Δευτέρα 6 Μαΐου 2024

Φιλοσοφική Ηθική

Οι πρώιμοι φιλόσοφοι

Δεν θα ήταν εξ ολοκλήρου αλήθεια να ισχυρισθούμε ότι οι πρώιμοι φιλόσοφοι δεν ενδιαφέρονταν για ερωτήματα που αφορούσαν τον τρόπο που θα έπρεπε να ζει ο άνθρωπος, παρ’ όλο που οι γραπτές μαρτυρίες κυριαρχούνται από ερωτήματα τα οποία ανήκουν στον χοίρο της φυσικής φιλοσοφίας και της κοσμολογίας.

Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 570 π.Χ. κι έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του τον επόμενο αιώνα. Οι μεταγενέστεροι Έλληνες τον θεωρούν ιδρυτή της Ελεατικής φιλοσοφίας και δάσκαλο του Παρμενίδη, πιθανότατα. Ήταν ηθικολόγος, πράγμα που μπορούμε να το δούμε από την επίθεσή του στους θεούς του Ομήρου και του Ησιόδου.

Ο Όμηρος και ο Ησίοδος έχουν αποθέσει στα πόδια των θεών οτιδήποτε οι άνθρωποι θεωρούν όνειδος και ντροπή, κλεψιά, μοιχεία και αμοιβαίο δόλο.
(DK 21, απόσπασμα 11)

Επιτέθηκε στον ανθρωπομορφισμό, επισημαίνοντας ότι οι νέγροι έχουν μαύρους θεούς με πλακουτσωτή μύτη, οι Θράκες έχουν κοκκινομάλληδες θεούς με μπλε μάτια και ότι, αν τα ζώα είχαν θεούς, αυτοί θα έμοιαζαν με ζώα· πίστευε σε ένα ανώτατο ον, που δεν έπρεπε να το αντιλαμβάνεται κανείς με ανθρώπινη μορφή. Επεσήμανε τη σχετικότητα του γλυκού και του ξινού, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τον ηθικό σχετικισμό που, κατά πάσα πιθανότητα, δεν κατείχε καν ο ίδιος.

Ο διάδοχος του, ο Παρμενίδης, όπως και ο Ξενοφάνης, έγραψε σε έμμετρο λόγο. Παραδόξως, απαρνήθηκε τον χρόνο και τη πολυμορφία, επιβεβαιώνοντας ότι η μόνη δήλωση που δικαίως μπορεί να γίνει είναι «Ένα πράγμα που υπάρχει, υπάρχει». Αλλά ο μύθος που συμβολίζει τη φιλοσοφική του αναζήτηση, προσδίδοντάς του την ένταση θρησκευτικής αποκάλυψης, εξυψώνει την Αλήθεια και τη Δίκη, η οποία προσωποποιείται και απεικονίζεται ως εκδικητής και ζευγαρωμένη με τη θέμιδα. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι εννοεί ο Παρμενίδης με τη λέξη δίκη. Δεν είναι τα έθιμα των ανθρώπων. Μπορεί να σημαίνει -κάπως αόριστα - τη δικαιοσύνη, αλλά δεν έχει να κάνει με τη συνηθισμένη έννοια του ανθρώπινου νόμου ή της ηθικής. Είναι περισσότερο σαν το Ταό, τον Τρόπο των Πραγμάτων.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να πούμε τι είναι πρώιμο και τι όχι, στους Πυθαγόρειους. Ο δυϊσμός εμφανίζεται στον Πίνακα των Αντιθέτων (Αριστοτέλης, Μεταφυσικά, 1986α 23-7).

Πέρας και Άπειρο

Περιττόν και Άρτιον

Εν και Πλήθος

Δεξιόν και Αριστερόν

'Αρρεν και Θήλυ

Ηρεμούν και Κινούμενον

Ευθύ και Καμπύλον

Φως και Σκότος

Αγαθόν και Κακόν

Τετράγωνον και Ανισόμηκες

Το καλό (αγαθόν) και το κακό (κακόν) δεν έχουν ηθική χροιά εδώ, αλλά είναι λέξεις που εκφράζουν επιδοκιμασία και αποδοκιμασία αντίστοιχα. Βρίσκουμε, επίσης, να αναφέρεται ότι η αρετή, η αρίστευση, αποτελεί μια κατάσταση ταυτόχρονης συνύπαρξης αξιών (αρμονία), όπως η υγεία, το αγαθό και ο Θεός (Διογένης Λαέρτιος 8.33). Σε ένα μάλλον διαφορετικό επίπεδο, υπάρχει ακόμη μια σειρά δημοφιλών, σχεδόν μαγικών, κανόνων στους οποίους, κάποια στιγμή, προσετέθησαν αλληγορικές ερμηνείες. Έτσι, η φράση «Μη σκαλίζεις τη φωτιά με μαχαίρι», σημαίνει «Μην υποκινείς το πάθος ή την υπερηφάνεια»· «Μην υπερβαίνεις τη ζυγαριά», σημαίνει «Μην ξεπεράσεις τα όρια της ορθής κρίσης και της δικαιοσύνης»· «Μην κάθεσαι στη χοίνικα[1]», σημαίνει «Να σκέπτεσαι το ίδιο και το σήμερα και το αύριο»· «Μην τρως την καρδιά σου», σημαίνει «Μην αφήσεις τη ζωή σου να χαθεί απ’ τα προβλήματα και τον πόνο»· «Μην κοιτάζεις πίσω όταν φεύγεις ταξίδι», σημαίνει «Μην προσκολλάσαι στη ζωή όταν πεθαίνεις» (Διογένης Λαέρτιος, 8.17-8). Κάποια από αυτά τα ορθολογικά γνωμικά, ήταν ευρύτατα διαδεδομένα κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. Κατά τα άλλα, διακρίνουμε μια έμφαση στη φιλία και στην κοινότητα, κι αυτό φαίνεται να συμπεριλαμβάνει εξ ίσου τους άνδρες και τις γυναίκες. Το δόγμα της μετεμψύχωσης, υπονοεί ενδεχομένως μια μορφή θεϊκής ανταμοιβής ή τιμωρίας.

Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος, που δραστηριοποιήθηκε γύρω στο 500 π.Χ., ήταν διαβόητα σκοτεινός και αφοριστικός. Ισχυριζόταν ότι υπήρχε μία και μοναδική γνώση, για να καταλάβει κανείς τον τρόπο που κινούνταν το σύμπαν (DK 22, απόσπασμα 41). Αυτή η μοναδική γνώση «είναι πρόθυμη και απρόθυμη μαζί να αποκαλείται με το όνομα του Δία» (απόσπασμα 32). Αυτό υπονοεί ότι είναι ο ανώτατος. αλλά όχι ένας προσωπικός Θεός. Δεν έχουμε την αίσθηση ότι πρόκειται για κάποιο ηθικό σύστημα. «Η απαθής ψυχή είναι σοφότερη και καλύτερη» (απόσπασμα 118). Ο Ηράκλειτος θεωρούσε ότι η φωτιά αποτελεί τη βάση του υλικού κόσμου. «Όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι εκπορεύονται από τον έναν και μοναδικό θεϊκό νόμο» (απόσπασμα 114). «Ο χαρακτήρας του ανθρώπου αποτελεί τον δαίμονά του» (απόσπασμα 119) - που ίσως να είναι ο φύλακας του, ίσως το πεπρωμένο του. Περαιτέρω, δεν μπορούμε να διακρίνουμε τίποτε άλλο, εκτός ίσως από μια αποστροφή για την υπερβολή.

Ο Εμπεδοκλής καταγόταν από τον Ακράγαντα της Σικελίας και δραστηριοποιήθηκε γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Υποστήριζε μια σύνθετη κοσμογονία σύμφωνα με την οποία υπήρχαν τέσσερεις «ρίζες»: η γη, ο αέρας, η φωτιά και το νερό, και δύο ελεγκτικές δυνάμεις: η αγάπη (φιλότης) και η διαμάχη (νεῖκος). Η διαμάχη στοχεύει σε μια κατάσταση κατά την οποία τα τέσσερα στοιχεία είναι ξέχωρα, ενώ η αγάπη σε μία μοναδική, ομοιογενή ενότητα κατά την οποία, τα τέσσερα στοιχεία είναι αναμεμειγμένα. Ένας κόσμος, όπως ο δικός μας, μπορεί να προκύψει μόνο κατά τη διάρκεια μιας ενδιάμεσης περιόδου του κοσμικού κύκλου, και ο Εμπεδοκλής, όντας πεσιμιστής, έλεγε ότι στον κόσμο μας κυριαρχεί η φιλονικία. Όσον αφορά στους ανθρώπους, έγραψε για μια κατάσταση πρωταρχικής αθωότητας. Η αρχική αμαρτία ήταν η αιματοχυσία ζώων αλλά και ανθρώπων. Όπως ο Πυθαγόρας, έτσι και ο Εμπεδοκλής πίστευε στη μετεμψύχωση. Φαίνεται, μάλιστα, ότι θεωρούσε τους «προφήτες, υμνωδούς, ιατρούς και βασιλείς» ως τις ανώτατες γήινες ενσαρκώσεις, μετά από τις οποίες ακολουθεί η αθανασία (DK 31, απόσπασμα 146-7).

Μα, αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι ο σεβασμός απέναντι στους ξένους συμπεριλαμβάνεται στις καλές πράξεις, (απόσπα­σμα 112), δεν μπορούμε να εντοπίσουμε έναν ηθικό κώδικα, μέ­σω του οποίου επιτυγχάνεται μια ανώτερη ζωή.

Οι σοφιστές

Υπήρξαν πενήντα χρόνια σχετικής ειρήνης και ευημερίας στην κυρίως Ελλάδα, στο διάστημα ανάμεσα στους Περσικούς Πολέμους και στον Πελοποννησιακό πόλεμο μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Τα μέλη των ανωτέρων κοινωνικά στρωμάτων βρέθηκαν να έχουν ελεύθερο χρόνο. Μια ομάδα ικανών διδασκάλων συμπλήρωσε ένα κενό, προσφέροντας μαθήματα έναντι αμοιβής, πάνω σε μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων περιόδευαν από τόπο σε τόπο. Ήταν οι «Σοφιστές»· η λέξη σήμαινε αρχικά «ειδικός».

Ήταν μια εποχή οριζόντων που διευρύνονταν, επιστημονικής περιέργειας και συνεχώς αυξανόμενου σκεπτικισμού απέναντι στις κατεστημένες αξίες. Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος έγραψε την Γης Περίοδον, όπου περιέγραφε διαφορετικούς τρόπους ζωής, από την Ισπανία μέχρι την Ινδία. Ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς αφηγείται απολαυστικά μια ιστορία για τον Δαρείο, ο οποίος έφερε κοντά μια φυλή Ινδών, που τα μέλη της συνήθιζαν να τρώνε τους νεκρούς γονείς τους και μερικούς Έλληνες οι οποίοι τους αποτέφρωναν: όλοι σοκαρίστηκαν με την πρακτική των άλλων (3.38). Ο Ηρόδοτος δεν κρίνει· τα έθιμα είναι αυτά που αποφασίζουν. Παρόμοιες συσχετίσεις αναλύθηκαν λεπτομερώς σ’ ένα σοφιστικό έργο στα τέλη του αιώνα, ονόματι Δισσοί Λόγοι («Τα Υπέρ και τα Κατά», θα ήταν ένας καλύτερος τίτλος). Για παράδειγμα, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν καλός και κακός ταυτοχρόνως: καλός για τους νικητές Σπαρτιάτες, κακός για τους ηττημένους Αθηναίους. Οι Μακεδόνες θεωρούν ότι είναι τιμητικό για ένα κορίτσι να έχει σεξουαλικές εμπειρίες πριν από τον γάμο, οι υπόλοιποι Έλληνες το θεωρούν επονείδιστο. Το όλο θέμα μπήκε σε μια πιο επιστημονική βάση από τους ιπποκράτειους ιατρούς, οι οποίοι ασκούσαν την κλινική επιστήμη που είχε ξεκινήσει ο Ιπποκράτης τον 5ο αιώνα, με έδρα το νησί της Κω. Το Περί αέρων, υδάτων και τόπων, υπογραμμίζει το γεγονός ότι το γεωγραφικό περιβάλλον επηρεάζει τη φυσική και πνευματική ικανότητα και τη συμπεριφορά. Πράγμα που είναι μέρος της διαμάχης μεταξύ Νόμου και Φύσεως.

Οι Σοφιστές[2] ισχυρίζονταν ότι δίδασκαν τη σοφία. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι δίδασκαν το είδωλο και όχι την ουσία της σοφίας (Σοφιστικοί Έλεγχοι, 165 α)· Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Απομνημονεύματα, 1.6.13), ο Σωκράτης τούς αποκαλούσε «πόρνους», επειδή προσέφεραν σοφία επί πληρωμή. Μπορεί, επίσης, να ισχυρίζονταν ότι δίδασκαν την αρετή. Η λέξη παραμένει ασαφής και, στα χέρια κάποιων επαγγελματιών, σήμαινε «πώς να αναρ- ριχηθείς στην κοινωνία». Αυτό ήταν από μόνο του ανήθικο, ή μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι ανήθικο. Σταθερή επιδίωξη πολιτικών και δικηγόρων είναι να παρουσιάζουν τον χειρότερο αγώνα ως τον καλύτερο: η Αθήνα, καθώς και άλλα κράτη, ήταν πόλεις πολιτικοποιημένες και φιλόδικες· ωστόσο, οι επαγγελματίες πέρασαν εύκολα από την ενίσχυση μιας αδύναμης επιχειρηματολογίας στην «επιχρύσωση» μιας ανήθικης σειράς μαθημάτων με ένα επιφανειακό στρώμα ηθικής. Αυτό ήταν ιδιαίτερα περίπλοκο με τους Σοφιστές, αφού, όσο κι αν πολλοί από τους ηγετικούς διδάσκαλους ήταν άνδρες μεγάλης ηθικής ακεραιότητας, έτειναν σ’ έναν απροκάλυπτο αγνωστικισμό. Ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα, ο πλέον διακεκριμένος απ’ όλους, εξέφρασε τον αγνωστικισμό στη θρησκεία υποστηρίζοντας, παράλληλα, ότι υπήρχαν δύο όψεις σε κάθε πράγμα (Διογένης Λαέρτιος, 9,51) ενώ, σ’ έναν πασίγνωστο και ακόμη αινιγματικό αφορισμό ανέφερε: «Ο άνθρωπος [ή το «ανθρώπινο ον»] είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων, της ύπαρξης αυτού που υπάρχει και της μη ύπαρξης αυτού που δεν υπάρχει» (DK 80 απόσπασμα 1). Μπορεί να πρόκειται για μια άρνηση κάθε θεϊκής βάσης, όσον αφορά στην κρίση των αξιών. Μπορεί, όμως, και να σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος είναι κριτής της δικής του/δικής της αλήθειας. Αυτό που μου φαίνεται γλυκό, είναι γλυκό- αν πεις «Όχι», τότε αυτή η γλυκύτητα παύει να υπάρχει - για σένα. Είναι ένα μικρό βήμα για να προχωρήσουμε παραπέρα. Αυτό που φαίνεται δίκαιο σ’ εμένα, είναι δίκαιο· αν πεις «Όχι», αυτή η δικαιοσύνη παύει να υπάρχει - για σένα. Δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο.

Η χαρακτηριστικά σοφιστική θέση (από εχθρική οπτική γωνία) εκφράζεται από τον Θρασύμαχο στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα. Παραμένει αμφίβολο κατά πόσο η εικόνα που μας δίδεται είναι η ορθή, αφού ένα από τα λίγα, επιβεβαιωμένα αυθεντικά αποσπάσματα του Θρασύμαχου (DK 85, απόσπασμα 8), λέει: «Οι θεοί δεν επιτηρούν τις ανθρώπινες υποθέσεις. Δεν θα παραμελούσαν ποτέ τη δικαιοσύνη, το μεγαλύτερο από τα ανθρώπινα αγαθά. Όπως έχει η κατάσταση, είναι ολοφάνερο ότι οι άνθρωποι δεν τη χρησιμοποιούν ποτέ». Στον Πλάτωνα, ο Θρασύμαχος επιχειρηματολογεί λέγοντας ότι η δικαιοσύνη είναι απλώς αυτό που βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος της ισχυρότερης πλευράς. Δικαιοσύνη σημαίνει υπακοή στον νόμο· οι νόμοι δημιουργούνται από την ισχυρότερη πλευρά, με βάση το συμφέρον της· επομένως, η δικαιοσύνη είναι αυτό για το οποίο ενδιαφέρεται η ισχυρότερη ομάδα. Ο Θρασύμαχος δεν είναι αρκετά αμοραλιστής, ώστε να στηρίξει το παράδοξό του. Τα δύο ιδιαίτερα ενδιαφέροντα σημεία, είναι η δημοφιλής άποψη που συνδέει μια έντονα ηθική χροιά με την τήρηση των νόμων, και η σοφιστική υπόθεση ότι όλα, έτσι κι αλλιώς, είναι υποκειμενικά.

Μια αξία στην οποία οι σοφιστές συμφωνούν ομόφωνα είναι η εκπαίδευση. Αλλά η εκπαίδευση είναι το μέσον, όχι ο σκοπός.

Σωκράτης

Με τον Σωκράτη αντιμετωπίζουμε ένα σημαντικό πρόβλημα. Δεν είναι ο κατάλληλος τόπος εδώ να μπούμε σε λεπτομέρειες όσον αφορά στο επιλεγόμενο «Σωκρατικό Πρόβλημα». Αρκεί να πούμε ότι δύο είναι οι κύριες πηγές μας σχετικά με τον Σωκράτη (υπάρχει και μια μεταγενέστερη βιογραφία, από τον Διογένη Λαέρτιο, όπως και μια καρικατούρα του στις Νεφέλες του Αριστοφάνη). Πρώτη πηγή μας είναι ο Ξενοφών, στις σελίδες του οποίου ο Σωκράτης παρουσιάζεται ως ένας θρησκόληπτος και ανιαρός ηθικολόγος. Η δεύτερη είναι ο Πλάτων, στους περίφημους διαλόγους του οποίου, παρουσιάζεται ως ένας έξοχος και εποικοδομητικός μεταφυσικός. Καμιά από τις δύο πηγές δεν μπορεί να είναι αυθεντική. Εάν αποδεχθούμε τη μαρτυρία του Αριστοτέλη (όπως και πρέπει να κάνουμε ίσως), ο Πλάτων έβαλε τις δικές του μεταφυσικές θεωρίες στο στόμα του διδασκάλου του. Μα, αν ο Πλάτων επέβαλλε τη δική του, διαφορετική ιδιοφυία στον Σωκράτη, ο Ξενοφών δημιούργησε έναν Σωκράτη, όμοιο με τη δική του, άχρωμη εικόνα. Οι Αθηναίοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να εκτελέσουν τον Σωκράτη του Ξενοφώντα. Η άποψη που υιοθετείται εδώ, είναι ότι η εικόνα που μας προσφέρουν οι πρώιμοι Πλατωνικοί Διάλογοι είναι γενικώς αυθεντική. Σ’ αυτό, πρέπει να προσθέσουμε ότι δευτερεύουσες αναφορές στη γραμματεία του 5ου και του 4ου αιώνα, δείχνουν ότι οι σύγχρονοί του τον θεωρούσαν έναν πολιτικά υπονομευτικό σοφιστή.

Ο Αριστοτέλης λέει ότι ο Σωκράτης καταγινόταν με θέματα περί ηθικής (Μεταφυσικά, 1.987 β J). Ο Ξενοφών (του οποίου η μαρτυρία μπορεί να γίνει αποδεκτή μόνο όταν συμφωνεί με αυτή των άλλων) λέει:

Συζητούσε πάντα περί των ανθρωπίνων θεμάτων, εξετάζοντας τι είναι ευσεβές, τι ασεβές, τι καλόν, τι αισχρόν, τι δίκαιον, τι άδικον, τι είναι η σωφροσύνη, τι είναι τρέλα, τι θάρρος, τι δειλία, τι είναι μια πόλη-κράτος, τι ο πολιτικός άνδρας, τι είναι η Αρχή πάνω στον άνθρωπο, τι σημαίνει για έναν άνθρωπο να έχει εξουσία.
(.Απομνημονεύματα, 1.1.16)

Αυτό που φαίνεται ότι ο αυθεντικός Σωκράτης δεν έκανε, είναι να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματά του. Για παράδειγμα, στον Λάχη του Πλάτωνα, υστέρα από μια συζήτηση για επίδειξη πάλης με όπλα, ο Σωκράτης ρωτάει τι είναι αρετή· έπειτα, απομονώνει το κομμάτι εκείνο της αρετής το οποίο υποτίθεται ότι προάγει η πάλη με τα όπλα, το θάρρος (ανδρεία). Τι είναι θάρρος; Ο Λάχης, ένας στρατιώτης, λέει ότι θάρρος είναι να μην εγκαταλείπεις τη μάχη. Ο Σωκράτης δεν δυσκολεύεται να αποδείξει ότι μπορεί κανείς να δείξει θάρρος και κατά την υποχώρηση. Ο Λάχης τώρα περνάει από το παράδειγμα στη διατύπωση ενός ορισμού: θάρρος είναι ένα είδος αντοχής της ψυχής. Δεν είναι καλή απάντηση: στον ανόητο, η αντοχή δεν είναι προσόν προς θαυμασμό - και έπειτα, δεν είναι πιο θαρραλέο να υπομένεις όταν υπάρχουν αντιξοότητες, παρά όταν δεν υπάρχουν; Ο Νικίας, ένας άλλος στρατιώτης, παίρνει τον λόγο, και ύστερα από κάποιες λογομαχίες, υποστηρίζει ότι θάρρος είναι η γνώση των πραγμάτων που πρέπει κανείς να φοβάται ή να αψηφά. Ο Σωκράτης τον οδηγεί να παραδεχθεί ότι αυτό συνεπάγεται μια ευρύτερη γνώση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, του καλού και του κακού - είναι κάτι πολύ ευρύτερο από το θάρρος. Ο διάλογος τελειώνει εκφράζοντας την απορία, την αδυναμία, δηλαδή, να δοθεί απάντηση στο ερώτημα. Το ίδιο και στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας· ποικίλοι ορισμοί δόθηκαν για τη δικαιοσύνη οι οποίοι εν τέλει απορρίφτηκαν: το να λες την αλήθεια και το να επιστρέφεις ό, τι σου έχουν εμπιστευθεί, να βοηθάς τους φίλους και να βλάπτεις τους εχθρούς, το συμφέρον του ισχυρότερου.

Η μαρτυρία τόσο του Ξενοφώντα όσο και του Πλάτωνα, μας δείχνει ότι ο Σωκράτης θεωρούσε την αρίστευση, την αρετή, με όρους λειτουργίας, ενώ ξεχώριζε τη δεξιοτεχνία από τις άλλες επιτηδειότητες. Υπάρχει ένα ιδιαίτερα καλό παράδειγμα προς το τέλος του πρώτου βιβλίου της Πολιτείας (352 Β 4-Α): η αρετή ενός κλαδευτηριού είναι να κλαδεύει, ενός ματιού να βλέπει, ενός αφτιού να ακούει. Αυτό προϋποθέτει μια τελεολογική άποψη για το σύμπαν και, όπως το παρουσιάζει ο Ξενοφών, μια ανθρωποκεντρική άποψη, μέσω της οποίας ο φυσικός κόσμος υπηρετεί τις ανάγκες και τις ηδονές των ανθρώπων. Η ερώτηση ακολουθεί αναπόφευκτα: Σε τι συνίσταται η αρετή του ανθρώπου; Ο Σωκράτης έδωσε την απάντηση ότι συνίσταται στη φροντίδα της ψυχής, λέξη που συμπεριλαμβάνει τη θεμελιώδη αρχή της ζωής, τη νόηση και την ηθική προσωπικότητα. Η αρετή δεν έρχεται από τα αγαθά (όπως έλεγε η παλαιά τάξη), αν και τα αγαθά μπορεί να ακολουθήσουν την αρετή. Επομένως, η αντίληψη του Σωκράτη για την αρετή έχει ηθική χροιά, αλλά όχι μόνο.

