Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

5. Ελληνορωμαϊκή εποχή (31π.Χ.-330μ.Χ.)
Χειμώνας

5.1. Ιστορικές συνθήκες


Το 30 π.Χ., με την ενσωμάτωση της Αιγύπτου στην επικράτεια τους, οι Ρωμαίοι ουσιαστικά ολοκλήρωσαν την κατακτητική τους εξόρμηση σε Ανατολή και Δύση. Εξαιρώντας κάποιες περιφερειακές περιοχές, που και αυτές δεν άργησαν να κατακτηθούν, όλος ο γνωστός κόσμος είχε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο αποδεχτεί τη ρωμαϊκή κυριαρχία.

Σύγχρονη με την ενσωμάτωση της Αιγύπτου, και σημαντικότερη ως ιστορικό γεγονός, ήταν η μετατροπή της ιδιότυπης ρωμαϊκής δημοκρατίας σε μονοκρατορία, με πρώτον αυτοκράτορα τον Οκταβιανό Αύγουστο, που κυβέρνησε με επιτυχία από το 29 π.Χ. ως το 14 μ.Χ. - σαράντα τρία χρόνια. Ακολούθησαν σε αδιάσπαστη σειρά περισσότεροι από πενήντα αυτοκράτορες, άλλοι καλοί, άλλοι κακοί, ώσπου στις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ο Μέγας εγκαινίασε ως πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τη Νέα Ρώμη, που αργότερα μετονομάστηκε σε Κωνσταντινούπολη.

Φοβεροί στον πόλεμο, οι Ρωμαίοι ήταν σε καιρό ειρήνης συμβιβαστικοί, σχεδόν μεγαλόψυχοι απέναντι στους κατακτημένους, και συχνά τους άφηναν, τουλάχιστο φαινομενικά, να κυβερνιούνται με τους δικούς τους νόμους[1] - φτάνει να μην έθιγαν τα ρωμαϊκά συμφέροντα και να πείθονταν στις επιταγές του αυτοκράτορα, της Συγκλήτου και των διορισμένων εκπροσώπων τους.[2] Ευεργετική για τους υποτελείς, άτομα και πολιτείες, ήταν η απαλλαγή τους από τη φορολογία, ενώ ύψιστη επιβράβευση για όσους αποδείκνυαν έμπρακτα την αφοσίωσή τους στη Ρώμη ήταν να τους απονεμηθεί ο τίτλος και να τους αναγνωριστούν τα δικαιώματα του ρωμαίου πολίτη. Το τελευταίο γινόταν όλο και συχνότερα όσο προχωρούσαν τα χρόνια, ώσπου το 212 μ.Χ. να ονομαστούν, με διάταγμα του Καρακάλλα, ρωμαίοι πολίτες όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της αυτοκρατορίας.

Η σχετική επιείκεια των Ρωμαίων δεν εμπόδιζε οι κατακτημένες περιοχές να υποφέρουν τα πάνδεινα από τους κατακτητές, που ισοπέδωναν πολιτείες ολόκληρες, καταλήστευαν τους καλλιτεχνικούς και άλλους θησαυρούς και εκμεταλλεύονταν το οικονομικό δυναμικό τους. Φτωχό αντιστάθμισμα στις τόσες συμφορές ήταν για τις ελληνικές περιοχές ο σεβασμός και η εύνοια που έδειχναν ορισμένοι αυτοκράτορες απέναντι στην Αθήνα, την Έφεσο, τους Δελφούς, την Ελευσίνα και άλλα θρησκευτικά και πολιτισμικά κέντρα.

Αξιόλογη δύναμη εκτός από τη Ρώμη δεν υπήρχε στην Ελληνορωμαϊκή εποχή, ούτε και θα μπορούσε να αναπτυχτεί, καθώς πια η Ρώμη επιβαλλόταν με το μέγεθός της και μόνο. Δε σταμάτησαν βέβαια ποτέ τελείως οι πολεμικές επιχειρήσεις στην περιφέρεια, ούτε οι εσωτερικές συγκρούσεις, όταν η διαδοχή των αυτοκρατόρων δεν εξελισσόταν ομαλά· όμως εξεγέρσεις έγιναν ελάχιστες,[3] και σε γενικές γραμμές η ρωμαϊκή ειρήνη κράτησε αιώνες.

Τη γενικότερη πολιτική κατάσταση μπορούμε να την καταλάβουμε καλύτερα διαβάζοντας μια φράση που έγραψε γύρω στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. ένας για μας ανώνυμος συγγραφέας: «Όσο διατηρείται η μνήμη της ελευθερίας και απασχολεί τον υπόδουλο, ο λαός θέλει και προβάλλει ισχυρή αντίσταση· όταν όμως υπερισχύσει το κακό και οι άνθρωποι δε συζητούν πια πώς θα το βγάλουν από πάνω τους αλλά πώς θα ζήσουν ευκολότερα μαζί του, τότε η καταστροφή είναι ολοκληρωτική» (Χίων, Επιστολή 14.2). Μην ξεχνούμε, ωστόσο, ότι κιόλας από τον καιρό του Μεγαλέξανδρου οι λαοί ζούσαν στο πλαίσιο μεγάλων μονοκρατοριών, και ότι η ρωμαϊκή κυριαρχία, όσο δυσάρεστη και αν ήταν, αποτελούσε εγγύηση για την ειρήνη, τον νόμο και την τάξη.
-----------------------
1. Ήδη το 194 π.Χ. ο ρωμαίος έπαρχος Τίτος Κοΐντιος Φλαμινίνος, μετά τη νίκη του στον δεύτερο Μακεδονικό πόλεμο, είχε διακηρύξει ότι αφήνει ἐλευθέρους καὶ ἀφρούρους καὶ ἀφορολογήτους, νόμοις χρωμένοις τοῖς πατρίοις, Κορινθίους, Φωκεῖς, Λοκρούς, Εὐβοέας κ.ά. (Πλούταρχος, Τίτος 10) - αλλά βέβαια η πραγματικότητα αποδείχτηκε διαφορετική. Το ίδιο διακήρυξε το 66 μ.Χ. και ο Νέρων για όλους τους Έλληνες, αλλά λίγα χρόνια αργότερα η απόφασή του ακυρώθηκε από τον Βεσπασιανό.

2. Ο Πλούταρχος συμβούλευε όποιον σχεδίαζε να ασχοληθεί με την πολιτική να λέει στον εαυτό του: «Κυβερνιέσαι ο ίδιος, και κυβερνάς πόλη υποταγμένη στους ανθύπατους, τους επιτρόπους του αυτοκράτορα» (Πολιτικὰ παραγγέλματα 17).

3. Οι σημαντικότερες από τους Ιουδαίους, που κάθε τόσο ξεσηκώνονταν, ώσπου το 135 μ.Χ. οι Ρωμαίοι τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν τα μέρη τους και να πάρουν τους δρόμους της διασποράς.

Οι απαρχές της κωμωδίας: από τη φάρσα στην πολιτική θέση

Ερυθρόμορφος κρατήρας του 5ου π.Χ. αιώνα
με διακόσμηση εμπνευσμένη από παράσταση Ορνίθων

(Paul Getty Museum)
Η Δωρική Φάρσα

Οι ρίζες της κωμωδίας είναι οι παλιότερες του δράματος. Από την Ποιητική (1449a) του Αριστοτέλη μαθαίνουμε ότι ανιχνεύονται στα λεγόμενα φαλλικά, πανάρχαια λαϊκά, αγροτικά δρώμενα παντομίμας που σχετίζονταν με τελετουργίες γονιμοποίησης των κοινοτήτων και της γης και που, κατά συνέπεια, από τον 8ο π.Χ. αιώνα και μετά, βρέθηκαν να υπάγονται στη διονυσιακή λατρεία. Επίκεντρό τους ήταν οι κῶμοι, παρέες δηλαδή που περιδιάβαιναν την ύπαιθρο κρατώντας ομοιώματα φαλλών και που ξεφάντωναν με οινοποσία, οργιώδη διασκέδαση, αισχρολογίες και χοντροκομμένα αστεία.

Ο δωρικός κόσμος, με το ενδιαφέρον που έδειχνε για την ανάπτυξη της κοινοτικής ποίησης, ήταν μάλλον ο πρώτος που ανέπτυξε τέτοιου είδους μιμικούς Χορούς. Διάφορες αρχαίες πηγές (Σήμος ο Δήλιος στο Περὶ Παιάνων και Σωσίβιος ο Λάκων που μνημονεύεται στο έργο Δειπνοσοφισταί του Αθήναιου 14. 621f) αναφέρουν, για παράδειγμα, μπουλούκια ερασιτεχνών όπως ήταν οι δ(ε)ικηλισταί της Σπάρτης, οι φαλλοφόροι της Σικυώνας, οι ἑθελονταί της Θήβας, οι φλύακες (δηλαδή οι φλύαροι μωρολόγοι) της Σικελίας κι εκείνοι που, σε άλλες πόλεις, ονομάζονταν αὐτοκάβδαλοι ή σοφισταί:

«παρὰ δὲ Λακεδαιμονίοις κωμικῆς παιδιᾶς ἦν τις τρόπος παλαιός, ὥς φησι Σωσίβιος, οὐκ ἄγαν σπουδαῖος, ἅτε δὴ κἀν τούτοις τὸ λιτὸν τῆς Σπάρτης μεταδιωκούσης. ἐμιμεῖτο γάρ τις ἐν εὐτελεῖ τῇ λέξει κλέπτοντάς τινας ὀπώραν ἢ ξενικὸν ἰατρὸν τοιαυτὶ λέγοντα, ὡς Ἄλεξις ἐν Μανδραγοριζομένῃ διὰ τούτων παρίστησιν· ἐὰν ἐπιχώριος ἰατρὸς εἴπῃ ’τρυβλίον τούτῳ δότε πτισάνης ἕωθεν‘, καταφρονοῦμεν εὐθέως· ἂν δὲ πτισάναν καὶ τρυβλίον, θαυμάζομεν. καὶ πάλιν ἐὰν μὲν τευτλίον, παρείδομεν· ἐὰν δὲ σεῦτλον, ἀσμένως ἠκούσαμεν, ὡς οὐ τὸ σεῦτλον ταὐτὸν ὂν τῷ τευτλίῳ. ἐκαλοῦντο δ΄ οἱ μετιόντες τὴν τοιαύτην παιδιὰν παρὰ τοῖς Λάκωσι δικηλισταί, ὡς ἄν τις σκευοποιοὺς εἴπῃ καὶ μιμητάς. τοῦ δὲ εἴδους τῶν δικηλιστῶν πολλαὶ κατὰ τόπους εἰσὶ προσηγορίαι. Σικυώνιοι μὲν γὰρ φαλλοφόρους αὐτοὺς καλοῦσιν, ἄλλοι δ΄ αὐτοκαβδάλους, οἳ δὲ φλύακας, ὡς Ἰταλοί, σοφιστὰς δὲ οἱ πολλοί·»

Αυτό ήταν το είδος που έχει μείνει γνωστό ως δωρική φάρσα. Συχνά παρωδούσε γνωστούς μυθικούς ήρωες σαν τον κοιλαρά Ηρακλή. Πυρήνας της όμως ήταν το απλούστερο είδος σάτιρας, η χαρακτηρολογική, όπου η επίθεση στο ήθος του αντιπάλου γινόταν μέσω της διακωμώδησής του ως ανθρώπινου τύπου, σύμφωνα με τις κυρίαρχες στην εκάστοτε κοινωνία στερεοτυπικές αντιλήψεις. Κι έτσι, στο στόχαστρο της φάρσας της δωρικής έμπαινε –συχνά υπό την οπτική έντονων κοινωνικών προκαταλήψεων– ο κλεφτράκος φρούτων ή ο ξενομερίτης γιατρός που δημιουργούσε κωμικές εντυπώσεις στους ασθενείς του λόγω της φθαρμένης του προφοράς. Στα τέλη περίπου του 6ου π.Χ. αιώνα, ο Επίχαρμος από την Κω, περνώντας από τα Μέγαρα για να μεταναστεύσει στη Σικελία, διακωμώδησε τη Μεγαρίδα γυναίκα ή το άξεστο χωριατόπαιδο (Ἀγρωστίνος) κι ο Σώφρων από τις Συρακούσες έδινε στις κωμωδίες του τίτλους εξίσου εύγλωττους: Ἀκέστριαι (Ράφτρες), Πενθερά, Ἀγροιώτας (ο Αγροίκος Αγρότης). Παρ’ ό,τι στοιχειώδες και αρχαιότατο, το κωμικό αυτό είδος διατήρησε την αίγλη του και αργότερα. Δεν το απέφυγε πλήρως η Παλαιά Κωμωδία της Αττικής, όπως δείχνουν τα έργα του Κράτη Φιλάργυρος, Μέτοικοι και Πεδῆται (Αλυσοδεμένοι) ή οι Μεταλλῆς του Φερεκράτη που είχαν ως θέμα τους δούλους στα μεταλλεία του Λαυρίου. Μάλιστα, από τον 4ο π.Χ. αιώνα και μετά, το είδος επανήλθε στο κεντρικό ρεύμα της μόδας κατά τις περιόδους ανάπτυξης της Μέσης και της Νέας Κωμωδίας, με έργα σαν την Μανδραγοριζομένην του Αλέξιδος ή τον Δύσκολον του Μενάνδρου. Και δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι στον ίδιο, πρωτογενή δρόμο σατιρικής αντίληψης– με μετριασμένη βέβαια την αθυροστομία στα σεξουαλικά υπονοούμενα, αλλά με καθιερωμένους πλέον κωμικούς τύπους, όπως του μάγειρα και του βοηθού του, του υπηρέτη, του λάγνου, του φιλάργυρου, του γκρινιάρη, του απατεώνα, του μαστροπού και της εταίρας– πάτησαν κωμωδίες κατά πολύ μεταγενέστερες, από την Ατελλανή φάρσα έως το ρωμαϊκό θέατρο κι από εκεί στη μεσαιωνική Comedia dell’ Arte, μέχρι βεβαίως τη νεωτερική ευρωπαϊκή κωμωδία του Μολιέρου με τον Κατά Φαντασίαν Ασθενή του.

H πολιτική Παλαιά Κωμωδία της Αττικής και ο Αριστοφάνης

«Κι έτσι τώρα, σαν εκείνην την Ηλέκτρα τούτη η κωμωδία μού ’ρθε
και ζητάει μπας και βρει θεατές να ’ναι σοφοί.
Τι, όμοια με την Ηλέκτρα, με την πρώτη τη ματιά,
σίγουρα θ’ αναγνωρίσει του αδελφού της τα μαλλιά.
Μα, προσέξτε πόσο είναι απ’ τη φύση μετρημένη!
Πρώτα πρώτα, ήρθε εδώ πέρα
χωρίς να ’χει από μπροστά της κανά πέτσινο εργαλείο, φουσκωμένο και χοντρό,
πολύ κόκκινο στην άκρη να γελούν τα παιδαρέλια.
Κι ούτε στήνει άσχημους κάζους εις τους έρμους φαλακρούς.
Ούτε κόρδακα ξεδιάντροπα χορεύει.
Κι ούτε ο γέρος που μιλάει δίνει μια με τη μαγκούρα να πονάει ο διπλανός του
γιατί θέλει να καλύψει σκώμματα κακοφτιαγμένα.
Κι ούτε ανέβη στη σκηνή σείοντας ψηλά τις δάδες
κι ούτε “όι, όι” βογγά.
Παρά φτάνει με τη φόρα που ’ναι ολάκερη δική της στης ατάκας τη χαρά.
Μα κι εγώ, βεβαίως, που λέτε, που ’μαι τέτοιος ποιητής,
ούτε τα μαλλιά μακραίνω δήθεν να φανώ δανδής
κι ούτε πάω να σας γελάσω
παίζοντας ξανά τα ίδια, δυο και τρεις φορές σερί.
Αλλά πάντοτε σοφίζομαι καινούργια
και ιδέες που η μια να μη μοιάζει με την άλλη
και πρωτότυπες να είναι.
Και τον Κλέωνα, λοιπόν, όταν είχε την ισχύ του τη μεγάλη,
στη γαστέρα τον χτυπούσα.
Μα όταν χάμω εσωριάσθη, δεν μου το ’λεγε η καρδιά
να χοροπηδήσω πάνω στην κοιλάρα του ξανά.
……
Όποιος, το λοιπόν, με τέτοια ξεκαρδίζεται στα γέλια,
με δικά μου καλαμπούρια δεν μπορεί να διασκεδάσει.
Μα αν μ’ εμένα ευχαριστιέται και με τα σκαρφίσματά μου,
στη συνέχεια θα φανεί πως πολύ σωστά φρονεί.
»

Στην κωμωδία του Αριστοφάνη Νεφέλαι, αυτοί είναι οι καίριοι στίχοι (534-550 και 560-562) της λεγόμενης Παράβασης, του δομικού δηλαδή τμήματος της παράστασης στο οποίο ο Κορυφαίος του Χορού παρέβαινεν, έκανε ένα βήμα απεύθυνσης προς τους θεατές για να επικοινωνήσει απευθείας μαζί τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Αριστοφάνης ρητά δηλώνει τη διαφοροποίησή του από τις παραδεδομένες φόρμουλες που έβρισκαν σίγουρη ανταπόκριση στα γούστα και στην κρίση του κοινού. Δύσκολα, βέβαια, μπορούμε να δεχτούμε ότι και τα δικά του έργα δεν διανθίζονταν με τους χονδροειδείς αυτοσχεδιασμούς της δωρικής κληρονομιάς στη φάρσα και τα πικάντικα εφευρήματα των αγροκώμων. Σταθερά χρησιμοποιούσε κάμποσα απ’ τα κόλπα, τα οποία συνήθιζαν οι παλιότεροι δεικηλιστές, οι φλύακες και οι αὐτοκάβδαλοι. Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία έμπαιναν πλέον σε νέο πλαίσιο. Δεν ήταν άλλο απ’ την έγνοια για τα πολιτικά πράγματα.

Παράδειγμα δίνουν οι Ἀχαρνῆς, το πρωιμότερο σωζόμενο έργο του Αριστοφάνη. Εδώ, ο καθιερωμένος στη φάρσα τύπος της παρεφθαρμένης προφοράς του ξενομερίτη, ρητορεύεται με σκοπιμότητα στα χείλη του Πέρση πρεσβευτή, γιατί συγκαλύπτει πρόθεση εξαπάτησης της αθηναϊκής αγοράς (στ. 100-104). Το μοτίβο της αλλότριας όψης, έτσι όπως διογκώνεται στην περίπτωση των “ἀπεψωλημένων” Οδομάντων της Θράκης, που διατηρούν τα πέη τους αποτριχωμένα, γίνεται αφορμή για ερωτήματα σχετικά με την πρόσληψη μπρατσαράδων μισθοφόρων που δεν κάνουν άλλο παρά να λεηλατούν σκόρδα στο πέρασμά τους (στ. 134-174). Η φαλλοφορία αναπαρίσταται σε πλήρη τελετή, μ’ ένα τεράστιο ομοίωμα όρθια στημένο, προκειμένου να ανθίσουν μέσα σε μια γιορτή ειρήνης κραιπαλοκώμες ερωτικές φαντασιώσεις (245-279). Το ξυλοφόρτωμα με μαγκούρα κι η παντομίμα λιθοβολισμού, όπως ξεσπάνε απ’ τον Χορό των Αχαρνέων γερόντων πάνω στον Δικαιόπολι, εκφράζουν το άκαμπτα φιλοπόλεμο μένος των κατοίκων της αττικής υπαίθρου που έχουν δει τις σοδειές τους να γίνονται κάρβουνο από τις εισβολές των εχθρών (στ. 280-391). Η διακωμώδηση του Ευριπίδη, με τις διαρκείς αναφορές στα λάχανα και τους υπαινιγμούς στην ταπεινή καταγωγή της μάνας του, αξιοποιεί στοιχεία συνηθισμένα στις χαρακτηρολογικού τύπου επιθέσεις στο ήθος του αντιπάλου, για να σχολιάσει τον εκμαυλισμό της τραγωδίας (394-489).

Στο δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα, η Παλαιά Κωμωδία της Αττικής γελοιοποιούσε όλους όσους κατακτούσαν αξιώματα ή αποκτούσαν κύρος και επιρροή. Καθιέρωσε την πρακτική της επώνυμης διακωμώδησης (ὀνομαστὶ κωμῳδεῖν) και, σε τελευταία ανάλυση, τη διακωμώδηση επωνύμων. Αυτοί θα πρέπει να αιφνιδιάζονταν με τρόπο που ο δικός μας πολιτισμός αδυνατεί καν και καν να φανταστεί, όταν άκουγαν να βγαίνουνε δημόσια στη φόρα τ’ άπλυτά τους, με τ’ όνομά τους να γίνεται περίγελως στο θέατρο παρουσίᾳ τους, καθώς χιλιάδες βλέμματα επιτίμησης θα στρέφονταν με ειρωνεία ή απειλές προς τη μεριά τους.

Ο Αριστοφάνης –κατεξοχήν εκπρόσωπος αυτής της παράδοσης κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου– τα έσουρνε ποικιλοτρόπως στα έργα και στις μέρες των επιφανών. Στους Ἀχαρνῆς έστησε καρικατούρα για τον στρατηγό Λάμαχο (570-625), ενώ, κάποιους στίχους πιο πριν, δεν είχε διστάσει να λοιδορήσει ακόμη και τον πρόσφατα νεκρό, από τον λοιμό, Περικλή ότι είχε ξεκινήσει το εμπορικό εμπάργκο στα Μέγαρα για δύο πόρνες που είχαν λείψει της Ασπασίας (525-537). Οι Ὄρνιθες περιγέλασαν τους τεχνοκράτες, αλλά και τους ολύμπιους θεούς, ότι αρέσκονταν στις αρπαχτές πλούσιες υλικές απολαβές. Οι Νεφέλαι τα ’βάζουν με τον Σωκράτη και την κομψευόμενη επιστημονική σκέψη. Οι Βάτραχοι εμφανίζουν έναν δειλό Διόνυσο, θεό του θεάτρου, να πέρδεται ανεξέλεγκτα και να χέζεται όταν καταβαίνει στον Άδη για να φέρει πίσω στην Αθήνα τον καλύτερο απ’ τους νεκρούς ποιητές της τραγωδίας. Μόνιμα στο στόχαστρό του Αριστοφάνη έμπαιναν ρήτορες σαν τον Κλέωνα (ως επί το πλείστον διακωμωδούμενο στους Ιππῆς) αλλά και τον Υπέρβολο ή τον Κλεοφώντα, που οδηγούσαν σε επιπόλαιες αποφάσεις την εκκλησία του δήμου. Αλλά κι ο ίδιος ο λαός δεν γλύτωνε τα αιχμηρά του σχόλια για την κακή του κρίση. Οι Σφῆκες στήνουν παρωδία για τους ένορκους λαϊκούς δικαστές που, παρ’ όλη τη δριμύτητά τους για την καταδίκη αριστοκρατών και πλουσίων, υπέκυπταν συχνά στο δέλεαρ της κολακείας ή της δωροδοκίας. Οι Νεφέλαι στρέφουν τις βολές τους προς το κοινό της κωμωδίας, που από την ψήφο του κρινόταν το βραβείο για κάθε παράσταση. Στιγμή κορύφωσης στο έργο αυτό αποτελεί ο αγώνας μεταξύ του Δίκαιου Λόγου και του Άδικου, προσωποποιημένων, με τον δεύτερο να καταφέρνει τελικά να πείσει ότι η φαυλότητα αποτελεί συνηθισμένη –κι άρα κατά συνθήκην αποδεκτή– επιλογή αφού αποτελεί τον εύκολο δρόμο εξασφάλισης διακρίσεων μέσα στην πόλη (1089-1104):

ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Για πες, λοιπόν, από ποιους βγαίνουν οι δικηγορούντες;

ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Από τους ευρυπρώκτους.

ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Πολύ καλά! Κι οι τραγωδοί;

ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Από τους ευρυπρώκτους.

ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Λαμπρά τα λες! Κι οι ρήτορες;

ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Από τους ευρυπρώκτους.

ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Βλέπεις, λοιπόν, τη γνώμη σου ότι είναι για τα μπάζα!

Ρίξε ένα βλέμμα, τώρα, να μου πεις. Στους θεατές ανάμεσα ποιοι είναι πλειοφηψία;

ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Ε, ναι, λοιπόν, κοιτάω…

ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Για πες τι βλέπεις.

ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Μα τους θεούς! Και βέβαια πιο πολλούς βλέπω τους ευρυπρώκτους.

Να! Αυτόν εδώ τον ξέρω κι εκείνον εκεί πέρα κι αυτόν εδώ τον μακρυμάλλη!

ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Τι έχεις να πεις, λοιπόν;

ΔΙΚΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ: Την πάτησα, βρε κίναιδοι!

Μα τον θεό, βγαίνω απ’ τα ρούχα μου και στο εξής προσχωρώ στο σινάφι σας!

Έτσι ήτανε η Παλαιά Κωμωδία της δημοκρατικής πόλης. Σε άμεση επαφή με το κοινό, με τις παραβάσεις και τις παρεκκλίσεις της από στομφώδεις βεβαιότητες, έκανε θρύψαλα κάθε είδους όρια. Το είδος έχει συχνά δεχτεί την κριτική –και όχι άδικα– ότι ήτανε ποπουλαρίστικο. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, με δεδομένη τη διονυσιακή κι αγροτική του προέλευση; Μέσω του επικαιρικού χαρακτήρα της κωμωδίας, οι πολίτες μπορούσαν να σκέφτονται, αλλά και να ξορκίζουν τα δεινά τους. Γελούσαν. Και το κυριότερο, γελώντας με την ίδια σάτιρα, με τους ίδιους εκλεπτυσμένους υπαινιγμούς ή με τα ίδια γκροτέσκα καρυκεύματα, δυνάμωναν τους κοινά αναγνωρίσιμους κώδικές τους, την αίσθηση του χιούμορ που ήταν αποκλειστική στα ήθη του δήμου.

Γι’ αυτό κι εμείς, που σήμερα διαβάζουμε την κωμωδία ή την αποθαυμάζουμε στις σύγχρονες παραστάσεις, πέφτουμε πάνω σε δυσκολίες. Δεν είναι μόνο πως ενδεχομένως μας λείπουν οι γνώσεις πάνω σε λεπτομέρειες της επικαιρότητας της εποχής, οι οποίες θα μας επέτρεπαν να γελάσουμε μ’ ένα αστείο. Είναι που στη ουσία της Παλαιάς Κωμωδίας, εκείνης της κωμωδίας της άμεσης δημοκρατίας, νιώθουμε –και είμαστε από κάθε άποψη– παρείσακτοι.

Η Αλήθεια βρίσκεται Μέσα μας

Όλοι οι άνθρωποι έχουν την ΙΔΙΑ ΦΥΣΗ… διαφέρουν μόνο στην «χρήση» της, ή αν θες στον Βαθμό Κατανόησης του Φαινομένου της Ύπαρξης… Δεν υπάρχουν αυθεντίες… όλοι είναι σε «πορεία», στον «δρόμο», προς την Ολοκλήρωση.

Το ότι οι θρησκείες έγιναν θεσμοί και ξέπεσαν αποδεικνύει μόνον την μικρότητα των ανθρώπων…. Αλλά ο σημερινός άνθρωπος, πνευματικά, συνειδησιακά είναι στην ίδια κατάσταση εδώ και 3000 χρόνια, δεν έχει προχωρήσει ούτε χιλιοστό του χιλιοστού… Συνειδησιακά άλματα; Που τα βλέπεις; Έγινε η κοινωνία πιο φωτισμένη; Πιο δίκαια, πιο ανθρώπινη; Όλη η ανθρώπινη ιστορία είναι ιστορία βίας και αίματος.

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κανένα μυστήριο με την ζωή και τον θάνατο. Ο άνθρωπος ενσωματώνεται, ζει μέσα από ένα σώμα, ξανά και ξανά, μέχρι να μπορέσει να αποσπαστεί από το εξωτερικό όνειρο, την δίψα για εξωτερικές εμπειρίες.

Το πως γίνεται η Κάθοδος από την ΟΥΣΙΑ στην ύπαρξη κι η Άνοδος από τον κόσμο των φαινομένων πίσω στην ΟΥΣΙΑ δεν είναι και τόσο μυστήριο… μπορούμε να το δούμε πως συμβαίνει μέσα μας… Υπάρχει Αναλογία.

Η μόνη ανάγκη που υπάρχει στον άνθρωπο είναι να Βιώσει την ΑΛΗΘΙΝΗ ΦΥΣΗ του, την ΟΥΣΙΑ του, τίποτα άλλο… το «πως» (που έχει το νόημα της ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ κι όχι μιας μεθόδου) εναπόκειται στον καθένα να το πραγματοποιήσει.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ βρίσκεται ΜΕΣΑ κι όχι στις εξωτερικές ζωές και την συσσώρευση εξωτερικών εμπειριών… Σημασία έχει να λυθούμε από τα δεσμά της εξωτερικής ύπαρξης, όχι να ζήσουμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο… στο σχετικό κόσμο καλό και κακό είναι το ίδιο άχρηστα… ούτε προσθέτουν, ούτε αφαιρούν τίποτα. Η αφυπνισμένη ζωή δεν επηρεάζεται από τα όνειρα, είτε μας ταξιδεύουν σε ονειρεμένους τόπους, είτε μας βυθίζουν στην κόλαση… μόνο όνειρα είναι…

Ο Αληθινός Διαλογισμός είναι Μη-διαλογισμός

Αυτό που είπα – και λέω πάντα – είναι ότι η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι Ιερή Κατάσταση, Απαραβίαστη, από όσους θέλουν να την συλλάβουν, να την χειραγωγήσουν, να την μεταχειριστούν προς ίδιον όφελος ή να την εμπορευτούν… Τέτοιοι άνθρωποι δεν μπορούν να Ανυψωθούν Ως Αυτή την Κατάσταση… Έτσι η Αλήθεια Προστατεύεται από την Ίδια την Φύση της… Από την άλλη μεριά, όσοι άνθρωποι Προσεγγίζουν την Αλήθεια, είναι προσεκτικοί και δεν αποκαλύπτουν λεπτομέρειες που κάποιοι θα τις εκμεταλλεύονταν ή θα τις εμπορεύονταν με τον παραπάνω τρόπο.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ, Είναι Μέσα μας, στη Φύση μας… Κανένας δεν μπορεί να την αφαιρέσει ή να μας εμποδίσει να την προσεγγίσουμε, εφόσον το θέλουμε πραγματικά. Μπορούμε μόνοι μας και μόνοι μας θα το πραγματοποιήσουμε… Κάποιος άλλος, συνοδοιπόρος, μπορεί να μας υποδείξει κάτι, τίποτα περισσότερο… Πρέπει να σεβόμαστε όσους γνωρίζουν ενδεχόμενα περισσότερα από εμάς, αλλά μέχρι εκεί… είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στην Αλήθεια (στην Πραγματικότητα, στο Θεό, πες το όπως θέλεις)… με αυτή την έννοια δεν υπάρχουν «Δάσκαλοι», γνώστες, ή οτιδήποτε άλλο.

Τι μπορεί να μας υποδείξει κάποιος που γνωρίζει (και λειτουργεί ισότιμα σαν συνοδοιπόρος, φίλος… όχι «δάσκαλος»); Μπορεί να μας υποδείξει και να αναγνωρίσουμε μέσα μας, τι είναι ο Άνθρωπος, ποιες λειτουργίες επιτελούνται μέσα μας (Αντίληψη, σκέψη, αίσθηση…κλπ.), ποια είναι η σχέση μας με το σώμα…να αναγνωρίζουμε σε ποια θέση βρισκόμαστε… και να μας υποδείξει πως θα απεμπλακούμε από τις κατώτερες λειτουργίες, την σκέψη, το εγώ… για να λειτουργήσουμε σε μια Ευρύτερη Αντιληπτική Κατάσταση που θα Ανοίγεται στο Άπειρο, στο Απεριόριστο… σε αυτό που οι άνθρωποι λένε Πραγματικότητα, Θεό, Ανώτερο Πραγματικό Εαυτό, Αλήθεια, Πηγή, κλπ…

Όλη αυτή η μετάβαση που τεχνικά ονομάζεται Διαλογισμός, Προσευχή, είναι στην πραγματικότητα υπέρβαση όλων των κατώτερων δραστηριοτήτων της ύπαρξης, ώστε να ανοιχτεί και να Δεχτεί το Υπέρτατο… όλα αυτά μπορούν να υποδειχτούν (και τα διάφορα είδη διαλογισμού , και η πραγμάτωσή τους) και να εξηγηθούν… αλλά πάντα όλες οι πρακτικές ή προσπάθειες ή διαδικασίες Διαλογισμού, αυτοαναιρούνται στην υπέρτατη κατάσταση της τελείωσής τους ( ο τεχνικός όρος είναι σαμάντι στην ινδική παράδοση)… Τελικά ο Αληθινός Διαλογισμός είναι Μη-διαλογισμός… Το ορίζει ο Πανταζάλι στους αφορισμούς 1,2, στο Γιόγκα Σούτρα… εκεί συμπυκνώνεται ολόκληρο το βιβλίο και η θεωρία της Γιόγκα… Επίσης το εφαρμόζουν όσοι ακολουθούν την Παράδοση Ζεν… Στο Χριστιανισμό είναι η Καθαρά Προσευχή που οδηγεί στον «άμορφο νου» που μόνο σε αυτή την κατάσταση μπορεί να Δεχτεί τον Άπειρο Θεό.

Η Αληθινή Ουσία, Ο Αληθινός Εαυτός, Αυτό που Είμαστε (ακόμα κι όταν δεν το αντιλαμβανόμαστε) είναι Πνευματικής υφής, όπως και οι διάφορες λειτουργίες (Αντίληψη, σκέψη) που εκδηλώνονται μέσα στο σώμα.

Η Αληθινή Ουσία Είναι Ατοπική, Ελεύθερη, Απεριόριστη, αλλά εκδηλώνεται ΚΑΙ μέσα στο σώμα, στον εγκέφαλο, στο νευρικό σύστημα στο σώμα, όπως κι οι άλλες κατώτερες λειτουργίες σε συγκεκριμένα «σημεία» του νευρικού συστήματος, του σώματος… Η σκέψη εκδηλώνεται στον μετωπιαίο εγκέφαλο… Όταν, με τον Διαλογισμό, ξεπερνιέται η σκέψη, το εγώ, λειτουργούμε σε μια ευρύτερη περιοχή του εγκεφάλου… Στον Ανώτερο Διαλογισμό Βρισκόμαστε Ατοπικά, έξω από το σώμα, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει λανθάνουσα σύνδεση με το σώμα...

