Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (13.159-13.216)

Αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾽ ἄκουσε Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
160 βῆ ῥ᾽ ἴμεν ἐς Σχερίην, ὅθι Φαίηκες γεγάασιν.
ἔνθ᾽ ἔμεν᾽· ἡ δὲ μάλα σχεδὸν ἤλυθε ποντοπόρος νηῦς
ῥίμφα διωκομένη· τῆς δὲ σχεδὸν ἦλθ᾽ ἐνοσίχθων,
ὅς μιν λᾶαν ἔθηκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔνερθε
χειρὶ καταπρηνεῖ ἐλάσας· ὁ δὲ νόσφι βεβήκει.
165 Οἱ δὲ πρὸς ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευον
Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσικλυτοὶ ἄνδρες.
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«ὤ μοι, τίς δὴ νῆα θοὴν ἐπέδησ᾽ ἐνὶ πόντῳ
οἴκαδ᾽ ἐλαυνομένην; καὶ δὴ προὐφαίνετο πᾶσα.»
170 Ὣς ἄρα τις εἴπεσκε· τὰ δ᾽ οὐκ ἴσαν ὡς ἐτέτυκτο.
τοῖσιν δ᾽ Ἀλκίνοος ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δή με παλαίφατα θέσφαθ᾽ ἱκάνει
πατρὸς ἐμοῦ, ὃς ἔφασκε Ποσειδάων᾽ ἀγάσεσθαι
ἡμῖν, οὕνεκα πομποὶ ἀπήμονές εἰμεν ἁπάντων.
175 φῆ ποτε Φαιήκων ἀνδρῶν περικαλλέα νῆα
ἐκ πομπῆς ἀνιοῦσαν ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ
ῥαισέμεναι, μέγα δ᾽ ἧμιν ὄρος πόλει ἀμφικαλύψειν.
ὣς ἀγόρευ᾽ ὁ γέρων· τὰ δὲ δὴ νῦν πάντα τελεῖται.
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽, ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω, πειθώμεθα πάντες·
180 πομπῆς μὲν παύσασθε βροτῶν, ὅτε κέν τις ἵκηται
ἡμέτερον προτὶ ἄστυ· Ποσειδάωνι δὲ ταύρους
δώδεκα κεκριμένους ἱερεύσομεν, αἴ κ᾽ ἐλεήσῃ
μηδ᾽ ἡμῖν περίμηκες ὄρος πόλει ἀμφικαλύψῃ.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἔδεισαν, ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους.
185 ὣς οἱ μέν ῥ᾽ εὔχοντο Ποσειδάωνι ἄνακτι
δήμου Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
ἑσταότες περὶ βωμόν. ὁ δ᾽ ἔγρετο δῖος Ὀδυσσεὺς
εὕδων ἐν γαίῃ πατρωΐῃ, οὐδέ μιν ἔγνω,
ἤδη δὴν ἀπεών· περὶ γὰρ θεὸς ἠέρα χεῦε
190 Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διός, ὄφρα μιν αὐτὸν
ἄγνωστον τεύξειεν ἕκαστά τε μυθήσαιτο,
μή μιν πρὶν ἄλοχος γνοίη ἀστοί τε φίλοι τε,
πρὶν πᾶσαν μνηστῆρας ὑπερβασίην ἀποτῖσαι.
τοὔνεκ᾽ ἄρ᾽ ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι,
195 ἀτραπιτοί τε διηνεκέες λιμένες τε πάνορμοι
πέτραι τ᾽ ἠλίβατοι καὶ δένδρεα τηλεθάοντα.
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ἀναΐξας καί ῥ᾽ ἔσιδε πατρίδα γαῖαν·
ᾤμωξέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα καὶ ὣ πεπλήγετο μηρὼ
χερσὶ καταπρηνέσσ᾽, ὀλοφυρόμενος δ᾽ ἔπος ηὔδα·
200 «ὤ μοι ἐγώ, τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω;
ἤ ῥ᾽ οἵ γ᾽ ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,
ἦε φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής;
πῇ δὴ χρήματα πολλὰ φέρω τάδε; πῇ δὲ καὶ αὐτὸς
πλάζομαι; αἴθ᾽ ὄφελον μεῖναι παρὰ Φαιήκεσσιν
205 αὐτοῦ· ἐγὼ δέ κεν ἄλλον ὑπερμενέων βασιλήων
ἐξικόμην, ὅς κέν μ᾽ ἐφίλει καὶ ἔπεμπε νέεσθαι.
νῦν δ᾽ οὔτ᾽ ἄρ πῃ θέσθαι ἐπίσταμαι, οὐδὲ μὲν αὐτοῦ
καλλείψω, μή πώς μοι ἕλωρ ἄλλοισι γένηται.
ὢ πόποι, οὐκ ἄρα πάντα νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι
210 ἦσαν Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
οἵ μ᾽ εἰς ἄλλην γαῖαν ἀπήγαγον· ἦ τέ μ᾽ ἔφαντο
ἄξειν εἰς Ἰθάκην εὐδείελον, οὐδ᾽ ἐτέλεσσαν·
Ζεύς σφεας τείσαιτο ἱκετήσιος, ὅς τε καὶ ἄλλους
ἀνθρώπους ἐφορᾷ καὶ τίνυται, ὅς τις ἁμάρτῃ.
215 ἀλλ᾽ ἄγε δὴ τὰ χρήματ᾽ ἀριθμήσω καὶ ἴδωμαι,
μή τί μοι οἴχωνται κοίλης ἐπὶ νηὸς ἄγοντες.»

***
Μόλις τον άκουσε τον λόγο του Διός ο κοσμοσείστης Ποσειδών,
160 προς τη Σχερία ορμήθηκε, όπου και ζουν οι Φαίακες —
εκεί περίμενε. Στην ώρα του πλησίαζε, όλο και πιο κοντά,
το ποντοπόρο πλοίο, λες και το κυνηγούσαν· τότε ο θεός
ο Ποσειδώνας, που τη γη σαλεύει, στάθηκε πλάι του,
κατέβασε το χέρι πάνω του κι ευθύς το πέτρωσε,
το ρίζωσε να γίνει βράχος — αργά μετά απομακρύνθηκε.
Εκείνοι, οι Φαίακες με τα μακριά κουπιά, θαλασσινοί με φήμη,
το θαύμα βλέποντας επήραν μεταξύ τους να αγορεύουν λόγια του ανέμου,
μιλώντας ένας στον άλλον, καθένας με τον διπλανό του:
«Ω θε μου! Ποιος το γρήγορο καράβι μας το ρίζωσε στη θάλασσα,
την ώρα που γυρνούσε στην πατρίδα, όταν φαινόταν πια
ακέραιο το σκαρί.»
170 Έτσι ο καθένας τους μιλούσε, δίχως να ξέρει πώς και τι συμβαίνει.
Οπότε ο Αλκίνοος πήρε τον λόγο μεταξύ τους και τους είπε:
«Αλίμονο, πώς τα παλιά μαντεύματα αληθεύουν! Εκείνα
του πατέρα μου, που έλεγε και ξανάλεγε πως θα θυμώσει κάποτε
ο Ποσειδών μαζί μας, αφού γινόμαστε, με δίχως βλάβη,
του καθενός οι συνοδοί. Προφήτεψε λοιπόν πως το περίκαλλο καράβι
των Φαιάκων, την ώρα της επιστροφής από την προπομπή,
θα το ρημάξει ο θεός στο θολωμένο πέλαγος· πως όρος μέγα
θα καλύψει την πόλη γύρω.
Αυτά ο γέροντας αγόρευε και να που τώρα όλα συντελούνται.
Αλλά τον νου σας τι θα πω, ας υπακούσουμε όλοι:
180 να σταματήσει πια του καθενός η προπομπή, όποιος μας τύχει
φτάνοντας στην πόλη· στον Ποσειδώνα ταύρους δώδεκα
ξεχωριστούς να σφάξουμε, μήπως μας ελεήσει, μήπως και δεν καλύψει
την πόλη γύρω μας μ᾽ ένα βουνό μεγάλο κι αψηλό.»
Τόσα τους είπε, τα σεβάστηκαν κι ετοίμασαν τους ταύρους.
Τώρα προσεύχονταν στον άνακτα θεό, στον Ποσειδώνα οι Φαίακες,
του δήμου οι άρχοντες κι οι σύμβουλοί του,
στημένοι γύρω στον βωμό.
Τότε κι ο Οδυσσέας ξυπνά από τον ύπνο που κοιμόταν
στα χώματά του· κι ωστόσο δεν την αναγνώρισε την πατρική του γη,
τόσον καιρό που έλειψε στα ξένα. Την είχε η θεά,
190 η Αθηνά Παλλάδα, περιβάλει με θολή νεφέλη, του Δία η κόρη,
θέλοντας να τον κάνει και τον ίδιο αγνώριστο,
να του εξηγήσει τα καθέκαστα· ότι δεν έπρεπε να τον αναγνωρίσουν
γυναίκα και δικοί μήτε κι οι άνθρωποι της πόλης,
προτού με την εκδίκησή του τιμωρήσει τους μνηστήρες
για την ασύστολη ανομία τους.
Γι᾽ αυτό του φάνταξαν του βασιλιά όλα τριγύρω αλλόκοτα·
τα μακρινά φιδίσια μονοπάτια, φιλόξενα λιμάνια, βράχια
απόκρημνα και δέντρα θαλερά.
Πάνω πετάχτηκε και, προσηλώνοντας το βλέμμα του
στην ίδια την πατρίδα του, έβγαλε στεναγμό βαρύ,
μετά χτυπούσε τα μεριά του με χέρια σαν σπαθιά,
τέλος ολοφυρόμενος μίλησε κι είπε:
200 «Αλίμονο, σε ποιων ανθρώπων έφτασα πάλι τη χώρα!
Είναι αλαζόνες, άγριοι κι άδικοι; ή μήπως τη φιλοξενία γνωρίζουν
κι ο νους τους σέβεται τα θεία;
Δεν ξέρω καν πού να τα πάω τα τόσα δώρα μου, ο ίδιος
πού να πλανηθώ. Καλύτερα στη χώρα εκείνη να ᾽χα μείνει
των Φαιάκων· μια μέρα θα ᾽φτανα σε κάποιον άλλο βασιλιά,
θα ᾽ταν πονόψυχος, φιλόξενα θα με δεχόταν, να με στείλει πίσω στην πατρίδα.
Τώρα δεν έχω πού να τ᾽ ακουμπήσω αυτά· μήτε και πρέπει
να τ᾽ αφήσω εδώ, γιατί μπορεί να μου τ᾽ αρπάξουν άλλοι,
να κάνουνε φτερά.
Α, βέβαια όχι· δεν ήσαν όλοι οι Φαίακες και λογικοί και δίκαιοι,
210 οι άρχοντες κι οι σύμβουλοί τους, που μ᾽ έφεραν αλλού,
σε ξένη χώρα· κι ας έλεγαν θα με οδηγήσουν
στην περίβλεπτη Ιθάκη — όμως δεν τήρησαν τον λόγο τους.
Ο ικέσιος Δίας ας τους τιμωρήσει, εκείνος που εφορά
τους πάντες, που τιμωρεί όποιον κι αν σφάλλει.
Αλλά τον νου μου τώρα, να μετρήσω τ᾽ αγαθά μου, να δω
μήπως και πήραν δρόμο αυτοί κρατώντας κάτι για λογαριασμό τους
στο κοίλο τους καράβι.»

Ο ώριμος έρωτας πρέπει να συνεπάγεται περισσότερη ενασχόληση με τον άλλο και λιγότερη ανησυχία

«Ο ΕΡΩΤΑΣ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΥΠΟΦΕΡΟΥΜΕ, ΑΛΛΑ ΟΣΟ ΠΙΟ ΠΑΡΑΔΟΜΕΝΟΙ ΤΟΝ ΥΠΟΜΕΝΟΥΜΕ, ΤΟΣΟ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΟΥΣ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ».

Ο Άγγλος ποιητής Άλφρεντ Τέννυσον είπε: «Καλύτερα να έχεις ερωτευτεί και να έχεις χάσει παρά να μην έχεις ερωτευτεί ποτέ».

Και το να γνωρίσεις τον έρωτα, ακόμα και με τον κίνδυνο να τον χάσεις ή να πονέσεις εξαιτίας του, είναι η πιο υπέροχη εμπειρία που μπορεί να βιώσει η ψυχή.

Όταν νιώθουμε ερωτευμένοι, η ψυχή μας ανοίγεται και τολμάμε πράγματα που πριν ούτε που τα ονειρευόμασταν.

Όπως είπε ο Πλάτων: «Δεν υπάρχει άνθρωπος τόσο δειλός, που να μη μπορεί να μεταμορφωθεί σε ήρωα χάρη στον έρωτα».

Ξαναγυρνώντας στον Σιντάρτα, στην αρχή της αναζήτησής του, είναι τόσο επικεντρωμένος στο να βρει τον Θεό και το νόημα της ύπαρξής του, που δε γνωρίζει την αληθινή αγάπη, παρόλο που έχει μοιραστεί το χρόνο του με την ωραία Καμάλα και την έχει ερωτευτεί.

Ωστόσο, στο τέλος του ταξιδιού του γνωρίζει τον γιο του και τότε ανακαλύπτει ένα συναίσθημα που αγνοούσε.

Βιώνει μια αγάπη που δεν προέρχεται από την επιθυμία ή την ανάγκη, μια αγάπη αγνή και απόλυτη, που τον ωθεί να φροντίζει και να προστατεύει το παιδί του. Αυτό το είδος αγάπης είναι ένα μεγάλο δώρο που μας γεμίζει την καρδιά, αλλά παράλληλα μπορεί να κουβαλάει και πόνο.

Κάθε σχέση γονέα-παιδιού συνεπάγεται ένα βαθμό πόνου και ανησυχίας.

