[406c] Οἷον εἰκός, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸν μὴ εἰδότα ὅτι Ἀσκληπιὸς οὐκ ἀγνοίᾳ οὐδὲ ἀπειρίᾳ τούτου τοῦ εἴδους τῆς ἰατρικῆς τοῖς ἐκγόνοις οὐ κατέδειξεν αὐτό, ἀλλ᾽ εἰδὼς ὅτι πᾶσι τοῖς εὐνομουμένοις ἔργον τι ἑκάστῳ ἐν τῇ πόλει προστέτακται, ὃ ἀναγκαῖον ἐργάζεσθαι, καὶ οὐδενὶ σχολὴ διὰ βίου κάμνειν ἰατρευομένῳ. ὃ ἡμεῖς γελοίως ἐπὶ μὲν τῶν δημιουργῶν αἰσθανόμεθα, ἐπὶ δὲ τῶν πλουσίων τε καὶ εὐδαιμόνων δοκούντων εἶναι οὐκ αἰσθανόμεθα. Πῶς; ἔφη.
[406d] Τέκτων μέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, κάμνων ἀξιοῖ παρὰ τοῦ ἰατροῦ φάρμακον πιὼν ἐξεμέσαι τὸ νόσημα, ἢ κάτω καθαρθεὶς ἢ καύσει ἢ τομῇ χρησάμενος ἀπηλλάχθαι· ἐὰν δέ τις αὐτῷ μακρὰν δίαιταν προστάττῃ, πιλίδιά τε περὶ τὴν κεφαλὴν περιτιθεὶς καὶ τὰ τούτοις ἑπόμενα, ταχὺ εἶπεν ὅτι οὐ σχολὴ κάμνειν οὐδὲ λυσιτελεῖ οὕτω ζῆν, νοσήματι τὸν νοῦν προσέχοντα, τῆς δὲ προκειμένης ἐργασίας ἀμελοῦντα. καὶ μετὰ ταῦτα χαίρειν [406e] εἰπὼν τῷ τοιούτῳ ἰατρῷ, εἰς τὴν εἰωθυῖαν δίαιταν ἐμβάς, ὑγιὴς γενόμενος ζῇ τὰ ἑαυτοῦ πράττων· ἐὰν δὲ μὴ ἱκανὸν ᾖ τὸ σῶμα ὑπενεγκεῖν, τελευτήσας πραγμάτων ἀπηλλάγη.
Καὶ τῷ τοιούτῳ μέν γ᾽, ἔφη, δοκεῖ πρέπειν οὕτω ἰατρικῇ χρῆσθαι.
[407a] Ἆρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι ἦν τι αὐτῷ ἔργον, ὃ εἰ μὴ πράττοι, οὐκ ἐλυσιτέλει ζῆν;
Δῆλον, ἔφη.
Ὁ δὲ δὴ πλούσιος, ὥς φαμεν, οὐδὲν ἔχει τοιοῦτον ἔργον προκείμενον, οὗ ἀναγκαζομένῳ ἀπέχεσθαι ἀβίωτον.
Οὔκουν δὴ λέγεταί γε.
Φωκυλίδου γάρ, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐκ ἀκούεις πῶς φησι δεῖν, ὅταν τῳ ἤδη βίος ᾖ, ἀρετὴν ἀσκεῖν.
Οἶμαι δέ γε, ἔφη, καὶ πρότερον.
Μηδέν, εἶπον, περὶ τούτου αὐτῷ μαχώμεθα, ἀλλ᾽ ἡμᾶς αὐτοὺς διδάξωμεν πότερον μελετητέον τοῦτο τῷ πλουσίῳ [407b] καὶ ἀβίωτον τῷ μὴ μελετῶντι, ἢ νοσοτροφία τεκτονικῇ μὲν καὶ ταῖς ἄλλαις τέχναις ἐμπόδιον τῇ προσέξει τοῦ νοῦ, τὸ δὲ Φωκυλίδου παρακέλευμα οὐδὲν ἐμποδίζει.
Ναὶ μὰ τὸν Δία, ἦ δ᾽ ὅς. σχεδόν γέ τι πάντων μάλιστα ἥ γε περαιτέρω γυμναστικῆς ἡ περιττὴ αὕτη ἐπιμέλεια τοῦ σώματος· καὶ γὰρ πρὸς οἰκονομίας καὶ πρὸς στρατείας καὶ πρὸς ἑδραίους ἐν πόλει ἀρχὰς δύσκολος.
