Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (1081-1115)

ΧΟ. πολλάκις ἤδη διὰ λεπτοτέρων
μύθων ἔμολον καὶ πρὸς ἁμίλλας
ἦλθον μείζους ἢ χρὴ γενεὰν
θῆλυν ἐρευνᾶν.
1085 ἀλλὰ γὰρ ἔστιν μοῦσα καὶ ἡμῖν,
ἣ προσομιλεῖ σοφίας ἕνεκεν,
πάσαισι μὲν οὔ, παῦρον δὲ γένος
(‹μίαν› ἐν πολλαῖς εὕροις ἂν ἴσως)
οὐκ ἀπόμουσον τὸ γυναικῶν.
1090 καί φημι βροτῶν οἵτινές εἰσιν
πάμπαν ἄπειροι μηδ᾽ ἐφύτευσαν
παῖδας προφέρειν εἰς εὐτυχίαν
τῶν γειναμένων.
οἱ μὲν ἄτεκνοι, δι᾽ ἀπειροσύνην
1095 εἴθ᾽ ἡδὺ βροτοῖς εἴτ᾽ ἀνιαρὸν
παῖδες τελέθουσ᾽ οὐχὶ τυχόντες,
πολλῶν μόχθων ἀπέχονται·
οἷσι δὲ τέκνων ἔστιν ἐν οἴκοις
γλυκερὸν βλάστημ᾽, ἐσορῶ μελέτῃ
1100 κατατρυχομένους τὸν ἅπαντα χρόνον,
πρῶτον μὲν ὅπως θρέψουσι καλῶς
βίοτόν θ᾽ ὁπόθεν λείψουσι τέκνοις·
ἔτι δ᾽ ἐκ τούτων εἴτ᾽ ἐπὶ φλαύροις
εἴτ᾽ ἐπὶ χρηστοῖς
μοχθοῦσι, τόδ᾽ ἐστὶν ἄδηλον.
1105 ἓν δὲ τὸ πάντων λοίσθιον ἤδη
πᾶσιν κατερῶ θνητοῖσι κακόν·
καὶ δὴ γὰρ ἅλις βίοτόν θ᾽ ηὗρον
σῶμά τ᾽ ἐς ἥβην ἤλυθε τέκνων
χρηστοί τ᾽ ἐγένοντ᾽· εἰ δὲ κυρήσαι
1110 δαίμων οὕτω, φροῦδος ἐς Ἅιδου
θάνατος προφέρων σώματα τέκνων.
πῶς οὖν λύει πρὸς τοῖς ἄλλοις
τήνδ᾽ ἔτι λύπην ἀνιαροτάτην
παίδων ἕνεκεν
1115 θνητοῖσι θεοὺς ἐπιβάλλειν;

***
ΧΟ. Πολλές φορές ώς τώρα
ταξίδεψα σε στοχασμούς βαθύτερους
και άγγιξα ερωτήματα πιο μεγάλα
από αυτά που θα ᾽πρεπε να βασανίζουν
το γένος των γυναικών.
1085 Όμως υπάρχει και η δική μας μούσα
που πορεύεται μαζί μας
χαρίζοντάς μας τη σοφία
— δεν λέω σε όλες·
λίγες οι γυναίκες
που δεν είναι άμουσες
(ανάμεσα ίσως σε πολλές
βρίσκεις δεν βρίσκεις μία).
1090 Έχω λοιπόν να πω πως οι θνητοί
που δεν εζήσανε ποτέ την εμπειρία
και δεν απόχτησαν παιδιά
είναι πιο ευτυχισμένοι
από αυτούς που απόχτησαν.
Όσοι έζησαν χωρίς παιδιά,
επειδή δεν γνώρισαν
1095 αν τα παιδιά είναι χαρά για τον θνητό
ή αν είναι οδύνη,
επειδή δεν έτυχε, είπα, να το ζήσουν,
από μόχθους πολλούς απαλλάχθηκαν.
Όσοι όμως έχουνε στα σπίτια τους
παιδιών βλαστάρια τρυφερά,
1100 τους βλέπω μια ζωή να βασανίζονται
από την έγνοια τους γι᾽ αυτά,
πρώτα πώς θα τα μεγαλώσουνε σωστά
και πώς θα βρούνε βιος να τους αφήσουν.
Και ακόμα μοχθούν χωρίς να ξέρουν
αν τα παιδιά είναι κακά ή αν καλά.
1105 Τώρα θα πω και το κακό
που είναι για όλους τους θνητούς το έσχατο.
Πείτε πως ηύρανε βιος αρκετό
και πως εφτάσαν τα παιδιά στην ήβη
και γίναν άνθρωποι σωστοί.
Όμως και τότε, αν έτσι το φέρει η μοίρα,
1110 έρχεται ξάφνου ο θάνατος και χάνεται στον Άδη
παίρνοντας μαζί του των παιδιών τα σώματα.
Ποιό λοιπόν το όφελος που οι θεοί,
κοντά σε τόσα και τόσα,
ρίχνουν απάνω στους θνητούς,
ως τίμημα για τα παιδιά,
1115 και τον πικρότατο τούτο πόνο;

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Η αρχιτεκτονική της γλώσσας και η αρχαία Ελληνική γλώσσα

7.2 Υποκείμενο και κατηγόρημα

Αυτό το οποίο ονομάζεται είναι το όνομα ή υποκείμενο της πρότασης (υποκείμενο σημαίνει «θέμα», αυτό για το οποίο γίνεται λόγος), και αυτό το οποίο λέγεται γι' αυτό που ονομάζεται (το όνομα, το υποκείμενο) είναι το κατηγόρημα. Η λέξη κατηγόρημα προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα κατηγορώ, που σημαίνει 'λέω κάτι για κάποιον ή για κάτι'. Τη λέξη τη χρησιμοποιούμε και σήμερα, κατηγορία (π.χ. στη γλώσσα των δικαστηρίων), και σημαίνει 'κάτι που λέω εναντίον κάποιου'.

Αυτό λοιπόν που κάνει την πρόταση να είναι η βασική δομή της αρχιτεκτονικής της γλώσσας, της κάθε γλώσσας, είναι ότι εκφράζει μια ολοκληρωμένη σκέψη, καθώς δεν ονομάζει απλά κάτι αλλά λέει κάτι γι' αυτό και έτσι το προσδιορίζει. Ας δούμε πάλι ένα συγκεκριμένο παράδειγμα:

Το παιδί έφυγε.

Στην πρόταση αυτή το όνομα ή υποκείμενο είναι η φράση το παιδί, που αποτελείται από το άρθρο το και το ουσιαστικό παιδί. Το κατηγόρημα (αυτό που λέει κάτι για το όνομα ή υποκείμενο) είναι το ρήμα έφυγε (ο αόριστος του ρήματος φεύγω). Το όνομα ή υποκείμενο ονομάζει κάτι το ειδικό (ένα συγκεκριμένο παιδί)· το κατηγόρημα λέει κάτι για το υποκείμενο, και αυτό το κάτι δεν είναι ειδικό (δεν αφορά το συγκεκριμένο παιδί μόνο) αλλά έχει γενικότερο χαρακτήρα. Η φυγή (το να φεύγει κανείς) είναι μια διαδικασία που δεν αφορά το συγκεκριμένο παιδί μόνο αλλά έχει γενικότερη εφαρμογή. Το κατηγόρημα λοιπόν (στο παράδειγμα που συζητάμε το ρήμα έφυγε) αποδίδει στο όνομα ή υποκείμενο (που δηλώνει έναν ειδικό όρο, κάτι το ειδικό) έναν γενικό όρο· και με αυτό τον τρόπο προσδιορίζεται το όνομα/υποκείμενο και έτσι προκύπτει αυτό που λέγαμε νωρίτερα: μια ολοκληρωμένη σκέψη.

Φάτα Μοργκάνα: Ο μύθος, η θάλασσα κι η πραγματικότητα

«Πούθ’ ἔρχεσαι; Ἀπ’ τή Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στό μάτι τοῦ κυκλώνα.
Ποιάν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τή λένε; Φάτα Μοργκάνα
».

Οι παραπάνω στίχοι είναι απόσπασμα από το ποίημα του Νίκου Καββαδία -ή ποιητή της θάλασσας όπως τον αποκαλούν- με τίτλο Φάτα Μοργκάνα. Ποια είναι όμως αυτή η διαβόητη δεσποσύνη από την οποία εμπνεύστηκε ο ποιητής τους παραπάνω στίχους;

Σίγουρα όταν ακούει κανείς το όνομα Φάτα Μοργκάνα ή Μοργκάνα Λε Φέι το μυαλό του ταξιδεύει σε προ-μεσαιωνικές εποχές, εκεί που οι ιππότες της στρογγυλής τραπέζης συσπειρώνονται για ένα κοινό σκοπό, την προφύλαξη του Άβαλον και φυσικά του βασιλιά Αρθούρου, κατόχου του εξκάλιμπερ.

Στη διάσημη ιστορία του βασιλιά Αρθούρου, πρωταγωνιστικό ρόλο κατέχει η ετεροθαλής αδελφή του Μοργκάνα. Η Μοργκάνα, ένα πλάσμα με μαγικές δυνάμεις, βιώνει την αδικία και στρέφεται εναντίον φίλων, γνωστών και συγγενών με μοναδικό σκοπό της την εκδίκηση. Βέβαια σε όλη την ιστορία της η εκδίκηση στην οποία στοχεύει έχει τόσο να κάνει με την κατάκτηση της βασιλείας όσο και με τη δολοφονία εκείνων που στα μάτια της την αδίκησαν.

Γίνεται αντιληπτό ότι το όνομα και μόνο αυτής της γυναίκας συνδέεται με την εξαπάτηση, τη μοχθηρία και άλλα και την περιθωριοποίηση .Γιατί όμως ο ποιητής της θάλασσας να δώσει το όνομά της σε ένα από τα τελευταία έργα που έγραψε στη ζωή του;

Η απάντηση δεν είναι τόσο απλή. Το ποίημα «Φάτα Μοργκάνα» δεν πήρε το όνομά του άμεσα από τη μοχθηρή μάγισσα άλλα από ένα οπτικό φαινόμενο, μια οφθαλμαπάτη που εξαπατά την όραση και κάνει το μυαλό να βλέπει πράγματα που δεν υπάρχουν. Το φαινόμενο αυτό όμως, λόγω αυτής του της ιδιότητας, της εξαπάτησης δηλαδή, πήρε το όνομά του από τη νεράιδα (το Λε Φέι που έχει στο όνομά της σημαίνει νεράιδα) Μοργκάνα.

Το φαινόμενο Φάτα Μοργκάνα είναι μια οφθαλμαπάτη σαν τις οάσεις. Μια όαση, ένα κομμάτι βλάστησης μέσα στην έρημο το οποίο όμως δεν υπάρχει πραγματικά, ανήκει στην κατηγορία των κατώτερων αντικατοπτρισμών. Ανήκει σε αυτή την κατηγορία διότι γίνεται πάνω στην ξηρά ή καλύτερα, κάτω από τον ορίζοντα. Άρα, ό, τι γίνεται πάνω από τον ορίζοντα, ας πούμε για παράδειγμα στον ουρανό, ανήκει στην κατηγορία των ανώτερων αντικατοπτρισμών. Αυτή είναι και η κατηγορία στην οποία εντάσσεται το φαινόμενο Φάτα Μοργκάνα.

Αφού μπορέσαμε να το κατατάξουμε σε μία κατηγορία και να προσδιορίσουμε σε ποιο μέρος περίπου γίνεται, είναι ώρα να δούμε τι ακριβώς κάνει. Ουσιαστικά, όταν μιλάμε για το φαινόμενο αυτό αναφερόμαστε σε οφθαλμαπάτες, αναδιπλασιασμό αντικειμένων αλλά και οπτικές αλλοιώσεις και όλα αυτά στον ορίζοντα, πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Δεν αποτελεί εξωπραγματικό φαινόμενο, ούτε εμπεριέχεται σε αυτό κάποια δόση μαγείας, αν και το θέαμα που προσφέρει είναι μοναδικό. Το φαινόμενο στηρίζεται σε φυσικούς νόμους, όπως αυτόν της διάθλασης αλλά και στη διαφορά θερμοκρασίας δύο στρωμάτων αέρα. Αρχικά έχουμε ένα θερμό στρώμα αέρα το οποίο, όπως όλα τα θερμά αέρια, κατευθύνεται προς τα πάνω. Όταν αυτό το στρώμα στην ανοδική του πορεία συναντήσει εκεί ένα ήδη υπάρχον ψυχρότερο στρώμα αέρα, δημιουργείται μια κοινή μάζα η οποία όμως φέρει δύο διαφορετικούς δείκτες διάθλασης, έναν από κάθε στρώμα αέρα.

Σε αυτό το κοινό πλέον στρώμα οι ακτίνες του ήλιου παγιδεύονται και δημιουργούν δυσνόητα σκίτσα στον ουρανό. Αυτό που γίνεται είναι να συγκρατείται λόγω διάθλασης η μορφή ενός αντικειμένου, όπως ενός πλοίου ή ακόμα και ενός νησιού και να αναπαράγεται στον ουρανό μεγεθυμένο, ανεστραμμένο ή ακόμα και αναδιπλασιασμένο και η μια του μορφή να ενώνεται με την άλλη, ακριβώς όπως όταν βλέπεις το καράβι και την αντανάκλασή του σε ήρεμη θάλασσα, μόνο που εδώ τα δύο καράβια πετούν στον ουρανό.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το θρυλικό πλοίο του Ιπτάμενου Ολλανδού. Μια πειρατική ιστορία για ταλαιπωρημένους θαλασσοπόρους που έχουν την ατυχία να μην μπορέσουν να πιάσουν ποτέ λιμάνι. Το πλοίο αυτό, ένα πλοίο φάντασμα, ταξιδεύει αδιάκοπα στον ουρανό κι αν είσαι αρκετά άτυχος ίσως το δεις κάποια στιγμή στα ανοιχτά πάνω από το κεφάλι σου. Εδώ γίνεται μια συσχέτιση με το φαινόμενο Φάτα Μοργκάνα για όσους δεν πιστεύουν πλέον σε ιστορίες φαντασμάτων. Το ξακουστό αυτό πλοίο δεν είναι τίποτα περισσότερο από την εφαρμογή του φαινομένου, με όλα εκείνα τα φυσικά στοιχεία που το κάνουν πραγματικό και κάθε άλλο το διαφέρουν από το υπερφυσικό.

Ο Νίκος Καββαδίας συνάντησε αρκετές φορές στη ζωή του αυτό το φαινόμενο. Μάλιστα, μία από αυτές, είδε τη μορφή τριών γυναικών να χορεύουν στη μέση του ορίζοντα. Μια τέλεια απάτη, ικανή να σε κάνει να χάσεις τα λογικά σου. Έτσι λίγο πριν φύγει από τη ζωή και παγιδευμένος από αυτό που τόσο πολύ φοβόταν, τον έρωτα, ο ποιητής γράφει το ποίημα «Φάτα Μοργκάνα» για μια γυναίκα με όλες τις χάρες και της συμφορές που θα μπορούσαν να τον εξαπατήσουν και το αφιερώνει στη Θεανώ Σουνά.

