ΚΗΡΥΞ
ὦ πάντες ἀστοί, —νῦν γὰρ οὕτω ταῦτ᾽ ἔχει—,
835 χωρεῖτ᾽, ἐπείγεσθ᾽ εὐθὺ τῆς στρατηγίδος,
ὅπως ἂν ὑμῖν ἡ τύχη κληρουμένοις
φράσῃ καθ᾽ ἕκαστον ἄνδρ᾽ ὅποι δειπνήσετε·
ὡς αἱ τράπεζαί γ᾽ εἰσὶν ἐπινενησμέναι
ἀγαθῶν ἁπάντων καὶ παρεσκευασμέναι,
840 κλῖναί τε σισυρῶν καὶ δαπίδων νενημέναι.
κρατῆρας ἐγκιρνᾶσιν, αἱ μυροπώλιδες
ἑστᾶσ᾽ ἐφεξῆς· τὰ τεμάχη ῥιπίζεται,
λαγῷ᾽ ἀναπηγνύασι, πόπανα πέττεται,
στέφανοι πλέκονται, φρύγεται τραγήματα,
845 χύτρας ἔτνους ἕψουσιν αἱ νεώταται.
Σμοῖος δ᾽ ἐν αὐταῖς ἱππικὴν στολὴν ἔχων
τὰ τῶν γυναικῶν διακαθαίρει τρύβλια.
Γέρων δὲ χωρεῖ χλανίδα καὶ κονίποδα
ἔχων, καχάζων μεθ᾽ ἑτέρου νεανίου·
850 ἐμβὰς δὲ κεῖται καὶ τρίβων ἐρριμμένος.
πρὸς ταῦτα χωρεῖθ᾽, ὡς ὁ τὴν μᾶζαν φέρων
ἕστηκεν· ἀλλὰ τὰς γνάθους διοίγνυτε.
ΑΝ. οὐκοῦν βαδιοῦμαι δῆτα. τί γὰρ ἕστηκ᾽ ἔχων
ἐνταῦθ᾽, ἐπειδὴ ταῦτα τῇ πόλει δοκεῖ;
855 ΧΡ. καὶ ποῖ βαδιεῖ σὺ μὴ καταθεὶς τὴν οὐσίαν;
ΑΝ. ἐπὶ δεῖπνον. ΧΡ. οὐ δῆτ᾽, ἤν γ᾽ ἐκείναις νοῦς ἐνῇ,
πρίν γ᾽ ‹ἂν› ἀπενέγκῃς. ΑΝ. ἀλλ᾽ ἀποίσω. ΧΡ. πηνίκα;
ΑΝ. οὐ τοὐμόν, ὦ τᾶν, ἐμποδὼν ἔσται. ΧΡ. τί δή;
ΑΝ. ἑτέρους ἀποίσειν φήμ᾽ ἔθ᾽ ὑστέρους ἐμοῦ.
860 ΧΡ. βαδιεῖ δὲ δειπνήσων ὅμως; ΑΝ. τί γὰρ πάθω;
τὰ δυνατὰ γὰρ δεῖ τῇ πόλει ξυλλαμβάνειν
τοὺς εὖ φρονοῦντας. ΧΡ. ἢν δὲ κωλύσωσι, τί;
ΑΝ. ὁμόσ᾽ εἶμι κύψας. ΧΡ. ἢν δὲ μαστιγῶσι, τί;
ΑΝ. καλούμεθ᾽ αὐτάς. ΧΡ. ἢν δὲ καταγελῶσι, τί;
865 ΑΝ. ἐπὶ ταῖς θύραις ἕστως— ΧΡ. τί δράσεις; εἰπέ μοι.
ΑΝ. τῶν ἐσφερόντων ἁρπάσομαι τὰ σιτία.
ΧΡ. βάδιζε τοίνυν ὕστερος· σὺ δ᾽, ὦ Σίκων
καὶ Παρμένων, αἴρεσθε τὴν παμπησίαν.
ΑΝ. φέρε νυν ἐγώ σοι ξυμφέρω. ΧΡ. μὴ μηδαμῶς.
870 δέδοικα γὰρ μὴ καὶ παρὰ τῇ στρατηγίδι,
ὅταν κατατιθῶ, προσποιῇ τῶν χρημάτων.
ΑΝ. νὴ τὸν Δία, δεῖ γοῦν μηχανήματός τινος,
ὅπως τὰ μὲν ὄντα χρήμαθ᾽ ἕξω, τοισδεδὶ
τῶν ματτομένων κοινῇ μεθέξω πως ἐγώ.
