παῖ, Παρμένων. ἅνθρωπος ἀποδέδρακέ με,
ἀλλ᾽ οὐδὲ μικρὸν συλλαβών. ΔΗ. ἐκ τοῦ μέσου
360 ἄναγε σεαυτόν. (ΜΗ.) Ἡράκλεις. τί τοῦτο, παῖ,
μαινόμενος εἰσδεδράμηκεν ἴσω τις γέρων·
ἢ τί τὸ κακόν ποτ᾽ ἐστί; τί δέ μοι τοῦτο; παῖ;
νὴ τὸν Ποσειδῶ, μαίνεθ᾽, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ·
κέκραγε γοῦν παμμέγεθες. ἀστεῖον πάνυ
365 εἰ τὰς λοπάδας ἐν τῷ μέσῳ μου κειμένας
ὄστρακα ποιήσαι πάνθ᾽ ὅμοια. τὴν θύραν
πέπληχεν. ἐξώλης ἀπόλοιο, Παρμένων,
κομίσας με δεῦρο. μικρὸν ὑπαποστήσομαι.
(ΔΗ.) οὔκουν ἀκούεις; ἄπιθι. ΧΡ. ποῖ γῆς, ὦ τάλαν;
370 (ΔΗ.) ἐς κόρακας ἤδη. (ΧΡ.) δύσμορος. (ΔΗ.) ναί, δύσμορος.
ἐλεεινὸν ἀμέλει τὸ δάκρυον. παύσω σ᾽ ἐγώ,
ὡς οἴομαι. (ΧΡ.) τί ποοῦσαν; (ΔΗ.) οὐδέν. ἀλλ᾽ ἔχεις
τὸ παιδίον, τὴν γραῦν· ἀποφθείρου ποτέ.
(ΧΡ.) ὅτι τοῦτ᾽ ἀνειλόμην; (ΔΗ.) διὰ τοῦτο καὶ— (ΧΡ.) τί καί;
375 (ΔΗ.) διὰ τοῦτο. (ΜΑ.) τοιοῦτ᾽ ἦν τι τὸ κακόν· μανθάνω.
(ΔΗ.) τρυφᾶν γὰρ οὐκ ἠπίστασ᾽. ΧΡ. οὐκ ἠπιστάμην;
τί δ᾽ ἐσθ᾽ ὃ λέγεις; (ΔΗ.) καίτοι πρὸς ἔμ᾽ ἦλθες ἐνθάδε
ἐν σινδονίτῃ, Χρυσί —μανθάνεις— πάνυ
λιτῷ. (ΧΡ.) τί οὖν; (ΔΗ.) τότ᾽ ἦν ἐγώ σοι πάνθ᾽, ὅτε
380 φαύλως ἔπραττες. (ΧΡ.) νῦν δὲ τίς; (ΔΗ.) μή μοι λάλει.
ἔχεις τὰ σαυτῆς πάντα· προστίθημί σοι
ἐγὼ θεραπαίνας, χρυσί᾽. ἐκ τῆς οἰκίας
ἄπιθι. ΜΑ. τὸ πρᾶγμ᾽ ὀργή τις ἐστί· προσιτέον.
βέλτισθ᾽, ὅρα— (ΔΗ.) τί μοι διαλέγει; (ΜΑ.) μὴ δάκῃς.
385 (ΔΗ.) ἑτέρα γὰρ ἀγαπήσει τὰ παρ᾽ ἐμοί, Χρυσί, νῦν
καὶ τοῖς θεοῖς θύσει. ΜΑ. τίς ἐστίν; (ΔΗ.) ἀλλὰ σὺ
ὑὸν πεπόησαι· πάντ᾽ ἔχεις. (ΜΑ.) οὔπω δάκνει.
ὅμως— (ΔΗ.) κατάξω τὴν κεφαλὴν ἄνθρωπέ σου
ἄν μοι διαλέγῃ. (ΜΑ.) νὴ δικαίως γ᾽· ἀλλ᾽ ἰδού,
390 εἰσέρχομ᾽ ἤδη. (ΔΗ.) τὸ μέγα πρᾶγμ᾽. ἐν τῇ πόλει
ὄψει σεαυτὴν νῦν ἀκριβῶς ἥτις εἶ.
αἱ κατά σε, Χρυσί, πραττόμεναι δραχμὰς δέκα
μόνας ἕτεραι τρέχουσιν ἐπὶ τὰ δεῖπνα καὶ
πίνουσ᾽ ἄκρατον ἄχρι ἂν ἀποθάνωσιν, ἢ
395 πεινῶσιν ἂν μὴ τοῦθ᾽ ἑτοίμως καὶ ταχὺ
ποῶσιν. εἴσει δ᾽ οὐδενὸς τοῦτ᾽, οἶδ᾽ ὅτι,
ἧττον σύ, καὶ γνώσει τίς οὖσ᾽ ἡμάρτανες.
