«Τό δέ ἀνθρώπειόν τε σαφῶς διά παντός ἀπό φύσεως ἀναγκαίας, οὗ ἄν κρατῇ ἄρχειν, καί ἡμεῖς οὔτε θέντες τόν νόμον οὔτε κειμένῳ πρῶτοι χρησάμενοι» (Θουκ. V 105)
α) Η ανάληψη από μέρους της Αθήνας της ηγεσίας της ηγεμονίας οδηγεί με λογική συνέπεια και αναγκαιότητα στην πολιτική πρακτική της χρησιμοποίησης όλων των μέσων για τη διατήρηση της κυρίαρχης θέσης της, την προστασία του «συμμαχικού» της χώρου, τη στερέωση του ηγεμονικού της ρόλου και την επέκταση της δύναμης και της εξουσίας της και σε άλλες πόλεις και εδαφικές περιοχές.
Στο εσωτερικό της δικής της πολιτείας η Αθήνα διέπεται από ένα προηγμένο φιλελεύθερο, δημοκρατικό και προοδευτικό καθεστώς, που νοιάζεται για τον άνθρωπο και τα δικαιώματά του και για την ηθική και πνευματική του αρτίωση. Στις σχέσεις της όμως με τις άλλες αδύναμες πολιτείες της: επιρροής και της συμμαχίας της επικρατεί ο αδυσώπητος νόμος της επιβολής; και της βίας. Αυτός ο διχασμός της πολιτικής φιλοσοφίας και πρακτικής της; ηγεμονίας της Αθήνας αιτιολογείται με την αποδοχή από μέρους της του ηγετικού ρόλου που επωμίσθηκε για την υπεράσπιση της ίδιας και των συμμάχων πόλεων και όλης της Ελλάδας από τη βαρβαρική απειλή (κοινή τε απωσάμενοι τον βάρβαρον, Θουκ. I 18, VI 89, VII 69 και VIII 68) και καταφάσκει και στην εκπολιτιστική της αποστολή.
Πάνω σ’ αυτή την αντίληψη θεμελιώθηκε η θεωρητική της δύναμης και του Αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, που ασκείται έξω από την πόλη, στο πεδίο της εξωτερικής δηλαδή πολιτικής, δίχως όρια και περιορισμούς, ανεξάρτητα και πέρα από δεσμεύσεις ηθικής και δικαίου και ανθρωπιστικές διακηρύξεις και με κύρια και βασική επιδίωξη την προάσπιση της δικής της ασφάλειας και των συμφερόντων της (βλ. και F. Proctor, The.Speeches in Thucidides NK press 1973 σελ. 18, 28 εκ.).
β) 1. Η δύναμή της δηλαδή στηρίζεται στην ισχύ και στην αίγλη του πολιτεύματος και των πόρων της, στο ναυτικό και το ανθρώπινο δυναμικό της. Στηρίζεται όμως και στην εκμετάλλευση των οικονομικών πόρων των άλλων χωρών και στον έλεγχό της σε άλλα ξένα εδάφη και στο νησιωτικό χώρο.
Η άσκηση μιας τέτοιας πολιτικής και τακτικής δημιουργεί βέβαια δυσαρέσκειες και αποδοκιμασίες σε βάρος της, και οι Αθηναίοι το γνωρίζουν αυτό πολύ καλά. Απαντούν ωστόσο ότι όλοι, όσοι είναι υποχρεωμένοι να διαδραματίσουν ηγεμονικό ρόλο, δεν μπορούν να αποφύγουν αυτού του είδους τις επικρίσεις και εναντιώσεις. «Είναι λογικό, λέγει ο Περικλής στον τελευταίο του λόγο, αυτός που επιδιώκει την ατομική του ησυχία, να μας κατακρίνει. Εκείνος όμως που φιλοδοξεί να έχει την ίδια με την δική μας δράση, θα μας φθονήσει» (II 64).
Οι Αθηναίοι, με άλλα λόγια, θεωρούν τον εαυτό τους υποχρεωμένο να υπερασπίσουν το δικό τους status quo, τα κεκτημένα. Και να αγωνισθούν, όχι μόνο για τη διαφύλαξη της ελευθερίας, αλλά και για τη διατήρηση της ηγεμονικής τους θέσης - και πρέπει να χρησιμοποιήσουν βία ενάντια στις «σύμμαχες» πόλεις. «Δεν σκέπτεσθε, λέγει ο Κλέων, απευθυνόμενος στους Αθηναίους, ότι η εξουσία σας είναι τυραννία πάνω σε ανθρώπους έτοιμους να εξεγερθούν. Δεν σκέπτεσθε ότι με δυσφορία ανέχονται την κυριαρχία σας και ότι την υπάκουη τους την οφείλετε στην καλή τους θέληση. Την υπεροχή σας την εξασφαλίζει η δύναμή σας και όχι διότι ευχαριστούνται να σας υπακούουν» (II .37).