Ανησυχούμε σημαίνει νοιαζόμαστε για κάτι προκαταβολικά, δηλαδή προτού αυτό συμβεί, ενδιαφερόμαστε να προλάβουμε τα γεγονότα, υποφέρουμε για κάτι που ακόμα δεν έχει συμβεί, αλλά που φοβόμαστε ότι μπορεί να συμβεί.

Το μόνο αντίδοτο στην ανησυχία είναι η ενασχόληση με κάτι.

Όταν δινόμαστε ενεργά σε κάτι, δε μένει πια καιρός ούτε χώρος για ανησυχία.

Ο ώριμος έρωτας πρέπει να συνεπάγεται περισσότερη ενασχόληση με τον άλλο και λιγότερη ανησυχία.

Να ζούμε τη σχέση και την αγάπη στο εδώ και στο τώρα.

Αν ασχολούμαστε με τον άλλο, αντί να ανησυχούμε, θα εξοικονομήσουμε πολύτιμη ενέργεια, που τη σπαταλάμε φτιάχνοντας καταστροφικά σενάρια.

Όταν έρθουν τα προβλήματα, αν έρθουν, τότε θα τα βάλουμε σε πρώτο πλάνο, όχι πριν.

Με την ανησυχία δεν αποτρέπονται ούτε ο δικός μας πόνος ούτε του άλλο.

Η ενασχόληση με τον άλλο είναι το μόνο χρήσιμο.

Η φωνή της άρνησης

Με λένε άρνηση, κι όσο κι αν παλεύεις να κάνεις αυτό που κάνω εγώ- να με αρνηθείς – τόσο πιο κοντά σου έρχομαι.

Σε ρώτησαν τι θα έλεγα αν είχα φωνή. Κι εσύ απάντησες πως θα ζήταγα να τα παρατήσω όλα και να φύγω, να βρω τον εαυτό μου. Χαίρομαι που σύντομα κατάλαβες, ναι εσύ, ότι αυτή ήταν η δική σου φωνή, η δική σου ανάγκη, και όχι η δική μου.

Χαίρομαι που αποφάσισες να ακούσεις και τη δική μου φωνή.

Είμαι η άρνηση και ζω δίπλα σου πολλά χρόνια, κυριεύω συναισθήματά σου, ελέγχω συμπεριφορές σου, είμαι πιστή σου φίλη ειδικά όταν με διώχνεις.

Είμαι η άρνηση και ξέρεις τι θα έλεγα λοιπόν; Δεν πρόκειται να φύγω από δίπλα σου. Θα μένω κολλημένη πάνω σου πεισματικά όσο εσύ με αγνοείς. Δε θα σε αφήνω να δεις καθαρά τα πράγματα, ή μάλλον θα τα βλέπεις, και με πλήρη διαύγεια και συνείδηση θα τα αγνοείς. Κι αυτό θα σε σκοτώνει. Θα ξέρεις τι νιώθεις, θα ξέρεις τι θέλεις, θα ξέρεις τι σκέφτεσαι κι όμως θα τα βάζεις όλα στην άκρη, κάνοντας με ανοιχτά μάτια ότι δεν υπάρχουν. Ναι, αυτό θα σου κάνω! Θα με φοράς πάνω σου μέρα και νύχτα, σαν ρούχο απαραίτητο που χωρίς αυτό αισθάνεσαι την άσχημη γύμνια αυτού του κόσμου να ξεριζώνει τα σωθικά σου.

Ξέρεις όμως κάτι; Θα είμαι εκεί και εκείνες τις κρύες νύχτες που όλα είναι μαύρα. Πιστή φίλη όπως σου είπα και πριν. Αρνούμαι- μα αυτό ξέρω να κάνω καλά!- να σε αφήσω, όσο εσύ αρνείσαι να δεις το ρόλο ύπαρξής μου.

Εγώ αρνούμαι, κι εσύ φοβάσαι. Κι έχω μάθει πως ο φόβος κρύβει πόνο. Κι εγώ δε θέλω να σε πονέσω. Το αντίθετο. Σε καλύπτω με ένα πέπλο για να μην πονέσεις. Φοβάσαι! Φοβάσαι να ρισκάρεις, φοβάσαι να είσαι εσύ, φοβάσαι να μην είσαι στα πελάγη τελειότητας, φοβάσαι μη σε απορρίψουν, φοβάσαι που υπάρχεις, όσο κι αν περίτρανα υπερασπίζεσαι έννοιες όπως ελευθερία, ρίσκο, αυθορμητισμός, παρόρμηση, πάθος. Έχεις καταφέρει πολλά, πάρα πολλά, δοκιμάζεις πολλά, βλέπεις πολλά, όμως τα προσπερνάς με τόσο μεγάλη ευκολία, που ακόμα κι αυτά, εγώ, η άρνηση, σε κάνω να μην τα βλέπεις εστιασμένα. Θα σε αφήσω να τα δεις, όταν πρώτα δεις βαθιά τι είσαι εσύ. Θα σε αφήσω να ενθουσιαστείς με όσα έχεις καταφέρει, όταν πρώτα ενθουσιαστείς με τον εαυτό σου. Γιατί μέχρι τότε, απλά τα μειώνεις, πρώτα εσένα και μετά εκείνα. Γιατί και που τα βλέπεις, δεν τα αναγνωρίζεις. Γι’ αυτό και εκεί υπάρχω εγώ πάλι.

Όσο ζεις με τη σκέψη του τι θα κάνεις και τι θα πεις για να μην πληγώσεις τους άλλους, να ξέρεις πως εγώ θα ζω δίπλα σου με την σκέψη του να μην πληγώσω εσένα. Κάποιος πρέπει να το κάνει και αυτό δε νομίζεις;

Θα φύγω όταν με αποδεχτείς. Νάτο, και μόνο που το γράφω είσαι σε πανικό. Άραγε πόσο φοβάσαι μη σε αφήσει κάποιος; Ακόμα και τα άσχημα, οι άνθρωποι που σε πονάνε, πόσο σε φοβίζει το να σε αφήσουν; Πόσα απορρίπτεις από εσένα για να μη σε απορρίψουν οι άλλοι; Μην ανησυχείς. Όταν θα φύγω, δε θα με έχεις πια ανάγκη, και σίγουρα θα είμαι πάλι εκεί δίπλα σου με μανία όταν εσύ θα με θες. Όταν ακούσεις τη φωνή μου, όταν συμφιλιωθείς μαζί μου, θα πάρω άλλη μορφή πάνω σου, δε θα χαθώ, θα μεταμορφωθώ σε κάτι γόνιμο πια για σένα.

Έχω και θυμό μαζί σου. Είναι απίστευτο το πως μπορείς να δέχεσαι τον κάθε άλλον, με το κάθε τι περίεργο πάνω του, και δε μπορείς να αγαπήσεις τα δικά σου περίεργα! Είναι απίστευτο το πόσο έντονα αγνοείς τα θετικά σου κομμάτια θεωρώντας τα δεδομένα σε σένα, αλλά επιτεύγματα στους άλλους. Γιατί κορίτσι μου; Ποιός στο καλό σου είπε ότι πρέπει να κάνεις ένα σωρό πράγματα για να είσαι άξια; Τι κατάλοιπα κουβαλάς; Και πόσα στο διάολο κοσμήματα, πτυχία, επιτυχίες πρέπει να κουβαλάς επάνω σου για να νιώθεις ότι είσαι ιδιαίτερη; Και που τα έχεις, το ίδιο μίζερα νιώθεις. Καλύπτεις απλά κάπως τα βαθύτερα κενά σου.

Μην κλαις. Κάποιος έπρεπε να σου τα χώσει κάποια στιγμή. Καλύτερα να το κάνω εγώ, που σου ανήκω. Ναι, κομμάτι σου είμαι! Κομμάτι που δε σου αρέσει, γι’ αυτό απωθείς συνεχώς, όπως κάνεις με όλα που δε σου αρέσουν σε σένα. Τα βάζεις τιμωρία στον τοίχο, τα κρίνεις, τα μαλώνεις, δεν τα δέχεσαι. Και εκεί έρχομαι κι εγώ σαν άρνηση ντυμένη να τα υπερασπιστώ. Στρέφω το βλέμμα σου αλλού. Γιατί κι αυτά κομμάτια σου είναι και πονάνε. Κι όσο πονάς εσύ όταν σε απορρίπτουν, άλλο τόσο ματώνει ο εαυτός σου όταν τον απορρίπτεις εσύ. Κι εγώ, η άρνηση, ΑΡΝΟΥΜΑΙ, να σε αφήσω να το κάνεις αυτό!

Είμαι η άρνηση και ξέρεις κάτι; Υπάρχω γιατί ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, επιτέλους όμως χρειάζεσαι λίγη ξεκούραση! Ψυχική, συναισθηματική, νοητική, σωματική. Και πρέπει κάποιος να στη δώσει. Αν δεν το κάνεις εσύ, θα το κάνω εγώ, έστω κι έτσι.

Στο χθες σου υπήρχα και σου εξήγησα γιατί. Στο τώρα σου… Τώρα είσαι τόσο μπερδεμένη, που αν σε αφήσω να στραφείς κάπου, θα πέσεις. Και έχεις πέσει αρκετά τελευταία. Και σου αξίζει και σένα να πέσεις πιο ομαλά σε κάτι. Κι αν θεωρείς ότι δε σου έχει συμβεί και τίποτα δύσκολο ώστε να νιώθεις τώρα έτσι, να ξέρεις πως ο κάθε άνθρωπος μοναδικά βιώνει την κάθε κατάσταση. Ξέρεις και ξέρω ανθρώπους που δεν έχουν περάσει τίποτα και γκρινιάζουν και άλλους που έχουν επιβιώσει από τραγικές καταστάσεις. Γιατί πρέπει να το ορίσεις; Γιατί δεν δικαιούσαι λίγη ηρεμία; Γιατί τόση ενοχή στην ύπαρξη ηρεμίας και χαράς; Όσο δεν αφήνεις τον εαυτό σου να ζήσει και να χαμογελάσει, να ξέρεις, πως εγώ αρνούμαι να φύγω από δίπλα σου, και έχω τους λόγους μου.

Αγάπησέ με, δε θέλω το κακό σου. Αγάπησέ με, είμαι μέρος σου. Εγώ σου έμαθα να αρνείσαι να βλέπεις συνειδητά, όμως μην αρνείσαι την άρνηση, μην αρνείσαι εμένα, μην αρνείσαι τον ίδιο σου τον εαυτό. Υπάρχω συνοδοιπόρος σου για να μάθεις να αρνείσαι άλλα πράγματα, όχι όμως εσένα. Αποδέξου με. Και τότε, θα χαμογελάμε μαζί με άρνηση σε ό,τι σε τρομάζει, σε ό,τι σε πονάει, σε ό,τι σε απορρίπτει. Σε αγαπάω.

Πως μας «ξεγελάει» ο εγκέφαλος, για να μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε καλύτερα ό,τι βλέπουμε

Μπορεί να μας ξεγελάσει ο εγκέφαλός μας σε διαδικασίες αντίληψης, για να μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε καλύτερα ό,τι βλέπουμε;

Η απάντηση είναι καταφατική και επιβεβαιώνεται από πρόσφατη έρευνα, που πραγματοποίησαν επιστήμονες του Πανεπιστήμιο του Αμπερντίν και του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science Advances περιγράφουν μια άγνωστη μέχρι προσφάτως «οπτική ψευδαίσθηση» που μας βοηθά να αντιληφθούμε καλύτερα αυτό που βλέπουμε με την πάροδο του χρόνου.

«Αντί να αναλύουμε κάθε οπτικό στιγμιότυπο, αντιλαμβανόμαστε σε μια δεδομένη στιγμή έναν μέσο όρο αυτού που είδαμε τα τελευταία 15 δευτερόλεπτα», σημειώνουν οι συγγραφείς της έρευνας που δημοσιεύτηκε στο The Conversation.

Ο εγκέφαλος ενώνει τις εικόνες, οι οποίες τελικά μοιάζουν περισσότερο μεταξύ τους και κατά κάποιο τρόπο μας ξεγελάει με αποτέλεσμα να αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον πιο σταθερό

Η ζωή «στο παρελθόν» μπορεί να εξηγήσει γιατί δεν παρατηρούμε ανεπαίσθητες αλλαγές που συμβαίνουν με την πάροδο του χρόνου» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι ερευνητές.

Αυτή η «ψευδαίσθηση οπτικής σταθερότητας» είναι μια ιδέα μάλλον χρειάζεται εξήγηση για να την κατανοήσει κανείς πλήρως.

Επιχειρώντας να σκεφτείτε την ικανότητα των ματιών σας να βλέπουν αντικείμενα που βρίσκονται σε κάποια απόσταση, ενώ παραμένουν εστιασμένα σε αντικείμενα που αντιλαμβάνονται κοντά τους και στη συνέχεια σκεφτείτε τι συμβαίνει με τους βολβούς των ματιών μας, ενώ είναι συγκεντρωμένοι, διαπιστώνετε ότι πρέπει να κινούνται ολόγυρα για να διατηρήσουν αυτή την ομαλή αίσθηση ενώ εστιάζουν σε αντικείμενα σε απόσταση.

Οι οπτικές ψευδαισθήσεις, περιλαμβάνουν οπτική εξαπάτηση. Λόγω της ρύθμισης των εικόνων, της επίδρασης των χρωμάτων, των επιπτώσεων της πηγής φωτός ή άλλων μεταβλητών, μπορεί να παρατηρηθεί ένα ευρύ φάσμα παραπλανητικών οπτικών εφέ.

Η μουσική από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα

Η μουσική είναι ένας αρχαίος Ελληνικός όρος που στις μέρες μας έχει αλλοιωθεί ολοκληρωτικά. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν Μουσική, την τέχνη των Μουσών. Ο όρος σήμαινε αρχικά το τραγούδι και την οργανοπαιξία, την Ποίηση, το Μέλος και τον Χορό, ως αδιάσπαστη ενότητα, και στη συνέχεια αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα «πνευματική καλλιέργεια».