ἕσταθι. (ΧΡ.) τάλαιν᾽ ἔγωγε τῆς ἐμῆς τύχης.
ἀλλ᾽ οὐδὲ μικρὸν συλλαβών. ΔΗ. ἐκ τοῦ μέσου
360 ἄναγε σεαυτόν. (ΜΗ.) Ἡράκλεις. τί τοῦτο, παῖ,
μαινόμενος εἰσδεδράμηκεν ἴσω τις γέρων·
ἢ τί τὸ κακόν ποτ᾽ ἐστί; τί δέ μοι τοῦτο; παῖ;
νὴ τὸν Ποσειδῶ, μαίνεθ᾽, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ·
κέκραγε γοῦν παμμέγεθες. ἀστεῖον πάνυ
365 εἰ τὰς λοπάδας ἐν τῷ μέσῳ μου κειμένας
ὄστρακα ποιήσαι πάνθ᾽ ὅμοια. τὴν θύραν
πέπληχεν. ἐξώλης ἀπόλοιο, Παρμένων,
κομίσας με δεῦρο. μικρὸν ὑπαποστήσομαι.
(ΔΗ.) οὔκουν ἀκούεις; ἄπιθι. ΧΡ. ποῖ γῆς, ὦ τάλαν;
370 (ΔΗ.) ἐς κόρακας ἤδη. (ΧΡ.) δύσμορος. (ΔΗ.) ναί, δύσμορος.
ἐλεεινὸν ἀμέλει τὸ δάκρυον. παύσω σ᾽ ἐγώ,
ὡς οἴομαι. (ΧΡ.) τί ποοῦσαν; (ΔΗ.) οὐδέν. ἀλλ᾽ ἔχεις
τὸ παιδίον, τὴν γραῦν· ἀποφθείρου ποτέ.
(ΧΡ.) ὅτι τοῦτ᾽ ἀνειλόμην; (ΔΗ.) διὰ τοῦτο καὶ— (ΧΡ.) τί καί;
375 (ΔΗ.) διὰ τοῦτο. (ΜΑ.) τοιοῦτ᾽ ἦν τι τὸ κακόν· μανθάνω.
(ΔΗ.) τρυφᾶν γὰρ οὐκ ἠπίστασ᾽. ΧΡ. οὐκ ἠπιστάμην;
τί δ᾽ ἐσθ᾽ ὃ λέγεις; (ΔΗ.) καίτοι πρὸς ἔμ᾽ ἦλθες ἐνθάδε
ἐν σινδονίτῃ, Χρυσί —μανθάνεις— πάνυ
λιτῷ. (ΧΡ.) τί οὖν; (ΔΗ.) τότ᾽ ἦν ἐγώ σοι πάνθ᾽, ὅτε
380 φαύλως ἔπραττες. (ΧΡ.) νῦν δὲ τίς; (ΔΗ.) μή μοι λάλει.
ἔχεις τὰ σαυτῆς πάντα· προστίθημί σοι
ἐγὼ θεραπαίνας, χρυσί᾽. ἐκ τῆς οἰκίας
ἄπιθι. ΜΑ. τὸ πρᾶγμ᾽ ὀργή τις ἐστί· προσιτέον.
βέλτισθ᾽, ὅρα— (ΔΗ.) τί μοι διαλέγει; (ΜΑ.) μὴ δάκῃς.
385 (ΔΗ.) ἑτέρα γὰρ ἀγαπήσει τὰ παρ᾽ ἐμοί, Χρυσί, νῦν
καὶ τοῖς θεοῖς θύσει. ΜΑ. τίς ἐστίν; (ΔΗ.) ἀλλὰ σὺ
ὑὸν πεπόησαι· πάντ᾽ ἔχεις. (ΜΑ.) οὔπω δάκνει.
ὅμως— (ΔΗ.) κατάξω τὴν κεφαλὴν ἄνθρωπέ σου
ἄν μοι διαλέγῃ. (ΜΑ.) νὴ δικαίως γ᾽· ἀλλ᾽ ἰδού,
390 εἰσέρχομ᾽ ἤδη. (ΔΗ.) τὸ μέγα πρᾶγμ᾽. ἐν τῇ πόλει
ὄψει σεαυτὴν νῦν ἀκριβῶς ἥτις εἶ.
