[577c] Ἴθι δή μοι, ἔφην, ὧδε σκόπει. τὴν ὁμοιότητα ἀναμιμνῃσκόμενος τῆς τε πόλεως καὶ τοῦ ἀνδρός, οὕτω καθ᾽ ἕκαστον ἐν μέρει ἀθρῶν, τὰ παθήματα ἑκατέρου λέγε.Τὰ ποῖα; ἔφη.
Πρῶτον μέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὡς πόλιν εἰπεῖν, ἐλευθέραν ἢ δούλην τὴν τυραννουμένην ἐρεῖς;
Ὡς οἷόν τ᾽, ἔφη, μάλιστα δούλην.
Καὶ μὴν ὁρᾷς γε ἐν αὐτῇ δεσπότας καὶ ἐλευθέρους.
Ὁρῶ, ἔφη, σμικρόν γέ τι τοῦτο· τὸ δὲ ὅλον, ὡς ἔπος εἰπεῖν, ἐν αὐτῇ καὶ τὸ ἐπιεικέστατον ἀτίμως τε καὶ ἀθλίως δοῦλον.
[577d] Εἰ οὖν, εἶπον, ὅμοιος ἀνὴρ τῇ πόλει, οὐ καὶ ἐν ἐκείνῳ ἀνάγκη τὴν αὐτὴν τάξιν ἐνεῖναι, καὶ πολλῆς μὲν δουλείας τε καὶ ἀνελευθερίας γέμειν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, καὶ ταῦτα αὐτῆς τὰ μέρη δουλεύειν, ἅπερ ἦν ἐπιεικέστατα, μικρὸν δὲ καὶ τὸ μοχθηρότατον καὶ μανικώτατον δεσπόζειν;
Ἀνάγκη, ἔφη.
Τί οὖν; δούλην ἢ ἐλευθέραν τὴν τοιαύτην φήσεις εἶναι ψυχήν;
Δούλην δήπου ἔγωγε.
Οὐκοῦν ἥ γε αὖ δούλη καὶ τυραννουμένη πόλις ἥκιστα ποιεῖ ἃ βούλεται;
Πολύ γε.
[577e] Καὶ ἡ τυραννουμένη ἄρα ψυχὴ ἥκιστα ποιήσει ἃ ἂν βουληθῇ, ὡς περὶ ὅλης εἰπεῖν ψυχῆς· ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη βίᾳ ταραχῆς καὶ μεταμελείας μεστὴ ἔσται.
Πῶς γὰρ οὔ;
Πλουσίαν δὲ ἢ πενομένην ἀνάγκη τὴν τυραννουμένην πόλιν εἶναι;
Πενομένην.
[578a] Καὶ ψυχὴν ἄρα τυραννικὴν πενιχρὰν καὶ ἄπληστον ἀνάγκη ἀεὶ εἶναι.
Οὕτως, ἦ δ᾽ ὅς.
Τί δέ; φόβου γέμειν ἆρ᾽ οὐκ ἀνάγκη τήν τε τοιαύτην πόλιν τόν τε τοιοῦτον ἄνδρα;
Πολλή γε.
Ὀδυρμούς τε καὶ στεναγμοὺς καὶ θρήνους καὶ ἀλγηδόνας οἴει ἔν τινι ἄλλῃ πλείους εὑρήσειν;
Οὐδαμῶς.
Ἐν ἀνδρὶ δὲ ἡγῇ τὰ τοιαῦτα ἐν ἄλλῳ τινὶ πλείω εἶναι ἢ ἐν τῷ μαινομένῳ ὑπὸ ἐπιθυμιῶν τε καὶ ἐρώτων τούτῳ τῷ τυραννικῷ;
Πῶς γὰρ ἄν; ἔφη.
[578b] Εἰς πάντα δὴ οἶμαι ταῦτά τε καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἀποβλέψας τήν τε πόλιν τῶν πόλεων ἀθλιωτάτην ἔκρινας—
Οὐκοῦν ὀρθῶς; ἔφη.
Καὶ μάλα, ἦν δ᾽ ἐγώ. ἀλλὰ περὶ τοῦ ἀνδρὸς αὖ τοῦ τυραννικοῦ τί λέγεις εἰς ταὐτὰ ταῦτα ἀποβλέπων;
Μακρῷ, ἔφη, ἀθλιώτατον εἶναι τῶν ἄλλων ἁπάντων.
Τοῦτο, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐκέτ᾽ ὀρθῶς λέγεις.
Πῶς; ἦ δ᾽ ὅς.
Οὔπω, ἔφην, οἶμαι, οὗτός ἐστιν ὁ τοιοῦτος μάλιστα.
Ἀλλὰ τίς μήν;
Ὅδε ἴσως σοι ἔτι δόξει εἶναι τούτου ἀθλιώτερος.
Ποῖος;
[578c] Ὃς ἄν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τυραννικὸς ὢν μὴ ἰδιώτην βίον καταβιῷ, ἀλλὰ δυστυχὴς ᾖ καὶ αὐτῷ ὑπό τινος συμφορᾶς ἐκπορισθῇ ὥστε τυράννῳ γενέσθαι.
Τεκμαίρομαί σε, ἔφη, ἐκ τῶν προειρημένων ἀληθῆ λέγειν.
Ναί, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀλλ᾽ οὐκ οἴεσθαι χρὴ τὰ τοιαῦτα, ἀλλ᾽ εὖ μάλα τῷ τοιούτῳ λόγῳ σκοπεῖν· περὶ γάρ τοι τοῦ μεγίστου ἡ σκέψις, ἀγαθοῦ τε βίου καὶ κακοῦ.
Ὀρθότατα, ἦ δ᾽ ὅς.
Σκόπει δὴ εἰ ἄρα τι λέγω. δοκεῖ γάρ μοι δεῖν ἐννοῆσαι [578d] ἐκ τῶνδε περὶ αὐτοῦ σκοποῦντας.
Ἐκ τίνων;
Ἐξ ἑνὸς ἑκάστου τῶν ἰδιωτῶν, ὅσοι πλούσιοι ἐν πόλεσιν ἀνδράποδα πολλὰ κέκτηνται. οὗτοι γὰρ τοῦτό γε προσόμοιον ἔχουσιν τοῖς τυράννοις, τὸ πολλῶν ἄρχειν· διαφέρει δὲ τὸ ἐκείνου πλῆθος.
Διαφέρει γάρ.
Οἶσθ᾽ οὖν ὅτι οὗτοι ἀδεῶς ἔχουσιν καὶ οὐ φοβοῦνται τοὺς οἰκέτας;
Τί γὰρ ἂν φοβοῖντο;
Οὐδέν, εἶπον· ἀλλὰ τὸ αἴτιον ἐννοεῖς;
Ναί, ὅτι γε πᾶσα ἡ πόλις ἑνὶ ἑκάστῳ βοηθεῖ τῶν ἰδιωτῶν.
***
[577c] Εμπρός λοιπόν τώρα κοίταξε όπως σου λέγω. Αφού θυμηθείς την ομοιότητα που υπάρχει ανάμεσα στην πόλη και στο άτομο, εξέτασε με τη σειρά τη μία και τον άλλο, και πες μου την κατάσταση του καθενός.
Ποιά κατάσταση;
Πρώτα, για ν᾽ αρχίσομε από την πόλη, θα ονομάσεις ελεύθερη ή δούλη μια τυραννούμενη πόλη;
Δούλη και με το παραπάνω.
Κι όμως βρίσκεις σ᾽ αυτήν δεσπότες και ελεύθερους.
Ναι, αλλά σ᾽ ελάχιστο αριθμό· το σύνολό της όμως, για να μιλήσω γενικά, και οι εντιμότεροι πολίτες της ζουν μέσα σε εξευτελιστική και άθλια δουλεία.
[577d] Αφού λοιπόν συμβαίνει το ίδιο και με το άτομο ό,τι και με την πόλη, δεν θα υπάρχει κατ᾽ ανάγκη και σ᾽ αυτό η ίδια κατάσταση πραγμάτων, δεν θα είναι δηλαδή η ψυχή του γεμάτη από πολλή δουλεία και ανελευθερία, και δεν θα είναι σκλαβωμένα τα καλύτερα μέρη της, θα δεσπόζει δε το ένα το μικρό, το πιο ελεεινό και μανιακό;
Κατ᾽ ανάγκη.