Αλλά και ο Περικλής δεν αρνείται το δεσποτικό χαρακτήρα του Αθηναϊκού ιμπεριαλισμού (II 63). Βλέπει όμως τη δύναμη της πολιτείας της Αθήνας ως τον μόνον απαραίτητο συντελεστή για να γίνει η πόλη ισχυρή και «το παιδευτήριο της Ελλάδας» (II 41). Και φρονεί ότι οι Αθηναίοι, όχι μόνο δεν μπορούν, αλλά θα είναι και επικίνδυνο να παραιτηθούν από την ηγεμονίας (Τυραννίδα γαρ ήδη έχετε ή αυτήν ην, λαβείν μεν άδικον δοκεί είναι, α- φείναι δε επικίνδυνον). Μόνο σε κράτος που είναι διατεθειμένο να ζει ήσυχα, διακηρύσσει, συμφέρει να είναι υποτελές και όχι σε κράτος που ασκεί ηγεμονία (II 63). «Δεν μπορούμε, λέγει και πάλι ο Περικλής, να φανούμε κατώτεροι από τους πατέρες μας, να εγκαταλείψουμε δηλαδή την ηγεμονία που αποσπάσαμε με κόπο και μόχθο και ΐ7/ν οποία κληρονομήσαμε. Είναι αισχρότερο, προσθέτει, να αφήσει κανένας να του αφαιρέσει κάτι που έχει, παρά να αποκτήσει εκείνο που επιδιώκει (II 62). Είναι δε και επικίνδυνο, συνεχίζει σε άλλο μέρος της δημηγορίας του, να παραιτηθεί κανένας από την ηγεμονία, για την οποία όλοι υπερηφανευόμαστε, έστω και αν ακόμα στην παρούσα φάση μερικοί από φόβο και επιθυμία αποφυγής φροντίδων επιδιώκουν την άσκηση ειρηνόφιλης πολιτικής (II 63). «Βέβαια η χρήση της μας κάνει απεχθείς και μισητούς. Όμως αυτή είναι μοίρα όλων ανεξαίρετα, όσοι επιδίωξαν να ηγεμονεύσουν πάνω στους άλλους» (II 64).
2. Η άσκηση και η χρήση της δύναμης της ηγεμονίας για σκοπούς επεκτατικούς δεν πρέπει να έχει όρια. «Δεν μπορούμε, λέγει ο Αλκιβιάδης, να τα προσδιορίζουμε (τα όρια) με ακρίβεια. Διότι οι νίκες θέλουν και άλλες νίκες, η δε επιδίωξη του κέρδους και Ό)ς ισχύος είναι ακαταμάχητη και απεριόριστη». Μιλώντας ο ίδιος στη συνέλευση των Αθηναίων μετά την αγόρευση του Νικία και, προσπαθώντας να τους πείσει, αλλά και να τους εξωθήσει να εκστρατεύσουν στη Σικελία, προσθέτει: «Την ηγεμονία μας την αποκτήσαμε σπεύδοντες σε βοήθεια καθενός είτε Έλληνα είτε βάρβαρου που επικαλούνταν αυτή. Και ούτε μπορούμε να υπολογίσουμε με ακρίβεια τα όρια, πέρα από τα οποία δεν πρέπει αυτή να εκταθεί. Διότι είμεθα υποχρεωμένοι, αφού φθάσαμε στο σημείο που βρισκόμεθα σήμερα, να συγκρατούμε τους μεν και να επιδιώκουμε να βρίσκουμε ευκαιρία να επιτεθούμε κατά των δε. Και διότι θα κινδυνεύαμε να μείνουμε και ημείς υποτελείς, αν παύσουμε να κυριαρχούμε πάνω στους άλλους» (τοις μεν επιβουλεύειν, τους δε μη ανιέναι, δια το αρχθήναι αν υφ’ ετέρων αυτοίς κίνδυνον είναι, ει μη των άλλων άρχοιμεν, θουκ. ΥΙ18).
Ο ίδιος Αθηναίος πολιτικός, μιλώντας στη συνέλευση των Λακεδαιμονίων μετά την επιστροφή του από τη Σικελία και την καταφυγή του στη Σπάρτη, όπου μετέβη για να αποφύγει τη σύλληψή του από τους Αθηναίους, όταν οι τελευταίοι τον ανακάλεσαν από στρατηγό και τον διέταξαν να επανακάμψει «οίκαδε» και να δώσει λόγο για την αποκοπή των Ερμών και την καθύβριση των Ελευσίνιων μυστηρίων, λέγει: «Στη Σικελία πήγαμε για να τους υποτάξουμε και έπειτα να κράξουμε το ίδιο σε βάρος των Καρχηδονίων.
Και αν αυτές οι επιχειρήσεις πετύχαιναν, πρόθεση μας ήταν να επιτεθούμε εναντίον και της Πελοποννήσου και έτσι να μεταφέρουμε πλέον εκεί ολόκληρη τη δύναμη που θα αποκτήσουμε από την εκστρατεία μας στη Σικελία, αλλά και στους Βάρβαρους και στους Ίβηρες» (ΥΙ 90). Και προσθέτει ένα άλλο επιχείρημα, που τον μεταβάλλει σε πρώτο θεωρητικό του ακτιβισμού. Λέγει δηλαδή: Αν η πόλη μείνει αδρανής, θα κατατριβεί, θα περιπέσει σε μαρασμό και στην αδράνεια. Ενώ αν αγωνίζεται διαρκώς, θα αυξάνει σε δύναμη και κυριαρχία και θα συνηθίσει να υπερασπίζεται τα συμφέροντά της με πράξεις! και όχι μόνο με λόγια. Πόλη, επιλέγει, συνηθισμένη στη δράση, γρήγορα θα καταστραφεί, αν περιπέσει σε απραξία Οι λαοί είναι ασφαλέστεροι όταν πολιτεύονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απομακρύνονται λιγότερο από τα ήθη και τους νόμους που ισχύουν, έστω και αν είναι ατελείς. Δέχεται, με άλλα λόγια, ότι μια τέτοια τακτική διαρκούς δράσης είναι σύμφωνη με τα ισχύοντα (VI 18).