Ο Xορός του Kενού: Ένα Ζεν Ταξίδι στη Μυστική Ενότητα

Στην καρδιά του αχανούς και γαλήνιου τοπίου του Ζεν, υπάρχει ένα μονοπάτι που ξεπερνά τη δυαδικότητα των λέξεων και της σιωπής, ένα ταξίδι που συνυφαίνει το πεπερασμένο με το άπειρο, τον εαυτό με τον μη εαυτό. Αυτό είναι το μυστικιστικό μονοπάτι του Ζεν, ένας χορός με το βαθύ και το ανεξιχνίαστο, μια ένωση με την ίδια την ουσία της ύπαρξης.

Το Ζεν, μια σχολή του Βουδισμού Μαχαγιάνα, δεν είναι απλώς μια θρησκεία ή μια φιλοσοφία, αλλά μια ζωντανή εμπειρία, μια άμεση υπόδειξη στην καρδιά της πραγματικότητας. Είναι μια μυστικιστική παράδοση που μας καλεί να αφυπνιστούμε στην αληθινή μας φύση, να συνειδητοποιήσουμε τη μη διπλή ουσία του σύμπαντος και να ενσωματώσουμε τη διασύνδεση όλων των πραγμάτων. Αυτή είναι η μυστικιστική καρδιά του Ζεν, ο χορός του κενού, η συμφωνία της sunyata.

Η Μυστική Καρδιά του Ζεν

Στον πυρήνα του Ζεν βρίσκεται η έννοια του sunyata, ή του κενού. Αυτό δεν είναι το μηδενιστικό κενό του τίποτα, αλλά μάλλον η αλληλοεξαρτώμενη προέλευση όλων των φαινομένων. Είναι η κατανόηση ότι τίποτα δεν υπάρχει ανεξάρτητα, ότι όλα τα πράγματα είναι αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα. Αυτή είναι η μυστική καρδιά του Ζεν, η συνειδητοποίηση ότι ο εαυτός και το σύμπαν δεν είναι ξεχωριστές οντότητες, αλλά ένα και το αυτό.

Σύμφωνα με τα λόγια της Σούτρα της Καρδιάς, «Η μορφή είναι κενό, το κενό είναι μορφή». Δεν πρόκειται για άρνηση της πραγματικότητας, αλλά για μια βαθιά επιβεβαίωση της δυναμικής αλληλεπίδρασης όλων των φαινομένων. Είναι ο μυστικός χορός του κενού, η συνεχής ροή και ροή του σύμπαντος, το αιώνιο γίγνεσθαι που είναι η ουσία της ύπαρξης.

Το Μονοπάτι Χωρίς Μονοπάτι

Το μονοπάτι του Ζεν είναι ένα μονοπάτι χωρίς μονοπάτι, ένα ταξίδι που δεν είναι ταξίδι. Είναι μια παράδοξη κίνηση προς την ακινησία, μια δυναμική ενασχόληση με την παρούσα στιγμή. Αυτή είναι η μυστικιστική διαδρομή του Ζεν, η άμεση και κατευθείαν εμπειρία της πραγματικότητας όπως είναι, όχι όπως εννοιολογείται ή θεωρητικοποιείται.

Το μονοπάτι του Ζεν δεν αφορά την άνοδο σε ένα ανώτερο βασίλειο ή την επίτευξη μιας μελλοντικής κατάστασης φώτισης. Πρόκειται για την αφύπνιση στην εγγενή τελειότητα αυτής ακριβώς της στιγμής, της ιερότητας του εδώ και τώρα. Αυτή είναι η μυστικιστική ένωση του Ζεν, η συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ του αναζητητή και του αναζητούμενου, του μονοπατιού και του προορισμού.

Το Κοάν της Ύπαρξης

Το Ζεν είναι γνωστό για τη χρήση κοάν, παράδοξων δηλώσεων ή ερωτήσεων που αψηφούν τη λογική κατανόηση. Αυτά δεν είναι απλοί γρίφοι ή γρίφοι, αλλά υποδείξεις στη μυστικιστική πραγματικότητα που υπερβαίνει τη δυαδικότητα του νου. Είναι προσκλήσεις να ξεπεράσουμε τα όρια της ορθολογικής σκέψης, να εισέλθουμε στη σφαίρα της άμεσης, αδιαμεσολάβησης εμπειρίας.

Το κοάν της ύπαρξης είναι το μεγαλύτερο από όλα τα κοάν, το μυστήριο που βρίσκεται κάτω από όλα τα μυστήρια. Είναι το ερώτημα ποιοι είμαστε, τι είναι το σύμπαν και πώς ταιριάζουμε στη μεγάλη ταπισερί της ύπαρξης. Αυτή είναι η μυστικιστική έρευνα του Ζεν, η εξερεύνηση του βαθύ και του ακατανόητου, ο χορός με το άγνωστο.

Η ενσάρκωση του διαφωτισμού

Ο απώτερος στόχος του Ζεν δεν είναι η επίτευξη μιας υπερβατικής κατάστασης ή η απόκτηση υπερφυσικών δυνάμεων. Είναι η ενσάρκωση της φώτισης στην καθημερινότητα, η ενσωμάτωση της σοφίας και της συμπόνιας στις εγκόσμιες δραστηριότητες της ζωής. Αυτή είναι η μυστική καρποφορία του Ζεν, η έκφραση του απόλυτου στο σχετικό, η εκδήλωση του απείρου στο πεπερασμένο.

Σύμφωνα με τα λόγια του δασκάλου του Ζεν Ντόγκεν, "Το να μελετάς τον Τρόπο του Βούδα σημαίνει να μελετάς τον εαυτό σου. Το να μελετάς τον εαυτό σημαίνει να ξεχνάς τον εαυτό σου. Το να ξεχνάς τον εαυτό σου σημαίνει να φωτίζεσαι από όλα τα πράγματα." Αυτή είναι η μυστικιστική ενσάρκωση του Ζεν, η συνειδητοποίηση ότι η φώτιση δεν είναι ένα προσωπικό επίτευγμα, αλλά μια παγκόσμια πραγματικότητα που διαπερνά όλες τις πτυχές της ύπαρξης.

Ο χορός του κενού

Το μυστικό μονοπάτι του Ζεν είναι ένας χορός με το άγνωστο, ένα ταξίδι στην καρδιά της πραγματικότητας. Είναι ένα μονοπάτι που υπερβαίνει τη δυαδικότητα του εαυτού και του άλλου, του υποκειμένου και του αντικειμένου, της μορφής και του κενού. Είναι ένας χορός που γιορτάζει τη διασύνδεση όλων των πραγμάτων, τη δυναμική αλληλεπίδραση του σύμπαντος, το αιώνιο γίγνεσθαι που είναι η ουσία της ύπαρξης.

Στον χορό του κενού, δεν υπάρχει χορευτής και χορός, μόνο η αγνή και αυθόρμητη έκφραση της ίδιας της ζωής. Αυτή είναι η μυστικιστική ένωση του Ζεν, η συνειδητοποίηση ότι ο εαυτός και το σύμπαν είναι ένα και το αυτό, η ενσάρκωση του απόλυτου στο σχετικό, η εκδήλωση του απείρου στο πεπερασμένο.

Στο απέραντο και γαλήνιο τοπίο του Ζεν, ο χορός του κενού συνεχίζεται, προσκαλώντας μας να συμμετάσχουμε στη μυστικιστική συμφωνία της ύπαρξης. Είναι ένας χορός που ξεπερνά τα όρια του χρόνου και του χώρου, ένας χορός που γιορτάζει το αιώνιο παρόν, το ιερό τώρα. Είναι ο χορός του Ζεν, ο χορός της ζωής, ο χορός του ίδιου του σύμπαντος.

Είθε να συμμετάσχουμε όλοι σε αυτόν τον χορό, αυτό το μυστικιστικό ταξίδι στην καρδιά της πραγματικότητας, αυτή τη γιορτή της διασύνδεσης όλων των πραγμάτων. Είθε όλοι να αφυπνιστούμε στην αληθινή μας φύση, να συνειδητοποιήσουμε τη μη διπλή ουσία του σύμπαντος και να ενσωματώσουμε τη συμπόνια και τη σοφία που είναι η καρδιά του Ζεν. Είθε να χορέψουμε όλοι στο χορό του κενού, στη συμφωνία της sunyata, στη μυστικιστική καρδιά της ύπαρξης.

Πού μπορείτε να βρείτε ακλόνητη ηρεμία και γαλήνη

Να είστε πάντα σε επαφή με τον πυρήνα της ύπαρξής σας.

Οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν ως τώρα πόσο σημαντι­κό είναι να έχουν επαφή με τον πυρήνα της ύπαρξής τους είναι μια κατάσταση ηρεμίας και σταθερότητας. Όταν δεν είστε σε επαφή με το κέντρο του είναι σας, νιώθετε σκόρπιοι και αποδιοργανωμένοι. Τα συναισθήματά σας αντιπαλεύουν μεταξύ τους. Δεν υπάρχει σταθερότητα στις αντιδράσεις σας, επειδή το επόμενο συμβάν μπορεί να σας τραβήξει προς τη μια ή την άλλη μεριά. Ο πανικός είναι η υπέρτατη κατάληξη της έλλειψης επαφής με το κέντρο του είναι σας, μα υπάρχουν και πολλές ηπιότερες καταστάσεις, όπως η αφηρημάδα, η νευ­ρικότητα, η σύγχυση, το άγχος και ο αποπροσανατολισμός. Δυστυχώς, το να γνωρίζεις πως είναι προτιμότερο να είσαι σε επαφή με το κέντρο του είναι σου δεν σημαίνει και πως θα κατορθώσεις τόσο εύκολα να το πετύχεις.

Πού βρίσκεται αυτό το κέντρο;
 
Για μερικούς βρίσκεται μέσω του στήθους ή στην ίδια την καρδιά. Για άλλους, βρίσκε­ται στο ηλιακό πλέγμα ή είναι απλώς μια γενικότερη αίσθηση «κατάδυσης στο εσωτερικό». Εγώ θα έλεγα, όμως, πως το κέντρο δεν είναι ένα φυσικό σημείο. Η καρδιά σας δεν μπορεί να είναι το κέντρο της ύπαρξής σας όταν χτυπά σαν τρελή ή όταν πονά. Το ηλιακό σας πλέγμα δεν μπορεί να είναι το κέντρο σας όταν τα σωθικά σας έχουν δεθεί κόμπος. Το σώμα καθρεφτίζει πάντοτε τη συνειδητότητα, άρα το κέντρο σας βρίσκεται στη συνειδητότητα. Αυτό μας κατευθύνει μεν προς τη σωστή κατεύθυνση, μα η συνειδητότητα κινείται και αλλά­ζει διαρκώς.

Επομένως, το ερώτημα είναι: Πού μπορείτε να βρείτε ακλόνητη ηρεμία και γαλήνη;

Είμαι σίγουρος πως δεν θα ξαφνιαστείτε αν ακούσετε πως η απόλυτη ηρεμία και γαλήνη εντοπίζονται στο επίπεδο της ψυχής, εκεί όπου μπορεί κάποιος να φτάσει μέσω του διαλογισμού. Το έχουμε ήδη συζητήσει, μα αξίζει να επαναλάβουμε πως, όποιος κι αν είστε και όποια κρίση κι αν περνάτε αυτή τη στιγμή στη ζωή σας, αυτό το σημείο της γαλήνης και της ηρε­μίας δεν χάνεται ποτέ. Πλησιάζοντας το και μόνο, θα μπορέ­σετε να βιώσετε τις επιδράσεις του. Όταν θέλετε να αναζητή­σετε το κέντρο της ύπαρξής σας, βρείτε ένα ήσυχο μέρος όπου δεν πρόκειται να σας ενοχλήσουν. Κλείστε τα μάτια και αισθανθείτε το μέρος εκείνο του σώματός σας που είναι στρεσαρισμένο. Αναπνεύστε άνετα και κανονικά, απελευθερώνο­ντας τη διαταραγμένη ενέργεια από το συγκεκριμένο σημείο του σώματος.

Πολύ συχνά ο νους σας θα περιέχει σκέψεις άγχους. Αυτές συνήθως εξαφανίζονται αν το σώμα σας ηρεμήσει. Αν δεν εξα­φανιστούν, τότε εκπνεύστε την ενέργεια που κρύβεται πίσω από αυτές τις σκέψεις, δηλαδή την ενέργεια του φόβου και του άγχους. Υπάρχουν περισσότεροι από ένας τρόποι για να το πετύχετε αυτό.

Μέσω του τσάκρα του στέμματος: Στη γιόγκα, η κορυφή του κεφαλιού θεωρείται ένα ενεργειακό κέντρο ή, αλλιώς, τσάκρα. Το τσάκρα του στέμματος είναι ένα αποτελεσματικό σημείο για την απελευθέρωση ενέργειας. Κλείστε τα μάτια και ορα­ματιστείτε μια ακτίνα λευκού φωτός να διαπερνά το κεφάλι σας και να εξέρχεται από αυτό μέσα από ένα μικροσκοπικό άνοιγμα στην κορυφή του. Η στήλη του φωτός είναι στενή, αλλά συγκεντρώνει όλες τις σκέψεις που στριφογυρίζουν μέσα στο κεφάλι σας και τις απομακρύνει με ένα μόνο ρεύμα, μέσω του τσάκρα του στέμματος - μπορείτε να φανταστείτε τις σκέ­ψεις σας σαν καπνό που στροβιλίζεται και που η στήλη του φωτός συγκεντρώνει και παρασύρει μακριά.

Μέσω αναπνοών: Εκπνεύστε τον αέρα με μια σταθερή εκπνοή - σαν να σβήνετε ένα κερί γενεθλίων, μα με πιο αργό ρυθμό. Παρατηρήστε το λευκό φως της εκπνοής σας να ανεβαίνει προς τα πάνω, παρασύροντας μαζί του όλες τις σκέψεις άγχους. Δείτε το φως να ανεβαίνει ακόμα ψηλότερα, μέχρι που βγαίνει από το δωμάτιο και δεν μπορείτε να το δείτε πια.

Μέσω ήχων: Βοηθά επίσης να βγάζετε έναν ψηλό τόνο την ίδια στιγμή που εκπνέετε, ένα απαλό «ιιιιιιι». Τις πρώτες φορές η άσκηση μπορεί να σας φανεί περίεργη, αλλά ακόμα κι αν δεν μπορέσετε να κάνετε έναν ήχο ή να εκπνεύσετε σωστά την πρώτη φορά που θα δοκιμάσετε, απλώς και μόνο ο οραματισμός της ακτίνας του λευκού φωτός που παρασύρει την ενέργεια ψηλά και έξω από το σώμα μπορεί να είναι απο­τελεσματικός από μόνος του.

Λιαντίνης: Μεταφυσική του πολέμου

Θα περίμενε κανείς ότι μπροστά στον εκκωφαντικό κίνδυνο που απειλεί το ανθρώπινο γένος, η σωφροσύνη των εθνών θα στρεφόταν στην κατεύθυνση του περιορισμού των πυρηνικών όπλων.

Ό,τι συμβαίνει είναι το ανάποδο. Με την αύξηση των εξοπλισμών ο άνθρωπος πιστεύει ότι πετυχαίνει τη μείωση του κινδύνου πολέμου. Η μεγιστοποίηση του τρόμου, δηλαδή, οδηγεί στον μηδενισμό της απειλής.

Το σχήμα σημαίνει: όσο περισσότερους λύκους θα μαυλίσουμε1 έξω από τη μάντρα με τα πρόβατα, τόσο περισσότερο η όρεξή τους θα γυρίζει στη διάθεση του σκύλου που τα φυλάει.

Η ισορροπία του τρόμου, που με τόση πανουργία τη θεραπεύει η πολιτική των δυνατών, και με τόση αφέλεια την υιοθετεί η ευπιστία της μάζας, αποτελεί τη σύγχρονη μετενσάρκωση της παλαιάς αρχής ότι την ασφάλεια της ειρήνης την εγγυάται ο φόβος του πολέμου. Αλλά ούτε και την εποχή του

si vis pacem, para bellum2

η προπαρασκευή του πολέμου φύλαξε την ειρήνη, ούτε και τη σημερινή εποχή, στον πόλεμο που θα γίνει, πρόκειται να πολεμήσουν οι καρχηδόνιοι με τους Ρωμαίους στις Μύλες3.

Αν όφειλε ο τρόμος του πολέμου να τρέψει τη λογική του ανθρώπου σε κάποια κατεύθυνση, αυτή θα ‘ταν η τελεσίδικη παραίτηση από τα πυρηνικά όπλα. Όλοι οι άλλοι δρόμοι οδηγούν στους κρατήρες.

Γιατί όσα φορτία αλάτι και ν’ αδειάσουμε στη θάλασσα, ποτέ τα ψάρια της δε θα γίνουν του γλυκού νερού.

Αντί γι’ αυτήν τη δύσκολη επιλογή του φρόνιμου, οι πράκτορες και οι πραίτορες των πυρηνικών όπλων, μπροστά στον κίνδυνο να μεταβληθούν μια μέρα οι ίδιοι στα ναυάγια του ωστικού κύματος που συσσωρεύουν στα ασκιά τους, προσέχουν πώς θα γίνει, ώστε να δέσουν ολόκληρη την υφήλιο -υπεύθυνους και μη, κάτοχους και ακτήμονες, αυτουργούς και ανίδεους- σ’ αυτήν την αλυσίδα του ολέθρου.

Ο βαθύτερος σκοπός τους έρχεται από την απόφαση, τη μέρα των θερμοπυρηνικών τήξεων, να μη βρεθούν οι αθώοι και οι αμέτοχοι –οι όμηρες, δηλαδή, και οι φτωχές χώρες- που θα αντικρύσουν με το συναίσθημα του φόβου και του ελέου τη λύση του δράματος που ετοιμάστηκε τέτοια από τους μαινόμενους ήρωες και πρωταγωνιστές.

Με την έννοια αυτή πυρηνικές κεφαλές στη Βουλγαρία και στην Ελλάδα σημαίνουν πρωταρχικά συμμετοχή στον όλεθρο των πόλεων της Αμερικής και της Ρωσίας, και δευτερευόντως αμυντική στρατηγική.

Σήμερα η δηλητηριώδης πολιτική των μεγάλων αναφορικά με όλους τους λαούς της γης εμπνέεται από ένα και μόνο σκοπό: την έσχατη μέρα της κρίσης να μη βρεθεί κανείς έξω από τον χορό των δαιμονισμένων. Γι’ αυτό δεντροφυτεύουν τόσο συστηματικά ολόκληρη τη γη με πυραύλους.

Η πολιτική και η κακουργία ποτέ δεν ασέλγησαν σε βορβορωδέστερη κλίνη.

Σύες επί φορυτώ μαργαίνουσιν,4

έλεγε ο Δημόκριτος χειροκροτώντας τον χορό του γουρουνιού και της λάσπης.

Έτσι που έχουν τα πράγματα, μεγάλη πολιτική από μικρές κυβερνήσεις σήμερα θα ήταν μόνον εκείνη που θα πετύχαινε να απομακρύνει τα πυρηνικά όπλα από τα όρια του κράτους τους.

Ας μη γελιόμαστε όμως. Μία τέτοια μεγάλη πολιτική μικρών την έχουν κιόλας προσπεράσει τα πράγματα για δύο λόγους.

Πρώτα, γιατί δε γίνεται να στέρξουν οι δυνατοί να καίει το λυχνάρι των αδύνατων με το λίπος της ιδικής τους σάρκας. Δυναστεία και εκμετάλλευση των λαών από τους τυράννους εσήμαινε πάντα όχι μόνο να τους πίνεις το αίμα, αλλά να τους τρέφεις και με θάνατο.

Και δεύτερο, γιατί το δίκαιο του πολέμου -και κάθε πόλεμος φέρνει μέσα του το νόμισμα της φυσικής κάθαρσης- χρησιμοποιεί μία ζυγαριά ξένη στα δικά μας κριτήρια αναφορικά με την ακρίβεια και την τάξη της μετοχής των ανθρώπων στην αδικία και στην πληρωμή. Όταν οι Ερινύες κύκλωναν τον Χίτλερ στη σκηνή, το θέατρο που τον κύτταζε ήταν το αλώνι του Βερολίνου, και η παντερειπωτική Γερμανία.

Σήμερα βρισκόμαστε στο σημείο που η ανθρωπότητα ολόκληρη, σαν τη δαιμονισμένη γυναίκα της Αποκάλυψης, κοιλοπονά να γεννήσει το τερατωδέστερο τέρας.

Γιατί δεν μπορούμε να ‘χουμε καμία εγγύηση ότι δε θα ξαναγίνει πόλεμος. Εκείνο που φτάνει να εγγυηθεί η πείρα και η λογική είναι ότι ο πόλεμος λειτουργεί από την εποχή του Κάιν. Και συνοδεύει σταθερά τον άνθρωπο στον ρυθμό του βίου και στην ιστορική του διαδρομή.

Ο πόλεμος είναι ένα φαινόμενο ευρύτατου γένους και απλώνεται πέρα από την ειδική μορφή που του δίνουν τα όρια της ανθρώπινης παρουσίας μέσα στη φύση. Είναι ένα φαινόμενο κοσμικό και το κατακυρώνει η αναγκαιότητα των αξιωμάτων εκείνων που στηρίζουν την τάξη του κόσμου και την αϊδιότητα της ζωής.

Εάν μέσα στην ιστορία, την περιοχή δηλαδή που καλύπτεται από την ακτίνα της ανθρώπινης παρουσίας, ο πόλεμος έχει ένα ορισμένο σχήμα που το περιγράφει η ιδιαιτερότητα της συμπεριφοράς του είδους άνθρωπος, μέσα στη φύση εμφανίζεται σ’ ένα φάσμα ποικιλίας μακάβριας και φαντασμαγορικής.

Πόλεμος είναι το κυνηγητό της ομίχλης από τον άνεμο. Είναι το πάγωμα της ακτίνας στο νερό. Είναι της μηλιάς η ανθοβολή και η φυλλόρροια. Πόλεμος είναι η αντίδικη σχέση του Απρίλη και του Οκτωβρίου.

Ο πόλεμος επινόησε τις παραλλαγές του χαμαιλέοντα, το συσπείρωμα της έχιδνας, το θαλάμι του χταποδιού, την πολυγονία των κουνελιών, τον όνυχα του λέοντα.

Πόλεμος είναι το σπάραγμα της λαφίνας από τον ρίσο5 με τα κόκκινα μάτια, είναι η ιστορία του πετρίτη και του αηδονιού, είναι η ναυμαχία της Σαλαμίνας και οι “Πέρσαι” του Αισχύλου.

Χωρίς το σχέδιο του πολέμου δε θα μπορούσε να πάρει σχέδιο το αστροπελέκι και η βροντή, το έξαλλο τρικύμισμα του άντρα και της γυναίκας στο κλινάρι, η γέννηση της Αφροδίτης και ο θάνατος του Αρκτούρου.

Μ’ έναν λόγο, χωρίς τον πόλεμο δεν είναι νοητή ούτε η χορηγία ούτε η οικονομία της φύσης και της ζωής. Και με τέτοιο νόημα πρέπει να ερμηνεύεται το απόσπασμα του Ηράκλειτου:

Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς.

Να υποστηρίξουμε ότι δε θα ξαναγίνει ο πόλεμος, είναι μία πρόταση χωρίς στήριγμα. Γιατί αυτή η θέση δε βρίσκει αντίκρυσμα στα περιεχόμενα της φύσης, ούτε συστοιχία και εξίσωση στους τύπους της αλήθειας.

Το επιχείρημα ότι δε θα ξαναγίνει ο πόλεμος δε βρίσκει φυσική ή λογική συνηγορία. Μέσα στην τρυφερή και φιλάνθρωπη ελπίδα που το τυλίγει μένει σκληρά ανυπεράσπιστο και λυπητερά έωλο. Όσο πιο θερμά το υπερασπίζει ο άνθρωπος, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν.

Η δεύτερη γοερή θέση της πλάνης είναι πως κι αν ξαναγίνει ο πόλεμος, θα έχει έκταση τοπική, το σχήμα του πολέμου-λουκάνικου καθώς λεν, και αποκλείεται να ‘ναι παγκόσμιος.

Η φρονιμάδα αυτού του συλλογισμού είναι ο μανδύας που σκεπάζει την τρέλα του. Ουσιαστικά βρισκόμαστε μπροστά στην ίδια λογική που σε άλλο επίπεδο επιχειρεί να μας πείσει ότι είναι εύκολο, χωρίς καταναγκασμό, να ξαναγυρίσει ο άνθρωπος από το αεροπλάνο στον ξύλινο τροχό, και από το χαλί στο γουρουνοστάσι.

Όχι μόνο δε στρέφεται κατά πίσω ο Ιορδάνης χωρίς το παράξενο και το ξένο, αλλά και κατά μπροστά δε γίνεται να προχωρήσουν τα πράγματα, αν δεν τα σπρώξει ο άνθρωπος.

Δυστυχώς και η Γη
με δικά μας έξοδα γυρίζει.6

Το μπόι του πολέμου είναι ανάλογο με το μέτρο που το μετράμε. Και τις ενδείξεις του μέτρου μπορούμε να τις διαβάσουμε στην ηλικία της στρατηγικής επιστήμης: στην αρχή το σπαθί του Αίαντα, στη μέση το καννοκιάλι του Βοναπάρτη, στην άκρη το μανιτάρι της Χιροσίμας. Και στο τέλος! Στο τέλος, οι δοκιμές του νετρόνιου (neutrum), που υπόσχονται να εξουδετερώσουν κάθε λογής αντιδικία και όλους τους αντιπάλους.

Η λέξη ουδετερότητα κάτω από το φως των πυρηνικών όπλων (βόμβα νετρονίου) απομυθοποιείται μ’ έναν τρόπο σκυλίσιας ωμότητας.

Ας μη λησμονούμε πως τον πόλεμο δε θα τον κάνει ο άνθρωπος, αλλά γεννιέται μέσα από τα ίδια τα πράγματα. Οι στρατηγοί και οι κυβερνήτες είναι οι κυβιστές. Είναι οι σαλτιμπάγκοι που αρπάζουν τη λοκομοτίβα7 καθώς ξεκινά. Αν της δίνουν την ξέφρενη επιτάχυνση, η στο τέλος την ξετροχιάζουν, το πράγμα δε σημαίνει και πολλά. Εφόσον υπάρχει και ο κατήφορος και οι στροφές, οίκοθεν νοείται πως κάποτε και από μόνος του ο συρμός θα πήγαινε στον διάβολο.

Το τελευταίο σκαλί της ίδιας ετοιμόρροπης κλίμακας είναι η θέση πως σ’ έναν μελλοντικό παγκόσμιο πόλεμο δε θα χρησιμοποιηθούν τα πυρηνικά όπλα.

Αυτό σημαίνει πως κάπου στο κέντρο της ανεμοζάλης πρέπει να υπάρχει ένα κομμάτι από θάλασσα τόσον “ηρεμούν και ακίνητον”8 που σαν λιχνίσεις το στάρι δε θα “σου πάρει ο αέρας την πάχνη τ’ αλωνιού”9.

Αν γίνεται να γίνουν πειράματα από θεωρητικούς, φανταστείτε για λίγο τον Χίτλερ. Την ώρα που η χιονοστιβάδα του Ζούκωφ10 κυλούσε από την ανατολή και στένευε τριγύρω του τον αγέρα· την ώρα που οι στρατιές των συμμάχων σ’ έναν σχηματισμό εκατοντάδων μιλίων έχοντας χυθεί από τα δυτικά σφύριζαν γύρω από το Βερολίνο σαν τα φίδια του Λαοκόοντα11· την ώρα που έξαλλος, ημιπαράφρων και συγκορμότρεμος, με τον ουρανό βρέχοντας πάνω από το κεφάλι του τον χάλκινο θάνατο, έστελνε από την έγκατη σπηλιά της καγκελλαρίας του τα δεκαπεντάχρονα παιδιά να σταματήσουν με τα χέρια τους τις ερπύστριες· φανταστείτε αυτήν τη θεομηνία, που και άλλοτε την είδε στην Πάτμο ο Ιωάννης.

Υποθέστε τώρα πως εκείνη την ώρα ο Χίτλερ κρατούσε στα χέρια του το υδρογόνο, το ουράνιο, και το νετρόνιο.

Και ρωτήστε.

Καλύτερα να μην απαντήσουμε στο ερώτημα που στεγνώνει τη γλώσσα μας.
------------------------
1. Καλώ ζωντανά με ιδιαίτερο τρόπο, ξελογιάζω.
2. Αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο (Λατινικό ρητό).
3. Ακρωτήριο Μύλες, Σικελία (Πολυβίου, Ιστορίαι Ι, 23).
4. Τα γουρούνια τρελαίνονται για την κοπριά (Δημόκριτος).
5. Ο λύγκας (στα αρχαία: λυγξ), επίσης ρήσος ή ρίσος ή τσαγκανόλυκος, είναι γένος της οικογένειας των Αιλουριδών.
6. Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη, σ. 55.
7. Το όχημα ατμοκίνητου τρένου που έλκει τα βαγόνια.
8. Περί ζώων κινήσεως (Αριστοτέλης).
9. Στίχοι του παραδοσιακού αταξινόμητου τραγουδιού “Η Λιογένητη”.
10. Ρώσος στρατιωτικός. Είναι γνωστός παγκοσμίως ως ο κύριος στρατιωτικός ηγέτης της σοβιετικής αντεπίθεσης κατά των Γερμανών στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία ολοκληρώθηκε με την κατάληψη του Βερολίνου και την αυτοκτονία του Αδόλφου Χίτλερ το 1945.
11. O Λαοκόων ήταν πρόσωπο της αρχαίας Ελληνικής μυθολογίας, ένας από τους Τρώες ιερείς του Θυμβραίου Απόλλωνα. Είναι γνωστός από την (μάταιη) προειδοποίηση στους Τρώες να μη δεχθούν τον Δούρειο Ίππο ως δώρο από τους Έλληνες «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας». Αυτός ήταν ο λόγος που ο θεός Ποσειδώνας, επειδή υποστήριζε τους Έλληνες, έστειλε δύο θαλάσσια φίδια και έπνιξαν τον Λαοκόοντα και τους γιούς του.

Δημήτρης Λιαντίνης, HOMOEDUCANDUS (Φιλοσοφία της Αγωγής)

Το παράδοξο της γνώσης

Η πρόβλεψη ότι τον 21ο αιώνα η ανθρωπότητα είναι πιθανό να βάλει για στόχο την αθανασία, την ευτυχία και τη θεϊκότητα μπορεί να εξοργίζει, να ξενίζει ή να τρομάζει πολλούς ανθρώπους, γι’ αυτό χρειάζονται μερικές εξηγήσεις.

Πρώτον, τα πράγματα αυτά δεν είναι αυτό που θα κάνουν τα περισσότερα άτομα στον 21ο αιώνα. Είναι αυτό που θα κάνει η ανθρωπότητα συλλογικά. Οι περισσότεροι άνθρωποι θα παίξουν μάλλον μόνο έναν μικρό ρόλο, ή και κανένα, στα εγχειρήματα αυτά. Ακόμα κι αν ο λιμός, οι επιδημίες και οι πόλεμοι εμφανίζονται ακόμα λιγότερο, δισεκατομμύρια άνθρωποι στις αναπτυσσόμενες χώρες και τις εξαθλιωμένες γειτονιές θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν τη φτώχεια, την αρρώστια και τη βία, ακόμα και ενώ οι ελίτ θα αναζητούν ήδη την αιώνια νεότητα και τις θεϊκές δυνάμεις. Αυτό ακούγεται εντελώς άδικο. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι όσο υπάρχει έστω κι ένα παιδί που πεθαίνει από υποσιτισμό ή έστω κι ένας ενήλικος που σκοτώνεται στον πόλεμο συμμοριών κάποιου βαρόνου ναρκωτικών, η ανθρωπότητα θα έπρεπε να εστιάζει τις προσπάθειές της στην καταπολέμηση αυτών των κακών. Μόνο όταν και το τελευταίο σπαθί θα έχει γίνει αλέτρι μπορούμε να στραφούμε στο επόμενο σημαντικό πράγμα. Αλλά η ιστορία δεν λειτουργεί έτσι. Εκείνοι που ζουν σε παλάτια είχαν πάντα διαφορετική ατζέντα από εκείνους που ζουν σε παράγκες, κι αυτό μάλλον δεν πρόκειται να αλλάξει στον 21ο αιώνα.

Δεύτερον, πρόκειται για μια ιστορική πρόβλεψη, όχι για πολιτικό μανιφέστο. Ακόμα κι αν αδιαφορούσαμε για τη μοίρα των φτωχών, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ότι θα έπρεπε να επιδιώξουμε την αθανασία, την ευδαιμονία και τη θεϊκότητα. Η υιοθέτηση των συγκεκριμένων εγχειρημάτων μπορεί να αποδειχτεί μεγάλο σφάλμα. Αλλά η ιστορία είναι γεμάτη μεγάλα σφάλματα. Με δεδομένο το παρελθόν μας και τις σημερινές μας αξίες, είναι πιθανό να επιδιώξουμε την ευδαιμονία, τη θεϊκότητα και την αθανασία - ακόμα κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνουμε.

Τρίτον, η επιδίωξη δεν είναι το ίδιο με την απόκτηση. Η ιστορία διαμορφώνεται συχνά από υπερβολικές ελπίδες. Η ιστορία της Ρωσίας στον 20ό αιώνα διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την κομμουνιστική προσπάθεια να ξεπεραστεί η ανισότητα, αλλά δεν πέτυχε. Η πρόβλεψή μου εστιάζει στο τι θα προσπαθήσει να πετύχει η ανθρωπότητα στον 21ο αιώνα - όχι στο τι θα καταφέρει. Η μελλοντική μας οικονομία, κοινωνία και πολιτική θα διαμορφωθεί από την προσπάθεια να ξεπεράσουμε το θάνατο. Αυτό δεν σημαίνει ότι το 2100 οι άνθρωποι θα είναι αθάνατοι.

