Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (1435-1474)

ΑΘΗΝΑ
1435 ποῖ ποῖ διωγμὸν τόνδε πορθμεύεις, ἄναξ
Θόας; ἄκουσον τῆσδ᾽ Ἀθηναίας λόγους.
παῦσαι διώκων ῥεῦμά τ᾽ ἐξορμῶν στρατοῦ·
πεπρωμένος γὰρ θεσφάτοισι Λοξίου
δεῦρ᾽ ἦλθ᾽ Ὀρέστης, τόν τ᾽ Ἐρινύων χόλον
1440 φεύγων ἀδελφῆς τ᾽ Ἄργος ἐσπέμψων δέμας
ἄγαλμά θ᾽ ἱερὸν εἰς ἐμὴν ἄξων χθόνα,
1441b τῶν νῦν παρόντων πημάτων ἀναψυχάς.
πρὸς μὲν σ᾽ ὅδ᾽ ἡμῖν μῦθος· ὃν δ᾽ ἀποκτενεῖν
δοκεῖς Ὀρέστην ποντίῳ λαβὼν σάλῳ,
ἤδη Ποσειδῶν χάριν ἐμὴν ἀκύμονα
1445 πόντου τίθησι νῶτα πορθμεύων πλάτῃ.
μαθὼν δ᾽, Ὀρέστα, τὰς ἐμὰς ἐπιστολάς—
κλύεις γὰρ αὐδὴν καίπερ οὐ παρὼν θεᾶς—
χώρει λαβὼν ἄγαλμα σύγγονόν τε σήν.
ὅταν δ᾽ Ἀθήνας τὰς θεοδμήτους μόλῃς,
1450 χῶρός τις ἔστιν Ἀτθίδος πρὸς ἐσχάτοις
ὅροισι, γείτων δειράδος Καρυστίας,
ἱερός, Ἁλάς νιν οὑμὸς ὀνομάζει λεώς·
ἐνταῦθα τεύξας ναὸν ἵδρυσαι βρέτας,
ἐπώνυμον γῆς Ταυρικῆς πόνων τε σῶν,
1455 οὓς ἐξεμόχθεις περιπολῶν καθ᾽ Ἑλλάδα
οἴστροις Ἐρινύων. Ἄρτεμιν δέ νιν βροτοὶ
τὸ λοιπὸν ὑμνήσουσι Ταυροπόλον θεάν.
νόμον τε θὲς τόνδ᾽· ὅταν ἑορτάζῃ λεώς,
τῆς σῆς σφαγῆς ἄποιν᾽ ἐπισχέτω ξίφος
1460 δέρῃ πρὸς ἀνδρὸς αἷμά τ᾽ ἐξανιέτω,
ὁσίας ἕκατι θεά θ᾽ ὅπως τιμὰς ἔχῃ.
σὲ δ᾽ ἀμφὶ σεμνάς, Ἰφιγένεια, κλίμακας
Βραυρωνίας δεῖ τῆσδε κλῃδουχεῖν θεᾷ·
οὗ καὶ τεθάψῃ κατθανοῦσα, καὶ πέπλων
1465 ἄγαλμά σοι θήσουσιν εὐπήνους ὑφάς,
ἃς ἂν γυναῖκες ἐν τόκοις ψυχορραγεῖς
λείπωσ᾽ ἐν οἴκοις. τάσδε δ᾽ ἐκπέμπειν χθονὸς
Ἑλληνίδας γυναῖκας ἐξεφίεμαι
γνώμης δικαίας οὕνεκ᾽, ‹. . . › ἐκσῴσασα δὲ
1470 καὶ πρίν σ᾽ Ἀρείοις ἐν πάγοις ψήφους ἴσας
κρίνασ᾽, Ὀρέστα· καὶ νόμισμ᾽ ἔσται τόδε,
νικᾶν ἰσήρεις ὅστις ἂν ψήφους λάβῃ.
ἀλλ᾽ ἐκκομίζου σὴν κασιγνήτην χθονός,
Ἀγαμέμνονος παῖ — καὶ σὺ μὴ θυμοῦ, Θόας.

***
Εμφανίζεται στο θεολογείο η Αθηνά.
ΑΘΗΝΑ
Θόα βασιλιά! Την καταδίωξη τούτη
για πού ετοιμάζεις; Η Αθηνά ειμαι, κι άκου
τα λόγια μου. Σταμάτα το κυνήγι,
μην αμολάς το ρέμα του στρατού σου·
γιατί ο Ορέστης ήρθε εδώ ακλουθώντας
του Απόλλωνα χρησμό, για να ξεφύγει
των Ερινύων την όργητα, να πάρει
1440την αδερφή του στο Άργος, και να φέρει
τ᾽ άγιο άγαλμα στη χώρα τη δική μου,
να ᾽ναι δροσιά στα τωρινά δεινά της.
Σ᾽ εσένα λέω αυτά. Για τον Ορέστη,
που πας να τον σκοτώσεις πιάνοντάς τον
μες στη φουρτούνα, ο Ποσειδώνας κιόλας
για χάρη μου το πέλαο γαληνεύει
κι έτσι μπορεί το πλοίο του ν᾽ αρμενίσει.
Μακριά κι αν είσαι, Ορέστη, η θεία φωνή μου
στ᾽ αυτιά σου φτάνει· νά για σε τί ορίζω:
Μ᾽ άγαλμα κι αδερφή το δρόμο παίρνε.
Στη θεόχτιστην Αθήνα σα θα φτάσεις...
1450στην Αττική άκρη άκρη είναι μια θέση
—στης Κάρυστος αντίκρυ τ᾽ ακρωτήρι—
ιερή· ο λαός μου Αλές την ονομάζει·
εκεί ναό να χτίσεις και να στήσεις
τ᾽ άγαλμα· αυτό θα πάρει τ᾽ όνομά του
από την Ταυρική κι απ᾽ τις βαριές σου
περιπολίες, που γύρναες την Ελλάδα
με κέντρισμα Ερινύων· ο κόσμος όλος
Άρτεμη Ταυροπόλα θα το λέει.
Κι ένα έθιμο όρισε· όταν θα γιορτάζουν,
μ᾽ ένα σπαθί ν᾽ αγγίζει ο ιερέας
1460αντρός λαιμό, λίγο αίμα ν᾽ αναβρύζει,
για τη σφαγή σου αντίδωρο· αυτό θα ᾽ναι
για τη θεά τιμή και ευλάβειας χρέος.
Της θεάς ιέρεια πρέπει εσύ, Ιφιγένεια,
να γίνεις στους ιερούς Βραυρώνιους λόφους.
Εκεί και θα σε θάψουν, σαν πεθάνεις·
κι όσα κρουστά υφαντά θα μένουν μέσα
στα σπίτια από γυναίκες που θα τύχει
στη γέννα τους απάνω να πεθάνουν
σ᾽ εσέ θα τα προσφέρνουν. Θόα, σου δίνω
την εντολή ν᾽ αφήσεις τις γυναίκες
αυτές τις Ελληνίδες, για την τίμια
τη γνώμη τους, να φύγουν απ᾽ τη χώρα.
‹. . . › Ορέστη, εγώ σε γλίτωσα και πρώτα,
1470στο λόφο του Άρη, όταν μετρώντας βρήκα
ισοψηφία· κι αυτή η αρχή θα μείνει:
όποιος παίρνει ίσους ψήφους να κερδίζει.
Του Αγαμέμνονα γιε, την αδερφή σου
πάρ᾽ τη δώθε. — Εσύ, Θόα, να μη θυμώνεις.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Οι ήχοι της γλώσσας

2.4.1 Συλλαβή


Αν παρατηρήσετε τα μωρά στους πρώτους μήνες της ζωής τους, θα δείτε ότι «παίζουν» με τους ήχους και ότι το πιο αγαπημένο τους παιχνίδι είναι η παραγωγή ήχων που αποτελούνται από τον συνδυασμό συμφώνου και φωνήεντος: bababa, mamama, papapa. Αυτός ο συνδυασμός είναι βασικός για την κατασκευή της λέξης και λέγεται συλλαβή. Συλλαβή σημαίνει το «πιάσιμο μαζί» φωνηέντων και συμφώνων (σύν 'μαζί' + λαμβάνω· θυμηθείτε το ρήμα συλλαμβάνω και το ουσιαστικό σύλληψη). Τα μωρά λοιπόν σαν να αρχίζουν να καταλαβαίνουν στην αρχή αρχή της ζωής τους ότι η γλώσσα που ακούν γύρω τους (αν και δεν την καταλαβαίνουν και δεν την έχουν αποκτήσει ακόμα) αποτελείται από ακολουθίες ή μονάδες ήχων που φτιάχνονται από τον συνδυασμό φωνήεντος και ενός ή περισσότερων συμφώνων - από συλλαβές. Αργότερα, ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο έτος της ζωής τους, τα παιδιά αρχίζουν να παράγουν τις πρώτες λέξεις. Αυτό σημαίνει ότι έχουν μπει πια στον κόσμο της γλώσσας - έχουν κατακτήσει το μεγάλο μυστικό της γλώσσας: ότι οι ακολουθίες ήχων που ακούν γύρω τους έχουν σημασία, και ότι οι σημασίες αυτές φτιάχνονται από τον συνδυασμό μικρών κομματιών ήχου - των φθόγγων. Το παιχνίδι με τις συλλαβές, με το οποίο αρχίζουν την πορεία τους προς την απόκτηση της γλώσσας, το διαδέχεται η «ανακάλυψη» ότι οι συλλαβές αποτελούνται από μικρότερα κομμάτια ήχου (τους φθόγγους), τα οποία σε διάφορους συνδυασμούς δημιουργούν τις λέξεις.

Αλλά και οι άνθρωποι στην πορεία της ιστορίας τους ανακάλυψαν πρώτα, όπως τα μικρά παιδιά, τη συλλαβή ως μονάδα από την οποία κατασκευάζεται η λέξη και, αργότερα, τον φθόγγο, το πιο μικρό κομμάτι ήχου που κλείνει μέσα του το μυστικό της αρχιτεκτονικής της γλώσσας. Πώς το ξέρουμε αυτό; Θυμηθείτε τί λέγαμε σε προηγούμενο άρθρο για το αλφάβητο, την αλφαβητική γραφή. Λέγαμε λοιπόν ότι τα γράμματα του αλφαβήτου είναι εικόνες των ήχων της γλώσσας (των φθόγγων). Ο διαφορετικός συνδυασμός των γραμμάτων (των εικόνων των φθόγγων) δίνει όλο το λεξιλόγιο μιας γλώσσας. Η δημιουργία του αλφαβήτου, μια πολύ παλιά ιστορία που θα τη διηγηθούμε αργότερα, σημαίνει ότι οι άνθρωποι κατάφεραν να ανακαλύψουν το μυστικό της γλώσσας: ότι η γλώσσα κατασκευάζεται από έναν περιορισμένο αριθμό φθόγγων, οι οποίοι σε διάφορους συνδυασμούς δημιουργούν την τεράστια ποικιλία των λέξεων.

Πριν όμως από την ανακάλυψη αυτή, όπως τη βλέπουμε στην αλφαβητική γραφή, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν συστήματα γραφής που βασίζονταν στη συλλαβή. Με άλλα λόγια, η εικόνα (το σημάδι) που χρησιμοποιούνταν δεν αντιστοιχούσε σε φθόγγους (όπως τα γράμματα του αλφαβήτου) αλλά σε συλλαβές. Με έναν τέτοιο τρόπο ήταν γραμμένα τα πρώτα κείμενα της Ελληνικής γλώσσας που έφτασαν ως εμάς: τα κείμενα από τα μυκηναϊκά κέντρα (Μυκήνες, Κνωσός, Θήβα, Πύλος). Το συλλαβικό σύστημα γραφής που χρησιμοποιήθηκε ονομάστηκε από τους επιστήμονες γραμμική Β. Θα μιλήσουμε περισσότερο γι' αυτό σε ένα επόμενο άρθρο.

Έτσι, λοιπόν, οι άνθρωποι, όπως και τα μικρά παιδιά, πρώτα ανακάλυψαν ότι η γλώσσα αποτελείται από συλλαβές και μετά βρήκαν το μεγάλο μυστικό της: τα μικρότερα κομμάτια ήχου (τους φθόγγους) που «χτίζουν» τον πλούτο του λεξιλογίου.

Κούντερα: Το να αγαπάς κάποιον από συμπόνια δεν σημαίνει ότι τον αγαπάς πραγματικά

-Όσο πιο βαρύ είναι το φορτίο, όσο πιο κοντινή στη γη είναι η ζωή μας, τόσο είναι πιο αληθινή πιο πραγματική. Σ΄ αντιστάθμισμα, η ολική απουσία του φορτίου κάνει το ανθρώπινο ον να γίνεται πιο ελαφρύ απ΄ τον άνεμο, να πετάει, ν΄ απομακρύνεται από τη γη, απ΄ το γήινο είναι, να μην είναι παρά μόνο κατά το ήμισυ αληθινό και οι κινήσεις του να είναι εξίσου ελεύθερες όσο και χωρίς σημασία.

-Δεν μπορεί κανείς ποτέ να ξέρει αυτό που πρέπει να θέλει, γιατί έχουμε μόνο μια ζωή και δεν μπορούμε ούτε να την συγκρίνουμε με προηγούμενες ζωές, ούτε να την επανορθώσουμε σε ζωές επερχόμενες.

-Το να μην μπορείς να ζήσεις παρά μόνο μια ζωή, είναι σαν να μην τη ζεις καθόλου.

