ΧΟ. ἤδη ᾽μοὶ τῷ παντόπτᾳ [στρ.]
καὶ παντάρχᾳ θνητοὶ πάντες
1060 θύσουσ᾽ εὐκταίαις εὐχαῖς.
πᾶσαν μὲν γὰρ γᾶν ὀπτεύω,
σῴζω δ᾽ εὐθαλεῖς καρποὺς
κτείνων παμφύλων γένναν
θηρῶν, ἃ πάντ᾽ ἐν γαίᾳ
1065 ἐκ κάλυκος αὐξανόμενον γένυσι παμφάγοις
δένδρεσί τ᾽ ἐφημένα καρπὸν ἀποβόσκεται.
κτείνω δ᾽ οἳ κήπους εὐώδεις
φθείρουσιν λύμαις ἐχθίσταις·
ἑρπετά τε καὶ δάκετα ‹πάνθ᾽› ὅσαπερ
1070 ἔστιν, ὑπ᾽ ἐμᾶς πτέρυγος ἐν φοναῖς ὄλλυται.
τῇδε μέντοι θἠμέρᾳ μάλιστ᾽ ἐπαναγορεύεται·
«ἢν ἀποκτείνῃ τις ὑμῶν Διαγόραν τὸν Μήλιον,
λαμβάνειν τάλαντον, ἤν τε τῶν τυράννων τίς τινα
1075 τῶν τεθνηκότων ἀποκτείνῃ, τάλαντον λαμβάνειν.»
βουλόμεσθ᾽ οὖν νῦν ἀνειπεῖν ταῦτα χἠμεῖς ἐνθάδε·
«ἢν ἀποκτείνῃ τις ὑμῶν Φιλοκράτη τὸν Στρούθιον,
λήψεται τάλαντον, ἢν δὲ ζῶντ᾽ ἀπαγάγῃ, τέτταρα,
ὅτι συνείρων τοὺς σπίνους πωλεῖ καθ᾽ ἑπτὰ τοὐβολοῦ,
1080 εἶτα φυσῶν τὰς κίχλας δείκνυσι καὶ λυμαίνεται,
τοῖς τε κοψίχοισιν εἰς τὰς ῥῖνας ἐγχεῖ τὰ πτερά,
τὰς περιστεράς θ᾽ ὁμοίως ξυλλαβὼν εἵρξας ἔχει,
κἀπαναγκάζει παλεύειν δεδεμένας ἐν δικτύῳ.»
ταῦτα βουλόμεσθ᾽ ἀνειπεῖν· κεἴ τις ὄρνιθας τρέφει
1085 εἱργμένους ὑμῶν ἐν αὐλῇ, φράζομεν μεθιέναι.
ἢν δὲ μὴ πείθησθε, συλληφθέντες ὑπὸ τῶν ὀρνέων
αὖθις ὑμεῖς αὖ παρ᾽ ἡμῖν δεδεμένοι παλεύσετε.
***
ΧΟΡ. Είμαι του κόσμου αγναντευτής
κι εξουσιαστής· εδώ κι εμπρός
σ᾽ εμένα κάνουν οι θνητοί
1060 ταξίματα και προσφορές.
Γιατί βιγλίζω εγώ παντού,
φυλάω και θρέφω τους καρπούς
σκοτώνοντας λογής λογής
ζούδια που μέσα στο χώμα κι απάνω στα δέντρα
βόσκουν και τρώνε με λαίμαργο στόμα
κάθε καρπό, πριν να δέσει.
Κι όσα ρημάζουν και χαλούν
τους κήπους που μοσκοβολούν
κι εκείνα τα σκοτώνω εγώ·
ό,τι δαγκάνει και σέρνεται, κάτω
1070 απ᾽ τη δικιά μου φτερούγα σκοτώνεται αμέσως.
ΚΟΡ. Διαλαλούνε σήμερα, όσο δεν το κάμανε ποτέ:
«Αν κανένας σας σκοτώσει το Διαγόρα το Μηλιό,
ένα τάλαντο θα παίρνει, κι όποιος έναν τύραννο
...πεθαμένο θα σκοτώσει, παίρνει τάλαντο κι αυτός.»
Νά κι εμείς τί διαλαλούμε: «Δίνουμε ένα τάλαντο
σ᾽ όποιον σας το Φιλοκράτη θα σκοτώσει το Στρουθιό,
κι όποιος ζωντανό τον πιάσει, θα ᾽χει τέσσερα· γιατί
βάζει σε αρμαθιές τους σπίνους κι έτσι εφτά στον οβολό
1080 τους πουλά· τις τσίχλες πάλι τις πηγαίνει φουσκωτές
στο παζάρι· φτερά χώνει στα ραμφιά των κοτσυφιών,
πιάνει και τα περιστέρια, τα κρατά στη φυλακή
και, δετά σε δίχτυ, κράχτες τ᾽ αναγκάζει να σταθούν.»
Νά τί διαλαλούμε· κι όποιος από σας πουλερικά
θρέφει στην αυλή του, λέμε να τ᾽ αφήσει ελεύθερα.
Αν κανένας παρακούσει, τα όρνια θα τον πιάσουνε
και δεμένο θα τον βάλουν κράχτης να σταθεί κι αυτός.
