Λίχαν, τὸν οὐδὲν αἴτιον τοῦ σοῦ κακοῦ,
ποίαις ἐνέγκοι τόνδε μηχαναῖς πέπλον·
775 ὃ δ᾽ οὐδὲν εἰδὼς δύσμορος τὸ σὸν μόνης
δώρημ᾽ ἔλεξεν, ὥσπερ ἦν ἐσταλμένον.
κἀκεῖνος ὡς ἤκουσε καὶ διώδυνος
σπαραγμὸς αὐτοῦ πλευμόνων ἀνθήψατο,
μάρψας ποδός νιν, ἄρθρον ᾗ λυγίζεται,
780 ῥιπτεῖ πρὸς ἀμφίκλυστον ἐκ πόντου πέτραν·
κόμης δὲ λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει, μέσου
κρατὸς διασπαρέντος αἵματός θ᾽ ὁμοῦ.
ἅπας δ᾽ ἀνευφήμησεν οἰμωγῇ λεώς,
τοῦ μὲν νοσοῦντος, τοῦ δὲ διαπεπραγμένου·
785 κοὐδεὶς ἐτόλμα τἀνδρὸς ἀντίον μολεῖν.
ἐσπᾶτο γὰρ πέδονδε καὶ μετάρσιος,
βοῶν, ἰύζων· ἀμφὶ δ᾽ ἐκτύπουν πέτραι,
Λοκρῶν τ᾽ ὄρειοι πρῶνες Εὐβοίας τ᾽ ἄκρα.
ἐπεὶ δ᾽ ἀπεῖπε, πολλὰ μὲν τάλας χθονὶ
790 ῥιπτῶν ἑαυτόν, πολλὰ δ᾽ οἰμωγῇ βοῶν,
τὸ δυσπάρευνον λέκτρον ἐνδατούμενος
σοῦ τῆς ταλαίνης καὶ τὸν Οἰνέως γάμον
οἷον κατακτήσαιτο λυμαντὴν βίου,
τότ᾽ ἐκ προσέδρου λιγνύος διάστροφον
795 ὀφθαλμὸν ἄρας εἶδέ μ᾽ ἐν πολλῷ στρατῷ
δακρυρροοῦντα, καί με προσβλέψας καλεῖ·
ὦ παῖ, πρόσελθε, μὴ φύγῃς τοὐμὸν κακόν,
μηδ᾽ εἴ σε χρὴ θανόντι συνθανεῖν ἐμοί·
ἀλλ᾽ ἆρον ἔξω, καὶ μάλιστα μέν με θὲς
800 ἐνταῦθ᾽ ὅπου με μή τις ὄψεται βροτῶν·
εἰ δ᾽ οἶκτον ἴσχεις, ἀλλά μ᾽ ἔκ γε τῆσδε γῆς
πόρθμευσον ὡς τάχιστα, μηδ᾽ αὐτοῦ θάνω.
τοσαῦτ᾽ ἐπισκήψαντος, ἐν μέσῳ σκάφει
θέντες σφε πρὸς γῆν τήνδ᾽ ἐκέλσαμεν μόλις
805 βρυχώμενον σπασμοῖσι. καί νιν αὐτίκα
ἢ ζῶντ᾽ ἐσόψεσθ᾽ ἢ τεθνηκότ᾽ ἀρτίως.
τοιαῦτα, μῆτερ, πατρὶ βουλεύσασ᾽ ἐμῷ
καὶ δρῶσ᾽ ἐλήφθης, ὧν σε ποίνιμος Δίκη
τείσαιτ᾽ Ἐρινύς τ᾽. εἰ θέμις δ᾽, ἐπεύχομαι·
810 θέμις δ᾽, ἐπεί μοι τὴν θέμιν σὺ προύβαλες,
πάντων ἄριστον ἄνδρα τῶν ἐπὶ χθονὶ
κτείνασ᾽, ὁποῖον ἄλλον οὐκ ὄψῃ ποτέ.
ΧΟ. τί σῖγ᾽ ἀφέρπεις; οὐ κάτοισθ᾽ ὁθούνεκα
ξυνηγορεῖς σιγῶσα τῷ κατηγόρῳ;
815 ΥΛ. ἐᾶτ᾽ ἀφέρπειν. οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν
αὐτῇ γένοιτ᾽ ἄπωθεν ἑρπούσῃ καλός.
ὄγκον γὰρ ἄλλως ὀνόματος τί δεῖ τρέφειν
μητρῷον, ἥτις μηδὲν ὡς τεκοῦσα δρᾷ;
ἀλλ᾽ ἑρπέτω χαίρουσα· τὴν δὲ τέρψιν ἣν
820 τὠμῷ δίδωσι πατρί, τήνδ᾽ αὐτὴ λάβοι.