Τέταρτο και σημαντικότερο, η πρόβλεψη αυτή δεν είναι προφητεία, αλλά μάλλον μια προσπάθεια να συζητήσουμε τις επιλογές που διαθέτουμε. Αν η συζήτηση μάς οδηγήσει τελικά να κάνουμε άλλες επιλογές, κι επομένως η πρόβλεψη αποδειχθεί λανθασμένη, τόσο το καλύτερο. Τι νόημα έχουν οι προβλέψεις αν δεν μπορούν να αλλάξουν τίποτα;

Ορισμένα πολύπλοκα συστήματα, όπως ο καιρός, αγνοούν τις προβλέψεις μας. Η διαδικασία της ανθρώπινης εξέλιξης, αντίθετα, αντιδρά σ’ αυτές. Μάλιστα, όσο καλύτερες είναι οι προβλέψεις, τόσο περισσότερες αντιδράσεις προκαλούν. Κι έτσι, παραδόξως, όσο συγκεντρώνουμε περισσότερα στοιχεία και αυξάνουμε την υπολογιστική μας δύναμη, τα γεγονότα γίνονται πιο ατίθασα και πιο απρόβλεπτα. Φανταστείτε, για παράδειγμα, ότι κάποια μέρα οι ειδικοί αποκρυπτογραφούν τους νόμους της οικονομίας. Μόλις συμβεί αυτό, τράπεζες, κυβερνήσεις, επενδυτές και πελάτες θα αρχίσουν να χρησιμοποιούν αυτή τη νέα γνώση για να δράσουν με νέους τρόπους και να αποκτήσουν πλεονέκτημα απέναντι στους ανταγωνιστές τους. Γιατί σε τι ωφελεί η καινούργια γνώση αν δεν οδηγεί σε καινούργιες συμπεριφορές; Αλίμονο όμως, όταν οι άνθρωποι αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται, οι οικονομικές θεωρίες γίνονται ξεπερασμένες. Μπορεί να ξέρουμε πώς λειτουργούσε η οικονομία στο παρελθόν, αλλά δεν καταλαβαίνουμε πια πώς λειτουργεί στο παρόν - για να μην πούμε για το μέλλον.

Το παράδειγμα δεν είναι υποθετικό. Στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Καρλ Μαρξ έφτασε σε εκπληκτικά οικονομικά συμπεράσματα. Με βάση αυτά, προέβλεψε ότι θα συνέβαινε μια ολοένα και πιο βίαιη σύγκρουση ανάμεσα στο προλεταριάτο και τους καπιταλιστές, η οποία θα τελείωνε με την αναπόφευκτη νίκη του πρώτου και την κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος. Ο Μαρξ ήταν βέβαιος ότι η επανάσταση θα άρχιζε στις χώρες που βρίσκονταν στην αιχμή του δόρατος της Βιομηχανικής Επανάστασης -όπως η Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ- και θα εξαπλωνόταν και στον υπόλοιπο κόσμο.

Ο Μαρξ είχε ξεχάσει ότι και οι καπιταλιστές ξέρουν να διαβάζουν. Στην αρχή μόνο μια χούφτα μαθητές πήραν τον Μαρξ στα σοβαρά και διάβασαν τα γραπτά του. Καθώς όμως αυτοί οι ριζοσπάστες σοσιαλιστές αποκτούσαν οπαδούς και δύναμη, οι καπιταλιστές άρχισαν να ανησυχούν. Μελέτησαν κι αυτοί το Κεφάλαιο και υιοθέτησαν πολλά από τα εργαλεία και τις ιδέες της μαρξιστικής ανάλυσης. Στον 20ό αιώνα, οι πάντες, από τα χαμίνια μέχρι τους προέδρους, αποδέχονταν τη μαρξιστική προσέγγιση της οικονομίας και της ιστορίας. Ακόμα και αμετανόητοι καπιταλιστές που αντιστέκονταν σθεναρά στις μαρξιστικές προβλέψεις χρησιμοποιούσαν τη διάγνωση του Μαρξ. Όταν η CIA ανέλυε την κατάσταση στο Βιετνάμ ή τη Χιλή στη δεκαετία του 1960, χώριζε την κοινωνία σε τάξεις. Όταν Νίξον ή η Θάτσερ κοίταζαν την υδρόγειο, σκέφτονταν ποιος ελέγχει τα ζωτικά μέσα παραγωγής. Από το 1989 ως το 1991, ο Τζορτζ Μπους επέβλεπε το τέλος της κομμουνιστικής αυτοκρατορίας του κακού, αλλά νικήθηκε στις εκλογές του 992 από τον Μπιλ Κλίντον. Η νικηφόρα στρατηγική της προεκλογικής εκστρατείας του Κλίντον συνοψιζόταν στη φράση «Είναι η οικονομία, ανόητε». Ο Μαρξ δεν θα το έλεγε καλύτερα.

Καθώς οι άνθρωποι υιοθετούσαν τη διάγνωση του Μαρξ, άλλαζαν ανάλογα και τη συμπεριφορά τους. Οι καπιταλιστές σε χώρες όπως η Βρετανία και η Γαλλία προσπάθησαν να βελτιώσουν τη μοίρα των εργατών, να ενισχύσουν την εθνική τους συνείδηση και να τους εντάξουν στο πολιτικό σύστημα. Έτσι, όταν οι εργάτες άρχισαν να ψηφίζουν στις εκλογές και τα εργατικά κόμματα να αποκτούν δύναμη στη μία χώρα μετά την άλλη, οι καπιταλιστές συνέχισαν να κοιμούνται ήσυχοι. Επομένως, οι προβλέψεις του Μαρξ δεν επαληθεύτηκαν. Ποτέ δεν ξέσπασαν κομμουνιστικές επαναστάσεις στις ηγετικές βιομηχανικές δυνάμεις όπως η Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ - και η δικτατορία του προλεταριάτου κατέληξε στο σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας.

Αυτό είναι το παράδοξο της ιστορικής γνώσης. Η γνώση που δεν αλλάζει τη συμπεριφορά είναι άχρηστη. Αλλά η γνώση που αλλάζει τη συμπεριφορά, χάνει γρήγορα την εγκυρότητά της. Όσο περισσότερα στοιχεία διαθέτουμε κι όσο καλύτερα κατανοούμε την ιστορία, τόσο γρηγορότερα αλλάζει κι αυτή την πορεία της και τόσο γρηγορότερα η γνώση μας γίνεται ξεπερασμένη.

Πριν από αιώνες, η ανθρώπινη γνώση αυξανόταν αργά κι έτσι η πολιτική και η οικονομία άλλαζαν επίσης με χαλαρούς ρυθμούς. Σήμερα η γνώση μας αυξάνεται ιλιγγιώδη ταχύτητα και θεωρητικά θα έπρεπε να κατανοούμε τον κόσμο όλο και καλύτερα. Αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η νεοαποκτηθείσα μας γνώση οδηγεί σε ταχύτερες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές· στην προσπάθεια να κατανοήσουμε τι συμβαίνει, επιταχύνουμε τη συσσώρευση των γνώσεών μας· πράγμα που απλώς οδηγεί ταχύτερα σε μεγαλύτερες αναταράξεις. Κατά συνέπεια, είμαστε ολοένα και λιγότερο ικανοί να καταλάβουμε το παρόν και να προβλέψουμε το μέλλον. To 1016, ήταν σχετικά εύκολο να προβλέψεις πώς θα ήταν η Ευρώπη το 1050. Βέβαια μπορεί να έπεφταν δυναστείες, να εισέβαλλαν άγνωστοι επιδρομείς και να ενέσκηπταν φυσικές καταστροφές· ωστόσο ήταν σαφές ότι το 1050 η Ευρώπη θα διοικούνταν ακόμα από βασιλείς και ιερωμένους, ότι θα ήταν μια αγροτική κοινωνία, ότι οι περισσότεροι κάτοικοί της θα ήταν χωρικοί και ότι θα εξακολουθούσε να υποφέρει έντονα από λιμούς, επιδημίες και πολέμους. Το 2016, αντίθετα, δεν έχουμε ιδέα πώς θα είναι η Ευρώπη το 2050. Δεν μπορούμε να πούμε ποιο θα είναι το πολιτικό σύστημα· πώς θα είναι οργανωμένη η αγορά εργασίας της· ή ακόμα και τι είδους σώματα θα έχουν οι κάτοικοί της.

Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία στον 21ο Αιώνα.

Η Ελλάδα, ως κληρονόμος μιας μεγαλειώδους αρχαιότητας, συχνά στρέφεται στους προγόνους της και στα έργα τους. Ωστόσο, είναι κρίσιμο να αποφεύγουμε την ωραιοποίηση και τη μεταφορά του τρόπου ζωής και σκέψης των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων στο σήμερα με έναν τρόπο που παραβλέπει τη χρονική και κοινωνική απόσταση. Τέτοιες πρακτικές οδηγούν σε έναν ιστορικό αναχρονισμό που δεν μας βοηθά να κατανοήσουμε την ουσία της φιλοσοφικής τους σκέψης.

Στον αντίποδα, ο θεμέλιος λίθος της αρχαίας Ελληνικής ελληνικής φιλοσοφίας, ο «λόγος», απαιτούσε την ανάπτυξη του σκεπτόμενου ανθρώπου. Σήμερα, όμως, συχνά υποκύπτουμε στην ημιμάθεια, τη συνωμοσιολογία έχοντας αντικαταστήσει στην γνώση με την γνώμη. Αυτή η τάση οφείλεται, εν μέρει, στην προσπάθεια ορισμένων να αναβιώσουν το αρχαίο μεγαλείο χωρίς επαρκές γνωσιολογικό και ιστορικό υπόβαθρο. Αντί να εμβαθύνουμε στις φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές και πνευματικές αξίες των αρχαίων, προτιμούμε ευκολότερες, αλλά ρηχές συνδέσεις με το παρελθόν.

Η γνώση στην αρχαία Ελλάδα είχε μια συλλογική διάσταση. Αν και συχνά εκπροσωπούνταν από μεμονωμένους στοχαστές ή φιλοσοφικές σχολές, η διάδοσή της αποσκοπούσε στο κοινό καλό. Σε αντίθεση με άλλους λαούς, η αρχαία Ελλάδα ανέδειξε μια δυναμική κοινωνία που γέννησε τη δημοκρατία, τις επιστήμες και το θέατρο. Σήμερα, ωστόσο, ο ατομισμός και η απαξίωση κυριαρχούν, διαβρώνοντας την κοινωνική συνοχή και την πρόοδο.

Η ενασχόληση με την αρχαιότητα είναι άσκοπη αν περιορίζεται σε μια νεκρή προγονολατρεία. Αντίθετα, μπορεί να γίνει εποικοδομητική όταν στοχεύει στη διαμόρφωση ενός τρόπου σκέψης που επηρεάζει τη σύγχρονη καθημερινότητα και προάγει τη ζωή των συνανθρώπων μας.

Η μελέτη φιλοσόφων όπως ο Επίκουρος, ο Πλάτων, ο Ηράκλειτος και ο Πυθαγόρας δεν αποσκοπεί μόνο στην κατανόηση του παρελθόντος, αλλά στην αφομοίωση των διδασκαλιών τους για την καλλιέργεια της σκέψης και του βίου μας.

Η φιλοσοφία δεν είναι απλώς μια μορφή ψυχοθεραπείας. Είναι ένας οδηγός για μια πληρέστερη πνευματική αντίληψη και μια νέα κοσμοθέαση. Φιλοσοφώ σημαίνει προσπαθώ να είμαι ελεύθερος στο πεδίο της σκέψης. Η πληροφορία είναι αποσπασματική γνώση, ενώ η γνώση είναι η ικανότητα σύνθεσης δεδομένων. Η σοφία, τέλος, έγκειται στη διαρκή αμφισβήτηση των πορισμάτων μας.

Οι αρχές της Αρμονίας, της Ισορροπίας και του Μέτρου, που χαρακτήριζαν την αρχαία ελληνική τέχνη και αρχιτεκτονική, μπορούν να αποτελέσουν οδηγό για έναν πιο βιώσιμο και ολιστικό κόσμο. Ο σχεδιασμός των πόλεων και οι κοινωνικές δομές της αρχαιότητας μπορούν να μας διδάξουν πώς να επαναφέρουμε την Ομορφιά και την Καλοκαγαθία στην κοινωνία μας.

Παράλληλα, οι σχέσεις μας με τη φύση δεν μπορούν να συνεχίσουν να βασίζονται στην εκμετάλλευση. Η λογική του ιδιοτελούς κέρδους πρέπει να αντικατασταθεί από τη συνεργασία, την εναρμόνιση και τη συνύπαρξη για το κοινό καλό. Είναι εντυπωσιακό ότι οι ανθρώπινες κατασκευές ζυγίζουν πλέον περισσότερο από όλη τη ζωή στον πλανήτη.

Αν σκεφτούμε τη βαρύτητα των ανθρωπίνων κατασκευών σε σχέση με τη ζωή στον πλανήτη, θα διαπιστώσουμε κάτι σοκαριστικό: ό,τι υλικό έχει παράξει ο άνθρωπος στην ιστορία του ζυγίζει περισσότερο από όλη τη ζωή στον πλανήτη! Τα τσιμέντα, τα σκουπίδια, τα πλαστικά… όλα αυτά πλέον ζυγίζουν πολύ περισσότερο από ολόκληρη τη ζωή (φυτών και ζώων) στον πλανήτη!

Αν ζυγίζαμε ό,τι έχει ζωή πάνω στον πλανήτη δίχως τις ανθρώπινες κατασκευές, το 85,5% του βάρους θα ήταν αυτό των φυτών! Τα ζώα και οι άνθρωποι φτάνουν μόλις το 0,3%. Τα μανιτάρια ζυγίζουν 4 φορές περισσότερο από όλα τα είδη του ζωικού βασιλείου, και το υπόλοιπο είναι μικροοργανισμοί.

Αυτή η ανισορροπία υπογραμμίζει την ανάγκη για έναν νέο πολιτισμό που θα επανασυνδέσει τον άνθρωπο με τις αρχές της φύσης. Χρειάζεται να δημιουργήσουμε έναν κόσμο βασισμένο στις αρχές της Αρμονίας, της Ισορροπίας και του Μέτρου. Έναν κόσμο όπου το Φως θα διαμορφώσει μια κοινωνία που τιμά τον άνθρωπο, τη φύση και την πνευματική εξέλιξη. Όπως έλεγε ο Πλάτων:

- «Απ’ όλα τα αγαθά που κατέχει ο άνθρωπος, το πιο ιερό, μετά τον Θεό, το πιο οικείο, είναι η ψυχή»!

Περί “Δημοκρατίας”

Έν πρώτοις η επιβολή τού δημοκρατικού πολιτεύματος εις τάς Αθήνας δέν οφείλεται εις τήν θέλησιν τού λαού, αλλ’εις τήν τύχην τής διαμάχης μεταξύ τών φατριών τών ισχυροτέρων οικογενειών, Πεισιστρατιδών καί Αλκμεωνιδών. Οι τελευταίοι, χάριν τής επικρατήσεώς των καί αποτυχόντες εις τάς προσπαθείας των νά ανατρέψουν τόν Ιππίαν, εζήτησαν τήν επέμβασιν τής μεγάλης αντιπάλου τών Αθηνών, Σπάρτης, ο βασιλεύς τής οποίας Κλεομένης επελθών κατά τών Αθηνών, μετά τών Αλκμεωνιδών, κατενίκησε τόν Ιππίαν καί επέβαλε τό 510 π.Χ. την… δημοκρατίαν τού Αλκμεωνίδου Κλεισθένους.

Αναπτυχθέντος τού πολιτεύματος, ανεπτύχθησαν παραλλήλως καί αι δυνάμεις τού όχλου, παρασυρομένου από τούς δημαγωγούς-γέννημα καί θρέμμα τής δημοκρατίας-καί ανεδείκνυαν άνδρας, θητεύοντας εις τά διάφορα συμφέροντα τών οικονομικών εκμεταλλευτών, συμμαχούντων μετά τών ‘ρητόρων’ καί τών φαύλων πολιτικών. Διά τούτο η μερίς τών δημοκρατικών εις τάς Αθήνας καί εις τάς διαφόρους πόλεις δέν εδίσταζε νά συμμαχή μετά τών εχθρών τής πόλεως διά νά επικρατήση, αρχής γενομένης, κατά τά ανωτέρω, από τού γενάρχου τής δημοκρατίας Κλεισθένους.

Αι ελληνικαί πόλεις τής Ιωνίας δέν διάφυγον τής τύχης αυτής καί μετεβλήθησαν εις… δημοκρατίας υπό τού Μαρδονίου(!), καταργήσαντος όλας τάς τυραννίας καί εγκαταστήσαντος δημοκρατίας (Ηροδότου ‘Ιστορία’ Στ,43). Καί βεβαίως, οι δημοκρατίαι δαψιλώς υπηρέτουν τά συμφέροντα τών επιβαλόντων αυτάς, πράγμα πού δυστυχώς, επεβίωσε καί εις τήν νεωτέραν Ελλάδα, όπου Έλληνες πολιτικοί-δημοκράται κατά σύμπτωσιν-δέν εδίστασαν νά στηριχθούν εις τήν εύνοιαν τών ξένων ισχυρών διά νά αποκτήσουν τήν εξουσίαν. Καί οι ξένοι επίκουροι ζητούν καί λαμβάνουν πάντοτε ανταλλάγματα παρά τών ευνοηθέντων.

Ανάγκη νά μνημονεύσωμεν ότι η πρώτη-δημοκρατικώτατη-πράξις τού Κλεισθένους ήτο η καθιέρωσις τού ‘εξοστρακισμού’, διά τού οποίου απεμάκρυνεν εξ Αθηνών όλους τούς οπαδούς τών Πεισιστρατιδών καί τούς πολιτικούς του αντιπάλους.Ο εξοστρακισμός κατέστη αποτελεσματικόν όπλον εις χείρας τών δημαγωγών διά τήν εξόντωσιν τών αντιπάλων των καί τών επιφανεστέρων Αθηναίων, όντων κατά κανόνα αντιθέτων τής δημοκρατίας. Καί όχι μόνον πολιτικών, στρατηγών καί άλλων αξιωματούχων, αλλά καί πνευματικών ανδρών, φιλοσόφων, ποιητών, επιστημόνων, καλλιτεχνών, ων ουκ έστιν αριθμός. Ο δε εξοστρακισμός συνεπληρώθη καί από άλλο αποτελεσματικώτερον όπλον: τό κώνειον.

Μεταξύ τών πολλών θυμάτων τών δύο αυτών μεθόδων τής ευκλεούς ‘δημοκρατίας’ άς απαριθμήσωμεν ελαχίστους. Είναι ονόματα γνωστότατα στήν ιστορίαν, πού εδόξασαν τήν αρχαίαν Ελλάδα καί εκληροδότησαν τήν ανυπέρβλητον εθνικήν μας κληρονομιάν, διά τήν οποίαν ημείς καυχώμεθα καί προβάλλομεν ανά πάσαν στιγμήν. Εις τήν διανόησιν, τήν επιστήμην, τήν φιλοσοφίαν, τήν τέχνην, αλλά καί εις τήν πολιτικήν, τόν δημόσιον βίον καί τήν διαχείρισιν τών κοινών, όπου υπηρέτησαν καί εδίδαξαν τήν αρετήν, τήν ωραιοτέραν επιδίωξιν εις τήν ζωήν κατά Αριστοτέλην:

Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης, Αριστοφάνης, Ευριπίδης, Θουκιδίδης, Αντιφών,
Καλλίστρατος, Διαγόρας, Αναξαγόρας, Φειδίας, Δημοσθένης, Δημήτριος ο Φαληρεύς, Μιλτιάδης, Αριστείδης, Θεμιστοκλής, Φωκίων, Ξενοφών, Κίμων, Αλκιβιάδης, Μένανδρος, Φιλοκράτης, Αναξανδρίδης, Μενέδημος, Ηγήμων, Στίλπων, Λεωσθένης, Τιμόθεος, Ανδοκίδης, Καλλιμέδων, Δείναρχος, Τιμόμαχος, Ξενοκράτης, Δάμων, Φρύνιχος, κ.α. Κοσμούν τό ατελείωτον μαρτυρολόγιον τών υπό τής δημοκρατίας διωχθέντων. Τόσον, ώστε νά απορή κανείς πώς οι Αθηναίοι εύρισκον τόν χρόνον νά ασχοληθούν καί μέ κάτι άλλο, πλήν τών δικών καί καταδικών.

Αλλά καί εις τάς μετά τών άλλων σχέσεις της καί εις τήν εν γένει έναντι εχθρών, αλλά καί φίλων συμμάχων συμπεριφοράν της δέν υπήρξε καλλιτέρα η αθηναϊκή δημοκρατία:

α) σφαγές τών δημοκρατικών στήν Κέρκυρα, τη συνδρομή τών Αθηναίων δημοκρατών, επί τών αριστοκρατικών επί 7 ημέρας (Θουκυδίδης, ‘Ιστορία’, Γ 81). Ούτε ικέτες σέ ναόν δέν σεβάσθησαν!
β) Επιβολή ‘δημοκρατίας’ στήν Σάμον, μέ σφαγές καί εξανδραποδισμούς (Θουκυδίδης, Ιστορία)
γ) Σφαγή τών Μηλίων από τούς Αθηναίους καί πλήρης εξανδραποδισμός των (Θουκυδίδης, Ιστορία, Ε85-116)
δ) Εις τήν Τορώνην τής Χαλκιδικής υπό τόν δημαγωγόν Κλέωνα επώλησαν τά γυναικόπαιδα ως δούλους (Θουκυδίδης, Ιστορία)
ε) Εις τήν Ιστιαίαν τής Ευβοίας, μετά τήν κατάληψιν της, ηγουμένου τού Περικλέους, εξετόπισαν όλους τούς κατοίκους καί εμοίρασαν τήν γήν καί τήν πόλιν εις 2000 Αθηναίους
στ) Ομοίως μέ τό ε) συνέβη καί στούς Αιγινήτες.
ζ) Εις τήν Λέσβον, λόγω αποστασίας της κατά τόν Πελοποννησιακόν Πόλεμον εκ τής συμμαχίας τών Αθηνών, αι οποίαι τής είχον επιβάλει βαρυτάτην φορολογίαν, επέδραμον οι Αθηναίοι καί αφού κατέλαβον τήν νήσον ετιμώρησαν τούς κατοίκους σκληρότατα. Κατεδάφισαν τά τείχη τής πόλεως, εθανάτωσαν 1000 πολίτας καί διένειμαν τήν γήν είς 3000 Αθηναίους κληρούχους.
η) Στήν διάρκειαν τού πολέμου δέν εσέβοντο αιχμαλώτους. Χαρακτηριστικόν παράδειγμα τό πνίξιμον τού πληρώματος δύο τριήρων τού στόλου τών Σπαρτιατών (Αιγός ποταμοί).

Αλλά μήπως καί όταν μετ’ ολίγον, ανατραπείσης τής φοβεράς εξουσίας τών τριάκοντα, τή επινεύσει πάλιν τής Σπάρτης, καί αποκατασταθείσης τής δημοκρατίας, αυτή καί ο ‘ακόλαστος’ όχλος κατέστησαν σοφώτεροι; Ή εδιδάχθησαν έστω καί κατ’ελάχιστον εκ τών σφαλμάτων τής αθλίας, εις ήν εξώθησεν ούτος, πολιτικής, αποτέλεσμα τής οποίας υπήρξε καί αυτής τής πόλεως η θανάτωσις καί τού ελληνισμού γενικώτερον ο ευτελισμός καί η κατάπτωσις. Η μετά τήν αποκατάστασιν τής δημοκρατίας καταδίκη καί θανάτωσις τού Σωκράτους, τού γίγαντος αυτού τής σκέψεως καί τής σοφίας, τόν οποίον καί αυτή η λαίλαψ τών τριάκοντα καί τών ένδεκα εσεβάσθη, μαρτυρεί τό αντίθετον. Καί η δευτέρα αθηναϊκή δημοκρατία υπήρξε χείρων της πρώτης εις τά αυτά πεσούσα αμαρτήματα, αλλά καί μή αναδείξασα ως η πρώτη ούτε ένα Θεμιστοκλέα, ούτε Αριστείδην, ούτε Κίμωνα καί ούτε, πολλώ μάλλον, ένα Περικλέα, η κορωνίς τών επιτευγμάτων τού οποίου υπήρξεν ο ‘Χρυσούς Αιών’. Όχι βεβαίως της δημοκρατίας αλλά τού ιδίου, η εξαίρετος καί ανεπανάληπτος αυτή ακμή τής τέχνης καί τού κάλλους, εις τήν οποίαν προήχθησαν μεσούντος τού 5ου π.Χ. αιώνος αι Αθήναι καί η οποία τυγχάνει ‘η ασύγκριτη πολιτιστική κληρονομία γιά όλους τούς λαούς τής γής’. Αυτή η ακμή θαυμάζεται παρά πάντων τών λαών καί όχι, βεβαίως, η δημοκρατία τών Αθηνών, η οποία μόνον παραδείγματα πρός αποφυγήν καί αποτροπιασμού κατέλιπε.

Ώστε, η Αθηναϊκή δημοκρατία, όπως άλλως τε καί πολλαί δημοκρατίαι τών άλλων πόλεων τού αρχαίου Ελληνικού χώρου, πάν άλλον ή θερμοκοιτίς τού αρχαιοελληνικού πνεύματος καί τής σοφίας υπήρξεν, ουδέ καί προστάτις αυτού. Τό Ελληνικόν πνεύμα έχει πολύ παλαιοτέρας τάς ρίζας. Εις τήν εποχήν τών ημιθέων καί τών ηρώων, τής ωραίας Ελληνικής μυθολογίας, τού Ορφέως καί τών ορφικών ποιητών, τού Μουσαίου, τού Χίρωνος, τών μεταορφικών επικών, ως ο Όμηρος καί ο Ησίοδος, τών αρίστων μουσουργών, ως οι Φιλάμων, Θάμυρος, Τέρπανδρος, κ.α., τών αξιών πολλού λόγου σοφών νομοθετών, ως ο Ζάλευκος, ο Σόλων, ο Λυκούργος, ο Χαρώνδας. Καί αυτοί οι επτά σοφοί τής αρχαιότητος έζησαν άπαντες πρό τής δημοκρατίας, τινές δέ εξ αυτών υπήρξαν καί τύραννοι εις τάς πατρίδας των (Πιττακός,Περίανδρος,Κλεόβουλος). Όπως προϋπήρξαν καί πολλοί άλλοι σοφοί καί επιφανείς επιστήμονες, ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης, ο πολύς Πυθαγόρας, ο Ξενοφάνης, ο Παρμενίδης, ο Ηράκλειτος, κ.α.

Ο πολιτισμός τής αρχαίας Ελλάδος (φιλοσοφία, πολιτική, επιστήμη, τέχνη) υπήρξεν έργον καί έμπνευσις τών θαυμασίων εκείνων πνευμάτων, τά οποία ήδη από τών προϊστορικών χρόνων καί επί πολλούς αιώνας καί επί τής ελληνιστικής εποχής, μέ δύναμιν ακαταγώνιστον καί ορμήν έσχισαν τούς πέπλους τής αγνοίας καί τού σκότους καί έρριψαν εκτυφλωτικόν φώς σοφίας, γνώσεως καί κάλλους. Τό οποίον ακόμη καί σήμερον αποτελεί τό βάθρον τής φιλοσοφίας, τής επιστήμης καί τής τέχνης εν τω κόσμω. Η πολιτική ανεπτύχθη υπό τών φιλοσόφων καί νομοθετών τούτων, ανηγορεύθη δέ εις αληθή επιστήμην καί συστηματικήν επιστημονικήν διδαχήν υπό τών γιγάντων τού πνεύματος, Σωκράτους, Πλάτωνος, Αριστοτέλους. Ο τελευταίος, πλήν τών άλλων περί πολιτικής έργων του, καί 158 έργα αντιστοίχων πολιτευμάτων μεταξύ τών οποίων καί τήν Αθηναϊκήν Πολιτείαν, τήν μόνην δυστυχώς εξ όλων αυτών διασωθείσαν. Καί δέν είναι, βεβαίως, τυχαίον ότι ούτοι εδιώχθησαν υπό τής αθηναϊκής δημοκρατίας, ουδέ ότι τού δημοκρατικού πολιτεύματος ήσαν επικριταί καί αρνηταί, όπως τό σύνολον σχεδόν τών τής αρχαιότητος σοφών καί φιλοσόφων.

Αυτοί όλοι ήσαν οι δημιουργοί τού απαραμίλλου ελληνικού πολιτισμού καί τών εξόχων έργων αυτού,πνευματικών καί υλικών, τά οποία αποτελούν τήν ασύγκριτον καί μοναδικήν εν τω κόσμω πολιτιστικήν μας κληρονομίαν καί όχι βεβαίως, πολλού γε καί δή, τό ‘δημοκρατικόν πολίτευμα’, τό οποίον υπήρξεν, ως είδομεν, εχθρός καί διώκτης αυτού.

Αντιθέτως οι μεγάλοι δημιουργοί του καί εμπνευσταί, φιλόσοφοι, ποιηταί, ρήτορες, καλλιτέχναι, ακόμη καί επιφανείς πολιτικοί, εύρισκον φιλόξενον καί πλουσιοπάροχον διαμονήν εις τά αυλάς τών βασιλέων καί τών ‘τυράννων’, όπου κατέφευγον διωκώμενοι ή προσεκαλούντο. Απετέλει παράδοσιν εν τω αρχαίω βίω, διασωθείσαν καί μέχρι τών νεωτέρων χρόνων, εις τάς αυλάς τών βασιλέων η τοιαύτη τών ανδρών τούτων μετά βασιλέων καί τυράννων αναστροφήν, ως μαρτυρούν πλείστα παραδείγματα: (ενδεικτικώς)

Ανακρέων στόν τύραννον τής Σάμου Πολυκράτη. Αισχύλος καί Σιμωνίδης εις τήν αυλήν τού Ιέρωνος τών Συρακουσών. Φιλόξενος, Ανταγόρας, Άρατος, πλησίον τού βασιλέως Πτολεμαίου τού Σωτήρος. Αριστοτέλης εις τήν αυλήν τού Φιλίππου Β’. Οι Πεισιστρατίδαι υπήρξαν προστάται τών τεχνών καί τών γραμμάτων.

Αυτά υπήρξαν τά θανάσιμα ελαττώματα τής δημοκρατίας καί, διά νά είμεθα ακριβέστεροι, τά ελαττώματα τών Ελλήνων, τά οποία εις τό δημοκρατικόν πολίτευμα εύρισκον τό κατάλληλον έδαφος καί εγιγαντούντο.

Περί Σπονδών

Η Σπονδή, η έκχυση δηλαδή των Σπονδικών υγρών στον Βωμό, στην Πυρά, στο έδαφος, στη θάλασσα, στους ποταμούς, στις λίμνες, στα δένδρα, είναι αναπόσπαστη Ιερή πράξη της Ελληνικής Λατρείας.

Η Σπονδή είναι από μόνη της μια ύψιστη λατρευτική πράξη, με την οποία προσφέρουμε το καλύτερο μέρος τού εαυτού μας, σπένδοντας τον σεβασμό μας στην επικοινωνία με το Θείο. Με την Σπονδή επικυρώνουμε το λόγο μας, τις ευχές μας, τις πράξεις μας. Όπως δεν μπορούμε να ξαναβάλουμε πίσω τα Σπονδικά υγρά, ούτως δεν μπορεί ν' αναιρεθεί και ο λόγος μας. Είναι Ιερός δεσμός πού ενώνει τούς ανθρώπους με το Θείον. Ότι χύνεται δεν γυρίζει πίσω.

Ο Όμηρος αναφέρει σπονδές πριν την κατάκλιση και ο Ησίοδος κατά το πρωινό και δειλινό.

Τα Σπονδικά υγρά μπορεί να είναι Ύδωρ, Μέλι, Έλαιο και Οίνος κατά την σειρά πού μάς παραδίδει ο Εμπεδοκλής, αρώματα, γάλα, χυμοί φρούτων.

Η Σπονδή πού κυριαρχεί βεβαίως στην επικοινωνία μας με τις θεές και τούς θεούς είναι αυτή τού ερυθρού Οίνου, μιμούμενοι το Νέκταρ των Θεών.

Είπε η Θεά και τράπεζαν γεμάτην Αμβροσίαν του θέτει και άμα κόκκινο Νέκταρ τού συγκερνάει.Οδύσσεια Ε (92-94)

Ο ερυθρός Οίνος είναι σύμβολο της θυσίας, της νεότητος, της αιωνιότητος, της Ιεράς Μέθης.

Οι Σπονδές γίνονται από οινοχόη, σκύφο (κύπελλο), κρατήρα (πού συμβολίζει το όλον, τον δεσμό μιας ομάδας, μιας κοινότητας, μιας πόλης, μιας χώρας), δέπας (ποτήρι). Τά σκεύη των Σπονδών τα διατηρούμε συνεχώς καθαρά και η χρήση τους είναι μόνο για τον Ιερό σκοπό.

Πλην των Οινοσπονδών έχουμε και τις άοινες ή νηφάλιες πού αναλόγως τού υγρού πού χρησιμοποιούμε καλούνται μελίσπονδα, υδρόσπονδα, ελαιόσπονδα κ.τ.λ.

Άοινες Σπονδές εκχύουμε στους Ήρωες, στη Μνημοσύνη, στις Μούσες, στις Ευμενίδες, στην Ουράνια Αφροδίτη, στις Νύμφες, στην Αυγή, στην Σελήνη, στον Ήλιο.

Κατά την Σπονδή το υγρό χύνεται σιγά-σιγά από το Ιερό σκεύος, χωρίς να προηγηθεί πόση από εμάς. Μετά το πέρας της τελετής ο Οίνος πού έχει απομείνει μοιράζεται μ' ευφρόσυνη διάθεση στους συμμετέχοντες για ν' ακολουθήσει γιορτή.

Στους Χθονίους θεούς, στους Προγόνους και στους νεκρούς μας προσφέρουμε Χοές.

Κατά τις Χοές τα υγρά χύνονται με απότομη και γρήγορη ανατροπή τού Ιερού σκεύους. Για τα Ιερά σκεύη των Χοών ισχύει ότι και για τα σκεύη των Σπονδών.

Στις Χοές χύνουμε τα υγρά στο χώμα, τύμβο, σε άνοιγμα μικρού κοιλώματος στο έδαφος. Τις προσφορές των Χοών δεν τις καταναλώνουμε.

Μια νεκρική Χοή μάς διασώζει ο Όμηρος στην Οδύσσεια, όταν ο Οδυσσέας προσέρχεται ως ικέτης στους νεκρούς, την οποία έχυσε σε λάκκο.

«Μέλι, γάλα, γλυκό κρασί και νερό και στο τέλος τα ράντισε με κριθάλευρο»

Στους νεκρούς μας κάνουμε τρίσπονδες Χοές με μέλι, γάλα και κρασί.

