[92] Βούλομαι δὲ ὀλίγα ἑκατέρους ἀναμνήσας καταβαίνειν, τούς τε ἐξ ἄστεως καὶ τοὺς ἐκ Πειραιῶς, ἵνα τὰς ὑμῖν διὰ τούτων γεγενημένας συμφορὰς παραδείγματα ἔχοντες τὴν ψῆφον φέρητε. καὶ πρῶτον μὲν ὅσοι ἐξ ἄστεώς ἐστε, σκέψασθε ὅτι ὑπὸ τούτων οὕτω σφόδρα ἤρχεσθε, ὥστε ἀδελφοῖς καὶ ὑέσι καὶ πολίταις ἠναγκάζεσθε πολεμεῖν τοιοῦτον πόλεμον, ἐν ᾧ ἡττηθέντες μὲν τοῖς νικήσασι τὸ ἴσον ἔχετε, νικήσαντες δ᾽ ἂν τούτοις ἐδουλεύετε.
[93] καὶ τοὺς ἰδίους οἴκους οὗτοι μὲν [ἂν] ἐκ τῶν πραγμάτων μεγάλους ἐκτήσαντο, ὑμεῖς δὲ διὰ τὸν πρὸς ἀλλήλους πόλεμον ἐλάττους ἔχετε· συνωφελεῖσθαι μὲν γὰρ ὑμᾶς οὐκ ἠξίουν, συνδιαβάλλεσθαι δ᾽ ἠνάγκαζον, εἰς τοσοῦτον ὑπεροψίας ἐλθόντες ὥστε οὐ τῶν ἀγαθῶν κοινούμενοι πιστοὺς ὑμᾶς ἐκτῶντο, ἀλλὰ τῶν ὀνειδῶν μεταδιδόντες εὔνους ᾤοντο εἶναι.
[94] ἀνθ᾽ ὧν ὑμεῖς νῦν ἐν τῷ θαρραλέῳ ὄντες, καθ᾽ ὅσον δύνασθε, καὶ ὑπὲρ ὑμῶν αὐτῶν καὶ ὑπὲρ τῶν ἐκ Πειραιῶς τιμωρήσασθε, ἐνθυμηθέντες μὲν ὅτι ὑπὸ τούτων πονηροτάτων ὄντων ἤρχεσθε, ἐνθυμηθέντες δὲ ὅτι μετ᾽ ἀνδρῶν νῦν ἀρίστων πολιτεύεσθε καὶ τοῖς πολεμίοις μάχεσθε καὶ περὶ τῆς πόλεως βουλεύεσθε, ἀναμνησθέντες δὲ τῶν ἐπικούρων, οὓς οὗτοι φύλακας τῆς σφετέρας ἀρχῆς καὶ τῆς ὑμετέρας δουλείας εἰς τὴν ἀκρόπολιν κατέστησαν.
[95] καὶ πρὸς ὑμᾶς μὲν ἔτι πολλῶν ὄντων εἰπεῖν τοσαῦτα λέγω. ὅσοι δ᾽ ἐκ Πειραιῶς ἐστε, πρῶτον μὲν τῶν ὅπλων ἀναμνήσθητε, ὅτι πολλὰς μάχας ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ μαχεσάμενοι οὐχ ὑπὸ τῶν πολεμίων ἀλλ᾽ ὑπὸ τούτων εἰρήνης οὔσης ἀφῃρέθητε τὰ ὅπλα, ἔπειθ᾽ ὅτι ἐξεκηρύχθητε μὲν ἐκ τῆς πόλεως, ἣν ὑμῖν οἱ πατέρες παρέδοσαν, φεύγοντας δὲ ὑμᾶς ἐκ τῶν πόλεων ἐξῃτοῦντο.
[96] ἀνθ᾽ ὧν ὀργίσθητε μὲν ὥσπερ ὅτ᾽ ἐφεύγετε, ἀναμνήσθητε δὲ καὶ τῶν ἄλλων κακῶν ἃ πεπόνθατε ὑπ᾽ αὐτῶν, οἳ τοὺς μὲν ἐκ τῆς ἀγορᾶς τοὺς δ᾽ ἐκ τῶν ἱερῶν συναρπάζοντες βιαίως ἀπέκτειναν, τοὺς δὲ ἀπὸ τέκνων καὶ γονέων καὶ γυναικῶν ἀφέλκοντες φονέας αὑτῶν ἠνάγκασαν γενέσθαι καὶ οὐδὲ ταφῆς τῆς νομιζομένης εἴασαν τυχεῖν, ἡγούμενοι τὴν αὑτῶν ἀρχὴν βεβαιοτέραν εἶναι τῆς παρὰ τῶν θεῶν τιμωρίας.
