Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Εἰρήνη (1226-1269)

Σχετική εικόναΤΡ. οὗτος μὲν οὐ μή σοι ποήσει ζημίαν.
ἀλλ᾽ αἶρέ μοι τοῦτόν γε τῆς ἰσωνίας·
ἐναποπατεῖν γάρ ἐστ᾽ ἐπιτήδειος πάνυ—
Ο. Κ. παῦσαί μ᾽ ὑβρίζων τοῖς ἐμοῖσι χρήμασιν.
1230 ΤΡ. ὡδί, παραθέντι τρεῖς λίθους. οὐ δεξιῶς;
Ο. Κ. ποίᾳ δ᾽ ἀποψήσει ποτ᾽, ὦμαθέστατε;
ΤΡ. τῃδί, διεὶς τὴν χεῖρα διὰ τῆς θαλαμίας
καὶ τῇδ᾽. Ο. Κ. ἅμ᾽ ἀμφοῖν δῆτ᾽; ΤΡ. ἔγωγε νὴ Δία,
ἵνα μή γ᾽ ἁλῶ τρύπημα κλέπτων τῆς νεώς.
1235 Ο. Κ. ἔπειτ᾽ ἐπὶ δεκάμνῳ χεσεῖ καθήμενος;
ΤΡ. ἔγωγε νὴ Δί᾽, ὦπίτριπτ᾽. οἴει γὰρ ἂν
τὸν πρωκτὸν ἀποδόσθαι με χιλιῶν δραχμῶν;
Ο. Κ. ἴθι δή, ᾽ξένεγκε τἀργύριον. ΤΡ. ἀλλ᾽, ὦγαθέ,
θλίβει τὸν ὄρρον. ἀπόφερ᾽, οὐκ ὠνήσομαι.
1240 Ο. Κ. τί δ᾽ ἆρα τῇ σάλπιγγι τῇδε χρήσομαι,
ἣν ἐπριάμην δραχμῶν ποθ᾽ ἑξήκοντ᾽ ἐγώ;
ΤΡ. μόλυβδον εἰς τουτὶ τὸ κοῖλον ἐγχέας
ἔπειτ᾽ ἄνωθεν ῥάβδον ἐνθεὶς ὑπόμακρον,
γενήσεταί σοι τῶν κατακτῶν κοττάβων.
1245 Ο. Κ. οἴμοι καταγελᾷς. ΤΡ. ἀλλ᾽ ἕτερον παραινέσω.
τὸν μὲν μόλυβδον, ὥσπερ εἶπον, ἔγχεον,
ἐντευθενὶ δὲ σπαρτίοις ἠρτημένην
πλάστιγγα πρόσθες, καὐτό σοι γενήσεται
τὰ σῦκ᾽ ἐν ἀγρῷ τοῖς οἰκέταισιν ἱστάναι.
1250 Ο. Κ. ὦ δυσκάθαρτε δαῖμον, ὥς μ᾽ ἀπώλεσας,
ὅτ᾽ ἀντέδωκα κἀντὶ τῶνδε μνᾶν ποτέ.
καὶ νῦν τί δράσω; τίς γὰρ αὔτ᾽ ὠνήσεται;
ΤΡ. πώλει βαδίζων αὐτὰ τοῖς Αἰγυπτίοις·
ἔστιν γὰρ ἐπιτήδεια συρμαίαν μετρεῖν.
1255 Ο. Κ. οἴμ᾽, ὦ κρανοποί᾽, ὡς ἀθλίως πεπράγαμεν.
ΤΡ. οὗτος μὲν οὐ πέπονθεν οὐδέν. Ο. Κ. ἀλλὰ τί
ἔτ᾽ ἐστὶ τοῖσι κράνεσιν ὅ τι τις χρήσεται;
ΤΡ. ἐὰν τοιαυτασὶ μάθῃ λαβὰς ποεῖν,
ἄμεινον ἢ νῦν αὔτ᾽ ἀποδώσεται πολύ.
1260 Ο. Κ. ἀπίωμεν, ὦ δορυξέ. ΤΡ. μηδαμῶς γ᾽, ἐπεὶ
τούτῳ γ᾽ ἐγὼ τὰ δόρατα ταῦτ᾽ ὠνήσομαι.
Ο. Κ. πόσον δίδως δῆτ᾽; ΤΡ. εἰ διαπρισθείη δίχα,
λάβοιμ᾽ ἂν αὔτ᾽ εἰς χάρακας ἑκατὸν τῆς δραχμῆς.
Ο. Κ. ὑβριζόμεθα. χωρῶμεν, ὦ τᾶν, ἐκποδών.
1265 ΤΡ. νὴ τὸν Δί᾽, ὡς τὰ παιδί᾽ ἤδη ᾽ξέρχεται
οὐρησόμενα τὰ τῶν ἐπικλήτων δεῦρ᾽, ἵνα
ἅττ᾽ ᾄσεται προαναβάληταί, μοι δοκεῖ.
ἀλλ᾽ ὅ τι περ ᾄδειν ἐπινοεῖς, ὦ παιδίον,
αὐτοῦ παρ᾽ ἐμὲ στὰν πρότερον ἀναβαλοῦ ᾽νθαδί.

***
ΤΡΥ. Δε θα ζημιώσεις· μου τον δίνεις όσο
στοιχίζει; Για καθίκι είναι σπουδαίος…
ΟΠΛ. Βρίζεις το εμπόρευμά μου· πάψε τέλος.
1230 ΤΡΥ. αν βάλεις τρεις πετρίτσες· ε; τι ωραία!
ΟΠΛ. Πώς θα σκουπίζεσαι όμως, βρε χωριάτη;
ΤΡΥ. Το χέρι θα περνώ απ᾽ αυτές τις τρύπες
της… κουπαστής. ΟΠΛ. Μα κι απ᾽ τις δυο; ΤΡΥ. Να λένε
πως φράζω τη μια τρύπα για να κλέψω;
ΟΠΛ. Και δίνεις δέκα μνες, για να τα κάνεις;
ΤΡΥ. Και τί θαρρείς, βρε χάχα; Πως για χίλιες
δραχμές εγώ πουλώ τον πισινό μου;
ΟΠΛ. Μπρος, βγάλε τα λεφτά. ΤΡΥ. Μπα, δεν μου κάνει·
πονεί το κωλονούρι· πάρ᾽ τον πίσω.
1240 ΟΠΛ. Γι᾽ αυτή τη σάλπιγγα έχω δώσει εξήντα
δραχμές· και τώρα εγώ τί να την κάμω;
ΤΡΥ. Στην κοιλότητα αυτή χύσε μολύβι,
μακρούτσικο ραβδί απ᾽ την άλλη μπήξε,
κατεβαστό έναν κότταβο έτσι θα ᾽χεις.
ΟΠΛ. Κοροϊδεύεις. ΤΡΥ. Μπορεί να γίνει κι άλλο·
το μολύβι το χύνεις, όπως είπα,
κρεμνάς ένα δισκάκι με σπαγκάκια,
και θα ᾽χεις ζυγαριά για να ζυγιάζεις
στο χωράφι των δούλων σου τα σύκα.
1250 ΟΠΛ. Μ᾽ έχεις συντρίψει, ανεξιλέωτη μοίρα·
μια μνα μου ᾽χαν στοιχίσει αυτά τα κράνη·
ποιός τ᾽ αγοράζει; τί να κάμω τώρα;
ΤΡΥ. Στην Αίγυπτο να πας να τα πουλήσεις·
μέτρα φυτών καθαρτικών θα τα ᾽χουν.
ΟΠΛ. «Κρανοποιέ, τί συμφορά μάς βρήκε!
ΤΡΥ. Τίποτε αυτός δεν έπαθε. ΟΠΛ. Τα κράνη
μπορούνε, λες, να κάνουνε για κάτι;
ΤΡΥ., τραβώντας τ᾽ αφτιά του κρανοποιού.
Τέτοια χερούλια αν μάθει να κολλάει,
καλύτερες τιμές, θαρρώ, θα βρίσκει.
1260 ΟΠΛ. Πάμε, βρε κονταρά. ΤΡΥ. Σταθείτε λίγο·
τα κοντάρια μπορώ να τ᾽ αγοράσω.
ΟΠΛ. Τί δίνεις; ΤΡΥ. Αν σκιστούν στα δυο, τα παίρνω
μια δραχμή τα εκατό, για στυλωτήρια.
ΟΠΛ. Μας κοροϊδεύουν· πάμε φίλε. ΤΡΥ. Γεια σας·
βγαίνουν και τα παιδιά των καλεσμένων,
να κάνουν τσίσια, αλλά και να προβάρουν
τα τραγούδια που θα ᾽χουνε να πούνε.
Βγαίνουν από το σπίτι μερικά παιδιά, ενώ οι οπλοπώλες φεύγουν.
Εσύ, μικρέ, σαν τί θα τραγουδήσεις;
Για στάσου εδώ και πες το να τ᾽ ακούσω.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΑΤΡΕΙΔΕΣ, ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Τα ομηρικά έπη αναφέρουν μιαν Ιφιάνασσα ως κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Οι τραγικοί την αγνοούν, ενώ αφιερώνουν έργα τους στην Ιφιγένεια. Άλλοτε πάλι θεωρείται κόρη του Θησέα και της Ελένης και ότι ανατράφηκε από την Κλυταιμνήστρα σαν να ήταν δική της κόρη. Τέλος, μια ακόμη εκδοχή τη θέλει κόρη του Αγαμέμνονα και της Χρυσηίδας και ότι βρέθηκε στην Ταυρίδα, όταν κατά την επιστροφή στην Ελλάδα μαζί με τον πατέρα της μετά τον Τρωικό πόλεμο την απήγαγαν Σκύθες πειρατές.
 
Πάντως, στην κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας αναγνωρίζονται τρεις βασικοί σταθμοί στη ζωή της: Αυλίδα, Ταυρίδα, Αττική. Στη Αυλίδα τελέστηκε η θυσία της. Στην Ταυρίδα παρέμεινε ως ιέρεια της Άρτεμης· εκεί τη συνάντησε ο αδελφός της Ορέστης και μαζί ταξίδεψαν προς τα πάτρια εδάφη. Τέλος, στην Αττική, συγκεκριμένα στη Βραυρώνα, μετέφεραν το άγαλμα της Άρτεμης από την Ταυρίδα, και εκεί παρέμεινε η Ιφιγένεια ως ιέρεια της θεάς. Το επεισόδιο συμβάλλει στη δόξα της Αθήνας, καθώς συνδέει την πόλη με μια παλιά ηρωίδα και με μια παλιά λατρεία.
 
Η θυσία της Ιφιγένειας
 
Όταν ο στόλος συγκεντρώθηκε στην Αυλίδα, εγκλωβίστηκε εκεί από την άπνοια ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, από ενάντιους ανέμους. Η αιτία γι' αυτό ήταν, σύμφωνα με τον μάντη Κάλχαντα, ο θυμός της Άρτεμης. Οι αιτίες για τον θυμό της ποικίλουν:
 
1. Ο πατέρας (ή παππούς) του αρχιστράτηγου, ο Ατρέας, δεν είχε θυσιάσει το αρνί με το χρυσόμαλλο δέρας* στη θεά.
2. Ο Αγαμέμνονας υπερηφανεύτηκε για τις κυνηγετικές του ικανότητες συγκρίνοντάς τες με της θεάς του κυνηγιού.
3. Ο Αγαμέμνονας αθέτησε την υπόσχεση του να προσφέρει στη θεά το καλύτερο προϊόν της χρονιάς, που έτυχε να είναι η κόρη του Ιφιγένεια. (Ευρ., Ιφ. Τ. 19 κ.ε.)
 
Η θυσία της κόρης του στρατηγού, της Ιφιγένειας, θα απεγκλώβιζε τον στόλο από την απραξία. Ο Αγαμέμνονας δέχτηκε να τελέσει τη θυσία είτε από φιλοδοξία (Αισχύλος, Αγαμέμνων) είτε για το κοινό καλό (Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Αυλίδι). Με δόλο ζήτησε από τη γυναίκα του να έρθει στην Αυλίδα, επικαλούμενος αρραβώνα της κόρης τους με το πρωτοπαλίκαρο των Ελλήνων, τον Αχιλλέα. Όταν ο αρχηγός των Μυρμιδόνων πληροφορήθηκε τον δόλο και την εμπλοκή του ονόματός του, προσπάθησε να σταματήσει τη θυσία, όμως όλο το στράτευμα -και οι δικοί του στρατιώτες- επιθυμούσαν την απεμπλοκή από το τέλμα· ο Αχιλλέας κινδύνεψε με λιθοβολισμό.
 
Ο Αγαμέμνονας τέλεσε τη θυσία κρυφά από την Κλυταιμνήστρα, την οποία, αμέσως μετά, έστειλε πίσω στο Άργος. Στο μεταξύ, στη διάρκεια της θυσίας η Άρτεμη αντικατέστησε την κόρη με ένα ελάφι ως θύμα, ενώ την ίδια την οδήγησε στην Ταυρίδα, όπου και την έκανε ιέρειά της.
 
Δεν λείπουν παραλλαγές του μύθου της θυσίας, τόσο ως προς τον τόπο όσο και ως προς την αντικατάσταση. Λεγόταν, λοιπόν, ότι η Ιφιγένεια μεταμορφώθηκε σε ταύρο ή δαμάλα ή αρκούδα ή σε γριά γυναίκα ή ότι η θυσία διακόπηκε από την αιφνίδια άφιξη ενός ζώου ή της γριάς και ότι τα σημεία αυτά ερμηνεύτηκαν από τον ιερέα ως ενδείξεις πως οι θεοί δεν ήθελαν πια τη θυσία. 

Η Ιφιγένεια στην Ταυρίδα
Με την Ιφιγένεια στην Ταυρίδα ο Ευριπίδης προσέθεσε ένα ακόμη κεφάλαιο στη διαδικασία θεραπείας του Ορέστη από την τρέλα των ενοχών και δημιούργησε τις προϋποθέσεις της συνάντησης με την αδελφή του Ιφιγένεια. Σύμφωνα με χρησμό που πήρε ο Ορέστης θα έπρεπε να φέρει το άγαλμα της θεάς Άρτεμης από την Ταυρίδα. Όμως, έθιμο του τόπου ήταν η θυσία των ξένων που κάποιο ναυάγιο έφερνε στη χώρα. Την προετοιμασία για τη θυσία τους έκαμνε η ιέρεια της θεάς, η Ιφιγένεια (Ευρ., Ιφ. Τ., 1456-1461). Πυλάδης, λοιπόν, και Ορέστης φυλακίστηκαν, προκειμένου να θυσιαστούν. Όμως, στο μεταξύ συντελέστηκε η αναγνώριση των δύο αδελφών. Μόλις η Ιφιγένεια πληροφορήθηκε και τον σκοπό του ταξιδιού τους, μηχανεύτηκε τέχνασμα, για να μπορέσει ο Ορέστης να πάρει το άγαλμα της Άρτεμης από την Ταυρίδα και να το πάει στην Αττική, να γλιτώσει από τη θυσία και να καταφέρουν όλοι μαζί -Ορέστης, Πυλάδης, Ιφιγένεια- να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Προφασίστηκε στον βασιλιά Θόαντα ότι τα υποψήφια θύματα ήταν μολυσμένα και, επειδή άγγιξαν το άγαλμα της θεάς με τα χέρια τους, έπρεπε να εξαγνιστούν και να πλυθεί στη θάλασσα και το άγαλμα της θεάς (ό.π., 1033-1040). Απομάκρυνε τους φρουρούς με το πρόσχημα της μυστικότητας της τελετής, επιβιβάστηκαν στο καράβι και απέπλευσαν, αλλά ο Ποσειδώνας έριξε το καράβι στην ακτή. Σώθηκαν από την εκδικητική μανία του Θόαντα με την παρέμβαση της θεάς της Αθήνας και η οποία οδήγησε με ασφάλεια το πλοίο στην Αττική, όπου οι δραπέτες έκτισαν ναό στην Άρτεμη.
 