Ο Σωκράτης ήταν διάσημος για δύο παράδοξα. Το πρώτο ισχυριζόταν ότι «η αρετή είναι γνώση». Πρόκειται για ένα εσκεμμένο παράδοξο, όχι έναν ορισμό. Συμπεριλαμβάνει την αυτογνωσία· συμπεριλαμβάνει τη γνώση του στόχου, του σκοπού, του τέλους, που σημαίνει ότι συμπεριλαμβάνει και μια δέσμευση να αναληφθεί πράξη· συμπεριλαμβάνει την πλήρη γνώση των περιστάσεων. Αν ένα άτομο διαπράξει κάτι λάθος ή κακό, ξέρει πραγματικά τι κάνει; Κι εδώ έρχεται το δεύτερο παράδοξο: «κανείς δεν κάνει λάθος με τη θέλησή του». Αν κάνει κάποιος λάθος, θα το κάνει είτε λόγιο άγνοιας είτε από εξαναγκασμό. Το λάθος πάντα βλάπτει αυτόν που το πράττει. Κανένας δεν βλάπτει τον εαυτό του με τη θέλησή του. Εδώ, η αντιστοιχία είναι σημαντική: ο Σωκράτης χρησιμοποιεί μια αντιστοιχία μεταξύ του παραπτώματος και της ασθένειας.

Ο Σωκράτης ισχυριζόταν ότι δεν δίδασκε. Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ισχυριζόταν ότι ακολούθησε όχι το επάγγελμα του πατέρα του αλλά της μητέρας του. Δεν πίεζε κανέναν να μπει στο δικό του καλούπι: τον βοηθούσε να δώσει ζωή στις σκέψεις που υπήρχαν μέσα του. Το ότι ο ισχυρισμός του ήταν αυθεντικός φαίνεται από την ποικιλία των φιλοσοφικών θέσεων αυτών με τους οποίους συναναστρεφόταν. Οι ερωτήσεις του συχνά ήταν παραπειστικές, αλλά δεν είναι δυνατόν να κτίσει κανείς ένα σύστημα με βάση τα λεγόμενά του.

Δημόκριτος

Ο Δημόκριτος από τα Άβδηρα συγκαταλέγεται μεταξύ των Προσωκρατικών, αλλά ήταν νεότερος από τον Σωκράτη και πέθανε σε βαθιά γεράματα. Η συμβολή του στη θεωρία των ατόμων, με την οποία έγινε πασίγνωστος, δημοσιεύθηκε το 405 π.Χ. Τα ηθικά γνωμικά που αποδίδονται σ’ αυτόν, αποδίδονται και σε κάποιον Δημοκράτη[3]: ίσως να επρόκειτο για μια ανορθογραφία του ονόματος του· έζησαν και οι δύο τον 4ο αιώνα. Ο Δημόκριτος ήταν ένας ηδονιστής, που βρήκε τον στόχο της ανθρώπινης ζωής στην ευτυχία, για την οποία χρησιμοποιεί μια ποικιλία όρων. Αποτελεί ιδιότητα της ψυχής (DK 68, απόσπασμα 170). Καμιά φορά, μιλά για ευεξία ή για ευθυμία ή για απαλλαγή από την ανησυχία (αταραξία). Όταν φθάνει στα μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού, δείχνει μια αρνητική στάση και συνιστά αποφυγή της υπερβολής (απόσπασμα 233)· η υπερβολή καταστρέφει τη διασκέδαση. Άλλα πράγματα που πρέπει να αποφευχθούν είναι οι ανόητες προσδοκίες (απόσπασμα 292), ο φθόνος (απόσπασμα 191), η απληστία (απόσπασμα 219), η τσιγκουνιά (απόσπασμα 227), η εριστικότητα (απόσπασμα 237) και η ευχαρίστηση για τις συμφορές τον άλλων (απόσπασμα 289). Μεταξύ των θετικών χαρακτηριστικών, ξεχωρίζει το θάρρος (απόσπασμα 213) ως βοήθεια στην αντιμετώπιση των συμφορών, τη δικαιοσύνη (απόσπασμα 215) και τη σοφία (απόσπασμα 216). Ωστόσο, δεν εμβαθύνει ιδιαίτερα.

Πλάτων

Ερχόμαστε τώρα στους δυο σημαντικότερους συστηματικούς στοχαστές: τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Είναι αδύνατον να κάνουμε κάτι περισσότερο απ’ το να αγγίξουμε λίγο κάποιες από τις βασικές θεωρίες της σκέψης τους.

Ο Πλάτων (427-347 π.Χ.) είχε επηρεαστεί από τον Σωκράτη, όταν ο ίδιος ήταν νεαρός και ο Σωκράτης ηλικιωμένος. Κατέγραψε την άκαρπη έρευνα του Σωκράτη για τις αξίες, χωρίς να μένει ικανοποιημένος από λαϊκές παροιμίες ή ιδιαίτερα περιστατικά, θέλοντας να μάθει ποιο είναι το κοινό στοιχείο που έχουν, για παράδειγμα, οι θαρραλέες πράξεις, που τις καθιστά θαρραλέες, χωρίς πάντως να βρει ποτέ την απάντηση. Μελέτησε μαζί με τους μαθητές δύο παλαιότερων στοχαστών, του Παρμενίδη -που έλεγε ότι η αληθινή πραγματικότητα δεν μπορεί να αλλάξει- και του Ηρακλείτου (και του μαθητή του Κρατύλου), ο οποίος έλεγε ότι ο κόσμος γύρω μας αλλάζει διαρκώς. Έπειτα, πήγε στη Νότια Ιταλία και στη Σικελία, όπου ήλθε σε επαφή με τους Πυθαγορείους και αφομοίωσε τη μαθηματική τους φιλοσοφία. Μια γεωμετρική πρόταση, όπως το Πυθαγόρειο Θεώρημα, σύμφωνα με το οποίο σ’ ένα ορθογώνιο τρίγωνο, το άθροισμα των τετραγώνων τον καθέτων ισούται με το τετράγωνο της υποτείνουσας, αποτελεί για τον ίδιο μια μόνιμη αλήθεια. Αλλά αυτό είναι «περίπου» αλήθεια, για ένα τρίγωνο που σχεδιάστηκε στην άμμο με μια βέργα. Αληθεύει, όχι για ένα τρίγωνο που βλέπουμε με τα μάτια μας αλλά για ένα τρίγωνο που συλλαμβάνουμε με το μυαλό μας. Ο Πλάτων βρήκε εδ(ό ένα κλειδί για να ξεκλειδώσει όλες τις πόρτες. Επειδή δεν έχουμε δει ποτέ μια απολύτως θαρραλέα πράξη, δεν έχουμε δει ποτέ την απόλυτη ομορφιά (καλόν). Έτσι, ο Πλάτων επινόησε τη «Θεωρία των Ιδεών». Η πραγματικότητα ανήκει σ’ έναν αμετάβλητο, αρχέτυπο κόσμο ιδεών, την ιδέα της ομορφιάς, την ιδέα της ανδρείας και πάει λέγοντας, που γίνονται αντιληπτές μόνο μέσω του νου. Τα πράγματα στον υλικό μας κόσμο είναι ατελή, διαρκώς μεταβαλλόμενα και προσωρινά. Για όλα υπάρχει ένα τέλος: τι είναι αυτό που διαρκεί για πάντα; Μόνο οι ιδέες, έλεγε ο Πλάτων. Τα πράγματα της γης μιμούνται ή συμμετέχουν στις αιώνιες ιδέες, αλλά πάντα πλημμελώς. Πέρα από τον κόσμο των ιδεών, βρίσκεται η ιδέα του καλού (αγαθόν), η απόλυτη ιδέα στη μεστωμένη φιλοσοφία του Πλάτωνα. Το καλό δεν έχει ηθική χροιά, ή τουλάχιστον όχι μόνο. Πρέπει να βρίσκεται πέρα από τις ιδέες, αφού οι ιδέες πρέπει να είναι καλές. Ο Πλάτων, μ’ έναν μυστικιστικό τρόπο, προσθέτει ότι, όπως ο ήλιος δίνει τη δυνατότητα στα μάτια να δουν και στα υλικά αντικείμενα τη δυνατότητα να φαίνονται, έτσι και η ιδέα του καλού δίνει στον νου τη δυνατότητα να αντιληφθεί, και στις ιδέες τη δυνατότητα να γίνουν αντιληπτές.

Η Πολιτεία του Πλάτωνα είναι μια αναζήτηση για δικαιοσύνη (ορθή συμπεριφορά). Για να διευκολύνει την έρευνά του, ο Πλάτων περνάει από το ατομικό στην κοινότητα: η υπόθεση ότι αυτό που μπορεί να βρεθεί στον έναν, θα βρεθεί και στον άλλον, είναι σημαντική. Ξεκινώντας από μια βασική και καθόλου ιδεατή κοινότητα, και περνώντας από εκεί σε έναν πυρετώδη, ξέφρενο και επεκτατικό στρατιωτικό ιμπεριαλισμό, φθάνει απροσδόκητα σε μια συζήτηση σχετική με την καλύτερη οργάνωση μιας πόλης- κράτους και τάσσεται υπέρ μιας σχετικά μικρής αλλά ικανότατης άρχουσας τάξης, χωρίς πρόσβαση στο χρήμα (διαφθορά) ή στην οικογένεια (νεποτισμός), και χωρίς κανένα από τα συνήθη προνόμια που συνεπάγονται τα υψηλά αξιώματα. Οι υπόλοιποι, πλούσιοι και φτωχοί, έμποροι και επιχειρηματίες, αγρότες και τεχνίτες, απαρτίζουν, με πολιτικούς όρους, μια κατώτερη τάξη. Η άρχουσα τάξη υποδιαιρείται στους Φύλακες-Επικούρους και στους Δημιουργούς, που έχουν μεν δυνατότητες, χωρίς όμως να κάνουν τη διαφορά, και που είτε σχηματίζουν τις στρατιωτικές δυνάμεις, είτε παρέχουν διοικητική υποστήριξη. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Πλάτων διαιρεί την ψυχή σε τρία μέρη. Στην κορυφή υπάρχει η λογική (το λογιστικόν), η επιθυμία (το επιθυμητικόν) βρίσκεται στον πάτο, και στη μέση ένα χαρακτηριστικό που απο- καλεί ψυχική διάθεση ή σθένος, ή «νεύρο» (το θυμοειδές), το οποίο τάσσεται πότε με το ένα μέρος και πότε με το άλλο. Εδώ, ίσως βοηθήσει ένα προσωπικό παράδειγμα. Πήγαινα ακόμη σχολείο και μια μέρα, έτρεχα σπίτι να παίξω κρίκετ, όταν είδα μια ηλικιωμένη κυρία, φορτωμένη, να περπατά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η λογική μου, μου είπε να τη βοηθήσω με το φορτίο της· η επιθυμία μου μου είπε να πάω να παίξου κρίκετ. Η επιθυμία μου υπερίσχυσε και, εδώ και πενήντα χρόνια λέω στον εαυτό μου: «Τι αχαΐρευτος που ήσουν, που δεν βοήθησες εκείνην την καημένη, γηραιά κυρία!» Μα, αν είχα ακολουθήσει τη λογική μου, η ψυχική μου διάθεση θα μπορούσε κάλλιστα να μου λέει: «Τι δονκιχωτικά ηλίθια φέρθηκες!» Είναι φανερό ότι αυτός ο παραλληλισμός δεν είναι τέλειος: στο σύμπαν, η ανώτερη κοινωνικά τάξη είναι μοιρασμένη. Πράγματι, στον Φαίδρο, ο Πλάτων απεικονίζει το τριμερές της ψυχής σαν ένα άρμα, όπου ο αρματηλάτης (η λογική) προσπαθεί να ελέγξει δύο άλογα, ένα λευκό και ζωηρό, κι ένα μαύρο, εντελώς αφηνιασμένο: κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η μικρότερη υποδιαίρεση. Ο Πλάτων απονέμει την αρετή της σοφίας στην ανώτερη κοινωνική τάξη και στη λογική, το θάρρος στη δεύτερη κοινωνική τάξη και στην ψυχική διάθεση. Λογικά, θα περιμέναμε να πει ότι η σωφροσύνη (αυτοέλεγχος) ανήκει στην κατώτερη κοινωνική τάξη και στην επιθυμία. Για κάποιον λόγο δεν το κάνει: αντίθετα, το πραγματεύεται σαν να ήταν ενσωματωμένο με τα άλλα ή σαν μια αρμονική συμφωνία όλων των μερών. Στην πραγματικότητα, αυτό μειώνει σε κάποιον βαθμό την αποτελεσματικότητα της ταύτισης της δικαιοσύνης με μια κατάσταση, όπου η σοφία κυβερνά, το θάρρος ενεργεί σε συμφωνία με τις επιταγές της σοφίας και η σωφροσύνη δεν επιτρέπει εσωτερικές συγκρούσεις, είτε πρόκειται για ένα άτομο, είτε για την πόλη. Έτσι, η δικαιοσύνη ενισχύει αποτελεσματικά τα όσα έχει πει ως τώρα. Στον επίλογο της Πολιτείας, ο Πλάτων δικαιολογεί τη δικαιοσύνη σ’ έναν μύθο που μιλά για τη μετά θάνατον ανταμοιβή και τιμωρία.

Πρέπει να εξετάσουμε και έναν άλλο διάλογο του Πλάτωνα, τον Φίληβο, που γράφτηκε προς το τέλος της ζωής του. Το θέμα του είναι η ηδονή. Ο Πλάτων το είχε συζητήσει και παλιότερα, στον Γοργία, με πουριτανική εχθρότητα, αντιπαρατάσσοντας την αναζήτηση της ηδονής με την επιδίωξη του καλού, και στον Πρωταγόρα με μεγαλύτερη διακριτικότητα. Η εξέταση του θέματος στην Πολιτεία συσχετίζει την ηδονή με τη Θεωρία των Ιδεών, αναγνωρίζει τις πνευματικές ηδονές ως τις αγνότερες, διότι από τη μια είναι απαλλαγμένες από τον πόνο, και από την άλλη εξασφαλίζουν μια θέση για τις κατώτερες ηδονές, υπό τον όρο ότι θα παραμείνουν κάτω από την εξουσία της λογικής. Ο Φίληβος ξεκινά με μια συζήτηση σχετικά με το κατά πόσον η ηδονή, η ευτυχία, η τέρψη και λοιπά παρεμφερή είναι πράγματα καλά για όλα τα έμβια όντα. Η ηδονή, όμως, είναι μια συνθέτη έννοια- ο ντε η ηδονή, ούτε η σοφία μπορούν να είναι το υπέρτατο αγαθό. Η καλή ζωή πρέπει να περιέχει την ισορροπία μεταξύ γνώσης και ηδονής. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε προέρχεται από την αποτύπωση του Ορίου ή του Μέτρου πάνω στο Απεριόριστο ή το Αόριστο, εκ μέρους ενός παράγοντα ή μιας πρωταρχικής αιτίας. Ο νους είναι συνδεδεμένος με την αιτία, η ηδονή ανήκει στο απεριόριστο· αλλά η ηδονή όπως τη γνωρίζουμε, βρίσκεται στη σύμμεικτη τάξη της ύπαρξης. Σ' αυτό το σημείο, ακολουθεί μια σύνθετη ανάλυση. Πρώτον, οι ηδονές διαιρούνται σε αυτές του σώματος και σε αυτές της ψυχής. Αυτή η διαίρεση, όμως, δεν είναι απόλυτη: δεδομένου ότι η συνείδηση εμπλέκει την ψυχή, οι (Κυματικές ηδονές μπορεί να περνούν μέσω της ψυχής. Μια δεύτερη διαίρεση περιλαμβάνει τις ηδονές που περιμένουμε, οι οποίες μπορεί να έρθουν, αλλά μπορεί και όχι. Μια τρίτη διαίρεση, έχει σχέση με την ένταση της ηδονής. Τέλος, υπάρχει η διαίρεση μεταξύ καθαρών ηδονών και ηδονών ανάμεικτων με πόνο. Οι ύψιστες είναι οι καθαρές ηδονές, και στην κορυφή όλων, η ομορφιά (κα/Ιόν) και η αλήθεια. Αλλά η ηδονή, καθώς είναι ασταθής, δεν μπορεί να είναι το καλό, αφού το τελευταίο είναι σταθερό, αμετάβλητο και απόλυτο. Για τον άνθρωπο, η καλή ζωή συμπεριλαμβάνει και την ηδονή και τη γνώση. Αλλά στη θεμελιώδη κλίμακα των αγαθών, την κορυφή καταλαμβάνουν τα πράγματα που φανερώνουν τάξη και μέτρο, την αμέσως επόμενη θέση καταλαμβάνουν τα όμορφα ή ευγενή (καλόν) και συμμετρικά, την τρίτη θέση η νόηση και η σοφία, διότι μετέχουν της αλήθειας, την τέταρτη θέση συγκεκριμένα επιστημονικά πεδία και η πρακτική γνώση, με τις ηδονές τέλος -και μάλιστα, μόνο τις καθαρές ηδονές- να βρίσκονται στην πέμπτη θέση. Να σημειωθεί ότι η συζήτηση που γίνεται στον Φίληβο αφορά στο άτομο και όχι στην κοινωνία.

Ο Λοτζ έκανε έναν κατάλογο με όλες τις υποψηφιότητες για το ύψιστο καλό του Πλάτωνα: 1. Ηδονή (η οποία κατέχει μια θέση αλλά όχι την υψηλότερη). 2. Πλούτος (απλώς ενισχυτικός). 3. Υγεία (συνέπεια της καλής ζωής). 4. Εξουσία (όχι στόχος, αλλά μία κίνηση προς αυτόν). 5. Ευτυχία (που συμπίπτει με την ηθικώς ιδεατή ζωή). 6. Η ζωή του ιδανικού πολίτικου ανδρός (αυτό θα μπορούσε να προ­σφέρει τις περιστάσεις για μια άριστη ζωή αλλά δεν είναι διαθέσιμο). 7. Αθανασία (για τους Έλληνες είναι ισοδύναμο της θεϊκότητας). 8. Καλοσύνη του χαρακτήρα (οι τέσσερεις αρετές της Πολιτείας). 9. Σωφροσύνη (μια όψη αυτών). 10. Δικαιοσύνη (το ίδιο). 11. Ιδιοφυία (οπωσδήποτε μια όψη αυτών). 12. Θρησκεία (μόνον με φιλοσοφικές επιδράσεις). 13. Επιστήμη (μια όψη του ορθολογισμού). 14. Φιλοσοφία (απεικονίζεται συνειδητά ως η ιδεατή ζωή, μα, δεν κάνει φυσικά για τον καθένα). 15. Νόηση (μια δημιουργική ρυθμιστική αρχή). 16. Πολιτισμός. 17. Η κοινότητα. 18. Ευφυής αυτογνωσία. 19. Νόμος και τάξη. 20. Μέτρο ή μέσον (η απουσία του είναι καταστροφική). 21. Η ιδέα του καλού (η αρχή του άριστου). 22. Η αναλυτική ή σύνθετη ζωή (συμπεριλαμβανομένων της ομορφιάς, της καλοσύνης και της αλήθειας, της αγιότητας, της σωφροσύνης, της δικαιοσύνης, της ανδρείας, της σοφίας). 23. Η επιβίωση και η ευημερία του συνόλου (η υπόταξη του μερικού στο σύνολο είναι μια από τις αρχές του Πλάτωνα). 24. Ο Θεός (υπάρχουν προβλήματα σχετικά με την πλατωνική θεολογία αλλά το θεϊκό είναι ένα ζωντανό, ηθικό πρότυπο). Αυτό που θέλει να πει ο Λοτζ είναι ότι δεν πρέπει να υπεραπλουστεύουμε τα πράγματα. Μπορούμε να βρούμε κείμενα στον Πλάτωνα τα οποία εξυψώνουν και εκθειάζουν το καθένα από αυτά. Τα τελευταία λόγια του αποτελούν μια καλή περίληψη των Πλατωνικών αξιών.

Επομένως, το τελικό μας συμπέρασμα είναι ότι το ύψιστο καλό για το σύμπαν, συνίσταται στην ιδανική λειτουργία του συνόλου, έτσι ώστε να αντιλαμβανόμαστε τη μέγιστη δυνατότητα της αξίας που ενυπάρχει σε καθένα από τα στοιχεία- ότι το ύψιστο καλό για έναν συγκεκριμένο άνθρωπο έγκειται στο να ζει έτσι, ώστε να αποτελεί σημαντικό οργανικό τμήμα αυτού του συνόλου και, ακριβώς επειδή ζει έτσι, να συνειδητοποιεί τη δική του βαθιά ευτυχία και ευημερία.

Αριστοτέλης

Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), «Ο δάσκαλος όσων κατείχαν τη γνώση» (όπως είχε πει ο Δάτης), ήταν γιος γιατρού από τις παρυφές του ελληνικού κόσμου. Ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει κοντά στον Πλάτωνα. Ο Πλάτων τού κόλλησε το παρατσούκλι «Ο νους» και έλεγε ότι, εκεί που οι άλλοι χρειάζονταν το κέντρισμα, εκείνος χρειαζόταν τον χαλινό. Όταν ο Πλάτων πέθανε το 347, ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε την Αθήνα μετά από 20 χρόνια διαμονής του εκεί, για κάποιες γόνιμες έρευνες πάνω στη βιολογία, στη Μικρά Ασία και στη Λέσβο. Έπειτα, το 342 δέχθηκε μια πρόσκληση να γίνει δάσκαλος του Αλεξάνδρου, ο οποίος αργότερα έγινε γνωστός ως Μέγας. Όταν ο Αλέξανδρος διαδέχθηκε τον πατέρα του, ο Αριστοτέλης επέστρεψε στην Αθήνα για να διδάξει. Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου, κι έχοντας στον νου του τον θάνατο του Σωκράτη, αποσύρθηκε προκειμένου να «σώσει τους Αθηναίους από ένα δεύτερο αμάρτημα εναντίον της φιλοσοφίας».

Τα σημαντικότερα επιτεύγματα του ήταν στις βιολογικές επιστήμες, αλλά η διάνοιά του, επεκτεινόταν σε πολλούς τομείς στους οποίους έγινε αυθεντία. Έχουν διασωθεί αρκετά έργα του περί ηθικής. Το έργο Μεγάλα Ηθικά ανήκε πιθανόν σ’ έναν μεταγενέστερο μαθητή του και το Περί αρετών και κακιών είναι καθ’ ολοκληρίαν ένα μεταγενέστερο έργο συγκρητισμού, το οποίο ανακατεύει τις απόψεις διάφορων στοχαστούν. Ωστόσο, τα Ηθικά Ευδήμια και τα Ηθικά Νικομάχεια αποτελούν αυθεντικές εικόνες της σκέψης του σε διαφορετικές περιόδους, όπως αυτές κατεγράφησαν ή εκδόθησαν από διάφορους μαθητές του. Ο Νικόμαχος είναι πληρέστερος και πιο ώριμος. Τα Ηθικά (αυτής της έκδοσης) είναι προσιτά, ευανάγνωστα, σαφή, διασκεδαστικά και ενδιαφέροντα. Είναι, όπως είπε ένας μελετητής, «ένα βιβλίο κάθαρσης».

Ο Αριστοτέλης βουτάει κατ’ ευθείαν στο θέμα. «Κάθε επιστήμη και κάθε αντικείμενο, κάθε πράξη και κάθε επιλογή, μοιάζει να στοχεύει σε κάτι αγαθό- έτσι λοιπόν, δικαίως το Αγαθό ορίζεται ως το αντικείμενο στο οποίο στοχεύει κάθε πράγμα (Ηθικά Νικομάχεια, 1094 α 1). Υπάρχουν πολλοί περιορισμένοι στόχοι αλλά είναι από κοινού δεκτό ότι ο σκοπός είναι η ευτυχία (η ευδαιμονία με αναπόσπαστα τα στοιχεία της «ευλογίας» και της «επιτυχίας»). Δεν πρόκειται για ηδονή (που είναι ζωώδης) ούτε για τιμή (που μας αφήνει στον οίκτο της κρίσης των άλλων). Ακόμη και την αρετή μπορεί να τη συναντήσει κανείς δίπλα στην αδράνεια ή στη δυστυχία. Ο πλούτος δεν αποτελεί σκοπό. Αγγίζει μια ενδεχόμενη απάντησή του, τον διαλογισμό, αλλά συνεχίζει με την εξέταση της λειτουργίας του ανθρώπου: «μια δραστηριότητα της ψυχής, σύμφωνη με, ή τουλάχιστον, όχι αντίθετη, με τη λογική». (Ηθικά Νικομάχεια, 1098 α 7).

Η αρετή, λοιπόν, υπό τον όρο ότι αγκαλιάζει κάθε πνευματική και ηθική μορφή αρίστευσης «είναι μια σταθερή προδιάθεση, που περιλαμβάνει τη δυνατότητα επιλογής· συνίσταται σε ένα μέσον σχετικό μ’ εμάς, λογικά καθορισμένο, όπως δηλαδή θα το καθόριζε ένας ευφυής άνθρωπος» (1106 β 36). Η αρετή είναι μια προδιάθεση, μια ακλόνητη συμπεριφορά του νου. Δεν ρωτάω «να πω ένα ψέμα;» κάθε φορά που μιλάω, ούτε «να διαπράξω μοιχεία;» κάθε φορά που συναντάω μια γυναίκα. Η θεωρία της μεσότητας εξηγείται σ’ έναν πίνακα: τα ακόλουθα, αποτελούν μερικά παραδείγματα.

