Το νεκροταφείο της Μένδης εκτείνεται στα νοτιοανατολικά του αρχαίου οικισμού και στην παραλία, όπως συνηθίζεται και σε άλλες αποικίες της Χαλκιδικής (Άκανθος) αλλά και της ανατολικής Μακεδονίας (Άβδηρα, Οισίμη), ίσως για να μην δαπανηθεί παραγωγικός χώρος για τα εκτεταμένα συνήθως νεκροταφεία.
Το νεκροταφείο εντοπίσθηκε σε πολύ μικρό βάθος από την επιφάνεια (από 0,20 μ έως 1 μ.) στην παραλία του ξενοδοχείου «Μένδη». Οι περισσότεροι τάφοι σώζονταν αποσπασματικά, καθώς εξαιτίας της πολύ μικρής επίχωσης συχνά αποκαλύπτονταν και αναμοχλεύονταν στο εσωτερικό τους από τους δυνατούς νοτιάδες, το κύμα αλλά και τους επισκέπτες.
Από το σύνολο των 235 τάφων οι οποίοι ερευνήθηκαν σε έκταση 800 περίπου τ.μ., οι 173 ήταν εγχυτρισμοί, ταφές δηλαδή μέσα σε αγγεία. Υπήρχαν ακόμη 59 λακκοειδείς τάφοι σκαμμένοι στην άμμο, καθώς και 3 κιβωτιόσχημοι κατασκευασμένοι με κάθετες πλάκες. Από τα αγγεία που χρησιμοποιήθηκαν για εγχυτρισμούς τα περισσότερα ήταν τοποθετημένα πλάγια ή βυθισμένα κατά ένα μέρος, ενώ τα μικρότερα αγγεία στέκονταν συνήθως όρθια. Τα τοιχώματα συγκρατούσαν αργές πέτρες ή βότσαλα. Η εισαγωγή του νεκρού γινόταν από το στόμιο, ή αν αυτό ήταν στενό, από την κοιλιά του αγγείου με την αφαίρεση ενός κυκλικού τμήματος, το οποίο στη συνέχεια συνήθως επανατοποθετούσαν στη θέση του. Μεγάλα βότσαλα ή πέτρες, μικρότερα αγγεία ή μάζες πηλού κάλυπταν επίσης συχνά αυτά τα σημεία εισαγωγής του νεκρού.
Οι πρωιμότεροι τάφοι, οι οποίοι χρονολογούνται από τα τέλη του 8ου αι. έως και τα τέλη του 7ου αι. π.Χ., ανήκαν σχεδόν αποκλειστικά σε βρέφη, παιδιά και νεαρά άτομα, επιβεβαιώνοντας τη συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων να θάβουν τα πολύ νεαρά άτομα σε ορισμένο χώρο στην περιφέρεια των νεκροταφείων, ενώ σποραδικά στον 6ο αι. π.Χ. ο χώρος χρησιμοποιήθηκε και για την ταφή ενηλίκων.
Η διάταξη των τάφων ήταν γενικά άτακτη, ωστόσο ήταν φανερή μια προσπάθεια προσανατολισμού Α-Δ, ανάλογου και με τη γραμμή του κύματος, με τα στόμια των αγγείων και τα κρανία των νεκρών προς τα ανατολικά. Σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρήθηκε ομαδοποίηση στη θέση κάποιων τάφων, γεγονός που υποδηλώνει ταυτόχρονο ενταφιασμό ή ίσως κάποια συγγενική σχέση ανάμεσα στους νεκρούς. Αξιοσημείωτο είναι τέλος το γεγονός ότι αν και οι ταφές σε κάποια σημεία του νεκροταφείου ήταν ιδιαίτερα πυκνές και σε επάλληλα στρώματα, ωστόσο σπάνια είχαν καταστρέψει τις προϋπάρχουσες. Το γεγονός αυτό ίσως υποδεικνύει την ύπαρξη κάποιων ταφικών σημάτων τα οποία ωστόσο δεν διασώθηκαν, εξαιτίας του υλικού τους ή της πολύ μικρής επίχωσης.
