Ο Αριστοτέλης ολοκληρώνοντας το πρώτο βιβλίο από τα «Ηθικά Ευδήμια» θα θέσει ευθέως τον τελικό στόχο τη συνολικής διερεύνησης του έργου: «Τι είναι η ευτυχία; Όλοι συμφωνούν ότι είναι το μέγιστο και άριστο ανάμεσα στα ανθρώπινα αγαθά» (1217a 26-27).
Και αμέσως συμπληρώνεται: «Αναφερόμαστε σε αγαθά ανθρώπινα, διότι άνετα μπορεί να υπάρχει ευτυχία και κάποιου άλλου όντος ανώτερου, όπως ο θεός. Όσο για τα άλλα ζωντανά όντα, όσα έχουν φύση κατώτερη από την ανθρώπινη, κανένα τους δε δικαιούται την προσηγορία του ευτυχούς. Δεν υπάρχει άλογο ευτυχές, ούτε πουλί ούτε ψάρι ούτε κάποιο άλλο ον. Τα ζώα νέμονται με άλλον τρόπο τα αγαθά, και ζουν το ένα καλύτερα, το άλλο χειρότερα» (1217a 28-36).
Η αναζήτηση της ευτυχίας με βάση τα δεδομένα του ανθρώπου επιβεβαιώνει την πάγια αριστοτελική αντίληψη ότι η φιλοσοφία (από θέση αρχής) δεν μπορεί να υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνατότητες (ούτε βέβαια και να υπολείπεται αυτών). Για τον Αριστοτέλη κάθε φιλοσοφική απόπειρα που δεν εντάσσεται στα ανθρώπινα μέτρα ακυρώνεται εννοιολογικά (πρέπει να βρεθεί κάποιο άλλο όνομα για τέτοιου είδους αναζητήσεις), αφού η φιλοσοφία, ως αποκλειστικό ανθρώπινο δημιούργημα, δεν μπορεί παρά να εκφράζει με τρόπο απόλυτο την ανθρώπινη οπτική. Αν η φιλοσοφία αφορούσε τα ζώα θα φιλοσοφούσαν κι αυτά. Σε κάθε περίπτωση την οπτική των ζώων ας τη δώσουν τα ζώα (και κατ’ επέκταση του θεού ο θεός).
Το βέβαιο είναι ότι η ευτυχία τίθεται ανάλογα με τις δυνατότητες αυτού που τη διεκδικεί. Τα ζώα δεν μπορούν να έχουν υψηλές αξιώσεις. Η ευτυχία τους αφορά μόνο το κατώτερο είδος της ευχαρίστησης που επέρχεται από την εκπλήρωση των βιολογικών αναγκών. Αντιστοίχως, ο θεός, ως κάτι υπέρτατο, θα απολαμβάνει και την υπέρτατη εκδοχή της.
Αποδεχόμενοι αυτό γίνεται σαφές ότι η ευτυχία δεν μπορεί να είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους. Το μέγεθός της εξαρτάται από την ποιότητα του καθενός. Οι χαμηλής ποιότητας άνθρωποι που ταυτίζουν την ευτυχία με τις σωματικές ηδονές δε θα βιώσουν ποτέ την ψυχική ολοκλήρωση που υπόσχεται «το μέγιστο και άριστο ανάμεσα στα ανθρώπινα αγαθά». (1217a 27).
Μετά από αυτές τις διευκρινίσεις η φιλοσοφική μεθοδολογία του Αριστοτέλη απαιτεί την αναλυτική προσέγγιση των εννοιών με την πρέπουσα σειρά. Με άλλα λόγια, εφόσον η ευτυχία έχει τεθεί ως άριστο και ύψιστο αγαθό, αυτό που πρέπει πριν από όλα να διευκρινιστεί είναι η έννοια του αγαθού ή, για να ειπωθεί διαφορετικά, αν κάποιος θέλει να μάθει τι είναι η ευτυχία, πρέπει πρώτα να κατανοήσει τα σχετικά με το αγαθό. Η σκέψη ξετυλίγεται με απόλυτη εννοιολογική αυστηρότητα, αφού η παραμικρή σύγχυση στον καθορισμό των εννοιών είναι σε θέση να ακυρώσει το συλλογιστικό οικοδόμημα.