αἱ κατά σε, Χρυσί, πραττόμεναι δραχμὰς δέκα
μόνας ἕτεραι τρέχουσιν ἐπὶ τὰ δεῖπνα καὶ
πίνουσ᾽ ἄκρατον ἄχρι ἂν ἀποθάνωσιν, ἢ
395 πεινῶσιν ἂν μὴ τοῦθ᾽ ἑτοίμως καὶ ταχὺ
ποῶσιν. εἴσει δ᾽ οὐδενὸς τοῦτ᾽, οἶδ᾽ ὅτι,
ἧττον σύ, καὶ γνώσει τίς οὖσ᾽ ἡμάρτανες.
ἕσταθι. (ΧΡ.) τάλαιν᾽ ἔγωγε τῆς ἐμῆς τύχης.
***
ΜΑΓ. Μήπως είναι εδώ μπροστά στην πόρτα;Ε, Παρμένων. Μου το ᾽σκασε ο άνθρωπος
και χωρίς ούτε λίγο να με βοηθήσει ΔΗΜ. Κάνε πέρα.
360 από μπροστά μου. ΜΑΓ. Ηρακλή μου, τί είναι τούτο;
Ένας γέρος τρελός όρμησε μέσα, Ή τί κακό
συμβαίνει; Και τί με νοιάζει αυτό; Πω, πω,
μα τον Ποσειδώνα, μου φαίνεται, είναι τρελός·
έτσι που ξεφωνίζει. Πολύ αστείο, αν κάνει
τις πιατέλες μου κομμάτια, όπως τις έχω
365 απλωμένες. Βγαίνει έξω. Κακό χρόνο να ᾽χεις
Παρμένων, που μ᾽ έφερες εδώ. Λίγο θα παραμερίσω.
ΔΗΜ. Δεν ακούς; Φύγε. ΧΡΥ. Πού να πάω η δύστυχη;
ΔΗΜ. Άντε να χαθείς από δω. ΧΡΥ. Κακότυχη που είμαι.
370 ΔΗΜ. Ναι κακότυχη. Συγκινητικά βέβαια τα δάκρυά σου.
Εγώ, πιστεύω, θα σε πάψω να— ΧΡΥ. Να κάνω τί;
ΔΗΜ. Τίποτε. Έχεις το παιδί, τη γριά· Χάσου επί τέλους.
ΧΡΥ. Επειδή κράτησα το παιδί; ΔΗΜ. Για αυτό και— ΧΡΥ. Τί και; ΔΗΜ. Για αυτό.
375 ΜΑΓ. Καταλαβαίνω τώρα τί συμβαίνει. ΔΗΜ. Γιατί δεν ήξερες να ζεις
πλούσια ζωή. ΧΡΥ. Δεν ήξερα; Τί ᾽ναι αυτά που λες;
ΔΗΜ. Κι όμως ήρθες εδώ σε μένα, Χρυσί, ντυμένη—
θυμάσαι— φτωχικά. ΧΡΥ. Ε, και λοιπόν; ΔΗΜ. Τότε εγώ ήμουν
το παν για σένα, στις μαύρες σου τις φτώχειες.
380 ΧΡΥ. Και τώρα ποιός είναι; ΔΗΜ. Μη μου μιλάς. Πήρες
όλα τα πράγματά σου, εγώ σου δίνω ακόμη
χρυσαφικά και δούλες. Φύγε από το σπίτι μου.
ΜΑΓ. Αυτός για κάτι έχει θυμώσει· πρέπει να πλησιάσω.
Κύριε, άκουσέ με— ΔΗΜ. Τί μου μιλάς; ΜΑΓ. Σιγά, μη με δαγκώσεις.
385 ΔΗΜ. Άλλη θα εκτιμήσει τώρα το σπίτι μου, Χρυσί
και θα προσφέρει στους θεούς θυσίες. ΜΑΓ. Ποιά είναι;
ΔΗΜ. Αλλά συ απόκτησες γιο· τα έχεις όλα. ΜΑΓ. Ακόμη δεν δαγκώνει.
Όμως— ΔΗΜ. Θα σου σπάσω το κεφάλι, άνθρωπέ μου,
αν συνεχίσεις. ΜΑΓ. Και με το δίκιο σου. Αλλά νά, μπαίνω αμέσως.
390 ΔΗΜ. Το σπουδαίο πρόσωπο! Τώρα θα ιδείς στην πόλη
ακριβώς ποιά είσαι. Οι γυναίκες σαν και σένα
οι άλλες, για δέκα μόνο δραχμές, Χρυσί,
τρέχουν στις διασκεδάσεις και πίνουν ανέρωτο
395 κρασί ώσπου να πεθάνουν, ή πεινάνε αν δεν
το κάνουν γρήγορα και με προθυμία.
Θα νιώσεις, είμαι βέβαιος, κι εσύ το ίδιο
και θα καταλάβεις ποιά είσαι και το σφάλμα σου.
Κάνε πέρα! ΧΡΥ. Δυστυχία μου, της άμοιρης!