα την ικανότητα να γίνουν εντελώς αυτόνομα, πράγμα το οποίο σημαίνει να μην υπόκεινται σε καμία άλλη αυθεντία πέρα από την εξουσία του λόγου. Αυτή η εξουσία είναι ταυτόχρονα υποκειμενική και αντικειμενική επειδή προϋποθέτει τη συνεργασία μετα­ξύ του ατομικού εγώ και του απόλυτου θεϊκού.

Για να θέσω περαιτέρω το στωικό σκηνικό χρησιμοποιώ μια επιλογή χωρίων από τον Επίκτητο (περ. 55-135 μ·Χ·)ι τα οποία συνέθεσε υπό μορφήν διαλέξεων για τους μαθητές του. Το κοινό θέμα αυτών των χωρίων είναι η έλλογη φύση του ανθρώπινου νου και η σχέση της ή η εν δυνάμει σχέση της με τη θεότητα. Ο Επίκτητος μάλλον προτιμά να χρη­σιμοποιεί προσωποκρατική γλώσσα στις περιγραφές του της κοσμικής θεότητας της σχολής, παρά να την αποκαλεί οικουμενική φύση, όπως είχε κάνει ο Χρύσιππος. Εκφρά­ζει τις συνέπειες του προνοητικού πανθεϊσμού για την αν­θρωπότητα και για τον ανθρώπινο νου σε μια διατριβή την οποία θα παραθέσω εκτενώς, αριθμώντας τα μέρη της για λόγους ευκολίας.

(1.1) Αν τα φυτά και τα σώματά μας συνδέονται και αλληλεπιδρούν τόσο στενά με το σύμπαν, δεν ισχύει αυτό ακόμη περισσότερο για τον νου μας; Και αν οι νόες μας είναι τόσο συνδεδεμένοι και προσαρτημένοι στον θεό, ως μέρη και παρα­φυάδες της ύπαρξής του, δεν αντιλαμβάνεται ο θεός την κάθε τους κίνηση ως κάτι που ανήκει σ’ αυτόν και μοιράζεται τη φύση του; (1.2) Εσύ, από την πλευρά σου, έχεις την ικανότητα να στοχάζεσαι σχετικά με τη θεία διακυβέρνηση και κάθε ένα από τα γνωρίσματά της, και ομοίως σχετικά με τις ανθρώπι­νες υποθέσεις· και έχεις επίσης την ικανότητα να συγκινείσαι από αναρίθμητα πράγματα ταυτόχρονα, μέσω των αισθήσεων και της σκέψης σου, δίνοντας τη συγκατάθεσή σου ή απορρίπτον- τας κάποιες από αυτές, και να αναστέλλεις την κρίση σου σχετικά με άλλες. Μέσα στον νου σου διατηρείς τόσες πολλές εντυπώσεις από μια τόσο μεγάλη ποικιλία πραγμάτων, και υπό την επήρειά τους ανακαλύπτεις πως έχεις ιδέες οι οποίες συμφωνούν με τις αρχικές σου εντυπώσεις, και από αναρίθμητα πράγματα εξασφα­λίζεις μια σειρά δεξιοτήτων και αναμνήσεων.[15] (1.3) Δεν είναι, λοιπόν, ο θεός ικανός να επιβλέπει τα πάντα και να είναι πανταχού παρών και να διατηρεί μια ορισμένη κατανομή με κάθε τι; ... Έχει δωρίσει σε κάθε πρόσωπο το δικό του προσωπικό θείο πνεύμα (δαίμων), ως φύλακα, και έχει εμπιστευθεί την ασφάλεια κάθε ατόμου σε αυτό τον επίτροπο, ο οποίος δεν κοι­μάται και δεν μπορεί να παραπλανηθεί. Σε ποιον καλύτερο και πιο στοργικό φύλακα θα μπορούσε να μας έχει εμπιστευθεί; (1.4) Επομένως, όταν κλείνεις τις πόρτες σου και δημιουργείς σκοτάδι εκεί μέσα, θυμήσου να μην πεις ποτέ ότι είσαι μόνος, επειδή δεν είσαι. Ο θεός βρίσκεται μέσα, όπως επίσης και το θείο σου πνεύμα. ... Σε αυτόν τον θεό είναι που πρέπει να δώ­σεις όρκο πίστης, όπως το κάνουν οι στρατιώτες στον Καίσαρα. ... (1.5) Τι θα ορκιστείς, λοιπόν; Ποτέ να μην παρακούσεις ή να κατηγορήσεις ή να παραπονεθείς για οτιδήποτε σου έχει δώσει ο θεός, ούτε να είσαι απρόθυμος να πράξεις ή να υποφέ­ρεις οτιδήποτε είναι αναπόφευκτο. Είναι αυτός ο όρκος όμοιος με τον άλλο; Εκεί οι άνδρες ορκίζονται να μη βάλουν κανέναν πάνω από τον Καίσαρα. Αλλά εδώ ορκιζόμαστε να βάζουμε τους εαυτούς μας πάνω από όλα τα άλλα.[16]

Εδώ υπάρχουν απόηχοι οικείων μονοθεϊστικών δογμάτων, ειδικά η αντίληψη ότι ο Θεός δείχνει ξεχωριστή φροντί­δα για τα ανθρώπινα όντα, ότι αυτά είναι φτιαγμένα καθ’ ομοίωσιν του Θεού και ότι ο ίδιος είναι παντογνώστης, προ­νοητικός και άμεμπτος. Αλλά τα μεγάλα δογματικά κείμε­να αυτών των θρησκειών σιωπούν σε μεγάλο βαθμό όσον αφορά τη λογικότητα του Θεού. Επιπλέον, θα ήταν ασέβεια για έναν παραδοσιακό χριστιανό, ιουδαίο ή μουσουλμάνο να υποθέσει ότι τα ανθρώπινα όντα έχουν άμεση πρόσβα­ση στον νου ή στις σκέψεις του Θεού. Στον στωικισμό αντιθέτως, ο νους του Δία θεωρείται ότι έχει τις ίδιες βασικές ιδιότητες (περισσότερα γι’ αυτές παρακάτω) που διαθέτει μια τελειοποιημένη ανθρώπινη διάνοια, αλλά ότι τις έχει σε υπερθετικά υψηλότερο βαθμό. Ο Επίκτητος εξωραΐζει αυτό το επιχείρημα (μέρη 1.1—1.2) χρησιμοποιώντας τον ίδιο τον νου μας ως ένδειξη, και στην πραγματικότητα ως απόδειξη, για την απεραντοσύνη των δυνάμεων της σκέψης και της δι­ορατικότητας του κύριου θεού των στωικών. Ο Δίας είναι και η αιτία αλλά και ο λόγος που τα φυσικά και βιολογικά φαινόμενα συμμορφώνονται σε μια εύτακτη δομή. Μπορού­με να δούμε τέλεια τη θεϊκή λογικότητα επί τω έργω στους ρυθμούς και στις περιοδικές αλλαγές του κόσμου. Ο στωικισμός βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη όσον αφορά αυτή την κοσμολογία.