Από αυτή την άποψη, ο φιλοσοφικός λόγος δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την ακρίβεια και την άκρατη μεθοδικότητα στο ξετύλιγμα του εννοιολογικού κουβαριού. Μόνο η οργανωμένη διευθέτηση της βήμα-βήμα σκέψης μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Κι αυτή είναι η διαφορά της φιλοσοφικής σκέψης από την καθημερινή επιφανειακή προσέγγιση των πραγμάτων.
Η φιλοσοφία εκπροσωπεί τη συστηματοποιημένη ταξινόμηση των δεδομένων, δηλαδή τη βαθύτατη κατανόηση των εννοιών, που θα επιτρέψει την παραγωγή νέων συλλογισμών. Η κατάδειξη και η υιοθέτηση της μεθοδολογίας αυτής, σε συνδυασμό με την οριοθέτηση των κανόνων της λογικής, αποτελούν τα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού. Η άποψη ότι ο Αριστοτέλης είναι ο πατέρας της δυτικής σκέψης δεν είναι υπερβολική.
Κι αφού ο καθορισμός του αγαθού κρίνεται αναγκαίος για τη διερεύνηση της ευτυχίας, δε μένει παρά η συστηματικότητα της προσέγγισής του: «Τώρα λέμε ότι άλλα αγαθά είναι πραγματοποιήσιμα ειδικά από τον άνθρωπο και άλλα όχι. Και το λέμε αυτό, διότι μερικά όντα δεν έχουν τη δυνατότητα της μεταβολής, επομένως ούτε και των πραγματοποιήσιμων αγαθών (χωρίς να σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα όντα δεν έχουν άριστη τη φύση τους). Υπάρχουν όμως και αγαθά που είναι μεν πραγματοποιήσιμα, πλην όμως από όντα ανώτερα του ανθρώπου» (1217a 38-43).
Σε τελική ανάλυση, αγαθό για κάθε ον είναι αυτό που μπορεί να πραγματοποιήσει. Η φιλοσοφία δε θα μπορούσε να τεθεί ως αγαθό για τα ζώα, αφού είναι αδύνατο να μετέχουν του ορθού λόγου. Από αυτή την άποψη, άλλο το αγαθό των ανθρώπων κι άλλο των ζώων, πράγμα που αμέσως σηματοδοτεί ότι άλλη η ευτυχία των ανθρώπων κι άλλη των ζώων. Ασφαλώς, εκείνος που μετέχει του υψηλότερου αγαθού θα διεκδικήσει και την ανώτερη μορφή ευτυχίας.
Όμως, το ανώτερο αγαθό κρίνεται από τη δυνατότητα της μεταβολής που υπάρχει σε κάθε ον. Τα ζώα είναι αδύνατο να μεταβληθούν παρά ελάχιστα, θα λέγαμε στοιχειωδώς. Ο άνθρωπος όμως έχει τεράστιες δυνατότητες μεταβολής τόσο σε πνευματικό όσο και σε ηθικό επίπεδο. Αυτή του η δυνατότητα να μεταβάλλεται τον καθιστά ικανό να πραγματοποιεί όλο και περισσότερα πράγματα. Να εξελίσσεται. Να ανεβάζει διαρκώς το επίπεδο του αγαθού που μπορεί να πετύχει. Δηλαδή το επίπεδο της ευτυχίας του.
Κι όταν γίνεται λόγος για το ανθρωπίνως πραγματοποιήσιμο, πρέπει κι αυτό να διευκρινιστεί: «Το πραγματοποιήσιμο, τώρα, λέγεται με δύο τρόπους (πρώτον για το σκοπό των πράξεών μας, και δεύτερον για τα έμπρακτα αποτελέσματα: π.χ., εντάσσουμε στα πραγματοποιήσιμα αγαθά τόσο την υγεία και τον πλούτο, όσο και όσα πράττουμε χάρη στην υγεία και τον πλούτο, δηλαδή τα υγιεινά και τα οικονομικά). Έτσι, είναι φανερό ότι και η ευτυχία πρέπει να θεωρηθεί ως το άριστο των αγαθών των πραγματοποιήσιμων από τον άνθρωπο» (1217a 44-50).