γ) 1. Αυτός ο τρόπος χρήσης της δύναμης και της υπεράσπισης της ηγεμονίας, εξηγούν οι υπερασπιστές της, είναι σύμφωνος και με την ανθρώπινη φύση, που είναι αμετάβλητη και ζητάει αύξηση στα κέρδη και στα πλούτη, εδαφική επέκταση και κυριαρχία - και με δυσφορία αντικρίζονται ιδέες, προτάσεις και επικλήσεις νόμων και προσταγών που αποβλέπουν και αποσκοπούν στον περιορισμό της.
Και σεις, λένε οι Αθηναίοι πρέσβεις, απευθυνόμενοι στους Λακεδαιμόνιους στη δημηγορία των Κορινθίων, κατά την άσκηση της ηγεμονίας σας μεριμνήσατε να χρησιμοποιήσετε τη δύναμη προς το συμφέρον σας. Και αν επιμένατε να την ασκήσετε μέχρι το τέλος, θα γινόσαστε και σεις δυσάρεστοι. Διότι θα την ασκούσατε με ισχυρή πυγμή, αν δεν θέλετε να εκτεθείτε σε κινδύνους. Κατά συνέπεια, δεν κάναμε τίποτα το παράδοξο ή αντίθετο προς την ανθρώπινη φύση, αν αποδεχθήκαμε το ρόλο μας αυτόν και αρνούμαστε τώρα να τον εγκαταλείψουμε, αν δηλαδή υπακούμε στα ισχυρά ελατήρια της δόξας, του φόβου και του συμφέροντος. Και δεν είμαστε εμείς πρώτοι που εγκαινιάσαμε τέτοια τακτική και πολιτική πρακτική. Αντίθετα, και ανέκαθεν, επικράτησε η πάγια αρχή ο ασθενέστερος να υποκύπτει στη θέληση του ισχυρότερου... Ποτέ άνθρωπος, όταν του παρουσιάσθηκε ευκαιρία να αποκτήσει κάτι με τη βία, παρέλειψε να το πράξει και προτίμησε τη δικαιοσύνη. Και είναι επαινετοί αυτοί που, αν έχουν δύναμη και θα μπορούσαν να άρχουν πάνω στους άλλους, είναι δικαιότεροι (I 76). Διότι αυτός που μπορεί να μεταχειρισθεί τη βία, δεν έχει ανάγκη να προσφύγει στη δικαιοσύνη (I 77).
2. Ακόμα και οι αντίπαλοι της ηγεμονικής πολιτικής της Αθήνας, εκείνοι δηλαδή που δεινοπαθούσαν εξαιτίας της, δικαιολογούν τη στάση της. Κανένας, λέγει ο Ερμοκράτης, δεν επιτρέπεται να κατηγορεί τους Αθηναίους για τα πλεονεκτικά τους σχέδια. Και ούτε μέμφομαι εκείνους που επιδιώκουν να άρχουν, αλλά αυτούς μόνο που είναι πρόθυμοι και διατεθειμένοι να υποτάσσονται. Διότι είναι φυσικό ανέκαθεν οι άνθρωποι να επιβάλλουν την εξουσία σε αυτούς που υποκύπτουν, αλλά και να αμύνονται ενάντια στους επιδρομείς (IV 61) και διότι «ου αν κρατή, άρχειν» (V 105).
δ) Εγγύτερη προβληματική, ανάλυση και φιλοσοφική θεώρηση της χρήσης της δύναμης από μέρους των ηγεμονικών κρατών οδηγεί σε συλλογισμούς και συμπεράσματα άρνησης των ανθρωπιστικών αισθημάτων και των κανόνων ηθικής και δικαίου. Στην επιχειρηματολογία ωστόσο της δικαιολόγησης της χρήσης της δεν έχουν θέση οι συνηθισμένοι ευγενικοί τρόποι και οι συναισθηματικοί ανασχετικοί φραγμοί και δισταγμοί. Στις σχέσεις ανάμεσα στις ισοδύναμες πολιτείες μπορεί κανένας να υπολογίζει στην αμοιβαία συνδιαλλαγή, στην ισότιμη μεταχείριση και στον ελεύθερο διάλογο.
Σε πολιτείες όμως με ισχύ άνιση είναι ανεφάρμοστες οι αρχές της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης και η χρήση κανόνων λογικής, αμοιβαίας κατανόησης και κοινού συμφέροντος, η ήρεμη και νηφάλια σκέψη. Διότι τα πάντα υποτάσσονται στο συμφέρον του ισχυρότερου. «Για έναν τύραννο ή για μια πόλη που ασκεί ηγεμονία τίποτα δεν είναι ανακόλουθο, εφ ’ όσον την συμφέρει (ανδρί δε τυρράνω ή πόλει αρχούση ουδέν άλογον ό τι ξυμφέρον). Ο καθένας πρέπει να είναι εχθρός ή φίλος, ανάλογα με τις περιστάσεις. (Ο Αθηναίος Εύφημος στη συνέλευση της Καμάρινα (VI 85). Διότι το συμφέρον μιας πολιτείας συσχετίζεται με την ασφάλειά της I (V 107), βλ. επίσης τη δημηγορία Κερκυραίων και Κορινθίων (I 32-43), τη Μήδεια του Ευριπίδη (545-567) τον Ιππόλυτο από τον ίδιον (462-465) και τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή (594-595)].