Nα ακούσω την λογική μου ή να αφήσω την καρδιά να με παρασύρει;

Oλοι ανεξαιρέτως κάποια στιγμή κατά την διάρκεια της ζωής μας έχουμε έρθει αντιμέτωποι με το ακόλουθο δίλλημα: Nα ακούσω την λογική μου ή να αφήσω την καρδιά να με παρασύρει; Ένα δίλλημα αντιφατικό διότι ενώ ξέρουμε ποιο είναι το σωστό, το αγνοούμε επιδεικτικά.

Όποιο σκέλος της πρότασης και αν επιλέξουμε τελικά, τίποτα δεν μας εγγυάται ότι θα μας κάνει ευτυχισμένους και θα είναι το ιδανικό στην δική μας περίπτωση.

Ο καθένας ορίζει την λογική με βάση, τις αξίες του, την αυτοεκτίμησή του, το οικογενειακό περιβάλλον το οποίο έχει ζήσει και γενικά το τι πιστεύει ότι αξίζει. Η επιλογή που στηρίζεται στην λογική πρέπει να συνδέεται αρμονικά με όλα τα χαρακτηριστικά τα οποία αναφέραμε προηγουμένως. Ποιος μας εγγυάται όμως ότι αυτό που ορίζουμε ως ιδανικό για το φαίνεσθαι της οικογένειάς μας θα μας κάνει ευτυχισμένους; Μια επιλογή καθαρά για το θεαθήναι μπορεί να ικανοποιήσει τον εσωτερικό μας κόσμο ο οποίος θα ουρλιάζει βουβά από απόγνωση;

Η καρδιά μας μπορεί να παίξει περίεργα παιχνίδια. Είναι δύσκολο να την ορίσουμε και να της βάλουμε φρένο. Θα επιλέξει αυτό που δεν συμβαδίζει με τα πρέπει της οικογένειάς μας, θα μας οδηγήσει σε απόγνωση, θα μας συντρίψει. Στο τέλος όμως θα μας αφήσει μια γλυκιά αίσθηση ικανοποίησης και θα σκάμε ένα γλυκό ονειροπόλο χαμόγελο κάθε φορά που θα σκεφτόμαστε το άτομο το οποίο το έχουμε συνδέσει.

Στο κρίσιμο ερώτημα καρδιά ή λογική, το προτιμότερο θα ήταν να ακολουθήσουμε την καρδιά με συνοδοιπόρο της διαίσθησή μας η οποία είναι αλάνθαστη. Καθώς όμως η σχέση εξελίσσεται, δεν πρέπει να αγνοούμε τα ψεγάδια στην συμπεριφορά του άλλου. Πολλές φορές η καρδιά είναι τυφλωμένη από έρωτα και αρνείται να δει το αυτονόητο. Αν για παράδειγμα η συμπεριφορά του συντρόφου μας μας ταπεινώνει σαν άτομο, η λογική πρέπει να μπει μπροστά και να βάλουμε ένα τέλος. Όσο πιο γρήγορα γίνει αυτό, τόσο πιο αναίμακτο θα είναι για την ψυχή μας.

Εν κατακλείδι, η καρδιά βγαίνει νικήτρια όσο αφορά τα στερεότυπα που η οικογένεια μας, μας έχει περάσει στο υποσυνείδητο ως ιδανικά. Στην πορεία της σχέσης, η λογική πρέπει να παίρνει τα πρωτεία όσο αφορά τον τρόπο που μας φέρεται ο σύντροφός μας ο οποίος πρέπει να είναι ανάλογος των προσδοκιών μας για να εξελιχθεί αρμονικά η σχέση και να υπάρξει ένα αίσιο τέλος.

Γιατί φοβόμαστε την αποτυχία περισσότερο απ’ όσο απολαμβάνουμε την επιτυχία

Όταν οι επενδυτές χάνουν στην αγορά, ο πόνος που νιώθουν είναι μεγαλύτερος από την απόλαυση του κέρδους που έχουν αποκτήσει από μια άλλη επένδυση. Συνεπώς, οι επενδυτές θα λέγαμε ότι αποφεύγουν τον κίνδυνο και δεν καταφέρνουν να απολαύσουν τους καρπούς των κόπων τους.

Αγοράζοντας όταν νιώθουν ασφάλεια και πουλώντας όταν νιώθουν φόβο, μπορεί να καταλήξουν να αγοράζουν με υψηλά κόστη και να πουλάνε με χαμηλά, και αυτή είναι μια εγγυημένη στρατηγική ήττας. Οι επιτυχημένοι επενδυτές είναι αλαζόνες όταν οι άλλοι φοβούνται και φοβούνται όταν οι άλλοι είναι αλαζόνες.

Το πρόβλημα είναι πως οι περισσότεροι επενδυτές είναι άνθρωποι και η φυσική επιλογή ενδυνάμωσε το χαρακτηριστικό της υπερβολικής προσοχής, καθώς αυτό βοηθούσε τους προγόνους μας να επιβιώσουν. Όσον αφορά στο παιχνίδι της επένδυσης, μπορούμε να χάσουμε κάποια χρήματα. Όμως, στο παιχνίδι της ζωής, το κόστος της είναι υπερβολικά πολύτιμο για να το ριψοκινδυνεύσουμε.

Ο εγκέφαλος που αποφεύγει τον κίνδυνο

Το νευρικό σύστημα έχει εξελιχθεί όπως οι συσκευές ελέγχου της κίνησης. Τα ζώα κινούνται κυρίως για να τραφούν, να αναπαραχθούν και να αποφύγουν τον κίνδυνο. Από αυτά τα κίνητρα, η αποφυγή του κινδύνου είναι η υψηλότερη προτεραιότητα, επειδή όσοι πέφτουν ευκολότερα θύματα των θηρευτών αφήνουν λίγους απογόνους.

Οι εγκέφαλοι όλων των θηλαστικών διαθέτουν ένα σύστημα συναγερμού – το δικτυωτό σύστημα ενεργοποίησης – που τα προειδοποιεί και τα ενεργοποιεί κάθε φορά που αισθάνονται μια απειλή. Αυτή η απόκριση μάχης – φυγής είναι ένα από τα βασικά στοιχεία της συναισθηματικής μας ζωής και μας βοηθά να εξηγήσουμε και την λειτουργία αποφυγής του κινδύνου.

Τα πιο νευρικά ζώα – θηράματα, όπως οι λαγοί, εξαφανίζονται ακόμα και στον παραμικρό θόρυβο. Το κάνουν ακόμα κι όταν δεν υπάρχει κίνδυνος τελικά, αλλά με αυτό τον τρόπο έχουν μάθει να προστατεύονται.

Αλλά και οι άνθρωποι είχαμε εχθρούς στη φύση: λιοντάρια, τίγρεις και πούμα. Έτσι, αναπτύξαμε τον εγκέφαλο αποφυγής κινδύνου. Το άγχος μας είναι η βιολογική μας κληρονομιά. Αυτό το φαινόμενο αντανακλάται και στην κοινωνική, επαγγελματική και οικονομική ζωή.

Ο φόβος της αποτυχίας

Ανάμεσα στα πολλά πιθανά μειονεκτήματα του να μεγαλώνεις σε συνθήκες φτώχειας είναι και οι χαμηλότερες προσδοκίες των παιδιών. Είναι ευχαριστημένα με την ικανοποίηση των βασικών τους αναγκών και δεν θέλουν να πετύχουν σπουδαία πράγματα αναγκαστικά στη δουλειά τους.

Αυτή η έλλειψη φιλοδοξίας αναλύεται υπό όρους φόβου αποτυχίας. Τα παιδιά που φοβούνται περισσότερο την αποτυχία αποφεύγουν τις δύσκολες προκλήσεις και κυρίως ικανοποιούν τους εαυτούς τους με απλούς στόχους, εύκολα επιτεύξιμους.

Αυτό όμως ενισχύεται και από τους γονείς. Οι γονείς αφιερώνουν ελάχιστο χρόνο στο να ενισχύσουν τις προσπάθειες των παιδιών τους σε δύσκολες εργασίες. Αντιθέτως, τα τιμωρούν για τις αποτυχίες. Συνεπώς, αυτά τα παιδιά αποφεύγουν δύσκολες δραστηριότητες για να μην μπουν στη διαδικασία της αποτυχίας. Ως ενήλικες, επιζητούν βραχυπρόθεσμους στόχους αντί για μακροπρόθεσμες φιλοδοξίες.

Θα έλεγε κανείς ότι αυτοί οι γονείς προσπαθούν να προετοιμάσουν τα παιδιά τους για ένα μέλλον, των οποίων οι φιλοδοξίες είναι τόσες όσες και των γονιών τους. Το συμπέρασμα είναι ότι αν έχουμε υψηλό φόβο αποτυχίας, είναι σχεδόν απίθανο να επιζητήσουμε μακροπρόθεσμα project, όπως την ίδρυση μιας νέας επιχείρησης.

Όμως, το επικίνδυνο και ριψοκίνδυνο πάντα θα υπάρχει. Αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να παραιτούμαστε ή να μην αγγίζουμε οποιοδήποτε μεγαλόπνοο σχέδιο έχει περάσει από το νου μας, ούτε να «καθόμαστε για πάντα στ’ αυγά» μας. Αν το περιβάλλον είναι επικίνδυνο, προχωρήστε με προσοχή, αλλά εκμεταλλευτείτε όποιους πόρους έχετε διαθέσιμους.

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην ενσυναίσθηση και στην υπερβολική προσφορά

Στον κόσμο βρίσκουμε όλων των λογιών τους ανθρώπους. Κάποιοι είναι ευχάριστοι και μας φτιάχνουν τη διάθεση όταν βρίσκονται κοντά μας. Άλλοι είναι πιο δύσκολοι. Είναι σημαντικό να βρούμε έναν άνετο τρόπο να σχετίζεσαι ώστε να μπορούμε να αναπτύσσουμε μια αρμονική αλληλεξάρτηση παρά ένα δυσανάλογο δούναι και λαβείν.

Όταν είμαστε αλληλεξαρτώμενοι, βασιζόμαστε στους άλλους με έναν υγιή τρόπο στην προσωπική μας ζωή, στην εργασία μας και στο ευρύτερο περιβάλλον. Βασιζόμαστε ο ένας στον άλλο για στήριξη, σεβασμό και για να εκτελέσουμε συγκεκριμένες εργασίες όπως η συνεργασία σε ένα project, η ανατροφή των παιδιών, η συμμετοχή σε ομαδικά αθλήματα ή η πεζοπορία σε ομάδα.

Αντιθέτως, η υπερβολική προσφορά συνιστά μια ανθυγιεινή μορφή εξάρτησης. Αυτή συμβαίνει ότι είμαστε περισσότερο εστιασμένοι στη ζωή και στα προβλήματα ενός άλλου ανθρώπου παρά στα δικά μας. όταν είμαστε πρόθυμοι να αφήσουμε τις ανάγκες μας πίσω ή να σβήσουμε καθαρά όρια υπό το φόβο συνεπειών.

Υπάρχει ένα ανέκδοτο που λέει πως όταν ένας άνθρωπος που προσφέρει υπερβολικά πεθαίνει, είναι η ζωή σας που περνά μπροστά από τα μάτια του. Αυτοί οι άνθρωποι λαμβάνουν σχεδόν όλη την ευθύνη των άλλων και σηκώνουν όλο το βάρος μιας σχέσης και μιας εργασίας.

Αν δίνετε υπερβολικά πολλά, γίνεται δύσκολη η οπισθοχώρηση και οι άλλοι δεν καταφέρνουν ποτέ να περπατήσουν στο δικό τους, ολοδικό τους μονοπάτι. Μπορεί να θέλετε να βοηθήσετε με όλες τις δυνάμεις σας ή να διορθώσετε ανθρώπους, πιστεύοντας πως αν δεν επέμβετε κάτι τρομερό θα συμβεί – μια συνήθεια που μπορεί να μάθαμε ζώντας με έναν πολύ αγχώδη γονιό.

Οι ενσυναισθητικοί άνθρωποι μπορεί να έχουν τέτοιες τάσεις, αλλά δεν δίνουν όλοι υπερβολικά πολλά. Η διαφορά είναι ότι οι ενσυναισθητικοί απορροφούν το στρες, τα συναισθήματα και τα σωματικά συμπτώματα των άλλων, κάτι που πολλοί δοτικοί άνθρωποι δεν κάνουν. Ένας υψηλά ενσυναισθητικός άνθρωπος όμως ξέρει να εφαρμόζει πρακτικές αυτοπροστασίας όπως η δημιουργία ασπίδας για να διαχειριστεί την απορρόφηση ενέργειας, κάτι που δεν θεωρούν πρόβλημα οι υπερβολικά δοτικοί άνθρωποι.

Εντούτοις, και για τις δύο ομάδες ανθρώπων, μέρος της επούλωσης είναι το να θέτουν όρια και να βλέπουν τον εαυτό τους ως μονάδα, ως ξεχωριστά άτομα από τους άλλους. Με αυτό τον τρόπο είστε και πάλι παρόντες, αλλά πολύ καλύτεροι ακροατές και πιο πιστοί φίλοι χωρίς να παίρνετε πάνω σας τα προβλήματα του άλλου.

Ένας άλλος τρόπος για να βρείτε την ισορροπία είναι να καταγράφετε τις σκέψεις σας αναφορικά με τις σχέσεις σας. Ποιες είναι αλληλεξαρτώμενες; Σε ποιες η εξάρτηση είναι μονόπλευρη; Κάντε μια λίστα με ορισμένα βήματα ώστε να μετατρέψετε τις σχέσεις σας σε ισορροπημένες – για παράδειγμα, τηλεφωνήστε τους λιγότερο συχνά, θέστε ένα ξεκάθαρο όριο ή αφήστε και τους άλλους να κάνουν και να μάθουν από τα λάθη τους.

Όταν δεν γνωρίζεις την αξία σου, κάνεις πάντα κακές επιλογές

«Πέρασα τόσα χρόνια περπατώντας στα καρφιά… χωρίς να κάνω ή να πω ποτέ το σωστό. Μια μέρα αποφάσισα ότι είχα περάσει αρκετά και σκόνταψα πάνω τους. Αυτά τα καρφιά με έκοψαν βαθιά καθώς έφευγα, αλλά ήταν ο πιο όμορφος πόνος που ένιωσα ποτέ.»

Για πάρα πολύ καιρό, φοβάσαι τι λες, πώς πράττεις και το ποιος είσαι. Κάπου στο ταξίδι σου, έχεις διαμορφώσει την άποψη ότι ο εαυτός σου δεν έχει σημασία και ότι ενοχλείς. Κάτι σου συνέβη που σε έκανε να πιστεύεις ότι δεν αξίζεις.

Ίσως ήταν λόγω κάποιας κακοποίησης ή προσβολής. Ίσως ήταν ντροπή και ενοχή. Ανεξάρτητα από το τι προκάλεσε αυτή την πεποίθηση, είναι χαραγμένο τόσο βαθιά στον πυρήνα σου ώστε έχεις γίνει απελπισμένος. Απεγνωσμένα θέλεις να διατηρήσεις την γαλήνη, να αρέσεις στους άλλους, να κάνεις όλους τους άλλους καλά. Όλους τους υπόλοιπους εκτός από εσένα.

