Πάμε λοιπόν στην «απορία» η οποία αναφέρεται στην ιστορία της «αποξηρανθείσης συκής», επειδή δεν είχε σύκα:
«Και τη επαύριον εξελθόντων αυτών από Βηθανίας επείνασε΄ και ιδών συκήν έχουσαν φύλλα, ήλθεν ει άρα τι ευρήσει εν αυτή΄ και ελθών επ’ αυτήν ουδέν εύρεν ει μη φύλλα΄ ου γαρ ην καιρός σύκων. και αποκριθείς είπεν αυτή΄ μηκέτι εκ σου εις τον αιώνα μηδείς καρπόν φάγοι΄ και ήκουον οι μαθηταί αυτού… και ότε οψέ εγένετο, εξεπορεύετο έξω της πόλεως, Και παραπορευόμενοι πρωί είδον την συκήν εξηραμμένην εκ ριζών. και αναμνησθείς ο Πέτρος λέγει αυτώ΄ ραββί, ίδε η συκή εν κατηράσω εξήρανται. και αποκριθείς ο Ιησούς λέγει αυτοίς΄ έχετε πίστιν Θεού. αμήν γαρ λέγω υμίν ότι ός αν είπη τω όρει τούτω, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, και μη διακριθή εν τη καρδία αυτού, αλλά πιστεύσει ότι ά λέγει γίνεται, έσται αυτώ ό εάν είπη». Κατά Μάρκον, Κεφ. ΙΑ , Στίχοι 12-14 και 19-23.Το ίδιο επεισόδιο αναφέρεται και στο Κατά Ματθαίον, Κεφ. ΚΑ, Στίχοι 17- 22, ως ακολούθως:
«και καταλιπών αυτούς εξήλθεν έξω της πόλεως εις Βηθανίαν και ηυλίσθη εκεί. Πρωϊας δε επανάγων εις την πόλιν επείνασε΄ και ιδών συκήν μίαν επί της οδού ήλθεν επ’ αυτήν, και ουδέν εύρεν εν αυτή ει μη φύλλα μόνον, και λέγει αυτή΄ μηκέτι εκ σού καρπός γένηται εις τον αιώνα, και εξηράνθη παραχρήμα η συκή. και ιδόντες οι μαθηταί εθαύμασαν λέγοντες, πως παραχρήμα εξηράνθη η συκή; αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς΄ αμήν λέγω υμίν, εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε, ου μόνον το της συκής ποιήσετε, αλλά κάν τω όρει τούτω είπητε, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γενήσεται΄ και πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε.».
Έτσι για να ευθυμήσουμε λίγο, βλέπουμε τους «πάνσοφους αλιείς» κατ’ αρχήν να διαφωνούν μεταξύ τους. Ο ένας λέει ότι ο Ιησούς επείνασεν «εξελθόντων αυτών από Βηθανίας» βγαίνοντας από την Βηθανία ενώ ο άλλος λέει επείνασεν το πρωί «επανάγων εις την πόλιν», δηλαδή μπαίνοντας στην πόλη της Βηθανίας. Ο ένας λέει ότι η συκή εξηράνθη «παραχρήμα», ο άλλος λέει ότι την είδαν ξεραμένη την άλλη μέρα το πρωί. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα έγραφαν αν δεν είχαν δεχθεί και την «επιφοίτηση» του Αγίου Πνεύματος;
Και οι δύο συμφωνούν ότι η συκή είχε μόνο φύλλα. Ο Μάρκος, ενώ θα μπορούσε να το παραλείψει, χωρίς να του ζητήσει κανείς το λόγο, διευκρινίζει αφελέστατα, ότι «ου γάρ ην καιρός σύκων». Δηλαδή η συκιά δεν είχε σύκα είτε γιατί ήταν πολύ νωρίς (Μάρτιος-Απρίλιος) είτε πολύ αργά (Σεπτέμβρης – Οκτώβρης). Σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να ξέρουμε αν η συκιά ήταν στείρα ή όχι, όπως φαντάστηκε ο Τρεμπέλας. Αλλά ακόμη και οι αυτοφυείς αγριοσυκιές κάνουν σύκα, μπορεί λίγα, μπορεί κατώτερης ποιότητας, αλλά κάνουν σύκα. Άρα μπορούμε να συμπεράνουμε ασφαλώς ότι το «ου γάρ ην καιρός σύκων» είναι ακριβές.