Οι Αθηναίοι ειδικότερα προωθούν τη συλλογιστική της χρήσης της δύναμης σε ακραίες Θέσεις. Δόγμα τους είναι η δύναμη φέρνει δύναμη (Θουκ. VI 24). Διακηρύσσουν, απευθυνόμενοι στους ανυπεράσπιστους και μικρής δύναμης κατοίκους της Μήλου, που επιδιώκουν να τους υποτάξουν, ότι οι Αθηναίοι, αν πράξουν τούτο οι Μήλιοι, αν υποταχθούν δηλαδή στους Αθηναίους επιδρομείς, θα εξυπηρετήσουν όχι μόνο το συμφέρον της δικής τους (των Αθηναίων) ηγεμονίας, αλλά και αυτών των ίδιων των Μηλίων, αφού με την υποδούλωσή τους θα αποφύγουν το χειρότερο, την καταστροφή. Δίλημμα δηλαδή αμείλικτο και αδυσώπητο: Ή υποτάσσεσθε, και εξυπηρετείτε το συμφέρον της ηγεμονίας μας αλλά και το δικό σας (αφού σώζεσθε), ή δεν υποτάσσεσθε, οπότε καταστρέφεσθε και κατά συνέπεια ενεργείτε αντίθετα προς το συμφέρον σας.
ε) 1. Ούτε και στις αρχές της δικαιοσύνης πρέπει να υποχωρεί η ηγεμονία και η ιμπεριαλιστική πολιτεία. Η δύναμή της δεν πρέπει ούτε και σε αυτή την αντίληψη να αποδεχθεί παραχωρήσεις. Γιατί τα κριτήρια της αξιολόγησης και της αξιοποίησής της δεν είναι ηθικά αλλά πολιτικά. Σημασία δεν έχει η ηθική, αλλά μόνο η πολιτική δικαίωση. Διότι αυτοί που χρησιμοποιούν δύναμη, δεν έχουν ανάγκη μήτε από δικαιοσύνη μήτε από νόμους (I 76). Κατά συνέπεια και η αδικία είναι αποδεκτή και θεμιτή και εντάσσεται στη λογική και στο παιχνίδι της στήριξης της ηγεμονίας και των αρχών του συμφέροντος.
Στο πλαίσιο αυτό και ο Διόδοτος αντιτάσσεται στην άποψη του Κλέωνα, όταν ο τελευταίος μάχεται υπέρ της Αθηναϊκής ηγεμονίας (III 37 επ.) και υποστηρίζοντας τη μη θανάτωση των Μυτιληναίων δεν επικαλείται λόγους δικαιοσύνης ή ηθικής για τη μη εκτέλεση της απόφασης, αλλά μόνο ότι η θανάτωση δεν συμφέρει για την Αθήνα (III 44). «Δεν πρέπει ακόμα, διακηρύσσει, να λάβετε υπόψη σας τον οίκτο και την επιείκεια. Δεν θέλω διόλου, προσθέτει, να επηρεασθείτε από τέτοια συναισθήματα, θεωρώ προτιμότερο να υποστούμε με γνώση μας την αδικία και να μην τους θανατώσουμε, εφ ’ όσον είναι τούτο συμφέρον της πολιτείας, παρά να τηρήσουμε την αυστηρή δικαιοσύνη και να τους θανατώσουμε, αν δεν μας συμφέρει». Αν εξολοθρεύσετε σήμερα τους Δημοκρατικούς της Μυτιλήνης, συνεχίζει, που δεν έλαβαν μέρος στην αποστασία αλλά, μόλις οπλίσθηκαν με βαρύ οπλισμό, σας παρέδωσαν την πόλη εκούσια, θα διαπράξετε βαρύ έγκλημα με το να φονεύσετε αυτούς που σας πρόσφεραν μεγάλη υπηρεσία, και κατά δεύτερο λόγο Θα ικανοποιήσετε τους ολιγαρχικούς με αυτό που εκείνοι επιθυμούν, την εξόντωση δηλαδή των δημοκρατικών» (III 47 και 48, βλ. επίσης και II 44-46).
2. Αντικρούοντας επίσης ο Κλέων την επιχειρηματολογία του Διόδοτου και, ζητώντας από τους Αθηναίους να αποφασίσουν την εξόντωση των δημοκρατικών, επικαλείσαι και αυτός το συμφέρον της πόλης, από άλλη όμως οπτική γωνία και με το επιχείρημα ότι, «αν οι Μυτιληναίοι δίκαια επαναστάτησαν, τότε η πράξη της τιμωρίας τους θα ήταν αδικαιολόγητη. Αν όμως η πράξη τους αυτή της αποστασίας είναι αδικαιολόγητη, τότε είναι δίκαιο να τους τιμωρήσετε, διαφορετικά δεν απομένει τίποτε άλλο παρά να παραιτηθείτε από την ηγεμονία σας» (ει γαρ ούτοι ορθώς απέστησαν, υμείς αν ου χρεών άρχοιτε, εί δε δη και ου προσήκον όμως αξιούτε τούτο δράν, παρά το εικός τοι και τούσδε ξυμφόρως δει κολάζεσθαι, ή παύσεσθε της αρχής, Θουκυδ. Ill 40).