Στους Όρκους ο Οίνος πού σπένδουμε δεν καταναλώνεται. Αδειάζουμε όλο τον Οίνο και στο τέλος σπάμε το σκεύος. Το σπάσιμο τού σκεύους επισφραγίζει το αναπόδραστο τού Όρκου

Ο αγώνας του Ελληνισμού

Από την αρχή, ο αγώνας του Ελληνισμού σχετίζεται με τη θάλασσα. Ο πολιτισμός μας γεννήθηκε στη θάλασσα κι είμαστε ο λαός της θάλασσας από την Αρχαιότητα. Κανείς δεν μας την έμαθε. Με τη ζωή μας τη μάθαμε και με τη μνήμη μας την κρατήσαμε μέσα στο πνεύμα μας. Η πατρίδα μας είναι γη θάλασσας. Είμαστε φτιαγμένοι από αυτήν την ύλη και μ’ αυτήν την έννοια είμαστε γαλαζοαίματοι. Τα κορμιά μας έδεσαν με τη θάλασσα. Κατά συνέπεια, δεν διεκδικούμε κάτι που δεν μας ανήκει. Εμείς ανήκουμε σε αυτό το απέραντο γαλάζιο. Είναι το παρελθόν και το μέλλον μας, διότι είναι η ζωή μας. Η ναυμαχία της Σαλαμίνας δεν ήταν μόνο συμβολική. Ήταν αναγκαία για να σταματήσει η περσική εκστρατεία στην Ελλάδα. Και η Σαλαμίνα έδωσε το σύνθημα σε όλους τους Έλληνες ότι όχι μόνο μπορούσαν ν’ αντισταθούν στους Πέρσες αλλά και να τους νικήσουν με την κατάλληλη στρατηγική ακόμα και αν η διαφορά, σε ποσότητα, μεταξύ των δύο στρατών, ήταν τεράστια. Το παράδειγμα της Σαλαμίνας έδωσε κουράγιο στους Έλληνες, οι οποίοι κέρδισαν μετά στις Πλαταιές και στη Μυκάλη, αποφασιστικές μάχες εναντίον των Περσών.

Μπορεί για μερικούς δικούς μας, και ειδικά για τους ραγιάδες, όλα αυτά να ανήκουν απλώς στην ιστορία και στο παρελθόν δίχως να έχουν καμιά επίπτωση στο παρόν και στο μέλλον. Εμείς όμως πιστεύουμε, επί του πρακτέου, στη διαχρονικότητα του Ελληνισμού και αντιλαμβανόμαστε ότι το ίδιο ισχύει και για τη θάλασσά μας στο πέρασμα του χρόνου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έχουμε εντάξει όλες τις προσπάθειές μας για το θέμα της θέσπισης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Η ΑΟΖ είναι ένα από τα δικαιώματα που έχουμε λόγω του Δικαίου της Θάλασσας. Είναι λοιπόν καθήκον μας να την αναδείξουμε σε πολιτικό επίπεδο, και στο στρατηγικό πεδίο, για να ενισχύσουμε την πατρίδας μας αυτήν τη δύσκολη περίοδο, αλλά και για να δώσουμε μήνυμα στους ξένους, ότι στην Ελλάδα αλλάζουμε φάση με την ΑΟΖ και είναι δυνατόν πλέον να γίνουμε ένας γεωπολιτικός παίκτης με μεγάλη βαρύτητα.

Ινώ (Λευκοθέα): Η θεά της θάλασσας, προστάτιδα των ναυτικών

Η Ινώ ήταν κόρη του βασιλιά των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας, γνωστή και ως Λευκοθέα όταν αργότερα έγινε θεότητα. Αδελφές της Ινούς ήταν η Σεμέλη (μητέρα του θεού Διονύσου), η Αγαύη και η Αυτονόη.

Για την Ινώ-Λευκοθέα έγραψαν πολλοί ποιητές, με αποτέλεσμα ο μύθος της να εμφανίζει πολλές παραλλαγές Λέγεται ότι έγινε η τροφός του νεαρού Διονύσου, όταν ο Δίας με τον κεραυνό του σκότωσε την αδελφή της Σεμέλη γιατί τόλμησε να τον αντικρίσει σε όλη την θεϊκή του δύναμη.

Αργότερα παντρεύτηκε τον ήρωα Αθάμαντα, η ένωση όμως αυτή διαταράχτηκε από θλιβερές περιπέτειες και είχε τέλος οικτρό. Σε άλλη παραλλαγή, ο Δίας παρέδωσε στον Αθάμαντα και στην Ινώ τον Διόνυσο ως βρέφος για να το αναθρέψουν «ως κόρην».

Αποτέλεσμα ήταν η θεά Ήρα να οργισθεί εναντίων των δύο συζύγων, επειδή μισούσε τον Διόνυσο όπου ήταν εξώγαμο τέκνο του συζύγου της Δία, και να καταστήσει και τους δύο παράφρονας.

Η Ήρα λοιπόν, τους έστειλε τρέλα και ο Αθάμας παράφρων πλέον φονεύει τον Λέαρχον τον έναν από τους δύο γιούς της Ινούς. Αναμφίβολα θα φόνευε και τον δεύτερον, τον Μελικέρτην, εάν η Ινώ δεν κατάφερνε να τον πάρει στην αγκαλιά της και να τραπεί σε φυγή.

Δια μέσου του όρους Κιθαιρώνα κατευθύνθηκε στην Μεγαρίδα, -κατά τον Πίνδαρο-όπου πάνω από τις Σκυρωνίδες πέτρες κρημνίστηκε στην θάλασσα μαζί με το παιδί της. Για την Ινώ-Λευκοθέα έγραψαν πολλοί ποιητές, με αποτέλεσμα ο μύθος της να εμφανίζει πολλές παραλλαγές.

Σε άλλες από αυτές η Ινώ παρουσιάζεται ως κακιά μητριά, σε άλλες ως καταδιωκόμενη και άλλοτε ως συμπαθητική τροφός του μικρού Διονύσου, την οποία τρέλανε η θεά Ήρα.

Σύμφωνα με τα πιο κοινά βασικά στοιχεία του μύθου, η Ινώ ήταν σύζυγος του Αθάμαντα, βασιλιά των Θηβών, μητριά του Φρίξου και της Έλλης, παιδιά του Αθάμαντα και της Νεφέλης.

Για να απαλλαγεί από τα ανεπιθύμητα γι' αυτή παιδιά, η Ινώ σκέφθηκε την εξής πλεκτάνη: έπεισε τις γυναίκες της χώρας να φρύξουν (να καβουρδίσουν) τους σπόρους του σιταριού πριν να τους σπείρουν (Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου, Α΄ 9, 1). Οι καβουρδισμένοι σπόροι όμως δεν φύτρωναν και η χώρα πείνασε. Για να απαλλαγεί η Βοιωτία από τον λιμό, το Μαντείο των Δελφών διέταξε να θυσιασθεί στον Δία ο Φρίξος. Στην πραγματικότητα, η Ινώ είχε δωροδοκήσει τους άνδρες που είχαν σταλθεί στο μαντείο, για να πουν αυτό το ψέμα.

Ο Αθάμας όμως πληροφορήθηκε την απάτη της και χάνοντας τα λογικά του την κατεδίωξε για να τη σκοτώσει. Σκότωσε τον πρωτότοκο γιο του, τον Λέαρχο, και η Ινώ τον άλλο γιο τους, τον Μελικέρτη, τον οποίο πέταξε σε πυρωμένο καζάνι και μετά έπεσε μαζί του στη θάλασσα.

Αλλά ο Δίας τους θεοποίησε και από τότε η Ινώ ονομάσθηκε Λευκοθέα και ο Μελικέρτης Παλαίμονας.

Ο Παυσανίας γράφει ότι η Ινώ και ο Μελικέρτης έπεσαν στη θάλασσα από τη Μολουρίδα Πέτρα στα Μέγαρα.

Στην τρίτη παραλλαγή του μύθου, η Ινώ και ο Αθάμας είχαν μαζί τα δύο παραπάνω παιδιά. Νομίζοντας κάποτε ο Αθάμας ότι η Ινώ πέθανε, παντρεύτηκε τη Θεμιστώ, με την οποία απέκτησε δύο ακόμα παιδιά (αυτός ήταν ο τρίτος γάμος για τον Αθάμαντα). Η Ινώ όμως μεταμφιέστηκε σε δούλα και μπήκε στην υπηρεσία της Θεμιστούς.

Η Θεμιστώ είχε αποφασίσει να σκοτώσει τα παιδιά της Ινούς, και κάποιο βράδυ τη διέταξε να ντύσει τα παιδιά της με μαύρα φορέματα και τα δικά της με λευκά. Στη συνέχεια η Θεμιστώ σκότωσε τα μαυροντυμένα παιδιά. Αλλά δεν κατάλαβε ότι η Ινώ είχε ντύσει αντίθετα τα παιδιά, και έτσι σκότωσε τα δικά της παιδιά (εκτός από τον Σχοινέα).

Ο Νόννος γράφει ότι η Ινώ-Λευκοθέα σώθηκε από τον θεό της θάλασσας Ποσειδώνα και έγινε μια Νηρηίδα.

Τα θαλάσσια πουλιά, ιδίως οι αλκυόνες, θεωρούνταν ιερά πτηνά των Νηρηίδων, της Λευκοθέας, του Μελικέρτη και της Αφροδίτης.
 
Μεταμορφώθηκε στα θαλάσσια πτηνά που παρακολουθούν τα πλοία και κατά την πτήση τους αγγίζουν τα κύματα με τις φτερούγες τους, βγάζοντας θλιβερές και μελαγχολικές κραυγές (Θαλασσοπούλια).

Σε κάθε περίπτωση, η Λευκοθέα ήταν προπαντός θαλάσσια θεότητα και τη λάτρευαν μαζί με τον Ποσειδώνα, τη Θάλασσα και τη Γαλήνη.

Η Ινώ είναι εκείνη που παρουσιάστηκε στον εξαντλημένο Οδυσσέα με μορφή πάπιας και τον συμβούλευσε να εγκαταλείψει τη σχεδία του και να κολυμπήσει προς την ακτή, όπου ο ήρωας έφτασε σώος, χρησιμοποιώντας την ταινία που του χάρισε εκείνη.

Η λατρεία της Λευκοθέας ήταν αρκετά διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα.

Το κυριότερο κέντρο ήταν, φυσιολογικά, η Βοιωτία. Στη Θήβα τη λάτρευαν με θυσίες και θρήνους, και τη θεωρούσαν ηρωίδα και θεά.

Στη Ρώμη απαγορευόταν να εισέρχονται δούλες στον ναό της Λευκοθέας, ενώ στο ιερό της στη Χαιρώνεια απαγορευόταν η είσοδος στις δούλες, στους δούλους και στους Αιτωλούς.

Στα Μέγαρα πάλι υπήρχε και η αντίθετη παράδοση από αυτή που αναφέρει ο Παυσανίας, ότι δηλαδή το πτώμα της Ινούς εκβράσθηκε στις ακτές τους και ότι το έθαψαν η Κλησώ και η Ταυρόπολις, κόρες του Κλήσωνα.
 
Στα Μέγαρα υπήρχε και ιερό της Λευκοθέας με λίθινο θριγκό. Οι Μεγαρείς έλεγαν ότι αυτοί πρώτοι ονόμασαν την Ινώ, Λευκοθέα και προς τιμή της τελούσαν κάθε χρόνο θυσία.

Στην Κόρινθο, στο ισθμιακό ιερό του Ποσειδώνα, έστεκαν αγάλματα της Λευκοθέας και του Μελικέρτη.

Σε κορινθιακά νομίσματα της εποχής του Σεπτιμίου Σεβήρου παριστάνεται η Λευκοθέα με τον μικρό Μελικέρτη στην αγκαλιά. Στην Αθήνα, η επιγραφή «Λευκοθέα Σώτειρα Ελλιμενία» είναι χαραγμένη σε καθίσματα του Θεάτρου του Διονύσου.

Στη Λακωνία υπήρχε η τοπική παράδοση ότι η Λευκοθέα μεγάλωσε σε ένα σπήλαιο τον Διόνυσο. Στον θρόνο του Αμυκλαίου Απόλλωνα η Λευκοθέα απεικονιζόταν μαζί με τη Σεμέλη και τον Διόνυσο.

Στην Επίδαυρο Λιμηρά υπήρχε «ύδωρ της Ινούς», μέσα στο οποίο κατά την εορτή της θεάς έβαζαν ζυμαρικά από αλεύρι κριθαριού. Αν αυτά βυθίζονταν, ήταν καλός οιωνός, αν όχι, τότε το θεωρούσαν «κακοσημαδιά».

Στις Θαλάμες υπήρχε ιερό της Ινούς μαζί με μαντείο.

Στην Κρήτη τελούσαν προς τιμή της ομώνυμη εορτή, τα Ινάχια.

Λατρεία της μαρτυρείται επίσης στα Λεύκτρα, στη Ρόδο, στην Τένεδο, στη Δήλο, στην Κολχίδα, στους Πύργους της Ετρουρίας, ακόμα και στην Αίγυπτο.

Αριστοκλή Πολιτεία και η Πολιτεία σήμερα

(489b)᾿Αλλὰ διδάξω, ἔφη.
Καὶ ὅτι τοίνυν τἀληθῆ λέγεις, ὡς ἄχρηστοι τοῖς πολλοῖς οἱ ἐπιεικέστατοι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ· τῆς μέντοι ἀχρηστίας τοὺς μὴ χρωμένους κέλευε αἰτιᾶσθαι, ἀλλὰ μὴ τοὺς ἐπιεικεῖς. οὐ γὰρ ἔχει φύσιν κυβερνήτην ναυτῶν δεῖσθαι ἄρχεσθαι ὑφ’ αὑτοῦ οὐδὲ τοὺς σοφοὺς ἐπὶ τὰς τῶν πλουσίων θύρας ἰέναι, ἀλλ’ ὁ τοῦτο κομψευσάμενος ἐψεύσατο, τὸ δὲ ἀληθὲς πέφυκεν, ἐάντε πλούσιος ἐάντε πένης κάμνῃ, ἀναγκαῖον [c.] εἶναι ἐπὶ ἰατρῶν θύρας ἰέναι καὶ πάντα τὸν ἄρχεσθαι δεόμενον ἐπὶ τὰς τοῦ ἄρχειν δυναμένου, οὐ τὸν ἄρχοντα δεῖσθαι τῶν ἀρχομένων ἄρχεσθαι, οὗ ἂν τῇ ἀληθείᾳ τι ὄφελος ᾖ.ἀλλὰ τοὺς νῦν πολιτικοὺς ἄρχοντας ἀπεικάζων οἷς ἄρτι ἐλέγομεν ναύταις οὐχ ἁμαρτήσῃ, καὶ τοὺς ὑπὸ τούτων ἀχρήστους λεγομένους καὶ μετεωρολέσχας τοῖς ὡς ἀληθῶς κυβερνήταις.
᾿Ορθότατα, ἔφη.

***
Ναι, θα του το εξηγήσω, είπε.
Κι ότι είναι σωστό αυτό που λες, ότι για τον πολύ κόσμο οι πιο αξιόλογοι απ' όσους ασχολούνται με τη φιλοσοφία είναι άχρηστοι· γι' αυτήν όμως την αχρηστία πες του ότι υπεύθυνους πρέπει να θεωρεί εκείνους οι οποίοι αφήνουν τους φιλοσόφους αχρησιμοποίητους κι όχι τους ίδιους τους άξιους φιλοσόφους. Γιατί είναι αφύσικο ο κυβερνήτης να παρακαλεί τους ναύτες να τον κάνουν αρχηγό τους κι οι σοφοί να πηγαίνουν να χτυπούν τις πόρτες των πλουσίων· κι εκείνος που είπε αυτή την εξυπνάδα δεν ήξερε τι έλεγε, αφού από τη φύση των πραγμάτων το σωστό είναι ότι κατανάγκην ο άρρωστος ―είτε για πλούσιο πρόκειται είτε για φτωχό― θα πάει ο ίδιος να χτυπήσει τις πόρτες των γιατρών, και παρομοίως όποιος χρειάζεται να κυβερνηθεί θα χτυπήσει ο ίδιος τις πόρτες εκείνου που έχει τη δύναμη να είναι κυβερνήτης κι όχι να παρακαλάει ο κυβερνήτης τους κυβερνώμενους να κάτσουν να τους κυβερνήσει ― και μιλάμε βέβαια για έναν κυβερνήτη από τον όποιο θα μπορούσε στ' αλήθεια να προκύψει κάποιο όφελος. Δεν θα 'χες, έτσι, άδικο να παρομοιάσεις τους τωρινούς άρχοντες της πολιτικής με τους ναύτες για τους οποίους μιλούσαμε μόλις πριν, κι εκείνους τους άλλους, που τούτοι εδώ τους χαρακτηρίζουν άχρηστους και λένε γι' αυτούς ότι χαζεύουν τα άστρα, να τους παρομοιάσεις με τους αληθινούς κυβερνήτες.
Πάρα πολύ σωστά, είπε.

ΓΙΑΤΙ Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙ «ΜΥΘΟΥΣ»;

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ [1]

Η σχέση μορφής και περιεχομένου του λόγου στο έργο του Πλάτωνα είναι ιδιαίτερα περίπλοκη για μια σειρά από ιστορικούς και φιλοσοφικούς λόγους. Σημαντικός ανάμεσά τους είναι, όπως θα φανεί, η ρευστή μέχρι την εποχή του Πλάτωνα μορφή του φιλοσοφι­κού λόγου. Τα κύρια είδη λόγου που χρησιμοποιούνται για την έκφραση φιλοσοφικής σκέψης είναι από τη μια ο στίχος, παραδοσιακός φορέας του ποιητικού λόγου, και από την άλλη ένα είδος λόγου που συνηθίζονταν σε δικανικές αγορεύσεις ή σε δημόσιες συ­γκεντρώσεις, ο καλούμενος (από τον Πλάτωνα) ρητορικός λόγος.[2] Οι πολλές συζητήσεις που υπάρχουν στο πλατωνικό έργο σχετικά με τον ρόλο της ποίησης και της ρητορικής φανερώνουν ότι καθένα από τα δύο αυτά είδη λόγου διεκδικούσε να επιβληθεί ως το καταλληλότερο για τη φιλοσοφία. Η βασική όμως αιτία για τη συζήτηση αυτή είναι μια βαθύτερη διαμάχη σχετικά με το περιεχόμενο και τον ρόλο της ίδιας της φιλοσοφίας.

Ο Πλάτωνας παίρνει θέση στο ζήτημα, όπως βέβαια αυτός το αντιλαμβάνεται, θέση που με μια έννοια είναι ιστορικά συστατική της φιλοσοφίας.[3] Ορίζει τη φιλοσοφία σε αντιδιαστολή προς την ποίηση και τη ρητορική τις οποίες εξομοιώνει (Γοργίας 502a-d). Η αντίληψή του φαίνεται να είναι ότι τόσο η ποίηση όσο και η ρητορική, με την έννοια που τις συζητά στον Γοργία και στον Φαίδρο[4] οδηγούν σε ψεύτικη γνώση, σε σοφιστεία, όπως υποστηρίζεται διεξοδικά στον Σοφιστή. [5] Αντίθετα, το περιεχόμενο και ο ρόλος της φιλοσοφίας συνίσταται κατά τον Πλάτωνα στην αναζήτηση της αληθινής γνώσης με οδηγό τη λογική κριτική των θέσεων, με τρόπο τέτοιο δηλαδή που να είναι δυνατή η αντίθεση, η αμφισβήτηση, η διάψευση.[6] Μια τέτοια θέση διαμορφώνει με τη σειρά της και την πλατωνική άποψη σχετικά με το είδος του λόγου που μπορεί να υπηρετήσει τη φιλοσοφία. Αν σκοπός της φιλοσοφίας είναι να διακρίνει την αλήθεια από το ψεύδος, τότε ο λόγος της θα πρέπει να συγκροτείται έτσι ώστε να προωθεί τη συζήτηση, την υπο­στήριξη, αμφισβήτηση, ή απόρριψη θέσεων με λογικά μέσα, κάτι που κατά τον Πλάτωνα δεν κάνει, ή και υπονομεύει, ο ποιητικός και ρητορικός λόγος, επειδή κατά τη γνώμη του στοχεύει κυρίως να εντυπωσιάσει ή να χειραγωγήσει. Το καίριο για τον Πλάτωνα όμως δεν είναι τόσο οι εκάστοτε θέσεις, ούτε καν το να αναδείξουμε την αληθινή. Το καίριο μάλλον, είναι να αναδειχθεί η αντίληψη σχετικά με το περιεχόμενο και τον ρόλο της φιλοσοφίας, γιατί αυτή εγγυάται την ίδια την αναζήτηση της αλήθειας. Αυτή είναι η βάση για τη διάκριση που γίνεται στο πλατωνικό έργο ανάμεσα στη φιλοσοφία από τη μια και τη ρητορική και την ποίηση από την άλλη, και ανάμεσα στους ποιητές και σοφι­στές από τη μια και τον Σωκράτη αλλά και τον ίδιο τον Πλάτωνα από την άλλη -την ιστορική αξία της οποίας δεν εξετάζω εδώ. Η βάση αυτή είναι και το κριτήριο για τη διαμόρφωση ενός ιδιαίτερου λόγου από τον Πλάτωνα, ο οποίος αξίζει της προσοχής μας.

Η ιδιαιτερότητα του λόγου αυτού συνίσταται κυρίως στη σύνθεση πολλών διαφορετι­κών ειδών λόγου, άρα και πολλών σχέσεων μορφής και περιεχομένου, στο πλατωνικό έργο. Πλήθος είναι τα μέρη εκείνα του πλατωνικού έργου που προσιδιάζουν στην ποίηση ή στη ρητορεία, τα οποία βέβαια πλαισιώνονται από μέρη λογικής επιχειρηματολο­γίας.[7] Το ερώτημα που συχνά τίθεται, και που κατά βάση με απασχολεί εδώ, είναι γιατί ο Πλάτωνας καταφεύγει σε τέτοια είδη λόγου, στα οποία συγκαταλέγεται και ο «μύθος», ενώ μάχεται τους παραδοσιακούς πατρόνους τους, ποιητές και σοφιστές. Η απάντηση είναι, όπως θα φανεί στη συνέχεια σχετικά με τη χρήση του «μύθου», ότι ο Πλάτωνας βρίσκει προβληματικές για τη φιλοσοφία συγκεκριμένες αντιλήψεις, όπως τη διεκδίκηση της αυθεντικής γνώσης από ποιητές και σοφιστές, αλλά δεν απορρίπτει αυτομάτως είδη λόγου ως προβληματικά, γιατί αυτά καθ’ αυτά δεν έχουν τίποτα το ένοχο, αντίθετα μπορούν να είναι χρήσιμα τόσο καθ’ αυτά όσο και στην εναλλαγή τους με άλλα. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει τα παραπάνω είδη να αποδεσμευτούν από τη χρήση τους στην υπηρεσία των πατρόνων τους και να υπηρετήσουν την πλατωνική αντίληψη περί φιλοσοφίας. Η πολεμική ενάντια σε σοφιστές και ποιητές είναι έτσι απα­ραίτητη τόσο για τη σύσταση της φιλοσοφίας κατά Πλάτωνα όσο και για τη σύσταση του φιλοσοφικού λόγου. Η ιδιαιτερότητα του πλατωνικού λόγου συνίσταται εν πολλοίς στην οικειοποίηση διαφορετικών ειδών λόγου από όσους παραδοσιακά τα καλλιεργούσαν και στην αξιοποίηση και αξιολογική ιεράρχησή τους στην υπηρεσία της ιδιαίτερης αντίληψης του Πλάτωνα για τη φιλοσοφία. Αν είναι έτσι, τότε η σχέση μορφής και περιεχομένου του λόγου στον Πλάτωνα είναι φιλοσοφικά σημαντική καθώς είναι αποκαλυπτική της ιδιαίτερης αντίληψής του για τη φιλοσοφία.

Η σχέση μορφής και περιεχομένου στο έργο του Πλάτωνα είναι φιλοσοφικά σημαντι­κή με μια γενική και με μια πιο ειδική έννοια. Με τη γενική έννοια η σχέση μορφής και περιεχομένου είναι σημαντική επειδή συστήνει το φιλοσοφικό πρόσωπο του Πλάτωνα με έναν ορισμένο τρόπο. Καίρια εδώ είναι η επιλογή του διαλόγου ως κύριας μορφής φιλοσοφικού λόγου. Η επιλογή αυτή υπαγορεύεται από μια ορισμένη αντίληψη για το τι είναι φιλοσοφία και από μία συνακόλουθη αντίληψη σχετικά με το πώς οφείλει να καλλιεργείται η φιλοσοφία. Ας δούμε ποιες είναι αυτές οι δύο αντιλήψεις.

Την αντίληψη για τη φιλοσοφία που υπαγορεύει τη διαλογική μορφή των πλατωνι­κών έργων θα τη συνόψιζα ως εξής: Για τον Πλάτωνα, όπως και για τον δάσκαλό του Σωκράτη, η φιλοσοφία, όπως ήδη είπα, όχι μόνο στοχεύει στην αναζήτηση της αλήθειας, την ύπαρξη της οποίας αμφότεροι προϋποθέτουν, αλλά έχει ουσιωδώς πολιτικό χαρα­κτήρα, που θα πει ότι η φιλοσοφία συγκροτείται και νοηματοδοτείται στην κοινότητα των πολιτών της πόλης. Το πλαίσιο συγκρότησης της φιλοσοφίας καθορίζει και τον τρόπο συγκρότησής της: η φιλοσοφία συγκροτείται μέσα από τη διαλεκτική αναζήτηση της αλήθειας, με την οποία διαρκώς ελέγχονται οι γνωστικές αξιώσεις των ισχυρισμών και οι γνωστικές καταστάσεις των συνομιλητών εν γένει.[8] Το επίθετο «διαλεκτικός» χρήζει αποσαφήνισης εδώ. Η διαλεκτική αναζήτηση δεν είναι απλά η αναζήτηση μέσω διαλόγου, αλλά μέσω ενός συγκεκριμένου τύπου διαλόγου που επιδιώκει να διερευνήσει την ισχύ μιας θέσης χωρίς δέσμευση σε αυτή ή οποιαδήποτε εναλλακτική της θέση, πράγμα που σημαίνει ότι οι διαλεγόμενοι ακολουθούν τον λόγο όπου και όπως αυτός επιτάσσει. [9] Η διαλεκτική συνεπώς είναι ένα είδος ζητητικής μεθόδου, δηλαδή μεθόδου ερευνάς και επιχειρηματολογίας, η οποία υπαγορεύεται από τη διάθεση διερεύνησης μίας θέσης με τελικό στόχο την εύρεση της αλήθειας, και όχι από τη διάθεση υποστήριξης μίας θέσης που εκ προοιμίου θεωρείται ότι εκφράζει την αλήθεια.[10] Στους διαλόγους του ο Πλάτωνας κάνει σαφές ότι θέλει να θεμελιώσει τη φιλοσοφία ως διαλεκτική με αυτή την έννοια,[11] και για τον λόγο αυτό η διαλεκτική είναι το τελικό στάδιο παιδείας των φιλοσόφων-βασιλέων της ιδανικής πολιτείας.[12]

Ο πολιτικός και διαλεκτικός χαρακτήρας της πλατωνικής φιλοσοφίας αντικατοπτρί­ζεται στα δύο βασικότερα γνωρίσματά της που είναι πρώτον το ενδιαφέρον για την ηθι­κή, και πιο συγκεκριμένα για τη θεμελίωση του αξιακού, και δεύτερον η έγνοια για το τι συνιστά γνώση και ποιοι είναι οι διαβαθμοί της. Η σύνδεση ηθικής και γνωσιοθεωρίας είναι, από όσο μπορούμε να κρίνουμε, χαρακτηριστική της σωκρατικής σκέψης, η οποία υιοθετείται από τον Πλάτωνα τροποποιημένη μόνο ως προς τον τρόπο σύνδεσής τους, όπως δείχνουν οι διάλογοι της μέσης και ύστερης περιόδου. Η ιεράρχηση των δύο αυτών πεδίων στοχασμού παραμένει ωστόσο η ίδια και στον Πλάτωνα: η γνωσιοθεωρία και η μεταφυσική, στην οποία η γνωσιοθεωρία οδηγεί, συνδέονται άμεσα με την αναζήτηση στο πεδίο της ηθικής στο οποίο και κυρίως αξιοποιούνται, όπως δείχνουν διάλογοι σαν τον Φαίδωνα, την Πολιτεία, τον Θεαίτητο, αλλά και τον Τίμαιο και τους Νόμους.

Ο διάλογος λοιπόν ως μορφή φιλοσοφικού λόγου φαίνεται να υπαγορεύεται από μια αντίληψη για τη φιλοσοφία που ανάγεται στον Σωκράτη, σύμφωνα με την οποία η φιλοσοφία είναι δημόσιος, πολιτικός λόγος, και επειδή αφορά απόψεις σχετικές με τα πράγματα της πόλης, και επειδή αφορά έλεγχο των απόψεων αυτών με διαλεκτικό τρό­πο και δημόσια, έτσι ώστε να ελέγχεται η ιδιωτική χρήση του λόγου. Και αυτό γιατί ο ιδιωτικός λόγος εκτός από ανόητος ή λογικά ελέγξιμος μπορεί να είναι και ιδιοτελής.[13] Με την έννοια αυτή η φιλοσοφία πόρρω απέχει του να είναι ιδιωτικός στοχασμός. Αυτό είναι προϋπόθεσή της. Η φιλοσοφία συγκροτείται ως δημόσιος και συλλογικός έλεγχος των ιδιωτικών απόψεων, ως διαλεκτική, ακόμα και όταν η συζήτηση είναι φαινομε­νικά ιδιωτική (όπως στο Συμπόσιο). Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε η συγκρότηση του πλατωνικού μοντέλου φιλοσοφίας δεν μπορεί να διακριθεί από τη συγκρότηση του λόγου που θα το υπηρετήσει. Η συγγραφή διαλόγων και η διαμόρφωση της διαλεκτικής επιχειρηματολογίας συστήνουν το ίδιο εγχείρημα για τον Πλάτωνα.

Όμως η διαλογική μορφή υπαγορεύεται και από μιαν αντίληψη σχετικά με το πώς οφείλει να γίνεται η φιλοσοφία, η οποία απορρέει από την έννοια της διαλεκτικής που συζήτησα παραπάνω. Όπως έχει συχνά τονιστεί ήδη από την αρχαιότητα, ο Πλάτωνας αποφεύγει να δογματίσει υποστηρίζοντας μία άποψη.[14] Εύλογα θα μπορούσε κανείς να αντιλέξει ότι η υποστήριξη μιας άποψης δεν συνιστά αναγκαστικά δογματισμό. Ωστόσο, ο Πλάτωνας έχει μια ιδιαίτερη αντίληψη σχετικά με την αυθεντία που ενέχει η υπο­στήριξη μιας άποψης, η οποία έχει εν πολλοίς να κάνει, πιστεύω, με το μοντέλο που μάχεται, δηλαδή αυτό των σοφιστών, αλλά επί πλέον και με την αυθεντία του γραπτού λόγου, και με την επιλογή του διαλόγου αποφεύγει να ταυτιστεί με μια τέτοια στά­ση.[15] Έτσι όχι μόνο δεν εμφανίζεται να παίρνει θέση στους διαλόγους του, και πολλοί καταλήγουν σε απορία, αλλά ακόμα και όταν, στους μέσους και ύστερους διαλόγους ιδιαίτερα, μια θέση φαίνεται να επικρατεί, σε επόμενους διαλόγους η θέση αυτή επανε­ξετάζεται, αμφισβητείται, ή αναθεωρείται. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα του Παρμενίδη, όπου κρίνεται η θεωρία των ιδεών όπως τη γνωρίζουμε από τον Φαίδωνα και την Πολιτεία, του Φαίδωνα και του Φαιδρού, όπου οι κύριες θέσεις σχετικά με την αθανασία της ψυχής διαφέρουν ως προς το αν ολόκληρη η ψυχή είναι αθάνατη ή μόνο ένα μέρος της (δες παρακάτω), αλλά και της πολιτικής θεωρίας των Νόμων σε σχέση με αυτή της Πολιτείας. Το αποτέλεσμα είναι ότι το πλατωνικό έργο δεν είναι εύκολα κωδικοποιήσιμο σε θέσεις, παρά το γεγονός ότι κάποιες προτιμήσεις σε επίπεδο από­ψεων διαφαίνονται, όπως για παράδειγμα σχετικά με το περιεχόμενο και τον ρόλο της φιλοσοφίας που συζήτησα πιο πάνω.[16]

Θα λέγαμε λοιπόν ότι ο Πλάτωνας προτιμά να χρησιμοποιεί τον λόγο για να θέσει τους αναγνώστες του όσο προκλητικότερα γίνεται ενώπιον των φιλοσοφικών προβλη­μάτων και των σχετικών υποστηρίξιμων απόψεων για να κρίνουν μόνοι τους. Δεν απο­φεύγεται βέβαια έτσι η ανάδειξη μίας άποψης ως καλύτερης από άλλες, αποφεύγεται όμως η δέσμευση σε αυτή, προφανώς επειδή κάτι τέτοιο κρίνεται υπονομευτικό της δυναμικής της διαλεκτικής που συνίσταται στη δέσμευση για εύρεση της αλήθειας και μόνο. Το μοντέλο που προσπαθεί να αποφύγει ο Πλάτωνας πιστεύω ότι σκιαγραφείται μέσα στους διαλόγους του στο πρόσωπο όσων χαρακτηρίζει ως σοφιστές. Ανεξάρτητα από το κατά πόσο δικαιώνει ή αδικεί φιλοσόφους σαν τον Πρωταγόρα ή τον Γοργία μια τέτοια παρουσίαση, το σημαντικό είναι ότι στο πρόσωπό τους φαίνεται να καταδικά­ζεται, εκτός των επιμέρους θέσεων που συζητούνται στους διαλόγους, μια φιλοσοφική αντίληψη δογματισμού, η οποία αντανακλάται από τη μια στην έλλειψη δέσμευσης στην αναζήτηση της αλήθειας ή και υπονόμευσης της αναζήτησης αυτής, και από την άλλη στον ισχυρισμό τους για διδακτική επάρκεια και στη συνακόλουθη αξίωσή τους να δι­δάσκουν την αθηναϊκή νεολαία.

Και αυτή η στάση του Πλάτωνα είναι σε μεγάλο βαθμό σωκρατική κληρονομιά. Ο Σωκράτης των πρώιμων διαλόγων δεν διακρίνεται από άγνοια ή σκεπτικισμό· κάθε άλλο. Είναι αρκετά φανερό ότι έχει ταυτίσιμες απόψεις για μια πλειάδα θεμάτων, τόσο στο επίπεδο της ηθικής όσο και της οντολογίας.[17] Αυτό για το οποίο διακρίνεται είναι η αποφυγή δέσμευσης σε μία άποψη. Και αυτό επειδή μια τέτοια στάση που θα σηματοδοτούσε το τέλος της διαλεκτικής διαδικασίας θα έπρεπε να δικαιολογηθεί, και η μόνη επαρκής φιλοσοφικά δικαιολόγηση θα ήταν ότι συνιστά γνώση. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι υποστηρίξιμο για μια σειρά από λόγους, καίριος μεταξύ των οποίων είναι, πιστεύω, και ο εξής: Αν κριτήριο για τη γνώση του χ είναι ο ορισμός του χ, αυτός περι­λαμβάνει αναφορές στο ψ, και ο ορισμός του ψ περιλαμβάνει αναφορές στο ω, και ούτω καθεξής, συνεπώς η δικαιολόγηση ότι μία άποψη για το χ συνιστά γνώση είναι μια πολύ χρονοβόρα και βασανιστική, αν και όχι αναγκαστικά ατέρμονη, διαδικασία.