Ο Επίκτητος τώρα κάνει μια εκπληκτική μετατόπιση από αυτό το εξωτερικό, ορατό πλαίσιο προς μια εσωτερική, αόρατη και έντονα προσωπική προοπτική. Ο δημιουρ­γός του σύμπαντος, πρέπει να συμπεράνουμε, είναι στην πραγματικότητα εντός μας καθώς και έξω από εμάς (1.3)· Οι δυνάμεις του Δία εκτείνονται προς, αλλά ακόμη και μέσα στον ιδιαίτερο νου κάθε προσώπου. Σχετίζονται μ’ εμάς, όχι με την έννοια ότι διαμορφώνουν τη στιγμιαία συνείδη­ση του ανθρώπου, αλλά συγκροτώντας την ικανότητά του να αισθάνεται οικεία στο σύμπαν («όχι μόνος») ακόμη και κάτω από αντίξοες συνθήκες, και να προδιαθέτει τον εαυτό του ανάλογα.

Ο Επίκτητος εκφράζει αυτή την αλληλεπίδραση μεταξύ του θείου και του ανθρώπινου αποκαλώντας τον νου «θείο πνεύμα» (δαίμων). Το εύρος αυτής της αρχαίας λέξης, όπως έχουμε δει, εκτείνεται από τη θεότητα εν γένει έως τη μοίρα ή την τύχη, ως προφανή στη λέξη ευδαιμονία. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης είχαν προηγηθεί του Επίκτητου όσον αφορά τη χρήση της λέξης ώς ένα βαθμό, αλλά δεν οραματίστηκαν τον ανθρώπινο νου και τη λογικότητά του ως μια άμεση παραφυάδα του θεού, καθιστώντας την αναπόσπαστο μέρος του κοσμικού λόγου. Αυτή η στωική διδασκαλία δίνει στα ανθρώπινα όντα ξεχωριστή θέση στο σύμπαν, τόσο ως προς την άμεση «συγγένεια» που έχουν με τον Δία ως έλλογα όντα όσο και ως προς τις διαπροσωπι­κές τους σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους ή τα άλλα «θεία πνεύματα».[17] Το δόγμα επίσης αναθέτει στα ανθρώπινα όντα το πρωταρχικό τους καθήκον — να ευθυγραμμίσουν το ατομικό τους μερίδιο της λογικής και αρμόζουσας δρά­σης με την οικουμενική του πηγή. Πιο συγκεκριμένα, αυτό το καθήκον συνεπάγεται τη βέλτιστη (την πλέον λογική και αξιοθαύμαστη) χρήση όλων των καταστάσεων και συν­θηκών τις οποίες δεν μπορεί ένας άνθρωπος να δημιουργή­σει ή να αλλάξει, καθώς είναι πέρα από τις δυνάμεις του.

Για να καταλάβουμε τι εννοούν οι στωικοί με τον λόγο, σημαίνει επίσης να κατανοήσουμε την τεχνική τους ανάλυ­ση του νου και του εαυτού. Ο Επίκτητος πραγματεύεται αυτό το τεράστιο θέμα συνοπτικά στην πρώτη του προ­γραμματική Διατριβή. Ξεκινά με μια πραγματεία πάνω στη μοναδικότητα, στο σύνολο των δεξιοτήτων και ικανο­τήτων, αυτού που αποκαλεί λογικήν δνναμιν (Διατριβή 1.1.4)5 η οποία ισοδυναμεί με το «θείο πνεύμα». Καμία άλλη ικα­νότητα, λέει, δεν μπορεί να μελετήσει τον εαυτό της καθώς και όλα τα άλλα πράγματα.[18] Το πεδίο δράσης της λογικής ικανότητας καλύπτει αυτό που θα ονομάζαμε και δεδομένα και αξίες. Δηλαδή, αυτή η ικανότητα είναι το μέσον που δια­θέτουμε όχι μόνο για να κατανοούμε και να αναγνωρίζου­με τα πράγματα, και να διακρίνουμε μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, αλλά επίσης για να αποδίδουμε σημασία και αξία στα πράγματα. Η τελευταία αυτή λειτουργία περιλαμβάνει ιδιαίτερα την εμπειρία μας όσον αφορά το πώς ο κόσμος έρ­χεται σε επαφή μαζί μας μέσω των αισθήσεών μας και πώς αποφασίζουμε να ερμηνεύσουμε αυτή την εμπειρία.

Ο Επίκτητος στρέφεται ξανά στη θεολογία με σκοπό να διατυπώσει μια αντίθεση μεταξύ της λογικής δύναμης, όπως την περιγράψαμε, και του σώματος καθώς και όλων των σωματικών ιδιοτήτων. Η θεότητα, μέσα στη δημι­ουργική της αγαθοεργία, έχει κάνει ό,τι καλύτερο θα μπο­ρούσε να κάνει για τα ανθρώπινα όντα. Τα πλάσματα που αποτελούνται από σάρκα, οστά και αίμα δεν μπορούν παρά να είναι περιορισμένα σχετικά με το τι μπορούν να κάνουν ως ενσώματα όντα. Τα σώματά μας δεν θα μπορούσαν να είχαν φτιαχτεί έτσι ώστε να είναι άτρωτα και παρ’ όλα αυτά να παραμείνουν σώματα, ούτε θα μπορούσε οποιοδήποτε ενσώματο ον να έχει πλήρη έλεγχο των μελών και των οργάνων του σε κάθε πιθανή περίσταση. Ο νους επί­σης, σύμφωνα με το στωικό δόγμα, είναι μια φυσική δομή, σε αντίθεση με την ασώματη ψυχή του πλατωνισμού. Ωστόσο, τίποτε στον κόσμο δεν μπορεί να εμποδίσει τον νου, σύμφωνα με τον Επίκτητο, να συγκατατεθεί σε αυτό που είναι αληθές, να διαφωνήσει με αυτό που είναι ψευδές και να αναστείλει την κρίση του για ό,τι θεωρεί αβέβαιο (Διατριβή 1.17.21-23).