Η ευτυχία τίθεται ως το ανώτερο αγαθό που μπορεί να επιτευχθεί από τον άνθρωπο. Και η διερεύνηση συνεχίζεται: «Αλλά τώρα πρέπει να εξετάσουμε τι σημαίνει το άριστο· έχει πολλές σημασίες. Κυρίαρχες όμως είναι τρεις αντιλήψεις. Λένε, λοιπόν, ότι άριστο είναι το αγαθό καθ’ εαυτό, και ότι το αγαθό καθ’ εαυτό έχει την ιδιότητα να είναι αφενός το πρωταρχικό αγαθό, και αφετέρου με την παρουσία του το αίτιο της αγαθότητας των υπολοίπων· και ότι αυτά τα δύο γνωρίσματα συναντώνται στην ιδέα του αγαθού» (1217b 1-7).
Είναι φανερό ότι ο Αριστοτέλης επικαλείται τη διδασκαλία του δασκάλου του Πλάτωνα σχετικά με τον κόσμο των ιδεών και την ιδέα του αγαθού που τίθεται ως κυρίαρχη αρχή για τον καθορισμό της ανθρώπινης ευτυχίας. Οι διαφωνίες του Αριστοτέλη με αυτή την αντίληψη έχουν πλήρως ξεκαθαριστεί στο έργο του «Ηθικά Νικομάχεια» κι έχουν να κάνουν τόσο με την ασάφεια των όρων (ο Πλάτωνας δεν ξεκαθάρισε ποτέ επακριβώς τη σημασία αυτού που ονομάζει αγαθό, πράγμα που αντίκειται στην αριστοτελική εκδοχή της απόλυτης διασαφήνισης όλων των εννοιών), όσο και με την υποτίμηση των αισθήσεων ως δυνατότητα του ανθρώπου να αντιληφθεί τον κόσμο. Για τον Αριστοτέλη οι αισθήσεις και η εμπειρία που προκύπτει από αυτές αποτελούν καθοριστική πηγή γνώσης –κανένας συλλογισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί σωστός αν αντιβαίνει στα διδάγματα της εμπειρίας– σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που θεωρεί τις αισθήσεις εμπόδιο για την κατανόηση του ανώτερου κόσμου των ιδεών.
Στο σημείο αυτό θα επαναλάβει συνοπτικά τις αντιρρήσεις του παρουσιάζοντας τις πλατωνικές αντιλήψεις (χωρίς εδώ να τον κατονομάζει) ως μια θεωρητική κατασκευή, η οποία στερούμενη πρακτικής επαλήθευσης δεν μπορεί να διεκδικήσει πειστικότητα: «Αν παρόλα αυτά οφείλουμε να πούμε με συντομία κάτι για το συγκεκριμένο θέμα, λέμε, πρώτον, ότι η ύπαρξη ιδέας, της ιδέας όχι μόνο του αγαθού αλλά και οποιουδήποτε άλλου πράγματος, είναι κάτι που λέγεται απλώς θεωρητικά και άνευ πραγματικού αντικρίσματος. Ύστερα, λέμε ότι, κι αν ακόμη υπήρχαν οι ιδέες –που δεν υπάρχουν– και ειδικά η ιδέα του αγαθού, δε θα ήταν σε καμιά περίπτωση χρήσιμη ούτε για μια ζωή αγαθή ούτε για πράξεις αγαθές» (1217b 22-30).
