ὤϊξεν δὲ θύρας μεγάρων εὖ ναιεταόντων,
400 βῆ δ᾽ ἴμεν· αὐτὰρ Τηλέμαχος πρόσθ᾽ ἡγεμόνευεν.
εὗρεν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισι νέκυσσιν
αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα,
ὅς ῥά τε βεβρωκὼς βοὸς ἔρχεται ἀγραύλοιο·
πᾶν δ᾽ ἄρα οἱ στῆθός τε παρήϊά τ᾽ ἀμφοτέρωθεν
405 αἱματόεντα πέλει, δεινὸς δ᾽ εἰς ὦπα ἰδέσθαι·
ὣς Ὀδυσεὺς πεπάλακτο πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν.
ἡ δ᾽ ὡς οὖν νέκυάς τε καὶ ἄσπετον ἔσιδεν αἷμα,
ἴθυσέν ῥ᾽ ὀλολύξαι, ἐπεὶ μέγα ἔσιδεν ἔργον·
ἀλλ᾽ Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένην περ,
410 καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἐν θυμῷ, γρηῦ, χαῖρε καὶ ἴσχεο μηδ᾽ ὀλόλυζε·
οὐχ ὁσίη κταμένοισιν ἐπ᾽ ἀνδράσιν εὐχετάασθαι.
τούσδε δὲ μοῖρ᾽ ἐδάμασσε θεῶν καὶ σχέτλια ἔργα·
οὔ τινα γὰρ τίεσκον ἐπιχθονίων ἀνθρώπων,
415 οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν, ὅτις σφέας εἰσαφίκοιτο·
τῶ καὶ ἀτασθαλίῃσιν ἀεικέα πότμον ἐπέσπον.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι σὺ γυναῖκας ἐνὶ μεγάροις κατάλεξον,
αἵ τέ μ᾽ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλίτιδές εἰσιν.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια·
420 «τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθείην καταλέξω.
πεντήκοντά τοί εἰσιν ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκες
δμῳαί, τὰς μὲν ἔργα διδάξαμεν ἐργάζεσθαι,
εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι·
τάων δώδεκα πᾶσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν,
425 οὔτ᾽ ἐμὲ τίουσαι οὔτ᾽ αὐτὴν Πηνελόπειαν.
Τηλέμαχος δὲ νέον μὲν ἀέξετο, οὐδέ ἑ μήτηρ
σημαίνειν εἴασκεν ἐπὶ δμῳῇσι γυναιξίν.
ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ἐγὼν ἀναβᾶσ᾽ ὑπερώϊα σιγαλόεντα
εἴπω σῇ ἀλόχῳ, τῇ τις θεὸς ὕπνον ἐπῶρσε.»
430 Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«μή πω τήνδ᾽ ἐπέγειρε· σὺ δ᾽ ἐνθάδε εἰπὲ γυναιξὶν
ἐλθέμεν, αἵ περ πρόσθεν ἀεικέα μηχανόωντο.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, γρηῢς δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει
ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι.
435 αὐτὰρ ὁ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην
εἰς ἓ καλεσσάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἄρχετε νῦν νέκυας φορέειν καὶ ἄνωχθε γυναῖκας·
αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας
ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι καθαίρειν.
440 αὐτὰρ ἐπὴν δὴ πάντα δόμον κατακοσμήσησθε,
δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο,
μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς,
θεινέμεναι ξίφεσιν τανυήκεσιν, εἰς ὅ κε πασέων
ψυχὰς ἐξαφέλησθε, καὶ ἐκλελάθωντ᾽ Ἀφροδίτης,
445 τὴν ἄρ᾽ ὑπὸ μνηστῆρσιν ἔχον μίσγοντό τε λάθρῃ.»
400 βῆ δ᾽ ἴμεν· αὐτὰρ Τηλέμαχος πρόσθ᾽ ἡγεμόνευεν.
εὗρεν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισι νέκυσσιν
αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα,
ὅς ῥά τε βεβρωκὼς βοὸς ἔρχεται ἀγραύλοιο·
πᾶν δ᾽ ἄρα οἱ στῆθός τε παρήϊά τ᾽ ἀμφοτέρωθεν
405 αἱματόεντα πέλει, δεινὸς δ᾽ εἰς ὦπα ἰδέσθαι·
ὣς Ὀδυσεὺς πεπάλακτο πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν.