875 ὀρθῶς ἔμοιγε φαίνεται· βαδιστέον
ὁμόσ᾽ ἐστὶ δειπνήσοντα κοὐ μελλητέον.
***
(Έρχεται μια γυναίκα κήρυκας.)
ΚΗΡΥΚΑΣ
Συμπολίτες, αλλάξανε τα πράγματα.
Τρεχάτε βιαστικά στης Στρατηγίνας
να τραβήξετε κλήρο πού ο καθένας
θα του λάχει να κάτσει να δειπνήσει.
Στρωμένα τα τραπέζια περιμένουν
γεμάτ᾽ απ᾽ όλα των θεών τα ελέη.
840 Στα κρεβάτια προβιές και μπατανίες.
Τα κροντήρια γεμάτα· τα κορίτσια
με τ᾽ αρώματ᾽ αραδιασμένα στέκουν.
Φέτες ψάρια στη θράκα σιγοψένονται,
λαγοί στη σούβλα και στο φούρνο πίτες.
Εδώ στεφάνια πλέκονται, παρέκει
στραγάλια καβουρδίζονται. Οι κοπέλες,
οι παρανιές, βράζουνε φάβα. Ο Μάκης
φορώντας τη στολή του καβαλάρη
των γυναικώνε τρίβει τα τσανάκια.
Κι ο Γέρος με μπερτόνι και σκαρπίνια
χαχανίζοντας πάει μ᾽ ένα κοπέλι,
αφού πέταξε πέρα τις αρβύλες του
850και το τρύπιο ταμπάρο του. Βιαστείτε.
Σας περιμένουν τα ζεστά καρβέλια.
Ανοίχτε τις μασέλες σας κι ομπρός!
ΑΝΤ. Τί κάθομαι λοιπόν; Θα πάω κι εγώ.
Έτσι θέλ᾽ η πατρίδα και διατάζει.
ΧΡΕ. Πού πάς, αφού δεν έχεις παραδώσει
τα υπάρχοντά σου; ΑΝΤ. Πάω να φάω κι εγώ.
ΧΡΕ. Δεν μπορείς. Οι γυναίκες δε γελιούνται.
Να παραδώσεις πρώτα. ΑΝΤ. Φυσικά!
ΧΡΕ. Και πότε; ΑΝΤ. Μη φοβάσαι. Απ᾽ τη δικιά μου
αργοπόρια η δουλειά δε θα σκοντάψει.
ΧΡΕ. Τί λες; ΑΝΤ. Κι άλλοι πολλοί καθυστερούνε.
ΧΡΕ. Κι όμως τρέχεις να φας! ΑΝΤ. Και τί θα πάθω;
Έχουνε χρέος οι γνωστικοί να κάνουν,
όσο μπορούν, της πολιτείας το θέλημα.
ΧΡΕ. Κι αν σε διώξουν; ΑΝΤ. Θα σκύψω το κεφάλι
και θα περάσω. ΧΡΕ. Κι αν σε δείρουν; ΑΝΤ. Μήνυση.
ΧΡΕ. Κι αν σε περιγελούν τα θηλυκά;
ΑΝΤ. Στεκάμενος στην πόρτα...
ΧΡΕ. (τον διακόπτει)
Τί θα κάνεις;
ΑΝΤ. Θ᾽ αρπάζω τα φαγιά των αλλωνών.
ΧΡΕ. Ακλούθα με λοιπόν.
(στους δούλους του)
Εσείς οι δυο,
ο Φάπας και ο Κλάπας, φορτωθείτε
στον ώμο σας τα πράματά μου κι άιντε.
ΑΝΤ. Θες κι εγώ να βοηθήσω; ΧΡΕ. Θεός φυλάξοι,
870 γιατί μπορείς μπροστά στη Στρατηγίνα
να κάνεις πως δικά σου είναι τα πράματα.
(Παίρνει τα πράματά του με τους δούλους του και φεύγει.)
ΑΝΤ. Πρέπει να σοφιστώ κανένα κόλπο,
να κρατήσω τα πράματά μου κι όμως
με τους άλλους μαζί να φάω κι εγώ.
(συλλογιέται λίγο)
Με κάθε τρόπο ανάγκη να δειπνήσω.
(στον εαυτό του)
Εμπρός λοιπόν, περπάτα, μην κιοτεύεις!
(Ο Χορός χορεύει.)
