φαύλως ἔχω. (ΓΟ.) θάρρει. (ΚΝ.) τεθάρ[ρηκ᾽. οὐκέτι
ὑμῖν ἐνοχλήσει τὸν ἐπίλοιπον γὰ̣[ρ χρόνον
Κνήμων. (ΓΟ.) τοιοῦτόν ἐστ᾽ ἐρημία κακόν,
695 ὁρᾷς; ἀκαρὴς νῦν παραπόλωλας ἀρτίως.
τηρούμενον δὴ τηλικοῦτον τῷ βίῳ
ἤδη καταζῆν δεῖ. (ΚΝ.) χαλεπῶς μὲν οἶδ᾽ ὅτι
ἔχω, κάλεσον δέ, Γοργία, τὴν μητέρα.
‹ΓΟ.› ὡς ἔνι μάλιστα. τὰ κακὰ παιδεύειν μόνα
700 ἐπίσταθ᾽ ἡμᾶς ὡς ἔοικε. ‹ΚΝ.› θυγάτριον,
βούλει μ᾽ ἀναστῆσαι λαβοῦσα; ΣΩ. μακάριε
ἄνθρωπε. (ΚΝ.) τί παρέστηκας ἐνταῦθ᾽, ἄθλι[ε;]
708 [. . .]εσοις ἐβουλόμην
[. . . .Μυρ]ρίνη καὶ Γοργία,
710 ε.[. . .]ον προειλόμην
οὐκ ἴσως [. . .]ι κ[.]ι̣[.]ν οὐδ᾽ ἂν εἷς δύναιτό με
τοῦτο μεταπεῖσαί τις ὑμῶν, ἀλλὰ συγχωρήσετε.
ἓν δ᾽ ἴσως ἥμαρτον ὅστις τῶν ἁπάντων ᾠόμην
αὐτὸς αὐτάρκης τις εἶναι καὶ δεήσεσθ᾽ οὐδενός.
715 νῦν δ᾽ ἰδὼν ὀξεῖαν οὖσαν ἄσκοπόν τε τοῦ βίου
τὴν τελευτήν, εὗρον οὐκ εὖ τοῦτο γινώσκων τότε.
δεῖ γὰρ εἶναι —καὶ παρεῖναι— τὸν ἐπικουρήσοντ᾽ ἀεί.
ἀλλὰ μὰ τὸν Ἥφαιστον —οὕτω σφόδρα ‹δι›εφθάρμην ἐγὼ
τοὺς βίους ὁρῶν ἑκάστους τοὺς λογισμούς ‹θ᾽› ὃν τρόπον
720 πρὸς τὸ κερδαίνειν ἔχουσιν— οὐδέν᾽ εὔνουν ᾠόμην
ἕτερον ἑτέρῳ τῶν ἁπάντων ἂν γενέσθαι. τοῦτο δὴ
ἐμποδὼν ἦν μοι. μόλις δὲ πεῖραν εἷς δέδωκε νῦν
Γοργίας, ἔργον ποήσας ἀνδρὸς εὐγενεστάτου·
725 τὸν γὰρ οὐκ ἐῶντά ‹τ᾽ α›ὐτὸν προσιέναι ‹καὶ› τῇ θύρᾳ
οὐ βοηθήσαντά ‹τ᾽ α›ὐτῷ πώποτ᾽ εἰς οὐδὲν μέρος,
οὐ προσειπόντ᾽, οὐ λαλήσανθ᾽ ἡδέως, σέσωχ᾽ ὅμως.
