Το παρόν άρθρο διερευνά όψεις της διακειμενικότητας μεταξύ του Θουκυδίδη και του Ηροδότου. Η εξέταση των θεματικών, δομικών και λεξικολογικών συνδετικών κρίκων μεταξύ των δύο ιστορικών είναι χρήσιμη από δύο απόψεις: κατ’ αρχάς προσφέρει ενδείξεις για το ότι οι δύο ιστορικοί μοιάζουν ως προς τις μεθόδους τους, τη λογοτεχνική παρουσίαση και τις απόψεις για την ιστορική αιτιολογία περισσότερο από ότι συνήθως, σχεδόν αξιωματικά, πιστεύεται. Έπειτα βοηθά να αποφασίσουμε αν ο Θουκυδίδης γνώριζε - και ίσως και επηρεάστηκε - από το έργο του προκατόχου του.
Πρέπει όμως να αρχίσω με μια μεθοδολογικής φύσης παρατήρηση. Πιστεύω ότι το μέγεθος και η φύση της σχέσης μεταξύ του Θουκυδίδη και του προκατόχου του είναι στοιχεία ασαφή, αν όχι εντελώς σκοτεινά. Αυτό οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στο ότι ο Θουκυδίδης αποφεύγει να αναφερθεί στον προκάτοχό του ονομαστικά και με αυτόν τον τρόπο δεν δηλώνει αν χρησιμοποίησε το έργο του ως πηγή ή ως πρότυπο. Έτσι, κάθε προσπάθεια να διερευνήσει κανείς τη σχέση μεταξύ των δύο ιστορικών δεν είναι δυνατόν να είναι περισσότερο από εικοτολογία. Αυτό είναι ακόμη πιο φανερό εάν συγχρόνως λάβουμε υπόψη το απέραντο λογοτεχνικό υλικό το οποίο έχει χαθεί για πάντα ή έχει σωθεί αποσπασματικά, και επίσης τη μεγάλη επιρροή του Ομήρου, των λυρικών ποιητών και της τραγωδίας, όλων δηλαδή αυτών των ανεξάντλητων και κοινών ‘αποθεμάτων’ πνευματικής και λογοτεχνικής κληρονομιάς, τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν γίνονται συγκρίσεις μεταξύ δύο αρχαίων συγγραφέων.
Επίσης, η προσπάθεια να προσδιορισθεί η σχέση του Θουκυδίδη με τον Ηρόδοτο και οι πιθανές οφειλές του σε αυτόν θα έρθει αντιμέτωπη με τις πολλές γενιές κριτικών, οι οποίοι υποστήριξαν με πάθος ότι η σχέση μεταξύ των δύο ήταν μόνον εχθρική και ανταγωνιστική. Η σαφής και κατηγορηματική υπογράμμιση της ιστορικής μεθοδολογίας, η διόρθωση ιστορικών πληροφοριών του προκατόχου του και η ρητή απόρριψη του μυθώδους εκ μέρους του Θουκυδίδη έχουν θεωρηθεί, ήδη από την αρχαιότητα, μετωπικές επιθέσεις εναντίον του Ηροδότου. Αυτή η ερμηνεία οδήγησε στη θεμελίωση της κρατούσας άποψης ότι ο Θουκυδίδης αντιπαθούσε τον Ηρόδοτο και μεταχειρίστηκε το έργο του σχεδόν ως παρωδία ιστορίας, ότι οι δυο τους ‘συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον, αλλά ως αντίθετα’, με τον Θουκυδίδη να μην έχει ‘την τάση να μιμείται τον προκάτοχό του’, αλλά να χρησιμοποιεί το έργο του Ηροδότου μόνο για να το διορθώνει και να το απορρίπτει.
Μόνον πρόσφατα άρχισαν οι μελέτες να γεφυρώνουν όσα επί αιώνες χώριζαν τους δύο ιστορικούς. Στις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε μια ολοένα και περισσότερο εντεινόμενη τάση στην ηροδότεια και θουκυδίδεια έρευνα η οποία αποβλέπει στο να επανορθώσει εσφαλμένες αντιλήψεις και στερεότυπα σχετικά με τον ‘επιστημονικό’ και ‘αντικειμενικό’ ιστορικό έναντι του ‘αφελούς’ και ‘άδολου’ αφηγητή ιστοριών. Αυτό πάλι οδήγησε σε μια περισσότερο ‘θουκυδίδεια’ ανάγνωση του Ηροδότου και μια ‘ηροδότεια’ ανάγνωση του Θουκυδίδη και οι μελετητές άρχισαν να προσεγγίζουν τη σχέση μεταξύ των δύο με έναν πιο θετικό τρόπο. Εντυπωσιακές ομοιότητες παρατηρήθηκαν, από την καταγραφή γεγονότων, τα λεκτικά παράλληλα και τα λογοτεχνικά μοτίβα μέχρι τη θρησκεία και την ιστορική μεθοδολογία.
Ακολουθώντας αυτές τις εξελίξεις στην κριτική του Ηροδότου και του Θουκυδίδη, το παρόν κεφάλαιο εστιάζει στα σημεία τα οποία εμφατικά υποδηλώνουν ότι - τηρούμενων των αναλογιών - ο Θουκυδίδης εμφανίζει ορισμένες μεθοδολογικές ομοιότητες με τον προκάτοχό του, καθώς και στα ίχνη της επιρροής του. Πιο συγκεκριμένα η προσοχή μας θα επικεντρωθεί σε μια όψη της ιστορικής αιτιολόγησης την οποία οι δύο ιστορικοί φαίνεται ότι αντιμετωπίζουν με εντυπωσιακά παρόμοιο τρόπο, δηλαδή τη χρήση της εμπειρικής ψυχολογίας στην προσπάθεια τους να εξηγήσουν τις δύο μείζονες στρατιωτικές ήττες, τις οποίες διηγούνται αντίστοιχα στο έργο τους: την καταστροφή του Αθηναϊκού στόλου στη Σικελία και την αποτυχία της εκστρατείας του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας. Οι ιστορικοί μοιάζουν στον τρόπο με τον οποίον πραγματεύονται τους ψυχολογικούς παράγοντες - ιδιαίτερα τις βαθύτερες ανάγκες και επιθυμίες - ως κίνητρα των ιστορικών πράξεων, τα οποία - όταν αποκλείουν τη μετριοπάθεια και τη λογική - οδηγούν τους ανθρώπους και τους λαούς στην καταστροφή. Με αυτόν τον τρόπο θα αποδειχθεί ότι οι δύο ιστορικοί-αφηγητές χρησιμοποιούν την εστιασμένη αφήγηση, μια αφηγηματική τεχνική η οποία είναι ευρέως γνωστή στις θουκυδίδειες σπουδές ως ‘συναγόμενο κίνητρο’: στην εξιστόρηση των προκαταρκτικών σταδίων των κρίσιμων στρατιωτικών επιχειρήσεων των Αθηναίων και του Ξέρξη οι δυο ιστορικοί υιοθετούν προς στιγμή την οπτική γωνία των συμμετεχόντων, εξερευνώντας την ψυχή τους και συμπεραίνοντας τα ψυχολογικά κίνητρα τα οποία υπόκεινται στη δράση που πρόκειται να ακολουθήσει.
Στη συνέχεια θα υποστηρίξω ότι ο Θουκυδίδης σκόπιμα εκμεταλλεύτηκε τη λογοτεχνική παρουσίαση των βασιλέων της Ανατολής από τον Ηρόδοτο προ- κειμένου να την αξιοποιήσει στη δική του σκιαγράφηση και χαρακτηρισμό των Αθηναίων κατά την περίοδο που κορυφώνεται με την απόφασή τους να εκστρατεύσουν στη Σικελία. Με αυτόν τον τρόπο ο Θουκυδίδης εμφανίζεται να εκφέρει μια έμμεσα αρνητική γνώμη σχετικά με την πνευματική κρίση και την υιοθέτηση τυραννικών χαρακτηριστικών από την Αθήνα - σχετικά με την ανάδειξή της σε μια νέα Περσία - μια άποψη, η οποία συμφωνεί με την γενική εικόνα που έχει για την Αθήνα ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης κατά την περίοδο που ακολουθεί τους Περσικούς πολέμους.
Η εισβολή του παραλόγου
Θα ξεκινήσω με τη διήγηση του Θουκυδίδη για την αντίδραση των Αθηναίων στον δεύτερο λόγο του Νικία στην εκκλησία του δήμου σχετικά με την εκστρατεία στη Σικελία (6.24.1-2): ‘τόσα είπε ο Νικίας (ὁ μέν Νικίας τοσαῦτα εἶπε) ... Οι Αθηναίοι, όμως, δεν αποθαρρύνθηκαν με τις δυσκολίες της προετοιμασίας (οἱ δέ τό μέν ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ οὐκ ἐξῃρέθησαν), αλλά, αντίθετα, ο ενθουσιασμός τους μεγάλωσε (πολύ δέ μᾶλλον ὤρμηντο)’.
Είναι δύσκολο να αντισταθεί κανείς στον πειρασμό να συγκρίνει αυτό το απόσπασμα με την αρχή του 9ου βιβλίου του Ηροδότου, όπου περιγράφεται ημιαστική πορεία του Μαρδόνιου εναντίον της Αθήνας. Όταν έφθασε στη Βοιωτία, σύμφωνα με την αφήγηση, οι Θηβαίοι προσπαθούν να τον πείσουν να σταματήσει, να στρατοπεδεύσει στη Βοιωτία και να προσπαθήσει να κατακτήσει την Ελλάδα με δωροδοκία. Η συμβουλή των Θηβαίων ήταν αναμφισβήτητα βασισμένη σε λογική εκτίμηση της κατάστασης, ο Μαρδόνιος όμως δεν την ακολούθησε. Ο Ηρόδοτος μας δίνει ένα ψυχολογικό κίνητρο (9.3.1): ‘Αυτά τον συμβούλευαν οι Θηβαίοι (οἱ μέν ταῦτα συνεβούλευον), αλλά ο Μαρδόνιος δεν πειθόταν (ό δέ ούκ έπείθετο). Τον είχε πιάσει ζωηρή επιθυμία να κυριέψει την Αθήνα για δεύτερη φορά (ἀλλά οἱ δεινός τίς ἐνέστακτο ἴμερος τάς Ἀθήνας δεύτερα ἑλεῖν).’
Οι ομοιότητες μεταξύ των χωρίων στα οποία ο Νικίας και οι Θηβαίοι αντίστοιχα αποτυγχάνουν να κάνουν τους Αθηναίους και τον Μαρδόνιο να δουν την κατάσταση λογικά είναι τόσο οφθαλμοφανείς ώστε αποκλείεται να είναι συμπτωματικές. Και τα δύο αποσπάσματα παρουσιάζουν μια παρόμοια μετατόπιση προοπτικής: η διήγηση είναι αρχικά ‘εξωτερική’, περιγράφει δηλαδή τις προσπάθειες του Νικία και των Θηβαίων, γίνεται όμως στη συνέχεια ‘εσωτερική’: εστιάζοντας στους Αθηναίους και στον Μαρδόνιο εκφράζει τις εσωτερικές τους επιθυμίες, οι οποίες αποκαλύπτονται ως οι βασικοί λόγοι των πράξεων τους. Σε λογοτεχνικό επίπεδο και οι δύο σκηνές κάνουν χρήση του μοτίβου του λεγάμενου ‘σοφού συμβούλου’ ή του ‘τραγικού προειδοποιητή’: διατυπώνοντας συμβουλές βασισμένες στη μετριοπάθεια, ο Νικίας και οι Θηβαίοι προσπαθούν – ανώφελα - να αποτρέφουν βεβιασμένες αποφάσεις, απευθυνόμενοι σε πρόσωπα κυριευμένα από ασυγκράτητη ορμή για δράση. Σε επίπεδο συντακτικού οι δύο συγγραφείς χρησιμοποιούν κατά παρόμοιο τρόπο μια έντονα αντιθετική κατασκευή, η οποία αντιπαραβάλλει εμφατικά τους αντίθετους πόλους της λογικής και του παραλόγου. Και οι δύο ιστορικοί αναφέρονται πρώτα στη συμβουλή και έπειτα γράφουν τι δεν έπραξαν οι παραλήπτες αυτής της συμβουλής (οἱ μέν ταῦτα συνεβούλευον ... ὁ μέν Νικίας τοσαῦτα εἶπε), δηλαδή να αλλάξουν γνώμη βάσει της συμβουλής (ὁ δέ οὐκ ἐπείθετο – οἱ δέ οὐκ ἐξῃρέθησαν), ενώ όσα τελικά έπραξαν δείχνουν ακόμη σφοδρότερη επιθυμία και ζήλο (ἀλλά οἱ δεινός τίς ἐνέστακτο ἴμερος - πολύ δέ μᾶλλον ὤρμηντο).