Η ιδιαίτερη αυτή γνωσιοθεωρητική στάση υπαγορεύει τον διάλογο ως το καταλλη­λότερο είδος λόγου για τη διεξαγωγή γνωσιοθεωρητικής συζήτησης όπως την έχουμε στον Θεαίτητο, για παράδειγμα. Σε αυτόν και οι τρεις προτάσεις για το τι συνιστά γνώση απορρίπτονται ως ανεπαρκείς και ο διάλογος καταλήγει σε απορία. Στη συγκε­κριμένη περίπτωση ο διάλογος, ως είδος λόγου, αποτελεί ουσιαστικό συστατικό μιας φιλοσοφικής αναζήτησης της καταλληλότερης γνωσιοθεωρίας με τις εξής δύο έννοιες: Πρώτον, με τον διάλογο δίνεται η δυνατότητα όχι μόνο να προταθούν διαφορετικές απόψεις για το τι είναι γνώση αλλά και να ελεγχθούν άμεσα, πράγμα που σημαίνει και εξέταση των συνεπειών τους, όπως μαρτυρεί πρωτίστως το παράδειγμα του Πρωταγόρα στον διάλογο.[18] Δεύτερον, η απορία στην οποία καταλήγει ο διάλογος δεν είναι μόνο μία συνεπής προς τα πορίσματα του διαλόγου στάση, η οποία άλλωστε θα μπορούσε να προκύπτει και σε μια πραγματεία, αλλά η μόνη συμβατή με το πνεύμα του διαλόγου, με την έννοια ότι η συνέχιση της διαλεκτικής από τον καθένα προσωπικά προβάλ­λει ως η πιο δόκιμη αξιοποίηση της γνωσιοθεωρητικής συζήτησης που προηγήθηκε.[19]

Και κάτι τέτοιο μόνο η διαλογική μορφή μπορεί να το αναδείξει και να το συστήσει.

Αν ο πλατωνικός διάλογος ως είδος λόγου προκύπτει από αντιλήψεις όπως οι πιο πάνω, τότε είναι παραπλανητικό να αντιμετωπίζεται ως μέσο ή πλαίσιο έκφρασης και μόνο, όπως συχνά έχει γίνει από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη έρευνα.[20] Εκτός από τον διάλογο όμως η σχέση μορφής και περιεχομένου του λόγου στον Πλάτωνα είναι φι­λοσοφικά σημαντική και με μια ειδικότερη έννοια που αφορά τη σχέση της διαλεκτικής με εναλλακτικές μορφές λόγου οι οποίες απαντούν συχνά στο πλατωνικό έργο. Πρόκει­ται για μεταφορές, αναλογίες, μυθολογικά παραδείγματα, διηγήσεις. Τις μορφές αυτές λόγου ο Πλάτωνας χαρακτηρίζει με τον γενικό όρο «μύθος», κάποιες φορές μάλιστα σε ρητή αντιδιαστολή με τον «λόγο».[21] Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το πλατωνι­κό έργο είναι περισσότερο γνωστό για τέτοιους «μύθους», όπως είναι η αναλογία της σπηλιάς και ο μύθος του Ηρός στην Πολιτεία, ο «μύθος» της φτερωτής ψυχής και αυτός της επινόησης της γραφής στον Φαιδρό, για να αναφέρω τα περιφημότερα. Το ερώτη­μα που προκύπτει βέβαια είναι τι δικαιολογεί την άποψη που υποστηρίζω ότι τέτοιες μορφές λόγου είναι φιλοσοφικά σημαντικές, υπαγορεύονται δηλαδή από φιλοσοφικές απόψεις και δεν επιλέγονται για λόγους φιλοσοφικά αδιάφορους, όπως ο καλλωπισμός του λόγου, ή η τέρψη του αναγνώστη. Το ερώτημα είναι καίριο και με την εξής έννοια: Αν είναι η τέρψη του αναγνώστη το κίνητρο για την επιλογή μορφών ποιητικού λόγου, τότε υπάρχει όντως μια αντίφαση ανάμεσα στην κριτική του Πλάτωνα στους ποιητές και στην παρόμοια με αυτούς αξιοποίηση του ποιητικού λόγου, κάτι που αρνήθηκα πιο πάνω υποστηρίζοντας ότι η εναντίωση του Πλάτωνα στους ποιητές αφήνει ανοιχτό το πεδίο μιας διαφορετικής αξιοποίησης του ποιητικού λόγου.[22]

Το πρώτο στοιχείο που συνηγορεί στην άποψη ότι οι λόγοι για την επιλογή τέτοιων μορφών ποιητικού λόγου είναι φιλοσοφικά σημαντικοί, και συνεπώς δεν υπάρχει αντί­φαση ανάμεσα στην πλατωνική κριτική στους ποιητές και στην επαναξιοποίηση του ποι­ητικού λόγου, είναι το γεγονός ότι ο Πλάτωνας διακρίνει δύο είδη ποιητικού λόγου: τη μίμηση, που καλλιεργούν κυρίως η τραγωδία και η κωμωδία, και τη διήγηση που δεν είναι μιμητική.[23] αλλά καταδικάζει ευθέως μόνο την πρώτη ενώ αξιοποιεί τη δεύτερη[24] Η αξιοποίηση αυτή συνάδει με την επιλογή του διαλόγου, στο μέτρο που η διήγηση συμβάλλει στη συγκρότηση ενός αντιδογματικού χαρακτήρα του φιλοσοφείν, και αυτό γιατί οι διηγήσεις είναι εγγενώς ανοιχτές σε προσωπική ερμηνεία (δες αναλυτικά πα­ρακάτω, εν. ΙΙ-ΙΙΙ). Με την έννοια αυτή ο ποιητικός λόγος στηρίζει και συμπληρώνει το διαλεκτικό επιχείρημα, καθώς επιβεβαιώνει ότι ο διάλογος δεν είναι απλά μία επίφαση η ένα μέσο συγκαλυπτικό ενός συστήματος απόψεων[25] αλλά συστατικός μιας ιδιαίτερης αντιδογματικής στάσης στη φιλοσοφία. Επί πλέον, η αξιοποίηση αυτή του ποιητικού λόγου υποστηρίζει συνολικά το διαλεκτικό εγχείρημα, αφού ενισχύει την εναντίωση του Πλάτωνα στις αξιώσεις των ποιητών για γνώση, τις οποίες ο Πλάτωνας κρίνει ότι αντιστρατεύονται τη φιλοσοφία όπως εκείνος την αντιλαμβάνεται, ως λογική δηλαδή αναζήτηση της αλήθειας μέσω του διαλεκτικού ελέγχου.

Τα παραπάνω στηρίζει μία ακόμα σκέψη. Ο Πλάτων μας ευαισθητοποιεί στους διάλογους του για τη χρήση του λόγου ανάλογα με το επίπεδο γνώσης που διαθέτου­με. Η χρήση συγκεκριμένων μορφών λόγου, όπως ο ορισμός ή η αιτιακή εξήγηση, χαρακτηρίζουν τη διαλεκτική διαδικασία που στοχεύει να δημιουργήσει ακριβή γνώση, «επιστήμη» κατά Πλάτωνα. Θα ήταν αρκετά περίεργο αν ο Πλάτωνας δεν συνειδητο­ποιούσε τα όρια της διαλεκτικής διαδικασίας, τα όρια του λογικού αποδείξιμου δηλαδή. Η χρήση του «μύθου» φαίνεται να είναι μια απάντηση σε ένα δίλημμα που θέτει η συνειδητοποίηση αυτή.

Το δίλημμα είναι αν η φιλοσοφία εξαντλείται στη διαλεκτική διαδικασία ή όχι. Το ερώτημα που τίθεται βέβαια είναι τι μένει στο φιλοσοφικό πεδίο πέρα από τη διαλεκτι­κή διαδικασία, την οποία υπαγορεύει η διερεύνηση του λογικά αποδείξιμου. Πολλά και σημαντικά είναι αυτά που απομένουν, είναι η απάντηση. Μπορεί άραγε η διαλεκτική να αντιμετωπίσει πάθη όπως ο φόβος, για παράδειγμα, να προτρέψει στο δίκαιο, να αποτρέψει από το άδικο, ή να παραδειγματίσει; Πολλοί ίσως δεν θα θεωρούσαν τα πα­ραπάνω φιλοσοφικά ζητήματα, για τον Πλάτωνα όμως σίγουρα είναι. Και αυτό γιατί για τον Πλάτωνα η φιλοσοφία στοχεύει στην κατάχτηση της ευδαιμονίας, και όχι μόνο στη γνώση. Η χρήση του «μύθου» από τον Πλάτωνα είναι ενδεικτική της αρνητικής του απάντησης στην παντοδυναμία της διαλεκτικής, και με αυτή την έννοια είναι σημαντι­κός γιατί αποσαφηνίζει τα όρια όσο και τη σχετική αξία της διαλεκτικής.

Τα παραπάνω θέτουν το ερώτημα ποια είναι τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά του «μύθου» που τον κάνουν φιλοσοφικά σημαντικό. Το ερώτημα αυτό δέχεται δύο προσεγ­γίσεις. Η μία είναι να εξετάσουμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά του «μύθου» με βάση τις σχετικές ενδείξεις του ίδιου του Πλάτωνα, κάτι που θα μας οδηγήσει να εξετάσουμε πώς ακριβώς και πόσο διαφέρει ο «μύθος» από τον «λόγο» και ποιο ακριβώς είναι το νόημα της αντιδιαστολής τους. Αυτό θα γίνει στην αμέσως επόμενη ενότητα.

Η προσέγγιση αυτή όμως θέτει με οξύ τρόπο ερωτήματα σχετικά με τη χρήση και τη σχέση μεταξύ «λόγου» και «μύθου» στους διαλόγους. Επιβάλλεται έτσι να εξεταστούν συγκεκριμένοι «μύθοι» στο πλαίσιο της διαλεκτικής αναζήτησης των διαλόγων. Αυτό θα γίνει στη μεθεπόμενη, τρίτη, ενότητα. Σε αυτή θα εστιάσω στους λεγάμενους εσχατολογικούς μύθους για την ψυχή που παρουσιάζονται στους διαλόγους της μέσης περιόδου, στον Φαίδωνα, στο 10ο βιβλίο της Πολιτείας, και στον Φαίδρα. Ένας λόγος που υπαγο­ρεύει την επιλογή αυτή είναι το γεγονός ότι ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί παρόμοια μέσα, δηλαδή παρόμοια είδη λόγου, για παρόμοια θεματική, κάτι που κάνει την έρευνα πιο στοχευμένη με την εξής έννοια. Αναζητούμε τους λόγους για τους οποίους ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί τέτοια μέσα για μια ορισμένη θεματική τη στιγμή που στους διαλόγους αυτούς υπάρχει και συστηματική επιχειρηματολογία, και αναζητούμε επίσης περαιτέρω χαρακτηριστικά του «μύθου» που τον κάνουν πρόσφορο για μια τέτοια αξιοποίηση. Η θέση που θα υποστηρίξω είναι ότι οι λόγοι για τη χρήση του «μύθου» είναι κυρίως ηθικοί-παιδαγωγικοί και δευτερευόντως γνωσιοθεωρητικοί και ότι ο «μύθος» προσφέρεται για τέτοια χρήση γιατί έχει χαρακτηριστικά που ο Πλάτωνας θεωρούσε σημαντικά για τη συγκρότηση ηθικής γνώσης, όπως για παράδειγμα ότι είναι ανοιχτός σε ερμηνεία.

Ένας τέτοιος προσανατολισμός γεννά όμως μεθοδολογικά ερωτήματα. Δικαιούται κανείς να απομονώνει μέρη των πλατωνικών διαλόγων και με τι κόστος; Η απάντηση είναι διπλή. Από τη μια οι ομοιότητες της θεματικής αλλά και της συγκρότησης των εν λόγω μυθοπλασιών προκαλούν τη συνεξέτασή τους, καθώς πιθανότατα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία από τις πολλές περιπτώσεις θεμάτων στα οποία ο Πλάτωνας επα­νέρχεται και μάλιστα με παρόμοιο τρόπο πραγμάτευσης. Το γεγονός αυτό προβάλλει ως ιδιαίτερα σημαντικό αν σκεφθεί κανείς ότι οι εσχατολογικοί μύθοι απαντούν σε δια­λόγους που προέρχονται από την ίδια συγγραφική περίοδο του Πλάτωνα, με εξαίρεση τον σχετικά πρωϊμότερο Γοργία στον οποίο για πρώτη φορά έχουμε τέτοιο «μύθο» που δείχνει όμως να είναι πιο ανεπεξέργαστος σε σχέση με τους μετέπειτα. Από την άλλη η συνεξέτασή αυτή θα καθοδηγήσει αλλά δεν θα υποκαταστήσει την εξέταση των «μύ­θων» στο πλαίσιο του διαλόγου στον οποίο εντάσσονται οργανικά. Ας περάσουμε στην πρώτη προσέγγιση της ταυτότητας του «μύθου», στη σχέση του με τον «λόγο».

ΙI. ΜΎΘΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ

Σημαντική μαρτυρία για την κατανόηση της αντιδιαστολής «μύθου»-«λόγου» είναι ένα αρκετά γνωστό χωρίο από τον Πρωταγόρα. Στον Πρωταγόρα ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι η αρετή δεν είναι διδακτή και ο Πρωταγόρας σπεύδει να τον αντικρούσει. Πριν αρ­χίσει την αγόρευσή του ο Πρωταγόρας ρωτά το κοινό του: «Τι προτιμάτε, να σας απο­δείξω ότι η αρετή είναι διδακτή λέγοντας έναν μύθο ή να το αναπτύξω με τον λόγο;» (320c 1-3). Όταν οι ακροατές του ζητούν να διαλέξει αυτός τον τρόπο, εκείνος απαντά ότι «είναι πιο ευχάριστο να τους διηγηθεί έναν μύθο». Ο «μύθος» που ακολουθεί είναι αυτός του Προμηθέα και του Επιμηθέα. Στη συνέχεια στον ίδιο διάλογο ο Πρωταγόρας δίνει, όπως ο ίδιος επισημαίνει, και έναν «λόγο» (324d6-7), ο οποίος όμως έχει δια­φορετικό στόχο από τον «μύθο», καθώς με αυτόν επιδιώκει να δείξει πως δεν ισχύει η αντίρρηση του Σωκράτη ότι οι άξιοι Αθηναίοι δεν είναι σε θέση να διδάξουν την αρετή στα παιδιά τους. Η θέση του Πρωταγόρα είναι ότι το γεγονός πως άξιοι Αθηναίοι δεν καταφέρνουν να αναθρέψουν παιδιά με αρετή δεν σημαίνει ότι η αρετή δεν διδάσκεται, αλλά μόνο ότι δεν διδάχτηκε σωστά και με προθυμία, Ο Πρωταγόρας τελειώνει την ομιλία του επισημαίνοντας ότι υποστήριξε τη θέση του για τον διδακτό χαρακτήρα της αρετής και με «μύθο» και με «λόγο» (328c).[26]

Το παράδειγμα του πλατωνικού Πρωταγόρα είναι σημαντικό για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχήν δείχνει ότι η χρήση του «μύθου» ήταν κοινή πρακτική μεταξύ των σοφι­στών. Στη νόμιμη ένσταση ότι η εικόνα που κατασκευάζει ο Πλάτωνας για φιλοσόφους όπως ο Πρωταγόρας δεν είναι απαραίτητα ακριβής και αξιόπιστη, θα απαντούσα πρώ­τον ότι σχετικά με το θέμα που εξετάζουμε αυτό είναι λιγότερο πιθανό, καθώς αφορά τον τρόπο παρουσίασης της θέσης παρά το περιεχόμενό της,[27] και δεύτερον και σημαντι­κότερο ότι έχουμε ανεξάρτητες μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν τη χρήση «μύθων» από τους καλούμενους σοφιστές. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο Πρόδικος. Γνωρίζουμε ότι ο Πρόδικος έγραψε τουλάχιστον μία πραγματεία σχετικά με την αρετή με τον τίτλο Ώρες.[28] Η καλύτερη μαρτυρία που έχουμε σχετικά με το περιεχόμενό της είναι αυτή του Ξενοφώντα.[29] Σύμφωνα με αυτή ο Πρόδικος παρουσίαζε τον χαρακτήρα της αρετής και της κακίας μέσω της γνωστής αλληγορίας της αρετής και της κακίας ως δύο δρόμων μπροστά στους οποίους καλείται να επιλέξει ο Ηρακλής, με τα χαρακτηριστικά του κάθε δρόμου να εκτίθενται από δύο γυναίκες που τις εκπροσωπούσαν.[30] Σημειώνει μάλιστα ο Ξενοφώντας ότι ο Πρόδικος έδειχνε ιδιαίτερη σπουδή στο λεκτικό με το οποίο πα­ρουσίαζε την αλληγορία αυτή.[31] Η ομοιότητα με τον πλατωνικό διάλογο εν γένει είναι αρκετά εμφανής και έχει δικαιολογημένα υποστηριχθεί.[32] Η ομοιότητα συνίσταται τόσο στο γεγονός ότι ο Πρόδικος χρησιμοποιεί μία αναλογία του είδους που συναντούμε και στους πλατωνικούς διαλόγους, όπως είναι για παράδειγμα ο «μύθος» του Ηρός στην Πολιτεία, όσο και στο γεγονός ότι πιθανότατα δεν εξαντλούνταν εκεί αλλά χρησιμο­ποιούσε και μη ποιητικό λόγο, δηλαδή επιχειρηματολογία, όπως συμβαίνει και στον Πλάτωνα.[33] Αν είναι έτσι, το παράδειγμα του Πρόδικου φαίνεται να είναι ανάλογο με αυτό του Πρωταγόρα, όπως παρουσιάζεται στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο.

Οι πιο πάνω μαρτυρίες επιβεβαιώνουν τη χρήση δύο διαφορετικών μορφών λόγου ήδη πριν από τον Πλάτωνα, ενώ δείχνουν και έναν συγκεκριμένο τρόπο συνδυασμού τους, έτσι ώστε να υποστηρίζεται μία θέση δηλαδή. Ένα προκαταρκτικό συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι ο «μύθος» έχει γνωστικό χαρακτήρα, όπως ακριβώς και ο «λόγος», και μάλι­στα συμπληρωματικό προς αυτόν του «λόγου», αφού αμφότεροι στηρίζουν την ίδια θέση. Οι πιο πάνω μαρτυρίες δεν αποσαφηνίζουν όμως ούτε τα όρια των δύο μορφών λόγου ούτε τις αιτίες για τις οποίες προκρίνονται κάθε φορά. Στην περίπτωση του Πρωταγόρα ιδιαίτερα υπάρχει μια προφανής σύγχυση των ορίων αυτών και πιθανότατα ο Πλάτωνας να επικρίνει τον Πρωταγόρα γι’ αυτό και να του καταλογίζει μια επιδεικτική χρήση του «μύθου». Συνεπώς τα όρια των δύο μορφών και κυρίως τα κριτήρια επιλογής τους πρέπει να ανασυντεθούν με βάση τις ενδείξεις που μας προσφέρει ο Πλάτωνας.

Η μαρτυρία του Πρωταγόρα είναι ωστόσο δηλωτική μιας κεντρικής διαφοράς ανάμε­σα στον «λόγο» και στον «μύθο», που είναι ότι ο πρώτος συνίσταται σε έναν λόγο επιχειρηματολογικού τύπου στον οποίο διακρίνεται καθαρά η θέση και η στήριξή της, πράγμα που δεν συμβαίνει στον «μύθο». Η στήριξη αυτή μάλιστα έχει ορισμένου είδους μορφή την οποία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε «απόδειξη».[34] Τον όρο τον χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Πλάτωνας, για παράδειγμα στον Φαίδρο 246c5, όπου το ζήτημα προς απόδει­ξη είναι η αθάνατη φύση της ψυχής. Πρόκειται για μια μορφή επιχειρηματολογίας εναλλακτική της διαλεκτικής όπου η λογική εξέταση προχωρά με ερωτήσεις και απα­ντήσεις. [35] Εν προκειμένω η απόδειξη στοχεύει να δείξει ότι το α δεν είναι αναγκαστική συνέπεια του β, όπως υποστηρίζεται διαλεκτικά από τον Σωκράτη, αλλά ότι υπάρχουν και άλλα ενδεχόμενα, συνεπώς η αποδοχή της υπό εξέτασης θέσης δεν είναι με κανένα τρόπο αναγκαστική. Τέτοιες μορφές λόγου θα συζητήσει ο Αριστοτέλης στα Αναλυτικά Ύστερα και στα Τοπικά, ενώ θα χρησιμοποιήσει και ο Ευκλείδης στα Στοιχεία του. Με αριστοτελική ορολογία το επιχείρημα του Πρωταγόρα συνοψίζεται ως εξής.[36] Η αποτυ­χία των άξιων Αθηναίων να διδάξουν στα παιδιά τους την αρετή είναι «συμβεβηκός», δεν μας λέει δηλαδή τίποτα για την ουσία, το τι είναι (τό τί ἐστίν) η αρετή. Ένα τέτοιο επιχείρημα έχει αξιώσεις αλήθειας που μπορούν να ελεγχθούν.

Αν πάμε στον «μύθο» τώρα, και αυτός υπηρετεί μία θέση. Στην περίπτωση του Πρω­ταγόρα ο «μύθος» στοχεύει να δείξει την αναγκαιότητα της αρετής για την ανθρώπινη κοινωνική ζωή και κατά συνέπεια την αναγκαιότητα της διδασκαλίας της. Η θέση αυτή δηλώνεται εξαρχής από τον Πρωταγόρα. Σε άλλους διαλόγους, όπως στον Φαίδωνα, για παράδειγμα, η θέση που υπηρετεί ο «μύθος» σχετικά με τη μεταθανάτια τύχη της ψυχής απορρέει από τον προηγηθέντα «λόγο» τον οποίο ο «μύθος» συνεχίζει. Η βασική διαφορά του «μύθου» από τον «λόγο» φαίνεται να συνίσταται στο είδος στήριξης της θέσης που παρέχεται. Η στήριξη που παρέχεται στον «μύθο» δεν έχει αναγνωρίσιμη λο­γική μορφή, συλλογιστικού τύπου με όρους αριστοτελικούς. Τι είδους στήριξη παρέχεται λοιπόν στον «μύθο»; Η έρευνα για το είδος της στήριξης πρέπει να λάβει πρώτα υπ’ όψιν τη μορφή του «μύθου».

Από άποψη μορφής ο «μύθος» είναι μια διήγηση. Αυτό χρήζει εξήγησης. Χρησι­μοποιώ του όρο «διήγηση» με την πλατωνική έννοια. Ως τέτοια αντιλαμβάνομαι την αφήγηση που λέγει σε αντίθεση με τη «μίμηση» που δείχνει. [37] Στην πρώτη περίπτωση η πληροφορία διαμεσολαβείται σημαντικά από τον αφηγητή, ενώ στη δεύτερη αυτό συμβαίνει πολύ λιγότερο. Η σύγχρονη κριτική απορρίπτει την αυστηρή διάκριση μεταξύ διήγησης και μίμησης υποστηρίζοντας την ύπαρξη πολλών επιπέδων αφηγηματικού λό­γου, και σπεύδει να επικρίνει τον Πλάτωνα.[38] Συμμερίζομαι την άποψη αυτή, η οποία έχει όμως την εξής συνέπεια: Αν, όπως έχει επισημάνει η σύγχρονη κριτική, η αφήγηση είναι όχι μόνο η διαδοχή των γεγονότων στον αφηγηματικό λόγο αλλά και η ίδια η πράξη της αφήγησης,[39] τότε ολόκληροι πλατωνικοί διάλογοι, όπως το Συμπόσιο, είναι αφηγήσεις σε πλάγιο λόγο. Ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή ο «μύθος» δεν συστήνει έναν λόγο διαφορετικό από τον διαλεκτικό αλλά τον συνεχίζει με αφηγηματικό τρόπο. Από την άποψη αυτή προκύπτει μια δυσκολία διαφοροποίησης «μύθου» και «λόγου» την οποία ο Πλάτωνας όχι μόνο δεν αίρει, αλλά μάλλον ενισχύει όταν περιγράφει το ίδιο μέρος του διαλόγου άλλοτε ως «μύθο» και άλλοτε ως «λόγο».[40]

Η δυσκολία αυτή είναι ουσιαστική και αποκαλυπτική για τη φύση του «μύθου». Συνειδητοποιούμε κατ’ αρχήν ότι ο «μύθος» δεν αποτελεί ένα διακριτό είδος λόγου που να μπορεί να ταυτιστεί με τον μύθο με την τρέχουσα έννοια του όρου, της μυθολογι­κής ιστορίας δηλαδή. Γιατί ενώ τα δύο παραδείγματα του Προμηθέα και του Ηρακλή που δίνουν ο Πρωταγόρας και ο Πρόδικος αντίστοιχα είναι μυθολογικά με μια έννοια ανάλογη με την σημερινή, στα οποία μπορούν να προστεθούν οι «μύθοι» του Ηρός στην Πολιτεία, της επινόησης της γραφής στον Φαίδρο, και της Διοτίμας στο Συμπόσιο, ο «μύθος» για τη δημιουργία του κόσμου που διηγείται ο Τίμαιος στον ομώνυμο διάλογο αλλά και ο ανάλογος στον Πολιτικό είναι διαφορετικοί από αυτούς με την εξής έννοια: Οι διηγήσεις αυτές, ειδικά του Τίμαιου, είναι κατασκευές στις οποίες ο Πλάτωνας αξιοποιεί πλήθος επιστημονικών δεδομένων από την ιατρική, την αστρονομία, τα μαθημα­τικά, τη φυσική της εποχής. Η χρήση επιστημονικών δεδομένων γενικά στους «μύθους» είναι αρκετά συχνή.[41] Στην περίπτωση του Τίμαιου όμως αυτό γίνεται κατά κόρον σε βαθμό που ο «μύθος» να μοιάζει με αυτό που θα ονομάζαμε επιστημονική θεωρία, χω­ρίς αυτό φυσικά να σημαίνει «αληθινή» ή έστω «διαψεύσιμη» θεωρία. Η στήριξη όμως που παρέχει ο Πλάτωνας στην κοσμολογική αυτή διήγηση είναι επιτηδευμένη, σύνθετη, και συστηματική. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα όρια «λόγου» και «μύθου» είναι πολύ ρευστά, πράγμα που επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η κοσμολογική διήγηση περι­γράφεται τόσο ως «εἰκώς μύθος» όσο και ως «εἰκώς λόγος»,[42] και πολλοί μελετητές αποφεύγουν να την κατατάξουν στους «μύθους».[43] Συνεπώς ο όρος «μύθος» είναι όχι μόνο ένας γενικός αλλά και ασαφής όρος, καθώς καλύπτει μια πλειάδα περιπτώσεων, από τα μυθολογικά παραδείγματα, τους «μύθους» για παιδιά (Πολιτεία 377a5-6), μέχρι τις πολύ επιτηδευμένες θεωρίες του Τίμαιου και του Πολιτικού.

Ωστόσο ο διηγηματικός χαρακτήρας του «μύθου» είναι σημαντικός, πιστεύω, ως αφετηρία για την περαιτέρω διευκρίνησή του, και αυτό με την εξής έννοια: η διήγηση όσο επιμελημένη και συστηματική και αν είναι, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Τίμαιου, δεν επιβάλλει μια ερμηνεία. Το γεγονός όμως ότι υπηρετεί μία θέση που είτε δηλώνεται στον «λόγο» είτε έξω από αυτόν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Πρω­ταγόρα, σημαίνει ότι επιβάλλει την ανασυγκρότηση μιας ερμηνείας. Μόνο που αυτή η ερμηνεία δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί και παραμένει στην καλύτερη περίπτωση πιθανή. Και αυτό γιατί η διήγηση, ως σύνολο, ούτε αληθεύει ούτε ψεύδεται, δεν παίρνει δηλαδή σαφείς τιμές αλήθειας.

Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται και πλουτίζεται αν εξετάσουμε κάποια από τα χω­ρία όπου ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί τον όρο «μύθος» για να χαρακτηρίσει ένα μέρος του διαλόγου.[44] Σημαντικό είναι ένα χωρίο του 7ου βιβλίου της Πολιτείας όπου γί­νεται λόγος για την παιδεία των φυλάκων, στο οποίο ο «μύθος» αντιδιαστέλλεται με «αληθινότερους λόγους» (Πολιτεία 522a7-8).[45] Όμως, όπως ήδη δείχνει η διατύπωση της Πολιτείας, ο «μύθος» δεν θεωρείται εντελώς ψευδής, καθώς, όπως επισημαίνεται αλλού στο ίδιο έργο (377a), περιέχει και αλήθειες (ἔνι δέ καί ἀληθῆ). Η διαφορά του από τον ψευδή λόγο είναι μεγάλη. Ψευδής είναι ο λόγος εκείνος, μαθαίνουμε στον Σοφιστή, που περιγράφει (λέγει) τά «ἕτερα τῶν ὄντων» καθώς περιγράφει «τά μή ὄντα ὡς ὄντα», ενώ αληθής αυτός που περιγράφει τα όντα ως όντα (Σοφιστής 263b), και ένας λόγος για τον οποίο οι ποιητές επικρίνονται είναι για τη δημιουργία τέτοιων ψευδών λόγων (Πολιτεία 377d5-6).

Αν ο «μύθος» δεν είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής, τότε μένει να είναι ενδεχομενικός ή πιθανός, δηλαδή η στήριξη της θέσης που υπηρετεί προβάλλεται ως πιθανή και μόνο. Μια τέτοια υπόθεση στηρίζεται από τα εξής: Πρώτον, ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί επί­θετα που σημαίνουν «πιθανός» για να χαρακτηρίσει του «μύθους» του, με γνωστότερο παράδειγμα αυτό του Τίμαιου («εἰκώς» μύθος).[46] Επί πλέον, ο «λόγος», προς τον οποίο ο «μύθος» αντιδιαστέλλεται, εμφανίζεται να χαρακτηρίζεται από αναγκαιότητα. Στα πλατωνικά επιχειρήματα συχνά απαντά ο όρος «ανάγκη».[47] Όμως και ο «μύθος» χαρακτηρίζεται από «ανάγκη».[48] Οι επιστημονικές εξηγήσεις που συχνά απαντούν στους «μύθους» ενισχύουν αυτή την εικόνα. Στον Φαιδρό 251a-d, για παράδειγμα, ο έρωτας εξηγείται με επιστημονικό τρόπο που χαρακτηρίζεται από αναγκαστική αιτιό­τητα, κάτι που φυσικά συμβαίνει συστηματικά στον Τίμαιο σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου. Η έννοια της αναγκαιότητας χρήζει αποσαφήνισης λοιπόν. Η αποσαφήνισή της είναι καίρια για να κατανοήσουμε το είδος στήριξης μιας θέσης που προσφέρεται στον «μύθο».

Η αναγκαιότητα μπορεί να αφορά είτε το επίπεδο των αιτιακών εξηγήσεων είτε την αξίωση αλήθειας. Ο «μύθος» διαφέρει από τον «λόγο» και στα δύο επίπεδα. Όσον αφορά το επίπεδο των αιτιακών εξηγήσεων, ναι μεν ο «μύθος» διέπεται συχνά από τεκμηρίωση και σχέσεις αιτιότητας, συχνά όμως πολλοί ισχυρισμοί σε αυτόν δεν τεκμηριώνονται αλλά γίνονται απλά δεκτοί. Δεν μας εξηγεί κανείς στον «μύθο» του Ηρός, για παράδειγμα, πώς έγινε και η ψυχή ξανασυνάντησε το σώμα του μυθολογικού ήρωα.[49] Συνεπώς οι αιτιακές εξηγήσεις που παρέχονται στον «μύθο» δεν είναι πλήρεις, οπότε καλούμαστε να τις συμπληρώσουμε.[50] Πράγμα που σημαίνει ότι η στήριξη της θέσης που παρέχεται στον «μύθο» είναι ελλιπής σε σύγκριση με αυτή που παρέχεται στον «λόγο», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η έλλειψη αυτή είναι αναγκαστικά αδυναμία, καθώς αυτό εξαρτάται από τη σκοπιμότητά τους, που φαίνεται να διαφέρει.

Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό μιας ουσιαστικότερης διαφοράς ανάμεσα στον «λόγο» και στον «μύθο», η οποία αφορά κυρίως την αξίωση αλήθειας που διέπει συνο­λικά την εξήγηση ή στήριξη που προσφέρουν. Η διαφορά στην αναγκαιότητα που τους διέπει έγκειται κυρίως εδώ. Ενώ δηλαδή στον «μύθο» μόνο ένα η περισσότερα μέρη του αναγκαστικά αληθεύουν ή ψεύδονται, στον «λόγο» ο λογικός αυτός δείκτης αφορά το σύνολό του, δηλαδή ο «λόγος» είναι κατ’ ανάγκην ή αληθής ή ψευδής συνολικά, και αυτό μπορεί να δειχθεί ή να διαψευστεί, ενώ ο «μύθος» δεν είναι. Κατά συνέπεια ακόμα και τα μέρη του «μύθου» που αξιώνουν τιμές αλήθειας, τελικά δεν παίρνουν πραγματικά τέτοιες εφόσον αποκτούν νόημα στο πλαίσιο ενός συνόλου που δεν έχει τέτοιες αξιώσεις.

Αν είναι έτσι, τότε ένα βασικό χαρακτηριστικό του «λόγου» και μια διαφορά του από τον «μύθο» είναι ότι ο πρώτος ελέγχεται, είναι διαψεύσιμος, ενώ ο δεύτερος δεν είναι. Ο πρώτος ελέγχεται ακριβώς επειδή αξιώνει να συστήσει γνώση, «δόξα» ή «επι­στήμη» και μια τέτοια αξίωση είναι πάντοτε ελέγξιμη. Αντίθετα ο «μύθος» δεν μπορεί να έχει τέτοιες αξιώσεις στο μέτρο που δεν παίρνει ορισμένη τιμή αλήθειας για το σύ­νολό του. Στον βαθμό λοιπόν που ο «λόγος» έχει αξιώσεις αλήθειας, έχει και αξιώσεις καθολικότητας, τις οποίες ο «μύθος», όντας ενδεχομενικός ή πιθανός, δεν έχει.