Τὸ δὲ δὴ μέγιστον, ὅτι καὶ πρὸς μαθήσεις ἁστινασοῦν καὶ [407c] ἐννοήσεις τε καὶ μελέτας πρὸς ἑαυτὸν χαλεπή, κεφαλῆς τινας ἀεὶ διατάσεις καὶ ἰλίγγους ὑποπτεύουσα καὶ αἰτιωμένη ἐκ φιλοσοφίας ἐγγίγνεσθαι, ὥστε, ὅπῃ ταύτῃ ἀρετὴ ἀσκεῖται καὶ δοκιμάζεται, πάντῃ ἐμπόδιος· κάμνειν γὰρ οἴεσθαι ποιεῖ ἀεὶ καὶ ὠδίνοντα μήποτε λήγειν περὶ τοῦ σώματος.
Εἰκός γε, ἔφη.
Οὐκοῦν ταῦτα γιγνώσκοντα φῶμεν καὶ Ἀσκληπιὸν τοὺς μὲν φύσει τε καὶ διαίτῃ ὑγιεινῶς ἔχοντας τὰ σώματα, [407d] νόσημα δέ τι ἀποκεκριμένον ἴσχοντας ἐν αὑτοῖς, τούτοις μὲν καὶ ταύτῃ τῇ ἕξει καταδεῖξαι ἰατρικήν, φαρμάκοις τε καὶ τομαῖς τὰ νοσήματα ἐκβάλλοντα αὐτῶν τὴν εἰωθυῖαν προστάττειν δίαιταν, ἵνα μὴ τὰ πολιτικὰ βλάπτοι, τὰ δ᾽ εἴσω διὰ παντὸς νενοσηκότα σώματα οὐκ ἐπιχειρεῖν διαίταις κατὰ σμικρὸν ἀπαντλοῦντα καὶ ἐπιχέοντα μακρὸν καὶ κακὸν βίον ἀνθρώπῳ ποιεῖν, καὶ ἔκγονα αὐτῶν, ὡς τὸ εἰκός, ἕτερα τοιαῦτα φυτεύειν, ἀλλὰ τὸν μὴ δυνάμενον ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ [407e] περιόδῳ ζῆν μὴ οἴεσθαι δεῖν θεραπεύειν, ὡς οὔτε αὑτῷ οὔτε πόλει λυσιτελῆ;
Πολιτικόν, ἔφη, λέγεις Ἀσκληπιόν.
Δῆλον, ἦν δ᾽ ἐγώ· καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ, ὅτι τοιοῦτος ἦν, [408a] οὐχ ὁρᾷς ὡς καὶ ἐν Τροίᾳ ἀγαθοὶ πρὸς τὸν πόλεμον ἐφάνησαν, καὶ τῇ ἰατρικῇ, ὡς ἐγὼ λέγω, ἐχρῶντο; ἢ οὐ μέμνησαι ὅτι καὶ τῷ Μενέλεῳ ἐκ τοῦ τραύματος οὗ ὁ Πάνδαρος ἔβαλεν—
αἷμ᾽ ἐκμυζήσαντες ἐπ᾽ ἤπια φάρμακ᾽ ἔπασσον,
ὅτι δ᾽ ἐχρῆν μετὰ τοῦτο ἢ πιεῖν ἢ φαγεῖν οὐδὲν μᾶλλον ἢ τῷ Εὐρυπύλῳ προσέταττον, ὡς ἱκανῶν ὄντων τῶν φαρμάκων ἰάσασθαι ἄνδρας πρὸ τῶν τραυμάτων ὑγιεινούς τε καὶ [408b] κοσμίους ἐν διαίτῃ, κἂν εἰ τύχοιεν ἐν τῷ παραχρῆμα κυκεῶνα πιόντες, νοσώδη δὲ φύσει τε καὶ ἀκόλαστον οὔτε αὐτοῖς οὔτε τοῖς ἄλλοις ᾤοντο λυσιτελεῖν ζῆν, οὐδ᾽ ἐπὶ τούτοις τὴν τέχνην δεῖν εἶναι, οὐδὲ θεραπευτέον αὐτούς, οὐδ᾽ εἰ Μίδου πλουσιώτεροι εἶεν.
Πάνυ κομψούς, ἔφη, λέγεις Ἀσκληπιοῦ παῖδας.