Οι δύο αυτές σκηνές, οι οποίες περιγράφουν την αναποτελεσματική συμβουλή του Νικία και των Θηβαίων, ανακαλούν θεματικά και δομικά την προπαρασκευαστική φάση της εκστρατείας του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας: ο Αρτάβανος, ο κατ’ εξοχήν ‘σοφός-σύμβουλος’, παρεμβαίνει για να αποτρέψει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις (7.8-11, 7.46-52) αλλά οι προτροπές του για μετριοπάθεια συναντούν σκληρή αντίσταση η οποία έχει τη μορφή της επιθυμίας του Ξέρξη για την πραγματοποίηση της εκστρατείας, επιθυμίας που εκφράζεται με το ρήμα όρμάομαι και τροφοδοτείται στη συνέχεια από επανειλημμένα οράματα κατά τον ύπνο του. Στο 7.19.1 πληροφορούμαστε ότι ‘καθώς ο Ξέρξης είχε αποφασίσει την εκστρατεία (ὁρμημένῳ δέ Ξέρξῃ στρατηλατέειν), είδε ένα τρίτο όνειρο’.
Την όρμήν για την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας φαίνεται ότι ο Ξέρξης την έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του. Στην αρχή του 7ου βιβλίου το ρήμα όρμάομαι χρησιμοποιείται για να περιγράφει την αντίδραση του Δαρείου όταν πληροφορήθηκε τα νέα της έκβασης της μάχης στον Μαραθώνα (7.1.1.): ‘από πριν ήταν θυμωμένος με τους Αθηναίους για την επιδρομή στις Σάρδεις, και τότε θύμωσε ακόμα πιο πολύ και είχε μεγάλη επιθυμία να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας (καί μᾶλλον ὄρμητο στρατεύεσθαι ἐπί τήν Ἑλλάδα)’. Μερικές γραμμές παρακάτω η έντονη επιθυμία του Δαρείου να πραγματοποιήσει την εκστρατεία μνημονεύεται και πάλι, αφού έχει ρυθμιστεί η διαδοχή του και ο Ξέρξης έχει επίσημα ανακηρυχθεί βασιλιάς: ‘αφού διόρισε επισήμως τον Ξέρξη ως κληρονόμο του, ο Δαρείος ανυπομονούσε να οδηγήσει τον στρατό του στην εκστρατεία (ὁρμᾶτο στρατεύεσθαι)’.
Σε αυτό το σημείο μπορούμε να θυμηθούμε τη συνεχώς αυξανομένη ορμήν των Αθηναίων να εκστρατεύσουν στη Σικελία μετά τον δεύτερο λόγο του Νικία. Είναι άξιο προσοχής ότι κατά τις προετοιμασίες της Σικελικής εκστρατείας η βαθιά ψυχολογική ανάγκη εκφράζεται με το ρήμα όρμώμαι, το οποίο γίνεται και η λέξη-κλειδί που επαναλαμβάνεται και στην αφήγηση και στους λόγους.
Στο χωρίο 6.6.1. ο Θουκυδίδης έμμεσα αποκαλύπτει ότι στόχευε στο να υπογραμμίσει - μέσω των πληροφοριών σχετικά με την ιστορία και τη γεωγραφία της Σικελίας - τον μεγάλο πληθυσμό και το μέγεθος του νησιού και με αυτόν τον τρόπο την παράλογη επιθυμία των Αθηναίων να επιτεθούν: ‘Αυτά ήσαν τα ελληνικά και βαρβαρικά φύλα που ήσαν εγκατεστημένα στη Σικελία (τοσαῦτα ἔθνη Ἑλλήνων καί βαρβάρων Σικελίαν ὤκει) και τέτοια ήταν η έκταση του νησιού εναντίον του οποίου οι Αθηναίοι ετοιμάζονταν να εκστρατεύσουν (καί ἐπί τοσήνδε οὖσαν αὐτήν οἱ Ἀθηναῖοι στρατεύειν ὥρμηντο)’. Μερικές γραμμές παρακάτω το ρήμα όρμώμαι χρησιμοποιείται από τον Νικία, ο οποίος κατά την πρώτη του ομιλία συμβουλεύει τους Αθηναίους (6.9.3): ‘θα σας εξηγήσω, όμως, ότι η βιασύνη σας είναι άκαιρη και ότι δεν είναι εύκολο να επιτύχετε τον σκοπό που επιδιώκετε (οὔτε ράδιά ἐστι κατασχεῖν ἐφ’ ἅ ὤρμησθε)’. Το ίδιο ρήμα διαλέγει ο ιστορικός στην αφήγηση μετά τον λόγο του Αλκιβιάδη (6.19.1), όπου πληροφορούμαστε ότι οι Αθηναίοι - παρόμοια κατά κάποιον τρόπο με την έντονη επιθυμία του Δαρείου να εκστρατεύσει κατά της Ελλάδας - αφού άκου- σαν τον Αλκιβιάδη, τους Εγεσταίους και μερικούς εξόριστους από τους Λεοντίνους, επέμεναν με ιδιαίτερο ζήλο να εκστρατεύσουν εναντίον της Σικελίας (πολλῷ μᾶλλον ἤ πρότερον ὤρμηντο στρατεύειν)’. Υπάρχει ακόμη μια ενδιαφέρουσα εμφάνιση του ρήματος στην αρχή του δεύτερου λόγου του Νικία (6.20.1), όπου χρησιμοποιείται πάλι σε σχέση με την ψυχολογική κατάσταση των Αθηναίων. Ο Νικίας άρχισε να αντιλαμβάνεται το μέγεθος των δυνάμεων του παραλόγου, που επηρέαζαν την Αθήνα. Η τελευταία του ελπίδα είναι να απαριθμήσει λεπτομερειακά όλες τις αντιξοότητες και τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζαν οι Αθηναίοι στη Σικελία: ‘επειδή βλέπω, Αθηναίοι, ότι είσαστε οπωσδήποτε αποφασισμένοι να εγκρίνετε την εκστρατεία (έπειδή πάντας όρώ υμάς, ώ Αθηναίοι, ώρμημένους στρατεύειν), είθε η έκβασή της να είναι σύμφωνη με τις προσδοκίες μας. Τώρα, όμως, θέλω να μιλήσω για τα παρόντα και να σας πω πώς τα βλέπω’. Ανώφελα, συμπεραίνει ο Θουκυδίδης (6.24.2), αναφερόμενος στον ακόμη μεγαλύτερο ενθουσιασμό των Αθηναίων (πολύ δέ μᾶλλον ὤρμηντο) στο προαναφερθέν χωρίο.
Εάν λοιπόν παρουσιάσουμε σχηματικά τις αναφορές στο στοιχείο της ὀρμῆς κατά το πρώϊμο αυτό στάδιο της εκστρατείας, έχουμε την εξής αλληλουχία: 1. αναφορά του Θουκυδίδη στην όρμήν μετά τα κεφάλαια της Σικελικής αρχαιολογίας, 2. αναφορά του Νικία στην όρμήν στον πρώτο του λόγο, 3· αναφορά του Θουκυδίδη στην ακόμη μεγαλύτερη όρμήν των Αθηναίων μετά τον λόγο του Αλκιβιάδη, 4. αναφορά του Νικία στον δεύτερο λόγο του στην όρμήν των Αθηναίων, 5. δεύτερη αναφορά του Θουκυδίδη στην ακόμη μεγαλύτερη όρμήν ύστερα από όλους τους λόγους που ακούστηκαν. Αυτή η επανειλημμένη αναφορά στην όρμήν των Αθηναίων από τον Θουκυδίδη και τον Νικία υπογραμμίζει τον ανώφελο αγώνα εναντίον των δυνάμεων του παραλόγου, που όχι μόνο δεν μειώνεται, αλλά μεγεθύνεται συνεχώς και εξαπλώνεται σαν ένα είδος ασθένειας.
Αυτή η ιδέα της ‘άρρωστης’ συλλογικής ψυχικής κατάστασης επιτείνεται από το συμπερασματικό σχόλιο του Θουκυδίδη στο 6.24.3 σχετικά με την απόφαση της Αθήνας να εισβάλει στη Σικελία, όπου πληροφορούμαστε ότι ‘όλους τούς έπιασε μεγάλη επιθυμία να φύγουν στην εκστρατεία’ (καί ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι). Αυτή η πρόταση ανακαλεί εντυπωσιακά την περιγραφή της ψυχολογίας του Μαρδονίου από τον Ηρόδοτο, πριν επιτεθεί στην Αθήνα στο 9.3.1 (ἀλλά οἱ δεινός τίς ἐνέστακτο ἴμερος τάς Ἀθήνας δεύτερα ἑλεῖν). Βάσει του λεξιλογίου και της σύνταξής τους (αντικείμενα σε δοτική πτώση συνοδευόμενα από ρήματα που εκφράζουν συναισθήματα και έχουν ως πρώτο συνθετικό την πρόθεση εν-) και οι δύο προτάσεις δημιουργούν την εντύπωση ότι κάτι εξωτερικό εισβάλλει στο σώμα. Στην περίπτωση του Μαρδονίου το σπάνιο και ποιητικό ένέστακτο του Ηροδότου δίνει την εντύπωση ότι ο Μαρδόνιος είχε μεθύσει από μια επιθυμία η οποία έσταζε σαν δηλητήριο μέσα στο σώμα του. Με παρόμοιο τρόπο το θουκυδίδειο ένέπεσε ανακαλεί μια ισχυρή μεταφορική εικόνα ενός ἔρωτος ο οποίος εισβάλλει από έξω όπως μια ασθένεια.
To ἐμπίπτω είναι εκ φύσεως ένα αρνητικά φορτισμένο ρήμα, το οποίο χρησιμοποιείται στις περιγραφές συμφορών όπως ασθένειες και φυσικές καταστροφές, ή ενός παράλογου στοιχείου, ενός πάθους ή μιας ψυχικής διάθεσης, η οποία εμποδίζει λογικούς υπολογισμούς και ερμηνείες. Ο Θουκυδίδης παραδείγματος χάριν το χρησιμοποιεί στη διήγηση της ξαφνικής εκδήλωσης της λοιμώδους επιδημίας στην Αθήνα (ἐξαπιναίως ἐνέπεσε, 2.48.2) και αργότερα για να περιγράφει ένα από τα δυσάρεστα συμπτώματά της, συγκεκριμένα κρίσεις που δεν καταλήγουν σε έμετο (λύγξ τε τοῖς πλέοσιν ἐνέπιπτε κενή, 2.49.4). Το ρήμα χρησιμοποιείται επίσης στον λόγο του Περικλή ο οποίος ακολουθεί μετά την περιγραφή της λοιμώδους επιδημίας και στον οποίο ο μεγάλος ηγέτης των Αθηναίων επιπλήττει τον λαό για έλλειψη αποφασιστικότητας ύστερα από μια μεγάλη και ξαφνική καταστροφή, δηλαδή τον λοιμό (καί μεταβολῆς μεγάλης, καί ταύτης έξ ὀλίγου ἐμπεσούσης, 2.61.2).
Στο πλαίσιο των αφηγήσεων των μαχών το ρήμα χρησιμοποιείται σποραδικά για να περιγράφει μεταφορικά την ξαφνική ‘εισβολή’ και τα καταστρεπτικά αποτελέσματα ενός ψυχολογικού στοιχείου, όπως φόβος, κατάπληξη ή πανικός. Στο 7.80.3, παραδείγματος χάριν, περιγράφοντας τη νυκτερινή υποχώρηση των Αθηναίων μετά την ήττα στο λιμάνι των Συρακουσών, ο Θουκυδίδης αναφέρεται στην γενική αταξία η οποία κατέβαλε τον στρατό (καί αὐτοῖς ... ἐμπίπτει ταραχή) και που οφειλόταν στον εντεινόμενο φόβο τους, καθόσον βρίσκονταν νύχτα σε εχθρική περιοχή και ο εχθρός τούς καταδίωκε από κοντά. Η μεταφορική εικόνα του αυξανόμενου πανικού ενισχύει την αίσθησή μας για την πτώση του ηθικού του Αθηναϊκού στρατού στην τελευταία φάση της Σικελικής εκστρατείας. Η αρνητική χρήση του ρήματος και σε άλλα σημεία της Ιστορίας σε σχέση με πανωλεθρίες και δυσμενείς ψυχολογικές συνθήκες δείχνει σαφώς ότι ο Θουκυδίδης αντιλαμβανόταν την ψυχική διάθεση των Αθηναίων κατά την παραμονή της Σικελικής εκστρατείας ως επικίνδυνη, εάν όχι παθολογική.
Επιπλέον, η χρήση του εμπίπτω για ένα αρνητικό συναίσθημα κατά τις προκαταρκτικές φάσεις μιας σοβαρής στρατιωτικής επιχείρησης προσφέρει μια άλλη πιθανή διακειμενική σύνδεση με τον Ηρόδοτο. Αναφέρομαι στον ξαφνικό φόβο ο οποίος πλήττει, τον στρατό του Ξέρξη (φόβος ές τό στρατόπεδον ένέπεσε, 7.43.2) τη νύχτα που ο Ξέρξης επισκέφτηκε την Τροία. Ο φόβος του στρατού φαίνεται ανεξήγητος μέσα στο πλαίσιο της θριαμβευτικής προέλασης των περσικών εκστρατευτικών δυνάμεων εναντίον της Ελλάδας. Και είναι μεγάλη η έκπληξη, όταν ο Ηρόδοτος δεν δίνει καμία εξήγηση για αυτόν. Παρ’ όλα αυτά ίσως συνιστά μια έμμεση και δυσοίωνη νύξη. Στην αρχή της εκστρατείας, στην οποία μεγάλη έμφαση τίθεται στο μέγεθος των προπαρασκευών και του στρατού του Ξέρξη, ξαφνικά επικρατεί φόβος, όταν ο Ξέρξης επισκέπτεται την Τροία: η όψη της Τροίας ίσως οδήγησε τους Πέρσες να σκεφθούν υποσυνείδητα ότι όπως οι μεγάλες πόλεις (η Τροία) έτσι και οι μεγάλες αυτοκρατορίες είναι προορισμένες να πέσουν. Ή ίσως τους κάνει να αναλογιστούν ότι αυτή η δοξασμένη πόλη της Ανατολής καταστράφηκε από το έθνος εναντίον του οποίου εκστράτευαν τώρα. Ή τους έκανε να συνειδητοποιήσουν για πρώτη φορά το μέγεθος της στρατιωτικής επιχείρησης την οποία ανέλαβαν, τη δριμύτητα του συνεχούς πολέμου, το ενδεχόμενο της καταστροφής.