Σοφόκλεια παραλλαγή του μύθου (από τη χαμένη τραγωδία Χρύσης) σπρώχνει τους δραπέτες στην πόλη Σμίνθιο της Τρωάδας, όπου ιερέας του Απόλλωνα ήταν ο συνονόματος εγγονός του Χρύση, γιος της Χρυσηίδας και του Αγαμέμνονα. Ο νεότερος Χρύσης συνέλαβε τους δραπέτες για να τους παραδώσει στον Θόαντα, ο παππούς του όμως του αποκάλυψε την πραγματική τους ταυτότητα. Τότε εκείνος σκότωσε τον βασιλιά της Ταυρίδας και έφυγε με τα αδέλφια του για τις Μυκήνες.
 
Η Ιφιγένεια στην Αττική

Κατ' εντολή του Απόλλωνα, ο Ορέστης έκτισε ιερό της Αρτέμιδος στις Αλές, κοντά στη Βραυρώνα, όπου και εναπόθεσε το άγαλμα. Η Ιφιγένεια παρέμεινε ιέρεια της θεάς και εκεί την έθαψαν, όταν πέθανε. Εκεί της αφιέρωναν τα φορέματα των γυναικών που πέθαιναν στη γέννα. Εξάλλου, στην ίδια θέση (Αλές και Βραυρώνα) λατρευόταν παλιά η Ιφιγένεια ως θεά του τοκετού. Αργότερα, εξέπεσε σε θνήσκουσα ηρωίδα και τον ρόλο της ανέλαβε η Άρτεμη, η οποία σε ιερό της αργολικής Ερμιόνης αποκαλούνταν Άρτεμη Ιφιγένεια (Παυσ. 2.35.1). Και αλλού στην Πελοπόννησο (Αίγειρα Αχαΐας, Παυς. 7.26.5) στεκόταν άγαλμα της Ιφιγένειας σε ναό της Άρτεμης που όμως πρέπει να ανήκε αρχικά στην Ιφιγένεια.
 
Την ημέρα της γιορτής της θεάς Άρτεμης στις Αλές ο ιερέας τελούσε συμβολικά μιαν ανθρωποκτονία, καθώς πλήγωνε ελαφρά με το σπαθί τον λαιμό ενός άνδρα, απ' όπου έτρεχε λίγο αίμα.
--------------------
*Δέρας
Το δέρας, η προβιά, παραπέμπει στον ποιμένα βασιλιά και σε εποχές που πηγή πλούτου για τον βασιλιά ήταν τα κοπάδια του και η κλοπή ζώων που απαύξανε την περιουσία του. Επίσης, η χρυσή προβιά παραπέμπει στον τρόπο με τον οποίο συλλεγόταν ο χρυσός από τα νερά ποταμών: «οἱ ἐγχώριοι ἀρύονται δέρματα αἰγῶν κείραντες καὶ καθιέντες εἰς τὸ ὓδωρ» (Etym. Mag.), έριχναν, δηλαδή, γιδοπροβιές στα νερά του ποταμού και αγκίστρωναν τα ψήγματα του πολύτιμου μετάλλου στην τριχωτή πλευρά τους.
Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου η συγκεκριμένη προβιά, το δέρας, προέκυψε ως εξής: Αν και ο Ατρέας είχε τάξει το ωραιότερο ζώο του κοπαδιού του στην Άρτεμη, ωστόσο, όταν βρήκε στο κοπάδι του ένα αρνί με χρυσόμαλλο δέρας δεν το θυσίασε στη θεά αλλά κράτησε για λογαριασμό του το δέρας και το φύλαξε μέσα σε λάρνακα. Κρυφά το παρέδωσε η σύζυγός του Αερόπη στον εραστή της Θυέστη, ο οποίος το ανέδειξε σε σύμβολο εξουσίας, καθώς πρότεινε να ανακηρυχθεί βασιλιάς των Μυκηνών αυτός που θα παρουσίαζε ένα χρυσόμαλλο δέρμα. Ο Ατρέας, μη γνωρίζοντας την κλοπή του δέρατος από τη γυναίκα του, δέχτηκε. Ο Θυέστης νίκησε. Όμως με παρέμβαση του Δία μέσω του Ερμή, ο Ατρέας συμφώνησε να κρατήσει την εξουσία ο Θυέστης, εκτός αν ο ήλιος έδυε στην Ανατολή. Το θαύμα συντελέστηκε, ο Ατρέας έγινε βασιλιάς των Μυκηνών και ο Θυέστης εξορίστηκε.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου η προβιά είχε δοθεί από τον ίδιο τον Ερμή στον Ατρέα. Η εμπλοκή του ποιμένα θεού Ερμή στον μύθο παραπέμπει στον μύθο της αρπαγής της εγγονής του Μίνωα και της Πασιφάης Απημοσύνης από τον Ερμή. Σύμφωνα με τον μύθο, ο θεός ερωτεύτηκε το κορίτσι, αλλά αυτή συνέχεια του ξεγλιστρούσε. Για να την πιάσει, ο Ερμής έστρωσε φρεσκοδαρμένα τομάρια στον δρόμο απ' όπου θα περνούσε η κοπέλα κουβαλώντας νερό. Η κοπέλα γλίστρησε και ο Ερμής την έπιασε. Ο μύθος παραπέμπει στον αρχέγονο μύθο του κατακλυσμού, που έχει συνδεθεί με τελετουργίες για τη σπορά και την αρχή του νέου χρόνου, του ετήσιου κύκλου των εργασιών της κοινότητας. Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να κατανοήσουμε τον μύθο εκείνο σύμφωνα με τον οποίο οι Μούσες, κατά τη διάρκεια της πορείας τους υπό βροχή από τον Ελικώνα στον Παρνασσό, βρίσκουν κατάλυμα στο παλάτι του βασιλιά Πυρηνέα στη Δαυλίδα, ο οποίος πρόσφερε φιλοξενία, με απώτερο σκοπό να τις βιάσει (Οβ., Μεταμ. 5.275 κ.ε.).

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ

Στο άρθρο του Albin Lesky για τον Όμηρο στον 11ο συμπληρωματικό τόμο της Realencyclopadie1 αφιερώνονται έξι μόνο στήλες για τη βιογραφία του ποιητή, ενώ η ανάλυση του έργου του διεκδικεί πάνω από εκατόν πενήντα. Η δυσαναλογία αυτή δεν πρέπει να μας παραξενεύει, γιατί για το μελετητή της τέχνης του λόγου το έργο έχει πολύ πιο μεγάλη σημασία από τα προσωπικά στοιχεία του ποιητή του.
 
Για τον Όμηρο υπάρχει μία πρόσθετη δικαιολογία για την άνιση αυτή μεταχείριση του προσώπου του: Την Ιλιάδα και την Οδύσσεια τις έχουμε μπροστά μας αλώβητες, για τον ίδιο όμως τον ποιητή οι σύγχρονές του έγκυρες μαρτυρίες απουσιάζουν. Στα χρόνια που έζησε ο ποιητής -β΄ μισό του 8ου π.Χ. αιώνα- κανείς δεν έδινε σημασία στα βιογραφικά ενός ανθρώπου, όσο τιμημένος και να ήταν. Τα δύο έργα του Ομήρου ανήκουν άλλωστε στην επική ποίηση, που από τη φύση της αποφεύγει κάθε αναφορά στο πρόσωπο του ποιητή.
 
Έτσι, ύστερα από τόσες προσπάθειες, εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να μας ξεφεύγει κάθε τι που σχετίζεται με τον ‘Ομηρο ως πρόσωπο: πατρίδα, γονείς, γυναίκα και παιδιά, ταξίδια, δοκιμασίες, ελπίδες, φόβοι, ενθουσιασμοί, αποκαρδιώματα.
 
Όταν άλλες πηγές μας αρνιούνται κάθε τεκμηριωμένη πληροφορία για το πρόσωπο του Ομήρου, το μόνο που μας μένει είναι η προσφυγή στο ίδιο το έργο, μήπως μπορεί αυτό να μας αποκαλύψει κάτι από την προσωπικότητα του δημιουργού του, όσο δύσκολη και αν είναι η ανίχνευση προσωπικών στοιχείων σ’ ένα έργο θεληματικά απρόσωπο και όση προσοχή και αν χρειάζεται να μην παρασυρθούμε σε βιαστικά συμπεράσματα.
 
Για να προλάβουμε μια παρεξήγηση: Ειδήσεις για τη ζωή του Ομήρου έχουμε πολλές από την αρχαιότητα, μόνο που δεν μπορούμε να τις εμπιστευτούμε. Από τον 7ο π.Χ. αιώνα κιόλας, όσο η δόξα του ποιητή μεγάλωνε, άλλο τόσο μεγάλωνε η επιθυμία να συνθέσουν τη βιογραφία του. το υλικό όμως που χρησιμοποιούσαν για τη σύνθεση αυτή στηριζόταν στα βιογραφικά των σύγχρονων αοιδών, όχι σε αυθεντικές πληροφορίες για τον παλιό Όμηρο. Ακόμα, στις βιογραφίες αυτές γρήγορα επικρατούσε το ανεκδοτολογκό στοιχείο, που η αναξιοπιστία του είναι από την ίδια τη φύση της ανεκδοτολογίας δοσμένη.
 
Κύριοι φορείς και διαδότες της βιογραφικής αυτής παράδοσης δεν μπορεί να είναι άλλοι από τις συντεχνίες των αοιδών και, αργότερα, των ραψωδών. Οι αοιδοί και οι ραψωδοί -αυτοί κατά πρώτο λόγο ένιωθαν υποχρεωμένοι να ξέρουν για τη ζωή του Ομήρου, ώστε να μπορούν να ικανοποιούν την περιέργεια των ακροατών τους, όταν γύρευαν να μάθουν πότε, πού και πώς πορεύτηκε πάνω στη γη ο ποιητής που τόσο τους γοήτευε.
 
Από τον 6ο π.Χ. κιόλας αιώνα η ποικίλη αυτή βιογραφική παράδοση συσφαιρώνεται σε μεγαλύτερες ενότητες και καταγράφεται. Και αργότερα όμως συνεχίζεται η αναθεώρηση και ο εμπλουτισμός της με νέα στοιχεία, ώσπου φτάνουμε στους αυτοκρατορικούς χρόνους. σ’ αυτούς ανήκουν οι επτά Βίοι του Ομήρου που μας παραδόθηκαν από την αρχαιότητα3. Ένας από τους Βίους έχει τον τίτλο Αγών Ομήρου και Ησιόδου, γιατί, μέσα σε άλλα, περιγράφει έναν αγώνα ανάμεσα στους δύο ποιητές.
 
Στα χρόνια τα παλιά ήταν συνήθεια, όταν πέθαινε κάποιος τρανός άρχοντας, να τον τιμούν με αγώνες γύρω από τον τάφο του, αγώνες όχι μόνο γυμνικούς, αυτό θα πει: αθλητικούς, αλλά και μουσικούς, εμείς θα λέγαμε: καλλιτεχνικούς. συναγωνίζονταν δηλαδή και στην απαγγελία ποιητικών έργων σχετικών με τη ζωή και τα έργα των θεών και των ηρώων, στο τραγούδι με τη συνοδεία κιθάρας ή αυλού, στο χορό κ.τ.ό. Έτσι, όταν λέει ο βασιλιάς της Χαλκίδας Αμφιδάμας σκοτώθηκε στον πόλεμο, ο γιος του ο Γανύχτορας οργάνωσε στην κηδεία του αγώνες, και γυμνικούς και μουσικούς: πάντας τους επισήμους άνδρας ου μόνο ρώμη και τάχει, αλλά και σοφία επί τον αγώνα μεγάλαις δωρεαίς τιμών συνεκάλεσεν.
 
Τη μέρα που είχε οριστεί για τους μουσικούς αγώνες, παρουσιάστηκαν στους κριτές ο Όμηρος και ο Ησίοδος, μεγάλος και αυτός ποιητής από την ‘Ασκρα της Βοιωτίας, και δήλωσαν πως ήθελαν να αντιμετρηθούν μεταξύ τους στην τέχνη της ποίησης. άλλος ποιητής δεν είχε τολμήσει να διεκδικήσει το στεφάνι της νίκης.
 
Παράξενος μα την αλήθεια αγώνας! Στην πραγματικότητα, ο Ησίοδος δεν παραβγαίνει με τον Όμηρο παρά μόνο στον τελευταίο γύρο. όλη την άλλη ώρα δεν κάνει άλλο από το να βάζει τον Όμηρο σε δοκιμασία προβάλλοντάς του τα πιο δύσκολα προβλήματα, όχι τόσο σχετικά με την τέχνη της ποίησης, και ζητώντας να του τα λύσει την ίδια στιγμή, σαν τον κακότροπο δάσκαλο, που θέλει οπωσδήποτε να βγάλει σκάρτο το μαθητή του:4 Πες μου, τι είναι το καλύτερο πράγμα στον άνθρωπο; Ποια είναι η πιο μεγάλη χαρά του ανθρώπου; Πόσοι ακριβώς ήταν οι Έλληνες που πήραν μέρος στην Τρωική εκστρατεία; Πώς θα μπορούσαν οι πολιτείες να κυβερνηθούν με τον πιο σωστό τρόπο; -και άλλα πολλά. Και ο Όμηρος, αντί να διαμαρτυρηθεί που δεν τον άφηναν να στριμώξει και αυτός τον Ησίοδο με παρόμοια προβλήματα, αποκρίνεται πρόθυμα σε ό,τι τον ρωτάει ο άλλος και με τόσην ετοιμότητα και ευστοχία, ώστε ο λαός που παρακολουθεί τον αγώνα ολόγυρα φωνάζει πως νικητής δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Όμηρο.
 
Κριτής του αγώνα είναι μαζί με μερικούς επίσημους Χαλκιδιώτες ο Πανήδης, ο αδερφός του νεκρού βασιλιά, και δεν βιάζεται να βγάλει απόφαση. πιο πριν θα ήθελε, λέει, ν’ ακούσει μια περικοπή από το έργο του καθενός, και μάλιστα αυτήν που πίστευε πως ήταν η πιο όμορφη που έγραψε. Πρώτος ο Ησίοδος απαγγέλνει δέκα στίχους από το ποίημά του «‘Εργα και Ημέραι», εκεί που ορίζει πότε πρέπει να γίνονται οι διάφορες δουλειές του ξωμάχου (383κ.):

 Σαν πάρει η Πούλια και σηκώνεται, μαζί που φέξει ο γήλιος,
βάλε και θέριζε. σαν άρχισε να βασιλεύει, σπέρνε.
το ξέρεις πως κρυμμένη βρίσκεται σαράντα μερονύχτια,
και ξεπροβάλλει με το γύρισμα του χρόνου, απά στην ώρα
που οι θεριστάδες τα δρεπάνια τους να τ’ ακονίσουν παίρνουν.
Αυτό είναι το σωστό στα χτήματα τα χαμηλά, για μένεις
δίπλα στο ακρόγιαλο, για βρίσκεσαι μακριά απ’ την κυματούσα
τη θάλασσα, βαθιά σε λάκκωμα, που ‘χει παχύ το χώμα.
Και τη σπορά γυμνός και στ’ όργωμα γυμνός κρατήσου πάντα,
γυμνός και σα θερίζεις, κι έχουνε τα στάχια πια μεστώσει
 
Όταν έρχεται η σειρά του Ομήρου, ο ποιητής διαλέγει από την Ιλιάδα τους στίχους που περιγράφουν την παράταξη των Ελλήνων την ώρα που δέχονται την επίθεση των Τρώων (Ν 126-33 και 339-44):
 
Γύρω απ’ τους δυο τους Αίαντες στάθηκαν μεμιάς οι Αργίτες τότε,
τόσο γεροί, που κι ο ‘Αρης νά ‘ρχουνταν δε θά ‘βρισκε ψεγάδι,
μηδέ η Παλλάδα η στρατολάτισσα. τι διαλεχτοί αντριωμένοι
τους Τρώες προσμέναν και τον ‘Εχτορα. και κλείσαν τις γραμμές τους
σκουτάρι με σκουτάρι αγγίζοντας, κοντάρι με κοντάρι.
σκούδο το σκούδο σφιχτοσμίγουνταν, κράνος στο κράνος, άντρας
στον άντρα. κι ως εσκύβαν, άγγιζαν στ’ αλογομουρίσια κράνη
ψηλά τα κέρατα τα λιόλαμπρα. τόσο πυκνά αρμοδέναν…
Κι η φάουσα μάχη ορθανατρίχιασεν απ’ τα μακριά κοντάρια,
που εκράτουν και θερίζαν γύρα τους. και θάμπωναν τα μάτια
απ’ τη χαλκένια φλόγα που ‘βγαζαν τ’ αστραποβόλα κράνη
κι οι φρεσκογυαλισμένοι θώρακες και τα λαμπρά σκουτάρια,
όλοι μαζί ως τραβούσαν. σίδερο θα ‘χε καρδιά ο που τό ‘δε
τέτοιο κακό κι εχάρη μέσα του, χωρίς να καρδιοσώσει.
 