ΠΕΔΙΟ                            ΥΠΕΡΒΟΛΗ                ΑΡΕΤΗ                  ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ

Οι φόβοι
και η απουσία τους          Απερισκεψία            Ανδρεία                  Δειλία

Δούναι και λαβείν            Χυδαιότητα         Μεγαλοπρέπεια      Μικροπρέπεια

Τιμή και ατιμία               Ματαιοδοξία         Αριστοκρατία      Ταπεινή καταγωγή

Οργή                                Οξυθυμία            Καλή διάθεση           Αδιαφορία

Κοινωνική διασκέδαση    Γελοιότητα               Πνεύμα                  Αγένεια

Συναισθήματα                Αναισχυντία       Μετριοφροσύνη        Ντροπαλότητα

Το μέσον δεν είναι αριθμητικό: η ανδρεία βρίσκεται πιο κοντά στην απερισκεψία παρά στη δειλία. Επί πλέον, η ορθή δράση μοιάζει ακραία σε όσους βρίσκονται στο αντίθετο άκρο. Ο γενναίος μοιάζει απερίσκεπτος στον δειλό και δειλός στον απερίσκεπτο. Το μέσον μπορεί να ποικίλει, ανάλογα με τις περιστάσεις: η ηθική αρετή απαιτεί μια δραστηριότητα τη σωστή στιγμή, με τις κατάλληλες προϋποθέσεις, που να κατευθύνεται στους κατάλληλους ανθρώπους, για τον σωστό σκοπό και με τον σωστό τρόπο (1106 α 21)*. Υπάρχουν πεδία στα οποία δεν πρέπει να εφαρμόζεται. Δεν υπάρχει μέσον στη μοιχεία: είναι αδύνατον να διαπράξεις μοιχεία με τη σωστή γυναίκα, τη σωστή στιγμή και με τον σωστό τρόπο (1107α 16). Και ενώ η αρετή είναι εκ φύσεως και εξ ορισμού ένα μέσον, ως αξία είναι ακραία.

Ο έπαινος και η κατηγορία σχετίζονται με τις σκόπιμες πράξεις, ενώ η συγχώρεση και ο οίκτος με τις αυθόρμητες. Η επιλογή, που είναι ένα προσεκτικό «άπλωμα του χεριού» για πράγματα εντός των δυνατοτήτων μας (1113 α 10), είναι ένα ουσιώδες κομμάτι της αρετής. Ο Αριστοτέλης, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, στα έργα του οποίου οι διάφορες αρετές τείνουν να αναμειγνύονται μεταξύ τους και να θολώνουν, τις ξεχωρίζει προσεκτικά. Γι’ αυτόν, κορωνίδα των αρετών είναι η μεγαλοψυχία. Στα αγγλικά δεν υπάρχει κάποια αντίστοιχη λέξη και η αλήθεια είναι ότι δεν θαυμάζουμε πολύ αυτά που καταλαβαίνουμε από τη συ εγκεκριμένη λέξη. Βρίσκουμε πομπώδη αυτήν την ευγένεια του ανθρώπου: δεν μιλά άσχημα για τους άλλους, εκτός από τότε που θέλει να είναι σκόπιμα προσβλητικός· προτιμά τα άχρηστα αλλά όμορφα αγαθά από κείνα που είναι χρήσιμα ή πολύτιμα- οι κινή­σεις του είναι αργές, η φωνή του βαθιά, ο λόγος του προσεκτικός. Οι βικτοριανοί κατανοούσαν καλύτερα τον Αριστοτέλη απ’ ό, τι οι σύγχρονοι Άγγλοι.

Το πέμπτο βιβλίο μιλά για τη δικαιοσύνη και έχει χαρακτηριστεί ως «υπόδειγμα φιλοσοφίας», λόγω των προσεκτικών του διακρίσεων κατά κατηγορίες. Ο Αριστοτέλης παρατήρησε την ανακριβή χρήση της λέξης για την ηθική αρετή γενικά, αλλά η ιδιαίτερη χρήση της αφορά στις κοινωνικές σχέσεις που περιλαμβάνουν το κέρδος ή την απώλεια. Η δικαιοσύνη μπορεί να είναι διανεμητική, διορθωτική ή εμπορική. Η διανεμητική δικαιοσύνη αφορά στη διανομή των πόρων δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Έλληνας πολίτης θεωρούσε τον εαυτό του ένα είδος μετόχου του κράτους. Η διορθωτική δικαιοσύνη δεν ενεργεί βάσει της αξίας του καθενός, και φέρεται το ίδιο σε όλους τους ανθρώπους· προσπαθεί να διορθώσει το άδικο. Η εμπορική δικαιοσύνη είναι η ανταλλαγή υπηρεσιών, ενώ τα χρήματα παίζουν τον ρόλο ενός βολικού μεσάζοντα ο οποίος δεν λειτουργεί με γνώμονα την αυστηρή ισότητα. Ο Αριστοτέλης συνεχίζει θέλοντας - χωρίς να τα καταφέρνει εντελώς - να προσδιορίσει τη δίκαιη πράξη ως ένα μέσον μεταξύ του πράττω μια αδικία και υφίσταμαι μια αδικία, και να τραβήξει σαφείς διαχωριστικές γραμμές, όπως για παράδειγμα μεταξύ της φυσικής και της συμβατικής δικαιοσύνης. Επίσης, αναζητώντας τα εσωτερικά κίνητρα των πράξεων, έφθασε να κάνει τη διάκριση μεταξύ του τυχαίου θανάτου, της ανθρωποκτονίας, του δικαιολογημένου φόνου και της δολοφονίας. Μια σημαντική συζήτηση σχετική με το περί δικαίου αίσθημα, «μια αποκατάσταση του νόμου όπου αυτός είναι ελαττωματικός λόγω της γενικότητάς του» (1137 β 27), έχει επηρεάσει την εξέλιξη της νομοθεσίας.

Ο Αριστοτέλης δεν παραμελεί τις ηθικές αρετές, αλλά δείχνει, επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις πνευματικές αρετές. Εάν η ηθική αρετή προκύπτει από τη λογική επιλογή, τότε η πνευματική αρετή είναι πρωταρχικής σημασίας. Στη διάνοια, διακρίνουμε δύο ικανότητες: μια σχετική με τη γνώση και μία με την περίσκεψη και την επιλογή. Και οι δύο άπτονται της αλήθειας: η μία είναι θεωρητική, η άλλη πρακτική. Ο Αριστοτέλης προσδιορίζει και αναφέρεται σε πέντε πνευματικές αρετές που οδηγούν στην αλήθεια: την επιστημονική γνώση, την τεχνική αρτιότητα (που συχνά, αλλά παραπλανητικά, αποδίδεται ως «τέχνη»), την πρακτική κοινή λογική (φρόνηση), το λογικό αισθητήριο και τη θεωρητική φρόνηση (σοφία). Η διάκριση μεταξύ όλων αυτών γίνεται με αξιοθαύμαστο τρόπο, ενώ υπάρχει μια εκτεταμένη εξέταση της φρόνησης. Δεν είναι δυνατό να είσαι αγαθός χωρίς τη φρόνηση, ούτε να έχεις φρόνηση χωρίς ηθική αρετή: αυτά τα δυο, συνεργάζονται μεταξύ τους. Η ηθική αρετή εξασφαλίζει την ορθότητα του στόχου, ενώ η φρόνηση την ορθότητα των μέσων. Η σοφία, όμως, είναι πιο θεμελιώδης από τη φρόνηση.

Η μελέτη της εσωτερικής σύγκρουσης από τον Αριστοτέλη έχει επάξια προσελκύσει την προσοχή τα τελευταία χρόνια. Δεν έχουμε καμιά συγκεκριμένη αγγλική λέξη για την άκρασία[4] του. Οι λέξεις «ακρατής» και «ανεπίδεκτος συγκράτησης» είναι παραπλανητικές· η έκφραση «αδύναμη θέληση» ίσως είναι η πιο κοντινή. Η εξέτασή του υπερτονίζει τον ρόλο της λογικής στη δράση, και υποτιμά τη σύγκρουση των επιθυμιών. Δεν χρησιμοποιεί την έκφραση «πρακτικός συλλογισμός». Στο βιβλίο του, όμως, αυτή αποτελεί το λογικό συμπέρασμα του «καθετί γλυκό είναι ευχάριστο», σε συνδυασμό με το «αυτό είναι γλυκό», εκφράσεις που οδηγούν στην πράξη του φαγητού, έχοντας αντιπαρέλθει τα «καθετί που περιέχει ζάχαρη είναι παχυντικό» και «αυτό περιέχει ζάχαρη». Να ξέρεις, να επιθυμείς και να πράττεις το ορθό είναι αρετή. Το να επιθυμείς το λανθασμένο, να το ξέρεις και να πράττεις το ορθό είναι δύναμη της θέλησης. Το να ξέρεις το ορθό και να επιθυμείς και να πράττεις το λανθασμένο είναι αδυναμία της θέλησης. Το να μη γνωρίζεις το ορθό και να επιθυμείς και να πράττεις το λανθασμένο είναι κακία.

Ο Αριστοτέλης εξετάζει κάπως αποσπασματικά την ηδονή, ενώ έχει μια σημαντική μονογραφία περί φιλίας, μια αναπόφευκτη προϋπόθεση της ζωής (1155 α 3). Επιστρέφει τελικά στην ευτυχία ως στόχου της ανθρώπινης ζωής (1176 α 3). Δεν πρόκειται για κατάσταση ή προδιάθεση, αλλά για ανεξάρτητη δραστηριότητα, η οποία ασκεί το ανώτερο μέρος της ύπαρξής μας, η νόηση, σε αρμονία με την ανώτερη αρετή, τη θεωρητική σύνεση ή σοφία. Η ευτυχία, εν ολίγοις, σημαίνει περισυλλογή. Επί πλέον, δεν πρέπει να σκεπτόμαστε το εφήμερο, αλλά οφείλουμε να επιδιώκουμε όσο περισσότερο μπορούμε την αθανασία. Η ζωή της ηθικής αρετής εξαρτάται πάρα πολύ από τα επιφανειακά πράγματα, κι έτσι δεν μπορεί να προσφέρει την πλήρη ευτυχία. Αλλά ο Αριστοτέλης, του οποίου η προσγειωμένη κοινή λογική επαναστατεί μερικές φορές ενάντια στη θεωρία του, δεν μπορεί να αρνηθεί στον φιλόσοφο την εξωτερική ευημερία: συμβιβάζεται προτείνοντας ότι οι ανάγκες του είναι μικρότερες από εκείνες των άλλων.

(α) Δικαιοσύνη είναι να μην παραβαίνεις τους νόμους και τα έθιμα του κράτους του οποίου είσαι πολίτης. Ο άνθρωπος θα αποκόμιζε από τη δικαιοσύνη την πιο μεγάλη ωφέλεια για το άτομο του, αν μπροστά σε άλλους ανθρώπους τηρούσε τους νόμους ως κάτι σημαντικό, ενώ αντίθετα, άμα είναι μόνος του χωρίς άλλους ανθρώπους μπροστά του ακλουθούσε τις επιταγές της φύσης. Γιατί οι επιταγές του νόμου είναι αυθαίρετες, ενώ της φύσης είναι αγκαίες.
(Αντιφών, [ένας σοφιστής], απόσπασμα 44)

(β) Οι Μακεδόνες το θεωρούν ταιριαστό (καλόν) για τα κορίτσια να ερωτεύονται και να έχουν ερωτική σχέση με άνδρα προτού να παντρευτούν, ενώ όταν η κοπέλα είναι παντρεμένη αυτά τα πράγματα τα θεωρούν ντροπή (αισχρόν).Για τους Έλληνες απεναντίας είναι και τα δύο ντροπή.
(Δισσοί Λόγοι, 2.12)

(γ) Σύμφωνα με τη Φύση όλα είναι αισχρά, αφού το πιο κα κόν είναι το να αδικείσαι. Το να αδικείς είναι πιο αισχρόν μόνο για τον νόμο.
(Ο Καλλικλής στον Γοργία του Πλάτωνα, 483 Α)

(δ) Εγώ, λοιπόν, νομίζω ότι ο Σωκράτης, με τέτοια λόγια, ε­ μπόδιζε τους συνομιλητές του να κάνουν ασεβείς, άδικες και αισχρές πράξεις, όχι απλώς μπροστά στα μάτια των άλλων, αλλά και όταν ήταν μόνοι τους, αφού έφθασαν στο συμπέρασμα ότι οι θεοί. πάντα μπορούν να βλέπουν τις πράξεις τους.
(ΞΕΝΟΦΩΝ, Απομνημονεύματα, 1.4.19)

(ε) Λαμβάνων ως βάση ότι υπάρχει κάτι Ωραίον αυτό κα­θαυτό και Αγαθόν και Μέγα και όλα τα άλλα είναι λοιπόν δι’ εμέ φανερόν ότι, εάν ένα άλλο πράγμα είναι ωραίον, εκτός από το Ωραίον αυτό καθαυτό, είναι ωραί­ον όχι απο καμμιάν άλλην αιτίαν, παρά διότι μετέχει ε­ κείνου του Ωραίου!
(Ο Σωκράτης στον Πλατωνικό Διάλογο Φαίδων 100 Β-Γ)

(ζ) Τι μας εμποδίζει λοιπόν να θεωρήσωμεν ευδαίμονα τον συμφώνως προς την τελείαν αρετήν ενεργούντα και αρκετά εφοδιασμένον με τα εξωτερικά αγαθά.
(Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1101 α 15-8)

Συνοπτικά σχόλια

(α) Ένα χαρακτηριστικό σοφιστικό απόσπασμα, που αντανακλά τη διαμάχη μεταξύ νόμου και φύσεως. Είναι ενδεχομένως αλήθεια ότι η δικαιοσύνη προήλθε ακολουθώντας τη συνήθη πρακτική της κοινωνίας, είτε έχοντας ενσωματωθεί στον νόμο είτε όχι (η λέξη νόμος εδώ είναι έχει ευρεία έννοια). Υπήρχε, ωστόσο, και μια άποψη που κατέστησε τη δίκη ύψιστη αξία. Φύση είναι ο φυσικός κόσμος. Αυτό μπορεί να εφαρμόζεται και στη φυσική αναγκαιότητα. Εάν πηδήσω από έναν απότομο βράχο, θα σκοτωθώ. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ηθική επιλογή. Αλλά η εσωτερική μου φύση είναι σκληρότερη. Είναι σωστό να λέμε ότι οι επιταγές της Φύσης είναι ουσιώδεις, αλλά τι σημαίνει αυτό; Μπορώ να ελέγξω την παρόρμησή μου να κλέψω, εκτός κι αν είμαι κλεπτομανής. Έτσι, ορισμένοι ισχυρίζονται ότι νόμος είναι μια αδικαιολόγητη παραβίαση της Φύσης, άλλοι πάλι τον θεωρούν έναν μηχανισμό ελέγχου, ο οποίος προάγει τον πολιτισμό.

(β) Αυτό το απόσπασμα προέρχεται από ένα ανώνυμο σοφιστικό έργο, χαρακτηριστικό της ανθρώπινης γεωγραφίας και της ανθρωπολογίας της περιόδου, μια επισήμανση ότι υπάρχουν διαφορετικές ηθικές αξίες σε διάφορα μέρη. Αυτό μπορεί να οδηγήσει (ή και όχι) στο συμπέρασμα ότι όλα τα ηθικά κριτήρια είναι υποκειμενικά. Να σημειωθεί ότι κριτήριο είναι η κοινή γνώμη. Να σημειωθεί, επίσης, ότι τα ηθικά κριτήρια των κοριτσιών καθορίζονται από τους άνδρες.

(γ) Μια άλλη σοφιστική άποψη, που προβάλλει έντονα την αντίθεση μεταξύ νόμου και φύσης. Το νέο στοιχείο σ’ αυτό το απόσπασμα, αν το συγκρίνουμε με άλλα, είναι η χρήση του κακού με τη σημασία του «δυσάρεστο για μένα» και «επιβλαβές για μένα». Δεν υπάρχει καμιά ηθική χροιά. Πρόκειται σχεδόν για μια επαναφορά του ομηρικού τρόπου χρήσης.

(δ) Πουθενά αλλού ο Ξενοφών δεν απεικονίζει τον Σωκράτη πιο θρησκόληπτο ηθικολόγο, απ' όσο εδώ. Ο Σωκράτης του είναι ένας ιεροκήρυκας γεμάτος κοινοτοπίες, και όχι κάποιος πανέξυπνος ερευνητής ψυχών. (Ο Σωκράτης, παρεμπιπτόντως, εκτελέσθηκε, επειδή ο λόγος του δεν κράτησε κάποιους απ' τους συνομιλητές του μακριά από βίαιες και τυραννικές πράξεις. Οι πολιτικοί ρήτορες, το κατέστησαν σαφές: «Εκτελέσατε τον σοφιστή Σωκράτη, επειδή σαφώς ήταν υπεύθυνος για την εκπαίδευση του Κριτία, ενός από τους Τριάκοντα τυράννους», είπε ο Αισχίνης [1.173].) Οι τρεις κατηγορίες λανθασμένων πράξεων είναι ενδιαφέρουσες και αντιστοιχούν σε παραπτώματα κατά των θειόν, κα­τά των εθίμων και κατά της κοινής γνώμης. Η απόλυτη τιμωρία είναι η θεϊκή. Ο Κριτίας (ένας από τους συνομιλητές του, ο οποίος τράβηξε τον δικό του δρόμο) έκανε έναν δραματικό ήρωα να ισχυρισθεί ότι οι θεοί ήταν μια επινόηση που θα εξασφάλιζε αυτήν την τιμωρία.

(ε) Πρόκειται για μια πρώιμη έκθεση της θεωρίας των Ιδεών. Αντιπροσωπεύει το σημείο εκείνο όπου ο Πλάτων βάζει τα δικά του συμπεράσματα στο στόμα του Σωκράτη. Η αληθινή πραγματικότητα βρίσκεται στις αναλλοίωτες αιώνιες Ιδέες, που αναγνωρίζονται από τον νου. Τα παραδείγματα είναι αισθητικά, ηθικά (αλλά ευρύτερα ως προς τον στόχο τους) και υλικά: τα πρώτα δύο (ωραίον, αγαθόν) ενέχουν κρίση, το μέγα όχι. Τα αντικείμενα αυτού του κόσμου είναι ατελή, μεταβαλλόμενα, στερούνται αντοχής, γίνονται αντιληπτά μέσω των αισθήσεων. Αυτές τους οι ιδιότητες έχουν προέλθει είτε από τη συμμετοχή τους στις Ιδέες είτε από τη μίμηση των τελευταίων.

(ζ) Από το πρώτο βιβλίο του Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια. Δεν είναι ακριβώς το τελικό συμπέρασμα, εκεί όπου η σκέψη τοποθετείται επάνω από την ηθική αρετή ως η ανώτερη ευτυχία, αφού εξαρτάται λιγότερο από τις εξωτερικές περιστάσεις. Αλλά η αρετή, που έχει ηθική χροιά εδώ, φέρνει την ευτυχία, αρκεί να οδηγήσει στη δράση. Ο Αριστοτέλης, εν τούτοις, παραμένει άνθρωπος της μεσαίας τάξης, έτσι που να θεωρεί ότι για την κατάκτηση της ευτυχίας, απαιτούνται και κάποια υλικά αγαθά.
-----------------------
[1] Η χοίνιξ ήταν μέτρο χωρητικότητας στερεών. Μία χοίνιξ σίτου ήταν το καθημερινό σιτηρέσιο ενός ανδρός.

[2] Οι Σοφιστές ήταν περιοδεύοντες διδάσκαλοι της ρητορικής. Παράλληλα με την τεχνική της ρητορικής τέχνης εξέφραζαν και διατύπωναν τις προσωπικές τους απόψεις και στάση ζωής. Ο καθένας προέβαλε ως αναγκαίο όρο την κατάκτηση της αρετής. Έτσι, για παράδειγμα, ο Πρωταγόρας θεωρούσε ότι η αρετή είναι εφικτή με την επιδίωξη της ευβουλίας, της συμμετοχής δηλαδή στα κοινά που προϋπέθετε κρίση και σκέψη και, άρα, παιδεία, ο Αντιφών τη δικαιοσύνη, όπως το φανερώνει η Φύση σε κάθε της εκδήλωση, ο Πλάτων -για να πάμε στην αντίθετη πλευρά-τη σωφροσύνη και ο Αριστοτέλης τη μεσότητα.

[3] Πρόκειται για το Δημοκράτους Γνώμαι.

[4] Η αλαζονεία, η ακράτεια.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ

ΠΛ Συμπ 219d–222b

Ο Αλκιβιάδης εκθειάζει τις αρετές του Σωκράτη

Πλέκοντας το εγκώμιο του Σωκράτη (βλ. και ΠΛ Συμπ 215a–216c), ο Αλκιβιάδης αναφέρθηκε, ανάμεσα στα άλλα, σε περιστατικά ενδεικτικά της εγκράτειας του φιλοσόφου.