Πρέπει, ἦν δ᾽ ἐγώ, καίτοι ἀπειθοῦντές γε ἡμῖν οἱ τραγῳδοποιοί τε καὶ Πίνδαρος Ἀπόλλωνος μέν φασιν Ἀσκληπιὸν εἶναι, ὑπὸ δὲ χρυσοῦ πεισθῆναι πλούσιον ἄνδρα θανάσιμον [408c] ἤδη ὄντα ἰάσασθαι, ὅθεν δὴ καὶ κεραυνωθῆναι αὐτόν. ἡμεῖς δὲ κατὰ τὰ προειρημένα οὐ πεισόμεθα αὐτοῖς ἀμφότερα, ἀλλ᾽ εἰ μὲν θεοῦ ἦν, οὐκ ἦν, φήσομεν, αἰσχροκερδής· εἰ δ᾽ αἰσχροκερδής, οὐκ ἦν θεοῦ.
Ὀρθότατα, ἦ δ᾽ ὅς, ταῦτά γε. ἀλλὰ περὶ τοῦδε τί λέγεις, ὦ Σώκρατες; ἆρ᾽ οὐκ ἀγαθοὺς δεῖ ἐν τῇ πόλει κεκτῆσθαι ἰατρούς; εἶεν δ᾽ ἄν που μάλιστα τοιοῦτοι ὅσοι [408d] πλείστους μὲν ὑγιεινούς, πλείστους δὲ νοσώδεις μετεχειρίσαντο, καὶ δικασταὶ αὖ ὡσαύτως οἱ παντοδαπαῖς φύσεσιν ὡμιληκότες.
Καὶ μάλα, εἶπον, ἀγαθοὺς λέγω. ἀλλ᾽ οἶσθα οὓς ἡγοῦμαι τοιούτους;
Ἂν εἴπῃς, ἔφη.
Ἀλλὰ πειράσομαι, ἦν δ᾽ ἐγώ· σὺ μέντοι οὐχ ὅμοιον πρᾶγμα τῷ αὐτῷ λόγῳ ἤρου.
Πῶς; ἔφη.
Ἰατροὶ μέν, εἶπον, δεινότατοι ἂν γένοιντο, εἰ ἐκ παίδων ἀρξάμενοι πρὸς τῷ μανθάνειν τὴν τέχνην ὡς πλείστοις τε καὶ πονηροτάτοις σώμασιν ὁμιλήσειαν καὶ αὐτοὶ πάσας [408e] νόσους κάμοιεν καὶ εἶεν μὴ πάνυ ὑγιεινοὶ φύσει. οὐ γὰρ οἶμαι σώματι σῶμα θεραπεύουσιν —οὐ γὰρ ἂν αὐτὰ ἐνεχώρει κακὰ εἶναί ποτε καὶ γενέσθαι— ἀλλὰ ψυχῇ σῶμα, ᾗ οὐκ ἐγχωρεῖ κακὴν γενομένην τε καὶ οὖσαν εὖ τι θεραπεύειν.
Ὀρθῶς, ἔφη.
***
[406c] Ναι, βέβαια, για έναν τουλάχιστο που δεν γνωρίζει πως ο Ασκληπιός όχι από άγνοια και αμάθεια δεν εδίδαξε τους απογόνους του αυτό το είδος της ιατρικής, μα επειδή ίσα ίσα ήξερε πως σ᾽ όλες τις καλοκυβερνημένες πολιτείες έχει οριστεί στον καθένα κι από μια εργασία, που είναι ανάγκη να την κάνει, και κανείς δεν έχει καιρό να είναι άρρωστος και να νοσηλεύεται σ᾽ όλη του τη ζωή· πράγμα που κι εμείς το θεωρούμε γελοίο, όταν πρόκειται για εργάτες ή τεχνίτες, δεν μας κάνει όμως εντύπωση για τους πλουσίους και κείνους που περνούν για ευτυχισμένοι.
Πώς;
[406d] Αν αρρωστήσει ένας ξυλουργός, θα ζητήσει αμέσως από το γιατρό να του δώσει κανένα καθαρτικό ή εμετικό για να βγάλει από πάνω του την αρρώστια, ή, αν είναι ανάγκη, θα καταφύγει και σε καυτηρίαση ή και σε εγχείρηση για να γλιτώνει μια ώρ᾽ αρχύτερα· αν όμως κανείς τον υποβάλει σε μακρά δίαιτα και τον διατάξει να τυλίξει το κεφάλι του μ᾽ επιδέσμους και τα παρόμοια, δεν θ᾽ αργήσει να του πει πως δεν έχει καιρό να είναι άρρωστος, ούτε τον ωφελεί να ζει έτσι και να παραμελεί την εργασία του, για να καταγίνεται με την αρρώστια του. Κι έπειτα θα στείλει [406e] στο καλό αυτού του είδους το γιατρό, θα ξαναγυρίσει στη συνηθισμένη του δίαιτα, θα γίνει καλά και θα ξαναπιάσει τη δουλειά του· ή αν επιτέλους το σώμα του δεν μπορέσει ν᾽ ανθέξει, πεθαίνει και γλιτώνει μια και καλή απ᾽ τα βάσανα.