[97] ὅσοι δὲ τὸν θάνατον διέφυγον, πολλαχοῦ κινδυνεύσαντες καὶ εἰς πολλὰς πόλεις πλανηθέντες καὶ πανταχόθεν ἐκκηρυττόμενοι, ἐνδεεῖς ὄντες τῶν ἐπιτηδείων, οἱ μὲν ἐν πολεμίᾳ τῇ πατρίδι τοὺς παῖδας καταλιπόντες, οἱ δ᾽ ἐν ξένῃ γῇ, πολλῶν ἐναντιουμένων ἤλθετε εἰς τὸν Πειραιᾶ. πολλῶν δὲ καὶ μεγάλων κινδύνων ὑπαρξάντων ἄνδρες ἀγαθοὶ γενόμενοι τοὺς μὲν ἠλευθερώσατε, τοὺς δ᾽ εἰς τὴν πατρίδα κατηγάγετε.
[98] εἰ δὲ ἐδυστυχήσατε καὶ τούτων ἡμάρτετε, αὐτοὶ μὲν ἂν δείσαντες ἐφεύγετε μὴ πάθητε τοιαῦτα οἷα καὶ πρότερον, καὶ οὔτ᾽ ἂν ἱερὰ οὔτε βωμοὶ ὑμᾶς ἀδικουμένους διὰ τοὺς τούτων τρόπους ὠφέλησαν, ἃ καὶ τοῖς ἀδικοῦσι σωτήρια γίγνεται· οἱ δὲ παῖδες ὑμῶν, ὅσοι μὲν ἐνθάδε ἦσαν, ὑπὸ τούτων ἂν ὑβρίζοντο, οἱ δ᾽ ἐπὶ ξένης μικρῶν ἂν ἕνεκα συμβολαίων ἐδούλευον ἐρημίᾳ τῶν ἐπικουρησόντων.
[99] Ἀλλὰ γὰρ οὐ τὰ μέλλοντα ἔσεσθαι βούλομαι λέγειν, τὰ πραχθέντα ὑπὸ τούτων οὐ δυνάμενος εἰπεῖν. οὐδὲ γὰρ ἑνὸς κατηγόρου οὐδὲ δυοῖν ἔργον ἐστίν, ἀλλὰ πολλῶν. ὅμως δὲ τῆς ἐμῆς προθυμίας ‹οὐδὲν› ἐλλέλειπται, ὑπέρ ‹τε› τῶν ἱερῶν, ἃ οὗτοι τὰ μὲν ἀπέδοντο τὰ δ᾽ εἰσιόντες ἐμίαινον, ὑπέρ τε τῆς πόλεως, ἣν μικρὰν ἐποίουν, ὑπέρ τε τῶν νεωρίων, ἃ καθεῖλον, καὶ ὑπὲρ τῶν τεθνεώτων, οἷς ὑμεῖς, ἐπειδὴ ζῶσιν ἐπαμῦναι οὐκ ἐδύνασθε, ἀποθανοῦσι βοηθήσατε.
[100] οἶμαι δ᾽ αὐτοὺς ἡμῶν τε ἀκροᾶσθαι καὶ ὑμᾶς εἴσεσθαι τὴν ψῆφον φέροντας, ἡγουμένους, ὅσοι μὲν ἂν τούτων ἀποψηφίσησθε, αὐτῶν θάνατον κατεψηφισμένους ἔσεσθαι, ὅσοι δ᾽ ἂν παρὰ τούτων δίκην λάβωσιν, ὑπὲρ αὐτῶν ‹τὰς› τιμωρίας πεποιημένους.
Παύσομαι κατηγορῶν. ἀκηκόατε, ἑωράκατε, πεπόνθατε, ἔχετε· δικάζετε.
