πότνια, πουλυμέλαθρε, πολύπτολι, χαῖρε Χιτώνη,
Μιλήτῳ ἐπίδημε· σὲ γὰρ ποιήσατο Νηλεύς
ἡγεμόνην, ὅτε νηυσὶν ἀνήγετο Κεκροπίηθεν.
Χησιάς, Ἰμβρασίη, πρωτόθρονε, σοὶ δ᾽ Ἀγαμέμνων
πηδάλιον νηὸς σφετέρης ἐγκάτθετο νηῷ,
230 μείλιον ἀπλοΐης, ὅτε οἱ κατέδησας ἀήτας,
Τευκρῶν ἡνίκα νῆες Ἀχαιίδες ἄστεα κήδειν
ἔπλεον, ἀμφ᾽ Ἑλένῃ Ῥαμνουσίδι θυμωθεῖσαι.
ἦ μέν τοι Προῖτός γε δύω ἐκαθίσσατο νηούς,
ἄλλον μὲν Κορίης, ὅτι οἱ συνελέξαο κούρας
235 οὔρεα πλαζομένας Ἀζήνια, τὸν δ᾽ ἐνὶ Λούσοις
Ἡμέρῃ, οὕνεκα θυμὸν ἀπ᾽ ἄγριον εἵλεο παίδων.
σοὶ καὶ Ἀμαζονίδες πολέμου ἐπιθυμήτειραι
ἔν κοτε παρραλίῃ Ἐφέσῳ βρέτας ἱδρύσαντο
φηγῷ ὑπὸ πρέμνῳ, τέλεσεν δέ τοι ἱερὸν Ἱππώ·
240 αὐταὶ δ᾽, Οὖπι ἄνασσα, περὶ πρύλιν ὠρχήσαντο,
πρῶτα μὲν ἐν σακέεσσιν ἐνόπλιον, αὖθι δὲ κύκλῳ
στησάμεναι χορὸν εὐρύν· ὑπήεισαν δὲ λίγειαι
λεπταλέον σύριγγες, ἵνα ῥήσσωσιν ὁμαρτῇ·
—οὐ γάρ πω νέβρεια δι᾽ ὀστέα τετρήναντο,
245 ἔργον Ἀθηναίης, ἐλάφῳ κακόν— ἔδραμε δ᾽ ἠχώ
Σάρδιας ἔς τε νομὸν Βερεκύνθιον· αἱ δὲ πόδεσσιν
οὖλα κατεκροτάλιζον, ἐπεψόφεον δὲ φαρέτραι.
κεῖνο δέ τοι μετέπειτα περὶ βρέτας εὐρὺ θέμειλον
δωμήθη· τοῦ δ᾽ οὔτι θεώτερον ὄψεται ἠώς
250 οὐδ᾽ ἀφνειότερον· ῥέα κεν Πυθῶνα παρέλθοι.
τῷ ῥα καὶ ἠλαίνων ἀλαπαξέμεν ἠπείλησε
Λύγδαμις ὑβριστής· ἐπὶ δὲ στρατὸν ἱππημολγῶν
ἤγαγε Κιμμερίων ψαμάθῳ ἴσον, οἵ ῥα παρ᾽ αὐτόν
κεκλιμένοι ναίουσι βοὸς πόρον Ἰναχιώνης.
255 ἆ δειλὸς βασιλέων, ὅσον ἤλιτεν· οὐ γὰρ ἔμελλεν
οὔτ᾽ αὐτὸς Σκυθίηνδε παλιμπετές, οὔτε τις ἄλλος
ὅσσων ἐν λειμῶνι Καϋστρίῳ ἔσταν ἅμαξαι,
νοστήσειν· Ἐφέσου γὰρ ἀεὶ τεὰ τόξα πρόκειται.
πότνια, Μουνιχίη, λιμενοσκόπε, χαῖρε Φεραίη.
260 μή τις ἀτιμήσῃ τὴν Ἄρτεμιν —οὐδὲ γὰρ Οἰνεῖ
βωμὸν ἀτιμάσσαντι καλοὶ πόλιν ἦλθον ἀγῶνες—
μηδ᾽ ἐλαφηβολίην μηδ᾽ εὐστοχίην ἐριδαίνειν
—οὐδὲ γὰρ Ἀτρεΐδης ὀλίγῳ ἔπι κόμπασε μισθῷ—
μηδέ τινα μνᾶσθαι τὴν παρθένον —οὐδὲ γὰρ Ὦτος
265 οὐδὲ μὲν Ὠαρίων ἀγαθὸν γάμον ἐμνήστευσαν—
μηδὲ χορὸν φεύγειν ἐνιαύσιον — οὐδὲ γὰρ Ἱππώ
ἀκλαυτὶ περὶ βωμὸν ἀπείπατο κυκλώσασθαι.
χαῖρε μέγα κρείουσα καὶ εὐάντησον ἀοιδῇ.
***
Σεβαστή, πολυανάκτορη, με πολλές πόλεις, χαίρε Χιτώνη
κάτοικε της Μιλήτου που ο Νηλέας σ᾽ έκανεοδηγό του, όταν με πλοία ανοίχτηκες, από τη χώρα φεύγοντας του Κέκροπα.Χησιάδα, Ιμβρασία, πρωτόθρονη, σ᾽ εσένα ο Αγαμέμνοναςστο ναό σου το πηδάλιο του πλοίου του αφιέρωσε,230παρακλητήριο δώρο για την άπλοια, όταν εσύ είχες δέσει τους ανέμους,την ημέρα που των Αχαιών τα πλοία έπλεαν να κάψουνε των Τεύκρων πόλειςεπειδή πολύ είχαν θυμώσει με τη Ραμνουσίδα Ελένη.Προς τιμή σου ο Προίτος δύο οικοδόμησε ναούς.Τον ένα της Κορίας Άρτεμης, που μάζεψες τις κόρες του235στα Αζήνια όρη που περιπλανιούνταν, και τον άλλο στους Λουσούς,για την ήμερη Αρτέμιδα, που των παιδιών του γλύκανες τον άγριο θυμό.Προς τιμή σου κάποτε και Αμαζόνες πολεμόχαρεςξόανο στα παράλια σου ᾽στησαν της Εφέσουκάτω από βαλανιδιά, και τέλεσε για σένα η Ιππώ θυσία.240Και οι ίδιες, Ούπη άνασσα, τριγύρω σου χορέψαν,πρώτα με ασπίδες, ένοπλες, κι έπειτα κυκλικά,στήνοντας χορό πλατύ που ήχος τον συνόδευεαπό σύριγγες λεπτόφωνες και με τα πόδια τους το έδαφος χτυπούσαν.Γιατί τα ελαφίσια οστά δεν είχαν αποκτήσει ακόμα τρύπες245εφεύρεση της Αθηνάς, σκληρής στα ελάφια — κι έδραμε η ηχώώσμε τις Σάρδεις και το Βερεκύνθιο νομό. Και με τα πόδια τουςκροτούσαν δυνατά κι αντιδονούσαν οι φαρέτρες.Μετέπειτα, γύρω απ᾽ το ξόανο εκείνο, ανοίχτηκε θεμέλιον ευρύ,και οικοδομήθηκε ναός απ᾽ τον οποίο τίποτε δεν θα δει θεϊκότερο το φως της μέρας250ούτε και πλουσιότερο. Με την Πυθώνα θα μπορούσε να παραβληθεί.Το ναόν αυτό από παραφροσύνη απείλησε να καταστρέψειο Λύγδαμις ο υβριστής. Για τούτο και στρατόν από φοραδοαρμεχτάδεςΚιμμέριους οδήγησε, πολλούς όσο και η άμμος, που μαζί τουστον πόρο κατοικούνε της βοϊδόμορφης κόρης του Ινάχου.255Ο άθλιος αυτός ανάμεσα στους βασιλιάδες, πόσο γελάστηκε! Δεν έμελλεούτε αυτός να επιστρέψει στη Σκυθία ούτε άλλος κανείς,απ᾽ όσους στο λειμώνα του Καΰστρου άμαξες συγκέντρωσαν πολεμικές.Γιατί μπροστά στην Έφεσο για πάντα έχουν στηθεί τα προστατευτικά σου τόξα.Ω σεβαστή, Μουνυχία, λιμενοπροστάτισσα, χαίρε ω Φεραία.260Μην προσβάλει την Άρτεμη κανένας, γιατί ούτε στου Οινέα την πόλη,που το βωμό της πρόσβαλε, ήρθαν καλοί αγώνες,ούτε στο ελαφοκυνήγι, ούτε στην ευστοχία να φιλονικεί κανείς μαζί της—αφού ούτε του Ατρέα ο γιος τον κομπασμό του πλήρωσε φτηνά—.Κι ούτε κανείς σε γάμο να ζητήσει την παρθένα —αφού ούτε κι ο Ώτος,265ούτε ο Ωρίων κάμανε καλόν γάμο—,μήτε ν᾽ αποφύγει τον ετήσιο χορό — ούτε η Ιππώέμεινε δίχως κλάματα, όταν αρνήθηκε χορό να σύρει γύρω απ᾽ το βωμό.Χαίρε η παντοδύναμη κι άκου μ᾽ ευμένεια τούτο το τραγούδι.
Μιλήτῳ ἐπίδημε· σὲ γὰρ ποιήσατο Νηλεύς
ἡγεμόνην, ὅτε νηυσὶν ἀνήγετο Κεκροπίηθεν.
Χησιάς, Ἰμβρασίη, πρωτόθρονε, σοὶ δ᾽ Ἀγαμέμνων
πηδάλιον νηὸς σφετέρης ἐγκάτθετο νηῷ,
230 μείλιον ἀπλοΐης, ὅτε οἱ κατέδησας ἀήτας,
Τευκρῶν ἡνίκα νῆες Ἀχαιίδες ἄστεα κήδειν
ἔπλεον, ἀμφ᾽ Ἑλένῃ Ῥαμνουσίδι θυμωθεῖσαι.
ἦ μέν τοι Προῖτός γε δύω ἐκαθίσσατο νηούς,
ἄλλον μὲν Κορίης, ὅτι οἱ συνελέξαο κούρας
235 οὔρεα πλαζομένας Ἀζήνια, τὸν δ᾽ ἐνὶ Λούσοις
Ἡμέρῃ, οὕνεκα θυμὸν ἀπ᾽ ἄγριον εἵλεο παίδων.
σοὶ καὶ Ἀμαζονίδες πολέμου ἐπιθυμήτειραι
ἔν κοτε παρραλίῃ Ἐφέσῳ βρέτας ἱδρύσαντο
φηγῷ ὑπὸ πρέμνῳ, τέλεσεν δέ τοι ἱερὸν Ἱππώ·
240 αὐταὶ δ᾽, Οὖπι ἄνασσα, περὶ πρύλιν ὠρχήσαντο,
πρῶτα μὲν ἐν σακέεσσιν ἐνόπλιον, αὖθι δὲ κύκλῳ
στησάμεναι χορὸν εὐρύν· ὑπήεισαν δὲ λίγειαι
λεπταλέον σύριγγες, ἵνα ῥήσσωσιν ὁμαρτῇ·
—οὐ γάρ πω νέβρεια δι᾽ ὀστέα τετρήναντο,
245 ἔργον Ἀθηναίης, ἐλάφῳ κακόν— ἔδραμε δ᾽ ἠχώ
Σάρδιας ἔς τε νομὸν Βερεκύνθιον· αἱ δὲ πόδεσσιν
οὖλα κατεκροτάλιζον, ἐπεψόφεον δὲ φαρέτραι.
κεῖνο δέ τοι μετέπειτα περὶ βρέτας εὐρὺ θέμειλον
δωμήθη· τοῦ δ᾽ οὔτι θεώτερον ὄψεται ἠώς
250 οὐδ᾽ ἀφνειότερον· ῥέα κεν Πυθῶνα παρέλθοι.
τῷ ῥα καὶ ἠλαίνων ἀλαπαξέμεν ἠπείλησε
Λύγδαμις ὑβριστής· ἐπὶ δὲ στρατὸν ἱππημολγῶν
ἤγαγε Κιμμερίων ψαμάθῳ ἴσον, οἵ ῥα παρ᾽ αὐτόν
κεκλιμένοι ναίουσι βοὸς πόρον Ἰναχιώνης.
255 ἆ δειλὸς βασιλέων, ὅσον ἤλιτεν· οὐ γὰρ ἔμελλεν
οὔτ᾽ αὐτὸς Σκυθίηνδε παλιμπετές, οὔτε τις ἄλλος
ὅσσων ἐν λειμῶνι Καϋστρίῳ ἔσταν ἅμαξαι,
νοστήσειν· Ἐφέσου γὰρ ἀεὶ τεὰ τόξα πρόκειται.
πότνια, Μουνιχίη, λιμενοσκόπε, χαῖρε Φεραίη.
260 μή τις ἀτιμήσῃ τὴν Ἄρτεμιν —οὐδὲ γὰρ Οἰνεῖ
βωμὸν ἀτιμάσσαντι καλοὶ πόλιν ἦλθον ἀγῶνες—
μηδ᾽ ἐλαφηβολίην μηδ᾽ εὐστοχίην ἐριδαίνειν
—οὐδὲ γὰρ Ἀτρεΐδης ὀλίγῳ ἔπι κόμπασε μισθῷ—
μηδέ τινα μνᾶσθαι τὴν παρθένον —οὐδὲ γὰρ Ὦτος
265 οὐδὲ μὲν Ὠαρίων ἀγαθὸν γάμον ἐμνήστευσαν—
μηδὲ χορὸν φεύγειν ἐνιαύσιον — οὐδὲ γὰρ Ἱππώ
ἀκλαυτὶ περὶ βωμὸν ἀπείπατο κυκλώσασθαι.
