“Ο Ύπνος είναι πρόσκαιρος Θάνατος και ο Θάνατος, αιώνιος Ύπνος” Ευριπίδης.
«Ύπνε, βασιλιά όλων των Θεών κι όλων των ανθρώπων να κοιμίσεις για χάρη μου τα ωραία μάτια του Δία, κάτω από τα φρύδια του, αμέσως μόλις εγώ κοιμηθώ μαζί του ερωτικά»
«αὐτίκ’ ἐπεί κεν ἐγὼ παραλέξομαι ἐν φιλότητι» Ιλιάδα, Ξ 237.
Από πανάρχαιους χρόνους γενεές από μύστες μελέτησαν τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου και στην συνέχεια τα δίδαξαν στους άλλους. Το «δεν υπάρχει θάνατος, ο θάνατος είναι ζωή και η ζωή είναι θάνατος» ήταν η ηχώ των Ελευσινίων μυστηρίων και ένας από τους κυριότερους σκοπούς της μύησης παντού ανά τον κόσμο ήταν και εξακολουθεί να είναι η εξοικείωση του ανθρώπου με το ορόσημο που λέγεται «θάνατος»
Ένας από τους κυριότερους σκοπούς αυτής της μύησης ήταν να εξοικειώσει τον άνθρωπο με την ιδέα του θανάτου και να τον απαλλάξει από τον φόβο.
Όταν ο άνθρωπος γνωρίσει τι είναι στην πραγματικότητα ο θάνατος και κατανοήσει αυτό που συμβαίνει στην μεταθανάτια περίοδο, τότε γίνεται γνώστης του μυστηρίου της ζωής.
Ο θάνατος είναι ο μεγάλος ευεργέτης της εξέλιξης καθώς ανανεώνει την μορφή και κάθε κατάσταση ζωής. Κάτι παρόμοιο είναι και ο Ύπνος. Είναι η απώλεια της φυσικής εγρήγορσης για κάποιες ώρες, που όμως είναι σωτήριες και για την φυσική και την ψυχική υγεία του ανθρώπου.
Ο Θεός Ύπνος σύμφωνα με τους Αρχαίους Έλληνες είναι γιος της Νύχτας και του Ερέβους. Σύμφωνα με τον Ησίοδο στην Θεογονία ο Ύπνος και ο δίδυμος αδελφός του, ο Θάνατος, ήταν«δεινοί Θεοί» που κατοικούσαν στον Τάρταρο, «ένθα δε γης δνοφερής και ταρτάρου ηερόεντος», όπου ο Ήλιος ποτέ δεν τους βλέπει, «ούτε όταν ανεβαίνει στον ουρανό, ούτε όταν κατεβαίνει».
Στην Ελληνική μυθολογία ο Ύπνος ήταν Θεός ή δαίμονας, που αποτελούσε την προσωποποίηση του ύπνου. Τον φαντάζονταν νέο, ωραίο, με φτερά στους ώμους, να αποκοιμίζει τους κουρασμένους καθώς τους ραντίζει με ένα κλαδί μουσκεμένο από τη δροσιά της λήθης ή καθώς τους ποτίζει από ένα κέρας υπνωτικούς χυμούς ή απλά κουνώντας τα φτερά του.
Ο Ύπνος τριγυρίζει αθόρυβα στις στεριές και τις θάλασσες και είναι ήσυχος και καλός με τους ανθρώπους.
Τον θεωρούσαν ήσυχο και πράο Θεό ή δαίμονα, που πλανιόταν στην γη πότε ως ωραίο νέο, που έσπερνε στην Γη γλυκά όνειρα ή κοιμόταν σε μια κλίνη, πότε ως δαίμονα με φτερά, που μετέφερε ένα νεκρό με τον Θάνατο.
Κατά τον `Όμηρο, που τον αποκαλεί νήδυμο (γλυκύ), τόπος κατοικίας του Ύπνου ήταν η νήσος Λήμνος, ενώ από τους μεταγενέστερους συγγραφείς του αποδιδόταν μια δική του φανταστική πατρίδα, η «Νήσος των Ονείρων». Ο Ύπνος λατρευόταν πολύ στην κυρίως Ελλάδα. Σημαντικά κέντρα της λατρείας του Ύπνου ήταν η Επίδαυρος, η Τροιζήνα και η Ολυμπία.