Σε τέσσερις μόνο περιπτώσεις αποκαλύφθηκαν υπολείμματα προσφορών έξω από τους τάφους (εναγισμοί). Βρίσκονταν σε αβαθείς λάκκους, συνήθως ακανόνιστου σχήματος, πάνω από το σημείο ταφής και αποτελούνταν από καμένη άμμο, τέφρα, καμένα ξύλα και οστά ζώων καθώς και τμήματα από σπασμένα αγγεία.
Ανάμεσα στα σχετικά λίγα κτερίσματα που συνόδευαν τους νεκρούς μέσα στις ταφές συνηθέστερα ήταν τα αγγεία πόσεως. Από αυτά ξεχωρίζουν τα κύπελλα με γραμμική διακόσμηση ανάλογη των πρωτογεωμετρικών και υποπρωτογεωμετρικών της Ερέτριας, τα κύπελλα με απλό επίχρισμα, ή με κυματιστές ταινίες, ανάλογα με αυτά που συναντώνται στον ανατολικοϊωνικό χώρο τον 7ο αι. π.Χ., καθώς και οι κύλικες και τα θήλαστρα με αντίστοιχη διακόσμηση. Αρκετά συχνοί ήταν οι αρύβαλλοι της μέσης και ύστερης πρωτοκορινθιακής περιόδου, τα συνήθως ροδιακού τύπου ειδώλια, αλλά και τα χάλκινα ή σιδερένια κοσμήματα, συνήθως πόρπες και δακτυλίδια.
Στο σύνολο των αγγείων που χρησιμοποιήθηκαν για τις ταφές σχετικά λίγα ήταν τα εισαγμένα, όπως δύο οξυπύθμενοι χιακοί αμφορείς, ένα πιθοειδές αιολικό bucchero, καθώς και δύο αμφορείς του τύπου SOS. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο δεύτερος αμφορέας SOS, ο οποίος έχει χρονολογηθεί στα τέλη του 8ου αι. είναι προϊόν αττικού εργαστηρίου και ένα από τα πρωιμότερα παραδείγματα του τύπου. Στον ώμο διατηρείται επιγραφή σε Κυπριακό αλφάβητο των αρχών του 7ου αι., με τα στοιχεία του εμπόρου ή του ιδιοκτήτη, ενώ στη λαβή τρεις οριζόντιες παράλληλες γραμμές υποδηλώνουν τη χωρητικότητα του αγγείου. Ο αμφορέας της Μένδης, ο οποίος πρέπει να έχει εξαχθεί από τη Σαλαμίνα της Κύπρου, αποτελεί ένα από τα πρωιμότερα, αν όχι το πρωιμότερο, παράδειγμα ανάλογου αγγείου που έχει βρεθεί εκτός Κύπρου.
Από τα εγχώριας παραγωγής αγγεία συχνότεροι ήταν οι πιθαμφορείς και οι πίθοι με ιδιαίτερα πλούσια εγχάρακτη και κυρίως γραπτή διακόσμηση, ενώ αρκετά συχνοί ήταν οι άβαφοι οξυπύθμενοι εμπορικοί αμφορείς καθώς και τα άβαφα οικιακής χρήσης σκεύη.
Από τα εγχώρια διακοσμημένα αγγεία ξεχωρίζουν οι παρακάτω κατηγορίες:
Αγγεία με εγχάρακτη διακόσμηση
Είναι τροχήλατοι άβαφοι πιθαμφορείς από καστανοκόκκινο σχετικά χονδρόκοκκο πηλό, οι οποίοι φέρουν ιδιαίτερα ψηλό κυλινδρικό ή κωνικό πόδι με τέσσερα τριγωνικά ή ορθογώνια ανοίγματα. Η εγχάρακτη διακόσμηση περιλαμβάνει σβάστικες, κλαδιά, συνεχείς τεθλασμένες ή κυματοειδείς γραμμές, στο λαιμό και τον ώμο, και σπανιότερα και στο πόδι. Τα επτά συνολικά αγγεία από το νεκροταφείο της Μένδης δεν έχουν μέχρι σήμερα παράλληλα σε άλλες περιοχές της Χαλκιδικής, γεγονός που ενισχύει την απόδοσή τους σε κάποιο τοπικό εργαστήριο, παρουσιάζουν ωστόσο σαφείς ομοιότητες με ανάλογα παραδείγματα από την Ερέτρια, με βάση τα οποία μπορούν να χρονολογηθούν στα τέλη του 8ου αι. ή τις αρχές του 7ου αι. π.Χ.