Ανεξάρτητα από τη λεκτική ομοιότητά του με τη διατύπωση που περιγράφει τον ισχυρό έρωτα των Αθηναίων στον Θουκυδίδη (6.24.3), ο ξαφνικός φόβος των Περσών πριν περάσουν στην Ευρώπη μας προσκαλεί να τον συγκρίνουμε με άλλα ψυχολογικά σχόλια τα οποία παρεμβάλλει ο Θουκυδίδης λίγο πριν από την έναρξη της Σικελικής εκστρατείας. Μερικά κεφάλαια μετά τις αναφορές στα συναισθήματα των Αθηναίων σχετικά με την εκστρατεία και, απρόσμενα, στο πλαίσιο της λεπτομερούς περιγραφής της πολυδάπανης αρμάδας η οποία ξεκινούσε εναντίον της Σικελίας ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί (6.31.1) ότι οι Αθηναίοι ‘και την ώρα εκείνη που είχε έρθει η στιγμή του αποχωρισμού για ν’ αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο, συλλογίζονταν τα δεινά του πολέμου περισσότερο παρά όταν αποφάσιζαν την εκστρατεία (μᾶλλον αὐτούς ἐσῄει τά δεινά ἤ ὅτε ἐψηφίζοντο πλεῖν)’.
Είναι σαφές λοιπόν ότι οι δύο ιστορικοί προσδίδουν παρόμοια έμφαση στις μετριοπαθείς συμβουλές που αγνοούνται, στα δυνατά πάθη τα οποία φαίνεται να εισβάλλουν έξωθεν, ως ένα είδος ψυχικής ασθένειας, στην ωριμότερη σκέψη^ και τη στιγμιαία διστακτικότητα των συμμετεχόντων πριν από την επιχείρηση λόγω των πιθανών συνεπειών της. Και οι δύο συγγραφείς φαίνεται να αντιλαμβάνονται τις πρώτες φάσεις των σημαντικών στρατιωτικών επιχειρήσεων τις οποίες αρχίζουν να περιγράφουν εν μέρει ως μια μάχη μεταξύ της λογικής και του παράλογου.
Το στοιχείο της εξαπάτησης
Όταν το πνεύμα επηρεάζεται από το πάθος, αυτό καθιστά και τα άτομα και τους λαούς ευάλωτους στην απάτη: η άποψη αυτή παρουσιάζεται και στους δύο ιστορικούς κατά δύο τρόπους: είτε ως ένας επιβαρυντικός παράγοντας ο οποίος προωθεί ιδιωτικά ενδιαφέροντα, είτε ως ομάδες ανθρώπων οι οποίες δίνουν αναληθείς υποσχέσεις. Αυτή η εξαπάτηση με τη σειρά της υποθάλπει επικίνδυνα τα αρχικά πάθη των χαρακτήρων και με αυτόν τον τρόπο τα καθιστά δέσμια του παραλόγου.
Όπως ήδη είδαμε, ο Μαρδόνιος στην περίπτωση του Ξέρξη και ο Αλκιβιάδης στην περίπτωση των Αθηναίων παίζουν τον ρόλο εκείνου που εξαπατά. Οι ορμές και των δύο δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν αντικειμενικές και αξιόπιστες, καθόσον οι ίδιοι είναι ήδη διαποτισμένοι από προσωπικές επιθυμίες και προσδοκίες.
Νωρίς στο 7ο βιβλίο ο Ηρόδοτος αποκαλύπτει τον λόγο ο οποίος κρύβεται πίσω από την προσπάθεια του Μαρδόνιου να πείσει τον Ξέρξη να αναλάβει την εκστρατεία κατά της Ελλάδας (7.6.1): ‘έλεγε αυτά τα πράγματα λόγω της αγάπης του για την προξένηση βλάβης (νεωτέρων ἔργων ἐπιθυμητής) κι επιθυμούσε να γίνει κυβερνήτης της Ελλάδας (καί θέλων αὐτός τῆς Ἑλλάδος ὕπαρχος εἶναι)’.
Σε ένα απόσπασμα που θυμίζει τα σχόλια του Ηροδότου σχετικά με τους πραγματικούς λόγους του Μαρδόνιου να προχωρήσει στην εκστρατεία ο Θουκυδίδης αποκαλύπτει τα βαθύτερα κίνητρα που κρύβονται πίσω από την προσπάθεια του Αλκιβιάδη να πείσει τους Αθηναίους να εκστρατεύσουν στη Σικελία (6.15.2), λέγοντας ότι ήταν ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της εκστρατείας ‘περισσότερο, όμως, απ’ όλα ήθελε να στρατηγήσει (καί μάλιστα στρατηγῆσαι τέ ἐπιθυμῶν) και είχε την ελπίδα ότι υπό την ηγεσία του θα κυρίευαν την Σικελία και την Καρχηδόνα, κι έτσι με τις επιτυχίες του, θα προσποριζόταν ο ίδιος και χρήματα και δόξα’.
Δεν είναι μόνο ορισμένα άτομα που δρουν εξαπατώντας και παραπλανώντας, αλλά και οι κεντρικοί παράγοντες της δράσης γίνονται συχνά θύματα απατηλών διάβολων από τις λαϊκές μάζες. Στο 7.6.2-5 ο Ηρόδοτος γράφει ότι τόσο οι προτροπές του Μαρδόνιου όσο και ορισμένα άλλα γεγονότα συνετέλεσαν στην απόφαση του Ξέρξη, και εξίσου συνέβαλαν μια πρόσκληση των Αλευαδών, της βασιλικής οικογένειας της Θεσσαλίας, η οποία του υποσχέθηκε πρόθυμα βοήθεια (πασαν προθυμίην παρερχόμενοι επί την Ελλάδα), και οι παρόμοιες πιέσεις των Πεισιστρατιδών στα Σούσα. Αυτά έγιναν ακόμη πιο αποτελεσματικά χάρη στην παραπλανητική δράση του Ονομάκριτου, ενός Αθηναίου συλλέκτη χρησμών, ο οποίος συνέταξε και εξέδωσε τους χρησμούς του Μουσαίου αποκαλύπτοντας μόνον αυτούς οι οποίοι ήταν υπέρ του Ξέρξη, ενώ συγχρόνως παρέλειπε κάθε προφητεία η οποία προέβλεπε εμπόδια στα Περσικά σχέδια.
Χρησιμοποιώντας την τεχνική της ‘αφηγηματικής επιβράδυνσης’, ο Ηρόδοτος επιφυλάσσει την αποκάλυψη του δόλου των Αλευαδών για το σημείο το οποίο θεωρεί το πιο κατάλληλο, όταν δηλαδή ο Ξέρξης φθάνει στη Θεσσαλία στο μέσον του 7ου βιβλίου (7.130): ‘όταν τα έλεγε αυτά είχε στον νου του τους Αλευάδες που πρώτοι από τους Έλληνες της Θεσσαλίας προσφέρθηκαν στον βασιλιά. Ο Ξέρξης νόμιζε πως του εξασφάλιζαν την φιλία ολόκληρου του λαού τους (δοκέων ὁ Ξέρξης ἀπό παντός σφέας τοῦ ἔθνεος ἐπαγγέλεσθαι φιλίην)’. Μερικά κεφάλαια αργότερα λέγεται σαφώς ότι οι Θεσσαλοί δεν έλαβαν μέρος στις δολοπλοκίες των Αλευαδών, οι οποίες συνέβησαν λίγο πριν από την εκστρατεία του Ξέρξη. Ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί το ρήμα μηχανάομαι που σηματοδοτεί την παρεμβολή του στοιχείου της εξαπάτησης (7.172): ‘οι Θεσσαλοί εμήδισαν στην αρχή από ανάγκη κι έδειξαν φανερά ότι δεν συμφωνούσαν με τις μηχανορραφίες των Αλευαδών (οὔ σφι ἤνδανε τά οἱ Ἀλευάδαι ἐμηχανῶντο)’.
Με παρόμοιο τρόπο στον Θουκυδίδη οι παροτρύνσεις του Αλκιβιάδη υποστηρίζονται και γίνονται περισσότερο αποτελεσματικές με την εσπευσμένη πρόσκληση μιας διπλωματικής αντιπροσωπείας από την Έγεστα, μια πόλη η οποία είχε κακές σχέσεις με τον γείτονά της, τον Σελινούντα (6.6.2). Ο Σελινούντας είχε την υποστήριξη των Συρακουσών και οι Εγεσταίοι αναζήτησαν βοήθεια από τους συμμάχους τους στην Αθήνα, υποσχόμενοι να προσφέρουν όλα τα αναγκαία χρήματα για τον πόλεμο. Η αναφορά στην όρμήν γίνεται με τη βοήθεια του ρήματος έξώρμησαν: ‘τους εξώθησαν πολύ και οι πρέσβεις από την Έγεστα (μάλιστα δ’ αύτους έξώρμησαν Εγεσταίων πρέσβεις), που ήσαν στην Αθήνα και ζητούσαν επίμονα την βοήθεια τους... Φρόνιμο θα ήταν οι Αθηναίοι, με όσους συμμάχους είχαν ακόμη, ν’ αντιταχθούν στους Συρακουσίους, αφού, μάλιστα, και οι ίδιοι οι Εγεσταίοι θα τους προμήθευαν πολλά χρήματα για τον πόλεμο’.
Η συνέλευση αποφασίζει να στείλει μια αποστολή για να διερευνήσει εάν οι θησαυροί του ναού, για τους οποίους οι Εγεσταίοι είχαν πει τόσα πολλά, υπήρχαν πράγματι και να διαπιστώσει την κατάσταση του πολέμου με τον Σελινούντα (6.6.3). Οι απεσταλμένοι γύρισαν την άνοιξη με Εγεσταίους πολίτες, οι οποίοι έφεραν μαζί τους εξήντα τάλαντα και άκοπο άργυρο, την αμοιβή δηλαδή ενός μηνός για τα πλοία που ήλπιζαν να εξασφαλίσουν από την Αθήνα. Εδώ ο Θουκυδίδης εισάγει ένα εμφατικό συγγραφικό σχόλιο σχετικά με την αλήθεια των ισχυρισμών των Εγεσταίων (6.8.2.): ‘οι Αθηναίοι συγκάλεσαν Εκκλησία και αφού άκουσαν από τους Εγεσταίους και τους δικούς τους πρέσβεις ενθαρρυντικές αλλά όχι αληθινές πληροφορίες (τά τε άλλα επαγωγά καί ούκ άληθή), - μεταξύ άλλων ότι υπήρχαν έτοιμα χρήματα πολλά στο δημόσιο ταμείο και τους ναούς - ψήφισαν να στείλουν στην Σικελία εξήντα καράβια’.
Η εκτίμηση του Θουκυδίδη δικαιώνεται ύστερα από μερικά κεφάλαια (6.46), όπου οι Αθηναίοι, όντας πια στο Ρήγιο, πληροφορούνται από τα τρία πλοία τα οποία είχαν στείλει στην Έγεστα ότι τα εν λόγω χρήματα ουσιαστικά δεν υπάρχουν και ότι διαθέσιμα είναι μόνον τριάντα τάλαντα. Μετά πληροφορούμαστε ότι οι Αθηναίοι απεσταλμένοι είχαν πέσει θύματα απάτης εξαιτίας ενός δαιμόνιου τεχνάσματος:
(Οι Εγεσταίοι) τούς οδήγησαν στον ναό της Αφροδίτης στον Έρυκα (ἐς τε τό ἐν Ἔρυκι ἱερόν ταῆς Ἀφροδίτης ἀγαγόντες) και τους έδειξαν τα αφιερώματα (αὐτούς ἐπέδειξαν τά ἀναθήματα) - τάσια, κανάτες για κρασί και μυροκαύ- στες (φιάλας τε καί οἰνοχόας καί θυμιατήρια) - και άλλα πολλά αντικείμενα από ασήμι, που φάνταζαν πολύ περισσότερο από την πραγματική τους αξία. Μετά διάφοροι ιδιώτες προσκαλούσαν στα σπίτια τους τα πληρώματα των καραβιών, μάζευαν όλα τα χρυσά και ασημένια σκεύη που υπήρχαν στην Έγεστα (ἐκπώματα καί χρυσά καί ἀργυρά), και δανείζονταν άλλα από τις γειτονικές ελληνικές και φοινικικές πολιτείες.