Τώρα κι αν είναι που ο κόσμος ενθουσιάζεται με τον Όμηρο και γυρεύει να του δοθεί το στεφάνι της νίκης. και μπορούμε να φανταστούμε το ξάφνιασμά του, όταν βλέπει τον Πανήδη να στεφανώνει τον Ησίοδο λέγοντας πως το σωστό είναι να νικά αυτός που καλεί τους ανθρώπους στα ειρηνικά έργα των ξωμάχων, όχι αυτός που ιστορεί σφαγές και πολέμους.
 
Ο Όμηρος είχε νικηθεί, όχι γιατί δεν ήταν ποιητής ασύγκριτα πιο μεγάλος από τον Ησίοδο, αλλά γιατί προτίμησε να περιγράψει έναν πόλεμο. Τα κριτήρια που έσπρωξαν τον Πανήδη να του αμφισβητήσει τη νίκη ήταν λοιπόν πολιτικά, όχι αισθητικά.
 
Ας ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα πρώτα: Ο αγώνας αυτός στην πραγματικότητα δεν έγινε ποτέ, μέσα σε άλλα και γιατί ο Ησίοδος ήταν μία γενιά πιο νέος από τον Όμηρο και δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι δρόμοι τους δεν διασταυρώθηκαν ποτέ. Ήταν μόνο η φαντασία των μεταγενέστερων Ελλήνων που θέλησε να φέρει αντιμέτωπα δύο μεγάλα τιμημένα ονόματα, που το ένα τους εκπροσωπούσε την ηρωική, το άλλο τη διδαχτική που λέμε επική ποίηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Όμηρος δεν συναπαντήθηκε ποτέ με τον Ησίοδο. από την πλαστή όμως αυτή ιστορία βγαίνει μια θετική κρίση για την ποιότητα της ποίησης του Ομήρου, και η κρίση αυτή έχει τη σημασία της. Και δεν είναι μόνο η παράδοση για τον αγώνα των δύο ποιητών που εκφράζει την πίστη πως ο Όμηρος ήταν υμνητής του πολέμου. γενική και αυτονόητη, θα λέγαμε, ήταν και είναι η γνώμη πως ένας ποιητής που περιγράφει, με τόση μάλιστα δύναμη, τόσα αντροπαλέματα και τόσους σκοτωμούς, δεν προβάλλει βέβαια φιλειρηνικά ιδανικά: Ο Όμηρος χύνεται ορμητικός μέσα στις μάχες, και τον παρασέρνει, και τον παρασέρνει το πάθος και φρενιάζει κονταροσείστης ‘Αρης θα ‘λεγες πως είναι και φρενιάζει, για κι άγρια φλόγα μες σε σύλλογο βαθύ, στα κορφοβούνια, κι αφροί σκεπάζουνε στο στόμα του.
 
Η κρίση αυτή ενός από τους πιο μεγάλους τεχνοκρίτες της αρχαιότητας μας παρουσιάζει τον Έλληνα ποιητή σαν έναν μαινόμενο δερβίση του πολέμου με το στόμα γεμάτο αφρούς λύσσας.
 
Δικαίωμα βέβαια του Πανήδη να αρνιέται στον Όμηρο τη νίκη. δικαίωμα και του παλιού αισθητικού να τον κρίνει όπως τον έκρινε. Νομίζω ωστόσο πως έχουμε κι εμείς το δικαίωμα να σκύψουμε άλλη μια φορά πάνω στο κείμενο της Ιλιάδας και απαλλαγμένοι από κάθε είδους προκατάληψη να αναρωτηθούμε τι ήθελε να μηνύσει στους ανθρώπους ο ποιητής μας. Να έχουν αλήθεια δίκιο όσοι υποστηρίζουν πως το ηρωικό ιδανικό, όπως το ενσάρκωσε ο Όμηρος στον μεγάλο Έλληνα ήρωα της Τρωικής εκστρατείας, τον Αχιλλέα, δεν ανεχόταν κανένα φιλάνθρωπο αίσθημα;
 
Ο Όμηρος ακμάζει γύρω στα 730 π.Χ. και είναι αοιδός, αυτό θα πει: τραγουδιστής. Αν σε ώρες λαϊκού πανηγυριού συνήθιζε να ψάλλει και χορευτικά τραγούδια ή και παραλογές, δεν μπορούμε να το βεβαιώσουμε, ούτε και να το αποκλείσουμε όμως. Εκείνο που πρέπει να ξέρουμε είναι ότι όταν τον καλούσαν σε αρχοντικά σπίτια ή σε λαϊκές γιορτές, διάλεγε κατά προτίμηση ηρωικά τραγούδια, όπως γίνεται και σήμερα στην Κρήτη και σε άλλες ελληνικές επαρχίες στα γλέντια των αντρών.
 
Απ’ όλους τους ηρωικούς μύθους ο πιο αγαπητός ήταν αυτός που ιστορούσε την εκστρατεία των Αχαιών στην Τροία. ο πόλεμος είχε κρατήσει δέκα ολόκληρα χρόνια και τελειώσει με το χαλασμό του Ιλίου. Να μην ξεχνούμε πώς τον πόλεμο αυτόν τον είχαν τραγουδήσει και πριν από τον Όμηρο πολλοί αοιδοί, είτε από την αρχή ως το τέλος είτε και ένα μόνο επεισόδιό του, ας πούμε: την απόβαση των Αχαιών στην Τρωική παραλία και τις πρώτες συγκρούσεις, είτε με ποιον τρόπο ο Οδυσσέας πάτησε με δόλο το κάστρο του Πριάμου ύστερα από δέκα χρόνων πολιορκία. Έτσι ο Όμηρος όπως κληρονόμησε την ιδιότυπη επική γλώσσα και τον ιδιότυπο επικό στίχο, το ίδιο κληρονόμησε και τον Τρωικό μύθο στις γενικές του γραμμές. Σαν μεγαλοφυΐα όμως που ήταν, δεν κρατήθηκε σε ό,τι αναδέχτηκε από τους παλιότερους, μόνο ζήτησε να ανοίξει καινούριους δρόμους, να πλουτίσει τον παλιό μύθο με δικές του επινοήσεις, να τον αναδιοργανώσει και να τον προικίσει με μεγαλύτερο δραματικό βάθος.
 
Πολλά έχουν γραφτεί για τους νεωτερισμούς του Ομήρου πάνω στον Τρωικό μύθο και για τον τρόπο που τον δίνει,6 το κεφάλαιο όμως αυτό έχει ν’ απαντήσει ειδικά στο ερώτημα αν ο Όμηρος είναι αληθινά ένας ποιητής που υψώνει την παλικαριά σαν μοναδική ανθρώπινη αρετή. Για να προχωρήσουμε, θα χρειαστεί να μελετήσουμε ενός θεούς και ενός θνητού ήρωα τη διαγωγή μέσα στην Ιλιάδα: του Δία, που είναι ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων και κυβερνάει τον κόσμο, και του Αχιλλέα, που είναι ο πιο αντρειωμένος ανάμεσα στους Αχαιούς, όσοι χτυπιούνται κάτω στον κάμπο της Τροίας.
 
Στην Ιλιάδα, τα αισθήματα του Δία απέναντι στον πόλεμο γενικά και στους λαούς που πολεμούν δεν τα χαρακτηρίζει η συνέπεια. Από τη μια ο ποιητής ξέρει από την προομηρική κιόλας παράδοση πως ο Δίας είναι ο θεός που για το χατίρι της Γής, για να την ξαλαφρώσει από το βάρος των πολλών ανθρώπων, αποφασίζει να ξεσηκώσεις δύο πολύνεκρους πολέμους, τον Θηβαϊκό και τον Τρωικό (Κύπρια, αποσπ. 1.Β). ακόμα είναι αυτός που μισεί του Πρίαμου τη γενιά (Υ 306): ήδη γαρ Πριάμου γενεήν ήχθηρε Κρονίων. είναι αυτός που κάνει τη χάρη στη Θέτιδα και δίνει την υπεροχή στους Τρώες, για να σκοτωθούν πλήθος αγωνιστές (Α 522κ.). Πώς λοιπόν να τον απαλλάξουμε από την ευθύνη του πολέμου;
 
Και όμως, αυτός ο Δίας μιαν άλλη στιγμή (Δ 15κ.) προτείνει στην ‘Ηρα να βάλουν τους δύο αντίμαχους στρατούς να φιλιώσουν και να κλείσουν ειρήνη. όπως βεβαιώνει (Δ 43κ.), άθελά του της είχε ως τώρα κάνει τη χάρη να δεχτεί το χαμό της Τροίας, γιατί η αγάπη του για τους Τρώες ήταν αληθινά μεγάλη:
 
τι απ’ όσα κάτω απ’ τον αστρόφωτο τον ουρανό βρισκόνται
κι απ’ όσα ο γήλιος βλέπει βγαίνοντας θνητών ανθρώπων κάστρα,
άλλο κανένα δεν αγάπησα σαν τ’ άγιο ετούτο κάστρο
και σαν τον Πρίαμο τον αντρόκαρδο μαζί με το λαό του.
τι απ’ το βωμό μου τα χαρίσματα δεν έλειψαν καθόλου,
η κνίσα κι οι σπονδές…
 
Η σκηνή αυτή του Ολύμπου (Δ 1κ.) αρχίζει με την απόφαση του Δία να πειράξει τη γυναίκα του: Η Ήρα και η Αθηνά, λέει, κάνουν πως προστατεύουν τον Μενέλαο, στη μονομαχία του όμως με τον Πάρη (Γ 340κ.) δεν το κούνησαν από τον ‘Ολυμπο και τον αφήκαν να τα βγάλει πέρα μοναχός του. Η Αφροδίτη όμως, αληθινή προστάτισσα του Πάρη, έτρεξε και τον γλίτωσε από του Χάρου τα δόντια.
 
Έπειτα ο Δίας προτείνει να κρίνουν οι θεοί αν δεν είναι πια καιρός να βάλουν τους δύο λαούς ν’ αγαπήσουν. έτσι και το κάστρο του Πριάμου θα έμενε αχάλαστο και οι Μενέλαος θα έπαιρνε πίσω την Ελένη.
 
Στην έντονη αντίδραση της Ήρας (24κ.), που γυρεύει οπωσδήποτε τον όλεθρο του Ιλίου, ο Δίας αγαναχτεί (30 μεγ’ οχθήσας): απορεί για το τόσο μίσος της για τους Τρώες. Ο ίδιος βεβαιώνει πως πάνω απ’ όλες τις πολιτείες του κόσμου αγαπούσε το ‘Ιλιο. Η κατηγορηματική αυτή διαβεβαίωσή του για την αγάπη του για τους Τρώες θα ήταν, πιστεύω, λάθος μας να τη χαρακτηρίσουμε πλαστή, πως γίνεται δηλαδή μόνο για να ερεθίσει πιο πολύ την ‘Ηρα, γιατί το μεγ’ οχθήσας που μεσολαβεί δεν επιτρέπει μια παρόμοια εξήγηση. Το πείραγμα είναι, νομίζω, φανερό πως τελειώνει με τον στ. 12. ‘Ετσι και η πρόταση για συμφιλίωση λέγεται σοβαρά. 
 
Και ούτε που αρέσουν στον Δία οι πόλεμοι. μιλώντας στον Ποσειδώνα (Υ 21) δηλώνει πως του κάνει λύπη πως σκοτώνονται οι Έλληνες και οι Τρώες: μέλουσί μοι ολλύμενοι. Αντίστοιχα, η συμπάθειά του μοιράζεται ακομμάτιστα στους μεγάλους ήρωες των δύο στρατών: όλοι είναι διίφιλοι, ο Αίας ο Αχιλλέας από τη μια μεριά (Η 280, Ω 66κ.), ο ‘Έκτορας από την άλλη, που του είναι, λέει, φίλτατος (Η 280, Χ 168, -Ω 66κ.)-ο Έκτορας, που, όπως ακούσαμε (Υ 306), ο θεός έχει αποφασίσει να εξοντώσει όλο του το σόι μαζί! Και όταν ο Δίας κατσαδιάζει άγρια το γιό του τον ‘Αρη (Ε 890κ.), γιατί του αρέσουν οι πόλεμοι, οι ξεσυνερισιές και οι αμάχες, μας αφήνει να πιστέψουμε πως ο ίδιος έκρυβε αντιπολεμικά αισθήματα.
 
Ας αφήσουμε προσώρας τον αλλοπρόσαλλο θεό, που δεν του αρέσουν οι πόλεμοι και όμως τους προκαλεί. που συμπαθεί τους Αχαιούς και τους Τρώες στα δεινά τους και όμως τους βάζει να σκοτώνονται. που μισεί τη γενιά του Πριάμου και έχει πάρει την απόφαση να την ξεκληρίσει και την ίδια στιγμή αγαπάει τον Τρώα βασιλιά, όσο κανέναν άλλο δυνάστη της Οικουμένης. ας έρθουμε στον Αχιλλέα, γιατί και το δικό του φέρσιμο στην Ιλιάδα δεν γεννάει λιγότερες απορίες.
 
Κανένας δεν μπορεί να παραβγεί με τον Αχιλλέα στην παλικαριά, ούτε από τους δικούς του ούτε από τους αντίμαχους. Στα εννέα πρώτα χρόνια της εκστρατείας οι Τρώες δεν τολμούν να ξεμυτίσουν από το κάστρο τους και να πολεμήσουν στον κάμπο. Τον ίδιο καιρό, ο ήρωας βρίσκει την ευκαιρία να κάνει επιδρομές στη χώρα γύρω και στα νησιά απέναντι και να πατήσει -ούτε λίγο ούτε πολύ- είκοσι τρεις πολιτείες, να τις κουρσέψει, να σκοτώσει τους άντρες και να σκλαβώσει τις γυναίκες (Ι 328κ.).
 
Στις αρχές του δέκατου χρόνου, ο Αχιλλέας, αγαναχτισμένος για την προσβολή που του έκανε ο αρχιστράτηγος με το να του πάρει με το έτσι θέλω μια σκλάβα, αποτραβιέται από τη μάχη και στέλνει τη μητέρα του στον Όλυμπο να ζητήσει από τον Δία από εδώ κι εμπρός να χαρίσει τη νίκη στους Τρώες. Ο Αχιλλέας θα κρατηθεί στο θυμό του ακόμα και όταν ο Αγαμέμνονας, λίγες μέρες αργότερα, θα του προσφέρει ταπεινωμένος την πιο μεγάλη ικανοποίηση που μπορούσε να γίνει. Με τα πολλά, όταν η ήττα των Ελλήνων ολοκληρώνεται και τα καράβια τους κινδυνεύουν να καούν από τον Έκτορα, ο Αχιλλέας θα συγκατατεθεί να στείλει το στρατό του στη μάχη με επικεφαλής τον πιο πιστό του εταίρο, τον Πάτροκλο.
 