ὦ πάντες ἀστοί, —νῦν γὰρ οὕτω ταῦτ᾽ ἔχει—,
835 χωρεῖτ᾽, ἐπείγεσθ᾽ εὐθὺ τῆς στρατηγίδος,
ὅπως ἂν ὑμῖν ἡ τύχη κληρουμένοις
φράσῃ καθ᾽ ἕκαστον ἄνδρ᾽ ὅποι δειπνήσετε·
ὡς αἱ τράπεζαί γ᾽ εἰσὶν ἐπινενησμέναι
ἀγαθῶν ἁπάντων καὶ παρεσκευασμέναι,
840 κλῖναί τε σισυρῶν καὶ δαπίδων νενημέναι.
κρατῆρας ἐγκιρνᾶσιν, αἱ μυροπώλιδες
ἑστᾶσ᾽ ἐφεξῆς· τὰ τεμάχη ῥιπίζεται,
λαγῷ᾽ ἀναπηγνύασι, πόπανα πέττεται,
στέφανοι πλέκονται, φρύγεται τραγήματα,
845 χύτρας ἔτνους ἕψουσιν αἱ νεώταται.
Σμοῖος δ᾽ ἐν αὐταῖς ἱππικὴν στολὴν ἔχων
τὰ τῶν γυναικῶν διακαθαίρει τρύβλια.
Γέρων δὲ χωρεῖ χλανίδα καὶ κονίποδα
ἔχων, καχάζων μεθ᾽ ἑτέρου νεανίου·
850 ἐμβὰς δὲ κεῖται καὶ τρίβων ἐρριμμένος.
πρὸς ταῦτα χωρεῖθ᾽, ὡς ὁ τὴν μᾶζαν φέρων
ἕστηκεν· ἀλλὰ τὰς γνάθους διοίγνυτε.
ΑΝ. οὐκοῦν βαδιοῦμαι δῆτα. τί γὰρ ἕστηκ᾽ ἔχων
ἐνταῦθ᾽, ἐπειδὴ ταῦτα τῇ πόλει δοκεῖ;
855 ΧΡ. καὶ ποῖ βαδιεῖ σὺ μὴ καταθεὶς τὴν οὐσίαν;
ΑΝ. ἐπὶ δεῖπνον. ΧΡ. οὐ δῆτ᾽, ἤν γ᾽ ἐκείναις νοῦς ἐνῇ,
πρίν γ᾽ ‹ἂν› ἀπενέγκῃς. ΑΝ. ἀλλ᾽ ἀποίσω. ΧΡ. πηνίκα;
ΑΝ. οὐ τοὐμόν, ὦ τᾶν, ἐμποδὼν ἔσται. ΧΡ. τί δή;
ΑΝ. ἑτέρους ἀποίσειν φήμ᾽ ἔθ᾽ ὑστέρους ἐμοῦ.
860 ΧΡ. βαδιεῖ δὲ δειπνήσων ὅμως; ΑΝ. τί γὰρ πάθω;
τὰ δυνατὰ γὰρ δεῖ τῇ πόλει ξυλλαμβάνειν
τοὺς εὖ φρονοῦντας. ΧΡ. ἢν δὲ κωλύσωσι, τί;
ΑΝ. ὁμόσ᾽ εἶμι κύψας. ΧΡ. ἢν δὲ μαστιγῶσι, τί;
ΑΝ. καλούμεθ᾽ αὐτάς. ΧΡ. ἢν δὲ καταγελῶσι, τί;
865 ΑΝ. ἐπὶ ταῖς θύραις ἕστως— ΧΡ. τί δράσεις; εἰπέ μοι.
ΑΝ. τῶν ἐσφερόντων ἁρπάσομαι τὰ σιτία.
ΧΡ. βάδιζε τοίνυν ὕστερος· σὺ δ᾽, ὦ Σίκων
καὶ Παρμένων, αἴρεσθε τὴν παμπησίαν.
ΑΝ. φέρε νυν ἐγώ σοι ξυμφέρω. ΧΡ. μὴ μηδαμῶς.
870 δέδοικα γὰρ μὴ καὶ παρὰ τῇ στρατηγίδι,
ὅταν κατατιθῶ, προσποιῇ τῶν χρημάτων.
ΑΝ. νὴ τὸν Δία, δεῖ γοῦν μηχανήματός τινος,
ὅπως τὰ μὲν ὄντα χρήμαθ᾽ ἕξω, τοισδεδὶ
τῶν ματτομένων κοινῇ μεθέξω πως ἐγώ.