Οι απεσταλμένοι των Αθηναίων, όπως ήταν φυσικό, εντυπωσιάστηκαν και γυρίζοντας πίσω στην πατρίδα έκαναν λόγο για τις τεράστιες ποσότητες των πολύτιμων αντικειμένων, τα οποία είχαν δει. Ο Θουκυδίδης συμπεραίνει ότι ‘αυτοί είχαν εξαπατηθεί οι ίδιοι και έπεισαν και τους συμπατριώτες τους (καί οἱ μέν αὐτοί άπατηθέντες καί τούς ἄλλους τότε πείσαντες)’.
Επιπρόσθετα, σε γενικότερο επίπεδο ίσως λανθάνει μια μεγαλύτερη απάτη. Υπάρχουν λεκτικές αναλογίες μεταξύ της λεπτομερούς περιγραφής της δολιότητας των Εγεσταίων και της εντυπωσιακής αφήγησης της αναγώρησης του Αθηναϊκού στόλου από τον Πειραιά προς τη Σικελία. Λίγο πριν ο μεγαλειώδης στόλος ξεκινήσει, οι Αθηναίοι εκτελούν ένα τελετουργικό: γεμίζουν με κρασί κύπελλα και κάνουν σπονδές από χρυσά και αργυρά ποτήρια (ἐκπώμασι χρυσοῖς τε καί ἀργυροῖς, 6.32.1).
Το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης συμπεριλαμβάνει αυτή την οπτική λεπτομέρεια προκαταλαμβάνει την αναφορά στα απατηλά αντικείμενα της επίδειξης των Εγεσταίων που θα καταγράψει ύστερα από μερικά κεφάλαια. Η επανάληψη ίσως υπαινίσσεται μια ειρωνική αντιστοιχία: στην περίπτωση των Εγεσταίων τα χρυσά και αργυρά κύπελλα είναι ένα απατηλό τεκμήριο της ανύπαρκτης ευημερίας της Έγεστας, μια αντικειμενική έκφραση της απάτης των Εγεσταίων. Τα χρυσά και αργυρά κύπελλα κατά τη σκηνή της αναχώρησης ίσως υποδηλώνουν μια μεγαλύτερη απάτη: αυτή των Αθηναίων, οι οποίοι νομίζουν ότι η πόλη τους είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει και να φέρει σε πέρας με επιτυχία την εκστρατεία. Αυτή η ενδιαφέρουσα περίπτωση ενδοκειμενικού υπαινιγμού ίσως υπηρετεί μια ρητορική πρόθεση: ο Θουκυδίδης, υποθέτω, συνδέει σκόπιμα τις σκηνές της αναγώρησης για τη Σικελία και τη δολιότητα των Εγεσταίων, γιατί ερμήνευε - και ίσως ήθελε να ερμηνεύσουν και οι αναγνώστες του - το θέαμα το οποίο διοργάνωσαν οι Αθηναίοι στον Πειραιά ως μια απάτη μεγάλου μεγέθους. Έτσι το γεγονός στην Έγεστα ίσως θεωρηθεί μια εκδοχή σε μικρογραφία της μεγαλύτερης απάτης, η οποία έλαβε χώρα στον Πειραιά: οι απεσταλμένοι των Αθηναίων εξάγουν λανθασμένα συμπεράσματα σχετικά με τη μη υπαρκτή ευημερία των Εγεσταίων και τελικά εξαπατώνται (καί οἱ μέν αὐτοί τε ἀπατηθέντες) με την επίδειξη τιμαλφών. Οι Αθηναίοι επιβεβαιώνουν στον Πειραιά την οικονομική δύναμη της πόλης τους παρατηρώντας την καταπληκτική - και απατηλή - παρουσία του αναχωρούντος στόλου [τῇ ὄψει ἀνεθάρσουν). Κατά ειρωνικό τρόπο και οι δυο ‘απάτες’ αποκαλύπτονται συγχρόνως. Στο 6.46 με την τεχνική της αφηγηματικής επιβράδυνσης (όπως και στην περίπτωση της υπόσχεσης των Αλευαδών στον Ηρόδοτο) η δολιότητα των Εγεσταίων αποκαλύπτεται, καθώς έχουν στην διάθεσή τους μόνο τριάντα τάλαντα (6.46). Σε αυτό το σημείο οι στρατηγοί που ήταν υπεύθυνοι για την επιχείρηση βρίσκονται χωρίς χρήματα. Καθένα από τα διάφορα σχέδια του Νικία, του Αλκιβιάδη και του Λάμαχου (6.47-49) έχει σκοπό να βρεθούν πηγές χρηματοδότησης της αθηναϊκής δύναμης στη Σικελία. Μόνο λίγα κεφάλαια πριν ο στόλος στον Πειραιά χαρακτηριζόταν πολυτελέστατος (πολυτελεστάτη). Στη Σικελία η έλλειψη χρημάτων γίνεται ζωτικό πρόβλημα. Τα φαινόμενα - τώρα το γνωρίζουμε - απατούν.
Οι κρατῆρες και τα ἐκπώματα των σπονδών των Αθηναίων πριν από τη Σικελία είναι επίσης ενδιαφέροντα στοιχεία ως προς το ζήτημα των διακειμενικών υπαινιγμών στον Ηρόδοτο και τη ρητορική, η οποία είναι δυνατόν να κρύβεται πίσω από αυτόν. Λίγο πριν περάσει τον Ελλήσποντο προς την Ευρώπη ο Ξέρξης εκτελεί μια παρόμοια διαβατ-όρια ιεροτελεστία, χύνοντας κρασί στη θάλασσα από μια χρυσή φιάλη (ἐκ χρυσέης φιάλης), την οποία τελικά ρίχνει στη θάλασσα μαζί με ένα χρυσό κύπελλο (χρύσεον κρητήρα) και ένα Περσικό σπαθί που ονομαζόταν ‘ακινάκης’. Αυτή η πολυτελής επίδειξη Περσικής ευμάθειας, η οποία αποτελεί την αρχική σκηνή της εκστρατείας εναντίον της Ελλάδας, αποτελεί το αντεστραμμένο είδωλο του καταστρεπτικού τέλους της επιχείρησης του Ξέρξη. Μετά τη μάχη των Πλαταιών, η οποία σφράγισε την αποτυχία της Περσικής εκστρατείας, οι Έλληνες νικητές λεηλατούν το στρατόπεδο. των Περσών. Μεταξύ άλλων βρίσκουν κύπελλα, φιάλες και ποτήρια (κρητήράς τε χρυσέους και φιάλας τε και άλλα έκπώματα). Η επανειλημμένη αναφορά αυτών των τιμαλφών στην αρχή και στο τέλος της Περσικής εισβολής έχει μια ρητορική λειτουργία: υπογραμμίζει την τραγική ανατροπή της Περσικής κατάστασης. Αντικείμενα τα οποία υπήρξαν σύμβολα της Περσικής αφθονίας και δύναμης περνούν στα χέρια των Ελλήνων, και έτσι υπογραμμίζεται η κυρίαρχη ιδέα ότι η υλική ευμάρεια δεν εγγυάται τη στρατιωτική επιτυχία. Αντίθετα, φαίνεται ότι τα πολύτιμα αντικείμενα έχουν αρνητικές συνέπειες για αυτούς που τα κατέχουν.
Ο Θουκυδίδης κινείται στο πλαίσιο της ίδιας ιδέας: γυαλιστερά, πολύτιμα αντικείμενα όπως φιάλαι, κρατῆρες και ἐκπώματα δημιουργούν, όταν αναφέρονται, ένα συναίσθημα που προαναγγέλλει μια επικείμενη καταστροφή. Επιπρόσθετα υπάρχουν δύο άλλες αναφορές σε πολύτιμο μέταλλο στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών φάσεων της εκστρατείας στη Σικελία, οι οποίες εκ των υστέρων αποκτούν μια δυσοίωνη σημασία. Στο 6.24.3 η άπληστη επιθυμία των μαζών και των στρατιωτών στην Αθήνα έχει σαφώς προσδιορισθεί ως ένας εκ των βασικών λόγων οι οποίοι κρύβονται πίσω από τον ζήλο για την εκστρατεία (ὁ δέ πολύς ὅμιλος καί στρατιώτης ἐν τέ τῷ παρόντι ἀργύριον οἴσειν). Μερικές σειρές παρακάτω ο Θουκυδίδης υποστηρίζει ότι πολλά τάλαντα έχουν εξαχθεί από την πόλη (πολλά ἄν τάλαντα ηὑρέθη ἐκ τῆς πόλεως τά πάντα ἐξαγόμενα, 6.31.5). Όπως και στην περίπτωση των μεθεόρτιων της μάχης των Πλαταιών, όπου ο Ηρόδοτος οπτικοποιεί την αντιστροφή της Περσικής μοίρας περιγράφοντας πώς τα Περσικά λάφυρα περιήλθαν στα χέρια των Ελλήνων νικητών, έτσι και ο Θουκυδίδης με τη λεπτομερή αφήγηση των πολυδάπανων προετοιμασιών για την εκστρατεία σκιαγραφεί αντιθετικά μια σκηνή η οποία εμπεριέχει την τραγική τελική έκβαση στη Σικελία. Μετά την παράδοση του Δημοσθένη και των ανδρών του υπό τον όρο να μην τους σκοτώσουν ο Θουκυδίδης καταλήγει σε μια σκηνή οπτικά υποβλητική (7.82.3): ‘και παράδωσαν όσα χρήματα είχαν μαζί τους, πετώντας τα μέσα σε ασπίδες γυρισμένες ανάποδα. Γέμισαν έτσι τέσσερεις ασπίδες (καί τό ἀργύριον ὅ εἶχον ἅπαν κατέθεσαν ἐσβαλοντες ἐζ ἀσπίδας ὑπτίας, καί ἐνέπλησαν ἀσπίδας τέσσαρας)’.
Με την οπτική λεπτομέρεια και την αριθμητική του ακρίβεια το χωρίο αυτό εστιάζει την προσοχή μας στην τραγική αντιστροφή της τύχης της πόλης και την καταστροφή των οικονομικών της πόρων. Ο υπερβολικός πλούτος, ο οποίος διατέθηκε για την εκστρατεία, και η ελπίδα για περισσότερο πλούτο φθίνουν προοδευτικά για να καταλήξουν σε ένα ισχνό, αξιολύπητο ποσό, το οποίο μόλις που γέμιζε τέσσερις ασπίδες. Δεν είναι δυνατόν παρά να σκεφθεί κανείς ότι η έμφαση του Θουκυδίδη στη σπάταλη πολυτέλεια των Αθηναίων στην αρχή της εκστρατείας είναι ένας ειρωνικός - και με αυτόν τον τρόπο και ηροδότειος - υπαινιγμός στην τελική καταστροφή.
Απατηλή επίδειξη
Η σχέση ανάμεσα στο δόλιο τέχνασμα στην Έγεστα και τη σκηνή της αναχώρησης στον Πειραιά από τη μια και την ερμηνεία του Θουκυδίδη για την ανάληψη της εκστρατείας ως μιας απάτης από την άλλη ενισχύεται περαιτέρω από μια άλλη λεκτική αναλογία. Στο πλαίσιο του δόλου τους θυμίζω ότι οι Εγε- σταίοι οδήγησαν τους απεσταλμένους των Αθηναίων στον ναό της Αφροδίτης στον Έρυκα και τους έδειξαν τον θησαυρό από προσφορές ο οποίος βρισκόταν εκεί. Η λέξη κλειδί είναι εδώ έπέδειξαν, ο αόριστος του έπιδείκνυμι, ‘επιδεικνύω’ ή μάλλον ‘κάνω επίδειξη’. Η δολιότητα των Εγεσταίων έγκειται στην έκθεση, την έπίδειξιν τιμαλφών αντικειμένων. Ας το συγκρίνουμε με το 6.31.4, όπου ο Θουκυδίδης περιγράφει την εντύπωση την οποία έκανε στους υπολοίπους Έλληνες η αναχώρηση του μεγαλειώδους Αθηναϊκού στόλου: ‘ώστε να νομίζει κανείς ότι ετοιμάζεται περισσότερο μια επίδειξη δύναμηςκαι μεγαλείου προς τους άλλους Έλληνες (έπίδειξιν μάλλον είκασθήναι τής δυνάμεως καί τής εξουσίας) παρά μια εκστρατεία εναντίον του εχθρού’. Αντίθετα προς τους εύκολα χειραγωγούμενους και εξαπατώμενους Αθηναίους οι άλλοι Έλληνες, χρησιμοποιώντας τη λογική τους κρίση και ικανότητα εικασίας (είκασθήναι), συμπεραίνουν ότι αυτό το οποίο βλέπουν είναι απλώς μια καλά προετοιμασμένη παράσταση της Αθηναϊκής δύναμης παρά μια προετοιμασία για στρατιωτική επιχείρηση. Αυτή η διπλή ερμηνεία του ίδιου θεάματος ενισχύει την εντύπωση ότι οι Αθηναίοι βρίσκονταν σε σύγχυση ως αποτέλσμα της συνεχώς εντεινόμενης υποταγής τους στο στοιγείο του παραλόγου.