Η δύναμη του Θεού Ύπνου είναι πολύ μεγάλη. Μπορεί να κοιμίσει όλους τους Θεούς και όλους τους ανθρώπους. Μάλιστα κοίμισε ακόμα και τον αρχηγό των Θεών, τον Δία, παρά την θέλησή του, ύστερα από πιέσεις της Θεάς Ήρας η οποία ήθελε να επηρεάσει την εξέλιξη του Τρωικού Πολέμου.
Η Ήρα επισκέπτεται τον Ύπνο στην Λήμνο που κατοικούσε. Τον προσφωνεί «άναξ πάντων τε θεών πάντων τ’ ανθρώπων», (άρχοντα, βασιλιά όλων των Θεών και των ανθρώπων) για να τον πείσει, αλλά ο Ύπνος το σκέφτεται να τα βάλει με τον Δία, διότι είχαν προηγούμενα από το παρελθόν. Πείθεται να το κάνει, αφού όμως πρώτα η Ήρα του ορκίστηκε να τον παντρέψει με μία από τις νεότερες Χάριτες, την γλυκιά Πασιθέη, που τόσο επιθυμούσε.
Η Πασιθέη είναι η Θεά της χαλάρωσης και της ξεκούρασης, και έτσι καταλαβαίνουμε γιατί είναι τόσο πολύ επιθυμητή στον Θεό Ύπνο.
Ο Ύπνος με την Ήρα αναχωρούν μαζί για να βρουν τον Δία. Η Ήρα σκορπάει στην καρδιά του Δία «γλυκιά αγάπη και επιθυμία» και ο Ύπνος μεταμορφωμένος σε πουλί, τον αποκοιμίζει.
Η Πηνελόπη λέει χαρακτηριστικά (Ομήρου Οδύσσεια, Τ 559-566):
“έχουμε, ώ ξένε, ονείρατα ζαβά, με κούφια λόγια,
κι απ’ όσα ονειρευόμαστε, σωστά δε βγαίνουν όλα.
Δυό θύρες τ’ αλαφροΐσκιωτα τα όνειρα έχουν πάντα
με κέρατο φτιαστή τη μιά, με φίλντισι την άλλη
όσα όνειρα απ’ το φίλντισι το πριονιστό διαβαίνουν,
χαμένα είναι κι ανώφελα, και τους θνητούς γελάνε.
πάλε όσα απ’ τα καλόξεστα τα κέρατα περάσουν,
αληθινά του βγαίνουνε του ανθρώπου που τα βλέπει.”
Ο Ύπνος λέγεται ότι είχε είτε χίλιους, είτε τρεις γιους ή αδελφούς (εκτός από τον Θάνατο): τον Μορφέα, τον Φοβήτορα και τον Φάντασο, (όνειροι). Κατοικούσαν στις ακτές του ωκεανού, στην Δύση, σε ένα σπήλαιο κοντά στα σύνορα του Άδη. Οι όνειροι, έστελναν τα όνειρα στους θνητούς, μέσα από δύο πύλες που βρίσκονταν εκεί. Η μία πύλη ήταν φτιαγμένη από Κέρατο, και με αυτή έστελναν τα αληθινά όνειρα (προμηνύματα), ενώ με την δεύτερη που ήταν φτιαγμένη από Ελεφαντόδοντο, έστελναν τα ψεύτικα όνειρα.
Ο Θάνατος είναι αρχαιοελληνική θεότητα του θανάτου, ήταν προσωποποίηση του τέλους της ζωής. Ο Ησίοδος αναφέρει ότι είναι δίδυμος αδελφός του Ύπνου, οι οποίοι είναι “δεινοί θεοί” που κατοικούν στο σκοτεινό Τάρταρο και ποτέ δεν τους φωτίζει ο ήλιος.
Όμως ενώ ο Ύπνος ταξιδεύει ειρηνικά πάνω στην θάλασσα και στην γη και είναι ευχάριστος στους ανθρώπους, ο Θάνατος αντίθετα έχει σκληρή και σιδερένια καρδιά και μισείται από τους ανθρώπους, ακόμη κι από τους αθάνατους. Άλλες φορές ο Θάνατος χαρακτηρίζεται, ιδιαίτερα από τους τραγικούς, ως ευεργέτης και μάλιστα γιατρός, γιατί απαλύνει τους ανθρώπους από τις αρρώστιες και τους πόνους.