Ο Πάτροκλος πολεμάει παλικαρίσια και διώχνει τους Τρώες από τα αχαϊκά καράβια, στο τέλος όμως σκοτώνεται από τον ‘Έκτορα. Και τότε ο Αχιλλέας, για να πάρει εκδίκηση για το χαμό του αγαπημένου του συντρόφου, ξαναγυρίζει στη μάχη και αρχίζει τη σφαγή. Ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε! Τον βλέπουμε βουτηγμένο στο αίμα και στη σκόνη να τσαλαπατάει με το άρμα του τους νεκρούς και τις αρματωσιές τους και να σαλαγάει τους αντίμαχους, σφάζοντας όποιον βρει μπροστά του, ακόμα να πιάνει δώδεκα αρχοντόπουλα των Τρώων, για να τα σφάξει την παράλλη μέρα πάνω στον τάφο του Πάτροκλου. Μέσα στους αμέτρητους Τρώες που πέφτουν από το κοντάρι του και το σπαθί του είναι δυο γιοι του Πριάμου. Στο τέλος σκοτώνει και έναν ακόμη Πριαμίδη, το φονιά του φίλου του, τον Έκτορα. Και όταν εκείνος ξεψυχώντας τον ξορκίζει να παραδώσει το κορμί του στους δικούς του για να τον θάψουν, ο Αχιλλέας του αποκρίνεται άγρια (Χ 345κ.): 
 
Μη με ξορκίζεις για στα νιάτα μου για στους γονιούς μου, σκύλε!
τι όσο με σπρώχνει εμένα η λύσσα μου κι η μάνητά μου, ατός μου
να κόψω, ωμές να φάω τις σάρκες σου, γι’ αυτά που μου ‘χεις κάνει,
τόσο είναι αλήθεια απ’ το κεφάλι σου πως δε θα διώξει ούτ’ ένας
τους σκύλους, κι αν ακόμα μου ‘φερναν εδώ την ξαγορά σου
δέκα φορές πιο πλήθια κι είκοσι, και να μου τάζαν κι άλλα.
κι ουδέ κι αν μου ‘λεε ν’ αντιζύγιαζεν ο Πρίαμος το κορμί σου
με μάλαμα, και πάλε η μάνα σου που σ’ έχει γεννημένο
δε θα σε βάλει απά στο στρώμα σου να σε μοιρολογήσει,
μονάχα εσένα οι σκύλοι αλάκερο κι οι αγιούπες θα σε φάνε!
 
Κι αλήθεια, από την άλλη κιόλας μέρα, ο Αχιλλέας οδηγεί κάθε αυγή το άρμα του τρεις φορές γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου, σέρνοντας πίσω του δεμένο από τα ποδάρια του το κορμί του Έκτορα, να βολοδέρνει μέσα στις πέτρες και στα χώματα, και έπειτα το αφήνει πεταμένο στην αυλή του, να το σπαράξουν οι σκύλοι και τα όρνια.
 
Αυτή είναι η εικόνα που έχουμε του Αχιλλέα ως την 23η ραψωδία της Ιλιάδας: ένας Αχιλλέας άγριος, ανήμερος, εκδικητικός, που τον μεθάει η σφαγή, ανελέητος, κουφός στα παρακάλια του ικέτη…-ο Αχιλλέας, ο ενσαρκωτής του πολεμιστή των ηρωικών χρόνων.
 
Και ξαφνικά, στην τελευταία ραψωδία, αντικρίζουμε έναν Αχιλλέα διαμετρικά αλλαγμένο. Μόλις η Θέτιδα του φέρνει την εντολή των θεών να πάψει να βασανίζει ένα άψυχο κορμί, μόνο να το παραδώσει στους δικούς του, ο Αχιλλέας δεν προβάλλει ούτε την παραμικρή αντίσταση. Θαρρείς πως όλο του το μίσος για το φονιά του συντρόφου του έσβησε. Κάτι παραπάνω! Όταν μέσα στη νύχτα φτάνει ο Πρίαμος στο καλύβι του, για να ξαγοράσει το κορμί του γιου του, με την υποδοχή που του κάνει βλέπουμε τη βαθύτατη εχθρότητά του να μεταγυρίζει σε βαθύτατη συμπάθεια.
 
Δεν ξέρω αν στην παγκόσμια τέχνη του λόγου βρίσκονται πολλές σκηνές που να μας συγκλονίζουν όσο η σκηνή της συνάντησης του βασιλιά της Τροίας με τον ‘Ελληνα ήρωα: Η νύχτα είναι βαθιά, και ο Πρίαμος μαζί μ’ έναν κήρυκα βγαίνει χωρίς να τον πάρει κανένας είδηση από το πολιορκημένο κάστρο, φτάνει στο στρατόπεδο των Αχαιών και μπαίνει στο καλύβι του Αχιλλέα. Μόλις τον βλέπει, πέφτει και του πιάνει τα γόνατα και του φιλεί τα χέρια, τα αντροφόνα, τα φοβερά, αυτά που του είχαν σκοτώσεις τόσους και τόσους γιους. Ο Αχιλλέας και η συντροφιά του σαστίζουν να δουν ξαφνικά μπροστά τους το βασιλιά του πολιορκημένου κάστρου. Και εκείνος παίρνει και παρακαλεί τον Αχιλλέα να δεχτεί τα πλούσια δώρα που κουβαλάει και να του παραδώσει το λείψανο του γιου του, να το θάψει, όπως ταίριαζε στον μεγάλο πρόμαχο της Τροίας. Του θυμίζει και τον δικό του, του Αχιλλέα τον πατέρα, που γερνάει πέρα μακριά στη Θεσσαλία με την ελπίδα ν’ αξιωθεί κάποια μέρα να δει το γιο του να γυρίζει από τον πόλεμο.
 
Ακούγοντας για τον πατέρα του, ο Αχιλλέας ξεσπάζει σε πικρό και αυτός θρήνο, γιατί το ξέρει πως δεν του γράφεται να τον ξαναδεί. Και τους δυο τους πνίγουν οι θύμησες, τον έναν για τον Έκτορα, τον άλλον για τον πατέρα του και για τον Πάτροκλο -ο ένας, ο τρισάμοιρος γέροντας, κυλισμένος στα πόδια του φονιά των παιδιών του, ο άλλος σκυμμένος πάνω από τον πατέρα του φονιά του ακριβού του συντρόφου. Αυτός ο κοινός θρήνος λες και σβήνει μεμιάς το μίσος που τους χώριζε και τους φέρνει κοντά κοντά, κι ας έχει ο καθένας τους άλλους αγαπημένους να κλάψει.
 
Έπειτα ο Αχιλλέας ανασηκώνει μαλακά το γέροντα και τον καθίζει σε θρονί. Μεγάλο αλήθεια το κουράγιο του να χωθεί μέσα στο εχθρικό στρατόπεδο (Ω 518κ.):
 
Άμοιρε εσύ και που ποτίστηκες πικρά φαρμάκια τόσα!
Μονάχος να ‘ρθεις πώς το βάσταξες στ’ αργίτικα καράβια,
τον άντρα ν’ αντικρίσεις, που άμετρους και ψυχωμένους γιους σου
σου χάλασα; Καρδιά από σίδερο στα στήθια αλήθεια κλείνεις!
 
Βαθιά η συμπόνια που νιώθει ο Έλληνας ήρωας για τον Τρώα βασιλιά. Τι είχε αλήθεια απομείνει από τον παλιό, διαλαλημένο στον κόσμο όλβο του Πριάμου; Είχε χάσει τόσους γιους και τόσους από το λαό του και τόσα πλούτη, και σε λίγο -το ξέρει και ο ίδιος καλά- η Τροία θα πατηθεί και θα γίνει στάχτη. Μήπως όμως και ο πατέρας του Αχιλλέα είναι πιο ευτυχισμένος; Τα γερατειά τον βαραίνουν όλο και πιο πολύ, καθώς ζει χωρισμένος από τη γυναίκα του, τριγυρισμένος από ανθρώπους που του επιβουλεύονται το θρόνο, χωρίς το μοναχογιό του, που θα σκοτωθεί μακριά στα ξένα.
 
Όταν χορταίνει το θρήνο, ο Αχιλλέας υπόσχεται να λυτρώσει τον Έχτορα και να σταματήσει τις εχθροπραξίες για δώδεκα μέρες, ώσπου να βρουν οι Τρώες καιρό να θάψουν τον μεγάλο τους νεκρό. Τέλος του στρώνει το τραπέζι και τον καλοσκαμνίζει. Ο Πρίαμος, νηστικός από την ημέρα που σκοτώθηκε ο Έκτορας, δέχεται την πρόσκληση και κάθεται να φάει και να πιεί. Ύστερα από τον κοινό θρήνο, το κοινό τραπέζι, άλλος ένας κρίκος που δένει τους δύο αντίμαχους. Και όταν αποτρώνε, έτσι όπως κάθονται ο ένας αντίκρυ στον άλλον, ο Πρίαμος δεν μπορεί να μην καμαρώσει την ομορφιά του Αχιλλέα, όσσος έην οιός τε, ούτε ο Αχιλλέας την αρχοντιά και τα γνωστικά λόγια του Πριάμου. Αυτό το αυθόρμητο, αθέλητο καμάρωμα του ενός από τον άλλον, τους φέρνει, ύστερα από τον κοινό θρήνο και το κοινό τραπέζι, ακόμη πιο κοντά. Και ακολουθεί το απίστευτο: ο βασιλιάς της Τροίας παρακαλεί τον Αχιλλέα, ύστερα από τόσες νύχτες αγρύπνιας, να τον κοιμίσει στο καλύβι του! ‘Ετσι παραδίνεται γεμάτος εμπιστοσύνη στα χέρια του εχτρού του και κοιμάται στον πρόδρομό του ανυπεράσπιστος, ξαρμάτωτος, με τον κίνδυνο κάθε στιγμή να τον ανακαλύψει κάποιος Αχαιός και να τον σφάξει χωρίς πολλά πολλά.
 
Ξαναγυρίζουμε στα λόγια του Αχιλλέα, όταν θυμάται τον πατέρα του (Ω 538κ.):
 
Όμως ο Δίας με δίχως βάσανα δεν άφησε και τούτον.
γιους στο παλάτι του δε γέννησε, του θρόνου κληρονόμους.
έναν υγιό μονάχα αξιώθηκε λιγόχρονο, που μήτε
καν τώρα που γερνά τον γνοιάζομαι, τι απ’ την πατρίδα αλάργα
κάθουμαι εδώ στην Τροία, τα τέκνα σου να τυραννώ και σένα!
 
Ένας γέροντας παρατημένος από το μοναχογιό του, τώρα που είχε την ανάγκη του, κι εκείνος να βρίσκεται μακριά στα ξένα, να βασανίζει έναν άλλο γέροντα σκοτώνοντας τους γιους του. Μέσα σε μια φράση δοσμένη όλη η παραλογία του πολέμου.
 
Το χάσμα που χωρίζει τον ανήμερο Αχιλλέα, όπως τον δίνουν οι προηγούμενες ραψωδίες της Ιλιάδας, από τον πονόψυχο Αχιλλέα της τελευταίας είναι αληθινά μεγάλο. Γι’ αυτό σε περασμένα χρόνια πολλοί ομηρολόγοι υποστήριξαν πως η τελευταία ραψωδία πρέπει να είναι προσθήκη μεταγενέστερη. Στο αρχικό ποίημα του Ομήρου ο Αχιλλέας, αμετάστατος στην σκληρότητά του μέχρι θανάτου, άφηνε, όπως είχε από την αρχή απειλήσει, τον νεκρό του ‘Έκτορα πεταμένο στα χωράφια, όπου τον σπάραζαν τα όρνια και τα σκυλιά. Και μόνο σε κατοπινά χρόνια θέλησαν λέει να κάνουν τον Αχιλλέα πιο ήμερο, γι’ αυτό και τον έβαλαν να καλοδέχεται τον Πρίαμο, παρ’ όλο που με τον τρόπο αυτόν απαρνιόταν τον ίδιο τον εαυτό του.
 
Εμείς ας μην βιαστούμε να βγάλουμε καταδικαστική απόφαση για το τέλος της Ιλιάδας, τάχα πως δεν το έγραψε ο Όμηρος. πιο καλά να θυμηθούμε πως την ίδια διαπίστωση κάναμε πιο πάνω για το φέρσιμο του Δία μέσα στην Ιλιάδα: Ο πολεμόχαρος Δίας στην αντίθεσή του με τον ειρηνόφιλο Δία αντιστοιχεί με τον πολεμόχαρο Αχιλλέα στην αντίθεσή του με τον πονετικό Αχιλλέα. Δεν μπορεί -κάποια σχέση πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στον αντιφατικό θεό και στον αντιφατικό ήρωα.
 
Πιστεύουμε πως όσα στοιχεία της Ιλιάδας προβάλλουν τον Δία ως υποκινητή του πολέμου και φιλοπόλεμο ανταποκρίνονται στην εικόνα του θεού, όπως τον ήξερε η προομηρική παράδοση. Αντίθετα, όταν μέσα στα πάθη και τις μεροληψίες των άλλων Ολύμπιων θεών βλέπουμε τον Δία να υψώνεται σε κήρυκα της ειρήνης και να απλώνει τη συμπάθειά του σε Αχαιούς και Τρώες αξεχώριστα, πιστεύουμε πως μιλεί ο ίδιος ο Όμηρος. Αντίστοιχα, ο αιμοβόρος Αχιλλέας αντιπροσωπεύει το ιδανικό της παλιάς παράδοσης, ο Αχιλλέας όμως που ξεχνάει το μίσος του και στρώνει το τραπέζι στον μεγάλο του αντίμαχο είναι πλάσμα του Ομήρου.
 
Με το στόμα του Δία μιλεί ο ποιητής. ο Δίας είναι το alter ego του Ομήρου, που σαν επικός ποιητής δεν μπορούσε να εκφράσει τα προσωπικά του αισθήματα, γι’ αυτό και τα προβάλλει ως αισθήματα του θεού που κυβερνάει τον κόσμο. Το ίδιο και με την απότομη μεταστροφή στη διαγωγή του Αχιλλέα μπροστά στο γέρο-Πρίαμο ανανεώνει τα παλιά ιδανικά της πολεμικής αρετής.
 
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η τελευταία ραψωδία ανήκει στον Όμηρο. Είναι αλήθεια πως μας ξαφνιάζει η απότομη μετάπτωση στα αισθήματα του Αχιλλέα, από το ανήμερο μίσος στη βαθιά συμπόνια. Ακριβώς όμως αυτό το απίστευτο θέλησε να μας το κάνει πιστευτό ο Όμηρος, ο ένας Όμηρος, και το κατόρθωσε με τη μεγάλη του τέχνη. Η βαθύτατη ανθρωπιά του ποιητή δεν το βάστηξε ν’ αφήσει τον ήρωά του ως το τέλος με το απάνθρωπο πάθος στην καρδιά. Και αν ερχόταν κάποιος να ελέγξει τον ποιητή λέγοντας πως στην πραγματική ζωή μια τέτοια απότομη μεταστροφή είναι απίθανη, αν όχι αδύνατη, ο ποιητής θα του απαντούσε, πιστεύω, χαμογελώντας: «Δεν είμαι σίγουρος πως έχεις δίκιο, μα κι αν έχεις, μια φορά την ποιητική αλήθεια δεν την αποτιμάει κανείς με το αν συμφωνεί με τη φυσική πραγματικότητα ή όχι. Με άλλα λόγια: Και αν δεχτούμε πως ένας πραγματικός άνθρωπος είναι αδύνατο να μεταπέσει έτσι ξαφνικά από την αντιπάθεια στη συμπάθεια, αυτό δεν θα πει πως δεν το μπορεί ένα ποιητικό πρόσωπο, όπως ο Αχιλλέας μου. Και αν θέλεις να ξέρεις, επίτηδες τόνισα τον άγριο, ανελέητο χαρακτήρα του ήρωα στις προηγούμενες ραψωδίες, για να προβάλει ακόμα πιο χτυπητά η μεταλλαγή του στο τέλος.»
 