***
Επίλογος: γ. Υπομνήσεις στις δύο μερίδες πολιτών
[92] Θέλω να κατεβώ από το βήμα, αφού πρώτα θυμίσω μερικά στις δύο μερίδες των πολιτών, και στη μερίδα της πόλης και στη μερίδα του Πειραιά, έτσι ώστε να ψηφίσετε όλοι έχοντας για κριτήρια αυτά που υποφέρατε εξαιτίας τους. Πρώτα πρώτα, όσοι μείνατε στην πόλη, συλλογιστείτε ότι αυτοί ασκούσαν πάνω σας μια τόσο σκληρή εξουσία, ώστε ήσασταν αναγκασμένοι να διεξάγετε με τους αδελφούς και τους γιους και τους συμπολίτες σας ένα τέτοιον πόλεμο, όπου, μολονότι έχετε ηττηθεί, βρίσκεστε στην ίδια μοίρα με τους νικητές, ενώ, αν νικούσατε, θα γινόσασταν δούλοι των Τριάντα.
[93] Αυτοί, με τις πολιτικές τους αυθαιρεσίες, μεγάλωσαν τις ιδιωτικές τους περιουσίες, ενώ εσείς, με τον εμφύλιο πόλεμο, τις έχετε ελαττώσει. Γιατί, φυσικά, δε θεωρούσαν απαραίτητο να συμμετέχετε στα διάφορα κέρδη, ενώ σας ανάγκαζαν να συμμερίζεστε τις ευθύνες που τους καταλόγιζαν. Και έφτασαν σε τέτοιο βαθμό κυνισμού, ώστε δεν κέρδιζαν την αφοσίωσή σας μοιράζοντάς σας από τα αγαθά τους, αλλά πίστευαν ότι αποχτούσαν την εύνοιά σας μεταδίδοντάς σας τα αίσχη τους.
[94] Για όλα αυτά, τώρα που έχετε αποχτήσει ξανά το θάρρος σας, όσο σας είναι δυνατό, ζητήστε την τιμωρία τους και για δική σας χάρη και για χάρη της μερίδας του Πειραιά. Σκεφτείτε ότι τότε σας εξουσίαζαν αυτοί οι πανάθλιοι άνθρωποι· σκεφτείτε ότι τώρα ασκείτε τα πολιτικά δικαιώματα μαζί με άριστους συμπολίτες, ότι πολεμάτε μόνο με τους εχθρούς της πατρίδας σας και ασχολείστε με τα προβλήματα της πόλης. Και θυμηθείτε τους ξένους μισθοφόρους, που αυτοί είχαν εγκαταστήσει στην ακρόπολη, για να περιφρουρούν τη δική τους εξουσία και τη δική σας δουλεία.
[95] Σ᾽ εσάς, μολονότι πολλά υπάρχουν ακόμη να πω, μόνο αυτά αναφέρω.
Όσοι πάλι κατεβήκατε στον Πειραιά, θυμηθείτε πρώτα πρώτα την υπόθεση των όπλων: ενώ είχατε πάρει μέρος σε πολλές μάχες σε ξένους τόπους, τα όπλα σάς τα στέρησαν όχι εθνικοί σας εχθροί, αλλά αυτοί εδώ, και μάλιστα σε περίοδο ειρήνης· ύστερα σας κήρυξαν έκπτωτους από την πόλη που σας είχαν παραδώσει οι πρόγονοί σας, και όσο ζούσατε στην εξορία, αυτοί ζητούσαν την έκδοσή σας από διάφορες πόλεις.
[96] Για όλα αυτά πρέπει να αισθανθείτε τόση οργή, όση και τον καιρό της εξορίας σας, και να θυμηθείτε και όσα άλλα δεινά υποφέρατε από αυτούς: άλλους έσερναν από την αγορά και άλλους από τόπους λατρείας, και τους σκότωναν· άλλους άρπαξαν βίαια από τα παιδιά, τους γονείς και τις γυναίκες τους, τους ανάγκαζαν να αυτοκτονήσουν και δεν έδιναν καν άδεια να θαφτούν με τα καθιερωμένα έθιμα, πιστεύοντας ότι η δική τους εξουσία θα ήταν μονιμότερη από την τιμωρία των θεών.
[97] Και όσοι ξεφύγατε το θάνατο, έχοντας περάσει πολλούς κινδύνους, έχοντας περιπλανηθεί σε πολλές πόλεις και αντιμετωπίζοντας από παντού την άρνηση, χωρίς να έχετε καν τα απαραίτητα για να ζήσετε, άλλοι από σας έχοντας αφήσει τα παιδιά σας σε πατρίδα τώρα εχθρική, άλλοι σε ξένους τόπους, έχοντας γύρω σας πολλούς αντιπάλους, ήρθατε τέλος στον Πειραιά. Ύστερα από πολλούς και μεγάλους κινδύνους, με τη γενναιότητά σας άλλους ελευθερώσατε και άλλους φέρατε πίσω στην πατρίδα.