Αν είναι έτσι, τότε ο «μύθος» πλησιάζει σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε «μυθο­πλασία» (fiction). Πρόκειται δηλαδή για μια κατασκευή που καθ’ αυτή δεν μπορεί να πάρει συγκεκριμένες τιμές αλήθειας, καθώς ούτε αληθεύει ούτε ψεύδεται. [51] Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι καλλιεργεί μόνο γνώμη (δόξα),[52] ή ότι δεν καλλιεργεί καμία γνώ­ση[53]. Όπως είδαμε πιο πάνω ο «μύθος» έχει σαφώς γνωστικό στόχο. Το γεγονός ότι βρίσκεται μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, χωρίς όμως να έχει αξιώσεις για σαφείς τιμές αλήθειας, σημαίνει ότι είναι ανοιχτός σε ερμηνεία σε βαθμό τέτοιο που ο αναγνώστης ουσιαστικά κατασκευάζει το γνωστικό υπόβαθρο, δηλαδή τη θέση που αξιώνει τιμές αλήθειας, σύμφωνα με τις δικές του ευαισθησίες, τη δική του γνώση. Μια τέτοια ερμη­νεία όμως δεν είναι απόλυτα αυθαίρετη. Το αντίθετο. Θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν κειμενικούς δείκτες[54], την ιδιαίτερη συνοχή του κειμένου, τις εξηγήσεις που δίνονται για το ένα ή το άλλο ζήτημα, τις αντιστοιχίες με σημεία που υποστηρίζει ο «λόγος» και εν γένει τη σχέση της με τη διαλεκτική επιχειρηματολογία που κατά κανόνα προ­ηγείται. Ωστόσο η ερμηνεία παραμένει αναπόφευκτα προσωπική, καθώς υπάρχει πολύ μεγαλύτερη ελευθερία ερμηνευτικής πρόσληψης από αυτή της επιχειρηματολογίας, δια­λεκτικής ή αποδεικτικής. Αυτό όμως είναι σημαντικό και σκόπιμο, νομίζω, γιατί έτσι ο «μύθος» μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο ελέγχου της κατανόησης της διαλεκτικής διαδικασίας, όπως θα εξηγήσω στην επόμενη ενότητα. Αν είναι έτσι, τότε ο «μύθος» υπηρετεί μια θέση, που σημαίνει ότι και διέπεται από μία τέτοια.

Ακριβώς επειδή ο «μύθος» είναι ουσιαστικά λειτουργικός μέσα στο διαλεκτικό εγχείρημα, δεν θα πρέπει να κατανοηθεί ως λογοτεχνία όπως την εννοούμε σήμερα. Η «λογοτεχνία» είναι μια σύγχρονη έννοια που απουσιάζει τόσο στην αρχαιότητα όσο και στον Μεσαίωνα.[55] Το γεγονός ότι ο «μύθος» έχει μορφικά χαρακτηριστικά που σήμερα θεωρούνται λογοτεχνικά, δεν σημαίνει ότι έχει λογοτεχνικότητα, όπως φαίνονται να πιστεύουν κάποιοι υπό την επίδραση του ρωσικού φορμαλισμού. Ο «μύθος» είναι παρα­δοσιακό είδος λόγου που υπηρετεί μία θέση και επιδιώκει να εκφράσει κάποια αλήθεια[56] -κάτι που δεν κάνει η λογοτεχνία όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα.[57] Για τον λόγο αυτό άλλωστε χρησιμοποιείται από τον Πλάτωνα συνήθως σε συνδυασμό με επιχειρηματολογία, ένδειξη ότι ο «μύθος» υπηρετεί και στηρίζει μία αλήθεια.[58] Τίθεται έτσι τώρα το ερώτημα πότε και γιατί η μυθοπλασία προκρίνεται της επιχειρηματολογίας και πώς αυτές συνδυάζονται, το οποίο είναι μέρος του αρχικού μας ερωτήματος σχετικά με τους λόγους για τους οποίους επιλέγεται η μυθοπλασία - στο οποίο ο πλατωνικός Πρωταγόρας, όπως είδαμε, δεν δίνει σαφή απάντηση.

Ας αρχίσουμε με την επισήμανση ότι η μυθοπλασία κατά κανόνα έπεται της επιχει­ρηματολογίας. Η μυθοπλασία προηγείται μόνο στους Νόμους, όπου δίνεται πρώτα ο «μύθος» της πόλης πριν παρουσιαστεί ο νόμος που θα τεκμηριώνει τον «μύθο». Ωστόσο αυτή η χρήση του «μύθου» είναι ομολογουμένως ένας νεωτερισμός του ύστερου Πλάτω­να με τον οποίο δεν θα ασχοληθούμε εδώ.[59] Αν θέλουμε να φωτίσουμε περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο συνδυάζονται μυθοπλασία και επιχείρημα στον Πλάτωνα, θα πρέπει να εξετάσουμε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Και οι «μύθοι» για την ψυχή, ειδικά αυτοί για την κρίση της ψυχής, προσφέρονται για μια τέτοια διερεύνηση γιατί διακρίνονται, όπως είπα και πιο πάνω, από κοινή θεματική και κοινά εκφραστικά μέσα. Μια τέτοια αναζήτηση θα φωτίσει ακόμα περισσότερο τα χαρακτηριστικά του «μύθου» και θα δώ­σει, ελπίζω, όχι μόνο μια απάντηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους προκρί­νεται το ένα ή το άλλο είδος λόγου στον Πλάτωνα, αλλά και μια καλύτερη κατανόηση της ύφανσης του πλατωνικού διαλόγου.

III. Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΎΧΗ

Κάθε συζήτηση για την ψυχή στον Πλάτωνα θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν της το γεγονός ότι οι σχετικές πραγματεύσεις στο πλατωνικό έργο αφορούν μια ποικιλία φι­λοσοφικών ζητημάτων. Πρόκειται μάλιστα για ζητήματα που ορίζουν στην εποχή μας διακριτά φιλοσοφικά πεδία, τα οποία με σύγχρονους όρους εκτείνονται από τη φιλο­σοφία του νου, τη φιλοσοφία της δράσης, μέχρι τη γνωσιοθεωρία και την ηθική. Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι ο Πλάτωνας γράφει ερήμην τέτοιων διακρίσεων και συχνά η πραγμάτευσή του τις εμποδίζει ή τις υπονομεύει συνειδητά. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε δύο αιτίες: Πρώτον, ο Πλάτωνας δεν βρίσκει λόγο να αυτονομήσει κανένα πεδίο φιλοσοφίας στον βαθμό που ο φιλοσοφικός στοχασμός έχει κατά τη γνώμη του έναν ενιαίο προσανατολισμό, που είναι ηθικός. Δεύτερον, η φιλοσοφική ορολογία είναι ακόμα αδιαμόρφωτη στην εποχή του και δεν ευνοεί τέτοιες διακρίσεις. Ο αγώνας για τη δημιουργία φιλοσοφικής ορολογίας, που μαρτυρούν έντονα διάλογοι όπως ο Παρμενίδης ή ο Θεαίτητος, είναι μέρος του αγώνα για τη διαμόρφωση ενός φιλοσοφικού λόγου που να ανταποκρίνεται στην πλατωνική αντίληψη περί φιλοσοφίας την οποία εξήγησα πιο πάνω. Η συζήτηση για ζητήματα σχετικά με την ψυχή είναι ενδεικτική τόσο αυτού του αγώνα όσο και της πλατωνικής αντίληψης για τη φιλοσοφία ως κατά βάση ηθικής. Εί­ναι χαρακτηριστικό ότι ο όρος «ψυχή» άλλοτε δηλώνει την πηγή κάθε δράσης, λογικής ή ΡΑ λογικής, άλλοτε την πηγή της σκέψης, τον νου δηλαδή, και άλλες φορές πάλι τη μη λογική πηγή δράσης. Το αποτέλεσμα είναι η συζήτηση για την ψυχή να αγγίζει ταυτόχρονα ζητήματα ψυχολογίας, ηθικής, φιλοσοφίας της δράσης και του νου, και να αναζητείται κάθε φορά το κατάλληλο είδος λόγου για την πραγμάτευση του ενός ή του άλλου ζητήματος σχετικά με την ψυχή.

Χαρακτηριστικά είναι κάποια παραδείγματα. Στο 4ο βιβλίο της Πολιτείας ο Σω­κράτης υποστηρίζει ότι η ψυχή έχει μέρη και ότι η δικαιοσύνη δεν είναι τίποτα άλλο από την επίτευξη της αρμονικής συνύπαρξής τους. Η θέση ότι η ψυχή έχει μέρη υποστηρί­ζεται με επιχειρήματα που δείχνουν ότι αντίθετες πράξεις ή καταστάσεις δεν μπορούν να συνυπάρχουν, άρα και η ψυχή που ταυτόχρονα επιθυμεί και δεν επιθυμεί (ένας διψασμένος μπροστά σε δηλητηριασμένο νερό, για παράδειγμα) δεν μπορεί να είναι ενιαία.[60] Γνωστά είναι επίσης τα επιχειρήματα σχετικά με την αθανασία της ψυχής στον Φαίδωνα, τα οποία διαδέχεται μια μυθοπλασία για τη μεταθανάτια κρίση των ψυχών.[61] Ανάλογα στο 10ο βιβλίο της Πολιτείας υποστηρίζεται με επιχείρημα και πάλι ότι η ψυχή είναι αθάνατη, αλλά σχετικά με τη μεταθανάτια τύχη της ο Πλάτων δίνει τον περίφημο «μύθο» του Ηρός, το μήνυμα του οποίου φαίνεται να είναι ότι οι δίκαιοι επι­βραβεύονται στην άλλη ζωή ενώ οι άδικοι τιμωρούνται. Τέλος, στον Φαιδρό η συζήτηση για τη φύση του έρωτα οδηγεί στην εξέταση της φύσης της ψυχής. Αφού υποστηριχθεί με επιχείρημα η αθανασία της, ακολουθεί μια ιδιαίτερα επιτηδευμένη μυθοπλασία σχετικά με τη σύνδεση της ψυχής με το σώμα, τον έρωτα της ψυχής, αλλά και τις εγκόσμιες τύχες της ψυχής.

Οι σχετικές συζητήσεις στον Φαίδωνα, την Πολιτεία 10, και τον Φαιδρό θέτουν το ζήτημα της σχέσης μεταξύ επιχειρήματος και μυθοπλασίας με ιδιαίτερα οξύ τρόπο, επειδή ο συνδυασμός τους στους συγκεκριμένους διαλόγους εναντιώνεται στην άποψη ότι ο Πλάτωνας δεν είχε τους τρόπους ή τα μέσα να επιχειρηματολογήσει για τέτοια ζητή­ματα. Συνεπώς η απάντηση πρέπει να βρίσκεται αλλού. Ο Πλάτωνας δίνει συχνά δείκτες που μπορούμε να αξιοποιήσουμε για να προσανατολισθούμε προς κάποια ερμηνεία.

Προτείνω να αρχίσουμε με τον Φαίδωνα επειδή εκεί απαντά μια χαρακτηριστική περίπτωση εναλλαγής επιχειρηματολογικού λόγου με μυθοπλαστικό. Μετά το τέλος της σωκρατικής επιχειρηματολογίας υπέρ της θέσης ότι η ψυχή είναι αθάνατη, οι διαλεγόμενοι με τον Σωκράτη, Κέβης και Σιμμίας, που ως Πυθαγόρειοι είναι διατεθειμένοι θετικά υπέρ αυτής, παίρνουν τον λόγο για να δηλώσουν την τελική στάση τους απέναντι στην υποστηριζόμενη θέση. Ενώ όμως ο Κέβης δηλώνει ότι έχει πλήρως πειστεί από τα σωκρατικά επιχειρήματα, ο Σιμμίας υιοθετεί μια πιο μετριοπαθή στάση. Υποστηρίζει ότι ενώ δεν εντοπίζει κάποιο σημείο στην πορεία της επιχειρηματολογίας το οποίο να αμφισβητεί, διατηρεί ωστόσο κάποιες επιφυλάξεις, ακριβώς επειδή το θέμα της συζή­τησης είναι τόσο σημαντικό. Η σωκρατική απάντηση στον Σιμμία είναι χαρακτηριστική για τις αξιώσεις της επιχειρηματολογίας.

Και βέβαια Σιμμία, είπε ο Σωκράτης, και σε αυτά που λες έχεις δίκιο αλλά ακόμα και τις πρώτες θέσεις θα πρέπει να εξετάσεις περισσότερο, ακόμα και αν σας φαίνονται τώρα πειστικές. Και αν τις ερευνήσετε αρκετά, εγώ νομίζω, θα ακολουθήσετε τον λόγο στο μέτρο που είναι δυνατό να τον ακολουθήσει ο άνθρωπος. Και αν αυτές σας γίνουν σαφείς, δεν θα ζητήσετε τίποτε παραπάνω. (Φαίδων 107b4-9)

Το σχόλιό του Σωκράτη είναι αξιοπρόσεκτο για δύο λόγους: Πρώτον, επειδή ζητά από τον Σιμμία να εξετάσει τα επιχειρήματα που προηγήθηκαν ακόμα και αν ο τελευταίος δεν αμφισβητεί συγκεκριμένα κάποιο σημείο σε αυτά. Η στάση αυτή είναι αξιοσημείωτη γιατί ο Σωκράτης ούτε προκαλεί τον Σιμμία να εντοπίσει σφάλματα στην επιχειρηματο­λογία, κάτι που ο Σιμμίας αλλά και ο Κέβης κάνουν νωρίτερα,[62] ούτε όμως επικαλείται την πυθαγόρεια «δόξα» για την αθανασία της ψυχής, αλλά αντίθετα ενθαρρύνει και γενικεύει την αμφισβήτησή του. Δεύτερον, ταυτόχρονα με την προτροπή για τη λογική εξέταση των επιχειρημάτων ο Σωκράτης φαίνεται να υποδηλώνει ότι υπάρχουν όρια στον λόγο. Αυτό το κάνει τόσο με την επισήμανση ότι ο άνθρωπος δεν έχει απεριόριστες δυνατότητες να ακολουθήσει τον λόγο, όσο και με τον ισχυρισμό ότι η διαδικασία αυτή έχει τέλος που ορίζεται από την εξακρίβωση μιας άποψης με σαφήνεια.

Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν τις παρατηρήσεις μας σχετικά με τη φύση της επιχει­ρηματολογίας, ότι δηλαδή αυτή υπόκειται σε έλεγχο και διάψευση και ότι στοχεύει να δημιουργήσει ακριβή γνώση, η οποία διακρίνεται από λογική συνοχή, σαφήνεια, και αυτάρκεια, αλλά επίσης φέρνουν στο φως δύο επί πλέον σημαντικά στοιχεία. Πρώτον ότι το επιχείρημα έχει ανοιχτή δομή, πράγμα που σημαίνει ότι υπόκειται σε περαιτέρω ανάπτυξη και συνθετότητα, μπορούν δηλαδή να προστεθούν προτάσεις που να γεφυρώνουν επιτυχέστερα τις προκείμενες με το συμπέρασμα. Με τον τρόπο αυτό αποσαφη­νίζεται η δομή του επιχειρήματος.[63] Δεύτερον, η αποσαφήνιση αυτή έχει βέβαια όρια, δεν είναι όμως σαφές ποια ακριβώς είναι αυτά. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ο Σωκράτης εννοεί εδώ αυτά τα όρια ή τα όρια της πειστικής δύναμης του λόγου, δηλαδή τα όρια που ο άνθρωπος έχει να αφεθεί να πειστεί από τον λόγο και όχι από άλογες επιθυμίες ή ιδεοληψίες. Προφανώς όμως τα δύο αυτά συνδέονται στη σωκρατική και πλατωνική σκέψη, όπως υποδηλώνει η σύνδεση λογικής ικανότητας και πειθαρχίας στο λογικό στην περίπτωση των φυλάκων της Πολιτείας.

Δεν είναι φυσικά τυχαίο ότι μετά τις επισημάνσεις αυτές του Σωκράτη σχετικά με τον «λόγο», ο ίδιος εισάγει μια εκτενή μυθοπλασία με κεντρικό θέμα την τύχη της ψυχής μετά τον θάνατο (Φαίδων 107c-114c).[64] Σε αυτήν διακρίνονται τέσσερα μέρη: στο πρώτο (107c-108c) συζητιέται η μεταθανάτια τύχη της ψυχής, η οποία μπορεί να πλανάται σε ποικίλους τόπους ανάλογα με την αρετή του βίου της, στο δεύτερο (108e- 111c) περιγράφεται η γη συνολικά, αφού στους τόπους της μπορεί να πλανάται η ψυχή, στο τρίτο (11 lc-113c) περιγράφονται τα έγκατα της γης και τα φαινόμενα που λαμβά­νουν χώρα εκεί, και τέλος στο τελευταίο μέρος (113d-114c) συσχετίζεται η γεωγραφία που προηγήθηκε με τη μεταθανάτια ζωή των ψυχών, οι οποίες κατατάσσονται ανάλογα με την ποιότητα του βίου τους στη γη.

Είναι φανερό ότι το πρώτο μέρος που στοχεύει να δείξει τη μεταθανάτια τύχη των ψυχών ανάλογα με το ποιόν τους είναι αυτό που δρομολογεί την εξέλιξη της μυθο­πλασίας. Είναι ενδεικτικό ότι ο Σωκράτης κλείνει τον κατάλογο των ψυχών με αυτές όσων επιδόθηκαν στη φιλοσοφία, οι οποίοι αποτελούν μέρος όσων έζησαν με δίκαιο τρόπο. Αυτοί, επισημαίνει ο Σωκράτης, ζούνε μεταθανάτια στους καλύτερους τόπους τον υπόλοιπο χρόνο. Ο Σωκράτης δεν μιλά για αυτούς με λεπτομέρειες, όπως για τις προηγούμενες κατηγορίες, αλλά καταλήγει επισημαίνοντας στον Σιμμία ότι ο βίος της αρετής και της γνώσης επιβραβεύεται με τον καλύτερο τρόπο (Φαίδων 114b-c).

Το ερώτημα που τίθεται για μας είναι ποια είναι η χρησιμότητα της εκτενούς αυτής μυθοπλασίας και γιατί προτιμάται από ένα επιχείρημα ανάλογο με αυτά που προηγήθηκαν σχετικά με την αθανασία της ψυχής. Τη βάση για μια απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο διάλογος στο τέλος της μυθοπλασίας. Μεταφράζω:

Το να υποστηρίζει κανείς ότι αυτά είναι όντως έτσι όπως τα παρουσίασα εγώ, δεν ενδείκνυται για νοήμονα άνθρωπο. Όμως ότι ή τα πράγματα είναι έτσι ή κά­πως έτσι σχετικά με τις ανθρώπινες ψυχές και τις μετοικήσεις τους, αφού βέβαια η ψυχή φαίνεται ότι είναι αθάνατη, αυτό πιστεύω ότι είναι μια άποψη που θα πρέπει και αξίζει να διακινδυνεύσει να νομίζει κανείς ότι είναι έτσι. Γιατί είναι καλός ένας τέτοιος κίνδυνος. Και πρέπει να χρησιμοποιούμε τέτοιο λόγο για να γοητεύουμε τους εαυτούς μας, για τον λόγο αυτό και τραβώ σε μάκρος αυτόν τον «μύθο». (Φαίδων 114dl-8)

Το παραπάνω χωρίο είναι αρκετά αποκαλυπτικό για τις αξιώσεις της μυθοπλασίας, τόσο καθ’ αυτής, όσο, και κυρίως, σε σύγκριση με το επιμύθιο στην επιχειρηματολογία για την αθανασία της ψυχής, που παρέθεσα πιο πάνω (σελ. 132-3).[65] Επισημαίνεται κατ’ αρχήν ότι η μυθοπλασία δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται κυριολεκτικά, όπως δηλαδή η λογική επιχειρηματολογία, γιατί δεν διακρίνεται από ακρίβεια και σαφήνεια, σε αντί­θεση με την επιχειρηματολογία που, όπως είδαμε, όχι μόνο διακρίνεται ακριβώς από αυτό το χαρακτηριστικό αλλά μπορεί να αποσαφηνιστεί περαιτέρω και να αναπτυχθεί με περισσότερη ακρίβεια. Η έλλειψη ακρίβειας στερεί στη μυθοπλασία τη δύναμη να επιβάλλει συγκεκριμένα συμπεράσματα. Ωστόσο και ο «μύθος», υποστηρίζει ο Σωκρά­της, μπορεί να οδηγήσει σε κάποια συμπεράσματα, τα οποία όμως δεν παρουσιάζονται, ακριβώς γιατί δεν έπονται από τη μυθοπλασία με αξιώσεις ανάλογες με αυτές του «λό­γου», αλλά θα πρέπει να τα ανασυγκροτήσει κανείς μόνος του. Και εδώ, επισημαίνεται, υπάρχει ένας κίνδυνος σφάλματος που φαίνεται να είναι διπλός. Ο πρώτος συνίσταται στη διακινδύνευση μιας προσωπικής ανασυγκρότησης της μυθοπλασίας, που μπορεί να είναι καλύτερη ή χειρότερη. Όμως ακόμα και η καλύτερη ανασυγκρότηση δεν έχει αξι­ώσεις βεβαιότητας αλλά μόνο πιθανότητας, οπότε ο δεύτερος κίνδυνος συνίσταται στην αναπόφευκτη αβεβαιότητα της ερμηνείας.

Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι γιατί η μυθοπλασία δεν καταλήγει σε ακριβή και βέβαια συμπεράσματα. Το σημαντικό στοιχείο που κομίζει το πιο πάνω χωρίο είναι ότι η έλλειψη ακρίβειας στη μυθοπλασία δεν είναι μόνο ένα χαρακτηριστικό που προσι­διάζει σε αυτή, αλλά ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό της για το οποίο και προκρίνεται η χρήση της. Που θα πει ότι η επιλογή της μυθοπλασίας επιβάλλεται από τη συνειδητοποίηση της αδυναμίας για ακρίβεια στο συγκεκριμένο θέμα που θίγεται, δηλαδή ο Πλάτωνας προσαρμόζει τον λόγο του στις δυνατότητες και στις αξιώσεις για γνώση που επιδέχεται το υπό συζήτηση θέμα. Αλλά τι είναι αυτό που στο συγκεκριμένο θέμα επιβάλλει την επιλογή της μυθοπλασίας;

Ας αρχίσουμε από τη διαπίστωση ότι το θέμα της μεταθανάτιας τύχης και κρίσης των ψυχών που είναι κεντρικό στη μυθοπλασία έχει κυρίως ηθική διάσταση. Ενδεικτικό της κατεύθυνσης αυτής είναι η παρατήρηση του Σωκράτη στην αρχή της μυθοπλασίας ότι, αν δεχτούμε ότι η ψυχή είναι αθάνατη, τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι χρειάζεται φροντίδα (ἐπιμελείας χρῆται) όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ενσώματης ζωής αλλά και αργότερα, επισημαίνει μάλιστα ότι ο κίνδυνος είναι μεγάλος αν την αμελήσει κανείς (107e 1-5). Το κρίσιμο στοιχείο για τη φροντίδα της ψυχής, επισημαίνει ο Σωκράτης, είναι η παιδεία και η ανατροφή της κατά την εγκόσμια ζωή (107d2-5), πράγμα που μας κάνει να υποπτευόμαστε ότι η μυθοπλασία έχει παιδευτικό στόχο. Είναι ωστόσο σαφές ότι δεν μπορεί να αποδείξει τίποτα σχετικά με την υποτιθέμενη πραγματικότητα της μεταθανάτιας ζωής. Εκτός από το μυθοπλαστικό πλαίσιο ο Πλάτωνας δίνει αρκετές ενδείξεις για το υποθετικό του λόγου του. Από την αρχή κιόλας γίνεται επίκληση σε λαϊκές παραδόσεις {λέγεται, 107d5) ενώ στην πορεία έχουμε αναφορές σε ποιητικά κεί­μενα.[66] Θα μπορούσε λοιπόν δικαιολογημένα να υποστηρίξει κανείς ότι η μυθοπλασία επιλέγεται στο συγκεκριμένο πλαίσιο επειδή κρίνεται αδύνατο να συσταθεί ελέγξιμη γνώση, μέσω επιχειρηματολογίας, για τα ζητήματα που θίγονται. Συνεπώς ένα κριτή­ριο που επιβάλλει την επιλογή της μυθοπλασίας είναι γνωσιοθεωρητικό.

Η λειτουργία ενός τέτοιου κριτηρίου είναι απόλυτα κατανοητή για έναν φιλόσοφο όπως ο Πλάτωνας που υιοθετεί σε μεγάλο βαθμό τη σωκρατική αντίληψη περί φιλοσο­φίας. Πιστεύω όμως ότι αυτό δεν είναι το κύριο κριτήριο με βάση το οποίο προκρίνεται η μυθοπλασία αλλά παρεπόμενό του. Κατά τη γνώμη μου, το κριτήριο που υπαγορεύει τη χρήση της μυθοπλασίας είναι ηθικό-παιδαγωγικό, το οποίο ήδη υπαινίχθηκα. Αυτό προδίδουν τα εξής: Πρώτον, ο δραματικός χρόνος του Φαίδωνα είναι λίγο πριν από τη θανάτωση του Σωκράτη, και η συζήτηση για την αθανασία της ψυχής είναι μέρος της προσπάθειας μιας φιλοσοφικής αντιμετώπισης του θανάτου. Το άλλο μέρος αυτής της προσπάθειας είναι να αντιμετωπιστεί ο θάνατος ως βιωματικό γεγονός. Στο σημείο αυτό επιστρατεύεται η μυθοπλασία. Ο λόγος για την επιλογή αυτή είναι κατά τη γνώ­μη μου ότι η μυθοπλασία κρίνεται καταλληλότερη από την επιχειρηματολογία για την αντιμετώπιση του φόβου του θανάτου. Αυτό είναι απόλυτα δικαιολογημένο. Ο φόβος εν γένει, όπως γνωρίζουμε, δεν καταπολεμείται πάντοτε με λογικά μέσα, αντίθετα συνήθως παραμένει αμείωτος παρά τις όποιες λογικές αποδείξεις. Συχνά μάλιστα η απόδειξη του παραλογισμού του κάνει το υποκείμενο να νιώθει ακόμα χειρότερα.

Το γεγονός ότι η μυθοπλασία στοχεύει στην καταπολέμηση του φόβου του θανάτου φανερώνεται από τα εξής: Πρώτον, ο Σωκράτης θέλει να συνδέσει την άρση του φόβου του θανάτου με τον βίο του φιλοσόφου, για τον οποίο είχε μιλήσει και νωρίτερα στον διάλογο,[67] και να τονίσει ότι μια καθαρή ψυχή όπως αυτή του φιλοσόφου έχει ακόμα λιγότερους λόγους να φοβάται τον θάνατο. Με τον τρόπο αυτό υποστηρίζεται η ιδέα ότι ο φιλόσοφος δεν έχει λόγους να φοβάται τον θάνατο, αφού ο μεταθανάτιος βίος του αναμένεται ανάλογος ή και καλύτερος από τον προηγούμενο. Ο Σωκράτης υποστηρίζει χαρακτηριστικά πως ο «μύθος» δείχνει ότι ο ενάρετος πρέπει να έχει θάρρος (114d8). Δεύτερον, η μυθοπλασία μας μεταφέρει σε μια άλλη πραγματικότητα την οποία ο ανα­γνώστης μπορεί να συσχετίσει με τη θεϊκή, καθώς νωρίτερα στον διάλογο δηλώνεται ότι η ψυχή χωρίς το σώμα έχει θεϊκή φύση (80bl, 81a4-5).[68] Η κατάταξη της ψυχής στον κόσμο των θεών ακυρώνει τον φόβο του θανάτου με δύο τρόπους: Πρώτον, δείχνεται ότι ο άνθρωπος είναι στην ουσία του ψυχή, οπότε ο χωρισμός από το σώμα είναι μάλλον ευκταίος. Δεύτερον, τονίζεται ότι η ουσία του ανθρώπου, ο αληθινός του εαυτός, έχει συγγένεια με τους θεούς και η ευδαιμονία του συνίσταται στην ομοίωσή του με αυτούς, την ευδαιμονία αυτή όμως υπονομεύει η ενσώματη ζωή.[69]

Αν είναι έτσι, τότε η μυθοπλασία υπαγορεύεται μεν από γνωσιοθεωρητικούς λόγους οι οποίοι έχουν να κάνουν με την αντιμετώπιση μιας ψυχολογικής κατάστασης, όπως εί­ναι ο φόβος του θανάτου που από τη μια αντιστέκεται στη λογική επιχειρηματολογία και από την άλλη έχει μεγάλη συνθετότητα για να συζητηθεί διαλεκτικά, υπηρετεί ωστόσο βασικά έναν ηθικό-παιδαγωγικό στόχο που είναι η ανάδειξη της αληθινής ευδαιμονίας, την οποία υπονομεύει όχι ο θάνατος αλλά ο φόβος του θανάτου. Αυτό συμβαίνει καθώς η μυθοπλασία στοχεύει από τη μια να στηρίξει την άποψη του διαλόγου, ότι η φύση του ανθρώπου είναι συγγενής με τη θεϊκή, και από την άλλη να αναδείξει τις ηθικές συνέπειες που ο ανθρώπινος βίος μπορεί να έχει στη μεταθανάτια κατάσταση της ψυχής.

Τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μυθοπλασία όχι μόνο υπαγορεύεται από φιλοσοφικά κριτήρια αλλά και υπηρετεί έναν φιλοσοφικό στόχο συμπληρωματικό σε αυτόν της κεντρικής επιχειρηματολογίας του διαλόγου που, όπως είπα, έχει σε μεγάλο βαθμό ηθικό χαρακτήρα.[70] Γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι βασικός προσανατολισμός του Πλάτωνα στον διάλογο αυτό είναι να δείξει ότι η φιλοσοφία όχι μόνο διδάσκει αλλά διδάσκει έτσι ώστε να συμβάλλει στην επίτευξη της ευδαιμονίας.

Τα συμπεράσματα αυτά σχετικά με τη χρήση της μυθοπλασίας ενισχύονται αν εξε­τάσουμε τους δύο άλλους «μύθους» με θέμα την κρίση της ψυχής, αυτόν του Ηρός στο τέλος της Πολιτείας και τον κεντρικό μύθο του Φαιδρού.

Ο «μύθος» του Ηρός έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την άποψη ότι αποτελεί την κατακλείδα ενός τόσο σημαντικού και εκτενούς πλατωνικού διαλόγου όπως η Πολιτεία στον οποίο κεντρικό θέμα είναι η δικαιοσύνη.[71] Στο 10ο βιβλίο όπου απαντά, ο Πλάτω­νας επανέρχεται στην κριτική της μίμησης γενικά και της μιμητικής ποίησης ειδικότερα που κρίνεται πιο επικίνδυνη από τις άλλες μιμητικές τέχνες, όπως η ζωγραφική, για λόγους όχι τόσο μεταφυσικούς αλλά ηθικούς (Πολιτεία 605a2-c3). Ωστόσο η ποίηση δεν απορρίπτεται συλλήβδην. Αντίθετα, υποστηρίζεται η δυνατότητά της να ωφελεί (605de). Η συζήτηση συνεχίζεται σχετικά με την ηθική ωφέλεια και ανταμοιβή, για τα οποία δεν έχει γίνει προηγουμένως επαρκής λόγος (608c). Τίθεται έτσι το θέμα του χρόνου στον οποίο οι ανταμοιβές αυτές μπορούν να λάβουν χώρα, και η πρόταση είναι ότι αυτό μπορεί να συμβεί τόσο στην επίγεια ζωή όσο και στην αιωνιότητα, αφού η ψυχή είναι αθάνατη (608d). Ακολουθεί επιχειρηματολογία υπέρ της αθανασίας της ψυχής, η οποία θέτει το ζήτημα της φύσης της ψυχής. Υποστηρίζεται ότι η ψυχή δεν είναι σύνθετη και ότι μπορεί να αντιληφθεί κανείς τη φύση της με καθαρότητα μόνο αν την εξετάσει σε διάκριση από το σώμα - αντίληψη που συναντήσαμε και στον Φαίδωνα. Μια τέτοια εξέταση, υποστηρίζεται, θα αποκαλύψει ότι η δικαιοσύνη είναι η άριστη κατάσταση για την ψυχή (611bc). Αυτό επιβεβαιώνεται, υποστηρίζει ο Σωκράτης, από το γεγονός ότι οι δίκαιοι τελικά δικαιώνονται τόσο στην επίγεια ζωή όσο και στη μεταθανάτια (613a- 614a). Στο σημείο αυτό ο Σωκράτης εισάγει τον «μύθο» του Ηρός. Τον συνοψίζω.

Ο Ηρ, γιος του Αρμενίου από το γένος των Παμφύλων, σκοτώνεται στον πόλεμο αλλά μετά από δώδεκα ημέρες επιστρέφει στη ζωή και διηγείται όσα είδε στον κόσμο των νεκρών. Υπήρχαν, διηγείται, τέσσερα χάσματα, δύο προς τον ουρανό και δύο προς τη γη, και οι ψυχές κρίνονταν από δικαστές. Οι δίκαιοι στέλνονταν πάνω δεξιά για να ανταμειφθούν, οι άδικοι πάνω αριστερά για να τιμωρηθούν, ενώ από τα άλλα δύο χάσματα επέστρεφαν οι ψυχές μετά την τιμωρία τους που κρατούσε χίλια χρόνια. Αφού επιστρέφουν οι ψυχές, εξιστορούν τις εμπειρίες τους για επτά ημέρες και την όγδοη ξε­κινούν μια πορεία με κατάληξη ένα φως που περνούσε ανάμεσα στον ουρανό και τη γη, το οποίο αποτελεί τον δεσμό ουρανού και γης και στις άκρες του οποίου είναι στερεωμέ­νο το αδράχτι της Ανάγκης. Γύρω από αυτό στέκονταν οι κόρες της Ανάγκης, οι τρεις μοίρες, η Λάχεσις, η Κλωθώ, και η Άτροπος. Η Λάχεσις αναγγέλλει στις ψυχές ότι μπορούν να επιστρέφουν στη θνητή ζωή και να επιλέξουν το είδος βίου που προτιμούν. Οι ψυχές επιλέγουν τον νέο τους βίο και επιστρέφουν στη γη για να αρχίσουν τη νέα τους ζωή, αφού πρώτα λησμονήσουν όσα είχαν ζήσει στον κόσμο των νεκρών πίνοντας από τον ποταμό της λήθης. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό ήταν φυσικά ο Ηρ, στον οποίο επιτράπηκε να παρατηρεί και να μεταφέρει όσα είδε στη γη. Η επιλογή του νέου βίου γίνεται με γνώμονα τον προηγούμενο, πράγμα που οδηγεί πολλές ψυχές σε εσφαλμένες επιλογές, όπως δείχνουν τα παραδείγματα πολλών μυθολογικών ηρώων. Χαρακτηρι­στική είναι η περίπτωση εκείνου που έζησε πρότερο δίκαιο βίο από συνήθεια και όχι από φιλοσοφική γνώση, ο οποίος τώρα επιλέγει τον τυραννικό βίο (619cd).