–Ο έρωτας δεν εκδηλώνεται με την επιθυμία να κάνεις έρωτα (αυτή η επιθυμία ταιριάζει σε αναρίθμητο πλήθος γυναικών) αλλά με την επιθυμία του μοιρασμένου ύπνου (αυτή η επιθυμία δεν αφορά παρά μια και μόνο γυναίκα)

–Το να αγαπάς κάποιον από συμπόνια δεν σημαίνει ότι τον αγαπάς πραγματικά.

-Δεν υπάρχει τίποτα πιο βαρύ από την συμπόνια. Ούτε ο ίδιος μας ο πόνος δεν είναι τόσο βαρύς όσο ο πόνος που μοιραζόμαστε μ΄ έναν άλλο, για έναν άλλο, στη θέση ενός άλλου, πολλαπλασιασμένος απ΄ τη φαντασία, σε εκατοντάδες αντίλαλους.

-Η βαρύτητα, η ανάγκη και η αξία είναι τρεις έννοιες στενά και βαθιά ενωμένες: δεν είναι βαρύ παρά αυτό που είναι αναγκαίο, δεν έχει αξία παρά μόνον ό,τι βαραίνει.

–Όταν όμως δεν φροντίζει κανείς καθόλου το σώμα του, γίνεται πιο εύκολα θύμα του.

-Το τυχαίο είναι που κάνει τέτοια μάγια, όχι το αναγκαίο. Για να είναι ένας έρωτας αξέχαστος πρέπει τα τυχαία να συναντιόνται σ΄ αυτόν από την πρώτη στιγμή.

-Ο άνθρωπος, χωρίς να το ξέρει, συνθέτει τη ζωή του με βάση τους κανόνες της ομορφιάς μέχρι και στις στιγμές της πιο μεγάλης αναταραχής.

-Ο άνθρωπος είναι τυφλός στα τυχαία αυτά στην καθημερινή ζωή, και στερεί έτσι τη ζωή από τη διάσταση της ομορφιάς της.

-Αυτό που διακρίνει εκείνον που έχει κάνει σπουδές από τον αυτοδίδακτο, δεν είναι η ευρύτητα των γνώσεων, αλλά οι διαφορετικοί βαθμοί ζωτικότητας και αυτοπεποίθησης.

–Το όνειρο είναι η απόδειξη, ότι το να φαντάζεται, το να ονειρεύεται αυτό που δεν έχει υπάρξει, είναι μια από τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου.

-Όποιος θέλει διαρκώς να «εξυψωθεί» πρέπει να περιμένει ότι μια μέρα θα τον πιάσει ίλιγγος . Ο ίλιγγος είναι άλλο πράγμα από τον φόβο μην πέσουμε. Είναι η φωνή του κενού κάτω από εμάς που μας τραβάει και μας καταπίνει, η επιθυμία μας να πέσουμε που μετά την πολεμάμε με τρόμο.

-Όποιος ζει στην ξενιτιά δεν έχει κάτω από τα πόδια του αυτό το δίχτυ ασφαλείας που απλώνει σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα η χώρα που είναι η δική του χώρα, όπου υπάρχουν η οικογένειά του, οι συνάδελφοί του, οι φίλοι του και όπου μπορεί να γίνει χωρίς κόπο κατανοητός στη γλώσσα που γνωρίζει από τα παιδικά του χρόνια.

-Αλλά ακριβώς ο αδύναμος ήταν που έπρεπε να μάθει να είναι δυνατός και να φεύγει όταν ο δυνατός ήταν πάρα πολύ αδύναμος για να μπορεί να προσβάλει τον αδύναμο.

-Όσο οι άνθρωποι είναι λίγο πολύ νέοι και η μουσική παρτιτούρα της ζωής τους δεν είναι παρά στους πρώτους της ρυθμούς, μπορούν να συνθέσουν μαζί και να ανταλλάξουν μοτίβα, αλλά, όταν συναντιόνται σε μια πιο ώριμη ηλικία η μουσική τους παρτιτούρα είναι λίγο πολύ συμπληρωμένη, και κάθε λέξη, κάθε αντικείμενο , σημαίνουν κάτι διαφορετικό στην παρτιτούρα του καθενός.

-Δεν ήταν όλες οι γυναίκες άξιες να αποκαλούνται γυναίκες.

–Η πρώτη προδοσία είναι ανεπιδιόρθωτη. Προκαλεί , με αλυσιδωτή αντίδραση, άλλες προδοσίες, η καθεμιά από τις οποίες μας απομακρύνει όλο και περισσότερο από το σημείο της αρχικής προδοσίας.

-Σε μια ευημερούσα κοινωνία οι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη να γίνουν χειρονάκτες και αφιερώνονται σε διανοητικές δραστηριότητες. Υπάρχουν όλο και περισσότερα πανεπιστήμια όλο και περισσότεροι φοιτητές.

-Αυτό που δίνει κάποιο νόημα στη συμπεριφορά μας, μας είναι πάντοτε απόλυτα άγνωστο.

– Η φιλαρέσκια είναι μια υπόσχεση συνουσίας, αλλά μια υπόσχεση χωρίς εγγυήσεις.

– Η στιγμή που γεννιέται ο έρωτας: η γυναίκα δεν αντιστέκεται στη φωνή που καλεί την τρομαγμένη της ψυχή, ο άντρας δεν αντιστέκεται στη γυναίκα που η ψυχή της ξέρει να προσέχει τη φωνή του.

-Σε μια κοινωνία που κυβερνά ο τρόμος οι δηλώσεις δεν σε δεσμεύουν σε τίποτα γιατί τις αποσπούν με τη βία κι ένας έντιμος άνθρωπος έχει το χρέος να μην τους δίνει σημασία, να μην τις ακούει.

–Ο έρωτας αρχίζει από μια μεταφορά. Μ’ άλλα λόγια: Ο έρωτας αρχίζει από τη στιγμή που μια γυναίκα εγγράφεται με μια από τις κουβέντες της, στην ποιητική μας μνήμη.

-Το κιτς αποκλείει από το σκηνικό του πεδίο όλα όσα ουσιαστικά απαράδεκτα διαθέτει η ανθρώπινη φύση.

-Όλοι έχουμε ανάγκη να μας κοιτάνε. Ανάλογα με τί είδους είναι το βλέμμα κάτω απ΄ το οποίο θέλουμε να ζούμε, μπορούμε να καταταγούμε σε 4 κατηγορίες:

α) Η πρώτη αναζητάει το βλέμμα ενός ατέλειωτου αριθμού ανώνυμων ματιών, μ’ άλλα λόγια το βλέμμα του κοινού.

β) Στην δεύτερη κατηγορία εκείνοι που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς το βλέμμα ενός πλήθους γνώριμων ματιών.

γ) Τρίτη η κατηγορία αυτών που έχουν ανάγκη να βρίσκονται κάτω από το βλέμμα του αγαπημένου προσώπου.

δ) Τέλος η τέταρτη η πιο σπάνια αυτών που ζουν κάτω απ΄ τα φανταστικά βλέμματα πλασμάτων που είναι απόντα. Είναι οι ονειροπόλοι.

-Κάποια μέρα , παίρνει κανείς μια απόφαση χωρίς καλά-καλά να ξέρει πως κι αυτή η απόφαση έχει τη δική της δύναμη αδράνειας. Κάθε χρόνος που περνάει κάνει ακόμα δυσκολότερο το να αλλάξει κανείς.

-Είναι μια τεράστια ανακούφιση να διαπιστώνει κανείς πως είναι ελεύθερος, πως δεν έχει αποστολή.

Μίλαν Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι

Η σκοτεινή πλευρά της ελευθερίας

Οι τέσσερις έσχατες έγνοιες, τέσσερα θεμελιώδη δεδομένα της ύπαρξης –το θάνατο, την απομόνωση, την έλλειψη νοήματος, την ελευθερία– τα οποία, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι μαζί τους, προκαλούν βαθύτατο άγχος. Αυτό που συνδέει την «ελευθερία» με το άγχος δεν είναι διαισθητικά προφανές, γιατί με την πρώτη ματιά η ελευθερία φαίνεται να περιέχει μόνο θετικές συνυποδηλώσεις.

Άλλωστε ολόκληρη η πορεία του δυτικού πολιτισμού δεν καθορίστηκε από τη λαχτάρα και τους αγώνες για πολιτική ελευθερία;

Κι όμως, η ελευθερία έχει μια σκοτεινή πλευρά. Αν τη δει κανείς από την άποψη της αυτοδημιουργίας, της επιλογής, της βούλησης και της δράσης, η ελευθερία είναι ψυχολογικά σύνθετη και διαποτισμένη με άγχος.

Είμαστε υπεύθυνοι για τον εαυτό μας, με τη βαθύτερη έννοια του όρου. Όπως το διατύπωσε ο Σαρτρ, είμαστε οι δημιουργοί του εαυτού μας.

Μέσα από τις συσσωρευόμενες επιλογές, τις πράξεις και τις αποτυχίες μας να δράσουμε, σχεδιάζουμε τελικά τον εαυτό μας. Δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε αυτή την ευθύνη, αυτή την ελευθερία.

Με τα λόγια του Σαρτρ: «Είμαστε καταδικασμένοι στην ελευθερία».

Η ελευθερία μας πηγαίνει ακόμα βαθύτερα από το ατομικό σχέδιο ζωής μας.

Πάνε περισσότεροι από δυο αιώνες που ο Kant μας δίδαξε ότι έχουμε την ευθύνη να δώσουμε μορφή και νόημα όχι μόνο στον εσωτερικό αλλά και στον εξωτερικό κόσμο.

Ερχόμαστε σ’ επαφή με τον εξωτερικό κόσμο μόνο όπως τον επεξεργάζεται ο νευρολογικός και ο ψυχολογικός μας εξοπλισμός.

Η πραγματικότητα δεν είναι καθόλου όπως τη φανταζόμασταν στην παιδική μας ηλικία – δεν μπαίνουμε σε (ούτε στο τέλος εγκαταλείπουμε) έναν καλά δομημένο κόσμο.

Αντίθετα, εμείς παίζουμε τον κεντρικό ρόλο στην κατασκευή αυτού του κόσμου –και τον κατασκευάζουμε με τέτοιο τρόπο, ώστε να δείχνει πως υπάρχει ανεξάρτητα από μας.

Και ποια είναι η σχέση της ελευθερίας με το άγχος και με την κλινική μας δουλειά;

Μπορούμε να βρούμε μια απάντηση αν κοιτάξουμε κάτω από τα πόδια μας.

Αν εμείς είμαστε οι πρωταρχικοί κατασκευαστές του κόσμου, τότε από κάτω μας υπάρχει πουθενά στέρεο έδαφος; Τι υπάρχει από κάτω μας;

Το τίποτα, das Nichts, όπως το έλεγαν οι Γερμανοί υπαρξιστές φιλόσοφοι. Το χάσμα, η άβυσσος της ελευθερίας. Και η συνειδητοποίηση αυτού του τίποτα που βρίσκεται στην καρδιά της ύπαρξης φέρνει το βαθύ άγχος.

Γι’ αυτό, παρόλο που η λέξη ελευθερία είναι απούσα από τις θεραπευτικές συνεδρίες κι από τα εγχειρίδια ψυχοθεραπείας, τα παράγωγά της –η ευθύνη, η βούληση, η επιθυμία, η απόφαση- είναι περίοπτοι θαμώνες κάθε ψυχοθεραπευτικής απόπειρας.

Η ζωή είναι μια ιστορία… και το σενάριο το γράφουμε εμείς

Κάθε μέρα ξυπνάμε και ακολουθούμε το ίδιο μονοπάτι, για να ζήσουμε μια μέρα ίδια με τη χθεσινή.

Αυτό σημαίνει να είσαι ενήλικος;

Για χρόνια καθόμαστε και αναμασούμε αυτά που μας λένε.

Εξεταζόμαστε και βαθμολογούμαστε σαν πειραματόζωα.

Μεγαλώσαμε για να μην κάνουμε την διαφορά σε αυτόν τον κόσμο, να μην διαφέρουμε.

Δουλεύουμε συνεχώς, χωρίς να μας μένει χρόνος για να ζούμε τη ζωή για την οποία δουλεύουμε.

Μέχρι που μια μέρα έρχεται όπου είμαστε πλέον πολύ γέροι για να κάνουμε την δουλειά μας, και τα παιδιά μας παίρνουν τη θέση μας στο σύστημα.

Μια μέρα η αίσθηση που λέγεται Ζωή, θα μας αφήσει.

Τα κορμιά μας θα σαπίσουν, τα πλούτη μας θα ξαναμοιραστούν.

Οι πράξεις του παρελθόντος θα είναι ότι έχει απομείνει.

Ο πλανήτης θα μείνει εδώ, είτε είμαστε εμείς, είτε όχι.

Είμαστε μια στιγμή μόνο μέσα στο χρόνο, αλλά το αποτύπωμά μας μένει για πάντα.

Είμαστε τα πρόσωπα όλων αυτών που ήρθαν πριν από εμάς.

Και τώρα ήρθε η σειρά μας.

Μπορούμε να διαλέξουμε να ακολουθήσουμε το δικό μας μονοπάτι, ή, να ακολουθήσουμε το δρόμο που τόσοι άλλοι ακολούθησαν.

Η ζωή δεν είναι ταινία με σενάριο που έχει γραφτεί.

Εμείς είμαστε οι σεναριογράφοι.

Αυτή είναι η δικιά μας ιστορία.

Πασκάλ Μπρυκνέρ: Περί έρωτος

Μισογύνης, ρατσιστής, βρομοχαρακτήρας; Πολλοί αγαπάνε να μισούν τον Μπρυκνέρ, δικαίως ή αδίκως, αλλά όπως λέει και ο ίδιος, «δε θέλω να με αγαπούν για τα προτερήματά μου, αλλά για τα ελαττώματά μου».