ὅπερ ἂν ἄλλος καὶ δικαίως· «οὐκ ἐᾷς με προσιέναι·
οὐ προσέρχομ᾽· οὐδὲν ἡμῖν γέγονας αὐτὸς χρήσιμος·
οὐδ᾽ ἐγὼ σοὶ νῦν.» τί δ᾽ ἐστί, μειράκιον; ἐάν ‹τ᾽› ἐγὼ
730 ἀποθάνω νῦν —οἴομαι δέ, καὶ κακῶς ἴσως ἔχω—
ἄν τε περι‹σωθ›ῶ, ποοῦμαί σ᾽ ὑόν, ἅ τ᾽ ἔχων τυγχάνω
πάντα σαυτοῦ νόμισον εἶναι. τήνδε σοι παρεγγυῶ·
ἄνδρα δ᾽ αὐτῇ πόρισον. εἰ γὰρ καὶ σφόδρ᾽ ὑγιαίνοιμ᾽ ἐγώ,
αὐτὸς οὐ δυνήσομ᾽ εὑρεῖν· οὐ γὰρ ἀρέσει μοί ποτε
735 οὐδὲ εἷς. ἀλλ᾽ ἐμὲ μέν, ‹ἂν ζῶ›, ζῆν ἐᾶθ᾽ ὡς βούλομαι,
τἆλλα πρᾶττ᾽ αὐτὸς παραλαβών. νοῦν ἔχεις σὺν τοῖς θεοῖς,
κηδεμὼν εἶ τῆς ἀδελφῆς εἰκότως. τοῦ κτήματος
ἐπιδίδου ‹σὺ› προῖκα τοὐμοῦ διαμετρήσας ‹θ›ἤμισυ,
τὸ δ᾽ ἕτερον λαβὼν διοίκει κἀμὲ καὶ τὴν μητέρα.
740 ἀλλὰ κα]τάκλινόν με, θύγατερ. τῶν δ᾽ ἀναγκαίων λέγειν
πλείον᾽] οὐκ ἀνδρὸς νομίζω· πλὴν ἐκεῖνό γ᾽ ἴσθι, παῖ—
ὑπὲρ ἐ]μ̣οῦ γὰρ βούλομ᾽ εἰπεῖν ὀλίγα σοι καὶ τοῦ τρόπου—
εἰ τοιοῦτ]οι πάντες ἦσαν, οὔτε τὰ δικαστήρια
ἦν ἄν, οὔθ᾽ αὑτοὺς ἀπῆγον εἰς τὰ δεσμωτήρια,
745 οὔτε πόλεμος ἦν, ἔχων δ᾽ ἂν μέτρι᾽ ἕκαστος ἠγάπα.
ἀλλ᾽ ἴσως ταῦτ᾽ ἐστ᾽ ἀρεστὰ μᾶλλον· οὕτω πράττετε.
ἐκποδὼν ὑμῖν ‹ὁ› χαλεπὸς δύσκολός τ᾽ ἔσται γέρων.
(ΓΟ.) ἀλλὰ δέχομαι ταῦτα πάντα. δεῖ δὲ μετὰ σοῦ νυμφίον
ὡς τάχισθ᾽ εὑρεῖν ‹τιν᾽› ἡμᾶς τῇ κόρῃ, σοὶ συνδοκοῦν.
Κνήμων. (ΓΟ.) τοιοῦτόν ἐστ᾽ ἐρημία κακόν,
695 ὁρᾷς; ἀκαρὴς νῦν παραπόλωλας ἀρτίως.
τηρούμενον δὴ τηλικοῦτον τῷ βίῳ
ἤδη καταζῆν δεῖ. (ΚΝ.) χαλεπῶς μὲν οἶδ᾽ ὅτι
ἔχω, κάλεσον δέ, Γοργία, τὴν μητέρα.
‹ΓΟ.› ὡς ἔνι μάλιστα. τὰ κακὰ παιδεύειν μόνα
700 ἐπίσταθ᾽ ἡμᾶς ὡς ἔοικε. ‹ΚΝ.› θυγάτριον,
βούλει μ᾽ ἀναστῆσαι λαβοῦσα; ΣΩ. μακάριε
ἄνθρωπε. (ΚΝ.) τί παρέστηκας ἐνταῦθ᾽, ἄθλι[ε;]
708 [. . .]εσοις ἐβουλόμην
[. . . .Μυρ]ρίνη καὶ Γοργία,
710 ε.[. . .]ον προειλόμην
οὐκ ἴσως [. . .]ι κ[.]ι̣[.]ν οὐδ᾽ ἂν εἷς δύναιτό με
τοῦτο μεταπεῖσαί τις ὑμῶν, ἀλλὰ συγχωρήσετε.