Η ιδέα της επίδειξης της Αθηναϊκής δύναμης εντοπίζεται ειρωνικά στην παράγραφο που ακολουθεί αμέσως μετά την έπίδειξιν των Εγεσταίων. Στο 6.47 αναφερόμενος στις Αθηναϊκές δυνάμεις οι οποίες στάλθηκαν στην Έγεστα ο Νικίας προτείνει ότι ‘θα έπρεπε να πλεόσουν περνώντας από τις Σικελικές πόλεις και να πραγματοποιήσουν επίδειξη της δύναμης της Αθήνας (καί ἐπιδείξαντας μέν τήν δύναμιν τῆς Ἀθηναίων πόλεως), και αφού επιδείξουν τον ζήλο τους να βοηθήσουν τους συμμάχους τους, να επιστρέφουν πίσω στην πατρίδα’.
Η ρίζα ἐπιδεικ- απαντά μόνον επτά φορές στην Ιστορία. Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, ότι τρεις από αυτές συγκεντρώνονται μέσα σε μερικές παραγράφους (δύο από αυτές τις παραγράφους είναι συνεχόμενες 6.46.3 και 47). Ο λόγος για αυτό είναι ίσως η επιθυμία του Θουκυδίδη να δώσει έμφαση στο πόσο πλανώνταν οι Αθηναίοι στην αρχή της Σικελικής εκστρατείας, και να υπογραμμίσει ότι συνήγαν συμπεράσματα για κρίσιμα οικονομικά θέματα βασιζόμενοι σε απλές επιδείξεις και φαινόμενα.
Το θέμα της επίδειξης της Αθηναϊκής δύναμης πρωτοεμφανίζεται στην Ιστορία στην αρχή του 3ου βιβλίου, όπου μας δίνεται η πληροφορία για τη συμ- μαχία την οποία σύναψαν οι Λακεδαιμόνιοι με τους Μυτιληναίους. Οι νησιώτες, γράφει ο Θουκυδίδης, είχαν αποστατήσει από την Αθήνα και είχαν πείσει τους Λακεδαιμονίους να εισβάλουν εκ νέου στην Αττική, σκεπτόμενοι ότι οι Αθηναίοι δεν θα είχαν τη δυνατότητα να κάνουν κάτι για να αποκρούσουν την εισβολή, έχοντας ήδη μεταφέρει ένα σοβαρό μέρος του στόλου τους στη Λέσβο. Οι Αθηναίοι αντιλήφθηκαν ότι αυτές οι διαπραγματεύσεις βασίζονταν σε υποθέσεις σχετικές με την αδυναμία τους και θέλησαν να αποδείξουν ότι είναι απόλυτα ικανοί να αποκρούσουν τον Πελοποννησιακό στόλο χωρίς να ανακαλέσουν τον δικό τους στόλο από τη Λέσβο. Με αυτόν τον σκοπό επάνδρωσαν εκατό τριήρεις και με πολίτες και με μετοίκους και ‘πήγαν στον Ισθμό κι έκαναν ναυτική επίδειξη (ἐπίδειξίν τε ἐποιοῦντο) και διάφορες επιδρομές στις ακτές της Πελοποννήσου, σ’ όποιο σημείο ήθελαν’ (3.16.1.). Οι Αθηναίοι τελικά πέτυχαν το αποτέλεσμα που επιδίωκαν. Αντιμέτωποι με αυτήν την εντελώς απροσδόκητη έκβαση των γεγονότων (ὁρῶντες πολύν τόν παράλογον), οι Λακεδαιμόνιοι σκέφθηκαν ότι η εκτίμηση των Μυτιληναίων για την Αθηναϊκή δύναμη ήταν εσφαλμένη και ότι η όλη επιχείρηση ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, και έτσι αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω (3.16.2).
Εκτός από τη χρήση του ἐπιδείκνυμι υπάρχουν και άλλες ομοιότητες οι οποίες συνδέουν την ἐπίδειξίν του υπό συζήτηση χωρίου με τις έπιδείξεις κατά την αναχώρηση του στόλου στη Σικελία και του δόλου των Εγεσταίων. Και στις τρεις περιπτώσεις, παραδείγματος χάριν, το θέαμα φαίνεται να ακυρώνει τη λογική και να προκαλεί δυσπιστία ή έκπληξη μεταξύ των θεατών. Στο απόσπασμα που μόλις αναφέραμε λέγεται ότι οι Λακεδαιμόνιοι ερμηνεύουν το θέαμα που παρουσιάζουν οι Αθηναίοι ως παράλογον, μια λέξη την οποία ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί όταν περιγράφει καταστάσεις από τις οποίες λείπει ο λογικός υπολογισμός. Οι Αθηναίοι συρρέουν στον Πειραιά για να δουν στο λιμάνι ένα θέαμα απίστευτο (ἄπιστον διάνοιαν). Επιπλέον λέγεται ότι ο στόλος προκαλούσε θάμβος. Αυτή η ποιητική λέξη είναι ένα άπαξ λεγόμενο στον Θουκυδίδη και αποτελεί έναν εντυπωσιακό ομηρικό απόηχο. Στον Όμηρο, έχει υποστηριχθεί, το ουσιαστικό αυτό περιγράφει ‘μια παράλυση, η οποία δημιουργείται λόγω κατάπληξης ή έκπληξης’. Με παρόμοιο τρόπο στην Έγεστα ο Θουκυδίδης γράφει ότι οι απεσταλμένοι της Αθήνας βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια μεγάλη έκπληξη (μεγάλην τήν ἔκπληξιν) αντικρίζοντας τους θησαυρούς.
Το κυριότερο όμως είναι ότι και στις τρεις καταστάσεις τα περιγραφόμενα θεάματα φαίνεται να αναιρούν ή να ματαιώνουν την αποτελεσματικότατα μιας σειράς προηγούμενων - προτρεπτικών ή αποτρεπτικών - λόγων. Στο τρίτο βιβλίο το θέαμα που δημιουργούν οι Αθηναίοι καταφέρνει να αναιρέσει την αποτελεσματικότατα των λόχων των Μυτιληναίων. Στον Πειραιά το θέαμα του στόλου που αναχωρεί κατορθώνει να σκορπίσει από τις σκέψεις/των πολιτών κάθε αμφιβολία, η οποία ίσως είχε παραμείνει από τους απαισιόδοξους λόγους του Νικία. Τελικά το θέαμα το οποίο παρουσιάζουν οι Εγεσταίοι στους Αθηναίους απεσταλμένους επιτυγχάνει επίσης να εξουδετερώσει τις προειδοποιήσεις του Νικία σχετικά με τις υποσχέσεις των Εγεσταίων.
Η συνήχηση μεταξύ αυτών των τριών σκηνών τονίζει τις βαθιές διαφορές τους. Στο 3ο βιβλίο οι Αθηναίοι είναι αναμφίβολα το υποκείμενο ολόκληρου του θεάματος. Φαίνονται να είναι απόλυτα κύριοι του τεχνάσματος το οποίο χρησιμοποιούν για να δημιουργήσουν μια πειστική εντύπωση της δύναμής τους. Στον Πειραιά οι Αθηναίοι είναι συγχρόνως και το υποκείμενο και το αντικείμενο, οι δράστες και αυτοί που υφίστανται τα αποτελέσματα της δράσης, οι θύτες και τα θύματα του θεάματος. Πέφτουν στην παγίδα της ίδιας τους της ἐπιδείξεως και συνάγουν συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα του στόλου τους βάσει της εκθαμβωτικής του εμφάνισης. Τελικά στην Έγεστα οι Αθηναίοι είναι το αντικείμενο του δόλου. Το θέαμα των Εγεσταίων επιτυγχάνει να τους εξαπατήσει. Αυτή η πρόοδος από τη ‘δραστηριότητα’, η οποία επιδεικνύεται από τους Αθηναίους με την ἐπίδειξιν στο 3ο βιβλίο, στην ‘παθητικότητα’ των επιδείξεων στο 6ο βιβλίο είναι μια περαιτέρω εκδήλωση της μετά τον Περικλή επιδείνωσης των διανοητικών ικανοτήτων των Αθηναίων, οι οποίοι γίνονται όλο και περισσότερο επιρρεπείς σε λάθη κρίσης και λανθασμένες ερμηνείες.
Ίσως επίσης ο Θουκυδίδης να μεταδίδει μια αρνητική γνώμη για την πνευματική αποσύνθεση της Αθήνας μέσω ηροδότειων υπαινιγμών. Έχει ήδη σημειωθεί ότι η απάτη στην Έγεστα θεματικά απηχεί μια παρόμοια απάτη στον Ηρόδοτο, δηλαδή αυτήν την οποία χρησιμοποίησε ο Οροήτης, ο σατράπης στις Σάρδεις, για να προκαλέσει την πτώση του Πολυκράτη, του τυράννου της Σάμου. Θα ήθελα να προσθέσω άλλη μια σκηνή από τον Ηρόδοτο. Όταν ο σοφός Σόλωνας φθάνει στις Σάρδεις, ‘ανακτορικοί υπηρέτες, κατά διαταγή του Κροίσου, τον ξενάγησαν και του έδειξαν όλους τους θησαυρούς του (περιῆγον κατά τούς θησαυρούς καί ἐπεδείκνυσαν), που ήταν μεγάλοι και σπουδαίοι’ (1.30.1). Χάρη στις δύο ρίζες άγ- και έπιδεικ-, η σκηνή μοιάζει με το ταξίδι των Αθηναίων απεσταλμένων και την επίδειξη των θησαυρών των Εγεσταίων στο 6.46.3 (ἐς τε τό ἐν Ἔρυκι ἱερόν τῆς Ἀφροδίτης ἀγαγόντες αὐτούς ἀπέδειξαν τά ἀναθήματα).
Εάν αυτό όντως αποτελεί υπαινιγμό στον Ηρόδοτο, τότε ο Θουκυδίδης κάνει ένα αρνητικό σχόλιο για τους Αθηναίους απεσταλμένους μέσω μιας σύγκρισης: ο σοφός Σόλωνας αποφεύγει να εξαγάγει συμπεράσματα βάσει φαινομένων - σε αντίθεση με τους συμπατριώτες του, που ούτε στον Πειραιά ούτε στην Έγεστα δεν ακολουθούν το παράδειγμά του. Σε άλλο σημείο ο Θουκυδίδης δείχνει ότι από αυτήν την άποψη ο ίδιος μοιάζει με τον Σόλωνα. Νωρίς στην Ιστορία του διατυπώνει ένα από τα πιο σημαντικά ‘πιστεύω’ της ιστορικής του μεθοδολογίας: ‘πρέπει ... να έχομε υπ’ όψη περισσότερο τη δύναμη παρά την εξωτερική όψη μιας πολιτείας’ (οὐδέ τάς ὄψεις τῶν πόλεων μᾶλλον σκοπεῖν ἤ τάς δυνάμεις 1.10.3). Εάν η πόλη της Αθήνας ερημωνόταν, ο Θουκυδίδης προσθέτει ότι ‘κανείς θα είκαζε από αυτό που βλέπει το ανθρώπινο μάτι ότι η πόλη ήταν διπλά δυνατή απ’ ότι είναι πραγματικά (διπλασιάν ἄν τήν δύναμιν εἰκάζεσθαι ἀπό τῆς φανερᾶς ὄψεως τῆς πόλεως ἤ ἔστιν)’. Αυτή η φράση αντηχεί στο 6.31.3, όπου, όπως αναφέραμε προηγουμένως, οι υπόλοιποι Έλληνες, ακολουθώντας την ίδια αρχή όπως ο Σόλωνας και ο Θουκυδίδης, δεν κρίνουν βάσει των φαινομένων, υποθέτοντας (εἰκάζεσθαι) ότι όσα βλέπουν είναι απλώς μια επίδειξη (ἐπίδειξιν) και όχι απόδειξη πραγματικής δύναμης.