«Πρώτα πρώτα, ο έρωτας έχει το προνόμιο μιας αχρέωστης ερωτικής επιλογής.

Το να αγαπιέμαι από κάποιον και να ανταποκρίνομαι στην αγάπη του, δεν έχει καμία σχέση με τις αρετές μου ή τις αρετές του.

Κανένα ιδιαίτερο προσόν ή ψυχική ευγένεια δε βαραίνει στην ερωτική επιλογή.

Μπορούμε να νιώσουμε το ίδιο ξέφρενο πάθος για ένα δειλό ή έναν ήρωα.

Έτσι, ακόμα και η δημοκρατικότερη κοινωνία δε θα μπορούσε ποτέ να διορθώσει αυτή τη θεμελιώδη αδικία που συνίσταται στο αυθαίρετο της ερωτικής επιλογής.

Ως προς αυτό, ο έρωτας αποτελεί μια κατάφωρη διάψευση όλων των ουτοπιών της δικαιοσύνης, μπορεί να φτάσει σε μεγαλειώδη ύψη ή να εκπέσει σε βάραθρα σιχαμερότητας, είναι εντελώς ξένος προς τις έννοιες της προόδου και της αξίας.

Ο έρωτας του άλλου δεν είναι κάτι που το κερδίζω με την αξία μου, μου προσφέρεται δωρεάν σαν μια ανείπωτη χάρη.

Το να θέλουμε να θεραπεύσουμε το συναίσθημα από τον ίδιο τον εαυτό του, από τη σκοτεινή πλευρά του, είναι σαν να θέλουμε να το στειρώσουμε.

Με την ικανότητά της να μεταμορφώνει ένα τυχαίο πλάσμα σε «πλάσμα ψυχής» (Προυστ), η καρδιά προσδίδει στο αγαπώμενο πρόσωπο, ακόμα και στο πιο ταπεινό, μια πληρότητα, ένα μεγαλείο που το ξεχωρίζει από τους κοινούς θνητούς.

Χάρη στον έρωτά μου, το λατρεμένο πλάσμα γίνεται μια τρομακτική και ελεύθερη δύναμη που μάταια προσπαθώ να την εξημερώσω.

Όσο περισσότερο προσκολλώμαι σε αυτό, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από μένα, τόσο πιο απρόσιτο γίνεται, αποκτά διαστάσεις ασύλληπτες.

Αγαπώ σημαίνει παραχωρώ στον άλλο, με την πλήρη θέλησή μου, κάθε εξουσία επάνω μου, υποτάσσομαι στα καπρίτσια του, τίθεμαι κάτω από την κυριαρχία ενός δεσπότη ευμετάβολου όσο και γοητευτικού.

Με μια λέξη του, με μια ανάλογη αλλαγή της συμπεριφοράς του, ο αγαπημένος μπορεί να με ανεβάσει στα ουράνια ή να με ρίξει στα τάρταρα.

Όταν δενόμαστε με εκείνον ή με εκείνη, για τους οποίους δε γνωρίζουμε πια τίποτα άλλο παρά μόνο πως τους λατρεύουμε, τοποθετούμαστε σε κατάσταση τρωτότητας, εμφανιζόμαστε γυμνοί, ανυπεράσπιστοι.

Και στο μέτρο που οι σχέσεις μας με αυτό γίνονται όλο και πιο στενές, το αγαπημένο πλάσμα δε μεταμορφώνεται μόνο σε έναν ξένο, αλλά προπάντων αντιπροσωπεύει τη δυνατότητα τόσο της έκστασης όσο και της πτώσης.

Ακούγοντάς το, λατρεύοντάς το, περιμένοντάς το, υποτασσόμαστε σε μια τελεσίδικη ετυμηγορία: γινόμαστε αποδεκτοί ή απορριπτόμαστε.

Από αυτόν λοιπόν που αγαπώ περισσότερο, μπορώ να φοβάμαι και το χειρότερο: ο χαμός ή η φυγή του, που θα μου απόκοβε ένα ουσιαστικό τμήμα του εαυτού μου.

Ο έρωτας μας λυτρώνει από το αμάρτημα της ύπαρξης -όταν αποτυχαίνει, νιώθουμε συνθλιμμένοι από τη ματαιότητα της ζωής.

Το φρικιαστικό στην ερωτική οδύνη είναι πως τιμωρούμαστε, επειδή αγαπώντας τον άλλο, θελήσαμε ό,τι το καλό γι' αυτόν.

Δεν πληρώνουμε για ένα σφάλμα, αλλά για μια μη αποδεκτή προσφορά.

Και αυτοί που απορρίπτονται στις εξετάσεις του έρωτα, δε μπορούν να προσφύγουν σε αναθεώρηση -δε μπορούν να ενοχοποιήσουν κανέναν άλλο και μένουν εγκαταλειμμένοι και αθόρυβοι.

Υπάρχει βεβαίως και η ευτυχία του έρωτα, η ευτυχία της συνενοχής, των μοιρασμένων δοκιμασιών, η ευτυχία να ξεφεύγεις από τα όρια του εαυτού και να εγκαταλείπεσαι με πλήρη εμπιστοσύνη στον άλλο, αλλά είναι μια ευτυχία που φέρει εντός της το σπέρμα του ίδιου του αφανισμού της, όταν εκφυλίζεται σε κυριακάτικη ηρεμία.

Φυσικά υπάρχει πάντα η δυνατότητα να εκθρονίσουμε τον άλλο από την περίοπτη θέση του, και με την υπερβολικά στενή συμβίωση να τον κάνουμε προβλέψιμο, τόσο οικείο όσο ένα έπιπλο ή ένα φυτό.

Όμως πρόκειται για μια θλιβερή εξέλιξη -και στους δεσμούς μας ταλαντευόμαστε ανάμεσα στο φόβο πως δεν ξέρουμε καθόλου τον άλλο και την απελπισία πως τον γνωρίζουμε υπερβολικά.

Η πρώτη πληγή που μας προκαλεί το αγαπημένο πρόσωπο είναι τότε που μας φαίνεται πλούσιο από έναν ισχυρό, γοητευτικό δυναμισμό που αδυνατούμε να τον συλλάβουμε ή να τον παρακολουθήσουμε.

Υπάρχει μια δεύτερη πληγή που γεννιέται από την άκρα διαφάνεια του υπερβολικά ανθρώπινου, υπερβολικά προβλέψιμου άλλου που, χάνοντας την αλαζονεία, την αγριότητά του, έχασε ταυτόχρονα και κάθε θέλγητρο.

Σε αυτό το πεδίο η νίκη δεν ξεχωρίζει πια από την πανωλεθρία και ταλαντευόμαστε μονίμως ανάμεσα στη βιαιότητα του αγνώστου και τη γαλήνη του πολύ γνωστού.

Στην πρώτη περίπτωση, ο άλλος μού ξεφεύγει κι εγώ προσπαθώ απεγνωσμένα να τον προλάβω, στη δεύτερη του ξεφεύγω εγώ, στο μέτρο που αυτός μου έχει γίνει προσιτός, ενταγμένος στην καθημερινότητα της ζωής μου.

Είχα διαμελιστεί, απογειωθεί από τον ίδιο τον εαυτό μου, και να που συνέρχομαι, ξαναγίνομαι ακέραιος.

Αλλά ανταλλάσσοντας την αδυναμία με την ασφάλεια, έχασα και έναν απαραίτητο αναταραγμό.

Επειδή το πιο φριχτό απ' όλα είναι η επιβίωση του ζευγαριού σε μια κατάσταση ήρεμου αυτοματισμού.

Μόλις λύσω το βασανιστικό αίνιγμα που αντιπροσωπεύει για μένα ο άλλος, τον πεζοποιώ: για να πάψω να βασανίζομαι από την υπερβολική του απόσταση, τον έκανα τόσο οικείο μου, ώστε τώρα υποφέρω από την ενοχλητική του εγγύτητα.

Χθες ακόμα τον ένιωθα απόντα ως και τη στιγμή της πιο έντονης σαρκικής συνάφειας, και ζούσα με τον τρόμο της εγκατάλειψης -και να που έγινε προβλεπτός, σμικρυμένος σε ένα μηχανικό "αγάπη μου", ανίκανος πια να με εκπλήξει.

Εννοείται πως όλοι οι έρωτές μας δεν είναι δυστυχισμένοι, όμως όλοι στοιχειώνονται από το φάσμα της εξαφάνισής τους.

Συνεπώς δεν υπάρχει λύση για τον ερωτικό πόνο: σαν τους αϋπνικούς, αρκούμαστε να αλλάζουμε πλευρό, να αιωρούμαστε ανάμεσα στη θλίψη του χωρισμού και τη θλίψη της μονοτονίας, ανάμεσα στην ευτυχία της έντασης και την ευτυχία του εφησυχασμού.

Δεν υπάρχει πάθος που να μην τρέφεται από την ανησυχία, και ο έρωτας δεν είναι παρά μια κατάσταση ευφορικής οδύνης, αβάσταχτη αλλά και θεϊκή συνάμα.

Αυτό είναι το παράδοξό του: είναι μια αγωνία που γεννά τη χαρά, μια απολαυστική σκλαβιά, ένα εξαίσιο κακό που η εξαφάνισή του μας σκοτώνει.

Όποιος δε διακινδυνεύει να υποφέρει δε θα μπορέσει ποτέ του να αγαπήσει.

Και μήπως ο πιο λεπτός ανατόμος των συμφορών του έρωτα και των συμφορών του μη-έρωτα δεν ήταν ένας άντρας, ο Μαρσέλ Προυστ;

Κανένα φύλο δεν έχει το αποκλειστικό προνόμιο του θάμβους και της απελπισίας -η πλήρης συναισθηματική μας προσήλωση σε ένα πλάσμα συνεπάγεται αγωνιώδεις αβεβαιότητες όσο και χαρές.

Αγαπώ σημαίνει ζω μες στην αέναη συνύπαρξη του τρόμου και του θαύματος».

Μπρυκνέρ, Ο Πειρασμός της Αθωότητας

Έρμαν Έσσε: Κάποιοι λιγοστοί άνθρωποι είναι σαν τα αστέρια

Κάποτε, της είπε:

Είσαι σαν και εμένα, είσαι αλλιώτικη από όλους τους ανθρώπους.

Είσαι η Καμάλα, τίποτα άλλο, και υπάρχει μέσα σου γαλήνη, ένα καταφύγιο όπου μπορείς να αποσυρθείς κάθε στιγμή και νοιώσεις ζεστασιά, το ίδιο και εγώ.

Λίγοι άνθρωποι έχουν αυτή την ικανότητα, και όμως θα μπορούσαν να την αποκτήσουν όλοι.

Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι έξυπνοι, είπε η Καμάλα.

Όχι, είπε ο Σιντάρτα δεν είναι αυτό.

Ο Καμασβάμι είναι το ίδιο έξυπνος με μένα, αλλά δεν μπορεί να βρει καταφύγιο στον εαυτό του.

Άλλοι μπορούν και ας είναι στο μυαλό μικρά παιδιά.

Οι περισσότεροι άνθρωποι Καμάλα είναι σαν το φύλλο που πέφτει, που ο αέρας το παίρνει, το στροβιλίζει για λίγο και ύστερα μετεωρίζεται και σωριάζεται στο χώμα.


Άλλοι όμως λιγοστοί είναι σαν τα αστέρια που ακολουθούν μια σταθερή τροχιά και δεν τα φτάνει ο άνεμος γιατί η τροχιά και ο νόμος που ακολουθούν βρίσκεται μέσα τους.

Έρμαν Έσσε, Σιντάρτα

Λιαντίνης: Δεν έχει νόημα να διδάσκεις Αρχαία Ελληνικά όταν δεν άκουσες ποτέ σου το λόγο - οι Έλληνες δε γράψανε, οι Έλληνες ζήσανε

«Η παιδεία των νέων, είναι το δυνατό αίμα και ο αέρας ιωδίου για το μέλλον των λαών... Όμως, της δικής μας παιδείας το αίμα, έχει αιματοκρίτη λευχαιμίας». -Δημήτρης Λιαντίνης

Τα Αρχαία Ελληνικά τα αντιπαθούν όλοι οι Έλληνες.

Αν κάνει κανείς μια δημοσκόπηση σήμερα, το αποτέλεσμα που θα του δοθεί θα το βρει πελώριο. Στους εκατό θα ανακαλύψει πως οι ενενήντα τόσοι τα Αρχαία Ελληνικά δε θέλουν ούτε να τ ̓ ακούσουν.

Και το χειρότερο είναι πως την ίδια αποστροφή την αισθάνεται και η πλειονότητα των φιλολόγων που διδάσκει το μάθημα στα σχολεία.

Σήμερα όταν μιλήσεις σε κάποιονε για τα Αρχαία Ελληνικά, αμέσως θα τον χτυπήσει ναυτία. Ένα πνευματικό ανακάτωμα παραγουλιάζει ολόκληρη την υπόστασή του.

Μονόπτωτα ρήματα, ετερόπτωτοι διορισμοί, τρίπτωτες προθέσεις, βαρείες, οξείες, ερωτηματικές, εγκλιτικά και εγκλίσεις, παραγωγή και έτυμα, προληπτικό κατηγορούμενο.

Είναι μια στοίβα τσάνταλα που ξεχειλίζουν το ψυχοσωματικό μας και χύνουνται σαν ερευγμοί, κρυάδες, νυστάλα, χασμήματα, και όλα τα ουά του ιουδαϊκού όχλου[1].

Οι σχετικές μνήμες από τη σχολική εμπειρία ανακαλούν στους ενήλικους πλήξη νεότητας, ψυχικά τραύματα, κατακάθια νευρωτικά, έλλειψη αέρα, δυσχέρεια ύπαρξης.