***
Εκεί τότε ξεφώνησε του Λίχατου δύστηνου, που δεν ήταν καθόλου
φταίχτης για το κακούργημά σου εσένα,
με ποιές άτιμες τέχνες τού ειχε φέρει
τον πέπλο αυτό· κι ο αρίζικος εκείνος,
που δεν ήξερε τίποτα, του λέει
πως από σένα μόνη ηταν το δώρο
και το ᾽φερε όπως το ᾽χες συ ετοιμάσει.
Σαν τ᾽ άκουσε, καθώς την ίδιαν ώρα
του σούβλισε άγριος σπαραγμός τα σπλάχνα,
τον αρπάει απ᾽ το πόδι, από το μέρος
που λυγίζεται η κλείδωση, και πέρα
780 τον πετά σ᾽ ένα βράχο, που τον ζώναν
τα κύματα· του ανοίγει η κεφαλή του
στη μέση και τα σκόρπια τα μυαλά του
και τα μαλλιά και το αίμα γίνουντ᾽ ένα.
Όλο το πλήθος βόγγησε με φρίκη
για τα μαρτύρια του ενός, για του άλλου
το σκληρό τέλος· μα κανείς σε κείνον
δεν τολμούσε κοντά να πλησιάσει,
γιατί σπάραζε χάμω και πετιόνταν
πάλι ψηλά, σκούζοντας και βογγώντας,
π᾽ αντηχούσαν οι βράχοι όλοι τριγύρω,
τα κορφοβούνια των Λοκρών κι οι κάβοι
της Εύβοιας· μ᾽ αφού πια ο δυστυχισμένος
απόστασ᾽ έτσι να πλαντάζει χάμω
790 στη γης και να βογγά και ξεφωνίζει
καταριώντας το θεόργιστο το γάμο
που τον ένωσε, ταλαίπωρη, μαζί σου
και τη συγγένεια του Οινέα, που τέτοια
την κέρδισε χαλάστρα της ζωής του,
τότε, μες απ᾽ την κάπνη πού ηταν γύρω
σηκώνοντας μάτι αναστροφισμένο,
μέ είδε μέσα στο πλήθος, που με πνίγαν
τα δάκρυα και γυρνώντας μου φωνάζει:
Έλα, γιε μου, κοντά και μη μ᾽ αφήσεις
στη συφορά μου, κι αν ακόμα πρέπει
ν᾽ αποθάνεις μαζί μου, ν᾽ αποθάνεις·
σήκωσέ μ᾽ απ᾽ εδώ και ή ρίξε μου όπου
800 να μη μπορεί να με δει μάτι ανθρώπου
ή, αν δε βαστά η καρδιά σου, πέρασέ με
έξω απ᾽ αυτό καν το νησί, μιαν ώρα
πιο γρήγορα, που εδώ να μην ποθάνω.
Κι έτσι, καθώς το ζήτησε, μες σ᾽ ένα
καΐκι τον ξαπλώσαμε και μόλις
και μετά βίας τον βγάλαμ᾽ εδώ πέρα
μες σε σπασμούς και βρουχισμούς· σε λίγο
θενα τον δείτε ή ζωντανόν ακόμα
ή ότι και θα ᾽ναι πια ξεψυχισμένος.
Τέτοια για τον πατέρα το δικό μου
σχεδίασες κι έκαμες, μητέρα, που είθε
να σ᾽ τα πλερώσει η Δίκη η εκδικήτρα
κι η Ερινύα· κι αν αμαρτία δεν είναι,
κι ευχή το κάνω· μα αμαρτία δεν είναι,
810 γιατί μου έβγαλες συ την αμαρτία
σα σκότωνες τον πιο καλό άντρα απ᾽ όλους
πάνω στη γη, που όμοιο ποτέ δε θά ᾽βρεις.
ΧΟΡ. Τί φεύγεις έτσι αμίλητη; δεν ξέρεις
πως δίνεις στον κατήγορό σου δίκιο
με τη σιωπή σου; ΥΛΛ. Αφήστε τη να πάει·
ας φύγει από τα μάτια μου κι ας έχει
πρίμο αγέρι στην πρύμνα της, γιατί
ποιά ανάγκη να κρατάει έτσι του κάκου
το τιμημένο τ᾽ όνομα μητέρας,
όταν μ᾽ αυτό δε συμφωνούν και τα έργα;
ώρα καλή της· κι όση χαρά δίνει
820 στον πατέρα μου, τόση κι αυτή νά ᾽βρει.