Αοιδός ήμουν σε όλη μου τη ζωή και έψαλλα τη δόξα των παλιών αντρειωμένων Ελλήνων. Την Ιλιάδα μου δεν την έγραψα από τη μία μέρα στην άλλη. χρόνια και χρόνια δούλευα το μύθο της Τρωικής εκστρατείας, για να τον χωρέσω σε δεκαπέντε χιλιάδες κάπου στίχους. ως που μια μέρα, χωρίς και εγώ να καταλάβω πώς, στάθηκα πάνω από τον πόλεμο, για να γίνω κριτής του. Επειδή όμως δεν μπορούσα να κάνω ανοιχτό κήρυγμα, έβαλα τον Δία να τον καταδικάζει. έβαλα και τον Αχιλλέα να υπογραμμίζει πόσο παράλογος ήταν ένας πόλεμος που τον κρατούσε μακριά από τον τόπο του και από τους δικούς του, για να σκοτώνει ανθρώπους, που δεν του είχαν κανένα κακό κάνει (πρβ. και Α 152κ.). Ακόμα τον έβαλα να ξεχνά το μίσος του και να φέρνεται στον εχτρό του σαν σε φίλο.
 
Το έργο της ζωής του Ομήρου, όπως και τόσων άλλων αοιδών, ήταν να ψάλλει τα πολεμικά κατορθώματα των παλιών κάνει κανένας όμως άλλος ποιητής, είτε ‘Ελληνας είτε ξένος, όσο ξέρω, δεν έκλεισε το ηρωικό του έπος με μία σκηνή συμφιλίωσης, όπου δύο θανάσιμοι πολέμιοι να νιώθουν συμπάθεια ο ένας για τον άλλον, όπου ο κοινός πόνος να τους κάνει να ξεχνούν ό,τι ως την ώρα εκείνη τους χώριζε, και όπου να αναγνωρίζεται πόσο δίχως νόημα ήταν να χύνεται τόσο αίμα. Ο Όμηρος δεν απαρνιέται βέβαια την αρετή της παλικαριάς -κάθε άλλο!-, τη συμπληρώνει όμως με μιαν άλλη αρετή, με την ανθρωπιά.
 
Τη σημασία του νεωτερισμού του Ομήρου θα την εκτιμήσουμε καλύτερα αν την εντάξουμε στο πλαίσιο της ιστορίας του πολέμου, όπως την είχε διαμορφώσει η πιο παλιά παράδοση και όπως την ήξεραν οι ακροατές της Ιλιάδας: Στα δέκα του πάνω χρόνια οι Αχαιοί πατούσαν την Τροία και την έκαιγαν, έσφαζαν τους άντρες της και σκλάβωναν τις γυναίκες. Και ήταν ο Νεοπτόλεμος, του Αχιλλέα ο γιος, που έσφαζε το βασιλιά της Τροίας, τον γέρο-Πρίαμο, πάνω στο βωμό του Ικέσιου Δία.
 
Λίγους μήνες πριν από τον όλεθρο της Άλωσης ο Όμηρος αφήνει να φυτρώσει, ας είναι και για λίγο, το άνθος της ειρήνης και της αγάπης. γι’ αυτό έβαλε τον Αχιλλέα να σπλαχνίζεται τον Πρίαμο, να τρώει μαζί του, να τον καμαρώνει και να τον κοιμίζει στο καλύβι του -τον Αχιλλέα, το φονιά τόσων γιών του Πρίαμου, τον Αχιλλέα, τον πατέρα του φονιά του ίδιου του Πρίαμου. Με το να κλείσει ο Όμηρος το πολεμικό του έργο με μια σκηνή συνδιαλλαγής έδινε ένα μήνυμα, και δεν είναι δικό του λάθος αν δυσκολευτήκαμε να το επωμιστούμε, καθώς μας θάμπωνε η δύναμη της περιγραφής του πολέμου στην υπόλοιπη Ιλιάδα. Νομίζουμε πως το στεφάνι της νίκης στους αγώνες της Χαλκίδας έπρεπε να δοθεί χωρίς δισταγμό στον Όμηρο. όχι μόνο γιατί ήταν ποιητής μεγάλος. για όποιον είχε αφτιά ν’ ακούσει, είχε χτυπήσει τον πόλεμο μέσα από τον πόλεμο, και αυτός ο τρόπος να γίνεσαι κήρυκας της ειρήνης είναι πιο αποτελεσματικός από το να δίνεις εντολές για το πότε πρέπει να σπέρνεις και πότε να θερίζεις. Αν έχουμε δίκιο στην εκτίμηση αυτή, τότε, πέρα από το θαυμασμό μας για τη μεγάλη του τέχνη, κάτι αρχίζουμε να βλέπουμε και από το αληθινό πρόσωπο του ποιητή μας.

Ήφαιστος, ο άγνωστος Θεός και δημιουργός του ανθρώπινου γένους

Οι Ολύμπιοι θεοί, ενώ ήταν πλασμένοι από τους αρχαίους Έλληνες με ανθρώπινη μορφή και ανθρώπινο σώμα, διακρίνονταν για την εξαιρετική τους ομορφιά. Τα μαλλιά και το πρόσωπό τους ακτινοβολούσαν και η μορφή τους μπορούσε να μαγέψει και να γαληνέψει και τα πιο άγρια θηρία της φύσης. Τα σώματά τους ήταν αρμονικά πλασμένα με τις τελειότερες αναλογίες.

Όμως ανάμεσά τους ζούσε και ένας θεός που εκτός από την ακατανίκητη δύναμή του και την αθανασία του, δεν έμοιαζε καθόλου με τους υπόλοιπους. Αυτός ήταν ο Ήφαιστος, ο θεός προστάτης της φωτιάς, της σιδηρουργίας των πέτρινων κατασκευών και της γλυπτικής. Γιος του Δία και της Ήρας από τη γέννηση του ακόμη γνώρισε την εγκατάλειψη, τον εκδιωγμό και την περιφρόνηση.

Ο Ήφαιστος είναι ο πιο άσχημος από τους θεούς, μαυριδερός και κουτσός τόσο που η αποκρουστική του όψη τον κάνει ανεπιθύμητο μεταξύ των υπολοίπων Ολύμπιων θεών. Παρουσιαζόταν με παχιά και μακριά γενειάδα, με χοντρά και άσχημα χαρακτηριστικά. Επιπλέον, ήταν κοντός και χοντρός, με αδύναμα πόδια που δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν εύκολα το βάρος του. Είχε δασύτριχο στήθος και τα μπράτσα του ήταν τεράστια από τη συνεχή δουλειά στο εργαστήρι του.

Σχετικά με τα πρώτα χρόνια της ζωής του και την αναπηρία που αντιμετώπιζε στο πόδι του, δίνονται πολλές και ποικίλες εξηγήσεις. Μια παράδοση μας αναφέρει ότι η Ήρα μόλις γέννησε τον Ήφαιστο πάνω στον Όλυμπο, ζήτησε να δει το μωρό της. Μόλις όμως αντίκρισε το κουτσό και μαυριδερό βρέφος που της παρουσίασαν έγινε έξω φρενών. Πώς ήταν δυνατόν να γεννήσει αυτή, μια πανέμορφη θεά, ένα τόσο άσχημο μωρό; Σκέφτηκε ότι δε θα μπορούσε με κανένα τρόπο ν' αντιμετωπίσει τις κοροϊδίες των υπόλοιπων θεών και τα ειρωνικά τους γέλια.

Έτσι λοιπόν άρπαξε μανιασμένη το μωρό και το πέταξε από τον Όλυμπο. Ο Ήφαιστος κατέληξε στον Ωκεανό. Εκεί τον βρήκαν και τον περιμάζεψαν η Θέτιδα και η Ευρυνόμη. Ο Ήφαιστος πέρασε μαζί τους τα εννιά πρώτα χρόνια της ζωής του, σε μια θαλάσσια σπηλιά, το παλάτι του Νηρέα. Με τα κοράλλια και τα μαργαριτάρια ο Ήφαιστος έφτιαχνε θαυμαστά κοσμήματα στις θεές που τον προστάτευαν. Έτσι τους έδειχνε την αγάπη και την ευγνωμοσύνη του.

Ένας άλλος μύθος διηγείται ότι ο Ήφαιστος έπαθε το ατυχές γεγονός σε μεγαλύτερη ηλικία. Ήταν μια μέρα, όπως πολλές άλλες, που το θεϊκό ζευγάρι ο Δίας και η Ήρα μάλωναν. Οι φωνές της πρώτης θεάς αντηχούσαν σ' ολόκληρο τον Όλυμπο και προκαλούσαν τα σχόλια των υπολοίπων. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πώς κατάφερε ο σύζυγός της, παρόλες τις δικές της προσπάθειες να τον παρακολουθεί συνέχεια, να συνάψει ερωτικές σχέσεις με μια θνητή, την Αλκμήνη. Το χειρότερο απ' όλα ήταν ότι απέκτησε μαζί της κι ένα γιο, τον Ηρακλή. Ο Δίας άρχισε ν' αστράφτει και να βροντά από τα νεύρα του· δεν άντεχε άλλο την αρρωστημένη ζήλια της Ήρας.

Ο καημένος ο Ήφαιστος σ' αυτόν τον τρικούβερτο καβγά πήρε το μέρος της μητέρας του. Ο πατέρας του τότε, θολωμένος καθώς ήταν από την οργή του, άρπαξε τον άσχημο γιο του, που ποτέ δεν τον συμπάθησε πραγματικά, και τον πέταξε μ' όλη του τη δύναμη κάτω από τον Όλυμπο. Ο Ήφαιστος μια ολόκληρη μέρα στροβιλιζόταν στην ατμόσφαιρα και τελικά κατέληξε με ορμή πάνω στη Λήμνο. Το σώμα του βρόντηξε σε κάποια βράχια του νησιού και από τότε ο Ήφαιστος κουτσάθηκε για όλη του τη ζωή.

Γενικά, τα πρώτα χρόνια της ζωής του ο Ήφαιστος έζησε μακριά από τον Όλυμπο και είτε από μόνος του, είτε με τη βοήθεια κάποιου δασκάλου έγινε ο πρώτος τεχνίτης ανάμεσα στους θεούς. Οι γονείς του δεν τον αντιμετώπισαν ποτέ ως ίσο με τα υπόλοιπα παιδιά τους. Ο Ήφαιστος ήταν καλόκαρδος και υπομονετικός, όμως πάντα σκεφτόταν τη συμπεριφορά των γονιών του και εκνευριζόταν· τον έπιανε το παράπονο και πολλές φορές έπαιρνε την εκδίκησή του.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο μύθος στον οποίο ο Ήφαιστος στην γιορτή της μητέρας του στον Όλυμπο, της κατασκεύασε και της έδωσε ως δώρο έναν ολόχρυσο θρόνο με ανάγλυφες σκαλιστές παραστάσεις από την ζωή των θεών. Μόλις της τον πρόσφερε, η Ήρα αμέσως τον δοκίμασε με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση αφού όπως ήταν γνωστό, οι κατασκευές του Ηφαίστου δεν είχαν ισάξιές τους. Πέρασε λίγη ώρα και η Ήρα άκουγε και συνομιλούσε με τους υπολοίπους θεούς από το νέο της θρόνο, όταν όμως θέλησε να σηκωθεί διαπίστωσε πως κάτι τέτοιο της ήταν αδύνατο. Ο Ήφαιστος την είχε αιχμαλωτίσει με αόρατα δεσμά τα οποία κανείς άλλος δεν ήταν ικανός να λύσει.

Αυτό είναι το δώρο μου για εσένα μητέρα και για τη αγάπη που μου έδειξες όταν ήμουν μικρός. Τι φταίω εγώ που γεννήθηκα άσχημος και μαυριδερός και με πέταξες από τον Όλυμπο; της είπε. Μάταια τον παρακαλούσε η Ήρα να τον απελευθερώσει, μάταια και οι υπόλοιποι θεοί να τον μεταπείσουν μαλώνοντας τον, μάταια και ο Άρης θέλησε με την βία να του αλλάξει γνώμη καθώς ο Ήφαιστος τον αντιλήφθηκε έγκαιρα και του πέταξε έναν αναμμένο δαυλό κάνοντάς τον να πάει και να κρυφτεί πίσω από τις θεές.

Στη συνέχεια αποχώρησε για το αγαπημένο του νησί, την Λήμνο όπου ο φίλος του ο Διόνυσος κατάφερε αφού τον μέθυσε πρώτα με κρασί να τον μεταπείσει και να ταξιδέψουν στη συνέχεια πείσω στον Όλυμπο. Εκεί ο Δίας απαίτησε από τον Ήφαιστο να απελευθερώσει την μητέρα του καθώς όπως του είπε παρατράβηξε το αστείο.

Ο Ήφαιστος του απάντησε πως θα το έκανε με την προϋπόθεση ο ίδιος να του ικανοποιούσε μία χάρη. Αφού δέχτηκε ο Δίας, ο Ήφαιστος έλυσε τα δεσμά της Ήρας και τότε ζήτησε από τον Δία την χάρη που του υποσχέθηκε. Μπροστά σε όλους τους θεούς ο Ήφαιστος ζήτησε από τον Δία για γυναίκα του την Αφροδίτη. Όλοι σάστισαν, όλοι μείνανε έκπληκτοι, κανείς δεν το πίστευε ο πιο άσχημος άντρας να παντρευτεί την ομορφότερη θεά. Περισσότερο από όλους ντράπηκαν η Αφροδίτη και ο Δίας καθώς ήταν υποχρεωμένος να τιμήσει τον λόγο του. Έτσι η θεά του έρωτα και της ομορφιάς έγινε σύζυγος του πιο άσχημου από τους θεούς.

Ο Ήφαιστος ήταν ο θεϊκός σιδηρουργός. Κατασκεύαζε όπλα, παλάτια, κοσμήματα, όλα περίτεχνα και σπουδαία. Το παλάτι του στον Όλυμπο ολόχρυσο με πολύτιμους λίθους στολισμένο. Τα δώρα του στους θεούς ασύλληπτης έμπνευσης και ομορφιάς. Αυτός δώρισε στον Δία την αιγίδα (που μετά έδωσε στην Αθηνά) και το σκήπτρο του, στην Δήμητρα το δρεπάνι, στον Απόλλωνα και την Άρτεμη τα χρυσά τους βέλη, στον ήλιο τα λαμπρό του άρμα και στον Διόνυσο το ολόχρυσο κύπελό του. Αυτός κατασκεύασε τα όπλα του Αχιλλέα, που του ζήτησε η μητέρα του η Θέτιδα. Ακόμη, στον Ήφαιστο αποδίδεται και η κατασκευή του Τάλου.

Ο Τάλως ήταν ένα τεράστιο ανθρωπόμορφο, χάλκινο κατασκεύασμα το οποίο ο θεός δώρισε στον βασιλιά της Κρήτης Μίνωα. Ο Τάλως προστάτευε ολόκληρο το νησί καθώς με τα τεράστια βήματά του ήταν ικανός να ταξιδεύει τόσο γρήγορα που λέγεται ότι έκανε τρεις φορές το γύρο του κοσμου σε μία ημέρα. Ο προστάτης της Κρήτης που κατάστρεφε με την καυτή του ανάσα όποιο εχθρικό πλοίο στρεφόταν ενάντια στο νησί απενεργοποιήθηκε τελικά από τους αργοναύτες, οι οποίοι στον γυρισμό τους από την Κολχίδα και με την βοήθεια της μάγισσας Μήδειας, η οποία του προκάλεσε σύγχυση, κατάφεραν να τον τραυματίσουν στο πόδι, από όπου έτρεξε από την μοναδική του φλέβα σαν λιωμένο μέταλλο το αίμα του. Δεν ήταν όμως οι μόνες κατασκευές του. Λιγότερο γνωστές είναι ακόμα οι :

Χρυσές Κηλήδονες
Ήσαν χρυσά κινούμενα αγάλματα κατασκευασμένα από τον Ήφαιστο, είτε με την μορφή γυναικών, είτε δρυοκολάπτη, είτε με μορφή παρόμοια των Σειρήνων, που είχαν το χάρισμα του τραγουδιού και είχαν δοθεί στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς.