στ) Η δύναμη δεν μπορεί ακόμα να παρεμποδίζεται από το αίσθημα της 'ελληνικής αδελφοσύνης και της όμαιμης ταυτότητας του ελληνικού γένους. Πρώτο διότι ο Θουκυδίδης δεν διαστέλλει τους Έλληνες από τους βάρβαρους. Δεν αγανακτεί όταν η Σπάρτη συμμαχεί με το μεγάλο Πέρση βασιλιά, όπως επίσης του αρέσει να αναφέρεται και να ανακατεύει, δίχως διαστολή, τους Έλληνες με τους βάρβαρους (VII 57). Και κατά δεύτερο λόγο, διότι ένας τέτοιος διαχωρισμός θα μίκρυνε το πεδίο της δράσης και της δύναμης της ηγεμονίας. Και αυτό δεν πρέπει να ισχύει. Η εμβέλεια και το βεληνεκές ισχύος της δύναμης είναι και πρέπει να είναι πέρα από όρια και φραγμούς και φυλετικούς διαχωρισμούς.
Τη δύναμη δηλαδή, και στη συγκεκριμένη τούτη περίπτωση, την κρίνει ο Θουκυδίδης από τη σκοπιά του συμφέροντος της Αθήνας και μόνο και όχι του συνόλου της Ελλάδας «Ελλήνων τε ότι Έλληνες πλείστων δη ήρξαμεν» λέγει ο Περικλής (II 64 βλ. σχετικά και Jaqueline de Romilly, παραπάνω σελ. 89-94).
ζ) Δεν είναι ακόμα δυνατός ο συσχετισμός της δύναμης με την ανδρεία. Στο επιχείρημα των Μηλίων, ότι πρέπει να δοκιμάσουν τα πάντα πριν γίνουν δούλοι και ότι, αν πράξουν το αντίθετο και δεν αντισταθούν, αυτό θα είναι ανανδρεία, οι Αθηναίοι απαντούν ότι αυτό δεν είναι σωστό και λογικό. Διότι δεν αντιμάχεσθε προς ίσους, ώστε η υποχώρηση να σημαίνει και καταισχύνη. Αφού πρόκειται για τη σωτηρία σας, οφείλετε να αποφύγετε να αντιταχθείτε στους ισχυρότερους (V 100, 101).
η) 1. Η διαρκής αντίθεση ισχύος και δικαίου παρουσιάζεται ως μία διαρκής σταθερά της ιμπεριαλιστικής πολιτικής και πρακτικής της Αθήνας. Η αρχή αυτή εικονίζεται, συνοπτικά και με ενάργεια, στον περίφημο διάλογο των Μηλίων, που κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα βασικά του στοιχεία.
Ισχυρίζονται πολλοί ότι ο διάλογος αυτός δεν έγινε ποτέ και ότι πρόκειται για φανταστική σκηνοθεσία και επινόηση του μεγάλου ιστορικού για να ; μας δείξει, με αυτόν τον τρόπο και στη μεγαλύτερή της γύμνια, την πολιτική της πυγμής της ιμπεριαλιστικής Αθήνας (βλ. J. Bury παραπάνω 99 και Grudy όπ σελ. 61).
Είμαστε από κείνους που πιστεύουν ότι ο διάλογος έγινε πραγματικά. [ Διότι ο Θουκυδίδης είναι αυστηρός και αντικειμενικός στην παράθεση των ιστορικών γεγονότων και ποτέ δεν θα μπορούσε να κατακυρώσει με τη γραφίδα του ανύπαρκτα συμβάντα. Ότι όμως η πλοκή και η επιχειρηματολογία του έχουν στοιχεία και από τη δυναμική φαντασία του - αυτό είναι αναμφισβήτητο. Ο Θουκυδίδης δηλαδή, μέσα από τη συλλογιστική αυτής της δημηγορίας, βρίσκει την ευκαιρία να αναπτύξει την πολιτική της δράσης της εξουσίας και της δύναμης και τη στρατηγική της υποδούλωσης των μικρών και ανυπεράσπιστων πολιτειών.
2. Η Μήλος είναι ένα μικρό νησί στο σύμπλεγμα των Κυκλάδων και έως το 416 π.Χ. δεν ακολουθούσε την Αθηναϊκή συμμαχία. Οι κάτοικοί της, δωρικής προέλευσης, ευνοούσαν μάλλον τη Σπάρτη, αλλά κράτησαν την ουδετερότητά τους σε αυτόν το πόλεμο.
Από τη μεριά όμως των Αθηναίων έγιναν στο παρελθόν διάφορες απόπειρες (427 με το Νικία, το 425 και 424 και πάλι με τον ίδιο πολιτικό) για την ένταξή τους στους κόλπους της ηγεμονίας, πλην δίχως αποτέλεσμα. Ήθελαν, και στην περίπτωση τούτη, οι Μήλιοι να διατηρήσουν την ουδετερότητά τους και νόμιζαν ότι κάτι τέτοιο θα ευχαριστούσε και τους Αθηναίους. Οι τελευταίοι όμως έστειλαν τη χρονιά αυτή (416) μια επιβλητική δύναμη τριών χιλιάδων (3000) στρατιωτών και ζήτησαν δίχως περιστροφές την υποταγή τους.