Όταν δεν γνωρίζεις την αξία σου, κάνεις κακές επιλογές. Αναπτύσσεις σχέσεις με ανθρώπους που πραγματικά δεν έχουν θέση στη ζωή σου. Άνθρωποι που θα πάρουν αυτή την λίγη αγάπη για τον εαυτό σου που σου έχει απομείνει. Επιλέγεις αυτούς.

Το ότι σε χρειάζονται σε κάνει να αισθάνεσαι ξεχωριστός και ξαφνικά, έχεις σημασία! Ακριβώς έτσι, κάποιος έρχεται και παίρνει ό, τι μπορείς να δώσεις, και το χαρίζεις με χαρά επειδή τώρα σημαίνεις κάτι για κάποιον. Παίρνει και παίρνει μέχρις ότου δεν έχεις τίποτα άλλο να δώσεις.

Και πριν το καταλάβεις, βρίσκεις τον εαυτό σου να περπατά πάλι στα καρφιά. Να μην δραματοποιείς τις καταστάσεις. Να μην στενοχωρείς κανέναν αλλιώς θα σε αφήσει. Βαδίζεις σε σπασμένα γυαλιά ενώ προσεύχεσαι να μην κοπείς πολύ.

Αυτός δεν είναι τρόπος για να ζεις

Αξίζεις κάποιον που να σου δίνει και αυτός. Αξίζεις να νιώθεις άνετα να είσαι ο εαυτός σου, χωρίς να απολογείσαι. Αν κάτι σε ενοχλεί, αξίζεις να μιλήσεις. Πες τι σκέφτεσαι.

Αξίζεις να ακουστείς. Αξίζεις να αναπνεύσεις ξανά. Μια μέρα, όταν συνειδητοποιήσεις την αξία σου και δεν θα αφήνεις πια άλλους να ελέγχουν την γαλήνη σου, θα παρατηρήσεις ότι οι ώμοι σου δεν είναι πλέον κυρτοί. Θα παρατηρήσεις ότι το σώμα σου δεν βρίσκεται σε ένταση και ότι δεν έχεις ταχυκαρδίες.

Η πλάτη σου δεν θα βρίσκεται σε ένταση ούτε θα είναι πιασμένη. Θα κάθεσαι στο σπίτι τη νύχτα και θα χαμογελάς γιατί όλα είναι καλά στον κόσμο και δεν υπάρχει κανένας εκεί που θα σε κρίνει, που θα σε καταδικάσει ή που θα σε υποτιμήσει. Θα αισθάνεσαι ασφαλής μέσα στον χώρο σου.

Έχεις την ελευθερία να είσαι αυτός ακριβώς που είσαι. Βρες τον εαυτό σου και να είσαι ο εαυτός σου. Η ζωή είναι πολύ μικρή για να έχεις κάθε μέρα στρες, άγχος και νευρικότητα. Αξίζεις να είσαι ικανοποιημένος, τόσο ελαφρύς όσο ο άνεμος και ευτυχισμένος. Να είσαι ένα λαμπρό φως στο σκοτάδι, έτσι ώστε οι άνθρωποι που σε ενδιαφέρουν να εμπνευστούν και αυτοί για να βρουν τον καλύτερο εαυτό τους. Σταμάτα να μένεις πίσω. Γιατί είτε το συνειδητοποιείς είτε όχι με το να μένεις πίσω λες ψέματα στον εαυτό σου.

Αποφάσισε ότι δεν πρόκειται πλέον να σε ελέγχει κανείς με κανένα τρόπο. Δεν πρόκειται να συνεχίσεις να πνίγεσαι. Δεν θα συμπεριφέρεσαι πλέον με τον καλύτερο εαυτό σου εαυτό σε όλους. Κάνε τώρα τις δικές σου επιλογές και μην σταματήσεις. Θα κάνεις πράγματα που σε χαροποιούν. Θα παρατηρήσεις την επίδραση στο πως οι κοντινοί σου άνθρωποι θα γίνουν και αυτοί πιο ευτυχισμένοι.

Σταμάτα την τρέλα. Σταμάτα τον φαύλο κύκλο του να τους ευχαριστείς όλους. Αυτοί που μόνο έπαιρναν θα συνεχίζουν να παίρνουν. Η ζωή όμως σχετίζεται με το να δίνεις και να παίρνεις. Είναι δρόμος διπλής κυκλοφορίας. Για να ανταποδώσεις, πρέπει να σου έχει μείνει κάτι να δώσεις.

Μην αφήνεις τον εαυτό σου να αιμορραγεί. Απομάκρυνε αυτά τα καρφιά και βάλε τα πόδια σου σε σταθερό έδαφος. Βάδισε προς την κατεύθυνση του θάρρους, της πίστης, του συμβιβασμού, της αγάπης και της ευτυχίας. Δεν υπάρχουν πλέον καρφιά. Δεν υπάρχουν πλέον σπασμένα γυαλιά. Χρησιμοποίησε ότι σε κόβει ως μέσο για να προχωρήσεις.

Μπορεί πάντα να υπάρχει μια ουλή, αλλά αυτή η ουλή είναι μια υπενθύμιση για το που να μην ξανά-περπατήσεις.

Αυτοσεβασμός σημαίνει κανένας δε με χειρίζεται όπως τον βολεύει

Αυτοσεβασμός. Μια λέξη – κλειδί, για να «προφέρεις» σωστά το όνομα της ζωής, η οποία αν μη τι άλλο, αν δεν οφείλεται σε δώρο θεού, σίγουρα αποτελεί μια όμορφη, μοναδική συνωμοσία του σύμπαντος. Άκουσε λοιπόν, για μια ακόμα φορά, πώς οφείλεις σεβασμό στην ύπαρξη σου. Κι αυτό, γιατί αν δεν σεβαστείς πρώτα εσένα, δεν θα μπορέσεις να σεβαστείς τίποτα σε τούτη την πλάση. Κρίκοι της αλυσίδας, όλα.

Σίγουρα δεν είναι τα πάντα ρόδινα και όταν βιώνεις στην πράξη τις δυσκολίες του βίου, τα λόγια τούτα μπορεί να ακούγονται σαν ουτοπικές φανφάρες. Ίσως! Μα αναρωτήσου: η επανάληψη απαξίωσης του Είναι σου πού θαρρείς θα σ’ οδηγήσει; Με μαθηματική ακρίβεια στην απόλυτη υποβάθμιση, η οποία, επί της ουσίας, θα σημάνει ολότελα την εξαφάνιση σου. Αυτός είναι άραγε ο σκοπός της πορείας σου;

Ο αυτοσεβασμός σημαίνει πώς έχω τον πρώτο και μοναδικό λόγο στον εαυτό μου και δεν επιτρέπω σε κανέναν να με χειρίζεται κατά πως τον βολεύει. Τον χειρισμό των άλλων μπορούμε με σχετική ευκολία να τον πετάξουμε στο πηγάδι, φτάνει πρώτα να έχουμε ξεκαθαρίσει: τι μας κάνει, τι δεν μας κάνει, τι μας πονάει πιο πολύ, τι μας πιέζει, τι μας απελευθερώνει. Κι είναι απολύτως κατανοητό πώς η αποτυχία διαχείρισης μιας οποιασδήποτε χειραγώγησης θα συμβεί αρκετές φορές στη ζωή μας. Είμαστε άνθρωποι εξάλλου και σε αυτό έγκεινται οι αδυναμίες μας. Δεν έχουμε όμως καμία δικαιολογία όταν πέφτουμε θύματα επαναλαμβανόμενα σε μια κατάσταση που γνωρίζουμε τα δεδομένα. Ειλικρίνεια λοιπόν. Στον εαυτό μας δεν λέμε ψέματα. Παραδεχόμαστε τις καταστάσεις και τις δυσκολίες. Αντιμετωπίζουμε με γενναιότητά τις αντιξοότητές δίχως να εθελοτυφλούμε και να τις ωραιοποιούμε. Ας κρατήσουμε έστω μια αρετή φυλαχτό στο προσκεφάλι μας.

Για το τέλος, που βέβαια είναι και η αρχή, για να αποδώσεις σεβασμό στον εαυτό σου, θα πρέπει πάνω απ’ όλα να τον αγαπήσεις. Να είσαι καλός μαζί του και να τον συγχωρήσεις. Κάπως έτσι ίσως να αλλάξουν τα στραβά και τα ανάποδα του κόσμου αυτού, που σεβασμό δεν δίνει μα σεβασμό ζητάει!

Ό,τι δεν εκτιμάται να κόβεται

Κι ενώ λοιπόν μπορώ ν’ ανεχτώ, ν’ αποδεχτώ, να παρακάμψω, όπως και να συγχωρήσω αρκετά παραπτώματα, έχω ένα τεράστιο θέμα με την αχαριστία των ανθρώπων. Εμείς οι δοτικοί άνθρωποι το έχουμε αυτό. Βλέπεις, πολλές φορές πέφτουμε στην παγίδα να θεωρήσουμε πως τα άτομα που είναι σημαντικά για μας και για τα οποία θα κάναμε και θα δίναμε τα πάντα, νιώθουν το ίδιο κι είναι διατεθειμένα να μας το ανταποδώσουν από καρδιάς στο μέγιστο.

Αυτό ισχύει σ’ όλες τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Θα έλεγα, μάλιστα, πως είναι και θέμα συνέπειας χαρακτήρα ως ένα βαθμό. Επειδή θεωρούμε δεδομένο ότι ο απέναντι άνθρωπος εισπράττει, αντιλαμβάνεται κι εκτιμά όσα προσφέρουμε, όπως ακριβώς θα κάναμε κι εμείς, μας φαντάζει αδιανόητο ότι δεν αντιδρά με τον αναμενόμενο κι ενδεδειγμένο για εμάς τρόπο.

Την ίδια στιγμή, σε καμία περίπτωση δεν πιστεύουμε ότι όταν κάνεις κάτι καλό στον άλλο, οφείλει να στο «ξεπληρώσει» μετά βαΐων και κλάδων. Δεν κάνεις χάρη σε κανέναν, θέλεις και προσφέρεις, είναι επιλογή σου, δε στο ζητά κανείς με το ζόρι, αντιθέτως, παίρνεις μεγάλη, διπλάσια χαρά όταν βλέπεις τους ανθρώπους σου χαρούμενους, δεν περιμένεις ευχαριστίες ή ευγνωμοσύνες.

Υπάρχει όμως μια λεπτή, σχεδόν διακεκομμένη, κόκκινη γραμμή μεταξύ των πραγμάτων. Όταν οι άνθρωποι δε σέβονται και δεν εκτιμούν αυτά που κάνεις γι’ αυτούς, κι όχι μόνο δεν τα αναγνωρίζουν, αλλά με τη στάση τους σε οδηγούν να σκέφτεσαι στο τέλος της ημέρας ότι δεν υπολογίζουν κι εσένα τον ίδιο σαν προσωπικότητα. Με μια μόνιμη απάθεια, αδιαφορία, οκνηρία κι αδράνεια υπαγορεύουν ότι απλώς δεν τους απασχολούν οι πράξεις σου, ενώ ό,τι κι αν κάνεις δε μετράει, καθώς το θεωρούν δεδομένο, αμελητέο και σχεδόν χρέος σου. Τότε είναι ακριβώς που συνειδητοποιείς ότι άλλα έχεις στο μυαλό σου κι αλλιώς είναι τα πράγματα.

Στον έρωτα σε πληγώνει αυτή η συνειδητοποίηση πολύ. Τα χάνεις μόλις το αντιληφθείς, σε αδειάζει, σε αναγκάζει να εκλογικεύσεις απότομα κι υπέρμετρα το συναίσθημα, ό,τι χειρότερο. Εσύ σκέτη άμυνα κι εγώ πάντα προσπάθεια, πάει πολύ ρε παιδί μου, πώς να το κάνουμε; Σε υποχρεώνει να νιώθεις ότι είσαι μόνος σου σ’ αυτή τη σχέση και ταυτόχρονα να παλεύεις, να ενδιαφέρεσαι και να ζεις για δύο. Ναι, για πόσο ακόμη;

Στη φιλία πονάει ακόμη περισσότερο όμως. Λυπάσαι φρικτά, ξενερώνεις απίστευτα, γκρεμίζεται ο κόσμος σου, δεν το χωράει ο νους σου. Νιώθεις ότι πήγαν χαμένα χρόνια ολόκληρα, πώς να το δεχτείς και κυρίως πώς να ξεριζώσεις τόσα συναισθήματα; Για ανθρώπους που θα έπεφτες και στη φωτιά να βεβαιώνεσαι μέρα με τη μέρα ότι δε θα ‘καναν ούτε βήμα για σένα; Ως πότε;

Kι η ανιδιοτέλεια κι ο αλτρουισμός και τα υπεράνω και τα στραβά μάτια έχουν το όριό τους. Μία, δύο, κι αφού έχεις εξαντλήσει όλα τα ενδεχόμενα και τις προσπάθειες, στην τρίτη καίγεσαι, έτσι πάει.

Είναι προφανές ότι σε καμία σχέση δεν είναι δυνατό να υποχωρεί πάντα και μόνο ο ένας. Είναι, επίσης, ηλίου φαεινότερο ότι απαιτείς, τουλάχιστον, να μη σε περνάνε για κορόιδο. Γιατί και ο πιο υπομονετικός άνθρωπος, κάποια στιγμή σκάει, απλώς σκάει, παίρνει ανάποδες, εξοργίζεται, του γυρίζει το μάτι και τότε δε θες να δεις την αντίδρασή του.

Ό,τι δεν εκτιμάται, μάλλον, θα πρέπει να κόβεται λοιπόν χωρίς παρελκόμενα. Ναι, το ξέρω. Σαφέστατα και δεν είναι τόσο εύκολο όσο να λεχθεί. Θα πάρει χρόνο, δεν ξενοιάζεις απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, ούτε μπορείς να πετάξεις απ’ τη ζωή σου ανθρώπους, εμπειρίες, βιώματα κι αισθήματα με το καλημέρα σας. Απλώς δεν είναι λύση να νιώθεις διαρκώς θύμα από ανθρώπους που θα έφτανες ως το τέρμα κι ακόμη πιο πέρα γι’ αυτούς. Άδικο, δε νομίζεις;

Δεν μπορούμε και δεν πρέπει κιόλας να είμαστε απόλυτοι κι ανένδοτοι, όταν καλούμαστε να λάβουμε δραστικές αποφάσεις με καταλυτικές συνέπειες χωρίς επιστροφή. Πολύ περισσότερο δε, όταν αφορούν τις σχέσεις μας με πολύ κοντινούς μας ανθρώπους στην προσωπική μας ζωή. Όμως δεν είναι κρίμα να σε κάνει να περισσεύεις απ’ τη ζωή του ένας άνθρωπος που για εκείνον θα παραχωρούσες άνετα ολόκληρη τη δική σου;

Μια ερμηνεία του Τάο

Ο παράδοξος τρόπος σκέψης είναι ενσωματωμένος σε ανατολίτικες έννοιες -όπως το γιν και το γιανγκ, δηλαδή το θηλυκό και το αρσενικό- και τα πράγματα περιγράφονται με άνεση ως αυτό και εκείνο – ταυτόχρονα. Αντίθετα, εμείς στη Δύση τείνουμε να θεωρούμε τα αντίθετα ως ασύμβατες έννοιες, που ανατίθενται η μια στην άλλη. Αυτό το βιβλίο (το Τάο) μάς ζητά να αλλάξουμε τον παγιωμένο τρόπο σκέψης μας – πράγμα που θα έχει ως αποτέλεσμα να δούμε και την ίδια τη ζωή μας να αλλάζει.