Ο Καυκάσιος Αετός ήταν γιγάντιος χάλκινος αετός, κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο, ο οποίος είχε ως αποστολή να κατατρώγει το αναπαραγόμενο συκώτι του Τιτάνα Προμηθέα, ο οποίος είχε αλυσοδεθεί από τον Δία στον Καύκασο διότι είχε παραδώσει στους θνητούς την φωτιά. Ο αετός άλλοτε περιγράφεται ως χάλκινο αυτόματον κατασκευασμένο από τον Ήφαιστο και άλλοτε ως μέλος πλασμάτων γεννημένων από τον δαίμονα Έχιδνα. Στα «αδελφά» πλάσματα περιλαμβάνονται ο λέων της Νεμέας και η Λερναία Ύδρα.

Χρυσός & αργυρός κύων (σκύλος)
Κατασκευασμένοι από τον Ήφαιστο, ήσαν ζεύγος σκύλων – φυλάκων (ένας χρυσός και ένας αργυρός) αθάνατοι και αγέραστοι οι οποίοι είχαν ως αποστολή να φυλάνε την είσοδο του παλατιού του βασιλέα των Φαιάκων Αλκίνου (πατέρα της Ναυσικάς).

Χάλκινοι Ταύροι
Ζεύγος χάλκινων ταύρων με πύρινη αναπνοή, κατασκευασμένοι από τον Ήφαιστο για τον βασιλέα της Κολχίδας Αιήτη. Υπήρξαν από τους άθλους του Ιάσονα ο οποίος προκειμένου να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας, έπρεπε να ζέψει τους εν λόγω ταύρους και να σπείρει ένα χωράφι χρησιμοποιώντας ως αλέτρι τα μαγικά δόντια του δράκοντα.

Χρυσές Κόρες
Ζεύγος χρυσών πανέμορφων κορασίδων κατασκευασμένων από τον Ήφαιστο, οι οποίες διέθεταν το χάρισμα του λόγου και της σκέψης, με αποστολή να υπηρετούν τον Ήφαιστο στην Ολύμπια κατοικία του.

Καβειρικοί Ίπποι
Ήσαν ζεύγος χάλκινων ίππων με πύρινη ανάσα κατασκευασμένοι από τον Ήφαιστο, οι οποίοι είχαν ως αποστολή να σύρουν το άρμα των Καβείρων.

Χρυσοί Τρίποδες Αποτελούνταν από 20 χρυσούς αυτοκινούμενους τρίποδες με τροχούς, τους οποίους είχε κατασκευάσει ο Ήφαιστος προκειμένου να μετακινούνται οι θεοί στις αίθουσες του Ολύμπου κατά την διάρκεια των εορτών.

Η Λήμνος είναι ένα ηφαιστειογενές νησί και η κυριότερη κορυφή του, ο Μόσυχλος, έγινε το σημαντικότερο κέντρο της λατρείας του Ηφαίστου. Ο Ήφαιστος είναι εξαιρετικά σημαίνων Θεός, καθώς σχετίζεται με την φωτιά (νοητικό πυρ –γνώση). Μπορεί Προμηθέας να έκλεψε τη φωτιά (νοητικό πύρ –γνώση) για να τη χαρίσει στους ανθρώπους, δημιουργός όμως τόσο της φωτιάς, όσο και των ανθρώπων, ήταν ο Ήφαιστος...

Ο Ήφαιστος θεωρούνταν ο θεός των μεταλλουργών και σιδηρουργών, οι οποίοι διδάχθηκαν από αυτόν την κατεργασία των μετάλλων και τη χρησιμοποίηση της φωτιάς . Ο Ήφαιστος λατρεύονταν στην Λήμνο όπου βρισκόταν το εργαστήρι του σιδηρουργού-θεού. Δεν είναι φυσικά τυχαίο πως στην Λήμνο τελούνταν τα σεπτά και πανάρχαια Καβείρια μυστήρια.

Σύμφωνα με τον Λήμνιο συγγραφέα Φιλόστρατο, κατά την διάρκεια των Καβειρίων μυστηρίων, έσβηναν όλες τις φωτιές επί εννιά μέρες σε όλο το νησί. Την ένατη μέρα έφτανε στο λιμάνι ένα πλοίο που το είχαν στείλει στη Δήλο για να φέρει τη φωτιά. Το περίμενε ανυπόμονα ένα μεγάλο πλήθος που όλο το διάστημα προσευχόταν. "Σαν έφτανε το πλοίο στο λαό μοίραζαν τη φωτιά, όχι για την καθημερινή χρήση, μα για των τεχνιτών τα εργαστήρια, άρχιζε και πάλι στον τόπο μια νέα ζωή".

Δεν είναι φυσικά επίσης τυχαίο, πως το πυρ αποτελούσε στην αρχαία – και όχι μόνο - σκέψη, το βασικό συστατικό δημιουργίας του σύμπαντος. Ο Πυθαγόρας δίδασκε λ.χ, πως όλα τα ουράνια σώματα περιστρέφονται γύρω από ένα «κεντρικό πυρ» με αρμονία. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Ιωάννη Στοβαίο ( Ανθολόγιο) το κοσμολογικό πρότυπο του Πυθαγόρειου Φιλόλαου:

«τοποθετεί το πυρ στο μέσον, στο κέντρο. Το ονομάζει εστία των πάντων, οίκον του Διός, μητέρα των θεών, βωμό και συνοχή και μέτρο φύσεως. Επίσης τοποθετεί ένα δεύτερο πυρ, ανώτατο όλων, που περιέχει μέσα του τον κόσμο. Το κέντρο, λέει, είναι από την φύση του πρώτο, γύρω απ’ αυτό τα δέκα διαφορετικά σώματα εκτελούν τον ομαδικό τους χορό.»

Για αυτό τον λόγο το ιερό πυρ, συμβολιζόταν από την ιερή και άσβεστη εστία κάθε βωμού και ναού, αλλά και οικιών. To όνομα του Ηφαίστου, προέρχεται από την ρίζα «αφ-» του δασυνόμενου ρήματος «άπτω», που σημαίνει «ανάβω, καίω», συνεπώς Ήφαιστος είναι «αυτός που καίει, ο πύρινος». Σύμφωνα δε με τον Σωκράτη (Πλάτων Κρατύλος περί ονομάτων), το όνομα Ήφαιστος σημαίνει ο φωτεινός από το «Φαίστος», προσλαμβάνοντας το γράμμα Ήτα.

Στην Λήμνο τιμούσαν τον Ήφαιστο και ως θεό θεραπευτή. Δώρο του για την φιλοξενία των Λημνίων ήταν η περίφημη θεραπευτική Λημνία γη. Για αυτό τον λόγο, ο Φιλοκτήτης ο διάσημος τοξοβόλος των Ελλήνων κατά την εκστρατεία της Τροίας, αφέθηκε εδώ, ώστε να γιατρευτεί από η πληγή του από το δάγκωμα φιδιού με την Λημνία γη.

Η συνεισφορά και ο συμβολισμός του Ηφαίστου τόσο στην θεϊκή, όσο και στην ανθρώπινη ιστορία είναι υποτιμημένη…

Το πυρ, και η μεταλλουργία είναι ενδεικτικά της σπουδαιότητας των δυνάμεων που εκφράζει ο θεός, το σημαντικότερο όλων όμως είναι η αναπηρία του Θεού. Πως μπορεί ένας θεός να είναι κουτσός, έστω και μετά από ατύχημα (στην πραγματικότητα τιμωρία);

Ας δούμε τι μας αποκαλύπτουν οι αρχαίες πηγές.

«Την δική σας χίλια χρόνια πριν την δική μας, παίρνοντας το σπέρμα σας από την γη και τον Ήφαιστο, –Προτέραν μὲν τὴν παρ᾽ ὑμῖν ἔτεσι χιλίοις ἐκ γῆς τε καὶ Ἡφαίστου τὸ σπέρμα παραλαβοῦσαν ὑμῶν,» – λέγει ο αιγύπτιος Ιερέας στον Σόλωνα, αναφερόμενος στην πόλη των Αθηνών. (Τίμαιος, 23.d-e).

Τι θα υποστήριζε κανείς για την δημιουργία του Ηφαίστου;

Όπως μας λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 142.22 – 144.19», ότι ανήκει (ο Ήφαιστος) στην δημιουργική σειρά και όχι στην ζωογονική ή στην συνοχική (συνεκτκή) ή σε κάποια άλλη σειρά, το δηλώνουν οι θεολόγοι των Ελλήνων παρουσιάζοντάς τον να δουλεύει τον χαλκό και να κουνάει τα φυσερά και γενικά σαν «εργοτεχνίτη». Ότι είναι δημιουργός των αισθητών και όχι των ψυχικών ή των νοητικών έργων, και αυτό το δηλώνουν οι ίδιοι. Γιατί η κατασκευή του εσόπτρου και «ἡ χαλκεία καὶ ἡ χωλεία καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα σύμβολα τῆς περὶ τὸ αἰσθητὸν αὐτοῦ ποιήσεώς ἐστι».

Αλλά και ότι είναι δημιουργός, είναι φανερό από τους ίδιους, οι οποίοι λένε ότι αυτός έπεσε από ψηλά, από τον Όλυμπο, μέχρι γης και υμνούν όλες τις υποδοχές των εγκόσμιων θεών σαν «Ἡφαιστοτεύκτους». Αν, λοιπόν, υποστηρίζουμε ότι τα πράγματα έχουν έτσι, τούτος ο θεός θα είναι ο καθολικός δημιουργός «τῆς σωματοειδοῦς ἁπάσης συστάσεως», και τας «ἐμφανεῖς ἕδρας προευτρεπίζων» [προετοιμάζει] των θεών, συμπληρώνοντας τα πάντα για την μία/ενιαία αρμονία του Κόσμου, γεμίζοντας όλα τα δημιουργήματα με σωματική ζωή, και διακοσμώντας και συγκρατώντας με τα Είδη τη σκληρότητα και την πυκνότητα της ύλης. Για αυτό, λοιπόν, λέγεται κι από τους θεολόγους των Ελλήνων ότι χαλκεύει (δουλεύει τον χαλκό), «ὡς στερεῶν καὶ αντιτύπων ἐργάτης», αλλά και επειδή «χάλκεος ὁ οὐρανὸς ὡς μίμημα ὢν τοῦ νοητοῦ», και ο του ουρανού ποιητής (δημιουργός) χαλκουργός.

«Χωλεύειν δὲ ἀμφοτέροις τοῖς ποσίν» (είναι χωλός/κουτσός και τα δύο του πόδια), επειδή είναι δημιουργός των εσχάτων/τελευταίων όντων και τις προόδους του όντως Όντος – γιατί τέτοια είναι τα σώματα – και επειδή δεν μπορεί πλέον να προχωρήσει σε άλλη τάξη και επειδή είναι δημιουργός του σύμπαντος που δεν έχει σκέλη (πόδια), όπως θα πει ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 34.a».

Λέγεται ότι πέφτει από ψηλά στη γη, επειδή απλώνει τη δημιουργία σε ολόκληρη την αισθητή ουσία. Είτε, λοιπόν, κάποιοι υποστηρίζουν ότι υπάρχουν φυσικοί Λόγοι (φυσικές λογικές αρχές) μέσα στο σύμπαν είτε σπερματικές αρχές, πρέπει να αναγάγουμε την αιτία όλων αυτών σε τούτον τον θεό. Γιατί αυτό το οποίο δημιουργεί η Φύση βυθιζόμενη μέσα στα σώματα, αυτό διαπλάθει και τούτος ο θεός με τρόπο θεϊκό, κινώντας τη Φύση και χρησιμοποιώντας τη σαν όργανο για την δική του δημιουργία. Γιατί και η έμφυτη θερμότητα προέρχεται από τον Ήφαιστο και παράγεται από αυτόν για την σωματική δημιουργία.

Την καθολική αιτία, λοιπόν, των γιγνομένων (γεννημένων) όντων ο Πλάτων, στον «Τίμαιο, 23d-e», την ανήγαγε σε αυτόν τον θεό. Επειδή, όμως, χρειάζονται και ύλη τα γιγνόμενα (γεννημένα) όντα – γιατί και οι ουράνιοι θεοί δανείζονται «μέρη από το σύμπαν, τα οποία θα επιστραφούν και πάλι πίσω – μόρια ἐκ τοῦ παντὸς ὡς αὖθις ἀποδοθησόμενα», «Τίμαιο, 42e» – ,με τρόπο πολύ θαυμαστό την έχει υποδείξει και αυτήν με τη γη.

Γιατί και στο ίδιο το σπέρμα υπάρχουν λόγοι (λογικές αρχές) και υπόστρωμα στο οποίο αυτές οι αρχές εφαρμόζονται, και οι πρώτες προέρχονται από την τέχνη του Ηφαίστου, ενώ το δεύτερο από τη γη, γιατί στο συγκεκριμένο πλατωνικό χωρίο ως γη πρέπει να εννοήσουμε κάθε υλικό αίτιο, όχι επειδή οι Αθηναίοι ήταν αυτόχθονες, αλλά επειδή και ολόκληρο την γένεσιν συνηθίζουν να την αποκαλούν γη και καθετί υλικό να το αποκαλούν γήινο, αναγκαστικά, λοιπόν, τα σπέρματα προέρχονται από τη γη.

Όργανο, λοιπόν, του Ηφαίστου είναι το πυρ και ύλη η γη, η δια του πυρός κινούμενη και ζωογονούσα, ενώ η ίδια είναι «ἀπεψυγμένη» (παγωμένη). Για αυτό και στο συγκεκριμένο χωρίο έχει χρησιμοποιηθεί σαν να παίζει τον ρόλο της ύλης για τον Ήφαιστο, και για αυτό έχει ειπωθεί ότι το σπέρμα του Ηφαίστου μαζί με τη γη πραγματοποίησε τη γέννηση των Αθηναίων. Γιατί «καὶ κατὰ τὸν μῦθον ὁ ῞Ηφαιστος ἐρῶν τῆςἈθηνᾶς ἀφῆκε τὸ σπέρμα εἰς γῆν» και από εκεί βλάστησε το των Αθηναίων γένος.

Πάντα, λοιπόν, και γενικά ο Ήφαιστος είναι ερωτευμένος με την Αθηνά, επειδή μιμείται με τα αισθητά έργα τη νοητική της ιδιότητα. Και αι «Αθηναϊκαὶ ψυχαὶ μάλιστα κατὰ ταύτην τοῦ Ἡφαίστου τὴν ἐνέργειαν δέχονται τὰ ὀχήματα παρ᾽ αὐτοῦ» και «εἰσοικίζονται» [εγκαθίστανται] στα σώματα που λαμβάνουν υπόσταση από τους Λόγους του Ηφαίστου, οι οποίοι έχουν λάβει τα συνθήματα (σύμβολα) της Αθηνάς, και από την γη. Γιατί αυτός είναι πριν από την Φύση ο τελεστής (τελειοποιητής) των σωμάτων, βάζοντας σε καθένα τους διαφορετικό σύμβολο των θεών.

Συμπόνια ή ενσυναίσθηση; Τι χρειάζεται πραγματικά κανείς όταν νιώθει ψυχικά ευαίσθητος

Ο ορισμός αυτών των δύο λέξεων και η εφαρμογή τους στην καθημερινή ζωή αν και φαντάζει εύκολη, στην πραγματικότητα δεν είναι. Μπερδευόμαστε με τις δύο αυτές έννοιες και τις ταυτίζουμε πολύ συχνά. Ωστόσο, οι διαφορές μεταξύ τους είναι θεμελιώδεις.

Η συμπόνια

Μια λέξη που φανερώνει μια σύμπραξη στον πόνο του άλλου.

Στην πραγματικότητα είναι η έκφραση του οίκτου, της λύπησης και της ενδόμυχης ευχής μας να μην υπάρξουμε στη θέση αυτού που έχουμε απέναντί μας.