Τί λοιπόν; δούλη θα ονομάσεις αυτή την ψυχή ή ελεύθερη;
Δούλη βέβαια.
Η πόλη όμως η τυραννούμενη και δούλη μπορεί ποτέ να κάνει ό,τι θέλει;
Κάθε άλλο.
[577e] Άρα και η τυραννούμενη ψυχή κάθε άλλο παρά να κάνει ό,τι θέλει μπορεί· και μιλώ για ολόκληρη την ψυχή· αλλά βίαια παρασυρόμενη από τον οίστρο των παθών της θα είναι πάντα γεμάτη από ταραχή και μεταμέλεια.
Πώς όχι;
Και τί μπορεί να είναι μια τυραννούμενη πόλη, πλούσια ή φτωχή;
Φτωχή.
[578a] Άρα και η τυραννική ψυχή θα είναι κατ᾽ ανάγκη πάντα φτωχή και άπληστη.
Έτσι είναι.
Πάλι κατ᾽ ανάγκη δεν θα είναι τάχα γεμάτοι από φόβο και η τέτοια πόλη και ο τέτοιος άνθρωπος;
Μάλιστα.
Οδυρμούς και στεναγμούς και φίλους και πόνους πιστεύεις ότι μπορείς να βρεις περισσότερους σε μιαν άλλη πόλη;
Καθόλου.
Ή και σε κανέναν άλλο άνθρωπο περισσότερους παρά σ᾽ αυτό τον τυραννικό, που τον κάνουν έξω φρενών οι επιθυμίες και οι έρωτες;
Πώς είναι δυνατόν;
[578b] Ώστε όλα αυτά, νομίζω, και άλλα τέτοια ακόμη έλαβες υπόψη σου, για να κρίνεις ότι αυτή η πόλη είναι η αθλιότερη απ᾽ όλες τις πόλεις.
Και δεν έχω τάχα δίκιο;
Πολύ μεγάλο μάλιστα· και για τον τυραννικό άνθρωπο τί λες, άμα λάβεις υπόψη σου τα ίδια ακριβώς;
Ότι είναι πολύ αθλιότερος απ᾽ όλους τους ανθρώπους.
Αυτό όμως δεν το λες σωστά.
Πώς;
Δεν είναι ακόμη σε τέτοιο βαθμό άθλιος ο τέτοιος άνθρωπος.
Και ποιός λοιπόν είναι;
Θα παραδεχτείς, πιστεύω, ότι είναι αυτός που θα σου πω.
Ποιός;
[578c] Όποιος, ενώ είναι από τη φύση του τυραννικός, δεν περάσει τη ζωή του σαν απλός ιδιώτης, αλλά η κακή του τύχη, για μεγάλη του συμφορά, του παρουσιάσει την ευκαιρία να γίνει τύραννος.
Απ᾽ όσα είπαμε πρωτύτερα συμπεραίνω ότι έχεις δίκιο.
Ναι· αλλά σε τόσο σπουδαία ζητήματα, όπου πρόκειται να βρούμε ποιός βίος είναι ο ευτυχέστερος και ποιός ο δυστυχέστερος, δεν πρέπει να κάνομε εικασίες, αλλά να τα εξετάζομε καλά με τις εξής σκέψεις.
Πολύ σωστά.
Πρόσεξε λοιπόν να ιδείς· για να κρίνομε περί αυτού, [578d] ιδού πώς πρέπει, νομίζω, να τον εξετάσομε.
Πώς;
Να τον συγκρίνομε με καθέναν χωριστά από τους άλλους πλούσιους ιδιώτες που έχουν πολλούς δούλους· γιατί αυτοί έχουν τούτο τουλάχιστο το κοινό με τους τυράννους, ότι έχουν πολλούς στην εξουσία τους· διαφέρουν μόνο στον αριθμό.
Πραγματικά διαφέρουν.
Γνωρίζεις βέβαια ότι αυτοί οι ιδιώτες ζουν ήσυχα και δεν έχουν κανέναν φόβο από τους δούλους των.
Και τί θα είχαν να φοβηθούν;
Τίποτα· αλλά ξέρεις τον λόγο;
Ναι· γιατί ολόκληρη η πόλη προστατεύει τον κάθε ιδιώτη.