[98] Αν όμως αποτυχαίνατε και αστοχούσατε στις προσπάθειές σας αυτές, εσείς οι ίδιοι θα παίρνατε πάλι το δρόμο της εξορίας, από φόβο μήπως ξαναπάθετε τα όσα είχατε υποφέρει πριν. Και τότε μέσα στην άδικη ταλαιπωρία σας, έτσι που φέρνονταν αυτοί, δε θα σας ωφελούσαν ούτε ιερά ούτε βωμοί, αυτά που προσφέρουν προστασία ακόμα και στους ενόχους. Και όσο για τα παιδιά σας, όσα έμεναν εδώ, αυτοί θα τα μεταχειρίζονταν εξευτελιστικά, ενώ όσα ήταν στα ξένα, θα είχαν καταντήσει δούλοι, για να ξεπληρώσουν ασήμαντα χρέη, αφού δε θα ήταν κανείς να τα συντρέξει.
[99] Ωστόσο, δε θέλω ν᾽ απαριθμώ τα όσα θα μπορούσαν να συμβούν, αφού δεν μπορώ καν να εκθέσω τα όσα έχουν γίνει. Γιατί αυτό είναι δουλειά όχι ενός κατηγόρου ούτε δύο, αλλά πολλών. Πάντως, ούτε το ελάχιστο μόριο από το ζήλο μου δεν έχει αδρανήσει, για να υπερασπίσω τα ιερά, που αυτοί ή πούλησαν ή λέρωσαν με την επαφή τους, την πόλη, που αυτοί σιγά σιγά εκμηδένιζαν, τους ναυστάθμους, που αυτοί κατάστρεψαν, τους νεκρούς, που εσείς, αφού δεν μπορέσατε να προστατέψετε όσο ζούσαν, βοηθήστε τους τουλάχιστο τώρα που έχουν πεθάνει.
[100] Φαντάζομαι ότι μας ακούνε αυτή τη στιγμή και ότι θα σας παρακολουθούν να ρίχνετε την ψήφο σας, πιστεύοντας και αυτοί ότι, όσοι τυχόν από σας αθωώσετε τους ενόχους, θα έχετε καταδικάσει σε θάνατο αυτούς τους ίδιους, ενώ όσοι θα τιμωρήσουν τους ενόχους, θα πάρουν εκδίκηση γι᾽ αυτούς.
Θα σταματήσω την κατηγορία μου. Ακούσατε· είδατε· πάθατε· τον κρατάτε· κρίνετέ τον.
[93] καὶ τοὺς ἰδίους οἴκους οὗτοι μὲν [ἂν] ἐκ τῶν πραγμάτων μεγάλους ἐκτήσαντο, ὑμεῖς δὲ διὰ τὸν πρὸς ἀλλήλους πόλεμον ἐλάττους ἔχετε· συνωφελεῖσθαι μὲν γὰρ ὑμᾶς οὐκ ἠξίουν, συνδιαβάλλεσθαι δ᾽ ἠνάγκαζον, εἰς τοσοῦτον ὑπεροψίας ἐλθόντες ὥστε οὐ τῶν ἀγαθῶν κοινούμενοι πιστοὺς ὑμᾶς ἐκτῶντο, ἀλλὰ τῶν ὀνειδῶν μεταδιδόντες εὔνους ᾤοντο εἶναι.
[94] ἀνθ᾽ ὧν ὑμεῖς νῦν ἐν τῷ θαρραλέῳ ὄντες, καθ᾽ ὅσον δύνασθε, καὶ ὑπὲρ ὑμῶν αὐτῶν καὶ ὑπὲρ τῶν ἐκ Πειραιῶς τιμωρήσασθε, ἐνθυμηθέντες μὲν ὅτι ὑπὸ τούτων πονηροτάτων ὄντων ἤρχεσθε, ἐνθυμηθέντες δὲ ὅτι μετ᾽ ἀνδρῶν νῦν ἀρίστων πολιτεύεσθε καὶ τοῖς πολεμίοις μάχεσθε καὶ περὶ τῆς πόλεως βουλεύεσθε, ἀναμνησθέντες δὲ τῶν ἐπικούρων, οὓς οὗτοι φύλακας τῆς σφετέρας ἀρχῆς καὶ τῆς ὑμετέρας δουλείας εἰς τὴν ἀκρόπολιν κατέστησαν.