Συνοδεύεται συνήθως από εκφράσεις "λυπάμαι γι' αυτό που σου συμβαίνει", "μην στεναχωριέσαι", "όλα θα πάνε καλά". Οι εκφράσεις αυτές αν και παρηγορητικές δημιουργούν μια συναισθηματική απόσταση μεταξύ δύο ανθρώπων. Αυτή η απόσταση πολλές φορές είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ο άνθρωπος, που στην εκάστοτε κατάσταση νιώθει ευάλωτος και αδύναμος ψυχικά, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις και σωματικά, απομακρύνεται και απομονώνεται νιώθοντας πως οι γύρω του δε μπορούν να κατανοήσουν την συναισθηματική του κατάσταση.

Πιθανότατα, η διάθεση μας να μην είναι να απομακρυνθούμε από τον άλλον αλλά να του απαλύνουμε τον πόνο χωρίς να γνωρίζουμε τον κατάλληλο τρόπο για να το κάνουμε αυτό.

Η συμπόνια είναι η έμφυτη αυτή ιδιότητα του ανθρώπου να παρευρεθεί δίπλα στον πόνο κάποιου αλλά με μια ψυχική δύναμη και ψυχραιμία χωρίς να νιώσει και ο ίδιος ευάλωτος. Είναι η ικανότητα του να κοιτάει τον πόνο χωρίς όμως να ταυτίζεται με αυτόν και χωρίς να τον επηρεάζει ψυχικά ή πνευματικά. Η ικανότητα του να στέκεται δίπλα στον πόνο χωρίς να θέλει να ζήσει και να δει την έκβαση του. Είναι η τάση του να κατανοεί τις σκέψεις και αυτό που συμβαίνει στον δίπλα του χωρίς κάποια συναισθηματική εμπλοκή. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην έλλειψη αντίστοιχων βιωμάτων καθώς και στην αδυναμία του στην παρούσα χρονική στιγμή να ταυτιστεί και να αναγνωρίσει τον συναισθηματικό του κόσμο.

Η ενσυναίσθηση

Μια λέξη που υποδηλώνει ότι αισθάνεσαι μαζί με τον άλλον, ότι κατανοείς όχι το πρόβλημα αλλά την συναισθηματική του έξαρση.

Για να μπορέσει αυτό να καταστεί δυνατό πρέπει να έχεις βιώσει μια αντίστοιχη κατάσταση ή έστω να έχεις βιώσει, ακόμη και για διαφορετικούς λόγους, σε παρόμοια ένταση το ίδιο συναίσθημα. Μόνο έτσι μπορείς να συναισθανθείς. Πρέπει να μπεις μέσα στο πρόβλημα και μέσα στο συναίσθημα του, απέναντι σου με όλα σου τα ψυχικά αποθέματα και να εκτεθείς στον εαυτό σου αλλά και στον άλλον. Σε αντίθεση με τη συμπόνια, δεν εστιάζουμε στη φύση του προβλήματος, ούτε προσπαθούμε να φανούμε λογικοί και δυνατοί απέναντι στον άλλον που πονάει. Μεγάλη σημασία στην ενσυναίσθηση έχει η κατανόηση της φύσης και της έντασης του συναισθήματος.

Πες μου πως αισθάνεσαι ή πως νιώθεις αλλά μη μου πεις τι σκέφτεσαι.

Όταν μιλάμε για ενσυναίσθηση μιλάμε καθαρά και μόνο για συναίσθημα και καθόλου για γνωστικές διεργασίες. Η ενσυναίσθηση απαιτεί ψυχική δύναμη και καλλιέργεια. Είναι πολύ πιο σκληρό να συναισθανθείς το άτομο που έχεις απέναντί σου από το να το συμπονέσεις. Πρέπει να γίνεις κι εσύ ευάλωτος, να επιτρέψεις στον εαυτό σου να ξαναταυτιστεί με εκείνο το δυνατά αρνητικό σου συναίσθημα, να ξαναβιώσεις εκείνη την άσχημη κατάσταση που έζησες.
Τι χρειάζεται πραγματικά κανείς, όταν νιώθει ψυχικά ευάλωτος;

Δεν αντιδρούν όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο απέναντι στον πόνο και για αυτό το λόγο δεν μπορεί να υπάρχει ένας κοινός τρόπος του να συμπαρασταθείς σε αυτούς τους ανθρώπους. Κάποιοι επιλέγουν να κρύβονται πίσω από τα αρνητικά τους συναισθήματα, άλλοι επιλέγουν να κλείνονται στον εαυτό τους και να παραμερίζουν τους γύρω τους, άλλοι επιθυμούν τη βοήθεια των δικών τους και άλλοι κάποιου άγνωστου.

Το μόνο σίγουρο βέβαια είναι ότι, κάπου ενδόμυχα σε όλα αυτά τα διαφορετικά είδη ανθρώπων, υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής. Ο κοινός αυτός παρονομαστής δεν είναι άλλος από την κοινή ανάγκη των ανθρώπων, που είναι απόρροια της ίδιας τους της φύσης. Η κοινή αυτή ανάγκη είναι η ανάγκη του να νιώσουν ότι αυτά που αισθάνονται γίνονται κατανοητά από το περιβάλλον τους, ότι οι συναισθηματικές τους ανάγκες δεν κρίνονται αλλά αγκαλιάζονται όπως και οι ίδιοι.

Γιατί η ενσυναίσθηση και η συμπόνια χρειάζονται. Χρειάζονται και οι δύο.

Η συμπόνια σε καταστάσεις που πρέπει να μην αφήνουμε το συναίσθημα να μας καταβάλει, να μας παρασύρει και η ενσυναίσθηση όταν νιώθουμε πως είμαστε αρκετά δυνατοί ώστε να μπορέσουμε να αφεθούμε στο συναίσθημά μας και να οδηγηθούμε στην συναισθηματική ταύτιση με τον εσωτερικό κόσμου του διπλανού μας. Η συμπόνια χρειάζεται δύναμη και αυτοσυγκράτηση καθόλη την διάρκεια της έκφρασης της ενώ η ενσυναίσθηση χρειάζεται να είναι κανείς γνώστης της εσωτερικής του δύναμης και του εαυτού του πριν μπορέσει να μπει στη διαδικασία αυτή.

Κάποτε ο Δαλάι Λάμα είχε πει ότι "Η αγάπη κι η συμπόνια είναι ανάγκες, δεν είναι πολυτέλειες και χωρίς αυτές, η ανθρωπότητα δεν μπορεί να επιβιώσει."

Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, δε μπορούν όλοι οι άνθρωποι να συμπονέσουν ή να συναισθανθούν. Η κάθε επιλογή στη ζωή μας και ο τρόπος που αντιδράμε αλλά και που συμπεριφερόμαστε είναι απόρροια της εκάστοτε συναισθηματικής μας κατάστασης.

Δεν μπορούμε να απαιτούμε από τον άλλο τη συναισθηματική ή ακόμη και τη φυσική του παρουσία σε περιόδους που μπορεί να νιώθουμε καταβεβλημένοι ψυχολογικά. Ο καθένας αντιδρά και εκφράζει τα συναισθηματικά του αποθέματα με έναν ξεχωριστό τρόπο και μπορεί αυτά να μην επαρκούν σε όλες τις περιπτώσεις και σε όλους ώστε να μπορέσουν να σταθούν δίπλα σωματικά και ψυχικά σε κάποιον που τους έχει ανάγκη.

Οι ευαίσθητοι άνθρωποι

Οι ευαίσθητοι άνθρωποι είναι οι πιο γνήσιοι και ειλικρινείς άνθρωποι που θα συναντήσετε ποτέ.

Δεν υπάρχει τίποτα που δεν θα σας πουν για τον εαυτό τους εάν εμπιστεύονται την καλοσύνη σας.

Ωστόσο, τη στιγμή που θα τους προδώσετε, τους απορρίψετε ή τους υποτιμήσετε, γίνονται ο χειρότερος τύπος προσώπου.

Δυστυχώς, καταλήγουν να πληγώνονται μακροπρόθεσμα. Δεν θέλουν να βλάψουν άλλους ανθρώπους. Είναι ενάντια στη φύση τους.

Θέλουν να κάνουν αλλαγές και να ακυρώσουν τα λάθη που έκαναν. Η ζωή τους είναι κύματα από πάνω και κάτω στιγμές. Ζουν με ενοχές και συνεχούς πόνους για τις ανεπίλυτες καταστάσεις και παρεξηγήσεις.

Είναι βασανισμένες ψυχές που δεν μπορούν να ζήσουν με μίσος ή κακία.

Οι ευαίσθητοι άνθρωποι είναι συνήθως ενοχικοί, σηκώνοντας τις αμαρτίες όλου του κόσμου και μάλιστα χωρίς να τους το ζητήσει κανείς.

Είναι ο τύπος του προσώπου που χρειάζεται την περισσότερη αγάπη που μπορεί να τους δώσει κανείς, επειδή η ψυχή τους έχει μόνιμες πληγές από τους άλλους.

Ωστόσο, παρά τις τραγωδίες που περνάνε στη ζωή τους, παραμένουν οι πιο συμπονετικοί άνθρωποι που αξίζει να τους γνωρίσουμε και είναι εκείνοι που συχνά γίνονται ακτιβιστές για τα μοιραία δυστυχισμένα άτομα, τα ξεχασμένα από όλους και τα παρεξηγημένα από τους περισσότερους.

Είναι οι άγγελοι με τα σπασμένα φτερά που πετούν μόνο όταν τους αγαπούν. 

Όταν δεν δίνουμε στον εαυτό μας τη θέση που του αξίζει

Τι είναι το γνωστό “σύνδρομο του απατεώνα”; Το έχουμε ακούσει, μας έχει προκαλέσει εντύπωση, μερικοί ακόμα μπορεί και να απορούν για την ακριβή σημασία αυτής της έννοιας.

Το “σύνδρομο του απατεώνα” είναι ένας όρος που επινοήθηκε από κλινικούς ψυχολόγους το 1978 και αναφέρεται στην ψυχολογική κατάσταση του ανθρώπου, ο οποίος πιστεύει πως οι επιτυχίες του οφείλονται σε κάποιο τυχαίο γεγονός, σε κάποια χάρη που του έκανε κάποιο άλλο άτομο ή απλά λόγω συνθηκών και όχι στην πραγματική του αξία.

Σε κάθε περίπτωση, το άτομο αρνείται να αποδεχθεί πως πετυχαίνει πράγματα με την αξία του, στηριζόμενος στις ικανότητες και την αληθινή του αξία. Οι άνθρωποι που έχουν από αυτό το σύνδρομο, διακατέχονται από έναν διαρκή φόβο που θα φανεί η ανικανότητά τους και θα φανεί πως είναι “απάτη”.

Οι άνθρωποι που χαρακτηρίζονται από αυτό το σύνδρομο, αισθάνονται πως πρέπει να αποφεύγουν τους άλλους επειδή φοβούνται μήπως φανεί η δική τους ανικανότητα. Είναι σύνηθες φαινόμενο των εργαζόμενων που έχουν αυτό το σύνδρομο, να εργάζονται μανιωδώς ή να οδηγούν τον εαυτό τους στα όρια της εξάντλησης. Άξιο αναφοράς είναι πως οι γυναίκες, κυρίως, έχουν την τάση να δείχνουν περισσότερη προσοχή στην εξωτερική τους εμφάνιση και αρνούνται πως πετυχαίνουν πράγματα στην εργασία τους επειδή έχουν αξία και εργατικότητα.

Το πιο συνηθισμένο γνώρισμα των ανθρώπων που έχουν αυτό το γνώρισμα, είναι η χαμηλή τους αυτοεκτίμηση και η αδυναμία τους να εκτιμήσουν την πραγματική αξία του εαυτού τους. Άξιο αναφοράς είναι πως αυτό το γνώρισμα διακατέχει περισσότερο τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι επαγγελματικά μπορούν να χαρακτηριστούν επιτυχημένοι με πολλά επιτεύγματα.

Αν και δεν έχει χαρακτηριστεί επίσημα ως ψυχολογική διαταραχή και για την καταπολέμηση της ίδιας χρησιμοποιούνται διάφοροι τρόποι, όπως η δημιουργική γραφή και η θεραπεία συνοχής, η οποία έχει σκοπό να βοηθήσει τον άνθρωπο να ισορροπήσει συναισθηματικά και να αγκαλιάσει τον πραγματικό εαυτό του. Η απόκτηση αυτοεκτίμησης και η αληθινή εκτίμηση του εαυτού μας, θα μας βοηθήσει να τον τοποθετούμε στη θέση που του αξίζει.

Το “τι πήρα και τι έδωσα” θα είναι πάντοτε ο τύραννος του μυαλού μας

Το δούναι και λαβείν θα εξουσιάζει πάντοτε τις σχέσεις μας, σε οποιοδήποτε τομέα. Το ζύγισμα αυτό, του “τι πήρα και τι έδωσα” θα είναι πάντοτε ο τύραννος του μυαλού μας. Του μυαλού που αρέσκεται να τετραγωνίζει με ακρίβεια, να τεμαχίζει, να αφαιρεί και να προσθέτει και γενικώς να κάνει υπολογισμούς.

Διότι η λογική είναι μία ψυχρή επιστήμονας που τα θέλει όλα μετρημένα και τακτοποιημένα με τη σειρά. Ακόμη και τις αφηρημένες έννοιες επιθυμεί να τις περιορίζει στο χώρο της έρευνας και να καταγράφει τα αποτελέσματα.

Εκεί, πάνω στον πάγκο εργασίας τοποθετούνται όλα: η αγάπη, η φιλία, η εμπιστοσύνη, η καλοπροαίρεση και τόσα άλλα, που κάνουν τον άνθρωπο τον πιο αξιαγάπητο ξενιστή, όταν αποφασίσουν ν’ αποικήσουν στη ψυχή του.

Μετρώνται όμως όλα αυτά, όπως ένα κιλό ζάχαρη ή μισό λίτρο πορτοκαλάδα; Μπορούμε να κόψουμε στα μισά ένα πακέτο αγάπη, όπως το φρέσκο βούτυρο; Αφού δεχτήκαμε τόσα σπυριά καλοσύνης, να δώσουμε πίσω αντανακλαστικά τόσα σπυριά τρυφερότητας;

Οι αφηρημένες έννοιες μόνο “αφηρημένες” δεν είναι και δεν έχουν, ούτε θέλουν και να έχουν, καμία σχέση με τα μαθηματικά. Αναπνέουν ελεύθερες και δεν δέχονται χαλινάρι τ’ αριθμητικά ψηφία. Εναλλάσσονται ανάλαφρες στους αεροδιαδρόμους επικοινωνίας μας με τους άλλους ανθρώπους. Αυξάνονται, ανθίζουν, σκορπίζονται για να ξανασυγκεντρωθούν, πέφτουν σε χειμερία νάρκη για να επωαστούν και ν’ αναγεννηθούν δυνατότερες και καλύτερες.

Πώς μπορούμε εμείς να τις δεσμεύσουμε και να τις πολλαπλασιάσουμε κατά βούληση, να τις επιστρέψουμε πίσω με την ίδια μορφή που τις λάβαμε, αν δεν είναι γνήσιες και αυθεντικές; Απλά, επειδή μας προσφέρθηκαν, πρέπει μηχανικά να τις ανταποδώσουμε; Να προσποιηθούμε, δηλαδή, έρωτα, πόθο, ενδιαφέρον, αλληλεγγύη, κατανόηση, φιλία για να μη βρεθούμε λιγότεροι στο μέτρημα;

Αυτό, όμως, μας μετατρέπει αυτόματα σε υποκριτές. Μας μεταλλάσσει σε ψεύτες που χαρίζουν απλόχερα: “Σε αγαπώ”, “Σε λατρεύω”, “Μόνο εσένα έχω στη σκέψη μου”, “Είσαι ο καλύτερος μου φίλος”, “Για σένα θα έπεφτα και στη φωτιά” και πόσα άλλα. Λόγια διακοσμητικά, λόγια που εμείς τα υποβιβάζουμε σε κολακείες και κανακέματα.