Και, πραγματικώς, αυτό το είδος της ιατρικής μού φαίνεται πως ταιριάζει σ᾽ έναν τέτοιον άνθρωπο.
[407a] Γιατί βέβαια έχει μια κάποια εργασία αυτός, που, αν αναγκαστεί να την αφήσει, δεν θα τον ωφελούσε και να ζει.
Αυτό είναι.
Ενώ ο πλούσιος, όπως λέμε, δεν έχει καμιά τέτοια εργασία, που, αν αναγκαστεί να την αφήσει, να του είναι αβίωτη η ζωή του.
Έτσι πραγματικώς έχουν να πουν.
Γιατί δεν έχεις φαίνεται υπόψη σου και τον Φωκυλίδη που λέει πως πρέπει κανείς να καλλιεργεί την αρετή, αφού πια αποχτήσει αρκετά για να ζει.
Απεναντίας, εγώ νομίζω πως πρέπει και από πριν.
Ας μην ανοίξομε τώρα μαζί του συζητήσεις απάνω σ᾽ αυτό, μόνο ας κοιτάξομε να βρούμε μόνοι μας αν πρέπει ο πλούσιος να έχει δουλειά του την αρετή [407b] και χωρίς αυτό να του είναι αβίωτος ο βίος του, ή αν η παντοτινή φροντίδα και περιποίηση της αρρώστιας, που εμποδίζει τους ξυλουργούς και τους άλλους τεχνίτες να ᾽χουν το νου τους στη δουλειά τους, δεν εμποδίζει επίσης και τον πλούσιο ν᾽ ακολουθεί το παράγγελμα του Φωκυλίδη.
Τον εμποδίζει, ναι μά τον Δία, κι από κάθε άλλον μάλιστα περισσότερο, αυτή η υπερβολική φροντίδα του σώματος που περνά τα όρια της απλής γυμναστικής· γιατί τον κάνει ανίκανο και για τις ιδιωτικές του υποθέσεις και στις εκστρατείες και για όποιαν άλλη δημοσία αρχή μέσα στην πόλη.
Και το σπουδαιότερο, πως είναι ολωσδιόλου ασυμβίβαστη με κάθε μάθηση [407c] και σπουδή και με οποιαδήποτε συγκέντρωση του νου, γιατί κάνει τον άνθρωπο να φαντάζεται και να παραπονιέται πάντα για κεφαλαλγίες και ζαλάδες, που τις αποδίδει στη φιλοσοφία τάχα, ώστε να του παρουσιάζεται σαν εμπόδιο παντού όπου εξασκείται και δοκιμάζεται η αρετή· τον κάνει να νομίζει αιωνίως πως είναι άρρωστος, και να μην παύει ποτέ να γογγύζει για την κατάσταση της υγείας του.
Φυσικά.
Να μην παραδεχτούμε λοιπόν πως αυτής της γνώμης ήταν κι ο Ασκληπιός, και πως μονάχα για κείνους που από φύση ή από δίαιτα είχαν γερά σώματα, [407d] αν τους συνέβαινε να πάθουν καμιάν αρρώστια από άλλη αφορμή, γι᾽ αυτούς μόνο και γι᾽ αυτές τις κράσεις έδειξε την ιατρική και έβγαζε από πάνω τους την αρρώστια με φάρμακα και με εντομές, χωρίς να τους διατάζει άλλη δίαιτα από τη συνηθισμένη, για να μη βλάφτει τα συμφέροντα της πολιτείας; Ενώ για τα σώματα που ήταν για πάντα αρρωστημένα από μέσα δεν αναλάβαινε να παρατείνει τα βάσανά τους και τη ζωή τους με δίαιτες και με περιοδικές αφαιμάξεις και εγχύσεις, για να φέρουν στον κόσμο κι άλλα πλάσματα δυστυχισμένα, φυσικά σαν κι αυτά, αλλά ενόμιζε πως δεν ήταν ανάγκη να θεραπεύει ανθρώπους που από την κατασκευή τους [407e] δεν θα μπορούσαν να φτάσουν την ορισμένη περίοδο της ζωής, γιατί οι τέτοιοι δεν θα ήτανε ωφέλιμοι ούτε για τον εαυτό τους ούτε για την πολιτεία;
Πολιτικό βλέπω μας τον έκαμες τον Ασκληπιό.