Η συζήτηση σχετικά με την αποτίμηση του «μύθου» του Ηρός επιβεβαιώνει, με τη μεγάλη διάσταση των ερμηνευτικών απόψεων που διατυπώνονται, ότι η μυθοπλασία είναι εγγενώς ανοιχτή σε προσωπική ανασυγκρότηση από τον αναγνώστη. Από τη μια υπάρχουν ερμηνευτές που θεωρούν τη συγκεκριμένη μυθοπλασία άκομψη και ανώφελη φιλοσοφικά, με το αιτιολογικό είτε ότι δεν συνδέεται δόκιμα με την επιχειρηματολογία της Πολιτείας είτε ότι δεν προσθέτει τίποτα σε αυτή. Από την άλλη υπάρχουν ερμηνευ­τικές προτάσεις που αναγνωρίζουν ιδιαίτερη αξία στον «μύθο».[72]

Το πρώτο πράγμα που είναι σαφές στον «μύθο», και κατά τη γνώμη μου κλειδί για την ερμηνεία του, είναι η σύνδεση της κοσμικής τάξης και της ηθικής, η οποία λείπει από τους ανάλογους «μύθους» του Γοργία και του Φαίδωνα. Η κρίση των ψυχών μετά θάνατο (614b-616b) και η επιλογή του μελλοντικού βίου (617d-621b) διαμεσολαβείται από την περιγραφή του κοσμικού αδραχτιού της Ανάγκης, στην οποία γίνεται σαφής αναφορά στους πλανήτες και τις κινήσεις τους (616b-617d). Το ερώτημα είναι πώς ακριβώς σχετίζεται η περιγραφή του πλανητικού αυτού συστήματος, με τα πολλά και λεπτομερή αστρονομικά στοιχεία, με την κρίση των ψυχών και την επιλογή μελλο­ντικού βίου. Το ερώτημα γίνεται οξύτερο αν θυμηθούμε την επισήμανση του Σωκράτη στο 7ο βιβλίο της Πολιτείας ότι η καλλιέργεια της αληθινής αστρονομίας απευθύνεται στο λογικό μέρος της ψυχής (530b7-9) και χρησιμεύει στην αναζήτηση του αγαθού (531c6-7).[73]

Αυτό που αναδεικνύει η αστρονομική θεωρία είναι η ύπαρξη μιας κρυφής αρμονίας που διέπει το σύμπαν.[74] Οι πλανήτες παρουσιάζονται να κινούνται με αρμονία που μάλι­στα δεν είναι κατανοητή από τις ψυχές.[75] Αν είναι έτσι, τότε διαφαίνεται μια σχέση της εν λόγω μυθοπλασίας με τα προηγούμενα βιβλία της Πολιτείας στα οποία η δικαιοσύνη παρουσιάστηκε ως η αρμονία των μερών της ψυχής. Η ανθρώπινη ψυχή σχετίζεται τώρα όχι μόνο με την πόλη, όπως γίνεται στα βιβλία 1-9 της Πολιτείας, αλλά και με το σύ­μπαν, και με τον τρόπο αυτό προοιωνίζεται τον Τίμαιο όπως και το 10ο βιβλίο των Νό­μων. Μια τέτοια οπτική διαμορφώνει μια νέα πρόταση ηθικής και ταυτόχρονα αντιβαίνει σε μία άλλη. Το κοσμικό πλαίσιο αναφοράς αντιβαίνει σε μια συνεπειοκρατική ηθική ερ­μηνεία της κρίσης των ψυχών, στην οποία μας προσανατολίζουν οι σχετικές μυθοπλασίες του Γοργία και του Φαίδωνα. Ενώ και στους δύο αυτούς διαλόγους τονίζεται η σημασία της φιλοσοφίας και της παιδείας στην τελική κρίση των ψυχών και στην ευδαιμονία, στην Πολιτεία η κρίση δεν είναι τελική, όπως δεν είναι τελική και η επιλογή του μελλοντικού βίου.[76] Οι ψυχές συνεχίζουν να ζουν διδασκόμενες από τις προηγούμενες εμπειρίες τους, χωρίς όμως να δίνεται μια τελική ετυμηγορία. Διαγράφεται έτσι μια ηθική σύμφωνα με την οποία οι ψυχές επιλέγουν το δίκαιο για χάρη της αρετής με δεδομένες τις συνέπειές της αλλά όχι για τις συνέπειές της, όπως είναι μια μεταθανάτια ανταμοιβή. Ακόμα ση­μαντικότερο είναι το γεγονός ότι η συζήτηση για την ατομική ηθική, και κατά συνέπεια και την ελεύθερη επιλογή ατομικού βίου, ενδιαφέρει μόνο στο μέτρο που σχετίζεται με την κοσμική τάξη, την κοσμική δικαιοσύνη, η οποία αντικατοπτρίζεται στην πλανητική αρμονία, και όχι αυτή καθ’ αυτή. Είναι αυτή η κοσμική αρμονία και αρετή που οι ψυχές θα πρέπει να γνωρίσουν και να αποφασίσουν ελεύθερα να μιμηθούν για να ευδαιμονή­σουν. Αυτό τονίζεται στην καταληκτική παράγραφο του «μύθου».

Και έτσι, Γλαύκων, ο «μύθος» σώθηκε και δεν πήγε χαμένος. Μπορεί και εμάς να σώσει αν δώσουμε πίστη σε αυτόν. Και τότε θα περάσουμε ανώδυνα τον ποτα­μό της λήθης και δεν θα μολύνουμε την ψυχή μας. Αν δώσουμε πίστη στη γνώμη μου και πιστέψουμε ότι η ψυχή είναι αθάνατη και ικανή να υποφέρει όλα τα κακά και όλα τα αγαθά, τότε θα επιμένουμε να επιλέγουμε την οδό που οδηγεί προς τα πάνω και θα φροντίζουμε να ακολουθούμε τις επιταγές της δικαιοσύνης με γνώ­μονα τη γνώση. Σκοπός μας έτσι θα είναι να ζούμε σε αρμονία με τον εαυτό μας και με τους θεούς και όταν μένουμε στον εδώ κόσμο και όταν παίρνουμε τα έπα­θλα για τη δικαιοσύνη όπως οι νικητές των αγώνων, και έτσι και στην παρούσα ζωή και στη χιλιετή πορεία που περιγράψαμε να ευτυχούμε. (Πολιτεία 621 bd)

Εκτός από την έμφαση στην κοσμική διάσταση της ηθικής σε αντίθεση με μία ατομική ηθική που απαντά στον Γοργία και στον Φαίδωνα, ο πιο πάνω επίλογος είναι διαφωτιστικός και για τους λόγους για τους οποίους προκρίνεται η μυθοπλασία στο τέλος της Πολιτείας. Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι ο «μύθος» έχει αξία αν του δώσουμε πίστη, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούμε και να μην τον πιστέψουμε. Που σημαίνει ότι ο «μύ­θος» δεν επιβάλλει μία αλήθεια με τον τρόπο που το κάνει η επιχειρηματολογία αλλά είναι, όπως υποστήριξα, ανοιχτός σε ερμηνεία. Το σημαντικό όμως εδώ είναι να δούμε γιατί θα πρέπει να προκριθεί στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα του τέλους της Πολιτείας ένα τέτοιο είδος λόγου που είναι εγγενώς ανοιχτό σε ερμηνεία.

Το κλειδί για την απάντηση έχει να κάνει με ένα καίριο στοιχείο στο υπό συζήτη­ση θέμα που είναι η ελεύθερη επιλογή του βίου από τις ψυχές. Μια επιλογή δεν είναι πραγματικά ελεύθερη αν δεν μπορούμε παρά να υιοθετήσουμε μία και μόνο άποψη. Κάτι τέτοιο θα ήταν όμως ανόητο για το υπό συζήτηση ζήτημα. Γιατί αν αναγκαστούμε να ασπαστούμε μία υποτιθέμενα ορθή άποψη, αυτή δεν έχει τελικά αξία όταν πρόκειται για το ερώτημα πώς πράττουμε σε σχέση με τους άλλους, για του λόγο ότι δεν πρόκειται να ευτυχήσουμε αν αναγκαστούμε να την δεχθούμε ως ορθή. Τέτοια είναι η περίπτωση του εγκρατούς στα Ηθικά Νικομάχεια. Ο εγκρατής δεν είναι ευδαίμων, ακριβώς γιατί ενεργεί μεν σύμφωνα με τον λόγο, έχει όμως την επιθυμία και έτσι την τάση να πράξει αντίθετα με τις επιταγές του λόγου (πρβλ. Η.Ν. 1146a9-15). Με την έννοια αυτή ο εγκρατής δεν ευδαιμονεί, ακριβώς επειδή αναγκάζεται να συμμορφωθεί με τον λόγο παρά την επιθυμία του. Τον κίνδυνο αυτόν φαίνεται να υπογραμμίζει το παράδειγμα της ψυχής εκείνου που μετά από έναν ενάρετο εγκόσμιο βίο επιλέγει τον τυραννικό. Προ­φανώς πρόκειται για κάποιον που ακολούθησε τον λόγο χωρίς όμως τελικά να ευδαιμο­νήσει ακολουθώντας τον - η νέα επιλογή βίου δείχνει ακριβώς το αντίθετο. Κάτι τέτοιο απέχει πολύ από το να αποτελεί ιδανικό για κάθε αρχαία ηθική θεωρία και ιδιαίτερα για αυτήν που σκιαγραφείται στην πλατωνική Πολιτεία.

Αν η ελευθερία στην επιλογή του βίου είναι κεντρικός άξονας της μυθοπλασίας, τότε η επιλογή μιας μορφής λόγου που είναι ανοιχτή σε ερμηνεία είναι αναγκαία συνέπειά της. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι η μυθοπλασία επιδέχεται οποιαδήποτε ερμηνεία. Το αντίθετο συμβαίνει. Ο Σωκράτης ρητά τονίζει στο χωρίο που παρέθεσα πιο πάνω (·Πολιτεία 621 bd) ότι χρειάζεται γνώση για να ερμηνευτεί, όπως χρειάζεται γνώση για να επιλέξει κανείς ελεύθερα είδος βίου. Η γνώση αυτή ακυρώνεται αν δεν ενέχει τη βούληση για το αγαθό, που θα πει ότι η γνώση του τι είναι αγαθό είναι αυτομάτως γνώση ικανή για την επιλογή του αγαθού, δηλαδή θεωρητική και πρακτική συγχρόνως. Ο φορέας τέτοιας γνώσης επιλέγει ελεύθερα το αγαθό, γιατί αναγνωρίζει σε αυτό την πηγή της ευδαιμονίας του. Με την έννοια αυτή η μυθοπλασία δεν είναι μόνο μορφή λό­γου σύμμετρη προς την ελεύθερη επιλογή βίου, αλλά επίσης ένας λόγος που ελέγχει τη γνώση η οποία απαιτείται για την ευδαιμονία.

Συνεπώς και στην περίπτωση του «μύθου» του Ηρός η χρήση της μυθοπλασίας όχι μόνο υπαγορεύεται σαφώς από φιλοσοφικούς λόγους, αλλά, όπως και στην περίπτωση του Φαίδωνα, οι λόγοι αυτοί είναι πρωτίστως ηθικού χαρακτήρα και δευτερευόντως γνωσιοθεωρητικού - αν και μια τέτοια διάκριση στον Πλάτωνα είναι παρακινδυνευμένη. Και στην περίπτωση του «μύθου» του Ηρός είναι εύλογο να ισχυριστεί κανείς ότι η περι­γραφή της κοσμικής τάξης δεν μπορεί να γίνει με διαλεκτική επιχειρηματολογία, γιατί είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να συγκροτηθεί ελέγξιμη συνολική εξήγηση για κάτι τέτοιο, οπότε απομένει ως επιλογή ένας εικοτολογικός, πιθανολογικός λόγος. Ωστόσο οι γνωσιοθεωρητικοί περιορισμοί υπηρετούν μια ορισμένη αντίληψη ηθικής που διέπει ολόκληρη την Πολιτεία, την οποία θα χαρακτήριζα αντισυνεπειοκρατική. Ενώ ο κορμός της Πολιτείας θεμελιώνει την αντίληψη αυτή στο πλαίσιο τη πόλης, στο τελευταίο βιβλίο θεμελιώνεται και σε κοσμικό πλαίσιο. Στη θεμελίωση αυτή επιστρατεύεται η μυθοπλασία του Ηρός. Αλλά η μυθοπλασία λειτουργεί θεμελιωτικά μόνο σε όσους έχουν κατανοήσει την ηθική αντίληψη που διέπει την Πολιτεία, και με αυτή την έννοια επιτελεί έναν ελε­γκτικό ρόλο της υποστηριζόμενης ηθικής αντίληψης στο συγκεκριμένο πλατωνικό έργο.

Ανάλογη είναι και χρήση του επιτηδευμένου «μύθου» του Φαιδρού για την ψυχή. Και στον Φαίδρο η μυθοπλασία διέπεται από μια κοσμική διάσταση με ηθικό και παι­δαγωγικό χαρακτήρα και επιλέγεται συνειδητά, θα υποστηρίξω, ως είδος λόγου που είναι ανοιχτό σε ερμηνεία. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα.

Στον Φαίδρο κεντρικό υπό συζήτηση θέμα είναι η φύση της ρητορικής, και η άποψη που διατυπώνει ο Σωκράτης είναι ότι για να πείσει κανείς θα πρέπει να γνωρίζει τη φύση της ψυχής. Ενδεικτικό χαρακτηριστικό της φύσης της ψυχής είναι ο έρωτας, τον οποίο αρχικά ο Σωκράτης επικρίνει ως μανία, στη συνέχεια όμως αναδιπλώνεται για να διαφοροποιήσει τον έρωτα από τη σωματική επιθυμία. Αναγνωρίζει τώρα ο Σω­κράτης την ύπαρξη και αγαθών μορφών μανίας, όπως της προφητείας, της κάθαρσης, της μύησης, της ποίησης, στις οποίες συγκαταλέγει και τον έρωτα επειδή έχει ουράνια προέλευση - μια πρώτη ένδειξη για την κοσμική διάσταση του λόγου που έπεται. Για να αποδείξει τη θέση αυτή, ο Σωκράτης θα περιγράψει τη φύση, τα πάθη, και τις ενέργειες της ψυχής (Φαῖδρος 245bc), αφού πρώτα δώσει μια σύντομη απόδειξη της αθανασίας της ψυχής με κύριο επιχείρημα ότι η ψυχή είναι αρχή κινήσεως, δηλαδή μεταβολών, και ως τέτοια δεν επιδέχεται θάνατο (245c-246a). Πριν αρχίσει τον λόγο σχετικά με τη φύση της ψυχής, ο Σωκράτης διατυπώνει μια επιφύλαξη. Η περιγραφή της ουσίας της ψυχής (οἵον ἐστι) θα απαιτούσε μια θεϊκή και μακρά διήγηση, ενώ η περιγραφή του πώς μοιάζει η ψυχή (ᾦ ἔοικεν) μπορεί να δοθεί με έναν πιο ανθρώπινο και συντομότερο λόγο (246a4-6).[77] Ακολουθεί μια επιτηδευμένη μυθοπλασία που θέμα της έχει να περιγράψει την ψυχή και τον τρόπο με τον οποίο εισέρχεται στο σώμα.

Η ψυχή παραβάλλεται με την εικόνα ενός φτερωτού άρματος που σέρνουν δύο άλογα. Ενώ στην περίπτωση των θεών τόσο τα άλογα όσο και ο ηνίοχος είναι αγαθά, στην περί­πτωση της ανθρώπινης ψυχής διακρίνεται ένα αγαθό και ευγενικό άλογο και ένα ατίθα­σο και κακό, με τον ηνίοχό του να δυσκολεύεται να το χαλιναγωγήσει ώστε να οδηγήσει το άρμα (246ab). Το έμψυχο σώμα είναι αποτέλεσμα της εγκατάστασης της αθάνατης ψυχής στο θνητό σώμα. Η ψυχή, μαθαίνουμε, έχει φτερά και όταν είναι τέλεια ταξιδεύει πάνω από τη γη (μετεωροπορεῖ), όταν όμως χάσει τα φτερά της (πτερορρυήσασα) περι­φέρεται μέχρι να στηριχθεί από κάτι σταθερό, ένα γήινο σώμα, στο οποίο κατοικεί και το οποίο κινεί με τη δύναμή της, και το σύνολο αυτό ονομάζεται «ζώον».[78] Η αιτία για την οποία η ψυχή χάνει τα φτερά της συζητείται στη συνέχεια της μυθοπλασίας (246d6).

Μια και η ψυχή έχει θεϊκή φύση, τρέφεται και αυξάνεται από τα αγαθά που προέρ­χονται από τους θεούς, όπως είναι η ομορφιά, η σοφία, το αγαθό, και αφανίζεται από τα αντίθετα τους (246d6-el). Όμως ο κακός ίππος ρέπει προς τη γη, πράγμα που καταπονεί την ψυχή (247b3-6). Στη συνεχεία μαθαίνουμε ότι η ψυχή τρέφεται με τη θέαση των αληθών (247d3-4), που φαίνονται ότι ταυτίζονται με τα όντως όντα, τις ιδέες (247e2-3). Όσο η ψυχή μπορεί να θεωρεί τα αληθή όντα παραμένει αβλαβής και ζει μια ζωή εφάμιλλη των θεών, όταν όμως αυτό πάψει να συμβαίνει ή όταν γεμίσει από κακία και λησμονιά τότε πέφτει στη γη (248bc). Στο σημείο αυτό ο Σωκράτης επικαλείται τον κοσμικό νόμο της Αδράστειας (248c2), ανάλογο με αυτόν της Ανάγκης στην Πολιτεία 10, σύμφωνα με τον οποίο οι ψυχές κατατάσσονται σε εννέα βαθμίδες ανάλογα με το βαθμό θέασης των ιδεών, με πρώτη αυτή του φιλοσόφου και τελευταία αυτή του τυράννου (248ce). Οι ψυχές υπόκεινται σε κρίση που περιγράφεται με λεπτομέρεια (248e-249b) Οι ψυχές αποκτούν φτερά και επιστρέφουν στον τόπο προέλευσής τους μετά από 10.000 χρονιά με εξαίρεση τις ψυχές των φιλοσόφων που αποκτούν φτερά μετά από 3.000 χρονιά. Οι ψυχές όσων δεν είναι φιλόσοφοι δικάζονται μετά το τέλος της πρώτης τους ζωής, αλλά μετά από χίλια χρόνια όλες οι ψυχές επιλέγουν μια δεύτερη ζωή (249bl-3). Μόνο η ψυχή του φιλοσόφου αποκτά πάλι φτερά, καθώς θυμάται τα αληθινά όντα που ήταν αντικείμενα της αρχικής θέασης της ψυχής, και έτσι ο φιλόσοφος μπορεί και απο­στασιοποιείται από τις ανθρώπινες ασχολίες και προσεγγίζει τον θεό (249cd), πράγμα που προφανώς σημαίνει ότι διάγει έναν θεωρητικό βίο, δηλαδή ένα βίο αφιερωμένο στη γνώση και την αρετή, αφού τα αληθινά όντα, οι ιδέες, περιλαμβάνουν ηθικές έννοιες.

Η ψυχή ανακτά τα φτερά της όταν έρχεται αντιμέτωπη με το κάλλος που της θυμί­ζει την αλήθεια της αρχικής, υπερβατικής, θέασης, κάτι που οδηγεί την ψυχή στη μανία του έρωτα (249d-250c). Ο ατίθασος ίππος έλκεται από το κάλλος και επιδιώκει την ηδονή (250e), κάτι που σημαίνει ότι αντιστοιχεί στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής όπως περιγράφηκε στην Πολιτεία (439d), ενώ ο αγαθός ίππος, το λογικό μέρος της ψυχής, έλκεται επειδή ανακαλεί την ιδέα του κάλλους που έχει θεαθεί και την οποία το όμορφο πρόσωπό μιμείται (Φαιδρός 251ab). Χάρη στον έρωτα η ψυχή αναφύει τα φτερά της και πάλι (251 bd). Το ζήτημα όμως είναι η διαχείριση του έρωτα. Ενώ ο μεν αγαθός ίππος υποτάσσεται στον ηνίοχο, ο κακός και ατίθασος φέρεται βίαια επιδιώκοντας την ηδονή (254ac). Ο ηνίοχος καταφέρνει να δαμάσει με πολύ κόπο τον ατίθασο ίππο ώστε να μπορεί να αντικρίσει την ψυχή του ερώμενου με αιδώ και φόβο (254e). Στον έρωτα που γεννιέται μετέχει της απόλαυσης και ο ατίθασος, κακός ίππος (255e-256a), το επιθυμητικό μέρος της ψυχής, όμως είναι η υπεροχή του λογικού μέρους που οδηγεί μέσω της αρετής και της φιλοσοφίας σε έναν ευδαίμονα βίο.

Αυτό που χρήζει προσοχής εδώ είναι ότι το μη λογικό μέρος της ψυχής δεν απαξιώ­νεται, παρά τα προβλήματα που δημιουργεί στην πορεία για ευδαιμονία. Αντίθετα από τον Φαίδωνα όπου η ψυχή χαρακτηρίζεται «ασύνθετη» (78c) αλλά και το 10ο βιβλίο της Πολιτείας, στον Φαίδρο η ψυχή περιλαμβάνει ουσιωδώς λογικό και άλογο μέρος. Λέω αλλού στο πλατωνικό έργο. Για μια ανάλυση της εικόνας αυτής βλ. Pender, Images of Persons Unseen, ό.π., 155-157.«ουσιωδώς», γιατί το άλογο μέρος εδώ δεν είναι μια επίκτητη παρέκκλιση αλλά υπάρχει στην ψυχή πριν την κάθοδό της στο σώμα, δηλαδή ήδη στην υπερβατική της ζωή. Όλες οι ψυχές, ακόμα και αυτές των αθάνατων θεών, εμφανίζονται να είναι σύνθετες από τρία μέρη, με τη διαφορά ότι στους θεούς όλα τα μέρη της ψυχής είναι αγαθά (246a7-9).[79] Προφανώς η ιδέα που εισηγείται η μυθοπλασία είναι ότι όλη η ψυχή είναι αθάνατη, και όχι μόνο το λογικό της μέρος, ο νους, όπως εννοούμε στον Φαίδωνα,[80] την Πολιτεία (611be), αλλά και τον Τίμαιο (41c, 69c-72d).[81] Η συνέπεια αυτής της ιδέας είναι ότι η ευδαιμονία επιτυγχάνεται όχι με τη μονοκρατορία του λόγου, αλλά με την αρμονία του λογικού και άλογου μέρους της ψυχής. Η αρμονία βέβαια συνίσταται στην επικράτηση του λογικού μέρους, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι το άλογο μέρος έχει αξία μόνο ως υπηρέτης του λογικού. Κάθε άλλο. Στην περίπτωση των θεών το άλογο μέρος επιμελεί­ται του υλικού κόσμου (246e), ενώ το άλογο μέρος των ανθρώπινων ψυχών φροντίζει την ικανοποίηση των αλόγων επιθυμιών του ανθρώπου και, όπως είδαμε, συμμετέχει στον έρωτα και στον ευδαίμονα βίο που απορρέει από την καλή διαχείρισή του.[82]

Η ερμηνευτική πρόκληση εδώ είναι μεγαλύτερη γιατί έχουμε να κάνουμε με μια ιδιαίτερα επιτηδευμένη και σύνθετη μυθοπλασία που θίγει πολλά ζητήματα. Η πρόκλη­ση είναι η εξής; Συνειδητοποιούμε στον συγκεκριμένο διάλογο πως ο Πλάτωνας μέσα από τις μυθοπλασίες πραγματεύεται θέματα που για εμάς σήμερα ανήκουν σε διαφο­ρετικά φιλοσοφικά πεδία. Ακόμα και αν δεχθούμε ότι για τον Πλάτωνα κάτι τέτοιο είναι φυσικό για τους λόγους που ανέφερα στην αρχή της ενότητας III, ωστόσο ο ίδιος φαίνεται να έχει συνείδηση της συνθετότητας της συζήτησης. Η κοσμική διάσταση που εισάγεται στον Φαῖδρο, όπως και στο τέλος της Πολιτείας, υπογραμμίζει αυτή τη συνθετότητα. Θα έλεγα μάλιστα ότι η κοσμική αυτή διάσταση στον Φαιδρό υπογραμμίζει μια μεγαλύτερη συνθετότητα του φιλοσοφικού αντικειμένου από αυτή της Πολιτείας, αφού η κοσμική τάξη λειτουργεί στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερης οπτικής στη συζήτηση των ηθικών κρίσεων. Στον Φαιδρό η συζήτηση είναι για τη φύση της ψυχής του παντός ή κάθε ψυχής, ανάλογα πώς θα ερμηνεύσουμε το «ψυχή πάσα αθάνατος» (245c5),[83] η οποία κινεί τα πάντα και είναι υπεύθυνη για τη γένεση των πάντων. Τίθεται έτσι εκ προοιμίου μια κοσμική διάσταση στη συζήτηση, ενδεικτική ότι ο λόγος που θα ακολου­θήσει θα αφορά και τα άλλα όντα, συμπεριλαμβανομένων και των ψυχών των θεών, κάτι που προϋποθέτει κατανόηση του σύμπαντος συνολικά (270cd). Το γεγονός αυτό καθιστά σχεδόν αδύνατη τη διαλεκτική πραγμάτευση όλων αυτών των ζητημάτων μαζί, που από μόνα τους είναι εξαιρετικά περίπλοκα.[84] Το ζήτημα όμως που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι γιατί συντηρείται μια τέτοια συνθετότητα που επιτάσσει συγκε­κριμένου τύπου πραγμάτευση.

Γνώμη μου είναι ότι ο Πλάτωνας δεν καθοδηγείται απλά από τη συνθετότητα του αντικειμένου σχετικά με την ψυχή, αλλά τη συντηρεί και τη συνεχίζει συνειδητά για συγκεκριμένους λόγους. Σημαντικός ανάμεσά τους είναι η πεποίθησή του ότι η ηθική δεν μπορεί να εξετάζεται χωριστά από μια μεταφυσική, θα λέγαμε σήμερα, προοπτική. Θυμίζω ότι στην Πολιτεία η συζήτηση για τη δικαιοσύνη οδηγεί στην αναζήτηση της δομής της πραγματικότητας, την οποία θα πρέπει να γνωρίζουν οι φιλόσοφοι-βασιλείς, γιατί μόνο σε αυτή τη βάση συστήνεται η αντικειμενικότητα των ηθικών αξιών, την οποία φαίνεται να υποστηρίζει ο Πλάτωνας. Η συνθετότητα στις σχετικές συζητήσεις του Πλάτωνα προκύπτει από το γεγονός ότι δεν κρίνει δόκιμο να διακρίνει μια τέτοια μεταφυσική ή κοσμική προοπτική από μια ατομική οπτική, η οποία φιλοδοξεί να δι­καιώσει όλα τα ατομικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης. Αυτό είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στον Φαῖδρο. Ας εξηγήσω με ποιον τρόπο.

Ο αναγνώστης του διαλόγου οδηγείται σε μια προσωπική ερμηνεία η οποία δεν αφορά μόνο τη φύση της ψυχής γενικά, αλλά με βάση αυτή καλείται να στοχαστεί την ατομική του ψυχή, τον δικό του βίο συνολικά, σε σχέση με τους θεούς και το σύμπαν. Ο προσωπικός αυτός στοχασμός προκαλείται στη μυθοπλασία του Φαίδρου ακριβώς επειδή στον διάλογο αναγνωρίζεται ο ρόλος που παίζει το άλογο στοιχείο της ψυχής στην ευδαιμονία. Η ομοιότητα του ανθρώπου με τους θεούς συνίσταται όχι μόνο στην κοινή λογικότητα, όπως στον Φαίδωνα, αλλά και στην κοινή άλογη πλευρά, και η διαφορά τους έγκειται στο ότι η ανθρώπινη άλογη πλευρά δεν είναι αγαθή. Πράγμα που σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν είναι φύσει αγαθός αλλά πρέπει να το προσπαθήσει, που σημαίνει πρώτα να στοχαστεί πάνω σε αυτό. Αναγνωρίζεται έτσι η ανθρώπινη υποκειμενικότητα η οποία διαμορφώνεται σημαντικά από την άλογη πλευρά, και η δυσκολία είναι ότι σε αυτή δεν μπορεί να απευθύνεται κανείς μόνο με διαλεκτική ή αποδεικτική επιχειρηματολογία. Θα πρέπει να υπάρχει λοιπόν ένας λόγος σύμμετρος προς την άλογη ανθρώπινη πλευρά. Η μυθοπλασία κρίνεται ότι είναι λόγος κατάλληλος για να απευθυνθεί στην υποκειμενικότητα με την έννοια ότι έχει σύμμετρες με αυτή γνωσιοθεωρητικές και ηθικές αξιώσεις και επιδιώξεις.

Πιο συγκεκριμένα, η μυθοπλασία δεν έχει μεν αξιώσεις βέβαιης γνώσης, ούτε καν αληθούς γνώμης, είναι όμως εναρκτική της διαδικασίας αναζήτησης γνώσης, η οποία είναι απαραίτητη, όπως γίνεται σαφές στον Μένωνα για παράδειγμα, προκειμένου να επι­τευχθεί γνώση. Η σχέση του Φαίδρου και ιδιαίτερα της υπό συζήτηση μυθοπλασίας με τη θεωρία περί ανάμνησης του Μένωνα είναι στενή, καθώς σε όλη τη διάρκεια της μυθοπλα­σίας γίνεται αναφορά στη δυνατότητα που έχει το λογικό να ανακαλεί τα αληθή όντα.[85] Επί πλέον, ειδικά στην περίπτωση της γνώσης της αρετής που απαιτεί η ευδαιμονία, η επιδίωξη της γνώμης «δόξα», μαθαίνουμε στον Μένωνα, έχει ιδιαίτερη σημασία, επειδή η ηθική γνώση για τον Πλάτωνα είναι, όπως είπα, θεωρητική και πρακτική, και με αυτή την έννοια η γνώμη σχετικά με το τι είναι αγαθό αυτομάτως σημαίνει και προσανατολισμό προς την απόκτηση της γνώσης του αγαθού. Κάτι τέτοιο από πρακτική άποψη είναι σπου­δαίο, γιατί η επιδίωξη της γνώσης του αγαθού σηματοδοτεί την αναζήτηση της πραγμα­τικής ευδαιμονίας, και μια τέτοια αναζήτηση συνιστά μερική επίτευξη της ευδαιμονίας.[86]

Αλλά αυτό ισχύει και αντίστροφα. Η γνώση σχετικά με το τι είναι ευδαιμονία και ποιες είναι οι προϋποθέσεις της ελέγχεται μέσω της μυθοπλασίας με τρόπο που δεν μπορεί να κάνει ο διαλεκτικός λόγος. Στη μυθοπλασία καλούμαστε να διακρίνουμε τι είναι διήγηση και τι αφηρημένη έννοια, να διακρίνουμε δηλαδή τι είναι καθολικό και τι ειδικό/διηγηματικό. Μέσα από αυτή τη διαδικασία καλούμαστε να ανασυγκροτήσουμε προσωπικά έναν φιλοσοφικό λόγο παραμερίζοντας το ειδικό/διηγηματικό στοιχείο του «μύθου».[87] Κάτι τέτοιο είναι ουσιαστικό για τον φιλόσοφο, γιατί με τον τρόπο αυτό κρίνεται όχι μόνο η ορθοκρισία και η λογική του ικανότητα αλλά και ο προσανατολισμός του αλόγου στοιχείου του, της υποκειμενικής του διάστασης, της οποίας την αξία στην ευδαιμονία αναδεικνύει ο Φαιδρός. Αν είναι έτσι, τότε η μυθοπλασία είναι ένας λόγος με σαφή ηθικό στόχο, να ελέγξει δηλαδή τη γνώση μας, η οποία είναι για τον Πλάτωνα θεωρητική και πρακτική, σχετικά με την επίτευξη του αγαθού και της ευδαιμονίας. Με αυτή την έννοια η μυθοπλασία δεν είναι υποτελής, ούτε καν απλά επικουρική της διαλεκτικής, αλλά ελεγκτική και συμπληρωματική της.

IV. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Ο ρόλος της μυθοπλασίας και η σχέση της με τον «λόγο» δεν εξαντλείται φυσικά από την παραπάνω συζήτηση. Το θέμα είναι πολύ σύνθετο για να περιοριστεί στην πραγμάτευση μερικών σελίδων. Δεν διατείνομαι καν ότι τα συμπεράσματά μου ισχύουν συνολικά για τη μυθοπλασία. Δεν αμφιβάλλω για παράδειγμα ότι η μυθοπλασία μπορεί ενίοτε να υπηρετεί και «λογοτεχνικές» λειτουργίες, όπως για παράδειγμα να ξεκουρά­σει τον αναγνώστη από τη διαλεκτική και να τον ψυχαγωγήσει.[88] Υποστηρίζω ωστόσο ότι μία κύρια λειτουργία της είναι να υπηρετήσει το διαλεκτικό εγχείρημα.

Τα συμπεράσματα μου είναι τα εξής: Η μυθοπλασία δεν είναι μόνο μέσο έκφρασης η εκπλήρωσής φιλοσοφικών στόχων, αλλά υπαγορεύεται άμεσα από αυτούς και είναι λόγος σύμμετρος σε αυτούς. Με την έννοια αυτή η μυθοπλασία υπηρετεί τη φιλοσοφική άποψη που ξεδιπλώνεται στον διάλογο. Όμως κάθε τέτοια άποψη υπηρετεί την ιδιαίτερη αντίληψη του Πλάτωνα για τη φιλοσοφία, σύμφωνα με την οποία αυτή είναι δημόσιος λόγος που επιδιώκει τον έλεγχο των απόψεων των συνομιλητών με στόχο να αναζητηθεί βέβαιη γνώση, η οποία πιστεύεται ότι συμβάλλει στην απόκτηση της ευδαιμονίας. Ένας λόγος για τον οποίο προκρίνεται η μυθοπλασία, υποστήριξα, είναι επειδή η φιλοσοφία του Πλάτωνα έχει εγγενώς ηθικό στόχο, τη συμβολή στην επίτευξη της ευδαιμονίας. Καθώς όμως για τον Πλάτωνα η ηθική δεν είναι ένα περιχαρακωμένο φιλοσοφικό πεδίο αλλά η κατάληξη κάθε φιλοσοφικού στοχασμού, το αντικείμενο του φιλοσοφικού στοχα­σμού διέπεται από ιδιαίτερα μεγάλη συνθετότητα, η οποία και υπαγορεύει λόγο τέτοιο που να μπορεί να τη διαχειριστεί. Η μυθοπλασία είναι τέτοιος λόγος, καθώς μπορεί να διαχειριστεί τη συνθετότητα αυτή σε πολλά πεδία. Για παράδειγμα, ο Πλάτωνας δεν διακρίνει τη γνώση του τι είναι αρετή και ευδαιμονία από την πρακτική γνώση εφαρ­μογής τους, συνεπώς η ηθική για αυτόν περιλαμβάνει την αντιμετώπιση ψυχολογικών καταστάσεων, όπως ο φόβος και η αγωνία, που η επιχειρηματολογία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει. Η μυθοπλασία μπορεί να λειτουργήσει προτρεπτικά σχετικά με την ορθή χρήση του λόγου, ενώ επίσης λειτουργεί ελεγκτικά με την έννοια ότι δεν αναγκάζει συναίνεση σε μία άποψη αλλά αντίθετα ελέγχει τη γνώση του υποκειμένου.