[95] καὶ πρὸς ὑμᾶς μὲν ἔτι πολλῶν ὄντων εἰπεῖν τοσαῦτα λέγω. ὅσοι δ᾽ ἐκ Πειραιῶς ἐστε, πρῶτον μὲν τῶν ὅπλων ἀναμνήσθητε, ὅτι πολλὰς μάχας ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ μαχεσάμενοι οὐχ ὑπὸ τῶν πολεμίων ἀλλ᾽ ὑπὸ τούτων εἰρήνης οὔσης ἀφῃρέθητε τὰ ὅπλα, ἔπειθ᾽ ὅτι ἐξεκηρύχθητε μὲν ἐκ τῆς πόλεως, ἣν ὑμῖν οἱ πατέρες παρέδοσαν, φεύγοντας δὲ ὑμᾶς ἐκ τῶν πόλεων ἐξῃτοῦντο.
[96] ἀνθ᾽ ὧν ὀργίσθητε μὲν ὥσπερ ὅτ᾽ ἐφεύγετε, ἀναμνήσθητε δὲ καὶ τῶν ἄλλων κακῶν ἃ πεπόνθατε ὑπ᾽ αὐτῶν, οἳ τοὺς μὲν ἐκ τῆς ἀγορᾶς τοὺς δ᾽ ἐκ τῶν ἱερῶν συναρπάζοντες βιαίως ἀπέκτειναν, τοὺς δὲ ἀπὸ τέκνων καὶ γονέων καὶ γυναικῶν ἀφέλκοντες φονέας αὑτῶν ἠνάγκασαν γενέσθαι καὶ οὐδὲ ταφῆς τῆς νομιζομένης εἴασαν τυχεῖν, ἡγούμενοι τὴν αὑτῶν ἀρχὴν βεβαιοτέραν εἶναι τῆς παρὰ τῶν θεῶν τιμωρίας.
[97] ὅσοι δὲ τὸν θάνατον διέφυγον, πολλαχοῦ κινδυνεύσαντες καὶ εἰς πολλὰς πόλεις πλανηθέντες καὶ πανταχόθεν ἐκκηρυττόμενοι, ἐνδεεῖς ὄντες τῶν ἐπιτηδείων, οἱ μὲν ἐν πολεμίᾳ τῇ πατρίδι τοὺς παῖδας καταλιπόντες, οἱ δ᾽ ἐν ξένῃ γῇ, πολλῶν ἐναντιουμένων ἤλθετε εἰς τὸν Πειραιᾶ. πολλῶν δὲ καὶ μεγάλων κινδύνων ὑπαρξάντων ἄνδρες ἀγαθοὶ γενόμενοι τοὺς μὲν ἠλευθερώσατε, τοὺς δ᾽ εἰς τὴν πατρίδα κατηγάγετε.
[98] εἰ δὲ ἐδυστυχήσατε καὶ τούτων ἡμάρτετε, αὐτοὶ μὲν ἂν δείσαντες ἐφεύγετε μὴ πάθητε τοιαῦτα οἷα καὶ πρότερον, καὶ οὔτ᾽ ἂν ἱερὰ οὔτε βωμοὶ ὑμᾶς ἀδικουμένους διὰ τοὺς τούτων τρόπους ὠφέλησαν, ἃ καὶ τοῖς ἀδικοῦσι σωτήρια γίγνεται· οἱ δὲ παῖδες ὑμῶν, ὅσοι μὲν ἐνθάδε ἦσαν, ὑπὸ τούτων ἂν ὑβρίζοντο, οἱ δ᾽ ἐπὶ ξένης μικρῶν ἂν ἕνεκα συμβολαίων ἐδούλευον ἐρημίᾳ τῶν ἐπικουρησόντων.