Στην Ιλιάδα ο Θάνατος εμφανίζεται, με εντολή του Δία και της Ήρας, για να παραλάβει το πτώμα του Σαρπηδόνα και να το μεταφέρει στην Λυκία. Ο Ευριπίδης παριστάνει το Θάνατο σαν βασιλιά των νεκρών, που φορά μαύρο πέπλο ή έχει μαύρα φτερά. Τον παρουσιάζει ως πικρό, αλόγιστο, άκριτο, λυπηρό, κακό δαίμονα.
Για την λατρεία του Θεού ελάχιστα πράγματα προσφέρονται, γιατί ο Θάνατος ούτε θέλει, ούτε δέχεται δώρα. Γι’ αυτόν δεν υπάρχει βωμός.
Συνήθως παριστάνεται σαν όμορφος νέος, άλλοτε με μαύρα φτερά και με σβησμένο ή μισοσβησμένο πυρσό. Δεν έδειχνε συμπόνοια σε κανέναν. Μερικές φορές συνοδεύεται από τον αδελφό του Ύπνο.
Ο Θάνατος είναι σκληρός και ανάλγητος Θεός με σιδερένια καρδιά, μισητός και σ’ αυτούς ακόμη τους αθάνατους Θεούς. Η προσωποποίηση του Θανάτου που τον παριστάνει ως σκελετό να κρατάει δρεπάνι είναι μεταγενέστερη.
Μόνο δύο θνητοί κατάφεραν να τον ξεγελάσουν: ο Ηρακλής (όταν απέσπασε την ψυχή της Άλκηστης) και ο βασιλιάς της Κορίνθου, Σίσυφος.
Ο Θάνατος, δίδυμος αδελφός του Ύπνου, σαν προσωποποίηση της λήξης της ζωής, στον Όμηρο συνοδεύεται με το επίθετο «μόρος» και το ουσιαστικό «κηρ», ενώ υποδηλώνεται ακόμη με τις φράσεις «μαύρη μοίρα» «κήρ μέλαινα», «ερεβενή νυξ», «νυξ μέλαινα», «νηλεές ήμαρ», «μόρος αινός», «στυγερόν σκότος», «θανάτου μέλαν νέφος», «μοίρα κακή θανάτοιο», «κηρ κακή μέλανος θανάτου», «τέλος θανάτοιο».
Ως προσωποποιημένος Θεός ο Θάνατος, χαρακτηριζόταν επίσης «μελάμπεπλος άναξ νεκρών», «κακός», «τανηλεγής», «αιέννυπνος», «δυσηλεγής», «δυσηχής».
Στα ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα χαρακτηρίζεται «κακός δαίμων», «βαρύς», «άκριτος», «λυπηρός», «βάσκανος», «αλόγιστος», «κακός». Μερικές φορές πιστεύεται ότι έπινε και το αίμα των νεκρών.
Ο Θάνατος επηρεάζεται από τους Θεούς και μάλιστα από την Μοίρα και την Αίσα. Εκτός από τις Κήρες είχε και άλλους ακολούθους, με την βοήθεια των οποίων πραγματοποιούσε το άχαρο έργο του, χρησιμοποιώντας ύπουλους τρόπους, «εχθρούς γε θνητοίς και Θεοίς στυγουμένους».
Ο ίδιος ο Θάνατος ομολογεί ότι ευχαριστείται να παίρνει από την ζωή πάντα τους νέους. Κλείνοντάς τους τα μάτια και τη μύτη, παίρνει την ψυχή των ανθρώπων, την οποία μερικές φορές σαν ψυχοπομπός μεταφέρει και παραδίδει στον Άδη.
Οι αρχαίοι Έλληνες καλλιτέχνες παρίσταναν το Θάνατο, νέο με γενειάδα, με φτερά στους ώμους και βέβαια με σπαθί στην μέση, με το οποίο αφαιρεί την ψυχή ή απλά κόβει τα μαλλιά των ανθρώπων, καθώς το κόψιμο των μαλλιών είναι ένδειξη θανάτου. Επίσης τον παρίσταναν κρατώντας στο χέρι επιπλέον μία πλάστιγγα, είτε για να καθορίζει την διάρκεια του χρόνου της ανθρώπινης ζωής, είτε να ζυγοσταθμίζει τις ανθρώπινες πράξεις.