καὶ παντάρχᾳ θνητοὶ πάντες
1060 θύσουσ᾽ εὐκταίαις εὐχαῖς.
πᾶσαν μὲν γὰρ γᾶν ὀπτεύω,
σῴζω δ᾽ εὐθαλεῖς καρποὺς
κτείνων παμφύλων γένναν
θηρῶν, ἃ πάντ᾽ ἐν γαίᾳ
1065 ἐκ κάλυκος αὐξανόμενον γένυσι παμφάγοις
δένδρεσί τ᾽ ἐφημένα καρπὸν ἀποβόσκεται.
κτείνω δ᾽ οἳ κήπους εὐώδεις
φθείρουσιν λύμαις ἐχθίσταις·
ἑρπετά τε καὶ δάκετα ‹πάνθ᾽› ὅσαπερ
1070 ἔστιν, ὑπ᾽ ἐμᾶς πτέρυγος ἐν φοναῖς ὄλλυται.
τῇδε μέντοι θἠμέρᾳ μάλιστ᾽ ἐπαναγορεύεται·
«ἢν ἀποκτείνῃ τις ὑμῶν Διαγόραν τὸν Μήλιον,
λαμβάνειν τάλαντον, ἤν τε τῶν τυράννων τίς τινα
1075 τῶν τεθνηκότων ἀποκτείνῃ, τάλαντον λαμβάνειν.»
βουλόμεσθ᾽ οὖν νῦν ἀνειπεῖν ταῦτα χἠμεῖς ἐνθάδε·
«ἢν ἀποκτείνῃ τις ὑμῶν Φιλοκράτη τὸν Στρούθιον,
λήψεται τάλαντον, ἢν δὲ ζῶντ᾽ ἀπαγάγῃ, τέτταρα,
ὅτι συνείρων τοὺς σπίνους πωλεῖ καθ᾽ ἑπτὰ τοὐβολοῦ,
1080 εἶτα φυσῶν τὰς κίχλας δείκνυσι καὶ λυμαίνεται,
τοῖς τε κοψίχοισιν εἰς τὰς ῥῖνας ἐγχεῖ τὰ πτερά,
τὰς περιστεράς θ᾽ ὁμοίως ξυλλαβὼν εἵρξας ἔχει,
κἀπαναγκάζει παλεύειν δεδεμένας ἐν δικτύῳ.»
ταῦτα βουλόμεσθ᾽ ἀνειπεῖν· κεἴ τις ὄρνιθας τρέφει
1085 εἱργμένους ὑμῶν ἐν αὐλῇ, φράζομεν μεθιέναι.
ἢν δὲ μὴ πείθησθε, συλληφθέντες ὑπὸ τῶν ὀρνέων
αὖθις ὑμεῖς αὖ παρ᾽ ἡμῖν δεδεμένοι παλεύσετε.
***
ΧΟΡ. Είμαι του κόσμου αγναντευτής
κι εξουσιαστής· εδώ κι εμπρός
σ᾽ εμένα κάνουν οι θνητοί
1060 ταξίματα και προσφορές.
Γιατί βιγλίζω εγώ παντού,
φυλάω και θρέφω τους καρπούς
σκοτώνοντας λογής λογής
ζούδια που μέσα στο χώμα κι απάνω στα δέντρα
βόσκουν και τρώνε με λαίμαργο στόμα
κάθε καρπό, πριν να δέσει.
Κι όσα ρημάζουν και χαλούν
τους κήπους που μοσκοβολούν
κι εκείνα τα σκοτώνω εγώ·
ό,τι δαγκάνει και σέρνεται, κάτω
1070 απ᾽ τη δικιά μου φτερούγα σκοτώνεται αμέσως.
ΚΟΡ. Διαλαλούνε σήμερα, όσο δεν το κάμανε ποτέ:
«Αν κανένας σας σκοτώσει το Διαγόρα το Μηλιό,
ένα τάλαντο θα παίρνει, κι όποιος έναν τύραννο
...πεθαμένο θα σκοτώσει, παίρνει τάλαντο κι αυτός.»
Νά κι εμείς τί διαλαλούμε: «Δίνουμε ένα τάλαντο
σ᾽ όποιον σας το Φιλοκράτη θα σκοτώσει το Στρουθιό,
κι όποιος ζωντανό τον πιάσει, θα ᾽χει τέσσερα· γιατί
βάζει σε αρμαθιές τους σπίνους κι έτσι εφτά στον οβολό
1080 τους πουλά· τις τσίχλες πάλι τις πηγαίνει φουσκωτές
στο παζάρι· φτερά χώνει στα ραμφιά των κοτσυφιών,
πιάνει και τα περιστέρια, τα κρατά στη φυλακή
και, δετά σε δίχτυ, κράχτες τ᾽ αναγκάζει να σταθούν.»
Νά τί διαλαλούμε· κι όποιος από σας πουλερικά
θρέφει στην αυλή του, λέμε να τ᾽ αφήσει ελεύθερα.
Αν κανένας παρακούσει, τα όρνια θα τον πιάσουνε
και δεμένο θα τον βάλουν κράχτης να σταθεί κι αυτός.