Η συζήτηση υπό μορφή σοφιστικού αντιλογικού διαλόγου διεξάγεται στο δημαρχείο της πόλης ανάμεσα στους Αθηναίους πρέσβεις και στους προκρίτους του νησιού. Τα ονόματα των συνομιλητών κρατούνται ανώνυμα - και είναι τούτο ένα ακόμα δείγμα ότι ο Θουκυδίδης θέλει να δώσει μια απρόσωπη και γενικευμένη θεώρηση της φιλοσοφίας της ισχύος και της δύναμης. Γίνεται στην αρχή προκαταρκτικός διάλογος για τον τρόπο της συζήτησης, κατά τον οποίο οι Αθηναίοι προτείνουν να διεξαχθεί με ερωταποκρίσεις. Οι Μήλιοι όμως δεν παραλείπουν να επισημάνουν ότι αυτή η σύστασή τους, να εξηγηθούν δηλαδή αμοιβαία, είναι υποκριτική και δίχως νόημα και ουσία, αφού ήδη οι Αθηναίοι βρίσκονται πάνοπλοι και απειλητικοί μπροστά στο νησί «Έρχεσθε οι ίδιοι ως δικαστές και κριτές εκείνων που πρόκειται να λεχθούν» (Θουκ. V 89 επ.).
Αλλά, παρά τις αντιρρήσεις τους, αναγκάζονται τελικά να υποχωρήσουν και δέχονται να συζητήσουν, όπως προτείνουν οι Αθηναίοι (V 86-88).
Οι Μήλιοι αναγνωρίζουν ότι δεν πρέπει να επικαλεσθούν αρχές και επιχειρήματα δικαιοσύνης και ηθικής. Γιατί οι Αθηναίοι μόνο την πολιτική αναγκαιότητα εκτιμούν: Κατά τη συζήτηση των ανθρωπίνων πραγμάτων, διακηρύσσουν οι τελευταίοι, το επιχείρημα του δικαίου έχει αξία μόνο όταν έχεις και τη δύναμη να το ι:πιβ0Μ:ις (Θουκ. V 89). Προσπαθούν στη συνέχεια οι Μήλιοι να τους εξηγήσουν ότι και το ίδιο το συμφέρον τους (των Αθηναίων) επιβάλλει να αφήσουν περιθώρια από την εκμετάλλευση της υπεροχής τους και να μην ωθούν τη χρήση της δύναμής τους έως τις έσχατες συνέπειες της. Γιατί Θα έλθει κάποια μέρα που και αυτοί ακόμα Θα θέλουν να στηριχθούν στη δικαιοσύνη. Προσπαθούν επίσης να τους πείσουν ότι πρέπει να στέρξουν και να τους αφήσουν να ζήσουν ως ουδέτεροι και φίλοι τους.
Οι Αθηναίοι όμως αντιτάσσουν ότι το συμφέρον τους είναι να μην προβούν σε αυτήν την παραχώρηση, γιατί θα εκληφθεί τούτο ως σημείο αδυναμίας της Αθηναϊκής ηγεμονίας (V 97). Επιχειρούν ακόμα να αναιρέσουν την ιδέα των Μηλίων ότι τον ισχυρότερο και τον ασθενέστερο τούς συνδέουν κοινή τύχη και ότι η ασφάλεια της ηγεμονίας και η επεκτατική τους πολιτική δεν συμπίπτουν πάντοτε και δεν συνταιριάζονται (V 98). Τους αποτρέπουν επομένως να επιλέξουν ρόλο ηρώων (V 100, 111) και να έχουν τυφλή εμπιστοσύνη στους Σπαρτιάτες, που και αυτοί άλλωστε «ταυτίζουν το ευχάριστο με το έντιμο και το συμφέρον με το δίκαιο» (V 105, 106).
3. Οι Αθηναίοι, μετά το τέλος του διαλόγου, αποχωρούν.
Οι Μήλιοι όμως αποφασίζουν να αμυνθούν και να διατηρήσουν την ανεξαρτησία της μικρής τους πόλης, που την κρατούν επτακόσια (700) τώρα χρόνια. Σας προτείνουμε, λένε οι Μήλιοι, απευθυνόμενοι προς τους αποχωρούντες Αθηναίους, να δεχθείτε τη φιλία και την ουδετερότητά μας, να συνομολογήσουμε ειρήνη με συμφέροντες όρους και για τους δυο μας και μετά να αποσυρθείτε (V 112).
Η απάντηση ωστόσο των Αθηναίων υπήρξε σκληρή και αδυσώπητη: «Θεωρείτε, λέγουν, το μέλλον περισσότερο πραγματικό από εκείνο που έχετε μπροστά στα μάτια σας και βλέπετε με πάθος το αόρατο σαν να ήταν παρόν. Στηρίξατε τα πάντα, και τύχη και ελπίδες στους Λακεδαιμόνιους, και θα χάσατε τα πάντα». (V 113).
Επακολουθεί η πολιορκία του νησιού αλλά και η άμυνα και η αντίστασή τους επί ένα ολόκληρο χρόνο . Στο τέλος, ύστερα και από προδοσία, αναγκάζονται να παραδοθούν. Οι Αθηναίοι, μετά σχετική πρόταση του Αλκιβιάδη στην εκκλησία του Δήμου, σκότωσαν δίχως διάκριση όλους τους ενήλικους άνδρες που συνέλαβαν αιχμαλώτους και πούλησαν τα γυναικόπαιδα ως δούλους (χειμώνας του 415. Θουκ. V 116. Για τη συμμετοχή του Αλκιβιάδη στην επιχείρηση βλ. Romilly, Αλκιβιάδης σελ. 69-86 επ. αλλά και Πλούταρχος Αλκιβιάδης 16, 6 και Ανδοκίδης V, 22).