Ο Επίκτητος φαντάζεται την ακόλουθη συζήτηση ανά­μεσα στον ίδιο και τον Δία, με τον Δία να μιλά ως εξής:

Αν ήταν δυνατόν, θα είχα φτιάξει το σωματάκι σου και την περιουσιούλα σου ελεύθερα και ανεμπόδιστα. Αλλά στην πραγ­ματικότητα —δώσε προσοχή στα λόγια μου— αυτά δεν ανή­κουν σε σένα αλλά είναι μόνον αριστοτεχνικά σμιλεμένος πη­λός. Εφόσον δεν μπορούσα να σου δώσω αυτό, σου έχω δώσει ένα μέρος από τον εαυτό μου, αυτή την ικανότητα θετικής και αρνητικής βούλησης, επιθυμίας και αποστροφής — με λίγα λόγια, την ικανότητα να χρησιμοποιείς τις νοητικές εντυπώ­σεις. Φροντίζοντας γι’ αυτή την ικανότητα και εναποθέτοντας όλα όσα είναι δικά σου εντός της, ουδέποτε θα εμποδιστείς ούτε θα περιοριστείς, δεν θα στενάζεις ούτε θα κατακρίνεις, αλλά ούτε και θα κολακεύεις κανέναν. (Διατριβή Ι.1.10-12)[19]

Όπως το συνηθίζει, ο Επίκτητος συνδυάζει την ψυχολογία με την ηθική. Κάνοντάς το αυτό, και πράγματι εστιάζοντας στη λογική ικανότητα, σκοπό του έχει να δώσει στους μα­θητές του μια αίσθηση της ουσιαστικής τους ταυτότητας ως ανθρώπινων όντων — ταυτότητας με την έννοια τόσο της κοινής τους ανθρώπινης φύσης όσο και της ιδιαίτερής τους ατομικής υπόστασης. Χρησιμοποιώντας και πάλι τα δικά του λόγια, παραθέτω τέσσερα ακόμη χωρία:

Ο Θεός με εμπιστεύτηκε στον εαυτό μου, και έχει υποτάξει τη βούλησή μου σε εμένα και μόνο, δίνοντας μου κανόνες για την ορθή της χρήση. (Διατριβή 4·12·12)[20]

Ο Θεός έχει παραδώσει τον εαυτό σου σ’ εσένα, και λέει: «Δεν είχα κανέναν πιο αξιόπιστο από εσένα- φύλαξε αυτό το πρόσωπο για εμένα σύμφωνα με τη φύση του, αξιοσέβαστο, αξιόπιστο, ακέραιο, απτόητο, απαθές, ατάραχο». (Διατριβή 2.8.23 )[21]

Εξέτασε ποιος είσαι. Πρώτα από όλα, ένα ανθρώπινο ον — δηλαδή, κάποιος που δεν έχει τίποτα πιο επιτακτικό από την προαίρεση, αλλά που υποτάσσει όλα τα άλλα σε αυτήν διατη­ρώντας την ελεύθερη και κυρίαρχη. Σκέψου, έπειτα, από ποια πλάσματα διακρίνεσαι με το να διαθέτεις λογική. Διακρίνεσαι από τα άγρια θηρία, διακρίνεσαι από τα πρόβατα. (Διατριβή 2.10.1—2)[22]

Δεν είσαι ούτε σάρκα ούτε μαλλιά, αλλά προαίρεση· αν αυτήν τη διατηρήσεις ωραία, θα είσαι ωραίος. (Διατριβή 3.1.40)[23]

Ο Επίκτητος προϋποθέτει μια αναπόσπαστη σύνδεση ανά­μεσα στον λόγο, στον εαυτό και στη βούληση, όπως με­ταφράζω εγώ τον ελληνικό όρο προαίρεσις. Επίσης, όπως έχουμε δει, ερμηνεύει την ανάλυσή του για τη «λογική δύνα­μη» υποστηρίζοντας ότι έχουμε μια θεόδοτη ικανότητα πώς να «χρησιμοποιούμε τις νοητικές μας εντυπώσεις». Για να είμαστε όσο το δυνατόν σαφέστεροι σχετικά με το στωικό μοντέλο του νου που αποτελεί τη βάση αυτών των ιδεών, θα πρέπει να ξαναγυρίσουμε για μια στιγμή στους κύριους προδρόμους των στωικών.

Η διαμόρφωση του νου στην αρχαία φιλοσοφία θα μπορούσε να πάρει τη μορφή της διαίρεσής του σε ευδιάκριτα «μέρη». Έχουμε επισημάνει αυτή τη διαδικασία στην περίπτωση του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Και οι δύο αυτοί φιλόσο­φοι επέστησαν την προσοχή στις επιθυμίες του λόγου, από τη μία πλευρά, και στις παρορμήσεις τις οποίες όρισαν ως μη λογικές (άλογοι) από την άλλη. Η ύπαρξη τέτοιων παρορμήσεων φαινόταν σε εκείνους (όπως ίσως φαίνεται και σ’ εμάς) προφανής συνέπεια και αίτημα της ενσώματης φύ­σης μας, που μας ευθυγραμμίζει, ως προς τις ανάγκες μας για φαγητό, ανάπαυλα, καθώς και τη συντροφιά του δικού μας είδους, με τον ζωικό βίο εν γένει. Οι επιθυμίες της λο­γικής, αντιθέτως, μας διαφοροποίησαν από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, από το οποίο έλειπε παντελώς η θεία ου­σία ή φύση. Η θειότητα δεν αφορούσε τον νου στο σύνολό του αλλά μόνο την υψηλότερη και αποκλειστικά ανθρώπινη πλευρά του, καθιστώντας τον έλεγχο των μη λογικών, ζω­ωδών παρορμήσεων μία από τις πλέον σημαντικές λειτουρ­γίες του νου στο να διάγουμε έναν καλό βίο.