Υπάρχει μια ακόμη σκηνή στον Ηρόδοτο η οποία θυμίζει την ἐπίδειξιν στην Έγεστα. Στο χωρίο 7.146 οι Έλληνες αποφασίζουν να στείλουν κατασκόπους στις Σάρδεις για να πληροφορηθούν σχετικά με τον στρατό του Ξέρξη και γυρίζοντας πίσω να δώσουν αναφορά. Οι στρατιώτες του Ξέρξη συλλαμβάνουν τους κατασκόπους. Ο βασιλιάς αποφασίζει να μην τους σκοτώσει, αλλά αντίθετα (ας σημειωθεί η χρήση των ριζών αγ- και ἐπιδεικ-) ‘έδωσε διαταγή στους δορυφόρους του να τους γυρίσουν παντού και να τους δείξουν τα πάντα, και το πεζικό και το ιππικό (ἐκέλευσε σφεας τούς δορυφόρους περιάγοντας ἐπιδεικνύομαι πάντα τε τόν πεζόν στρατόν καί τήν ἵππον) ’. Εκτός από αυτό, οι Έλληνες απεσταλμένοι στον Ηρόδοτο ονομάζονται κατάσκοποι. Ας το συγκρίνουμε με τη χρήση της λέξης κατασκοπή από τον Θουκυδίδη, όταν αναφέρεται στην έρευνα των Αθηναίων σχετικά με τα χρήματα στην Έγεστα (6.46.2): ‘οι Εγεσταίοι είχαν μεταχειριστεί το ακόλουθο τέχνασμα, όταν οι πρώτοι πρέσβεις από την Αθήνα είχαν πάει στην Έγεστα για να βεβαιωθούν αν υπάρχουν χρήματα (ὅτε οἱ πρῶτοι πρέσβεις ταῶν Ἀθηναίων ἦλθον αὐτοῖς ἐς τήν κατασκοπήν ταῶν χρημάτων)’.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχει μια έντονη αντίθεση μεταξύ των δύο σκηνών. Τελικά ο σκοπός του Ξέρξη αποτυγχάνει. Υπέθεσε ότι οι Έλληνες θα παραιτούνταν από την ελευθερία τους όταν θα άκουγαν τα νέα των κατασκόπων, αλλά οι προσδοκίες του αποδείχθηκαν λανθασμένες. Αντίθετα, οι Αθηναίοι πίστεψαν τα νέα που μετέφεραν οι απεσταλμένοι τους, με αποτέλεσμα να πέσουν στην παγίδα της καλά οργανωμένης απάτης. Εάν αποδεχθούμε αυτούς τους ηροδότειους υπαινιγμούς, αυτό το στοιχείο ενισχύεται περισσότερο: ο Σόλωνας, ένας Αθηναίος της παλαιάς εποχής, έχει την ικανότητα να βλέπει μακρύτερα, ενώ οι σύγχρονοι ομόλογοί του δεν την έχουν. Αυτό που ήταν η παρουσίαση της αλήθειας προς τον εχθρό στον Ηρόδοτο (7.146), τώρα γίνεται με τρόπο που θα φέρει την καταστροφή η παρουσίαση ενός ψεύδους σε έναν σύμμαχο.
Όψη και συναίσθημα
Η σχέση μεταξύ όψης και συναισθήματος - την ενδεχομένως απατηλή φύση της οποίας είδαμε στο προηγούμενο μέρος - αξίζει περαιτέρω εξέταση, καθόσον παίζει κεντρικό ρόλο και γίνεται ένα είδος Leitmotiv στην αφήγηση που ο Θουκυδίδης αφιερώνει στις προπαρασκευαστικές φάσεις της Σικελικής εκστρατείας.
Ένας από τους κρίσιμους παράγοντες για την τελική απόφαση ήταν η επιθυμία των Αθηναίων να δουν τη μακρινή Σικελική γη (τής άπούσης πόθω δφεως και θεωρίας, 6.24.3). Ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί με λεπτομέρειες για το πώς ολόκληρος ο πληθυσμός της Αθήνας, πολίτες και ξένοι, κατέβηκαν στον Πειραιά για να δουν τον απόπλου του στόλου, γεμάτοι ελπίδα αλλά και ξεσπώντας σε θρήνους συγχρόνως (καί μετ’ ἐλπίδος ... καί μετ’ ὀλοφυρμῶν), επειδή σκέπτονταν τις κατακτήσεις, οι οποίες ήταν δυνατόν να γίνουν, αλλά συγχρόνως και αυτούς τους οποίους δεν θα έβλεπαν ποτέ πια. Αυτή τη στιγμή, όπως έχουμε πείροι Αθηναίοι αντιλαμβάνονταν έντονα τον κίνδυνο της κατάστασης με τρόπο που^δεν το είχαν κάνει όταν ψήφιζαν υπέρ της εκστρατείας. Παρ’ όλα αυτά ενθαρρύνονταν από τη δύναμή τους και επειδή έβλεπαν τις ποσότητες κάθε είδους εξοπλισμού να επιδεικνύονται εμπρός τους (διά τό πλῆθος ἑκάστων ὧν ἑώρων, τῇ ὄψει ἀνεθάρσουν). Όσον αφορά τους ξένους και το υπόλοιπο πλήθος, αυτοί είχαν έρθει κυρίως για να δουν το θέαμα (κατά θέαν) και για να θαυμάσουν την απίστευτη φιλοδοξία της επιχείρησης. Ο Θουκυδίδης καταλήγει με μια οπτικά υποβλητική εκτίμηση της Αθηναΐκής αρμάδας: ‘πράγματι η εκστρατεία αυτή ήταν η δαπανηρότερη και η λαμπρότερη από όσες, υπερπόντιες, είχαν οργανωθεί έως τότε από μία μόνο πολιτεία και με δυνάμεις καθαρά ελληνικές’ (παρασκευή γάρ αὕτη πρώτη ἐκπλεύσασα μιᾶς πόλεως δυνάμει Ελληνικῇ πολυτελεστάτη δή και εύπρεπεστάτη τῶν ἐς ἐκεῖνον τόν χρόνον ἐγένετο, 6.31.1). Μερικές γραμμές παρακάτω, όπως είδαμε και πριν, τονίζει ότι όλη η εκστρατεία θεωρήθηκε από τους υπόλοιπους Έλληνες περισσότερο μια επίδειξη (ἐπίδειξιν) δύναμης και μεγαλείου της Αθήνας. Εκτός από αυτό, στο χωρίο 6.31.6, γράφει ότι αυτό το οποίο έκανε αυτή την εκστρατεία τόσο διάσημη ήταν (μεταξύ άλλων) η εκπληκτική της τόλμη (τόλμης τε θάμβει) και το λαμπρό θέαμα το οποίο προσέφερε (καί ὄψεως λαμπρότητι).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό το θέαμα στον Πειραιά επέτεινε το συναίσθημα του έρωτος, το οποίο ήδη είχε καταλάβει τους Αθηναίους. Και δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο σύμπτωση το γεγονός ότι οι αναφορές στο θέαμα και η επίδρασή του στα συναισθήματα εμφανίζονται πάλι στο τέλος της Σικελικής εκστρατείας, στη διήγηση της τελικής ναυμαχίας στο μεγάλο λιμάνι των Συρακουσών, όπου ένα σημαντικό μέρος της διήγησης προσφέρεται από την οπτική γωνία όσων παρακολουθούν τη μάχη από την ακτή. Μέσα σε μερικές γραμμές (7.71.2) απαντούν πολυάριθμοι όροι που σχετίζονται με την όραση (τήν ἔποφιν, τῆς θέας, σκοπούντων, ἴδοιεν, βλέψαντες τῆς ὄψεως) και παρουσιάζουν ολόκληρη τη σκηνή ως ένα θέαμα· ταυτόχρονα περιγράφουν το αποτέλεσμα που είχε στα συναισθήματα των θεατών (ἀνεθάρσησαν, ὀλοφυρμῷ τε ἅμα μετά βοῆς ἐχρῶντο).
Έτσι όλη η Σικελική αφήγηση, από την αναχώρηση του στόλου μέχρι την τελική ναυμαχία, πλαισιώνεται από το θέμα της όψης, μια τεχνική, η οποία βοηθά τον Θουκυδίδη να δώσει έμφαση στην τραγική ανατροπή: οι Αθηναίοι παρακολουθούσαν τη θεαματική αναχώρηση του στόλου από τον Πειραιά, οι στρατιώτες στην ακτή παρακολουθούσαν την καταστροφή του ίδιου στόλου στις Συρακούσες. Και εάν το θέαμα στον Πειραιά χάριζε θάρσος, το θέαμα στις Συρακούσες τελικά προκαλούσε θρήνο και απελπισία.
Η ικανότητα του Θουκυδίδη να κατασκευάζει περίτεχνες εικόνες είναι έκφραση της ένάργειας, του τεχνικού όρου που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι κριτικοί για να περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίον η γλώσσα δημιουργεί μια ζωντανή οπτική παρουσία, φέρνοντας το περιγραφόμενο γεγονός - και τα συναισθήματα που συνοδεύουν την αντίληψή του - μπροστά στα μάτια των αναγνωστών.
Η θουκυδίδεια ἐνάργεια ήταν αντικείμενο θαυμασμού και από τους αρχαίους και από τους νεότερους κριτικούς, δημιουργώντας έτσι ένα ακόμη tertium comparationis στην αξιολόγηση όλων των μελλοντικών ιστοριογράφων. Οι εικόνες στον Πειραιά και τις Συρακούσες είναι και οι δύο - για να χρησιμοποιήσουμε σύγχρονους όρους της αφηγηματολογίας - ενδιαφέρουσες περιπτώσεις της λεγάμενης mise en abyme, δηλαδή σκηνές οι οποίες εμπεριέχουν οι ίδιες άλλες σκηνές, με αποτέλεσμα να παρακολουθούμε θεατές οι οποίοι παρακολουθούν ένα θέαμα. Τέτοιες σκηνές έχουν μεγάλη ρητορική αξία, επειδή ενισχύουν την αληθοφάνεια της αφήγησης, ενώ αυξάνουν τη συμμετοχή του αναγνώστη στην ιστορία.
Εδώ θα αναφερθούμε σε ένα απόσπασμα του Πλουτάρχου, ο οποίος χρησιμοποίησε την περιγραφή της μάχης στο λιμάνι των Συρακουσών ως απόδειξη της υψηλής εκτίμησης της οποίας έχαιρε στους αρχαίους κριτικούς η ικανότητα του Θουκυδίδη να δημιουργεί υποβλητικές εικόνες:
Βεβαίως ο Θουκυδίδης αποβλέπει πάντοτε στη ζωντάνια στο κείμενό του, επιθυμεί να κάνει τον αναγνώστη θεατή και να αναπαραγάγει ζωντανά στη σκέψη αυτών που μελετούν την αφήγησή του τα συναισθήματα έκπληξης και φόβου τα οποία αισθάνονταν αυτοί που παρακολουθούσαν τα γεγονότα [στα οποία αναφέρεται]. Ο πιο αποτελεσματικός ιστορικός είναι αυτός ο οποίο;, μέσω της ζωντανής αναπαράστασης των συναισθημάτων και των χαρακτήρων, κάνει την αφήγησή του να μοιάζει με ζωγραφικό πίνακα.
Οι νεότεροι κριτικοί έχουν συχνά σχολιάσει με παρόμοιο τρόπο και εξυμνήσει αυτή τη θουκυδίδεια ικανότητα. Ο Connor γράφει ότι ‘κάθε προσεκτικός αναγνώστης του Θουκυδίδη θα προσέξει τον στενό δεσμό μεταξύ της οπτικής λεπτομέρειας και της ατμόσφαιρας της σκηνής και των συναισθημάτων των συμμετεχόντων σε αυτήν. Η όραση είναι η προνομιούχος αίσθηση στον Θουκυδίδη, την οποία επικαλείται πολύ συχνά και οδηγεί απευθείας στα συναισθήματα’. Αυτή η έμφαση στην όψη και η πρόκληση συναισθημάτων στον αναγνώστη ενέπνευσαν μελετητές του Θουκυδίδη, όπως την de Romilly, να μιλούν για διάφορα ‘θέατρα’ δράσης στον Θουκυδίδη ή να υποστηρίζουν, όπως ο Cornford, ότι η αφηγητική τεχνική του οφείλει περισσότερα στους τραγικούς του 5ου αιώνα παρά στον προκάτοχό του, τον Ηρόδοτο.
Είναι προφανές από αυτό το τελευταίο σχόλιο ότι ο Ηρόδοτος έχει εξαιρεθεί παραδόξως από τις πιθανές πηγές επιρροής. Και όμως ο Ηρόδοτος εμφανίζει σε μεγάλο βαθμό ένάργειαν στην αφήγηση επαναλαμβάνοντας και χρησιμοποιώντας εικόνες και επιμένοντας στο αποτέλεσμα, το οποίο έχει η όραση στα ανθρώπινα συναισθήματα.
Η εξέχουσα θέση του θέματος σε πολλές σκηνές στις Ιστορίες καθιστά πιθανή την επιρροή του Ηροδότου - παράλληλα με την τραγωδία - στον Θουκυδίδη.
Το θέαμα χρησιμοποιείται αποτελεσματικά από τον Ηρόδοτο και στην περιγραφή του μεγαλείου της δύναμης του εκστρατευτικού σώματος του Ξέρξη. Στο 7.20.2, που μοιάζει με την αναφορά του Θουκυδίδη (6.31.1) στο πρωτοφανές μέγεθος του στόλου εναντίον της Σικελίας που αναφέρθηκε προηγουμένως και στον υπαινιγμό του μέσω του απαρεμφάτου φαίνεσθαι στην εικόνα και την επίδειξη ως αναπόσπαστο μέρος της εκστρατείας, ο Ηρόδοτος σχολιάζει ότι ‘από όσες εκστρατείες ξέρω εγώ, αυτη ήταν πολύ μεγαλύτερη, τόσο ώστε μπροστά της και η εκστρατεία του Δαρείου εναντίον των Σκυθών να φαίνεται μηδαμινή, καθώς και εκείνη των Σκύθων (στόλων γάρ τῶν ἡμεῖς ἴδμεν πολλῷ δη μέγιστος οὗτος ἐγένετο, ὥστε μήτε τόν Δαρείου τόν ἐπί Σκύθας παρά τοῦτον μηδένα φαίνεσθαι, μήτε τόν Σκυθικόν) ’.