Αγγεία με γραπτή διακόσμηση
Αποτελούν την πολυπληθέστερη κατηγορία στο νεκροταφείο της Μένδης και μπορούν να διακριθούν σε αρκετές επιμέρους ομάδες, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
Τρεις μεγάλοι τροχήλατοι πιθαμφορείς και ένας πίθος αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αγγείων τα οποία αποδίδονται σε εργαστήρια της Αγχιάλου ή σε κάποια γειτονική περιοχή στον μυχό του Θερμαϊκού κόλπου. Οι δύο πρώτοι πιθαμφορείς εντάσσονται στον τύπο ΙΙ των αμφορέων της Τροίας, μίας ευρύτατα διαδεδομένης ομάδας αγγείων με εμπορική χρήση, η παραγωγή των οποίων ξεκινά περίπου στα μέσα του 9ου αι. και φαίνεται ότι διακόπτεται μόλις στον πρώιμο 7ο αι. π.Χ. Η διακόσμηση των αγγείων, σε καστανέρυθρο χρώμα, αποτελείται κυρίως από επάλληλες οριζόντιες ταινίες και γραμμές, ενώ την περιοχή του ώμου κοσμούν ομόκεντροι κύκλοι. Αγγεία του τύπου αυτού έχουν βρεθεί επίσης στον οικισμό της Μένδης, την Αγχίαλο, τη Θάσο, τον Καστανά, αλλά και την Ιωλκό και το Λευκαντί. Ο τρίτος πιθαμφορέας και ο πίθος αντιπροσωπεύουν μια ενδιαφέρουσα κατηγορία «ασημίζουσας» κεραμικής, η παραγωγή της οποίας ξεκινά στο α' μισό του 8ου αι. π.Χ. και είναι ιδιαίτερα συχνή στο α' μισό του 7ου αι. π.Χ. Διακρίνεται για τα μεγάλα σχήματα των αγγείων της και την πυκνή διακόσμηση, σε επάλληλες ζώνες, από γεωμετρικά μοτίβα τα οποία αποδίδονται με ιώδες χρώμα. Δείγματα της συγκεκριμένης κατηγορίας, έχουν αποκαλυφθεί και στο Καραμπουρνάκι, τη Σάνη, την Άκανθο, τη Θάσο και αλλού.
Οκτώ συνολικά τροχήλατοι πιθαμφορείς, οι οποίοι χρονολογούνται στον 8ο και 7ο αι. π.Χ., φέρουν δύο οριζόντιες λαβές κυκλικής διατομής, περίπου στο ύψος της κοιλιάς, και δύο κάθετες υποτυπώδεις ταινιωτές λαβές στον ώμο. Ολόκληρη η εξωτερική επιφάνεια διαιρείται και πάλι σε ζώνες, από οριζόντιες ταινίες και γραμμές, οι οποίες στο προς τα πάνω μέρος περικλείουν μια ιδιαίτερα πλούσια γεωμετρική διακόσμηση από ομόκεντρους κύκλους, δικτυωτά τρίγωνα, και συστάδες κάθετων ή οριζόντιων γραμμιδίων. Η διακόσμησή τους παραπέμπει σε πρότυπα της Κεντρικής Μακεδονίας (Βεργίνα, Καστανάς), ενώ ανάλογα αγγεία έχουν βρεθεί στην Αγχίαλο και στην Τορώνη, όπου και έχουν αποδοθεί σε τοπικό εργαστήριο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζουν 30 συνολικά αγγεία από το νεκροταφείο της Μένδης, τα οποία ανήκουν στην κατηγορία της λεγόμενης «γραπτής χαλκιδικής κεραμικής». Τα αγγεία αυτά, τα οποία χρονολογούνται στην ύστερη γεωμετρική και πρώιμη αρχαϊκή περίοδο, αντιπροσωπεύουν τα πρωιμότερα μέχρι σήμερα παραδείγματα της συγκεκριμένης παραγωγής, η οποία ήταν μέχρι πρότινος γνωστή ως μια από τις βασικές κατηγορίες των λεγόμενων «προ-περσικών» αγγείων της Ολύνθου.