ἓν δ᾽ ἴσως ἥμαρτον ὅστις τῶν ἁπάντων ᾠόμην
αὐτὸς αὐτάρκης τις εἶναι καὶ δεήσεσθ᾽ οὐδενός.
715 νῦν δ᾽ ἰδὼν ὀξεῖαν οὖσαν ἄσκοπόν τε τοῦ βίου
τὴν τελευτήν, εὗρον οὐκ εὖ τοῦτο γινώσκων τότε.
δεῖ γὰρ εἶναι —καὶ παρεῖναι— τὸν ἐπικουρήσοντ᾽ ἀεί.
ἀλλὰ μὰ τὸν Ἥφαιστον —οὕτω σφόδρα ‹δι›εφθάρμην ἐγὼ
τοὺς βίους ὁρῶν ἑκάστους τοὺς λογισμούς ‹θ᾽› ὃν τρόπον
720 πρὸς τὸ κερδαίνειν ἔχουσιν— οὐδέν᾽ εὔνουν ᾠόμην
ἕτερον ἑτέρῳ τῶν ἁπάντων ἂν γενέσθαι. τοῦτο δὴ
ἐμποδὼν ἦν μοι. μόλις δὲ πεῖραν εἷς δέδωκε νῦν
Γοργίας, ἔργον ποήσας ἀνδρὸς εὐγενεστάτου·
725 τὸν γὰρ οὐκ ἐῶντά ‹τ᾽ α›ὐτὸν προσιέναι ‹καὶ› τῇ θύρᾳ
οὐ βοηθήσαντά ‹τ᾽ α›ὐτῷ πώποτ᾽ εἰς οὐδὲν μέρος,
οὐ προσειπόντ᾽, οὐ λαλήσανθ᾽ ἡδέως, σέσωχ᾽ ὅμως.
ὅπερ ἂν ἄλλος καὶ δικαίως· «οὐκ ἐᾷς με προσιέναι·
οὐ προσέρχομ᾽· οὐδὲν ἡμῖν γέγονας αὐτὸς χρήσιμος·
οὐδ᾽ ἐγὼ σοὶ νῦν.» τί δ᾽ ἐστί, μειράκιον; ἐάν ‹τ᾽› ἐγὼ
730 ἀποθάνω νῦν —οἴομαι δέ, καὶ κακῶς ἴσως ἔχω—
ἄν τε περι‹σωθ›ῶ, ποοῦμαί σ᾽ ὑόν, ἅ τ᾽ ἔχων τυγχάνω
πάντα σαυτοῦ νόμισον εἶναι. τήνδε σοι παρεγγυῶ·
ἄνδρα δ᾽ αὐτῇ πόρισον. εἰ γὰρ καὶ σφόδρ᾽ ὑγιαίνοιμ᾽ ἐγώ,
αὐτὸς οὐ δυνήσομ᾽ εὑρεῖν· οὐ γὰρ ἀρέσει μοί ποτε
735 οὐδὲ εἷς. ἀλλ᾽ ἐμὲ μέν, ‹ἂν ζῶ›, ζῆν ἐᾶθ᾽ ὡς βούλομαι,
τἆλλα πρᾶττ᾽ αὐτὸς παραλαβών. νοῦν ἔχεις σὺν τοῖς θεοῖς,
κηδεμὼν εἶ τῆς ἀδελφῆς εἰκότως. τοῦ κτήματος
ἐπιδίδου ‹σὺ› προῖκα τοὐμοῦ διαμετρήσας ‹θ›ἤμισυ,
τὸ δ᾽ ἕτερον λαβὼν διοίκει κἀμὲ καὶ τὴν μητέρα.