875 ὀρθῶς ἔμοιγε φαίνεται· βαδιστέον
ὁμόσ᾽ ἐστὶ δειπνήσοντα κοὐ μελλητέον.
***
(Έρχεται μια γυναίκα κήρυκας.)
ΚΗΡΥΚΑΣ
Συμπολίτες, αλλάξανε τα πράγματα.
Τρεχάτε βιαστικά στης Στρατηγίνας
να τραβήξετε κλήρο πού ο καθένας
θα του λάχει να κάτσει να δειπνήσει.
Στρωμένα τα τραπέζια περιμένουν
γεμάτ᾽ απ᾽ όλα των θεών τα ελέη.
840 Στα κρεβάτια προβιές και μπατανίες.
Τα κροντήρια γεμάτα· τα κορίτσια
με τ᾽ αρώματ᾽ αραδιασμένα στέκουν.
Φέτες ψάρια στη θράκα σιγοψένονται,
λαγοί στη σούβλα και στο φούρνο πίτες.
Εδώ στεφάνια πλέκονται, παρέκει
στραγάλια καβουρδίζονται. Οι κοπέλες,
οι παρανιές, βράζουνε φάβα. Ο Μάκης
φορώντας τη στολή του καβαλάρη
των γυναικώνε τρίβει τα τσανάκια.
Κι ο Γέρος με μπερτόνι και σκαρπίνια
χαχανίζοντας πάει μ᾽ ένα κοπέλι,
αφού πέταξε πέρα τις αρβύλες του
850και το τρύπιο ταμπάρο του. Βιαστείτε.
Σας περιμένουν τα ζεστά καρβέλια.
Ανοίχτε τις μασέλες σας κι ομπρός!
ΑΝΤ. Τί κάθομαι λοιπόν; Θα πάω κι εγώ.
Έτσι θέλ᾽ η πατρίδα και διατάζει.
ΧΡΕ. Πού πάς, αφού δεν έχεις παραδώσει
τα υπάρχοντά σου; ΑΝΤ. Πάω να φάω κι εγώ.
ΧΡΕ. Δεν μπορείς. Οι γυναίκες δε γελιούνται.
Να παραδώσεις πρώτα. ΑΝΤ. Φυσικά!
ΧΡΕ. Και πότε; ΑΝΤ. Μη φοβάσαι. Απ᾽ τη δικιά μου
αργοπόρια η δουλειά δε θα σκοντάψει.
ΧΡΕ. Τί λες; ΑΝΤ. Κι άλλοι πολλοί καθυστερούνε.
ΧΡΕ. Κι όμως τρέχεις να φας! ΑΝΤ. Και τί θα πάθω;
Έχουνε χρέος οι γνωστικοί να κάνουν,
όσο μπορούν, της πολιτείας το θέλημα.
ΧΡΕ. Κι αν σε διώξουν; ΑΝΤ. Θα σκύψω το κεφάλι
και θα περάσω. ΧΡΕ. Κι αν σε δείρουν; ΑΝΤ. Μήνυση.
ΧΡΕ. Κι αν σε περιγελούν τα θηλυκά;
ΑΝΤ. Στεκάμενος στην πόρτα...
ΧΡΕ. (τον διακόπτει)
Τί θα κάνεις;
ΑΝΤ. Θ᾽ αρπάζω τα φαγιά των αλλωνών.
ΧΡΕ. Ακλούθα με λοιπόν.
(στους δούλους του)
Εσείς οι δυο,
ο Φάπας και ο Κλάπας, φορτωθείτε
στον ώμο σας τα πράματά μου κι άιντε.
ΑΝΤ. Θες κι εγώ να βοηθήσω; ΧΡΕ. Θεός φυλάξοι,
870 γιατί μπορείς μπροστά στη Στρατηγίνα
να κάνεις πως δικά σου είναι τα πράματα.
(Παίρνει τα πράματά του με τους δούλους του και φεύγει.)
ΑΝΤ. Πρέπει να σοφιστώ κανένα κόλπο,
να κρατήσω τα πράματά μου κι όμως
με τους άλλους μαζί να φάω κι εγώ.
(συλλογιέται λίγο)
Με κάθε τρόπο ανάγκη να δειπνήσω.
(στον εαυτό του)
Εμπρός λοιπόν, περπάτα, μην κιοτεύεις!
(Ο Χορός χορεύει.)