ἡ δ᾽ ὡς οὖν νέκυάς τε καὶ ἄσπετον ἔσιδεν αἷμα,
ἴθυσέν ῥ᾽ ὀλολύξαι, ἐπεὶ μέγα ἔσιδεν ἔργον·
ἀλλ᾽ Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένην περ,
410 καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἐν θυμῷ, γρηῦ, χαῖρε καὶ ἴσχεο μηδ᾽ ὀλόλυζε·
οὐχ ὁσίη κταμένοισιν ἐπ᾽ ἀνδράσιν εὐχετάασθαι.
τούσδε δὲ μοῖρ᾽ ἐδάμασσε θεῶν καὶ σχέτλια ἔργα·
οὔ τινα γὰρ τίεσκον ἐπιχθονίων ἀνθρώπων,
415 οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν, ὅτις σφέας εἰσαφίκοιτο·
τῶ καὶ ἀτασθαλίῃσιν ἀεικέα πότμον ἐπέσπον.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι σὺ γυναῖκας ἐνὶ μεγάροις κατάλεξον,
αἵ τέ μ᾽ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλίτιδές εἰσιν.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια·
420 «τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθείην καταλέξω.
πεντήκοντά τοί εἰσιν ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκες
δμῳαί, τὰς μὲν ἔργα διδάξαμεν ἐργάζεσθαι,
εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι·
τάων δώδεκα πᾶσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν,
425 οὔτ᾽ ἐμὲ τίουσαι οὔτ᾽ αὐτὴν Πηνελόπειαν.
Τηλέμαχος δὲ νέον μὲν ἀέξετο, οὐδέ ἑ μήτηρ
σημαίνειν εἴασκεν ἐπὶ δμῳῇσι γυναιξίν.
ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ἐγὼν ἀναβᾶσ᾽ ὑπερώϊα σιγαλόεντα
εἴπω σῇ ἀλόχῳ, τῇ τις θεὸς ὕπνον ἐπῶρσε.»
430 Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«μή πω τήνδ᾽ ἐπέγειρε· σὺ δ᾽ ἐνθάδε εἰπὲ γυναιξὶν
ἐλθέμεν, αἵ περ πρόσθεν ἀεικέα μηχανόωντο.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, γρηῢς δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει
ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι.
435 αὐτὰρ ὁ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην
εἰς ἓ καλεσσάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἄρχετε νῦν νέκυας φορέειν καὶ ἄνωχθε γυναῖκας·
αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας
ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι καθαίρειν.
440 αὐτὰρ ἐπὴν δὴ πάντα δόμον κατακοσμήσησθε,
δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο,
μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς,
θεινέμεναι ξίφεσιν τανυήκεσιν, εἰς ὅ κε πασέων
ψυχὰς ἐξαφέλησθε, καὶ ἐκλελάθωντ᾽ Ἀφροδίτης,
445 τὴν ἄρ᾽ ὑπὸ μνηστῆρσιν ἔχον μίσγοντό τε λάθρῃ.»
***
Αυτά φωνάζοντας της μίλησε, κι ο λόγος του δεν πέταξε στα κούφια·
ανοίγει αμέσως τα θυρόφυλλα προς την καλοχτισμένη αίθουσα,
400 και προχωρούσε τώρα, με τον Τηλέμαχο οδηγό μπροστά της.
Εκεί τον Οδυσσέα βλέπει, ανάμεσα στα σκοτωμένα τους κουφάρια,
στο λύθρο βουτηγμένο και στο αίμα. Σαν το λιοντάρι
που σπαράζει ένα γελάδι σε κοπάδι που βοσκούσε,
κι ύστερα φεύγει αιμόφυρτο στα στήθη και στα δυο του μάγουλα —
θέαμα αποτρόπαιο, φριχτό·
παρόμοια ο Οδυσσέας έσταζε όλος αίμα από τα πόδια του και πάνω από τα χέρια.
Μόλις η παραμάνα αντίκρισε νεκρά τα σώματα να κολυμπούν
στο αίμα, πήγε να βγάλει ολολυγή, βλέποντας
το μεγάλο αυτό κατόρθωμα.
