τοὔπος τὸ θεοπρόπον ἡμῖν
τᾶς παλαιφάτου προνοίας,
ὅ τ᾽ ἔλακεν, ὁπότε τελεόμηνος ἐκφέροι
825 δωδέκατος ἄροτος, ἀναδοχὰν τελεῖν πόνων
τῷ Διὸς αὐτόπαιδι· καὶ τάδ᾽ ὀρθῶς
ἔμπεδα κατουρίζει.
πῶς γὰρ ἂν ὁ μὴ λεύσσων
ἔτι ποτ᾽ ἔτ᾽ ἐπίπονον
830 ἔχοι θανὼν λατρείαν;
εἰ γάρ σφε Κενταύρου φονίᾳ νεφέλᾳ [ἀντ. β]
χρίει δολοποιὸς ἀνάγκα
πλευρὰ προστακέντος ἰοῦ,
ὃν τέκετο θάνατος, ἔτρεφε δ᾽ αἰόλος δράκων,
835 πῶς ὅδ᾽ ἂν ἀέλιον ἕτερον ἢ τανῦν ἴδοι,
δεινοτάτῳ μὲν ὕδρας προστετακὼς
νήματι; μελαγχαίτα τ᾽
ἄμμιγά νιν αἰκίζει
φόνια δολιόμυ-
840 θα κέντρ᾽ ἐπιζέσαντα.
ὧν ἅδ᾽ ἁ τλάμων ἄοκνος [στρ. α]
μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν νέων
ἀισσόντων γάμων τὰ μὲν αὐτὰ
προσέβαλεν, τὰ δ᾽ ἀπ᾽ ἀλλόθρου
845 γνώμας μολόντ᾽ ὀλεθρίαισι συναλλαγαῖς
ἦ που ὀλοὰ στένει,
ἦ που ἀδινῶν χλωρὰν
τέγγει δακρύων ἄχναν.
ἁ δ᾽ ἐρχομένα μοῖρα προ-
850 φαίνει δολίαν καὶ μεγάλαν ἄταν.
ἔρρωγεν παγὰ δακρύων, [ἀντ. β]
κέχυται νόσος, ὦ πόποι, οἷον ἀναρσίων
‹ὕπ᾽› οὔπω ‹. . .› ἀγακλειτὸν
855 ἐπέμολεν πάθος οἰκτίσαι.
ἰὼ κελαινὰ λόγχα προμάχου δορός,
ἃ τότε θοὰν νύμφαν
ἄγαγες ἀπ᾽ αἰπεινᾶς
τάνδ᾽ Οἰχαλίας αἰχμᾷ·
860 ἁ δ᾽ ἀμφίπολος Κύπρις ἄ-
ναυδος φανερὰ τῶνδ᾽ ἐφάνη πράκτωρ.
τᾶς παλαιφάτου προνοίας,
ὅ τ᾽ ἔλακεν, ὁπότε τελεόμηνος ἐκφέροι
825 δωδέκατος ἄροτος, ἀναδοχὰν τελεῖν πόνων
τῷ Διὸς αὐτόπαιδι· καὶ τάδ᾽ ὀρθῶς
ἔμπεδα κατουρίζει.
πῶς γὰρ ἂν ὁ μὴ λεύσσων
ἔτι ποτ᾽ ἔτ᾽ ἐπίπονον
830 ἔχοι θανὼν λατρείαν;
εἰ γάρ σφε Κενταύρου φονίᾳ νεφέλᾳ [ἀντ. β]
χρίει δολοποιὸς ἀνάγκα
πλευρὰ προστακέντος ἰοῦ,
ὃν τέκετο θάνατος, ἔτρεφε δ᾽ αἰόλος δράκων,
835 πῶς ὅδ᾽ ἂν ἀέλιον ἕτερον ἢ τανῦν ἴδοι,
δεινοτάτῳ μὲν ὕδρας προστετακὼς
νήματι; μελαγχαίτα τ᾽
ἄμμιγά νιν αἰκίζει
φόνια δολιόμυ-
840 θα κέντρ᾽ ἐπιζέσαντα.