«Κύρος ανεβαίνει, Κύρος κατεβαίνει, και γαμώ τους Έλληνες και όλους τους δασκάλους». Έτσι άκουσα να καταριέται κάποτε κάποιος τα εφηβικά του χρόνια. Την αθωότητα, δηλαδή, και την πιο τρυφερή ώρα της ηλικίας του.

Βέβαια για τα φορτία όλου αυτού του κακού ο τελευταίος που ευθύνεται είναι οι Έλληνες και τα κείμενά τους.

Στο θρυλικό «τις πταίει» του Τρικούπη η απόκριση είναι: οι δάσκαλοι φταίνε· οι δάσκαλοι και οι διδακτικοί. Ο βασιλιάς τα φταίει[2]! που φώναξε ο Λαέρτης στον Άμλετ.

Και κύρια φταίνε οι δάσκαλοι των δασκάλων. Εννοώ τους πανεπιστημιακούς που τόσο μοχθήσανε για να μάθουν τους δασκάλους να δασκαλίζουν.

Να πιθηκίζουν δηλαδή στις έδρες και στις τάξεις. Να ψιττακίζουν το «Καλημέρα» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Να γρυλίζουν και να σουσουνίζουν, πάντα τους σχολαστικοί και ομπρελοφόροι. Από πού, και γιατί τόση δυστυχία στη χώρα!

Η ακολουθία πράξης όλου αυτού του κακού μεταφράζεται στην εικόνα μιας πραγματικότητας πολύ μίζερης. Η δυστυχία από το σχολείο απλώθηκε στην κοινωνία μας. Όπως είναι φυσικό.

Η τελευταία συνέπεια του πράγματος δηλαδή, η πιο επώδυνη και η πιο κολαστική, είναι πως η σύγχρονη Ελλάδα λογαριάζεται ο ουραγός και το μπαίγνιο των εθνών σε όλες τις σφαίρες και σε όλες τις συμπεριφορές.

Το αποτέλεσμα το καταμετράς από την κατάσταση της εθνικής οικονομίας ως τα ποδόσφαιρα, και από την επιστημονική έρευνα ως τις σκουπιδοφόρες ακτές της πανάρχαιης Ελληνικής θάλασσας.

Εκεί που ο ποιητής Ρίλκε έλεγε κάποτε das uralte griechische Meer[3], και έσκυβε την κεφαλή με κατάνυξη.

Γιατί τάχα. Και οι Ιταλοί στην γειτονική μας χερσόνησο κατοικούν το Λάτιο και την αρχαία Καμπανία, όπως κι εμείς κατοικούμε την αρχαία Ήλιδα και το Ληλάντιο πεδίο.

Γιατί οι Ιταλοί σήμερα μετριούνται στους εφτά ανεπτυγμένους λαούς του κόσμου, κι εμείς καταντήσαμε να γίνουμε οι κατσίβελοι της Ευρώπης; 

Λέω πως ωφελεί: στη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών να διδάσκεις την ιστορία και το σκοπό του μαθήματος· να διδάσκεις τη διαίρεση και τους κλάδους του· να διδάσκεις πώς θα διδάξεις από το πρωτότυπο και πώς θα διδάξεις από τη μετάφραση· πώς θα διδάξεις τη γραμματική, το συντακτικό, τη λεξιμάθεια, τη χρηστομάθεια· πώς θα διδάξεις την πορεία και τις μεθόδους της διδασκαλίας.

Αλλά αυτό γίνεται μέχρι σήμερα. Αυτό ήταν τα σαρανταλείτουργα και τα ευχέλαια του Εξαρχόπουλου.

Όλα τούτα τα λέμε και τα ξαναλέμε κατά συρροή και κατά πλήθος. Τα εξαντλήσαμε πια ως την ίνα και ως την κεραία.

Τώρα ό,τι έμεινε είναι να κουρεύουμε το στραγάλι, και να συναχώνουμε τη σουλφαμίδα.

Γυρνάμε από δεξιά περί τον εαυτό μας, γυρνάμε από αριστερά περί τον πυρήνα του προβλήματος, και παίζουμε το ηλεκτρόνιο του υδρογόνου, ώσπου να γίνουμε δευτέριο.

Σήμερα μάλιστα που είμαστε «και τέλος πάντων, να, τραβούμε εμπρός», που λένε οι ηλεκτρονικοί και ο πολιτικός αναμορφωτής του Καβάφη, στη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών θα χρησιμοποιήσουμε και την «προηγμένη τεχνολογία».

Υπολογιστές, μικροδιδασκαλίες, κλειστά κυκλώματα, βιντεοκασέτες, οπτικοακουστικά, και τα συναφή.

Όλα αυτά είναι έγκριτα και να τα χαιρετάς.

Το πρόβλημα όμως βρίσκεται αλλού. Και το πρόβλημα, είναι το ένα, που έχουμε μόνο τη δική του ανάγκη και κανενός άλλου.

Όπως ακριβώς κάποτε το είπε και ο Ιησούς, δάσκαλος πρώτος, καθώς επιτιμούσε τρυφερά τη Μάρθα, και κοίταζε έμπιστα την Μαρία.

Το πρόβλημα λοιπόν διατυπώνεται έτσι: Δεν έχει νόημα να διδάσκεις τη διδακτική των Αρχαίων Ελληνικών, έστω κι αν η δεξιοτεχνία σου ξεπερνά τις «ηλεκτρικές τρίπλες» του Μαραντόνα, όταν δεν έχεις ιδέα για το τι είναι ο κλασικός κόσμος. Όταν δεν άκουσες ποτέ σου το λόγο: οι Έλληνες δε γράψανε, οι Έλληνες ζήσανε. Το ξέρουμε αυτό;
----------------------
[1] Πρβλ, Μάρκου ΙΕ’, 29: οὐά, ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν
[2] Πρβλ. τα λόγια του Λαέρτη στη Β’ σκηνή της Ε’ πράξης του Άμλετ: The king, the king’s to blame.
[3] Η πανάρχαιη ελληνίδα θάλασσα.

Δημήτρης Λιαντίνης, Τα Ελληνικά

Τι είναι το Τρίγωνο Κάρπμαν που κάνει τις σχέσεις – οικογένειες δυστυχισμένες;

Όπως όλοι γνωρίζουμε, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτο μέρος οποιασδήποτε σχέσης. Είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, οι περισσότεροι από εμάς αντιδρούμε στη ζωή ως θύματα. Κάθε φορά που αρνούμαστε να αναλάβουμε την ευθύνη για τον εαυτό μας, επιλέγουμε ασυνείδητα να αντιδράσουμε σαν θύμα. Αυτό δημιουργεί αναπόφευκτα συναισθήματα θυμού, φόβου, ενοχής ή ανεπάρκειας. Αισθανόμαστε προδομένοι, ή ότι οι άλλοι μας εκμεταλλεύονται.

Μέσα σε ένα τρίγωνο μπορεί να έχουμε δύο, τρία ή και περισσότερα πρόσωπα, αλλά οι ρόλοι είναι πάντα τρεις. Ποιοι είναι αυτοί; Ο ρόλος του θύματος, Ο ρόλος του θύτη και τέλος Ο ρόλος του Σωτήρα. Οι ρόλοι αυτοί δεν είναι σταθεροί, καθώς όλοι όσοι συμμετέχουν σε μία σχέση, κατά συνέπεια σε ένα δραματικό τρίγωνο κατά Κάρπμαν, εναλλάσσονται στους ρόλους, ανάλογα με τις συνθήκες που διαμορφώνονται κάθε φορά. Το κοινό στοιχείο που ενώνει αυτούς τους τρεις ρόλους είναι το χειριστικό. Τι σημαίνει αυτό; Όλοι χειρίζονται όλους, ακόμα και τον εαυτό τους και προκαλούν πόνο ο ένας στον άλλον.

Τότε υπάρχει όμως ένας σωτήρας και κάποιος δράστης που εμπλέκεται σε οποιαδήποτε σύγκρουση. Αυτά τα τρία αρχέτυπα, σαν ρόλοι που παίρνουμε, κυριαρχούν στις ανθρώπινες σχέσεις.

Ο Stephen Karpman ψυχίατρος και δάσκαλος της συναλλακτικής ανάλυσης, το Ονομάζει το “Τρίγωνο του Δράματος”, ή το τρίγωνο της αποδυνάμωσης. Σε κάθε δυσλειτουργική αλληλεπίδραση, σε σχέση με τον εαυτό, ή με τους άλλους λαμβάνει χώρα το τρίγωνο του δράματος. Το τρίγωνο του δράματος είναι ένα κοινωνικό μοντέλο ανθρώπινης αλληλεπίδρασης. Είναι ένα είδος καταστροφικής αλληλεπίδρασης που μπορεί να συμβεί μεταξύ των ανθρώπων που βρίσκονται σε μια σύγκρουση.

Πριν από 50 περίπου χρόνια, ο Steven Karpman, δημοσίευσε ένα άρθρο για το οποίο βραβεύτηκε το 1972 με το Eric Berne Memorial Scientific Award. Στο άρθρο αυτό περιγράφεται και αναπτύσσεται η θεωρία του Karpman «μοντελοποιημένη» σε ένα τρίγωνο, το οποίο «χαρτογραφεί» έναν τύπο καταστροφικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε ανθρώπους που συνδέονται (και συγκρούονται).

Αυτό το μοντέλο συμπεριφοράς ονομάστηκε «Δραματικό Τρίγωνο Κάρπμαν» και περιγράφει τη χειριστική συμπεριφορά και τις σχέσεις εξάρτησης ανάμεσα στα πρόσωπα, που, ενώ δυστυχούν, δεν έχουν το κουράγιο να προβούν σε δραστικές αλλαγές.

Το Τρίγωνο Κάρπμαν

Το Τρίγωνο μπορεί να απαρτίζεται από δύο, τρεις ή και περισσότερους ανθρώπους. Οι ρόλοι, όμως, είναι πάντοτε τρεις: το θύμα, ο θύτης ή διώκτης και ο σωτήρας. Οι ρόλοι μπορεί να εναλλάσσονται ανάμεσα στους συμμετέχοντες, ένα στοιχείο μένει, ωστόσο, αναλλοίωτο: είναι όλοι χειριστικοί και προκαλούν πόνο τόσο στον εαυτό τους όσο και στα κοντινά τους πρόσωπα. Το Τρίγωνο Κάρπμαν αναπαριστά τη σχέση ανάμεσα στην προσωπική ευθύνη και την εξουσία και στους μεταβαλλόμενους, καταστροφικούς ρόλους που παίζουν οι άνθρωποι.

Οι ρόλοι του Τριγώνου

Το θύμα

Για το θύμα, η ζωή είναι ένας διαρκής επίπονος αγώνας. Όλα είναι άδικα κι ανυπόφορα, ο κόσμος είναι γι’ αυτόν τον άνθρωπο κακός και δεν έχει κουράγιο να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες. Το θύμα νιώθει είτε φόβο είτε ντροπή είτε αδικία. Ζηλεύει πολύ και αδυνατεί να βρει τη δύναμη και τη θέληση να βελτιώσει τη ζωή του. Φοβάται τη ζωή και δεν πιστεύει ότι αξίζει κάτι καλύτερο.

Ο δράστης (διώκτης)

Ο θύτης πιστεύει ότι η ζωή είναι γεμάτη προβλήματα. Έχει πολλή ένταση, θυμό και φόβο μέσα του. Δεν μπορεί να αφήσει πίσω του παλιές φιλονικίες και οι προβλέψεις του για το μέλλον είναι πάντοτε δυσάρεστες. Είναι άτομο χειριστικό, αυταρχικό και επικριτικό στους κοντινούς του ανθρώπους. Νιώθει τεράστιο βάρος ευθύνης για όλα και εξαντλείται κουβαλώντας το. Στερείται ενέργειας και καλής διάθεσης.

Ο Σωτήρας (Διασώστης)

Νιώθει λύπη για το θύμα και θυμό απέναντι στον θύτη. Είναι περήφανος για την… ιερή αποστολή του και αισθάνεται ανώτερος από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν του ζητά να τον σώσει κι έτσι, τελικά, ο ρόλος που αποδίδει μόνος στον εαυτό του είναι μια αυταπάτη. Ο βαθύτερος στόχος του είναι να αυξήσει την αυτοπεποίθησή του, όχι να βοηθήσει.

Όταν εμπλεκόμαστε στο τρίγωνο της αποδυνάμωσης δημιουργούνται έντονα αισθήματα δυστυχίας και πόνου, ανεξάρτητα από το ποια είναι η πρωταρχική μας θέση εκκίνησης. Το κόστος είναι τεράστιο και για τους τρεις ρόλους και οδηγεί σε συναισθηματικό, ψυχικό και ακόμη και σωματικό πόνο. Όλες οι προσπάθειες μας για την αποφυγή του πόνου, κατηγορώντας ή ψάχνοντας κάποιον να μας φροντίσει, καταλήγουν στο να δημιουργούν μεγαλύτερο πόνο στο τέλος. Όταν προσπαθούμε να προστατέψουμε τους άλλους (διάσωσης), μειώνουμε τις ικανότητές τους και αυτό δημιουργεί περισσότερο θυμό. Όλοι που εμπλέκονται στην τριγωνική δυναμική καταλήγουν να πληγωθούν και να αποδυναμωθούν σε κάποιο σημείο. Στο τέλος κανείς δεν κερδίζει.

Πώς μπορείς να ξεφύγεις απ’ το Τρίγωνο

Αν είσαι θύμα

-Σταμάτα να παραπονιέσαι για το πόσο άσχημη κι άδικη είναι η ζωή και ξόδεψε αυτόν τον χρόνο στο να βρεις τρόπους να αλλάξεις όσα σε κάνουν δυστυχισμένο.