Οι στωικοί φιλόσοφοι απέρριψαν αυτό τον διαχωρισμό του νου σε λογικά και μη λογικά μέρη. Αναγνώρισαν ότι τα ανθρώπινα όντα συχνά συμπεριφέρονται παράλογα υπό την επήρεια ισχυρών συναισθημάτων, τα οποία θεώρησαν λανθασμένες κρίσεις. Δεν αρνήθηκαν ότι οι άνθρωποι συχνά δρουν με κτηνώδεις τρόπους. Θεώρησαν όμως πως αυτή η συμπεριφορά είναι μια κακή χρήση της λογικής. Διέκριναν έντονα αυτού του είδους τον παραλογισμό (απερίσκεπτες ή ανόητες ή αντικοινωνικές πράξεις) από την άλογη συμπερι­φορά των άλλων ζώων. Μόνον ένα λογικό ον, υποστήριζαν, μπορεί να συμπεριφέρεται παράλογα, δηλαδή να πράττει ενάντια στις επιταγές της ορθής συλλογιστικής. Σύμφωνα με το στωικό μοντέλο, ο ανθρώπινος νους έχει πολλές ιδιό­τητες, αλλά αυτές οι ιδιότητες είναι όλες λειτουργίες του λόγου, καθιστώντας τον νου (ο οποίος κάποιες φορές αποκαλείται «κυρίαρχη λειτουργία της ψυχής») μια ενότητα, σε αντίθεση με το πλατωνικό ή αριστοτελικό του αντίστοιχο.

Οι στωικοί αναγνώριζαν φυσικά πως τα ανθρώπινα όντα είναι ένα είδος ζώου, καθώς και ότι αυτή η γενική φύση εκτείνεται όχι μόνο στις σωματικές ιδιότητες αλλά και σε ορισμένα νοητικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Αυτά πε­ριλαμβάνουν τις ικανότητες να επεξεργαζόμαστε αισθητη­ριακές πληροφορίες (φαντασία) και να ανταποκρινόμαστε σε αυτά τα δεδομένα με το κίνητρο (ορμή) να συμπεριφερθούμε όπως αρμόζει στο περιβάλλον. Στην περίπτωση των μη ανθρώπινων ζώων, αυτή η αιτιότητα εισδοχής/εξαγωγής ή ερεθίσματος/αντίδρασης θεωρήθηκε ενστικτώδης με την έννοια ότι αυτού του είδους τα πλάσματα γεννιούνται πλή­ρως εφοδιασμένα για να ζήσουν με τους δικούς τους συγκε­κριμένους τρόπους. Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι οι στω­ικοί περιέγραψαν αυτή την ενστικτώδη ικανότητα, ακόμη και στα μη ανθρώπινα ζώα, ως «αυτοδιακονία».

Πώς, θα έπρεπε λοιπόν να ρωτήσουμε, οραματίστηκαν οι στωικοί τη νοητική κατάσταση των ανθρώπινων νηπίων; Η απάντηση που έδωσαν είναι ότι τα νήπια «δεν είναι ακόμη λογικά» επειδή ο λόγος απαιτεί πολύ χρόνο και εμπειρία για να αναπτυχθεί. Σύμφωνα με τη στωική άποψη, αρχίζουμε τον νοητικό μας βίο όπως ακριβώς και τα άλλα ζώα, επεξεργαζόμενοι αισθητηριακά δεδομένα και αντιδρώντας σε αυτά με κατάλληλους τρόπους. Ωστόσο, εκτός από τις γενι­κές νοητικές ικανότητες της εντύπωσης ή αντίληψης (φαν­τασία) και του κινήτρου ή ορμής, τα ανθρώπινα όντα είναι από τη φύση τους προικισμένα με μια τρίτη ικανότητα, η οποία (σύμφωνα με τη λατινική ορολογία του Κικέρωνα) γενικώς αποδίδεται με τον όρο «συγκατάθεση». Τα νήπια έχουν τον στοιχειώδη εαυτό που αντιλαμβάνονται τα άλλα ζώα από τη στιγμή της γέννησής τους, αλλά επιπλέον, χάρη στην ικανότητα της «συγκατάθεσης» που διαθέτουν, έχουν επίσης τη δυνατότητα να γίνουν ένα πλήρως λογικό εγώ, πράγμα το οποίο για τους στωικούς σημαίνει την ικανότη­τα να γίνουν στοχαστικά και αυτόνομα πρόσωπα. Με την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας τα ανθρώπινα όντα αποκτούν τα εφόδια για να επιτύχουν την κανονιστική τους ταυτότητα ως θεϊκά πνεύματα.

Έχουμε ήδη συναντήσει τον όρο συγκατάθεσις σε συμφραζόμενα της σκέψης του Επίκτητου. Για να διασαφηνί­σουμε την εμβέλεια και τη λειτουργία αυτής της έννοιας στη στωική ηθική ψυχολογία, ας θυμηθούμε επίσης τον τρόπο με τον οποίο εκείνος χρησιμοποιεί τους όρους μελέτη εαυ­τού, προαίρεσις, κυρίαρχος και ικανότητα να χρησιμοποιούμε τις εντυπώσεις. Ο Επίκτητος δίδασκε τετρακόσια και πλέον χρόνια αφότου ο Ζήνων ίδρυσε τη Στωική Σχολή στην Αθή­να περίπου το 300 π.Χ. Αναφέρω αυτά τα ιστορικά στοιχεία επειδή ήταν ο ίδιος ο Ζήνων αυτός που κατέστησε τη συγ­κατάθεση την πιο χαρακτηριστική και αυθεντική συμβολή στο στωικό μοντέλο του νου και του εγώ.

Δεν έχουμε στη διάθεσή μας τη διατύπωση του ίδιου του Ζήνωνα για το εν λόγω δόγμα, αλλά η ελληνική λέξη που χρησιμοποίησε γι’ αυτό ήταν ένα ουσιαστικό το οποίο είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο ίδιος καθιέρωσε ως όρο, η συγκατάθεσις. Αυτή η λέξη παράγεται από ένα ρήμα, το οποίο βασι­κά σημαίνει καταθέτω την ψήφο μου για κάτι, υιοθετώ μια γνώμη, ευθυγραμμίζομαι με κάτι (το πρώτο συνθετικό της λέξης σημαίνει («μαζί με») ή αποδέχομαι την αλήθεια μιας πρότασης. Γι’ αυτό τον λόγο, βρίσκουμε το ρήμα να αποδί­δεται στον Σωκράτη από τον Πλάτωνα σε ένα χωρίο όπου ο Σωκράτης ρωτά τον συνομιλητή του εάν συμμερίζεται την κρίση του ή αν αντιτίθεται σ’ αυτήν.[24] Ο Ζήνων και οι στωικοί οπαδοί του εμφανίζονταν ως θιασώτες του Σωκρά­τη. Εικάζω ότι ο Ζήνων θεώρησε ότι είχε ισχυρή σωκρατική εξουσιοδότηση να θέσει τη δική του πρωτότυπη έννοια της ικανότητας που έχει ο νους να δίνει τη συγκατάθεσή του. Τίποτε από αυτά που είπε ο Σωκράτης δεν ήταν καλύτερα γνωστό ή πιο προκλητικό από την επιμονή του όσον αφο­ρά την «αχρηστία του ανεξέταστου βίου» ή την ανοησία να εκλαμβάνει κανείς εσφαλμένα τη δική του άγνοια ως γνώ­ση.[25] Ο Σωκράτης, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, αξίωνε θεϊ­κή αυθεντία γι’ αυτή την εντολή. Επομένως, μπορούμε να φανταστούμε ότι ο Ζήνων ήδη θεωρούσε τη συγκατάθεση θεόδοτη ικανότητα, όπως ακριβώς έκανε και ο Επίκτητος.