Το Τάο είναι το άγνωστο, αθέατο βασίλειο από όπου εκπορεύονται τα πάντα· ταυτόχρονα, το Τάο ενυπάρχει αόρατο μέσα στο κάθε τι. Όταν επιθυμούμε να δούμε αυτό το αόρατο μυστήριο, επιχειρούμε να το περιγράφουμε με όρους μορφών του εξωτερικού κόσμου – είναι αυτό που ο Λάο Τσε αποκαλεί «τα 10.000 πράγματα». Μας συμβουλεύει πως, για να δούμε πραγματικά το μυστήριο, θα πρέπει να πάψουμε να προσπαθούμε να το δούμε. Ή, όπως μ’ αρέσει να το σκέφτομαι εγώ, «Άσε τα πάντα στα χέρια του Θεού». Πώς όμως μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο; Ένας τρόπος είναι να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να ασκηθεί λίγο περισσότερο στην παράδοξη συλλογιστική σύμφωνα με την οποία η επιθυμία (το να θέλουμε κάτι) και η έλλειψη επιθυμίας (να επιτρέπουμε ή να αποδεχόμαστε τις καταστάσεις) είναι έννοιες διαφορετικές μα και ίδιες, κάτι σαν τους δυο μυστηριώδεις και αντίθετους πόλους ενός συνεχούς.

Η επιθυμία είναι η φυσική έκφραση της δημιουργίας των συνθηκών οι οποίες θα μας επιτρέψουν να γίνουμε δεκτικοί. Ουσιαστικά, δηλαδή εγκόσμια προετοιμασία για να λάβουμε. Σύμφωνα με τον Λάο Τσε, η λαχτάρα να γνωρίσουμε ή να δούμε το μυστήριο του Τάο θα μας αποκαλύψει στοιχεία του σε μια ποικιλία εκδηλώσεων, αλλά δεν θα μας φανερώσει το ίδιο μυστήριο· Όμως, δεν πρόκειται για αδιέξοδο! Από το πεδίο της επιθυμίας είναι που ανθίζει το μυστηριώδες Τάο. Είναι λες και η επιθυμία μετουσιώνεται σε αβίαστη αποδοχή. Επιθυμώντας, κάποιος βλέπει τις εκδηλώσεις- σταματώντας να επιθυμεί, μπορεί κάποιος να αντικρίσει το ίδιο το μυστήριο.

Αν συντονιστούμε με όσα μάς λέει ο Λάο Τσε, γίνεται προφανές πως ο κόσμος μας προσφέρει άφθονα παραδείγματα αυτής της παράδοξης διαδικασίας. Σκεφτείτε την κηπουρική και τη λαχτάρα κάποιων για τις ζουμερές σπιτικές τομάτες ή τους ανοιξιάτικους ασφόδελους. Τελικά, αυτό που συμβαίνει είναι πως τους επιτρέπουμε να αναπτυχθούν με την ησυχία τους. Τώρα, σκεφτείτε πόσα πράγματα στη ζωή αφορούν την επιθυμία και πόσο διαφέρει αυτή από το να αφήσουμε κάτι να συμβεί. Να θέλουμε να κοιμηθούμε, για παράδειγμα, αντί να αφήνουμε τον εαυτό μας να κοιμηθεί. Να θέλουμε να κάνουμε δίαιτα αντί να κάνουμε δίαιτα. Να θέλουμε να αγαπήσουμε αντί να αγαπάμε. Σε αυτό το πλαίσιο του Τάο, η έλλειψη επιθυμίας σημαίνει πως εμπιστευόμαστε, επιτρέπουμε, αποδεχόμαστε. Η επιθυμία είναι η αρχή και το πεδίο για την κατάσταση της μη επιθυμίας, μα είναι ταυτόχρονα και η αρχή και το πεδίο της αποδοχής. Είναι το ίδιο, αλλά και διαφορετικό.

Δώστε προσοχή στις στιγμές που μπορείτε να αισθανθείτε μέσα στο σώμα σας τη γέφυρα ανάμεσα στην επιθυμία και στην αποδοχή (ή ανάμεσα στην προσπάθεια και στην ίδια την πράξη). Η προσπάθεια να παίξετε πιάνο, να οδηγήσετε ένα αυτοκίνητο ή να κάνετε ποδήλατο είναι το ίδιο μα ταυτόχρονα και διαφορετικό από το να παίζεις πράγματι πιάνο, να οδηγείς αυτοκίνητο ή να κάνεις ποδήλατο. Από τη στιγμή που κάποιος θελήσει να μάθει αυτές τις καθημερινές δραστηριότητες, έρχεται στιγμή που απλώς τους επιτρέπει να συμβούν. Η ουσία είναι να αναγνωρίσετε μέσα στο σώμα σας τη διαφορά ανάμεσα στο να προσπαθείτε και να επιτρέπετε, και στη συνέχεια να αντιληφθείτε πόσο χαλαρωτική είναι η αίσθηση της δεύτερης κατάστασης. Αυτή η πρακτική θα σας βοηθήσει επίσης να κατανοήσετε καλύτερα το αόρατο μυστήριο των δέκα χιλιάδων πραγμάτων, που περιλαμβάνουν όλα τα ορατά φαινόμενα του κόσμου μας.

Τα 10.000 πράγματα στα οποία αναφέρεται ο Λάο Τσε συμβολίζουν τα ταξινομημένα και επιστημονικά κατονομασμένα αντικείμενα της γης, τα οποία μάς βοηθούν να επικοινωνούμε και να αναγνωρίζουμε για ποιο πράγμα μιλάμε ή τι σκεφτόμαστε. Ωστόσο, παρ’ όλη την τεχνολογική εξειδίκευση και επιστημονική κατηγοριοποίηση, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα πραγματικό ανθρώπινο μάτι ή συκώτι, ή ακόμα κι έναν κόκκο σταριού. Το καθένα απ’ αυτά- μαζί με όλα τα υπόλοιπα που αποτελούν τον γνωστό ή κατονομασμένο κόσμο- προέρχεται από το μυστήριο, το αιώνιο Τάο. Ακριβώς όπως ο κόσμος δεν είναι τα κατονομασμένα του μέρη, έτσι κι εμείς δεν είμαστε αποκλειστικά το δέρμα, τα κόκκαλα και οι ποταμοί των υγρών από τα οποία αποτελείται το σώμα μας. Είμαστε κι εμείς το αιώνιο Τάο, το οποίο αόρατα ζωντανεύει τη γλώσσα μας για να μιλάμε, τα αυτιά μας για να ακούμε, τα μάτια μας για να βλέπουμε τις εκδηλώσεις του μυστηρίου. Αν επιτρέψουμε συνειδητά σε αυτό το ακατανόμαστο μυστήριο να συμβεί, τότε μόνο έχουμε πετύχει να πραγματώσουμε το Τάο.

Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει και να διακινδυνεύουμε αλόγιστα; Ασφαλώς όχι. Σημαίνει πως πρέπει να αποδεχόμαστε το μυστήριο τη στιγμή που μας ληστεύουν ή μας κακομεταχειρίζονται; Πιθανώς όχι. Αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει ποτέ να προσπαθούμε να αλλάξουμε τα πράγματα; Όχι. Σημαίνει όμως πως πρέπει να ασκηθούμε στο να ζούμε μέσα στο μυστήριο και να του επιτρέπουμε να κυλάει μέσα μας ανεμπόδιστα. Σημαίνει πως αποδεχόμαστε την παραδοξότητα να παραμένουμε συγκροτημένοι, καθώς επιτρέπουμε ταυτόχρονα το ξεδίπλωμα του μυστηρίου.

Εξασκήστε το Τάο· βρείτε τους προσωπικούς σας τρόπους για να ζείτε μέσα στο μυστήριο. Όπως λέει και ο Λάο Τσε στην πρώτη στροφή: «Και το ίδιο το μυστήριο είναι το κλειδί για την απόλυτη κατανόηση».

Ιδού η συμβουλή μου για το πώς μπορείτε να μετατρέψετε το κείμενο αυτό σε καθημερινή πρακτική κατά τον 21ο αιώνα:

Πρώτον και κυριότερο, απολαύστε το μυστήριο!

Κάθε τι πρόκειται να συμβεί σύμφωνα με Θεϊκή τάξη. Μην προσπαθείτε πολύ σκληρά να κάνετε κάτι να συμβεί – απλώς επιτρέψτε του να γίνει.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ: Μήδεια

Ο Ήλιος και ο Ποσειδώνας είχαν αφήσει στην Κόρινθο απογόνους, που την κυβέρνησαν και που την έκαναν ξακουστή με τις μεγάλες πράξεις τους. Στο θρόνο της ανέβηκαν παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα του Ήλιου. Κόρη του Αιήτη και εγγονή του Ήλιου ήταν η τρομερή Μήδεια, που βασίλεψε στην Κόρινθο μαζί με τον Ιάσονα.

Ο Αιήτης και ο Αλωέας ήταν παιδιά του Ήλιου και της Αντιόπης. Ο πατέρας τους, όταν μεγάλωσαν, τους μοίρασε το βασίλειό του, και έδωσε στον Αλωέα την Αρκαδία και στον Αιήτη την Κόρινθο, που τότε ακόμα την έλεγαν Έφυρα. Ο Αιήτης ξενιτεύτηκε γρήγορα, ή γιατί δεν του άρεσε να κάτσει ήσυχος, να γεράσει και να πεθάνει στην Κόρινθο, ή γιατί πήρε χρησμό να πάει να εποικίσει την Κολχίδα, στη μακρινή Ανατολή, εκεί που ο πατέρας του, ο Ήλιος, κάθε πρωί κάνει το ξεκίνημά του για την καθημερινή πορεία του πάνω στον ουρανό. Φεύγοντας από την Κόρινθο, ο Αιήτης άφησε στο θρόνο του τον Βούνο, γιο του Ερμή και της νύμφης Αλκιδάμειας, με τη συμφωνία ο Βούνος να παραδώσει την εξουσία είτε στον ίδιο τον Αιήτη είτε σ’ένα παιδί του ή απόγονό του αν εκείνος δεν ξαναγύριζε ποτέ. Έτσι ο Αιήτης βρέθηκε στην Κολχίδα, έγινε βασιλιάς σ’αυτό τον τόπο, πήρε γυναίκα την Ειδυία, μια από τις Ωκεανίδες, και απόκτησε μαζί της τη Μήδεια, κόρη πανέμορφη και σοφή.

Όταν έφτασαν στην Κολχίδα οι Αργοναύτες για να πάρουν το χρυσόμαλλο δέρας, η Μήδεια αγάπησε τον Ιάσονα, τον βοήθησε να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια που του έβαλε ο πατέρας της, και έφυγε μαζί του, παίρνοντας, εκτός από το χρυσόμαλλο δέρας, και τον Άψυρτο, αδελφό της από άλλη μάνα. Για τον Άψυρτο είπαν πως τον έσφαξε η Μήδεια και πως τα κομμάτια του, ένα ένα, τα έριχνε πίσω της, κατά τη φυγή της, για να καθυστερήσει την καταδίωξη του πατέρα της, που έτσι σταματούσε κάθε λίγο, για να τα μαζέψει και να τα ενταφιάσει. Άλλοι όμως έλεγαν πως η Μήδεια ούτε είχε σκοτώσει τον αδελφό της ούτε τον είχε πάρει μαζί της, αλλά πως ο Άψυρτος ήταν επικεφαλής στην καταδίωξη και είχε εντολή του Αιήτη να βρει τη Μήδεια και, αν αυτή εξακολουθούσε να είναι κόρη, να τη φέρει πίσω, αν όμως είχε γίνει γυναίκα του Ιάσονα, να την αφήσει στον άντρα της. Στο νησί των Φαιάκων ο Αλκίνοος και η Αρήτη πρόφτασαν και πάντρεψαν τη Μήδεια με τον Ιάσονα, έτσι η καταδίωξη πήρε τέλος. Ζευγαρωμένοι, η Μήδεια και ο Ιάσων, ύστερα από πολλές περιπλανήσεις, έφτασαν στην Ιωλκό και παρέδωσαν στον Πελία το χρυσόμαλλο δέρας.

Στην Κόρινθο, μετά το θάνατο του Βουνού, που πέθανε άκληρος, η εξουσία πέρασε στα χέρια του Αλωέα, του αδελφού του Αιήτη. Και όταν πέθανε χωρίς απογόνους και ο δισέγγονος του Αλωέα, ο Κόρινθος, που έδωσε το όνομά του στην πολιτεία, οι Κορίνθιοι έστειλαν στην Ιωλκό και ζήτησαν τη Μήδεια να γίνει βασίλισσα στον “πατρικό κλήρο”. Η Μήδεια, που ήξερε όσο καμιά από φάρμακα και γιατροσόφια, από μαντείες και βότανα έκανε πολλά καλά στον τόπο και οι άνθρωποι στην Κόρινθο την αγάπησαν. Έλεγαν μάλιστα πως αυτή τους είχε γλιτώσει από λιμό, καθιερώνοντας θυσίες στη Δήμητρα και στις Λήμνιες νύμφες. Ακόμα πίστευαν πως η Μήδεια με την αξεπέραστη μαγική δύναμή της είχε ξαναδώσει τα πρώτα νιάτα στις τροφούς του Διονύσου, στον πατέρα του Ιάσονα, αργότερα και στον ίδιο τον Ιάσονα . Και ότι £για την ομορφιά της και τη σοφία της την αγάπησε ακόμα και ο Δίας· όμως εκείνη, από σεβασμό στην Ήρα. απέφυγε τον έρωτά του· γι’ αυτό και Ήρα της υποσχέθηκε ότι θα κάνει τα παιδιά της αθάνατα και ότι οι άνθρωποι στην Κόρινθο θα τα τιμούν με ειδική γιορτή, πράγμα που έγινε. Στη σοφία της Μήδειας κατέφυγε και ο ίδιος ο Ιάσων, για να εκδικηθεί τον Πελία, που, αφού πήρε το χρυσόμαλλο δέρας, όχι μόνο αθέτησε το λόγο του, να παραδώσει το θρόνο στον ήρωα της Αργοναυτικής Εκστρατείας, αλλά και επιβουλεύτηκε τη ζωή του και δολοφόνησε τους συγγενείς του που θα διεκδικούσαν την εξουσία. Και τότε η Μήδεια. μεταμφιεσμένη σε ιέρεια της Άρτεμης, παρουσιάστηκε στις κόρες του Πελία. τους είπε πως αυτή μπορούσε να ξαναδώσει στον πατέρα τους τα πρώτα νιάτα, όπως είχε κάνει και για άλλους, και τις έπεισε να σφάξουν τον Πελία,να τον κομματιάσουν, να ρίξουν τα κομμάτια του σε μια χύτρα και να τα βράσουν.