χαῖρε μέγα κρείουσα καὶ εὐάντησον ἀοιδῇ.
***
Σεβαστή, πολυανάκτορη, με πολλές πόλεις, χαίρε Χιτώνη
κάτοικε της Μιλήτου που ο Νηλέας σ᾽ έκανεοδηγό του, όταν με πλοία ανοίχτηκες, από τη χώρα φεύγοντας του Κέκροπα.Χησιάδα, Ιμβρασία, πρωτόθρονη, σ᾽ εσένα ο Αγαμέμνοναςστο ναό σου το πηδάλιο του πλοίου του αφιέρωσε,230παρακλητήριο δώρο για την άπλοια, όταν εσύ είχες δέσει τους ανέμους,την ημέρα που των Αχαιών τα πλοία έπλεαν να κάψουνε των Τεύκρων πόλειςεπειδή πολύ είχαν θυμώσει με τη Ραμνουσίδα Ελένη.Προς τιμή σου ο Προίτος δύο οικοδόμησε ναούς.Τον ένα της Κορίας Άρτεμης, που μάζεψες τις κόρες του235στα Αζήνια όρη που περιπλανιούνταν, και τον άλλο στους Λουσούς,για την ήμερη Αρτέμιδα, που των παιδιών του γλύκανες τον άγριο θυμό.Προς τιμή σου κάποτε και Αμαζόνες πολεμόχαρεςξόανο στα παράλια σου ᾽στησαν της Εφέσουκάτω από βαλανιδιά, και τέλεσε για σένα η Ιππώ θυσία.240Και οι ίδιες, Ούπη άνασσα, τριγύρω σου χορέψαν,πρώτα με ασπίδες, ένοπλες, κι έπειτα κυκλικά,στήνοντας χορό πλατύ που ήχος τον συνόδευεαπό σύριγγες λεπτόφωνες και με τα πόδια τους το έδαφος χτυπούσαν.Γιατί τα ελαφίσια οστά δεν είχαν αποκτήσει ακόμα τρύπες245εφεύρεση της Αθηνάς, σκληρής στα ελάφια — κι έδραμε η ηχώώσμε τις Σάρδεις και το Βερεκύνθιο νομό. Και με τα πόδια τουςκροτούσαν δυνατά κι αντιδονούσαν οι φαρέτρες.Μετέπειτα, γύρω απ᾽ το ξόανο εκείνο, ανοίχτηκε θεμέλιον ευρύ,και οικοδομήθηκε ναός απ᾽ τον οποίο τίποτε δεν θα δει θεϊκότερο το φως της μέρας250ούτε και πλουσιότερο. Με την Πυθώνα θα μπορούσε να παραβληθεί.Το ναόν αυτό από παραφροσύνη απείλησε να καταστρέψειο Λύγδαμις ο υβριστής. Για τούτο και στρατόν από φοραδοαρμεχτάδεςΚιμμέριους οδήγησε, πολλούς όσο και η άμμος, που μαζί τουστον πόρο κατοικούνε της βοϊδόμορφης κόρης του Ινάχου.255Ο άθλιος αυτός ανάμεσα στους βασιλιάδες, πόσο γελάστηκε! Δεν έμελλεούτε αυτός να επιστρέψει στη Σκυθία ούτε άλλος κανείς,απ᾽ όσους στο λειμώνα του Καΰστρου άμαξες συγκέντρωσαν πολεμικές.Γιατί μπροστά στην Έφεσο για πάντα έχουν στηθεί τα προστατευτικά σου τόξα.Ω σεβαστή, Μουνυχία, λιμενοπροστάτισσα, χαίρε ω Φεραία.260Μην προσβάλει την Άρτεμη κανένας, γιατί ούτε στου Οινέα την πόλη,που το βωμό της πρόσβαλε, ήρθαν καλοί αγώνες,ούτε στο ελαφοκυνήγι, ούτε στην ευστοχία να φιλονικεί κανείς μαζί της—αφού ούτε του Ατρέα ο γιος τον κομπασμό του πλήρωσε φτηνά—.Κι ούτε κανείς σε γάμο να ζητήσει την παρθένα —αφού ούτε κι ο Ώτος,265ούτε ο Ωρίων κάμανε καλόν γάμο—,μήτε ν᾽ αποφύγει τον ετήσιο χορό — ούτε η Ιππώέμεινε δίχως κλάματα, όταν αρνήθηκε χορό να σύρει γύρω απ᾽ το βωμό.Χαίρε η παντοδύναμη κι άκου μ᾽ ευμένεια τούτο το τραγούδι.