ὧν ἅδ᾽ ἁ τλάμων ἄοκνος [στρ. α]
μεγάλαν προσορῶσα δόμοισι βλάβαν νέων
ἀισσόντων γάμων τὰ μὲν αὐτὰ
προσέβαλεν, τὰ δ᾽ ἀπ᾽ ἀλλόθρου
845 γνώμας μολόντ᾽ ὀλεθρίαισι συναλλαγαῖς
ἦ που ὀλοὰ στένει,
ἦ που ἀδινῶν χλωρὰν
τέγγει δακρύων ἄχναν.
ἁ δ᾽ ἐρχομένα μοῖρα προ-
850 φαίνει δολίαν καὶ μεγάλαν ἄταν.
ἔρρωγεν παγὰ δακρύων, [ἀντ. β]
κέχυται νόσος, ὦ πόποι, οἷον ἀναρσίων
‹ὕπ᾽› οὔπω ‹. . .› ἀγακλειτὸν
855 ἐπέμολεν πάθος οἰκτίσαι.
ἰὼ κελαινὰ λόγχα προμάχου δορός,
ἃ τότε θοὰν νύμφαν
ἄγαγες ἀπ᾽ αἰπεινᾶς
τάνδ᾽ Οἰχαλίας αἰχμᾷ·
860 ἁ δ᾽ ἀμφίπολος Κύπρις ἄ-
ναυδος φανερὰ τῶνδ᾽ ἐφάνη πράκτωρ.
***
ΧΟΡ. Δείτε, παιδιά, πώς μεμιάςβγήκε μπροστά μας σωστός
της προφητείας της παλιάς
ο θεόσταλτος λόγος,
που πρόλεγε πως όταν θα ᾽κλεινε
τέλεια μ᾽ όλους τους μήνες του
ο δωδέκατος χρόνος,
τότε θα κάμουνε στάση τα βάσανα
τ᾽ ακριβού γιου τού Δία·
και νά που τώρ᾽ όλα αυτά
τραβούνε πρίμα στο τέρμα.
Γιατί, πώς ένας που κλείσει τα μάτια στο φως
και πεθαμένος ακόμα θενά ᾽χε
830 βαριούς μόχτους και λάτρες;
Γιατ᾽ αν ο αξεφεύγατος
ο δόλος του Κένταυρου
με θανάσιμο σύγνεφο
τα πλευρά τού τυλίγει,
μια και κόλλησε απάνω του
το φαρμάκι που γέννησε ο θάνατος
κι ο μυριόστριφτος έθρεψε ο δράκοντας,
πώς αυτός θα μπορούσε άλλον ήλιο να δει,
κολλημένο όπως έχει
φριχτότατο πάνω του τέρας, την Ύδρα,
και τον δουλεύουνε σύγκαιρα
του μαυροχαίτη τού Νέσσου
τα ορμηνεμένα με δόλο κεντριά
840 που φονικά αναβράζουν;
Μα η ταλαίπωρη αυτή
το μεγάλο τον κίντυνο βλέποντας
που χυμούσε στα σπίτια της δίχως ν᾽ αργεί
με τους νέους τούς γάμους,
απ᾽ όλα εκείνα τίποτα
δεν έβαλε στο νου της·
και τώρα τη βαριά της συφορά
που ήρθε από ξένες συμβουλές
κι από καταραμένες συντυχιές,
τη θρηνεί, βέβαια, θλιβερά
και χύνει, βέβαια, αστείρευτα
δάκρυα πικρά ποτάμι.
850 Μα έρχεται η μοίρα βγάζοντας στο φως
τη συφορά τη δολερή και μαύρη.
Ξέσπασεν η πηγή
των δακρύων· τον πόντισε, αλίμονο,
κακό τέτοιο, που ως τώρα από εχθρούς του ποτέ
ένα πάθος παρόμοιο
στον κοσμοξάκουστο ήρωα
δεν ήρθε, να του κλάψεις.
Ω μαύρο σίδερο του κονταριού
του πολεμόχαρου, πόσο γοργά
την πήρες και την έστελνες εδώ
τη νύφη αυτή από τα ψηλά
της Οιχαλίας πυργώματα
αιχμάλωτη πολέμου.
860 Κι η Κύπρη, που παράστεκε χωρίς μιλιά
φάνηκε φανερή σ᾽ αυτά η αιτία.