Ο Ιάσων και η Μήδεια έζησαν στην Κόρινθο χρόνια πολλά ευτυχισμένοι, με τους γιους και με τις θυγατέρες τους, εφτά και εφτά, ή, για άλλους, έναν και μία, τον Μήδειο και την Εριώπιδα, ή δυο γιους, τον Μέρμερο ή τον Θεσσσλό, και τον Φέρητα. Αργότερα, έλεγαν, ο Ιάσων θέλησε να πάρει άλλη γυναίκα, την Κρέουσα ή τη Γλαύκη, κόρη του Κρέοντα ή του γιου του, του Ιππότη, και τότε η Μήδεια έστρωσε στον Ιάσονα να κοιμηθεί κάτω από την πρύμη της Αργώς, που κατέρρευσε και τον σκότωσε. Στα παιδιά τους έδωσε να πάνε στην αντίζηλη της δώρο έναν πέπλο, ποτισμένο με βότανα φαρμακερά, που μόλις τον φόρεσε η κόρη, πέθανε μέσα σε φρικτούς πόνους ή πήρε φωτιά και κάηκε και μαζί της κάηκε και ο πατέρας της, που έτρεξε να τη βοηθήσει. Και είπαν πως ακόμα και τα ίδια τα παιδιά της έσφαξε η Μήδεια, για να εκδικηθεί τον πατέρα τους για την απιστία του· όμως πάνω στην ιστορία με τα παιδιά υπήρχαν πολλές εξηγήσεις: Άλλοι έλεγαν ότι τα σκότωσε η Μήδεια, για να μην πέσουν στα χέρια των ανθρώπων του Κρέοντα- άλλοι ότι πραγματικά οι άνθρωποι του Κρέοντα τα κυνήγησαν και ότι το έσφαξαν πάνω στο βωμό της Ήρας. όπου αυτά είχαν καταφύγει άλλοι ότι η ίδια η Μήδεια τα είχε εμπιστευτεί στην προστασία του ιερού της Ακραίας Ήρας και ότι εκεί οι Κορίνθιοι τα σκότωσαν -είτε για να τιμωρήσουν τη Μήδεια για το έγκλημά της είτε γιατί τη θεωρούσαν βάρβαρη και δεν την ήθελαν για βασίλισοά τους – και απέδωσαν ύστερα το φόνο στην ίδια τη μάνα τους· πάνω σ’ αυτό μάλιστα έλεγαν πως η Ήρα έστειλε λοιμό, που αφάνησε κόσμο και που δεν σταμάτησε, παρά μόνο αφού οι Κορίνθιοι καθιέρωσαν ειδική γιορτή για την Ακραία Ήρα και για τα παιδιά της Μήδειας τέλος άλλοι έλεγαν ότι η Μήδεια κρατούσε τα παιδιά της, κρυφά από τον Ιάσονα. στο ναό της Ήρας, για να τα κάνει αθάνατα με τον τρόπο που της είχε υποσχεθεί η θεά, και ότι ο Ιάσων, όταν το ανακάλυψε, την εγκατέλειψε- μια ακόμα παράδοση έλεγε ότι τον Μέρμερο, το ένα από τα παιδιά, τον είχε κατασπαράξει μια λέαινα στην Ήπειρο, όπου μαζί με τον πατέρα του είχε βγει για κυνήγι.

Ύστερα απ’ όσα έγιναν στην Κόρινθο, η Μήδεια έφυγε, αφήνοντας την εξουσία στον ευνοούμενό της τον Σίσυφο, που. όπως έλεγαν, είχε και ερωτικό δεσμό μαζί της. Για τη μεταφορά της σε άλλον τόπο ο παππούς της ο Ήλιος της έστειλε πύρινο άρμα με φτερωτούς δράκοντες. Από την Κόρινθο η Μήδεια πήγε πρώτα στη Θήβα να συναντήσει τον Ηρακλή, που από τον καιρό της Αργοναυτικής Εκστρατείας της είχε υποσχεθεί να τη βοηθήσει αν ποτέ βρισκόταν σε ανάγκη. Στη Θήβα η Μήδεια βρήκε τον Ηρακλή σε κρίση μανίας, ανήμπορο να της φανεί χρήσιμος. Με τη σοφία της και με τα φάρμακά της τον έφερε στα συγκαλά του και ύστερα έφυγε για την Αθήνα. Εκεί γιάτρεψε και τον Αιγέα από τη στειρότητά του, λένε μάλιστα πως έκανε και παιδί μαζί του, τον Μήδο, τον πρώτο από τους Μήδους, που όμως άλλοι έλεγαν ότι τον είχε κάνει ή με τον Ιάσονα ή με κάποιον ηγεμόνα της Ασίας. Στην Αθήνα η Μήδεια πέρασε από δίκη για ανθρωποκτονία· κατήγορός της ήταν ο Ιππότης, ο γιος του Κρέοντα- οι Αθηναίοι όμως την αθώωσαν στο τέλος την έδιωξαν και αυτοί, αφού επιβουλεύτηκε τη ζωή του Θησέα. Έτσι η Μήδεια ξαναγύρισε στην Ασία. Στην Κολχίδα ο πατέρας της είχε παραμεριστεί από τον Πέρση, το γιο του Περσέα. Τότε ο Μήδος σκότωσε τον Πέρση, και η Μήδεια αποκατέστησε στο θρόνο τον πατέρας της, που η ευτυχία του έγινε απέραντη, όταν ξαναβρήκε την κόρη του, και μάλιστα με τον πιο ανέλπιστο τρόπο. Τέλος υπήρχαν και μερικοί που έλεγαν ότι ο Ιάσων και η Μήδεια πέτυχαν να ξανασμίξουν και, μαζί με τον Μήδο. γύρισαν στην Κολχίδα, όπου τον Αιήτη διαδέχτηκε κανονικά ο Ιάοων και τον Ιάσονα ο Μήδος, ο πρώτος από τους Μήδους.

ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΑΠΗ: ΕΡΩΤΑΣ, ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ

Τους αρχαίους Έλληνες, των οποίων οι ανακαλύψεις και οι εξελίξεις στα μαθηματικά, τη λογική, την ηθική, τις τέχνες και σε πολλά άλλα θέματα συνεχίζουν να ασκούν εξέχουσα επιρροή στον δυτικό πολιτισμό, και επομένως και στο παγκόσμιο χωριό, τους απασχολούσε ζωτικά το θέμα της αγάπης και της σχέσης της με την ανθρώπινη ψυχή. Σε αυτή την προχριστιανική περίοδο, οι Έλληνες ήταν παγανιστές και η άποψή τους για την ψυχή δεν ήταν θρησκευτική, που έχει να κάνει με πνεύματα ή φαντάσματα. Ο Πλάτωνας και οι άλλοι αντιλαμβάνονταν την αγάπη σαν να κατοικεί στην ψυχή και την ψυχή την ίδια (και επομένως την αγάπη) σαν να έχει τρία μέρη ή διαστάσεις. Αυτές οι διαστάσεις αντιστοιχούν στα σπλάχνα, το μυαλό και την καρδιά. Οι Έλληνες ονόμαζαν αυτούς τους τρεις διαφορετικούς τύπους αγάπης έρωτα, φιλία και αγάπη.

Αν και σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη “ερωτικό” για να εννοήσουμε σεξουαλικό, η ελληνική αντίληψη του έρωτα στην πραγματικότητα αναφερόταν σε όλες τις ανθρώπινες φυσικές επιθυμίες. Η επιθυμία για φαγητό και ποτό ήταν ερωτική (καθώς ανήκαν στον τομέα των σπλάχνων) όσο και η επιθυμία για σεξ. Από αυτή τη σκοπιά, το σεξ είναι άλλη μια από τις ορέξεις, χωρίς να έχει περισσότερη αξία κρίσης συνδεδεμένη με αυτό από ότι το φαγητό. Μόνο όταν οι θρησκείες άρχισαν να ελέγχουν την ανθρώπινη κοινωνική συμπεριφορά είδαμε τη σεξουαλικότητα να τη διαχειρίζονται σαν κάτι διαφορετικό από τις υπόλοιπες σωματικές επιθυμίες, που οδήγησε στο περιορισμένο (και σημερινό) νόημα του έρωτα. “Ερωτική αγάπη”, επομένως, στη σημερινή γλώσσα, σημαίνει σεξουαλική αγάπη και κουβαλάει μαζί της υπονοούμενη έλξης, σαγήνης, ατμόσφαιρα μυστηρίου, χημείας και ζωώδους μαγνητισμού. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε τη σημαντικότητά της, αλλά επίσης να επιβεβαιώσουμε τις υψηλότερες πλευρές της αγάπης.

“Φιλία” σημαίνει μια διανοητική έλξη από κάποιον ή κάτι που εξελίσσεται σε κάποιο είδος αγάπης. Η φιλοσοφία η ίδια, που σημαίνει “αγάπη της σοφίας”, συμβαίνει να είναι ένα καλό παράδειγμα.

Φιλία σημαίνει να αγαπάς ανθρώπους, πράγματα ή ιδέες με μη σεξουαλικούς τρόπους. Η σχέση μεταξύ ενός μαθητή και ενός δασκάλου μπορεί να είναι φιλική αγάπη, όπως μπορεί να είναι η έλξη προς ένα φίλο, ένα ποίημα, ένα τοπίο, ένα μαθηματικό θεώρημα, μια ηθική θεωρία, το θέμα μιας μελέτης, ένα επάγγελμα ή έναν κοινωνικό σκοπό. Οι άνθρωποι που αγαπούν τη δουλειά τους έχουν φιλικές σχέσεις με την καριέρα τους. Αγαπάτε και υμνείτε τη ζωή την ίδια; Αυτό είναι επίσης φιλία. Μια από τις πιο ισχυρές εκφράσεις της φιλίας είναι η σχέση που ενώνει δύο φίλους.

«Στη φιλία το εγώ δεν διαλύεται μέσα στον άλλο· αντιθέτως, εξελίσσεται. Διαφορετικά από την αγάπη, η φιλία δεν κηρύττει ότι ένα κι ένα κάνουν ένα· αλλά ότι ένα κι ένα κάνουν δύο. Καθένας από τους δύο εμπλουτίζεται από και για τον άλλο». –ΕΛΙ ΓΟΥΙΖΕΛ

Η τρίτη, και πιο υψηλή μορφή αγάπης για τους Έλληνες, είναι η αγάπη – αγάπη που δεν ζητά τίποτα σε αντάλλαγμα.

Είναι η πιο σπάνια και η πιο πολύτιμη μορφή αγάπης. Αυτοί που εκδηλώνουν αγάπη ενεργούν πέρα από τα αγνά ατομικά κίνητρα: Ο κόσμος είναι γεμάτος από πλάσματα που χρειάζονται να αγαπηθούν από μια καλή καρδιά και η αγάπη είναι αγάπη που πηγάζει από μια τέτοια καρδιά. Η αγάπη καθιστά ικανούς τους ανθρώπους να βιώσουν θεϊκή αγάπη οι ίδιοι και να εκπέμψουν συμπόνια για τους άλλους. Επειδή η αγάπη είναι ανιδιοτελής, η έκφρασή της πάντα βοηθά και ποτέ δεν βλάπτει τους άλλους. Εκεί όπου ο έρωτας καθιστά δυνατούς τους ερωτικούς δεσμούς και τη δημιουργία οικογένειας και ο φίλος καθιστά τη φιλία και την κοινωνία δυνατές, η αγάπη καθιστά τη λατρεία και την ανθρωπιά δυνατές. Η αγάπη μπορεί επίσης να επικυρώσει και να δυναμώσει τόσο τη φιλία όσο και τον έρωτα.

Αυτό που κάνει την αγάπη διαφορετική από τον έρωτα και τη φιλία είναι η ανιδιοτέλειά της. Ο έρωτας κάνει τους ανθρώπους να πολεμούν να χάσουν ή να βρουν τους εαυτούς τους μέσα σε άλλους. Η φιλία τούς κάνει να θέλουν να ταυτιστούν με κάποιον άλλο. Η αγάπη εκδηλώνεται χωρίς να μπαίνουν στο δρόμο της το εγώ και τα κίνητρα. Το να δέχεστε αγάπη είναι σαν να νιώθετε τον ακτινοβόλο ήλιο να λάμπει πάνω σας. Δεν σας πειράζει που λάμπει πάνω και σε άλλους επίσης· αντίθετα, θέλετε και οι άλλοι να το νιώθουν. Το να δίνετε αγαπητική αγάπη είναι σαν να παράγετε το ακτινοβόλο φως το ίδιο.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να βιώσετε την αγάπη σαν όφελος και μετά να τη δώσετε και σε άλλους. Μερικοί το κάνουν αυτό μέσω της προσευχής· μερικοί μέσω του διαλογισμού· άλλοι μέσα από τα σκληρά μαθήματα της ζωής και τη βαθμιαία απόκτηση της σοφίας· ακόμη άλλοι μέσα από μυστικιστικές αναζητήσεις. Όπως κι αν έρχεται στη ζωή σας, το κλειδί είναι να απαλείψετε το εγώ από την εξίσωση.

Αυτό ήταν ένα πρόβλημα για τον Φρόιντ – και μια αδυναμία στις θεωρίες του για την αγάπη. Ο Φρόιντ είχε διαβάσει λιγάκι για το “μυστικισμό” και τις υπαρξιακές καταστάσεις που μπορούν να επιτευχθούν μέσω τεχνικών που καταφέρνουν να ηρεμήσουν την απαιτητική, ερωτική ψυχή. Είχε ακούσει μαρτυρίες από ανθρώπους που είχαν βιώσει ταύτιση με το σύμπαν ή ενότητα με τα πράγματα, κατά τη διάρκεια των οποίων το εγώ προσωρινά διαλύεται. Οι άνθρωποι παρομοιάζουν αυτή την εμπειρία με το αίσθημα της σταγόνας που επιστρέφει στον ωκεανό, που συχνά συνοδεύεται από οπτικές εντυπώσεις θεϊκού φωτός ή ακουστικές εντυπώσεις θεϊκής μουσικής ή γευστικές εντυπώσεις θεϊκού νέκταρ ή απτικές εντυπώσεις του το να είναι λουσμένοι σε θεϊκή αγάπη. “Είμαι ανίκανος να ανακαλύψω αυτό το ωκεάνιο αίσθημα στον εαυτό μου”, ομολόγησε ο Φρόιντ, με κάμποση πικρία.

Και είχε δίκιο, γιατί η αγάπη δεν κατοικεί ή απορρέει από το εγώ ούτε από κάποια “κομμάτια” του εαυτού στον ψυχαναλυτικό του χάρτη. Ούτε το Εγώ ούτε το Υπερ-εγώ ούτε το Αυτό μπορεί να δώσει και να δεχθεί αγάπη, όχι περισσότερο από ό,τι μπορούν να μαυρίσουν στον ήλιο.

Είναι αναμφισβήτητα ένα καλό πράγμα να βιώνετε και έρωτα και φιλία, γιατί τότε θα ανακαλύψετε τα προτερήματα, τα ελαττώματα και τους περιορισμούς του εαυτού σας.

Και όταν είστε έτοιμοι για αυτή, η αγάπη θα σας περιμένει.

Διαθέτει ευφυΐα και αρετή; Τόσο πιο ακατάλληλες του αποκαλύπτονται για την εξέλιξή του νέου

Αν εξετάσουμε τα πρακτικά εμπόδια που ορθώνονται στο δρόμο των ενάρετων νέων, δεν θα απορήσουμε που εμφανίστηκε αυτή η γενικευμένη τάση διερεύνησης των αδικιών στους κόλπους της κοινωνίας. Ξεκινώντας για τη ζωή, ο νέος άνδρας βρίσκει φραγμένο από τη διαφθορά το δρόμο προς τις επικερδείς απασχολήσεις. Οι τρόποι διεξαγωγής του εμπορίου έχουν γίνει ιδιοτελείς, αγγίζουν τα όρια της κλοπής, και τείνουν προς τα όρια (αν δεν τα ξεπερνούν) της απάτης.

Στην ουσία οι εμπορικές δραστηριότητες δεν είναι αταίριαστες για τον άνδρα, ούτε λιγότερο πρόσφορες για την ανάπτυξη των ικανοτήτων του αλλά σήμερα, σε γενικές γραμμές, είναι τόσο βρόμικες από τις παραβάσεις και τις καταχρήσεις, οι οποίες γίνονται με την συνέργεια όλων, ώστε απαιτούν περισσότερο σθένος και δυνάμεις απ' όσο μπορεί κανείς να περιμένει από ένα νέο άνδρα που επιθυμεί να ασχοληθεί μ’ αυτές˙ βρίσκεται χαμένος μέσα τους˙ βρίσκεται δεμένος χειροπόδαρα. Διαθέτει ευφυΐα και αρετή; Τόσο πιο ακατάλληλες του αποκαλύπτονται για την εξέλιξή του, και αν θελήσει να ευδοκιμήσει ασκώντας τες, θα πρέπει να θυσιάσει όλα τα λαμπρά όνειρα της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας του· θα πρέπει να λησμονήσει τις νεανικές προσδοκίες του και να μπει στον ζυγό της ρουτίνας και της δουλοπρέπειας. Εάν όμως σκέπτεται διαφορετικά, τότε: δεν του μένει παρά να χτίσει τον κόσμο από την αρχή, όπως εκείνος που χώνει το τσαπί στη γη για να τραφεί.

Όλοι, βεβαίως, είμαστε ένοχοι γι’ αυτή την κατάσταση δεν χρειάζεται παρά να κάνουνε μερικές ερωτήσεις για τον τρόπο της προώθησης των εμπορεύσιμων προϊόντων από τα χωράφια όπου παράγονται μέχρι τα σπίτια μας, για να κατανοήσουμε ότι τρώμε, πίνουμε και φοράμε ψευδορκία και απάτη ενσωματωμένες σ’ εκατοντάδες αγαθά.

Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ: Θα τη ζω τη ζωή, θα την ρουφάω, θα την χαίρομαι, όσο μπορώ πιο έντιμα, γιατί λάθη θα κάνουμε όλοι αγαπητοί μου φίλοι

Η ζωή είναι προσφορά, η ζωή είναι απόλαυση, η ζωή είναι ευφροσύνη, ευλογία. Αλλά, σιγά-σιγά και καθώς περνούν τα χρόνια, να το έχουμε υπόψη μας αυτό το πράγμα, ότι σε ένα άλλο πλαίσιο είμαστε κι εμείς και θα έρθει μια μέρα που θα πεθάνουμε. Εκείνη η ώρα να μας βρει να έχουμε εξισωθεί με την αναγκαιότητα της σκληρής τιμής. Τότε κάπως αν δεν συμφιλιωθούμε, θα έρθουμε σε μια κατανόηση όμως. Να πεθάνουμε αξιοπρεπώς, που λέει ο Καβάφης, καταλάβατε;

Αυτό το πράγμα όμως είναι ένα αγώνισμα ολυμπιακό δια βίου. Είναι εκείνο που λέει ο Χρηστός, «μην κοιμηθείτε παρθένες θα σας πω μωρές». Μη κοιμηθείτε. Τι θα πει αυτό; Είναι φοβερή αυτή η εντολή, η παραβολή των 10 παρθένων, οι μωρές. Μιλάμε για υπαρκτικό ύπνο.

Σε παρέσυρε η ζωή και ξεχνάς ποια είναι η ουσία; Να 'σαι πάντα άγρυπνος, «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου», λέει ο Σολωμός. Νά ’τοι οι στίχοι του Σολωμού που σας λέω ότι καθένας αξίζει για δέκα τόμους. Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα. Να τη ζω, να την ρουφάω, θα την χαίρομαι, όσο μπορώ πιο έντιμα, γιατί λάθη θα κάνουμε όλοι αγαπητοί μου φίλοι. Όσο μπορώ πιο έντιμα, πιο ηθικά, πιο ενάρετα, πιο όμορφα, υπάρχει ομορφιά μέσα στην ηθική.

Τρύγησε την ημέρα. Μην την αφήσεις να πάει χαμένη, την κάθε μέρα. Ό,τι χαρές είναι να σου δώσει μην τις αφήσεις, γιατί δεν θα την ξαναβρείς. Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη. Είναι εκείνο που ο Όμηρος μας το είπε με το παράδειγμα των βοδιών του Απόλλωνα.

Άντε να σας πω κι ένα Σεφέρη τώρα. Λέει: «Οι σύντροφοι στον Άδη». Ποιοι είναι οι σύντροφοι στον Άδη, καταδικασμένοι δηλαδή και στη ζωή και στο θάνατο. Σαν να μην ζήσανε. Ακούστε τι λέει ο Σεφέρης:

«αφού μας μέναν παξιμάδια,
τι κακοκεφαλιά να φάμε στην ακρογιαλιά του θεού (Ήλιου) τ´ αργά γελάδια
που το καθένα κι ένα κάστρο για να το πολεμάς σαράντα χρόνους
να πας να γίνεις ήρωας κι άστρο.
Πεινάσαμε στης γης την πλάτη
σα φάγαμε καλά πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι
».

Τι σημαίνει εδώ «φάγανε τα γελάδια του ήλιου»; Τα γελάδια του ήλιου κατά μία έννοια είναι 365. Σημαίνει μην αφήσετε, μην σπαταλήσετε άδικα και ανόητα τις μέρες σας. Την κάθε μέρα να τη βλέπεις και να την καρπώνεσαι μέσα σε μέτρα, μην την αφήσεις και περνάει γιατί την έχασες. Και δεν θα ξανάρθει. Και φεύγει κι η άλλη, κι η άλλη κι η άλλη…

Τα σβηστά κεριά του Καβάφη. Και στο τέλος μια απέραντη σειρά από κεράκια σβηστά. Λοιπόν, αυτό είναι. Να την χαιρόμαστε τη ζωή, είναι οδηγία και ευλογία και νόημα και εντολή. Η πιο σπουδαία εντολή, ας πούμε Ελληνική, ενός Ελληνικού Δεκαλόγου. Να τη χαίρεσαι τη ζωή, μέσα σε μέτρα όμως. Χωρίς υπερβολές, χωρίς να φτάνεις στην ύβρη. Αυτό είναι το νόημα, που σημαίνει κατάφαση.

Λοιπόν, και όσο δεν έχουμε αυτή την αγρυπνία και αφήνουμε και περνάει η μέρα και περνάει και αύριο και αύριο και έχεις καιρό και έχεις καιρό, κάποτε θα πάθουμε εκείνο που έπαθε ο Θαλής (αυτός το έπαθε συνειδητά βέβαια). Ο Θαλής, πολύ μεγάλος, τρομακτικό πνευματικό μέγεθος στους προσωκρατικούς φιλοσόφους, ο Θαλής ο Μιλήσιος. Του έλεγε λοιπόν η μάνα του, είχε αφιερωθεί εκεί στις έρευνες του, « Παντρέψου γιε μου». Της έλεγε έχω καιρό μάνα, ουκέτι καιρός, δεν ήρθε ακόμα η ώρα να παντρευτώ». «Παντρέψου γιε μου και παντρέψου, παντρέψου». Οπότε μια μέρα του λέει «Παντρέψου γιε μου!» και εκείνος λέει εκείνο το περίφημο «Ούπω καιρός», δεν είναι πια καιρός. Αυτό είναι το νόημα, να χαιρόμαστε τη ζωή, αλλά μέσα σε μέτρα. Δεν είναι όλα κοιλιά και στομάχι και μήτρα, με την χλωρίδα της, του ευλογημένου θηλυκού…

Οι τρεις αιτίες που κίνησαν την ιστορία λέει κι ο Ουγκώ είναι το μυαλό, η καρδιά (λέγοντας “η καρδιά” εδώ είναι και τα συναισθήματα) και η κοιλιά, κυρίως η κοιλιά του θηλυκού, με την έννοια όχι του φαγητού αλλά της γενετήσιας βουλιμίας.

Λοιπόν, όταν είμαστε άγρυπνοι και χαιρόμαστε σωστά τη μέρα μας, θα πει χαίρομαι, είμαι άγρυπνος και ξέρω ποια είναι η πραγματική μου κατάσταση και περνάω και δεν πάνε χαμένες οι μέρες μου, σιγά-σιγά καθώς πλησιάζω στο τέλος, με βρίσκει σύμμετρο.

ΔΙΩΝ ο Χρυσόστομος: Από ποιους έχουν υποφέρει περισσότεροι, από τους ομολογημένους εχθρούς ή από όσους προσποιούνται ότι είναι φίλοι;

Εμπρός, λοιπόν, ας δούμε και το άλλο. Από ποιους έχουν υποφέρει περισσότεροι, από τους ομολογημένους εχθρούς ή αντιθέτως από όσους προσποιούνται ότι είναι φίλοι;

Όποιος, λοιπόν, θέλει να ζει με ειρήνη και με κάποια ασφάλεια, πρέπει να προσέχει την επαφή με τους ανθρώπους και να γνωρίζει ότι η φύση των πολλών είναι έτοιμη να μεταδώσει ένα μέρος κακίας, και, ακόμα κι αν κάποιος λέει χιλιάδες φορές ότι είναι φίλος, να μην τον πιστεύει. Γιατί μεταξύ των ανθρώπων τίποτα δεν είναι βέβαιο ή αληθινό, αλλά αυτόν που στο παρελθόν έβαζαν πάνω από τα πάντα, ακόμα και από τη ζωή τους, αν τύχει έτσι, μετά από λίγο τον θεωρούν τον χειρότερο εχθρό.

Ποια εμπιστοσύνη, λοιπόν, ή ποια ασφάλεια υπάρχει απέναντι σε τέτοιους; Πώς θα μπορούσε να αγαπήσει εμένα αυτός που δεν αγαπά ούτε τον εαυτό του; Γιατί αυτό που ειπώθηκε στους Αθηναίους, όταν ήταν στα τελευταία τους και ζητούσαν κάτι για τη Σάμο, σωστά, πιστεύω, θα λεγόταν σε όσους κακούς προσπαθούν να υφαρπάσουν τη φιλία: «Όποιος δεν αγαπά ο ίδιος τον εαυτό του, πώς αγαπά άλλον, ξένο ή παιδί ή αδερφό;»

Τι γίνεται λοιπόν, όταν κανείς εκφράζει τα φιλικά του αισθήματα και ορκίζεται στα ιερά και είναι σχεδόν πρόθυμος να γίνει ο ίδιος κομμάτια;

Να τα ακούμε τότε αναγκαστικά και, μα τον Δία, ίσως να συγκατανεύουμε. Να γνωρίζουμε, όμως, καλά ότι τίποτε από αυτά δεν είναι έγκυρο.

Γι’ αυτό, όταν κανείς δείχνει εμπιστοσύνη και συναντήσει κάποιον δύστροπο, είναι γελοίο να κατηγορεί εκείνον, ενώ θα έπρεπε να κατηγορεί τον εαυτό του. Και μερικές φορές φωνάζει εναντίον των θεών, επειδή εξαπατήθηκε από έναν φίλο ή γνωστό.

Οι θεοί τον περιγελούν, γνωρίζοντας ότι εξαπάτησε τον εαυτό του αφήνοντάς τον στα χέρια άλλου. Όσοι σκοντάφτουν στους δρόμους ή, μα τον Δία, πέφτουν σε λάσπη ή λακκούβα, δεν οργίζονται με τις πέτρες ή με τη λάσπη γιατί θα ήταν εντελώς τρελοί, αφού θα έπρεπε να κατηγορούν τους εαυτούς τους και την απροσεξία τους.

«Τι λοιπόν;» θα πει κανείς, «πρέπει να επιλέγει κάποιος τη ζωή θηρίου και να ζει απομονωμένος; Όχι θηρίου αλλά ανθρώπου συνετού , που γνωρίζει καλά να ζει με ασφάλεια. Γιατί η απομόνωση είναι πολύ ασφαλέστερη και καλύτερη από την επαφή με τους ανθρώπους.

Φυσικά, λοιπόν, με τέτοιους ανθρώπους πρέπει να έχει κανείς σχέσεις όσο απαιτείται από την ανάγκη και πολύ λίγο, επαγρυπνώντας ως επί το πλείστον ο ίδιος και φρουρώντας, όπως λέει ο ποιητής ότι έκανε ο Έκτορας με τους Αχαιούς:

«Εκείνος όμως, με γνώση του πολέμου, σκεπασμένος στους φαρδιoύς ώμους του με ταυρίσια ασπίδα απέφευγε το σφύριγμα των βελών και τον γδούπο των ακοντίων»

Παρομοίως πρέπει στη ζωή, έχοντας βάλει μπροστά τη φρόνηση και τη γνώση σαν ασπίδα και έχοντας καλυφθεί με αυτήν, να αποφεύγουμε και να προφυλασσόμαστε από την κακία, τα τεχνάσματα και τις πλεκτάνες των ανθρώπων, τις οποίες συνηθίζουν να χρησιμοποιούν.

Και γενικά είναι θαυμαστό, αν θα αποτελέσει εμπόδιο για την κακία το ότι έφαγε κανείς από το ίδιο τραπέζι και, μα τον Δία, ότι ήπιε από το ίδιο κροντήρι και ότι είδε το ίδιο λυχνάρι το ότι βλέπουν τον ίδιο ήλιο και τρέφονται από την ίδια γη κανείς από τους κακούς δεν το υπολογίζει.

ΔΙΩΝ ο Χρυσόστομος
--------------------
Ο Δίων ο Χρυσόστομος (40 - 120) ήταν αρχαίος Έλληνας ρήτορας, συγγραφέας και φιλόσοφος του 1ου αιώνα. Διακρινόταν για την ευγλωττία του στην οποία όφειλε και την προσωνυμία «Χρυσόστομος».