Επιπλέον, ο Αριστοτέλης διαφωνεί και με τη μοναδικότητα του αγαθού: «… το αγαθό έχει πολλές σημασίες, ακριβώς αντίστοιχες με τις σημασίες του όντος (της ύπαρξης). Διότι το ον (η ύπαρξη) σημαίνει πολλά: την ουσία, την ποιότητα, την ποσότητα, το χρόνο. Συνεπώς, το αγαθό συναντάται στον καθένα από αυτούς τους τρόπους ύπαρξης. Έτσι, όσον αφορά στην ουσία, αγαθό είναι ο νους και ο θεός· στην ποιότητα η δικαιοσύνη, στην ποσότητα το μέτρο, στο χρόνο η κατάλληλη στιγμή, στην κίνηση ο δάσκαλος και ο διδασκόμενος» (1217b 30-39).
Το συμπέρασμα είναι σαφές: «Όπως, λοιπόν, ο τρόπος ύπαρξης των όντων δεν είναι ένας και μοναδικός, έτσι δεν είναι ένα και μοναδικό ούτε το αγαθό, καθώς και η επιστήμη δεν είναι μία και μοναδική, ούτε του όντος ούτε του αγαθού» (1217b 39-41).
Με το ίδιο σκεπτικό ο Αριστοτέλης θα απορρίψει και την εκδοχή της μοναδικής θεωρίας για το καθ’ εαυτό αγαθό, δηλαδή της άποψης ότι είναι ένα και το ίδιο για όλους: «… ακόμα και τα αγαθά που εμπίπτουν στον ίδιο τρόπο ύπαρξης, ερευνώνται από διαφορετικές επιστήμες, όπως η κατάλληλη στιγμή και όπως το μέτρο: διαφορετική είναι η αρμόδια επιστήμη για τη μια περίπτωση κατάλληλης στιγμής και διαφορετική για την άλλη· διαφορετική για τη μια περίπτωση μέτρου, διαφορετική για την άλλη. Για παράδειγμα, την κατάλληλη στιγμή και το μέτρο στο θέμα της διατροφής, τα ορίζουν η ιατρική και η γυμναστική και αντίστοιχα είναι διαφορετική η επιστήμη για διαφορετικές πράξεις» (1217b 40-47). Για να καταλήξει: «Άρα, και για το αγαθό καθ’ εαυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο να υπάρξει μία και μόνη θεωρία» (1217b 47-48).
Από κει και πέρα, ο Αριστοτέλης παραθέτει την αντίληψη των Πυθαγορείων που θέλουν το αγαθό να ταυτίζεται με τους αριθμούς. Για την καλύτερη κατανόηση αυτού ο μεταφραστής Βασίλης Μπετσάκος στα σχόλια παραθέτει ένα κατατοπιστικό απόσπασμα από το έργο του Αριστοτέλη «Μετά τα Φυσικά» (985b 23 – 986a 3) «… οι λεγόμενοι Πυθαγόρειοι ήταν οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με τα μαθηματικά και οι πρώτοι που ανέπτυξαν. Η ενασχόληση με τα μαθηματικά τους δημιούργησε την πεποίθηση ότι οι αρχές των μαθηματικών είναι αρχές όλων των πραγμάτων. Και επειδή στα μαθηματικά οι αριθμοί είναι εκ φύσεως πρωταρχικοί, θεώρησαν ότι μπορούν μέσα στους αριθμούς (πολύ περισσότερο από ό,τι στη φωτιά, στη γη ή στο νερό) να διακρίνουν πολλές ομοιότητες με τα πράγματα που υπάρχουν και που μεταβάλλονται –λέγοντας δηλαδή ότι η μία ιδιότητα των αριθμών είναι η δικαιοσύνη, η άλλη είναι η ψυχή και ο νους, η τρίτη ο καιρός, και κατά παρόμοιο περίπου τρόπο όλα τα άλλα».
Για να ολοκληρωθεί το απόσπασμα από τα «Μετά τα Φυσικά»: «Επειδή ακόμη έβλεπαν ότι οι ιδιότητες και οι αναλογίες των μουσικών αρμονιών ανάγονται στους αριθμούς, και επειδή όλα τα πράγματα φαίνονταν να εξομοιώνουν τη φύση τους με τους αριθμούς, ενώ οι αριθμοί ήταν το πρωταρχικό σε όλη τη φύση, κατέληξαν στη θέση ότι τα στοιχεία των αριθμών είναι στοιχεία όλων των όντων, και ότι όλος ο ουρανός είναι αρμονία και αριθμός».