Τὸ δὴ μετὰ τοῦτο τίνα οἴεσθέ με διάνοιαν ἔχειν, ἡγού-
μενον μὲν ἠτιμάσθαι, ἀγάμενον δὲ τὴν τούτου φύσιν τε καὶ
σωφροσύνην καὶ ἀνδρείαν, ἐντετυχηκότα ἀνθρώπῳ τοιούτῳ
οἵῳ ἐγὼ οὐκ ἂν ᾤμην ποτ’ ἐντυχεῖν εἰς φρόνησιν καὶ εἰς
καρτερίαν; ὥστε οὔθ’ ὅπως οὖν ὀργιζοίμην εἶχον καὶ ἀπο-
στερηθείην τῆς τούτου συνουσίας, οὔτε ὅπῃ προσαγαγοίμην
[219e] αὐτὸν ηὐπόρουν. εὖ γὰρ ᾔδη ὅτι χρήμασί γε πολὺ μᾶλλον
ἄτρωτος ἦν πανταχῇ ἢ σιδήρῳ ὁ Αἴας, ᾧ τε ᾤμην αὐτὸν
μόνῳ ἁλώσεσθαι, διεπεφεύγει με. ἠπόρουν δή, καταδε-
δουλωμένος τε ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου ὡς οὐδεὶς ὑπ’ οὐδενὸς
ἄλλου περιῇα. ταῦτά τε γάρ μοι ἅπαντα προὐγεγόνει, καὶ
μετὰ ταῦτα στρατεία ἡμῖν εἰς Ποτείδαιαν ἐγένετο κοινὴ
καὶ συνεσιτοῦμεν ἐκεῖ. πρῶτον μὲν οὖν τοῖς πόνοις οὐ
μόνον ἐμοῦ περιῆν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἁπάντων ―ὁπότ’
ἀναγκασθεῖμεν ἀποληφθέντες που, οἷα δὴ ἐπὶ στρατείας ,
[220a] ἀσιτεῖν, οὐδὲν ἦσαν οἱ ἄλλοι πρὸς τὸ καρτερεῖν― ἔν τ’ αὖ
ταῖς εὐωχίαις μόνος ἀπολαύειν οἷός τ’ ἦν τά τ’ ἄλλα καὶ
πίνειν οὐκ ἐθέλων, ὁπότε ἀναγκασθείη, πάντας ἐκράτει, καὶ
ὃ πάντων θαυμαστότατον, Σωκράτη μεθύοντα οὐδεὶς πώποτε
ἑώρακεν ἀνθρώπων. τούτου μὲν οὖν μοι δοκεῖ καὶ αὐτίκα ὁ
ἔλεγχος ἔσεσθαι. πρὸς δὲ αὖ τὰς τοῦ χειμῶνος καρτερήσεις
―δεινοὶ γὰρ αὐτόθι χειμῶνες― θαυμάσια ἠργάζετο τά τε
[220b] ἄλλα, καί ποτε ὄντος πάγου οἵου δεινοτάτου, καὶ πάντων ἢ
οὐκ ἐξιόντων ἔνδοθεν, ἢ εἴ τις ἐξίοι, ἠμφιεσμένων τε
θαυμαστὰ δὴ ὅσα καὶ ὑποδεδεμένων καὶ ἐνειλιγμένων τοὺς
πόδας εἰς πίλους καὶ ἀρνακίδας, οὗτος δ’ ἐν τούτοις ἐξῄει
ἔχων ἱμάτιον μὲν τοιοῦτον οἷόνπερ καὶ πρότερον εἰώθει
φορεῖν, ἀνυπόδητος δὲ διὰ τοῦ κρυστάλλου ῥᾷον ἐπορεύετο
ἢ οἱ ἄλλοι ὑποδεδεμένοι, οἱ δὲ στρατιῶται ὑπέβλεπον
[220c] αὐτὸν ὡς καταφρονοῦντα σφῶν. καὶ ταῦτα μὲν δὴ ταῦτα·

οἷον δ’ αὖ τόδ’ ἔρεξε καὶ ἔτλη καρτερὸς ἀνὴρ
ἐκεῖ ποτε ἐπὶ στρατιᾶς, ἄξιον ἀκοῦσαι. συννοήσας γὰρ
αὐτόθι ἕωθέν τι εἱστήκει σκοπῶν, καὶ ἐπειδὴ οὐ προὐχώρει
αὐτῷ, οὐκ ἀνίει ἀλλὰ εἱστήκει ζητῶν. καὶ ἤδη ἦν μεσημ-
βρία, καὶ ἅνθρωποι ᾐσθάνοντο, καὶ θαυμάζοντες ἄλλος ἄλλῳ
ἔλεγεν ὅτι Σωκράτης ἐξ ἑωθινοῦ φροντίζων τι ἕστηκε.
τελευτῶντες δέ τινες τῶν Ἰώνων, ἐπειδὴ ἑσπέρα ἦν, δειπνή-
[220d] σαντες ―καὶ γὰρ θέρος τότε γ’ ἦν― χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι
ἅμα μὲν ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον, ἅμα δ’ ἐφύλαττον αὐτὸν εἰ
καὶ τὴν νύκτα ἑστήξοι. ὁ δὲ εἱστήκει μέχρι ἕως ἐγένετο
καὶ ἥλιος ἀνέσχεν· ἔπειτα ᾤχετ’ ἀπιὼν προσευξάμενος τῷ
ἡλίῳ. εἰ δὲ βούλεσθε ἐν ταῖς μάχαις ―τοῦτο γὰρ δὴ
δίκαιόν γε αὐτῷ ἀποδοῦναι― ὅτε γὰρ ἡ μάχη ἦν ἐξ ἧς ἐμοὶ
καὶ τἀριστεῖα ἔδοσαν οἱ στρατηγοί, οὐδεὶς ἄλλος ἐμὲ ἔσωσεν
[220e] ἀνθρώπων ἢ οὗτος, τετρωμένον οὐκ ἐθέλων ἀπολιπεῖν, ἀλλὰ
συνδιέσωσε καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ. καὶ ἐγὼ μέν, ὦ Σώ-
κρατες, καὶ τότε ἐκέλευον σοὶ διδόναι τἀριστεῖα τοὺς στρατη-
γούς, καὶ τοῦτό γέ μοι οὔτε μέμψῃ οὔτε ἐρεῖς ὅτι ψεύδομαι·
ἀλλὰ γὰρ τῶν στρατηγῶν πρὸς τὸ ἐμὸν ἀξίωμα ἀποβλεπόντων
καὶ βουλομένων ἐμοὶ διδόναι τἀριστεῖα, αὐτὸς προθυμότερος
ἐγένου τῶν στρατηγῶν ἐμὲ λαβεῖν ἢ σαυτόν. ἔτι τοίνυν,
ὦ ἄνδρες, ἄξιον ἦν θεάσασθαι Σωκράτη, ὅτε ἀπὸ Δηλίου
[221a] φυγῇ ἀνεχώρει τὸ στρατόπεδον· ἔτυχον γὰρ παραγενόμενος
ἵππον ἔχων, οὗτος δὲ ὅπλα. ἀνεχώρει οὖν ἐσκεδασμένων
ἤδη τῶν ἀνθρώπων οὗτός τε ἅμα καὶ Λάχης· καὶ ἐγὼ περι-
τυγχάνω, καὶ ἰδὼν εὐθὺς παρακελεύομαί τε αὐτοῖν θαρρεῖν,
καὶ ἔλεγον ὅτι οὐκ ἀπολείψω αὐτώ. ἐνταῦθα δὴ καὶ κάλ-
λιον ἐθεασάμην Σωκράτη ἢ ἐν Ποτειδαίᾳ ―αὐτὸς γὰρ ἧττον
ἐν φόβῳ ἦ διὰ τὸ ἐφ’ ἵππου εἶναι― πρῶτον μὲν ὅσον περιῆν
[221b] Λάχητος τῷ ἔμφρων εἶναι· ἔπειτα ἔμοιγ’ ἐδόκει, ὦ Ἀρι-
στόφανες, τὸ σὸν δὴ τοῦτο, καὶ ἐκεῖ διαπορεύεσθαι ὥσπερ
καὶ ἐνθάδε, βρενθυόμενος καὶ τὠφθαλμὼ παραβάλ-
λων, ἠρέμα παρασκοπῶν καὶ τοὺς φιλίους καὶ τοὺς πολεμίους,
δῆλος ὢν παντὶ καὶ πάνυ πόρρωθεν ὅτι εἴ τις ἅψεται τούτου
τοῦ ἀνδρός, μάλα ἐρρωμένως ἀμυνεῖται. διὸ καὶ ἀσφαλῶς
ἀπῄει καὶ οὗτος καὶ ὁ ἑταῖρος· σχεδὸν γάρ τι τῶν οὕτω
διακειμένων ἐν τῷ πολέμῳ οὐδὲ ἅπτονται, ἀλλὰ τοὺς προ-
[221c] τροπάδην φεύγοντας διώκουσιν.

Πολλὰ μὲν οὖν ἄν τις καὶ ἄλλα ἔχοι Σωκράτη ἐπαινέσαι
καὶ θαυμάσια· ἀλλὰ τῶν μὲν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων τάχ’ ἄν
τις καὶ περὶ ἄλλου τοιαῦτα εἴποι, τὸ δὲ μηδενὶ ἀνθρώπων
ὅμοιον εἶναι, μήτε τῶν παλαιῶν μήτε τῶν νῦν ὄντων, τοῦτο
ἄξιον παντὸς θαύματος. οἷος γὰρ Ἀχιλλεὺς ἐγένετο, ἀπει-
κάσειεν ἄν τις καὶ Βρασίδαν καὶ ἄλλους, καὶ οἷος αὖ
Περικλῆς, καὶ Νέστορα καὶ Ἀντήνορα ―εἰσὶ δὲ καὶ ἕτεροι―
[221d] καὶ τοὺς ἄλλους κατὰ ταὔτ’ ἄν τις ἀπεικάζοι· οἷος δὲ οὑτοσὶ
γέγονε τὴν ἀτοπίαν ἅνθρωπος, καὶ αὐτὸς καὶ οἱ λόγοι αὐτοῦ,
οὐδ’ ἐγγὺς ἂν εὕροι τις ζητῶν, οὔτε τῶν νῦν οὔτε τῶν
παλαιῶν, εἰ μὴ ἄρα εἰ οἷς ἐγὼ λέγω ἀπεικάζοι τις αὐτόν,
ἀνθρώπων μὲν μηδενί, τοῖς δὲ σιληνοῖς καὶ σατύροις, αὐτὸν
καὶ τοὺς λόγους.

Καὶ γὰρ οὖν καὶ τοῦτο ἐν τοῖς πρώτοις παρέλιπον, ὅτι
καὶ οἱ λόγοι αὐτοῦ ὁμοιότατοί εἰσι τοῖς σιληνοῖς τοῖς διοιγο-
[221e] μένοις. εἰ γὰρ ἐθέλοι τις τῶν Σωκράτους ἀκούειν λόγων,
φανεῖεν ἂν πάνυ γελοῖοι τὸ πρῶτον· τοιαῦτα καὶ ὀνόματα
καὶ ῥήματα ἔξωθεν περιαμπέχονται, σατύρου δή τινα ὑβρι-
στοῦ δοράν. ὄνους γὰρ κανθηλίους λέγει καὶ χαλκέας τινὰς
καὶ σκυτοτόμους καὶ βυρσοδέψας, καὶ ἀεὶ διὰ τῶν αὐτῶν τὰ
αὐτὰ φαίνεται λέγειν, ὥστε ἄπειρος καὶ ἀνόητος ἄνθρωπος
[222a] πᾶς ἂν τῶν λόγων καταγελάσειεν. διοιγομένους δὲ ἰδὼν ἄν
τις καὶ ἐντὸς αὐτῶν γιγνόμενος πρῶτον μὲν νοῦν ἔχοντας
ἔνδον μόνους εὑρήσει τῶν λόγων, ἔπειτα θειοτάτους καὶ
πλεῖστα ἀγάλματ’ ἀρετῆς ἐν αὑτοῖς ἔχοντας καὶ ἐπὶ πλεῖ-
στον τείνοντας, μᾶλλον δὲ ἐπὶ πᾶν ὅσον προσήκει σκοπεῖν
τῷ μέλλοντι καλῷ κἀγαθῷ ἔσεσθαι.

Ταῦτ’ ἐστίν, ὦ ἄνδρες, ἃ ἐγὼ Σωκράτη ἐπαινῶ· καὶ αὖ
ἃ μέμφομαι συμμείξας ὑμῖν εἶπον ἅ με ὕβρισεν. καὶ μέν-
[222b] τοι οὐκ ἐμὲ μόνον ταῦτα πεποίηκεν, ἀλλὰ καὶ Χαρμίδην
τὸν Γλαύκωνος καὶ Εὐθύδημον τὸν Διοκλέους καὶ ἄλλους
πάνυ πολλούς, οὓς οὗτος ἐξαπατῶν ὡς ἐραστὴς παιδικὰ
μᾶλλον αὐτὸς καθίσταται ἀντ’ ἐραστοῦ. ἃ δὴ καὶ σοὶ
λέγω, ὦ Ἀγάθων, μὴ ἐξαπατᾶσθαι ὑπὸ τούτου, ἀλλ’ ἀπὸ
τῶν ἡμετέρων παθημάτων γνόντα εὐλαβηθῆναι, καὶ μὴ κατὰ
τὴν παροιμίαν ὥσπερ νήπιον παθόντα γνῶναι.

***
Και τώρα ύστερ' από το επεισόδιον αυτό, πώς φαντάζεσθε την ψυχικήν μου κατάστασιν; Από το ένα μέρος επίστευα, πως είχα εξευτελισθή· από το άλλο μ' εθάμβωνεν η προσωπικότης τούτου, η αυτοκυριαρχία και η δύναμις της θελήσεώς του. Είχα ευρεθή ενώπιον ανθρώπου, που όμοιόν του εις την φρόνησιν και την ευστάθειαν δεν επερίμενα ποτέ να συναντήσω. Κατ' αυτόν τον τρόπον, ούτε να του θυμώσω επιτέλους είχα την δύναμιν και να στερηθώ επομένως την συναναστροφήν του, ούτε να τον παρασύρω εύρισκα κανένα μέσον. Διότι με χρήματα (αυτό το ήξευρα καλά) ήτον απ' όλα τα μέρη άτρωτος, περισσότερον παρ' ό,τι ο Αίας με σίδηρον· και αφ' ετέρου από το μέσον, με το οποίον και μόνον έκρινα πως θα ημπορούσε να παγιδευθή, μου είχε διαφύγει. Ευρισκόμην λοιπόν εις αδιέξοδον και εγύριζα αιχμαλωτισμένος πέρα ως πέρα απ' αυτόν τον άνθρωπον, όσον κανείς από κανέναν εις τον κόσμον.

Είχαν προηγηθή ολ' αυτά τα γεγονότα της ζωής μου, όταν κατόπιν μού έτυχε να υπηρετήσωμεν μαζί εις την εκστρατείαν της Ποτειδαίας και να είμεθα εκεί ομοτράπεζοι. Λοιπόν εκεί εις τας κακουχίας πρώτον υπερτερούσεν όχι μόνον εμέ, αλλά και όλους μαζί τους άλλους. Οσάκις π.χ. ευρισκόμεθα εις την ανάγκην ένεκα αποκοπής των συγκοινωνιών, όπως συμβαίνει δα εις το μέτωπον, να περάσωμεν χωρίς τροφήν, δεν ήσαν τίποτε οι άλλοι συγκρινόμενοι μ' αυτόν κατά την αντοχήν. Και πάλιν όταν είχαμεν καλοπέρασιν, μόνος αυτός ήτον εις θέσιν να την χαρή, προ πάντων εις την οινοποσίαν· δεν την επεδίωκεν, αλλά οσάκις τον υπεχρέωναν να πίνη, τους έβαζεν όλους κάτω, και το περισσότερον απίστευτον απ' όλα: μεθυσμένον τον Σωκράτη δεν έχει ιδεί ποτέ του άνθρωπος. Περί αυτού άλλωστε θα σας δοθή, ελπίζω, και τώρα αμέσως η απόδειξις. Όσον αφορά πάλιν την αντοχήν του εις το ψύχος (και oι χειμώνες εκεί επάνω είναι δριμύτατοι) έκαμνε θαύματα. Ιδίως κάποτε που ήταν παγωνιά όσον γίνεται διαπεραστική: κανένας δεν εξεμύτιζεν από μέσα ή, οσάκις εξήρχετο κανείς, εφορούσαν όλοι ένα πλήθος πρόσθετα φορέματα και υποδήματα και είχαν τυλιγμένα τα πόδια των εις πιλήματα μέσα και δοράς προβάτων. Ε λοιπόν! αυτός υπ' αυτάς τας συνθήκας εφορούσεν, όταν εξήρχετο, το ίδιον φόρεμα, όπως και πρωτύτερα συνήθιζε να φορή, και εβάδιζεν ανυπόδητος επάνω εις τον πάγον με μεγαλυτέραν άνεσιν, παρ' όσον οι άλλοι με τα υποδήματά των. Και οι στρατιώται τον εστραβοκοίταζαν, νομίζοντες πως ήθελε να τους εξευτελίση.

Και αυτά μεν σχετικώς με το ζήτημα τούτο· αξίζει όμως ν' ακούσετε το τι έκανε και ετραύηξεν αυτός ο αντρειωμένος κάποτ' εκεί εις το μέτωπον. Συγκεντρωμένος δηλαδή εις μίαν σκέψιν του, εστέκετο από την αυγήν εκεί και εσυλλογίζετο. Και επειδή δεν επροχωρούσεν εις την σκέψιν, αντί να τα παραιτήση, εξηκολούθει να στέκεται και να την ζητή. Και είχε μεσημεριάσει πλέον, και ο κόσμος το επήρεν είδησιν και με κατάπληξιν ανεκοίνωσεν ο ένας εις τον άλλον, ότι ο Σωκράτης από το πρωι στέκεται εκεί και παρακολουθεί κάποιαν σκέψιν του. Εις το τέλος (είχε βραδυάσει εν τω μεταξύ) μετά το δείπνον μερικοί Ίωνες έσυραν έξω τα στρώματά των (καλοκαίρι ήταν τότε), αφ' ενός μεν δια να κοιμηθούν εις τα δροσερά, αφ' ετέρου δε δια να παραφυλάξουν, αν θα έστεκεν έτσι ακίνητος και την νύκτα. Και αυτός έμεινε πράγματι όρθιος, ως που εχάραξεν η αυγή και ανέτειλεν ο ήλιος. Ύστερα έκαμε την προσευχήν του εις τον ήλιον και απεμακρύνθη.

Αν αγαπάτε τώρα, εις τας μάχας· είναι δίκαιον άλλωστε να του αποδώσω εξάπαντος αυτόν τον έπαινον. Κατά την διάρκειαν δηλαδή της μάχης, μετά την έκβασιν της οποίας οι στρατηγοί μού απένειμαν το βραβείον της ανδρείας, αυτός με έσωσεν, κανένας άλλος. Είχα πληγωθή· αυτός όμως δεν εδέχθη να μ' εγκαταλείψη, αλλά έσωσεν από την μάχην και τα όπλα μου και μαζί και εμέ τον ίδιον. Και εγώ μεν και τότε επέμενα, Σωκράτη, να δώσουν οι στρατηγοί το βραβείον της ανδρείας εις σε· ως προς αυτό τουλάχιστον δεν θα έχης κανένα παράπονον εναντίον μου, ούτε θα ειπής ότι ψεύδομαι. Εντούτοις οι στρατηγοί, από σεβασμόν προς την κοινωνικήν μου περιωπήν, ήθελαν ν' απονείμουν εις εμέ το βραβείον· και συ τότε έδειξες μεγαλυτέραν προθυμίαν από τους στρατηγούς, εγώ να το λάβω και όχι συ. Προς τούτοις, κύριοι, θα ήξιζε τον κόπον να παρακολουθήσετε τον Σωκράτη την εποχήν που ο στρατός μας πανικόβλητος ωπισθοχωρούσεν από την μάχην του Δηλίου. Έτυχε πράγματι να ευρεθώ εκεί υπηρετών εις το ιππικόν, αυτός δε εις το πεζικόν. Ωπισθοχωρούσε λοιπόν, ενώ το πλήθος είχεν ήδη διασκορπισθή, αυτός και μαζί του ο Λάχης. Και εγώ τυχαίως τους συναντώ, και αμέσως τους φωνάζω, μόλις τους είδα, να μη φοβούνται και δεν θα τους αφήσω, τους έλεγα. Εις αυτήν λοιπόν, σας λέγω, την περίστασιν αντίκρυσα ωραιότερον παρ' όσον εις την Ποτείδαιαν το θέαμα του Σωκράτους· διότι ως έφιππος δεν είχα τόσον να φοβούμαι προσωπικώς. Πρώτα πρώτα, πόσον ανώτερος ήτο από τον Λάχητα εις το να διατηρή την ψυχραιμίαν του. Έπειτα μου παρείχε την εντύπωσιν, όπως αναφέρεις και συ, Αριστοφάνη, ότι και εκεί εβάδιζε τον δρόμον του ακριβώς όπως και εδώ, κορδωμένος και με τα μάτια ριγμένα ποτ' εκεί και ποτ' εδώ. Ατάραχος εκοίταζε δεξιά και αριστερά φίλους και εχθρούς και εφανέρωνεν εξ αποστάσεως πολλής εις τον καθένα, ότι αν άπλωνε κανείς επάνω του, θ' αντισταθή ο άνθρωπος αυτός με σθένος. Δι' αυτόν ακριβώς τον λόγον και υποχωρούσεν εν πάση ασφαλεία και αυτός και ο άλλος. Διότι εις τον πόλεμον, όσους τηρούν ανάλογον στάσιν, καταντά μήτε να τους εγγίζουν καν· προτιμούν να κυνηγούν εκείνους, που το έχουν βάλει πανικόβλητοι εις τα πόδια.

Υπάρχουν ακόμη και άλλα πολλά και αξιοθαύμαστα, που θα είχε κανείς να προσθέση εις έπαινον του Σωκράτους. Αλλά ως προς τας άλλας μεν ιδιότητας θα ηδύνατο ίσως ν' αποδώση κανείς παρόμοια και εις έναν άλλον· το ότι όμως δεν ομοιάζει με κανέναν άνθρωπον ούτε από τους αρχαίους ούτε από τους συγχρόνους, αυτό επιβάλλει κάθε θαυμασμόν. Τι ήτον π.χ. ο Αχιλλεύς, θα ημπορούσες να έχης μίαν εικόνα από τον Βρασίδαν και άλλους· και πάλιν τι ήτον ο Περικλής, από τον Νέστορα και τον Αντήνορα ― και δεν είναι αυτοί μόνοι. Και δια τους άλλους επίσης θα ημπορούσες να εύρης αναλογίας παρομοίας. Άνθρωπον όμως, οποίος υπήρξεν αυτός, αλλόκοτος και ο ίδιος και οι λόγοι του, ούτε κατά προσέγγισιν δεν θα εύρης, όσον και να ζητήσης, ούτε μεταξύ των αρχαίων ούτε μεταξύ των συγχρόνων ― εκτός αν τον παραβάλης μ' αυτούς που λέγω, όχι με άνθρωπον οιονδήποτε, αλλά με τους Σιληνούς και τους Σατύρους, και τον ίδιον και τας ομιλίας του.

Διότι ―και παρέλειψα ν' αναφέρω τούτο κατ' αρχάς― και αι συνδιαλέξεις του έχουν καταπληκτικήν πράγματι ομοιότητα με τους Σιληνούς, που ανοιγοκλείουν. Όστις π.χ. θελήση τυχόν να παρακολουθήση τας συζητήσεις του Σωκράτους, θα του έκαμναν κατ' αρχάς πολύ κωμικήν εντύπωσιν: αυτήν την εμφάνισιν έχουν και αι λέξεις και αι εκφράσεις, με τας οποίας ειν' επενδεδυμέναι εξωτερικώς, σαν με το δέρμα χυδαίου Σατύρου. Κάτι γαϊδάρους αναφέρει πάντοτε σαμαρωμένους και χαλκωματάδες και πετσωτήδες και βυρσοδέψας, και παρουσιάζεται ως να επαναλαμβάνη συνεχώς τα ίδια με τας ιδίας λέξεις. Έτσι οιοσδήποτε άνθρωπος άπειρος και επιπόλαιος θα εγελούσε με τας συζητήσεις του. Όταν όμως τας ιδής ν' ανοίγονται και όσον περισσότερον εισδύεις εις το βάθος των, θα εύρης τότε, πρώτον μεν ότι είναι αι μόναι συζητήσεις που έχουν νόημα, έπειτα ότι είναι θείαι εις ύψιστον βαθμόν και κρύπτουν μέσα των αρετής αγάλματα πλήθος, και πλήθος είναι τα ζητήματα που εγγίζουν, ή μάλλον όλα όσα οφείλει να έχη υπ' όψει του οστισδήποτε πρόκειται να γίνη τέλειος άνθρωπος. Αυτά είναι, κύριοι, όσα έχω να επαινέσω εγώ τον Σωκράτη. Και όσα πάλιν παράπονα έχω εναντίον του, τα παρενέβαλα εις την ομιλίαν μου, τας προσβολάς που μου έκαμε. Και δεν είμαι ο μόνος, που έχει μεταχειρισθή κατ' αυτόν τον τρόπον· και τον Χαρμίδην του Γλαύκωνος και τον Ευθύδημον του Διοκλέους και ένα μεγάλον αριθμόν άλλων. Τους εξαπατά, πως ειν' εραστής των, και εις το τέλος καταντά να γίνεται ο ίδιος ερώμενος αντί εραστού. Το ίδιον επίσης λέγω και προς σε, Αγάθων. Να μην αφήσης να σ' εξαπατήση αυτός εδώ, μόνον να λάβης τα μέτρα σου, διδαχθείς από τα παθήματα τα ιδικά μας, ώστε να μη σου γίνη μάθημα το πάθημα, όπως εις τον ανόητον της παροιμίας».

Κυριακή 5 Μαΐου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονος νευροδιαβιβαστές2.4.Β.i. Χορική ποίηση

Ένας ήταν κάθε φορά ο ποιητής, ο συνθέτης και ο χορογράφος των χορικών τραγουδιών, αλλά το έργο του προοριζόταν να παρουσιαστεί από μιαν ομάδα, τον Χορό. Συνοδευτικά μουσικά όργανα για τα χορικά τραγούδια ήταν η λύρα ή/και ο αυλός, και σχεδόν απαραίτητο στοιχείο της παρουσίασης αυτό που εμείς σήμερα ονομάζουμε «χορό»: η συνταιριασμένη με τη μουσική περισσότερο ή λιγότερο ζωηρή κίνηση. Ακόμα, συνηθισμένο ήταν μέσα στον Χορό να ξεχωρίζουν σε καθοδηγητικό ρόλο κάποιοι πρωτοτραγουδιστές και πρωτοχορευτές, οι ἔξαρχοι ή χορηγοί.

Τα μέλη του Χορού επιλέγονταν για την καλή τους φωνή και τη χορευτική τους ικανότητα. Δεν ήταν επαγγελματίες αλλά πολίτες (παιδιά, νέοι και νέες, άντρες και γυναίκες) που τη συμμετοχή τους την έβλεπαν ως ευχάριστη και τιμητική κοινωνική λειτουργία. Κοινωνικές ήταν άλλωστε και οι πολλές και ποικίλες εκδηλώσεις που έδιναν την ευκαιρία στους χορικούς ποιητές να συνθέσουν, να διδάξουν και να παρουσιάσουν τα έργα τους· και δεν είναι λάθος να πούμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα χορικά τραγούδια συνδέονταν, άμεσα ή έμμεσα, με τη λατρεία των θεών και των ηρώων.

Η φιλολογική παράδοση ξεχωρίζει, ανάλογα με το περιεχόμενο, τρεις μεγάλες κατηγορίες χορικών τραγουδιών:

(α) Οι ύμνοι ήταν τραγούδια όπου ο Χορός, καμιά φορά και ακίνητος, δοξολογούσε θεούς και ήρωες. Στους ύμνους ανήκουν οι παιάνες (ύμνοι λατρευτικοί του Απόλλωνα), οι διθύραμβοι (ύμνοι λατρευτικοί του Διονύσου), οι γαμήλιοι υμέναιοι κ.ά.