Ιδού πώς περιγράφει ο Κικέρων την καινοτομία του Ζή­νωνα με έναν ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο:

Ο Ζήνων έκανε κάποιες καινοτόμες δηλώσεις σχετικά με τις αισθητηριακές αντιλήψεις. Θεώρησε ότι αυτές συντίθενται από μια ισχυρή εντύπωση που παρουσιάζεται από έξω (την οποία ονόμασε φαντασία...). Σε αυτές τις αισθητηριακές εντυ­πώσεις προσάρτησε τη συγκατάθεση του νου, την οποία θεώ­ρησε εντοπισμένη μέσα μας και εκούσια.[26]

Η κρίσιμη λέξη σε αυτό το πυκνό χωρίο είναι η λέξη εκού­σια, που σημαίνει ότι «επαφίεται σ’ εμάς» ή «εξαρτάται από τη θέλησή μας» ή είναι «ελεύθερη από εξωτερικό πε­ριορισμό». Όπως είπα προηγουμένως, οι στωικοί εξηγού­σαν τη συμπεριφορά των μη ανθρώπινων ζώων και των ανθρώπινων νηπίων μέσω ενός μοντέλου εισαγωγής/εξα­γωγής ή ερεθίσματος/αντίδρασης. Έτσι, για παράδειγμα, μια αράχνη έχει την αισθητηριακή εντύπωση (φαντασία) ότι ο ιστός της έχει συλλάβει μια μύγα· αντιδρά στην εντύπω­ση αυτή εφορμώντας (ορμή) για να καταβροχθίσει τη λεία της. Αυτές οι δύο ικανότητες, η αισθητηριακή αντίληψη και η παρόρμηση, σε συνδυασμό με την αραχνοειδή φύση της αράχνης, επαρκούν ώστε να εξηγήσουν τη συμπεριφορά της αράχνης. Το εν λόγω πλάσμα δεν χρειάζεται να ζυγίσει, να ερμηνεύσει και να αξιολογήσει την οπτική του εμπειρία με οποιονδήποτε γνωσιακά περίπλοκο τρόπο. Για να το θέσου­με με στωικούς όρους, μια αράχνη δεν έχει καμία ανάγκη για βούληση ή συγκατάθεση με τη μορφή μιας ικανότητας λήψης αποφάσεων όσον αφορά τις παρορμήσεις που δέχεται από τις αισθητηριακές της εντυπώσεις.

Αυτό ακριβώς εισήγαγε ο Ζήνων με τη θεωρία του για τη συγκατάθεση. Όπως όλα τα ζώα, δεχόμαστε διαρκώς αισθητηριακές πληροφορίες. Επίσης, πιθανόν σε πολύ με­γαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι τα άλλα πλάσματα, υποκείμεθα διαρκώς σε εσωτερικά παραγόμενες σκέψεις και αναπαρα­στάσεις. Ό,τι βιώνουμε μέσω των αισθήσεών μας εξαρτάται από την κατάσταση του εξωτερικού κόσμου και από το πώς εμείς τοποθετούμε τον εαυτό μας σε αυτόν. Δεν έχουμε παρά περιορισμένο έλεγχο πάνω σε ό,τι άλλο μπαίνει στο κεφάλι μας από τη μια στιγμή στην άλλη. Αυτού του είδους η εμπειρία, μεγάλο μέρος της οποίας αναπόφευκτα επηρεά­ζεται από αρέσκειες και απαρέσκειες, χρωματίζει τη συν­είδησή μας, καθιστώντας μας περισσότερο δέκτες παρά δράστες. Αυτή η παθητικότητα, ωστόσο, είναι ακριβώς αυτό το οποίο περιορίζει, τροποποιεί και μετασχηματίζει η λειτουργία της συγκατάθεσης. Οι αισθητηριακές εντυ­πώσεις και άλλα είδη αναπαραστάσεων είναι εναύσματα δράσης και συναισθήματος, αλλά μόνον εάν και όταν εμείς τους δώσουμε τη συγκατάθεσή μας. Δεν υπάρχει αναγκαία ή αυτόματη σύνδεση ανάμεσα στο να έχουμε την αισθητη­ριακή εντύπωση ή σκέψη ενός ελκυστικού αντικειμένου και στην επιθυμία και επιδίωξη απόκτησης αυτού του αντικει­μένου πραγματικά. Αντιστοίχως, οι εντυπώσεις ή οι σκέ­ψεις οδυνηρών ή μη ελκυστικών καταστάσεων προκαλούν αρνητικές αντιδράσεις ή αποφυγή μόνο εάν και όταν εμείς δεχτούμε ή αποφασίσουμε ότι κάτι πραγματικά κακό για εμάς πλησιάζει.