Η σαφέστερη εκδήλωση του ‘θέματος της όψης’ στον Ηρόδοτο είναι η επιθυμία του Ξέρξη να ‘κάνει επίδειξη’ της δύναμης του στην αρχή της εκστρατείας, με τρόπο ο οποίος προεξοφλεί την έπίδειζιν της Αθηναϊκής δύναμης κατά την αναχώρηση του μεγαλειώδους στόλου από τον Πειραιά. Παραδείγματος χάριν. ο Ηρόδοτος συμπεραίνει ότι η επιθυμία του να κάνει επίδειξη της δύναμής του (ἐθέλων τε δύναμιν ἀποδείκνυσθαι) έκανε τον Ξέρξη να σκάψει το κανάλι στον Άθω: ήθελε να αφήσει κάτι για να τον θυμούνται (7.24).
Κανένα χωρίο δεν αποκαλύπτει περισσότερα αναφορικά με το θέμα της όψης και το αποτέλεσμα που έχει η όραση στις σκέψεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων από το 7.44, όπου ο Ξέρξης θέλει να επιθεωρήσει τον στρατό του (ἠθέλησε Ξέρξης ἰδέσθαι). Πάνω σε έναν κοντινό λόφο έχει στηθεί για αυτόν ειδικά από τον λαό της Αβύδου ένας θρόνος από λευκό μάρμαρο. Έτσι ο βασιλιάς καθιστάς και κοιτώντας (κατορών) προς την παραλία, είναι σε θέση να δει (ἐθηεῖτο) το σύνολο του στρατού και του ναυτικού του με μια ματιά. Καθώς τα βλέπει καταλαμβάνεται από την επιθυμία να δει (θηεύμενος δε ἱμέρθη ... ἰδέσθαι) έναν κωπηλατικό αγώνα. Έτσι οργανώνεται ένας αγώνας που κερδίζουν οι Φοίνικες της Σιδώνας προς μεγάλη ευχαρίστηση του Ξέρξη, ο οποίος χαίρεται (ήσθη), που αυτό το έθνος ανήκει στον στρατό του. Και όταν βλέπει (ὡς δέ ὥρα) ολόκληρο τον Ελλήσποντο να κρύβεται από τα πλοία του και όλες τις παραλίες και τις πεδιάδες της Αβύδου να έχουν γεμίσει άνδρες, μακαρίζει τον εαυτό του (ἑωυτόν ἐμακάριζε) - και την επομένη στιγμή ξεσπάει σε δάκρυα (ἐδάκρυσε) (7.44-45).
Αυτό το χωρίο έχει αποσπάσει την προσοχή των μελετητών ως μια περίβλεπτη εκδήλωση της φιλοσοφίας του Ηροδότου σχετικά με τις μεταπτώσεις της ανθρώπινης ευτυχίας. Εδώ θα ήθελα να υπογραμμίσω τη θουκυδίδεια αφηγηματική τεχνική, μέσω της οποίας αποκτά την αποτελεσματικότητά του. Το χωρίο αυτό είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση μιας mise en abyme, μιας σκηνής τοποθετημένης σε μια άλλη, στην οποία παρακολουθούμε τον Ξέρξη να παρακολουθεί τον στρατό του. Η αφήγηση μεταδίδει επίσης το αποτέλεσμα που είχε αυτό το θέαμα στα συναισθήματα του Ξέρξη. Οι αναλογίες με το θέαμα του στόλου που αποπλέει από τον Πειραιά και της τελικής ναυμαχίας στη Σαλαμίνα δεν πρέπει να μείνουν απαρατήρητες.
Γενικά, η όλη αφήγηση της πορείας του Ξέρξη προς την Ευρώπη περιέχει πολυάριθμες χρήσεις του ‘θέματος της όψης’. Κατ’ επανάληψη ο Ξέρξης φαίνεται να θέλει να είναι θεατής σε διάφορες καταστάσεις. Η όψις φαίνεται να έχει άμεσο αποτέλεσμα στην ψυχολογική του κατάσταση. Όντας θεατής ενισχύει την αρχική του επιθυμία για την εκστρατεία. Στο 7.43.1 παραδείγματος χάριν, όταν ο στρατός του φθάνει στον ποταμό Σκάμανδρο, ο Ξέρξης έχει την έντονη επιθυμία να δει την Τροία (ίμερον έχων θεήσασθαή. Μερικά κεφάλαια αργότερα, περνώντας τον Ελλήσποντο προς την Ευρώπη (7.56.1), παρακολουθεί τα στρατεύματά του (ἐθηεῖτο τόν στρατόν) να βαδίζουν κάτω από τα μάτια του. Όταν έγινε η καταμέτρηση των ανδρών του (7.100.1), αισθάνεται την ανάγκη να τους δει όλους ο ίδιος (ἐπεθύμησε ... θεήσασθαι). Αργότερα (7.128.1) έχει την επιθυμία να δει τις εκβολές του ποταμού Πηνειού στη Θεσσαλία (ἐπεθύμησε ... θεήσασθαι), ενώ στις Θερμοπύλες τονίζεται η σχέση μεταξύ του θεάματος με τα συναισθήματα, όταν ο Ξέρξης αναπηδά τρεις φορές στον θρόνο του φοβούμενος (δείσαντα) για τον στρατό του, ενώ παρακολουθεί (θηεύμενον) τη σφοδρή μάχη με τους άνδρες του Λεωνίδα. Παρομοίως και στη Σαλαμίνα, με έναν τρόπο ο οποίος μοιάζει με την αναφορά του Θουκυδίδη στους ‘θεατές’ της τελικής ναυμαχίας στις Συρακούσες, ο Ξέρξης παρουσιάζεται ως ‘θεατής’, παρακολουθώντας (ὄκως ... ἴδοι) τη ναυμαχία από τους πρόποδες του όρους Αιγάλεω και έχοντας τους γραμματείς του να γράφουν τα ονόματα των αξιωματικών τους οποίους βλέπει να διακρίνονται (8.90.4). Από το ίδιο σημείο θα παρακολουθήσει σε λίγο την καταστροφή του μεγαλοπρεπούς στόλου του.
Έτσι και οι δύο - και ο Θουκυδίδης και ο Ηρόδοτος - χρησιμοποιούν το θέμα της όψης στην αργή και στο τέλος των εκστρατειών των Αθηναίων και του Ξέρξη αντίστοιχα, και κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούν ένα είδος κυκλικής σύνθεσης, η οποία ρητορικά υπογραμμίζει την τραγική αντιστροφή των καταστάσεων. Στην αργή το θέαμα εμπνέει εμπιστοσύνη και εντείνει τον αργικό έρωτα για την ανάληψη της εκστρατείας. Στο τέλος μετατρέπεται σε μέσο με το οποίο προοιωνίζεται η επεργόμενη καταστροφή, και το αργικό μεγαλείο και των δύο δυνάμεων εκστρατείας ανοίγει τον δρόμο προς την τελική τους εκμηδένιση.
Φαίνεται ότι υπάρχουν περαιτέρω συγγραφικές προθέσεις στη χρήση τέτοιων ‘θεατρικών’ σκηνών. Ο Konstan έδειξε πως λανθάνει μια ιδιαίτερη ρητορική στην επανειλημμένη χρήση του θέματος της όψης από τον Ηρόδοτο, όταν πρόκειται για μονάρχες της Ανατολής, ιδιαιτέρως για τον Ξέρξη. Ο Konstan πιστεύει ότι σκοπός των σκηνών αυτών είναι να υπογραμμίσουν την ‘ποσοτική και επιφανειακή ποιότητα της Περσικής δύναμης’ που έρχεται σε αντίθεση με την Ελληνική αρετήν. Με άλλα λόγια η συχνή επιθυμία του Ξέρξη να δει αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι για τους Πέρσες η δύναμη ερμηνεύεται με όρους παρακολούθησης και απαρίθμησης ορισμένων εικόνων, όπως πολύτιμα αντικείμενα ή μεγάλος αριθμός στρατιωτών. Αντίθετα, οι Έλληνες δεν περιγράφο- νται σχεδόν καθόλου ως θεατές, διότι ερμηνεύουν τη δύναμη με διαφορετικό τρόπο. Για αυτούς πραγματική δύναμη είναι η άρετή. Η εξέλιξη των γεγονότων στο τέλος αποδεικνύει ότι η αυτοπεποίθηση των Περσών, η οποία βασίζεται στο μεγαλείο και την αριθμητική υπεροχή του στρατού τους, είναι μια εντε λώς λανθασμένη αντίληψη της πραγματικής τους δύναμης.
Νομίζω ότι οι παρατηρήσεις του Konstan έχουν ισχύ και στην εικόνα της αναχώρησης του Αθηναϊκού στόλου για τη Σικελία, όπως την περιγράφει ο Θουκυδίδης. Οι Αθηναίοι, οι οποίοι τρέγουν στον Πειραιά για να παρακολουθήσουν τον μεγαλοπρεπή στόλο μοιάζουν στον Ξέρξη που καταλαμβάνεται από την επιθυμία να δει τον στρατό του. Τα αισθήματα εμπιστοσύνης βασίζονται στην ‘ἐπίδειξιν’ που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια τους. Πολυτέλεια, σπατάλη και αριθμοί περιγράφονται ως στοιχεία σημαντικά. Ο θαυμασμός και η φροντίδα για ποσότητα και επίδειξη εξελίσσονται αφηγηματικά με τον τρόπο του Ξέρξη. Τα φαινόμενα θα αποδειχθούν τελικά και σε αυτή την περίπτωση απατηλά.
Υποστηρίζω ότι εκμεταλλευόμενος το θέμα της όψης σε σγέση με τους Αθηναίους στην Σικελική του διήγηση ο Θουκυδίδης ίσως συνειδητά υπαινίσσεται την ηροδότεια εικόνα του Ξέρξη ως θεατή, καθιερώνοντας όμως μια ενδιαφέρουσα αντιστοιχία: την ερμηνεία της δύναμης βάσει πολυτελών και απατηλών φαινομένων, που συνδέονται άρρηκτα με τον δεσποτισμό της Ανατολής, μια ερμηνεία που επηρέασε την Αθήνα: η πόλη αυτή σταδιακά απομακρύνθηκε από την ελληνική αρετήν, την οποία οι Έλληνες επέδειξαν κατά τους Περσικούς πολέμους, και απέκτησε έναν οιονεί ανατολίτικο και δεσποτικό υλισμό με έμφαση στην επίδειξη της πολυτέλειας. Αυτή η εντύπωση ενισχύεται περαιτέρω με τον στενό συσχετισμό στην αρχαία ελληνική σκέψη - και ιδιαίτερα στην ηροδότεια αφήγηση - μεταξύ έρωτος - του συναισθήματος, το οποίο κατέλαβε την ψυγή του Αθηναϊκού όχλου τις παραμονές της Σικελικής εκστρατείας - και τυραννίδας.
Έρως καί τυραννίδα
Είναι ενδιαφέρον ότι στον Ηρόδοτο ο ‘έρως’ είναι ένα συναίσθημα το οποίο συνδέεται συνειρμικά ιδιαίτερα με δεσπότες και τυράννους και έχει σταθερά αρνητικές συνδηλώσεις, που συνδέονται με την πρόκληση ζημίας, την ανατροπή ηθικών θεσμών, ακόμη και τον θάνατο. Στην κυριολεκτική σεξουαλική του σημασία φαίνεται από νωρίς ως η πραγματική αιτία για την πτώση του Κανδαύλη, ο οποίος ‘ήταν τόσο πολύ ερωτευμένος με την γυναίκα του, ώστε την ενόμιζε ωραιότερη από όλες’ (ἠράσθη τῆς ἑωυτοῦ γυναικός, ἐρασθείς δέ ἐνόμιζέ οἱ εἶναι γυναῖκα πολλόν πασέων καλλίστη). Αυτό το πάθος αποτέλεσε την αφετηρία του επεισοδίου με τον Γύγη, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του Κανδαύλη (1.8.1).
Στο 2.131 διαβάζουμε για το αιμομικτικό και καταστρεπτικό πάθος του βασιλιά Μυκερίνου για τη θυγατέρα του (Μυκερίνος ἠράσθη τῆς ἑωυτοῦ θυγατρός), το οποίο ο Ηρόδοτος θεωρεί αιτία για την αυτοκτονία της. Παρομοίως ο Καμβύσης ερωτεύεται την αδελφή του (ἠράσθη μιῆς ταῶν ἀδελφέων) και την παντρεύεται, γεγονός ‘ασυνήθιστο κατά τον Περσικό νόμο’ (3-31.2).