Ο Οδυσσέας όμως τη σταμάτησε, της έκοψε τη φόρα πριν ξεσπάσει,
410 κι όπως της μίλησε, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Κράτησε τη χαρά σου μέσα σου, φυλάξου κι άσε τις κραυγές·
δεν είναι κιόλας όσιο, μπροστά σε σκοτωμένους να καυχιέσαι.
Αυτούς τους δάμασε μοίρα θεού, τιμώρησε τα ανόσια έργα τους,
αφού δεν έδειχναν καμιά τιμή για τον συνάνθρωπό τους,
τον ταπεινό ή και τον πιο σπουδαίο, όποιος τούς έπεφτε μπροστά.
Γι᾽ αυτό τους βρήκε θάνατος φριχτός, για τις φριχτές τους πράξεις.
Τώρα ωστόσο μέτρα μου του παλατιού τις δούλες,
πόσες και ποιες μας δείχνουν περιφρόνηση, πόσες αθώες έμειναν.»
Αμέσως αποκρίθηκε πιστή τροφός η Ευρύκλεια:
420 «Γιε μου, σ᾽ εκείνο που ρωτάς θ᾽ ακούσεις όλη την αλήθεια·
πενήντα είναι μέσα στο παλάτι οι σκλάβες μας γυναίκες,
που τις εμάθαμε στο μεταξύ να κάνουν του σπιτιού δουλειές,
να ξένουν το μαλλί, υπομονή να δείχνουν στη σκλαβιά τους.
Δώδεκα απ᾽ αυτές φάνηκαν ολωσδιόλου αναίσχυντες, που εμένα
δεν λογάριαζαν, δεν σέβονταν την Πηνελόπη.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος έγινε άντρας πια, κι η μάνα του δεν άφηνε
να ᾽χει με δούλες πάρε δώσε, κάνοντας το κουμάντο.
Αλλά καιρός να ανέβω τώρα εγώ στο φωτεινό υπερώο,
το μήνυμα να φέρω στην ομόκλινη γυναίκα σου,
που ένας θεός τη βύθισε στον ύπνο.»
430 Ο Οδυσσέας πολύγνωμος αμέσως αποκρίθηκε:
«Όχι, μην την ξυπνάς ακόμη· καλύτερα πες πρώτα
να κοπιάσουν όσες γυναίκες δούλες ύπουλα φέρθηκαν και πονηρά.»
Έτσι της μίλησε, κι εκείνη, την αίθουσα διαβαίνοντας, πήγε
την εντολή του Οδυσσέα να φέρει στις γυναίκες και να τις σπρώξει
να φανούν μπροστά του.
Συνάμα τον Τηλέμαχο κοντά του φώναξε μαζί με τον βουκόλο
και τον χοιροβοσκό, κι όπως τους μίλησε, σαν τα πουλιά τα λόγια του πετούσαν:
«Εμπρός λοιπόν, σύρετε έξω τα κουφάρια, πείτε
να δώσουν ένα χέρι κι οι παραδουλεύτρες, μετά θρόνους και τάβλες
με τα πολύτρυπα σφουγγάρια και νερό παστρέψετε.
440 Κι αφού τα πάντα μέσα εδώ τα βάλετε σε τάξη,
βγάλτε τις δούλες έξω απ᾽ το καλοχτισμένο μέγαρο
και στην αυλή, στον θόλο ανάμεσα και στον ωραίο μας φράχτη,
τις σφάζετε με τα γυμνά σας κοφτερά σπαθιά, ώσπου καμιά τους
να μη μείνει ζωντανή· για να ξεχάσουν
μια για πάντα τις χαρές της Αφροδίτης, εκείνα τα κρυφά αγκαλιάσματα,
πλαγιάζοντας με τους μνηστήρες.»
Αυτά φωνάζοντας της μίλησε, κι ο λόγος του δεν πέταξε στα κούφια·
ανοίγει αμέσως τα θυρόφυλλα προς την καλοχτισμένη αίθουσα,
400 και προχωρούσε τώρα, με τον Τηλέμαχο οδηγό μπροστά της.