740 ἀλλὰ κα]τάκλινόν με, θύγατερ. τῶν δ᾽ ἀναγκαίων λέγειν
πλείον᾽] οὐκ ἀνδρὸς νομίζω· πλὴν ἐκεῖνό γ᾽ ἴσθι, παῖ—
ὑπὲρ ἐ]μ̣οῦ γὰρ βούλομ᾽ εἰπεῖν ὀλίγα σοι καὶ τοῦ τρόπου—
εἰ τοιοῦτ]οι πάντες ἦσαν, οὔτε τὰ δικαστήρια
ἦν ἄν, οὔθ᾽ αὑτοὺς ἀπῆγον εἰς τὰ δεσμωτήρια,
745 οὔτε πόλεμος ἦν, ἔχων δ᾽ ἂν μέτρι᾽ ἕκαστος ἠγάπα.
ἀλλ᾽ ἴσως ταῦτ᾽ ἐστ᾽ ἀρεστὰ μᾶλλον· οὕτω πράττετε.
ἐκποδὼν ὑμῖν ‹ὁ› χαλεπὸς δύσκολός τ᾽ ἔσται γέρων.
(ΓΟ.) ἀλλὰ δέχομαι ταῦτα πάντα. δεῖ δὲ μετὰ σοῦ νυμφίον
ὡς τάχισθ᾽ εὑρεῖν ‹τιν᾽› ἡμᾶς τῇ κόρῃ, σοὶ συνδοκοῦν.
***
ΓΟΡ. Κνήμωνα, θέλεις τίποτα; έλα πες μου.ΚΝΗ. Τί να σου πω; Πολύ άσκημα είμαι. ΓΟΡ. Θάρρος.
ΚΝΗ. Έχω θάρρος· ο Κνήμωνας εμπόδιο
σ᾽ εσάς δε θα ᾽ναι πια από δω και πέρα.
ΓΟΡ. Κακό μεγάλο η μοναξιά· το βλέπεις;
Λίγο ακόμα και θα ᾽σουνα χαμένος.
Στην ηλικία που βρίσκεσαι είν᾽ ανάγκη,
όσο θα ζεις, πολύ να σε προσέχουν.
ΚΝΗ. Ναι, σε καλή κατάσταση δεν είμαι.
Μα φώναξε τη μάνα σου, Γοργία.
ΓΟΡ. Θα τρέξω αμέσως. (Μέσα του) Φαίνεται πως μόνο
σαν πάθεις το κακό, μπορείς να μάθεις.
Φεύγει.
700 ΚΝΗ. Κορούλα μου, έλα κάμε μου τη χάρη,
πιάσε με κι ανασήκωσέ με λίγο.
ΣΩΣ. Καλότυχε…
ΚΝΗ., στο Σώστρατο, που μόλις τώρα τον παρατήρησε
Τί στέκεσαι μπροστά μου;
Ο Σώστρατος αναγκάζεται να παραμερίσει, αλλά δε φεύγει
πολύ μακριά· ο Γοργίας έρχεται πίσω μαζί με τη Μυρρίνη,
τη μητέρα του· ο Κνήμωνας γνέφει σ᾽ αυτούς καθώς
και στην κόρη του να πλησιάσουν.
Για σταθείτε εδώ κοντά μου. Πρέπει αυτά που έχω στο νου
να τ᾽ ακούσετε κι οι τρεις σας. Κόρη μου, Μυρρίνη εσύ,
710 και Γοργία, για τη ζωή μου τι σκεφτόμουν θα σας πω.
Άδικο είχα; Δεν το ξέρω· μια φορά, είν᾽ αδύνατο
γνώμη εγώ ν᾽ αλλάξω· πρέπει εσείς να συμφωνήσετε.
Ένα ήταν το λάθος μου ίσως· νόμιζα πως σε όλα εγώ
είχα αυτάρκεια, πως δεν είχα την ανάγκη κανενός.
Τώρα που είδα πως το τέλος της ζωής είναι γοργό
κι αναπάντεχο, το νιώθω πως γελιόμουνα σ᾽ αυτό.