-Δέξου το: κανείς δεν σου χρωστάει τίποτα. Ακόμη κι αν κάτι σου υποσχέθηκαν, ακόμα κι αν θέλουν κάτι να σου δώσουν, οι καταστάσεις και οι συνθήκες αλλάζουν και τα πράγματα μπορεί να μην έρθουν όπως υπολογίζεις.

-Ότι κάνεις είναι δική σου ευθύνη και επιλογή. Είσαι ελεύθερος να πάρεις τις αποφάσεις που θέλεις.

-Μη βρίσκεις δικαιολογίες και μην αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου ενοχικά, αν νιώθεις ότι δεν εκπληρώνεις τις επιθυμίες τρίτων!

Αν είσαι θύτης

-Σταμάτα να κατηγορείς τους ανθρώπους και τις συνθήκες για τα προβλήματά σου.

-Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να φέρεται σύμφωνα με τον δικό σου τρόπο σκέψης ούτε έχουν όλοι την ίδια γνώμη με σένα σχετικά με το τι είναι σωστό και τι λάθος. Οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί όπως και οι περιστάσεις.

-Λύσε με ηρεμία τις διαφωνίες σου, όχι με θυμό και επιθετικότητα.

-Σταμάτα να αυτοεπιβεβαιώνεσαι χρησιμοποιώντας όσους είναι πιο αδύναμοι από ‘σένα.

Αν είσαι σωτήρας

-Αν κανείς δεν ζητήσει τη συμβουλή, τη γνώμη και τη στήριξή σου, μην την δώσεις.

-Σταμάτα να πιστεύεις ότι ξέρεις να ζεις καλύτερα απ’ όλους τους άλλους κι ότι χωρίς την πολύτιμη καθοδήγησή σου ο κόσμος θα καταρρεύσει.

-Μη δίνεις βιαστικές υποσχέσεις.

-Σταμάτα να αναζητάς την ευγνωμοσύνη. Αν θες να βοηθήσεις, βοήθησε επειδή το επιθυμείς, όχι για να πάρεις βραβείο.

-Πριν αρχίσεις να «προσφέρεις τη βοήθειά σου» αναρωτήσου: είναι η παρέμβασή σου πραγματικά χρήσιμη;

-Σταμάτα να αυτοεπιβεβαιώνεσαι χρησιμοποιώντας αυτούς που αγαπούν να παραπονιούνται για τις ζωές τους.

Πώς μπορεί να αλλάξει η μορφή του Τριγώνου

Αν κάθε εμπλεκόμενο μέλος κάνει δουλειά με τον εαυτό του, είτε προσωπικά είτε με τη βοήθεια ειδικού, τότε το Τρίγωνο μπορεί να αλλάξει ως εξής:

Το θύμα γίνεται ήρωας. Αντί να παραπονιέται για τη μοίρα του, παλεύει για να τη βελτιώσει νιώθοντας αντί για εξάντληση χαρά κι ενέργεια για τις επικείμενες αλλαγές. Λύνοντας τα προβλήματά του ή της, ο ήρωας δεν παραπονιέται, αλλά νιώθει απόλαυση και σταθερότητα.

Ο θύτης γίνεται φιλόσοφος. Παρατηρεί τις κινήσεις του ήρωα με μια ματιά όχι επικριτική, αλλά συμπονετική και με διάθεση για βοήθεια. Είναι έτοιμος να διαχειριστεί οποιαδήποτε συνέπεια της πράξης του ήρωα ή δική του, γιατί ξέρει ότι στο τέλος… όλα θα πάνε καλά.

Ο σωτήρας γίνεται παρακινητής. Επευφημεί τον ήρωα όταν κάνει κάτι καλό και τον βοηθάει να υπολογίσει τις μελλοντικές συνέπειες των πράξεών του. Βρίσκει τρόπους να εμπνεύσει τον ήρωα και να τον βοηθήσει να διοχετεύσει στη σωστή κατεύθυνση τις δυνάμεις του.

Η ιδανική εκδοχή του Τριγώνου

3 Βήματα για να ξεφύγουμε από το Τρίγωνο Δράματος

-Να προσδιορίζουμε τον ρόλο μας:

Για να αλλάξουμε μια κατάσταση, πρέπει πρώτα από όλα να την προσδιορίσουμε. Μπορούμε να ξεφύγουμε από το Τρίγωνο του Δράματος συνειδητοποιώντας την δυσλειτουργική δυναμικής της κατάστασης και στη συνέχεια, να την αλλάξουμε διατηρώντας τον έλεγχο της συμπεριφορά μας.

-Μπορούμε να αναρωτηθούμε με ποιο ρόλο ταυτιζόμαστε περισσότερο:

Είναι φορές που έχουμε την τάση να διαμαρτυρόμαστε ή να νοιώθουμε αβοήθητοι (θύμα); Μήπως συχνά κατηγορούμαι άλλους ανθρώπους (διώκτης); Μήπως είμαστε πάντα ο αξιόπιστος (διασώστης); Ο ρόλος μας μπορεί να μετατοπίζεται σε οποιαδήποτε δεδομένη σχέση και σε οποιαδήποτε θέση, αλλά παρατηρώντας τις προθέσεις μας μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε ποιο εύκολα την ενεργοποίηση του τριγώνου.

-Να κάνουμε τα πράγματα διαφορετικά:

Μόλις συνειδητοποιήσουμε ότι εμπλεκόμαστε σε κάποιο ρόλο, μπορούμε να μην κάνουμε τα ίδια πράγματα που κάνουμε πάντα.

Θύματα – Μην μειώνετε την αυτοεκτίμηση σας, αναζητώντας επικύρωση από άλλους ανθρώπους. Αντί αυτού, ενισχύστε τις ικανότητες λήψης αποφάσεων και προσπαθήστε να ενεργήσετε πριν νιώσετε έτοιμοι.

Διασώστες – Δώστε προσοχή σε ότι απομυζεί την ενέργειά σας (δηλαδή, άνθρωποι, ειδικές δραστηριότητες). Για να περιορίσετε την ευχαρίστηση των ανθρώπων , αναπτύξτε σταθερά όρια. Πείτε “όχι” περισσότερο από ότι λέτε “ναι”.

Δράστης – Αντικαταστήστε τις απειλές και τις εκφοβιστικές δηλώσεις. Επικοινωνήστε με τους άλλους τα συναισθήματα σας, την ανησυχία το φόβο και την έλλειψη εμπιστοσύνης.

Συνειδητοποιώντας το τρίγωνο της αποδυνάμωσης, μπορείτε να το αντικαταστήσετε με συμπόνια, ενσυναίσθηση και βεβαιότητα – αυτό που ονομάστηκε Τρίγωνο του Νικητή.

Τελικά

Από όλα τα παραπάνω, καταλαβαίνουμε ότι μέσα σε μια τέτοια σχέση όλοι προσπαθούν να αλλάξουν όλους, καθώς αυτός είναι ο τρόπος μέσα απ’ τον οποίο μπορούν να εκπληρώσουν τις δικές τους ανάγκες. Μια τέτοια σχέση απέχει μακράν από το να λέγεται αγάπη. Πρόκειται για μια σχέση κυριαρχική, με συναισθήματα αρνητικά, εξαντλητικά, όπου δεν υπάρχει θέση για υποστήριξη και την ευτυχία.

Αυτή η σχέση ανάμεσα σε ένα ζευγάρι σίγουρα έχει επίπτωση στο παιδί καθώς στερείται της δυνατότητας επιλογής ή και τις δυνατότητες λήψης απόφασης. Χειραγωγείται από γονείς που χρησιμοποιούν τα συναισθήματα της ενοχής και της λύπης που οι ίδιοι δημιουργούν στο παιδί.

Υπάρχει τρόπος να ξεφύγουν οι άνθρωποι από ένα τέτοιο τρίγωνο;

Ο τρόπος για το θύμα είναι ένας. Η αναζήτηση τρόπων βελτίωσης των πραγμάτων με ίδιες δυνάμεις. Ο σκοπός της ζωής δεν είναι η εκπλήρωση των προσδοκιών των άλλων, αλλά η ανάληψη της ευθύνης των επιλογών από το ίδιο το άτομο.

Ο τρόπος για τον θύτη. Θα πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν είναι υποχρεωμένος ο άλλος να ενεργεί σύμφωνα με τις δικές του σκέψεις. Οι διαφωνίες είναι κάτι που συμβαίνει καθημερινά στη ζωή και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ειρηνικό τρόπο, χωρίς συγκρούσεις.

Ο τρόπος για τον σωτήρα. Οι συμβουλές δίνονται μόνο όταν ζητηθούν. Η καθοδήγησή σας είναι χρήσιμη, μόνο όταν ζητηθεί, χωρίς να έχετε την αίσθηση ότι ο άλλος πρέπει να σας ευγνωμονεί.

Μπορεί να αλλάξει το τρίγωνο αυτό; Ναι, εάν το θύμα αρχίσει να επιλύει τα προβλήματά του χωρίς να αισθάνεται πως όλα γύρω του είναι άσχημα. Τότε μπορεί να ξεφύγει από αυτό το ρόλο. Μπορεί να γίνει ήρωας της ζωής του.

Εάν ο θύτης σταματήσει τις επικρίσεις τότε πιθανότατα ένας καινούργιος δρόμος ανοίγεται στη ζωή, καθώς θα αποκτήσει την ικανότητα να γνωρίζει και όχι να επικρίνει.

Εάν ο σωτήρας προσπαθήσει να βρει ικανότητες στο πρόσωπο του θύματος που προσπαθεί να γίνει ήρωας μέσα στη ζωή του, τότε σίγουρα θα βρεθούν τρόποι να ενισχυθούν οι ικανότητες αυτές.

Όταν λοιπόν οι συμμετέχοντες στο τρίγωνο αυτό εφαρμόσουν δημιουργικούς τρόπους να αντιμετωπίσουν και να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες και νέες ιδέες και αγωνιστούν να κάνουν πραγματικότητα αυτές τις ιδέες και τις ευκαιρίες, τότε είναι σίγουρο ότι η δυσλειτουργικότητα στις ανθρώπινες σχέσεις θα αποτελέσει μακρινό παρελθόν και παράδειγμα προς αποφυγή.

Οι ρίζες μας είναι σημαντικές για να γνωρίζουμε το χθες, αλλά μας ετοιμάζουν για να ανθίσουμε στο αύριο

Κάποια παροιμία κάποτε είπε ότι, αν καταφέρεις να ζεις πραγματικά το παρόν και την κάθε στιγμή που ζεις, τότε είσαι πολύ κοντά στην ευτυχία.

Αυτά που ζούμε πολλές φορές τα κουβαλούμε μαζί μας. Θετικά ή τραγικά, λάθη ή σωστές αποφάσεις, είναι το σακίδιο το παρελθόντος, κάποτε ελαφρύ και κάποτε βαρύ, που κουβαλούμε στις πλάτες μας, καθώς αυτό ορίζει σε σημαντικό βαθμό το παρόν αλλά και το μέλλον μας.

Αν, όμως, δεν καταφέρουμε να ξαλαφρώσουμε τον εαυτό μας από το βάρος του παρελθόντος, τότε αυτό μας κρατάει από το να ζούμε ευτυχισμένοι στο παρόν και το μέλλον. Όπως λέει και μία αγγλική φράση, “you have to let go”. Δηλαδή πρέπει να αφήνεις τα πράγματα να φεύγουν.

Πρέπει να απαλλάσσουμε τον εαυτό μας από σκέψεις, πράγματα κι ανθρώπους που μας βασανίζουν και μας τραβάνε πίσω στο χρόνο. Πρέπει να είμαστε ελεύθεροι κι ελαφρείς από τον παλιό μας εαυτό. Πρέπει να τον συγχωρούμε για τα λάθη του και να συγχωρούμε κι αυτούς που για κάποιο λόγο δεν ανήκουν πια στη ζωή μας.

Το παρελθόν μας είναι πάντα εκεί κι αν το αφήσουμε μας κατατρέχει. Είναι πάντα εκεί και μας περιμένει να πάμε πίσω. Πολλές φορές μοιάζει να είναι η πιο εύκολη λύση. Όταν τα βρίσκουμε σκούρα. Όταν προσπαθούμε να κάνουμε το επόμενο βήμα και σκοντάφτουμε διαρκώς, όταν τα όνειρά που κυνηγάμε δεν πραγματοποιούνται εύκολα, όταν δεν βρίσκουμε τον έρωτα. Μοιάζει να είναι πάντα εκεί κάθε φορά που τα βρίσκουμε σκούρα και μας νεύει με το δάχτυλο του να πάμε πίσω. Σαν να μας λέει, “είδες τις έπαθες, που έφυγες από μένα κι ήθελες άλλα; Δεν ήσουν καλύτερα εδώ”;

Το να πάμε πίσω σε μία τοξική σχέση, όταν είμαστε για καιρό μόνοι, φαίνεται η εύκολη λύση αλλά είναι μία παγίδα που πιθανόν να μας κάνει τη ζωή ακόμη πιο δύσκολη και να μας βάλει σε ένα νέο φαύλο κύκλο λαθών.

Για να επιλέξουμε να έχουμε ξανά στη ζωή μας ανθρώπους, δουλειές ή αλλαγές που κάποτε είχαμε αφήσει θα πρέπει να σιγουρευτούμε πρώτα ότι αξίζει. Και για να ξέρουμε αν κάτι αξίζει ή όχι, θα πρέπει να σκεφτούμε με καθαρό μυαλό κι όχι όταν δεν είμαστε ψυχολογικά καλά. Κανείς δεν είπε ότι είναι εύκολο να βρεις μία όμορφη σχέση, μία καλή δουλειά, να ζήσεις ίσως σε μία ξένη χώρα, να βρεις νέους φίλους ή να σταθείς μόνος στα πόδια σου.

Καλύτερα όμως να ζορίζεσαι τώρα για το μέλλον που ονειρεύεσαι παρά να ζεις αιχμάλωτος για πάντα στο παρελθόν σου, με πράγματα που δε σε γεμίζουν, επειδή φοβάσαι, επειδή δυσκολεύεσαι ή επειδή δε θέλεις να είσαι μόνος.

Αυτοί που αφήσαμε στο παρελθόν πιθανόν να είναι οι ίδιοι και σήμερα. Δύσκολα οι άνθρωποι αλλάζουν, ακόμη κι αν πολλές φορές περιστασιακά το κάνουν. Οπότε πρέπει να θυμόμαστε ότι γυρίζοντας πίσω θα βρούμε τους ίδιους χαρακτήρες που αφήσαμε. Τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι δε θα θέλουμε να φύγουμε ξανά;

Το βλέμμα μας πρέπει να είναι στραμμένο προς το μέλλον με τα δεδομένα που κρατάμε αυτή τη στιγμή στα χέρια μας. Στο παρελθόν πρέπει να καταφεύγουμε μόνο για να θυμόμαστε ωραίες αναμνήσεις και για να διδασκόμαστε από αυτό. Ποιος ήμουν και ποιος έγινα. Τι λάθη έκανα και δε θέλω να ξανακάνω. Πώς ξεκίνησα και ποιος είμαι σήμερα.

Οι ρίζες μας είναι πάντα σημαντικές για ξέρουμε από που ερχόμαστε και που πάμε. Οι ρίζες όμως είναι για να μεγαλώσουμε, να βγάλουμε κλαριά και ν’ ανθίσουμε στον κόσμο.

Μία από τις ευλογίες του να έχεις παλιούς φίλους είναι ότι σου δίνουν το ελεύθερο να γίνεσαι ανόητος

Μια από τις ευλογίες του να έχεις παλιούς φίλους είναι ότι σου δίνουν το ελεύθερο να γίνεσαι ανόητος” -ΡΑΛΦ ΟΥΟΛΝΤΟ ΕΜΕΡΣΟΝ, ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ (1803 – 1882), ΥΠΕΡΒΑΤΙΣΤΗΣ

Ένας εντυπωσιακός αριθμός φιλοσόφων ανά τους αιώνες – από ηδονιστές μέχρι υπερβατιστές – έχει αξιολογήσει τη φιλία ως τη μέγιστη ηδονή. Όχι το σεξ, όχι τα ακραία αθλήματα, ούτε καν τη σύλληψη μιας πρωτότυπης φιλοσοφικής ιδέας, αλλά το να έχει κανείς έναν πολύ καλό φίλο.

Το πίστευαν ο Επίκουρος και ο Αριστοτέλης, το ίδιο και ο Μοντέν, ο Μπέικον, ο Σανταγιάνα και ο Τζέιμς. Ο κατάλογος είναι μεγάλος κι εντυπωσιακός. Δεδομένου ότι η άσκηση της φιλοσοφίας αποτελεί μια από τις πιο εσωστρεφείς ενασχολήσεις που μπορεί να φανταστεί κανείς, είναι συναρπαστικό το γεγονός ότι αυτοί οι τύποι έδιναν τόσο μεγάλη αξία στη φιλική συναναστροφή. Ίσως πρέπει να είσαι μοναχικός άνθρωπος για να εκτιμήσεις πλήρως τις απολαύσεις της φιλίας.

Φυσικά, υπάρχουν κάποιοι φιλόσοφοι που βλέπουν κυνικά τη φιλία.

Ο Γάλλος αρχιμάστορας των αφορισμών, ο Φρανσουά ντε λα Ροσφουκό (1613 – 1680), έγραψε: “Αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν φιλία είναι απλώς μια κοινωνική σύμβαση, μια αμοιβαία συμφεροντολογική διευθέτηση, μια ανταλλαγή υπηρεσιών· πρόκειται απλώς για μια εμπορική επιχείρηση, όπου οι εμπλεκόμενοι αποβλέπουν σε ένα σταθερό κέρδος, ο καθένας για τον εαυτό του”.

Ναι, όλοι έχουμε τέτοιες σχέσεις – που αποδείχτηκαν περισσότερο ιδιοτέλειας παρά συντροφικότητας, πιο πολύ μέσα για την εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού παρά αυτοσκοπός. Υπάρχουν όμως και αληθινές, ανοιχτές σχέσεις που βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη. Το βλέπω στις πιο πολύτιμες φιλίες μου και επίσης απολαμβάνω το ασύγκριτο προνόμιο να έχω μια σύζυγο στην οποία μπορώ να εμπιστευτώ ακόμη και τη ζωή μου.

Τα τελευταία χρόνια έχει κυκλοφορήσει μια πονηρή εκδοχή της κυνικής αξιολόγησης της φιλίας από τον Λα Ροσφουκό. Λέγεται “οριοθέτηση” και διάφοροι υποβολείς της ψυχικής υγείας, από τον δρα Φιλ μέχρι τους συντάκτες του Psychology Today, ορκίζονται στο όνομά της. Η κεντρική ιδέα είναι ότι πρέπει συνειδητά να θέτεις όρια όσον αφορά το τι είσαι πρόθυμος να κάνεις μαζί με τα αγαπημένα σου πρόσωπα αλλά και για χάρη τους· έτσι δε θα εκνευρίζεσαι ούτε θα πληγώνεσαι από τις σχέσεις σου. Μας λένε να θέτουμε όρια ως προς το τι είμαστε πρόθυμοι να θυσιάσουμε για τους φίλους μας, το τι θα ανεχτούμε όσον αφορά τη συμπεριφορά τους, ακόμη και το τι θα συζητήσουμε μαζί τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα έχουμε πιο υγιείς και πιο ήρεμες φιλίες.

Με άλλα λόγια, βασίστε τις σχέσεις σας στην εμπορική λογική του quid pro quo, του πάρε δώσε. Ακούγεται σαν το “μια κοινωνική σύμβαση, μια αμοιβαία συμφεροντολογική διευθέτηση, μια ανταλλαγή υπηρεσιών” του Λα Ροσφουκό.

Αυτό το νόημα δίνουμε στη φιλία;

Όμως, ας επιστρέψουμε στις σκέψεις του Έμερσον για τις χαρές που μπορεί να προσφέρει μια παλιά φιλία. Γνωρίζω για τι πράγμα μιλάει.

Ο Τομ κι εγώ έχουμε κρατήσει στενή επαφή – καθημερινή, από την έλευση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου – επί δεκαετίες. Μια δυο φορές το χρόνο φεύγουμε μαζί για λίγες μέρες, μένουμε σε ενοικιαζόμενα δωμάτια ή σε ξενοδοχείο και βασικά κάνουμε παρέα. Κουβεντιάζουμε. Πάμε σινεμά. Τρώμε έξω. Πάλι κουβεντιάζουμε. Είναι απόλαυση και προνόμιο.

Όλα αυτά τα χρόνια έχουμε ξεπεράσει τις δυσκολίες της ζωής συμβουλεύοντας και υποστηρίζοντας ο ένας τον άλλο.

Φυσικά, έχουμε συντροφεύσει ο ένας τον άλλο και στις καλές στιγμές. Και μερικές συναρπαστικές συζητήσεις μας πάνω σε φιλοσοφικά θέματα με έχουν διδάξει περισσότερα από όσα έμαθα σε οποιαδήποτε αίθουσα διδασκαλίας. Αν έπρεπε όμως να διαλέξω τις πιο εκστατικές στιγμές που έχουμε μοιραστεί, αυτές θα ήταν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες το ρίχναμε στη χαζομάρα και χαχανίζαμε σαν μπούφοι. Εμπιστευόμαστε αρκετά ο ένας τον άλλο για να γινόμαστε σωστά βλακόμουτρα μερικές φορές όταν κάνουμε παρέα. Μας πιάνει μια κουταμάρα ασύλληπτη. Και καθώς λιώνουμε στο γέλιο, νιώθουμε να λιώνει και ο χρόνος, μέσα στο παραλήρημα χαράς ενός αιώνιου τώρα.

Οι ανήσυχες μάζες πρέπει να διώξουν την μονοτονία με ανόητη διασκέδαση

Ο 20ος αιώνας ανακάλυψε δύο μείζονες μορφές που κινητοποιούν τον κόσμο: τον επαγγελματία επαναστάτη και τον επαγγελματία ψυχαγωγό. Ο πρώτος έπαψε να συγκινεί τα πλήθη αφότου οι υποσχέσεις του περί δικαιοσύνης κατέληξαν σε εφιάλτη. Όμως ο δεύτερος είναι προορισμένος για μια απεριόριστη βασιλεία.

Από τους προγραμματιστές της εξέγερσης στους διοργανωτές της διασκέδασης: ολόκληρη η ιστορία του αιώνα εκτυλίσσεται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους. Να πώς πορεύεται ο δημοκρατικός μύθος: όταν οι φτωχοί πλουτίζουν και γίνονται μεσαία τάξη, δεν αφιερώνουν τον ελεύθερο χρόνο τους μήτε στην πολιτική μήτε στην κουλτούρα, αλλά πρώτα απ’ όλα στη διασκέδαση.

Η Δημοκρατία είχε ευγενείς στόχους: να απελευθερώσει τον λαό από τη μέγγενη της ανάγκης και να τον ανυψώσει στην αξιοπρέπεια του πολίτη με την πολιτικοποίηση και τη μόρφωση. Η έξοδος από την αθλιότητα και την απαιδευσιά θα μας επανέδιδε την ολοκλήρωσή μας ως ανθρώπων.

Αυτή η ελπίδα δεν τελεσφόρησε: για την πλειονότητα των ανθρώπων η γλυκιά αποβλάκωση της ψυχαγωγίας εξουδετερώνει κάθε διάθεση για ατομική εξέλιξη και καθώς σε λίγο θα έχουμε περισσότερους άνεργους παρά εργαζόμενους θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να καθηλωθούν οι ανήσυχες, ταραγμένες μάζες, θα πρέπει να γεμίσουν τον κενό χρόνο, να διώξουν την μονοτονία, να αποτραπεί η βία και η αυτοκαταστροφικότητα. Έτσι, είναι πιθανόν η απεριόριστη επέκταση της ψυχαγωγίας να αποτελέσει το μοναδικό μέσο διατήρησης μιάς κάποιας κοινωνικής συνοχής.

Hegel: τι είναι η Φαινομενολογία του πνεύματος

Γκέοργκ Χέγκελ: 1770–1830

Λόγος και πνεύμα

§1

Σε κάθε εποχή μπορεί κανείς να συναντήσει εκείνο το πάθος της δημιουργίας, που γεμάτο θυμό αντιπαρατίθεται, μέσα στον κόσμο των φαινομένων, με την υφιστάμενη επικράτηση του χάους και τείνει να ανακτά, ως έπαθλο, τον εαυτό του με τη μορφή της απόλυτης εναρμόνισης: σκέψης και Είναι. Πρωτίστως λοιπόν αυτό εκτυλίσσεται ως ασυμφιλίωτη εναντίωση του ανθρώπινου πνεύματος στα δογματικά αδιέξοδα της κοινοτοπίας και ως αυθεντικός αγώνας, ως πόλεμος με το νόημα του Ηράκλειτου: αρχέγονη διάνοιξη του εν λόγω πνεύματος προς την ουσία του Είναι (του)· μια διάνοιξη που έχει τον χαρακτήρα της διαλεκτικής Είναι και μη-Είναι. Στη Φαινομενολογία του πνεύματος, ο Χέγκελ πυροδοτεί την έκρηξη του ως άνω πολέμου με όρους της φιλοσοφικής νεωτερικότητας: η φιλοσοφία πρέπει να αναπτυχθεί ως ο Λόγος που λέγει το Είναι, επιχειρώντας να κατανοήσει το πραγματικό, λογικό πρόσωπο του κόσμου. Ένα τέτοιο λέγειν δεν έχει καμιά σχέση με την καθημερινή φλυαρία της μιας ή της άλλης αυθαίρετης υποκειμενικότητας, αλλά, πρώτα-πρώτα, είναι το γλωσσικό παίγνιο των πνευματικών μετασχηματισμών του ιστορικού Είναι του ανθρώπου ως ανθρωπότητας. Επομένως συνιστά ριζικές ανα-τροπές της σκέψης: δια-λογικές, ήτοι διαλεκτικές αναγωγές από τα άμεσα στα πιο περίπλοκα περιβάλλοντα ερμηνείας, κατανόησης και αντίστοιχων τρόπων του εντός του κόσμου υπάρχειν μας.

§2

Αυτός ο Λόγος, καθότι απηχεί την εσωτερική φύση των πραγμάτων, προβάλλει τη φαινομενολογική αξίωση να συλλαμβάνουμε τα πράγματα με τον οικείο στον άνθρωπο γνωσιο-οντο-λογικό τρόπο. Πώς εννοεί ο Χέγκελ αυτό τον τρόπο; 1) Όταν θέτει τον τόνο στο γνωσι-οντο-λογικό στοιχείο, εννοεί εκείνη τη λογική συμπεριφορά που υπαγορεύει στον καθένα μας «περισσότερο κι απ’ την πυρκαγιά να κατασβήνει την έπαρση» (Ηράκλειτος): να αποδεσμευόμαστε από τις ψευδαισθήσεις της απόλυτης βεβαιότητας και να χωρούμε πέρα από τη φορμαλιστική ή ακοσμική έννοια της φιλοσοφίας. 2) Όταν θέτει τον τόνο στο γνωσιο-οντο-λογικό στοιχείο εννοεί πως η έννοια της λογικής, στη Φαινομενολογία, δεν αποτελεί μια απροϋπόθετα πρώτη αρχή –κάτι που θα απασχολήσει τον φιλόσοφο στην Επιστήμη της Λογικής– αλλά την πρώτη αρχή «για μας». Εμπειρία και λόγος δεν παραπέμπουν σε δύο ξεχωριστούς ή αντιθετικούς κόσμους του φιλοσοφικού γνωρίζειν, αλλά συγκροτούν την ενιαία διαδικασία του. Σε σχέση λοιπόν με αυτή τη γνωριστική διαδικασία, ο Hegel προσδιορίζει τη φιλοσοφία ως «αυτοπαραγωγή του Λόγου» και ως κατά Λόγο διείσδυση στο Είναι του κόσμου. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο φιλόσοφος υπερβαίνει την καντιανή αντίληψη που δεν αναγνωρίζει στη λογική αληθείς μαρτυρίες για το ενδοκοσμικό Είναι και έτσι σύρει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο φαινόμενο και στο πράγμα καθεαυτό. 3) Όταν τέλος θέτει τον τόνο στο γνωσιο-οντο-λογικό στοιχείο εννοεί πως η ως άνω έννοια της λογικής φέρει εγγενώς μια ικανότητα γνώσης, που αξιώνει τίποτα να μην αναπαράγεται χωρίς σκέψη.

§3

Με αυτά τα βήματα ο Hegel διανοίγεται σε έναν δικό του δρόμο υπέρβασης των μονοσήμαντων προσανατολισμών: δεν καταφάσκει οποιοδήποτε απόλυτο Εγώ ή απόλυτο υποκείμενο, αλλά καθιδρύει το Απόλυτο ως διαλεκτική σχέση περατού και απείρου, Είναι και ουσίας, εσωτερικότητας και εξωτερικότητας, ταυτότητας και μη-ταυτότητας, υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας. Ως τέτοια σχέση δεν αποδομεί τη συνείδηση, αλλά την παρωθεί να γνωρίζει καλύτερα αυτό που η ίδια δεν είναι. Επίσης δεν εκμηδενίζει τον κόσμο των φαινομένων, αλλά τον κατηγοριοποιεί ως διαφορά, ήτοι ως κάτι το σχετικό ή περατό κατά τη διαδικασία αυτοεξέτασης και αυτοκατανόησης ή αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν παραδίδει τον τελευταίο σε έναν κατακερματισμένο ρυθμό του εξωτερικού κόσμου αλλά τον τοποθετεί στο επίπεδο εκείνης της δημιουργικής σκέψης, την οποία αποκαλεί πνεύμα. Με την έννοια αυτή ο Hegel διατηρεί ανηρημένη, ήτοι διατηρεί και συγχρόνως αναιρεί, εμπλουτίζοντάς την, την παλαιότερη υποκειμενική αρχή της σύγχρονης φιλοσοφίας: εγώ σκέπτομαι, άρα υπάρχω. Αυτό θα του επιτρέψει να υποστηρίξει σθεναρά την αντίληψη για την ενότητα γνωρίζοντος υποκειμένου και γνώσιμου αντικειμένου και να οικοδομήσει με θέρμη τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη σκέψη/γνώση και το Είναι, προχωρώντας έτσι πέρα από τον καρτεσιανό δυισμό υλικού και ιδεατού.

§4

Πώς όμως κατανοείται πιο συγκεκριμένα η έννοια του πνεύματος; Εν πρώτοις, το πνεύμα είναι «η ζώσα υπόσταση» (Χέγκελ), δηλαδή το υποκείμενο που ανακτά τον εαυτό του μέσα από την άρνηση της ετερότητάς του, ή ο Λόγος της υπόρρητης αρμονίας: η ἀφανής ἁρμονίη κατά τον Ηράκλειτο. Ως τέτοια αρχή, το πνεύμα είναι η εσωτερική φύση της ανθρώπινης πραγματικότητας· είναι ο άναξ του μαντείου των Δελφών, ο οποίος ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά δείχνει με σημάδια (Ηράκλειτος): δεν λέγει ναι ή όχι, με το νόημα ότι το πνεύμα είναι ο βαθύνους Λόγος του Είναι, που δεν καθοδηγεί αλαζονικά, δεν επεμβαίνει εξυπνακίστικα ή δεν μεταδίδει αυτάρεσκα κάποιες έτοιμες γνώσεις, γιατί, όπως λέγει και ο Πλάτων, η γνώση δεν μεταδίδεται, πολύ περισσότερο βέβαια δεν επιβάλλεται. Δεν λέγει υπό την έννοια ότι το πνεύμα δεν περιορίζεται να κατονομάζει την περατότητα της σκέψης και της γνώσης κατά τρόπο που να την αποκόπτει από την απεραντοσύνη της και να αναπαράγει απλώς αισθητηριακές εμπειρίες ή να κατασκευάζει ηθοπλαστικές διδασκαλίες· απεναντίας κυοφορεί τη διαλεκτική απελευθέρωση της σκέψης και της βούλησης από τη νεκρή λογική του εργαλειακού νου (=κατάλοιπο ενός απολυτοποιημένου Διαφωτισμού). Στον ορίζοντα λοιπόν αυτής της διαλεκτικής δεν κρύπτει τίποτα: δεν κατακερματίζει τον Λόγο, υπηρετώντας ιδιοτελείς ιδεολογίες και ατομικιστικές επιλογές, αλλά δομεί την κίνηση του όλου με βάση την αλληλονοηματοδότηση μορφής και περιεχομένου: ενσαρκώνει την προβολή του Λόγου μέσα στον εμπειρικό και δια-νοηματικό κόσμο της ανθρώπινης ιστορίας.

§5

Το πνεύμα ωστόσο δεν παύει να δείχνει με σημάδια, με σήματα. Εκ πρώτης όψεως, τα σημάδια ή τα σήματα χρησιμοποιούνται για τη σήμανση της οδού που μέλλει εκάστοτε να βαδίζει ο άνθρωπος. Επίσης χρησιμοποιούνται για την ταυτοποίηση της ατομικότητάς του, ας πούμε, σε επίπεδο ενδοκοινωνικής του σήμανσης. Εάν λάβουμε υπόψη αυτές τις εννοιολογικές αποχρώσεις συν το γεγονός ότι το «μαντείο των Δελφών», στο οποίο άρχει το πνεύμα ως ο άναξ αυτού, είναι κάτι το ενδιάμεσο ανάμεσα στον θείο λόγο και στην ανθρώπινη αγνωσία, τότε μπορούμε, δια του συμβολισμού αυτού, να καταλάβουμε πιο καλά ότι το πνεύμα της εγελιανής Φαινομενολογίας κατονομάζει τη φιλοσοφία ως εκείνη την οδό της διαλεκτικής σκέψης, που στην ανθρώπινη συνείδηση δείχνεται με σημάδια ή σήματα: της απευθύνει νεύματα που, στην αναλογία της επίπονης δια-μορφωτικής της εξέλιξης από την αγνωσία προς τη γνώση, από τη βαρβαρότητα [=φυσική συνείδηση] προς την πνευματικότητα [=φιλοσοφική συνείδηση], της επιτρέπει όχι μόνο να γνωρίσει τον ιδιάζοντα στην ατομικότητά της κόσμο και περίκοσμο αλλά και να προαγάγει τον πολιτισμό και την επιστήμη. Τότε συμβαίνει τα ως άνω σήματα να είναι οδοδείκτες και να συνθέτουν το γίγνεσθαι της ανθρώπινης συνείδησης ως αυτό-εξέταση, αυτό-ανάπτυξη και ως επιστροφή εις εαυτόν. Έτσι το εγελιανό πνεύμα δεν είναι μια χωριστική υπόσταση ούτε ένα όνομα, π.χ. ο νους που αθροίζει ειδικά, εμπειρικά προσιτά κατηγορούμενα, αλλά αυτή τούτη η αυτογνωσία του αυτοπροσδιοριζόμενου νεωτερικού υποκειμένου που αναδύεται από τη δια-νοηματική ιστορικότητα του φιλοσοφείν και η οποία λογίζεται ως ο συμπαντικός κόσμος του ανθρώπινου πολιτισμού, ως η άλλη φωνή του Είναι (μας).

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (535d-537d)

[535d] Πρῶτον μέν, εἶπον, φιλοπονίᾳ οὐ χωλὸν δεῖ εἶναι τὸν ἁψόμενον, τὰ μὲν ἡμίσεα φιλόπονον ὄντα, τὰ δ᾽ ἡμίσεα ἄπονον. ἔστι δὲ τοῦτο, ὅταν τις φιλογυμναστὴς μὲν καὶ φιλόθηρος ᾖ καὶ πάντα τὰ διὰ τοῦ σώματος φιλοπονῇ, φιλομαθὴς δὲ μή, μηδὲ φιλήκοος μηδὲ ζητητικός, ἀλλ᾽ ἐν πᾶσι τούτοις μισοπονῇ· χωλὸς δὲ καὶ ὁ τἀναντία τούτου μεταβεβληκὼς τὴν φιλοπονίαν.Ἀληθέστατα, ἔφη, λέγεις.
Οὐκοῦν καὶ πρὸς ἀλήθειαν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ταὐτὸν τοῦτο [535e] ἀνάπηρον ψυχὴν θήσομεν, ἣ ἂν τὸ μὲν ἑκούσιον ψεῦδος μισῇ καὶ χαλεπῶς φέρῃ αὐτή τε καὶ ἑτέρων ψευδομένων ὑπεραγανακτῇ, τὸ δ᾽ ἀκούσιον εὐκόλως προσδέχηται καὶ ἀμαθαίνουσά που ἁλισκομένη μὴ ἀγανακτῇ, ἀλλ᾽ εὐχερῶς ὥσπερ θηρίον ὕειον ἐν ἀμαθίᾳ μολύνηται;
[536a] Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη.
Καὶ πρὸς σωφροσύνην, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ἀνδρείαν καὶ μεγαλοπρέπειαν καὶ πάντα τὰ τῆς ἀρετῆς μέρη οὐχ ἥκιστα δεῖ φυλάττειν τὸν νόθον τε καὶ τὸν γνήσιον. ὅταν γάρ τις μὴ ἐπίστηται πάντῃ τὰ τοιαῦτα σκοπεῖν καὶ ἰδιώτης καὶ πόλις, λανθάνουσι χωλοῖς τε καὶ νόθοις χρώμενοι πρὸς ὅτι ἂν τύχωσι τούτων, οἱ μὲν φίλοις, οἱ δὲ ἄρχουσι.
Καὶ μάλα, ἔφη, οὕτως ἔχει.
Ἡμῖν δή, ἦν δ᾽ ἐγώ, πάντα τὰ τοιαῦτα διευλαβητέον· [536b] ὡς ἐὰν μὲν ἀρτιμελεῖς τε καὶ ἀρτίφρονας ἐπὶ τοσαύτην μάθησιν καὶ τοσαύτην ἄσκησιν κομίσαντες παιδεύωμεν, ἥ τε δίκη ἡμῖν οὐ μέμψεται αὐτή, τήν τε πόλιν καὶ πολιτείαν σώσομεν, ἀλλοίους δὲ ἄγοντες ἐπὶ ταῦτα τἀναντία πάντα καὶ πράξομεν καὶ φιλοσοφίας ἔτι πλείω γέλωτα καταντλήσομεν.
Αἰσχρὸν μεντἂν εἴη, ἦ δ᾽ ὅς.
Πάνυ μὲν οὖν, εἶπον· γελοῖον δ᾽ ἔγωγε καὶ ἐν τῷ παρόντι ‹τι› ἔοικα παθεῖν.
Τὸ ποῖον; ἔφη.
[536c] Ἐπελαθόμην, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι ἐπαίζομεν, καὶ μᾶλλον ἐντεινάμενος εἶπον. λέγων γὰρ ἅμα ἔβλεψα πρὸς φιλοσοφίαν, καὶ ἰδὼν προπεπηλακισμένην ἀναξίως ἀγανακτήσας μοι δοκῶ καὶ ὥσπερ θυμωθεὶς τοῖς αἰτίοις σπουδαιότερον εἰπεῖν ἃ εἶπον.
Οὐ μὰ τὸν Δί᾽, ἔφη, οὔκουν ὥς γ᾽ ἐμοὶ ἀκροατῇ.
Ἀλλ᾽ ὡς ἐμοί, ἦν δ᾽ ἐγώ, ῥήτορι. τόδε δὲ μὴ ἐπιλανθανώμεθα, ὅτι ἐν μὲν τῇ προτέρᾳ ἐκλογῇ πρεσβύτας [536d] ἐξελέγομεν, ἐν δὲ ταύτῃ οὐκ ἐγχωρήσει· Σόλωνι γὰρ οὐ πειστέον ὡς γηράσκων τις πολλὰ δυνατὸς μανθάνειν, ἀλλ᾽ ἧττον ἢ τρέχειν, νέων δὲ πάντες οἱ μεγάλοι καὶ οἱ πολλοὶ πόνοι.
Ἀνάγκη, ἔφη.
Τὰ μὲν τοίνυν λογισμῶν τε καὶ γεωμετριῶν καὶ πάσης τῆς προπαιδείας, ἣν τῆς διαλεκτικῆς δεῖ προπαιδευθῆναι, παισὶν οὖσι χρὴ προβάλλειν, οὐχ ὡς ἐπάναγκες μαθεῖν τὸ σχῆμα τῆς διδαχῆς ποιουμένους.
Τί δή;
[536e] Ὅτι, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐδὲν μάθημα μετὰ δουλείας τὸν ἐλεύθερον χρὴ μανθάνειν. οἱ μὲν γὰρ τοῦ σώματος πόνοι βίᾳ πονούμενοι χεῖρον οὐδὲν τὸ σῶμα ἀπεργάζονται, ψυχῇ δὲ βίαιον οὐδὲν ἔμμονον μάθημα.
Ἀληθῆ, ἔφη.
Μὴ τοίνυν βίᾳ, εἶπον, ὦ ἄριστε, τοὺς παῖδας ἐν τοῖς [537a] μαθήμασιν ἀλλὰ παίζοντας τρέφε, ἵνα καὶ μᾶλλον οἷός τ᾽ ᾖς καθορᾶν ἐφ᾽ ὃ ἕκαστος πέφυκεν.
Ἔχει ὃ λέγεις, ἔφη, λόγον.
Οὐκοῦν μνημονεύεις, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι καὶ εἰς τὸν πόλεμον ἔφαμεν τοὺς παῖδας εἶναι ἀκτέον ἐπὶ τῶν ἵππων θεωρούς, καὶ ἐάν που ἀσφαλὲς ᾖ, προσακτέον ἐγγὺς καὶ γευστέον αἵματος, ὥσπερ τοὺς σκύλακας;
Μέμνημαι, ἔφη.
Ἐν πᾶσι δὴ τούτοις, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοῖς τε πόνοις καὶ μαθήμασι καὶ φόβοις ὃς ἂν ἐντρεχέστατος ἀεὶ φαίνηται, εἰς ἀριθμόν τινα ἐγκριτέον.
[537b] Ἐν τίνι, ἔφη, ἡλικίᾳ;
Ἡνίκα, ἦν δ᾽ ἐγώ, τῶν ἀναγκαίων γυμνασίων μεθίενται· οὗτος γὰρ ὁ χρόνος, ἐάντε δύο ἐάντε τρία ἔτη γίγνηται, ἀδύνατός τι ἄλλο πρᾶξαι· κόποι γὰρ καὶ ὕπνοι μαθήμασι πολέμιοι. καὶ ἅμα μία καὶ αὕτη τῶν βασάνων οὐκ ἐλαχίστη, τίς ἕκαστος ἐν τοῖς γυμνασίοις φανεῖται.
Πῶς γὰρ οὔκ; ἔφη.
Μετὰ δὴ τοῦτον τὸν χρόνον, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐκ τῶν εἰκοσιετῶν οἱ προκριθέντες τιμάς τε μείζους τῶν ἄλλων οἴσονται, [537c] τά τε χύδην μαθήματα παισὶν ἐν τῇ παιδείᾳ γενόμενα τούτοις συνακτέον εἰς σύνοψιν οἰκειότητός τε ἀλλήλων τῶν μαθημάτων καὶ τῆς τοῦ ὄντος φύσεως.
Μόνη γοῦν, εἶπεν, ἡ τοιαύτη μάθησις βέβαιος, ἐν οἷς ἂν ἐγγένηται.
Καὶ μεγίστη γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, πεῖρα διαλεκτικῆς φύσεως καὶ μή· ὁ μὲν γὰρ συνοπτικὸς διαλεκτικός, ὁ δὲ μὴ οὔ.
Συνοίομαι, ἦ δ᾽ ὅς.
Ταῦτα τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, δεήσει σε ἐπισκοποῦντα οἳ ἂν [537d] μάλιστα τοιοῦτοι ἐν αὐτοῖς ὦσι καὶ μόνιμοι μὲν ἐν μαθήμασι, μόνιμοι δ᾽ ἐν πολέμῳ καὶ τοῖς ἄλλοις νομίμοις, τούτους αὖ, ἐπειδὰν τὰ τριάκοντα ἔτη ἐκβαίνωσιν, ἐκ τῶν προκρίτων προκρινάμενον εἰς μείζους τε τιμὰς καθιστάναι καὶ σκοπεῖν, τῇ τοῦ διαλέγεσθαι δυνάμει βασανίζοντα τίς ὀμμάτων καὶ τῆς ἄλλης αἰσθήσεως δυνατὸς μεθιέμενος ἐπ᾽ αὐτὸ τὸ ὂν μετ᾽ ἀληθείας ἰέναι. καὶ ἐνταῦθα δὴ πολλῆς φυλακῆς ἔργον, ὦ ἑταῖρε.
Τί μάλιστα; ἦ δ᾽ ὅς.