Η άποψη του Ζήνωνα δεν ήταν, ή τουλάχιστον δεν ήταν πρωτίστως, ότι οι ανθρώπινες πράξεις κυβερνώνται από ό,τι οι άνθρωποι επιλέγουν ή εύχονται, ή επιθυμούν να κά­νουν. Αυτή η πρόταση είναι αυτονόητη. Μπορείς να την πι­στέψεις ανεξάρτητα από το αν νομίζεις πως τα ανθρώπινα όντα είναι ικανά για γνήσιο αυτοκαθορισμό. Ο τρόπος που διαβάζω τη βουλησιαρχία του Ζήνωνα είναι ότι κατέστησε την αυτόνομη συγκατάθεση, την οποία μπορούμε επίσης να ονομάσουμε θέληση ή εγώ ή βούληση ή προσωπικότητα (τα ονόματα δεν έχουν σημασία), κέντρο της δράσης. Σύμ­φωνα με αυτή την άποψη, η ανθρώπινη ιστορία δεν ανάγε­ται σε ένα συνονθύλευμα κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες βρίσκονται έξω από τα άτομα, αλλά σε ό,τι τα ατομικά πρόσωπα κάνουν αφ’ εαυτού τους. Το δόγμα της αυτόνομης συγκατάθεσης έχει συχνά θεωρηθεί ότι είναι δύσκολο να προσαρμοστεί στο αυστηρό αιτιώδες πλέγμα που συνδέει όλα τα γεγονότα στο στωικό σύμπαν.[27] Στην πράξη, ωστό­σο, το αιτιώδες πλέγμα αναπόφευκτα θα έσπαγε και θα διακοπτόταν αν δεν υπήρχε η δραστηριότητα και το δώρο της συγκατάθεσης. Πώς αλλιώς θα μπορούσε αυτό που έγινε, όπως όντως έγινε, να ήταν ακριβώς και μόνον η δική σου ή η δική μου πράξη; Οι άνθρωποι δεν θα ήταν αναπόσπα­στα «μέρη» της θεϊκής αιτιότητας, όπως θεωρείται πως είναι, εκτός και αν θεωρούνταν εξίσου ενεργοί συντελεστές δικαιωματικά. Επιπλέον, ανεξάρτητα από τον στωικισμό, οι ιδιαιτερότητες της δράσης απαιτούν ο ανθρώπινος νους να έχει μια ικανότητα συγκατάθεσης ή κάτι παρεμφερές. Και αυτό ισχύει, όσον αφορά τον τρόπο που βιώνουμε και γνωρίζουμε τον εαυτό μας, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε βιοχημικά δεδομένα σχετικά με τον εγκέφαλο.

Μπορούμε τώρα να καταλάβουμε γιατί ο Επίκτητος συ­χνά χαρακτηρίζει την ορθή συμπεριφορά με την έκφραση «να κάνουμε σωστή χρήση των εντυπώσεων». Στη βάση αυτής της έννοιας βρίσκεται ένα τεράστιο φάσμα στωικής ηθικής θεωρίας που έχει να κάνει με τα πράγματα τα οποία είναι αληθώς καλά ή κακά για τα ανθρώπινα όντα και την κοινωνία, τις προϋποθέσεις για την ευτυχία, τις αιτίες της δυστυχίας, και για πολύ περισσότερα τα οποία δεν χρειάζε­ται να διερευνήσουμε εδώ. Ο Επίκτητος συλλαμβάνει την κεντρική ιδέα σε ένα κείμενο όπου συμβουλεύει έναν μαθητή πώς να τροποποιήσει τις κακές συνήθειες και τους εθισμούς και πώς να αντισταθεί στις αρχικά δελεαστικές εντυπώσεις:

Υιοθέτησε την επιθυμία να ευχαριστείς τον εαυτό σου, την επι­θυμία να κάνεις τον εαυτό σου όμορφο ενώπιον του θεού. Απο­φάσισε να καθαρίσεις τον εαυτό σου όταν είσαι συντροφιά με την καθαρή σου υπόσταση και με τον θεό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα νικήσεις την εντύπωση (φαντασία) και δεν θα άγεσαι από αυτήν. Ξεκίνα με το να μην πλήττεσαι από την έντασή της, αλλά να λες: «Περίμενέ με λίγο, ω Εντύπωση. Άσε με να δω ποια είσαι και τι σημαίνεις, άσε με να σε δοκιμάσω». Και μετά, μην την αφήσεις να σε παραπλανήσει απεικονίζοντας τη συνέχεια. Διαφορετικά, θα ξεφύγει και θα σε πάει όπου θέλει.

Αντί γι’ αυτό, πλάσε μια διαφορετική και αγαθή εντύπωση, και διώξε αυτή την αισχρή. (Διατριβή 2.18.19-25)[28]

Αυτό το χωρίο, διατυπωμένο με το χαρακτηριστικά απλό και οικείο ύφος του Επίκτητου, παρουσιάζει έξοχα την κεν­τρικότητα της συγκατάθεσης στο στωικό μοντέλο του νου. Επίσης, υπενθυμίζει τις νουθεσίες του Επίκτητου σχετικά με την παρουσία της θειότητας εντός του εαυτού. Ας θυ­μηθούμε επίσης τα προηγούμενα λόγια του σχετικά με την ικανότητα του νου να παρακολουθεί και να ελέγχει τις επι­θυμίες και τις αποστροφές. Σε εκείνο το χωρίο, ο Επίκτητος περιγράφει αυτή την ικανότητα ως την ουσία του λόγου που αναγγέλλεται ως το θείο δώρο το οποίο εξοπλίζει τα ανθρώ­πινα όντα για να αναλάβουν τον πλήρη έλεγχο του εαυτού τους και της εμπειρίας τους.

Στη βάση αυτής της στωικής θεωρίας βρίσκεται η βου­λησιαρχία την οποία ο Ζήνων απέδωσε στη συγκατάθεση. Μπορούμε να ελέγξουμε την εξωτερική μας κατάσταση και ακόμη και το σώμα μας μόνον σε περιορισμένη έκταση. Εκείνο που ξεφεύγει από αυτό τον περιορισμό, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, είναι η συγκατάθεση ή, σε πιο οικεία γλώσσα, η βούληση ή η λήψη αποφάσεων ή ο χαρακτήρας του ανθρώ­που. Ως ανθρώπινα άτομα, κάθε ένας από εμάς έχει μια ζωή που μόνο εσύ ή μόνο εγώ μπορούμε να ζήσουμε. Ζούμε αυτή τη ζωή για καλό ή για κακό ανάλογα με το πώς αναπτύσσουμε τους πνευματικούς μας πόρους, με το πώς χρησιμο­ποιούμε τις εντυπώσεις μας και με την ευθύνη που αναλαμ­βάνουμε για τις πράξεις μας. Εδώ, αν δεν κάνω λάθος, δεν υπάρχει χάσμα μεταξύ του στωικού μοντέλου του νου και της δικής μας φαινομενολογικής εμπειρίας.