(β) Οι θρήνοι ήταν πένθιμα τραγούδια όπου ο Χορός, με στηθοκοπήματα και άλλες ανάλογες κινήσεις, μοιρολογούσε τους νεκρούς.

(γ) Τα εγκώμια ήταν τραγούδια επαινετικά για ζωντανούς ανθρώπους, π.χ. για τυράννους. Στα εγκώμια ανήκουν και τα επιθαλάμια (τραγούδια του γάμου) και οι επίνικοι (τραγούδια τιμητικά για τους νικητές των αθλητικών αγώνων).

Παραδοσιακοί είναι και μερικοί χαρακτηρισμοί που αποδίδονται στα χορικά τραγούδια ανάλογα με τον τρόπο που παρουσιάζονταν:

(α) Παρθένεια χαρακτηρίζονταν τα τραγούδια που τραγουδούσαν οι Χοροί των κοριτσιών.

(β) Προσόδια χαρακτηρίζονταν τα τραγούδια που τραγουδούσε ο Χορός καθώς ως λατρευτική πομπή όδευε, με συνοδεία αυλού, προς τους ναούς.

(γ) Υπορχήματα ονομάζονταν τα τραγούδια που συνοδεύονταν από μιμητικές κινήσεις.

Δεν είναι σύμπτωση ότι η χορική ποίηση πρωτάνθισε στη Σπάρτη. Σε αντίθεση με τις πλουσιότερες και πιο εξελιγμένες ιωνικές και αιολικές περιοχές, όπου τα ταξίδια, το εμπόριο και ο συνακόλουθος πλούτος βοηθούσαν να ξυπνήσει και να αναπτυχτεί η ατομικότητα, η αγροτική Σπάρτη και το σεμνό δωρικό ήθος ευνοούσαν την ομαδική περισσότερο παρά την ατομική έκφραση. Άλλωστε, η Σπάρτη του 7ου π.Χ. αιώνα ήταν διαφορετική από την κατοπινή αυστηρή και στρατοκρατούμενη πόλη,[1] όπου τίποτα καινούργιο ή ξένο δε γινόταν δεκτό: ήταν ακόμα ανοιχτή, με πλούσιες γιορτές, τελετές και μουσικές εκδηλώσεις, με ικανούς τεχνίτες που δούλευαν τα μέταλλα και το ελεφαντόδοντο - πόλη όπου ανθούσαν «η παλληκαριά των νέων, η καλλίφωνη Μούσα και η κοινωνική Δικαιοσύνη, που ευνοεί τα όμορφα έργα» (Τέρπανδρος;)·[2] δεν πρέπει να απορήσουμε, όταν αρκετοί πρωτεργάτες της χορικής ποίησης κατάγονταν από άλλες περιοχές, αλλά για ένα διάστημα έδρασαν προσκαλεσμένοι στη Σπάρτη.

ΑΛΚΜΑΝΑΣ (7ος/6ος π.Χ. αι.)

Πατρίδα του ήταν οι Σάρδεις της Μικρασίας, αλλά η δράση του τοποθετείται στη Σπάρτη. Από τα έργα του σώζονται αρκετά αποσπάσματα, τα μεγαλύτερα από ένα Παρθένειο που προοριζόταν να το τραγουδήσει Χορός από δέκα κορίτσια στη γιορτή μιας θεάς, ίσως της Άρτεμης ή της ωραίας Ελένης, που και αυτή ξέρουμε ότι λατρευόταν στη Σπάρτη.

Ξεκινά με την αφήγηση ενός τοπικού πολεμικού μύθου και προχωρά στη διαπίστωση ότι «υπάρχει εκδίκηση από τους θεούς»· στη συνέχεια, το μεγαλύτερο μέρος του τραγουδιού αφορά τις ίδιες τις κοπέλες του Χορού, που παινούν την ομορφιά της μιας και της άλλης, μιλούν για τα μαλλιά, το ντύσιμο και τα στολίδια τους - όλα γελαστά και καλοσυνάτα, με άνεση, ονομαστικά. Έτσι τυχαίνει να γνωρίζουμε σήμερα δέκα κορίτσια που έζησαν, τραγούδησαν και χόρεψαν στη Σπάρτη τον 7ο/6ο π.Χ. αιώνα: εκτός από την Αγιδώ και την Αγησιχόρα, που φαίνεται να είχαν κάποιον ηγετικό ρόλο, ήταν η Ναννώ, η Αρέτη, η Θυλακίδα, η Κλεησιθήρα, η Ασταφίδα, η Φίλυλλα, η Δημαρέτη και η Ιανθεμίδα.[3]

Σε άλλα αποσπάσματα ο Αλκμάνας περιγράφει με εξαιρετική απλότητα τη φύση, δηλώνει πως γνωρίζει «όλες τις μελωδίες των πουλιών», αλλά δεν κρύβει και πως είναι φαγάς και του αρέσει η … φάβα «ζεστή το μεσοχείμωνο» (απόσπ. 5 P):

Καλό φαγί δε γύρεψε ποτέ του·
σαν τη φτωχολογιά κι αυτός, του φτάνει μόνο
να ᾽χει να τρώει το πιο συνηθισμένο.


Η χορική ποίηση καλλιεργήθηκε και στη Μεγάλη Ελλάδα. Ο Ηρόδοτος διηγείται πώς ο Αρίων από τη Μυτιλήνη, που ζούσε στην αυλή του τυράννου Περίανδρου στην Κόρινθο,[4] επισκέφτηκε τη Σικελία και την Κάτω Ιταλία, όπου γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Στο ταξίδι του γυρισμού οι ναύτες θέλησαν, λέει, να τον σκοτώσουν για να τον κλέψουν· όμως εκείνος στάθηκε στην πρύμνη, τραγούδησε και πήδησε μόνος στη θάλασσα, όπου ένα δελφίνι, μαγεμένο από τη μουσική του, τον πήρε στη ράχη του και τον έβγαλε σώο στο Ταίναρο. Την ίδια πάνω κάτω εποχή, τέλος του 7ου και αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα, στην Ιμέρα της Σικελίας, έδρασε ο Στησίχορος και λίγες δεκαετίες αργότερα, στο Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας, ο Ίβυκος.

ΣΤΗΣΙΧΟΡΟΣ (7ος/6ος π.Χ. αι.)

Ο Στησίχορος από την Ιμέρα της Σικελίας έζησε σε δωρικό περιβάλλον και έγραψε χορικά τραγούδια. Ωστόσο, τόσο γλωσσικά όσο και θεματικά τα έργα του συγγενεύουν με το έπος. Τα περισσότερα είναι μυθολογικά-αφηγηματικά, με τίτλους όπως: Γηρυονηίς, Νόστοι,Ὀρέστεια, Θηβαΐς, Ἐριφύλη κ.ά. Πιο γνωστά είναι τα έργα του Ἑλένα και Παλινῳδία, καθώς η παράδοση τα συνδέει με ένα συγκεκριμένο του βίωμα. Είχε, λένε, γράψει για την Ελένη πως ακολούθησε τον Πάρη στην Τροία κλπ., αλλά ως θεά η Ελένη θύμωσε και του στέρησε το φως του. Τυφλός και μετανιωμένος ο Στησίχορος έγραψε τότε την Παλινῳδία,[5] παίρνοντας πίσω όλα όσα είχε πει στο πρώτο τραγούδι:

Δεν είναι αληθινός αυτός ο λόγος·
ούτε μπήκες στα καλάρμοστα καράβια,
ούτε στα κάστρα έφτασες της Τροίας…

(απόσπ. 62 Ρ) - και αμέσως ανάβλεψε!

Το έργο του Στησίχορου είχε μεγάλη επίδραση και στις εικαστικές τέχνες, όπου συχνά βλέπουμε να εικονίζονται οι δικές του μυθολογικές παραλλαγές, και στους δραματικούς ποιητές που επεξεργάστηκαν αργότερα τα ίδια θέματα. Έτσι, για παράδειγμα η τραγωδία Ἑλένη του Ευριπίδη ακολουθεί την εκδοχή της Παλινωδίας.

Από τα ποιήματά του σώζονται γύρω στα 100 αποσπάσματα, μικρά τα περισσότερα - πολύ λίγα, αν σκεφτούμε ότι οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι είχαν συγκεντρώσει τα έργα του σε 26 βιβλία.

Μελετώντας τον Ίβυκο, που η δράση του τοποθετείται στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα,[6] διαπιστώνουμε μια χαρακτηριστική εξέλιξη. Όσο έμενε στην πατρίδα του, το Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας, ακολουθούσε το πρότυπο του Στησίχορου συνθέτοντας μυθολογικά αφηγηματικά τραγούδια με προτίμηση στις σπάνιες και τοπικές παραλλαγές. Αργότερα, όταν έζησε σε ιωνικό περιβάλλον, στην αυλή του Πολυκράτη στη Σάμο, τα τραγούδια του πήραν άλλη, έντονα ερωτική, κατεύθυνση. Από τα έργα του (γραμμένα στην επική ποιητική γλώσσα με κάποιους δωρισμούς) δε σώζονται ούτε εκατό στίχοι· ένα όμως απόσπασμα (263 Ρ) είναι διαφωτιστικό, καθώς σε αυτό ο Ίβυκος από τη μια κολακεύει, άμεσα, τον τύραννο που τον φιλοξενούσε, από την άλλη εξυψώνει, έμμεσα, τον εαυτό του και την τέχνη του:

και συ, Πολυκράτη, αθάνατη θα έχεις δόξα
απ᾽ το τραγούδι και τη δόξα τη δική μου.


ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ (556-468 π.Χ.)

Ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν
προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν.
[7]
Πλούταρχος, Ηθικά 346f

Ο Σιμωνίδης γεννήθηκε στην ιωνική Κέω, τη Τζια, όπου και άρχισε να συνθέτει. Γρήγορα έγινε διάσημος και ταξίδεψε πρώτα στην Αθήνα, προσκαλεσμένος από τους Πεισιστρατίδες, ύστερα στη Θεσσαλία, προσκαλεσμένος από τους πανίσχυρους Σκοπάδες. Αργότερα, στα χρόνια των Περσικών πολέμων, τον συναντούμε πάλι στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε με τον Θεμιστοκλή, και στη συνέχεια στη Σικελία, στην αυλή του Ιέρωνα των Συρακουσών.

Τα έργα του είναι πολλά και ποικίλα, και αποσπάσματά τους σώζονται αρκετά. Φαίνεται να ήταν ο πρώτος που έγραψε επίνικους, εγκωμιαστικά τραγούδια για τους νικητές των αθλητικών αγώνων, ενώ παράλληλα εξαιρετική επιτυχία είχαν οι θρήνοι, τα επιγράμματα, τα σκόλια και οι διθύραμβοί του. Ο ίδιος καυχήθηκε σε ένα του επίγραμμα πως για τους διθυραμβικούς και μόνο Χορούς που εδίδαξε ανέβηκε πενήντα έξι φορές στο «αγλαό άρμα της εύδοξης Νίκης» (Ελληνική ανθολογία 6.213).

Γράφει ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό:[8] «Στον Σιμωνίδη παρατήρησε την επιλογή των λέξων και την ακρίβεια της σύνθεσης, και ακόμα πρόσεξε πώς ξεπερνά και τον Πίνδαρο, θρηνώντας όχι μεγαλόπρεπα αλλά συμπονετικά.» Μπορούμε και γενικότερα να πούμε πως ο Σιμωνίδης προτίμησε την καλομελετημένη απλότητα από το βαρύ εντυπωσιακό ύφος, και πως αντιμετώπισε την ανθρώπινη μοίρα με φιλοσοφικό στοχασμό και κατανόηση. Δική του είναι η διαπίστωση (απόσπ. 356 Ρ) ότι στο τέλος

όλα φτάνουν στην αχόρταγη Χάρυβδη,
και οι μεγάλες αρετές κι ο πλούτος.


Όπως σε όλες τις εποχές ο Όμηρος, όπως αργότερα το δράμα, η χορική ποίηση στάθηκε στα αρχαϊκά χρόνια μεγάλο σχολειό για τον δήμο. Στις θρησκευτικές γιορτές και τις άλλες σημαντικές κοινωνικές εκδηλώσεις όπου τραγουδιόνταν τα έργα τους, οι χορικοί ποιητές ήξεραν βέβαια και να εκφράσουν και να καθοδηγήσουν το λαϊκό αίσθημα· παράλληλα όμως, με τα μυθολογικά παραδείγματα, με τα γνωμικά, με τους προβληματισμούς και τις προτροπές τους, οι ποιητές διαφώτιζαν ιδεολογικά και προετοίμαζαν το πλήθος για τη βαθμιαία του χειραφέτηση.
----------------------
1. Η αλλαγή έγινε μετά το τέλος του δεύτερου Μεσσηνιακού πολέμου (600 π.Χ.), οπότε και πρωτοεφαρμόστηκαν τα αυστηρά μέτρα της παλαιότερης νομοθεσίας του Λυκούργου.

2. Ο Τέρπανδρος από τη Μυτιλήνη, γνωστός και για τους μουσικούς του νεωτερισμούς, είχε βραβευτεί στη Σπάρτη, στη γιορτή του Απόλλωνα, το 674 (;) π.Χ. Τα έργα του, εκτός από ελάχιστους στίχους, έχουν χαθεί.

3. Ο πάπυρος που διασώζει το κείμενο είναι φθαρμένος και με πολλά κενά· οι συμπληρώσεις που προτείνονται είναι αβέβαιες, ορισμένοι υπαινιγμοί του κειμένου μένουν ανεξήγητοι, και γενικά το παρθένειο του Αλκμάνα αποτελεί λαμπρό πεδίο για τους φιλολόγους να δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους και να διαφωνούν.

4. Ο Αρίων, μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ήταν ο καλύτερος τα χρόνια εκείνα κιθαρῳδός. Από το έργο του δε σώζεται ούτε ένας στίχος.

5. Στα αρχαία ελληνικά το πάλιν δε δήλωνε επανάληψη αλλά αντίθεση: παλινῳδία ήταν «η ωδή που λέει τα αντίθετα».

6. Η γνωστή ιστορία ότι ο Ίβυκος σκοτώθηκε από ληστές, ότι επικαλέστηκε μάρτυρες ένα κοπάδι γερανών που περνούσαν, και ότι πραγματικά τα πουλιά φανέρωσαν αργότερα τους ενόχους, είναι το ίδιο πιστευτή με τη σωτηρία του Αρίωνα από τα δελφίνια και με τον θάνατο του Ομήρου από στενοχώρια όταν δε μπόρεσε να λύσει ένα ψαράδικο αίνιγμα. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι αρχαίοι επινοούσαν όμορφες ιστορίες για τους ποιητές τους.

7. «Ο Σιμωνίδης ονομάζει τη ζωγραφική ποίηση που σιωπά, και την ποίηση ζωγραφική που μιλά».

8. Ιστορικός και φιλόλογος της ρωμαϊκής εποχής.

Ο Ξενοφώντας, οι Σπαρτιάτες και οι Πέρσες χρηματοδότες

Αποτέλεσμα εικόνας για Ξενοφώντας και η πορεία προς την ανάδειξη της ΘήβαςΣχεδόν ταυτόχρονα με την ανάδειξή του Αλκιβιάδη σε αρχιστράτηγο των Αθηναίων υπήρξαν εξελίξεις και στη σπαρτιατική στρατιωτική ηγεσία. Μετά τη λήξη της θητείας του Κρατησιππίδα, διάδοχός του στην αρχηγία του στόλου ορίστηκε ο Λύσανδρος.

Αφού πήγε στη Ρόδο να παραλάβει τα πλοία κι αφού επισκέφτηκε την Κω, τη Μίλητο και την Έφεσο, αποφάσισε να πάει στις Σάρδεις για να συναντήσει τον Κύρο. Τα πράγματα ήταν απλά· από τη στιγμή που οι Πέρσες ήταν οι χρηματοδότες του πολέμου, αυτό που έμενε ως πρώτη ενέργεια ήταν να συνεννοηθεί μαζί τους, για να εξασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή βοήθεια: «Παραπονέθηκαν στον Κύρο για τη διαγωγή του Τισσαφέρνη και τον παρακάλεσαν να δείξει ο ίδιος όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ζήλο στη διεξαγωγή του πολέμου». (1, 5, 2).

Ο περσικός παράγοντας αποδεικνύεται καθοριστικός, αφού από τη δική του στάση θα κριθεί το αποτέλεσμα. Ο Λύσανδρος όχι μόνο φαίνεται ότι το γνωρίζει καλά, αλλά δεν έχει και την παραμικρή διάθεση να το κρύψει. Γι’ αυτό και η συνάντησή του με τον Κύρο τίθεται σε απόλυτη προτεραιότητα· γιατί δεν πρέπει να χάνεται χρόνος. Εξάλλου, η αντικατάσταση του Τισσαφέρνη από τον Κύρο φαίνεται πολύ ενθαρρυντική και το ότι ο Κύρος είναι γιος του βασιλιά είναι ακόμη ενθαρρυντικότερο.

Προφανώς ο βασιλιάς δε θα έστελνε το γιό του, αν δεν είχε σοβαρές βλέψεις επί του θέματος: «Ο Κύρος είπε ότι τέτοιες οδηγίες είχε από τον πατέρα του, αλλά και του ίδιου οι διαθέσεις δεν ήταν διαφορετικές: θα ‘κανε ό,τι περνούσε από το χέρι του. Είχε φέρει μαζί του, είπε, πεντακόσια τάλαντα. Αν δεν έφταναν, θα ξόδευε κι από τα δικά του, που του είχε δώσει ο πατέρας του· αν και τούτα δεν έφταναν, θα κομμάτιαζε ακόμα και το θρόνο όπου καθόταν, που ‘ταν από ασήμι και χρυσάφι». (1, 5, 3).

Τα μεγάλα λόγια του Κύρου έκαναν τους Σπαρτιάτες πιο διεκδικητικούς: «τον συγχάρηκαν γι’ αυτά και του ζήτησαν να ορίσει μισθό σε κάθε ναύτη μία δραχμή αττική τη μέρα, εξηγώντας του ότι αν αυξηθεί τόσο ο μισθός θα λιποτακτήσουν οι ναύτες των Αθηναίων από τα καράβια τους κι έτσι θα ξοδέψει τελικά λιγότερα». (1, 5, 4).

Φυσικά, ο Κύρος δεν είχε καμία πρόθεση να προσφέρει αυτά που του ζητούσαν: «αποκρίθηκε ότι είχαν δίκιο, αλλά δεν μπορούσε να ενεργήσει αντίθετα με τις οδηγίες του πατέρα του· άλλωστε η συμφωνία που είχαν κάνει ήταν να πληρώνει τρεις χιλιάδες δραχμές τον μήνα για κάθε πλοίο, όσα πλοία κι αν ήθελαν να συντηρούν οι Λακεδαιμόνιοι». (1, 5, 5).

Ενώ ήταν πρόθυμος μέχρι και το θρόνο του να εκποιήσει, καταλήγει ότι δεν μπορεί να παρακούσει «τις οδηγίες του πατέρα του». Με άλλα λόγια, θέτει τα όρια. Οι Πέρσες είναι πρόθυμοι να πληρώσουν τα συμφωνημένα (σε αντίθεση με την πολιτική του Τισσαφέρνη που έμενε – εν πολλοίς – στις υποσχέσεις), αλλά ούτε δραχμή πέρα απ’ αυτά. Οι αρχικές μεγαλοστομίες ήταν το τέχνασμα για να αλλάξει το κλίμα. Από τη στιγμή που έγινε αυτό, δεν υπήρχε λόγος να συνεχιστούν.

Σε τελική ανάλυση, οι Πέρσες βγαίνουν απολύτως κερδισμένοι. Με μια αντικατάσταση του Τισσαφέρνη και την υπόσχεση ότι από δω και πέρα θα είναι συνεπείς στις συμφωνίες κατάφεραν ακριβώς αυτό που ήθελαν· συνέχιζαν τη φθορά των Ελλήνων και έβαζαν τα θεμέλια για την οριστική ήττα των Αθηναίων. Στο κάτω – κάτω και ο χρηματοδότης χρειάζεται το μερτικό του. Αλλιώς γιατί να πληρώνει;

Και είναι αλήθεια ότι δε θα μπορούσαν να βρεθούν ευνοϊκότερες συνθήκες για τους Πέρσες. Χωρίς να φθείρονται στρατιωτικά – τουλάχιστον σε βαθμό που να αξίζει κανείς να το υπολογίσει – κατάφεραν να σταθούν στο επίκεντρο των εξελίξεων εξυπηρετώντας τα παμπάλαια επεκτατικά τους σχέδια. Η μετατροπή των Λακεδαιμονίων σε μισθοφόρους ενάντια στην Αθήνα ήταν δώρο από τον ουρανό. Γι’ αυτό και ο Κύρος έπρεπε οπωσδήποτε να κλείσει τη συμφωνία· τέτοιες ευκαιρίες δεν έρχονται κάθε μέρα.

Από την πλευρά τους, οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν άλλη επιλογή απ’ το να προσαρμοστούν σ’ αυτά που θα έδινε ο Κύρος. Η συνέχιση του πολέμου θα ήταν αδύνατη χωρίς τα περσικά λεφτά και οι Αθηναίοι φαίνονταν ανεξάντλητοι – ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες επιτυχίες του Αλκιβιάδη. Αυτό που έμενε ήταν να τηρηθούν τα προσχήματα. Να βγει από τη μέση ο «κακός» Τισσαφέρνης και να φανεί η προθυμία των διαθέσεων μέσα στο πλαίσιο του «ειλικρινούς» σεβασμού και της αμοιβαιότητας.

Τα προσχήματα αυτά εξυπηρέτησε ο Κύρος και ανανέωσε τη συμφωνία με άνεση. Όσοι πίστευαν ότι θα πετύχαιναν σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς απεδείχθησαν αφελείς. Οι Πέρσες δεν είχαν κανένα λόγο να το κάνουν αυτό. Όταν το ψάρι είναι καρφωμένο στο αγκίστρι κανείς δε ρίχνει κι άλλο δόλωμα. Γι’ αυτό και ο Λύσανδρος έμενε σιωπηλός, όταν οι άλλοι συνέχιζαν τα παζάρια· γιατί ήξερε ότι δεν υπήρχε κάτι άλλο να διεκδικήσει.

Ο επιπλέον οβολός στο μισθό κάθε ναύτη, τον οποίο κατάφερε να συμφωνήσει την ώρα του δείπνου με τον Κύρο, ήταν το ύψιστο διαπραγματευτικό όριο: «Έτσι ο μισθός έγινε τέσσερις οβολοί τη μέρα αντί για τρεις που ήταν πρωτύτερα. Τους πλήρωσε επίσης ο Κύρος τα καθυστερούμενα, καθώς και προκαταβολή για έναν μήνα, για να κεντρίσει για τα καλά το ζήλο του στρατού». (1, 5, 7).

Από την άλλη, στο στρατόπεδο των Αθηναίων ο Αλκιβιάδης αναχώρησε για τη Φώκαια «αφήνοντας τη διοίκηση του στόλου στον Αντίοχο, τον κυβερνήτη του δικού του πλοίου, μ’ εντολή να μη χτυπήσει τα πλοία του Λυσάνδρου». (1, 5, 11).

Παρά τις διαταγές ο Αντίοχος ναυμάχησε με το Λύσανδρο – ναυμαχία που ο ίδιος προκάλεσε – και ηττήθηκε χάνοντας δεκαπέντε πλοία: «Όταν μαθεύτηκε στην Αθήνα η ναυμαχία, οι Αθηναίοι θύμωσαν με τον Αλκιβιάδη, νομίζοντας ότι είχε χάσει τα καράβια από αμέλεια κι έλλειψη επιβολής, κι εκλέξαν δέκα καινούργιους στρατηγούς. Ο Αλκιβιάδης, που είχε προκαλέσει αντιπάθειες και στο στράτευμα, πήρε ένα πολεμικό κι έφυγε για τον ιδιωτικό του πύργο στη Χερσόνησο». (1, 5, 16 – 17). Οι δέκα νέοι στρατηγοί ήταν ο Κόνωνας, ο Διομέδοντας, ο Λέοντας, ο Περικλής, ο Ερασινίδης, ο Αριστοκράτης, ο Αρχέστρατος, ο Πρωτόμαχος, ο Θράσυλλος και ο Αριστογένης. Ο πόλεμος είχε τελειώσει για τον Αλκιβιάδη.

Το επόμενο έτος, έχουμε φτάσει πια στο 406 π. Χ., έληξε και η θητεία του Λυσάνδρου στην αρχηγία του στόλου, την οποία ανέλαβε ο Καλλικρατίδας. Παρά τις αρχικές αμφισβητήσεις προς το πρόσωπό του και κάποιες συνωμοτικές κινήσεις που ήθελαν την επαναφορά του Λυσάνδρου στην αρχηγία κατάφερε να επιβληθεί στο στρατό και να ασκήσει τα καθήκοντά του.

Φυσικά, ήταν η δική του ώρα να συναντήσει τον Κύρο: «ο Καλλικρατίδας πήγε να βρει τον Κύρο και του ζήτησε μισθό για τους ναύτες. Εκείνος του απάντησε να κάνει υπομονή δύο μέρες. Ο Καλλικρατίδας ενοχλήθηκε με την αναβολή και, θυμωμένος που τον άφηναν να περιμένει στους προθαλάμους, είπε πως είχαν καταντήσει αξιολύπητοι οι Έλληνες, να κολακεύουν τους βαρβάρους για χρήματα· κατόπιν έφυγε για τη Μίλητο, δηλώνοντας ότι αν έφτανε ζωντανός στην πατρίδα του θα ‘κανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να συμφιλιώσει τους Αθηναίους με τους Λακεδαιμονίους». (1, 6, 6- 7).

Η αλήθεια είναι ότι δυσαρέσκεια σχετικά με την περσική χρηματοδότηση υπήρξε και στο παρελθόν και μάλιστα μεγάλη, κυρίως όταν τις διαπραγματεύσεις τις έκανε ο Τισσαφέρνης. Το ζήτημα, όμως, της συμφιλίωσης με τους Αθηναίους δεν είχε αναφερθεί ποτέ – ούτε και θα ξανατεθεί μέχρι το τέλος του πολέμου. Η οπτική της ενότητας, που πρέπει να προαχθεί επιλύνοντας όλες τις διαφορές, ώστε να μην είναι οι Έλληνες «αξιολύπητοι» κολακεύοντας «τους βαρβάρους για χρήματα», δεν αφορά μόνο το στιγμιαίο εκνευρισμό ενός Λακεδαιμόνιου ναυάρχου μπροστά στην περσική αλαζονεία, που του φέρεται μειωτικά, αλλά πρόκειται για κοινό μυστικό που δεν πρέπει να έρθει στην επιφάνεια.

Και στο Θουκυδίδη έχουμε δει το Λίχα να εκφράζεται με παρόμοιο τρόπο, όταν υποστήριξε ότι «αντί να προσφέρουν οι Λακεδαιμόνιοι στους Έλληνες την ελευθερία, θα τους επιβάλανε την περσική εξουσία». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 43).

Το βέβαιο είναι ότι συμπληρώνονταν πια είκοσι τέσσερα χρόνια πολέμου κι ότι, αφού τα πράγματα είχαν φτάσει μέχρι εδώ, ήταν – μάλλον – ανώφελο να μιλάει κανείς για μια συμφιλιωτική λήξη. Ο πόλεμος θα τραβούσε μέχρις εσχάτων και ο Καλλικρατίδας το καταλάβαινε πλήρως αυτό. Τα σχετικά με τη συμφιλίωση ήταν περισσότερο προς εκτόνωση της οργής παρά προς σκέψη.

Το πρώτο που έκανε ήταν να στείλει πρέσβεις στη Σπάρτη για να ζητήσουν χρήματα για το στρατό. Η επόμενη επιλογή ήταν να απευθυνθεί στις συμμαχικές πόλεις, σχέδιο που έβαλε αμέσως σε εφαρμογή στη Μίλητο: «Εσείς» (Μιλήσιοι) «πρέπει να δώσετε το παράδειγμα στους άλλους συμμάχους για να χτυπήσουμε τον εχθρό όσο πιο γοργά κι όσο πιο πολύ μπορούμε, ώσπου να γυρίσουν από τη Λακεδαίμονα οι άνθρωποι που έστειλα να φέρουν χρήματα – μια και ο Λύσανδρος, φεύγοντας, έδωσε πίσω στον Κύρο όσα υπήρχαν εδώ, σαν να ‘ταν περιττά». (1, 6, 9 – 10).

Ο λόγος του Καλλικρατίδα προκαλεί εντύπωση όχι τόσο για την ολοκληρωτική μεταστροφή του (εξάλλου τα περί συμφιλίωσης τα υποσχέθηκε με την επιστροφή του στην πατρίδα) ούτε για τις ευθύνες που επέρριψε στον προκάτοχό του σχετικά με την έλλειψη των αναγκαίων που τα επέστρεψε στον Κύρο (και ο Λύσανδρος του είχε βάλει τρικλοποδιές όταν ανέλαβε την αρχηγία), αλλά για το ότι προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την περσική αλαζονεία σαν έναυσμα συσπείρωσης εναντίον των Αθηναίων: «Ο Κύρος όταν πήγα να τον δω, διαρκώς ανέβαλλε τη συνάντησή μας, και δεν ταίριαζε σε μένα να περιμένω στους προθαλάμους του. Σας υπόσχομαι άλλωστε πως για ό,τι επιτυχίες έχουμε στο διάστημα αυτό που περιμένουμε τα χρήματα θα σας ανταμείψουμε όπως ταιριάζει. Με τη βοήθεια των θεών, λοιπόν, ας δείξουμε στους βαρβάρους ότι και δίχως να τους προσκυνάμε είμαστε ικανοί να εκδικηθούμε τους εχθρούς μας!» (1, 6, 10 – 11).

Με δυο λόγια, οι Μιλήσιοι θα έπρατταν άριστα αν συνεισέφεραν τον οβολό τους στο σπαρτιατικό ταμείο προς απεξάρτηση από τους Πέρσες. Το παιχνίδι αυτό το έχουμε δει να εκτυλίσσεται με τους ίδιους ακριβώς όρους από το Θουκυδίδη και στη Χίο και στη Ρόδο. Οι Σπαρτιάτες πιεσμένοι από την ελλιπή περσική χρηματοδότηση παίρνουν τα χρήματα των «συμμάχων», τους οποίους υποτίθεται ότι απελευθερώνουν από τη δυσβάσταχτη αθηναϊκή κυριαρχία κάνοντας, όμως, τα ίδια.

Οι Αθηναίοι μάζευαν τα λεφτά για να τους προστατέψουν από τους Πέρσες. Οι Σπαρτιάτες για να πολεμήσουν τους Αθηναίους και να δείξουν στους Πέρσες ότι δεν τους έχουν ανάγκη. Η κυριαρχία οφείλει να παρουσιάζεται πάντα σαν απελευθέρωση. Το μόνο σίγουρο είναι η καταπίεση: «Μόλις τελείωσε την αγόρευσή του, σηκώθηκαν πολλοί – ιδίως όσοι φοβόνταν, επειδή είχαν κατηγορηθεί για αντίπαλοί του – και πρότειναν τρόπους για να βρεθούν χρήματα, τάζοντας ότι θα δώσουν και οι ίδιοι. Ο Καλλικρατίδας πήρε αυτά τα χρήματα, εισέπραξε και από τη Χίο πέντε δραχμές για κάθε ναύτη κι έβαλε πλώρη για τη Μήθυμνα της Λέσβου που βρισκόταν στα χέρια του εχθρού». (1, 6, 12).

Κι όταν κατέλαβε τη Μήθυμνα έπρεπε να συνεχίσει το παιχνίδι του απελευθερωτή: «Οι στρατιώτες λεηλάτησαν τα πάντα, αλλά ο Καλλικρατίδας συγκέντρωσε όλους τους αιχμαλώτους στην Αγορά· όταν οι σύμμαχοι ζήτησαν να πουληθούν οι Μηθυμναίοι για δούλοι, τους είπε ότι όσο είν’ αυτός αρχηγός, κι όσο περνάει από το χέρι του, κανένας Έλληνας δε θα γίνει δούλος». (1, 6, 14).

Τελικά, άφησε ελεύθερους τους πολίτες, αλλά τους αιχμαλώτους και τους Αθηναίους φρουρούς τους πούλησε δούλους. Το κατά πόσο ένιωθαν ελεύθεροι οι Μηθυμναίοι με την αλλαγή της φρουράς, που από αθηναϊκή έγινε σπαρτιατική, και τη γη τους λεηλατημένη είναι μια άλλη ιστορία. Το σίγουρο είναι ότι στο εξής ο Καλλικρατίδας δεν έκανε καμία αναφορά ούτε στα περί συμφιλίωσης ούτε στα περί Ελλήνων και βαρβάρων. Εξάλλου, όταν λίγο αργότερα πήρε τα λεφτά από τον Κύρο δεν έφερε την ελάχιστη αντίρρηση. Τώρα πια είχε ξεκάθαρα το πάνω χέρι. Τα συμφιλιωτικά δεν μπορούσαν να έχουν θέση στη ρητορική του.

Το πρώτο που έκανε ήταν να διαμηνύσει στον Κόνωνα ότι η κυριαρχία του στη θάλασσα έλαβε τέλος. Αμέσως μετά, πέρασε στην πράξη. Έχοντας στη διάθεσή του εκατόν σαράντα πλοία κατάφερε να εγκλωβίσει τις σαφώς λιγότερες δυνάμεις του Κόνωνα στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έδωσε εντολή να έρθει εκεί και το πεζικό από τη Χίο, καθώς και όλοι οι μάχιμοι Μηθυμναίοι (κάτι ήξερε που δεν τους πούλησε δούλους).

Ο Κόνων είχε εγκλωβιστεί και από στεριά και από θάλασσα και θα γνώριζε συντριβή, αν δεν κατέφθαναν οι ενισχύσεις από την Αθήνα. Στην τελική αναμέτρηση ο Καλλικρατίδας πρόταξε τη γενναιότητα σε βάρος της φρόνησης: «Ο Έρμων από τα Μέγαρα, κυβερνήτης του πλοίου του, του είπε ότι θα ‘καναν καλά να υποχωρήσουν, γιατί τα πολεμικά των Αθηναίων ήταν πολύ περισσότερα. Ο Καλλικρατίδας ωστόσο αποκρίθηκε ότι δε θα ‘ναι μεγάλη απώλεια για τη Σπάρτη αν αυτός σκοτωθεί, ενώ θα ήταν ντροπή να υποχωρήσουν». (1, 6, 32).

Τελικά, οι Λακεδαιμόνιοι ηττήθηκαν κατά κράτος και ο Καλλικρατίδας σκοτώθηκε, όπως το είχε προβλέψει. Δυστυχώς δεν επέστρεψε στη Σπάρτη για να δούμε πώς θα αντιμετωπίζονταν οι προτάσεις του για συμφιλίωση. Αυτό που μένει είναι τα αποτελέσματα της ναυμαχίας που επέμεινε να δώσει: «Οι Αθηναίοι έχασαν είκοσι πέντε πλοία μαζί με τα πληρώματά τους (εκτός από λίγους που έριξε το κύμα στην ακρογιαλιά), κι οι Πελοποννήσιοι εννιά από τα λακωνικά – που ήταν όλα όλα δέκα – και πάνω από εξήντα των άλλων συμμάχων». (1, 6, 34).

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ - Ξενοφώντος Ελληνικά, βιβλίο πρώτο

Αγάπη: Η Αρχαία Ελληνική Λέξη

Η αιώνια μάχη ανάμεσα στην αισιοδοξία και τον πεσσιμισμό, κερδίζεται εύκολα και κατά κράτος από την επέλαση της απαισιοδοξίας. Αυτή όμως ακριβώς είναι και η φιλοσοφική αδυναμία του καθώς όλη αυτή η έκφραση μιζέριας, σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη, δεν είναι καθόλου πρωτότυπη. Ένα παράδειγμα, ήδη από τον 1ο αιώνα κ.ε. έρχεται από τον Πλίνιο στην Φυσική Ιστορία (Naturalis Historia): 

«Πρώτα απ’ όλα, τον άνθρωπο μονάχα, απ’ όλα τα ζώα, τον καλύπτει με δανεικά υλικά. Όλα τα υπόλοιπα όντα, σε όλη τους την απειράριθμη ποικιλία, σοφά τα ντύνει με σκεπάσματα –κελύφη, φλοιούς, λέπια, φτερά, πούπουλα, γούνες, αγκάθια, προβιές, τομάρια, χνούδια, φολίδες, θώρακες, πανοπλίες … ακόμη και τους κορμούς των δέντρων, τους έχει προστατέψει από το κρύο και την ζέστη με σκληρό και παχύ φλοιό, συχνά διπλό και τριπλό: αλλά μόνο τον άνθρωπο, από την ημέρα της γέννησής του, τον ξεβράζει στον κόσμο γυμνό, πάνω στο αφιλόξενο γυμνό έδαφος, για να ξεσπάσει αμέσως σε θρήνο και κλάμα».

«Καθ’ εαυτή η κάθε ιδέα είναι ουδέτερη, ή θα έπρεπε να είναι -αλλά ο άνθρωπος την εμψυχώνει, προβάλλει πάνω της τις φλόγες και τις παραφροσύνες του και μιαρή, μεταμορφωμένη σε πίστη, εισδύει στον χρόνο, παίρνει την μορφή γεγονότος: το πέρασμα από την λογική στην επιληψία έχει συντελεστεί…Έτσι γεννιούνται οι ιδεολογίες, οι θεωρίες και οι αιμοσταγείς φάρσες». -Ε. Μ. Σιοράν

Φιλίαν Φύλαττε (Θαύμαζε την Φιλία) – Δελφικό Παράγγελμα

Η Φιλότης (ή Φιλότητα στα νεότερα Ελληνικά) ήταν Θεότητα της Ελληνικής θρησκείας, η οποία αποτελούσε την προσωποποίηση του Θεού Έρωτα. Στα αρχαία Ελληνικά, η λέξη φιλότης σήμαινε κυρίως την φιλία, τον θαυμασμό, την αγάπη και την στοργή, ενώ δεν ήταν άγνωστη και η χρήση της με την έννοια της συνουσίας. Η μεγάλη και σημαντική αυτή Θεότητα (αφού από αυτήν πηγάζει η ζωντανή ζωή) έδωσε το όνομά της σε γένος πεταλούδας της Βόρειας Αμερικής, ένα μοναδικό είδος το philotes sonorensis.

Η Φιλότης (που γεννήθηκε με παρθενογένεση), σύμφωνα με τον Ησίοδο, ανήκε στο γένος της Νυκτός, κόρης του Χάους και της Γαίας, όπως ο Μόρος, η Κηρ, ο Θάνατος, ο Ύπνος, τα Όνειρα, ο Μώμος, η Οϊζύς, οι Εσπερίδες, οι Μοίρες, οι Κήρες, η Νέμεσις, η Απάτη, η Έρις και το Γήρας.

Στην κοσμολογική αντίληψη της Θεογονίας η σημασία της Φιλότητος είναι κυρίαρχη. Το ίδιο συμβαίνει με την κοσμολογία του Εμπεδοκλή. Η Φιλότης και το Νείκος (η Φιλονικία) έχουν σπουδαιότητα ανάλογη των πρωταρχικών στοιχείων γη – αέρας – φωτιά – νερό. Τα δυο άκρα του αέναου κύκλου του μετασχηματισμού αυτών των στοιχείων είναι η σύμπηξή τους, οπότε επικρατεί και ευδοκιμεί η Φιλότης, και ο πλήρης διαχωρισμός τους, οπότε επικρατεί και διαχέεται το Νείκος (η Φιλονικία). Από αυτήν τη σκοπιά, η Φιλότης στον Εμπεδοκλή ενέχει το ρόλο του Έρωτος στον Ησίοδο.

«/…/ τίκτε δὲ καὶ Νέμεσιν, πῆμα θνητοῖσι βροτοῖσι, / Νὺξ ὀλοή· μετὰ τὴν δ᾽ Ἀπάτην τέκε καὶ Φιλότητα» Θεογονία (223-225)

Στην Θεογονία οι Φιλονικίες (Νείκη), μαζί με τον Πόνο, τη Λήθη, το Λιμό, τα Άλγη, τις Υσμίνες, τους Φόβους, τις Μάχες, τις Ανδρικτασίες, τις Ψευδολογίες, τις Αμφιλογίες, την Δυσνομία, την Άτη και τον Όρκο, είναι τέκνα της Έριδος.

Η Φιλότης δεν πρόκειται για μεταγενέστερη λέξη, απαντά ήδη στα Ομηρικά Έπη, τόσο στην Ιλιάδα (έξι φορές) όσο και στην Οδύσσεια (τέσσερις φορές), συνοψίζοντας όλες περίπου τις εκδοχές και τις εφαρμογές που υπόκεινται στο ρήμα φιλέω, στο επίθετο φίλος και στο επίρρημα φίλως – επίσης Ομηρικά, με πυκνή μσυχνότητα τα δύο πρώτα. Γύρω από αυτόν τον πυρήνα περιστρέφονται δεκατέσσερα σύνθετα (ρηματικά ουσιαστικά, επίθετα αλλά και κύρια ονόματα), με θετική ή αρνητική σημασία. Όπως φιλοφροσύνη, φιλόξενος, φιλομειδής, φιλοπαίγμων κι ως απωθητικά: φιλοκτέανος (άπληστος, πλεονέκτης), φιλοκέρτομος (χλευαστικός), φιλοψευδής. Και τρία ευρηματικά κύρια ονόματα: Φιλοίτιος, Φιλητορίδης, Φιλοκτήτης.

Ο Λεκατσάς αποδίδει την Φιλότητα ως Ερωτική Ηδονή.

Από την Φιλότητα περοέρχεται και το Ελληνικό “Φιλότιμο” (τίμα τον φίλο)

ΑΓΑΠΗ: Αρχαία Ελληνική Λέξη;

Η λέξη “αγάπη” όχι μόνον ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες, αλλά και πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούσαν τον όρο αυτό, μαζί με τα παράγωγά του, σε πλήθος συγγραμμάτων τους. Ηταν γνωστότατη στους αρχαίους Έλληνες αιώνες πριν την ιδιοποιήθούν – κλέψουν στην Παλαιά Διαθήκη οι εβδομήκοντα δύο εβραίοι συγγραφείς της. Ο Ευσέβιος, με την βοήθεια μεγάλου επιτελείου θεολόγων και θεολογούντων γραφιάδων [εβδομήκοντα δυο] μελέτησε, έκοψε, έραψε και ένωσε τους θρύλους και τους μύθους όλων των θρησκευτικών δογμάτων του κόσμου που είχαν φέρει μαζί τους οι αξιωματούχοι των δογμάτων. Αντλώντας τις πληροφορίες από τα χειρόγραφα των επισκόπων και ανακατεύοντας ανατολικές και δυτικές παραδόσεις, πέτυχε να διαμορφώσει μια θρησκεία γύρω από έναν Μεσσία και “Υιό Θεού” (πιο σωστά τον Υιό του Θεού) που θα ήταν η θρησκεία ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Ο Ευσέβιος, λόγω της καταγωγής του, έβαλε τον Ιησού, που ταίριαζε ηχητικά το όνομά του με τον Ήσους, και τον συνέδεσε και με την Παλαιά Διαθήκη, ως υιό του Γιαχβέ απόγονο του Δαβίδ.

Αγάπη: Στα αρχαία ελληνικά, εκ του «άγαμαι» και του ποιητικού τύπου του «αγάζομαι» (θαυμάζω, παραξενεύομαι). Στη εβραιοχριστιανική γραμματεία έλαβε την έννοια, όχι μόνον της αντιθέσεως προς το μίσος, αλλά και της φιλότητος, μόνο υπό την σκέπη του χριστιανικού Θεού, και μόνο στους ομοίους, δηλαδή μόνο στους χριστιανούς της ιδίας σέχτας, κατά τους βιβλικούς συγγραφείς.

Αλλά, η έννοια της αγάπης προϋπήρχε του χριστιανικού Υιού, που την ιδιοποιήθηκε, την διαστρέβλωσε και την κακοποίησε. Ως κοινωνική, χριστιανική “αρετή” η αγάπη είναι θεμελιώδης και η έλλειψή της δεν δικαιολογείται. Στην πράξη εκφράζεται ως υλική και πνευματική βοήθεια στις δυσκολίες και στις ανάγκες του χριστιανού πλησίον, ακόμη και εις βάρος του εαυτού.

Η ετυμολογική ρίζα της λέξεως “αγάπη” προέρχεται από το ρήμα αγαπώ, που χρησιμοποιούσαν κατά κόρον οι αρχαίοι Έλληνες, (με διαφορετική από την ιουδαϊκή έννοια) όπως γίνεται συνήθως με πολλά ρήματα που έχουν και το αντίστοιχο ουσιαστικό τους ή και το αντίστροφο, αγάπη > αγαπώ, γέννηση > γεννώ, πόνος > πονώ, δίωξη > διώκω, και ούτω καθ’ εξής.

Ετυμολογικά, λοιπόν, η λέξη “αγάπη” είναι ο λεγόμενος υποχωρητικός σχηματισμός από το ρήμα ἀγαπῶ. Η λέξη “αγάπη” από τους αρχαίους χρόνους, χρησιμοποιείται με άλλους παρεμφερείς όρους (φιλώ, στέργω, αφοσιώνομαι, θαυμάζω, φυλάσσω, λαμβάνω, κλπ) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η λέξη αγάπη ήταν άγνωστη στους αρχαίους αφού: Γνώριζαν το ρήμα αγαπώ, που μπορεί να μην την βρίσκει κανείς εύκολα στα σύγχρονα ηλεκτρονικά προγράμματα, αλλά μην λησμονούμε ότι, για παράδειγμα, ο «Μουσαίος» περιλαμβάνει περίπου 2.500 αρχαία ελληνικά χειρόγραφα, ενώ στην πραγματικότητα αυτά ήσαν απείρως περισσότερα. Μόνον στη Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας υπήρχαν 690.000 κύλινδροι παπύρων ή άλλα αρχαία χειρόγραφα !! πράγμα που σημαίνει ότι η λέξη «αγάπη» θα υπήρχε σε πολλά εξ αυτών. Μόνον ο Δίδυμος ο Γραμματικός, ο επονομαζόμενος και «Βιβλιολάθας» επειδή δεν θυμόταν τους τίτλους των έργων του, είχε συγγράψει περίπου 4.000 βιβλία !!

Γνώριζαν τα παράγωγα της λέξεως αγάπη, όπως αγαπατός, αγαπητός, που διαβάζουμε στον Θεόκριτο «ωδίνεσσιν. ά δέ οί ενμενέονσα παρίστατο, χαδ’ δ’ αρα παντων νωδννίαν χατέχενε μελών ό δέ πατρι έοιχως παις αγαπατός εγεν(ε)το.» ή στα σωζόμενα στον Πίνδαρο «εν ά πρώτον ευνάσθην αγαπατός υπό σπαργάνοις, λέγεται δε θεωρούς άπιούσιν εις Αμμωνος αιτήσαι Πίνδαρος και το τό έν ανθρώπους άριστον και αποθανείν εν εκείνω τώ ενιαυτώ) και αλλού.

Την λέξη “αγάπη” περιλαμβάνει ο μεγάλος Έλληνας φιλόλογος και γλωσσολόγος Ιωάννης Σταματάκος, μέσα στο περίφημο «Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης» όπως ακριβώς την βρίσκουμε στη σελίδα 15 με διάφορα παράγωγα που συνεχίζουν και στη σελίδα 16 (Βιβλιοπρομηθευτική, 1999) στην λέξη “αγάπη” έχει εντός παρενθέσεως και το ρήμα αγαπάω, που δεικνύει, ασφαλώς, από που προέρχεται η λέξη, δεδομένου ότι η ετυμολογική ρίζα του ρήματος “αγαπάω” προέρχεται από το αγα+πα = λαμβάνω, φυλάσσω κλπ.

Δεν είναι όμως μόνον ο Ι. Σταματάκος ακόμη και στην «Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας» των H.G. Liddell & R. Scott (εκδ. Πελεκάνος 2007) ακόμη και η λέξη αγαπήνωρ, είναι Ομηρική λέξη, αναφέρεται στην Ιλιάδα και σημαίνει ο αγαπών, αυτός που αγαπά την ανδρεία, ενώ λέξεις όπως αγαπητέος, αγαπητικός, αγαπητός κλπ. αναφέρονται και σε άλλους συγγραφείς Πλάτωνας, Πλούταρχος κλπ.

Οι Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι χρησιμοποιούν την λέξη «αγάπη» και τα παράγωγα της

–Αγαπάσθαι τον πλησίον μικρά ελαττούμενος. [Αγάπα τον πλησίον σου και με μικρή ζημιά σε βάρος σου] Θαλής ο Μιλήσιος ο οποίος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους «Επτά Σοφούς των Ελλήνων» και σύμφωνα με τον Ιερώνυμο μέτρησε το ύψος των πυραμίδων από την σκιά τους, τη στιγμή ακριβώς που ο δικός του ίσκιος ήταν ίσος με το πραγματικό του ύψος. (Διογένης Λαέρτιος Ι, 277), η Φύση και ο Κόσμος γενικότερα, είναι«έμψυχοι και δαιμόνων πλήρεις». Σύμφωνα με την παράδοση που αναφέρει ο Πλούταρχος, όταν επισκέφτηκε ο Σόλωνας τον Θαλή και τον ρώτησε γιατί δεν παντρεύεται να αποκτήσει διάδοχους, αυτός απάντησε από φιλότητα προς τα παιδιά. Στον Θαλή τον ο Μιλήσιο αποδίδονται τα γνωμικά:

«Μη πάσι πίστευε» / «Ειρήνην φύλαττε» / «Χαλεπόν εαυτόν γνώναι» και «Ουδέν τον Θάνατον διαφέρειν του Ζειν» (Σε τίποτα δεν διαφέρει ο θάνατος από την ζωή).

-Ούς τρέφεις θαύμαζε. [Να αισθάνεσαι θαυμασμό γι’ αυτούς που μεγαλώνεις] Ηράκλειτος

-Φιλίαν άκαιρος ίσον εστί τω μισείν. [Φιλία που δεν εκφράζεται στην κατάλληλη στιγμή μοιάζει να είναι μίσος] Σωκράτης, Στοβαίος, Ανθολόγιο

Ο Αριστοτέλης για το θέμα έχει αναφερθεί στην Ρητορική του (Βιβλίο Β΄3, 1381α) ως εξής: «Έστω δει το φιλείν το βούλεσθαί τινι ά οίεται αγαθά, εκείνου ένεκα, αλλά μη αυτού και το κατά δύναμιν πρακτικόν είναι τούτων». [Απόδοση: Ας τεθεί σαν βάση ότι φιλότητα σημαίνει, το να επιθυμεί κανείς για κάποιον όσα νομίζει καλά για κείνον, κι όχι για τον εαυτό του, και να ενεργεί όσο μπορεί για να τ’ αποκτήσει εκείνος]

«Αγάπησις απόδεξις παντελής.» -Πλάτων (Ορισμοί)

«Όλους φύλαττε» -Φωκυλίδης

«Ο ανώτερος άνθρωπος, περισσότερο από κάθε τι, αφιερώνεται στην Σοφία και την Φιλότητα» -Επίκουρος (Επικ. Προσφ. 78)

«Φιλοφρόνει πάσιν» (φιλοφρονώ = φρονώ φίλα = σκέφτομαι με φιλόττητα για κάποιον/κάτι) -Δελφικό Παράγγελμα

«Φιλότητα αντί διαφοράς εθέλειν» -Ανδοκίδης

«Αγαπάσθαι και οικείν ευδαιμόνως» -Πλάτων (Πολιτεία)

«Να ανταποδίδης την φιλίαν, με φιλίαν» -Ησίοδος Έργ. Και.Ημ.

«Φιλίαν Φύλαττε» -Δελφικό Παράγγελμα

«Χρω φιλανθρώπως και δικαίως τοις εντυγχάνουσι.» -Πλούταρχος (Ηθ, 88c)

«Εχούσης γάρ τι της ψυχής αγαπητικόν εν εαυτή και πεφυκυίας, ώσπερ αισθάνεσθαι και διανοείσθαι και μνημονεύειν, ούτω και φιλείν» Η ψυχή κλείνει μέσα της δύναμη φιλότητας, καθώς επλάστηκε για να αισθάνεται, να σκέπτεται και να θυμάται, έτσι επλάστηκε και για να φιλεί. -Πλούταρχος (Σόλων,7,3,1-4) Ο Πλούταρχος ήταν Ιερέας των Δελφών.

«Φιλοφρονήσασθαι αλλήλους» -Πλάτων (Νομ. 738 D) Επίσης, Ξενοφών (Κυρ. Αναβ.4.5,34).)

«Ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν.» -Σοφοκλής -Αντιγόνη

«Φιλίαν φύλαττε» -Δελφικό παράγγελμα

«Του φρονίμου τοίνυν εστί μόνου το φιλείν» -Επίκτητος (Περι φιλίας, D.a.A.d,2,22,3,5-6)

«Φιλίαν δε ουδέν μείζον ούτε ίσον εστί» -Μένανδρος

«Ει δε γεύεται ανδρός ανήρ τι, φαίμέν κε γείτον έμμεναι νόω φιλήσαντ ατενέι γείτονι χάρμα πάντων επάξιον.» Αν ο άνθρωπος κάτι από τον άνθρωπο γεύεται, να πούμε μπορούμε πως γείτονας που μ’ όλη του την σκέψη συμφιλείν τον γείτονά του, είναι ευτυχία που αξίζει ό,τι κι αν πεις. -Πίνδαρος (Νεμεονίκες, Ζ 127)

«Κάλιστον η φιλία των αγαθών» -Στοβαίος (Ανθολόγιο, 2, 32, t, 1)

«Μάλλον βασιλικωτέρα φιλανθρωπία του λοιπού χορού των αρετών» -Θεμίστιος (Ομ.1,11.26-27 Schenkl)

«Καλλιέργησε την φιλότητα με έναν εχθρό» -Πιττακός ο Μυτιληναίος

Όποιος αναφέρει ότι η λέξη “αγάπη” με τον ορθό φιλάνθρωπο ορισμό της, δεν ήταν γνωστή στους αρχαίους και πως η λέξη αυτή (άκουσον, άκουσον!) ήταν επινόηση των 72 Εβραίων … Ουδέν ψευδέστερον τούτου! Η λέξη “αγάπη” ως Φιλότητα κι Ερως υπήρχε στα αρχαία ελληνικά κείμενα εκατοντάδες χρόνια πριν συγγραφεί η Παλαιά Διαθήκη.

Θεός: Στα Αρχαία Ελληνικά, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η λέξη προκύπτει εκ του ρήματος «Θέω» (δράμω, σπεύδω, τρέχω). Η ετυμολογία της λέξεως, φανερώνει την ανθρωπομορφική, περί Θεών, αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων. Κατόπιν, «Θεός» εκλήθη το εξωσυμπαντικό-υπερκόσμιο ον (Γιαχβέ), που κατά τη σημιτική αντίληψη εξουσιάζει τον κόσμο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο («Ευτέρπη» 52) η λέξη προκύπτει από το ρήμα «τίθημι» «θεοὺς δὲ προσωνόμασαν σφέας ἀπὸ τοῦ τοιούτου, ὅτι κόσμῳ θέντες τὰ πάντα πρήγματα καὶ πάσας νομὰς εἶχον»

Αντιλαμβανόμεθα λοιπόν ότι η κλοπή και ιδιοποίηση όπως και η κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας είναι ίδιον της χριστιανικής πανούκλας.

Πολλοί Θεοί έχουν το επίθετο Φίλιος ή Φιλία: Φίλιος Δίας, Φίλιος Ερμής, Φιλία Νυξ, Φιλία Φύσις, Φίλιος Έρως, Φίλιος Απόλλων, κ.λπ. Όλοι οι Θεοί αποκαλούνται Φίλος ή Φιλη, Φίλιος Ήφαιστος, Φίλη Αθηνά, κ.λπ. Ο Δίας έχει πολλά επίθετα που σημαίνουν αγάπη: Φίλιος, Φίλος, Εταιρείος, Οικείος, Πρευμενής, Ομονώος, Ομολώιος, Πίστιος, Φράτριος, Θεόταιρος, Φιλότεκνος, Ξένιος, Εύξεινος, κ.λπ.

Υπάρχουν πολλές αρχαίες ελληνικές λέξεις που εκφράζουν την «αγάπη για τον άνθρωπο»: φιλία, αγάπησις, αμφαγάπησις, φιλότης, φιλείν, στοργή, φιλανθρωπία, συμπόνοια, φιλαλληλία, αγαπησμός, οικείωσις, φιλοσυμπάθεια, φιλόδημος, φιλευσπλαχνία, φιλίωσις, φιλεταιρεία, φιλόγονος, φιλάνωρ, φιλογυνία, φιλόστοργος, φιλιωτικός, φιλοτήσιος, φιλιακός, φιλιαστής, υπεραγαπώ, αγαπητέος, φολοφροσύνη, φιλόκοινος, φιλόλαος, φιλόμβροτος, φιλοποίησις, φιλογνωμία, κ.λπ.

Επίσης πολλά αρχαία ελληνικά κύρια ονόματα φέρουν την έννοια της αγάπης και προέρχονται από τα ρήματα: φιλώ (και ως αγάπη) και τα ονόματα: Έρως, Ίμερος, Πόθος, όπως: Αγαπήνωρ, Αγαπαίος, Δημόφιλος, Δίφιλος, Ερασίνος, Ερασινίδης, Ερασίκλεια, Ερατοκλείδης, Έρατος, Ερατοσθένης, Ερασίξενος, Ερατώ, Θεοφιλίς, Ιμεραίος, Ιμέριος, Πάμφιλος, Ποθεινή, Φιλώτας, Φίλα, Φιλαινίς, Φιλαίος, Φιλάων, Φιλέας, Φιλήμων, Φιλήσιος, Φιλήτας, Φιλητάς, Φιλιάδης, Φιλίνος, Φιλίσκος, Φίλιστος, Φιλίστα, Φιλοίτιος, Φιλώνδας, Φιλωνίδης, Φιλοστόργιος, Φιλουμενός, Φίλων, Φιλώ, Φιλωνίς, Φιλωτέρα, Φιλωτερίς, Φιλέταιρος, Φιλόξενος, Φιλοξένη, Φιλόλαος, Φιλόδημος, Φιλάμενος, Φιλασίας, Φιλοίτας, Φιλώνα, κλπ.

Σε καμία άλλη γλώσσα δεν υπάρχουν τόσα κύρια ονόματα που να φέρουν μέσα τους την έννοια της “αγάπης” όσο στην Αρχαία Ελληνική, με την σωστό ορισμό της ως Φιλότητα και Έρωτας.

Η αγάπη μισεί τον Έρωτα και την Φιλότητα.

Όποιος αγαπάει μπορεί και να μισεί. Μάλιστα συχνότερα μισεί ο «αγαπών» παρά «αγαπάει». Η αγάπη είναι ο δολιότερος εγωισμός, μια καρκινική εγωπάθεια, όπως τα καρκινώματα ενός σώματος, ένας φρικτός, βδελυρός, σάπιος ανθρωποκεντρισμός, που εισήγαγε η χριστιανική βαρβαρότητα για να έχει δούλους του θεού και γενικώς (εθελοντικούς) δούλους.

Η Φιλότητα και ο Έρωτας είναι το Ψυχόρμητο του Ελευθέρου ανθρώπου.

Η Φιλότητα και ο Έρωτας είναι κάτι άλλο από την Αβρααμική νερόβραστη “αγάπη”. Είναι, ο Ελληνικός Ζωντανός Κόσμος. Ο τόπος της Δημιουργίας, τους Έρωτος και του Φωτός. Έχω δει ερωτευμένους και ερωτεύσιμους να λάμπουν. Ποτέ δεν είδα αγαπώντα και αγαπησιάρη ευδαίμονα, μάλιστα το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει, οι αγαπούληδες είναι πιο μαύροι κι από την κόλαση που ζουν. Δεν υπάρχει ούτε μια αράδα στην ελεεινή Αβρααμική Βίβλο του Γιαχβέ που να υμνεί την Φιλότητα, τον Έρωτα, την Ευτυχία ή την Εξυπνάδα, μάλιστα κατά κόρον μιλάει, για δούλους, αμνοερίφια, ταπεινότητα, φόβο, αγάπη, υποτέλεια, ταπεινότητα και λοιπές λέξεις για δούλους.

Ο Ντάντε Αλιγκιέρι αναπτύσσει την ιδέα, που είναι και το νήμα ολόκληρης της Θείας Κωμωδίας ότι η αγάπη είναι η δημιουργική αρχή και η ζωτική ενέργεια ολόκληρου του σύμπαντος. Για τον Ιταλό ποιητή η έννοια και το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και του πεπρωμένου, εξαρτάται από τον τρόπο της αγάπης. Ο τρόπος της αγάπης δεν βλέπει τον κόσμο ναρκισσιστικά, μέσα από το πρίσμα του εγωισμού, ούτε αναζητά τις απαντήσεις με όρους οφέλους και ζημίας, αλλά με όρους αγάπης:
«Να έχουμε το θάρρος να κάνουμε θρύψαλα το Εγώ και να αντιμετωπίσουμε το κτήνος. Το να αγαπάς σημαίνει να φροντίζεις».

Η μητρότητα και η πατρότητα είναι πράξεις κορυφαίας έκφρασης αγάπης, είναι η δημιουργική συνέχεια της ζωής και μια νίκη επί του θανάτου. Χαρίζουν νόημα και ολοκληρώνουν τον άνθρωπο, αλλά δεν είναι γραφειοκρατικές διεκπεραιώσεις, ούτε έχουν την ανάγκη υπαρξιακής συγκατάθεσης, από την πλευρά του εμβρύου, ώστε να μην κατηγορηθούν οι γονείς για χρήση του βρέφους ως μέσο επίτευξης των προσωπικών τους σκοπών.

Αντί του εντός των χριστιανικών ομάδων περιορισμένου ή του γενικώς αορίστου «αγαπάτε αλλήλους» η κεντρική ιδέα του χριστιανισμού, πέραν από εκδίκηση κατάρα και έσχατη τιμωρία, αντιπροσωπεύεται πλήρως με το «εκφοβίζετε αλλήλους». Στον χριστιανισμό παντού και πάντοτε διαχέεται ένας διαρκής, έντονος και αγχώδης φόβος, γεγονός κυριολεκτικά αποδεδειγμένο από την θεωρία, την διδασκαλία και την ιστορική διαδρομή του. Ο απροκάλυπτος και άκρατος εκφοβισμός δηλαδή.

«Αν κρίνουμε την αγάπη από τα αποτελέσματά της, τότε μοιάζει πιότερο με μίσος παρά με φιλία» -Λα Ροσφουκώ, 1613-1680

Κλοπή και ιδιοτελή παραχάραξη του «Αγαπάτε αλλήλους»

Αυτές οι δυο λέξεις αποτελούν μια παροιμιώδη εβραιοχριστιανική φράση την οποία χρησιμοποιούν πολλοί για να μας αποδείξουν ότι το μήνυμα του χριστιανισμού είναι η αγάπη· ότι η εντολή της αγάπης είναι η υπέρτατη εντολή και ότι ο χριστιανισμός είναι η κατ’ εξοχήν θρησκεία της αγάπης, τίποτε ψευδέστερο τούτου.

Αυτή η φράση ως έχει, εμφανίζεται ΜΟΝΟΝ στα εξής δύο κείμενα του «Κατά Ιωάννην» ευαγγελίου -το πως διέφυγε απ’ τους άλλους ευαγγελιστές μια τόσο σημαντική επιθυμία του Ιησού-Γιαχβέ είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο- όπου ο Υιός Θεού εν μέσω «θεολογικών» λόγων λέει: «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγά­πη­σα υμάς ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους. εν τούτω γνώ­σονται πάντες ότι εμοί μα­θη­ταί έστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» Κατά Ιωάννην 13: 34-35. Αυτό και τέλος. Απόδοση: «Σας δίνω μια καινούργια εντολή, να αγαπάτε ο ένας τον άλλο, όπως σας αγάπησα εγώ, έτσι ακριβώς να αγαπάτε κι εσείς ο ένας τον άλλο. Aπ’ αυτό θα μάθουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη μεταξύ σας».

Και: «Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα η χαρά η εμή εν υμίν μείνη και η χαρά υμών πληρωθή. Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς» Κατά Ιωάννην 15: 11-12. Απ: «Σας τα έχω πει αυτά, ώστε η χαρά η δική μου να παραμείνει μέσα σας, κι έτσι η χαρά σας να ολοκληρωθεί. Tούτη είναι η δική μου εντολή: N’ αγαπάτε ο ένας τον άλλον, όπως ακριβώς σας αγάπησα».

Ας κοιτάξουμε προσεκτικά τα κείμενα αυτά. Απ’ αυτά βλέπουμε ότι, την εντολή αυτή ο Ιησούς Γιαχβέ την δίνει στους μαθητές του και ότι είναι μια καινούργια εντολή: «Να αγαπάτε ο ένας τον άλλον όπως και εγώ αγάπησα εσάς. Έτσι θα γνωρίζουν όλοι ότι είστε μαθητές μου». Περίεργο! Δεν την ήξεραν νωρίτερα;

Εδώ ο Ιησούς Γιαχβέ τονίζει καθαρά και μόνο στους μαθητές του «αγαπάτε αλλήλους» όπως παρομοίως ο Θεός δίνει τις «δέκα εντολές» που απευθύνονται στους Εβραίους και μόνο σ’ αυτούς. Δεν τους είπε να αγαπάνε όλο τον κόσμο αδιακρίτως, αυτούς που δεν γνωρίζουν και αυτούς που διαφέρουν! Η νέα εντολή είναι σαφής και δεν έχει να κάνει με τον καθολικό χαρακτήρα της γενικής αγάπης ως Πλατωνικής Ιδέας. Ούτε υπονοείται η αγάπη όλων των ανθρώπων για όλους τους ανθρώπους. Στο «Κατά Λουκάν» ευαγγέλιο λέει: «Πλην τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου» Κατά Λουκάν 19: 27. Απόδοση: «Όσο για τους εχθρούς μου εκείνους, που δεν με θέλησαν για βασιλιά τους, φέρτε τους εδώ και σφάξτε τους μπροστά μου». [όπως ακριβώς το λέει κι ο Αλλάχ]

Είναι λοιπόν μια εσωτερική εντολή, δηλαδή εντολή για τους εντός της ομάδος των μαθητών. Εκ των υστέρων κατ’ επέκταση γίνεται εντολή και γι’ αυτούς που θέλησαν να γίνουν μαθητές κατά τις επιταγές του χριστιανισμού. Είναι δηλαδή εντολή προς τους χριστιανούς και για τους χριστιανούς. Μπορεί η εντολή αυτή, όπως ανακοινώνεται, να ήταν καινούργια γι’ αυτήν την ομάδα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι δεν την είχαν σκεφτεί και προφέρει πριν από την χριστιανική μεσσιανική κίνηση.

Οι Στωικοί, οι Πλατωνικοί, ο Σωκράτης, ο Κικέρων και άλλα φιλοσοφικά ρεύματα είχαν διακηρύξει την αγάπη (ως ΕΡΩΤΑ και ΦΙΛΟΤΗΤΑ) αιώνες πριν από τα ευαγγέλια, είτε με μερικό είτε με καθολικό ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Η έννοια της αγάπης είτε εντός μιας ομάδας, είτε καθολικά υπήρχε ήδη. Δεν την πρωτοδίδαξε ο Γιαχβέ Χριστός στην ανθρωπότητα. Η ιδέα της αγάπης ήταν ήδη γνωστή. Όλα αυτά, ήταν ήδη πολύ γνωστά και μεταξύ των Εβραίων και δεν χρειαζόταν κάποιον, Ιο Θεού, για να τους τα κάνει πιο γνωστά. Ο Υιός Γιαχβέ σ’ αυτά τα χωρία δεν τους είπε κάτι καινούργιο. Απλώς αναμασάει τα ήδη από πολλών αιώνων γεγραμμένα.

ΔΕΣ
Στην «Επί του Όρους Ομιλία» ο Γιαχβέ Ιησούς για να νεωτερίσει κάπως, ξεπερνά τα όρια των σχετικών χωρίων της Παλαιάς Διαθήκης και διδάσκει μια ασυγκράτητη και άνευ όρων αγάπη και καμία αντίδραση κατά του κακού: «Ηκούσατε ότι ερρέθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος· Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρω· αλλ’ όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην· και τω θέλοντί σοι κριθήναι και τον χιτώνα σου λαβείν, άφες αυτώ και το ιμάτιον· και όστις σε αγγαρεύσει μίλιον εν, ύπαγε μετ’ αυτού δύο· τω αιτούντι σε δίδου και τον θέλοντα από σου δανείσασθαι μη αποστραφής» Κατά Ματθαίον 5: 38-42.

Απόδοση: «Ακούσατε πως ειπώθηκε: Mάτι σου έβγαλαν, μάτι να βγάλεις· δόντι σου έβγαλαν, δόντι να βγάλεις. Eγώ όμως σας λέω να μην αντιστέκεστε στον κακόβουλο, αλλά όποιος σε χτυπήσει στο δεξί μάγουλο, στρέψε του και το άλλο. Kαι σ’ εκείνον που θέλει να σε πάει στο δικαστήριο και να σου πάρει τον χιτώνα, άφησέ του και το πανοφώρι σου. Kαι όποιος σε αγγαρέψει ένα μίλι, πήγαινε μαζί του δυο μίλια. Σ’ εκείνον που σου ζητά, δίνε, κι εκείνον που θέλει να δανειστεί από σένα μην τον αποστραφείς».

Ο ίδιος ο Γιαχβέ Ιησούς όμως όταν δέχθηκε ράπισμα από έναν υπηρέτη του αρχιερέα, δεν έστρεψε και το άλλο μάγουλο και ούτε δέχθηκε το χαστούκι αδιαμαρτύρητα: «Ει κακώς ελάλησα, μαρτύρησον περὶ του κακού· ει δε καλῶς, τι με δέρεις;» Κατά Ιωάννην 18: 23. Απόδοση: «Αν μίλησα άσχημα, απόδειξέ το. Aν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;».

Επιστρέφοντας στο «Κατά Ματθαίον» ευαγγέλιο, διαβάζουμε: «Ος εάν μη δέξηται υμάς μηδέ ακούση τους λόγους υμών, εξερχόμενοι έξω της οικίας ή της πόλεως εκείνης εκτινάξατε τον κονιορτόν των ποδών υμών. Αμήν λέγω υμίν, ανεκτότερον έσται γη Σοδόμων και Γομόρρας εν ημέρα κρίσεως ή τη πόλει εκείνη» Ματθαίον 10: 14-15 και παρομοίως και στα άλλα ευαγγέλια.

Απόδοση: «Αν κάποιος δεν σας δεχτεί κι ούτε ακούσει τα λόγια σας, βγαίνοντας έξω από το σπίτι εκείνο ή την πόλη εκείνη, τινάξτε ακόμη και τη σκόνη από τα πόδια σας. Πράγματι, σας λέω, επιεικέστερη θα είναι η τιμωρία στις πόλεις των Σοδόμων και των Γομόρρων την Hμέρα της Kρίσης, παρά στην πόλη εκείνη».

Η ιστορία διδάσκει ότι η αγάπη των χριστιανών για τους χριστιανούς είναι ότι χειρότερο παράδειγμα υπάρχει κατά την έννοια της αγάπης. Με αυτό βεβαίως εννοούμε όλα όσα συνέβησαν ανάμεσα στις διάφορες χριστιανικές αιρέσεις και σχίσματα. Η δε αγάπη των χριστιανών για μη χριστιανούς ξεπέρασε κάθε όριο φαντασίας σε εκδίκηση και θηριωδία. Και πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει, αν λάβει κανείς υπόψιν του την «θεϊκή αγάπη» που «ακτινοβολά» μέσα από την Παλαιά Διαθήκη!!!

Περιττό να αναφερθούν λεπτομέρειες από την «Αποκάλυψη του Ιωάννη». Διαβάστε την. Γεμάτη από κάθε είδους ασχήμιες, πληγές, απειλές, φόνους, φόβους, τρόμους, διαστροφές, επιβλαβή έντομα, καταστροφές, λίμνες με πυρ και θείον και με μια μανιακή συμπλεγματική εκδικητικότητα ενός παντοδυνάμου και παναγάθου Θεού, για τον οποίον ο Ιωάννης έχει δηλώσει ότι «ο Θεός αγάπη εστίν» Α’ Ιωάννου 4: 16! Τύφλα να ‘χει ο Ντε Σαντ!

«Πάτερ άφες αυτοίς»

Όπως την αγάπη έτσι και την συγχώρεση επικαλούνται πολλοί χριστιανοί απολογητές ως ένα από τα μεγαλύτερα προτερήματα του χριστιανισμού. Μας λένε μάλιστα ότι αγάπη και συγχώρεση πάνε μαζί και ότι μόνο στον χριστιανισμό υπάρχει καθολική και άνευ όρων συγχώρεση. Οπότε πρέπει να εξετάσομε εδώ κατά πόσον αυτά ισχύουν και με το ζήτημα της συγχώρεσης.

Πρώτα απ’ όλα στον Ιουδαϊσμό, την πατρική θρησκεία του χριστιανισμού δηλαδή, δεν υπάρχει συγχώρεση αλλά σκληρή και ωμή ανταπόδοση, σύμφωνα με τον ακρογωνιαίο λίθο της θεϊκής νομοθεσίας που ο ίδιος ο Θεός έδωσε στον φίλο του και προφήτη Μωυσή. Πρόκειται για τον ίδιο Θεό του χριστιανισμού, ο οποίος χάραξε στην πέτρα τον Νόμον της Ανταποδόσεως ή Αντεκδικήσεως και μάλιστα τρεις φορές (Έξοδος 21: 23-25, Λευιτικόν 24: 17-21 και Δευτερονόμιον 19: 21): «Θα δώσεις ψυχήν αντί ψυχής, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείραν αντί χειρός, πόδαν αντί ποδός, έγκαυμα αντί εγκαύματος, μώλωπα αντί μώλωπος».

Ο ίδιος Θεός, διά του Υιού του Ιησού Χριστού Γιαχβέ, προτρέπει, να στρέφουμε και το άλλο μάγουλο, αν κι ο ίδιος δεν τήρησε αυτή τη διδαχή, δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.

Αυτό που λένε πολλοί χριστιανοί, ότι μόνο στον χριστιανισμό υπάρχει συγχώρεση, είναι τουλάχιστον λάθος και κατάφωρο ψέμα. Εκτός του ότι συγχώρεση υπάρχει σε πολλές φιλοσοφίες και θρησκείες, στον χριστιανισμό η συγχώρεση δεν είναι ούτε καθολική ούτε άνευ όρων. Η χριστιανική δογματική το δηλώνει απεριφράστως: «Το προπατορικό αμάρτημα το φέρει κάθε άνθρωπος ερχόμενος εις τον κόσμο». Εξαιτίας αυτού του φρικιαστικού, ανηθίκου, αχαρακτηρίστου και αντιφατικού αξιώματος (και ορισμένων άλλων ακόμα) οι χριστιανοί θεολόγοι χρειάστηκαν να δημιουργήσουν το δόγμα της «αμώμου συλλήψεως» του Θείου Υιού.

Ο Εβραίος Ιησούς Χριστός Γιαχβέ, ως Υιός του Θεού του ζώντος, που τελικά ήταν Θεός κι αυτός ο ίδιος, ακόμα και ως άνθρωπος έπρεπε να είναι αναμάρτητος και ως εκ τούτου να μην φέρει το προπατορικό αμάρτημα του Αδάμ και της Εύας! Έτσι η Εβραιοπούλα Μαριάμ έπρεπε να καταστεί έγκυος όχι διά της πεπατημένης οδού αλλά διά του αγίου πνεύματος του Αβρααμικού Θεού – Γιαχβέ και να παραμείνει παρθένος τόσο κατά τη σύλληψη όσο και κατά τη γέννηση, στον χριστιανισμό η Ερωτική συνεύρεση είναι βαρύτατη αμαρτία, η παρθενία υπέρτατη αρετή, ενώ τα γεννητικά όργανα αποκαλούνται στις «ιερές» γραφές, ως «ασχημοσύνη». Η καθολική εκκλησία απαίτησε «άμωμο σύλληψη» όχι μόνο για τον Υιό Θεού Γιαχβέ Χριστό αλλά και για την ίδια τη μητέρα του, ως “Παναγία Θεομήτορα Μαριάμ”. Μόνο έτσι απέφυγαν και οι δύο το αβάσταχτο βάρος του προπατορικού αμαρτήματος!!! και το φόρτωσαν σε σένα ζωντόβολο.

ΔΕΣ
Το προπατορικό αμάρτημα, συγχωρείται μόνο με το βάπτισμα, την απόταξη του Σατανά και με το να παραμείνεις ακράδαντα πιστός χριστιανός! Όσα μωρά γεννιούνται πεθαμένα και όσα (ή όσοι) πεθάνουν πριν βαπτιστούν γίνονται «διαβολάκια» και καταδικάζονται στην αιώνια κόλαση, λόγω του προπατορικού αμαρτήματος. Από την άλλη πλευρά ισχυρίζονται ότι, όσα νήπια πεθάνουν μετά το βάπτισμα και προτού ενηλικιωθούν γίνονται αγγελάκια δίπλα στον θεό τους Γιαχβέ! Σε κάνουν δηλαδή να παρακαλείς να πεθάνεις όσο πιο μικρός γίνεται για να μην σου δοθεί χρόνος να διαπράξεις αμαρτίες και έτσι να γίνεις αγγελάκι του βδελυρού Γιαχβέ! Καταστροφική και βδελυρή θρησκεία κάθε έννοιας λογικής, από πάσης απόψεως!

Πέραν του προπατορικού αμαρτήματος έχομε και την εξής αμαρτία που είναι η μόνη παντελώς ασυγχώρητη. Αυτή είναι η «βλασφημία κατά του αγίου πνεύματος». Αν και δεν είναι σαφές σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η βλασφημία και αμαρτία, οι διάφοροι κληρικοί την απέδιδαν στους λαϊκούς κατά το δοκούν. Εξαιτίας αυτής της αόριστης και ασαφούς αμαρτίας κατεστράφησαν εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές, προσωπικότητες και υπάρξεις ανά τους αιώνες.

Αυτή συμπληρώνει το προπατορικό αμάρτημα γιατί αποδίδονταν και σε πολλούς γονείς που είχαν την κακοτυχία να χάσουν αβάπτιστα παιδιά. Οι λαϊκοί αυτοί για να εξιλεωθούν, παρ’ όλο που σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δόγμα αυτό δεν ήταν πλέον δυνατόν, δώριζαν όλη την περιουσία τους, ό,τι είχαν και δεν είχαν, στις εκκλησίες και έτσι μετατρέπονταν σε πάμφτωχους επαίτες με εξαθλιωμένες οικογένειες. Με αυτούς τους εκφοβισμούς και την επιβολή ενοχών οι χριστιανικές εκκλησίες καταλήστευαν τον δεισιδαίμονα κοσμάκη και συσσώρευαν αμύθητα πλούτη και ακίνητη περιουσία. Καταστροφική θρησκεία λοιπόν ο Υιός Θεού, σε όλο του το μεγαλείο!

Η αγάπη, είναι το μίσος που ενώνει τους χριστιανούς δούλους εναντίον του Έρωτα.

Κακή τύχη είχαν και απειράριθμοι χριστιανοί πιστοί κατά το μυστήριο της εξομολογήσεώς τους.

Ανάλογα με τις αμαρτίες για τις οποίες ζητούσαν συγχώρεση και ανάλογα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες και πολλές φορές με την διάθεση του εξομολόγου ιερέως έπρεπε να υποστούν πολλά σκληρά επιτίμια. Μερικά τέτοια επιτίμια επί παρατεταμένα χρονικά διαστήματα ήταν: Τεράστιος αριθμός μετανοιών, χρονοβόρα επανάληψη προσευχών, επιβλαβείς νηστείες, αγρυπνίες, εκφοβισμοί, αναθέματα, απαγόρευση της θείας μεταλήψεως, βαρύτιμα τάματα, κλπ. Τα επιτίμια αποτελούσαν μια μέθοδο πλύσεως εγκεφάλου και θρησκευτικού παραληρήματος των πιστών των οποίων η προσωπικότητα καταρρακωνόταν από τις ενοχές που αυτά υποκινούσαν. Όλα αυτά είναι καταγραμμένα στα πολλά και διάφορα δογματικά βιβλία του χριστιανισμού. Με τα τάματα αυτά πολλές οικογένειες επτώχευσαν και οι εκκλησίες πλούτησαν.

Για πολλούς αιώνες είχαμε και τον θαυμάσιο θεσμό των «συγχωροχαρτίων». Αυτός ο θεσμός κατά εποχές και κατά τόπους υπήρχε τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Είναι ψέμα το ότι τα συγχωροχάρτια ήταν εφεύρημα μόνο της Δυτικής Εκκλησίας. Ο πιστός πλήρωνε όσα σου ζητούσαν οι κληρικοί των διαφόρων βαθμίδων και πατριαρχείων και αναλόγως αγόραζε τη συγχώρεση που ήθελε ή αυτήν που αυτοί του έταζαν. Αν δεν είχε να πληρώσεις τότε αγόραζε μερική λιγότερη συγχώρεση ή δεν του πωλούσαν καθόλου. Να κόψει τον λαιμό του δηλαδή, αν δεν έχει να πληρώσει. Υπήρχαν ακριβά συγχωροχάρτια πολυτελείας και φτωχικά φτηνά. Να τι θα πει εκκλησία που θεμελίωσε ο Εβραίος Γιαχβέ Ιησούς και καθοδηγείται από το άγιο πνεύμα του Γιαχβέ.

Ο ίδιος ο Ιησού Γιαχβέ, όπως αναφέρεται ΜΟΝΟ στο «Κατά Λουκάν» («Πατέρα συγχώρεσέ τους· δεν ξέρουν τι κάνουν», [23: 34]), συγχώρεσε τους διώκτες του από τον σταυρό. Ακόμα λένε ότι συγχώρεσε την πόρνη ΜΟΝΟ στο «Κατά Ιωάννην (8: 1-11). Δεν έκανε όμως το ίδιο με τους Αρχιερείς, Γραμματείς και Φαρισαίους προς τους οποίους συχνά και με ξέφρενη οργή εξαπολύει τρομερές ύβρεις και απειλές σε όλα τα ευαγγέλια. Όπως σε όλα τα χριστιανικά θέματα έτσι και σε τούτο πρυτανεύει η αντίφαση.

Στην παραβολή του αχάριστου και απάνθρωπου δούλου «οφειλέτου μυρίων ταλάντων», ο κύριός του θα τον παραδώσει στους βασανιστές μέχρις ότου να του επιστρέψει τα ωφειλόμενα χρήματα και καταλήγοντας ο Γιχαβέ λέει: «Tο ίδιο θα κάνει και ο πατέρας μου ο ουράνιος σ’ εσάς, αν δεν συγχωρήσετε ο καθένας σας τον αδελφό του, μέσα από την καρδιά του, τα παραπτώματά του» Κατά Ματθαίον 18: 23-35. Όπως ακριβώς με το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού κ.λπ.» του θεϊκού Μωσαϊκού Νόμου. Βλέπουμε δηλαδή εν προκειμένω ότι η συγχώρεση τελείται υπό ορισμένες συνθήκες. Ας μην μας διατυμπανίζουν οι διάφοροι αδαείς ή εκ προθέσεως ιεροκήρυκες ότι η χριστιανική συγχώρεση και αγάπη είναι τυφλή, καθολική και χωρίς συνθήκες, γιατί ΔΕΝ είναι!

Η συγχώρεση όπως λαμβάνει τόπο στον χριστιανισμό είναι ουσιαστικά ένα χριστιανικό τέχνασμα εξαιρετικά αποδοτικό και καταστροφικό συνάμα. Έχοντας κατατάξει σχεδόν τα πάντα στον κατάλογο των αμαρτιών -π. χ. το τί και πόσο τρώει ή πίνει κανείς (επικίνδυνες και ανθυγιεινές νηστείες) να είσαι εθνικός ή τελώνης, να είσαι πλούσιος, το διαζύγιο και το να ξαναπαντρευτείς (Ματθαίος 5: 32, 19: 1-12, Μάρκος 10: 1-12, Λουκάς 16: 18) την ιδέα του Ερωτος (Ματθαίος 5: 28 «Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού») το να σκέπτεσαι το αύριο, κ.λπ.- είναι σίγουρο ότι ο χριστιανισμός δεν θα αποκτούσε οπαδούς ακόμα και από τα περιθωριακά στοιχεία και αποβράσματα της κοινωνίας που προσείλκυσε στην αρχή. Δεν θα είχε παραμείνει κανείς εκεί μέσα. Αλλά όπως καθόρισε σχεδόν τα πάντα ως αμαρτίες έτσι απέδιδε και τη συγχώρεσή τους κάτω από κατάλληλες συνθήκες όταν αυτές κρίνονταν ικανοποιητικές και, προπάντων, καλοπληρωμένες!

Οι εκκλησίες με τις φρούδες υποσχέσεις, συγχωρήσεις και τα συγχωροχάρτια τους απέκτησαν αμέτρητους σκλάβους και συσσώρευσαν αμύθητα πλούτη και περιουσίες. Οι ενοχές, λύπες, συντριβές και οι νευρώσεις, ακόμα και μετά την συγχώρεση, έγιναν το καθημερινό σαράκι της κοινωνίας και της ψυχολογικής υγείας των ανθρώπων. Από την άλλη πλευρά όμως πολλοί βρίσκουν πολύ βολικό μέσο την συνεχή εξομολόγηση και συγχώρεση έστω και με όλα τα επιτίμια για να διαπράττουν παντός είδους αμαρτίες, αφού στο τέλος θα συγχωρηθούν όσες φορές και αν αμαρτήσουν και ό,τι και αν κάνουν. Έτσι λένε: «Θα κάνω ό,τι θέλω και όταν πλησιάζει το τέλος θα εξομολογηθώ, θα κοινωνήσω και θα συγχωρεθώ» τρανό παράδειγμα ο μονοκράτορας Κωνσταντίνος, ο οποίος αν και μέγας εγκληματίας στο τέλος «αγίασε» αφού έκανε πάμπλουτη την ανίερη χριστιανική εκκλησία.

Σε όλη την ιστορία και θεολογία του εβραιοχριστιανισμού ο διαχωρισμός πιστών και απίστων τίθεται κατηγορηματικώς, είναι σαφής και αδιάλλακτος. Οι άπιστοι δεν θα βρούνε καμία συγχώρεση και έχει ήδη αποφασισθεί ότι κατά την κρίση θα βρεθούν ένοχοι. «Εν δε το άδη ουκ έστι μετάνοια»· δεν υπάρχει συγχώρεση και δεύτερη ευκαιρία. Θα καταδικαστούν αιωνίως. Στην ιστορία της χριστιανικής λαίλαπας δεν υπήρχε καμία συγχώρεση, λύπη, οίκτος, κατανόηση, κ.λπ. προς κάθε αλλόθρησκο, μέλος άλλου πολιτισμού, ή όποιον δεν πείθονταν για να υπακούει τις εβραιοχριστιανικές επιταγές, διδασκαλίες και δεισιδαιμονίες. [ακριβώς όπως και στο Ισλάμ]

Εσχάτως διάφοροι ιερωμένοι και απολογητές δεν μπορούν να καλύψουν τη σχιζοφρενική αντίφαση μεταξύ της αγάπης και φιλευσπλαχνίας ενός παντοδυνάμου, φιλευσπλάχνου και παναγάθου Θεού και της ατελεύτητης τιμωρίας, της μη συγχωρήσεως, του εκφοβισμού, της καταδίκης στην αιώνια κόλαση της φωτιάς των βασανιστηρίων και των διαβόλων και όλα όσα αναφέρομε εδώ. Έτσι βρήκαν διάφορα πονηρά και δόλια μέσα για ψευτοδικαιολογίες. Π. χ. λένε: «Καταδικάζομε την κακή πράξη και την αμαρτία, αλλά όχι τον πράξαντα και τον αμαρτωλό». (LOL)

Μα καλά, γίνεται πράξη και αμαρτία χωρίς υποκείμενο; Έτσι βγαίνει μια πράξη μόνη της χωρίς κανείς να την έχει σκεφθεί και μετά να την διαπράξει; Δηλαδή πώς τιμωρείται μόνο η κακή πράξη και η αμαρτία; Απλώς ως ιδέα και αφήνεται ο αμαρτωλό ελεύθερος και όπως ήταν και πριν αμαρτήσει; Τότε γιατί συνεχώς αναγγέλλονται αιώνιες τιμωρίες και τα φρικτά βασανιστήρια; Γιατί επαναλαμβάνονται φράσεις όπως: «Θα σε τιμωρήσει ο Θεός», «Θα έχεις να δώσεις απολογία επί του φοβερού βήματος του Χριστού» και «καλήν απολογίαν την επί τού φοβερού βήματος τού Χριστού αιτησόμεθα» κλπ; Γιατί εκφοβίζεται ο μαζάνθρωπος χριστιανός με τέτοιες φράσεις;

Ο Υιός του Αβρααμισμού /χριστιανισμού από το 313 μέχρι και σήμερον διδάσκει κάθε άλλο από συγχώρεση και αγαθή ή ανυπόκριτη αγάπη που τα πάντα υπομένει. Όταν ο μονοκράτορας Κωνσταντίνος έδωσε το πράσινο φως στους εβραιοχριστιανούς, η επιλογή κάθε ανθρώπου που βρέθηκε κοντά τους ήταν, ή χριστιανός ή νεκρός. [ακριβώς όπως και στο Ισλάμ] Τα εγκλήματα των χριστιανικών εκκλησιών είτε μεταξύ των είτε εναντίον των άλλων θρησκειών και λαών είναι το χειρότερο κακό που συνέβη ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο υπερχιλιετής Μεσαίωνας, το σφαγείο της Σκυθόπολης, η ολοκληρωτική αμορφωσιά, η καύση των μάγων και μαγισσών, οι σταυροφορίες, η Ιερά Εξέταση, η σωματική και η ηθική τυραννία των ατόμων, οι εξοντώσεις των αιρετικών, οι θρησκευτικοί πόλεμοι, ο σαδιστικά βίαιος εκχριστιανισμός της Ευρώπης και της αμερικανικής ηπείρου, η εναντιότητά του κατά της επιστήμης, της φιλοσοφίας και της προόδου και πάρα πολλά άλλα τοιαύτα αποτελούν τις πλέον φρικιαστικές σελίδες της ιστορίας.

ΔΕΣ:
Πολλοί αμαθείς ή πιθηκίζοντες θα ρωτήσουν: Αν δεν είναι η αγάπη, τότε ποιο είναι το μήνυμα του Χριστιανισμού στον κόσμο;

Η απάντηση είναι σύντομη και απλή: Ο εβραιοχριστιανισμός δεν μας είπε τίποτα για την εδώ ζωή ή για την αγάπη που δεν το είχαμε σκεφτεί, συζητήσει, αναπτύξει, και φιλοσοφήσει αιώνες πριν απ’ αυτόν. Αν υπάρχει κάτι που να καθορίζει την κεντρική ιδέα και το άξονα περιστροφής της θεολογίας του εβραιοχριστιανισμού αυτό είναι η άνευ ορίων οργή του «Παντοδυνάμου και Παναγάθου Γιαχβέ» και ο συνεχής και άκρατος εκφοβισμός μαζί με τον αέναο αγώνα κατά του σατανά και την από στιγμή σε στιγμή εσχατολογική κρίση. Οργή, φόβος, τρόμος, αγγέλοι, σατανάς, διάβολοι και τριβόλοι, την προσμονή της εσχάτης κρίσεως από στιγμή σε στιγμή. Πάνω απ’ όλα όμως ο διαρκής και μόνιμος εκφοβισμός: «και εγένετο φόβος μέγας εφ’ όλην την εκκλησίαν και επί πάντας τους ακούοντας ταύτα» Πράξεις 5: 11.

Ο ΦΟΒΟΣ κι ο ΑΛΛΗΛΟΣΠΑΡΑΓΜΟΣ είναι το μήνυμα του Γιαχβέ Ιησού στην ανθρωπότητα.-

Θεϊκά Λόγια Αγάπης

«Εάν δεν υπακούσης εις την φωνήν Κυρίου του Θεού σου, διά να προσέχης να εκτελής πάσας τας εντολάς αυτού και τα διατάγματα αυτού, τα οποία εγώ προστάζω εις σε σήμερον, πάσαι αι κατάραι αύται θέλουσιν ελθεί επί σε και θέλουσι σε ευρεί.

Κατηραμένος θέλεις είσθαι εν τη πόλει, και κατηραμένος θέλεις είσθαι εν τω αγρώ.

Κατηραμένον το καλάθιόν σου και η σκάφη σου.

Κατηραμένος ο καρπός της κοιλίας σου και τα γεννήματα της γης σου, αι αγέλαι των βοών σου και τα ποίμνια των προβάτων σου.

Κατηραμένος θέλεις είσθαι όταν εισέρχησαι, και κατηραμένος θέλεις είσθαι όταν εξέρχησαι.

Ο Κύριος θέλει εξαποστείλει επί σε την κατάραν, την θλίψιν και την φθοράν, εις πάντα όσα επιβάλης την χείρα σου διά να πράξης, εωσού εξολοθρευθής και εωσού αφανισθής ταχέως, διά την πονηρίαν των έργων σου, διότι εγκατέλειπες εμέ.

Ο Κύριος θέλει προσκολλήσει εις σε το θανατικόν, εωσού σε εξολοθρεύση από της γης, όπου υπάγεις να κληρονομήσης αυτήν.

Ο Κύριος θέλει σε πατάξει με μαρασμόν και με πυρετόν και με ρίγος και με φλόγωσιν και με μάχαιραν και με ανεμοφθορίαν και με ερυσίβην και θέλουσι σε καταδιώκει εωσού αφανισθής. Και ο ουρανός σου ο υπεράνω της κεφαλής σου θέλει είσθαι χαλκός, και η γη η υποκάτω σου σίδηρος.

Ο Κύριος θέλει δώσει την βροχήν της γης σου κονιορτόν και χώμα, εκ του ουρανού θέλει καταβαίνει επί σε, εωσού εξολοθρευθής.

Ο Κύριος θέλει σε κάμει να συντριφθής έμπροσθεν των εχθρών σου, από μιας οδού θέλεις εξέλθει επ’ αυτούς, και από επτά οδών θέλεις φύγει από προσώπου αυτών και θέλεις διασκορπισθή εις πάντα τα βασίλεια της γης. Και το πτώμα σου θέλει είσθαι τροφή εις πάντα τα όρνεα του ουρανού και εις τα θηρία της γης, και δεν θέλει είσθαι ο αποδιώκων.

Ο Κύριος θέλει σε πατάξει με την αιγυπτιακήν πληγήν και με αιμορροΐδας και με ψώραν και με ξυσμόν, ώστε να μη δύνασαι να ιατρευθής.

Ο Κύριος θέλει σε πατάξει με αφροσύνην και με τύφλωσιν και με έκστασιν καρδίας, και θέλεις ψηλαφά εν τω μέσω της ημέρας, ως ο τυφλός ψηλαφά εν τω σκότει, και δεν θέλεις ευοδούσθαι εις τας οδούς σου και θέλεις είσθαι μόνον καταδυναστευόμενος και διαρπαζόμενος πάσας τας ημέρας, και δεν θέλει είσθαι ο σώζων.

Θέλεις αρραβωνισθή γυναίκα, και άλλος ανήρ θέλει κοιμηθή μετ’ αυτής, οικίαν θέλεις οικοδομήσει, και δεν θέλεις κατοικήσει εν αυτή, αμπελώνα θέλεις φυτεύσει, και δεν θέλεις τρυγήσει αυτόν.

Ο βους σου θέλει είσθαι εσφαγμένος ενώπιόν σου, και δεν θέλεις φάγει εξ αυτού, ο όνος σου θέλει αρπαχθή απ’ έμπροσθέν σου και δεν θέλει αποδοθή εις σέ, τα πρόβατά σου θέλουσι παραδοθή εις τους εχθρούς σου, και δεν θέλει είσθαι εις σε ο σώζων.

Οι υιοί σου και αι θυγατέρες σου θέλουσι παραδοθή εις άλλον λαόν, και οι οφθαλμοί σου θέλουσι βλέπει και μαραίνεσθαι δι’ αυτούς όλην την ημέραν και δεν θέλει είσθαι δύναμις εν τη χειρί σου.

Τον καρπόν της γης σου και πάντας τους κόπους σου θέλει φάγει έθνος το οποίον δεν γνωρίζεις, και θέλεις είσθαι μόνον καταδυναστευόμενος και καταπατούμενος πάσας τας ημέρας. Και θέλεις γείνει παράφρων διά τα θεάματα των οφθαλμών σου, τα οποία θέλεις ιδεί.

Ο Κύριος θέλει σε πατάξει εις τα γόνατα και εις τα σκέλη με πληγήν κακήν, ώστε να μη δύνασαι να ιατρευθής από του ίχνους των ποδών σου έως της κορυφής σου»

Παλαιά Διαθήκη -Δευτερονόμιο 28:15-35

Η Βίβλος σας διδάσκει να αγαπάτε τον πλησίον σας, να αγαπάτε και τον εχθρό σας …επειδή πρόκειται για τα ίδια άτομα.
-------------------
*Το “Φιλίαν Αγάπα” είναι φράση του Ξενοκράτους, που σημαίνει ΘΑΥΜΑΖΕ ΤΗΝ ΦΙΛΙΑΝ αυτό ακριβώς σημαίνει κυριολεκτικά και η λέξη αγάπη = ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