Με τον όρο Μουσική, όλοι κατανοούμε σε πρώτο επίπεδο, την Τέχνη του συνδυασμού ήχων με έναν ευχάριστο για το ανθρώπινο αυτί τρόπο. Τι σημαίνει όμως πραγματικά ο όρος Μουσική;

Αν θέλετε να δείτε πότε καταρρέει μια κοινωνία, δείτε τι μουσική ακούει. (Κομφούκιος)

Σε όλες σχεδόν τις γνωστές καθομιλούμενες γλώσσες του κόσμου η Ελληνική λέξη Μουσική, περνάει αυτούσια σ’ αυτές, πχ music, musica κ.α.

Στην Ελληνική γλώσσα η έννοια Μουσική ετυμολογικά προέρχεται από την έννοια Μούσα. Η έννοια Μούσα προέρχεται από την αρχαιοελληνική ρίζα «μω», η οποία σημαίνει «ερευνώ, ζητώ να μάθω σε βάθος». Κατά μερικούς άλλους, από τη ρίζα «μας» ή «μους» που σημαίνει «γενιά, παραγωγή, ανάπτυξη έξω από μια αρχή, μύηση».

Η Μουσική όπως την εννοούσαν οι αρχαίοι Έλληνες, είναι η επιστήμη των αρμονικών σχέσεων του σύμπαντος που βασίζεται σε σταθερές αρχές που τίποτα δεν μπορεί να τις αλλάξει καθώς και η γνώση της τάξης όλων των πραγμάτων. Η Μουσική για τους αρχαίους δεν ήταν απλά η τέχνη του συνδυασμού τόνων ή το ταλέντο της αναπαραγωγής τους με έναν ευχάριστο για το ανθρώπινο αυτί τρόπο. Αυτή είναι μόνο η πρακτική της πλευρά από την οποία απορρέουν οι εφήμερες μορφές της Μουσικής σήμερα. Ήταν νόηση, διάνοια, πνευματική καλλιέργεια και γνώση.

«Οι Έλληνες δια του λόγου τραγουδούσαν και δια του τραγουδιού ομιλούσαν».

Η Μουσική είναι η επιστήμη που για να γίνει κατανοητή από την ανθρώπινη διάνοια χρησιμοποιεί στο εξωτερικό επίπεδο δύο βασικά δομικά στοιχεία, τον ήχο και το χρόνο, θεωρώντας το ένα σαν ύλη και το άλλο σαν ρυθμιστή της μορφής που την προσδιορίζει και ως τέχνη.

Σύμφωνα με τον Πυθαγόρα οι επιστήμες ήταν τρεις. Φιλοσοφία, Αστρονομία και Μουσική, και η υστάτη των επιστημών αυτών ήταν η Μουσική, όλες οι υπόλοιπες επιστήμες θεωρούνταν «τέχνες». Σήμερα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Η μουσική θεωρείται «τέχνη» και οι υπόλοιπες «επιστήμες».

Η έννοια Μούσα και Μουσική εκφράζανε έναν τρόπο ύπαρξης και ζωής. Έναν τρόπο αυτογνωσίας, αυτοπραγμάτωσης, βελτίωσης και εξέλιξης του ανθρώπου και της κοινωνίας γενικότερα. Σήμερα, ο όρος Μούσα χρησιμοποιείται συχνά για να δείξει ότι κάποια νέα εμπνέει κάποιον άνδρα.

Οι Μούσες ήταν θυγατέρες του Δία-Ζευ (δηλαδή της αιώνιας ζώσης θείας πνευματικής οντότητας), και της Μνημοσύνης, δηλαδή της ιδιότητας διατήρησης τους στην μνήμη των ανθρώπων, άρα αιώνιες διαχρονικές αξίες. Συνεπώς μια μουσική είναι μουσική μόνο όταν έχει ως αποτέλεσμα την πνευματική καλλιέργεια, τον εξευγενισμό και τη διατήρηση στην μνήμη άρα την Α-λήθεια και χωρίς την ζεύξη με την πνευματικότητα και την διατήρηση στην μνήμη καμιά μουσική δεν υφίσταται.

Οι μούσες στην αρχαία ελληνική μυθολογία είναι εννέα αρχαίες θεές. Τα ονόματά τους είναι:

Καλλιόπη (επική ποίηση)

Ευτέρπη (μουσική)

Κλειώ (ιστορία)

Ερατώ (λυρική ποίηση)

Μελπομένη (τραγωδία)

Πολυμνία (Πολύμνια) (ιερή ποίηση)

Τερψιχόρη (χορός)

Θάλεια (κωμωδία)

Ουρανία (αστρονομία)

Ο Παυσανίας υποστηρίζει ότι υπήρχαν δύο γενιές Μουσών, όπου στην πρώτη γενιά ήταν 3 και ήταν κόρες του Ουρανού και της Γαίας, και στη δεύτερη, ήταν 9 και ήταν κόρες του Δία και της Μνημοσύνης. (Ελλάδος Περιήγησις, 9, 29, 1).

Οι αρχαιότερες Ελικωνιάδες Μούσες ήταν οι εξής:

• Μνήμη (μνήμη)

• Μελέτη (μελέτη)

• Αοιδή (τραγούδι)

Η ποιητική τέχνη χρειάζεται και τις τρεις αυτές Μούσες, χρειάζεται τον συνδυασμό του τραγουδιού, της μνήμης και της μελέτης. Γιατί για να τραγουδήσεις χρειάζεται πρώτα μνήμη, και μετά μελέτη (άσκηση).

Ενώ στους Δελφούς λάτρευαν 3 άλλες μούσες, την Νήτη, την Μέση και την Υπάτη, οι οποίες παραλληλίζονται με τις τρεις χορδές της λύρας.

Οι Μούσες, συνόδευαν, συντρόφευαν και αναγνώριζαν σαν ηγέτη τους τον Θεό του φωτός και της Μουσικής, τον Απόλλωνα τον συμπαντικό γεννήτορα, (Απόλλων Μουσηγέτης). Ο Απόλλων ήταν επίσης και πατέρας του Ασκληπιού του Θεού της Ιατρικής, και από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε την σχέση που έχει η μουσική με την ιατρική. Δεν ήταν τυχαία η χρήση της μουσικής στις εγκοιμήσεις στα αρχαία ιερά, στα οποία δίδονταν μουσικές συνταγές για θεραπεία ψυχικών ασθενειών, πολύ πριν η σύγχρονη επιστήμη ξαναανακαλύψει την μέθοδο της μουσικοθεραπείας.

Ο Πίνδαρος υμνεί τον Ασκληπιό, που θεραπεύει όλες τις ασθένειες με τραγούδια, ενώ ο Θεόφραστος χρησιμοποιούσε μελωδίες του Φρύγιου ήχου για να «επικουφίζει τα άλγη».

Οι Μούσες ήταν θεότητες – προστάτιδες της πνευματικής δημιουργίας και αντιστοιχούσαν σε είδη δημιουργίας όλων των τεχνών που σχετίζονται με τη μουσική, την τέχνη, την ποίηση, το τραγούδι, το χορό, το θέατρο αλλά και την αστρονομία αφού η διάρθρωση του σύμπαντος είναι αρμονική.

Ο Πλάτων λέει πως ο κόσμος είναι σαν επτάχορδη λύρα. Για τους Πυθαγόρειους η μουσική κλίμακα είναι ένα κοσμολογικό πρόβλημα κι η αστρονομία είναι η θεωρία της ουράνιας μουσικής που θα μιλήσουμε παρακάτω.

Στα έργα του Ομήρου, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, οι Μούσες, ως θεές της ποίησης, κατέχουν πολύ σημαντική θέση. Όταν ο ποιητής αρχίζει την αφήγηση του κάθε έπους, ζητά από τη Μούσα να τον βοηθήσει. Οι Μούσες τα ξέρουν όλα και τα έχουν δει όλα, πρέπει λοιπόν να τον βοηθήσουν να θυμηθεί γεγονότα του παρελθόντος, που ο ίδιος έχει μόνο ακουστά και που ο νους του αδυνατεί να συγκρατήσει. Στα ομηρικά έπη, λοιπόν, εμφανίζονται, πάνω απ” όλα, ως θεότητες της Μνήμης.

Είτε όλες μαζί, ως μια ενιαία ομάδα, είτε η καθεμιά ξεχωριστά, οι Μούσες συμβόλιζαν το μεγαλείο της τέχνης, το ωραίο όχι μόνο στη μορφή, μα και στο περιεχόμενο. Είναι φωτεινές και ήπιες μορφές που μέχρι σήμερα προσωποποιούν την παρηγοριά που φέρνει η τέχνη και η ηθική στη ζωή των ανθρώπων, καθώς και την ομορφιά που της δίνει.

Η μουσική

Είναι τόσο παλιά όσο και η Γλώσσα. Ουσιαστικά εξελίχθηκε παράλληλα με τον άνθρωπο. Όμως ο έναρθρος λόγος, ποτέ δεν μπόρεσε να αποδώσει επακριβώς, στον κόσμο των τριών διαστάσεων που ζούμε, όλες τις αποχρώσεις των υποκειμενικών, προσωπικών, ανθρώπινων σκέψεων και συναισθημάτων. Για αυτό και ο άνθρωπος ανέπτυξε ένα άλλο μέσο για να εκδηλώνεται και να εκφράζεται: Τον Μουσικό Λόγο. Όπως η Γλώσσα χρησιμεύει για την έκφραση των παραστάσεων, των εννοιών, για την ονομασία των πραγμάτων και την επικοινωνία, έτσι και η Μουσική, αποδεικνύεται μία απαραίτητη ανάγκη της ζωής, διερμηνεύοντας την ανθρώπινη ύπαρξη σε περισσότερες από τρεις διαστάσεις και χρησιμεύει για την επικοινωνία με το Θείο ή το Θεϊκό.

Η μουσική λοιπόν, το άλλο όνομα της «πνευματικής καλλιέργειας», δεν είναι απλά «γούστο» όπως πολλοί αδαής θέλουν να πιστεύουν στις μέρες μας. Δύο ακροατές με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο, είναι δύσκολο να εξάγουν τα ίδια συναισθήματα ακούγοντας ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής. Το «γούστο» είναι ένας χαρακτηρισμός που μπορεί να εφαρμοστεί και να εμφανιστεί μόνο σε ίδιες μορφές πνευματικής καλλιέργειας ή πολιτιστικού επιπέδου, δηλαδή μόνο αν οι δύο ακροατές του παραδείγματος έχουν παρόμοια πνευματική καλλιέργεια, πολιτιστικό επίπεδο ή επίπεδο νόησης.

Η Μουσική δεν ανήκει στους «ειδικούς». Είναι πανανθρώπινη, παγκόσμια, διαχρονική πολιτισμική αξία και ανήκει σε όλους ανεξαρτήτου εθνικότητας και φρονημάτων. Δεν έχει εθνική ταυτότητα και σημαία. Γιατί δεν αναφέρουμε ποτέ την κλασσική μουσική ως Γερμανική ή ως Ιταλική αλλά ως «κλασσική». Γιατί, πώς θα λεγόταν η μουσική σε μπουζούκι που συνθέτει για παράδειγμα ένας Ολλανδός λάτρης του μπουζουκιού; Ελληνική ή Ολλανδική; Γιατί η Rock μουσική παιγμένη από Έλληνες να ονομάζεται Ελληνική Rock;

Το ίδιο ισχύει για τα μεγάλα πνευματικά έργα, που μας χάρισαν οι πιο προικισμένοι από τους δημιουργούς αυτής της «Θεϊκής τέχνης». Δεν υπάρχουν «δικά μας» και «ξένα», δεν υπάρχουν «κοντινά» ή «μακρινά». Όλα ανήκουν στο σύνολο της ανθρωπότητας, στον κάθε ένα από εμάς, αποτελούν κληρονομιά μας. Κάθε άνθρωπος μπορεί να αναπτύξει το μουσικό του αισθητήριο. Αρκεί να στρέψει το ενδιαφέρον του. Να εμπιστευτεί τις αισθήσεις του. Να αφιερώσει λίγες ώρες για να ακούσει, συγκεντρωμένος, ότι πιο όμορφο δημιούργησε ποτέ ο ανθρώπινος νους.

Όταν αλλάζουν οι νόμοι της μουσικής, αλλάζουν και οι νόμοι της πολιτείας.(Πλάτωνας).

Θα δανειστώ μερικά λόγια του Λιαντίνη για να περιγράψω με λίγα λόγια το νόημα όσων θα ακολουθήσουν:

«Όταν είσαι μέσα στο μάτι του κυκλώνα, είναι δύσκολο να έχεις εικόνα για τα γύρω σου. Και ζώντας μέσα στη χώρα δεν έχουμε εικόνα για τη σημερινή Ελλάδα».

Τα τρία κύρια συστατικά στοιχεία της μουσικής, δηλαδή η μελωδία, η αρμονία, και ο ρυθμός, περνάνε και αυτά αυτούσια παγκοσμίως με τις Ελληνικές τους ονομασίες melody – harmony – rhythm.

Ο Ρυθμός απευθύνεται στο υλικό σώμα του ανθρώπου ως κινητική ενέργεια. Η έννοια ρυθμός προέρχεται από το ρήμα «ρέω». Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαία η διάσπαση και η κατάρρευση των κοινωνιών, των οποίων έχει κλονιστεί ο συνεκτικός κρίκος της μουσικής, δηλαδή η διάσπαση της τάξης που υποβάλλει ο ρυθμός με την αρχέγονη αρχετυπική δύναμή του. Στις μέρες μας δεν μετασχηματίζεται απλώς η μουσική μας παράδοση, αλλά θίγεται άμεσα η καρδιά του μουσικού μας συστήματος (κλίμακες και ρυθμοί), αφού αλλοιώνεται η δομή του, άρα και η Ελληνική φιλοσοφία και αντίληψη περί της «υστάτης των επιστημών», της μουσικής.

Η έννοια Αρμονία για τους αρχαίους Έλληνες, σήμαινε γενικά την αρμογή, την σύνδεση, το ταίριασμα των μερών ενός δομημένου συνόλου όπως π.χ. των ουράνιων σωμάτων στο σύμπαν. Στη νεότερη μουσική ορολογία η λέξη αρμονία χαρακτηρίζει γενικά το σύνολο των κανόνων που διέπουν το ταυτόχρονο άκουσμα δύο ή περισσότερων φθόγγων, την συνήχηση ή αλλιώς τη συγχορδία.

Η Μελωδία για τους αρχαίους Έλληνες θεωρούνταν ακόμα πιο πρωταρχικό σημείο της μουσικής γιατί απευθύνεται στο ψυχικό μέρος της ανθρώπινης υπόστασης. Για τον Πυθαγόρα η μουσική ήταν πάνω απ΄όλα μια μαθηματική επιστήμη που η ουσία της ήταν ο αριθμός, και η ομορφιά της, η έκφραση των αρμονικών σχέσεων των αριθμών. Κατά τους Πυθαγορείους, οι πλανήτες καθώς περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους και γύρω από τον Ήλιο, παράγουν διάφορους μουσικούς ήχους «ουράνια μουσική», που δεν μπορεί να τους συλλάβει το ανθρώπινο αυτί. Το σύνολο αυτών των ήχων αποτελεί την «αρμονία των σφαιρών». Για τον Πυθαγόρα η μουσική ήταν η εικόνα της ουράνιας αρμονίας και για τον Πλάτωνα, η αστρονομία και η μουσική ήταν αδελφές επιστήμες.

Σήμερα, αν ανατρέξει κανείς στα τελευταία δημοσιεύματα της ΝΑΣΑ ή της ΕΣΑ, για τον Ήλιο, με έκπληξη θα διαπιστώσει ότι η σύγχρονη επιστήμη έχει ανακαλύψει την «Ουράνια Μουσική» που παράγει ο Ήλιος κατά την κίνησή του, που είναι μάλιστα διαθέσιμη για τους χρήστες του διαδικτύου ώστε να ακούσουν πλέον αυτή την θεία Μουσική.

Η λέξη «τραγούδι», όπως χρησιμοποιείται σήμερα, δεν έχει και πολύ σχέση με την αρχαία έννοια του όρου κατά την οποία «τραγουδέω – τραγουδώ» σημαίνει παριστάνω τραγωδία, δηλαδή τραγωδώ. Κατά τον Αριστοτέλη η τραγωδία συνδέεται με τους αοιδούς των διθυράμβων προς τιμή του Διονύσου. Πρόκειται για «Μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας…», η οποία με «Οιδησμένο Λόγο» οδηγεί τον ακροατή – θεατή μέσω του «ελέους» και του «φόβου» στην «Κάθαρση».

Η έννοια λοιπόν «τραγωδία», δεν συνδέεται κατά κανέναν τρόπο με την σημερινή έννοια του «τραγουδιού».

Πως έχουν όμως τα πράγματα στη χώρα μας σήμερα;

Τι είναι αυτό που αποκαλούμε σήμερα Ελληνικό τραγούδι;

Είναι ένα ψευδεπίγραφο κατασκεύασμα που έχει να κάνει με την οικτρή κακοποίηση της Ελληνικής γλώσσας.

Αποκαλούμε ορχήστρα συμφωνική, (λες και οι λοιπές είναι ασύμφωνες), αυτό το μουσικό σύνολο που μας ακινητοποιεί στην καρέκλα, όταν «όρχησις εστί χορός».

Αποκαλούμε «έντεχνη μουσική» και «έντεχνο τραγούδι» σαν να λέμε πως το είδος αυτό είναι έντεχνο ενώ όλα τα άλλα άτεχνα. Οι δημιουργοί του όμως και οι ακροατές του χορεύουν αλλότριους χορούς.

Να λοιπόν όταν η χυδαία αντιγραφή αποκτάει αυτοσυνείδηση και προχωράει προς την αυτοδιοίκησή της.

Από την άλλη το λαϊκό λεγόμενο τραγούδι, βουτηγμένο στην κυριολεξία μέσα στην Αραβοτουρκική κολυμπήθρα και πρόσφατα και στην Αγγλοσαξονική, να βρίθει από χυδαίους στίχους και αλλότριους χορούς.

Αλλά και οι ποιητές μας στην συντριπτική τους πλειοψηφία απαξιούν να γράφουν τραγούδια, όντες άμουσοι και άρρυθμοι, αποφεύγοντας στην ποίηση τους τον ρυθμό, το κατεξοχήν αυτό Ελληνικό στοιχείο, ο οποίος καθιστά τουλάχιστον την ποίηση δεκτική στην απαγγελία, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι όποιο ποίημα έχει ρυθμό κατ’ ανάγκη είναι και καλό.

Η ανελλήνιστη όμως αυτή μουσικοχορευτική κατάσταση δεν έχει σταματημό ούτε τελειωμό: Η Ελλάδα είναι σήμερα η μοναδική χώρα στην Ευρώπη, και από τις ελάχιστες στον κόσμο, που δεν έχει ακόμα καθιερώσει τα μαθήματα της μουσικής και του χορού στη δημόσια εκπαίδευση, όταν πριν από δύο χιλιάδες χρόνια τουλάχιστον «αι των Ελλήνων πόλεις πρώτιστα και μάλιστα δια της μουσικής παιδεύουσιν τους νέους», όπως μας πληροφορεί ο Στράβων ο αρχαίος Έλληνας γεωγράφος.

Γιατί άραγε οι αρχαίοι Έλληνες έστελναν τα παιδιά τους πρώτα στη μουσική και κατόπιν στα γράμματα; Όταν η Τουρκία διαθέτει Ανώτατη Ακαδημία Τουρκικής Μουσικής, η χώρα μας δεν διαθέτει τίποτα ανάλογο και συνεχίζει στην ίδια πολιτική αδιαφορώντας εγκληματικά το Ελληνικό κράτος.

Η Ελλάδα, κυρίως λόγω γεωγραφικής θέσης και ιστορικών συγκυριών, ήταν ανέκαθεν μια πολιτισμικά σύνθετη χώρα. Είναι συνεπώς δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να οριστεί η ελληνική μουσική με μια συνολική χειρονομία. H ρήση «ελληνική μουσική είναι η μουσική των Ελλήνων», δεν συνιστά λύση του προβλήματος.

Ποιος είναι Έλληνας; Ο σημερινός κάτοικος της σημερινής Ελλάδας ή ο μετέχων ελληνικής παιδείας;

Και ποια γεωγραφική περιοχή εννοείται ως «Ελλάδα»; Η αρχαία, η μεσαιωνική, η βυζαντινή ή η νεότερη Ελλάδα;

Η συντριπτική πλειοψηφία των Ωδείων στην Ελλάδα -σήμερα- είναι μαγαζάκια που ΠΟΥΛΑΝΕ πτυχία. Άλλοτε ουσιαστικά, γεμίζοντας τον τόπο χαρτιά… και άλλοτε μεταφορικά: Μονόφθαλμοι ή εντελώς αστοιχείωτοι δάσκαλοι διαιωνίζουν την ημιμάθεια ή την αμάθειά τους, μοιράζοντας πτυχία χωρίς αντίκρισμα και καταδικάζουν τους μαθητές τους σε έναν μουσικό μεσαίωνα… Οι χιλιάδες λοιπόν ημιμαθείς-στραβοδιδαγμένοι απόφοιτοι των «Ωδείων-μπακάλικων», μετά την απόκτηση του πτυχίου-διπλώματός τους, ακολουθούν συνήθως την εξής πορεία:

Ουδέποτε ξαναμελετούν το όργανο-μουσικό αντικείμενο που σπούδασαν, αντιθέτως κλείνονται σε ένα μίζερο δωμάτιο (με ένα συνήθως ξεκούρδιστο όργανο), παραδίδοντας κατ΄οίκον μαθήματα (χωρίς έλεγχο-πρόγραμμα) σε δύστυχα παιδιά.

Αλλά η μουσική σήψη δεν περιορίζεται στους χώρους της κλασσικής μουσικής μόνο! Κάποτε (μέχρι πρόσφατα) η μουσική για χαλαρή διασκέδαση (έντεχνη ή και λαϊκή) συνδεόταν με συνθέτες του βεληνεκούς ενός Χατζιδάκι… και στα βραδινά κέντρα απολάμβανες ερμηνευτές σαν την Γαλάνη και την Αλεξίου… Τώρα τα πρώτα ονόματα είναι άφωνα αγόρια που διαθέτουν νέας τεχνολογίας διορθωτικά μικρόφωνα και οπίσθια αρεστά σε διεστραμμένους μάνατζερ… και κορίτσια που αντί για ωραίες φωνές και σπουδές διαθέτουν ωραίες μεσούλες-μπουτάκια και στόλους υπηρετών (για μακιγιάζ, ντύσιμο, σκηνικά και χορευτικά), συνήθως δωρισμένους από τους γοργά εναλλασσόμενους πλούσιους εραστές τους!

Και φυσικά, αυτά τα αγόρια και κορίτσια διαφημίζονται μετά μανίας από καλοστημένα-εντυπωσιακά τηλεοπτικά σώου, τα οποία έχουν -κάποιοι- το Θράσος να τα αποκαλούν «μουσικές ακαδημίες»…!!!! Όλα αυτά με την ανοχή και συχνά την υποστήριξη της επίσημης πολιτείας… που το μόνο που προσφέρει στον Έλληνα είναι να προβάλλει τις μεγάλες σοβαρές παραστάσεις (στην κρατική ΤV), αραιά και που, στις 3 τα ξημερώματα!

Η μουσική δεν είναι διασκέδαση όπως ίσως οι περισσότεροι σήμερα νομίζουν. Η διασκέδαση μπορεί να προέλθει από τη μουσική διότι η μουσική αποτελεί το μέσον και είναι η πνευματική καλλιέργεια του κάθε ανθρώπου.

Σήμερα η ιδρυματική εξωσχολική μουσική παιδεία στην Ελλάδα παρουσιάζει την εξής εικόνα: Υπάρχουν ανά την επικράτεια περί τα 500 ιδιωτικά και δημοτικά Ωδεία και Μουσικές Σχολές. Κρατικό είναι μόνο το Ωδείο Θεσσαλονίκης, ενώ το Ωδείο Αθηνών είναι απλώς επιχορηγούμενο από το κράτος. Τα τελευταία χρόνια έχουμε και ίδρυση πανεπιστημιακών τμημάτων μουσικής, ενταγμένων στις Φιλοσοφικές Σχολές των Πανεπιστημίων. Το Μουσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών ιδρύθηκε το 1991, ακολουθώντας το πρότυπο του Μουσικού Τμήματος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στα τμήματα αυτά γίνεται κυρίως θεωρητική προσέγγιση του αντικειμένου, ενώ στο Μουσικό Τμήμα του Ιονίου Πανεπιστημίου και στο Μουσικό Τμήμα του προσφάτως ιδρυθέντος Πανεπιστημίου της Μακεδονίας, παράλληλα με τις θεωρητικές σπουδές, υπάρχουν, κατά το πρότυπο των αντίστοιχων πανεπιστημιακών Μουσικών Τμημάτων του εξωτερικού, και σπουδές προχωρημένου επιπέδου πρακτικής οργανικής εκτέλεσης.

Όσα μεγάλα πράγματα και αν κληρονομήσει κανείς, πεθαίνουν, εάν δεν τα περισώσει. Το ερώτημα είναι, εάν εμείς σήμερα θα αποτελέσουμε το παρελθόν του μέλλοντός μας. Χρονολογικά θα είμαστε παρελθόν μετά από 500 χρόνια. Δημιουργικά όμως δεν θα είμαστε, διότι είμαστε στείροι, επειδή μαϊμουδίζουμε, και μάλιστα μαϊμουδίζουμε αλλότριες παραδόσεις.

Αλλά εάν ένας λαός στον κόσμο έχει λιγότερο την ανάγκη να αντιγράφει λόγω της τεράστιας ιστορίας και παράδοσής του και του ασύλληπτου πολιτισμού του, αυτός είναι ο Ελληνικός. Ποιές αξίες και ποιες ιδέες θα διδάξουμε και θα εμπιστευτούμε στα παιδιά μας; Που είναι σήμερα ο λαός που έχτιζε Παρθενώνες; Είναι ο ίδιος λαός που σήμερα βρίσκεται εδώ στην Ελλάδα;

Με την έκφραση «Ελληνική μουσική» εννοούμε συνήθως την μουσική και τα τραγούδια που δημιούργησαν και δημιουργούν Έλληνες και Ελληνίδες, επώνυμα ή ανώνυμα, ατομικά ή συλλογικά, στον ελλαδικό χώρο αλλά και εκτός αυτού.

Η ελληνική μουσική διαφοροποιείται ανάλογα με τις ιστορικές περιόδους. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό η ελληνική μουσική του σήμερα σχετίζεται με παλιότερες μορφές της, υποστηρίζεται όμως από πολλούς Έλληνες και ξένους μουσικολόγους, με κυριότερο τον Σαμουέλ Μπω-Μποβύ, ότι υπάρχει μια συνεχής εξέλιξη από την αρχαία ελληνική μουσική έως και το δημοτικό τραγούδι, η οποία μαρτυρείται, εκτός από τη γλώσσα, στο ρυθμό, τη δομή και τη μελωδία.

Οι έννοιες παιδεία και μουσική είναι περίπου ταυτόσημες ή, τουλάχιστον, η έννοια Μουσική είναι υπάλληλη της έννοιας Παιδεία. Από τις δύο αυτές πανάρχαιες λέξεις, η λέξη παιδεία εκ του παις – παιδός – έχει διατηρήσει έως σήμερα αναλλοίωτο το σημασιολογικό της περιεχόμενο, σήμαινε δηλαδή και σημαίνει πάντοτε τη διαδικασία αλλά και το αποτέλεσμα της εκπαίδευσης.

Ο ηθοπλαστικός χαρακτήρας της μουσικής υπογραμμίζεται στην αρχαιότητα από την θεωρία του ήθους, η οποία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην δια της Μουσικής εκπαίδευση των νέων στην αρχαία Ελλάδα. Ήθος στη μουσική σήμαινε τον ηθικό χαρακτήρα, που μπορεί να εμπνεύσει στην ψυχή η Μουσική.

Σήμερα δυστυχώς η μουσική δεν έχει την ίδια σπουδαιότητα που είχε στην αρχαία Ελλάδα. Κι αυτό γιατί αποτελεί είτε ένα ηχητικό χαλί που μας συνοδεύει ως υπόκρουση στην καθημερινότητά μας, στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, στη βραδινή μας έξοδο, είτε ένα είδος υψηλής τέχνης, που απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά στους λίγους και εκλεκτούς, στους μυημένους. Από κοινό κτήμα κάθε πολίτη από το σχολείο, η μουσική έχει μετατραπεί σε δραστηριότητα λίγων διάσημων δεξιοτεχνών. Φυσικά δεν παραγνωρίζουμε τη μουσική παιδεία που προσφέρουν τα εκπαιδευτήρια του τόπου. Όμως οι ώρες διδασκαλίας πιστεύω πως δεν επαρκούν. Εξάλλου, η προοδευτική εμπορευματοποίηση και η βιομηχανία της μουσικής με την επικράτηση των σουξέ δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια για ανάπτυξη του παιδευτικού της ρόλου. Τέλος, ο μίζερος και καθαρά ορθολογιστικός τρόπος ζωής έχει εξοστρακίσει τις φιλοσοφικές και υπαρξιακές εξάρσεις που αποτελούν τροφή και ερεθίσματα για τους δημιουργούς.

Το παρών και κυρίως το μέλλον της Ελληνικής μουσικής δεν εξαρτάται από το youtube και από τους αγράμματους παραγωγούς της ελληνικής δισκογραφίας. Είναι γνωστό από την αρχαιότητα πως αν δεν υπάρχει παρελθόν δεν μπορεί να υπάρχει και μέλλον. Και όσο επιμελώς αγνοούμε τις παραδόσεις και την ιστορία μας ως Έλληνες δεν είναι δυνατόν να δημιουργήσουμε και να προχωρήσουμε προς τα εμπρός.

Τα μαϊμουδίσματα και οι αντιγραφές των αφρικανικών μονόχορδων και ρυθμών δεν αρμόζουν σε μας τους Έλληνες.

Για να πάμε ένα βήμα εμπρός, πρέπει πρώτα να κάνουμε μερικά βήματα πίσω, να ανακαλύψουμε εμείς οι νεοέλληνες την χαμένη μας ταυτότητα και να κτίσουμε πάνω σε αυτήν. Το μέσον για να γίνει αυτό είναι η ΠΑΙΔΕΙΑ και μέσω της παιδείας θα μπορέσουμε να ξαναανακαλύψουμε και την ΜΟΥΣΙΚΗ.

Διαισθητική νοημοσύνη, μια υπερδύναμη

Αν και σε ορισμένους μπορεί να μοιάζει σαν υπερδύναμη, στην πραγματικότητα η διαισθητική νοημοσύνη βασίζεται μόνο στις γνώσεις και στις εμπειρίες που αποθηκεύει το υποσυνείδητο.

Για πολλούς ανθρώπους, πέρα από ένα δώρο ή δεξιότητα, η διαισθητική νοημοσύνη είναι κάτι που φαίνεται πολύ αντιεπιστημονικό ή ακόμη και υπερφυσικό.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να κατανοήσετε ότι οι ψυχολόγοι ερευνούν τη διαίσθηση εδώ και πολλά χρόνια.

Βιβλία όπως το «Educating Intuition» του Robin M. Hogarth ή το «Intuitive Intelligence: Why We Know What We Know» του Malcolm Gladwell παρέχουν εξαιρετικά παραδείγματα που υπογραμμίζουν τη σημασία αυτής της διάστασης.

Ένα άτομο με διαισθητική νοημοσύνη είναι ικανό να ακούσει τη φωνή του υποσυνείδητού του η οποία καταλήγει σε πιο γρήγορες και χρήσιμες απαντήσεις. Δεν είναι κάποια «μαγική» τέχνη, είναι μια λογική πτυχή της καθημερινής σας ζωής που αξίζει να αναπτύξετε.

Στο σημερινό άρθρο θα σας δώσουμε όλες τις σημαντικές απαντήσεις που χρειάζεστε.
Διαισθητική νοημοσύνη: παράγοντες για την ανάπτυξή της

Μια κοινή και εσφαλμένη αντίληψη είναι ότι η ανθρώπινη διαίσθηση είναι ανεπτυγμένη μόνο στο γυναικείο εγκέφαλο. Αυτό δεν είναι εξ ολοκλήρου αληθές καθώς τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες έχουν αυτή την ικανότητα.

Η μόνη διαφορά είναι ότι οι γυναίκες συνήθως ακούν πιο προσεκτικά αυτή την εσωτερική φωνή τους, τα προαισθήματά τους. Οι γυναίκες συνηθίζουν να δημιουργούν έναν πιο στενό δεσμό με το υποσυνείδητό τους.

Ένα παράξενο φαινόμενο το οποίο σίγουρα θα σας ενδιαφέρει είναι ότι πολλοί άνδρες χρησιμοποιούν τη διαίσθησή τους χωρίς να το καταλάβουν. Σύμφωνα με τον Daniel Goleman, ειδικός στη συναισθηματική νοημοσύνη:
  • Οι χρηματιστές παίρνουν αποφάσεις μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Με τόσο λίγο χρόνο στη διάθεσή τους για να αναλύσουν όλα τα δεδομένα υποκινούνται από τα ένστικτά τους και η διαισθητική νοημοσύνη τους είναι απλώς η αυτόματη αντίδραση των δικών τους εμπειριών.
  • Οι γιατροί, οι ψυχίατροι και άλλοι επαγγελματίες συνήθως χρησιμοποιούν τη διαίσθησή τους καθώς τους δίνει τη δυνατότητα να μπορούν να αναγνωρίζουν κάτι επιφανειακό που βασίζεται στα αποθέματα των γνώσεών τους.
Ας δούμε πώς μπορείτε να αναπτύξετε τη διαισθητική νοημοσύνη σας λίγο περισσότερο.

Μάθετε να εμπιστεύεστε την εσωτερική σας φωνή

Σίγουρα σας έχει συμβεί. Να γνωρίσετε έναν άνθρωπο αλλά να μην ξέρετε αν πρέπει να τον εμπιστευτείτε ή όχι. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να κάνετε λάθος αλλά συνήθως είστε σίγουροι. Μήπως έχετε κάποιο χάρισμα;
  • Φυσικά. Έχετε βιώσει εκατοντάδες, εκατομμύρια εμπειρίες σε όλη τη διάρκεια της ζωής σας που σας έκαναν να μάθετε πράγματα και να καταλήξετε σε συμπεράσματα ακόμη και χωρίς να το κάνετε συνειδητά.
  • Ο εγκέφαλός σας αποθηκεύει και ταξινομεί εικόνες, αισθήσεις, μυρωδιές και άλλες πληροφορίες τόσο βαθιά που σταδιακά σχηματίζει αυτό που γνωρίζουμε ως υποσυνείδητο αλλά στην πραγματικότητα είναι μέρος του εαυτού σας – η ταυτότητά σας, ικανή να δώσει γρήγορες απαντήσεις σε πολύ συγκεκριμένες ερωτήσεις.
Σε αυτό το σημείο μπορεί να αναρωτιέστε αν είναι καλή ιδέα ή όχι να εμπιστεύεστε τη διαίσθησή σας. Η απάντηση είναι ναι.

Η διαισθητική νοημοσύνη σας επιτρέπει να καταλήγετε σε συμπεράσματα πουβρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με την ίδια την ταυτότητά σας, η οποία προσδιορίζει ποιοι είστε. Όσοι αγνοούν τη διαίσθησή τους, αγνοούν και τον ίδιο τους τον εαυτό.

Για παράδειγμα η οικογένειά σας, σας προτείνει να δεχτείτε μια συγκεκριμένη δουλειά. Μπορεί από οικονομικής άποψης να σας διασφαλίζει ένα πιο ασφαλές μέλλον αλλά έχετε ένα προαίσθημα ότι δεν θα είστε ευτυχισμένοι.

Από την άλλη πλευρά, βάση λογικής τα περισσότερα χρήματα ισοδυναμούν με μια καλύτερη ζωή.

Σε αυτή την περίπτωση τι πρέπει να κάνετε;Ακούστε προσεκτικά τη διαίσθησή σας. Συνδέεται άμεσα με τα συναισθήματά σας, τις εμπειρίες σας και την ταυτότητά σας.

Εφόσον ακούσετε τη διαίσθησή σας, προσπαθήστε να επικεντρωθείτε στην περίπτωση με έναν πιο λογικό τρόπο: γιατί θα διάλεγα μια δουλειά η οποία ξέρω ότι δεν θα με κάνει ευτυχισμένο ή ευτυχισμένη; Η διαισθητική νοημοσύνη σας έχει ήδη δώσει την απάντηση.

Σκεφτείτε το «Ζεν»

Ας επικαλεστούμε πάλι τον Daniel Goleman. Σύμφωνα με τον Goleman, οι επικεφαλείς των μεγάλων εταιρειών (όπως η Google ή το Facebook) προτείνουν στους υπαλλήλους τους «να σκέφτονται το Ζεν». Αυτό βασίζεται στα παρακάτω:
  • Όταν πρέπει να βρείτε τη σωστή απάντηση σε κάτι, ακούστε τον εαυτό σας.
  • Όταν λέμε σκεφτείτε το Ζεν, εννοούμε ότι πρέπει πρώτα να φτάσετε σε μια κατάσταση απόλυτης ηρεμίας, παραμερίζοντας τις πιέσεις, το στρες, τις περιορισμένες σκέψεις και τα άγχη. Μόνο τότε θα μπορέσετε να αξιοποιήσετε τη διαίσθησή σας.
  • Μόλις μπορέσετε να συνδεθείτε με αυτή τη βαθιά και προσωπική υπόσταση, με αυτή την εσωτερική φωνή, αφήστε τον εαυτό σας να συνδεθεί και πάλι με τον εξωτερικό κόσμο – αλλά μόνο εκείνα τα στοιχεία που χρειάζονται για να πάρετε μια καινοτόμα, πρωτότυπη και δημιουργική απόφαση.
Όπως βλέπετε, η διαισθητική νοημοσύνη μπορεί να μας φανεί εξαιρετικά χρήσιμη στην καθημερινότητά μας καθώς μας επιτρέπει να ανακαλύπτουμε πιο ισορροπημένες λύσεις, σύμφωνα με τις ανάγκες και την προσωπικότητά μας.

Ορισμένες φορές η ορθολογική και λογική προσέγγιση παραμερίζει αυτά τα στοιχεία που είναι ζωτικής σημασίας για τη συναισθηματική και προσωπική μας ανάπτυξη. Γι’ αυτό το λόγο ποτέ δεν είναι κακό να χρησιμοποιούμε και τα δυο: τη διαίσθηση και τη λογική μας

Να τον αγαπάς τον εαυτό σου, όπως θα 'θελες να σ’ αγαπούν οι άλλοι

Να τον ταξιδεύεις τον εαυτό σου. Να του χαρίζεις ταξίδια, και εικόνες που θα τον γεμίσουν δύναμη και ευφορία. Ακόμη και από αυτά που κάνεις με κλειστά μάτια.

Να τον αφήνεις να ταξιδεύει με όλες του τις αισθήσεις. Να χάνεται σε ανεξερεύνητα μέρη, να μυρίζει μυρωδιές κρυμμένες και παράξενες. Να δοκιμάζει γεύσεις που φτιάχτηκαν μόνο γι’ αυτόν, επειδή κανένας άλλος δεν μπορούσε να τις εκτιμήσει.

Να τον κατευθύνεις τον εαυτό σου. Να μην τον ξεχνάς κολλημένο στο παρελθόν βαλτωμένο, να βουλιάζει σε τελειωμένες σχέσεις και πόνους που τον σημάδεψαν.

Να μην τον αφήνεις να ανησυχεί για το μέλλον, αφαιρώντας του το δικαίωμα να απολαύσει το σήμερα. Η ζωή είναι εδώ και σε προκαλεί να την ζήσεις.

Να τον ξεσηκώνεις τον εαυτό σου. Να τον προτρέπεις να ονειρεύεται και να βάφεις με τα ομορφότερα χρώματα τα όνειρα του. Να βάζεις τα θεμέλια για να μπορέσει να τα υλοποιήσει και κανέναν να μην ακούς ότι δεν θα γίνουν. «Μ’ ακούς»;

Γιατί δίχως όνειρα, μια καλοστημένη μαριονέτα στα χέρια των άλλων θα γίνεις.

Σαν όλους αυτούς που έγιναν – και σου λένε πως δεν μπορείς να τα καταφέρεις.

Να τον ξεκουράζεις τον εαυτό σου. Δεν χρειάζεται να αναλύεις τα πάντα και να σκέφτεσαι τα ενδεχόμενα και τις συνέπειες κάθε ενέργειας σου. Δεν είναι όλα μαθηματικά αποτελέσματα και εξετάσεις που θα κληθείς να βαθμολογηθείς.

Να τον αφήνεις να λειτουργεί αυθόρμητα και παρορμητικά δίχως δεύτερες σκέψεις, ακόμη και εάν φάει τα μούτρα του. Η υπερανάλυση καταστρέφει τη στιγμή. Και η ζωή μας είναι μόνο στιγμές, που εάν δεν τις ζήσεις, θα καταντήσεις ένας συλλέκτης επιλεκτικών εμπειριών, σαν αποστειρωμένος θάλαμος νοσοκομείου.

Να τον γλεντάς τον εαυτό σου. Να γελάς, να ερωτεύεσαι, να πονάς, να κλαις και να γίνεσαι λιώμα από χαρά και από απογοήτευση. Να πίνεις κρασί αναπολώντας παλιές αγάπες και να παθιάζεσαι με τις καινούριες που έρχονται.

Να τον προστατεύεις τον εαυτό σου. Να μην τον χαραμίζεις σε ψεύτικες αγκαλιές. Να μην τον στριμώχνεις στο χώρο, που κάποιοι άνθρωποι σου “επιτρέπουν”. Να μην τον “βολεύεις” σε οικονομικές συμφωνίες και φτηνά αλισβερίσια.

Να μην τον θανατώνεις σε νεκρούς γάμους. Να μην τον βάζεις σε καλούπια, που άλλοι ετοίμασαν για να σε φυλακίσουν. Να μην τον περιφέρεις σε “τσίρκα” που στήθηκαν, για ξένες διασκεδάσεις.

Να τον έχεις ελεύθερο να αποφασίζει. Να τον πηγαίνεις εκεί που ο αέρας είναι καθαρός, να μπορεί να αναπνέει και να γεμίζει η ψυχή με αλήθεια και χαμόγελα.

Να αλητεύει κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι και να τραγουδάει σαν παιδί. Γιατί παιδιά παραμένουμε μέσα μας.

Να τον αγαπάς τον εαυτό σου. Να του το λες και να του το δείχνεις κάθε μέρα. Να τον καλομαθαίνεις σαν μοναχοπαίδι. Να μην του κρατάς κακία και να τον συγχωρείς όταν κάνει λάθη.

Να του δίνεις ανάσες όταν κουράζεται. Να τον ακούς και να τον εμπιστεύεσαι. Να τον αποδέχεσαι όπως είναι και να μην τον συγκρίνεις με τους άλλους.

Και να είσαι περήφανος για ό, τι έχεις καταφέρει. Να τα κάνεις όλα αυτά για τον εαυτό σου, διότι κανένας δεν θα βρεθεί να τα κάνει για σένα.

Και επειδή, με τον τρόπο που αγαπάς ΕΣΥ τον εαυτό σου, έτσι ακριβώς θα μάθουν να σε αγαπούν και οι άλλοι.

Η αλήθεια είναι μυστική

Ο κόσμος που ζούμε είναι γεμάτος μυστικά. Εσύ είσαι γεμάτος μυστικά. Μυστικά που ούτε εσύ ο ίδιος δεν τα γνωρίζεις. Ονειρεύεσαι τα βράδια και όταν ξυπνάς έχεις ξεχάσει το όνειρο για να διαφυλάξεις το μυστικό. Μιλάς και δεν λες την αλήθεια για να μην αποκαλυφθεί το μυστικό σου.

Κρύβεις το σημάδι που έχεις στο σώμα σου για να το κρατήσεις μυστικό.

Και έχεις την αφέλεια να πιστεύεις ότι η άποψη που σου πλασάρουν είναι η αλήθεια.

Όχι, φίλε μου. Την αλήθεια την κρύβουν, όπως ακριβώς την κρύβεις κι εσύ. Την αλήθεια την φοβούνται. Γιατί αν μάθεις την αλήθεια, τότε ο κόσμος δεν θα είναι πια ο ίδιος. ‘Άλλωστε αλήθεια ετυμολογικά είναι (α – στερητικό και λήθη) αυτό που δεν ξεχνιέται, κι αν τυχόν μάθεις την αλήθεια δεν πρόκειται να την ξεχάσεις ποτέ.

Νομίζεις ότι ο κόσμος είναι αυτό που βλέπουν τα μάτια σου, μα τα μάτια σου βλέπουν μόνο ότι βρίσκεται σε ορισμένο φάσμα φωτός. Την υπεριώδη ακτινοβολία, τις ακτίνες γ, τις ακτίνες Χ, δεν τις βλέπεις κι όμως υπάρχουν. Εκτός όμως της δεδομένης επιστημονικής ανικανότητας των ματιών σου σε ορισμένα φάσματα, μην ξεχνάς ότι η επεξεργασία της οπτικής εικόνας γίνεται στον εγκέφαλο. Άρα ο εγκέφαλος σου αποφασίζει τι είναι αυτό που βλέπεις. Δηλαδή, βλέπεις το αποτέλεσμα της επεξεργασίας του εγκεφάλου σου και νομίζεις ότι βλέπεις την αλήθεια. Και εκτός αυτού, ο εγκέφαλος εξηγεί τα πάντα σύμφωνα με αυτά που ταιριάζουν στη λογική σου. Ότι δεν ταιριάζει στην λογική σου, το απορρίπτει ως παράλογο και στο εξηγεί ως οφθαλμαπάτη ή φαντασία. Και αυτή τη λογική που απωθεί ως παράλογο ότι δεν της ταιριάζει στην έχουν διδάξει άλλοι, δεν είναι καν δική σου. Οι άλλοι, λοιπόν, σου έχουν μάθει τι να βλέπεις και επομένως αυτό που βλέπεις είναι αυτό που οι άλλοι θέλουν να δεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες τέσσερις αισθήσεις σου. Ακούς , μυρίζεις , γεύεσαι και πιάνεις ότι σου έχουν μάθει να ακούς, να μυρίζεις, να γεύεσαι και να πιάνεις .

Υπάρχουν στιγμές όμως, που κάποιες αστραπές αλήθειας σκίζουν τον μαύρο ουρανό της λογικής σου και τότε αισθάνεσαι ότι κάτι είδες με το πλάι του ματιού σου. Γυρνάς να το αντικρίσεις κατάματα, αλλά δεν το βλέπεις. Κι όμως είχες αισθανθεί ότι κάτι ήταν εκεί. Αλλά η αστραπή της αλήθειας είναι ορατή μόνο με το πλάι του ματιού, ποτέ κατάματα. Γιατί κατάματα ο φράχτης της λογικής γίνεται πανύψηλος και δεν μπορεί τίποτα να τον διαπεράσει.

Δεν λέω ότι είναι εύκολο να αντικρίσεις την αλήθεια. Λέω όμως, ότι αξίζει να προσπαθήσεις. Και το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνεις είναι να αμφισβητήσεις ότι νομίζεις πως είναι αλήθεια.

Σε έχουν εξαπατήσει οι άρχοντες της καθημερινότητας και σε έχουν κάνει υπηρέτη της “κοινής” λογικής. Μα εσύ δεν είσαι κοινός, είσαι μοναδικός. Και το ξέρεις, το αισθάνεσαι, βλέπεις τα σημάδια, αλλά φοβάσαι να ξεκινήσεις . Φοβάσαι γιατί ξέρεις ότι τον δρόμο της αλήθειας τον διασχίζεις μόνος σου . ΨΕΜΑΤΑ. Οι άλλοι έχουν ήδη ξεκινήσει. Σε περιμένουν.

Υ.Γ. Αν κάποια στιγμή νοιώσεις ένα φιλικό άγγιγμα στην πλάτη και γυρίσεις πίσω σου και δεν δεις κανέναν, μην ανησυχήσεις. Θα είμαι εγώ που θα σου υπενθυμίζω ότι ήρθε η ώρα να ξεκινήσεις.

Διάβαζε όχι για ν’ αντιλέγεις,
να αμφισβητείς, ν’ αναιρείς, να διαψεύδεις και
ανασκευάζεις, όχι για να πιστεύεις,
και να τα παίρνεις όλα για αλήθεια,
άλλα για να κρίνεις και να εκτιμάς σωστά την
κατάσταση και να σκέφτεσαι
σαν λογικός άνθρωπος
”.

Οι Επικούρειοι, οι Στωικοί, οι Σκεπτικοί και η αισθητηριακή αντίληψη ως κριτήριο της αλήθειας

Στωικοί κι επικούρειοι ανάγουν κάθε παραστασιακό περιεχόμενο σε αισθητηριακές εντυπώσεις, αλλά τελικά, μόνο οι επικούρειοι προχωρούν με συνέπεια ως το συμπέρασμα ότι το διακριτικό γνώρισμα της αλήθειας είναι απλώς το συναίσθημα της αναγκαιότητας, με τα όποιο επιβάλλεται η αισθητηριακή αντίληψη στη συνείδηση.

Είναι η ακαταμάχητη προφάνεια ή προδηλότητα (ενάργεια) με την οποία έχει συνδεθεί η πρόσληψη του εξωτερικού κόσμου διαμέσου των αισθήσεων. Κάθε αισθητηριακή αντίληψη καθαυτή είναι αδιαμφισβήτητη. Υπάρχει καθ αυτή σαν ένα άτομο, θα μπορούσαμε να πούμε, μέσα στον κόσμο των παραστάσεων και είναι, αναμφίβολα, ανεξάρτητη και απρόσβλητη από οποιαδήποτε αντίθετη επιχειρηματολογία. Και όταν δημιουργείτε η εντύπωση ότι για τα ίδια αντικείμενα υπάρχουν διαφορετικές και αντιφατικές αισθητηριακές αντιλήψεις, η πλάνη σ’ αυτές τις περιπτώσεις βρίσκεται στις σχετικές γνώμες και όχι στις αισθητηριακές αντιλήψεις, οι οποίες ακριβώς με τη διαφορετικότητά τους αποδείχνουν ότι και οι αφορμές τους είναι διαφορετικές. Γι’ αυτό η σχετικότητα δεν είναι, ένδειξη κατά της ορθότητας των αισθητηριακών αντιλήψεων.

Αλλά οι γνώμες (δόξαι) προχωρούν κατ ανάγκην πιο πέρα από τα άμεσα δεδομένα των αισθητηριακών εντυπώσεων. Γιατί στο πράττειν είναι εντελώς αναγκαία και η γνώση εκείνου που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό, δηλαδή και των αιτίων των φαινομένων (άδηλον) και εκείνων που πρέπει να περιμένουμε ότι στο μέλλον θα προέλθουν από αυτά (προσμένον). Αλλά και για όλες τις παραπέρα λειτουργίες του ψυχικού μηχανισμού δεν υπάρχει κατά τους επικούρειους καμία άλλη εγγύηση εκτός από την αισθητηριακή αντίληψη.

Εφόσον οι έννοιες (προλήψεις) είναι αισθητηριακές εντυπώσεις που τις έχει συγκρατήσει η μνήμη, η βεβαιότητα που έχουμε γι’ αυτές (βεβαιότητα που δεν αποδείχνεται άλλα ούτε και αμφισβητείται) στηρίζεται στην προδηλότητα των αισθητηριακών εντυπώσεων. Αλλά και οι υποθέσεις (υπολήψεις) που διατυπώνονται είτε για τα απρόσιτα στην αισθητηριακή αντίληψη αίτια των πραγμάτων είτε για τα μελλοντικά γεγονότα έχουν κριτήριο την αισθητηριακή αντίληψη, αφού αυτή τις επιβεβαιώνει ή, αντίθετα, τις αναιρεί: το πρώτο αναφέρεται στην πρόγνωση του μέλλοντος, το δεύτερο στις εξηγητικές θεωρίες επικούρειοι λοιπόν δεν υποστηρίζουν ότι η νόηση έχει μια δική της ξεχωριστή πειστικότητα. Αν σωστά περιμένουμε να πραγματοποιηθεί κάτι, μπορούμε να το ξέρουμε μόνο εφόσον πραγματοποιηθεί το γεγονός αυτό. Τούτο σημαίνει ότι οι επικούρειοι είχαν καταρχήν παραιτηθεί από τη διατύπωση μιας πραγματικής θεωρίας της επιστημονικής έρευνας.

Γίνεται έτσι φανερό ότι και τη δική τους μεταφυσική οι επικούρειοι τη θεωρούσαν απλώς υπόθεση που δεν αναιρείται. από τα γεγονότα αλλά, ούτε και επιβεβαιώνεται —υπόθεση που αποσκοπούσε να εκτοπίσει τις άλλες υποθέσεις για τις όποιες είχαν ηθικούς ενδοιασμούς. Έτσι, ο δογματισμός τους είναι προβληματικός. Αλλά και τη γνωσιολογία τους, εφόσον αναφέρεται στην ορθολογική γνώση, τη διαπερνά ένας έντονος σκεπτικισμός. Καθώς παραδέχονταν ότι έγκυρο είναι μόνο αυτό πού θεωρεί “γεγονός” η αισθητηριακή αντίληψη, αλλά και είναι απόλυτα βέβαιο, η άποψή τους είναι δυνατό να χαρακτηριστεί θετικιστική.

Αυτός ο θετικισμός διαμορφώθηκε με ακόμη πιο μεγάλη συνέπεια, και χωρίς τις ηθικές-μεταφυσικές τάσεις του Επίκουρου, στις απόψεις των νεώτερων εμπειρικών ιατρικών σχολών. Οι σχολές αυτές συμφωνούσαν με τους σκεπτικούς σε ότι είχε σχέση με τη γνώση εκείνου που δεν γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις συμφωνούσαν επίσης και με όλες τις ορθολογικές θεωρίες των σκεπτικών. Αντίθετα, παραδέχονταν, όπως και οι επικούρειοι, την προδηλότητα της αισθητηριακής αντίληψης. Περιγράφουν την παρατήρηση (τήρησις) ως το θεμέλιο της ιατρικής τέχνης και υποστηρίζουν ότι η ουσία της θεωρίας έγκειται στην παρατήρηση που έχει συγκρατηθεί μέσα στην ανάμνηση. Ειδικότερα αποκρούουν —για λόγους αρχής— κάθε αιτιολογική ερμηνεία.

Σχετικό με αυτά είναι το γεγονός ότι και οι νεώτεροι σκεπτικοί φιλόσοφοι διερεύνησαν διεξοδικά: την έννοια της αιτιότητας και αποκάλυψαν τις δυσκολίες της. Ήδη ο Αινησίδημος είχε διατυπώσει μια σειρά τέτοιες απορίες, πού τις ξαναβρίσκουμε πιο αναπτυγμένες και πιο ολοκληρωμένες στον Σέξτο τον Εμπειρικό.

Στην αρχή επισημαίνονται τα αδύνατα σημεία των αιτιολογικών θεωριών. Οι θεωρίες αυτές ανάγουν το γνωστό σε κάτι άγνωστο, που κι αυτό δεν έχει εξηγηθεί επιλέγουν χωρίς επαρκή λόγο μία μόνο ερμηνεία ενώ είναι δυνατές και άλλες δεν υποβάλλουν σε προσεχτικό έλεγχο την εμπειρία για ενδεχόμενες αρνητικές ενδείξεις εξηγούν εκείνο που δεν είναι προσιτό στην αισθητηριακή αντίληψη με βάση κάποιο πολύ απλό σχήμα που το γνωρίζουμε διαμέσου της αισθητηριακής αντίληψης και που γι’ αυτό εμφανίζεται σαν αυτονόητο.

Εξετάζονται ακόμη όλες οι γενικές δυσκολίες που μας εμποδίζουν να έχουμε εποπτική εικόνα για τη σχέση αιτίου και αιτιατού. Η διαδικασία της επίδρασης, η μετάβαση από το ένα πράγμα στο άλλο δεν είναι δυνατό να γίνει κατανοητή ούτε αν δεχτούμε ότι αυτό που επιδρά (ως δύναμη)είναι ασώματο ούτε αν δεχτούμε το αντίθετο: γιατί και η επαφή (αφή) που είχε θεωρηθεί (ήδη από τον Αριστοτέλη) conditio sine qua non [απαραίτητη προϋπόθεση] της αιτιοκρατικής διεργασίας δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να την εξηγήσει. Εξάλλου είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί και η χρονική σχέση ανάμεσα στο αίτιο και το αποτέλεσμα.

Αλλά η πιο σημαντική άποψη που εμφανίζεται σ αυτές τις διερευνήσεις είναι η επισήμανση της σχετικότητας της αιτιακής σχέσης: κανένα πράγμα δεν είναι καθαυτό ούτε αιτία ούτε αποτέλεσμα, αλλά μόνο σε σχέση με το άλλο. Αίτιον και πάσχον είναι συσχετικοί χαρακτηρισμοί που δεν πρέπει να τους θέτουμε απόλυτα. Έτσι αποκλείεται και η (στωική) έννοια μιας αιτίας που ενεργεί ουσιαστικά, δηλαδή η έννοια της δημιουργικής θεότητας.

Οι σκεπτικοί της Ακαδημίας αναζητούσαν προς άλλη κατεύθυνση κάποιο υποκατάστατο της έλλογης γνώσης, που κι αυτοί δεν τη θεωρούσαν πια κάτι βέβαιο. Στην καθημερινή ζωή δεν είναι δυνατό να απέχει κανείς από το πράττειν, που είναι υποχρεωτικό. Απαραίτητες είναι επίσης και ορισμένες παραστάσεις που το καθορίζουν. Γι’ αυτό, υποστήριζε ήδη ο Αρκεσίλαος, οι παραστάσεις μπορούν να κινητοποιούν τη βούλησή μας ακόμη και όταν δεν τις δεχόμαστε ως εντελώς σωστές. Στον πρακτικό βίο πρέπει να μας αρκεί μια κάποια εμπιστοσύνη (πίστις) ότι ορισμένες παραστάσεις είναι δυνατό να θεωρούνται πιο πιθανές (εύλογον), πιο σκόπιμες και πιο λογικές από τις άλλες.

Τη θεωρία της πιθανολογίας την ανέπτυξε έπειτα ακόμη περισσότερο ο Καρνεάδης, που προσπάθησε να προσδιορίσει πιο συγκεκριμένα τους επιμέρους αναβαθμούς αυτής της «πίστης» με βάση τις λογικές σχέσεις. Τον μικρότερο βαθμό πιθανότητας τον έχει η απομονωμένη παράσταση, η οποία (ως ασαφής, ατελής μορφή της καθημερινής προδηλότητας —ενάργεια) δεν ανήκει σε κάποιο ευρύτερο πλαίσιο. Πιο μεγάλο βαθμό πιθανότητας έχει η παράσταση που δεν έρχεται σε αντίφαση με τις άλλες παραστάσεις που ανήκουν στο ίδιο πλαίσιο (απερίσπαστος). Στην ανώτατη, τέλος, βαθμίδα πίστης φτάνουμε εκεί όπου ένα ολόκληρο σύστημα από τέτοιες παραστάσεις αποδείχνεται (ότι έχει εσωτερική αλληλουχία και δεν αντιφάσκει προς την εμπειρία.

Η εμπιστοσύνη, λοιπόν, που μπορούμε να έχουμε στην εμπειρία μεγαλώνει καθώς προχωρούμε από τα απομονωμένα δεδομένα των αισθήσεων προς τις λογικές αλληλουχίες της επιστημονικής έρευνας.

Η προνοητικότητα είναι το κλειδί για επιτυχημένη δράση

Η διαφορά μεταξύ ενός σαμουράι που είναι πάντα σε ετοιμότητα κι ενός που δεν είναι εξηγείται στα βιβλία των στρατιωτικών σπουδών. Ο σαμουράι που βρίσκεται πάντα σε κατάσταση ετοιμότητας δεν είναι απλώς κάποιος που, οποιαδήποτε κατάσταση κι αν αντιμετωπίσει, είναι ικανός να τη χειριστεί επιδέξια και αποτελεσματικά, με βάση την εμπειρία του. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι το ζητούμενο είναι η σχολαστική μελέτη του τρόπου με τον οποίο οφείλει κανείς να χειρίζεται όλων των ειδών τις καταστάσεις πριν συμβούν πραγματικά, έτσι ώστε, εάν βρεθεί αντιμέτωπος με μία συγκεκριμένη κατάσταση, να είναι σε θέση να τη χειριστεί σύμφωνα με το πλάνο που έχει ήδη καταστρώσει. Θεωρώ, λοιπόν, ότι ο σαμουράι που έχει προνοήσει για τα πάντα κι έχει οπλίσει την ψυχή του με αποφασιστικότητα είναι πάντα σε ετοιμότητα.

Αυτός που, όταν αντιμετωπίζει μία συγκεκριμένη κατάσταση, ακόμα κι αν τη χειριστεί ικανοποιητικά, θεωρεί ότι αυτό είναι απλώς θέμα καλής τύχης δεν είναι σε ετοιμότητα.

Ο σαμουράι που δεν προνοεί για πράγματα και καταστάσεις θα είναι πάντα απροετοίμαστος κι ανέτοιμος να τις χειριστεί.

ΧΑΓΚΑΚΟΥΡΕ: Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΣΑΜΟΥΡΑΙ

Δεν υπάρχει τίποτα… Ή μήπως υπάρχει;

“Τίποτα στον κόσμο δεν έχει νόημα”. Ο γερο – Γοργίας μετέτρεψε το μηδενιστικό δόγμα σε ανέκδοτο που διηγούμαστε ανέκφραστα για να βγάλει περισσότερο γέλιο.

Η επιχειρηματολογία του Γοργία εξακολουθεί να με τσακίζει.

Ο Γοργίας, διάσημος ρήτορας, ξακουστός για τις σατιρικές μιμήσεις του, ήταν το αρχαιοελληνικό αντίστοιχο ψαγμένου κωμικού σταντ απ. Υποθέτω πως αν η δήλωση “Δεν υπάρχει τίποτα” ειπωθεί με ειρωνικό μειδίαμα μπορεί να αποδειχτεί ξεκαρδιστική. Ο Γοργίας πέθαινε τους αρχαίους Έλληνες στο γέλιο, από τους Δελφούς μέχρι την Ολυμπία, χρεώνοντας είσοδο για τις παραστάσεις του κι εξασφαλίζοντας πολύ άνετη ζωή. Ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι μεταφραστές και οι μελετητές του είναι το ότι δεν μπορούν ποτέ να είναι σίγουροι αν εννοούσε στ’ αλήθεια ό,τι έγραφε ή απλώς έσπαγε πλάκα.

Η τακτική του Γοργία να βγάζει γέλιο μέσα από μια μηδενιστική θεώρηση της ζωής εγείρει κάποια συναρπαστικά ερωτήματα γύρω από το χιούμορ – πώς μπορεί να μας βοηθήσει να ανταπεξέλθουμε στις δυσκολίες και πώς μερικές φορές κάνει ακριβώς το αντίθετο. Οι ψυχολόγοι πιστεύουν ότι το χιούμορ είναι ένας αμυντικός μηχανισμός για να αποστασιοποιούμαστε από αγχογόνες σκέψεις και συναισθήματα. Το σεξ μας προκαλεί άγχος, ιδίως το σεξ που συνιστά μοιχεία, εξού και τα αναρίθμητα αστεία γύρω από το σεξ και την ερωτική απιστία που υπάρχουν σε κάθε κοινωνία. Και, φυσικά, το υπέρτατο άγχος το προκαλεί η συνείδηση της θνητότητας – ειδικά της δικής μας -. οπότε έχουμε και πάλι σχετικά αστεία να φαν’ κι οι κότες.

Πριν από αρκετά χρόνια ο Τομ και εγώ γράψαμε ένα βιβλίο για τη φιλοσοφία της θνητότητας στο οποίο χρησιμοποιήσαμε αστεία με θέμα το θάνατο για να επεξηγήσουμε τις απόψεις διάφορων φιλοσόφων. Ένας δημοσιογράφος μας ρώτησε αν θεωρούσαμε ότι τα αστεία για τον θάνατο πιάνουν όντως, αν πιστεύαμε ότι καθιστούν τη συνειδητοποίηση της θνητότητας λιγότερο τρομακτική. Καλή ερώτηση. Το μόνο που μπόρεσα να απαντήσω ήταν “Μονάχα όταν πιάνουν”.

Υποθέτω πως το ίδιο μπορεί να πει κανείς για τις εξυπνάδες του Γοργία γύρω από την απουσία νοήματος της ζωής.

Εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα του Γοργία σχετικά με την ανυπαρξία των πάντων – από τον ίδιο τον φυσικό κόσμο μέχρι τις αποκαλούμενες κοινωνικές αξίες (χωρίς αυτό να σημαίνει, φυσικά, ότι υπάρχει κοινωνία) – πήγαζαν κατευθείαν από την κυνική καρδιά του. Πρόκειται για έναν από τους πρώτους καταγεγραμμένους μηδενιστές στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, από τους πρώτους διδάξαντες μιας μακράς παράδοσης φιλοσόφων που πέταξαν στον κάλαθο των αχρήστων τα πάντα, ειδικά εκείνη την παράλογη ιδέα ότι η ζωή έχει κάποιο νόημα. Πρώτον και κύριον, ας πούμε, τι νόημα να έχει οτιδήποτε από τη στιγμή που δεν υπάρχει τίποτα;

Ο Γοργίας, καθώς φαίνεται, διήγε ευχάριστο βίο, εντούτοις δεν ασπαζόταν καθόλου τον ηδονισμό ως φιλοσοφία, τουλάχιστον απ’ όσο γνωρίζουμε από τις καταγεγραμμένες διδαχές του. Υποθέτω πως ακόμη κι αν κάποιος στη θεωρία είναι μηδενιστής, μπορεί στην πράξη να είναι ηδονιστής· ένας ηδονικός βίος δεν έχει ανάγκη κανένα φιλοσοφικό νόημα, απλώς να είναι.

Δεν θα κρίνω ad hominem τον Έλληνα φιλόσοφο – πλακατζή με βάση το γεγονός ότι διήγε εξαιρετικά μακρύ κι ευτυχή βίο, κερδίζοντας δεκάδραχμα με το τσουβάλι καθώς περιόδευε από πόλη σε πόλη και κατέπλησσε τα ακροατήριά του. Όμως, δεν μπορώ να μη γελάσω με αυτό που ξεστόμισε στα τελευταία του: Σε ηλικία 104 ετών είπε στο φίλο του τον Αθηναίο ότι απέδιδε την μακροζωία του στο γεγονός ότι “δεν έκανα τίποτα μόνο για την ευχαρίστηση”.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Το σύγχρονο περιβάλλον τροποποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό, που για να ζήσουμε και να συνυπάρξουμε με τα παιδιά πρέπει να τροποποιήσουμε και το γονικό ρόλο. Ο τελευταίος παρουσιάζει, μάλιστα, ένα πεντάπτυχο το οποίο τον αποσαφηνίζει, δίνοντας του τη δυνατότητα να συνειδητοποιηθεί πλήρως και από την κοινωνία. Ειδικότερα, εμφανίζονται οι παρακάτω κατηγορίες γονιών.

• Προστατευτικοί γονείς: Στην περίπτωση αυτή έχουμε υπερβολική αγάπη των γονιών στα παιδιά τους, προσπάθεια για καλή ανατροφή και ταύτιση με το έργο του σχολείου. Ευγένεια αποτελεί βασικό στόχο στην αγωγή ενώ το παιδί τελεί κάτω από συνεχή έλεγχο και εξάρτηση.

• Οι αυστηροί γονείς: Κάνουν μια αναπαραγωγική διαπαιδαγώγηση στα παιδιά τους. Οι αξίες τους αναπαράγονται από τα παιδιά τους, τα οποία θέλουν να πρωτεύουν στο σχολείο ενώ παράλληλα η αυστηρότητα και η κοινωνική αναγνώριση αποτελούν την αφετηρία και το τέρμα στις διαδικασίες και τους στόχους που επιδιώκουν.

• Οι κλασσικοί γονείς: Είναι συνήθως νέοι σε ηλικία και χαρακτηρίζονται από μια αισιοδοξία στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών.
Οι ποινές εδώ είναι περιορισμένες γιατί αντικαθίστανται από την κατανόηση, αφού προσπαθούν το παιδί, μέσω του διαλόγου, να γίνει ένα ομοίωμά τους και να ταυτίζεται με τους κανόνες που οι ίδιοι θέτουν.

