ΧΟ. Ἑλένη, τὸν ἐλθόνθ᾽, ὅστις ἐστὶν ὁ ξένος,
μὴ πάντ᾽ ἀληθῆ δοξάσηις εἰρηκέναι.
ΕΛ. καὶ μὴν σαφῶς γ᾽ ἔλεξ᾽ ὀλωλέναι πόσιν.
ΧΟ. πόλλ᾽ ἂν λέγοιτο καὶ διὰ ψευδῶν σαφῆ.
310 ΕΛ. καὶ τἄμπαλίν γε τῶνδ᾽ ἀληθείας ἔπι.
ΧΟ. ἐς ξυμφορὰν γὰρ ἀντὶ τἀγαθοῦ φέρηι.
ΕΛ. φόβος γὰρ ἐς τὸ δεῖμα περιβαλών μ᾽ ἄγει.
ΧΟ. πῶς δ᾽ εὐμενείας τοισίδ᾽ ἐν δόμοις ἔχεις;
ΕΛ. πάντες φίλοι μοι πλὴν ὁ θηρεύων γάμους.
315 ΧΟ. οἶσθ᾽ οὖν ὃ δρᾶσον· μνήματος λιποῦσ᾽ ἕδραν ...
ΕΛ. ἐς ποῖον ἕρπεις μῦθον ἢ παραίνεσιν;
ΧΟ. ἐλθοῦσ᾽ ἐς οἴκους, ἣ τὰ πάντ᾽ ἐπίσταται
τῆς ποντίας Νηρῆιδος ἐκγόνου κόρης
πυθοῦ πόσιν σὸν Θεονόης, εἴτ᾽ ἔστ᾽ ἔτι
320 εἴτ᾽ ἐκλέλοιπε φέγγος· ἐκμαθοῦσα δ᾽ εὖ
πρὸς τὰς τύχας τὸ χάρμα τοὺς γόους τ᾽ ἔχε.
πρὶν δ᾽ οὐδὲν ὀρθῶς εἰδέναι, τί σοι πλέον
λυπουμένηι γένοιτ᾽ ἄν; ἀλλ᾽ ἐμοὶ πιθοῦ.
τάφον λιποῦσα τόνδε σύμμειξον κόρηι,
325 ὅθενπερ εἴσηι πάντα· τἀληθῆ φράσαι
ἔχουσ᾽ ἐν οἴκοις τοῖσδε, τί βλέπεις πρόσω;
θέλω δὲ κἀγώ σοι συνεισελθεῖν δόμους
καὶ συμπυθέσθαι παρθένου θεσπίσματα·
γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή.
***
ΧΟΡ. Όποιος και να ᾽ναι, Ελένη, ο ξένος, όσα
διηγήθηκε γι᾽ αλήθεια μην τα πάρεις.
ΕΛΕ. Μου το ᾽πε καθαρά, ο Μενέλαος πάει.
ΧΟΡ. Συχνά οι αλήθειες ψέμα καταντούνε.
310 ΕΛΕ. Μα και συχνά τ᾽ αντίθετο συμβαίνει.
ΧΟΡ. Γυρίζει στο κακό μονάχα ο νους σου.
ΕΛΕ. Φόβος βαρύς κι ασήκωτος με ζώνει.
ΧΟΡ. Απ᾽ το παλάτι σ᾽ αγαπάει κανένας;
ΕΛΕ. Όλοι· εξόν αυτός που ταίρι του με θέλει.
ΧΟΡ. Νά τί θα κάνεις· άφησε τον τάφο…
ΕΛΕ. Πού θες να φτάσεις; Τί με συμβουλεύεις;
ΧΟΡ. Να πας μες στο παλάτι και την κόρη
της πελαγίσιας νύμφης, τη Θεονόη
που όλα τα γνωρίζει, να ρωτήσεις
ο άντρας σου αν ακόμα ζει ή δεν βλέπει
το φως του ήλιου πια. Κι όταν θα πάρεις
320 σίγουρες προφητείες, μπορείς τότε
να χαίρεσαι ή να κλαις. Προτού να ξέρεις,
ποιό τ᾽ όφελος να θλίβεσαι; Άκουσέ με·
άσε τον τάφο, πήγαινε σ᾽ εκείνη
και θα τα μάθεις όλα· αφού ᾽ναι κάποιος
στο σπίτι να σου πει όλη την αλήθεια,
τί ψάχνεις μακριά; Μαζί σου θέλω
να ᾽ρθω κι εγώ εκεί μέσα, τις μαντείες
ν᾽ ακούσω της παρθένας· οι γυναίκες
πρέπει να βοηθούν η μια την άλλη.