Αλλά και αν ακόμη ήταν «καιρός σύκων», αποκλείεται να πήγαν κάποιοι νωρίτερα και να τα είχαν μαζέψει; Ήταν σοβαρός λόγος αυτός για τον Ιησού Χριστό, τον Θεάνθρωπο, τον Θεό της Αγάπης, να καταραστεί ένα αθώο δέντρο; Και εν πάση περιπτώσει όταν πεινάει κάποιος, θα έτρωγε ποτέ σύκα για να χορτάσει και μάλιστα πρωϊνιάτικα; Θα τον έπιανε τέτοιο κόψιμο που δεν θα προλάβαινε ούτε να σκεφτεί ούτε ν’ ανάψει το φως, όπως λέει και το σχετικό ανέκδοτο. Και στο κάτω – κάτω της γραφής το, έστω και χωρίς σύκα, αθώο δεντράκι δεν θα ήταν χρήσιμο για τη σκιά του μέσα στην καρακαντήλα της ερήμου για τον κάθε κουρασμένο και καταϊδρωμένο οδοιπόρο; Πως θα μπορούσε ένας θεός μιας πολυθρύλητης «αγάπης», μιας αγάπης που έγινε το σήμα κατατεθέν της θρησκείας του, να δικαιολογηθεί, καταρώμενος ένα αθώο δέντρο; Δεν περίσσευε και γι’ αυτό λίγη «αγάπη»;
Παρ’ όλα αυτά, και οι δύο ευαγγελιστές ενώ θα μπορούσαν να υποβαθμίσουν το γεγονός, αν διέθεταν ελάχιστη εξυπνάδα (που να τη βρούν;), εκθέτουν ακόμη περισσότερο τον ραβίνο - δάσκαλο τους και δικό μας Ιησού Χριστό. Τον βάζουν να διδάσκει τη δύναμη της πίστης. Τι τραγική ειρωνεία! Ενώ από τη μια λέει ότι όποιος έχει πίστη μπορεί να πει στο όρος «σήκω και πέσε στη θάλασσα» και κείνο να πέσει, από την άλλη ο καλός μας ο Χριστούλης, ο Υιός του Θεού, ο δάσκαλος της Πίστης, δεν έχει πίστην ούτε ως «κόκκον σινάπεως» για να πει στην καημένη τη συκιά: «Γέμισε με ώριμα και γλυκά σύκα για να φάω και εγώ για να χορτάσω αλλά και όποιος περάσει από δω και κάτσει στη σκιά σου», παρά μόνο την καταριέται να ξεραθεί. Μπορεί άραγε να μου λύσει κανείς αυτήν την απορία;
Σημείωση: Η συκιά ήταν το ιερό δένδρο και σύμβολο της Ρώμης.
Μάταια προσπαθεί να δικαιολογηθεί ο Π.Ν. Τρεμπέλας λέγοντας ότι η συκιά «δεν είχε ούτε άγουρα σύκα», υπονοώντας ότι την καταράστηκε ο Χριστός γιατί ήταν στείρα, πράγμα το οποίο δεν αναφέρουν τα ευαγγέλια, αλλά ήταν αποτέλεσμα της «πλούσιας» φαντασίας του, η οποία κάλπαζε ακάθεκτη. Γι' αυτό και τα εύσημα από τα Πατριαρχεία. Δεν είναι μικρό πράγμα να φαντάζεσαι δύο χιλιάδες χρόνια μετά, τι νόμιζαν οι μαθηταί του Χριστού. Νόμισαν!!! Οι μαθηταί ότι είχε πεινάσει ο Χριστός ενώ εκείνος ήθελε να τους δώσει μάθημα ποια θα είναι η τύχη κάθε άκαρπου πνευματικά ανθρώπου. Έλεος πια, λυπηθείτε μας!!!
Γιατί ο Λουκάς δεν βάζει το Χριστό να τους πει κατ’ ευθείαν, και χωρίς περιστροφές, μια και η Ελληνική γλώσσα, όπως είπαμε στην αρχή, είναι σαφέστατη, τι ήθελε να τους διδάξει, παρά ταλαιπωρεί 18 αιώνες μετά κάποιον «ερμηνευτή» του, εκθέτοντάς τον ανεπανόρθωτα;
Τελικά ο Τρεμπέλας μου φαίνεται ότι ξαναγράφει τα ευαγγέλια από την αρχή κατά το δοκούν.
Ποιοι να είναι άραγε κατά τον Τρεμπέλα «πνευματικοί» άνθρωποι»; Οι αδαείς, οι ηλίθιοι και οι αφελείς που τον άκουγαν και τον διαβάζουν, θαυμάζοντας την πομπώδη αλλά ακαταλαβίστικη λογοκοπία του;
Θα μπορούσε άραγε ο Τρεμπέλας ή κάποιος σαν εκείνον να μας υποδείξει για παράδειγμα έναν τύπο «άκαρπου πνευματικά» ανθρώπου; Τι να ήταν κατά τον Τρεμπέλα οι «πτωχοί τω πνεύματι» που μακάριζε ο Χριστός στην επί του Όρους ομιλία του; Ας αποφασίσει τέλος πάντων κάποιος ποιοι είναι οι πνευματικοί και ποιοί οι «άκαρποι» πνευματικά άνθρωποι, για να «μορφωθούμε» λιγάκι και μείς οι υπόλοιποι αδαείς.
Και αν τέλος πάντων υπάρχουν και κάποιοι μη πνευματικοί άνθρωποι, με τη όποια σημασία του όρου, γιατί θα πρέπει να έχουν την τύχη της «ξηρανθείσης συκής»; Αποκλείεται δηλαδή να είναι άτομα παραγωγικά και χρήσιμα στην κοινωνία, έστω και με τη «σκιά» τους; Με ποια δικαιολογία, κατά τον Τρεμπέλα, τους καταριέται ο Χριστός να «ξεραθούν» και ο ίδιος ο Τρεμπέλας τους αρνείται μια θέση κάτω από τον Ήλιο, όπως δικαιούνται όλα τα ζωντανά που ζουν επάνω σ’ αυτόν τον έρμο πλανήτη;
ΔΕΣ: Η καταραμένη συκιά και η εκδίκησή της