Μια άλλη περίπτωση σεξουαλικού έρωτος με αρνητικές συνδηλώσεις απαντά στο 6.62.1. Αυτή είναι και η μοναδική φορά κατά την οποία ο έρως δεν χρησιμοποιείται σε σχέση με Ανατολίτη μονάρχη, αλλά με Σπαρτιάτη. Ο Αρίστωνας ερωτεύεται τη σύζυγο του Αγήτου, την πιο όμορφη γυναίκα της Σπάρτης (τόν δέ Ἀρίστωνα ἔκνιζε ἄρα τῆς γυναικός ταύτης ἔρως). Η επιθυμία του για αυτή τον οδηγεί στο εξής τέχνασμα για να κερδίσει την εύνοιά της (μηχανᾶται δή τοιάδε): πείθει τον Άγητο να κάνουν μια συμφωνία, σφραγισμένη με όρκο, σύμφωνα με την οποία ο καθένας τους έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από τον άλλο τα υπάρχοντά του ως δώρο. Ο Άγητος δεν ήταν δυνατόν να φανταστεί ότι ο Αρίστωνας θα του ζητήσει τη γυναίκα του, επειδή ήταν ήδη παντρεμένος. Ο Ηρόδοτος ολοκληρώνει την ιστορία χαρακτηρίζοντας ξεκάθαρα το σχέδιο του Αρίστωνα ως απάτη (ἀναγκαζόμενος ... τῆς ἀπάτης τῇ παραγωγῇ). Αυτό μας θυμίζει και πάλι το στοιχείο της άπάτης, η οποία, όπως είδαμε και παραπάνω, συχνά συνδέεται με την ορμή, κύρια εκδήλωση της οποίας είναι ο έρως. Η τελευταία εμφάνιση του έρωτος στις Ιστορίες του Ηροδότου απαντά σε σχέση με τον Ξέρξη και την παράνομη επιθυμία του για τη σύζυγο του Μασίστη (ήρα τής Μασίστεω γυναικός, 9.108.1), η οποία καταλήγει στον θάνατο του Μασίστη.
Όλες οι προαναφερθείσες καταστάσεις, οι οποίες έχουν αιτία τους τον έρωτα, συνοψίζονται εύγλωττα από τον Οτάνη στη λεγάμενη συζήτηση για το πολίτευμα: απαριθμώντας τις υπερβολές της τυραννίδας (3.80.5), ο Οτάνης διαπιστώνει ότι ο τύραννος είναι σε θέση να καταστρέψει τη δομή της αρχαίας παράδοσης και του νόμου (νόμαιά τε κινέει πάτρια - βλ. τον γάμο του Καμβύση με την αδελφή του), εξαναγκάζει τις γυναίκες να υπηρετούν την ευχαρίστησή του (καί βιᾶται γυναίκας· βλ. όλα τα παραπάνω παραδείγματα) και καταδικάζει σε θάνατο χωρίς δίκη (κτείνει τε ἀκρίτους· πρβλ. τον θάνατο του Μασίστη).
Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι ο Ηρόδοτος συνδέει δύο φορές τον έρωτα άμεσα με τον δεσποτισμό και την τυραννίδα. Στο τμήμα το οποίο πραγματεύεται την ιστορία των Μήδων έως τη βασιλεία του Αστυάγη (1.95-107), ο Ηρόδοτος αναφέρει την επιθυμία του Δειόκη να αποκτήσει περισσότερη δύναμη (έρασθείς τυραννίδος, 1.96.1), ενώ στο χωρίο 5-32 αναφέρεται στην έντονη επιθυμία του Παυσανία να διοικήσει την Ελλάδα (ἔρωτα σχών τῆς Ἑλλάδος τύραννος γενέσθαι) ως υποτιθέμενη αιτία για τον γάμο του με τη θυγατέρα του Μεγαβάτη. Πιο ενδιαφέρουσα είναι η χρήση ενός ομόρριζου προς τη λέξη έρως όρου, του ουσιαστικού εραστής, που συνδέεται άμεσα με την τυραννίδα. Στο 3·53-4 η θυγατέρα του Περιάνδρου προσπαθεί να πείσει τον Λυκόφρονα να διαδεχθεί τον πατέρα του στον θρόνο. Ένα από τα επιχειρήματα είναι ότι‘η δύναμη είναι κάτι το ολισθηρό - έχει πολλούς μνηστήρες’ (τυραννίς χρῆμα σφαλερόν, πολλοί δε αὐτῆς ἐρασταί εἰσί) και γι’ αυτόν τον λόγο ο Λυκόφρονας δεν θα έπρεπε να αφήσει την κληρονομιά του να καταλήξει σε άλλον. Το ουσιαστικό εραστής είναι ένα άπαξ λεγόμενο στον Ηρόδοτο και σπάνιο στη μετέπειτα λογοτεχνική παραγωγή. Και μάλλον δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι επανεμφανίζεται στον Επιτάφιο του Περικλή, όπου ο μεγάλος Αθηναίος πολιτικός προτρέπει τους συμπατριώτες του να ‘κοιτάξουν το καθημερινό μεγαλείο της Αθήνα και να γίνουν εραστές της’ (τήν τῆς πόλεως δύναμιν καθ’ ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους ἐραστάς γιγνομένους αὐτῆς, 2.43.1). Αυτή η άποψη ενισχύεται ακόμη περισσότερο, αν κανείς λάβει υπόψη ότι μερικές παραγράφους αργότερα (2.63.3), υπογραμμίζοντας τους κινδύνους που θα σήμαινε η εγκατάλειψη της αυτοκρατορίας, την οποία οι Αθηναίοι είχαν δημιουργήσει, ο Περικλής σαφώς παρομοιάζει την Αθήνα με μια τυραννίδα (ώς τυραννίδα γάρ ἐχετε αὐτήν), της οποίας τη δημιουργία μπορεί κανείς να θεωρεί λάθος, που όμως είναι ακόμη πιο επικίνδυνο να χαθεί. Πραγματικά υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός προφανών αναλογιών μεταξύ των Αθηνών και των τυραννίδων στην Ιστορία, Στο χωρίο 1.122.3, παραδείγματος χάριν, οι Κορίνθιοι επιπλήττουν τα μέλη της Πελοποννησιακής συμμαχίας, διότι έχουν επιτρέψει να εγκαθιδρυθεί μια δικτατορία (εννοεί την Αθήνα) στην Ελλάδα (τύραννον δέ έώμεν έγκαθεστάναι πόλιν) και στο χωρίο 1.124.3 προειδοποιεί ότι η ίδια τυρανική πόλη η οποία καταδυναστεύει την Ελλάδα (και τήν καθεστηκυϊαν εν τή Έλλάδι πόλιν τύραννον) έχει την πρόθεση να επικρατήσει όλων ανεξαίρετα και προτίθεται να υποτάξει ό,τι δεν έχει υποταγεί. Ο Κλέωνας είναι εκείνος ο οποίος στη συνέχεια (3-37.2) παρουσιάζει την Αθηναϊκή αυτοκρατορία ως τυραννίδα (τυραννίδα ἐχετε τήν ἀρχήν) που επιβάλλεται σε υπηκόους οι οποίοι τη μισούν και συνομωτούν εναντίον της. Τελευταίος ο Αθηναίος ομιλητής Εύφημος εξηγεί στο Σικελικό ακροατήριό του (6.85.1) ότι εύκολα μπορούν να εκτιμήσουν τις Αθηναϊκές προθέσεις, διότι ‘για έναν τύραννο (ἀνδρι δέ τυράννῳ) ή για μια πολιτεία που ασκεί ηγεμονία (πόλει ἀρχήν έχούςῃ) τίποτε δεν είναι παράλογο αν είναι συμφέρον, τίποτε δεν είναι οικείο αν δεν εμπνέει εμπιστοσύνη’.
Γι’ αυτόν τον λόγο θα υποστήριζα ότι ο Θουκυδίδης εσκεμμένα επιφυλάσσει μία από τις δύο χρήσεις του ουσιαστικού έρως - μια λέξη τόσο στενά συνδεδεμένη στον Ηρόδοτο με την τυραννίδα - για να χαρακτηρίσει την ψυχολογική κατάσταση των Αθηναίων την παραμονή της Σικελικής εκστρατείας: ίσως είναι ένας σιωπηρός ισχυρισμός εκ μέρους του ότι αυτή η πόλη αποτελεί τον ‘τυραννικό’ διάδοχο των δεσποτών του Ηροδότου.
Συμπεράσματα
Επικέντρωσα την προσοχή μου σε μερικούς από τους τρόπους με τους οποίους τα έργα του Θουκυδίδη και του Ηροδότου απηχούν το ένα το άλλο. Από αυτό προέκυψε ότι επιδεικνύουν ιδιαίτερες ομοιότητες στις απόψεις περί ιστορικών κινήτρων και ότι μεθοδολογικά στοιχεία, ειδικά αυτά που είχαν στο παρελθόν συνδεθεί με τη θουκυδίδεια ιστοριογραφία, απαντούν ήδη στον Ηρόδοτο. Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώσαμε ότι και οι δύο ιστορικοί θεμελιώνουν τις μείζονες στρατιωτικές επιχειρήσεις που περιγράφουν (τις Αθηναϊκές στην περίπτωση του Θουκυδίδη, του Ξέρξη στην περίπτωση του Ηροδότου) εν μέρει σε ψυχολογικούς όρους και καταστάσεις.
Για τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιούν την εστιασμένη αφήγηση, μια τεχνική, η οποία είχε συνδεθεί με τη θουκυδίδεια μεθοδολογία κατά το παρελθόν: εξασφαλίζουν απευθείας πρόσβαση στην ψυχή των συμμετεχόντων και δίνουν έμφαση στην εξάρτηση των ανθρώπων από το πάθος, το οποίο υπαινίσσονται ότι είναι ένας από τους αποφασιστικούς παράγοντες που οδηγούν στην πτώση τους. Με παρόμοιο τρόπο, μια σημαντική όψη της περίφημης ἐνάργειας του Θουκυδίδη (δηλαδή των περίτεχνων σκηνών, στις οποίες οι αναγνώστες παρακολουθούν θεατές που παρακολουθούν ένα θέαμα) και το αποτέλεσμα που επιφέρει η όψη στα συναισθήματα των θεατών χρησιμοποιούνται εκτεταμένα από τον Ηρόδοτο και μάλιστα σε παρόμοια συμφραζόμενα.
Αναφορικά με το επίμαχο ζήτημα της απευθείας επιρροής του Ηροδότου στον Θουκυδίδη οι διακειμενικές σχέσεις αποδεικύουν ότι στον χαρακτηρισμό της στάσης των Αθηναίων απέναντι στη Σικελική εκστρατεία ο Θουκυδίδης ακολουθεί ως λογοτεχνικό πρότυπο την απεικόνιση των δεσποτών της Ανατολής από τον Ηρόδοτο. Κατ’ επανάληψη η συλλογική Αθηναϊκή νοοτροπία ανακαλεί έντονα τον παραλογισμό, την υποταγή στο πάθος και την τελική απογοήτευση που χαρακτηρίζουν τον Ξέρξη ή τον Μαρδόνιο. Επίσης, η απεικόνιση της Αθήνας με συγκεκριμένους ηροδότειους όρους Φαίνεται να είναι κάτι περισσότερο από μια λογοτεχνική τεχνική: είναι ένας έμμεσος αλλά αποτελεσματικός τρόπος του Θουκυδίδη ώστε να διατυπώσει την κρίση του για τη, μετατροπή της πόλης του σε έναν ιμπεριαλιστικό τύραννο, όπως και για την εξέλιξή της από την κλασική πνευματικότητα και τις αξίες οι οποίες εξυμνούνται στον Επιτάφιο του Περικλή στον οιονεί ανατολίτικο σκοταδισμό, συναισθηματισμό και υλισμό.
Βεβαίως η πρόθεσή μου να συγκρίνω θετικά αυτούς τους δύο συγγραφείς δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο προσπάθεια να τους εξισώσω ως στοχαστές ή ως λογοτέχνες. Η έρευνα των μεταξύ τους ομοιοτήτων δεν θολώνει τις εξίσου βαθιές διαφορές τους ως προς τη μέθοδο, την ιδεολογία και τη λογοτεχνική παρουσίαση. Παρ’ όλα αυτά αυτό που προκύπτει από μια διακειμενική προσέγγιση των ιστορικών τους έργων είναι ότι δεν τους χωρίζει ένα αγεφύρωτο χάσμα, αλλά ότι μοιράζονται αναρίθμητες ομοιότητες. Αυτό πάλι αποδεικνύει ότι ο Θουκυδίδης με την Ιστορία του προσέφερε μια δημιουργική συνέχεια, εξέλιξη και επεξεργασία και όχι μια ‘πολεμική ανασκευή’ του προκατόχου του.
Για τον φόβον, ο οποίος χτυπά κατ’ αυτόν τον τρόπο, βλ. 2.91.4. Για την εκπληξίν βλ. 4.34.2. Επίσης αξιοσημείωτη σε αυτά τα συμφραζόμενα είναι η ενδιαφέρουσα χρήση του ρήματος ἐμπίπτω που αναφέρεται στην άρμην η οποία καταλαμβάνει τους Αθηναίους στρατιώτες αναφορικά με την οχύρωση της Πύλου (4.4.1) και ο γέλως στον οποίο ξεσπούν οι Αθηναίοι, όταν ακούν την ‘τρελή’ υπόσχεση του Κλέωνα ότι θα λύσει το θέμα της Σφακτηρίας μέσα σε είκοσι ημέρες (4.28.5). Και οι δύο αναφορές στα συναισθήματα των Αθηναίων επιτείνουν τη γενική εντύπωση ότι το όλο θέμα της Πύλου είχε σχέση κατά μεγάλο μέρος με τον άλογο παράγοντα της τύχης.
Για την εστίαση του Ηροδότου στην όψη και το θέαμα βλ. Konstan (1987)· πρβλ. Kallet (2001) 86 και σημ. 6. Για την ένάργειαν στον Ηρόδοτο βλ. Flower και Marincola (2002) 5.