Επιστρέφοντας στα «Ηθικά Ευδήμια» και στη διερεύνηση του αγαθού ο Αριστοτέλης παραθέτει για τις πυθαγόρειες αντιλήψεις (επίσης –όπως και στην περίπτωση του Πλάτωνα– χωρίς να τις κατονομάζει: «… βάσει των αριθμών αποδεικνύουν ότι η δικαιοσύνη και η υγεία είναι αγαθά. Λένε πως οι αριθμοί χαρακτηρίζονται από τάξη, με το επιχείρημα ότι το αγαθό υπάρχει στους αριθμούς και τις μονάδες, αφού το ίδιο το εν είναι το αγαθό» (1218a 20-23).
Ο Αριστοτέλης διαφωνεί με αυτή τη συλλογιστική πρώτα-πρώτα γιατί θεωρεί ότι τίθεται με τον αντίστροφο τρόπο από ό,τι θα έπρεπε: «Η απόδειξη πρέπει να γίνεται αντίστροφα προς τον τρόπο με τον οποίο αυτοί αποδεικνύουν την ύπαρξη του αγαθού καθ’ εαυτό. Διότι τώρα βάσει πραγμάτων για τα οποία δεν υπάρχει ομοφωνία ότι είναι αγαθά, αποδεικνύουν την ύπαρξη των πραγμάτων που όλοι τα δέχονται ως αγαθά» (1218a 17-20).
Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατό να καταδεικνύει κανείς τα κοινώς αποδεκτά αγαθά της δικαιοσύνης ή της υγείας έχοντας ως θεμέλιο του συλλογισμού τη θεωρία για τους αριθμούς που καθένας μπορεί να αμφισβητήσει. Η εγκυρότατα ενός συλλογισμού προϋποθέτει μια αναμφισβήτητη αφετηρία. Αν η πρώτη προκείμενη κριθεί αναληθής, τότε όλος ο συλλογισμός στερείται ορθότητας.
Από θέση αρχής ένας συλλογισμός οφείλει να ξεκινά από αυτά που θεωρούνται ορθά για το σύνολο των ανθρώπων προκειμένου να τεκμηριώσει την υποκειμενική αλήθεια που θα στηρίξει κι όχι το αντίθετο: «Αντιστρόφως πρέπει να γίνεται η απόδειξη: με βάση τα κοινώς παραδεκτά, δηλαδή την υγεία και την ισχύ και τη σωφροσύνη· διότι στα αμετάβλητα μάλλον έγκειται το καλό, και η υγεία, η ισχύς και η σωφροσύνη αποτελούν τάξη και αμεταβλησία. Εάν αυτό ισχύει, συνεπάγεται πως πιο πολύ τα προηγούμενα συνδέονται με το αγαθό, αφού σε αυτά πιο πολύ συναντάται η τάξη και η αμεταβλησία» (1218a 24-28).
Είναι αδύνατο έχοντας ως δεδομένο ότι το αγαθό είναι κάτι το αμετάβλητο («στα αμετάβλητα μάλλον έγκειται το καλό») να τίθενται όλες οι εκδοχές του (υγεία, σωφροσύνη κλπ.) ως απόρροια των αριθμών που είναι αμετάβλητοι, τη στιγμή που κατά κοινή ομολογία τα συγκεκριμένα αγαθά από θέση αρχής «αποτελούν τάξη και αμεταβλησία». Θα έλεγε κανείς ότι θα ταίριαζε περισσότερο με βάση την αμεταβλησία των αγαθών να αποδείξουν οι πυθαγόρειοι την αμεταβλησία των αριθμών παρά το αντίθετο. Εξάλλου, η άποψη ότι οι αριθμοί αποτελούν αμετάβλητο (καθ’ εαυτόν) αγαθό πρέπει να αποδειχθεί.