[99] Ἀλλὰ γὰρ οὐ τὰ μέλλοντα ἔσεσθαι βούλομαι λέγειν, τὰ πραχθέντα ὑπὸ τούτων οὐ δυνάμενος εἰπεῖν. οὐδὲ γὰρ ἑνὸς κατηγόρου οὐδὲ δυοῖν ἔργον ἐστίν, ἀλλὰ πολλῶν. ὅμως δὲ τῆς ἐμῆς προθυμίας ‹οὐδὲν› ἐλλέλειπται, ὑπέρ ‹τε› τῶν ἱερῶν, ἃ οὗτοι τὰ μὲν ἀπέδοντο τὰ δ᾽ εἰσιόντες ἐμίαινον, ὑπέρ τε τῆς πόλεως, ἣν μικρὰν ἐποίουν, ὑπέρ τε τῶν νεωρίων, ἃ καθεῖλον, καὶ ὑπὲρ τῶν τεθνεώτων, οἷς ὑμεῖς, ἐπειδὴ ζῶσιν ἐπαμῦναι οὐκ ἐδύνασθε, ἀποθανοῦσι βοηθήσατε.
[100] οἶμαι δ᾽ αὐτοὺς ἡμῶν τε ἀκροᾶσθαι καὶ ὑμᾶς εἴσεσθαι τὴν ψῆφον φέροντας, ἡγουμένους, ὅσοι μὲν ἂν τούτων ἀποψηφίσησθε, αὐτῶν θάνατον κατεψηφισμένους ἔσεσθαι, ὅσοι δ᾽ ἂν παρὰ τούτων δίκην λάβωσιν, ὑπὲρ αὐτῶν ‹τὰς› τιμωρίας πεποιημένους.
Παύσομαι κατηγορῶν. ἀκηκόατε, ἑωράκατε, πεπόνθατε, ἔχετε· δικάζετε.
***
Επίλογος: γ. Υπομνήσεις στις δύο μερίδες πολιτών
[92] Θέλω να κατεβώ από το βήμα, αφού πρώτα θυμίσω μερικά στις δύο μερίδες των πολιτών, και στη μερίδα της πόλης και στη μερίδα του Πειραιά, έτσι ώστε να ψηφίσετε όλοι έχοντας για κριτήρια αυτά που υποφέρατε εξαιτίας τους. Πρώτα πρώτα, όσοι μείνατε στην πόλη, συλλογιστείτε ότι αυτοί ασκούσαν πάνω σας μια τόσο σκληρή εξουσία, ώστε ήσασταν αναγκασμένοι να διεξάγετε με τους αδελφούς και τους γιους και τους συμπολίτες σας ένα τέτοιον πόλεμο, όπου, μολονότι έχετε ηττηθεί, βρίσκεστε στην ίδια μοίρα με τους νικητές, ενώ, αν νικούσατε, θα γινόσασταν δούλοι των Τριάντα.
[93] Αυτοί, με τις πολιτικές τους αυθαιρεσίες, μεγάλωσαν τις ιδιωτικές τους περιουσίες, ενώ εσείς, με τον εμφύλιο πόλεμο, τις έχετε ελαττώσει. Γιατί, φυσικά, δε θεωρούσαν απαραίτητο να συμμετέχετε στα διάφορα κέρδη, ενώ σας ανάγκαζαν να συμμερίζεστε τις ευθύνες που τους καταλόγιζαν. Και έφτασαν σε τέτοιο βαθμό κυνισμού, ώστε δεν κέρδιζαν την αφοσίωσή σας μοιράζοντάς σας από τα αγαθά τους, αλλά πίστευαν ότι αποχτούσαν την εύνοιά σας μεταδίδοντάς σας τα αίσχη τους.
[94] Για όλα αυτά, τώρα που έχετε αποχτήσει ξανά το θάρρος σας, όσο σας είναι δυνατό, ζητήστε την τιμωρία τους και για δική σας χάρη και για χάρη της μερίδας του Πειραιά. Σκεφτείτε ότι τότε σας εξουσίαζαν αυτοί οι πανάθλιοι άνθρωποι· σκεφτείτε ότι τώρα ασκείτε τα πολιτικά δικαιώματα μαζί με άριστους συμπολίτες, ότι πολεμάτε μόνο με τους εχθρούς της πατρίδας σας και ασχολείστε με τα προβλήματα της πόλης. Και θυμηθείτε τους ξένους μισθοφόρους, που αυτοί είχαν εγκαταστήσει στην ακρόπολη, για να περιφρουρούν τη δική τους εξουσία και τη δική σας δουλεία.
[95] Σ᾽ εσάς, μολονότι πολλά υπάρχουν ακόμη να πω, μόνο αυτά αναφέρω.