Προκειμένου να δραματοποιήσουν την εν δυνάμει αυτο­νομία του νου, άρεσε στους στωικούς δασκάλους να δίνουν στους μαθητές τους εξαιρετικά εντυπωσιακά παραδείγμα­τα, όπως η ακλόνητη απάντηση του Σωκράτη σε μια άδικη θανατική καταδίκη ή η αυτοκτονία του Ρωμαίου Κάτωνα ως μια απόφαση ελευθερίας απέναντι στην τυραννία. Αλλά εδώ αυτές οι ρητορικές χειρονομίες μπορούν να παραμερι­στούν. Οι περισσότεροι από εμάς δεν καλούμαστε να γίνου­με ήρωες. Περισσότερο από άλλους αρχαίους φιλοσόφους, οι στωικοί ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις ανεξέλεγκτες αντιδράσεις των ανθρώπων και στις ατομικές διαφορές ικα­νότητας και ιδιοσυγκρασίας. Η επικέντρωσή τους στη συγ­κατάθεση και τη βούληση δεν προϋποθέτει τίποτε σχετικά με το τι θα έπρεπε να κάνουν τα πρόσωπα. Είναι μια πρόσ­κληση μάλλον να διευρύνει κανείς το φάσμα των επιλογών του, των αυτοαξιολογήσεών του και των προσδοκιών του σχετικά με τις επιδόσεις του. Μπορούμε επίσης να τη δού­με ως ένα σωτήριο αντίδοτο στις πιέσεις των μέσων ενημέ­ρωσης και της μέτρησης της ευτυχίας με βάση την έκβαση των εξωτερικών περιστάσεων. Η θειότητα του λόγου και το δικό μας μερίδιο από αυτή τη θειότητα ίσως είναι ένα χρήσι­μο ρητορικό σχήμα ακόμη και για έναν κόσμο ο οποίος είναι απόλυτα προσανατολισμένος στα εγκόσμια. Αυτό το οποίο υποδεικνύει, σε τελική ανάλυση, τουλάχιστον για εμάς, δεν είναι μια ξεπερασμένη θεολογία αλλά μια φωτεινή μεταφο­ρά για την κοινή ανθρώπινη φύση μας και για την αξιοπρέ­πεια την οποία διαθέτει εν δυνάμει κάθε ανθρώπινο πνεύμα.
------------------------------
[1] Και στα τρία φιλοσοφικά συστήματα τα ουράνια σώματα, χάρη στη μακροβιότητα και τις αρμονικές τους κινήσεις, θεωρούνται θεϊκά.

[2] Η θειότητα θα μπορούσε να αποδοθεί ακόμη και σε άψυχα αντι­κείμενα. Έτσι, ο Πλάτων αποκαλεί τις Ιδέες —τα τέλεια, αμετά­βλητα, αιώνια πρότυπα της δικαιοσύνης, της ομορφιάς και ούτω καθεξής— θείες (Φαίδων 80a).

[3] Για λεπτομέρειες, βλέπε τη συλλογή κειμένων στο LS Hellenistic Philosophers, κεφ. 23.

[4]Την καταστροφική μεταστροφή της τύχης, παράδειγμα της οποίας αποτελεί η μοίρα του Οιδίποδα, ο Αριστοτέλης τη θεωρού­σε έντονα ουσία της ελληνικής τραγωδίας. Στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή ο Χορός, έχοντας υπάρξει μάρτυρας της πτώσης του Οιδίποδα, διερωτάται εάν οποιοδήποτε ανθρώπινο ον θα μπορού­σε να επιτύχει κάτι περισσότερο από «ένα ομοίωμα» μιας εφήμε­ρης ευδαιμονίας. Από αυτού του είδους την απαισιοδοξία πήγασε η ιδέα πως κανείς δεν πρέπει να θεωρείται ευτυχισμένος πριν από το τέλος του βίου του.

[5] Βλέπε McKirahan (201 ο), χωρίο 10.121, 124. Ένας άλλος απο­σπασματικός στίχος, από ένα χαμένο θεατρικό έργο του Ευριπί­δη, λέει τα εξής: «Ο νους που ανήκει σ’ εμάς είναι σε κάθε άνθρωπο ένας θεός», όπως παρατίθεται από τον Κικέρωνα στο Tusculanae Disputationes 1.65.

[6] Τίμαιος 30a κ.ε.

[7] [βουληθείς γάρ ὁ θεός ἀγαθά μέν πάντα, φλαῦρον δέ μηδέν εἶναι κατά δύναμιν.] Υπάρχουν εμφανείς συγγένειες με την ιστορία της δημι­ουργίας στο πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως, όπου στο τέλος κάθε ημέρας ο Θεός επιθεωρεί τα δημιουργήματά του και βλέπει ότι είναι καλά.

[8] [εἰς τάξιν αὐτό ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας, ἡγησάμενος ἐκεῖνο τοῦτον πάν­τως ἄμεινον.]

[9] Για μαρτυρίες και συζήτηση, βλέπε McKirahan (2010), κεφ. Ι3·

[10] Μετά τα Φυσικά 12, 1072b 1 5. Στο έργο του Περί ζώων μορίων (686a26), ο Αριστοτέλης γράφει: «Από όλα τα ζώα μόνον ο άνθρωπος στέκεται όρθιος, σύμφωνα με τη θεϊκή του φύση και ουσία. Διότι το να σκέφτεται και να είναι σοφό αποτελεί λειτουρ­γία του θείου».

[11] Ο Λουκρήτιος, στο σπουδαίο επικούρειο έπος του Περί φύσεως (De Rerum Natura), κάνει διαρκώς έκκληση στον λόγο (ratio), αντιμετωπίζοντάς τον ως το αντίδοτο της ανθρωπότητας έναντι της ανησυχίας και της δεισιδαιμονίας, και ως πηγή της απελευθε­ρωτικής και σωτήριας φιλοσοφίας του Επίκουρου.

[12] LS Hellenistic Philosophers 22Ε.

[13] Για μια πιο λεπτομερή περιγραφή η οποία απευθύνεται στον μη ειδικό αναγνώστη, βλέπε Long (1986), 147-158, Ι79-184·

[14] LS Hellenistic Philosophers 54Τ [Τῆς γὰρ κοινῆς φύσεως εἰς πάντα διατεινούσης δεήσει πᾶν τὸ ὁπωσοῦν γινόμενον ἐν τῷ ὅλῳ καὶ τῶν μορίων ὁτῳοῦν κατ’ ἐκείνην γενέσθαι καὶ τὸν ἐκείνης λόγον κατὰ τὸ ἑξῆς ἀκωλύτως διὰ τὸ μήτ’ ἔξωθεν εἶναι τό ἐνατησόμενον τῇ οἰκονομίᾳ μήτε τῶν μερῶν μηδὲν ἔχειν ὅπως κινηθήσεται ἢ σχήσει ἄλλως <ἢ> κατὰ τὴν κοινὴν φύσιν].