Βιογραφία

Γεννήθηκε το έτος 40 μ.Χ. στην Προύσα της Βιθυνίας. Ήταν κυνικός και στωικός φιλόσοφος, και συγκαταλέγεται στην δεύτερη σοφιστική σχολή. Έζησε στην Ρώμη επί αυτοκράτορος Τίτου, τον οποίο καυτηρίασε για τον ερωτικό του δεσμό με τον μαυρομάλη πυγμάχο Μελανκόμα. Καυτηρίασε επίσης τον διάδοχο του Τίτου, Δομιτιανό, ο οποίος εξόρισε τον Δίωνα από την Ρώμη, την Ιταλία και Βιθυνία, με το αιτιολογικό ότι ο Δίωνας συμβούλεψε κάποιον συγγενή του Αυτοκράτορα πως να συνωμοτήσει. Στην διάρκεια της εξορίας του λένε ότι περιηγήθηκε την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ρακένδυτος και βιοπαλεύοντας με διάφορα χειρωνακτικά επαγγέλματα. Μετά την δολοφονία του Διομιτιανού το έτος 96 έπεισε ένα στρατόπεδο των Ρωμαίων να αποδεχτεί την επιλογή του ρωμαϊκού λαού. Επί αυτοκράτορος Νέρβα πήρε χάρη, ενώ μετά τον θάνατο του Νέρβα συνδέθηκε φιλικά με τον αυτοκράτορα Τραϊανό. Επέστρεψε στην γενέτειρά του, όπου τιμήθηκε. Αναφέρεται ότι το έτος 111 εμπλέχτηκε σε μια διαμάχη για την ανακαίνιση της πόλης, και πιστεύεται ότι πέθανε λίγο αργότερα, μεταξύ 115 και 120.

Συγγράμματα

Ο Δίων ήταν σύγχρονος του Πλουτάρχου, Τάκιτου και Πλίνιου. Με το όνομα του Δίωνα έχουν παραδοθεί 80 λόγοι, με περιεχόμενο ηθικοπολιτικό, στον τύπο της κυνικής «διατριβής», δηλαδή της εκλαϊκευτικής και σύντομης πραγματείας, με πλήθος αναφορές στην πολιτιστική παράδοση. Σε νεανική ηλικία ο Δίων είχε γράψει και ρητορικούς λόγους εναντίον της φιλοσοφίας, που δεν έχουν σωθεί, ίσως επειδή ο ίδιος τους αποκήρυξε ύστερα από τη μεταστροφή του. Ρητόρευσε επί πολλών και ποικίλων θεμάτων. Ίσως πολλοί από αυτούς να ήταν προορισμένοι για να τους εκφωνήσει ο Τραϊανός. Στους λόγους του αναπτύσσει ιδέες περί διοίκησης, αρετής, ελευθερίας, δουλείας, πλούτου, απληστίας, αμαρτίας, περί πολέμου, εχθρότητας, ειρήνης και για την ζωή του Διογένη. Επίσης καυτηριάζει την πορνεία.

Προβλέποντας τα όρια των ατομικών πυρήνων

Μεταξύ του τεράστιου αριθμού των δυνατών πυρηνικών ισοτόπων, πολύ λίγα είναι σταθερά. Απλώνονται επάνω από έναν ορισμένο μαζικό αριθμό – προσθέτοντας νετρόνια σε ένα στοιχείο του Περιοδικού Πίνακα – και τελικά ο αντίστοιχος πυρήνας δεν μπορεί να υπάρξει επειδή χάνει νουκλεόνια. Το «περίβρεγμα» νετρονίων που προσδιορίζει αυτό το όριο της ύπαρξης ανακαλύφθηκε πειραματικά για τα στοιχεία μέχρι το νέον. Τώρα, χρησιμοποιώντας μια θεωρητική προσέγγιση πρώτων αρχών, ο Ragnar Stroberg από το Πανεπιστήμιο της Washington, στο Seattle, και οι συνάδελφοί του έχουν προβλέψει το χάρτη της πυρηνικής ύπαρξης μέχρι τον σίδηρο.

Η μελέτη αυτή δεν είναι η πρώτη προσπάθεια για να εξερευνηθεί η ακραία, πλούσια σε νετρόνια, περιοχή του πυρηνικού τοπίου θεωρητικά: μια προηγούμενη έρευνα χρησιμοποίησε προσεγγιστικές μεθόδους για να προβλέψει περίπου 7000 δέσμια νουκλίδια μεταξύ του ήλιου και του στοιχείου 120. Ο Stroberg και οι συνάδελφοί τους, ωστόσο, απέκτησαν ένα πρώτο χάρτη με βάση την «εξ αρχής» [ab initio] πυρηνική θεωρία. Ξεκινώντας από αλληλεπιδράσεις δύο και τριών νουκλεονίων, έλυσαν την εξίσωση Schrödinger πολλών σωμάτων, για να προβλέψουν τις ιδιότητες των πυρήνων μέχρι τον σίδηρο. Για την αξιόπιστη αντιμετώπιση ελαφρών έως μέσης μάζας στοιχείων, συνδύασαν μια καινοτόμο εξ αρχής μέθοδο πολλών σωμάτων (in-medium similarity renormalization group), με μια επέκταση που μπορεί να χειρίζεται μερικώς γεμάτα πυρηνικά τροχιακά.

Η ομάδα υπολόγισε τις ενέργειες βασικής κατάστασης για σχεδόν 700 ισότοπα. Οι ενέργειες που επιτεύχθηκαν, οι οποίες συμφωνούν αξιοσημείωτα καλά με τις μετρήσεις που έγιναν μέχρι τώρα, στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για να προσδιορίσουν τις θέσεις για το «περίβρεγμα», συμπεριλαμβανομένων των θεωρητικών αβεβαιοτήτων. Οι ερευνητές πρόσφατα εφάρμοσαν την εργασία τους στα βαρύτερα στοιχεία. Αυτός ο διευρυμένος χάρτης θα παρέχει αξιόπιστα εισιόντα για τις προσομοιώσεις σχηματισμού ισοτόπων πλούσιων σε νετρόνια, όπως εκείνα που δημιουργούνται στις συγχωνεύσεις άστρων νετρονίων.

G. W. Fr. Hegel: Κίβδηλο ή αληθινό συγκεκριμένο;

Γκέοργκ Χέγκελ: 1770–1831

Από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο

§1

Όλοι ή σχεδόν όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν –και αναλόγως μοχθούν– να αντιμετωπίζουν τα πράγματα της ζωής με λιγότερο ή περισσότερο συγκεκριμένο τρόπο. Έτσι, στην καθημερινή μας θεωρητική και πρακτική συμπεριφορά είμαστε ήδη οικειωμένοι σχετικά με το «συγκεκριμένο» και το «αφηρημένο». «Συγκεκριμένο», ας πούμε, είναι ό,τι συζητάμε εδώ και τώρα ή ό,τι βλέπουμε, ακούμε, γευόμαστε κ.λπ., γενικώς ό,τι προσλαμβάνουμε δια της τρέχουσας κουβέντας και δια των αισθήσεων. Σε ένα παρόμοιο περίπου περιβάλλον της καθημερινής γλώσσας, αίσθησης και σκέψης τοποθετείται και το αφηρημένο. Αυτή η συνηθισμένη χρήση των δύο εννοιών άλλοτε συμπίπτει με ό,τι αποδεικνύει η ίδια η πράξη ως συγκεκριμένο ή αφηρημένο, άλλοτε όχι. Απέναντι στην τρέχουσα αντίληψη για τις εν λόγω έννοιες, η φιλοσοφία ορθώνει τις δικές της διερευνήσεις γύρω από το αφηρημένο και το συγκεκριμένο. Μια πρώτη διερεύνηση μας λέει πως το «αφηρημένο» και το «συγκεκριμένο», ανεξάρτητα από τη φιλοσοφική θεωρία ή κατεύθυνση, αποτελούν δομικά στοιχεία της φιλοσοφικής σύλληψης ως τέτοιας, δηλαδή της βαθύτερης περίσκεψης του ανθρώπου. Μια δεύτερη διαπιστώνει πως το αυθεντικό συγκεκριμένο χωρεί πέρα και πάνω από το κοινώς αποδεκτό ως συγκεκριμένο. Τι έχει να μας πει ο Χέγκελ επ’ αυτού; Από άποψη γενικής αρχής, η φιλοσοφική του γλώσσα οικοδομεί όλα τα νοηματικά και δια-νοηματικά της σύνολα πάνω στα θεμέλια της διαλεκτικής αφηρημένου και συγκεκριμένου. Το συγκεκριμένο, στην εγελιανή του σύλληψη, είναι η έννοια και όχι το αισθητό, όχι το κατ’ αίσθηση, το άμεσα δεδομένο, το εύρημα της αισθητηριακής εμπειρίας.

§2

Η κοινή αντίληψη θεωρεί ως συγκεκριμένο ό,τι μας δίνουν οι αισθήσεις. Αυτό το «συγκεκριμένο», ο Χέγκελ το ονομάζει κατ’ αίσθηση συγκεκριμένο και το κατατάσσει στην κατηγορία του αφηρημένου. Ως τέτοιο, το διαχωρίζει ρητά από το εννοιακό συγκεκριμένο. Το πρώτο ανήκει στην παράσταση, στην εποπτεία, δηλαδή στην υπολογιστική σκέψη που εργάζεται μόνο με εξωτερικές παραστάσεις και εικόνες, με εν-τυπώσεις, με γνώμες χωρίς προ-οπτική, με στατιστικές και λογιστικές εμμονές, με σιδερόφρακτες επινοήσεις σκοπιμότητας· όχι όμως και με την έννοια. Είναι συνεπώς μονοσήμαντο: η υπολογιστική σκέψη δηλαδή, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, η κοινή συνείδηση, μένει καθηλωμένη στην πετρώδη συγκόλλησή της στο εξωτερικό, στο φαινομενικό, στη μια όψη ή πτυχή του πράγματος, αδυνατώντας να συλλάβει και τις απειράριθμες άλλες αθέατες πλευρές του. Το κατ’ αίσθηση συγκεκριμένο, ή το αφηρημένο εν γένει, είναι ένα κίβδηλο, εν πολλοίς, συγκεκριμένο, γιατί μένει στην επιφάνεια του πράγματος, δίνει λόγο μόνο για την εμφάνειά του, άρα για την κατ’ επίφαση και όχι για την αληθινή του ουσία. Για παράδειγμα, ένας κρατικός οικονομολόγος-αξιωματούχος αντιμετωπίζει την οικονομική κρίση μόνο με αριθμούς και αλγόριθμους –που εδώ απηχούν το κατ’ αίσθηση συγκεκριμένο, δηλαδή ένα χωρίς καθορισμένο περιεχόμενο αφηρημένο– και όχι υπό το πνεύμα της συστημικής κρίσης, που απηχεί την εννοιακή μορφή του συγκεκριμένου. Ένας τέτοιος αξιωματούχος καθοδηγείται από ανεστραμμένη λογική και η οικονομική του πολιτική είναι απολύτως καταστροφική, ακόμη και αν η εφαρμογή της διανθίζεται από καταγγελτικές φλυαρίες ενάντια στο σύστημα. Το συγκεκριμένο, στην περίπτωση τούτη, λειτουργεί ως ένα αθροιστικό-ποσοτικό σύνολο μεγεθών, που δεν επιφέρει καμιά ριζική ποιοτικά αλλαγή στην κοινωνία και τους πολίτες.

§3

Γενικώς ειπείν, το κατ’ αίσθηση συγκεκριμένο, δηλαδή το κενό αφηρημένο, ευδοκιμεί γενικώς στην περιοχή του κοινού νου, της διάνοιας (Verstand) με όρους του Χέγκελ, και πιο ειδικά σε κομματικούς, θεσμικούς, πολιτικούς, συντεχνιακούς, μαζικά πολιτιστικούς, χώρους, όπου η κοινή συνείδηση πασχίζει να γεμίζει με εξουσιαστικά οφέλη το άδειο και γι’ αυτό απραγματοποίητο Εγώ της. Αυτή λειτουργεί χωριστικά: ο εαυτός και ο άλλος ή το άλλο· έξω δηλαδή από κάθε εσωτερική επικοινωνία και σχέση. Το συγκεκριμένο απεναντίας, με τη μορφή της έννοιας, ανήκει στην κατανοητική σκέψη, δηλαδή στη σκέψη που συνδυάζει την εμπειρία και την έννοια, την ιδέα και την άμεση πραγματικότητα του πράγματος, τη σφαιρική του σύλληψη και τη βαθύτερη κατανόησή του. Ο συνδυασμός αυτός είναι η καθολική, αυτό-προσδιοριζόμενη σχέση του εαυτού και του άλλου του και φέρει το όνομα: η έννοια ή η ιδέα. Από την άποψη της καθολικής σχέσης, ή της καθολικότητας με έργο και λόγο, η έννοια είναι το απόλυτα συγκεκριμένο· δηλαδή είναι η αρνητική ενότητα του εαυτού, εντός της οποίας ο τελευταίος δεν αποκλείει το άλλο ως εχθρικό και ξένο προς αυτόν, αλλά το αντιμετωπίζει ως το (απροσδιόριστο ή λιγότερο προσδιορισμένο) άλλο του και ως τέτοιο το αρνείται διαλεκτικά, δηλαδή το ανασυγκροτεί, το μετασχηματίζει μετασχηματιζόμενος και ο ίδιος. Τότε συμβαίνει πραγματική αλλαγή στην κοινωνία και την πολιτεία των ανθρώπων: προκύπτει μια κοινότητα των ανθρώπων, όπου κυριαρχεί εσωτερική ανταπόκριση, συν-εν-νόηση, αρμονία ανάμεσα στη σκεπτόμενη υποκειμενικότητα και την ενεργό πραγματικότητα. Η ισότητα έτσι δεν εκχωρείται πλέον ως «δωρεά» έξωθεν από κάποιον επίγειο εντεταλμένο «θεό» της μιας ή της άλλης συνωμοτικής ομάδας ανίκανων αξιωματούχων, αλλά εγκαθίσταται στη ζωή μας ως άρνηση της άρνησης: δηλ. ως κυριαρχία της καταφατικής ενότητας που συνδυάζει τη σωματική και πνευματική εργασία ελεύθερων συνειδήσεων. Η κυριαρχία αυτή, με όρους του Χέγκελ, είναι η πανταχού παρούσα δύναμη, ισχύς, εξ-ουσία του Λόγου. Όπου είναι παρούσα μια τέτοια εξ-ουσία [=ως αποκαλύπτική της ουσίας και όχι ως εκτός ουσίας), ο άνθρωπος είναι ο καθολικός, ολοκληρωμένος άνθρωπος και πρωταγωνιστεί μέσα στον κόσμο ως δημιουργός, ως ποιητικός νους (με την ευρύτερη έννοια), όχι ως καταστροφέας, όπως π.χ. ο προαναφερθείς στην §2 αξιωματούχος.