μὴ πάντ᾽ ἀληθῆ δοξάσηις εἰρηκέναι.
ΕΛ. καὶ μὴν σαφῶς γ᾽ ἔλεξ᾽ ὀλωλέναι πόσιν.
ΧΟ. πόλλ᾽ ἂν λέγοιτο καὶ διὰ ψευδῶν σαφῆ.
310 ΕΛ. καὶ τἄμπαλίν γε τῶνδ᾽ ἀληθείας ἔπι.
ΧΟ. ἐς ξυμφορὰν γὰρ ἀντὶ τἀγαθοῦ φέρηι.
ΕΛ. φόβος γὰρ ἐς τὸ δεῖμα περιβαλών μ᾽ ἄγει.
ΧΟ. πῶς δ᾽ εὐμενείας τοισίδ᾽ ἐν δόμοις ἔχεις;
ΕΛ. πάντες φίλοι μοι πλὴν ὁ θηρεύων γάμους.
315 ΧΟ. οἶσθ᾽ οὖν ὃ δρᾶσον· μνήματος λιποῦσ᾽ ἕδραν ...
ΕΛ. ἐς ποῖον ἕρπεις μῦθον ἢ παραίνεσιν;
ΧΟ. ἐλθοῦσ᾽ ἐς οἴκους, ἣ τὰ πάντ᾽ ἐπίσταται
τῆς ποντίας Νηρῆιδος ἐκγόνου κόρης
πυθοῦ πόσιν σὸν Θεονόης, εἴτ᾽ ἔστ᾽ ἔτι
320 εἴτ᾽ ἐκλέλοιπε φέγγος· ἐκμαθοῦσα δ᾽ εὖ
πρὸς τὰς τύχας τὸ χάρμα τοὺς γόους τ᾽ ἔχε.
πρὶν δ᾽ οὐδὲν ὀρθῶς εἰδέναι, τί σοι πλέον
λυπουμένηι γένοιτ᾽ ἄν; ἀλλ᾽ ἐμοὶ πιθοῦ.
τάφον λιποῦσα τόνδε σύμμειξον κόρηι,
325 ὅθενπερ εἴσηι πάντα· τἀληθῆ φράσαι
ἔχουσ᾽ ἐν οἴκοις τοῖσδε, τί βλέπεις πρόσω;
θέλω δὲ κἀγώ σοι συνεισελθεῖν δόμους
καὶ συμπυθέσθαι παρθένου θεσπίσματα·
γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή.
***
ΧΟΡ. Όποιος και να ᾽ναι, Ελένη, ο ξένος, όσα
διηγήθηκε γι᾽ αλήθεια μην τα πάρεις.
ΕΛΕ. Μου το ᾽πε καθαρά, ο Μενέλαος πάει.
ΧΟΡ. Συχνά οι αλήθειες ψέμα καταντούνε.
310 ΕΛΕ. Μα και συχνά τ᾽ αντίθετο συμβαίνει.
ΧΟΡ. Γυρίζει στο κακό μονάχα ο νους σου.
ΕΛΕ. Φόβος βαρύς κι ασήκωτος με ζώνει.
ΧΟΡ. Απ᾽ το παλάτι σ᾽ αγαπάει κανένας;
ΕΛΕ. Όλοι· εξόν αυτός που ταίρι του με θέλει.
ΧΟΡ. Νά τί θα κάνεις· άφησε τον τάφο…
ΕΛΕ. Πού θες να φτάσεις; Τί με συμβουλεύεις;
ΧΟΡ. Να πας μες στο παλάτι και την κόρη
της πελαγίσιας νύμφης, τη Θεονόη
που όλα τα γνωρίζει, να ρωτήσεις
ο άντρας σου αν ακόμα ζει ή δεν βλέπει
το φως του ήλιου πια. Κι όταν θα πάρεις
320 σίγουρες προφητείες, μπορείς τότε
να χαίρεσαι ή να κλαις. Προτού να ξέρεις,
ποιό τ᾽ όφελος να θλίβεσαι; Άκουσέ με·
άσε τον τάφο, πήγαινε σ᾽ εκείνη
και θα τα μάθεις όλα· αφού ᾽ναι κάποιος
στο σπίτι να σου πει όλη την αλήθεια,
τί ψάχνεις μακριά; Μαζί σου θέλω
να ᾽ρθω κι εγώ εκεί μέσα, τις μαντείες
ν᾽ ακούσω της παρθένας· οι γυναίκες
πρέπει να βοηθούν η μια την άλλη.