Και ήταν βέβαιος τέτοιος· γιατί δεν βλέπεις πως και [408a] οι γιοι του, στην Τροία, όχι μόνο στον πόλεμο δείχτηκαν αντρείοι, μα και την ιατρική εφάρμοζαν με τον τρόπο που λέω εγώ; Δε θυμάσαι πως και από την πληγή που έκαμε ο Πάνδαρος του Μενελάου με το βέλος του, μόνο
το αίμα επιπιλίσανε κι έπειτα επασπαλίσαν
βοτάνια που μερώνουνε τον πόνο
και δεν του παράγγειλαν, όπως σε άλλη περίσταση και του Ευρυπύλου, τί να φάει ή τί να πιει κατόπιν, γιατί ήξεραν πως έφταναν αυτά τα απλά φάρμακα να γιατρέψουν ανθρώπους που πριν από το λαβωμό τους είχαν γερή κράση [408b] κι ήταν εγκρατείς στη δίαιτά τους κι ας έτυχε να πιούνε την ίδια εκείνη στιγμή τον κυκεώνα, ενώ για ανθρώπους ασθενικούς και παραδομένους στα πάθη τους επίστευαν πως δεν άξιζε, ούτε για τον εαυτό τους ούτε για τους άλλους, να ζουν, και πως δεν έπρεπε να είναι γι᾽ αυτούς η ιατρική, ούτε να τους θεραπεύει κανείς, κι ας ήταν πλουσιότεροι ακόμα κι από τον Μίδα.
Πάρα πολύ φίνους μας τους λες τους γιους του Ασκληπιού.
Κι έτσι ταιριάζει· αν και οι τραγικοί ποιηταί και ο Πίνδαρος δεν είναι, φαίνεται, της γνώμης μας· γιατί λένε πως ο Ασκληπιός, που ήτανε γιος του Απόλλωνα, επείσθηκε με χρήματα να γιατρέψει έναν πλούσιο άνθρωπο, που ήταν πια [408c] για να πεθάνει, και πως γι᾽ αυτό τάχα κεραυνώθηκε από τον Δία. Εμείς όμως, σύμφωνα μ᾽ όσα είπαμε πριν, δεν θα τους πιστέψομε και στα δυο· μα αν ήτανε γιος θεού, δεν θα παραδεχτούμε πως ήταν αισχροκερδής, κι αν πάλι ήταν αισχροκερδής, δε θα ᾽τανε γιος θεού.
Πολύ σωστά όλ᾽ αυτά, Σωκράτη· μα τί λες γι᾽ αυτό; δεν θα ᾽πρεπε άραγε να είχαμε στην πολιτεία μας καλούς γιατρούς; Και τέτοιοι θα γίνονται βέβαια εκείνοι που [408d] θα περνούσανε απ᾽ τα χέρια τους όσο μπορεί περισσότεροι άνθρωποι, είτε γερής είτε ασθενικής κράσεως, όπως πάλι και δικασταί, όταν θα είχαν να κάμουν με κάθε λογής χαρακτήρες.
Και πάρα πολύ μάλιστα καλούς λέγω πως χρειαζόμαστε· μα ξέρεις ποιούς θεωρώ τέτοιους;
Αν μου το πεις.
Θα δοκιμάσω· εσύ όμως στην ίδια την ερώτησή σου έβαλες μέσα κι άλλο όχι όμοιο πράγμα.
Πώς;
Γιατροί ικανότατοι μπορεί να γίνουν αν από την παιδική τους ηλικία, εκτός που θα σπουδάζουν την τέχνη τους, γνωρίσουν όσο μπορεί περισσότερα και ασθενικότερα σώματα, και πάθουν μάλιστα κι οι ίδιοι όλες [408e] τις αρρώστιες, και δεν είναι από φυσικού τους πάρα πολύ καλής υγείας. Γιατί δεν θεραπεύουν, νομίζω, οι γιατροί το σώμα με το σώμα (γιατί δεν θα ᾽πρεπε τότε ποτέ ή να είναι ή να γίνουν αρρωστιάρικα τα σώματά τους) αλλά με την ψυχή θεραπεύουν το σώμα· και η ψυχή ποτέ δεν θα μπορούσε να θεραπεύσει τίποτα καλά, αν ήταν ή αν γίνονταν η ίδια κακή.
Σωστά.