***
[535d] Πρώτα πρώτα εκείνος που θα πλησιάσει τη φιλοσοφία δεν πρέπει να είναι χωλός στη φιλοπονία, μισό δηλαδή φιλόπονος και μισό ακαμάτης. Πράγμα που γίνεται, όταν ένας λόγου χάρη είναι φίλος του αθλητισμού και του κυνηγιού και γενικά καταγίνεται με ζήλο στις σωματικές ασκήσεις, δεν είναι όμως καθόλου και φιλομαθής, δεν αγαπά τις ακροάσεις και τις συζητήσεις και αποφεύγει κάθε τέτοιου είδους κόπο· χωλός όμως επίσης είναι και κείνος που γίνεται το εναντίο με τη φιλοπονία του.
Έχεις απόλυτο δίκιο.
Κατά τον ίδιο λόγο λοιπόν και σχετικά με την αλήθεια [535e] δε θα θεωρήσομε κολοβωμένη και την ψυχή που, ναι μεν, εχθρεύεται το θεληματικό το ψέμα κι ούτε για τον εαυτό της το υποφέρει κι απ᾽ τους άλλους να τ᾽ ακούει καταγανακτεί, εύκολα όμως ανέχεται το αθέλητο κι ούτε στενοχωρείται πολύ όταν ξεσκεπάζεται κάπου η αμάθειά της, αλλά με πολλή αδιαφορία μολύνεται σα χοίρος μες στο βόρβορον αυτό;
[536a] Χωρίς καμιά αμφιβολία.
Μα δεν πρέπει βέβαια να δίνομε λιγότερη προσοχή και για τη σωφροσύνη και την αντρεία και τη μεγαλοπρέπεια και γενικά για όλα τα είδη της αρετής και να ξεχωρίζομε το νόθο και το γνήσιο. Γιατί όταν δεν είναι κανείς σε θέση να το κάνει αυτό, είτε ιδιώτης είτε πόλη, κινδυνεύουν χωρίς να το παίρνουν είδηση να εμπιστεύουνται τα συμφέροντά τους σε ανθρώπους χωλούς και νόθους, είτε τους έχουν φίλους είτε άρχοντες.
Και πραγματικώς αυτό συμβαίνει πολύ συχνά.
Ώστε εμείς τουλάχιστο πρέπει να φανούμε σ᾽ όλ᾽ αυτά πολύ προσεχτικοί· [536b] γιατί αν πάρομε να εκπαιδεύσομε σε τόσο σπουδαία μαθήματα και με τόσες ασκήσεις ανθρώπους άρτιους και στο σώμα και στο νου, ούτε η ίδια η δικαιοσύνη θα μπορεί να έχει κανένα παράπονο μαζί μας, και την πόλη μαζί και το πολίτευμα θα σώσομε. Ενώ αν πάρομε διαφορετικούς, όχι μόνο θα φτάσομε σε ολωσδιόλου αντίθετα αποτελέσματα και θα γίνομε αφορμή να περιλουστεί η φιλοσοφία με μεγαλύτερους ακόμα εξευτελισμούς.
Θα ήταν ντροπή μας αυτό.
Και πολύ μεγάλη μάλιστα· μα κι εγώ τώρα μου φαίνεται πως έπαθα κάτι που με κάνει να ντρέπομαι.
Ποιό;
[536c] Λησμόνησα πως όλ᾽ αυτά που συζητούμε είναι κάτι σαν να παίζομε και τον πήρα το σκοπό κάπως ψηλότερα. Γιατί απάνω στην ομιλία μου έπεσ᾽ η ματιά μου απάνω στη φιλοσοφία και καθώς την είδα τόσο ανάξια καταφρονεμένη, με κυρίεψε, μου φαίνεται, αγανάκτηση και θυμωμένος όπως ήμουν, μίλησα για τους αίτιους κάπως σοβαρότερα απ᾽ ό,τι άξιζαν.
Όχι δα και τόσο, για μένα τουλάχιστο τον ακροατή.
Για μένα όμως το ρήτορα ναι. Οπωσδήποτε ας μην ξεχνούμε πως στην προηγούμενή μας εκλογή [536d] είχαμε να εκλέξομε γέροντες, ενώ τώρα δε θα ᾽χει τον τόπο του να κάμομε το ίδιο· γιατί δεν πρέπει να πιστέψομε το Σόλωνα, πως και σαν γερνά κανείς μπορεί πολλά να μαθαίνει· περισσότερο ίσως θα μπορούσε να μάθει να τρέχει — όλοι όμως οι μεγάλοι και πολλοί κόποι είναι για τους νέους.
Αναγκαστικά.
Από την παιδική λοιπόν ηλικία πρέπει ν᾽ αρχίσομε τη διδασκαλία της αριθμητικής και της γεωμετρίας και όλων των μαθημάτων που είναι προπαρασκευή για τη διαλεκτική, χωρίς όμως στον τρόπο της διδασκαλίας μας να υπάρχει τίποτα που να μοιάζει καταναγκαστική μάθηση.
Γιατί;
[536e] Γιατί δεν πρέπει ο ελεύθερος να μαθαίνει τίποτα διά της βίας σα δούλος. Επειδή οι σωματικοί κόποι, και αν επιβάλλουνται στο σώμα με τη βία, δεν το βλάφτουν ούτε καθόλου χειρότερο το κάνουν· ενώ τα μαθήματα που μπαίνουν μες στην ψυχή με τη βία, δε στερεώνουν ούτε διατηρούνται μέσα της.
Είν᾽ αλήθεια.
Ποτέ λοιπόν, καλέ μου, να μη μεταχειρίζεσαι τη βία [537a] στα μαθήματα των παιδιών, αλλά φρόντιζε μάλλον παίζοντας να εκπαιδεύουνται, για να είσαι και συ καλύτερα σε θέση να διακρίνεις τη φυσική του καθενός προδιάθεση.
Είναι πολύ λογική αυτή σου η σύσταση.
Θα θυμάσαι βέβαια ακόμα που λέγαμε πως και στον πόλεμο πρέπει να οδηγούμε καβάλα τα παιδιά για να βλέπουν, κι όσο δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, να τα φέρνομε και πιο κοντά και να τους δίνομε να γεύουνται αίμα σαν τα κουτάβια των λαγωνικών;
Μάλιστα, το θυμούμαι.
Όσοι λοιπόν σ᾽ όλ᾽ αυτά, και στους κόπους και στα μαθήματα και στους κινδύνους, δείχνουν τη μεγαλύτερη ορμή και αντοχή, όλους αυτούς θα τους ξεχωρίσεις κατά μέρος.
[537b] Σε ποιάν ηλικία;
Στην ηλικία που τελειώνουν τα υποχρεωτικά γυμνάσια· γιατί σ᾽ αυτό τον καιρό, είτε δυο είτε τρία χρόνια βαστά, δεν έχει τη δύναμη το παιδί να κάνει και τίποτ᾽ άλλο· ο κόπος και ο ύπνος είναι οι φυσικοί εχθροί των μαθημάτων. Κι από την άλλη μεριά είναι κι αυτό μια από τις δοκιμασίες, κι όχι η μικρότερη, να δούμε τί θα φανεί ο καθένας στις γυμναστικές ασκήσεις.
Πώς όχι;
Ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την περίοδο, όταν φτάσουν τα είκοσι, εκείνοι που θα ξεχωρίσεις θα παίρνουν μεγαλύτερες από τους άλλους τιμές [537c] και τα μαθήματα, που στην εκπαίδευση της παιδικής των ηλικίας τούς τα δίναμε σκορπιστά και χώρια, θα τα παρουσιάζεις σ᾽ αυτούς τώρα συντεταγμένα σ᾽ ένα σύνολο, ώστε να μπορούν με μια ματιά να διακρίνουν τις σχέσεις που έχουν οι επιστήμες και μεταξύ τους και με τη φύση του όντος.
Μόνο πραγματικώς μ᾽ αυτή τη μέθοδο μπορούν να στερεωθούν μέσα τους οι γνώσεις που θ᾽ αποκτήσουν.
Και το ασφαλέστερο ακόμα μέσο για να διακρίνεις τη διαλεκτική από τη μη διαλεκτική φύση· γιατί ο ικανός ν᾽ αντιλαμβάνεται με μια ματιά αυτή τη συνάφεια είναι διαλεκτικός, κάθε άλλος όμως, όχι.
Και γω την ίδια γνώμη έχω.
Σ᾽ αυτά λοιπόν είναι ανάγκη να δώσεις όλη σου την προσοχή και όσοι [537d] δειχτούν τέτοιοι και στα μαθήματα σταθεροί, σταθεροί και στον πόλεμο και στις άλλες νόμιμες υποχρεώσεις των, αυτούς πάλι, όταν τελειώνουν τα τριάντα τους, να τους ξεχωρίσεις από κείνους που είχες ξεχωρίσει πριν, να τους προβιβάσεις σε μεγαλύτερες τιμές και δοκιμάζοντάς τους με τη δύναμη της διαλεκτικής να προσπαθήσεις να καταλάβεις ποιός είναι ικανός, δίχως πια να χρησιμοποιεί καθόλου τα μάτια του και τις άλλες αισθήσεις παρά μονάχα στην αλήθεια στηριγμένος, να υψώνεται ως το καθαυτό ον. Και εδώ είναι που πρέπει, φίλε μου, να λάβεις τις μεγαλύτερές σου προφυλάξεις.
Και γιατί τόσο;