Πιο συγκεκριμένα συμβαίνει το εξής: Η μυθοπλασία στοχεύει να αναδείξει σε εμπει­ρικό, διηγηματικό, επίπεδο τις συνέπειες του διαλεκτικού επιχειρήματος, κάτι που είναι καίριο στο πεδίο της ηθικής όπου κυρίως χρησιμοποιείται. Με την έννοια αυτή η μυθο­πλασία παίζει τον ρόλο του παραδείγματος που απαντά συχνά σε μεταγενέστερα κείμε­να ηθικής, όπως τα Ηθικά Νικομάχεια αλλά και σε επικούρεια κείμενα. Η μυθοπλασία μπορεί να λειτουργήσει προτρεπτικά στην ορθή χρήση του λόγου αν ο αναγνώστης καταλάβει τη σκοπιμότητά της, αφού δηλαδή κατανοήσει την ηθική άποψη που υπηρε­τεί. Η μυθοπλασία παίρνει έτσι τη θέση ενός προτρεπτικού και ταυτόχρονα ελιγκτικού λόγου, καθώς στόχος είναι να ελεγχθεί η γνώση και η βούληση του αναγνώστη παρά να τις επηρεάσει, όπως κάνει ο λόγος, το επιχείρημα. Με την έννοια αυτή η μυθοπλασία δεν απευθύνεται στο συναίσθημα, όπως έχει υποστηριχθεί,[89] αλλά ελέγχει τη δεκτικό­τητα στον λόγο. Ο έλεγχος αυτός γίνεται με δύο έννοιες: Η μυθοπλασία υπογραμμίζει την ανάγκη για την καλλιέργεια του λόγου ως ικανότητα να διακρίνει το καθολικό στο ειδικό /διηγηματικό του «μύθου» αλλά και ως ικανότητα να κυριαρχεί στο άλογο μέρος και να οδηγείται από το αγαθό. Με κάθε έννοια η μυθοπλασία υποστηρίζει και συμπλη­ρώνει τη διαλεκτική, καθώς ελέγχει αν η θεωρητική γνώση μπορεί να γίνει πρακτική.

Αν είναι έτσι, η μυθοπλασία δεν είναι απλά ισότιμη με τη διαλεκτική αλλά η άλλη της όψη, όπως η πρακτική γνώση είναι η άλλη πλευρά της θεωρητικής. Είναι λάθος συνεπώς να τονίζεται η επιχειρηματολογία στον Πλάτωνα ως ο πυρήνας της φιλοσοφίας του, όπως συχνά συμβαίνει στους κύκλους των οπαδών της αναλυτικής φιλοσοφίας.[90] Και αυτό για δύο λόγους: πρώτον επειδή ο διάλογος είναι ένα σύνολο, στον οποίο η διάκριση επιχειρήματος-μυθοπλασίας μπορεί να γίνει μόνο θεωρητικά, καθώς αμφότερα συστήνουν τον διάλογο. Δεύτερον, η φιλοσοφία με μία έννοια γεννιέται, όπως τόνισα, με τον Πλάτωνα, και η διαμόρφωση του φιλοσοφικού λόγου είναι σε πειραματικό, θα λέγα­με, στάδιο, οπότε θα ήταν λογικό να υπάρχει κάποια αμφιταλάντευση από τη μεριά του για το ποιο είναι το πιο δόκιμο για τη φιλοσοφία είδος λόγου. Η αμφιταλάντευση αυτή κατά τη γνώμη μου πηγάζει από την αμφιβολία κατά πόσο πρέπει να δίνεται έμφαση μόνο στη λογικότητα ή και στην υποκειμενικότητα που απορρέει από την άλογη ανθρώ­πινη φύση, οπότε θα πρέπει να προκριθεί μια πιο διαισθητική προσέγγιση στη γνώση.

Η μυθοπλασία δεν φαίνεται να καλλιεργήθηκε από τον Αριστοτέλη, αν και δεν μπορούμε να αποφαινόμαστε οριστικά όταν έχουν χαθεί όλοι οι διάλογοί του. Μπορούμε να υποστηρίξουμε όμως ότι κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό για δύο λόγους: Πρώτον, ο Αριστοτέλης διαχωρίζει την ηθική από τα υπόλοιπα φιλοσοφικά πεδία, καθώς διακρίνει θεωρητική και πρακτική γνώση, οπότε οι μυθοπλασίες δεν του είναι απαραίτητη γέφυ­ρα μεταφυσικής-γνωσιοθεωρίας και ηθικής. Δεύτερον, τον ρόλο της μυθοπλασίας στον Αριστοτέλη παίρνουν τα παραδείγματα, τα οποία έχουν σαφώς πρακτικό περιεχόμενο, όπως δείχνουν τα πάμπολλα παραδείγματα ιατρικής και γυμναστικής.

Ανάλογη είναι και η περίπτωση των Επικούρειων που επίσης διαχωρίζουν την ηθική από τη μεταφυσική και χρησιμοποιούν ιστορικά κυρίως παραδείγματα για την αποσα­φήνιση των ηθικών τους θέσεων. Χαρακτηριστικά από την άποψη αυτή είναι τα ηθικά έργα του Φιλόδημου. Η μυθοπλασία θα απορριφθεί εμφατικά από τους Στωικούς, οι οποίοι ταυτίζουν «μύθο» και «λόγο».[91] Θεωρούν δηλαδή ότι ο κοσμικός λόγος εκφρά­ζεται μέσα από «μύθους» και ταυτίζουν τα ονόματα των θεών με κοσμικές αιτίες.[92] Δεν διακρίνουν έτσι ανάμεσα σε θεολογία, μυθολογία και κοσμολογία, καθώς αναγνωρίζουν μέσα σε όλα αυτά διαφορετικές μορφές του λόγου. Για τον λόγο αυτό ερμηνεύουν αλληγορικά ποιητικούς μύθους και ενσωματώνουν διηγηματικά στοιχεία στη φιλοσοφική ερμηνεία τους.

Το παράδειγμα τόσο του Αριστοτέλη όσο και των Επικούρειων και των Στωικών ενισχύει την άποψη ότι οι πλατωνικές μυθοπλασίες είναι μέρος της ιδιαίτερης πλατω­νικής αντίληψης για τη φιλοσοφία γενικά και την ηθική ειδικότερα. Σύμφωνα με την πρώτη στόχος της φιλοσοφίας είναι να εξακριβώσει την αλήθεια και να διδάξει τον αναγνώστη πως να την αναζητά χωρίς να του την επιβάλλει, και σύμφωνα με τη δεύτερη η ηθική γνώση είναι θεωρητική όσο και πρακτική, οπότε και ο λόγος περί αυτής πρέπει να υπηρετεί και τα δύο αυτά επίπεδα.
------------------------------------
[1] Το παρόν κείμενο γράφτηκε προς τιμήν του δασκάλου μου Michael Frede. Είναι οδυνηρό που τώρα τιμούμε τη μνήμη του. Αυτό που κυρίως αξίζει αναγνώρισης στον Frede είναι ότι η εξαιρετική συμβολή του στη μελέτη της αρχαίας φιλοσοφίας είναι προϊόν μοναδικής προσήλωσης στην ιδιαιτερότητα του αντικειμένου και στα κριτήρια που απαιτεί η σπουδή του. Η στάση αυτή ήταν μοναδική στον βαθμό που δεν ήταν στενά ακαδημαϊκή αλλά ενδεικτική της φιλοσοφικής του ευαισθησίας για το τι διακυβεύεται στην αρχαία φιλοσοφική σκέψη.

[2] Για την έννοια της ρητορικής και του ρητορικού λόγου βλ. σημείωση 3. Δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε επίσης ένα αφοριστικό είδος λόγου με χαρακτηριστικό του εκπρόσωπο τον Ηράκλειτο. Δεν είναι εύκολο με βάση τις υπάρχουσες μαρτυρίες να αποφανθούμε για το είδος λόγου που χρησιμοποιούν φιλόσοφοι όπως ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος. Φαίνονται όμως να είναι κοντά σε ένα είδος πεζού λόγου.

[3] Βλ. A. Nightingale, Genres in Dialogue. Plato and the Construct of Philosophy, Cambridge, Cambridge University Press, 1999, 10-26 αλλά και W. Burkert, «Platon oder Pythagoras? Zum Ursprung des Wortes “Philosophic”», Hermes 88 (1960), 159-177.

[4] Ο Πλάτων χρησιμοποιεί τον όρο «ρητορική» με ειδική, αρνητικά φορτισμένη, σημασία και έχει υποστηριχθεί πειστικά από τον Ε. Schiappa, Protagoras and Logos, Columbia, University of South Carolina Press, 1991, 40-49 ότι αυτός πρώτος εισήγαγε τον όρο, πιθανόν σε αντίθεση με τον δικό του φιλοσοφικό λόγο που χαρακτήριζε με τον καινοφανή όρο «διαλεκτική» (για τον οποίο βλ. παρακάτω).

[5] Πρβλ. Φαίδων 89d-91c.

[6] Η θέση του για το περιεχόμενο και τον ρόλο της φιλοσοφίας μπορεί να ανασυγκροτηθεί με βάση κυρίως τον Γοργία και τα βιβλία 5-7 της Πολιτείας, όπου ταυτόχρονα επικρίνεται έντονα τόσο η ρητορική-σοφιστική όσο και η ποίηση. Δες επίσης τη σχετική κριτική της σοφιστικής στον Σοφιστή και της ποίησης στον Ίωνα, όσον αφορά τις γνωστικές αξιώσεις σοφιστών και ποιητών. Σχετικά με τη διάκριση της φιλοσοφίας από τη ρητορική και σοφιστική από τη μια και την ποίηση από την άλλη βλ. A. Nehamas, «Eristic, Antilogic, Sophistic, Dialectic: Plato’s Demarcation of Philosophy from Sophistry», στο Virtues of Authenticity, Princeton, Princeton University Press, 1999, 108-122, Nightingale, Genres in Dialogue. Plato and the Construct of Philosophy, ό.π., 13-59, και Π. Καλλιγας, «Από την εικασία στη διαλεκτική. Η Σοφιστική κληρονομιά του Πλάτωνα», Δευκαλίων 21/2 (2003), 141-169.

[7] Χαρακτηριστικά είναι οι εγκωμιαστικοί λόγοι στο Συμπόσιο, ο επικήδειος λόγος στον Μενέζενο, αρκετά ρητορικά επιχειρήματα του Σωκράτη στην Πολιτεία 1, ενώ συχνές είναι οι έμμεσες και άμεσες αναφορές σε ποιητικά έργα. Βλ. σχετικά Nightingale, Genres in Dialogue. Plato and the Construct of Philosophy, ό.π.

[8] Στον Γοργία 461a ο Σωκράτης επισημαίνει ότι ο δημόσιος διάλογος (διαλέγεσθαι) δεν έχει άλλο νόημα παρά τον έλεγχο των απόψεων των συνομιλητών (τό ἐλέγχεσθαι).

[9] Ο όρος «διαλεκτική» είναι δημιούργημα του Πλάτωνα, όπως επισημαίνει ο Διογένης Λαέρτιος 3.24. Σχετικά με την πλατωνική διαλεκτική βλ. Ch. Kahn, Plato and the Socratie Dia­logue, Cambridge, Cambridge University Press, 1996, 292-328.

[10] Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η πρώτη χρήση του όρου «επιχείρημα» με φιλοσοφική σημα­σία γίνεται από τον Αριστοτέλη στα Τοπικά 162a 15-18 με την έννοια του διαλεκτικού συλλογι­σμού, σε αντίθεση με το σόφισμα το οποίο ορίζει ως εριστικό συλλογισμό.

[11] Ας επισημάνουμε εδώ ότι ο Πλάτωνας είναι ευαισθητοποιημένος στο γεγονός ότι και η δια­λεκτική μπορεί να χρησιμοποιηθεί με στρεβλό, μη φιλοσοφικό τρόπο, όπως δείχνει στον Ευθύδημο.

[12] Πολιτεία 532dl-534e5.

[13] Ο Σωκράτης θα ταύτιζε ιδιοτέλεια και ανοησία και ο Πλάτωνας θα τα συνέδεε στενά.

[14] Βλ. το θεμελιώδες άρθρο του Μ. Frede, «Plato’s arguments and the dialogue Form», Oxford Studies in Ancient Philosophy, suppl. vol. (1992), 201-219 και Frede, «The literary form of the Sophist», στο C. Gill - Μ. M. McCabe (εκδ.), Form and Argument in Late Plato, Oxford 1996, Oxford University Press, 135-151.

[15] Βλ. Αναλυτικότερα Frede, «The literary form of the Sophist», ό.π.

[16] Θα ήθελα έτσι να αποστασιοποιηθώ τόσο από την ερμηνευτική γραμμή σύμφωνα με την οποία οι πλατωνικοί διάλογοι αντιμετωπίζονται ως ένα σώμα συστηματικών απόψεων (βλ. π.χ. Τ. Irwin, Plato’s Ethics, Oxford, Oxford University Press, 1995, viii και 13-15), όσο και από τη γραμμή που εκφράζει κυρίως ο Leo Strauss σύμφωνα με την οποία οι διάλογοι πρέπει να διαβάζονται μόνο ως δραματικά έργα (βλ. π.χ. Η. Berger, Jr., «Levels of Discourse in Plato’s Dialogues», στο N. Smith (εκδ.), Plato Critical Assessments, London and New York, Routledge 1998, τόμ. I, 287-308, σελ. 288-289).

[17] Βλ. και W. Prior, «Socrates the metaphysician», Oxford Studies in Ancient Philosophy 28 (2004), 1-14.

[18] Βλ. σχετικά M. Burnteat, Plato’s Theaetetus, Indianapolis, Hackett Publishing Company 1989, 20-31.

[19]Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το αν ερμηνεύσουμε τον διάλογο ως διαλεκτική άσκηση χωρίς -τελικό στόχο την ανάδειξη μίας άποψης, όπως υποστηρίζει ο Burnyeat, είτε ως μαιευτικό με το απορητικό τέλος να είναι μόνο φαινομενικό και να εξυπηρετεί μόνο παιδαγωγικούς σκοπούς, όπως προτείνει ο D. Sedley, The Midwife of Platonism, Oxford, Oxford University Press, 2004, 5-11.

[20]Στην αρχαιότητα αυτή η στάση χαρακτηρίζει τους περισσότερους δογματικούς Πλατωνικούς από τον Αντίοχο και μετά βλ. Κικέρων Academica 1.17. Την ερμηνεία αυτή υιοθετούν φιλό­σοφοι σαν τον Λάϊμπνιτς, τον Καντ και τον Χέγκελ, η επιρροή των οποίων ήταν μεγάλη σε πολλούς σύγχρονους, ιδιαίτερα στη σχολή του Tubingen. Βλ. χαρακτηριστικά Η. Kramer, «Die Platonische Academie und das Problem einer systematischen Interpretation der Philosophie Platons», στο K. Gaiser (εκδ.), Das Platonbild, Wissenschaftliche Buchhandlung, Darmstadt 1969, σελ. 198.

[21] To ζήτημα του πλατωνικού «μύθου» στη σχέση του με τον «λόγο» συζητιέται αρκετά στην πλατωνική βιβλιογραφία, λείπει όμως μια συστηματική εξέταση του φιλοσοφικού ρόλου του «μύθου». Πιο κοντά σε αυτή είναι το βιβλίο του LucBrisson, Plato the Myth Maker, (μτφρ. από τα γαλλικά G. Naddaf), Chicago and London, The University of Chicago Press, 1998, αλλά και τα άρθρα που συγκεντρώνει σε έναν τόμο ο R. Buxton (εκδ.), From Myth to Reason. Studies in the Development of Greek Thought, Oxford, Oxford University Press, 1999. Χρήσιμα είναι ακόμα: η μελέτη της Ε. Pender, Images of Persons Unseen. Plato’s Metaphors for the Gods and the Soul, Sankt Augustin, Akademia Verlag, 2000, η μονογραφία, της K. Morgan, Myth and Philosophy from the Presocratics to Plato, Cambridge, Cambridge University Press, 2000, κυρίως κεφ. 6-8, και ιδιαίτερα για τον Φαίδρο η μονογραφία του G. R. F. Ferrari, Listening to the Cicadas. A Study of Plato’s Phaedrus, Cambridge, Cambridge University Press, 1987.

[22] Για την κριτική του Πλάτωνα στους ποιητές η βιβλιογραφία είναι πλούσια. Βλ. I. Murdoch, The tire and the Sun. Why Plato Banished the Artists, Oxford, Oxford University Press, 1979, E. Asmis, «Plato on poetic creativity», στο R. Kraut (εκδ.), The Cambridge Companion to Plato, Cambridge, Cambridge University Press, 1992, 338-364, P. Murray, Plato on Poetry, Cambridge, Cambridge University Press, 2002.

[23] Βλ. Πολιτεία 392d-396e και την ανάλυση της J. Annas, Εισαγωγή στην Πολιτεία του Πλάτωνα, (μ τφρ. Χρυσούλα Γραμμένου), Αθήνα, Καλέντης, 2006, 123-131.

[24] Βλ. Κ. Lycos, «Making things with Words: Plato on mimesis in Republic», Philosophical Inquiry 18 (1996), 1-19, Annas, Εισαγωγή στην Πολιτεία του Πλάτωνα, ό.π., 123-129 και Murray, Plato on Poetry, ό.π., 3-6.

[25] Αυτό υποστηριζόταν από τους δογματικούς πλατωνικούς της ύστερης αρχαιότητας αλλά και τους σύγχρονους οπαδούς της σχολής του Tubingen. Βλ. G. Karamanolis, Plato and Aristotle in Agreement? Platonists on Aristotle from Antiochus to Porphyry, Oxford, Oxford University Press, 2006, 11-16.

[26] Σχετικά με τον «μύθο» του Πρωταγόρα και τη σχέση του με την επιχειρηματολογία του βλ. C. C. W. Taylor, Plato Protagoras, Oxford, Oxford University Press, 1976, 78, L. Brisson, «Le Mythe de Protagoras: Essai d’analyse structurale», Quademi Urbinati di Cultura Classica 20 (1975), 7-37, του ίδιου, Plato the Myth Maker, ό.π., 113-114, και Schiappa, Protagoras and Logos, ό.π., 158-168, K. Morgan, Myth and Philosophy from the Presocratics to Plato, ό.π., κεφ. 5, 132-154.

[27] Ανάλογη θέση υποστηρίζει η Morgan, Myth and Philosophy from, the Presocratics to Plato, 132-152.

[28] Βλ. N. Μ. ΣΚΟΤΤΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, Η Αρχαία Σοφιστική. Τα σωζόμενα αποσπάσματα, Αθήνα, Γνώση, 1991, 309-320.

[29] Απομνημονεύματα II 1, 21-34, στο Ν. Μ. ΣΚΟΥΤΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, Η Αρχαία Σοφιστική, ό.π., 310-320.

[30] Την αλληγορία του Προδίκου σχολιάζει ο J. Whitman, Allegory, The Dynamics of an Ancient and Medieval Technique, Cambridge Mass., Harvard University Press, 1987, 22-25. Βλ. και W. Nestle, Vom Mythos zum Logos. Die Selbstentfaltung des griechischen Denkens, Stuttgart, Alfred Kronert Verlag, 21941, 351-353.

[31] Απομνημονεύματα II 1, ό.π., 34.

[32] Βλ. ΣΚΟΥΤΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, Η Αρχαία Σοφιστική, ό.π., σελ. 319 με αναφορές σε προγενέστερη βιβλιογραφία.

[33] Βλ. τη μαρτυρία του Πρωταγόρα 340cd, και ΣΚΟΥΤΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, Η Αρχαία Σοφιστική, ό.π., σελ. 310.

[34] Βλ. σχετικά Αριστοτέλης, Τοπικά, 162α13-15.

[35] Βλ. και Αριστοτέλης, Αναλυτικά Ύστερα, 71Θ15-19, 75a39-b36.

[36] Πρβλ. Τοπικά 109a34T09bl3.

[37] Εννοώ το «δείχνω» με την έννοια του «αναπαριστώ», όχι με την έννοια της μη γλωσσικής δείξης με την οποία το χρησιμοποιούν φιλόσοφοι σαν τον J. McDowell. Οφείλω την αποσαφήνιση στον Πέτρο Πολυμένη.

[38] Βλ. G. Genette, Figures III, Paris, Seuil, 1972 και Δ. ΤΖΙΟΒΑΣ, Μετά την αισθητική, Αθήνα, Γνώση, 1987, 59-60.

[39] Βλ. ΤZIΟΒΑΣ, Μετά την αισθητική, ό.π., 54.

[40] Γοργίας 523al-3, Φαιδρός 237a9, 243c2, αλλά και στον Τίμαιο (δες σημ. 42). Βλ. σχετικά Ρ. Murray, «What is a Muthos for Plato?», στο Buxton (εκδ.), From Myth to Reason, ό.π., 259-260.

[41] Βλ. B. Καλφας, «Ο μύθος του Ηρός και η πλατωνική Πολιτεία», Υπόμνημα 2 (2004), 181-214, σελ. 184-204 για τη χρήση επιστημονικών στοιχείων στους «μύθους» γενικά και στον «μύθο» του Ηρός ειδικότερα.

[42] Για παράδειγμα η Κ. Morgan, Myth and Philosophy from the Presocratics to Plato, ό.π., 271-275, και o C. Rowe, «The status of the “Myth” in Plato’s Timaeus», axo C. Natali-St. Maso (εκδ.), Plato Physicus. Cosmologia e antropologia nel Timeo, Amsterdam, Adolf M. Hakkert, 2003, 21-31. Αμφότεροι δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στο επίθετο «εἰκώς». Αντίθετα η J. Smith, «Plato’s myths as “likely accounts” worthy of belief», Apeiron 19 (1985), 24-42 γενικεύει θεω­ρώντας όλους τους «μύθους» πιθανολογικούς (εἰκότες).

[43] «εἰκώς μύθος», Τίμαιος 29d2, 59c6, 68d2, «είκώς λόγος» Τίμαιος 30b7, 48d2, 53d5- 6, 55d5, 56al, 57d6. Βλ. σχετικά Brisson, Plato the Myth Maker, ό.π., 129-130, Rowe, «The status of the “Myth” in Plato’s Timaeus», ό.π., 26, και B. Καλφας, Πλάτων Τίμαιος, Αθήνα, Πόλις, 1995, 42-54.

[44] Μια εξέταση των χωρίων που απαντά ο όρος κάνει ο Brisson, Plato the Myth Maker, ό.π., 9-11, 128-133.

[45] Πρβλ. Κρατύλος 408b, Γοργίας 527a5-8.

[46] Τίμαιος 29d2, 59c6, 68d2.

[47] Π.χ. Φαιδρός 245d4, Φαίδων 106bl.

[48] Βλ. για παράδειγμα τον «μύθο» του σπηλαίου, όπου οι φιλόσοφοι που είδαν την αλήθεια είναι αναγκασμένοι να επιστρέψουν στο σπήλαιο (Πολιτεία 539e-54Qa), την ανάγκη που διέπει τη μεταθανάτια κατοικία των ψυχών (Φαίδων 108c), τον ρόλο της Ανάγκης στον «μύθο» του Ηρός, Πολιτεία 616c-617e, για τον οποίο περισσότερα πιο κάτω.

[49] «ὅπῃ μέντοι καί ὅπως εἰς τό σῶμα ἀφίκοιτο οὐκ εἰδέναι». (Πολιτεία 621b6-7). Βλ. σχε­τικά και Brisson, Plato the Myth Maker, ό.π., 60-61.

[50] Σχετικά με την αιτιότητα στη μυθοπλασία βλ. Τ. Todorov, Ποιητική, (μτφρ. Α. Καστρινάκη), Αθήνα, Γνώση, 1989, 83-87.

[51] Για το ζήτημα της «αλήθειας» της μυθοπλασίας βλ. Μ. Rifaterre, Fictional Truth, Baltimore and London, Hohn Hopkins University Press, 1990.

[52] Όπως υποστηρίζει ο Brisson, Plato the Myth Maker, ό.π.

[53] Όπως φαίνεται να υπονοεί ο C. Rowe, «Myth, history, and dialectic in Plato’s Republic and Timaeus-Critias», στο Buxton (εκδ.), From Myth to Reason, ό.π., 263-278, σελ. 278, που αντιστοιχίζει το ζεύγος «λόγος»-«μύθος» στο δίπολο «rational-irrational».

[54] Η αξιοποίηση των κειμενικών δεικτών για την κατανόηση της μυθοπλασίας επιβάλλεται ουσιαστικά από την ίδια τη φύση της μυθοπλασίας. Βλ. Todorov, Ποιητική, ό.π., 86.

[55] Για τη νεότερη έννοια της λογοτεχνίας βλ. ΤΖΙΟΒΑΣ, Μετά την αισθητική, ό.π., 15-38.

[56] Ο «μύθος» με τη μία ή την άλλη μορφή ήταν φορέας γνώσης στην αρχαιότητα, της οποίας την ακρίβεια ο Πλάτων δείχνει να αμφισβητεί, αλλά οπωσδήποτε δεν απορρίπτει εντελώς. Βλ. τις κλασικές μελέτες του J. P. VERNANT, Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα, (μτφρ. Στέλλα Γεωργούδη), Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1989, τόμ. Α-Β, ιδιαίτερα σχετικά με τον ησιοδικό μύθο των γενών, τόμ. Α, 23-105.

[57] Χαρακτηριστικά είναι τα σχόλια του J. P. SARTRE, Qu'est-ce que la littérature, Paris, Gallimard, 1948, 25: «L'écrivain est un parleur...c'est un prosateur qui parle pour ne rien dire».

[58] Βλ. σχετικά RIFFATERRE, Fictional Truth, ό.π., 69.

[59] Αυτό υποστηρίζει πειστικά ο BRISSON, Plato the Myth Maker, ό.π., 132-133.

[60] Για μια αποτίμηση αυτών των επιχειρημάτων, βλ. IRWIN, Plato's Ethics, ό.π., 203-222 και J. COOPER, «Plato's theory of Human Motivation», στο Reason and Emotion, Princeton, Princeton University Press, 1999.

[61] Βλ. σχετικά D. BOSTOCK, Plato's Phaedo, Oxford, Oxford University Press, 1986, 42-118, 178-193.

[62] Φαίδων 85b-86e. Βλ. σχετικά BOSTOCK, Plato's Phaedo, ό.π., 122-134.

[63] Βλ. Μ. FΙNOGCHΙARO, «Historical Approach to the Study of Argumentation», στο FINOCCHIARO, Arguments about Arguments, Cambridge, Cambridge University Press, 2005, 34-45, σελ. 44.

[64] Σχετικά με τις πηγές και τη δομή του «μύθου», βλ. P. KTNGSLEY, Ancient Philosophy, Mystery and Magic, Oxford, Oxford University Press, 1995, 88-111. Βλ. επίσης MORGAN, Myth and Philosophy from the Presocratics to Plato, ό.π., 192-201

[65] Βλ. τη συζήτηση του χωρίου και από την Morgan, Myth and Philosophy from the Presocratics to Plato, ό.π., 199-201.

[66] ...ὡς οἱ ποιηταί λέγουσιν (Φαίδων 113c8)· πρβλ. Φαίδων 107e5, 112a2-4.

[67] Φαίδων 64c-69e, 81a-e.

[68] Βλ. και τη συζήτηση του BRISSON, Plato the Myth Maker, ό.π., 114-115, ο οποίος τονίζει την ηθική χρησιμότητα της μυθοπλασίας.

[69] Φαίδων 79c-80e.

[70] Τη φιλοσοφική διάσταση του «μύθου» δείχνουν να παραγνωρίζουν σχολιαστές όπως ο Bostock, Plato's Phaedo, που εξαιρεί τη μυθοπλασία από τη συζήτηση του διαλόγου. Βλ. και σημ. 72.

[71] Για τον «μύθο» του Ηρός δες κυρίως J. ANNAS, «Plato's myths of judgment», Phronesis 27 (1982), 119-143, ΚΑΛΦΑΣ, «Ο μύθος του Ηρός και η πλατωνική Πολιτεία», ό.π., 181-214, Η. S. THAYER, «The Myth of Er», History of Philosophy Quarterly 5 (1988), 369-384, MORGAN, Myth and Philosophy from the Presocratics to Plato, ό.π., 206-210, και S. P. WARD, Penology and Eschatology in Plato's Myths, Lampeter, The Edwin Meilen Press, 2002, 69-102

[72] Βλ. ΚΆΛΦΑΣ, «Ο μύθος του Ηρός και η πλατωνική Πολιτεία», ό.π., ο οποίος υποστηρίζει τη φιλοσοφική αξία του «μύθου» που αμφισβητεί η Annas, Εισαγωγή στην Πολιτεία του Πλάτωνα, ό.π., 430-437 αλλά ανασκευάζει στο άρθρο της, «Plato's myths of judgment». Εντυπωσιακά απαξιωτική είναι η Μ. McCabe, «Form and the Platonic Dialogues», στο Η. BENSON (εκδ.), ACompanion to Plato, London 2006, 39-54, που θεωρεί τον «μύθο» Ηρός «failure», με το αιτιολογικό ότι δεν αποδεικνύει τίποτα! (σελ. 45). Καμία ουσιαστική θέση σχετικά με τη φιλοσοφική αξία του «μύθου» δεν παίρνει ο Ward, Penology and Eschatology in Plato's Myths, ό.π., 101-102

[73] Βλ. Πολιτεία 529a-532d.

[74] Βλ. ΚΆΛΦΑΣ, «Ο μύθος του Ηρός και η πλατωνική Πολιτεία», ό.π., 201-204.

[75] Ό.π., 203-204.

[76] Βλ. ANNAS, «Plato's myths of judgment», ό.π., 132-133.

[77] Βλ. σχετικά και τη συζήτηση της MORGAN, Myth and Philosophy from the Presocratics to Plato, ό.π., 223-5.

[78] Με εξαίρεση μια νύξη στον Τίμαιο 81e στη φτερωτή ψυχή, η εικόνα αυτή δεν απαντά αλλού στο πλατωνικό έργο. Για μια ανάλυση της εικόνας αυτής βλ. PENDER, Images of Persons Unseen, ό.π., 155-157.

[79] Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αρχαίοι Πλατωνικοί φαίνονται αμήχανοι μπροστά στην πρόταση του Φαιδρού και μόνο ο Αλκίνοος, Διδασκαλικός 178.39-46, υιοθετεί την άποψη αυτή ως πλατωνικό «δόγμα». Η υποτιθέμενα συγκρουόμενη άποψη του Φαίδρου με αυτή του Φαίδωνα και της Πολιτείας οδηγούν σε διαμάχη τους αρχαίους πλατωνικούς σχετικά με το αν είναι όλη η ψυχή αθάνατη ή μόνο η λογική. Βλ. Νουμήνιος απ. 46a, 47 Des Places, Αλκίνοος, Διδασκαλικός 178.24-32, Αττικός απ. 15 Des Places.

[80] Φαίδων 65a-d, 81b, 83bc. BOSTOCK, Plato's Phaedo, ό.π., 22-35.

[81] Για την αλλαγή αυτή στον Φαίδρο βλ. τα σχόλια του FERRARI, Listening to the Cicadas, ό.π., 125-127 και R. BETT, «Immortality and the Nature of the Soul in the Phaedrus», Phronesis 31 (1986), 1-26, σελ. 19-26.

[82] Βλ. σχετικά FERRARI, Listening to the Cicadas, ό.π., 126-131.

[83] Η συζήτηση για την ερμηνεία της φράσης είναι μεγάλη ήδη από την αρχαιότητα. Την συνοψίζει η Χ. ΜΠΑΑΛΑ, Πλατωνική Πειθώ, Αθήνα, Πόλις, 1997, 75-77.

[84] Σχετικά με την προβληματική αυτή βλ. R. ROTHERFORD, The Art of Plato, London, Duckworth, 1995, 257-8.

[85] Βλ. τις αναφορές στην «ανάμνηση» ή «μνήμη» της ψυχής στα χωρία Φαιδρός 249c2, 5, 7, 250al, 251d6, ενώ υπονοείται στο 251a. Βλ. και τη συζήτηση της MORGAN, Myth and Philosophy from the Presocratics to Plato, ό.π., 219-225.

[86] Βλ. και FERRARI, Listening to the Cicadas, ό.π., 121-122.

[87] Αυτός είναι ένας τρόπος με τον οποίο η μυθοπλασία γενικά μπορεί να είναι φιλοσοφικά σημαντική. Βλ. σχετικά Β. WILLIAMS, Truth and Truthfullness, Princeton, Princeton University Press, 2002, 35-36.

[88] Αντιμετωπίζω ωστόσο με δυσπιστία την προσπάθεια κατηγοριοποίησης των «μύθων» στον Πλάτωνα, όπως αυτή της MORGAN, Myth and Philosophy from the Presocratics to Plato, ό.π., 13, 161-4, σε «traditional, educational, philosophical», ακριβώς επειδή υπαγορεύεται από μια αντίληψη για τη φιλοσοφία και τον φιλοσοφικό λόγο εγγενώς ξένη στον Πλάτωνα.

[89] Από τον BRISSON, Plato the Myth Maker, ό.π., passim και τον S. P. WARD, Penology and Eschatology in Plato's Myths, ό.π., 277-278.

[90] Έτσι για παράδειγμα η Μ. McCABE,«Myth, Allegory, and Argument in Plato», ό.π., Apeiron 25 (1992), 47-67, σελ. 67.

[91] Βλ. WHITMAN, Allegory, ό.π., 31-41. Βλ. και L. BRISSON, HOW Philosophers Saved Myths, Allegorical Interpretation and Classical Mythology, (μτφρ. C. Tihanyi), Chicago, The University of Chicago Press, 2004, κεφ. 4.

[92] Βλ. ΚΙΚΕΡΩΝ, De natura deorum Π, 63-71.