4. Επιλέγουμε ότι η εκστρατεία, η καταστροφή και ο αφανισμός της Μήλου (416 π.Χ.) από μέρους των Αθηναίων, που οι κάτοικοι και ο πληθυσμός της, αν και Δωριείς την καταγωγή, στην πράξη η πόλη τους έμεινε ουδέτερη στον πόλεμο αυτόν και δεν αντιστρατεύτηκε στην πολιτική πρακτική της Αθήνας, υπαγορεύθηκε από το πνεύμα της στερέωσης της ηγεμονίας που ακολουθούσε, με συνέπεια η Αθηναϊκή ηγεμονία υποχρεώνονταν να αποτρέπει και να εκμηδενίζει κάθε αντίρρηση και αντίσταση στην πολιτική και στη στρατηγική της από οποιοδήποτε σημείο και αν προέρχονταν. Αλλά υποχρεώνονταν προς αυτή την πρακτική και από την ανάγκη να προωθήσει το πνεύμα της τιμωρίας οποιασδήποτε ροπής και τάσης ανυπακοής, ανταρσίας και αποστασίας, που άρχισε να αναφαίνεται τα χρόνια εκείνα μεταξύ των συμμάχων απέναντι στην πολιτική της. Στο σύνολό της, εξάλλου, η πολιτική αυτή της χρήσης βίας αποτελεί συνέχεια του φιλοπόλεμου και επεκτατικού πνεύματος του Κλέωνα αρχικά και του Αλκιβιάδη μετέπειτα, που την υιοθετούσαν και την ακολουθούσαν και οι δύο με επιμονή και η οποία εξέφραζε τα αιτήματα που προωθούσαν τα εμποροναυτικά και επιχειρηματικά στοιχεία της Αθήνας στα χρόνια εκείνα.
Η βίαιη όμως αυτή συμπεριφορά στοίχισε ακριβά στην Αθήνα. Εκμηδένισε τις συμπάθειές της ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις και αποκάλυψε εντονότερα το αληθινό, σκληρό της πρόσωπο και απασχόλησε έντονα την κοινή γνώμη ένα αιώνα αργότερα (βλ. Ισοκρ. Πανηγ. 100 και 110, ίδιος Παναθηναϊκός 63 και 89).
θ) 1. Η συλλογιστική του Θουκυδίδη για τη χρήση της δύναμης στα πλαίσια της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της Αθηναϊκής ηγεμονίας μάς θυμίζει δίχως άλλο τις έντονες και θυελλώδεις συζητήσεις που διεξάγονταν τον καιρό της σοφιστικής δράσης της Αθήνας και οι οποίες αναφέρονταν στη φύση και τη δομή του κράτους και σε θέματα φυσικού δικαίου και του σεβασμού των γραπτών και άγραφων νόμων, σε συσχετισμό με τις απόψεις για την αξία και το βάρος του συμφέροντος ως προσδιοριστικού παράγοντα στη συμπεριφορά των ανθρώπων και των πολιτειών. Δίκαιο, λέγει ο Θρασύμαχος στη πλατωνική «πολιτεία», δεν είναι τίποτα άλλο από το δίκαιο του ισχυρότερου (338c). Ο δίκαιος, συγκριτικά με τον άδικο, βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Αν συμβεί να κάνει συναλλαγή ο άδικος, θα πλεονεκτήσει. Στις σχέσεις του με το δημόσιο, όταν πρόκειται για εισφορές ο δίκαιος, έστω και αν η περιουσία του είναι ίση με του άδικου, πληρώνει περισσότερα, ενώ ο άδικος λιγότερα. Όταν επίσης ο δίκαιος ασκεί δημόσια εξουσία δίχως να έχει καμιά απολαβή, παθαίνει και ζημιά από το γεγονός ότι οι δουλειές του σπιτιού του παραμελούνται από τον ίδιον για χάρη του συνόλου. Και σε όλα αυτά πρόσθεσε και τις αντιπάθειες των φίλων και συγγενών όταν, για λόγους δικαιοσύνης, δεν θέλει να τους εξυπηρετήσει. Ιϊνώ ο άδικος έχει πλεονεκτήματα και σημαντικές απολαβές {Πλατ. Πολιτεία 343c επ., Ίδιος Γοργ. 470d, 471a). Ακόμα και οι νόμοι, συνεχίζει, θεσμοθετούνται σύμφωνα με το συμφέρον της εξουσίας: Η δικαιοσύνη δηλαδή θέτει νόμους δημοκρατικούς, η τυραννίδα τυραννικούς. Και έχοντας ορίσει, κατά το δικό της η κάθε μια συμφέρον, καλεί τους άλλους, τους ασθενέστερους, να υποταχθούν {Πλατ. Πολιτεία 338α, βλ. και Ευριπίδη Μήδεια 545-567, Ιππόλυτος 463-463, Σοφοκλ. Οιδίπους τύραννος 594-595).