Πρέπει ο άνθρωπος κοντά του πάντα να ᾽χει ένα βοηθό.
Αλλά βλέποντας τον κόσμο, πώς περνά κι έχει το νου
όλο στο άτιμο το κέρδος, τόσο μου είχε το μυαλό
πια θολώσει, που έλεγα ότι, μά τον Ήφαιστο, ποτέ
720 άνθρωπος του ανθρώπου τού άλλου δε θα θέλει το καλό.
Νά πού σκόνταφτα. Μα τώρα μ᾽ έκαμε να δω το φως
ο Γοργίας, με το να κάμει πράξη ανθρώπου ευγενικού.
Άνθρωπο που να ζυγώσει δεν τον άφηνε ποτέ
ως την πόρτα του σπιτιού του, που ούτε την παραμικρή
του ᾽δωσε ποτέ βοήθεια, που ποτέ δεν του είπε μια
καλημέρα, μια κουβέντα, πρόθυμα τον γλίτωσε.
Ένας άλλος θα ᾽λεγε ίσως, θα είχε δίκιο να το πει:
«Δε μ᾽ αφήνεις να ζυγώσω; Ε, δεν έρχομαι κι εγώ.
Δε με βόηθησες ποτέ σου; Ε, δε σε βοηθώ κι εγώ».
Όμως τώρα… Αγόρι μου, είτε τώρα ξεψυχήσω ευθύς
730 —και παράξενο δεν είναι, δεν αισθάνομαι καλά—
είτε ζήσω, εγώ σε κάνω γιο μου, κι όλο μου το βιος
να το ξέρεις για δικό σου. Και της κόρης μου πια εσύ
θα ᾽σαι ο κηδεμόνας, και άντρα γνοιάσου, γιε μου, να της βρεις.
Και γερός ακόμα αν θα ᾽μαι, θα ᾽ναι αδύνατο σ᾽ εμέ
να φροντίσω, γιατί ούτ᾽ ένας δε μ᾽ αρέσει· ναι, κανείς.
Κάντε υπομονή κι αφήστε σαν που θέλω εγώ να ζω·
για όλα τ᾽ άλλα, ανάλαβέ τα και κυβέρνα εσύ. Ευτυχώς
έχεις νου· της αδερφής σου φυσικό είν᾽ εξάλλου εσύ
ο προστάτης να είσαι. Πιάσε, χώρισε το χτήμα μου,
δώσ᾽ της το μισό για προίκα, και με τ᾽ άλλο το μισό
κοίταξε να πορευτούμε, η μάνα σου κι εσύ κι εγώ.
740 Τώρα βόηθα να πλαγιάσω, κόρη μου. Σε στόμα αντρός
δεν ταιριάζουν άλλα λόγια πέρ᾽ απ᾽ τ᾽ απαραίτητα.
Μόνο κάτι ακόμα, γιε μου· λίγα λόγια θα σου πω
γύρω στη ζωή του κόσμου και τη συμπεριφορά.
Αν καλόβουλοι ήταν όλοι κι ήθελ᾽ ο ένας το καλό
τ᾽ αλλουνού, ούτε δικαστήρια δε θα υπήρχαν ούτε και
ο ένας θα ᾽βαζε τον άλλον φυλακή· και πόλεμοι
δε θα υπήρχαν· ο καθένας θα ᾽χε μέτριο μερδικό
και μ᾽ αυτό ευχαριστημένος θα περνούσε. Μα μπορεί
αρεστό να μη σας είναι τέτοιο σύστημα. Λοιπόν
κάνετε όπως αγαπάτε. Φεύγει από τη μέση πια
το στραβόξυλο, ο γρινιάρης γέρος. ΓΟΡ. Μα είμαι σύμφωνος
σε όλ᾽ αυτά. Της αδερφής μου πρέπει τώρα εμείς οι δυο,
με τη συγκατάθεσή σου, να της βρούμε ένα γαμπρό.