Λόγια κενά χωρίς αξία, αφού δεν συνοδεύονται από πράξεις. Και είναι ο μόνος κρίκος που συνδέει το μέτρημα των μαθηματικών με τις διαθέσεις των αφηρημένων εννοιών. Οι πράξεις. Εάν στο μοναχικό βίο που διανύουμε, χρειαζόμαστε την αλήθεια μπροστάρη και οδηγό μας, πρέπει να καταλύσουμε αυτή την τυραννία του ζυγίσματος.

Όχι, για να πέφτουμε ανυποψίαστοι σε καλοστημένες ενέδρες, ούτε για ν’ αφηνόμαστε στα πελάγη των σχέσεων χωρίς σωσίβιο. Αντίθετα, για να καλωσορίζουμε ό,τι μας προσφέρεται αβίαστα. Για ν’ αφήνουμε ανοιχτή την εξώπορτα του μυαλού μας, ώστε να φυσάνε οι άνεμοι της υπομονής και της ενσυναίσθησης.

Δεν είναι ανάγκη να μας παρασύρει το λάσο της βιασύνης, στην εποχή της ταχύτητας που ζούμε. Άλλωστε, δεν δίνουμε για να πάρουμε πίσω τ’ ανάλογα. Δίνουμε γιατί πλημμυρίζουμε από συναισθήματα. Δίνουμε για να μοιραστούμε αυτό το πλεόνασμα. Δίνουμε γιατί δίνοντας, γινόμαστε πλουσιότεροι και καλύτεροι.

Δεν περιμένουμε ανταμοιβές υλικές ή άλλες. Δεν κρατάμε λίστα με χρωστούμενα. Δεν χρειαζόμαστε κι άλλη νοθεία στη ζωή μας. Μόνο αληθινή αγάπη.

Το μυαλό είναι ξυράφι

Όσο το ακονίζεις τόσο κόβει κι η κόψη του γίνεται «αθέρας» (λεπτότατη), κατά την παλιά έκφραση. Εδώ έγκειται και η διαφορά του έξυπνου από τον καλλιεργημένο· αρχικά μπορεί να διαθέτουν ανάλογη νοητική δωρεά, καταλήγουν όμως να απέχουν ποιοτικά. Ο έξυπνος και ικανός μαθαίνει τα θεωρητικά και τα πρακτικά της δουλειάς του, παρακολουθεί τις εξελίξεις και αν δεν καταντήσει στυγνή χρηματομηχανή, είναι ευλογία να συνεργάζεσαι με κάποιον που δεν έχει μόνο Μάστερ αλλά και το μυαλό στη θέση του.

Ο καλλιεργημένος δεν περιορίστηκε στην ύλη των όποιων σπουδών του και τα χρηστικά για να κερδίσει χρήματα ή κοινωνικό κύρος, αλλά έκανε το μεγάλο ποιοτικό άλμα: ξέφυγε από το αναγκαίο. Με πάθος, μελέτη και αγάπη «ψάχτηκε» εντός του και γύρω του και απόκτησε ευρύτερη παιδεία και «δική του» πρωτογενή σκέψη, ώστε να βλέπει κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, να εντοπίζει βαθύτερα αίτια. Γιατί η καλλιέργεια (κουλτούρα) δεν είναι συσσώρευση γνώσης, αλλά το απόσταγμά της ή, όπως το έθεσε ο Μαλρό, «είναι αυτό που μένει όταν ξεχάσεις όσα έμαθες».

Οι συμπάθειές μου αλλάζουν· η κρίση μου, όχι

Εμένα που διδάχτηκα ν’ ακμάζω και να ζω για τον εαυτό μου. (ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)

Τις γνώμες μου, λοιπόν, τις βρίσκω απέραντα τολμηρές και ανένδοτες στην καταδίκη της ανεπάρκειάς μου. Αληθινά, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, αυτό επίσης είναι ένα θέμα όπου ασκώ την κρίση μου. Όλοι οι άνθρωποι κοιτάζουν ό,τι βρίσκεται μπροστά τους· εγώ κοιτάζω μέσα μου, καρφώνω και απασχολώ την κρίση μου εκεί. Καθένας κοιτάζει μπροστά του, εγώ κοιτάζω μέσα μου: δεν έχω να με απασχολεί άλλος εκτός από τον εαυτό μου· τον εαυτό μου παρατηρώ αδιάκοπα, τον εαυτό μου ελέγχω, τον εαυτό μου γεύομαι. Οι άλλοι άνθρωποι πηγαίνουν πάντα αλλού (πράγμα που θα διαπιστώσουν, αν καθίσουν να σκεφτούν), πηγαίνουν πάντα κατά μπροστά, κανείς δεν δοκιμάζει να κατέβει μέσα στον εαυτό του (ΠΕΡΣΙΟΣ) εγώ κυλιέμαι στον εαυτό μου τον ίδιο.

Μπορεί η συνεχής συναναστροφή μου με τους αρχαίους τρόπους σκέψεις και η ιδέα (που σχημάτισα) για εκείνα τα πλούσια πνεύματα του παρελθόντος, να με αηδιάζει και για τους άλλους και για τον εαυτό μου τον ίδιο· μπορεί ακόμα να ζούμε πράγματι σε έναν αιώνα που παράγει πολύ μέτρια πράγματα μόνο· όπως και αν είναι δεν γνωρίζω τίποτα άξιο μεγάλου θαυμασμού· επίσης, δεν γνωρίζω παρά ελάχιστους ανθρώπους με την οικειότητα που χρειάζεται, για να μπορώ να τους κρίνω· και εκείνοι, με τους οποίους η κοινωνική μου θέση με φέρνει σε συνάφεια συνηθέστερα, είναι – στην πλειονότητά τους – άτομα που λίγο νοιάζονται για την καλλιέργεια της ψυχής και στα οποία δεν προτείνεται άλλη μακαριότητα από την προβολή της τιμής τους και άλλη τελειότητα από την αντρειοσύνη. Ό,τι όμορφο βλέπω σε άλλους, το παινεύω και το εκτιμώ ευχαρίστως· και μάλιστα, υπερθεματίζω συχνά σε όσα σχετικά νομίζω και επιτρέπω στον εαυτό μου να ψεύδεται μέχρις αυτού του ορίου, επειδή δεν είμαι διόλου ικανός να εφευρίσκω πράγματα ψεύτικα. Πρόθυμα καταθέτω την μαρτυρία μου για τους φίλους μου σε ό,τι βρίσκω αξιέπαινο· και από μια οργιά αξία, πρόθυμα φτιάχνω μια οργιά και μισή. Να τους αποδώσω όμως χαρίσματα που δεν διαθέτουν, δεν το μπορώ· ούτε να τους υπερασπιστώ ανοιχτά για ατέλειες που έχουν.

Ακόμα και στους εχθρούς μου, με παρρησία αποδίδω τη μαρτυρία τιμής που τους οφείλω. Οι συμπάθειές μου αλλάζουν· η κρίση μου, όχι. Και καθόλου δεν συγχέω τη διαμάχη μου με άλλες περιστάσεις που δεν έχουν καμία σχέση με την κρίση μου. Είμαι μάλιστα, τόσο ζηλιάρης για την ελευθερία της κρίσης μου, ώστε δύσκολα μπορώ να την εγκαταλείψω για όποιο πάθος και αν πρόκειται. Βλάπτω περισσότερο τον εαυτό μου ψευδόμενος, απ’ ό,τι βλάπτω εκείνον για τον οποίο ψεύδομαι.

Γνωρίζω αρκετούς ανθρώπους που έχουν ποικίλα όμορφα χαρίσματα: άλλος οξύνοια, άλλος καρδιά, άλλος επιδεξιότητα, άλλος συνείδηση, άλλος ευγλωττία, άλλος γνώση, άλλος κάτι άλλο. Αλλά μεγάλο άντρα γενικά, που να έχει όλα αυτά τα όμορφα κομμάτια μαζί ή να είναι έξοχος σε τέτοιο βαθμό ώστε να πρέπει να μένουμε έκπληκτοι ή να τον συγκρίνουμε με τους μεγάλους του παρελθόντος που τιμούμε, η τύχη δεν με έκαμε να δω κανέναν.

Δεν ξέρω όμως πως συμβαίνει (και πάντως συμβαίνει πέραν πάσης αμφιβολίας) να βρίσκεται τόση κοινοτυπία και τέτοια νοητική αδυναμία σε εκείνους που επαγγέλλονται πως έχουν περισσότερη επάρκεια, οι οποίοι ανακατεύονται σε επαγγέλματα των γραμμάτων και σε καθήκοντα που εξαρτώνται από τα βιβλία, από ό,τι σε όποιο άλλο είδος ανθρώπων: είτε γιατί απαιτούμε και περιμένουμε περισσότερα από αυτούς και δεν μπορούμε να τους συγχωρήσουμε κοινά λάθη, είτε γιατί η γνώμη ότι είναι μορφωμένοι τους δίνει περισσότερη τόλμη να εμφανίζονται και να αποκαλύπτονται υπερβολικά, οπότε καταστρέφονται και προδίδονται, όπως ένας τεχνίτης επιδεικνύει πολύ καλύτερα την ανοησία του σε πλούσιο παρά σε ταπεινό υλικό που έχει στα χέρια του.

Ευχαρίστως επιστρέφω στο ζήτημα της κουταμάρας της αγωγής μας. Σκοπός της δεν ήταν να μας κάμει καλούς και σοφούς αλλά μορφωμένους: το κατάφερε. Δεν μας δίδαξε να ακολουθούμε και να εναγκαλιζόμαστε την αρετή και τη φρόνηση, αλλά αποτύπωσε μέσα μας την προέλευση και την ετοιμολογία των λέξεων. Ξέρουμε να κλίνουμε τη λέξη αρετή [στα λατινικά], αλλά δεν ξέρουμε πώς να την αγαπήσουμε.

Η αγωγή μας μας έμαθε τους ορισμούς, τις διαιρέσεις και τους μερισμούς της αρετής, όπως τις προσωνυμίες και τους κλάδους μιας γενεαλογίας, δίχως να την απασχολεί πέρα από αυτό να δημιουργήσει ανάμεσα σε εμάς και στην αρετή κάποια σχέση οικειότητας και στενή γνωριμία. Διάλεξε για τη μαθητεία μας όχι τα βιβλία που έχουν υγιέστερες και πιο αληθινές γνώμες, αλλά εκείνα που μιλούν τα καλύτερα ελληνικά και λατινικά. Και ανάμεσα σε όμορφες λέξεις, άδειασε στα μυαλά μας τις πιο ασήμαντες ιδιοτροπίες της Αρχαιότητας. Μια καλή αγωγή αλλάζει την κρίση και τον χαρακτήρα, όπως συνέβη στον Πολέμωνα, εκείνον τον έκλυτο νεαρό Έλληνα, που, αφού πήγε να ακούσει κατά τύχη ένα μάθημα του Ξενοκράτη, δεν παρατήρησε απλώς και μόνο την ευγλωττία και το τάλαντο του δασκάλου ούτε έφερε απλώς και μόνο στο σπίτι του τη γνώση κάποιου όμορφου θέματος, αλλά έναν καρπό πιο εμφανή και πιο στέρεο, ο οποίος υπήρξε η ξαφνική αλλαγή και βελτίωση της προηγούμενης ζωής του.

 [Νέος δ’ ὢν ἀκόλαστός τε καί διακεχυμένος ἦν… Καί ποτε συνθέμενος τοῖς νέοις μεθύων καί ἐστεφανωμένος εἰς τήν Ξενοκράτους ἦξε σχολήν· ὁ δέ οὐδέν διατραπείς εἶρε τόν λόγον ὁμοίως· ἦν δέ περί σωφροσύνης. Ἀκοῦον δή το μειράκιον κατ’ ὀλιγον ἐθηράθη καί οὕτως ἐγένετο φιλόπονος… ] (ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ, Πολέμων, Δ’, 16)

Ποιος ένιωσε ποτέ τέτοιο αποτέλεσμα από την εκπαίδευσή του;
Θα έκανες ότι παλιά ο Πολέμων,
όταν μεταστράφηκε; Θα παρατούσες άραγε τα δείγματα
της αρρώστιας σου,
καφαλόδεσμους, προσκέφαλα, περιλαίμια, όπως ανάσπασε,
πιωμένος καθώς λένε στα κρυφά απ’ το λαιμό του τ’ άνθινα
γιορτάνια,
αφού τον επιτίμησε η φωνή του ανάριστου δασκάλου; (ΟΡΑΤΙΟΣ)

Η λιγότερο αξιοκαταφρόνητη τάξη ανθρώπων μου φαίνεται πως είναι εκείνη που από απλότητα τοποθετείται στην τελευταία βαθμίδα και μας δείχνει πιο τακτοποιημένες σχέσεις. Τα ήθη και τα λόγια των χωρικών, τα βρίσκω συνήθως να συμφωνούν περισσότερο με τα κελεύσματα της αληθινής φιλοσοφίας από ό,τι τα ήθη και τα λόγια των φιλοσόφων.
Ο κοινός νους είναι σοφότερος, γιατί είναι τόσο σοφός όσο πρέπει. (ΛΑΚΤΑΝΤΙΟΣ)

Ο άνθρωπος πρέπει να κάνει οικονομία δυνάμεων ακόμα κι όταν είναι νέος

Μέχρι τα 36 μας χρόνια, ως προς τη ζωτική μας δύναμη, μπορούμε να συγκριθούμε με κάποιον που ζει από τους τόκους του κεφαλαίου του: ό, τι ξοδεύει σήμερα, θα το έχει πάλι αύριο. Απ’ αυτή την ηλικία όμως και μετά, η θέση μας είναι σαν τη θέση του επενδυτή που αρχίζει να βάζει χέρι στο κεφάλαιό του. Στην αρχή το πράγμα δεν γίνεται καν αντιληπτό, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων του επιστρέφει στον ίδιο με τη μορφή τόκων: κι αν υπάρχει κάποια μικρή αρνητική διαφορά, περνάει απαρατήρητη. Αυτή η διαφορά όμως σιγά-σιγά μεγαλώνει, γίνεται αισθητή, και μέρα με τη μέρα μεγαλώνει: η θέση του γίνεται όλο και πιο επισφαλής κι ο ίδιος νιώθει να γίνεται όλο και φτωχότερος, χωρίς να ελπίζει στο σταμάτημα αυτής της κατρακύλας.

Η απώλεια επιταχύνεται όλο και περισσότερο, σαν στέρεο σώμα σε ελεύθερη πτώση, μέχρι που στο τέλος χάνει τα πάντα. Ο άνθρωπος βρίσκεται σε αξιοθρήνητη κατάσταση, αφού και οι δύο όροι αυτής της σύγκρισης – η ζωτική του δύναμη και ο πλούτος του – έχουν εξαερωθεί: ο φόβος μιας τέτοιας συμφοράς είναι που κάνει τους ηλικιωμένους τόσο διεκδικητικούς στα περιουσιακά ζητήματα. – Αντίθετα, στην αρχή της ζωής, στα χρόνια πριν από την ωριμότητα και για λίγο μετά, ως προς τη ζωτική δύναμη μοιάζουμε μ’ εκείνους που κάθε χρόνο μαζί με το κεφάλαιό τους επανεπενδύουν κι ένα μέρος των τόκων τους: με άλλα λόγια, δεν περιορίζονται μόνο στην είσπραξη των τόκων, αλλά φροντίζουν και την αύξηση του κεφαλαίου τους. Πολλές φορές αυτή η σωστή αντιμετώπιση του χρήματος οφείλεται, όπως και πολλά άλλα, σε κάποιον έντιμο συμβουλάτορα. Ευτυχισμένη νιότη! Θλιβερά γηρατειά! – Καμιά αμφιβολία: ο άνθρωπος πρέπει να κάνει οικονομία δυνάμεων ακόμα κι όταν είναι νέος.

 Arthur Schopenhauer, Η ΤΕΧΝΗ ΝΑ ΕΠΙΒΙΩΝΕΙΣ