2. Συγγενικές αντιλήψεις εκφράζει και ο Καλλικλής. Οι νόμοι, λέγει, είναι δημιουργήματα της πλειοψηφίας των αδύνατων ανθρώπων και οι οποίοι νομοθετούν πάντοτε για την προστασία των δικών τους συμφερόντων... Με τον τρόπο αυτόν οι αδυνατότεροι εκφοβίζουν τους δυνατότερους, εκείνους δηλαδή που μπορούν να υπερέχουν, ώστε να μην έχουν περισσότερα πλεονεκτήματα (Γοργίας 483). Εκείνοι δε, τέλος, που νομοθετούν, πράττουν τούτο για δικό τους συμφέρον, κάτι τέτοιο δε εφαρμόζεται στα ζώα και στους ανθρώπους: Ο ισχυρότερος να εξουσιάζει τον ασθενέστερο και να υπερέχει {Πλάτων, Γοργίας 483).
Αλλά και ο αδελφός του Πλάτωνα, ο Γλαύκων, διακηρύσσει ότι η δικαιοσύνη είναι η δέσμευση του συμφέροντος, κανόνας αναχαίτισης και ανάσχεσης της φυσικής ροπής του ανθρώπου για την απόκτηση πλούτου και δύναμης και για υλικά πλεονεκτήματα. Αν δώσουμε, λέγει, στον καθένα ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει, θα διαπιστώσουμε ότι αδικεί και ότι ενεργεί κατά το συμφέρον του - γιατί η αδικία και η πλεονεξία είναι δοσμένα από τη φύση (Πλατ. Πολιτεία 359 επ.).
ι) 1. Αν διαχωρίσουμε τις απόψεις του Καλλικλή, που δεν είναι σοφιστής (βλ. Βασ. Μπρακατσούλας ό.π. κεφ. 5), και οι οποίες αποτελούν ενσυνείδητο κήρυγμα αριστοκρατικής συμπεριφοράς και αδίστακτης και απεριόριστης χρήσης της δύναμης (βλ. Βασ. Μπρακατσούλας αμέσως παραπάνω κεφ. 15), θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι αντιλήψεις του Θρασύμαχου είναι διαπιστώσεις αυτόχρημα ρεαλιστικές και απεικονίζουν με συναρπαστική ζωντάνια και πειθώ αυτά που συμβαίνουν στον περίγυρό του, στην κοινωνία δηλαδή της εποχής του. Τα λόγια του απηχούν την πραγματικότητα της Αθηναϊκής πολιτικής της εποχής εκείνης, που επιβεβαιώνονται και επαναλαμβάνονται και στους σύγχρονους καιρούς. Ο «αμοραλισμός» του επομένως δεν είναι τίποτα άλλο παρά η σκιαγράφηση της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης και της πρακτικής της ηγεμονικής συμπεριφοράς και διαγωγής της Αθήνας, της εκτεταμένης δηλαδή εκμετάλλευσης των συμμάχων πόλεων από τη Μητρόπολη (βλ. και πάλι Ban. Μπμακατσούλας ό.π.).
2. Στην ίδια γραμμή με αυτή του Θρασύμαχου κινείται και ο Θουκυδίδης. Ότι ο ιστορικός συγγραφέας δεν είναι ανηθικολόγος και οπαδός βολονταριστικών ιδεών και κήρυκας άκρατων αριστοκρατικών απόψεων και ότι η σκέψη του δεν φλέγεται από αχόρταγη και δίχως αρχές και όρια δίψα για πλούτο, δύναμη και εξουσία, το δείχνουν δίχως άλλο οι μελαγχολικές και απαισιόδοξες διαπιστώσεις του για τις συνέπειες του εμφύλιου σπαραγμού της Κέρκυρας (III 82 βλ. και κεφ. 15 παρ. ε) και η άψογη στάση του απέναντι στις τρομακτικές συνέπειες από την πλήρη ανατροπή των ηθικών αξιών που προκάλεσε ο λοιμός της Αθήνας (II 53 βλ. και κεφ. 15 παρ. στ).
Ο χαρακτηρισμός, εξάλλου που κάνει για το πλοίο, το οποίο εκτελούσε την «αλλόκοτη» αποστολή, πλέοντας προς τη Μυτιλήνη για να μεταφέρει τη διαταγή της θανάτωσης των κατοίκων της (III 49), ο θερμός έπαινος για τις συμβατικές αρετές του Νικία (VII 86), οι αρχές και οι ιδέες που προβάλλει μέσα από τις γραμμές του επιτάφιου λόγου του, η δημηγορία του Διόδοτου, που ξεχειλίζει από σύνεση και υψηλοφροσύνη και ο διάλογος των Μηλίων, που δραματοποιεί τις συνέπειες της κατάχρησης της εξουσίας, δύσκολα μπορούν να ερμηνευθούν δίχως το στοιχείο της ηθικής ενατένισης των θεμάτων της ζωής από μέρους και της δικής του σκέψης.
Δεν είναι επομένως ο Θουκυδίδης ανηθικολόγος. Είναι απλά αντικειμενικός και ρεαλιστής ερμηνευτής, θεατής και κριτής των συμβαινόντων του καιρού του, αλλά και βαθύς και ακέραιος πολιτικός στοχαστής. Διότι προβάλλει με ώριμη, νηφάλια και πειστική πληρότητα τη φύση κα τη μορφή του κράτους γενικά και της Αθηναϊκής ηγεμονίας ειδικότερα στις πραγματικές διαστάσεις και στην αληθινή της όψη.