Ο Θάνατος δεν δωροδοκείται, διότι είναι ο μόνος από τους Θεούς, ο οποίος «ου δώρων ερά», ευχαριστιέται όμως με τις τιμές που του κάνουν οι άνθρωποι.
Ο Ύπνος απασχόλησε την τέχνη με πολλές μορφές και συχνά τον απεικονίζουν με φτερά αετού ή πεταλούδας στο μέτωπο ή με ένα κέρας, από το οποίο σκορπίζονται τα όνειρα. Στην αρχαία τέχνη, ο Ύπνος απεικονίζεται ως γυμνός νέος, μερικές φορές με γενειάδα και φτερά στο κεφάλι, ή ως κοιμώμενος άνδρας πάνω σε κρεβάτι από πούπουλα με μαύρες κουρτίνες γύρω, ενώ ο Μορφέας αποτρέπει τυχόν θορύβους που θα μπορούσαν να τον ξυπνήσουν.
Αρχικά τα όνειρα εμφανίζονταν ως αδελφοί ή αδελφές του Ύπνου, αλλά αργότερα το όνειρο καθιερώθηκε ως γιος του Ύπνου. Ο Ερμής ήταν κι αυτός Θεός του Ύπνου. Στην κιβωτό του Κυψέλου, στην Ολυμπία, τα δύο αδέλφια, δηλαδή ο Ύπνος και ο Θάνατος, εικονίζονται σαν αγοράκια που κοιμούνται στην αγκαλιά της μητέρας τους, ο Θάνατος ζωγραφισμένος με μαύρο χιτώνα και ο Ύπνος με άσπρο. Στην Σπάρτη η απεικόνισή του συνοδεύεται πάντα από εκείνη του Θανάτου. Σε μεταγενέστερα χρόνια ο Θάνατος και ο Ύπνος συγχωνεύτηκαν σε μία θεότητα.
Ο Αριστοφάνης και οι υπόλοιποι κωμικοί παρουσιάζουν τον Θάνατο σκληρό, αδυσώπητο, αμείλικτο και ανηλεή Θεό που δεν συγκινείται ούτε με δώρα ούτε με θυσίες, με άλλα λόγια περιγράφουν τον Θάνατο ως Θεό που ο άνθρωπος τρίζει τα δόντια του, όταν τον αντικρίζει. Γι’ αυτό εξάλλου, από την εποχή του Αριστοφάνη και μετά, ατόνησαν οι εκδηλώσεις λατρείας και οι ανεγέρσεις ναών και βωμών προς τιμήν του.
Οι τραγικοί ποιητές όμως, όπως π.χ. ο Φρύνιχος στη χαμένη «Άλκηστη», ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα επί Κολωνώ ή ο Ευριπίδης στην Άλκηστη, μετριάζουν την σκληρότητά του και μάλιστα μερικές φορές, όταν απαλλάσσει τους ανθρώπους από συμφορές και αφόρητα βάσανα, τον παρουσιάζουν και ως ευεργέτη και γι’ αυτό, όπως γράφει και ο Όμηρος, οι άνθρωποι τον επικαλούνται για «βοήθεια». Στις περισσότερες παραστάσεις τα δύο αδέλφια ζωγραφίζονται μαζί, όμοια με τους «ανέμους» να μεταφέρουν συντροφικά κάποιον νεκρό στον Άδη.
Μάλιστα σε λευκή λήκυθο, υπάρχει η γνωστή παράσταση σχετική με τον Σαρπηδόνα, η οποία εμφανίζει τους δίδυμους αδελφούς: γλυκύς και ήρεμος ο Ύπνος, καταθλιπτικός και σκυθρωπός ο Θάνατος, να μεταφέρουν από κοινού έναν νεκρό με χαρακτηριστική λεπτότητα και προσοχή, σαν να προσπαθούν να μην αισθανθεί το «φορτίο» τους, δηλαδή ο μεταφερόμενος νεκρός, κανένα πόνο ή κανένα δυσάρεστο συναίσθημα. Ας κρατήσουμε τα τελευταία λόγια του ποιητή και φιλέλληνα Λόρδου Βύρωνα:
“Τώρα θα πάω να κοιμηθώ. Καληνύχτα.”