[15] Έχω τονίσει αυτές τις λέξεις επειδή, όπως θα δούμε, εκφράζουν κεντρικά χαρακτηριστικά της στωικής λογικής και των εμπειρι­κών της θεμελίων.

[16] Επίκτητος, Διατριβή 1.14- Βασίζομαι στη μετάφρασή μου στο Long (2002), 25-26.

[17] Βλ. Graver (2003), ο οποίος γράφει, 348: «Για τον Επίκτητο όλη η σημασία και ο σκοπός της ομιλίας του Δία είναι να υπενθυμίσει στους ανθρώπους ότι δεν είμαστε μόνοι, ότι οι συλλογιστικές μας δυνάμεις έχουν το ανάλογο τους στην τάξη του σύμπαντος, στην πραγματικότητα παράγονται από αυτήν. Η ίδια η λογική, με όλους τους κινδύνους της και τις εκπληκτικές της δυνατότητες, είναι το θέμα του· αν αναφέρεται επίσης στον θεό ως “πατέρα” (1·3), είναι επειδή το ανθρώπινο δυναμικό μας πραγματώνεται μόνον όταν έχουμε καταφέρει να δούμε τον εαυτό μας ως συγγενή με τον Συμπαντικό Λόγο. Η κοσμική προοπτική μάς δίνει πρόσ­βαση στη δική μας προσωπικότητα».

[18] «Study» (μελετά) είναι η λέξη με την οποία μεταφράζω το θεωρεί, το οποίο είναι το ίδιο ρήμα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης για να κατηγοριοποιήσει τον «στοχαστικό» ρόλο του λόγου. Ο Επίκτητος επαναλαμβάνει τη λέξη εκεί που δηλώνει ότι «ο σκοπός των ανθρώπινων όντων είναι ο στοχασμός (θεωρία), η αυτοσυνείδητη κατανόηση (παρακολούθησις) και ένας τρόπος ζωής σε αρμονία με τη φύση» (1.6.21).

[19] [καὶ τὸ σωμάτων ἂν σου καὶ τὸ κτησίδιον ἐποίησα ἐλεύθερον καὶ ἀπαραπόδιστον. νῦν δέ, μὴ σὲ λανθανέτω, τοῦτο οὔκ ἐστὶν σόν, ἀλλά πηλὸς κομψῶς πεφυραμένος. ἐπεί δὲ τοῦτο οὒκ ἠδυναμην, ἐδώκαμεν σοὶ μέρος τι ἡμέτερον, τὴν δύναμιν ταύτην τὴν ὁρμητικήν τε καὶ ἀφορμητικὴν καί ὀρεκτικήν τε καὶ ἐκκλιτικὴν καὶ ἁπλῶς τὴν χρηστικὴν ταῖς φαντασίαις, ἧς ἐπιμελούμενος καὶ ἐν ᾖ τά σαυτοῦ τιθέμενος οὐδέποτε κωλυθήσῃ, οὐδέποτ’ ἐμποδισθήσῃ, οὐ στενάξεις, οὐ μέμψῃ, οὐ κολακεύσεις οὐδένα.]

[20] [ἐμέ ἐκεῖνος συνέστησεν ἐμαυτῷ καί τήν ἐμήν προαίρεσιν ὑπέταξεν ἐμοί μόνῳ δούς κανόνας εἰς χρῆσιν αὐτῆς τήν ὀρθήν.]

[21] [παραδέδωκε σοὶ σεαυτὸν καὶ λέγει οὐκ εἶχον ἄλλον πιστότερόν σου: τοῦτόν μοι φύλασσε τοιοῦτον οἷος πέφυκεν, αἰδήμονα, πιστόν, ὑψηλόν, ἀκατάπληκτον, ἀπαθῆ, ἀτάραχον.]

[22] [σκέψαι τὶς εἶ. τὸ πρῶτον ἄνθρωπος, τοῦτο δ’ ἐστὶν οὐδέν ἔχων κυριώτερον προαιρέσεως, ἀλλά ταύτῃ τὰ ἄλλα ὑποτεταγμένα, αὐτὴν δ’ ἀδούλεντον καὶ ἀνυπότακτον. σκόπει οὖν, τίνων κεχώρισαι κατὰ λόγον, κεχώρισαι θηρίων, κεχώρισαι προβάτων.]

[23] [οὐκ εἶ κρέας οὐδέ τρίχες, ἀλλά προαίρεσις: ταύτην ἄν σχῇς καλήν, τότ’ ἔστι καλός.]

[24] Γοργίας 50Ic. Δεν έχει γενικώς επισημανθεί ότι ο Επίκουρος, γράφοντας μια δεκαετία περίπου πριν από τον Ζήνωνα, χρησιμο­ποιεί το ρήμα συγκατατίθεσθαι με παρόμοιο τρόπο, απόσπασμα 29 Bailey.

[25] Απολογία 38a, το οποίο παρατίθεται από τον Επίκτητο στη Δια­τριβή 1.26.18.

[26] Academica 1.40, LS Hellenistic Philosophers 40Β.

[27] Υπάρχει πλούσια σύγχρονη βιβλιογραφία πάνω σε αυτό το θέμα· βλέπε ειδικά Bobzien (1998).

[28] [θέλησον ἀρέσαι αὐτὸς πότε σεαυτῷ, θέλησον καλὸς φανῆναι τᾦ θεῷ: ἐπιθύμησον καθαρὸς μετὰ καθαροῦ σαυτοῦ γενέσθαι καὶ μετὰ τοῦ θεοῦ. ... ταῦτα ἀντιθείς νικήσεις τὴν φαντασίαν, οὐχ ἑλκυσθήσῃ ὑπ’ αὐτῆς, τὸ πρῶτον δ’ὑπό τῆς ὀξύτητας μὴ συναρπασθῇς, ἀλλ’ εἰπέ ἔκδεξαὶ με μικρόν, φαντασία: ἄφες ἴδω τίς εἶ καὶ περὶ τίνος, ἄφες σὲ δοκιμάσω, καὶ τὸ λοιπὸν μὴ ἐφῇς αὐτῇ προάγειν ἀναζωγραφούῃ τὰ ἑξῆς. εἰ δὲ μή, οἴχεταί σε ἔχουσα ὅπου ἂν θέλῃ. ἀλλὰ μᾶλλον ἄλλην τινὰ ἀντεισάγαγε καλὴν καὶ γενναίαν φαντασίαν καὶ ταύτην τὴν ῥυπαρὰν ἔκβαλε.]