Όσοι πάλι κατεβήκατε στον Πειραιά, θυμηθείτε πρώτα πρώτα την υπόθεση των όπλων: ενώ είχατε πάρει μέρος σε πολλές μάχες σε ξένους τόπους, τα όπλα σάς τα στέρησαν όχι εθνικοί σας εχθροί, αλλά αυτοί εδώ, και μάλιστα σε περίοδο ειρήνης· ύστερα σας κήρυξαν έκπτωτους από την πόλη που σας είχαν παραδώσει οι πρόγονοί σας, και όσο ζούσατε στην εξορία, αυτοί ζητούσαν την έκδοσή σας από διάφορες πόλεις.
[96] Για όλα αυτά πρέπει να αισθανθείτε τόση οργή, όση και τον καιρό της εξορίας σας, και να θυμηθείτε και όσα άλλα δεινά υποφέρατε από αυτούς: άλλους έσερναν από την αγορά και άλλους από τόπους λατρείας, και τους σκότωναν· άλλους άρπαξαν βίαια από τα παιδιά, τους γονείς και τις γυναίκες τους, τους ανάγκαζαν να αυτοκτονήσουν και δεν έδιναν καν άδεια να θαφτούν με τα καθιερωμένα έθιμα, πιστεύοντας ότι η δική τους εξουσία θα ήταν μονιμότερη από την τιμωρία των θεών.
[97] Και όσοι ξεφύγατε το θάνατο, έχοντας περάσει πολλούς κινδύνους, έχοντας περιπλανηθεί σε πολλές πόλεις και αντιμετωπίζοντας από παντού την άρνηση, χωρίς να έχετε καν τα απαραίτητα για να ζήσετε, άλλοι από σας έχοντας αφήσει τα παιδιά σας σε πατρίδα τώρα εχθρική, άλλοι σε ξένους τόπους, έχοντας γύρω σας πολλούς αντιπάλους, ήρθατε τέλος στον Πειραιά. Ύστερα από πολλούς και μεγάλους κινδύνους, με τη γενναιότητά σας άλλους ελευθερώσατε και άλλους φέρατε πίσω στην πατρίδα.
[98] Αν όμως αποτυχαίνατε και αστοχούσατε στις προσπάθειές σας αυτές, εσείς οι ίδιοι θα παίρνατε πάλι το δρόμο της εξορίας, από φόβο μήπως ξαναπάθετε τα όσα είχατε υποφέρει πριν. Και τότε μέσα στην άδικη ταλαιπωρία σας, έτσι που φέρνονταν αυτοί, δε θα σας ωφελούσαν ούτε ιερά ούτε βωμοί, αυτά που προσφέρουν προστασία ακόμα και στους ενόχους. Και όσο για τα παιδιά σας, όσα έμεναν εδώ, αυτοί θα τα μεταχειρίζονταν εξευτελιστικά, ενώ όσα ήταν στα ξένα, θα είχαν καταντήσει δούλοι, για να ξεπληρώσουν ασήμαντα χρέη, αφού δε θα ήταν κανείς να τα συντρέξει.
[99] Ωστόσο, δε θέλω ν᾽ απαριθμώ τα όσα θα μπορούσαν να συμβούν, αφού δεν μπορώ καν να εκθέσω τα όσα έχουν γίνει. Γιατί αυτό είναι δουλειά όχι ενός κατηγόρου ούτε δύο, αλλά πολλών. Πάντως, ούτε το ελάχιστο μόριο από το ζήλο μου δεν έχει αδρανήσει, για να υπερασπίσω τα ιερά, που αυτοί ή πούλησαν ή λέρωσαν με την επαφή τους, την πόλη, που αυτοί σιγά σιγά εκμηδένιζαν, τους ναυστάθμους, που αυτοί κατάστρεψαν, τους νεκρούς, που εσείς, αφού δεν μπορέσατε να προστατέψετε όσο ζούσαν, βοηθήστε τους τουλάχιστο τώρα που έχουν πεθάνει.
[100] Φαντάζομαι ότι μας ακούνε αυτή τη στιγμή και ότι θα σας παρακολουθούν να ρίχνετε την ψήφο σας, πιστεύοντας και αυτοί ότι, όσοι τυχόν από σας αθωώσετε τους ενόχους, θα έχετε καταδικάσει σε θάνατο αυτούς τους ίδιους, ενώ όσοι θα τιμωρήσουν τους ενόχους, θα πάρουν εκδίκηση γι᾽ αυτούς.
Θα σταματήσω την κατηγορία μου. Ακούσατε· είδατε· πάθατε· τον κρατάτε· κρίνετέ τον.