ΠΛΑΤΩΝ: Πρωταγόρας (326e-328d)

Διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ ὑεῖς φαῦλοι γίγνονται; τοῦτο αὖ μάθε· οὐδὲν γὰρ θαυμαστόν, εἴπερ ἀληθῆ ἐγὼ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν ἔλεγον, ὅτι τούτου τοῦ πράγματος, [327a] τῆς ἀρετῆς, εἰ μέλλει πόλις εἶναι, οὐδένα δεῖ ἰδιωτεύειν. εἰ γὰρ δὴ ὃ λέγω οὕτως ἔχει —ἔχει δὲ μάλιστα πάντων οὕτως— ἐνθυμήθητι ἄλλο τῶν ἐπιτηδευμάτων ὁτιοῦν καὶ μαθημάτων προελόμενος. εἰ μὴ οἷόν τ᾽ ἦν πόλιν εἶναι εἰ μὴ πάντες αὐληταὶ ἦμεν ὁποῖός τις ἐδύνατο ἕκαστος, καὶ τοῦτο καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ πᾶς πάντα καὶ ἐδίδασκε καὶ ἐπέπληττε τὸν μὴ καλῶς αὐλοῦντα, καὶ μὴ ἐφθόνει τούτου, ὥσπερ νῦν τῶν δικαίων καὶ τῶν νομίμων οὐδεὶς φθονεῖ οὐδ᾽ [327b] ἀποκρύπτεται ὥσπερ τῶν ἄλλων τεχνημάτων —λυσιτελεῖ γὰρ οἶμαι ἡμῖν ἡ ἀλλήλων δικαιοσύνη καὶ ἀρετή· διὰ ταῦτα πᾶς παντὶ προθύμως λέγει καὶ διδάσκει καὶ τὰ δίκαια καὶ τὰ νόμιμα— εἰ οὖν οὕτω καὶ ἐν αὐλήσει πᾶσαν προθυμίαν καὶ ἀφθονίαν εἴχομεν ἀλλήλους διδάσκειν, οἴει ἄν τι, ἔφη, μᾶλλον, ὦ Σώκρατες, τῶν ἀγαθῶν αὐλητῶν ἀγαθοὺς αὐλητὰς τοὺς ὑεῖς γίγνεσθαι ἢ τῶν φαύλων; οἶμαι μὲν οὔ, ἀλλὰ ὅτου ἔτυχεν ὁ ὑὸς εὐφυέστατος γενόμενος εἰς αὔλησιν, οὗτος [327c] ἂν ἐλλόγιμος ηὐξήθη, ὅτου δὲ ἀφυής, ἀκλεής· καὶ πολλάκις μὲν ἀγαθοῦ αὐλητοῦ φαῦλος ἂν ἀπέβη, πολλάκις δ᾽ ἂν φαύλου ἀγαθός· ἀλλ᾽ οὖν αὐληταί γ᾽ ἂν πάντες ἦσαν ἱκανοὶ ὡς πρὸς τοὺς ἰδιώτας καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐοντας. οὕτως οἴου καὶ νῦν, ὅστις σοι ἀδικώτατος φαίνεται ἄνθρωπος τῶν ἐν νόμοις καὶ ἀνθρώποις τεθραμμένων, δίκαιον αὐτὸν εἶναι καὶ δημιουργὸν τούτου τοῦ πράγματος, εἰ δέοι αὐτὸν κρίνεσθαι [327d] πρὸς ἀνθρώπους οἷς μήτε παιδεία ἐστὶν μήτε δικαστήρια μήτε νόμοι μηδὲ ἀνάγκη μηδεμία διὰ παντὸς ἀναγκάζουσα ἀρετῆς ἐπιμελεῖσθαι, ἀλλ᾽ εἶεν ἄγριοί τινες οἷοίπερ οὓς πέρυσιν Φερεκράτης ὁ ποιητὴς ἐδίδαξεν ἐπὶ Ληναίῳ. ἦ σφόδρα ἐν τοῖς τοιούτοις ἀνθρώποις γενόμενος, ὥσπερ οἱ ἐν ἐκείνῳ τῷ χορῷ μισάνθρωποι, ἀγαπήσαις ἂν εἰ ἐντύχοις Εὐρυβάτῳ καὶ Φρυνώνδᾳ, καὶ ἀνολοφύραι᾽ ἂν ποθῶν τὴν τῶν ἐνθάδε ἀνθρώπων [327e] πονηρίαν. νῦν δὲ τρυφᾷς, ὦ Σώκρατες, διότι πάντες διδάσκαλοί εἰσιν ἀρετῆς καθ᾽ ὅσον δύνανται ἕκαστος, καὶ οὐδείς σοι φαίνεται· εἶθ᾽, ὥσπερ ἂν εἰ ζητοῖς τίς διδάσκαλος [328a] τοῦ ἑλληνίζειν, οὐδ᾽ ἂν εἷς φανείη, οὐδέ γ᾽ ἂν οἶμαι εἰ ζητοῖς τίς ἂν ἡμῖν διδάξειεν τοὺς τῶν χειροτεχνῶν ὑεῖς αὐτὴν ταύτην τὴν τέχνην ἣν δὴ παρὰ τοῦ πατρὸς μεμαθήκασιν, καθ᾽ ὅσον οἷός τ᾽ ἦν ὁ πατὴρ καὶ οἱ τοῦ πατρὸς φίλοι ὄντες ὁμότεχνοι, τούτους ἔτι τίς ἂν διδάξειεν, οὐ ῥᾴδιον οἶμαι εἶναι, ὦ Σώκρατες, τούτων διδάσκαλον φανῆναι, τῶν δὲ ἀπείρων παντάπασι ῥᾴδιον, οὕτω δὲ ἀρετῆς καὶ τῶν ἄλλων πάντων· ἀλλὰ κἂν εἰ ὀλίγον ἔστιν τις ὅστις διαφέρει [328b] ἡμῶν προβιβάσαι εἰς ἀρετήν, ἀγαπητόν. ὧν δὴ ἐγὼ οἶμαι εἷς εἶναι, καὶ διαφερόντως ἂν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ὀνῆσαί τινα πρὸς τὸ καλὸν καὶ ἀγαθὸν γενέσθαι, καὶ ἀξίως τοῦ μισθοῦ ὃν πράττομαι καὶ ἔτι πλείονος, ὥστε καὶ αὐτῷ δοκεῖν τῷ μαθόντι. διὰ ταῦτα καὶ τὸν τρόπον τῆς πράξεως τοῦ μισθοῦ τοιοῦτον πεποίημαι· ἐπειδὰν γάρ τις παρ᾽ ἐμοῦ μάθῃ, ἐὰν μὲν βούληται, ἀποδέδωκεν ὃ ἐγὼ πράττομαι ἀργύριον· [328c] ἐὰν δὲ μή, ἐλθὼν εἰς ἱερόν, ὀμόσας ὅσου ἂν φῇ ἄξια εἶναι τὰ μαθήματα, τοσοῦτον κατέθηκε.

Τοιοῦτόν σοι, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἐγὼ καὶ μῦθον καὶ λόγον εἴρηκα, ὡς διδακτὸν ἀρετὴ καὶ Ἀθηναῖοι οὕτως ἡγοῦνται, καὶ ὅτι οὐδὲν θαυμαστὸν τῶν ἀγαθῶν πατέρων φαύλους ὑεῖς γίγνεσθαι καὶ τῶν φαύλων ἀγαθούς, ἐπεὶ καὶ οἱ Πολυκλείτου ὑεῖς, Παράλου καὶ Ξανθίππου τοῦδε ἡλικιῶται, οὐδὲν πρὸς τὸν πατέρα εἰσίν, καὶ ἄλλοι ἄλλων δημιουργῶν. τῶνδε δὲ [328d] οὔπω ἄξιον τοῦτο κατηγορεῖν· ἔτι γὰρ ἐν αὐτοῖς εἰσιν ἐλπίδες· νέοι γάρ.

***
Η αδυναμία της αγωγής είναι φαινομενική.
Μια κι έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί από πολλούς άξιους πατέρες βγαίνουν παιδιά παρακατιανά; Άκουσε ποιά εξήγηση δίνω: αν τα όσα είπα παραπάνω είναι σωστά (δηλαδή ότι δεν πρέπει κανένας να μένει αμέτοχος σ᾽ αυτό το πράγμα, [327a] την αρετή, αν είναι να σταθεί μια πολιτεία), δεν έχει θέση καμιά απορία. Γιατί, αν η άποψή μου βρίσκεται κοντά στην αλήθεια —και δεν υπάρχει άποψη πιο κοντά στην αλήθεια απ᾽ αυτή— διάλεξε οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα ή μάθημα και σκέψου: Ας υποθέσουμε ότι, αν δε γινόμασταν όλοι αυλητές, ο καθένας μας όπως μπορούσε, θα ήταν αδύνατο να σταθεί μια πολιτεία· ποιός τότε δε θα προσπαθούσε να διδάξει αυτή την τέχνη στον καθένα και στο σπίτι και δημόσια, και ποιός δε θα μάλωνε εκείνον που θα έπαιζε άσχημα τον αυλό; ποιός θ᾽ αρνιόταν να τη μεταδώσει — όπως καληώρα ποιός αρνιέται και ποιός κρατά κρυφούς τους γραφτούς και τους άγραφους νόμους, [327b] όπως τα μυστικά από τις άλλες τέχνες; (γιατί ο καθένας μας, νομίζω, έχει κέρδος από τη δικαιοσύνη και την αρετή του άλλου· γι᾽ αυτό κι ο καθένας μας στον καθένα με προθυμία και λέει και διδάσκει τους γραφτούς και τους άγραφους νόμους). Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι και στην τέχνη του αυλού με τον ίδιο τρόπο είχαμε όλη την προθυμία και την απλοχεριά να δίνουμε μαθήματα ο ένας στον άλλο, πιστεύεις, Σωκράτη, ότι τα παιδιά των άξιων αυλητών θα είχαν περισσότερες πιθανότητες να βγουν άξιοι αυλητές απ᾽ ό,τι τα παιδιά των παρακατιανών; Η γνώμη μου είναι ότι όχι — αλλά εκείνου που ο γιος έτυχε να γεννηθεί πιο προικισμένος για αυλητής, [327c] θα ξεχώριζε και θ᾽ αποχτούσε φήμη· το παιδί όμως εκείνου που το αδίκησε η φύση, θα ᾽μενε στην αφάνεια. Και πολλές φορές από άξιο αυλητή θα έβγαινε γιος παρακατιανός, πολλές φορές πάλι από παρακατιανό άξιος· όπως και να ᾽χε όμως, όλοι θα ήταν αρκετά καλοί αυλητές απέναντι στους ανίδεους κι αυτούς που έχουν μεσάνυχτα από την τέχνη του αυλού. Πίστεψε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωσή μας· πάρε όποιον νομίζεις τον πιο άδικο απ᾽ όλους όσοι μεγάλωσαν ανάμεσα σ᾽ ανθρώπους που ζουν με νόμους· ε λοιπόν, τούτος είναι δίκαιος και δάσκαλος πάνω σ᾽ αυτό που πραγματευόμαστε, αν είχαμε να τον συγκρίνουμε [327d] με ανθρώπους που δεν έχουν ούτε μόρφωση ούτε δικαστήρια ούτε κανένα τρόπο επιβολής, που να τους επιβάλλει απ᾽ το πρωί ώς το βράδυ να φροντίζουν για την αρετή — αλλά αν ήταν τίποτα άγριοι, σαν κι αυτούς που παρουσίασε ο Φερεκράτης ο ποιητής στο θέατρο πέρσι, στη γιορτή των Ληναίων. Αλήθεια, αν, όπως οι μισάνθρωποι σ᾽ εκείνη την κωμωδία, βρεθείς ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους, θα ᾽λεγες «δόξα σοι, ο θεός!» συντυχαίνοντας τον Ευρύβατο και τον Φρυνώνδα και θα στέναζες νοσταλγώντας [327e] την κακοψυχία των ανθρώπων του τόπου μας. Αλλά τώρα κάνεις το δύσκολο, Σωκράτη, γιατί όλοι είναι δάσκαλοι της αρετής —καθένας κατά τη δύναμή του— και σου φαίνεται ότι κανένας δεν είναι. Νά, είναι σαν να ψάχνεις ποιός διδάσκει [328a] την ελληνική γλώσσα· θα παρουσιαζόταν κανείς; Ή πάλι ψάξε να βρεις, φαντάζομαι, ποιός θα δίδασκε στα παιδιά των μαστόρων μας την ίδια τους την τέχνη, που βέβαια την έχουν μάθει από τον πατέρα τους, όσο μπορούσε ο πατέρας κι οι φίλοι του πατέρα που είναι του σιναφιού του· πιστεύω ότι δεν είναι εύκολο να βρεθεί δάσκαλός τους, Σωκράτη, που να τους μάθει περισσότερα, ενώ είναι το ευκολότερο πράγμα να βρεθεί για τους ανίδεους· το ίδιο συμβαίνει και με την αρετή και μ᾽ όλα τ᾽ άλλα. Άρα πρέπει να ᾽μαστε ευχαριστημένοι, αν βρίσκεται κάποιος κάπως ανώτερος από μας [328b] στο να φέρνει τους άλλους πιο κοντά στην αρετή. Λοιπόν πιστεύω πως κι εγώ είμαι ένας απ᾽ αυτούς — και ότι μπορώ να βοηθήσω έναν άνθρωπο να γίνει καλός και αγαθός καλύτερα από κάθε άλλον, και ότι μου αξίζει ο μισθός που ζητώ, και ακόμη μεγαλύτερος, έτσι που και ο μαθητής ο ίδιος να το παραδέχεται. Για τούτο κοίταξε πώς κανόνισα τον τρόπο της είσπραξης του μισθού: όταν ένας μαθητής τελειώνει τις σπουδές του κοντά μου, πληρώνει αμέσως τα χρήματα που του ζήτησα, αν θέλει· [328c] αν όχι, πηγαίνει σ᾽ ένα ναό, ορκίζεται πόσα χρήματα κατά τη γνώμη του αξίζουν τα μαθήματά μου, και τόσα αφήνει για πληρωμή.

Γενικό συμπέρασμα.
Τέτοιο μύθο και λόγο είχα να σου πω, Σωκράτη, μου είπε, για να καταλάβεις ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί και ότι αυτή τη γνώμη έχουν οι Αθηναίοι· τώρα λοιπόν δεν πρέπει ν᾽ αναρωτιέσαι πώς από άξιους πατέρες βγαίνουν παιδιά παρακατιανά κι από παρακατιανούς άξια· δες και τα παιδιά του Πολυκλείτου, συνομήλικοι με τον Πάραλο κι αυτόν εδώ τον Ξάνθιππο, δεν αξίζουν τίποτα κοντά στον πατέρα τους, όπως και άλλα παιδιά άλλων τεχνιτών. Όσο γι᾽ αυτούς εδώ, [328d] ας μη βιαστούμε ακόμη να τους κατηγορήσουμε· μπορούμε να έχουμε ακόμη ελπίδες σ᾽ αυτούς· γιατί είναι νέοι.