Ο Αριστοτέλης δε φαίνεται να έχει πεισθεί: «Όσο για την απόδειξη ότι το εν είναι αγαθό καθ’ εαυτό με το επιχείρημα ότι οι αριθμοί έχουν την έφεσή του: είναι τραβηγμένη. Διότι ούτε το πώς έχουν την έφεση μας το λένε ξεκάθαρα αλλά μάλλον πολύ απλοϊκά, και πώς να πιστέψει κανείς ότι έχουν επιθυμία αυτά που δεν έχουν ζωή; Αυτό είναι ένα ζήτημα που απαιτεί ενδελεχή ανάπτυξη, αλλά και να μην εκλαμβάνεται τίποτε αξιωματικά και άνευ λόγου, ειδικά όταν πρόκειται για πράγματα που και μετά λόγου γίνονται δύσκολα πιστευτά» (1218a 29-35).
Κι όχι μόνο αυτό: «Και το να πούμε ότι όλα τα όντα επιθυμούν ένα και μοναδικό αγαθό, δεν αληθεύει· γιατί το καθένα ορέγεται το δικό του αγαθό: το μάτι την όραση, το σώμα την υγεία, και ούτω καθεξής» (1218a 36-38).
Η άποψη του καθ’ εαυτού αγαθού ως κάτι κοινό για όλους καταρρίπτεται, αν παρατηρήσει κανείς την ίδια την ανθρώπινη συμπεριφορά, που καθορίζεται κάθε στιγμή από τα ιδιαίτερα αγαθά που επιδιώκονται: «Αυτοί είναι, λοιπόν, οι προβληματισμοί για το ότι δεν υπάρχει κάποιο αγαθό καθ’ εαυτό, και ότι αυτό, ακόμα κι αν υπήρχε, θα ήταν άχρηστο για τη ζωή των πολιτών· και για τη ζωή των πολιτών υπάρχει μόνο το ιδιαίτερό της αγαθό, όπως για τη γυμναστική η ευεξία» (1218a 39-42).
Σε τελική ανάλυση, αυτή η εκδοχή του καθ’ εαυτού αγαθού θα το καθιστούσε μη πραγματοποιήσιμο: «Ας εξετάσουμε και εκείνο που έχει γραφεί: είτε σε τίποτε δε χρησιμεύει το είδος του αγαθού καθ’ εαυτό είτε στα πάντα με τον ίδιο τρόπο· επίσης, δεν είναι πραγματοποιήσιμο. Κατά τον ίδιο τρόπο και το κοινό αγαθό ούτε είναι το καθ’ εαυτό αγαθό, (γιατί έτσι το καθ’ εαυτό αγαθό θα υπήρχε και σε κάτι ασήμαντο), ούτε είναι πραγματοποιήσιμο» (1218a 42-45 και 1218b 1-2).
Συνοψίζοντας: «Είναι φανερό, λοιπόν, ότι το ζητούμενο, δηλαδή το αγαθό καθ’ εαυτό, δεν είναι ούτε η ιδέα του αγαθού, ούτε το κοινό αγαθό (διότι το ένα είναι αμετάβλητο και μη πραγματοποιήσιμο, ενώ το άλλο είναι μεν μεταβλητό αλλά και πάλι μη πραγματοποιήσιμο). Αντιθέτως, αυτό για το οποίο γίνεται κάτι, αποτελεί απώτερο σκοπό άριστο, και τελικό αίτιο όσων υπόκεινται σε αυτό, και πρώτο όλων» (1218b 9-13).
Το τελικό συμπέρασμα είναι απολύτως σαφές: για τον Αριστοτέλη το αγαθό δεν μπορεί να τεθεί ούτε ως ιδέα (όπως το έθεσε ο Πλάτωνας) ούτε ως κάτι καθεαυτό με την έννοια ότι μπορεί να είναι κοινό για όλους (όπως ήθελαν οι Πυθαγόρειοι). Το αγαθό είναι καθ’ εαυτό με την έννοια του τελικού αιτίου το οποίο εξυπηρετούν όλα τα άλλα αγαθά.