Στην κατηγορία αυτή έχουν αποδοθεί επίσης μεμονωμένα κυρίως ευρήματα του 6ου και του 5ου αι. π.Χ. από την Άκανθο, την Τορώνη, το Πολύχρονο και τα Πυργαδίκια.
Η συγκεκριμένη κατηγορία εκπροσωπείται συνήθως από μεγάλου μεγέθους τροχήλατους πιθαμφορείς ή πίθους και σταμνοειδείς κρατήρες, χωρίς να λείπουν ωστόσο και τα σε μικρότερου μεγέθους σχήματα. Τα αγγεία είναι κατασκευασμένα από πηλό καστανού χρώματος, με λίγες σχετικά προσμίξεις αλλά αρκετή ασημίζουσα κυρίως αλλά και χρυσή μίκα. Αν και ανήκουν σε διάφορα σχήματα, παρουσιάζουν συγκεκριμένα κοινά χαρακτηριστικά, διαθέτουν δηλαδή μια χαμηλή και σχετικά μικρή κωνική ή δισκοειδή βάση, ένα μάλλον σφαιρικό σώμα, εξέχον επίπεδο χείλος, και οριζόντιες λαβές κυκλικής διατομής τοποθετημένες σχεδόν κάθετα στην περιοχή του ώμου.
Η διακόσμηση των αγγείων παρουσιάζει αξιοσημείωτη ποικιλία. Τα μοτίβα αποδίδονται συνήθως με φωτεινό καστανό, ή καστανοκόκκινο χρώμα, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις έχει χρησιμοποιηθεί και ένα επίθετο ιώδες. Η διακοσμητική επιφάνεια διαιρείται πάντοτε σε οριζόντιες ζώνες από συστάδες γραμμών και ταινιών, οι οποίες γεμίζουν από κυρίως γεωμετρικά (ομόκεντροι κύκλοι, κυματιστές ταινίες και γραμμές, σπειροειδή και σιγμοειδή μοτίβα), αλλά σταδιακά και από φυτικά κοσμήματα (ανθέμια, κισσόφυλλα, άνθη μυρτιάς, γλωσσωτά και φυλλωτά μοτίβα).
Οι εικονιστικές παραστάσεις, κυρίως πτηνά μεμονωμένα ή σε ζωφόρους, είναι σπάνιες. Ένας αμφορέας από τη Μένδη φέρει επιπλέον στη ζώνη της κοιλιάς κυνήγι λαγού από κυνηγόσκυλο, κύκνοι ή σειρήνες κοσμούν την κύρια διακοσμητική επιφάνεια των αγγείων της Τορώνης, ενώ στα αγγεία από τα Πυργαδίκια, τα οποία χρονολογούνται στα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. και αντιπροσωπεύουν και τα νεότερα παραδείγματα της συγκεκριμένης παραγωγής, εικονίζονται επιπλέον και γυναικείες προτομές.
Τα μικρότερου μεγέθους αγγεία (κρατήρες, υδρίες, σκύφοι κλπ.) φέρουν συνήθως διακόσμηση με οριζόντιες ή κυματοειδείς αλλά και με πλούσια φυτικά μοτίβα. Τα αγγεία αυτά παρουσιάζουν μεγαλύτερη διάδοση τόσο στη Χαλκιδική όσο και στα παράλια του Θερμαϊκού Κόλπου (π.χ. Αγ. Παρασκευή, Θέρμη/Σέδες), ενώ φαίνεται ότι επηρεάζουν άμεσα την εγχώρια παραγωγή και του ευρύτερου ακόμη μακεδονικού χώρου.
Τα αγγεία της «γραπτής χαλκιδικής κεραμικής», δεν έχουν ακριβή παράλληλα σε κανένα από τα σύγχρονα παραδείγματα τόσο του βόρειου όσο και του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου. Χαρακτηρίζονται, σε όλα τα στάδια, από την αφομοίωση διαφόρων επιρροών από τα περισσότερα από τα γνωστά εργαστήρια της περιόδου και συγχρόνως από την πρωτοτυπία, την πληθωρική ζωγραφικότητα, την ελευθερία της έκφρασης και τη φρεσκάδα τους.
Το σχήμα των πιθαμφορέων έχει ως πλησιέστερα παράλληλα τα αντίστοιχα αγγεία των Κυκλάδων και ιδιαίτερα τις παραγωγές του «γραμμικού νησιώτικου ρυθμού», τα πιθοειδή ακολουθούν μάλλον την ντόπια παράδοση, ενώ στην ευρύτερη περιοχή της Αιολίδας, και ιδιαίτερα στη Λήμνο, πρέπει να αναζητηθεί η καταγωγή του σχήματος του σταμνοειδούς κρατήρα.
Οι επιρροές στη διακόσμηση εντοπίζονται τόσο στη σύνθεση και γενικότερα τη διάταξή της, όσο και στα επιμέρους μοτίβα. Τα πρωιμότερα αγγεία με την αποκλειστικά γεωμετρική διακόσμηση ακολουθούν επίσης την ντόπια παράδοση, σε συνδυασμό όμως και πάλι με κάποια κυκλαδικά στοιχεία κυρίως στη διάταξη των κοσμημάτων. Σταδιακά, στη διάρκεια του 7ου αι. π.Χ. παρατηρείται μια βαθμιαία αν και αρκετά συντηρητική προσαρμογή στις τάσεις του «πρώιμου ανατολίζοντος ρυθμού» και στις επιρροές αρχικά του ιωνικού-νησιωτικού χώρου, ιδιαίτερα της Σάμου, αλλά αργότερα και της Κορίνθου, ενώ στον 6ο αι. π.Χ. στη χρησιμοποίηση των φυτικών μοτίβων εμφανής είναι η επιρροή της αιολικής Λάρισας, και ιδιαίτερα μιας ομάδας αγγείων η οποία χρονολογείται από το 550-450 π.Χ. και αντλεί τις επιρροές της από την Ιωνία.
Οι επιμέρους διαφορές που παρουσιάζονται ανάμεσα στα ίδια τα αγγεία της συγκεκριμένης παραγωγής αποδεικνύουν πιθανά τη συνύπαρξη διαφόρων εργαστηρίων μέσα στα ευρύτερα γεωγραφικά όρια της περιοχής της Χαλκιδικής και τον διαφορετικό βαθμό εξέλιξής τους. Τα αγγεία της Μένδης παρουσιάζουν ομοιότητες κυρίως με τα αγγεία του Πολύχρονου και της Τορώνης και επομένως μάλλον ταυτίζονται και ως προς το εργαστήριο παραγωγής, ενώ μικρότερη είναι η σχέση με τα ανάλογα αγγεία της Ακάνθου, της Ολύνθου και των Πυργαδικίων. Η πρώιμη και ιδιαίτερα συχνή εμφάνιση των αγγείων της συγκεκριμένης παραγωγής στη Μένδη, σε συνδυασμό με τη μετέπειτα ευρύτατη παραγωγή και κυκλοφορία των «Μενδαίων» αμφορέων κρασιού, θα μπορούσε ενδεχομένως να υποδηλώνει ότι η Μένδη ήταν ένα από τα βασικά εργαστήρια παραγωγής της «γραπτής χαλκιδικής κεραμικής».