Εκεί τον Οδυσσέα βλέπει, ανάμεσα στα σκοτωμένα τους κουφάρια,
στο λύθρο βουτηγμένο και στο αίμα. Σαν το λιοντάρι
που σπαράζει ένα γελάδι σε κοπάδι που βοσκούσε,
κι ύστερα φεύγει αιμόφυρτο στα στήθη και στα δυο του μάγουλα —
θέαμα αποτρόπαιο, φριχτό·
παρόμοια ο Οδυσσέας έσταζε όλος αίμα από τα πόδια του και πάνω από τα χέρια.
Μόλις η παραμάνα αντίκρισε νεκρά τα σώματα να κολυμπούν
στο αίμα, πήγε να βγάλει ολολυγή, βλέποντας
το μεγάλο αυτό κατόρθωμα.
Ο Οδυσσέας όμως τη σταμάτησε, της έκοψε τη φόρα πριν ξεσπάσει,
410 κι όπως της μίλησε, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Κράτησε τη χαρά σου μέσα σου, φυλάξου κι άσε τις κραυγές·
δεν είναι κιόλας όσιο, μπροστά σε σκοτωμένους να καυχιέσαι.
Αυτούς τους δάμασε μοίρα θεού, τιμώρησε τα ανόσια έργα τους,
αφού δεν έδειχναν καμιά τιμή για τον συνάνθρωπό τους,
τον ταπεινό ή και τον πιο σπουδαίο, όποιος τούς έπεφτε μπροστά.
Γι᾽ αυτό τους βρήκε θάνατος φριχτός, για τις φριχτές τους πράξεις.
Τώρα ωστόσο μέτρα μου του παλατιού τις δούλες,
πόσες και ποιες μας δείχνουν περιφρόνηση, πόσες αθώες έμειναν.»
Αμέσως αποκρίθηκε πιστή τροφός η Ευρύκλεια:
420 «Γιε μου, σ᾽ εκείνο που ρωτάς θ᾽ ακούσεις όλη την αλήθεια·
πενήντα είναι μέσα στο παλάτι οι σκλάβες μας γυναίκες,
που τις εμάθαμε στο μεταξύ να κάνουν του σπιτιού δουλειές,
να ξένουν το μαλλί, υπομονή να δείχνουν στη σκλαβιά τους.
Δώδεκα απ᾽ αυτές φάνηκαν ολωσδιόλου αναίσχυντες, που εμένα
δεν λογάριαζαν, δεν σέβονταν την Πηνελόπη.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος έγινε άντρας πια, κι η μάνα του δεν άφηνε
να ᾽χει με δούλες πάρε δώσε, κάνοντας το κουμάντο.
Αλλά καιρός να ανέβω τώρα εγώ στο φωτεινό υπερώο,
το μήνυμα να φέρω στην ομόκλινη γυναίκα σου,
που ένας θεός τη βύθισε στον ύπνο.»
430 Ο Οδυσσέας πολύγνωμος αμέσως αποκρίθηκε:
«Όχι, μην την ξυπνάς ακόμη· καλύτερα πες πρώτα
να κοπιάσουν όσες γυναίκες δούλες ύπουλα φέρθηκαν και πονηρά.»
Έτσι της μίλησε, κι εκείνη, την αίθουσα διαβαίνοντας, πήγε
την εντολή του Οδυσσέα να φέρει στις γυναίκες και να τις σπρώξει
να φανούν μπροστά του.
Συνάμα τον Τηλέμαχο κοντά του φώναξε μαζί με τον βουκόλο
και τον χοιροβοσκό, κι όπως τους μίλησε, σαν τα πουλιά τα λόγια του πετούσαν:
«Εμπρός λοιπόν, σύρετε έξω τα κουφάρια, πείτε
να δώσουν ένα χέρι κι οι παραδουλεύτρες, μετά θρόνους και τάβλες
με τα πολύτρυπα σφουγγάρια και νερό παστρέψετε.
440 Κι αφού τα πάντα μέσα εδώ τα βάλετε σε τάξη,
βγάλτε τις δούλες έξω απ᾽ το καλοχτισμένο μέγαρο
και στην αυλή, στον θόλο ανάμεσα και στον ωραίο μας φράχτη,
τις σφάζετε με τα γυμνά σας κοφτερά σπαθιά, ώσπου καμιά τους
να μη μείνει ζωντανή· για να ξεχάσουν
μια για πάντα τις χαρές της Αφροδίτης, εκείνα τα κρυφά αγκαλιάσματα,
πλαγιάζοντας με τους μνηστήρες.»