Η τελική διατύπωση δε θα αφήσει κανένα περιθώριο παρερμηνείας: «Άρα, αυτό πρέπει να είναι το αγαθό καθ’ εαυτό: το τελικό αίτιο όλων των ανθρωπίνως πραγματοποιήσιμων αγαθών. Και αυτό είναι το τελικό αίτιο της κυρίαρχης ανθρώπινης ενέργειας, η οποία είναι πολιτική και οικονομική και πρακτική σοφία. Οι συγκεκριμένες ενέργειες διαφέρουν από τις υπόλοιπες ακριβώς στο ότι είναι οι κυρίαρχες» (1218b 14-18).
Το αγαθό είναι ο τελικός σκοπός όλης της ανθρώπινης δράσης. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μπορεί να είναι το ίδιο για όλους. Το δεδομένο ότι ως αγαθό θα οριστεί η ανθρώπινη ευτυχία καθιστά σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχία έξω από το πλαίσιο της πόλης, τόσο γιατί μονάχα στην πόλη μπορεί ο άνθρωπος να εκπληρώσει όλες του τις ανάγκες, να έχει δηλαδή επάρκεια σε όλα αυτά που χρειάζεται, όσο και γιατί είναι πλασμένος από τη φύση του να ζει με άλλους ανθρώπους.
Στο πλαίσιο αυτής της επάρκειας, δηλαδή της αυτάρκειας της πόλης που θα παρέχει όλα τα αγαθά στους πολίτες της, είναι σαφές ότι άλλο είναι το αγαθό για το γεωργό και άλλο για τον ψαρά. Αλλιώς θα επιτευχθεί το αγαθό από οικονομική κι αλλιώς από στρατιωτική άποψη. Γι’ αυτό και απαιτείται και η πολιτική και η οικονομική και η πρακτική σοφία. Η εκδοχή του καθ’ εαυτού αγαθού που είναι κοινό για όλους θα ισοδυναμούσε με την αντίληψη ότι όλοι επιδιώκουν το ίδιο πράγμα, πράγμα που δεν ισχύει.
Η αριστοτελική εκδοχή που θέλει το καθ’ εαυτό αγαθό ως τελικό αίτιο όλων των επιμέρους αγαθών βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια, καθώς συνδυάζει την εκπλήρωση της διαφορετικότητας των αγαθών που προσφέρονται και που αποτελούν επιμέρους στόχους όλων των ανθρώπων μεμονωμένα. Εξάλλου, ακόμη κι αν κάποιος ισχυριζόταν ότι η ευτυχία μπορεί να τεθεί ως κοινό για όλους καθ’ εαυτό αγαθό, πάλι δε θα μπορούσε να είναι πειστικός, καθώς και σε αυτή την περίπτωση η ευτυχία εκλαμβάνεται με κριτήρια υποκειμενικά που διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Κι αυτή ακριβώς είναι η αριστοτελική εκδοχή της φιλοσοφικής μεθοδολογίας. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις τρέχουσες εκδοχές ο φιλόσοφος οφείλει να λεπτολογήσει διερευνώντας και τις πιο ανεπαίσθητες εκφάνσεις όλων των εννοιών που τίθενται μέχρι να φτάσει στη δική του τελική αλήθεια. Μόνο έτσι μπορεί να σταθεί κανείς κριτικά απέναντι στα ήδη υπάρχοντα φιλοσοφικά δεδομένα.
Κατόπιν αυτών είναι σε θέση να καταλήξει στο δικό του συμπέρασμα: «Το ανθρώπινο αγαθό που αποτελεί τελικό αίτιο και είναι το άριστο των πραγματοποιήσιμων αγαθών, αυτό είναι που πρέπει να εξετάσουμε, με ποιες έννοιες είναι το άριστο όλων, ακριβώς το άριστο, [κάνοντας πια μια καινούρια αρχή]» (1218b 29-33).
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια