Κυριακή 24 Μαΐου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡλέκτρα (774-858)

ΑΓ. ἐπεὶ μελάθρων τῶνδ᾽ ἀπήραμεν πόδα,
775 ἐσβάντες ἦιμεν δίκροτον εἰς ἁμαξιτὸν
ἔνθ᾽ ἦν ὁ καινὸς τῶν Μυκηναίων· ἄναξ.
κυρεῖ δὲ κήποις ἐν καταρρύτοις βεβώς,
δρέπων τερείνης μυρσίνης κάραι πλόκους·
ἰδὼν δ᾽ ἀυτεῖ· Χαίρετ᾽, ὦ ξένοι· τίνες
780 πόθεν πορεύεσθ᾽ ἔστε τ᾽ ἐκ ποίας χθονός;
ὁ δ᾽ εἶπ᾽ Ὀρέστης· Θεσσαλοί· πρὸς δ᾽ Ἀλφεὸν
θύσοντες ἐρχόμεσθ᾽ Ὀλυμπίωι Διί.
κλύων δὲ ταῦτ᾽ Αἴγισθος ἐννέπει τάδε·
Νῦν μὲν παρ᾽ ἡμῖν χρὴ συνεστίους ὁμοῦ
785 θοίνης γενέσθαι· τυγχάνω δὲ βουθυτῶν
Νύμφαις· ἑῶιοι δ᾽ ἐξαναστάντες λέχους
ἐς ταὐτὸν ἥξετ᾽. ἀλλ᾽ ἴωμεν ἐς δόμους—
καὶ ταῦθ᾽ ἅμ᾽ ἠγόρευε καὶ χερὸς λαβὼν
παρῆγεν ἡμᾶς—οὐδ᾽ ἀπαρνεῖσθαι χρεών.
790 ἐπεὶ δ᾽ ἐν οἴκοις ἦμεν, ἐννέπει τάδε·
λούτρ᾽ ὡς τάχιστα τοῖς ξένοις τις αἰρέτω,
ὡς ἀμφὶ βωμὸν στῶσι χερνίβων πέλας.
ἀλλ᾽ εἶπ᾽ Ὀρέστης· Ἀρτίως ἡγνίσμεθα
λουτροῖσι καθαροῖς ποταμίων ῥείθρων ἄπο.
795 εἰ δὲ ξένους ἀστοῖσι συνθύειν χρεών,
Αἴγισθ᾽, ἕτοιμοι κοὐκ ἀπαρνούμεσθ᾽, ἄναξ.
τοῦτον μὲν οὖν μεθεῖσαν ἐκ μέσου λόγον·
λόγχας δὲ θέντες δεσπότου φρουρήματα
δμῶες πρὸς ἔργον πάντες ἵεσαν χέρας·
800 οἱ μὲν σφαγεῖον ἔφερον, οἱ δ᾽ ἦιρον κανᾶ,
ἄλλοι δὲ πῦρ ἀνῆπτον ἀμφί τ᾽ ἐσχάραις
λέβητας ὤρθουν· πᾶσα δ᾽ ἐκτύπει στέγη.
λαβὼν δὲ προχύτας μητρὸς εὐνέτης σέθεν
ἔβαλλε βωμούς, τοιάδ᾽ ἐννέπων ἔπη·
805 Νύμφαι πετραῖαι, πολλάκις με βουθυτεῖν
καὶ τὴν κατ᾽ οἴκους Τυνδαρίδα δάμαρτ᾽ ἐμὴν
πράσσοντας ὡς νῦν, τοὺς δ᾽ ἐμοὺς ἐχθροὺς κακῶς—
λέγων Ὀρέστην καὶ σέ. δεσπότης δ᾽ ἐμὸς
τἀναντί᾽ ηὔχετ᾽, οὐ γεγωνίσκων λόγους,
810 λαβεῖν πατρῶια δώματ᾽. ἐκ κανοῦ δ᾽ ἑλὼν
Αἴγισθος ὀρθὴν σφαγίδα, μοσχείαν τρίχα
τεμὼν ἐφ᾽ ἁγνὸν πῦρ ἔθηκε δεξιᾶι,
κἄσφαξ᾽ ἐπ᾽ ὤμων μόσχον ὡς ἦραν χεροῖν
δμῶες, λέγει δὲ σῶι κασιγνήτωι τάδε·
815 Ἓν τῶν καλῶν κομποῦσι τοῖσι Θεσσαλοῖς
εἶναι τόδ᾽, ὅστις ταῦρον ἀρταμεῖ καλῶς
ἵππους τ᾽ ὀχμάζει· λαβὲ σίδηρον, ὦ ξένε,
δεῖξόν τε φήμην ἔτυμον ἀμφὶ Θεσσαλῶν.
ὁ δ᾽ εὐκρότητον Δωρίδ᾽ ἁρπάσας χεροῖν,
820 ῥίψας ἀπ᾽ ὤμων εὐπρεπῆ πορπάματα,
Πυλάδην μὲν εἵλετ᾽ ἐν πόνοις ὑπηρέτην,
δμῶας δ᾽ ἀπωθεῖ· καὶ λαβὼν μόσχου πόδα
λευκὰς ἐγύμνου σάρκας ἐκτείνων χέρα·
θᾶσσον δὲ βύρσαν ἐξέδειρεν ἢ δρομεὺς
825 δισσοὺς διαύλους ἱππίους διήνυσεν,
κἀνεῖτο λαγόνας. ἱερὰ δ᾽ ἐς χεῖρας λαβὼν
Αἴγισθος ἤθρει. καὶ λοβὸς μὲν οὐ προσῆν
σπλάγχνοις, πύλαι δὲ καὶ δοχαὶ χολῆς πέλας
κακὰς ἔφαινον τῶι σκοποῦντι προσβολάς.
830 χὠ μὲν σκυθράζει, δεσπότης δ᾽ ἀνιστορεῖ·
Τί χρῆμ᾽ ἀθυμεῖς; Ὦ ξέν᾽, ὀρρωδῶ τινα
δόλον θυραῖον. ἔστι δ᾽ ἔχθιστος βροτῶν
Ἀγαμέμνονος παῖς πολέμιός τ᾽ ἐμοῖς δόμοις.
ὁ δ᾽ εἶπε· Φυγάδος δῆτα δειμαίνεις δόλον,
835 πόλεως ἀνάσσων; οὐχ, ὅπως παστήρια
θοινασόμεσθα, Φθιάδ᾽ ἀντὶ Δωρικῆς
οἴσει τις ἡμῖν κοπίδ᾽ ἀναρρῆξαι χέλυν;
λαβὼν δὲ κόπτει. σπλάγχνα δ᾽ Αἴγισθος λαβὼν
ἤθρει διαιρῶν. τοῦ δὲ νεύοντος κάτω
840 ὄνυχας ἔπ᾽ ἄκρους στὰς κασίγνητος σέθεν
ἐς σφονδύλους ἔπαισε, νωτιαῖα δὲ
ἔρρηξεν ἄρθρα· πᾶν δὲ σῶμ᾽ ἄνω κάτω
ἤσπαιρεν ἠλέλιζε δυσθνήισκων φόνωι.
δμῶες δ᾽ ἰδόντες εὐθὺς ἦιξαν ἐς δόρυ,
845 πολλοὶ μάχεσθαι πρὸς δύ᾽· ἀνδρείας δ᾽ ὕπο
ἔστησαν ἀντίπρωιρα σείοντες βέλη
Πυλάδης Ὀρέστης τ᾽. εἶπε δ᾽· Οὐχὶ δυσμενὴς
ἥκω πόλει τῆιδ᾽ οὐδ᾽ ἐμοῖς ὀπάοσιν,
φονέα δὲ πατρὸς ἀντετιμωρησάμην
850 τλήμων Ὀρέστης· ἀλλὰ μή με καίνετε,
πατρὸς παλαιοὶ δμῶες. οἱ δ᾽, ἐπεὶ λόγων
ἤκουσαν, ἔσχον κάμακας· ἐγνώσθη δ᾽ ὑπὸ
γέροντος ἐν δόμοισιν ἀρχαίου τινός.
στέφουσι δ᾽ εὐθὺς σοῦ κασιγνήτου κάρα
855 χαίροντες ἀλαλάζοντες. ἔρχεται δὲ σοὶ
κάρα ᾽πιδείξων, οὐχὶ Γοργόνος φέρων
ἀλλ᾽ ὃν στυγεῖς Αἴγισθον. αἷμα δ᾽ αἵματος
πικρὸς δανεισμὸς ἦλθε τῶι θανόντι νῦν.

***
ΑΓΓ. Όταν εξεκινήσαμε απ᾽ το σπίτι,
επήραμε τον δρόμο που χωράει
δυο αμάξια να περάσουν· προχωρώντας
εφτάσαμε στο μέρος που βρισκόταν
των Μυκηναίων ο ξακουσμένος ρήγας.
Σε κήπο νεροδρόσιστο καθόταν
κι έκοβε τρυφερής μυρτιάς κλωνάρια
να στεφανώσει το κεφάλι του. Ως μας είδε,
μας φώναξεν αμέσως. «Γεια σας, ξένοι,
780 ποιοί είστε; Πούθε ερχόσαστε; Ποιός είναι
ο τόπος σας;» Ο Ορέστης τού απαντάει.
«Είμαστε Θεσσαλοί, πάμε στη χώρα
του Αλφειού, να κάνουμε θυσίες
στον Δία τον Ολύμπιο». Ακούγοντας
ο Αίγισθος αυτά, μας λέει. «Τώρα
θα μείνετε κοντά μου και θα φάτε
μαζί μου στο τραπέζι. Θυσιάζω
ταύρο στις Νύμφες· άμα σηκωθείτε
με την αυγή, όση χάσατε ώρα πάλι
θα την κερδίσετε· στο σπίτι ας πάμε,
δεν κάνει ν᾽ αρνηθείτε». Έτσι μιλώντας
790 και πιάνοντάς μας απ᾽ το χέρι, μέσα
μας οδηγούσε. Ως μπήκαμε, φωνάζει.
«Γοργά να φέρει κάποιος για τους ξένους
νερό για να λουστούν, γιατί μαζί μας
θα σταθούν στον βωμό και στ᾽ αγιονέρι».
Ο Ορέστης όμως του αποκρίνεται. «Πριν λίγο
καθαριστήκαμε σε ποταμίσια
νερά καθάρια. Αν πρέπει στις θυσίες
να στέκουνε μαζί ξένοι με ντόπιους,
Αίγισθε βασιλιά, δεν θ᾽ αρνηθούμε
κι είμαστε πρόθυμοι». Έτσι αυτόν τον λόγο
τον άφησαν στη μέση. Οι δούλοι τότε,
σε μια μεριά τις λόγχες παρατώντας,
που ᾽χαν για να φυλάγουν τον αφέντη,
ρίχτηκαν όλοι στη δουλειά. Δοχείο
έφερναν για το αίμα απ᾽ τα σφαχτάρια,
800 άλλοι κουβάλαγαν πανέρια, κι άλλοι
άναβαν τους βωμούς και τα λεβέτια
έστηναν, κι αντηχούσε όλο το σπίτι.
Ο άντρας της μητέρας σου αφού πήρε
κριθάλευρο, το σκόρπιζεν απάνω
στους βωμούς, έτσι μιλώντας. «Νύμφες
των βράχων, αξιώστε μας, εμένα
και τη γυναίκα μου που ᾽ναι στο σπίτι,
την Τυνδαρίδα, πλήθος τις θυσίες
να κάνουμε για σας, ευτυχισμένοι
πάντοτες όπως τώρα, κι οι εχθροί μας
να δυστυχούν». Για σε και τον Ορέστη
έλεγε αυτά τα λόγια. Μα ο δικός μου
αφέντης με τον νου του προσευχόταν
τ᾽ αντίθετα: να ξαναπάρει πίσω
810 το πατρικό παλάτι. Ίσιο μαχαίρι
απ᾽ το πανέρι ο Αίγισθος επήρε
κι έκοψε τρίχες μοσχαρίσιες· πάνω
στην ιερή τις έριξε τη φλόγα
με το δεξί του κι έσφαξε ως σηκώσαν
στους ώμους του οι δούλοι το δαμάλι.
Ύστερα λέει στον αδερφό σου ετούτα.
«Καυχιούνται οι Θεσσαλοί πως έχουν
κι αυτό μες στα καλά τους· άλλος ταύρο
με τέχνη τον λιανίζει, άλλος δαμάζει
τ᾽ άλογα. Εμπρός, μαχαίρι πάρε, ξένε,
και δείξε αληθινή τη φήμη τούτη
των Θεσσαλών». Γερό λεπίδι εκείνος
διαλέγει δωρικό κι από τους ώμους
820 πετώντας τον ωραίο χιτώνα, πήρε
στο έργο βοηθό του τον Πυλάδη κι όλους
διώχνει τους δούλους. Απ᾽ το πόδι το μοσχάρι
πιάνοντας και τεντώνοντας το χέρι,
τις άσπρες σάρκες γύμνωσε απ᾽ το δέρμα.
Πιο γρήγορα είχε γδάρει το δαμάλι,
απ᾽ όσην ώρα κάνει καβαλάρης
να τρέξει μες στο στάδιο δυο γύρους·
ύστερα του ανοίγει τα λαγόνια.
Παίρνει στα χέρια ο Αίγισθος τα σπλάχνα
και τα κοιτάει. Στο σκώτι δεν υπήρχε
λοβός καθόλου, στόμα και σακούλα
στη χολή έδειχναν πως σύντομα θα βρίσκαν
αυτόν που τα κοιτούσε δυστυχίες
φριχτές. Το πρόσωπό του σκοτεινιάζει
830 κι ο αφέντης μου ρωτάει. «Γιατί τάχα
στεναχωριέσαι; «Ξένε, κάποιο δόλο
φοβάμαι από τα ξένα. Είναι τ᾽ αγόρι
του Αγαμέμνονα τρανός εχθρός μου,
που πιο πολύ μισώ μες στους ανθρώπους».
Εκείνος του αποκρίθηκε. «Εσύ μιας χώρας
ο βασιλιάς και σκιάζεσαι τον δόλο
ενός εξορισμένου; Δεν θα φέρει,
αντί γι᾽ αυτό το δωρικό λεπίδι,
κάποιος μαχαίρι φθιωτικό, να φάμε
τα εντόσθια και το στήθος του ν᾽ ανοίξω;»
Παίρνει και κόβει. Ο Αίγισθος τα σπλάχνα
τα εξέταζε ένα ένα. Κι όπως ήταν
έτσι σκυμμένος, τότε ο αδερφός σου
840 σηκώθηκε στα νύχια και του δίνει
στον σβέρκο μια χτυπιά και του συντρίβει
τη ραχοκοκαλιά του· ευθύς εκείνος
σύγκορμος τιναζόταν πάνω κάτω,
πεθαίνοντας φριχτά μ᾽ άγριους βόγκους.
Οι δούλοι μόλις είδαν τί ᾽χε γίνει,
τρέξαν γοργά και πήραν τα κοντάρια,
πλήθος αυτοί να χτυπηθούν με δύο.
Μα στάθηκαν ατρόμαχτοι αντικρύ τους
Ορέστης και Πυλάδης, τις δικές τους
λόγχες αντίμαχες γερά κουνώντας.
Τους μίλησ᾽ ο αδερφός σου. «Εχθρός δεν ήρθα
στη χώρα εδώ και στους δικούς μου ανθρώπους·
μονάχα τον φονιά έχω τιμωρήσει
850 του γονιού μου, ο δύστυχος Ορέστης·
γι᾽ αυτό παλιοί υπηρέτες του πατέρα,
μη με σκοτώσετε». Κι εκείνοι σαν ακούσαν
τα λόγια του, κρατήσαν τα κοντάρια·
κάποιος του παλατιού γέροντας δούλος
τον γνώρισε κι ευθύς τον αδερφό σου
μ᾽ αλαλαγμούς χαράς τον στεφανώσαν.
Έρχεται να σου δείξει το κεφάλι
όχι της Μέδουσας, μα αυτόν που τόσο
πολύ μισείς, τον Αίγισθο. Σφαγμένος,
πικρά ξεπλήρωσε με το αίμα του το αίμα.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της: Πρόλογος

Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι αρχαίοι Έλληνες δημιούργησαν με την τέχνη τους αισθητικές αρχές και πρότυπα που κέρδισαν ευρεία αποδοχή και απέκτησαν παγκόσμια ακτινοβολία. Είναι επίσης γεγονός ότι η αρχαία ελληνική τέχνη λειτούργησε διαχρονικά ως πρότυπο και καθορίζει ως σήμερα, άμεσα ή έμμεσα, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και αποτιμούμε την καλλιτεχνική δημιουργία. Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε ότι, όσο οικεία και αν μας φαίνεται σήμερα η τέχνη αυτή, η κατανόησή της δεν είναι εύκολη, επειδή προϋποθέτει μια συνολική αντίληψη του πολιτισμού που τη δημιούργησε και επίσης τη γνώση της μακρόχρονης ιστορικής του εξέλιξης. Εξίσου χρήσιμη και αναγκαία με τη συστηματική μελέτη της τέχνης των αρχαίων Ελλήνων είναι η διερεύνηση της επίδρασης που άσκησε στους καλλιτέχνες και τους πνευματικούς ανθρώπους της νεότερης Ευρώπης, ιδιαίτερα από την Αναγέννηση και έπειτα, η γνωριμία με τα ίδια τα έργα, που για αιώνες θεωρήθηκαν αξεπέραστα πρότυπα και παραμένουν σταθερές αξίες στον σημερινό, παγκόσμιο πλέον, πολιτισμό, του οποίου η αισθητική είναι ανοιχτή σε πολλές και διαφορετικές τάσεις και επιδράσεις. Ειδικά οι δημιουργίες της λεγόμενης κλασικής περιόδου (από τους Περσικούς Πολέμους ως τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου: 480-323 π.Χ.) θεωρήθηκαν ήδη στην Αρχαιότητα υποδείγματα αισθητικής τελειότητας και έγιναν αντικείμενο θαυμασμού και μίμησης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την επίδραση της ελληνικής τέχνης την ανιχνεύουμε όχι μόνο στον άμεσο γεωγραφικό περίγυρο της Ελλάδας και στην περιοχή της Μεσογείου, όπου οι Έλληνες είχαν από νωρίς ιδρύσει αποικίες, αλλά σε έναν ευρύτατο γεωγραφικό χώρο που εκτείνεται από την κεντρική Ασία ως τη βόρεια Ευρώπη και την Αφρική.
Το αυξημένο ενδιαφέρον για την τέχνη της Αρχαιότητας και η έναρξη των πρώτων ανασκαφών στην Ιταλία, στις πόλεις που κατέστρεψε η έκρηξη του Βεζουβίου το 79 μ.Χ., οδήγησαν πριν από δυόμισι περίπου αιώνες στη δημιουργία της αρχαιολογίας ως ξεχωριστού κλάδου της αρχαιογνωστικής έρευνας, με σκοπό τη συστηματική μελέτη της τέχνης της λεγόμενης κλασικής Αρχαιότητας (της εποχής από τις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. ως την επικράτηση του χριστιανισμού στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά τον 4ο και τον 5ο αιώνα μ.Χ.). Από το τέλος του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα όμως στα πρόσφατα χρόνια, το γνωστικό αντικείμενο της αρχαιολογίας διευρύνθηκε πολύ και περιλαμβάνει πλέον το σύνολο των καταλοίπων όλων των αρχαίων πολιτισμών. Τα μνημεία και τα άλλα υλικά λείψανα του αρχαίου ελληνικού και του ρωμαϊκού πολιτισμού (οι οποίοι από το τέλος της ελληνιστικής εποχής συμπλέκονται σε μιαν αδιάσπαστη ενότητα) αποτελούν το ερευνητικό πεδίο της κλασικής αρχαιολογίας. Η έρευνα της κλασικής αρχαιολογίας δεν περιορίζεται, ωστόσο, στην εξέταση των έργων τέχνης και των άλλων αντικειμένων, αλλά ενσωματώνει και αξιοποιεί σε μεγάλο βαθμό τα πορίσματα της κλασικής φιλολογίας και της αρχαίας ιστορίας.
 
Μια πολύ ενδιαφέρουσα διαπίστωση που ανέδειξε η αρχαιολογική έρευνα των τελευταίων εκατό περίπου χρόνων μέσα από τις ανασκαφές και τη συστηματική μελέτη των ευρημάτων είναι ότι η ελληνική τέχνη —όπως άλλωστε και η λογοτεχνία και ο πολιτισμός των αρχαίων Ελλήνων γενικότερα— δέχτηκε στις πρώιμες φάσεις της έντονες επιδράσεις από τους πολιτισμούς της Ανατολής, ιδιαίτερα της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου. Φαίνεται ότι συνέβη μια αληθινή πολιτιστική όσμωση, αποτέλεσμα των στενών εμπορικών σχέσεων που ανέπτυξαν οι Έλληνες με τις παράκτιες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου (κυρίως με τη Συρία και τη Φοινίκη) και με την ενδοχώρα τους. Από την άλλη μεριά σημαντική ήταν και η εξάπλωση των Ελλήνων στην Ιταλία και τη δυτική Μεσόγειο, που άρχισε τον 8ο αιώνα π.Χ. και εξελίχθηκε σχεδόν παράλληλα με εκείνη των Φοινίκων στις νότιες ακτές της. Οι ανατολικές επιδράσεις αφομοιώθηκαν γρήγορα και οδήγησαν σε μια εξαιρετική άνθηση των τεχνών στην Ελλάδα, που άρχισε να ακτινοβολεί σε όλο τον περίγυρο της. Έτσι ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., και ακόμη περισσότερο τον 5ο και τον 4ο αιώνα, βλέπουμε να αναπτύσσεται μια αντίστροφη ροή επίδρασης: η ελληνική τέχνη γίνεται ευρύτερα αποδεκτή και αρχίζει να εξάγεται στην Ανατολή και τη Δύση.
 
Με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου η ελληνική τέχνη κέρδισε ακόμη περισσότερο έδαφος και έφτασε μέσα σε σύντομο χρόνο ως την Ινδία. Σημαντικότερη όμως από αυτή τη γρήγορη εξάπλωση υπήρξε η εδραίωση, στους αιώνες που ακολούθησαν, των αισθητικών προτύπων της ελληνικής τέχνης στον τεράστιο γεωγραφικό χώρο που κάλυπταν τα βασίλεια των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά και πέρα από αυτά. Τα ίδια αυτά πρότυπα επέδρασαν καθοριστικά στην τέχνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και καθόρισαν την εξέλιξή της ως το τέλος της Αρχαιότητας. Μπορούμε επομένως να πούμε ότι η αρχαία ελληνική τέχνη απέκτησε από νωρίς οικουμενική διάσταση.
 
Ακόμη και μετά το τέλος της Αρχαιότητας και την επικράτηση του χριστιανισμού, που εισήγαγε ένα νέο σύστημα αξιών, η ελληνική τέχνη δεν έσβησε, αλλά παρέμεινε, αν και σε μικρότερο βαθμό, πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες. Στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (το λεγόμενο Βυζάντιο) τα αισθητικά πρότυπα της αρχαίας τέχνης δεν εγκαταλείφθηκαν ποτέ εντελώς και βλέπουμε μάλιστα να επανεμφανίζονται κατά περιόδους με μεγαλύτερη ή μικρότερη συχνότητα. Στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αντίθετα, η παράδοση της Αρχαιότητας εγκαταλείπεται μετά τις βαρβαρικές επιδρομές του 5ου και του 6ου αιώνα. Το ενδιαφέρον άρχισε να ξυπνά και πάλι τον 9ο αιώνα (την εποχή του Καρλομάγνου), παρέμεινε όμως περιορισμένο. Από την εποχή όμως της Αναγέννησης και έπειτα η τέχνη της ελληνικής Αρχαιότητας —αρχικά μέσα από κλασικιστικές δημιουργίες των ρωμαϊκών χρόνων και αργότερα με τη γνωριμία έργων των παλαιότερων περιόδων— επανήλθε θριαμβευτικά στο προσκήνιο και έγινε πρότυπο και σημείο αναφοράς, αρχικά στην Ιταλία και αργότερα σε ολόκληρη την Ευρώπη, όχι μόνο ως προς την αισθητική, αλλά και ως προς τη θεματολογία. Κορύφωση της συνεχούς επαφής της νεότερης ευρωπαϊκής τέχνης με εκείνη της Αρχαιότητας είναι ο κλασικισμός του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Στη νεότερη Ελλάδα, που απέκτησε κρατική υπόσταση την εποχή που ο κλασικισμός ήταν η κυρίαρχη τεχνοτροπία στην Ευρώπη, η πρόσληψη της αρχαίας τέχνης, είτε άμεσα είτε διαθλαστικά μέσα από την ευρωπαϊκή τέχνη, συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας νέας πολιτιστικής ταυτότητας.
 
Στη σειρά αυτή των άρθρων θα προσπαθήσουμε να ξεδιπλώσουμε τα διαδοχικά στάδια της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας διαδρομής της αρχαίας ελληνικής τέχνης και της ακτινοβολίας της, η οποία φτάνει ως τις μέρες μας, προβάλλοντας ταυτόχρονα, στο μέτρο του δυνατού, τους στενούς δεσμούς της με την ιστορία και τον πολιτισμό γενικότερα. Για να το επιτύχουμε καλύτερα αυτό θεωρήσαμε σκόπιμο να δώσουμε αρκετά παραθέματα από αρχαίους συγγραφείς σε μετάφραση. Όπου το όνομα του μεταφραστή δεν σημειώνεται η μετάφραση είναι δική μου. Γνωρίζουμε ότι η εικόνα που προσφέρουμε στον αναγνώστη είναι συνοπτική και ενδεχομένως ατελής σε ορισμένα σημεία· ελπίζουμε όμως παρά ταύτα ότι η επισκόπηση ενός τόσο γοητευτικού υλικού είναι από μόνη της ικανή να του κεντρίσει το ενδιαφέρον και να του προσφέρει αισθητική ικανοποίηση και αφορμή για σκέψη.
 
Η σύλληψη και οι κατευθυντήριες γραμμές στη σειρά αυτή των άρθρων καθώς και η προτροπή για τη συγγραφή τους προήλθαν από φίλους, που παρακολουθούν με αδιάλειπτο ενδιαφέρον τον Ερεβοκτόνο και με συνεχείς παραινέσεις και παρεμβάσεις τα διάφορα στάδια της συγγραφής τους· τους οφείλω περισσότερες ευχαριστίες από όσες μπορούμε να εκφράσω στο σύντομο αυτό προλογικό σημείωμα.

Για μια Θεολογία της Θεοπτίας του Παντός

(ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ)

Πάνω, πέρα, μακριά, από την κίνηση του νου, στην Απόλυτη Ησυχία, στην σιγή της δραστηριότητας, στην σιωπή της επίγνωσης... Ανατέλλει το Άπειρο... το Αληθινό... το Αιώνιο...

1. Οποιαδήποτε κίνηση κι αν κάνει ο νους (οποιαδήποτε προσπάθεια, οποιαδήποτε σκέψη...) Το ΠΑΝ Προηγείται σαν Αυτό που μας Περιβάλλει, σαν Αυτό στο Οποίο καταλήγει κάθε εξέλιξη και προορισμός, σαν Αυτό που Είναι Παρόν Εδώ... Έτσι δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε Το ΠΑΝ, να σκεφτούμε ή να μιλήσουμε για Το ΠΑΝ... Απλά, Είναι, Εδώ...

2. Όσο ο νους κινείται, επεκτείνεται, ερευνά, βλέπει... «βλέπει» αυτό που είναι «μπροστά», στον χώρο του, στην φύση του... Δεν μπορεί να «δει» αυτό που είναι «πίσω», πριν την κίνηση του νου, πέρα από την κίνηση, πάνω από την κίνηση, μετά την κίνηση... Πάνω, πέρα, μακριά, από την κίνηση του νου, στην Απόλυτη Ησυχία, στην σιγή της δραστηριότητας, στην σιωπή της επίγνωσης... Ανατέλλει το Άπειρο... το Αληθινό... το Αιώνιο...

3. Στην Απόλυτη Σιωπή του νου, το κενό Γεμίζει με Παρουσία, Μία Παρουσία Χωρίς Όρια, Που Απλώνεται Παντού, Μία Παρουσία Πιο Πραγματική από τα σχήματα του κόσμου, Μία Παρουσία που Εκδηλώνεται χωρίς να «κινείται» και να «μεταβάλλεται»...

4. Η Σιωπή είναι η Αληθινή Προσευχή, η Καρδιά της Προσευχής... όσο δεν αγγίζουμε την Σιωπή, και βρισκόμαστε μέσα στην κίνηση του νου, στην δραστηριότητα... ό,τι κι αν κάνουμε, δεν προσευχόμαστε...

5. Η Σιωπή δεν είναι μόνο η Ουσία της Προσευχής, ο Υπέρτατος Στόχος, κι η Υπέρτατη Πραγματοποίηση... Είναι κι η Υπόσταση της Αγάπης, η Υπέρτατη Αγάπη, Είναι το Ίδιο Το ΠΑΝ... Το ΠΑΝ Είναι Σιωπή... Αποκαλύπτεται μες στην Σιωπή, Συλλαμβάνεται σαν Σιωπή, Κατανοείται σαν Σιωπή... ποιος είναι άξιος να μιλήσει γι’ Αυτό;...

6. Αλλά... αν από την άποψη του ανθρώπου, που ανυψώνεται πάνω από τον θόρυβο του κόσμου, την δραστηριότητα της σκέψης... Το ΠΑΝ Αποκαλύπτεται σαν Σιωπή... όμως Αυτή Καθ’ Εαυτή η Σιωπή, δεν είναι κενό κι απουσία... Είναι Μία Σιωπή Παρούσα... Ηχηρή... Είναι ο Λόγος που Διαπερνά τα Πάντα, Είναι ο Ήχος της Σιωπής που Προηγείται... του Απόλυτου, Ακατάληπτου...

7. Όποιον δρόμο κι αν πάρεις... είτε τον Δρόμο της Σιωπής, είτε τον δρόμο του νου, είτε τον δρόμο του κόσμου... οι μόνες στιγμές που θα Αγγίξεις το Μυστήριο της Ύπαρξής σου, η μόνη, βαθιά, απέραντη, κι απόλυτη ευτυχία που μπορείς να νοιώσεις.. είναι οι στιγμές της Σιωπής... όταν όλος ο θόρυβος του κόσμου, της σκέψης, σβήνει... πέρα, μακριά... Τότε, νοιώθεις πως βρίσκεις τον Εαυτό σου, την Κατοικία σου, τον Προορισμό σου... Κι αυτό δεν είναι κάτι που επιδιώκεις, που πετυχαίνεις, που επαναλαμβάνεις... έρχεται φυσικά, χωρίς να το καταλάβεις... όταν τα εγκαταλείπεις όλα, για να βρεις το Αληθινό Μαργαριτάρι, τον Αληθινό Θησαυρό, την ίδια την Καρδιά σου... Αν επιχειρήσεις να καλλιεργήσεις την Σιωπή, να πετύχεις την Σιωπή, μόνο θόρυβο θα πετύχεις, μία ψεύτικη σιωπή... Η Σιωπή έρχεται με την εγκατάλειψη ... στην Αγκαλιά... Ησυχία... κάνε Ησυχία... και μέσα στην Σιωπή, θα Ακούσεις την Φωνή Σου... κι η Σιωπή θα γίνει Παρουσία...

Tο τσακάλι και το λαγουδάκι

Ένα λευκό τσακάλι κυνηγά ένα λευκό λαγουδάκι. Στις απέραντες χιονισμένες στέπες του Καναδά. Το σαρκοβόρο είναι πεινασμένο και άγριο ως την άκρη των νυχιών κι ως την άκρη της τρίχας του. Το λαγουδάκι το αλαλιάζει τρελός ο φόβος του θανάτου. Τρέχει σα σφαίρα.

Το ένστικτο του ολέθρου, που πλακώνει, πολλαπλασιά­ζει τις δυνάμεις φυγής στο αθώο ζώο. Η οργή της πείνας, που δεν αντέχεται, πολλαπλασιάζει τις δυνάμεις καταδίω­ξης του αγριμιού. Πόλεμος φρικαλέος χωρίς όρια και χω­ρίς όρους ξετυλίγεται στο πεδίο της φύσης.

Παρακολουθούμε τη σκηνή στην οθόνη. Ένα μόλις πή­δημα χωρίζει το χορτοφάγο από το σαρκοβόρο. Τα δόντια του κακού ζουλαπιού λάμπουνε λευκοπυρωμένα καρφιά στην παγωνιά. Το δέρμα του τρυφερού λαγού το ταράζουν ριπές από έξαλλες φρικιάσεις. Νιώθει κιόλας στη ράχη του το αγκομαχητό του αγριμιού.

- Μη! φωνάζουμε έντρομοι. Όχι! Να σωθεί το αθώο άκακο ζώο. Να μην ιδούμε να το σπαράζουν τα ιδρωμένα δόντια. Να μην ιδούμε τη σάρκα του πώς ξεσκίζεται. Τα ποδαράκια του να τρέμουν τρομαλέα, και να τινάζουνται στον αέρα σφαδάζοντας. Το αχνιστό αίμα πώς θα βάφει το αλέκιαστο χιόνι.

Ορμόφυχα και αυθόρμητα, σα να μας κυνηγά τους ίδι­ους η τρομάρα, ψηφίζουμε σωτηρία για το λαγό και αστο­χιά για το τσακάλι. Φωνάζουμε, βόηθα, θεέ! Πάψε το κα­κό και το άδικο που συντελιέται τώρα στη φύση! Πάψε την οργή σου!

Ξαφνικά και ενώ το αγρίμι αγγίζει με το μουσούδι του την ουρά του λαγού, γίνεται το απρόσμενο. Η δύναμη όρασης του τσακαλιού μπερδεύεται με το χιόνι. Σε μια στροφή του λαγού το τσακάλι τραβάει ευθεία. Χάνει από­τομα το ρυθμό του. Αποσυντονίζεται το τέμπο της κίνη­σης. Η κάθετη ευθυβολία στο στόχο, που η φύση χωρίς οίκτο και χωρίς λύπηση αξιώνει για τη στιγμή, ταράζε­ται.

Αυτό ήταν. Ο λαγός κερδίζει απόσταση. Ξεμακραίνει. Όλο και ξεμακραίνει. Ένα, δύο, πέντε, δέκα μέτρα. Σε λί­γο έχει χαθεί από το οπτικό πεδίο βολής του τσακαλιού.

Το σαρκοβόρο σταματά. Κοιτάζει ατενώς. Τίποτα. Ο λευκός ορίζοντας μπροστά του έχει γίνει ένα αδιάφορο χάος. Άβυσσος ερημιάς και ολέθρου. Το απλανές βλέμμα του τσακαλιού, ξέτυχο ανάμεσα στην ηλιθιότητα και στην ανεξήγητη απορία, είναι ό,τι απόμεινε από τη σκηνή.

- Μπράβο! φωνάζουμε, και φτεροκοπάμε τα χέρια και τα πόδια μας. Λύνεται ο κακός μας βραχνάς. Η ανάσα μας ξαναγυρίζει. Ένα αίσθημα λύτρωσης χτυπά σαν το γέλιο τη διάθεσή μας. Δόξα στον κόσμο και στο θεό. Το λαγουδάκι εγλύτωσε.

Λάθος, τίμιε αναγνώστη. Το λαγουδάκι εγλύτωσε, αλλά το τσακάλι θα πεθάνει από την πείνα.

Αυτό δεν τό 'χαμέ σκεφθεί.

Η ιστορία μας χαρίζει δύο συμπεράσματα. Το ένα είναι συμπέρασμα περί της μεθόδου. Ότι η σκέψη μας είναι μο­νόδρομος. Όλοι πονάμε το λαγουδάκι. Γιατί είναι το υπο­ψήφιο αναίτιο θύμα. Το αδύναμο πλάσμα της φύσης. Κα­νείς δεν συμπονά το τσακάλι. Το αιμοδιψές και το αιμοβόρο. Γιατί κανείς δε σκέφτεται ότι και κείνο είναι το υποψήφιο αναίτιο θύμα, στην περίπτωση που θα του ξεφύγει ο λαγός. Όπως και έγινε, δηλαδή.

Εμάθαμε να σκεφτόμαστε με οδηγό το ακρατές μας συ­ναίσθημα. Ανάλατα και πλαδαρά. Ευνουχισμένα, γελοία, και μονόφθαλμα. Και παροπλίσαμε τη λογική και τη γνώση.

Το άλλο είναι συμπέρασμα περί της ουσίας.

Μπροστά στα μάτια μας ξετυλίχτηκε ένα επεισόδιο της φύσης με δύο όρους ισοσθενείς και αντίρροπους. Και ως προς την αγριότητα ακραίους.

Εδώ είναι για να ζήσει το ένα από τα δύο. Ή το τσακάλι ή ο λαγός. Ή ο λαγός ή το τσακάλι. Ούτε και τα δύο γίνε­ται να ζήσουν, ούτε και τα δύο γίνεται να πεθάνουν. Αλλά ή το ένα ή το άλλο. Τρίτον δε δίδεται. Tertiumnondatur.

Ωστόσο, αν φύγουμε από τη λογική του είτε... είτε, και πάμε στη λογική του τόσο... όσο, ο συλλογισμός μας θα ξετυλιχθεί εντελώς διαφορετικά. Από αντιθετικός γίνεται συμπληρωματικός.

Θέλω να ειπώ: για να ζήσει το τσακάλι, πρέπει να πεθάνει ο λαγός· και αντίστροφα, για να ζήσει ο λαγός πρέ­πει να πεθάνει το τσακάλι.

Με άλλα λόγια, η ζωή στο προκείμενο είναι συνάρτηση του θανάτου, και ο θάνατος είναι συνάρτηση της ζωής. Ζει το τσακάλι; αυτό σημαίνει ότι χρεωστά τη ζωή του στο θάνατο του λαγού. Ζει ο λαγός; αυτό σημαίνει ότι χρεωστά τη ζωή του στο θάνατο του τσακαλιού. Το ένα ζει χάρη στο θάνατο. Το άλλο πεθαίνει χάρη στη ζωή.

Το εξαγόμενο είναι πως η βάση σε κάθε μορφή ζωής είναι ο θάνατος. Ο θάνατος είναι το θεμέλιο και η αιτία και η σωτηρία της ζωής. Χωρίς θάνατο δεν υπάρχει ζωή. Ζωή και θάνατος είναι τα δύο μισά που δίνουν εκείνο το απλό και απόλυτο φαινόμενο, που το ονομάζουμε φύση, φύεσθαι, γέννηση, natura.

Ο βαθύτερος, δηλαδή, νόμος της φύσης δεν είναι ή το ένα ή το άλλο ανεξάρτητα από το ένα ή το άλλο. Αλλά εί­ναι ή το ένα ή το άλλο μέσα από το ένα ή το άλλο. Είναι η ζωή του λαγού μέσα από το θάνατο του τσακαλιού, ή η ζωή του τσακαλιού μέσα από το θάνατο του λαγού. Δε δί­νεται, δηλαδή, ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο, αλλά μόνο το τρίτο δίνεται, που προκύπτει σαν απροσδιοριστία του πρώτου και του δεύτερου. Μόνον tertiumdatur.

Αυτή η κυρίαρχη τάξη μέσα στη φύση καταργεί τον ένα από τους τέσσερες νόμους της κλασικής λογικής. Κα­ταργεί το νόμο του τρίτου ή μέσου αποκλείσεως. Prin- cipium exclusi tertii sive medii.

Και νά 'τανε μόνο αυτό! Γιατί όχι μόνο καταργεί το νόμο του τρίτου ή μέσου αποκλείσεως, αλλά αντίστροφα ιδρύει και επιβάλλει τον αντίθετό του σαν τον κυρίαρχο νόμο της λογικής απάνου στον οποίο στηρίζεται και ο πρώτος νόμος της ταυτότητας (Α είναι Α), και ο δεύτερος νόμος της αντίφασης (Α δεν είναι όχι Α).

Ο νέος νόμος της μή αποκλείσεως του μέσου ή του τρί­του, Principium non exclusi tertii sive medii, μετά το 1927 που ο Χάιζενμπεργκ διατύπωσε την αρχή της Απροσδιορι­στίας (Unscharferelation) γίνεται ο υπερνόμος και της λογι­κής του ανθρώπου και της φύσης του κόσμου.

Ποια είναι η «φυσιολογική» σεξουαλική ζωή

Τι περιλαμβάνει η «φυσιολογική» σεξουαλική ζωή; Είναι πολύ σύνηθες να αναρωτιέται κανείς αν η συχνότητα και το είδος της σεξουαλικής του συμπεριφοράς μοιάζει ή διαφέρει από αυτό που κάνουν άλλοι άνθρωποι και να κοιτάζει τις στατιστικές για τους μέσους όρους. Ωστόσο, το πιο σημαντικό δεν είναι το αν η συχνότητα και ο τρόπος που κάνουμε σεξ συμφωνεί με κάποιον μέσο όρο, αλλά το κατά πόσο κάθε άτομο νιώθει άνετα και ικανοποιημένο μέσα στη σεξουαλική του σχέση.

Είναι πολύ δύσκολο να καταλήξουμε σε κάποιον ορισμό σχετικά με το τι είναι φυσιολογικό και τι όχι, διότι αυτό εξαρτάται από την κουλτούρα, τις πολιτισμικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, ακόμα και από τις απόψεις του κόσμου.

Μέσα σε αυτό το πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο, όμως, οι πεποιθήσεις του ζευγαριού είναι ιδιαίτερα σημαντικές για το τι είναι φυσιολογικό και τι όχι.

Οι άνθρωποι μπορούν να ανταποκρίνονται σε μια μεγάλη ποικιλία ερωτικών ερεθισμάτων. Εφόσον μια σεξουαλική συμπεριφορά ή φαντασίωση δεν οδηγεί σε συναισθηματική ή σωματική δυσφορία, σε ένταση στη σχέση ή σε προβλήματα σε άλλους τομείς της ζωής, δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί.

Πώς μπορεί να καταλάβει κάποιος αν καλύπτονται οι σεξουαλικές ανάγκες του/της συντρόφου του;

Ο καλύτερος τρόπος είναι να παρατηρούμε τον/τη σύντροφο και να συζητάμε ανοιχτά μεταξύ μας για το πώς νιώθουμε. Για παράδειγμα: η αναμονή ή η προσδοκία της σεξουαλικής επαφής δημιουργεί χαρά, ενθουσιασμό και διέγερση; Ή μήπως δημιουργεί την αίσθηση της πίεσης, ενοχές ή την αίσθηση της υποχρέωσης; 

Επίσης, το κάθε άτομο μπορεί να σκεφτεί πώς νιώθει μετά τη σεξουαλική επαφή. Αισθάνεται ικανοποίηση, χαλάρωση και ευχαρίστηση; Ή αισθάνεται ενοχή, θυμό ή απογοήτευση;

Αν η αναμονή και η ολοκλήρωση της σεξουαλικής επαφής δημιουργούν ευχάριστα συναισθήματα και για τους δύο συντρόφους, τότε η σεξουαλική τους σχέση λειτουργεί θετικά για το ζευγάρι. Αν ένας από τους δύο ή και οι δύο νιώθουν αρνητικά συναισθήματα, τότε υπάρχει πρόβλημα.

Ιδέες μεγαλείου: Μια μορφή εξαπάτησης του εαυτού

Στο παρελθόν διερωτώμουν αν θα μπορούσαμε ποτέ να συλλάβουμε το μέγεθος της μοναξιάς και της απομόνωσης που ζήσαμε όλοι μας ως παιδιά. Τώρα πια ξέρω ότι αυτό είναι εφικτό. Εδώ, κατά κύριο λόγο, δεν αναφέρομαι στα παιδιά που εμφανώς δεν τα φρόντιζαν ή τα είχαν πλήρως εγκαταλείψει και τα οποία πάντα το συνειδητοποιούσαν τουλάχιστον ενηλικιώθηκαν αναγνωρίζοντας πως κάπως έτσι ήταν τα πράγματα.

Πέρα από αυτές τις ακραίες περιπτώσεις υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που ξεκινούν με την πεποίθηση (με την οποία άλλωστε μεγάλωσαν ότι στην παιδική τους ηλικία ήταν ευτυχισμένοι και προστατευμένοι. Αυτοί είχαν πολλές δυνατότητες και ταλέντα για τα οποία τους επαινούσαν και τους θαύμαζαν είχαν μάθει χρησιμοποιούν την τουαλέτα από το πρώτο έτος της ζωής τους και «μπορεί ακόμα, όταν ήταν μετά ενάμισι και πέντε ετών, να φρόντιζαν τα μικρότερα αδέλφια τους.

Οι περισσότεροι γύρω μας πιστεύουν άτι αυτοί οι άνθρωποι, τα παιδιά δηλαδή που έκαναν περήφανους τους γονείς τους θα πρέπει να έχουν μια ισχυρή και σταθερή αυτοπεποίθηση.

Συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο. Τα πάνε συχνά πολύ, καλά, σε οτιδήποτε κάνουν, οι άλλοι τους θαυμάζουν και τους ζηλεύουν και είναι επιτυχημένοι..

Θέλουν να είναι, αλλά πίσω απ' όλα αυτά παραμονεύει η κατάθλιψη, ένα αίσθημα κενού και αποξένωσης από τον ίδιο τους τον εαυτό και μια αίσθηση ότι η ζωή τους δεν έχει κανένα νόημα.

Αυτά τα σκοτεινά συναισθήματα έρχονται στο προσκήνιο κάθε φορά που το ναρκωτικό των ιδεών μεγαλείου τους προδίδει, κάθε φορά που δεν βρίσκονται «στην κορυφή», που δεν είναι οι αναμφισβήτητοι «πρωταγωνιστές» ή που νιώθουν ξαφνικά ότι δεν κατόρθωσαν ν' ανταποκριθούν ικανοποιητικά σε κάποια ιδεατή εικόνα ή σε κάποια πρότυπα. Τότε βασανίζονται από άγχος ή από βαθιά αισθήματα ενοχής και ντροπής.

Γιατί αναστατώνονται όμως τόσο πολύ αυτοί οι ικανοί και προικισμένοι άνθρωποι;

Στην πρώτη συνέντευξη θα πουν στο θεραπευτή τους ότι είχαν γονείς γεμάτους κατανόηση ή ότι έτσι τουλάχιστον ήταν ο ένας από τους δύο. Αν έχουν επίγνωση του ότι οι άλλοι δεν τους καταλάβαιναν όταν ήταν παιδιά, νιώθουν πως το σφάλμα ήταν δικό τους και πως οφειλόταν στη δική τους ανικανότητα να εκφράζουν με τον κατάλληλο τρόπο τις επιθυμίες και τα συναισθήματά τους.

Οι άνθρωποι αυτοί αφηγούνται τις πρώτες τους αναμνήσεις χωρίς να εκδηλώνουν την παραμικρή συμπάθεια για το παιδί που υπήρξαν κάποτε. Αυτό δε που είναι αληθινά εκπληκτικό είναι το ότι αυτοί όχι μόνο έχουν μια πολύ μεγάλη ικανότητα ενδοσκόπησης, αλλά φαίνεται, ως ένα βαθμό, ότι μπορούν να κατανοούν συναισθηματικά αυτά που συμβαίνουν στους γύρω τους. Η πρόσβασή τους όμως στο συναισθηματικό κόσμο της δικής τους παιδικής ηλικίας έχει μπλοκαριστεί, και αυτά που τη χαρακτηρίζουν είναι η έλλειψη σεβασμού, ο καταναγκασμός.

Συχνά φαίνεται να περιφρονούν, να περιγελούν και ν' αντιμετωπίζουν ότι υπήρξαν κάποτε. Σε γενικές γραμμές δηλαδή, η πραγματική συναισθηματική κατανόηση των μεταστροφών της παιδικής τους ηλικίας δεν υφίσταται και τελικά δεν αντιλαμβάνονται ούτε στο ελάχιστο τις δικές τους ανάγκες πέρα από την επιθυμία τους για ασφάλεια. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν αρνηθεί την πραγματική τους ιστορία σε τέτοιο βαθμό που μπορούν εύκολα να προβάλλουν την ψευδαίσθηση ότι η παιδική τους ηλικία ήταν χαλαρή.

Έτσι το άτομο αναπτύσσει ιδέες μεγαλείου, προκαλεί το θαυμασμό των άλλων και χρειάζεται αυτόν το θαυμασμό, η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν. Έχει ανάγκη να διαπρέπει σε ό,τι κάνει, σε ό,τι δηλαδή είναι σίγουρος ότι μπορεί να κάνει (αλλιώς δεν θα το προσπαθούσε καν).

Θαυμάζει και ο ίδιος τον εαυτό του για τα χαρίσματά του, την ομορφιά, την εξυπνάδα, τα ταλέντα του καθώς και για την επιτυχία και τα επιτεύγματά του. Προσοχή όμως μήπως κάποιο απ' όλα αυτά τον απογοητεύσει, διότι τότε διατρέχει άμεσο κίνδυνο να οδηγηθεί στην καταστροφή από μια βαριά κατάθλιψη.

Μας φαίνεται συνήθως φυσιολογικό όταν άρρωστοι ή ηλικιωμένοι άνθρωποι, που τους βασανίζει η απώλεια μεγάλου μέρους της υγείας και της ζωτικότητάς τους, γυναίκες που βρίσκονται στην εμμηνόπαυση εμφανίζουν συμπτώματα κατάθλιψης.

Υπάρχουν όμως πολλοί άνθρωποι που μπορούν ν' αντέξουν την απώλεια της ομορφιάς, της υγείας, των νιάτων ή των αγαπημένων τους και, παρά τη θλίψη τους, τα βγάζουν πέρα χωρίς να πάθουν κατάθλιψη.

Από την άλλη, υπάρχουν εκείνοι που έχουν μεγάλα χαρίσματα, συχνά οι πιο χαρισματικοί, που υποφέρουν από βαριά κατάθλιψη. Αυτό συμβαίνει γιατί κάποιος απελευθερώνεται από την κατάθλιψη μόνο όταν η αυτοεκτίμησή του στηρίζεται στην αυθεντικότητα των δικών του συναισθημάτων και όχι στο αν έχει ή δεν έχει συγκεκριμένα χαρίσματα.

Η κατάρρευση της αυτοεκτίμησης ενός ατόμου με ιδέες μεγαλείου δείχνει ξεκάθαρα πόσο επικίνδυνα κρεμόταν από μια κλωστή η αυτοεκτίμησή του «κρεμόταν από ένα μπαλόνι», όπως ονειρεύτηκε κάποτε κάποιος.

"Το μπαλόνι πέταξε πολύ ψηλά με τη βοήθεια του ευνοϊκού ανέμου, αλλά ξαφνικά τρύπησε και προσγειώθηκε απότομα στο έδαφος σαν ένα μικρό χαλάκι, επειδή ο ίδιος δεν είχε αναπτύξει ποτέ κάτι αυθεντικό που θα μπορούσε να του δώσει εσωτερική δύναμη και στήριξη." -A. Miller, Οι φυλακές της παιδικής μας ηλικίας

Κρίσεις ζωής

Σε όρους ψυχολογίας, ως «κρίση» νοείται η αντίδραση που θα παρουσιάσει ένας άνθρωπος απέναντι σε ένα οποιοδήποτε γεγονός ή κατάσταση. Υπό αυτή την έννοια, γίνεται αυτομάτως αντιληπτό ότι ένα γεγονός, που μπορεί να καταρρακώσει ψυχικά και συναισθηματικά έναν άνθρωπο, κάποιον άλλον μπορεί να τον αφήσει έως και ανεπηρέαστο.

Ο άνθρωπος που βιώνει μία κρίση, βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπος με κάποιο εμπόδιο που δεν του επιτρέπει να προχωρήσει στους βασικούς στόχους της ζωής του και το οποίο δεν μπορεί να υπερπηδήσει – για κάποιο χρονικό διάστημα – με τα συνήθη μέσα επίλυσης προβλημάτων που διαθέτει. Έτσι, γίνεται φανερό ότι μία κρίση, όπως αυτή βιώνεται από τον κάθε άνθρωπο, ανατρέπει μία δεδομένη και εδραιωμένη ισορροπία και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να προκαλέσει αποπροσανατολισμό, αίσθηση αβοηθησίας, θλίψη, σύγχυση και πανικό.

Αξίζει να σημειωθεί πως δεν υπάρχει ένα είδος κρίσης. Ανάλογα με τα επίπεδα στα οποία μας επηρεάζουν (σωματικό ή κοινωνικό) και ανάλογα με την ευθύνη ή όχι που φέρουμε για αυτές, μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις διαφορετικούς τύπους κρίσης:

Υπάρχουν, α) οι σωματικές, που απειλούν την ίδια μας την ακεραιότητα και την αίσθηση της ασφάλειας που έχουμε, β) οι κοινωνικές, όπως ένας πόλεμος ή μία επανάσταση, που αλλάζουν την θέση μας στον κόσμο σε σχέση με τους υπόλοιπους ανθρώπους, γ) οι προσωπικές, που αφορούν τις εντελώς δικές μας, προσωπικές αποτυχίες, και βεβαίως δ) οι πνευματικές κρίσεις, που έρχονται να ανατρέψουν εν μία νυκτί τα όσα θεωρούσαμε ως τώρα δεδομένα και μας κάνουν να αμφισβητούμε για το νόημα της ζωής μας.

Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η έννοια της κρίσης κρύβει μέσα της το στοιχείο του κινδύνου και της ευκαιρίας.

Στην πραγματικότητα, η Κινεζική λέξη για την κρίση ενσωματώνει τις έννοιες κίνδυνος και κρίσιμο σημείο. Το κρίσιμο σημείο, θα μετατραπεί σε ευκαιρία μόνο όταν η κατάσταση που βιώνει το άτομο βελτιωθεί.

Βεβαίως, η αλήθεια είναι πως τη στιγμή που βιώνουμε μία κρίσιμη κατάσταση, το μόνο που αντιλαμβανόμαστε είναι το πρώτο στοιχείο, τον κίνδυνο, αδυνατώντας να φανταστούμε ότι μπορεί να υπάρχει κάποια θετική πλευρά στο μέλλον. Είναι η στιγμή που διαπιστώνουμε πως η γη χάνεται κάτω από τα πόδια μας, το μέλλον φαντάζει ζοφερό, τα στηρίγματα που μέχρι πρότινος είχαμε καταρρέουν και εμείς καλούμαστε να αποφασίσουμε μεταξύ δύο εναλλακτικών που μοιάζουν εξίσου αρνητικές: η επιλογή μίας νέας κατάστασης συνοδεύεται από τον φόβο για το άγνωστο και το ενδεχόμενο μίας αποτυχίας, ενώ η επιλογή της παλαιάς κατάστασης μπορεί να συνεπάγεται τον συμβιβασμό μας με μία στασιμότητα που θα διαιωνίσει ή και θα εντείνει πρότερες δυσκολίες. Και, ίσως τελικά να είναι αυτή η κατάσταση, η σύγκρουση ανάμεσα σε δύο δύσκολες καταστάσεις που να μας βυθίζει σε αυτό το αίσθημα της καταστροφής και του πανικού.

Το ερώτημα λοιπόν είναι τι κάνουμε. Πώς αντιμετωπίζουμε μία τόσο δύσκολη και τρομακτική μετάβαση στη ζωή μας;

Ακόμα δε περισσότερο, πώς διαχειριζόμαστε μία κατάσταση για την οποία εν πολλοίς δεν νιώθουμε καν υπεύθυνοι, αφού ούτε την έχουμε προκαλέσει, ούτε μπορούμε προσωπικά και από μόνοι μας να την αποφύγουμε ή να την ρυθμίσουμε;

Η απάντηση δεν είναι εύκολη, ούτε μπορεί να γενικευτεί σε όλους τους ανθρώπους και σε κάθε περίσταση. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο τα γεγονότα που του συμβαίνουν και, επιπλέον, οι συνθήκες ζωής, το πλαίσιο στο οποίο ζει κανείς είναι διαφορετικά για τον καθένα από εμάς.

Στόχος του παρόντος άρθρου δεν είναι να δώσει έτοιμες και γενικευτικές συνταγές ή οδηγίες διαχείρισης μίας κρίσης· άλλωστε δεν υπάρχουν. Στόχος είναι η σκιαγράφηση ενός γενικού πλαισίου μέσα στο οποίο, ο κάθε άνθρωπος, ανάλογα με την κατάσταση που βιώνει, θα μπορέσει να εντοπίσει σημεία και σκέψεις που ίσως τον βοηθήσουν να δει καλύτερα τη θέση του, τα πατήματά του μέσα στη δυσκολία που αντιμετωπίζει.

Την στιγμή που αντιλαμβανόμαστε έναν κίνδυνο, μία απειλή ενάντια στην ύπαρξη και τα σταθερά μας σημεία, η πρώτη, φυσιολογική και αυτόματη αντίδραση είναι ο φόβος. Ο φόβος, αρχικά είτε μας ωθεί σε παρορμητικές συμπεριφορές πανικού, είτε μας ακινητοποιεί – παγώνει το μυαλό και το σώμα μας.

Σε αυτό το πρώτο στάδιο, χέρι βοήθειας μπορεί να αποδειχθεί η οικογένειά μας, οι φίλοι μας και οι γνωστοί μας, οι άνθρωποι που εμπιστευόμαστε και με τους οποίους θα μιλήσουμε και θα μοιραστούμε τους φόβους μας. Μπορεί επίσης να μας βοηθήσουν πρότερες εμπειρίες μας από άλλες κρίσεις, τις οποίες καταφέραμε να διαχειριστούμε. Πώς τις αντιμετωπίσαμε; Τι κάναμε, και τι δεν κάναμε; Τι και ποιος μας βοήθησε και με ποιον τρόπο;

Σε κάθε περίπτωση, στόχος εδώ δεν είναι κάποιος επίπλαστος εφησυχασμός, αλλά περισσότερο η υπενθύμιση ότι στο παρελθόν τα έχουμε καταφέρει, και ότι υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που μπορούν να μας στηρίξουν – ίσως όχι τόσο υλικά ή πρακτικά, αλλά απλώς με το να είναι εκεί. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, θα ξεκινήσει σταδιακά μία προσωπική, εσωτερική κινητοποίηση για μία πιο ψύχραιμη εκτίμηση της όλης κατάστασης: Τι συμβαίνει, γιατί, πού ήμουν και πού βρέθηκα, πού οδηγεί, πώς νιώθω για αυτό, τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω για αυτό, ποιες είναι οι προτεραιότητές μου, ποια είναι τα περιθώριά μου; Αυτό βεβαίως δεν θα γίνει από τη μία στιγμή στην άλλη.

Καθώς θα διερευνούμε τη δική μας θέση μέσα σε αυτό που βιώνουμε, θα δώσουμε χρόνο στον εαυτό μας να εμπεριέξει και να επεξεργαστεί τις πληροφορίες και τα γεγονότα, έτσι ώστε να σχηματίσουμε μία όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα της κατάστασης. Μόνο όταν κρίνουμε ότι την έχουμε εκτιμήσει επαρκώς, μπορούμε να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα που είναι η λήψη μίας απόφασης.

Εδώ ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί κάτι σημαντικό: η απόφαση διαφέρει από την λύση. Πολλές φορές, η κατάσταση που βιώνουμε δεν έχει κάποια – κρυφή ή λιγότερο κρυφή – λύση. Μπορεί να είναι μία – προς το παρόν τουλάχιστον – αδιέξοδη κατάσταση. Ή μπορεί οι όποιες λύσεις να φαντάζουν εξίσου ζοφερές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα βήματά μας στο μέλλον θα εξαρτηθούν από την στάση που θα επιλέξουμε να τηρήσουμε απέναντι στην κατάσταση. Το πώς θα σταθούμε απέναντι στην κρίση.

Μία απόφαση είναι να καταλήξω ότι δεν μπορώ ή δεν θέλω να προσαρμοστώ στα νέα δεδομένα. Ίσως και να κλείσω τα μάτια. Να συνεχίσω να δυσφορώ παθητικά, διαιωνίζοντας ή και εντείνοντας την προηγούμενη αρνητική κατάσταση.
 
Μία άλλη απόφαση είναι να δεχθώ ότι αυτό που βιώνω, αυτή τη στιγμή, δεν μπορώ να το αλλάξω- μπορώ μόνο να αλλάξω εγώ ως προς αυτό. Να προσαρμοστώ. Να αλλάξω τον τρόπο ζωής μου, παίρνοντας την ευθύνη για αυτή και λειτουργώντας ως ενεργός πρωταγωνιστής σε μία κατάσταση που, τουλάχιστον μέσα από τα δικά μου χέρια, δεν αλλάζει.
 
Βεβαίως, μπορεί να πληρώσουμε ένα τίμημα. Μπορεί και να αποτύχουμε. Είναι όμως κομμάτι της ζωής ο πόνος και η αποτυχία. Τουλάχιστον, ας μην μας βρουν παθητικούς δέκτες. Όταν θα υπερβούμε την κρίση, όταν θα έχουμε περάσει από το κρίσιμο σημείο, τότε θα γίνει ο απολογισμός. Άλλωστε, η επίγνωση πάντα εκ των υστέρων αποκτάται. Προηγείται πάντα η απόφαση και η δράση.
 
Ο Viktor Frankl ήταν ένας σημαντικός ψυχολόγος, που στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου κατάφερε να επιβιώσει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, έχοντας χάσει ολόκληρη την οικογένειά του: μητέρα, σύζυγο, συγγενείς, φίλους, συναδέλφους. Δίπλα του, καθημερινά έβλεπε χιλιάδες ανθρώπους να πεθαίνουν χωρίς νόημα, χωρίς λόγο, άδικα και βάναυσα, παραιτημένοι και παραδομένοι στη συμφορά που τους είχε πλήξει.
 
Αργότερα, στο βιβλίο που έγραψε για την εμπειρία του αυτή, σημείωσε πως, εκείνο που τελικά τον κράτησε στη ζωή μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, ήταν μία σημαντική συνειδητοποίηση:
 
Πως το μοναδικό πράγμα που δεν μπορείς να στερήσεις από έναν άνθρωπο, είναι η ελευθερία να επιλέγει ο ίδιος το πώς θα αντιδράσει σε αυτό που του κάνεις.
 
Η ύστατη ελευθερία του ανθρώπου είναι η δυνατότητα να επιλέξει τη στάση που θα κρατήσει απέναντι σε οποιαδήποτε περίσταση, όσο δύσκολη κι αν είναι αυτή.

Μικρές καθημερινές δικτατορίες

Στην καθημερινότητα των οικογενειών είναι συχνές οι καταστάσεις όπου κάποιο μέλος αγανακτεί για την συμπεριφορά των άλλων και δεν συνειδητοποιεί ότι είναι αυτός που τους αδικεί με τη συμπεριφορά του ή με τις απόψεις του.

Η ύπαρξη ψυχοπαθολογίας είναι συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης και κανείς δεν δικαιούται να φαντάζεται ότι κινείται στην απόλυτη λειτουργικότητα. Η ιδεολογικοποιημένη ψυχοπαθολογία όμως, είναι πολύ ύπουλη καθώς δεν αναγνωρίζεται ως δυσλειτουργία, αλλά αντίθετα διακηρύττει την υπεροχή της και ως θιγμένη κατηγορεί όποιον την αμφισβητεί.

Η δικτατορία του σωστού, η δικτατορία της λογικής, η δικτατορία της καθαριότητας, η δικτατορία της ευαισθησίας, η δικτατορία της αισθητικής, η δικτατορία της θυσίας διαβρώνουν και καταστρέφουν τις ζωές των θνητών που προσπαθούν να κρυφτούν από την θνητότητά τους. Όποιος πιστεύει σ’ αυτές τις απατηλές θρησκείες διαπράττει ανθρωποθυσίες, ενώ ο στόχος του είναι να διαφυλαχτεί από την απειλή του κακού.

Η καθαριότητα που μολύνει

Η μητέρα που ασχολείται ψυχαναγκαστικά με την καθαριότητα, δεν συνειδητοποιεί το πλήθος των ψυχικών μικροβίων που καλλιεργεί στην καθημερινή ζωή της οικογένειας. Τη στιγμή που διαμαρτύρεται για το ρόλο της ως υπηρέτριας, που πιστοποιείται από τη συνεχή ενασχόλησή της με τον καθαρισμό του σπιτιού, δεν συνειδητοποιεί ότι έχει γίνει ένας δικτάτορας που ενοχοποιεί τη ζωή.

Θεωρεί ότι ταλαιπωρείται εξαιτίας των παιδιών της και δεν συνειδητοποιεί ότι αυτή ταλαιπωρεί αφόρητα, με το να τους στερεί το δικαίωμα να είναι φυσιολογικά παιδιά και όχι προγραμματισμένα ρομπότ. Αναπτύσσει μια αυτιστική στάση, κατά την οποία τα άψυχα αντικείμενα του σπιτιού έχουν την προτεραιότητα έναντι των έμψυχων όντων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο παραιτείται από το δικαίωμά της να είναι η οικοδέσποινα που δημιουργεί το θερμό κλίμα του σπιτικού και περιορίζεται στο να είναι ο φύλακας του άψυχου σπιτιού.

Εκείνος που εκνευρίζεται με τους άλλους που δεν τηρούν τους κανόνες της καθαριότητας, τους οποίους έχει ο ίδιος θέσει, δεν συνειδητοποιεί ότι στην πραγματικότητα και αυτός θα επιθυμούσε να δραπετεύσει από την πεντακάθαρη φυλακή του. Γι’ αυτό και οργίζεται με εκείνους που το τολμούν. Εξάλλου, αυτό που στην πραγματικότητα επιθυμεί να τακτοποιήσει δεν είναι οι ακάθαρτες επιφάνειες των επίπλων, αλλά οι ‘’ακάθαρτες’’ σκέψεις, που ως λογισμοί της λένε ότι με κάτι άλλο θα ήθελε να ασχοληθεί.

Οι μητέρες αυτές θυμίζουν εκείνα τα παιδιά που ασταμάτητα διαβάζουν προκειμένου να είναι συνεπείς μαθητές στις σχολικές υποχρεώσεις τους. Φθονούν τους συμμαθητές τους που παίζουν ξέγνοιαστοι και εύχονται να τους προκύψει μια αιφνιδιαστική εξέταση για να τιμωρηθούν. Είναι όπως εκείνοι που στο φαγητό τους αφήνουν για το τέλος αυτό που τους αρέσει περισσότερο, αλλά με ζήλεια και αγωνία παρατηρούν ότι οι άλλοι ήδη ευχαριστιούνται το δικό τους.

Μία γυναίκα που ασχολείται διαρκώς με τις οικιακές εργασίες, κατά τρόπο εξουθενωτικό για την ίδια και βασανιστικό για τους οικείους της, είναι καλό να αναρωτηθεί: τι θα έκανε αν ήταν ελεύθερη να ασχοληθεί όχι με ό,τι πρέπει αλλά με ό,τι θα ήθελε; Τότε πιθανόν να αναστατωνόταν συνειδητοποιώντας ότι έχει ξεχάσει να επιθυμεί.

Η τυραννία του σωστού

Ο γονιός που ζητά τη συμμόρφωση του παιδιού του με τη σωστή συμπεριφορά δίχως να μπορεί να εξηγήσει το γιατί, αποτυγχάνει στο στόχο του. Το παιδί είτε δεν θα αποδεχθεί και θα αντιδράσει, είτε μηχανιστικά θα υπακούσει, αλλά ουσιαστικά δίχως να το αποδεχθεί. Τελικά είναι ο γονιός που κάποια στιγμή θα παραμεριστεί ως μουσειακό είδος.

Αυτός που υπερασπίζεται το σωστό ως δεδομένη αυταπόδεικτη οντότητα, είναι αυτός που ουσιαστικά το αρνείται. Δεν κατανοεί ότι το σωστό είναι μια συνθήκη που δοκιμάστηκε και βρέθηκε ότι ισχύει σε κάποιες συνθήκες. Δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι το σωστό κλειδί είναι αυτό που ταιριάζει στη συγκεκριμένη κλειδαριά. Επομένως, δεν γνωρίζει ότι η λειτουργικότητα είναι αυτή που κάθε φορά αναδεικνύει την ορθότητα ή μη μιας επιλογής.

Όποιος ζητάει να είναι εντάξει ως προς το σωστό, χάνει τη δυνατότητα να είναι δημιουργικός, να παράγει το νέο. Κανείς σημαντικός δημιουργός δεν κινήθηκε μόνο στο χώρο του σωστού. Δεν περιφρονεί την καταγεγραμμένη γνώση, αλλά τη δοκιμάζει σε νέες συνθήκες.

Κάποιοι αναφέρονται διαρκώς στις αξίες και τις υπερασπίζονται λεκτικά, αλλά στην πραγματικότητα δεν τις εμπιστεύονται, αφού τις ταυτίζουν με το ‘’σωστό’’, στο οποίο άκριτα πρέπει να υπακούει κανείς. Αγανακτούν μ’ όποιον τολμήσει να τις αμφισβητήσει και δεν συνειδητοποιούν ότι η δική τους υπεράσπιση τις κάνει απωθητικές.

Η εποχή της παγκοσμιοποίησης σχετικοποιεί κάποιες αλήθειες που αδιαπραγμάτευτα ίσχυαν. Μοιάζει σαν να αμφισβητείται και να καταστρέφεται κάθε παραδοσιακή αξία. Καλοπροαίρετοι άνθρωποι αγωνιούν ότι έρχεται η καταστροφή των πάντων. όμως τα πράγματα δεν καταγράφονται έτσι από τους σοβαρούς μελετητές. Υφίσταται μια αποδιοργάνωση, όπως αντιστοιχεί σε κάθε νέα πολιτιστική φάση, αλλά ταυτόχρονα οι νέοι άνθρωποι αναζητούν αυθεντικές αλήθειες και γνήσιες αξίες στις οποίες να μπορούν να στηρίξουν τις ζωές του και τις σχέσεις τους.

Οι γονείς που στην αγωνία τους για την πορεία των παιδιών τους αντιδρούν με απολυτότητα, με υποτίμηση του νέου στοιχείου και βερμπαλιστικές διακηρύξεις, δεν μπορούν να προσφέρουν αξιόπιστα ερείσματα στη ζωή των παιδιών τους και τελικά αποσύρονται παραιτημένοι.

Αντίθετα, οι γονείς που ενώ δυσκολεύονται από τα νέα δεδομένα, τα θεωρούν ως προκλήσεις, διαμορφώνουν τη ζωή τους σε εργαστήριο δημιουργίας, γνησιότητας και χαράς και τότε γίνονται οδηγοί και δάσκαλοι ζωής. Είναι εκείνοι που θα μεταδώσουν τις αξίες στην επόμενη γενιά που νιώθει υπερκορεσμένη και υποψιασμένη πλέον για την φτήνια, την κενότητα των μοντέλων life style που προσφέρει η συντονισμένη προπαγάνδα του θεάματος.

Οι αξίες που δικαιούνται να αναγνωρίζονται ως τέτοιες είναι αυτές που διαχρονικότητά τους και η παγκοσμιότητά τους έγκειται στο ότι αποτελούν χρηστικά εργαλεία ζωής και όχι παραδοχές. Επομένως, όποιος με τόλμη αμφισβητεί, κτίζει με πιο στέρεα στοιχεία το οικοδόμημα της πίστης και της εμπιστοσύνης.

Η πολυπλοκότητα της γνώσης του εαυτού

Ένα πολύπλοκο σχήμα

Η αντίληψη του εαυτού σημαίνει ότι υπάρχει κάποιος συνειδητός ‘εσωτερικός παράγοντας ‘ που κατευθύνει τη συμπεριφορά, αλλά επίσης σημαίνει επίγνωση των συναισθημάτων, των χαρακτηριστικών, των σκέψεων και των συμπεριφορών στο παρόν και στο παρελθόν. Για να έχει εαυτό, ένας οργανισμός πρέπει να διαθέτει συνείδηση και αυτο-στοχασμό.

Η πολυπλοκότητα της γνώσης του εαυτού

Το σχήμα που διαθέτουμε για τον εαυτό μας είναι πολύπλοκο, εν μέρει απλώς γιατί διαθέτουμε περισσότερες πληροφορίες για τον εαυτό μας παρά για οτιδήποτε άλλο. Εκτός ίσως από την ανάπαυλα του ύπνου-αν και ακόμη και τα όνειρα προσφέρουν κάποιου είδους πληροφορίες για τον εαυτό- είμαστε συνεχώς πλημμυρισμένοι από τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά μας.

Επίσης αντίθετα μ άλλα είδη γνώσης η γνώση του εαυτού χαρακτηρίζεται από μια αφηγηματική συνέχεια, ένα συνεχές νήμα παρατήρησης μέσα στο χρόνο. Ο καθένας μας προσπαθεί να καταλάβει το δικό του ιστορικό και συνεπώς ερμηνεύουμε και ξαναερμηνεύουμε τον εαυτό μας. Αυτό που καθιστά τα πράγματα ακόμα πιο πολύπλοκα είναι ότι δεν κατέχουμε πληροφορίες μόνο για το παρελθόν μας και τον τρέχοντα εαυτό μας, αλλά έχουμε ακόμη πρότυπα για το μελλοντικό εαυτό μας και μπορούμε να φανταστούμε τον εαυτό μας να ενεργεί με διαφορετικούς τρόπους και να συναλλάσσεται με διαφορετικούς ανθρώπους. Χωρίς αμφιβολία ο εαυτός είναι ένα πολύπλοκο σύνολο από αναμνήσεις, φαντασίες και φιλοδοξίες.

Αντίσταση του εαυτού στην αλλαγή

Εκτός από το ότι βοηθά τη μνήμη όσον αφορά σε γεγονότα σχετικά με τον εαυτό, η πολυπλοκότητα της εικόνας του εαυτού ίσως κάνει τον εαυτό να αντιστέκεται στην αλλαγή. Το τεράστιο σχήμα για τον εαυτό μας χαρακτηρίζεται από αδράνεια. Όπως έγραψε ο Thoreau στην εφημερίδα του (1840), «Αν χρειάζεσαι μια αδιαπέραστη ασπίδα, στάσου μέσα στον εαυτό σου»

Η ιδιότητα της αυτοσυντήρησης του εαυτού αποδίδεται αναμφίβολα σε κάτι παραπάνω από το μεγάλο όγκο πληροφοριών στην εικόνα του εαυτού. Συχνά, διατηρούμε την ακεραιότητα του εαυτού μας με ενεργητική προσπάθεια και μερικές φορές με αμυντικότητα. Πράγματι ο εαυτός μας μπορεί να συγκριθεί με έναν ολοκληρωτικό δικτάτορα που ελέγχει τις πληροφορίες και αναθεωρεί την ιστορία για δικό του όφελος. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη ο εαυτός –μια ενότητα γνώσης και πεποιθήσεων- είναι συντηρητικός και δεν αλλάζει εύκολα. Στην πραγματικότητα κατά καιρούς διαστρεβλώνει ή ξεχνά γεγονότα για την αυτοσυντήρησή του. Αυτή η αναγκαστική σταθερότητα ίσως να είναι χρήσιμη, γιατί εάν ο εαυτός άλλαζε εύκολα με κάθε νέο κομμάτι πληροφορίας, η ζωή θα γινόταν χαώδης, και η αίσθηση της ενότητας της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς μας γρήγορα θα κλονιζόταν.

Μπορούμε να εξακριβώσουμε την έννοια του εαυτού μας με τρεις συγκεκριμένους τρόπους κατά Swan και Read:
  • αναζητώντας επιλεκτικά ανατροφοδότηση από άλλους πράγμα που επιβεβαιώνει την αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας
  • με την επιλεκτική ανάκληση ανατροφοδότησης που επιβεβαιώνει την έννοια του εαυτού μας,
  • με την ενεργητική προσπάθεια να αποδείξουμε στους άλλους την αλήθεια της έννοιας του εαυτού μας.
 

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ - 1. Πόλεις και αποικίες

1.3. Όταν οι Πλειάδες ανατέλλουν, αρχίζει ο θερισμός

Ο Ησίοδος δεν ήταν ευτυχισμένος με το χωριό όπου ζούσε, τη βοιωτική Άσκρα στην πλαγιά του Ελικώνα. Το θεωρούσε κακό τον χειμώνα και μίζερο το καλοκαίρι· ποτέ δεν το έβρισκε ευχάριστο. Η οικογένεια του καταγόταν από την αιολική Κύμη, στα παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά εκεί τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Καθώς ο πατέρας του ήταν άτυχος, αναγκάστηκε να παρατήσει τις θαλάσσιες εμπορικές επιχειρήσεις και να εγκατασταθεί στη Βοιωτία. Ο Ησίοδος εργάστηκε ως κτηνοτρόφος και αγρότης.

Μια μέρα, καθώς έβοσκε πρόβατα, δέχτηκε το κάλεσμα των Μουσών και αποφάσισε να αφοσιωθεί στην ποίηση και την αλήθεια. Προφανώς διέθετε καλή παιδεία και είχε μεγάλη εξοικείωση με την Ιλιάδα - ίσως και με την Οδύσσεια. Σε αντίθεση με τον λίγο παλαιότερό του Όμηρο, που δεν δηλώνει ποτέ το όνομά του, αυτός συστήνεται με υπερηφάνεια και, ως έναν βαθμό, αυτοβιογραφείται.
 
Το θέμα που επέλεξε στο ποίημα του Έργα και ημέρες είναι παράδοξο με βάση τα ομηρικά κριτήρια. Απευθυνόμενος ευθέως στον αδελφό του Πέρση, τον κατηγορεί ότι, παρόλο που είχε ιδιοποιηθεί με άδικο τρόπο μεγαλύτερο μέρος από όσο του αναλογούσε στην πατρική κληρονομιά, με την αστόχαστη συμπεριφορά του βρέθηκε πάλι σε ανάγκη. Του δίνει λοιπόν πρακτικές οδηγίες για τις καθημερινές ασχολίες ενός αγρότη. Συμβουλεύοντας τον αδελφό του, βρίσκει την ευκαιρία να απευθυνθεί σε ένα πολύ ευρύτερο ακροατήριο. Όσα διδάσκει είχαν, κατά τη γνώμη του, γενική ισχύ.
 
Τόσο γενική ισχύ είχαν οι συμβουλές του Ησιόδου, ώστε μοιάζουν αυτονόητες. Δεν χρειαζόταν να καταφύγει στο διδακτικό του έπος ένας αγρότης για να πληροφορηθεί πότε αρχίζει το όργωμα και πότε ο θερισμός. Ακόμη και ο Πέρσης θα πρέπει να ήξερε καλά τους ρυθμούς της αγροτικής ζωής. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ίσως οι ηθικές παραινέσεις. Ο πλουτισμός που γίνεται αυτοσκοπός θεωρείται καταδικαστέος, ενώ επαινείται η σύνεση και το μέτρο, το δίκαιο και προπαντός η ευσέβεια. Τα πάντα έπρεπε, σύμφωνα με τον ποιητή, να αρχίζουν και να τελειώνουν με μια προσευχή. Αλλά και οι ηθικές αυτές παραινέσεις ηχούν αρκετά κοινότοπες. Η εναλλαγή των εποχών και οι απρόοπτες μεταβολές της φύσης έφερναν πάντα τον άνθρωπο πλησιέστερα στον θεό. Ο θεός έστελνε τη βροχή, αλλά ευθυνόταν και για την ανομβρία. Ο θεός έστελνε τον κεραυνό και έκανε τη γη να σείεται. Την εύνοια των θεών όφειλαν να την εξασφαλίζουν οι αγρότες με τη χρηστή τους διαγωγή. Μολονότι ο Ησίοδος έζησε γύρω στο 700, η καλλιέργεια της γης, όπως την περιγράφει, γινόταν με τον ίδιο τρόπο σε όλη σχεδόν την αρχαιότητα.
 
Η πραγματική αξία του ποιήματος ενδέχεται να βρισκόταν στην ίδια την επιλογή του θέματος. Σε μια εποχή που τα ομηρικά έπη υμνούσαν λαμπρά πολεμικά κατορθώματα, ο Ησίοδος στράφηκε στην αγροτική παραγωγή. Γι᾽ αυτόν ήρωας δεν ήταν ο ευγενής πολεμιστής που θυσίαζε τη ζωή του για την τιμή του, αλλά ο αγρότης που αφιέρωνε τη ζωή του στην παραγωγή και την οργάνωση του νοικοκυριού. Στον κόσμο του Ησιόδου ο πόλεμος ήταν μαζί με τη σιτοδεία (λιμόν) και τις επιδημίες (λοιμόν) οι μεγαλύτερες συμφορές. Και η γυναίκα, από γοητευτικό αντικείμενο επιθυμίας για το οποίο άξιζε να πεθάνει ή να οργώνει τις θάλασσες ένας ήρωας, έγινε στην καλύτερη περίπτωση ένας βοηθός στην εργασία· στη χειρότερη, ένας άχρηστος καταναλωτής ή μια επικίνδυνη ξελογιάστρα. Η εξύμνηση του αγρότη ενδέχεται να ήταν επιλογή επαναστατική. Μια μεγάλη και σημαντική κοινωνική τάξη διεκδικούσε με τον Ησίοδο θέση στην ποίηση και τον υψηλό πολιτισμό.
 
Βάση για να ξεκινήσουν όλα, σύμφωνα με τον Ησίοδο, ήταν τρία πράγματα: ένας οἶκος, μια γυναίκα και ένα βόδι. Ο οίκος, δηλαδή το νοικοκυριό, περιλάμβανε τα κτήματα και το σπίτι (οἰκίαν), τόπο διαμονής και ασφαλούς αποθήκευσης. Η γυναίκα ήταν απαραίτητη βοηθός σε όλες τις δουλειές, ακόμη και τις εξωτερικές ή τις καθαρά αγροτικές. Στην αρχή ο αγρότης έπρεπε να αρκεστεί σε μια αγορασμένη γυναίκα, δηλαδή μια δούλη - η ώρα για την κανονική σύζυγο θα έπρεπε να έρθει όταν όλα ήταν τακτοποιημένα και η ηλικία κατάλληλη. Το βόδι χρειαζόταν για το όργωμα, τις μεταφορές αλλά και για πλήθος άλλες εργασίες. Μαζί με το βόδι ή στη θέση του ήταν χρήσιμο και το μουλάρι.
 
Από τα συμφραζόμενα μπορούμε να φανταστούμε τρεις μεγάλες κατηγορίες αγροτών. Ένα νοικοκυριό με πολύ μικρή έκταση γης δεν μπορούσε να θρέψει όλη την οικογένεια και ανάγκαζε τον νοικοκύρη να αναζητήσει συμπληρωματικό εισόδημα. Συνηθέστερη λύση ήταν η προσφορά μισθωτής εργασίας. Ένα μεσαίο νοικοκυριό τα έφερνε ίσως βόλτα, αν ήταν καλά οργανωμένο και κατανάλωνε με οικονομία. Η οικογένεια εκτελούσε όλες σχεδόν τις αναγκαίες εργασίες με μικρή μόνο εποχική βοήθεια. Τρίτο ήταν το εύπορο νοικοκυριό, που παρήγε πλεόνασμα. Ένα μέρος του πλεονάσματος αποθηκευόταν για ασφάλεια και ένα άλλο κυκλοφορούσε ως εμπόρευμα. Για τη φροντίδα του εύπορου νοικοκυριού χρειάζονταν αρκετά πρόσθετα χέρια. Πλάι στο μόνιμο προσωπικό καλούνταν, σε εποχές αιχμής, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και μισθωτοί.
 
Ο Ησίοδος ασχολείται με αυτό το τρίτο, το εύπορο νοικοκυριό. Ο αγρότης τον οποίο αποφάσισε να υμνήσει ήταν ιδιοκτήτης μιας αρκετά μεγάλης έκτασης γης, με επιλογές στον τρόπο διαχείρισης της περιουσίας του. Εκτός από καλλιεργήσιμη γη, κατείχε αμπέλια, πρόβατα, κατσίκια, μελίσσια και ό,τι άλλο μπορούσε να εξασφαλίσει ευμάρεια - ασφαλώς και ελαιόδενδρα, μολονότι ο Ησίοδος δεν τα μνημονεύει. Αυτός ο συγκεκριμένος τύπος αγρότη διεκδικούσε τη θέση του στη δημόσια σφαίρα - και στο δημοφιλές έπος.
 
Ο Ησίοδος δεν αγαπούσε τα θαλασσινά ταξίδια. Αντιλαμβανόταν ωστόσο ότι ήταν μια προσοδοφόρος λύση για τη διοχέτευση του αγροτικού πλεονάσματος. Αφήνει να εννοηθεί ότι ο εύπορος αγρότης κατείχε συχνά το δικό του μικρό ή μεγάλο πλοίο, με το οποίο μπορούσε να διακινήσει τα αγαθά του. Αν όλα πήγαιναν καλά, το κέρδος ήταν γρήγορο και αξιόλογο. Ο προορισμός του κέρδους ήταν πάντως να επενδυθεί και πάλι σε γη. Μόνο αυτή πρόσφερε ασφάλεια και κύρος.
 
Εκτός από τις τρεις μεγάλες κατηγορίες αγροτών, στον κόσμο του Ησιόδου υπήρχαν και άλλες κοινωνικές ομάδες. Στο ένα άκρο ήταν οι επαίτες, οι εργάτες (θῆτες), οι δούλοι (δμῶες) και οι τεχνίτες, στους οποίους περιλαμβάνονταν επίσης οι αοιδοί - κάποιος έπρεπε να τραγουδά τα ηρωικά αλλά και τα διδακτικά έπη. Στο ίδιο άκρο βρίσκονταν ακόμη οι κλέφτες, όπως επίσης οι περαστικοί ξένοι. Στο άλλο άκρο οι άρχοντες, με αριστοκρατική καταγωγή, μεγάλη έκταση γης και εξουσία, πολιτική και δικαστική. Ο Ησίοδος τους αποκαλεί βασιλῆας και τους φαντάζεται να ασκούν μια εξουσία συλλογική. Στο άλλο του ποίημα, τη Θεογονία, επαινεί όσους από αυτούς ήταν ἐχέφρονες και δίκαιοι στις κρίσεις τους, αλλά στα Έργα και ημέρες τους χαρακτηρίζει συλλήβδην δωροφάγους. Είχε πικρή πείρα από τον τρόπο με τον οποίο ο αδελφός του τους εξαγόρασε με δώρα για να τον αδικήσει στην κληρονομιά. Τα κρίματά τους τα πλήρωνε συχνά ολόκληρος ο δήμος. Οι αριστοκράτες ασφαλώς παινεύονταν για την πολεμική τους ανδρεία, αλλά ο Ησίοδος προτίμησε να αποσιωπήσει τελείως το θέμα αυτό. Έτσι κι αλλιώς ο αγροτικός του κόσμος δεν επικοινωνούσε με αυτόν της αριστοκρατίας, που έχει τους δικούς του ρυθμούς και τους δικούς του κανόνες.
 
Ο κόσμος του Ησιόδου ήταν οργανωμένος σε πόλεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι κατοικούσαν μέσα στα τείχη για προστασία, αλλά είχαν τα κτήματα τους στους γειτονικούς κάμπους και τους πρόποδες των βουνών. Ο Ησίοδος αποκαλεί την Άσκρα, όπου κατοικούσε, κώμην, χωριό, επειδή ήταν μικρή αλλά και επειδή ήθελε να τη μειώσει. Ήταν όμως και αυτή μια ολοκληρωμένη πολιτεία με την αγορά της. Ο Ησίοδος τη μνημονεύει περιστασιακά, γιατί ήθελε να απομακρυνθεί γρήγορα από το κέντρο για να περιγράψει το αγροτικό νοικοκυριό. Ωστόσο, από τους υπαινιγμούς του γίνεται σαφές ότι στην αγορά συνέβαιναν σημαντικά πράγματα. Εκεί συγκεντρώνονταν καθημερινά πολλοί άνθρωποι, προφανώς για εργασία και εμπορικές ανταλλαγές. Εκεί διεξάγονταν οι δίκες - και… οι κακοδικίες.
 
Στα ομηρικά έπη οι ήρωες απέδιδαν μεγάλη σημασία στους συντρόφους τους, τους ἑταίρους. Πήγαιναν στον πόλεμο μαζί, αγωνίζονταν πλάι πλάι και, όταν έφτανε η ώρα, προσπαθούσαν να επιστρέψουν πάλι μαζί. Στον αγροτικό κόσμο του Ησιόδου σημασία είχαν οι γείτονες. Ο καλός γείτονας ήταν μεγάλος θησαυρός. Αποτελούσε το καθημερινό στήριγμα, τον συνεργάτη και τον βοηθό. Δάνειζε και δανειζόταν. Σε ώρα ανάγκης οι γείτονες έτρεχαν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο χωρίς χρονοτριβή. Στο εσωτερικό του νοικοκυριού, πάντως, ο εύπορος αγρότης του Ησιόδου βασιζόταν κυρίως στους δούλους του.
 
Οι δμῶες ήταν μια αυτοαναπαραγόμενη κοινωνική ομάδα: τα παιδιά τους γίνονταν και αυτά δμῶες. Για την προέλευσή τους ο Ησίοδος δεν ανέφερε τίποτε. Πιθανότατα ούτε και γνώριζε. Στην εποχή του ο θεσμός που τους κρατούσε υπόδουλους ήταν καλά εδραιωμένος. Δεν πληροφορούμαστε επίσης αν κάποιος δμώς μπορούσε ποτέ να κερδίσει την ελευθερία του ή αν κάποιος ελεύθερος άνθρωπος μπορούσε να υποδουλωθεί. Στην κοινωνία του Ησιόδου υπήρχαν πιθανότατα και δούλοι αγορασμένοι από ξένο τόπο, θύματα πειρατείας ή πολέμου (όπως εξηγούν τα ομηρικά έπη). Αλλά αυτοί δεν μπορεί να ήταν πολλοί. Γίνεται λόγος για μία μόνο αγορασμένη γυναίκα σε κάθε εύπορο νοικοκυριό. Το καλοκαίρι οι δμῶες κοιμούνταν στο ύπαιθρο και για τον χειμώνα έχτιζαν οι ίδιοι ξύλινα καλύβια. Μια φορά τον μήνα γινόταν επιθεώρηση εργασίας και έπαιρναν την αμοιβή που τους αναλογούσε για να συντηρηθούν.
 
Για τον θεσμό της οικογένειας ο Ησίοδος είχε να πει αρκετά. Τον απασχολούσε η σωστή επιλογή της συζύγου, που θα έπρεπε να είναι παρθένος και, όσο γινόταν, από το κοντινό περιβάλλον - κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει τι λογής ήταν μια εντελώς ξένη γυναίκα, όπως λέει. Για να τα οργανώσει όλα σωστά, ο σύζυγος χρειαζόταν να φτάσει τα τριάντα χρόνια και, για να παραμένει επαρκώς ενάρετη, η σύζυγος θα έπρεπε να είναι κάτω από τα δεκαεπτά. Η απιστία ήταν μια μόνιμη έγνοια. Οι κίνδυνοι ελλόχευαν τόσο μέσα στο σπίτι όσο και έξω. Το ζήτημα είχε μια ηθική, μια ψυχολογική αλλά και μια πρακτική πλευρά. Υπέρτατη αξία, αυτή που εξασφάλιζε στον άνθρωπο ένα είδος αθανασίας, ήταν τα γνήσια τέκνα - και τα γνήσια τέκνα των τέκνων. Η μοιχεία διέκοπτε αυτή την πολύτιμη αλυσίδα.
 
Η γη και η ακίνητη περιουσία μοιράζονταν ισότιμα σε όλα τα αρσενικά παιδιά. Τα κορίτσια έπαιρναν μάλλον κινητά αγαθά. Όσο ευπορότερος ήταν ο αγρότης τόσο λιγότερα αγόρια επιθυμούσε να αποκτήσει. Προφανώς η διανομή της περιουσίας και ο κατακερματισμός της γης δεν επέτρεπαν στα πολλά παιδιά να διατηρήσουν την οικονομική και κοινωνική θέση του πατέρα τους. Διαφορετικά, η πολύτεκνη οικογένεια μπορούσε να αξιοποιήσει τα πολλά χέρια για να αυξήσει την περιουσία της. Ο Ησίοδος θεωρούσε δεδομένο ότι υπήρχε πάντα διαθέσιμη γη για αγορά. Όταν ο ένας αγρότης ευημερούσε, ο άλλος αστοχούσε.

Συλλογικό Ασυνείδητο: Ο Κόσμος των Φωτεινών Ιδεών

Μπορεί το Συλλογικό Ασυνείδητο ολόκληρου του κόσμου ή μίας μικρής κοινωνίας να χειραγωγείται μέσα από την διασπορά ιδεών που εντυπώνονται στον Νου του ανθρώπου και εδραιώνεται αποκτώντας χαρακτηριστικά πεποίθησης και φόβων;
 
Φαίνεται πως εκείνοι που κατέχουν τα μυστικά της προσέγγισης αυτών των κρυφών διαστάσεων Συνειδητότητας μπορούν μέσω της Δημιουργίας μίας Εικονικής πραγματικότητας (Δημιουργία ισχυρής εικόνας που διαμοιράζεται στο Συλλογικό Ασυνείδητο ως Πραγματικότητα) να χειραγωγήσουν την Συλλογική πραγματικότητα δημιουργώντας σκοτεινές προεκτάσεις στην καθημερινή ζωή των ανυποψίαστων ανθρώπων..
 
Αν όμως κάτι τέτοιο είναι πιθανό, πως μπορεί ένας άνθρωπος να μεταλλάξει αυτή την εντύπωση ιδεών; Πως μπορεί να προσεγγίσει ο ίδιος αυτή την Φαντασιακή Διάσταση, διαμορφώνοντας την Υποκειμενική πραγματικότητά του, κατορθώνοντας να απεμπλακεί από αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα που δημιουργήθηκε από άλλους για εκείνον; Ας δούμε μερικά μυστικά της Διάστασης αυτής αλλά και της Ανθρώπινης συνειδητότητας μέσα από τα μονοπάτια του Σαμανισμού:
 
Ένα κοινό ζήτημα φαίνεται πως ενώνει όλους τους ερευνητές του Σαμανισμού στον πλανήτη και αυτό είναι η ομοιότητα με την οποία περιγράφεται από αταίριαστες παραδόσεις το μυστήριο και η δύναμη που ενυπάρχει στην πηγή του ανθρώπου, την Ψυχή που εξελίσσεται αρχετυπικά στον Σαμανισμό. Από την Παλαιολιθική εποχή ως σήμερα τα αρχέτυπα που ενεργοποιούνται στις Σαμανικές τεχνικές είναι εξαιρετικά παρόμοια.
 
Γνωρίζουμε πολύ λίγα για την ανθρώπινη ψυχή, και κατανοώντας κάτι τέτοιο διαπιστώνουμε πως γνωρίζουμε πολύ λίγα για τον εαυτό μας, πόσο μάλλον για το Υπερδιάστημα. Οι Εσώτερες διαστάσεις παραμένουν άγνωστοι τόποι, η Terra incognita της εσωτερικής μας αναζήτησης, παρά τις άπειρες περιγραφές τους από παρατηρητές διαφόρων παραδόσεων κατά την διάρκεια της ιστορίας. Για να κατανοήσουμε τους Κόσμους (Ανώτερους & Κατώτερους) του Σαμανισμού μπορούμε να ανατρέξουμε στις παρακάτω περιγραφές άλλων παραδόσεων που είναι στην ουσία το ίδιο πράγμα: Πρόκειται για το «Πλήρωμα» των Γνωστικών, Η Σφαίρα ύπαρξης Bardo του Θιβετιανού Βουδισμού, το αιώνιο όνειρο των Αβορίγινων της Αυστραλίας, η Ασυνείδητη Ψυχή της Μοντέρνας Ψυχολογίας, ο Παράδεισος και η κόλαση των διαφόρων θρησκειών και αιρέσεων ανά τον κόσμο. Η λίστα αυτή μπορεί να συνεχιστεί με συγκρίσεις που έχουν ήδη γίνει σε όλες τις παραδόσεις. Δίχως να μακρηγορούμε όμως καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως όλα τα παραπάνω αναφέρονται σε περιγραφές του Υπερδιαστήματος (Hyperspace), και των εσώτερων διαστάσεων που προσεγγίζονται από την Συνειδητότητα.
 
Είμαστε άνθρωποι με Φυσικά σώματα και εξελιχθήκαμε μέσα από ένα σύστημα πεποίθησης που ονομάζεται «Επικρατούσα Πραγματικότητα» (Consensus Reality) που ενσωματώνει τις ανθρώπινες εμπειρίες της ζωής μας. Έχουμε δημιουργήσει πιο εκλεπτυσμένες διαφορές έξω από αυτό το σύστημα όπως η «υποκειμενικότητα» και η «Αντικειμενικότητα», έννοιες που βοηθούν να εδραιώσουμε τις πεποιθήσεις μας για τον κόσμο. Επειδή είμαστε φυσικά περιορισμένοι σε τρισδιάστατο χώρο οι γενικές γραμμές της επικρατούσας πραγματικότητας φαίνονται αυταπόδεικτες. Οι ιδιότητες της ύλης, του αέρα, της φωτιάς και του νερού είναι πραγματικά για όλους τους παρατηρητές. Μερικές πτυχές αυτής της πραγματικότητας όμως εδραιώθηκαν στις συνειδήσεις μας για να εξυπηρετήσουν συμφέροντα από λομπίστες που μας έπεισαν για αυτές τις πεποιθήσεις.
 
Για να ξεκινήσουμε αυτή την περιπλάνηση θα πρέπει να αποδεχθούμε  το προφανές, πως η υποκειμενική συνειδητότητα είναι μία απαραίτητη προϋπόθεση για την αντίληψη οποιασδήποτε εξωγενούς διάστασης. Η Επιστημονική υπόθεση του Χρόνου ως «Διάσταση της Διάρκειας» εξαρτάται από την μνήμη του ατόμου αλλά και την φαντασία. Ο χρόνος δεν μπορεί να αποκοπεί από την συνειδητότητα δίχως να παραβιαστεί η Υποκειμενική πραγματικότητα. Η ύπαρξη του Χωροχρόνου είναι μέρος της σύγχρονης Επικρατούσας πραγματικότητας αλλά αυτή ίσως είναι μία απόπειρα για οριοθέτηση της μνήμης και της φαντασίας ως διαστάσεις του χρόνου ενώ στην ουσία είναι λειτουργίες της συνειδητότητας. Συνεπώς αντί για «Χωροχρόνο» φαίνεται πως θα ήταν καλό να θεωρούμε το «Διάστημα-Νου» ως μία έννοια που συνδέει τον Φυσικό χώρο με το Νου που τον αντιλαμβάνεται. Αυτό περιγράφει την εμπειρία της υποκειμενικής συνειδητότητας που λειτουργεί σε έναν τρισδιάστατο Κόσμο. Όμως κάτι τέτοιο απέχει πολύ από την μοναδική Υποκειμενική πραγματικότητα.
 
Το Διαστατικό σημείο Μηδέν της Συνειδητότητάς μας, όταν επικεντρώνεται εσωτερικά, αντιλαμβάνεται μία άλλη «περιοχή», που περιγράφεται με τον όρο «Νους-Διάστημα»,  μία διαστρεβλωμένη κατοπτρική εικόνα του «Διαστήματος-Νου».
 
Εδώ το άγνωστο εκπίπτει σε δύο ομάδες αντικειμένων: Εκείνα που βρίσκονται στον εξωτερικό κόσμο και μπορούν να γίνουν κατανοητά από τις φυσικές αισθήσεις μας, και εκείνα που βρίσκονται εντός και βιώνονται άμεσα. Η Πρώτη ομάδα αποτελεί το άγνωστο στον εξωτερικό κόσμο, ενώ η δεύτερη το άγνωστο στον εσωτερικό κόσμο, άρα αποκαλούμε την δεύτερη ομάδα «Ασυνείδητο». Λειτουργούμε με το «Διάστημα-Νου» όταν αλληλοεπιδρούμε με την τρισδιάστατη πραγματικότητα, και με το «Νου-Διάστημα» όταν αλληλοεπιδρούμε με τους εσωτερικούς κόσμους της Ψυχής. Η Υποκειμενική πραγματικότητα μας βεβαιώνει πως υπάρχουν φυσικοί νόμοι που προκαθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο ο Φυσικός χώρος εμφανίζεται στην συνειδητότητά μας. Τα στερεά σώματα παραμένουν ως έχουν, η Βαρύτητα είναι ο νόμος της κίνησης, οι ιδιότητες του φωτός επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα αντικείμενα στον χώρο και ούτω καθ’ εξής.
 
Όμως επειδή δεν υπάρχουν αποδείξεις ή φυσικοί νόμοι για τις διαστάσεις του Νου – Διαστήματος, αυτές οι διαστάσεις τείνουν να θεωρούνται ως Σφαίρες της Φαντασίας, σαν τα αποκυήματα της υποκειμενικής φαντασίας. Αυτή είναι η ψευδαίσθηση της υποκειμενικότητας που παρεμβαίνει στον υπαρξιακό πυρήνα της Ψυχής, η φανταστική άρνηση της αντιληπτικής ιδιότητας σε σχέση με τις αποδείξεις της ύπαρξής της. Ένα τέτοιο σύστημα πεποίθησης εγγυάται πως θα είναι αδύνατο να εξερευνήσουμε αυτές τις διαστάσεις με συστηματικό τρόπο. Οι Σαμανικές παραδόσεις δεν είναι τόσο περιορισμένες και για αυτό έχουμε μία περισσότερο εμπειρική διαδικασία κατανόησης αυτής της διάστασης από την Δυτική Ψυχολογία. Για χιλιάδες χρόνια οι θεραπευτές επηρεάζουν θεραπείες χειραγωγώντας τις παθογένειες της ασθένειας μέσω του Υπερδιαστατικού χώρου. Η Δυτική ιατρική λέει πως κάτι τέτοιο είναι απίθανο, έστω και αν υπάρχουν αποδείξεις για το αντίθετο.
 
Οι εμπειρικές απεικονίσεις της Διάστασης του Νου- Διαστήματος περιγράφουν την εμπειρία ως ένα τόπο από εικόνες, υποδεικνύοντας έναν ενναλακτικό τίτλο: «Φαντασιακή Διάσταση». Η ακόλουθη ερμηνεία είναι μία διευκρίνηση την έννοιας που θεωρεί πως οι εικόνες αυτές είναι πραγματικές οντότητες που είναι τόσο «στέρεοι» όσο είμαστε εμείς στον δικό μας κόσμο. Αντιμετωπίζοντας ιδέες από την Φαντασιακή διάσταση δεν μιλάμε για φανταστικά πράγματα, αλλά ούτε για την φαντασία με την έννοια που είναι ευρέως διαδεδομένη στην σύγχρονη εποχή. Δεν καταπιανόμαστε με κατασκευασμένα ζητήματα που δημιουργήθηκαν μέσω της δημιουργικής διαδικασίας του Νου. Η Φαντασιακή Διάσταση δεν είναι μόνο οντολογικά πραγματική. Είναι επίσης ένας κόσμος που έχει σχήμα, χώρο και ακόμη σημαντικότερα, έχει όντα που την κατοικούν. Η Φαντασιακή διάσταση είναι ένας αυτόνομος κόσμος και είναι προσβάσιμος μέσα από τις εναλλακτικές καταστάσεις της συνειδητότας. Αλληλοεπιδρά με τον καθημερινό πραγματικό κόσμο μερικές φορές με τρόπους που η κοινή λογική αψηφά και αδυνατεί να κατανοήσει.
 
Βέβαια επειδή τα φαινόμενα της Διάστασης αυτής μπορούν να γίνουν κατανοητά από την υποκειμενική Συνειδητότητα είναι αδύνατο να τα μετρήσουμε επιστημονικά και άρα να αποκτήσουμε αποδείξεις της ύπαρξής τους. Πέρα από αυτή την δυσκολία όμως δεν είναι και τόσο αδιανόητο να αντιληφθούμε την κατάσταση των εσωτερικών διαστάσεων. Ακόμη και η μελέτη της Μυθολογίας του κόσμου, της Λαογραφίας, της Ψυχολογίας βάθους και του Μυστικισμού θα εξαπλώσουν τα όρια των διαστάσεων αυτών που ενυπάρχουν μέσα από την Συνειδητότητα.
 
Οι Αλχημιστές γνώριζαν σίγουρα πως ως μέρος του συνόλου θα έπρεπε να κατέχει την εικόνα του Συνόλου μέσα στον εαυτό του. Αυτός ο εσωτερικό Μικρόκοσμος ήταν το αντικείμενο της Αλχημικής αναζήτησης. Σήμερα το αποκαλούμε Συλλογικό Ασυνείδητο και το περιγράφουμε ως Αντικειμενικό γιατί είναι πανομοιότυπο σε όλους τους ανθρώπους. Πέρα από αυτό το Συμπαντικό Όλον υπάρχει και παράγεται σε κάθε άτομο μία υποκειμενική Συνειδητότητα, π.χ το «Εγώ». Ο Σαμάνος είναι μία τέτοια υποκειμενική Συνειδητότητα που διδάχθηκε πως να επανενωθεί με την πηγή του Συλλογικού Ασυνειδήτου. Μία άλλη μορφή εισόδου σε αυτές τις διαστάσεις έχει καταγραφεί εκτενώς τα τελευταία τριάντα χρόνια μέσα από τα ευρήματα στον τομέα των επιθανάτιων εμπειριών που συνεχώς ενδυναμώνουν τις Σαμανικές περιγραφές για αυτές τις Διαστάσεις ύπαρξης.
 
Η βεβαιότητα που υπάρχει πως η ύπαρξή μας δεν είναι μονάχα αυτό που ερευνάται και αποδεικνύεται επιστημονικά έχει εξήγηση. Η Ανθρώπινη Φαντασία είναι η κινητήρια δύναμη της δημιουργικότητας, και η σύναψη μίας ιδέας είναι η κατασκευή εικόνων σε αυτές τις διαστάσεις. Η Πεποίθηση (Κάθε σύμπλεγμα φαντασιακής έννοιας) είναι μία δυναμική μορφή σύναψης γιατί όταν δημιουργηθεί αυτο-ολοκληρώνεται. Η Ένταση κάθε πεποίθησης προσδιορίζει την δύναμη της εικόνας αυτής και τα αποτελέσματα που θα επιφέρει στον Φυσικό κόσμο. Μία ισχυρή πεποίθηση αποκτά έτσι την δική της ζωή. Μπορεί να εξαπλωθεί από μυαλό σε μυαλό σαν ζωντανός ιός και είναι πλήρως ικανή να αμυνθεί, μέσα από τους ξενιστές της, όταν απειλείται η ύπαρξή της. Αυτό συμβαίνει διότι η Φαντασιακή Διάσταση είναι προσβάσιμη μέσα από την υποκειμενική πραγματικότητα, και ο κάθε παρατηρητής θα λάβει μία πραγματικότητα που αποκαλύπτεται μέσα από τις βαθύτερες πεποιθήσεις του…

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΩΪΚΙΣΜΟΥ

Εδώ και δεκαετίες ο Στωϊκισμός ασκεί για μία ακόμα φορά στους διανοούμενους του Δυτικού Κόσμου μία έντονη γοητεία, για τον ίδιο λόγο που αυτός απέκτησε τεράστια ισχύ κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, δηλαδή για την εμφανή ευρυχωρία της αντίληψής του, η οποία «λιγότερο άκαμπτη και πιο ευπροσάρμοστη σε σχέση με τον Επικουρισμό» μπορεί να αναδεικνύει ανθρώπους «με προσωπικότητα και πρωτοτυπία» (1).

Βασική αρχή του Στωϊκισμού είναι το να ζει ο άνθρωπος σύμφωνα με την Φύση (το «ομολογουμένως τήι Φύσει ζην»), στην οποία Φύση έδωσε μία διαφορετική και νέα ερμηνεία, που απείχε πολύ από τις έως τότε διατυπωμένες αντιδιαμετρικές αντιλήψεις των Κυνικών (αντινομιακές και «φιλοζωώδεις») και του Αριστοτέλους (στενά «πολιτικές»). Οι Στωϊκοί μεταμόρφωσαν την Φύση από έναν «αμφίβολο οδηγό» σε απτό και σαφέστατο κανόνα της συμπεριφοράς, ταυτίζοντας την «συμφωνία με την Φύση» με την ενάρετη ζωή. Γι’ αυτούς, η ανθρώπινη φύση δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα οργανικό τμήμα της παγκόσμιας φύσης, η οποία κυβερνάται και καθοδηγείται από τον συμπαντικό νόμο που ονομάζεται Λόγος και στα ανθρώπινα μέτρα εκδηλώνεται μέσω της λογικότητας.

Η βασική φιλοσοφική πρόταση που καταθέτουν οι Στωϊκοί είναι ότι αποτελεί «καθήκον» του ανθρώπου, δηλαδή «αρμόζουσα πράξη» (2), το να θέσει τον πρόσκαιρο εαυτό του σε αρμονία με το Σύμπαν. Για να το επιτύχει αυτό, ο άνθρωπος οφείλει να «μιμηθεί» το Σύμπαν και να αποκτήσει τις προσιτές (3) ιδιότητές του, με πρώτες και κύριες την αγαθότητα και την λογικότητα. Σε αυτό το σημείο, οι Στωϊκοί διαφοροποιούνται απόλυτα από τους σχεδόν σύγχρονούς τους Επικούρειους, οι οποίοι δεν έκαναν διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και στα άλλα ζώα, αναφερόμενοι στο «κάθε ζωντανό ον» όταν επιχειρηματολογούσαν για την αναζήτηση της ηδονής και την αποφυγή του πόνου. Οι Στωϊκοί διακρίνουν τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα ζώα, ορίζοντάς τον ως οντότητα η οποία πέραν του ζωώδους τμήματός της (που αφορά τα ένστικτα) διαθέτει και ένα ανώτερο, το οποίο περιέχει την ηθική αίσθηση και την έλλογη χρήση των εντυπώσεων και σκέψεών του. Κατέχοντας την λογικότητα, ο άνθρωπος συγγενεύει λοιπόν περισσότερο με τους Θεούς παρά με τα ζώα και αυτό το μήνυμα των Στωϊκών, που φυσικά δεν δέχονται ύπαρξη αθάνατης ψυχικής ατομικότητας, είναι το πιο απελευθερωτικό και «λυτρωτικό» που έχει εκφράσει η φιλοσοφική, αλλά και η ευρύτερα θεολογική, σκέψη.

Οι Στωϊκοί τιμούν στο έπακρο την ανθρώπινη φύση, με το να την αντιλαμβάνονται ως έναν «προθάλαμο» σχεδόν της φύσης του Σύμπαντος και των Θεών. Η ολοκλήρωση του ανθρώπου έρχεται με το να «συζεί» σε κάθε στιγμή της εφήμερης ζωής του με τους Θεούς, πράγμα που επιτυγχάνεται με το να ακολουθεί το υψηλότερο τμήμα του εαυτού του, δηλαδή εκείνο που ηγεμονεύεται από την Λογική και την εξ αυτής ηθική αίσθηση. Το μόνο πράγμα που έχει σημασία για τους Στωϊκούς είναι η Αρετή. Από αυτήν και μόνο εξαρτιέται η ευδαιμονία, η ευημερία, η ολοκλήρωση.

Η Αρετή είναι το μόνο που έχει αξία. Όλα τα άλλα, τα οποία οι άσοφοι θεωρούν «αγαθά», όπως λ.χ. η ομορφιά, ο πλούτος, η ισχύς, η υγεία, η διασημότητα κ.ά., δεν είναι παρά πράγματα «αδιάφορα», στον ίδιο βαθμό που είναι «αδιάφορα» (με την έννοια των μη ικανών να βλάψουν πραγματικά τον σοφό) τα υποτιθέμενα «κακά», όπως λ.χ. η ασχήμια, η φτώχεια, η αδυναμία, η αρρώστια, η ανωνυμία κ.ά. Για την κατάκτηση της Αρετής, ο Στωϊκός οφείλει να αναπτύξει την ηθική αίσθηση και να ισχυροποιήσει την λογική πλευρά του εαυτού του, αφήνοντας την ίδια στιγμή την συναισθηματική, δηλαδή ζωώδη, πλευρά του να «υποσιτίζεται» (4).

Κατά κανόνα αποτελεί έκπληξη για τους αμύητους και τους μη γνωρίζοντες η είδηση ότι οι Στωϊκοί δεν κηρύσσουν απόσυρση από τα κοσμικά πράγματα, πόσο μάλλον άρνησή τους. Οι Στωϊκοί καλούν τον άνθρωπο να ζήσει ενεργά μέσα στον κόσμο, συμφιλιωμένος με τις ατέλειες και τις αθλιότητες ακόμη του βίου των θνητών αν και στο μέτρο του λογικώς εφικτού είναι υποχρεωμένος να αγωνιστεί για να τις εξαλείψει. Ο Στωϊκός καλείται να παίξει ενεργό ρόλο στην οικογενειακή και δημόσια ζωή, να παντρεύεται και να τιμά τον θεσμό του γάμου και να συμμετέχει στην πολιτική, δίχως να δεσμεύεται σε δόγματα (5), και να τιμά τους θεσμούς.

Η πολιτική δράση στην οποία καλείται να συμμετάσχει ο Στωϊκός, είναι εκείνη που ανέδειξε από τις τάξεις των οπαδών της συγκεκριμένης σχολής εξαιρετικές προσωπικότητες δραστήριων ανδρών, όπως ο Σφαίρος Βορυσθαινίτης, θεωρητικός της σπαρτιατικής κοινωνικός επαναστάτης του Κλεομένους του Γ, ο κοινωνικός επαναστάτης Βλόσσιος ο Κυμαίος, ο τυραννομάχος Κάτων ο Υτικαίος και ο τυραννοκτόνος Βρούτος, οι αντιστασιακοί Ελβίδιος Πρίσκος, Θρασέας Παετός και Μουσώνιος Ρούφος, αλλά και ο εστεμμένος φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος, διαχρονικό υπόδειγμα πολιτικής και προσωπικής Αρετής.

Αυτή η ίδια πολιτική δράση είναι που τους έκανε πρότυπο στα μάτια των επαναστατών – δημοκρατών του 18ου αιώνα και κυρίαρχη τάση στην μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, η οποία όχι άδικα εόρταζε τον Στωϊκισμό σε ξεχωριστή αργία του Επαναστατικού Ημερολογίου που εκείνη είχε καθιερώσει (6). Αυτή η ίδια πολιτική δράση είναι και που τους κάνει να ασκούν ισχυρή γοητεία στα πιο «προχωρημένα» πνεύματα του σύγχρονου στοχασμού. Αντίθετα, τα «μη προχωρημένα» πνεύματα εξακολουθούν να εκφράζουν απέχθεια προς τον Στωϊκισμό, μιμούμενοι τους υπόλοιπους αντιδραστικούς που αισθάνονται ότι απειλούνται από αυτόν, κυρίως από την εμμονή του στην επικράτηση της Αρετής. Στο «μη προχωρημένο» πνεύμα θα πρέπει να καταταχθεί και η στρεβλή «μαρξιστική» ανάγνωση του Στωϊκισμού, δείγμα της οποίας αποτελεί η ρηχότητα του Γιάννη Κορδάτου, ο οποίος καταλαβαίνει ως και αποκαλεί «απολογία του απολυταρχισμού και κατήχηση ραγιαδισμού» (…) τις «Περί Καθήκοντος» θέσεις του Παναίτιου του Ρόδιου («Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας», εκδόσεις «Μπουκουμάνη», Αθήνα, 1972, σελ. 461).

Ο Παναίτιος (185 – 110), εισηγητής του άγνωστου ελληνικού όρου τον οποίο ο Κικέρων απέδωσε ως «humanitas» (ανθρωπιστική καλλιέργεια και φιλανθρωπία) και ο πρώτος που κατέγραψε ως απόδειξη των δυνάμεων του ανθρώπου τις τέχνες του πολιτισμένου βίου, είχε επίσης εισάγει στον αρχικό Στωϊκισμό (μέσα από την διατριβή του «Περί Καθήκοντος», την οποία μετέφερε αργότερα ο Κικέρων στο «De Officiis») την έννοια του «αρμόζοντος» ή «πρέποντος» («decorum» στον Κικέρωνα), ως καθοριστικού παράγοντα στην συμπεριφορά του σωστού ανθρώπου. Υπάρχουν για όλους τους ανθρώπους κάποια «πρέποντα» που ορίζονται ως «καθολικά» και για τον κάθε έναν άνθρωπο ξεχωριστά κάποια «ειδικά» «πρέποντα», και αυτό επειδή ο κάθε άνθρωπος αποτελεί έναν ξεχωριστό μικρό «κόσμο». Αντίθετα από τους Κυνικούς, οι οποίοι λόγω της εμμονής τους να απορρίπτουν τις κοινωνικές συμβάσεις κατέληξαν πολύ γρήγορα στο περιθώριο, οι Στωϊκοί από τον 2ο αιώνα π.α.χ.χ. (πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης) και μετά απεδείχθησαν πέρα για πέρα ικανοί να παρακολουθήσουν τα μέτρα της καθημερινής ζωής, γι’ αυτό και θα επικρατήσουν απόλυτα μέχρι και την εποχή των Αντωνίνων, για ένα χρονικό διάστημα δηλαδή που φθάνει τους τέσσερις αιώνες και που επίσης δίνει προτεραιότητα στην έμπρακτη εφαρμογή των θεωριών αντί στον απλό σχηματισμό τους (7).

Συγκρίνοντας σε κάποιο σημείο του έργου του τους Στωϊκούς με τους Επικούρειους, ο Clarke έχει παραδεχθεί πως «ανεξάρτητα από το εάν μεν ή οι δεν είχαν τα καλύτερα επιχειρήματα, δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποια από τις δύο σχολές έδωσε την πιο ενθαρρυντική εικόνα για την ζωή. Ο Λουκρήτιος παρατηρεί το γυμνό και αβοήθητο βρέφος σαν έναν ναυαγό που γεμίζει τον τόπο με το κλάμα του, και αναρωτιέται πόσα δεινά πρέπει ακόμα να περάσει στην ζωή του. Η στωϊκή άποψη από την άλλη, η οποία κατέστησε τον άνθρωπο κέντρο του Σύμπαντος και κύριο της δημιουργίας, είναι γεμάτη αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση… ήταν μία φιλοσοφία που κολάκευε την αυτοεικόνα του ανθρώπου, χωρίς να προσβάλλει την λογική του, μία φιλοσοφία στην οποία έβρισκαν αναγνώριση οι διάφορες κλίσεις του ανθρώπου, κοινωνικές, καλλιτεχνικές, πνευματικές και θρησκευτικές…» (8).

Η πιο σημαντική εποχή του Στωϊκισμού ήταν εκείνη κατά την οποία κυβέρνησε την αχανή Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του 2ου αιώνα μ.α.χ.χ. (μετά την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης) ο παιδιόθεν Στωϊκός Μάρκος Αυρήλιος, ο οποίος κατέθεσε στην παγκόσμια Ιστορία το ανεπανάληπτο πρότυπο του κατ’ αρετήν κυβερνήτη. Έναν αιώνα πριν, οι Στωϊκοί είχαν εγείρει ανάστημα κατά του δεσποτισμού, πληρώνοντάς το με φυλακές, θανατώσεις και εξορίες των επιφανέστερων στελεχών τους. Το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα όμως, έρχεται ένας Στωϊκός να λειτουργήσει ως ο πολιτικός και ηθικός ρυθμιστής του τότε γνωστού κόσμου, με καθημερινή επίδειξη της αυτοπειθαρχίας, της απλότητας, της λογικότητας και της ειλικρίνειας, τις οποίες δίδασκαν οι προηγούμενοι φιλόσοφοι. Κυρίως της ειλικρίνειας, ιδίως της ειλικρίνειας προς τον ίδιο μας τον εαυτό, δηλαδή με το Ηγεμονικό της ψυχής, το Θείο που ενυπάρχει σε όλους μας.

Ο Στωϊκισμός δεν γαργαλούσε τον συναισθηματικό κόσμο, όπως θα κάνουν σε λίγο, αρκετά ύπουλα, οι χριστιανοί. Το μόνο που αρκέστηκε να υποστηρίξει, με την πεποίθηση ότι δεν απευθύνεται σε νήπια ή σε ανόητους, αλλά σε ενήλικους και συγκροτημένους ανθρώπους, είναι ότι το έλλογο ον που λέγεται άνθρωπος, στην ουσία κακομεταχειρίζεται την ίδια την ψυχή του και προσβάλλει την εσωτερική του θεότητα κάθε φορά που απομακρύνεται από την λογική ανθρώπινη φύση ή στρέφεται ενάντια στους συνανθρώπους του.
------------------------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

(1) M. L. Clarke, «Το Ρωμαϊκό Πνεύμα», εκδόσεις «University Studio Press», Θεσσαλονίκη, 2004, σελ. 71

(2) «Θύραθεν Φιλοσοφικό Λεξικό» Βλάση Γ. Ρασσιά, εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη», Αθήνα, 2006

(3) Διότι υπάρχουν και απρόσιτες συμπαντικές ιδιότητες για έναν θνητό, όπως λ.χ. η αιωνιότητα.

(4) M. L. Clarke, σελ. 75

(5) Φυσικά οι Στωϊκοί δεν δεσμεύονται σε συγκεκριμένα πολιτικά δόγματα, καθώς θεωρούν ότι σημαντικό στα πάντα είναι το περιεχόμενο και όχι η εξωτερική μορφή.

(6) Από το βιβλίο «Λαιμητόμος Αρετή» του Βλάση Γ. Ρασσιά: «Στο άρθρο 1 του νόμου για την καθιέρωση της Λατρείας του Υπερτάτου Όντος δηλώνεται η πίστη του Γαλλικού έθνους σε αυτό (‘Ο Γαλλικός λαός αναγνωρίζει την ύπαρξη του Υπερτάτου Όντος και την αθανασία της ψυχής’), ενώ στο άρθρο 7 ορίζονται λεπτομερώς οι ‘δέκατες ημέρες’ (‘decadis’) του επαναστατικού ημερολογίου, κατά τις οποίες θα λατρεύονται από το Γαλλικό έθνος υψηλές πολιτικές αξίες και αρετές, καθώς και η φιλοσοφία του ελληνικού και ρωμαϊκού Στωϊκισμού, η οποία κυριαρχούσε στους πιο αδιάλλακτους Ορεινούς: ‘Η Δημοκρατία θα εορτάζει σε διαδοχικές δέκατες ημέρες τις ακόλουθες εορτές: προς τιμή του Υπερτάτου Όντος και της Φύσης, προς τιμήν της ανθρωπότητας, προς τιμήν του Γαλλικού λαού, προς τιμήν των ευεργετών των ανθρώπων, προς τιμήν των μαρτύρων της Ελευθερίας, προς τιμήν της Ελευθερίας και της Ισότητας, προς τιμήν της Δημοκρατίας, προς τιμήν της παγκόσμιας απελευθέρωσης, προς τιμήν του πατριωτισμού, προς τιμήν της απέχθειας προς τους τυράννους και τους προδότες, προς τιμήν της Αλήθειας, προς τιμήν της Δικαιοσύνης, προς τιμήν της Σεμνότητας, προς τιμήν της Δόξας και της Αθανασίας, προς τιμήν της Φιλίας, προς τιμήν της Ανεκτικότητας, προς τιμήν του Θάρρους, προς τιμήν της Καλής Πίστης, προς τιμήν του Ηρωϊσμού, προς τιμήν της συλλογικότητας, προς τιμήν του Στωϊκισμού, προς τιμήν του Έρωτα, προς τιμήν της συζυγικής πίστης, προς τιμήν της πατρικής στοργής, προς τιμήν της μητρικής αγάπης, προς τιμήν της αδελφικής σχέσης, προς τιμήν των παιδιών, προς τιμήν της νεολαίας, προς τιμήν της ώριμης ηλικίας, προς τιμήν των ηλικιωμένων, προς τιμήν των αναξιοπαθούντων, προς τιμήν της γεωργίας, προς τιμήν της βιοτεχνίας, προς τιμήν των προγόνων, προς τιμήν των μελλουσών γενεών και προς τιμήν της Ευτυχίας’...»

(7) «Quantum enim Graeci praeceptis valent, tantum Romani, quod est maius, exemplis» τονίζει ο Κοϊντιλιανός.

(8) M. L. Clarke, σελ. 81 - 83 

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΩΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ

Τά λογικά ἔργα  τοῦ Ἀριστότελους ἦταν ἄραγε γνωστά στούς ἀρχαίους στωικούς λογικούς; Οἱ ἰδέες τοῦ Ἀριστότελους περί λογικῆς ἐπέδρασαν καθόλου στήν ἀνάπτυξη τῆς στωικῆς λογικῆς; Τά στοιχεῖα πού διαθέτουμε γιά νά ἀπαντήσουμε σέ αὐτά τά ἐρωτήματα δέν μᾶς ὁδηγοῦν σέ μιά ξεκάθαρη λύση. Ὑπάρχουν πολλά κείμενα σχετικά μέ αὐτό τό ζήτημα πού συνηγοροῦν ὑπέρ μιᾶς καταφατικῆς ἀπάντησης· ὅμως, καθώς τά προσεγγίζουμε, τά βλέπουμε νά χάνονται σιγά-σιγά, ὅπως γίνεται μέ πολλούς ἀντικατοπτρισμούς, καί νά μᾶς τραβοῦν δελεαστικά ἀκόμα πιό βαθιά σέ ἕναν ὕπουλο βάλτο.

Τό πρόβλημα εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό, ἀφοῦ ἀφορᾶ τίς ἱστορικές σχέσεις μεταξύ δύο ὑπέροχων μνημείων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς σκέψης στίς κορυφαῖες μορφές της· καί ἐπιδέχεται κάποια συζήτηση. Στό μέρος I ἐκθέτω ὁρισμένες γενικές σκέψεις. Στό μέρος II ἀσχολοῦμαι μέ τό προκαταρκτικό ἐρώτημα, τοῦ ἄν θά μποροῦσαν, θεωρητικά, οἱ Στωικοί νά ἔχουν διαβάσει Ἀριστοτέλη. Στό μέρος III συγκεντρώνω ἕνα δεῖγμα ἀπό τίς ἐνδείξεις ὅτι οἱ Στωικοί ὄντως διάβασαν καί μελέτησαν τόν Ἀριστοτέλη τους. Καί στά ὑπόλοιπα μέρη ἐπιχειρῶ νά ἀποτιμήσω τήν ἀξία αὐτῶν τῶν ἐνδείξεων.[1]
 
Ι
 
Τό ἐρώτημα μέ τό ὁποῖο ἀσχολοῦμαι εἶναι ἱστορικῆς φύσεως· εἶναι ἐρώτημα πού ἀφορᾶ τή δυνατότητα διατύπωσης ἑνός συγκεκριμένου εἴδους ἱστορικῆς ἐξήγησης. Δέν πρόκειται ἁπλῶς γιά τό ζήτημα τοῦ ἄν οἱ Στωικοί εἶχαν διαβάσει Ἀριστοτέλη καί εἶχαν γνώση τῶν περιπατητικῶν ἐπιτευγμάτων στή λογική· πρόκειται γιά τό ζήτημα τοῦ ἄν ἡ γνώση αὐτή ἐπηρέασε τίς δικές τους σκέψεις περί λογικῆς καί τούς ἔκἄνε νά σκεφτοῦν μέ ἕναν τρόπο ἀντί μέ ἕναν ἄλλον. Σέ γενικές γραμμές, ψάχνω νά βρῶ ἄν ὑπάρχουν ἀλήθειες τοῦ τύπου:
 
Ὁ Χρύσιππος στή λογική ὑποστήριξε ὅτι Α, ἐπειδή ὁ Ἀριστοτέλης εἶχε ὑποστηρίξει ὅτι Β.
 
Παρ’ ὅλο πού θά ἐξακολουθήσω νά μιλάω μέ αὐτό τόν γενικό τρόπο, νομίζω πώς ἀξίζει νά κάνω κάποια βήματα μέ στόχο τήν ἀκρίβεια.
 
Πρῶτον, θά χρησιμοποιῶ συνήθως τά ὀνόματα «Χρύσιππος» καί «Ἀριστοτέλης»· στήν πραγματικότητα, ὅμως, ἀσχολοῦμαι μέ τή δυνατότητα τῆς ἐπίδρασης τοῦ ἀρχαίου Λυκείου στήν ἀρχαία Στοά, καί τά ὀνόματα θά πρέπει νά τά ἐκλαμβάνουμε χαλαρά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι στή Στοά δέν εἶχε γίνει πολλή σοβαρή ἐργασία πάνω στή λογική πρίν ἀπό τόν Χρύσιππο, καί ὅτι στό Λύκειο λίγο μόνο προχώρησε ἡ λογική μετά τόν Ἀριστοτέλη·[2] ἔτσι δέν δημιουργεῖται σοβαρό πρόβλημα, ὅταν χρησιμοποιῶ τά ὀνόματα τῶν σχολαρχῶν γιά νά δηλώσω τίς σχολές.
 
Δεύτερον, θέτοντας τό ζήτημα τῆς πιθανῆς ἐπίδρασης τοῦ  Ἀριστοτέλους, δέν ὑπονοῶ ὅτι δέν μπορεῖ νά ἀσκήθηκε ἄλλη ἐπίδραση στή λογική τοῦ Χρύσιππου — οὔτε κἄν ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπῆρξε κάποια ἄλλη ἐπίδραση ἐξίσου σημαντική. Αὐτά πού ἔχουν εἰπωθεῖ κατά καιρούς γιά τή σπουδαιότητα τῆς «Διαλεκτικῆς Σχολῆς» τά θεωρῶ ὑπερβολικά- ὡστόσο ὑποθέτω ὅτι ἄνθρωποι ὅπως ὁ Διόδωρος ὁ Κρόνος καί ὁ Φίλων —Διαλεκτικοί ἡ Μεγαρικοί, ὅπως θέλετε ὀνομάστε τους— ἄσκησαν κάποια ἐπίδραση στή λογική τῆς Στοᾶς. Τό ἐρώτημά μου δέν εἶναι: «Ὁ Ἀριστοτέλης ἄσκησε περισσότερο ἐπίδραση στόν Χρύσιππο ἤ ὁ Διόδωρος;». Εἶναι μᾶλλον: «Ἐπέδρασε ὁ Ἀριστοτέλης στόν Χρύσιππο;». Καί ἡ παροῦσα ἐργασία δέν ἔχει ἀπολύτως τίποτε νά πεῖ γιά τό ἐντελῶς ἀνεξάρτητο ἐρώτημα: «Ἐπέδρασε ὁ Διόδωρος στόν Χρύσιππο;».
 
Ἐπίσης, στόχος μου εἶναι νά ἐντοπίσω ἐπιδράσεις κάθε εἴδους, εἴτε ἄμεσες εἴτε ἔμμεσες. Τό ἐρώτημα: «Αὐτό ὁ Χρύσιππος τό διάβασε στόν Ἀριστοτέλη;» δέν εἶναι παρά στενογραφημένο τό ἐρώτημα: «Αὐτό ὁ Χρύσιππος (ἤ κάποιος ἄλλος τῆς ἀρχαίας Στοᾶς) τό διάβασε σέ κάποιο ἀρχαῖο περιπατητικό ἔργο, ἤ τό διάβασε στό ἔργο κάποιου πού τό εἶχε διαβάσει σέ ἕνα περιπατητικό ἔργο, ἤ μήπως τό ἄκουσε ἀπό κάποιον;». Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐδῶ ὑπάρχουν πολλά διαφορετικά ἐνδεχόμενα· ὅμως τά στοιχεῖα πού διαθέτουμε εἶναι σχεδόν πάντοτε πολύ κακότροπα, γιά νά μᾶς ἐπιτρέψουν νά διακρίνουμε ποιό ἀπό αὐτά ἀποτελεῖ τήν πραγματικότητα.
 
Τέταρτον, ἄν λέω ὅτι ὁ Χρύσιππος εἶπε αὐτό  ἐπειδἡ  ὁ Ἀριστοτέλης εἶχε πεῖ ἐκεῖνο, αὐτό τό «ἐπειδή» τό ἐννοῶ ἀρκετά γενικά. Δέν ἐννοῶ ὅτι ἡ παρατήρηση τοῦ Χρύσιππου καθοριζόταν πλήρως καί ἀποκλειστικά ἀπό αὐτό πού εἶχε πεῖ ὁ Ἀριστοτέλης, ἀλλά —καί αὐτό, πιστεύω, εἶναι προφανές— ὅτι κάθε πλήρης ἐξήγηση τοῦ γιατί ὁ Χρύσιππος εἶπε αὐτό πού εἶπε θά ἔχει τήν ὑποχρέωση νά ἀναφέρεται στό γεγονός ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης εἶπε αὐτό πού εἶπε. Οἱ παρατηρήσεις τοῦ Ἀριστότελους ἀποτελοῦν μέρος τῆς ἐξήγησης τῶν παρατηρήσεων τοῦ Χρύσιππου.
 
Τέλος, δέν θά κάνω διακρίσεις ἀνάμεσα στίς ἐκφράσεις «ὁ Χρύσιππος ἔλεγε ὅτι Α», «ὑποστήριζε ὅτι Α», «ἀνακάλυψε ὅτι Α» κτλ. Ἐδῶ ὑπάρχουν πάλι πολλά συγκεκριμένα ἐρωτήματα πού μπορεῖ νά θέσει κἄνείς. Γιά παράδειγμα, ἄλλο πράγμα εἶναι νά ρωτᾶς πώς ἔγινε καί ἔφτασε κάποιος νά υἱοθετήσει μιά ἐπί μέρους σκέψη, καί ἐντελῶς ἄλλο νά ρωτᾶς γιατί τήν ἀποδέχτηκε σταθερά ὡς ἀληθή. Ὅμως καί πάλι τά στοιχεῖα πού ἔχουμε εἶναι πολύ κακότροπα γιά νά μᾶς ἐπιτρέψουν νά ἐπιμείνουμε ἐπωφελῶς σέ τέτοιες διακρίσεις.
 
Μέ δύο λόγια, τό ἐρώτημά μου εἶναι ἄν μποροῦμε νά βροῦμε ἀλήθειες σχετικές μέ τήν ἱστορία τῆς λογικῆς πού παίρνουν τήν ἑξῆς μορφή:
 
Ὁ Χρύσιππος (ἤ κάποιος ἄλλος λογικός τῆς ἀρχαίας Στοᾶς) ὑποστήριζε —ἤ κατέληξε νά ὑποστηρίζει ἤ ἐπέμενε νά ὑποστηρίζει ἤ ἀνακάλυψε τήν ἰδέα κτλ.— ὅτι Α, ἐπειδή (δίχως ἀμφιβολία ἀνάμεσα σέ ἄλλους λόγους, καί πιθανόν δί’ ἐμμέσου δρόμου) ὁ Ἀριστοτέλης (ἤ κάποιος ἄλλος ἀρχαῖος Περιπατητικός) εἶχε πεῖ ἤ ὑποστηρίξει ὅτι Β.
 
Αὐτή ἡ διατύπωσή σου μπουκώνει τό στόμα καί εἶναι ἀνιαρά σχολαστική. Γι’ αὐτό:
 
Ὁ Χρύσιππος ὑποστήριξε ὅτι Α, ἐπειδή ὁ Ἀριστοτέλης εἶχε ὑποστηρίξει ὅτι Β.
 
Ζητήματα αὐτῆς τῆς γενικῆς μορφῆς ἀποτελοῦν τό ὑλικό της ἱστορίας τῆς σκέψης- καί σέ ἀρκετές περιπτώσεις εἶναι ἀρκετά εὔκολο νά ἀπαντηθοῦν. Ἔτσι —γιά νά πάρουμε ἕνα παράδειγμα ἀπό τήν ὕστερη ἱστορία τῆς λογικής— ξέρουμε ὅτι ὁ Frege ἐπέδρασε στόν Russell. Τό ξέρουμε ἀπό διάφορες βιογραφικές πηγές· γιά παράδειγμα, ἀπό τήν ἀλληλογραφία τῶν δύο ἀνδρῶν. Ὁ ἴδιος ὁ Russell μᾶς λέει, ρητά καί συχνά, ὅτι εἶχε τόν Frege στό μυαλό του. Ἐπίσης, αὐτή τή φορά ἀπό τήν ἀρχαιότητα, μποροῦμε νά δώσουμε μιά εὔλογη γενική εἰκόνα γιά τίς ἐπιδράσεις πού δέχτηκε ὁ νεαρός Γαληνός καί ἀσχολήθηκε μέ τή λογική μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀσχολήθηκε. Καί τή γνώση μας —ἤ ἐν πάση περιπτώσει τήν εὔλογη πίστη μας— τήν ὀφείλουμε στά αὐτοβιογραφικά γραπτά του ἴδιου του Γαληνοῦ.
 
Αὐτός εἶναι πού μᾶς λέει ρητά γιατί καί πῶς κατέληξε νά στοχαστεῖ πάνω στούς «συλλογισμούς σχέσεων».[3]
 
Στήν περίπτωση τῶν ἀρχαίων Στωικῶν δέν ἔχουμε καμία σχετική αὐτοβιογραφική πληροφορία. Οἱ ἰσχνές λεπτομέρειες γιά μεμονωμένα περιστατικά καί οἱ ὑπαινιγμοί πού ὑπάρχουν σέ ἀναξιόπιστα ἀνέκδοτα δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά ἀνασυγκροτήσουμε τήν πνευματική βιογραφία τοῦ Χρυσίππου. Ἡ ἐπίδραση καί ἡ ἐξάρτηση σέ φιλοσοφικά ζητήματα εἶναι πάντοτε δύσκολο νά ἀνακαλυφθοῦν, ἐν ἀπουσία θετικῶν βιογραφικῶν στοιχείων. Καί στή λογική, λόγω τῆς φύσεως τοῦ ἀντικειμένου, τό πρόβλημα εἶναι ἀκόμη πιό σοβαρό. Διότι ἐν ἀπουσία βιογραφικῶν στοιχείων, θά διατυπώσουμε, νομίζω, ἁπλῶς μιά ὑπόθεση, ὅτι ὁ X ἐπηρέασε τόν Ψ, ἄν πούμε ὅτι ἡ  καλύτερη ἐξήγηση  τοῦ ὅτι ὁ Ψ εἶπε ὅτι Α εἶναι ὅτι ὁ X εἶχε πεῖ ὅτι Β. Ἀλλά στή λογική —καί εἰδικά στήν τυπική λογική— πάντοτε ὑπάρχει μιά καλή ἐξήγηση στό ἴδιο τό ἀντικείμενο μελέτης. Ἴσως ὁ Ψ εἶπε ὅτι Α ἁπλῶς διότι ἡ Α ἕπεται τῆς Β καί εἶναι προφανέστατο ὅτι ἡ Β ἰσχύει.
 
Στήν περίπτωση τοῦ Frege καί τοῦ Russell θά εἴχαμε ἕναν ἰσχυρό λόγο νά μιλήσουμε γιά ἐπίδραση, ἀκόμη καί χωρίς τά βιογραφικά στοιχεῖα. Διότι μία ἀπό τίς κυριότερες καινοτομίες τοῦ Russell στή λογική εἶναι ἡ θεωρία του περί τύπων· καί ἡ θεωρία αὐτή μπορεῖ νά νοηθεῖ μόνο ὡς λύση στά παράδοξα πού —ὅπως ὁ Russell ἀπέδειξε— ἰσοδυναμοῦσαν μέ κατάρρευση τοῦ συστήματος τοῦ Frege. Γιατί ἡ λογική τοῦ Russell περιλαμβάνει τήν ἄκομψη καί τόσο δυσνόητη θεωρία τῶν τύπων; Διότι τό χωρίς τύπους σύστημα τοῦ Frege ἦταν ἀσυνεπές. Ἄν τό σύστημα τοῦ Russell χαθεῖ καί ἀνακαλυφθεῖ μετά ἀπό χίλια χρόνια λήθης του, οἱ μελλοντικοί ἱστορικοί της λογικῆς θά ἔχουν ἕναν καλό λόγο γιά νά συνδέσουν τόν Russell μέ τόν Frege καί νά ὑποστηρίξουν ὅτι ὑπάρχουν μερικές ἀλήθειες τῆς μορφῆς:
 
Ό Russell ὑποστήριξε ὅτι Α, ἐπειδή ὁ Frege εἶχε ὑποστηρίξει ὅτι Β.
 
Ξεκάθαρες περιπτώσεις σάν αὐτή εἶναι σπάνιες. Γιά ὅσες περιπτώσεις δέν εἶναι ξεκάθαρες εἶναι δύσκολο νά κρίνουμε. Γιά τόν Ἀριστοτέλη καί τούς Στωικούς τό καλύτερο πού μποροῦμε νά περιμένουμε εἶναι λίγες μή ξεκάθαρες περιπτώσεις.
 
Ἄς δοῦμε τήν ἀντίθεση πρός ἕνα ἐλαφρῶς νεώτερο παράδειγμα. Δέχθηκε ἄραγε ὁ Frege ἐπιδράσεις ἀπό τόν George Boole ἤ ἀπό τόν C. S. Peirce; Ἄν λαμβάναμε ὑπόψη τό περιεχόμενο καί τή μορφή τοῦ Begriffsschrift, μᾶλλον θά εἰκάζαμε ἐπίδραση ἀπό τόν Peirce — καί στό κάτω-κάτω εἶναι κοινός τόπος στήν ἐπιστήμη ὅτι τή θεωρία τῆς ποσοτικοποίησης τήν ἀνακάλυψε καί ὁ Peirce καί ὁ Frege. Στήν πραγματικότητα τά πράγματα ἦταν ἀλλιῶς: ὁ Frege δέν εἶχε διαβάσει τόν Peirce — ἐλάχιστοι τόν εἶχαν διαβάσει· ἤξερε ὅμως τόν Boole, καί τόν ἐνδιέφερε πάρα πολύ νά καταστήσει φανερό πόσο τό δικό του σύστημα ἦταν ἀνώτερο ἀπό τοῦ Boole. Αὐτό δέν θά τό εἰκάζαμε ἀπό τά  λ ο γ ι κ ά  μέρη τοῦ κειμένου τοῦ Frege πού ἔφτασε ὡς ἐμᾶς· τό γνωρίζουμε ἀπό τά ἱστορικά καί βιογραφικά του μέρη.
  
ΙΙ
 
Τό πρῶτο ἐρώτημα πρέπει νά εἶναι τό ἑξῆς: Μποροῦσαν  οἱ ἀρχαῖοι Στωικοί νά ἔχουν διαβάσει κάτι ἀπό περιπατητική λογική; Κάποτε ἦταν ἡ ὀρθόδοξη γραμμή νά πιστεύει κάποιος ὅτι μέ τόν θάνατο τοῦ Θεοφράστου τά ἔργα τοῦ Ἀριστότελους —καί τοῦ ἴδιου του Θεοφράστου— ἔπαψαν νά κυκλοφοροῦν, καί ὅτι ὁ φιλοσοφικός κόσμος δέν τά ξαναπόκτησε παρά τόν 1ο αἰ. π.Χ. Τά γραπτά του Ἀριστότελους δέν διαβάζονταν οὔτε ἀπό τους Στωικούς οὔτε ἀπό ὁποιουσδήποτε ἄλλους φιλοσόφους της ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς, διότι δέν ὑπῆρχαν γιά νά διαβαστοῦν καί κατά συνέπεια οἱ ἀπόψεις του Ἀριστότελους δέν ἦταν παρά ἐλάχιστα γνωστές σέ αὐτούς. Αὐτή ἡ ὀρθοδοξία σήμερα γενικά ἀπορρίπτεται· ἀλλά ἀξίζει νά σκιαγραφήσουμε σύντομα τά στοιχεῖα πού πείθουν ὅτι τά λογικά ἔργα τοῦ Ἀριστότελους ἦταν γνωστά κατά τήν ἑλληνιστική περίοδο.[4]
 
Ὁ Θεοφραστος καί ὁ Εὔδημος, στήν πρώτη γενιά μετά τόν Ἀριστοτέλη, σίγουρα διάβαζαν τά ἔργα τοῦ δασκάλου τους. Καί δέν εἶναι καθόλου εὔλογο νά ἀρνηθεῖ κανείς ὅτι καί κατοπινότεροι Περιπατητικοί τά μελετοῦσαν — ἔτσι ὁ Στράτων, πού ἐνδιαφερόταν γιά τά 'τοπικά’, εἶχε σίγουρα διαβάσει τά ἔργα τοῦ Ἀριστότελους γιά τά 'τοπικά’.
 
Καί τά βιβλία δέν τά ἔβλεπαν μόνο ὅσοι εἶχαν κάρτα μέλους τοῦ Περιπάτου. Ὁ Ἐπίκουρος ἀναφέρθηκε τουλάχιστον μία φορά στά Ἀναλυτικά του Ἀριστότελους. Ἕνα ἀπόσπασμα μιᾶς ἐπιστολῆς πού διασώθηκε σέ ἕνα ἔργο ἀπό τόν Φιλόδημο περιέχει ἀδιαφιλονίκητα τά γράμματα ἀριστοτε καί ἀναλυτικά — προφανῶς Ἀριστοτέλης καί Ἀναλυτικά.[5] Αὐτό τό ἀπομεινάρι ἀποδεικνύει λίγα πράγματα·[6] ὅμως δείχνει ὅτι ὁ Ἐπίκουρος ἤξερε γιά τά Ἀναλυτικά, καί ἀποτελεῖ ἔνδειξη ὅτι ὁ Ἐπίκουρος εἶχε μᾶλλον διαβάσει τά Ἀναλυτικά ἤ κάποια μέρη τους.[7]
 
Εἶναι ἀπίθανο νά τοῦ ἄρεσε τοῦ Ἐπικούρου, πού ἦταν ἐχθρός της τυπικῆς λογικῆς, αὐτό πού διάβασε. Ἄλλοι ἀντι-λογικοί, διαφορετικῆς γραμμῆς, γνώριζαν κι αὐτοί τόν Ἀριστοτέλη τους. Στό Πρός Μάξιμον περί δευτέρου καί τρίτου σχήματος, ἔργο πού σῴζεται μόνο στά ἀραβικά, ὁ Θεμίστιος σημειώνει ὅτι:
 
«Ἄν ἀπορρίψουμε τήν ἀντιστροφή τῶν προκειμένων, ὅπως ἔκαναν ὁ Εὐβουλίδης καί ὁ Μενέλαος, τότε εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἀρνηθοῦμε ὅτι τά τελευταία σχήματα παράγονται ἀπό τό πρῶτο».[8]
 
Τό κείμενο ἔχει διασωθεῖ πολύ λειψά· καί ἡ ἀξιοπιστία του εἶναι ἀβέβαιη. Ὅμως ἀπό αὐτό προκύπτει ξεκάθαρα ὅτι ὁ Εὐβουλίδης καί ὁ «Μενέλαος»[9] ἦταν ἐξοικειωμένοι μέ τά τεχνικά στοιχεῖα τῆς ἀριστοτελικῆς θεωρίας περί συλλογισμοῦ. Αὐτό τό ἐπιβεβαιώνει καί τό ἐπεξεργάζεται περισσότερο ὁ Ἀλέξανδρος Ἀφροδισιεύς. Στό δοκίμιό του Περί ἀντιστροφῆς, πού κι αὐτό σῴζεται μόνο σέ ἀραβική μετάφραση,[10] ὁ Ἀλέξανδρος ἀναφέρει ἀρκετά ἐκτεταμένα τίς ἀπόψεις του Εὐβουλίδου γιά τήν ἀντιστροφή τῶν ἀποφατικῶν προτάσεων: αὐτός ὑποστήριζε —ἤ τουλάχιστον ἐπιχειρηματολογοῦσε σοφιστικά ἐναντίον τοῦ Ἀριστοτελους— ὅτι οἱ προτάσεις-Ε δέν ἀντιστρέφονται καί ὅτι οἱ προτάσεις-Ο ἀντιστρέφονται («κανένα Α δέν εἶναι Β» δέν συνεπάγεται «κανένα Β δέν εἶναι Α» καί «μερικά Α δέν εἶναι Β» συνεπάγεται «μερικά Β δέν εἶναι Α»), Τό ἐπίπεδο της ἐπιχειρηματολογίας, κατά τό μέτρο πού μποροῦμε νά κρίνουμε, δέν ἦταν ὑψηλό· ὅμως τό κείμενο ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Εὐβουλίδης ἄσχολεῖτο μέ ὁρισμένα τεχνικά θέματα πού βρίσκονται στήν καρδιά τῆς ἀριστοτελικῆς θεωρίας περί συλλογισμοῦ καί καθιστᾶ εὔλογη τήν ὑπόθεση ὅτι εἶχε μελετήσει τά Ἀναλυτικά τοῦ Ἀριστότελους.[11]
 
Ἄν ὁ Εὐβουλίδης εἶχε ἐργαστεῖ πάνω στή λογική του Ἀριστότελους, τότε πρέπει νά εἶναι μία ἐνδιαφέρουσα εἰκασία τό ὅτι οἱ λεγόμενοι «Μεγαρικοί» λογικοί —ἀνάμεσά τους ὁ Φίλων καί ὁ Διόδωρος ὁ Κρόνος— ἦταν ἐπίσης ἐξοικειωμένοι μέ αὐτήν. Ὅμως, κατά τό μέτρο πού γνωρίζω, κανένα κείμενο δέν μᾶς δίνει ἕνα θετικό λόγο γιά νά τό πιστέψουμε.
 
Στοιχεῖα γενικότερου εἴδους προέρχονται ἀπό τήν ἐργογραφία στόν Βίον τοῦ Ἀριστοτέλους πού ἔχει γράψει ὁ Διογένης. Ἡ ἐργογραφία αὐτή περιλαμβάνει τό βιβλίο Κατηγορίαι (βιβλίο 141 στήν ἀρίθμηση τοῦ During), τό Περί ἑρμηνείας (142), τά Ἀναλυτικά πρότερα (49: σέ ἐννέα βιβλία) καί τά Ἀναλυτικά ὕστερα (50: Ἀναλυτικά ὕστερα μεγάλα). Ἐπί πλέον, εἶναι σχεδόν σίγουρο ὅτι ἀναφέρονται μέρη τῶν Τοπικῶν —ἄν ὄχι τά ἴδια τά Τοπικά— (52, 55a, 55b, 57, 58, 59, 60)· καί τό Περί ἐριστικῆς (27) ἴσως σχετίζεται μέ τούς Σοφιστικούς ἐλέγχους. Ἡ προέλευση τῆς ἐργογραφίας εἶναι ἀμφίβολη, καί ὑπάρχουν ἰδιαίτερες δυσκολίες μέ κάποια ἀπό τά βιβλία πού μόλις ἀπαρίθμησα. Ἡ πιό εὔλογη ὅμως ἄποψη ἀνάγει τήν ἐργογραφία στόν Ἔρμιππο καί στή βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξάνδρειας στόν 3ο αἰ. π.Χ. Ἔτσι ὑπάρχουν στοιχεῖα ὑπέρ τοῦ ὅτι ὁρισμένα γραπτά τοῦ Ἀριστότελους περί λογικῆς ἦταν διαθέσιμα —διαθέσιμα ἔξω ἀπό τό Λύκειο— κατά τήν ἑλληνιστική ἐποχή.
 
Μία ἀκόμη ἀποσπασματική μαρτυρία σχετικά μέ τή βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξάνδρειας προέρχεται ἀπό τόν Φιλόπονο:
 
«Λένε ὅτι ὁ Πτολεμαῖος ὁ Φιλάδελφος [282-246] ἐνδιαφέρθηκε πάρα πολύ γιά τά συγγράμματα τοῦ Ἀριστότελους, ὅπως καί γιά ἄλλα συγγράμματα, καί ὅτι ἔδινε χρήματα σέ ὅσους τοῦ ἔφερναν βιβλία τοῦ φιλοσόφου. Γι’ αὐτό μερικοί, θέλοντας νά πάρουν χρήματα, ἔγραφαν τό ὄνομα τοῦ φιλοσόφου σέ διάφορες πραγματεῖες καί τίς πήγαιναν στόν Βασιλιά. Γιά παράδειγμα, λένε ὅτι στή Μεγάλη Βιβλιοθήκη βρέθηκαν σαράντα βιβλία τῶν Ἀναλυτικῶν καί δύο τῶν Κατηγοριῶν Οἱ μελετητές ἔκριναν ὅτι γνήσια ἔργα τοῦ Ἀριστότελους εἶναι τό παρόν βιβλίο τῶν Κατηγοριῶν καί τέσσερα τῶν Ἀναλυτικῶν». (Εἰς Κατηγ. 7.22-31)
 
Ἡ μαρτυρία εἶναι ἀρκετά ὕστερη καί ἀνεκδοτολογική· ἀλλά δέν ὑπάρχει λόγος νά πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἁπλῶς μυθιστόρημα.
 
Τέτοια στοιχεῖα ἀποτελοῦν ἔνδειξη ὅτι κείμενα ἀπό τά λογικά ἔργά τοῦ Ἀριστοτέλους ἦταν διαθέσιμα, μέ τή μιά μορφή ἡ τήν ἄλλη, κατά τήν ἑλληνιστική περίοδο. Δίχως ἀμφιβολία τά κείμενα τοῦ Ἀριστότελους φυλάσσονταν, μαζί μέ τά γραπτά τοῦ Θεοφράστου, τοῦ Εὔδημου καί τῶν διαδόχων τους, στή βιβλιοθήκη τοῦ ἴδιου τοῦ Λυκείου· καί ἀνεξαρτήτως τοῦ ἄν αὐτή ἡ βιβλιοθήκη περιοριζόταν στά μέλη τῆς σχολῆς, περιπατητικά ἔργα μποροῦσαν νά διαβαστοῦν καί ἀπό τους ἔξω. Οἱ πραγματεῖες τοῦ Ἀριστοτέλους ποτέ δέν ἔφτασαν σέ δημοτικότητα καί σέ διάδοση τούς διαλόγους τοῦ Πλάτωνος· ἀλλά δέν ἦταν καί ἀπόρρητα ἔγγραφα, καί δέν ἦταν ἔργα πού ἦταν ἀδύνατον νά τά βρεῖ κανείς.
 
Τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά δέν ἀποδεικνύει ὅτι εἴτε ὅλο τό Ὄργανον εἴτε ἕνα μέρος του ἦταν διαθέσιμο στόν Ζήνωνα ἤ τόν Χρύσιππο.Ὡστόσο θά ἦταν παράλογο νά διαβεβαιώσουμε ὅτι τό Ὄργανον δέν ἦταν διαθέσιμο στούς ἀρχαίους στωικούς λογικούς. Ἕνα εὔλογο συμπέρασμα θά τό διατύπωνα περίπου ὡς ἑξῆς: «Τά στοιχεῖα πού διαθέτουμε σήμερα, ἔτσι ὅπως εἶναι, δείχνουν ὅτι τά λογικά ἔργα τοῦ Ἀριστότελους μποροῦσαν νά τά ἔχουν διαβάσει ὁ Ζήνων καί ὁ Χρύσιππος, ἄν ἐνδιαφέρονταν νά τά βροῦν». Αὐτό εἶναι ἕνα μετριοπαθές συμπέρασμα, ἀφοῦ ἀπό αὐτό δέν ἕπεται ἀπολύτως τίποτε γιά τήν ἐπίδραση τοῦ Ἀριστότελους στή στωική λογική. Ἄν ὅμως ἀπορρίψουμε αὐτό τό συμπέρασμα, τότε δέν ὑπάρχουν παρά λίγα πράγματα ἀκόμη γιά νά πούμε πάνω στό ζήτημα τῆς ἐπίδρασης.
 
III
 
Οἱ ἀρχαῖοι Στωικοί μποροῦσαν νά ἔχουν διαβάσει τό Ὄργανον. Τό διάβασαν πράγματι; Ὁρισμένοι βρίσκουν ἑλκυστικό ἕνα γενικό ἐπιχείρημα πού στηρίζεται στίς πιθανότητες. Ὁ Χρύσιππος ἔζησε στήν Ἀθήνα, μιά ἀρκετά μικρή κοινότητα. Ἐργάστηκε σέ αὐτήν, σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τό Λύκειο. Ἡξερε ὅτι ἐκεῖ ὑπῆρχαν φιλόσοφοι, καί ὅτι αὐτοί οἱ φιλόσοφοι εἶχαν παραγάγει κάποιο ἔργο πάνω στή λογική. Ὁ ἴδιος ἦταν ἐμβριθής μελετητής τῆς λογικῆς. Εἶναι σίγουρο, λοιπόν, ὅτι θά εἶχε προσπαθήσει νά μάθει τήν περιπατητική ἄποψη σχετικά μέ αὐτά τά ζητήματα; Εἶναι σίγουρο ὅτι θά εἶχε στριμώξει σέ μιά γωνιά ἕναν σύγχρονό του Περιπατητικό καί θά τόν ρωτοῦσε μέ τίς ὧρες; Εἶναι σίγουρο ὅτι θά εἶχε καταβάλει κάποιες μικρές, ἔστω, προσπάθειες γιά νά ρίξει μιά ματιά σέ αὐτά τά περίφημα ἔργα τοῦ Ἀριστότελους, τοῦ Θεοφράστου καί τοῦ Εὐδήμου;
 
Ὁμολογῶ ὅτι αὐτό τό ἐπιχείρημα τό βρίσκω ὄχι ἁπλῶς ἑλκυστικό, ἀλλά καί ἀποπλανητικό. Ἀλίμονο, ὅμως, ἄλλοι ἀποπλανῶνται λιγότερο εὔκολα — καί ἐν πάση περιπτώσει τά πραγματικά στοιχεῖα εἶναι προτιμότερα ἀπό τίς γενικές πιθανότητες. Καί ὑπάρχει ἀφθονία πραγματικῶν στοιχείων.
 
Οἱ σχολιαστές τοῦ Ὀργάνου, ἀπό τόν Ἀλέξανδρο καί ἑξῆς, ἀναφέρονται συχνά στούς Στωικούς, ἀντιδιαστέλλοντας σταθερά τίς ἀπόψεις τους μέ τίς ἀπόψεις τῶν Περιπατητικῶν καί παίρνοντας τό μέρος τῶν δευτέρων. Ἀναφέρονται σέ περίφημες διαμάχες, ὅπως γιά παράδειγμα τό ζήτημα τοῦ ἄν ἡ λογική εἶναι μέρος ἤ ὄργανον τῆς φιλοσοφίας, ἤ τό ζήτημα τῶν μερῶν τοῦ λόγου καί τῆς λογικῆς σύνταξης, ἤ σχετικά μέ τήν ὀρθή ὀνοματολογία τῶν λογικῶν στοιχείων.
 
Αὐτές τίς διαμάχες τίς παρουσιάζουν συχνά μέ σχηματική μορφή. Ἡ ὀνομαστική εἶναι πτῶσις ἤ ὄχι; Σύμφωνα μέ τόν Ἀμμώνιο, ὑπάρχουν δύο ἀπόψεις πάνω σέ αὐτό τό ζήτημα. Τή μία τήν ὑπερασπίζουν ὁ Ἀριστοτέλης καί οἱ ἀπό τοῦ Περιπάτου, τήν ἄλλη οἱ ἀπό τῆς Στοᾶς. Οἱ Περιπατητικοί διατυπώνουν κάποια κατηγορία ἐναντίον τῆς στωικῆς θέσης. Οἱ Στωικοί ἀπαντοῦν στήν κατηγορία. Οἱ Περιπατητικοί ἀνταπαντοῦν ὅτι..., κ.ο.κ.[12] Ὁ Ἀμμώνιος ἐνδιαφέρεται γιά τήν οὐσία τῆς διαμάχης, ὄχι γιά τήν ἱστορική της πορεία. Ὡστόσο τό κείμενό του δείχνει ὅτι πρέπει, φυσιολογικά, νά ὑπῆρχε μία ἱστορική πραγματικότητα πίσω ἀπό τήν ἀφηρημένη διαμάχη.
 
Καί ἀρκετά κείμενα εἶναι ξεκάθαρα ὡς πρός τήν ὕπαρξη ἱστορικῆς διάστασης. Ἔτσι, στήν εἰσαγωγή τοῦ ὑπομνήματός του στό ἔργο Κατηγορίαι ὁ Δέξιππος ἐρωτᾶ:
 
«Γιατί, λοιπόν, οἱ παλαιοί φιλόσοφοι παραδίδονταν σέ τόσο πολλές καί ποικίλες ἔριδες μεταξύ τους σχετικά μέ τό βιβλίο αὐτό του Ἀριστοτέλους πού τό λέμε Κατηγορίαι; Διότι ἔχω διαπιστώσει ὅτι κανένα ἄλλο ζήτημα δέν ἔχει ἐγείρει τόσες λογομαχίες οὔτε καί προκαλέσει τόσες συγκρούσεις ὄχι μόνο μεταξύ τῶν Στωικῶν καί τῶν Πλατωνικῶν, πού προσπαθοῦν νά κλονίσουν αὐτές τίς κατηγορίες τοῦ Ἀριστότελους, ἀλλά καί μεταξύ τῶν ἴδιων τῶν Περιπατητικῶν». (Εἰς Κατηγ. 5.16-22)
 
Ὁ Δέξιππος ὑπαινίσσεται πραγματικές, ἱστορικές ἀλληλοαπαντήσεις καί λέει ὅτι ὁρισμένοι Στωικοί ἄσκησαν κριτική στή θεωρία τοῦ Ἀριστότελους γιά τίς κατηγορίες. Ἐπίσης, σύμφωνα μέ τόν Βοήθιο:
 
«ὁρισμένοι, ἀνάμεσα στούς ὁποίους καί οἱ στωικοί, πίστευαν ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἔννοοῦσε ὅτι τά futura contingentia δέν εἶναι οὔτε ἀληθῆ οὔτε ψευδῆ». (In De int. 208.1-3)
 
Στό χωρίο αὐτό ὑπονοεῖται ὅτι οἱ Στωικοί εἶχαν διαβάσει τό κεφάλαιο 9 τοῦ Περί ἑρμηνείας καί εἶχαν διατυπώσει μιά δική τους ἑρμηνεία.
 
Ὁ Ἀλέξανδρος ὑπονοεῖ ὅτι οἱ Στωικοί εἶχαν διαβάσει τά Ἀναλυτικά πρότερα. Ὁ Ἀριστοτέλης ὑποστηρίζει ὅτι ἄν τό Β ἕπεται τοῦ Α καί τό A εἶναι δυνατόν, τότε τό Β εἶναι δυνατόν ἦταν πασίγνωστο ὅτι ὁ Χρύσιππος ὑποστήριζε ὅτι «τό ἀδύνατον μπορεῖ νά ἕπεται τοῦ δυνατοῦ». Ὁ Ἀλέξανδρος ἀναφέρει ὅτι ὁ Χρύσιππος:
 
«δέν λέει τίποτα ἐναντίον τῆς ἀπόδειξης πού συγκροτεῖ ὁ Ἀριστοτέλης· ὅμως προσπαθεῖ νά δείξει ὅτι εἶναι ἐσφαλμένη, μέσῳ κάποιων ψευδῶς συγκροτημένων παραδειγμάτων». (Εἰς Ἀναλ. πρότ. 177.25-27)
 
Ὁ Ἀλέξανδρος δέν λέει ξεκάθαρα ὅτι ὁ Χρύσιππος εἶχε διαβάσει τό ἐπιχείρημα τοῦ Ἀριστοτέλους· ἀλλά τό ὑπονοεῖ φανερά — καί στό ἀντίστοιχο χωρίο τοῦ δικοῦ του ὑπομνήματος ὁ Φιλόπονος εἶναι ἀκόμη πιό σαφής (Εἰς Ἀναλ. πρότ. 165.27-29).
 
Ἀρκετά παρακάτω, καί πιό εὐκρινῶς, ὁ Ἀλέξανδρος καταγράφει μία σημαντική λογική ὀφειλή τοῦ Χρύσιππου στόν Ἀριστοτέλη. Ὁ Ἀλέξανδρος βρίσκει μία ἀναφορά στά Ἀναλυτικά πρότερα, στό 42a1, στό «λεγόμενο συνθετικό θεώρημα», πού εἶναι σέ γενικές γραμμές τό ἑξῆς:
 
Ἄν τό «Α1, Α2, . . ., Αν : ἄρα Β» εἶναι ἔγκυρο ἐπιχείρημα καί ἄν τό «Β, Γ1,, Γ2, . . ., Γμ : ἄρα Δ» εἶναι ἔγκυρο ἐπιχείρημα, τότε τό «Α1, Α2, . . ., Αν , Γ1; Γ3, . .., Γμ : ἄρα Δ» εἶναι ἔγκυρο ἐπιχείρημα (βλ. Εἰς Ἀναλ. πρότ. 274. 19-24). Αὐτό τό θεώρημα, σύμφωνα μέ τόν Ἀλέξανδρο:
 
«χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν ’Ἀριστοτέλη κατά τό μέτρο πού οἱ ἀνάγκες τό ἀπαιτοῦσαν[13] ὅμως οἱ Στωικοί τό πῆραν ἀπό αὐτόν, τό χώρισαν, καί συγκρότησαν ὅ,τι ὀνομάζουν τό δεύτερο, τρίτο καί τέταρτο θέμα». (Εἰς Ἀναλ. πρότ. 284.12-15)
 
Ἐδῶ, λοιπόν, ἀναφέρεται ὅτι οἱ Στωικοί διάβασαν τά Ἀναλυτικά πρότερα, καί ὅτι παρήγαγαν ἀπό μιά ἀνακάλυψη τοῦ Ἀριστότελους ἕνα χαρακτηριστικό στοιχεῖο τοῦ δικοῦ τους λογικοῦ συστήματος.
 
Καί δέν περιορίστηκαν οἱ Στωικοί στά λογικά ἐκεῖνα ἔργα πού βρῆκαν τόν δρόμο τῆς ἔνταξης στό Ὄργανον· μποροῦσαν νά συμβουλεύονται ἔργα χαμένα γιά μᾶς ἐδῶ καί πολύ καιρό. Ὁ Σιμπλίκιος ἀναφέρεται σέ ἕνα βιβλίο Περί ἀντικειμένων:
 
«Οἱ Στωικοί καυχῶνται γιά τό ἔργο πού ἔχουν κάνει στή λογική· ὅμως (ὁ ἐξοχότερος ἀπό τους σχολιαστές τοῦ Ἀριστότελους) ἐπιχειρεῖ νά δείξει ὅτι, τόσο σέ ἄλλα ζητήματα ὁσο καί σέ αὐτό τῶν ἕναντίων, τίς ἀφετηρίες τους τίς ἔλαβαν ὁλες ἀπό τόν Ἀριστοτέλη, ἀπό ἕνα βιβλίο του πού τό ἐπέγραψε Περί ἀντικειμένων — τό βιβλίο περιέχει ἕναν τεράστιο ἀριθμό ἀποριῶν, ἀπό τίς ὁποῖες οἱ Στωικοί παρέθεσαν ἕνα μικρό μόνο μέρος». (Εἰς Κατηγ. 387.18-22)
 
Στίς ἑπόμενες σελίδες ὁ Σιμπλίκιος ἀναφέρει στοιχεῖα ἀπό τό περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, καί ἐπαναλαμβάνει τή θέση του ὅτι οἱ Στωικοί πῆραν τίς «ἀφετηρίες» (ἀφορμαί) ἀπό αὐτό. Καί κατονομάζει ρητά τόν Χρύσιππο (389.22· πρβ. 394.31). Ὁ τίτλος Περί ἀντικειμένων μᾶς εἶναι γνωστός μόνον ἀπό τόν Σιμπλίκιο. Ἄλλοι ὅμως συγγραφεῖς ἀναφέρονται σέ ἕνα ἔργο Περί ἐναντίων, πού θά μποροῦσε κάλλιστα νά εἶναι τό ἴδιο. Ἐν πάση περιπτώσει δέν ὑπάρχει λόγος νά ἀμφιβάλλουμε ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἔγραψε ἕνα ἔργο Περί ἀντικειμένων[14] ἤ ὅτι ὁ Σιμπλίκιος ἀναφέρεται στό περιεχόμενό του μέ ἱκανοποιητικό βαθμό ἀκρίβειας.
 
Θά μποροῦσαν νά προσαχθοῦν καί ἄλλα χωρία. Ἄν τά ἀποσπασματικά στοιχεῖα πού συγκεντρώθηκαν στό προηγούμενο μέρος τῆς ἐργασίας δείχνουν ὅτι τά λογικά ἔργα τοῦ Ἀριστότελους ἦταν διαθέσιμα στούς Στωικούς, τότε τά κείμενα τῶν σχολιαστῶν —λαμβανόμενα κυριολεκτικά— μᾶς διαβεβαιώνουν ὅτι μέσα στή σκιά τῆς Στοᾶς τά γραπτά αὐτά ἀναζητοῦνταν, δέχονταν κριτική καί λεηλατοῦνταν.
 
Καί ἐάν χρειαζόμαστε ἐπιβεβαίωση, μπορεῖ νά μᾶς τήν δώσει ὁ Πλούταρχος, ἡ μᾶλλον ὁ ἴδιος ὁ Χρύσιππος, τόν ὁποῖο ὁ Πλούταρχος παραθέτει κατά λέξη.[15] Στό τρίτο βιβλίο τοῦ ἔργου του Περί διαλεκτικῆς, σέ μία ἑνότητα γραμμένη φανερά μέ σκοπό νά ὑπερασπίσει τή μελέτη τῆς διαλεκτικῆς ἐναντίον πολλῶν συκοφαντῶν της,[16] ὁ Χρύσιππος ἐπικαλεῖται τήν πρακτική τοῦ Ἀριστοτέλους: ὁ Ἀριστοτέλης ἔπαιρνε τή διαλεκτική στά σοβαρά, καί θά ἦταν καλύτερο νά γίνουμε ἁμαρτωλοί μαζί μέ τόν Ἀριστοτέλη παρά νά εἴμαστε ἐνάρετοι μαζί μέ ἄνδρες κατώτερους.[17]
 
Εἶναι ἕνα χτυπητό χωρίο, πού ἐντυπωσίασε τόν Πλούταρχο. Ὁ Χρύσιππος δέν λέει ξεκάθαρα ὅτι εἶχε διαβάσει τό Ὄργανον τοῦ Ἀριστότελους· ἀλλά ἕνας εὐφυής ἀναγνώστης τῶν λόγων τοῦ Πλουτάρχου σίγουρα θά σχημάτιζε τήν ἐντύπωση ὅτι τό εἶχε διαβάσει. Καί ἡ γνώμη αὐτή ταιριάζει μέ τά ἄλλα σπαράγματα στοιχείων πού ἔχουμε συγκεντρώσει ὡς τώρα.
 
Ἕνα τελευταῖο χρυσίππειο ἄχυρο γιά αὐτή τήν πλίθα τῆς ὑπόθεσής μας. Ὁ κατάλογος τῶν λογικῶν ἔργων τοῦ Χρύσιππου, πού μᾶς διασῴζει ὁ Διογένης Λαέρτιος καί πού προέρχεται ἀπό ἔγκυρη πηγή, περιλαμβάνει ἀρκετά πολεμικά ἡ κριτικά κείμενα. Κανένα ἀπό αὐτά δέν ἀναφέρεται ρητά στούς Περιπατητικούς· ὅμως δύο ἀναφέρονται στούς «ἀρχαίους» (οἱ ἀρχαῖοι).[18] Ταυτόχρονα, μεταγενέστερα κείμενα χρησιμοποιοῦν συχνά αὐτή τήν προσωνυμία γιά νά ἀναφερθοῦν στούς Περιπατητικούς.[19] Εἶναι πειρασμός ἡ σκέψη ὅτι αὐτή ἡ μεταγενέστερη χρήση ἔχει τήν καταγωγή της στόν Χρύσιππο. Καί ἐν πάση περιπτώσει εἶναι εὔλογη ἡ σκέψη ὅτι οἱ «ἀρχαῖοι» τούς ὁποίους ὑπαινίσσεται ὁ Χρύσιππος μπορεῖ νά εἶναι οἱ ἀρχαῖοι Περιπατητικοί — ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Θεοφραστος κι ὁ Εὔδημος.
 
IV
 
Τό κείμενο πού παραθέτει ὁ Πλούταρχος δέν μᾶς δίνει συγκεκριμένα στοιχεῖα γιά συγκεκριμένες καί καθορισμένες γραμμές ἐπίδρασης — τό πολύ - πολύ μας κάνει νά νομίζουμε ὅτι τέτοια στοιχεῖα ὑπῆρχαν κάποτε, καί μᾶς ἐνθαρρύνει νά τά ἀναζητήσουμε. Καί ἐδῶ οἱ ζητοῦντες θά εἶναι καί εὑρίσκοντες- διότι τά συγκεκριμένα στοιχεῖα βρίσκονται, καί μάλιστα σέ ποσότητα, στά χωρία ἐκεῖνα τῶν Ἑλλήνων σχολιαστῶν τοῦ Ὀργάνου πού ἀναφέρονται στίς Στωικές ἀπόψεις. Αὐτά εἶναι τά καίρια κείμενα, καί σέ αὐτά εἶναι πού στηρίζεται κατά τό μεγαλύτερο μέρος ἡ ἔρευνα.
 
Ὡστόσο ἐνδείκνυται νά ξεκινήσουμε κοιτώντας πιό προσεκτικά τό χωρίο τοῦ Πλουτάρχου. Τό παραθέτω πλῆρες:
 
«Στό τρίτο βιβλίο τοῦ Περί διαλεκτικῆς, ἀφοῦ ὑπαινιχθεῖ ὅτι ἡ διαλεκτική ἐμελετᾶτο θερμά ἀπό τόν Πλάτωνα καί τόν Ἀριστοτέλη καί ἀπό τους ὀπαδούς τους ὡς τόν Πολέμωνα καί τόν Στράτωνα, καί προπαντός ἀπό τόν Σωκράτη, κι ἀφοῦ προσθέσει ὅτι θά ἦταν κανείς εὐτυχής νά σφάλει μαζί μέ αὐτούς τους πολυάριθμους καί προικισμένους ἀνθρώπους, συνεχίζει μέ τά ἑξῆς λόγια:
 
"Ἄν εἶχαν μιλήσει γιά αὐτά τά θέματα, περιστασιακά, θά μποροῦσε κανείς νά ἀγνοήσει τή διαλεκτική. Ἀφοῦ ὅμως αὐτοί μίλησαν γιά αὐτά στά σοβαρά, σάν νά εἶναι ἡ διαλεκτική μία ἀπό τίς σημαντικότερες καί ἀπολύτως ἀπαραίτητες ἀνθρώπινες ἱκανότητες, δέν εἶναι πιθανόν νά κάνουν ἕνα τόσο μεγάλο σφάλμα — ἄν εἶναι γενικά ἄνθρωποι τοῦ διαμετρήματος πού πιστεύουμε πώς εἴναι”.
 
Τότε γιατί, Χρύσιππε —θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς—, ἐσύ ὁ ἴδιος δέν σταματᾶς οὔτε στιγμή νά πολεμᾶς τόσο προικισμένους καί πολυάριθμους ἀνθρώπους, καί νά ἀποδεικνύεις —ὅπως νομίζεις— ὅτι πλανήθηκαν στά μεγαλύτερα καί σημαντικότερα ζητήματα; Σίγουρα, δέν μπορεῖ νά ἔγραψαν μέ περισσή φροντίδα σχετικά μέ τή διαλεκτική, ἐνῷ ἔγραψαν περιστασιακά καί ἐπιπόλαια σχετικά μέ τίς πρῶτες ἀρχές, τόν σκοπό τῆς ζωῆς, τούς θεούς καί τή δικαιοσύνη, περιοχές στίς ὁποῖες ἐσύ χαρακτηρίζεις τίς παρατηρήσεις τούς τυφλές, αὐτοαντιφατικές καί πλήρεις μυρίων ἄλλων σφαλμάτων;». (Περί στωικῶν ἔναντ. 1045F-1046B)
 
Τό χωρίο εἶναι αὔταρκες· τά συμφραζόμενα δέν ἔχουν νά μᾶς προσφέρουν τίποτα γιά τήν κατανόησή του.
 
Ἡ πρώτη ἐπισήμανση πού ἔχω νά κάνω εἶναι ἀρνητική. Σέ ὅλο του τό δοκίμιο ὁ Πλούταρχος προσπαθεῖ νά βρεῖ τίς 'ἀντιφάσεις’ τῶν Στωικῶν. Ἀναφέρεται στίς ἀπόψεις τοῦ Χρύσιππου γιά τή διαλεκτική, μόνο καί μόνο διότι τόν ἐμπλέκουν σέ μία ἀκόμη 'ἀντίφαση’. Ἡ ὑποτιθέμενη ἀντίφαση εἶναι ἡ ἑξῆς: ὁ Χρύσιππος ἐπαινεῖ τούς Ἀκαδημεικούς καί τούς Περιπατητικούς γιά τή διαλεκτική τους δεινότητα, ἀλλά καί τούς ἐπιτίθεται ἀκατάπαυστα γιά ἄλλα ἐξίσου σημαντικά ζητήματα. Ὅμως αὐτό δέν εἶναι ἀντίφαση· καί ἀκόμη κι ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Χρύσιππος ἐπαινοῦσε τόν Ἀριστοτέλη καί τόν κύκλο του ὡς λογικούς, ἐνῶ τους ἐπετίθετο γιά χρήση  κακῶν  ἐπιχειρημάτων  ἄλλου,[20] εἴμαστε πολύ μακριά ἀπό αὐτό πού ὁποιοσδήποτε σύγχρονος λογικός θά ἀποκαλοῦσε ἀντίφαση. Στό κάτω-κάτω εἶναι γεγονός —ἕνα ἀρκετά θλιβερό ἀλλά ἐξίσου πραγματικό γεγονός— ὅτι πολλοί εἰδήμονες λογικοί εἶναι ἀπελπιστικότατα κακοί στή συγκρότηση ἐπιχειρημάτων. Ἐν πάση περιπτώσει, εἶναι φανερό —καί πρέπει νά ἦταν φανερό καί στόν Πλούταρχο— ὅτι θά ἀποδεικνυόταν πώς ὑπάρχει μία πολύ καταστροφικότερη ἀντίφαση, ἄν μποροῦσε νά δειχθεῖ ὅτι ὁ Χρύσιππος καί ἐπαινεῖ καί κατακρίνει τούς μεγάλους προγενεστέρους του φιλοσόφους για τίς ἀπόψεις τους γιά τή διαλεκτική:  «Ὁ Ἀριστοτέλης ἦταν μεγάλος λογικός» — «Ἡ θεωρία τοῦ Ἀριστοτέλους περί συλλογισμῶν ἦταν ἐκ θεμελίων ἐσφαλμένη». Αὐτό τουλάχιστον μυρίζει ἀντίφαση.
 
Γιατί ὁ Πλούταρχος δέν ἔπιασε τόν Χρύσιππο ἀπό τόν λαιμό;
 
Ἦταν καλά διαβασμένος, καί εἶχε τήν πιό ὀξεία ὄσφρηση γιά νά ἀνακαλύπτει ἀντιφάσεις στόν Χρύσιππο. Τό γεγονός, λοιπόν, πώς δέν λέει ὅτι ὁ Χρύσιππος καί ἐπαινοῦσε καί κατέκρινε τούς μεγάλους προγενεστέρους του φιλοσόφους γιά τίς ἀπόψεις τους σχετικά μέ τή διαλεκτική δείχνει ὅτι δέν γνώριζε κανένα κείμενο στό ὁποῖο νά ἀσκοῦσε ὁ Χρύσιππος μιά τέτοια κριτική· κατά τό μέτρο πού γνώριζε ὁ Πλούταρχος, ὁ Χρύσιππος δέν ἀσκοῦσε κριτική στήν ἀριστοτελική λογική, οὔτε τήν ἀπέρριπτε, ἄν καί ἐπετίθετο ἀκατάπαυστα στήν ἀριστοτελική ἠθική. Ἀπό αὐτό δέν ἕπεται ὅτι ὁ Χρύσιππος δέν εἶχε στήν πραγματικότητα ἀσκήσει κριτική στή λογική τοῦ Ἀριστότελους, οὔτε πολύ περισσότερο ὅτι δέν εἶχε διαβάσει τή λογική του Ἀριστοτέλους. ὅμως ἀξίζει νά ἐπιμείνουμε ἀκόμη λίγο στήν ἀρνητική ἐπισήμανση.
 
Δεύτερον, ἄς ἐξετάσουμε τό ἀντικείμενο πού ὑπερασπίζεται ὁ Χρύσιππος. Εἶναι ἡ διαλεκτική. Ὥς τώρα, λοιπόν, ἔγραφα σάν νά ἦταν ἡ ἀρχαία διαλεκτική τό ἴδιο πράγμα μέ τή σύγχρονη λογική- καί σέ πολλές περιπτώσεις αὐτή ἡ ἐξομοίωση εἶναι σχετικά ἀβλαβής. Ὅμως, ἄν καί ἡ στωική διαλεκτική σίγουρα περιλαμβάνει αὐτό πού λέμε λογική, ἀγκαλιάζει καί ἄλλα πράγματα — μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι καί ἡ γνωσιολογία.[21] Ἄν ὁ Χρύσιππος ἐπαινοῦσε τή διαλεκτική τῶν ἀρχαίων, δέν ἕπεται ἀπό αὐτό ὅτι ἐπαινοῦσε τή λογική  τους — δέν ἕπεται ὅτι γνώριζε κάτι γιά τή λογική τους.[22]
 
Τρίτον, ἄς δοῦμε τούς μάρτυρες πού ἐπικαλεῖται ὁ Χρύσιππος γιά νά ὑπερασπίσει τή διαλεκτική. Βέβαια ἔχουμε τόν κατάλογο στήν παράφραση τοῦ Πλουτάρχου καί ὄχι τίς λέξεις τοῦ ἴδιου τοῦ Χρύσιππου· ὅμως δέν ὑπάρχει λόγος νά ἀμφιβάλλουμε γιά τήν ἀκρίβεια τῆς παράφρασης, τουλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ τά ὀνόματα. Οἱ μεγάλοι διαλεκτικοί, λοιπόν, ἦταν: ὁ Πλάτων καί ὁ Ἀριστοτέλης· ἡ Ἀκαδημία ὡς τόν καιρό τοῦ Πολέμωνος· τό Λύκειο ὡς τόν καιρό τοῦ Στράτωνος· «καί προπαντός ὁ Σωκράτης».
 
Ἄν μᾶς ζητοῦσαν νά φτιάξουμε ἕναν κατάλογο τῶν μεγάλων λογικῶν πρίν ἀπό τόν Χρύσιππο, θά δίναμε μόνον ἕνα ὄνομα: Ἀριστοτέλης. Ἄν μᾶς πίεζαν νά δειχθοῦμε πιό γενναιόδωροι, θά προσθέταμε τόν Θεόφραστο καί τόν Εὔδημο (καί ἀναμφίβολα τόν Διόδωρο τόν Κρόνο καί τόν Φίλωνα). Ποτέ δέν θά σκεφτόμασταν τόν Πλάτωνα ὡς λογικό, οὔτε φτιάχτηκε καμία λογική —μέ τή σημερινή σημασία τῆς λέξης— στήν ἀρχαία Ἀκαδημία μετά τόν Πλάτωνα. Ὅσο γιά τόν Σωκράτη, κανένας μας δέν θά φανταζόταν νά τόν συμπεριλάβει στούς λογικούς. Ὁ δικός μας κατάλογος τῶν λογικῶν θά ἦταν ἐντελῶς διαφορετικός ἀπό τόν κατάλογο τῶν διαλεκτικῶν πού ἔφτιαξε ὁ Χρύσιππος. Ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι ὁ μοναδικός ἀστέρας στόν πρῶτο κατάλογο· στόν δεύτερο εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἀπό τους πολλούς παῖκτες, καί ὄχι ὁ λαμπρότερος.
 
Μήπως ὁ Χρύσιππος ἀποδεχόταν κατά τρόπο ἐσφαλμένο ἀνιστορικές ἀπόψεις γιά τήν πρώιμη πορεία τῆς λογικῆς; Σίγουρα ὄχι. Ὁ δικός του κατάλογος τῶν λογικῶν διαφέρει ἀπό τόν δικό μας, διότι ὁ Χρύσιππος δέν ἐνδιαφέρεται νά ἀπαριθμήσει λογικούς — δέν σκέφτεται καν τή λογική ἐν προκειμένω. Ὁ Πλάτων, πού μελέτησε τό θέμα τῆς διαίρεσης, ἦταν γι’ αὐτό καθηγητής τῆς λογικῆς· ὁ Σωκράτης, πού πίεζε γιά ὁρισμούς καί ἐπέμενε στίς ἐρωταποκρίσεις, ἦταν γι’ αὐτό πρωταθλητής τῆς διαλεκτικῆς. Ὅσο γιά τόν Ἀριστοτέλη, ἡ ἐργασία του στή λογική θά μποροῦσε ὄντως νά τόν κάνει διαλεκτικό — ἀλλά τό ἴδιο θά μποροῦσε καί τό ἐνδιαφέρον του γιά τή διαίρεση, τόν ὁρισμό, τά σοφίσματα καί τή διαλεκτική διαμάχη. Τέτοιες διαλεκτικές σπουδές ἀναμφίβολα συνεχίστηκαν στήν ἀρχαία Ἀκαδημία καί στό ἀρχαῖο Λύκειο. Καί εἶναι σίγουρα αὐτές οἱ διαλεκτικές σπουδές καί ὄχι εἰδικά οἱ λογικές σπουδές πού θά πρέπει νά ὑπαινίσσεται ὁ Χρύσιππος. Τιμώντας τόν Ἀριστοτέλη ὡς δάσκαλο τῆς διαλεκτικῆς, δέν εἶχε καθόλου στόν νοῦ τοῦ τούς συλλογισμούς.
 
Ὡστόσο εἶναι σίγουρο ὅτι τό κείμενο τό ὁποῖο παραθέτει ὁ Πλούταρχος μᾶς πληροφορεῖ πώς ὁ Χρύσιππος εἶχε διαβάσει τουλάχιστον κάτι ἀπό τόν Ἀριστοτέλη — πιθανόν τό Ὄργανον, κάτι ἀπό λογική ἤ διαλεκτική; Ὄχι. Ἄν ρωτήσουμε ποιά γραπτά ὑπαινίσσεται ἐδῶ ὁ Χρύσιππος, ἡ ἀπάντηση εἶναι ξεκάθαρη: κανένα. Ὁ Σωκράτης δέν ἔγραψε τίποτα· συνεπῶς, ἀναφέροντας τόν Σωκράτη ὡς τόν διαλεκτικό par excellence, ὁ Χρύσιππος δέν μπορεῖ νά ὑπαινίσσεται κανένα γραπτό κείμενο. Τό ἴδιο εἶναι ἀναμφίβολα ἀληθινό καί γιά τά ἄλλα πρόσωπα τοῦ καταλόγου· ὁ Χρύσιππος σίγουρα γνώριζε —ἦταν κοινή γνώση— ὅτι οἱ ἄνθρωποι πού ἀναφέρει εἶχαν μέ ποικίλους τρόπους μιά ἰδιαίτερη σχέση μέ τή διαλεκτική· τό κείμενο ἀπό τό Περί διαλεκτικῆς δέν ὑπονοεῖ κανένα ἀπό τά γραπτά τους καί δέν μᾶς λέει ὅτι ὁ Χρύσιππος γνώριζε κάποιο ἀπό τά γραπτά τους.[23]
 
Τό χωρίο τοῦ Πλουτάρχου, πού φαίνεται νά ὑπόσχεται τόσο πολλά, μᾶς λέει τόσο λίγα. Σίγουρα δέν μᾶς λέει ὅτι ὁ Χρύσιππος εἶχε διαβάσει τό Ὄργανον. Δέν δείχνει οὔτε κἄν ὅτι ὁ Χρύσιππος εἶχε ὁποιαδήποτε γνώση ἤ ἐνδιαφέρον γιά τήν περιπατητική λογική.
      
V
 
Ἄν τό χωρίο ἀπό τό Περί διαλεκτικῆς δέν μᾶς λέει. τίποτε σαφές, οἱ τίτλοι τῶν βιβλίων μήπως μᾶς λένε τίποτε; Λένε κάτι, μόνον ἄν ἡ φράση οἱ ἀρχαῖοι ἀναφέρεται στούς Περιπατητικούς. Ἀναφέρεται σέ αὐτούς;
 
Πρῶτον, ὑπάρχει ἕνα ἀκόμη ἀποσπασματικό στοιχεῖο νά προσαγάγουμε. Διότι ἡ φράση ἅπαντα καί σέ ἕνα ἄλλο χρυσίππειο χωρίο πέρα ἀπό τους δύο τίτλους. Στό τέταρτο βιβλίο τοῦ Περί βίων ὁ Χρύσιππος παρατηροῦσε:
 
«Κατ’ ἀρχάς λοιπόν ὑποστηρίζω, σύμφωνα μέ αὐτό πού σωστά λένε οἱ ἀρχαῖοι, ὅτι τά θεωρήματα τοῦ φιλοσόφου εἶναι τριῶν εἰδῶν: τά λογικά, τά ἠθικά καί τά φυσικά». (Περί στωικῶν ἐναντ. 1035Α)
 
Τώρα, στά Τοπικά ὁ Ἀριστοτέλης σημειώνει ὅτι:
 
«Ὑπάρχουν τριῶν εἰδῶν προτάσεις καί προβλήματα: ὑπάρχουν ἠθικές προτάσεις, φυσικές προτάσεις καί λογικές προτάσεις» (105Μ9-2Ί).
 
Ὁ Χρύσιππος, λοιπόν, εἶχε σίγουρα αὐτό τό χωρίο τῶν Τοπικῶν κατά νοῦ, ὥστε «οἱ ἀρχαῖοι», τουλάχιστον ἐδῶ, νά μποροῦν νά ταυτιστοῦν μέ τόν ἴδιον τόν Ἀριστοτέλη; Καί σέ αὐτή τήν περίπτωση, μόνο ἡ Ἀρχή τῆς Οἰκονομίας θᾶ μᾶς ὁδηγήσει νά ἑρμηνεύσουμε «τούς ἀρχαίους» τῶν τίτλων τῶν βιβλίων μέ τόν ἴδιον τρόπο.
 
Τί μποροῦμε νά ἀντιτάξουμε σέ αὐτό τό ἰδιαίτερα νόστιμο συμπέρασμα; Ἕνα ἀκόμη χωρίο μπορεῖ νά προσαχθεῖ ὡς μάρτυρας:
 
«Ζήνων: Λένε ὅτι οἱ ἔννοιες δέν εἶναι οὔτε τινά οὔτε καί οἱ ἀρχαῖοι τίς ὀνομάζουν ἰδέας». (Στοβαῖος, Ἐκλογαί I, 136)
 
Ὁ Ζήνων σίγουρα ἔχει κατά νοῦ τόν Πλάτωνα καί σίγουρα ὄχι τόν Ἀριστοτέλη: οἱ «ἀρχαῖοι» του εἶναι ἤ ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων ἤ ἀλλιῶς ἡ ἀρχαία Ἀκαδημία. Καί σέ αὐτή τήν περίπτωση, γιατί νά μή σκεφτοῦμε ὅτι «οἱ ἀρχαῖοι» του Χρύσιππου εἶναι καί οἱ Ἀκαδημεικοί;[24]
 
Σέ τελευταία ἀνάλυση, ἡ τριχοτομία πού ἀναφέρεται στό Περί βίων δέν εἶναι ἀποκλειστικά ἀριστοτελική· ἀντιθέτως, κατοπινότερες πηγές τήν ἀποδίδουν στήν ἀρχαία Ἀκαδημία — στόν Ξενοκράτη, ἤ ἀκόμη καί στόν Πλάτωνα. Οἱ «ἀρχαῖοι» πού ἀναφέρονται ἐδῶ εἶναι κατά πάσα πιθανότητα Ἀκαδημεικοί. Καί τό ἴδιο ἤ κάτι παρόμοιο ἰσχύει καί γιά ἕναν τουλάχιστον ἀπό τους τίτλους τῶν βιβλίων στό Ὅτι οἱ ἀρχαῖοι ἐνέκριναν τή διαλεκτική ὡς θέμα σοβαρό, μαζί μέ τίς ἀποδείξεις γιά αὐτό τό γεγονός, ὁ Χρύσιππος σίγουρα θά ἐπεκαλεῖτο τούς μεγάλους ἄνδρες πού μνημονεύει στό χωρίο ἀπό τό Περί διαλεκτικῆς — οἱ ἀρχαῖοι θά εἶναι οἱ ἑξῆς (ἤ τουλάχιστον θά περιλαμβάνουν τούς ἑξῆς): ὁ Πλάτων καί οἱ Ἀκαδημεικοί ὡς τόν Πολέμωνα, ὁ Ἀριστοτέλης καί οἱ Περιπατητικοί ὡς τόν Στράτωνα, «καί προπαντός ὁ Σωκράτης». Δέν ὑπάρχει λόγος νά ὑποπτευθοῦμε καμιά ἰδιαίτερη ἀναφορά στόν Ἀριστοτέλη.
 
Αὐτό εἶναι πειστικό ὡς ἕνα βαθμό· εἶναι πειστικό ὅσον ἀφορᾶ τόν τίτλο Ὅτι οἱ ἀρχαῖοι... ὅμως δέν μποροῦμε νά δώσουμε πολλή βαρύτητα στό ἀπόσπασμα ἀπό τόν Στοβαῖο·[25] καί ἴσως ὑπάρχουν περιθώρια γιά νά ἀμφιβάλουμε καί γιά τό κείμενο ἀπό τό Περί βίων. "Ὁπως καί νά εἶναι, ἄξι- ζεῖ νά σημειώσουμε ὅτι ἐδῶ ὁ Χρύσιππος δέν ἀναφέρεται, σαφῶς, στή γνωστή τριμερή διαίρεση τῆς φιλοσοφίας — μᾶλλον ἀναφέρεται σέ μία τριμερή διαίρεση τῶν φιλοσοφικν θεωρημάτων. Τά Τοπικά μας δίνουν ἕνα παράλληλο χωρίο, καί κανένα ἄλλο κείμενο δέν μᾶς δίνει τίποτα σχετικό. Ἐν τούτοις θά ἦταν παράλογο νά ἐπιμένουμε ὅτι ὁ Χρύσιππος ἔχει ἐδῶ κατά νοῦ τά Τοπικά· διότι θά ἦταν παράλογο νά σκεφτοῦμε ὅτι εἶχε κατά νοῦ κάποιο συγκεκριμένο χωρίο ἀπό τά γραπτά τῶν «ἀρχαίων» — ὑπαινίσσεται γενικά κάτι πού τό θεωρεῖ κοινό τόπο.
 
Μένει τώρα ὁ δεύτερος τίτλος βιβλίου: Λύση σύμφωνα μέ τούς ἀρχαίους... Εἶναι φανερό, ἀπό τή θέση αὐτοῦ τοῦ ἔργου στόν κατάλογο, ὅτι ἡ «λύση» ἦταν λύση τοῦ παράδοξου τοῦ Ψεύτη.[26] Ταυτόχρονα γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεόφραστος ἔγραψε ἕνα ἔργο μέ τρία βιβλία Περί τοῦ ψευδομένου (Διογένης Λαέρτιος V 49). Δέν ξέρουμε κανέναν πρίν ἀπό τόν Χρύσιππο πού νά ἔχει γράψει γιά αὐτό τό θέμα. Ἴσως ἄλλοι νά ἔχουν γράψει τόμους γιά τό ψεύδεσθαι — οἱ πληροφορίες μας στήν καλύτερη περίπτωση ἁπλῶς μπαλώνουν τό πρόβλημα τῆς ἄγνοιάς μας. Καί δέν ἀποκλείεται ὁ Χρύσιππος νά ἀναφέρεται σέ κάποιον συγγραφέα αὐτῶν τῶν λησμονημένων ἔργων. Ἀλλά τό νά κάνουμε ὑποθέσεις πρός αὐτή τήν κατεύθυνση δέν ὁδηγεῖ πουθενά. Καί μέ βάση τά στοιχεῖα πού διασώθηκαν μοῦ φαίνεται εὔλογο νά πιστεύω, ἄν καί ὄχι μέ βεβαιότητα, ὅτι ὁ Χρύσιππος εἶχε διαβάσει τό ἔργο τοῦ Θεοφράστου γιά τόν ψευδόμενο καί ὅτι ἔγραψε γιά τή λύση του — καί σίγουρα ἐναντίον της.
 
Δέν συμπεραίνω ἀπό αὐτό ὅτι ὁ Χρύσιππος διάβασε μετά μανίας το ὑπόλοιπο του λογικοῦ oeuvre τοῦ Θεοφράστου, οὔτε πολύ περισσότερο ὅτι διάβασε μέ προσοχή τό Ὄργανον τοῦ Ἀριστότελους. Ἀλλά δέν πιστεύω ὅτι δέν εἶχε δεῖ κανένα περιπατητικό ἔργο.
 
VI
 
Τά κείμενα τῶν σχολιαστῶν εἶναι δύσκολο νά τά ἀποτιμήσουμε· μία ἀποσπασματική προσέγγιση εἶναι ἡ μόνη μέθοδος. Ἐδῶ θά κάνω δύο γενικά σχόλια, καί μετά θά ἐξετάσω τρία συγκεκριμένα κείμενα.
 
Τό πρῶτο γενικό σχόλιο εἶναι κοινοτοπία· ὅταν οἱ σχολιαστές ἀναφέρονται σέ διαφωνίες μεταξύ Στωικῶν καί Περιπατητικῶν, πολλές φορές δέν ἀναφέρονται —ἤ δέν χρειάζεται νά τούς ἑρμηνεύουμε σάν νά ἀναφέρονται— σέ πραγματικές, ἱστορικές διαμάχες. Οἱ ἀρχαῖοι μελετητές, ὅπως καί οἱ σύγχρονοι, τό βρίσκουν παιδαγωγικά χρήσιμο νά παρουσιάζουν μιά θεωρητική διαφορά σάν ἱστορική διαμάχη: τά ὑπέρ καί τά κατά μιᾶς ἀφηρημένης ἐπιχειρηματολογίας παρουσιάζονται σάν τά ἑκατέρωθεν 'στριμώγματα' μιᾶς συγκεκριμένης συζήτησης. Ἀλλά ἡ συγκεκριμένη συζήτηση εἶναι —ἤ μποροῦμε συχνά νά ὑποθέσουμε ὅτι εἶναι— μιά εὐχάριστη φανταστική κατασκευή. «Οἱ Περιπατητικοί λένε ὅτι... Οἱ Στωικοί ἀπαντᾶνε ὅτι...». Δέν χρειάζεται νά ἑρμηνεύσουμε αὐτό τό «ἀπαντᾶνε» σάν νά σημαίνει μιά ἀπάντηση πού δόθηκε πραγματικά σέ κάποια στιγμή τῆς ἱστορίας ἀπό κάποιον συγκεκριμένο Στωικό σέ κάποια συγκεκριμένη περιπατητική πρόκληση. Ἡ 'ἀπάντηση’ εἶναι ἡ βιτρίνα: ὁ σχολιαστής ἐννοεῖ μόνον ὅτι μιά δεδομένη στωική ἄποψη μποροῦμε νά τήν δοῦμε σάν ἀπόρριψη μιᾶς δεδομένης περιπατητικῆς θέσης.
 
Εἶναι ἀναμφισβήτητο, ὑποθέτω, ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ψευδοϊστορία εἶναι ἕνα κοινό συστατικό της ἀρχαίας καί σύγχρονης συγγραφικῆς πρακτικῆς. (Καί θά πρόσθετα ἴσως ὅτι εἶναι ἕνα ἀπολύτως σεβαστό συστατικό — κατά τό μέτρο πού δέν τό παίρνουμε γιά πραγματική ἱστορία). Ἄν δέν εἶναι πάντοτε εὔκολο νά εἴμαστε σίγουροι γιά τό πού καί πότε εἶναι παρόν, ὁρισμένες τουλάχιστον φορές ἡ φανταστική κατασκευή εἶναι ὁλοφάνερη. Ἔτσι στό σχόλιό του γιά τόν ἀριστοτελικό ὁρισμό τοῦ συλλογισμοῦ στά Ἀναλ. πρότ. 24Μ8-20, ὁ Ἀμμώνιος παρατηρεῖ ὅτι:
 
«εἶπε ἑτερόν τί τῶν κειμένων, λόγω τῶν στωικῶν ἐκείνων συλλογισμῶν
πού τούς ὀνομάζουν εἴτε διφορουμένους εἴτε ἀδιαφόρως περαίνοντας».
(Εἰς Ἀναλ. πρότ. 27.35-36)
 
Δηλαδή ὁ Ἀριστοτέλης ἐπέμενε ὅτι τό συμπέρασμα ἑνός συλλογισμοῦ πρέπει νά εἶναι κάτι ξέχωρο ἀπό κάθε προκείμενή του, προκειμένου νά ἐξασφαλίσει ὅτι ὁρισμένα ἐπιχειρήματα πού δέχονταν οἱ Στωικοί δέν κατατάσσονται στούς συλλογισμούς. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Ἀριστοτέλης διατύπωσε τόν ὁρισμό του μέ τό ἕνα μάτι στόν στόχο τῆς προγραφῆς συγκεκριμένων στωικῶν ἐπιχειρημάτων.
 
Δέν θά ὑποθέσουμε ὅτι αὐτή ἡ πρόταση τοῦ ὑπομνήματος τοῦ Ἀμμωνίου μᾶς δίνει βάσιμα στοιχεῖα γιά μία προφητική ἀντίδραση τοῦ Ἀριστοτέλους ἐναντίον τῆς στωικῆς λογικῆς. Δέν θά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἔλεγε: «Δέν θά συμπεριλάβω κανένα ἀπό αὐτά τά ἀπαράδεκτα στωικά ἐπιχειρήματα». Οὔτε καί ὁ Ἀμμώνιος περιμένει ἀπό μᾶς νά ἑρμηνεύσουμε τά λόγια του μέ ἱστορικό τρόπο· ἡ ἱστορική ἀπόχρωση πού ἔχει τό κείμενό του —ὁμολογουμένως ἁπαλή στή συγκεκριμένη περιπτωση— εἶναι μόνο διακοσμητική.[27]
 
Ἡ τεχνική τοῦ Ἀμμωνίου —ἄν αὐτή ἡ λέξη δέν εἶναι ὑπερβολική— εἶναι παντοῦ ἡ ἴδια μέ αὐτήν πού εἴδαμε ἐδῶ. Δέν ἔχουμε οὔτε γιά μιά στιγμή τόν πειρασμό νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἔβαλλε κατά τῶν Στωικῶν — οὔτε ὅτι ὁ Ἀμμώνιος ἤθελε νά ὑποθέσουμε πώς ὁ Ἀριστοτέλης ἔβαλλε κατά τῶν Στωικῶν. Ἀλλοῦ, λοιπόν, δέν χρειάζεται νά ὑποθέσουμε —καί δέν χρειάζεται νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Ἀμμώνιος ἤθελε νά ὑποθέσουμε— ὅτι οἱ Στωικοί ἔβαλλαν κατά τοῦ Ἀριστότελους.
 
Ἡ δεύτερη γενική ἐπισήμανση εἶναι ἐξίσου κοινότοπη. Οἱ σχολιαστές ἀναφέρονται συχνά στούς «Στωικούς» γενικά· ρητές ἀναφορές σέ συγκεκριμένους Στωικούς, ἀκόμη καί στόν Χρύσιππο, εἶναι σχετικά σπάνιες. Ἔτσι, δέν δικαιούμαστε νά ἐκλάβουμε τήν ἀπροσδιόριστη ἀναφορά στούς Στωικούς ὡς ἀναφορά στήν  Ἀρχαία  Στοά. Σέ τελευταία ἀνάλυση, οἱ πηγές μας εἶναι ὅλες πολύ κατοπινές — ἡ παλαιότερη εἶναι ὁ Ἀλέξανδρος· καί τότε πού ἔγραφε αὐτός, ὁ Χρύσιππος εἶχε πεθάνει ἀπό αἰῶνες καί ὁ Στωικισμός εἶχε ἐξελιχθεῖ πολύμορφα. Ἀκόμη καί ἄν ἡ λογική δέν ἦταν ἕνα σταθερό μέρος τοῦ Στωικισμοῦ, ὑπάρχουν στοιχεῖα πού δείχνουν ὅτι τό θέμα αὐτό δέν πέθανε μέ τόν Χρύσιππο· ὑπῆρξαν καί μεταγενέστεροι Στωικοί λογικοί, οἱ ὁποῖοι δέν παπαγάλισαν ἁπλῶς αὐτά πού εἶπε ὁ λογικός του Θεοῦ.[28] Μιά ἀναφορά στούς «Στωικούς» μπορεῖ κάλλιστα νά προέρχεται ἀπό κάποιο ἔργο (περισσότερο προσιτό ἀλλά καί πιό σύγχρονο) αὐτῶν τῶν ἐπιγόνων.
 
Ἔτσι, ξέρουμε ὅτι κάποιος Ἀθηνόδωρος ἔγραψε ἕνα ἔργο μέ τίτλο Κατά τῶν τοῦ Ἀριστότελους κατηγοριῶν καί ὁ περίφημος Στωικός τῶν αὐτοκρατορικῶν χρόνων, ὁ Λεύκιος Ἀνναῖος Κορνοῦτος, ἔγραψε Κατά Ἀθηνοδώρου καί Ἀριστοτέλους καί ἔθιξε τά ἴδια θέματα στή Ρητορική του.[29] Πρόσφατα μάθαμε ἀπό ἕναν Ὀξύρρυγχο πάπυρο ὅτι ὁ Κορνοῦτος ἔγραψε ἕνα ἔργο Περί ἑκτῶν — ἕνα ἔργο πού σίγουρα θά ἔθιγε κάποια θέματα λογικῆς καί τή διαμάχη μεταξύ Περιπατητικῶν καί Στωικῶν σχετικά μέ τήν ἔννοια ἕξις.[30] Πόσο περισσότερο ἀσχολήθηκαν μέ τή λογική αὐτοί, ἄλλα καί ἄλλοι συγγραφεῖς, δέν ξέρουμε· οὔτε μαθαίνουμε πολλά γιά τίς λογικές σπουδές τοῦ Ποσειδωνίου, τόν ἀριστοτελικότερο ὅλων τῶν Στωικῶν. ὅμως ἡ γενική εἰκόνα εἶναι σαφής: κατά τό μέτρο πού οἱ διαμάχες μεταξύ Περιπατητικῶν καί Στωικῶν εἶναι γνήσια ἱστορικές διαμάχες, ἡ ἱστορία τους μᾶλλον εἶναι μεταγενέστερη (ἴσως πολύ μεταγενέστερη) του 100 π.Χ. Κατά τό μέτρο πού αὐτό ἀληθεύει, δέν μποροῦμε νά ἐπικαλεστοῦμε τίς διαμάχες πού καταγράφουν οἱ σχολιαστές ὡς τεκμήριο τοῦ ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἐπέδρασε στήν πρώιμη ἀνάπτυξη τῆς στωικῆς λογικῆς. Μιά διαμάχη πού ἀντανακλᾶ τή σκέψη τοῦ Ποσειδωνίου ἤ τοῦ Ἀθηνοδώρου ἤ τοῦ Κορνούτου δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τή μελέτη τῆς λογικῆς τοῦ Χρυσίππου.
 
Ἐδῶ μπορῶ νά παραθέσω ἕνα κείμενο ἀπό τό Περί κράσεως τοῦ Ἀλεξάνδρου, παρ’ ὅλο πού δέν ἀναφέρεται ἐξειδικευμένα σέ λογικά ζητήματα. Συζητώντας τίς ἀπόψεις τῶν ἀπό της Στοᾶς σχετικά μέ τό ζήτημα τῆς κράσεως, ὁ Ἀλέξανδρος παρατηρεῖ ὅτι:
 
«ἡ γνώμη σχετικά μέ τήν κράση πού φαίνεται νά εὐνοεῖται περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη μεταξύ τους, εἶναι αὐτή τοῦ Χρύσιππου. Διότι ἀπό τους διαδόχους του μερικοί συμφωνοῦν μέ τόν Χρύσιππο, ἐνῷ ἄλλοι —παρ’ ὅλο πού ἀργότερα εἶχαν τήν εὐκαιρία νά ἀκούσουν καί τή γνώμη τοῦ Ἀριστοτέλους— ἐπαναλαμβάνουν κι αὐτοί πολλά ἀπό ὅσα εἶπε αὐτός γιά τήν κράση. Ἀνάμεσα στούς δεύτερους εἶναι ὁ Σωσιγένης, φίλος τοῦ Ἀντιπάτρου». (Περί κράσ. 216.7-12)
 
Ὁ,τι καί νά κάνουμε μέ τή φράση «ἀργότερα εἶχαν τήν εὐκαιρία νά ἀκούσουν»,[31] τό μήνυμα τοῦ Ἀλεξάνδρου εἶναι σαφές: ο Χρύσιππος δούλευε χωρίς νά γνωρίζει τόν Ἀριστοτέλη· οἱ μεταγενέστεροι Στωικοί ἔμαθαν τίς ἀπόψεις τοῦ Ἀριστότελους — ἀλλά δέν καρπώθηκαν τίποτε ἀπό αὐτές. Ὁποιαδήποτε διαμάχη μεταξύ Στωικῶν καί Περιπατητικῶν σχετικά μέ τήν κρᾶσιν —ἄν πιστέψουμε τήν ἱστορία τοῦ Ἀλεξάνδρου— πρέπει νά ἐμφανίστηκε, τό νωρίτερο, μία γενιά μετά τόν Χρύσιππο. Αὐτό πού λέει ὁ Ἀλέξανδρος γιά τήν κρᾶσιν θά μποροῦσε, μέ βάση αὐτά πού γνωρίζουμε, νά ἀληθεύει καί γιά τή λογική. Σέ τελευταία ἀνάλυση πρέπει νά μήν ξεχνᾶμε τό γεγονός ὅτι οἱ μεταγενέστεροι Στωικοί συζητοῦσαν λογικά θέματα, γνώριζαν τά γραπτά τοῦ Ἀριστοτέλους, καί παρετίθεντο κι αὐτοί μέ τή σειρά τους ἀπό τους ὕστερους σχολιαστές τοῦ Ὀργάνου.
 
VI
 
Τά τρία ἐπί μέρους κείμενα πού θά ἐξετάσω προέρχονται ὅλα ἀπό ἕνα ἔργο, τό ὑπόμνημα τοῦ Ἀλεξάνδρου στά Ἀναλυτικά πρότερα. Ἐπιλέγω αὐτό τό ἔργο, διότι εἶναι τό παλαιότερο καί ἴσως καί τό καλύτερο ἀπό τά ὑπομνήματα πού ἀφοροῦν τό θέμα μου. Ὅποιες δυσκολίες βρίσκει κανείς μέ τόν Ἀλέξανδρο, αὐξάνονται καί δέν μειώνονται μέ μεταγενέστερους καί ἐλάσσονες συγγραφεῖς.
 
Ἕνα ἀπό τά μικρά δοκίμια πού ὁ Ἀλέξανδρος περιέλαβε στό ὑπόμνημά του ἀφορᾶ τήν ἄρνηση.[32] Θέμα συζήτησης εἶναι οἱ ἁπλές προτάσεις ὀνόματος καί ρήματος, ὅπως π.χ. ἡ πρόταση:
 
Καλλίας περιπατεῖ,
 
καί οἱ ἀρνήσεις τους. Ὁ Ἀλέξανδρος ἀναφέρει καί ὑπερασπίζεται τή γνωστή περιπατητική ἄποψη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τό σημεῖο τῆς ἄρνησης τροποποιεῖ τό ρῆμα, τό περιπατεῖ. Αὐτό μποροῦμε νά τό δείξουμε θέτοντας τό σημεῖο τῆς ἄρνησης ἀμέσως μπροστά ἀπό τό ρῆμα καί κρατώντας τό ἐκεῖ μέσα σέ ἀγκύλες:
 
Καλλίας [οὐ περιπατεῖ]
 
— καί γενικά μποροῦμε νά ἀναπαραστήσουμε τήν ἄρνηση τῆς «Φά» ὡς «[ὄχι-Φα]». Ὁ Ἀλέξανδρος ἀναφέρει καί μία ἀντίπαλη ἄποψη, ἡ ὁποία στήν πραγματικότητα ἐκλαμβάνει τό σημεῖο τῆς ἄρνησης μέ τρόπο τέτοιο ὥστε νά τροποποιεῖ ὅλη τήν πρόταση. Αὐτό μποροῦμε νά τό δείξουμε μέ ἕνα συμβατικό τρόπο ὡς ἑξῆς:
 
οὐ [Καλλίας περιπατεῖ]
 
— καί γενικά τήν ἄρνηση τῆς «Φά» μποροῦμε νά τήν ἀναπαραστήσουμε ὡς «ὄχι-[Φα]».
      
Ὑπέρ αὐτῆς τῆς δεύτερης ἄποψης —τῆς ἀντίπαλης, ὅπως θά τήν ἀποκαλῶ— ἔχουν διατυπωθεῖ τρία ἐπιχειρήματα. Ὁ Ἀλέξανδρος ἐξετάζει τό καθένα ἀπό αὐτά διεξοδικά — καί τά βρίσκει ἀσύστατα. Ἡ διαλεκτική δομή τοῦ κειμένου του εἶναι περίπλοκη. Τό πρῶτο ἐπιχείρημα τῶν ἀντιπάλων ἐκτίθεται στό 402.12-19. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀλεξάνδρου καταλαμβάνει τό 402. 36-404.31, καί συνίσταται σέ ἕξι χωριστούς λόγους γιά τούς ὁποίους τό ἐπιχείρημα τῶν ἀντιπάλων πρέπει νά ἀπορριφθεῖ. Στόν δεύτερο ἀπό αὐτούς τους λόγους (403.11-14) ὁ Ἀλέξανδρος ἀναφέρει ἕνα ἔξυπνο ἐπιχείρημα (403.14- 18), τό ὁποῖο στή συνέχεια τό ἀντικρούει (403.18-26) καί τό ὁποῖο τόν ὁδηγεῖ στή θετική ὑπεράσπιση τῆς περιπατητικῆς ἄποψης (403.27-404.11).
 
Ὁ ’Ἀλέξανδρος δέν κατονομάζει τούς ἀντίπαλούς του. Ὅμως οἱ ἀντίπαλοι εἶναι —για νά μήν τό τραβήξουμε καί πολύ— ἐπηρεασμένοι ἀπό στωικές ἰδέες. Τό κείμενο αὐτό χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα ἀπό τους εἰδικούς ὡς μαρτυρία γιά τή στωική λογική, καί γιά τήν πρώιμη στωική λογική — χρησιμοποιήθηκε μάλιστα ὡς μαρτυρία γιά τίς ἀπόψεις τοῦ Χρυσίππου γιά τήν ἄρνηση.[33] Ἀλλά τά τρία ἐπιχειρήματα μέ τά ὁποῖα οἱ ἀντίπαλοι ὑποστηρίζουν τή δική τους ἄποψη δουλεύουν περισσότερο μέ πλάγιο τρόπο παρά ἄμεσα. Οἱ ἀντίπαλοι δέν ἐπιχειρηματολογοῦν εὐθέως γιά τό ἀληθές ἤ τό ψευδές της περιπατητικῆς ἄποψης. Τά ἐπιχειρήμα τα εἶναι στήν οὐσία ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῆς περιπατητικῆς ἄποψης, καί εἶναι κατανοητά μόνον ἄν τά ἐκλάβουμε ὡς τέτοια. Ἄν τά ἐπιχειρήματα στό κείμενο τοῦ Ἀλεξάνδρου εἶναι χρυσίππεια, τότε μποροῦμε νά συμπεράνουμε ὅτι οἱ ἀπόψεις τοῦ Χρυσίππου γιά τήν ἄρνηση σχηματίστηκαν —ἤ τουλάχιστον ὑποστηρίχθηκαν— ὡς ἀντίδραση στίς ἀπόψεις τοῦ Ἀριστοτέλους γιά τήν ἄρνηση. Ἀπό αὐτό ἕπεται ἀμέσως ὅτι ὁ Χρύσιππος εἶχε μελετήσει τήν ἀριστοτελική ἄποψη. Καί σέ αὐτή τήν περίπτωση μποροῦμε νά ὑποθέσουμε ὅτι εἶχε διαβάσει μέρη τοῦ Ὀργάνου.
 
Δικαιώνει τό κείμενο τοῦ Ἀλεξάνδρου αὐτό τό ὑπερβολικό συμπέρασμα; Πρῶτον, μποροῦμε νά ἀναρωτηθοῦμε ἄν ἡ διαμάχη πού καταγράφει ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν μιά πραγματική, ἱστορική διαμάχη. Ἡ σύγκρουση δέν περιγράφεται ρητά μέ τρόπο ἱστορικό· ὁ Ἀλέξανδρος χρησιμοποιεῖ ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος χρόνο ἐνεστῶτα, καί δέν ἐπιδιώκει νά δώσει καμία ἱστορική χροιά καθώς ἐκδιπλώνει μέ τρόπο ἀφηρημένο τή διαμάχη. Ὡστόσο εἶναι εὔλογο νά ὑποθέσουμε ὅτι ὑπῆρχε τουλάχιστον μία ἐλάχιστη ἱστορική πραγματικότητα πίσω ἀπό αὐτή τή σχηματική ἱστορία. Οἱ ἀντίπαλοι, πρέπει σίγουρα νά ὑποθέσουμε, ἦταν πραγματικοί ἄνθρωποι. Διότι ὁ Ἀλέξανδρος λέει εἰσίν οἷς δοκεῖ, δηλαδή δέν ἀναφέρει τή γνώμη σάν μιά πού θά  μποροῦσε  νά διατυπωθεῖ, ἀλλά σάν μία πού  ὄντως  διατυπώνεται. Ἐπίσης, οἱ ἀντίπαλοι ὑποστηρίζουν τή γνώμη τους ἐπιτιθέμενοι στήν περιπατητική ἄποψη· καί εἶναι εὔλογο νά συμπεράνουμε ἀπό αὐτό ὅτι γνώριζαν τήν περιπατητική ἄποψη καί ἔβαλλαν ἀνοιχτά ἐναντίον της. Γιά τό ἄν ὅλες οἱ πτυχές τῆς πολύπλοκης παρουσίασης τοῦ Ἀλεξάνδρου θεμελιώνονται στήν ἱστορική πραγματικότητα, δέν πρόκειται νά λάβω θέση· φαίνεται ὅμως καθαρά ὅτι σέ κάποια φάση μία ὁμάδα λογικῶν ἔλαβε γνώση τῆς ἀριστοτελικῆς ἄποψης γιά τήν ἄρνηση τῶν ἁπλῶν προτάσεων, ἐπιχειρηματολόγησε ἐναντίον αὐτῆς της ἄποψης, καί σκέφτηκε ὡς ἐκ τούτου νά ὑποστηρίξει καί νά καθιερώσει μιά διαφορετική ἄποψη.
 
Ποιοί ἦταν αὐτοί οἱ ἀντίπαλοι, λοιπόν; Καί συγκεκριμένα, ἦταν οἱ Στωικοί; Ἦταν οἱ περί Χρύσιππον; Ὁ Ἀλέξανδρος κατά κανόνα δέν εἶναι ἀπρόθυμος νά κατονομάσει τούς ἀντίπαλούς του, οὔτε μασκαρεύει πάντοτε τίς ἀναφορές του στούς Στωικούς ἤ στόν Χρύσιππο. Ἐδῶ δέν κατονομάζει κανέναν, καί μᾶς δίνει ἕνα ἀνώνυμο εἰσίν οἷς δοκεῖ. Αὐτό ἴσως σημαίνει ὅτι ἡ φράση οἱ ἀπό της Στοᾶς δέν θά ταιρίαζε στόν κατάλογο καί ὅτι συνεπῶς οἱ ἀντίπαλοι δέν εἶναι ἁπλῶς «οἱ Στωικοί» ἤ κάποια συγκεκριμένη ὁμάδα Στωικῶν. A fortiori οἱ ἀντίπαλοι δέν εἶναι ὁ Χρύσιππος.
 
Ἐνάντια σέ αὐτό, οἱ ἐρευνητές ἔχουν ἐπικαλεστεῖ τό περιεχόμενο τοῦ χωρίου. Τό ἐπιχείρημά τους εἶναι ἀρκετά ἁπλό: ἡ ἀντίπαλη ἄποψη εἶναι στωική ἄποψη, καί μάλιστα πρώιμη στωική ἄποψη· συνεπῶς οἱ ἀντίπαλοι πρέπει νά εἶναι οἱ Στωικοί, καί μάλιστα οἱ ἀρχαῖοι Στωικοί. ὅμως σέ αὐτό τό ἐπιχείρημα ἡ συναγωγή τοῦ συμπεράσματος εἶναι ἀμφίβολη καί ἡ προκείμενη ἀβέβαιη.
 
Ὅσον ἀφορᾶ τή συναγωγή, ἄς ὑποθέσουμε πρός στιγμήν ὅτι ἡ ἄποψη πού ὑπερασπίζουν οἱ ἀντίπαλοι εἶναι ἀρχαία στωική ἄποψη· δέν ἕπεται ἀπό αὐτό ὅτι οἱ ἀντίπαλοι ἦταν οἱ ἀρχαῖοι Στωικοί. Μπορεῖ, γιά παράδειγμα, νά ἦταν μεταγενέστεροι Στωικοί —ὁ Ἀθηνόδωρος, ἄς πούμε, ἡ ὁ Κορνοῦτος—πού ἀποφάσισαν νά ὑπερασπίσουν τήν ἀρχαία στωική διδασκαλία ἀπέναντι στόν περιπατητικό της ἀντίπαλο ὁ ὁποῖος τότε ἀναβίωσε. Ὁ Ἀλέξανδρος μπορεῖ νά ἀναφέρεται σέ μιά προσπάθεια τοῦ Κορνούτου νά ὑποστηρίξει τή χρυσίππεια ἄποψη γιά τήν ἄρνηση — προσπάθεια στήν ὁποία ἐπέδειξε καί τή δική του γνώση τῶν ἀριστοτελικῶν κειμένων. Ἀκόμη κι ἄν ἡ ἀντίπαλη γνώμη εἶναι πράγματι χρυσίππεια, δέν ὑπάρχει λόγος νά συναγάγουμε ἀπό αὐτό ὅτι τά ἐπιχειρήματα πού προσάγονται ὑπέρ της προέρχονται ἀπό τόν Χρύσιππο. Καί, συνεπῶς, δέν ὑπάρχει φυσικά κανένας λόγος νά σκεφτοῦμε ὅτι ὁ Χρύσιππος υἱοθέτησε τήν ἄποψή του ὡς σκόπιμη ἀντίδραση σέ ὁρισμένες περιπατητικές ἰδέες.
 
Εἶναι  ἡ ἄποψη χρυσίππεια; Ὁ πυρήνας της εἶναι. Σύμφωνα μέ τόν Χρύσιππο (ἤ τουλάχιστον ἔτσι νομίζω ὅτι μποροῦμε σωστά νά ὑποθέσουμε), ἡ ἄρνηση τῆς «Φα» εἶναι. «ὄχι-[Φα]». Αὐτή εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἄποψη πού ὑπερασπίζουν οἱ ἀντίπαλοι.
 
Ὅμως ἡ ὑπεράσπιση βασίζεται σέ ἕναν ἀριθμό ἀπό πράγματα γιά τά ὁποῖα δέν ἔχουμε μαρτυρίες ἀπό ἀλλοῦ ὅτι εἶναι χρυσίππεια — ἤ ἔστω τῆς Στοᾶς. Τά πιό σημαντικά ἀπό αὐτά εἶναι τά ἑξῆς: Τό δεύτερο ἀπό τά τρία ἐπιχειρήματα τῶν ἀντίπαλων ἀναφέρεται στήν πρόταση:
 
Οὗτος οὐ περιπατεῖ
 
— πρόταση ἡ ὁποία μέ κάποιον τρόπο ὑποδηλώνει ὅτι τό ὑποκείμενό της εἶναι ἀρσενικό. Οἱ ἀντίπαλοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ πρόταση αὐτή εἶναι ἰσοδύναμη μέ (καί ἐνδεχομένως ἀναλύσιμη εἰς) τήν ἑξῆς:
 
Ἔστιν ὁ δεικνύμενος οὗτος, ὅς οὐ περιπατεῖ.
 
(Βλ. Εἰς Ἀναλ. πρότ. 402.29-30). Δέν μπορῶ νά πῶ ὅτι καταλαβαίνω αὐτή τήν πρόταση- ὅμως ὑποθέτω δοκιμαστικά ὅτι σημαίνει κάτι σάν αὐτό:
 
Αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού δείχνεται καί δέν ἰσχύει ὅτι περπατάει.
Γενικότερα, ἴσως, μιά πρόταση τῆς μορφῆς
 
ὄχι-[Φδ]
 
— ὅπου «δ» εἶναι μιά δεικτική ἀντωνυμία, πού ἐκλαμβάνεται ὡς ἰσοδύναμη πρός κάτι πού ἔχει τή μορφή
 
δ = X καί ὄχι-[Φ(Χ)].
 
Γ ι α τ ί  θά ἔπρεπε κάποιος νά δώσει μιά τέτοια ἰσοδυναμία, δέν πρόκειται νά κάτσω νά τό ψάξω· οὔτε καί θά ἀναζητήσω ἄλλους πιθανούς τρόπους ἑρμηνείας τοῦ κειμένου. Διότι ὅπως καί νά εἶναι, ἐδῶ βρίσκουμε κάτι πού κανένα κείμενο δέν τό προσγράφει σέ κανέναν ἀρχαῖο Στωικό. Γνωρίζουμε ἀρκετά πράγματα γιά τήν ἀρχαία στωική ἄποψη γιά τήν ἄρνηση, καί ἀρκετά γιά τήν ἀρχαία στωική ἄποψη γιά τίς «ὁρισμένες» προτάσεις (τίς προτάσεις τῆς μορφῆς «Φδ»)· κανένα στοιχεῖο ἐδῶ δέν ὑπονοεῖ οὔτε μᾶς προετοιμάζει γιά τή θεωρία περί ἀρνήσεως πού διαβάζουμε στόν Ἀλέξανδρο. Συνεπῶς, πρέπει νά ἀμφιβάλλουμε γιά τό ἄν ἡ θεωρία αὐτή εἶναι χρυσίππεια, ἀκόμη κι ἄν στηρίζεται σέ ὁρισμένες χρυσίππειες ἰδέες — καί ἀκόμη κι ἄν συγκροτήθηκε, τελικά, γιά νά ὑπερασπίσει συγκεκριμένες χρυσίππειες ἀπόψεις.
 
Δέν μπορῶ νά ἰσχυριστῶ ὅτι τό ἐπιχείρημα τῆς τελευταίας παραγράφου εἶναι καί πολύ ἰσχυρό. Ξέρουμε ὅτι ὁ Χρύσιππος ἔγραψε πάρα πολλά γιά πολλά λογικά ζητήματα, μεταξύ τῶν ὁποίων καί γιά λογικά θέματα ὅπως ἡ ἄρνηση καί οἱ «ὁρισμένες» προτάσεις· καί μποροῦμε νά εἴμαστε σίγουροι ὅτι ἡ διερεύνηση τῶν θεμάτων αὐτῶν ἀπό τόν Χρύσιππο ἦταν πολύ πιό εὐφυής καί περίπλοκη ἀπό ὅσο μᾶς ἐπιτρέπουν νά ἀντιληφθοῦμε τά κείμενα πού ἔφτασαν ὡς τίς μέρες μας, τά ὁποῖα στή συντριπτική τους πλειοψηφία μᾶς παρουσιάζουν περιλήψεις τῶν ἐγχειριδίων. Θά ἦταν, λοιπόν, παράτολμο νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι οἱ σελίδες τοῦ Ἀλεξάνδρου γιά τίς ὁποῖες μιλᾶμε περιέχουν ὑλικό πού εἶναι ἀποδεδειγμένα μεταχρυσίππειο. Ἀπό τήν ἄλλη, ὅμως, δέν πιστεύω ὅτι ὑπάρχει τίποτα μέσα στό κείμενο πού νά καταδεικνύει —ἤ ἔστω νά ὑποδεικνύει— ὅτι οἱ ἀντίπαλοι τῶν ὁποίων τήν ἄποψη καταγράφει ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι ὁ Χρύσιππος καί οἱ φίλοι του. Ὅλα εἶναι συμβατά πρός τήν ὑπόθεση ὅτι οἱ ἀντίπαλοι χρονολογοῦνται ἀπό τόν 1ο αἰώνα μ.Χ. Τείνω νά πιστέψω ὅτι οἱ ἀντίπαλοι ἦταν ἄνθρωποι τῆς δικῆς μας χιλιετίας. Ὅ,τι ὑποστηρίζω, ὅμως, δέν εἶναι παρά μιά ἐτυμηγορία non liquet.

VII
 
«Ὁ Ἀριστοτέλης ὑποσχέθηκε νά γράψει σχετικά μέ τούς συλλογισμούς "πού στηρίζονται σέ μιά ὑποθεση”. Δέν τό ἔκανε ποτέ" πρέπει ὅμως νά σημειώσουμε ὅτι οἱ μαθητές τοῦ Ἀριστοτέλους, ὁ Θεοφραστος, ὁ Εὔδημος καί οἱ ἄλλοι, ἐξέδωσαν μεγάλες πραγματεῖες σχετικά μέ αὐτούς· τό ἴδιο ἔκαναν καί οἱ Στωικοί». (Φιλόπονος, Εἰς Ἀναλ. πρότ. 242.18-21)
 
Στήν ἀρχαία ὁρολογία, ἡ περιπατητική λογική ἦταν κατηγορική συλλογιστική, ἐνῷ ἡ στωική λογική ἦταν ὑποθετική συλλογιστική. Μερικοί ἀπό τους Περιπατητικούς ὄντως ἀφιέρωσαν ἀρκετό χρόνο γιά τή μελέτη ὁρισμένων πτυχῶν τῆς ὑποθετικῆς λογικῆς — καί εἶναι πολύ φυσικό νά ἀναρωτηθοῦμε ἄν οἱ πρῶτες δικές τους σκέψεις ἐπηρέασαν τούς Στωικούς καί τούς ὤθησαν στίς δικές τους προσπάθειες.
 
Ὁ Φιλόπονος δέν λέει ὅτι οἱ Στωικοί δανείστηκαν ἀπό τους μαθητές τοῦ Ἀριστοτέλους· ἴσως ὅμως ὑπονοεῖ —καί μάλιστα σκόπιμα— κάτι τέτοιο. Τό ἀντίστοιχο χωρίο στό ὑπόμνημα τοῦ Ἀλεξάνδρου[34] οὔτε κἄν μνημονεύει τούς Στωικούς. Ὅμως μᾶς παρέχει ὁρισμένες σπουδαῖες πληροφορίες γιά τά πρῶτα περιπατητικά ἐγχειρήματα στόν χῶρο τῆς ὑποθετικῆς συλλογιστικῆς. Ὁ Ἀλέξανδρος δίνει ἕναν κατάλογο τῶν εἰδῶν ὑποθετικοῦ συλλογισμοῦ πού θά πραγματευόταν ὁ Ἀριστοτέλης ἄν εἶχε ἐκπληρώσει τήν ὑπόσχεσή του. Ἔχω ὑποστηρίξει ἀλλοῦ[35] ὅτι ὁ κατάλογος τοῦ Ἀλεξάνδρου στήν πραγματικότητα συμπίπτει μέ τόν κατάλογο τῶν συλλογισμῶν πού εἶχε πραγματευθεῖ ὁ Θεόφραστος.
 
Αὐτός ὁ κατάλογος περιέχει πέντε στοιχεῖα, ἀπό τά ὁποῖα τά τρία σχετίζονται μέ τό θέμα μας.
1) Πρῶτοι εἶναι οἱ συλλογισμοί διά τοῦ συνεχοῦς (ὅ καί συνημμένον λέγεται) καί τῆς προσλήψεως — ἐπιχειρήματα στηριζόμενα σέ μία πρόταση «συνεχή» (ἤ «συνδεδεμένη», ὅπως ἐπίσης λέγεται) καί σέ μία ἐπιπρόσθετη παραδοχή. Δηλαδή, πρόκειται γιά συλλογισμούς τοῦ ἑξῆς γενικοῦ τύπου:
 
Α) Ἄν Α, τότε Β· ἀλλά Γ: ἄρα Δ.
Καί δίνονται δύο σχηματικά παραδείγματα αὐτοῦ τοῦ τύπου:
α) Ἄν Π, τότε Ρ· ἀλλά Π: ἄρα Ρ.
β) Ἄν Π, τότε Ρ· ἀλλά ὄχι Ρ: ἄρα ὄχι Π.
2) Μετά ἔρχονται οἱ συλλογισμοί διά τοῦ διαιρετικού τέ καί διεζευγμένου — ἐπιχειρήματα στηριζόμενα σέ μία «διαιρετική» ἤ διαζευκτική πρόταση (καί, φυσικά, καί σέ μία ἐπιπρόσθετη παραδοχή). Ὁ γενικός τύπος εἶναι:
Β) ’Ή Ἅ ἤ Β· ἀλλά Γ: ἄρα Δ.
Τά σχηματικά παραδείγματα αὐτοῦ τοῦ τύπου εἶναι:
γ) Ἤ Π ἤ Ρ· ἀλλά Π: ἄρα ὄχι-Ρ.[36]
δ) Ἤ Π ἤ Ρ· ἄλλα ὄχι-Π: ἄρα Ρ.
3) Τέλος, συλλογισμοί διά ἀποφατικῆς συμπλοκῆς — ἐπιχειρήματα ἀπό μία ἄρνηση σύζευξης (καί ἀπό μία ἐπιπρόσθετη παραδοχή). Ἔτσι:
Γ) Ὄχι καί Α καί Β- ἀλλά Γ: ἄρα Δ.
Καί ἕνα σχηματικό παράδειγμα:
ε) Ὄχι καί Π καί Ρ· ἀλλά Π: ἄρα ὄχι-Ρ.
 
Τώρα: τά (Α)-(Γ) χρησιμοποιοῦν κατ’ ἐξοχήν στωικά συνδετικά μόρια. Καί τά παραδείγματα (α)-(ε) εἶναι τά περίφημα πέντε ἀναπόδεικτα σχήματα πού ἀποτελοῦν τό θεμέλιό της ὑποθετικῆς συλλογιστικῆς τοῦ Χρυσίππου. Μήπως ἔχουμε ἀνακαλύψει τήν ἱστορική καταγωγή τῆς στωικῆς λογικῆς; Τήν ἔκλεψε ὁ Χρύσιππος ἀπό τό Λύκειο, ἀπό τόν Θεόφραστο.
 
Εἶναι φανερό ὅτι αὐτό τό συμπέρασμα[37] συνιστᾶ, στήν καλύτερη περίπτωση, μία παράλογη ὑπερβολή. Δέν ὑπάρχουν τεκμήρια ὅτι ὁ Θεόφραστος ἀνέπτυξε μιά λογική θεωρία γιά τά σχήματα (α)-(ε)· οὔτε τεκμήρια ὅτι τά θεωροῦσε ἀναπόδεικτα· οὔτε τεκμήρια ὅτι τά σκεφτόταν σάν τό θεμέλιό της ὑποθετικῆς συλλογιστικῆς· οὔτε τεκμήρια ὅτι σκεφτόταν νά ἑνοποιήσει τά (Α)-(Γ) σέ ἕνα καί μόνο σύστημα λογικῆς — κοντολογῆς, δέν ὑπάρχουν τεκμήρια ὅτι πρόλαβε τόν Χρύσιππο σέ κάποιο ἀπό τά ἐξέχοντα χαρακτηριστικά της λογικῆς του.
 
Ὡστόσο ἕνα ποσοστό ἀμφιβολίας παραμένει. Μπορεῖ ἡ παραλληλία μεταξύ τῶν πρώτων τριῶν τύπων ὑποθετικοῦ συλλογισμοῦ τοῦ Θεοφράστου καί τῶν ἀναπόδεικτων τοῦ Χρυσίππου νά εἶναι πράγματι ἁπλή σύμπτωση; Ὁ Χρύσιππος χρησιμοποιεῖ τέσσερα λογικά μόρια — «ὄχι», «ἤ», «ἄν», «καί». Οἱ τύποι τοῦ Θεοφράστου (Α)-(Γ) χρησιμοποιοῦν τά ἴδια τέσσερα. Πῶς ὁ Χρύσιππος στηρίχτηκε ἀκριβῶς στά ἴδια λογικά μόρια στά ὁποῖα στηρίχτηκε κι ὁ Θεοφραστος; Σίγουρα ὁ Χρύσιππος ἐπέλεξε τά μόρια πού ἐπέλεξε, ἐπειδή αὐτά ἦταν τά μόρια πού χρησιμοποιοῦσε ὁ Θεόφραστος στό λογικό σύστημα πού ὁ Χρύσιππος ἔλπιζε ἤ νά ἀναπτύξει ἤ νά ξεπεράσει.
 
Ἔτσι προβάλλει μπροστά μας ὡς πειρασμός ἡ ἑξῆς ἱστορία γιά τήν προέλευση τῆς στωικῆς λογικῆς: Ἡ Στοά παρήγαγε λίγο ἔργο πάνω στή λογική πρίν ἀπό τόν Χρύσιππο, ἀλλά δέν συγκρότησε τίποτα πού νά μποροῦμε νά τό ἀποκαλέσουμε σύστημα λογικῆς· δέν ὑπῆρχε ἀκόμα ἡ «στωική λογική». Ὁ Χρύσιππος ἄλλαξε ὅλη αὐτή τήν κατάσταση. Γνωρίζοντας ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης εἶχε δημιουργήσει ἕνα λογικό σύστημα ἐντυπωσιακῆς κομψότητας καί ἀκρίβειας καί γνωρίζοντας ὅτι ὁ Θεοφραστος εἶχε τουλάχιστον μισοανακαλύψει μιά δεύτερη καί συπληρωματική συλλογιστική, ἀποφάσισε νά συγκροτήσει μιά δική του λογική. Τό σύστημά του θά στηριζόταν σέ ὁρισμένες ἰδέες πού σκιαγράφησε ὁ Θεοφραστος. Ἀλλά τό στωικό σύστημα δέν θά ἦταν ἕνα συμπλήρωμα τῆς κατηγορικῆς συλλογιστικῆς τοῦ Ἀριστο- τέλους — θά ὑπερέβαλλε καί θά ὑποσκέλιζε κάθε τί πού εἶχαν ἀνακαλύψει οἱ περιπατητικοί λογικοί.
 
Αὐτή εἶναι μιά χαριτωμένη ἱστορία καί ἡ ἐπιχειρηματολογία στήν ὁποία βασίζεται δέν εἶναι εὐκαταφρόνητη. Ὅμως οὔτε τήν ἱστορία οὔτε τήν ἐπιχειρηματολογία εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά δεχθοῦμε. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ἔφτιαχνες μιά λογική ὑποθετικῶν συλλογισμῶν τί μόρια θά ἐπέλεγες, ἄραγε; Ἀναμφίβολα ἡ ἐπιλογή σου θά καθοριζόταν ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο διατυπώνονται στή φυσική, δηλ. τήν καθημερινή, γλῶσσα οἱ ὑποθετικές συνεπαγωγές. Προφανῶς, ἡ λέξη «ἄν» θά ἐπιβαλόταν ἀμέσως — χωρίς τό «ἄν» (ἤ κάποιο συνώνυμό του) δέν θά ὑπῆρχε κἄν σύστημα ὑποθετικῶν συλλογισμῶν. Ἐξίσου προφανῶς, τό «ὄχι» εἶναι στοιχεῖο ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ σέ κάθε λογικό σύστημα. Καί εἶναι πειρασμός νά ποῦμε ὅτι τό ἴδιο ἰσχύει, σέ μικρότερο ἔστω βαθμό, καί γιά τό «ἤ» καί τό «καί»· αὐτά τά μόρια θά ἐμφανιστοῦν στήν ὑποθετική συλλογιστική γιά τόν ἁπλό καί καθόλου παράδοξο λόγο ὅτι φιγουράρουν συχνά στά συνηθισμένα ἐκεῖνα ἐπιχειρήματα μέ τά ὁποῖα ἀσχολεῖται τυπικά ἡ ὑποθετική συλλογιστική.
 
Ἄρα, ἄν αὐτοί οἱ ἐγκόσμιοι στοχασμοί δείχνουν ὅτι τά τέσσερα μόρια θά ἐπιβάλουν εὔκολα τόν ἑαυτό τους σέ ὁποιονδήποτε μελετᾶ τήν ὑποθετική συλλογιστική, εἶναι ἐντελῶς ἄχρηστο νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ X μπορεῖ νά τά υἱοθέτησε ἐπειδή τά υἱοθέτησε ὁ Ψ. Τά υἱοθέτησε ὁ Θεοφραστος, τά υἱοθέτησε καί ὁ Χρύσιππος. Δέν ὑπάρχει κανένας ἀπολύτως λόγος γιά νά σκεφτοῦμε ὅτι ὁ Χρύσιππος τά υἱοθέτησε ἐπειδή τά υἱοθέτησε ὁ Θεόφραστος.
 
Ὅμως αὐτό τό ἀντεπιχείρημα ἀγνοεῖ ἕνα πράγμα. Γιατί καί οἱ δύο αὐτές ὑποθετικές συλλογιστικές, ἡ συλλογιστική τοῦ Θεοφράστου καί ἡ συλλογιστική του Χρυσίππου, χρησιμοποιοῦν ἀποκλειστική (exclusive) διάζευξη; Συνήθως τό «ἤ» εἶναι ἐγκλειστικὁ (inclusive). Ἐν πάση περιπτώσει, οἱ ἀρχαιοελληνικές διαζεύξεις δέν εἶναι ἀποκλειστικά  ἀποκλειστικές. Ἄρα ἡ ἐπιλογή ἑνός ἀποκλειστικοῦ «ἤ» στήν ὑποθετική συλλογιστική δέν ὑπαγορεύεται ἀπό τή συνήθη, τήν καθημερινή χρήση· καί μποροῦμε νά σκεφτοῦμε ὅτι, ἐδῶ τουλάχιστον, τό γεγονός ὅτι ὁ Χρύσιππος ἔκανε τήν ἴδια ἐπιλογή μέ τόν Θεόφραστο θά μποροῦσε νά ἐρμηνευθεῖ εὔλογα μέ τήν ὑπόθεση ὅτι ἀκολούθησε τόν Θεοφραστο.
 
Ἀλλά γιατί υἱοθέτησε ὁ Θεοφραστος ἕνα ἀποκλειστικό «ἤ»; Οἱ ὕστεροι Περιπατητικοί ἔδωσαν ἕναν λόγο, φιλοσοφικῆς φύσεως, γιά τό ὅτι ἐπέλεξαν τήν ἀποκλειστική διάζευξη — καί ὁ λόγος μπορεῖ νά ἔχει τήν καταγωγή του στόν Θεόφραστο. Τά πράγματα, ἔλεγαν οἱ ὕστεροι αὐτοί λογικοί, εἶναι ἤ  ἐξαρτώμενα  ἤ  ἀνεξάρτητα  τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο, ἤ  συνδεδεμένα  μέ ἤ  χωριστά  τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο. Συνεπῶς, ὑπάρχουν δύο θεμελιώδεις μορφές συνδυαστικῶν (ἡ ὑποθετικῶν) προτάσεων: Οἱ συνδετικές προτάσεις, οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν ἐξάρτηση καί στίς ὁποῖες θά χρησιμοποιεῖται σταθερά ἡ λέξη «ἄν», καί οἱ  διαιρετικές  προτάσεις, οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν μή ἐξάρτηση καί στίς ὁποῖες θά χρησιμοποιεῖται σταθερά ἡ λέξη «ἤ». Συνεπώς τό «ἤ» πρέπει νά εἶναι  ἀποκλειστικό.
 
Ἀλλά αὐτό τό ἐπιχείρημα ἦταν μᾶλλον ἀδύνατον νά υἱοθετήθηκε ἀπό τόν Χρύσιππο, διότι προϋποθέτει ὅτι ὑπάρχουν μόνο δύο βασικά προτασιακά συνδετικά, τό «ἄν» καί τό «ἤ». Πραγματικά, οἱ ὕστεροι Περιπατητικοί ἀρνήθηκαν ρητά τήν ἄποψη ὅτι τό «καί» εἶναι γνήσιο προτασιακό συνδετικό, δηλ. ὅτι φτιάχνει μία πρόταση ἀπό πολλές.[38] Ὅμως ἡ στωική λογική ἀναγνώριζε τρία βασικά συνδετικά: τό «καί» γινόταν δεκτό —· τό «καί» ἦταν ἕνα οὐσιαστικό μέρος τοῦ συστήματος λογικῆς τοῦ Χρυσίππου. Φυσικά, ὁ Χρύσιππος θά μποροῦσε, θεωρητικά, νά ἔχει πάρει τό ἀποκλειστικό «ἤ» ἀπό τόν Θεόφραστο, ἀκόμη κι ἄν ἀπέρριπτε τό ἐπιχείρημα πού τοῦ ἔδινε τή θέση του μέσα στό σύστημα τοῦ Θεοφράστου. Ἄν, ὅμως, τό περιπατητικό ἐπιχείρημα ὄντως ἔχει τήν καταγωγή του στόν Θεόφραστο, τότε ἡ ὑποθετική συλλογιστική του Θεοφράστου θά χρησιμοποιοῦσε μόνο δύο συνδετικά — καί συλλογισμοί διά ἀποφατικῆς συμπλοκῆς δέν θά ἐμφανίζονταν κἄν σέ αὐτήν.[39] Ἔτσι, τό ἀρχαῖο περιπατητικό σύστημα ὑποθετικῆς συλλογιστικῆς ἦταν πολύ διαφορετικό ἀπό τό στωικό σύστημα. Καί ἐν τοιαύτη περιπτώσει εἶναι λιγότερο πιθανό ὁ Χρύσιππος νά εἶχε ἀγοράσει τό καλάθι τῶν μορίων του στό Λύκειο.
 
Ὅλο αὐτό τό ὑλικό ζαλίζει — καί εἶναι ἀπελπιστικά ὑποθετικό. ΙΙοιό εἶναι τό λιγότερο μή εὔλογο συμπέρασμα πού βγαίνει; Ἀμφιβάλλω ἄν χρειάζεται νά ἐπικαλεστοῦμε τίς μορφές (Α)-(Γ) —ἤ (Α)-(Β)— τοῦ Θεοφράστου γιά νά ἐξηγήσουμε ἔστω καί ἕνα πράγμα ἀπό τή στωική λογική.[40] Δέν ὑπάρχουν θετικές μαρτυρίες ὅτι τά στωικά συνδετικά ἐλήφθησαν ἀπό τήν περιπατητική πρακτική. Μποροῦμε νά φανταστοῦμε περιστάσεις κατά τίς ὁποῖες ἕνας τέτοιος δανεισμός θά ἦταν πιθανός καί εὔλογος — καί μποροῦμε ἄλλο τόσο νά φανταστοῦμε περιστάσεις κατά τίς ὁποῖες θά ἦταν ἀπίθανος. Καί δέν ἔχουμε λόγο νά βρίσκουμε ἕνα σύνολο φανταστικῶν περιστάσεων περισσότερο πιθανό ἀπό ἕνα ἄλλο.
 
VIII
 
Τά τέσσερα θέματα βρίσκονται στήν καρδιά τῆς στωικῆς λογικῆς· μέσῳ αὐτῶν πολύπλοκοι συλλογισμοί μποροῦν νά ἀνάγονται στά πέντε ἀναπόδεικτα σχήματα, καί μέ τόν τρόπο αὐτό μπορεῖ νά καταδειχθεῖ ἡ «πληρότητα» τοῦ στωικοῦ συστήματος (ὅ,τι τέλος πάντων ἦταν ἀκριβῶς ἡ πληρότητά του). Εἴμαστε ἐξοργιστικά κακοπληροφορημένοι σχετικά μέ αὐτά τά θέματα· τά κείμενά μας εἶναι λίγα, σκοτεινά καί ἀσυνεπῆ· καί δέν ὑπάρχει ἐπιστημονική ὁμοφωνία γιά αὐτά.
 
Ἕνα βασικό κείμενο ἐμφανίζεται στό ὑπόμνημα τοῦ Ἀλεξάνδρου στά Ἀναλυτικά πρότερα:
 
«Μέ τόν τρόπο αὐτό μπορεῖς νά πάρεις τρεῖς συλλογισμούς μέσῳ τοῦ λεγομένου συνθετικοῦ θεωρήματος, τό ὁποῖο χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν Ἀριστοτέλη κατά τό μέτρο πού οἱ ἀνάγκες τό ἀπαιτοῦσαν· ὅμως οἱ Στωικοί τό πῆραν ἀπό αὐτόν, τό χώρισαν, καί συγκρότηταν ὅ,τι ὀνομάζουν τό δεύτερο, τρίτο καί τέταρτο θέμα, ἀδιαφορώντας γιά τό τί εἶναι χρήσιμο καί τί ὄχι καί ἐπεξεργαζόμενοι μέ ζῆλο ὁτιδήποτε μποροῦσε νά λεχθεῖ πάνω σέ αὐτό τό θέμα, ἀκόμα κι ἄν ἦταν ἄχρηστο». (Εἰς Ἀναλ. πρότ. 284.10-17)
 
Ἕνα χωρίο λίγο παραπάνω μας ἐξηγεῖ τί ἦταν τό συνθετικό θεώρημα, καί μᾶς λέει ξεκάθαρα ὅτι αὐτός πού τό βρῆκε ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης (Εἰς Ἀναλ. πρότ. 274.19-24). Ἡ θέση τοῦ Ἀλεξάνδρου εἶναι ἀπολύτως σαφής: ὁ Ἀριστοτέλης ἀνακάλυψε τόν λογικό κανόνα πού εἶναι γνωστός στούς Περιπατητικούς μέ τόν ὅρο «συνθετικό θεώρημα»· καί οἱ Στωικοί —καί ἐδῶ μέ τή λέξη αὐτή πρέπει νά ἐννοεῖται ὁ Χρύσιππος— πῆραν τόν κανόνα ἀπό τόν Ἀριστοτέλη καί διαμόρφωσαν ἀπό αὐτόν τρία ἀπό τά τέσσερα θέματά τους. Ἄρα τό θεώρημα τοῦ Ἀριστοτέλους ἦταν ἄμεσα ὑπεύθυνο γιά ἕνα βασικό χαρακτηριστικό στοιχεῖο τῆς στωικῆς λογικῆς.
 
Ἀπό καθαρά λογική ἄποψη, θά μποροῦσαν ἄραγε τά τρία  θέματα  νά παραχθοῦν ἀπό τό συνθετικό θεώρημα; Περιγραφές τοῦ  τ ρ ί τ ο υ  θέματος ἔχουμε στόν Ἀλέξανδρο (Εἰς Ἀναλ. πρότ. 278.12-14) καί στόν Σιμπλίκιο (Εἰς Περί οὐρ. 237.2-4). Ὁ κανόνας πού περιγράφουν αὐτοί μπορεῖ νά δοθεῖ, μᾶλλον κατά τόν καλύτερο τρόπο, ὡς ἑξῆς:[41]
 
Ἄν τό «Α, Β: ἄρα Γ» εἶναι ἔγκυρο ἐπιχείρημα καί ἄν τό «Δ2, Δ3,..., Δν : ἄρα Β» εἶναι ἔγκυρο ἐπιχείρημα, τότε τό «Α, ΔΧ, Δ2, ..., Δν : ἄρα Γ» εἶναι ἔγκυρο ἐπιχείρημα.
 
Καί ὁ κανόνας αὐτός εἶναι στήν πραγματικότητα μία εἰδική περίπτωση τοῦ συνθετικοῦ θεωρήματος. Γιά τό δεύτερο καί τό τέταρτο θέμα δέν ἔχουμε ἄμεση περιγραφή· τό σημαντικότερο κείμενο στό ὁποῖο βασίστηκαν οἱ ἀνασυστάσεις ὑπῆρξε ἀκριβῶς ἡ διαβεβαίωση τοῦ Ἀλεξάνδρου ὅτι τά θέματα αὐτά παράγονται ἀπό τό συνθετικό θεώρημα. Συνεπῶς δέν μποροῦμε νά ἐλέγξουμε τή διαβεβαίωση τοῦ Ἀλεξάνδρου σέ ἀντιπαράθεση πρός τά ὑπόλοιπα τεκμήρια — δέν ὑπάρχουν ἄλλα τεκμήρια.
 
Ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν ἕνας ἱκανός λογικός, ἀλλά μποροῦσε νά κάνει καί λάθη, καί ἦταν μεροληπτικός ἐναντίον τῶν Στωικῶν. Δέν εἶμαι σίγουρος ὅτι εἴμαστε δεσμευμένοι νά τόν πιστέψουμε στή διαβεβαίωσή του ὅτι τά θέματα παράγονται —μιλώντας σέ ἐπίπεδο λογικής— ἀπό τό συνθετικό θεώρημα. Καί ἐν τοιαύτη περιπτώσει δέν εἶμαι σίγουρος ὅτι μποροῦμε νά ἐλπίζουμε σέ μία ἀνασύσταση τῶν ἴδιων τῶν θεμάτων. Ἀλλά αὐτό εἶναι ἕνα ζήτημα πού πρέπει νά τό ἀφήσω κατά μέρος.
 
Περισσότερο πιεστικό εἶναι τό ζήτημα τοῦ ἴδιου τοῦ συνθετικοῦ θεωρήματος. Καί, πρῶτα-πρῶτα, μποροῦμε νά ἀναρωτηθοῦμε ἄν τό θεώρημα αὐτό εἶναι ὄντως ἀριστοτελικό. Ἀλέξανδρος:
 
«Μέ αὐτά πού λέει ὁ Ἀριστοτέλης, μᾶς σκιαγραφεῖ ἐδῶ καθαρότερα (ὑπογράφει ἡμῖν φανερώτερον) τό λεγόμενο συνθετικό θεώρημα, τό ὁποῖο βρῆκε ὁ ἴδιος». (Εἰς Ἀναλ. πρότ. 274.19-21)
 
Ὁ Ἀλέξανδρος σχολιάζει τό Ἀναλ. πρότ. 42a 1-4 (274.7-10):
 
«’Ή, πάλι, ὅταν ἡ καθεμιά ἀπό τίς προτάσεις, καί ἡ Α καί ἡ Β, ἀπό- δεικνύεται μέσῳ προσυλλογισμοῦ — γιά παράδειγμα, ἡ Α μέσῳ τῆς Δ καί τῆς Ε, καί ἡ Β μέσῳ τῆς Ζ καί Θ».
 
Λέει πράγματι αὐτό τό κείμενο αὐτό πού ὁ Ἀλέξανδρος λέει ὅτι λέει;
 
Ὁ Ἀριστοτέλης προβαίνει σέ μιά δεύτερη διευκρίνιση τῆς θέσης του στό 41b36 ὅτι  κάθε  ἀπόδειξις  περιέχει ἀκριβῶς  τρεῖς  ὅρους. Ἡ περίπτωση πού ἔχει στόν νοῦ του εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἔχω μία ἀπόδειξη ἑνός θεωρήματος Γ[42] ἀπό τίς προκείμενες Α καί Β· ὅμως πρῶτα ἀποδεικνύω τήν καθεμιά ἀπό τίς προκείμενες — τήν Α ἀπό τίς Δ καί Ε, καί τή Β ἀπό τίς Ζ καί Θ. Συνεπώς, μπορεῖ νά πεῖ κανείς ὅτι μία ἀπόδειξη περιέχει περισσότερους ἀπό τρεῖς ὅρους· ἡ ἀποδείξη τῆς Γ περιέχει ἀκριβῶς πέντε ὅρους.[43] Ὁ Ἀριστοτέλης παραδέχεται ὅτι περιλαμβάνονται περισσότεροι ἀπό τρεῖς ὄροι καί ὅτι αὐτός εἶναι ἕνας ἔγκυρος τρόπος γιά νά ἀποδειχθεῖ ἡ Γ. Ἀλλά σχολιάζει, ἁπλά καί ἀποτελεσματικά, ὅτι «μέ αὐτόν τόν τρόπο ὑπάρχουν περισσότεροι συλλογισμοί» (Ἀναλ. πρότ. 42Α4). Δηλαδή, τό παράδειγμα δέν δείχνει ὅτι ἕνας συλλογισμός Ἤ μία ἀπόδειξις μπορεῖ νά περιέχει περισσότερους ἀπό τρεῖς ὅρους· δείχνει μόνο —καί κοινότοπα— ὅτι περισσότερους ἀπό τρεῖς ὅρους μπορεῖ νά περιέχει μιά ἁλυσίδα ἀπό συνδεόμενους μεταξύ τους συλλογισμούς.
 
Σέ αὐτό τό χωρίο, σύμφωνα μέ τόν Ἀλέξανδρο, ὁ Ἀριστοτέλης «σκιαγραφεῖ καθαρότερα» τό συνθετικό θεώρημα. Ὅμως εἶναι προφανέστατο ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης οὔτε «σκιαγραφεῖ» οὔτε  περιγράφει αὐτό τό θεώρημα· κανένα θεώρημα, κανένας μεταλογικός κανόνας δέν περιγράφεται οὔτε «σκιαγραφεῖται» οὔτε δίνεται διαγραμματικά στό κείμενο. Στήν καλύτερη περίπτωση ὁ Ἀλέξανδρος μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ ὅτι τό θεώρημα ὑπολανθάνει στό κείμενο. Ἀλλά δέν εἶναι ξεκάθαρο ὅτι συμβαίνει ἔστω κι αὐτό.
 
Ὁ Ἀλέξανδρος ὑποθέτει ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης στήν πραγματικότητα ἀναφέρεται στή συνεπαγωγή:
 
Δ, Ε, Ζ, Θ: ἄρα Γ,
 
καί ὅτι τήν δικαιώνει ἤ τήν καθιστᾶ ἔγκυρη ἐπικαλούμενος τίς τρεῖς συνεπαγωγές :
 
Δ, Ε: ἄρα Α- Ζ, Θ: ἄρα Β- A, Β: ἄρα Γ.
 
Τέλος ὁ ’Ἀλέξανδρος ἐκλαμβάνει ὡς δεδομένο ὅτι αὐτή ἡ ἐπικύρωση προϋποθέτει τό ἴδιο τό συνθετικό θεώρημα.
 
Ἀλλά, εἶναι κάθε ἄλλο παρά προφανές ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἔχει στόν νοῦ του τή συνεπαγωγή «Δ, Ε, Ζ, Θ: ἄρα Γ»· ἀντιθέτως, τά λόγια του δείχνουν μᾶλλον ὅτι ἐξετάζει μιά ἁλυσίδα τριῶν συλλογισμῶν, θεωρώντας τήν ἀπόδειξιν τῆς Γ. Ἐπί πλέον, ἄν εἶχε κατά νοῦ τή συνεπαγωγή πού λέει ὁ Ἀλέξανδρος, δέν θά  εἶχε ἀνάγκη  νά ἐπικαλεστεῖ τό συνθετικό θεώρημα γιά νά τήν ὑποστηρίξει· θά μποροῦσε νά μήν ἐπικαλεστεῖ  ἐντελῶς τίποτε  (καί στό κείμενο δέν ἐπικαλείται ἐντελῶς τίποτε)· ἤ θά μποροῦσε νά ἐπικαλεστεῖ ἕνα διαφορετικό θεώρημα. Καί, τέλος, δέν θά μποροῦσε νά ἐπικαλεστεῖ τό συνθετικό θεώρημα ὅπως αὐτό διατυπώνεται ἀπό τόν Ἀλέξανδρο. Τό θεώρημα αὐτό ἴσως συνδέεται στενά μέ κάθε κανόνα πού θά καθιστοῦσε ἔγκυρη τή συνεπαγωγή πού ὁ Ἀλέξανδρος ἀποδίδει στόν Ἀριστοτέλη. Ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ κἄνόνας δέν θά τό ἔκανε αὐτό, Τό συνθετικό θεώρημα ὄχι μόνον εἶναι, ἀπόν ἀπό τό κείμενο τοῦ Ἀριστότελους, ἀλλά καί ὄφειλε νά εἶναι ἀπόν.
 
Ὁ Ἀλέξανδρος λέει: ὑπογράφει ἡμιν φανερώτεοον· ἄν φανερώτερον σημαίνει «πιό καθαρά» (καί ὄχι «ἐπαρκῶς καθαρά», ὅπως θά μποροῦσε ἐπίσης νά μεταφραστεῖ),[44] τότε τό νόημα εἶναι ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἔχει ἀναφερθεῖ στό θεώρημα κάπου ἀλλοῦ.  Ἀλλά ὁ Ἀλέξανδρος δέν παραθέτει κανένα ἄλλο κείμενο καί, κατά τό μέτρο πού γνωρίζω, κανένα σωζόμενο χωρίο ἀπό τά ἔργα τοῦ Ἀριστότελους δέν διατυπώνει τό θεώρημα οὔτε τό μνημονεύει. Πραγματικά, πέρα ἀπό μερικές ἀναφορές στόν Ἀλέξανδρο καί δύο στόν Θεμίστιο, δέν γνωρίζουμε ἐντελῶς τίποτα γιά τήν ἱστορία τοῦ θεωρήματος. Εἶναι, ὑποθέτω, δυνατόν ὁ Ἀριστοτέλης —ἤ ὁ Θεόφραστος ἤ ὁ Εὔδημος— νά συζήτησαν τό θεώρημα σέ κάποιο χαμένο ἔργο, καί αὐτό τό ἔργο νά τό διάβασε πρόθυμα ὁ Χρύσιππος. Ἀλλά δέν ἔχουμε τόν παραμικρό λόγο νά πιστεύουμε ὅτι αὐτή ἡ δυνατότητα ἔγινε ποτέ πραγματικότητα.
 
Κλίνω πρός τήν ὑποψία ὅτι κάποιος ὕστερος Περιπατητικός —μου ἔρχεται στόν νοῦ ὁ Βόηθος— συζήτησε τό θεώρημα καί σημείωσε ἴσως τήν ὁμοιότητά του πρός τά στωικά θέματα. Ὁ Ἀλέξανδρος θά συμπέρανε ἐσφαλμένα ἀπό αὐτό ὅτι τό θεώρημα ἔπρεπε νά τό γνωρίζει ὁ Ἀριστοτέλης — καί ὅτι ὁ Χρύσιππος πῆρε τά θέματά του ἀπό αὐτή τήν πηγή. Ἀλλά αὐτή ἡ ἰδέα εἶναι ἐντελῶς ὑποθετική. Τό πολύ-πολύ μπορῶ νά ἐπιμείνω στό ἑξῆς: δέν πρέπει νά πιστεύουμε ὅτι οἱ παρατηρήσεις τοῦ Ἀλεξάνδρου σχετικά μέ τήν προέλευση τῶν θεμάτων εἶναι ἱστορικά ἀκριβεῖς.
 
IX
 
Οἱ παραπάνω ἑνότητες δέν δικαιολογοῦν κανένα γενικό συμπέρασμα. Ἀλλά τό γενικό συμπέρασμα στό ὁποῖο θά κατέληγα, ἄν μοῦ ἐπιτρεπόταν νά καταλήξω, εἶναι τό ἑξῆς: Μέ βάση τά στοιχεῖα πού διαθέτουμε σήμερα, δέν ἔχουμε κανένα λόγο πού νά μᾶς ὑποχρεώνει νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ὁ Χρύσιππος ἐπηρεάστηκε μέ κάποιον τρόπο ἀπό τήν τυπική λογική τοῦ Λυκείου. Οἱ σύγχρονοι μελετητές καί ἄλλοι ἀθεράπευτα ρομαντικοί ἴσως μᾶς διηγηθοῦν ὄμορφες ἱστορίες· οἱ ἀντιρομαντικοί θά ποῦν τά ἀντίθετα παραμύθια· οἱ νηφάλιοι ἱστορικοί —ἤ ἔστω ἤ μή μεθυσμένοι ἱστορικοί— πρέπει, ἄν τούς νοιάζουν πρίν ἀπ’ ὅτιδήποτε ἄλλο τά τεκμήρια, νά τηρήσουν ἐφεκτική στάση.
 
Ἄν πρόκειται κάποτε νά ἀνιχνεύσουμε τίς ἐξωτερικές φιλοσοφικές ἐπιδράσεις πού δέχτηκε ἡ στωική λογική, τότε θά χρειαστεῖ πρῶτα ἀπό ὅλα νά ξεθάψουμε περισσότερες μαρτυρίες — πιό συγκεκριμένα, θά χρειαστεῖ νά ξεθάψουμε κάποιες ἀξιόπιστες βιογραφικές μαρτυρίες. Περισσότερα θά μάθουμε μόνον ὅταν ἡ Ὀξύρρυγχος ἤ τό Herculaneum ἀποκαλύψει μέ τούς παπύρους τή βιογραφία τοῦ Χρυσίππου. Ἡ βιογραφία αὐτή μπορεῖ νά περιέχει τήν πρόταση: «Ὁ Χρύσιππος ἀγαποῦσε καί μελετοῦσε τά Ἀναλυτικά πρότερα». Μπορεῖ, μέ ἴσες πιθανότητες, νά περιέχει τήν πρόταση: «Ὁ Χρύσιππος δέν γνώρισε ποτέ τίποτε ἀπό τήν ἀριστοτελική λογική». Ἡ παρουσία ὁποιασδήποτε ἀπ’ αὐτές τίς δύο προτάσεις δέν πρέπει νά μᾶς ἐκπλήξει καθόλου — καί, φυσικά, δέν πρέπει νά ἐκπλαγοῦμε καθόλου ἄν δέν δοῦμε καμιά ἀπό τίς δυό τους.
--------------------------------
[1] Εἶναι μιά σημαντικά ἀναθεωρημένη μορφή ἑνός κειμένου πού διαβάστηκε σέ ἕνα συνέδριο μερικά χρόνια πρίν. Εἶμαι σίγουρος ὅτι ὀφείλω πολλά στά ὀξυδερκῆ σχόλια τοῦ ἀκροατηρίου μου τότε.
[2] Ὥστόσο ἕνα ἀπό τά βασικά κείμενα πού θά ἐξετάσω ἐδῶ ἀφορᾶ τόν Θεόφραστο μᾶλλον παρά τόν Ἀριστοτέλη· βλ. παρακάτω σ. 53. 
[3] Βλ. J. Barnes, «‘A Third Kind of Syllogism’: Galen and the Logic of Relations», στό R. W. Sharpies (ἐπιμ.), Modern thinkers and ancient thinkers, London 1993. 
[4] Γιά μία πληρέστερη ἀνάλυση βλ. J. Barnes, «Roman Aristotle», στό Μ. Griffin - J. Barnes (ἐπιμ.), Plato and Aristotle at Rome, Oxford 1996.
[5] PHerc. 1005, ἀποσπ. 111.9-10, ἀπό τοῦ Φιλοδήμου Προς τούς (ἑταίρους). Γιά τό κείμενο αὐτό βλ. A. Angeli, Filodemo agli amici di scuola, Naples 1988, σ. 166- 167 καί 233-240.
[6] Αὐτή εἶναι ἡ γνώμη τοῦ F. Η. Sandbach, Aristotle and the Stoics, Cambridge Philological Society, supplementary volume 10, Cambridge 1985, σ. 5.
[7] Ἴσως ὄχι τό κείμενο πού διαβάζουμε ἐμεῖς σήμερα.
[8] Μεταφράζω ἀπό τή σ. 166 τῆς γαλλικῆς μετάφρασης στό A. Badawi, La transmission de la philosophie grecque au monde arabe, Paris 2 1987· τό ἀραβικό κείμενο εἶναι τυπωμένο στό A. Badawi, Commentaires sur Aristote perdus en grec, Beirut, 1972.
[9] Ὑποθέτω ὁ Μενέδημος.
[10] Κείμενο στό Badawi 1972· βλ. J. Barnes, S. Bobzien, K. Flannery, K. Ierodiakonou, Alexander of Aphrodisias: On Aristotle Prior Analytics 1.1-7, London 1991, σ. 3. 
[11] Ἴσως ὄχι στή δική μας σύγχρονη ἐκδοχή. 
[12] Βλ. Ἄμμωνιος, Εἰς Π. ἑρμ. 42.30-43.20· ἄλλα κείμενα στό Κ.-Η. Hlilser, Die Fragmente zur Dialektik der Stoiker, Stuttgart/Bad Cannstatt 1987, σ. 914·:930. 
[13] Σχετικά μέ τήν ἀνάγκη καί τή χρησιμότητα τῆς λογικῆς βλ. J. Barnes, «Galen and the Utility of Logic», στό J. Kollesch - D. Nickel (ἐπιμ.), Galen und das hellenistische Erbe, Sudhoffs Archiv Beihefte 32, Stuttgart 1993. 
[14] Ό P. Moraux (Les listes anciennes dcs ouvrages d’Aristote, Louvain 1951, σ. 53) συμφωνεῖ μέ τήν ὑπόθεση ὅτι τό ἔργο εἶναι πλαστό καί στόχο του εἶχε νά καταδικάσει τούς Στωικούς γιά λογοκλοπή. Ὁ Sandbach σημειώνει: «Αὐτό μοῦ φαίνεται μία δυνατότητα πού δέν πρέπει νά τήν παραβλέπουμε ἀλλά οὔτε καί νά τήν δεχόμαστε σάν σίγουρη» (Sandbach, ο.π., σ. 20). Ὁ Moraux δέν προσκομίζει στοιχεῖα γιά νά στηρίξει τήν πρότασή του· καί ὁ Sandbach ἔχει προφανῶς δίκιο ὅταν λέει ὅτι δέν πρέπει «νά τήν δεχόμαστε σάν σίγουρη». Ὅμως ποιό νόημα ἔχει ἡ κρίση ὅτι ἡ πλαστογραφία εἶναι «μιά  δυνατότητα  πού δέν πρέπει νά τήν παραβλέπουμε»; Ἀναμφίβολα ἡ πλαστογραφία εἶναι μιά  δ υ ν α τ ό τ η τ α,  μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ ὑπόθεση τῆς πλαστογραφίας δέν συνεπάγεται καμιά ἀντίφαση· ὅμως δέν ὑπάρχει οὔτε ὁ παραμικρός λόγος νά ὑποθέσουμε ὅτι ἡ πλαστογραφία εἶναι γεγονός.
[15] Ἐκτός ἀπό αὐτό τό χωρίο, κανένα ἄλλο ἀρχαῖο στωικό ἀπόσπασμα δέν μνημονεύει τήν ἀριστοτελική λογική.
[16] λογική, μέ τή μιά ἤ μέ τήν ἄλλη ἔννοια, δεχόταν ἐπιθέσεις καί ἀπορριπτόταν ἀπό τους Ἐπικούρειους, τούς Κυνικούς καί τούς Κυρηναϊκούς, καί ἀπό τόν Ἀρίστωνα μέσα ἀπό τή στωική σχολή.
[17] Βλ. Μ. Frede, Die stoische Logik, Gottingen 1974, σ. 29, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ αὐτό τό χωρίο ὡς μαρτυρία ὁτι ὁ Περίπατος ἐπέδρασε στή θεωρία τοῦ Χρύσιππου περί συνεπαγωγῆς.
[18] Διογένης Λαέρτιος VII 197 (Λύσις κατά τούς ἀρχαίους πρός Διοσκουρίδην α’), 201 (Περί τοῦ ἐγκρίνειν τους ἀρχαίους τήν διαλεκτικήν σύν ταῖς ἀποδείξεσι πρός Ζήνωνα β'). Γιά τό δεύτερο ἔργο βλ. J. Brunschwig, «On a Book-title by Chrysip- pus: On the Fact that the Ancients Admitted Dialectic along with demonstrations’», στό H. J. Blumenthal - Η. M. Robinson (ἔπιμ.), Aristotle and the Later Tradition, Oxford Studies in Ancient Philosophy, supplementary volume, Oxford 1991· ἐδῶ ὁ τίτλος ἑρμηνεύεται μέ ἄλλον τρόπο.
[19] Συνήθως σέ ἀντιδιαστολή πρός τό οἱ νεώτεροι, πού εἶναι συχνά οἱ Στωικοί· βλ. J. Barnes, «Logical Form and Logical Matter», στό A. Alberti (ἐπιμ.), Logica, mente e persona, Florence 1990. 
[20] Τό κείμενο τοῦ Πλουτάρχου ἴσως μᾶς ὑποβάλλει μιά τέτοια ἑρμηνεία.
[21] Βλ. Sandbach, δ.π., σ. 69, σήμ. 39· ὅμως, βεβιασμένα καί ἐσφαλμένα λέει ὅτι ἡ στωική λογική εἶναι μέθοδος.
[22] Ἐνάντια σέ αὐτό θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι οἱ  ἀντίπαλοί  τῆς διαλεκτικῆς ἀποδέχονταν τήν ἀξία τῶν γνωσιολογικῶν ἐρευνῶν, ἐνῷ ἀπέρριπταν ἀκριβῶς αὐτό πού θά ἀποκαλούσαμε λογική· ἔτσι, κατά τό μέτρο πού μποροῦμε νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Χρύσιππος ἔγραφε ἐναντίον τέτοιων ἀντιπάλων, μποροῦμε νά περιμένουμε ὅτι ὁ βασικός του στόχος θά ἦταν νά ὑπερασπίσει τά  λογικά  μέρη τῆς διαλεκτικῆς.
[23] Σημειώνω ὅτι λέει εἰρήκασιν, δηλ. 'εἶπαν’, ὄχι 'ἔγραψαν’ (στήν πραγματικότητα λέει περἰ αὐτῶν εἰρήκασιν, καί δέν μποροῦμε νά μαντέψουμε πού ἀναφέρεται τό αὐτῶν).
[24] Βλ. ἐπίσης Σέξτος Μαθ. XI 30, ὅπου οἱ ἀρχαιότεροι (σέ ἀντιδιαστολή πρός τούς ἀπό τῆς Στοᾶς) εἶναι σίγουρα ἀρχαῖοι Ἀκαδημεικοί. Εἶναι πειρασμός νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι τό κείμενο ἔχει στωική προέλευση· ὅμως δέν μπορῶ νά προσκομίσω κανένα στοιχεῖο γιά νά τό δικαιώσω. 
[25] Τό κείμενο εἶναι ἀβέβαιο· καί ἐν πάση περιπτώσει ὁ Στοβαῖος δέν δείχνει ὅτι προτίθεται νά παραθέσει τό χωρίο κατά λέξη.
[26] Συμφωνῶ μέ τήν πρόταση νά βάλουμε τοῦ ψευδομένου μετά τό λύσις. 
[27] Τελικά τί ἐννοεῖ ὁ Ἀμμώνιος καί τί θέλει κι ἐμεῖς νά ἐννοήσουμε; Ἁπλῶς α) ὅτι ὁ ὁρισμός τοῦ Ἀριστότελους γιά τό τί εἶναι συλλογισμός ἀποκλείει ὁρισμένα ἐπιχειρήματα πού οἱ Στωικοί ἀργότερα τά ταξινομοῦσαν ὡς συλλογισμούς; Ἤ μήπως β) ὅτι ὁ ὁρισμός διατυπώθηκε μέ τήν πρόθεση νά ἀποκλειστοῦν συγκεκριμένα ἐπιχειρήματα (ἐπιχειρήματα πού προέκυψε ἀργότερα νά ταξινομηθοῦν ἀπό τους Στωικούς ὡς συλλογισμοί) ; Τό (β), εἶμαι σίγουρος, ἦταν αὐτό πού ἐννοοῦσε ὁ Ἀμμώνιος· ὅμως τό κείμενο τῶν Ἀναλ. πρότ. μᾶς ἐγγυᾶται τό πολύ-πολύ τό (α).
[28] Γιά τά στοιχεῖα βλ. Hulser, δ.π., σ. 192-198.
[29] Πορφύριος, Εἰς Κατηγ. 86.21-22- Σιμπλίκιος, Εἰς Κατηγ. 62.25-26.
[30] Βλ. Poxy 3649 (σῴζεται μόνον ἡ ταμπέλα τοῦ κυλίνδρου)· γιά τή διαμάχη βλ. τά κείμενα στόν Hulser, ὅ.π., σ. 1058-1063.
[31] Ἡ φράση δείχνει νά σημαίνει ὅτι τά ἔργα τοῦ Ἀριστότελους ἔγιναν προσιτά γιά τούς Στωικούς μετά τόν θάνατο τοῦ Χρυσίππου. Γιατί ἔτσι, ἄραγε; Γιατί ὁ Ἀλέξανδρος ὁδηγήθηκε στή σκέψη ὅτι ἔγινε ἔτσι; Προσυπέγραφε τήν ἄποψη ὅτι στήν Ἑλληνιστική περίοδο τά ἔργα τοῦ Ἀριστότελους εἶχαν χαθεῖ ἤ ὅτι, τουλάχιστον, ἦταν δύσκολο νά τά βρεῖ κανείς: 
[32] Εἰς Ἀνάλ. πρότ. 402.1-405.16· βλ. J. Barnes, «Peripatetic Negations», Oxford Studies in Ancient Philosophy 4, Oxford 1986, σ. 201-214.
[33] Τό κείμενο αὐτό δέν συμπεριλαμβάνετε στό Stoicorum Veterum Fragmenta τοῦ von Arnim· ὑπάρχει στόν Hulser, ο.π., η, 1162-1172. 
[34] Ἀλέξανδρος, Εἰς Ἀναλ. πρότ. 389.31-390.9.
[35] Βλ. J. Barnes, «Theophrastus and Hypothetical Syllogistic», στό J. Wiesnor (ἐπιμ.), Aristoteles Werk und Wirkung - Paul Moraux gewidmet, Berlin 1985.
[36] Σημειωτέον ὅτι ἡ διάζευξη ἐδῶ ἐκλαμβάνεται ὡς ἀποκλειστική· δηλαδή ἡ διάζευξη τῆς μορφῆς «ἤ Π ἤ Ρ» εἶναι ψευδής ἄν καί ἡ Π καί ἡ Ρ εἶναι ἀληθεῖς.
[37] Βλ. εἰδικά C. Prantl, Geschichte der Logik im Abendlande, Leipzig 1855, I, σ. 379· πρβλ. π.χ. I. Bochenski, La logique de Theophraste, Friburg 1947, σ. 9. Ἀντιθέτως βλ. Sandbach, δ.π., σ. 18: «Ὁ Ἀριστοτέλης γνώριζε τούς προτασιακούς [δηλ. τούς ὑποθετικούς] συλλογισμούς, ἀλλά δέν ἐνδιαφέρθηκε γιά αὐτούς, καί οἱ Θεόφραστος καί Εὔδημος φαίνεται νά τούς ἔχουν διερευνήσει χωρίς ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Δέν ὑπάρχει λόγος νά ὑποθέσουμε ὅτι τό ἔργο τους λειτούργησε σάν ἐρέθισμα γιά τή στωική λογική». 
[38] Βλ. π.χ. Πορφυρίου, apud Ἄμμωνιος, Εἰς Π. ἑρμην. 73.19-33.
[39] Στήν πραγματικότητα τό κείμενο τοῦ Ἀλεξάνδρου ὄχι μόνο δέν συγκρούεται μέ αὐτό τό συμπέρασμα, ἀλλά ἀντιθέτως τό εὐνοεῖ. Βλ. Barnes 1985, δ.π., σ. 566-567.
[40] Βλ. τήν ἴδια θέση π.χ. Frede, ὅ.π., σ. 17-18.
[41] Τά δύο κείμενα δέν συμφωνοῦν μεταξύ τους, καί ὑπάρχει σημαντική διαφωνία σχετικά μέ τήν ὀρθή διατύπωση τοῦ θέματος. Ὅμως οἱ λεπτομέρειες εἶναι ἄσχετες μέ τό θέμα μας.
[42] Σημειωτέον ὅτι ἐδῶ τά γράμματα συμβολίζουν προτάσεις, ὄχι ὅρους.
[43] Ἄς θεωρήσουμε ὅτι ἡ Γ εἶναι μία καθολική καταφατική πρόταση, π.χ. ΧαΨ. Αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τίς ΧαΖ καί ΖαΨ (τίς προκείμενες Α καί Β). Ἡ ΧαΖ ἀποδεικνύεται ἀπό τίς ΧαΦ καί ΦαΖ, καί ἡ ΖαΨ ἀπό τίς ΖαΩ καί ΩαΤ. Ἔτσι οἱ ὅροι πού περιλαμβάνονται στήν ἀπόδειξη τῆς Γ εἶναι πέντε: X, Ψ Ζ, Ω καί Φ.
 [44] Στήν πραγματικότητα, θά μποροῦσε νά σημαίνει ἁπλῶς «καθαρά»· στήν ὕστερη ἀρχαιοελληνική ὁ συγκριτικός τύπος συχνά δέν ἔχει καθόλου συγκριτική σημασία.