• Οι φιλελεύθεροι γονείς: Προσπαθούν να αποδεσμευτούν από το σύνδρομο της δικής τους αγωγής και είναι υπέρ της ελευθερίας και της υπευθυνότητας από τη μεριά του παιδιού. Αποφεύγουν τις απαγορεύσεις και αφήνουν περιθώρια προσωπικών επιλογών στις παιδικές δραστηριότητες. Συνήθως αυτή η αντιαυταρχική διαδικασία στις σχέσεις γονιών και παιδιού διαταράσσεται με την ενηλικίωση του παιδιού, γιατί το παιδί προσανατολίζεται σε δικές του επιλογές χωρίς εξάρτηση από το σπίτι.

• Οι ανεκτικοί γονείς: Είναι συνήθως γονείς που βρίσκονται σε διάσταση και στόχος τους είναι το παιδί να φτάσει στην αυτοπεποίθηση, την ανεξαρτησία και τον ενθουσιασμό. Οι γονείς αυτοί μιλούν με το παιδί για όλα τα θέματα και δεν επηρεάζονται από τη γνώμη και τις παρατηρήσεις του περιβάλλοντος τους για τη συμπεριφορά του παιδιού.

Στην ελληνική παιδαγωγική βιβλιογραφία, σημαντικοί καθηγητές Ψυχολογίας, παρουσιάζοντας σε άλλο επίπεδο την ψυχοδυναμική της οικογένειας, παρατηρούν ότι οι γονείς εντάσσονται βασικά σε στοργικούς- απορριπτικούς και σε διαλεκτικούς-αυταρχικούς. Οι στοργικοί γονείς αποδέχονται το παιδί και δείχνουν κατανόηση για τη συμπεριφορά του, ενώ οι απορριπτικοί το αποδοκιμάζουν και κατέχονται από « θυμική ένταση ». Οι διαλεκτικοί, από την άλλη, ενθαρρύνουν την παιδική αυτονομία, ενώ αντίθετα οι αυταρχικοί απαιτούν απροφάσιστη υποταγή, όπου κυριαρχεί η ετερονομία και καταναγκασμός.

Εκτός, όμως, από τα παραπάνω και σε άλλο πάλι επίπεδο, θα μπορούσε κανείς γενικά να πει ότι το πρώτο και ουσιαστικότερο περιβάλλον του παιδιού είναι η οικογένειά του. Επίδρασή της αρχίζει από την εποχή που ακόμα το βρέφος είναι στην κοιλιά της μάνας του,ακούει τους χτύπους της καρδιάς της και κυκλοφορούν στο σώμα του οι ορμόνες της, ενώ συνεχίζεται κατά την περίοδο που το παιδί ζει τους πρώτους μήνες της ζωής του και βιώνει τις πρώτες επαφές του με το κοινωνικό περιβάλλον. Έτσι, αυτόματα, καταλαβαίνει κανείς εύκολα ότι μια σωστή σχέση αγάπης και κατανόησης, αλληλοβοήθειας και συγχωρητικότητας, μέσα από την ομαλή και επαρκή (οπτική, λεκτική και σωματική) επικοινωνία, θα αποτελέσουν το ιδανικό οικογενειακό κλίμα για να ευδοκιμήσουν οι νέοι βλαστοί. Κι αυτό γιατί το παιδί είναι καρπός της αγάπης των γονιών και δεν τους ξεχωρίζει στη συνείδησή του, άσχετα αν καθένας παίζει διαφορετικό ρόλο σε κάθε φάση της ζωής του. ποιότητα της σχέσης των γονιών αντανακλάται στο αίσθημα ασφάλειας των παιδιών και στην αδιάκοπη συμμόρφωσή τους με τις αρχές που τους δίνονται στα πλαίσια της αγωγής.

Γίνεται από τα παραπάνω φανερό ότι παιδαγωγικός ρόλος των δυο γονέων είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Πιο συγκεκριμένα, και προς αυτή την κατεύθυνση, οι κυριότερες παράμετροι στην προσωπικότητα και συμπεριφορά των γονέων, οι οποίες έχουν άμεση επίδραση στην ηθική ανάπτυξη του παιδιού, είναι οι εξής:

α) Το Υπερεγώ των γονέων: Αν δεχθούμε την άποψη των ψυχοδυναμικών ότι το σημαντικότερο γεγονός στη ηθική ανάπτυξη του παιδιού είναι η ταύτισή του με το γονέα, τότε, όσο πιο ώριμο και πλήρες είναι το Υπερεγώ των γονέων, τόσο ισχυρότερη ηθική συνείδηση και εντονότερο συναίσθημα ενοχής θα διαθέτει το παιδί. Αντίθετα, όσο πιο ελλειμματικό ή υπερβολικά αυστηρό, περιοριστικό και ανελαστικό είναι το Υπερεγώ των γονέων, τόσο χαλαρότερος και ατελέσφορος θα είναι ηθικός εξοπλισμός του παιδιού. Ακόμη, όσο πιο στενή και ζεστή είναι η σχέση αυτή, τόσο πληρέστερη είναι η ταύτιση που τελικά θα πραγματοποιήσει το παιδί. Δυσκολίες στη διαδικασία της ταύτισης δημιουργούνται και στις περιπτώσεις που γονέας είναι «απών» (ορφανά παιδιά, παιδιά διαζευγμένων γονέων ).

β) Η χρήση της λογικής ανάλυσης των συνεπειών των πράξεων: πιο αποτελεσματικός τρόπος ενίσχυσης της ηθικής συμπεριφοράς του παιδιού είναι η ανάλυση των συνεπειών που έχουν οι πράξεις για τα συναισθήματα των άλλων. γονέας που βοηθά το παιδί του να αποκτήσει επίγνωση των συνεπειών των πράξεών του και να νιώθει άγχος για τις τυχόν αρνητικές επιδράσεις των πράξεών του για τους άλλους, εξοπλίζει το παιδί του με μεγαλύτερη αντίσταση στις προκλήσεις για παραπτωματική συμπεριφορά. Για να εδραιωθεί όμως στην ψυχική ζωή του παιδιού το ενδιαφέρον για τους άλλους και το συναίσθημα της φιλαλληλίας, πρέπει απαραίτητα ίδιος γονέας να βιώνει θετικά συναισθήματα – συμπόνιας, συμπαράστασης – προς τους άλλους και προς το ίδιο το παιδί. Παράλληλα δηλαδή προς τη λογική ανάλυση των συνεπειών των πράξεων, γονέας πρέπει να διατηρεί με το παιδί μια ζεστή και στενή σχέση και να δείχνει γενικώς και προς τους συνανθρώπους του συναισθήματα φιλαλληλία.

γ) Οι επιβαλλόμενες ποινές να είναι εξειδικευμένες, συνεπείς, άμεσες και ανάλογες προς το παράπτωμα: Σε περίπτωση που γονέας αποφασίσει να επιβάλει στο παιδί κάποια ποινή, πρέπει να φροντίσει ώστε η τιμωρία να απευθύνεται στη συγκεκριμένη ενέργεια (ή στη συγκεκριμένη κοινωνική συνέπεια της ενέργειας) και ποτέ στο παιδί αορίστως. Οι γονείς θα πρέπει να κάνουν σαφή διάκριση ανάμεσα στο παιδί σαν πρόσωπο, το οποίο πάντοτε αγαπούν και αποδέχονται, και στις πράξεις του παιδιού, τις οποίες μπορεί άλλες να αποδέχονται και άλλες να μην αποδέχονται. σαφής καθορισμός της συγκεκριμένης ενέργειας (ή της συνέπειας της ενέργειας ), η οποία απολήγει σε ποινή, είναι αναγκαίος, γιατί έτσι θα είναι αποτελεσματικότερη η επιθυμητή συνεξάρτηση ανάμεσα στην ανεπίτρεπτη πράξη και στο άγχος της τιμωρίας. Επίσης, οι ποινές είναι αποτελεσματικότερες όταν και οι δύο γονείς ακολουθούν την ίδια πειθαρχική τακτική, καθώς επίσης και όταν και οι δύο γονείς έχουν σταθερά κριτήρια για το τι «επιτρέπεται» και για το τι «απαγορεύεται». Όπου η πειθαρχική τακτική των γονέων έχει συνέπεια, το παιδί νιώθει πιο ασφαλές. Οι γονείς θα πρέπει να ορίζουν όρια μέσα στα οποία το παιδί θα μπορεί να κινείται ελεύθερα αλλά χωρίς να τα υπερβαίνει. Τα όρια όμως αυτά θα πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένα και γνωστά και στα δυο μέρη. Όταν το παιδί αντιμετωπίζει έναν ασυνεπή γονέα, δεν μπορεί να προβλέψει τις αντιδράσεις του γονέα και τελικά νιώθει ότι δεν μπορεί να ασκήσει έλεγχο στο περιβάλλον του.

Τα παιδιά με μια τέτοια αντίληψη του κόσμου δυσκολεύονται να αναπτύξουν αυτό που αποκαλείται εσωτερικός έλεγχος των πράξεων. Τα παιδιά αυτά τελικά πιστεύουν ότι η μοίρα τους είναι στα χέρια των άλλων και αναπτύσσουν μια παθητική στάση απέναντι στη ζωή, το λεγόμενο εξωπροσωπικό έλεγχο των πράξεων. Τέλος, οι ποινές από μέρους των γονέων πρέπει να είναι άμεσες, να επιβάλλονται αμέσως με την έναρξη εκτέλεσης της απαγορευμένης πράξης, και όχι καθυστερημένα. Έτσι, το άγχος που νιώθει το παιδί για την απαγορευμένη πράξη θα επενεργεί ανασταλτικά. Αν οι ποινές επιβάλλονται καθυστερημένα, το παιδί προβαίνει κατά κάποιο τρόπο ανενδοίαστα στην εκτέλεση της απαγορευμένης πράξης, αλλά εκ των υστέρων θα νιώθει τύψεις και θα αναζητεί τη συγνώμη και τη μετάνοια.

δ) Προβολή ηθικών προτύπων για μίμηση: τεράστια μορφοποιός δύναμη της διαδικασίας της μίμησης προτύπων, την οποία προβάλλουν οι συμπεριφοριστές της κοινωνικής μάθησης, είναι αναμφισβήτητη. Είναι αυτονόητο ότι ισχυρότερη ηθικότητα θα αναπτύξει το παιδί που ως παράδειγμα για μίμηση έχει έναν γονέα οποίος συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις ηθικές του διακηρύξεις, γιατί έτσι έχουμε θετική ταύτιση και μίμηση. Αντίθετα, το παιδί που έχει ως πρότυπο προς μίμηση ένα γονέα με ασυνεπή συμπεριφορά και ελαστική ηθικότητα διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο να αποκτήσει και αυτό μια ελλειμματική και ανίσχυρη ηθικότητα.

Από όλα τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι γονέας που έχει μεγαλύτερη πιθανότητα τα παιδί του να αποκτήσει ισχυρή και ώριμη ηθικότητα παρουσιάζει συγχρόνως και τα εξής χαρακτηριστικά:

> Είναι στοργικός, διατηρεί στενή και ζεστή σχέση με το παιδί και εκδηλώνει γενικά θετική στάση προς τους συνανθρώπους του

> Αναλύει και εξηγεί στο παιδί τις αρνητικές συνέπειες που έχουν οι πράξεις για τα συναισθήματα των άλλων και

> Εφαρμόζει και στην πράξη, με το παράδειγμά του, τα όσα ίδιος διακηρύσσει ως λογικά και ώριμα ηθικά κριτήρια και τα οποία απαιτεί από τους άλλους.

Γενικά θα μπορούσε κανείς να πει ότι κύρια επιδίωξη στην όλη διαδικασία της κοινωνικοποίησης είναι η ηθικότητα, δηλαδή η ικανότητα του ατόμου να διακρίνει τι είναι καλό ή κακό τόσο στη δική του συμπεριφορά όσο και στη συμπεριφορά των άλλων.

Τέλος, και με βάση όλα όσα προηγήθηκαν, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι ρόλος των γονέων με το πέρασμα των χρόνων γίνεται όλο και πιο σημαντικός αφού, όπως φάνηκε και παραπάνω, αυτοί αποτελούν τον πρώτο κρίκο σύνδεσης του παιδιού τους με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Στη σύγχρονη, μάλιστα, εποχή με τις όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις, το παιδί έχει ανάγκη από πιο ολοκληρωμένη στήριξη, αφού χαρακτήρας του πρέπει να διαθέτει αρχικά ήθος, ευγένεια και καλούς τρόπους.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΥΠΕΡ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΤΩΝ

ΔΗΜ 16.16–26

(ΔΗΜ 16. Πίστις §6–31) Οι προτάσεις των Λακεδαιμονίων είναι υστερόβουλες – Η ανάγκη συμμαχίας με τους Αρκάδες και ελευθερίας των βοιωτικών και πελοποννησιακών πόλεων.

[16] Δοκοῦσι δέ μοι Λακεδαιμόνιοι μάλα δεινῶν ἔργον ἀνθρώ-
πων ποιεῖν. νῦν γάρ φασιν ἐκεῖνοι δεῖν Ἠλείους μὲν τῆς
Τριφυλίας τινὰ κομίσασθαι, Φλειασίους δὲ τὸ Τρικάρανον,
ἄλλους δέ τινας τῶν Ἀρκάδων τὴν αὑτῶν, καὶ τὸν Ὠρωπὸν
ἡμᾶς, οὐχ ἵν’ ἑκάστους ἡμῶν ἴδωσιν ἔχοντας τὰ αὑτῶν, οὐδ’
ὀλίγου δεῖ· [17] ὀψὲ γὰρ ἂν φιλάνθρωποι γεγονότες εἶεν· ἀλλ’
ἵνα πᾶσι δοκῶσι συμπράττειν ὅπως ἕκαστοι κομίσωνται ταῦθ’
ἅ φασιν αὑτῶν εἶναι, ἐπειδὰν δ’ ἴωσ’ ἐπὶ Μεσσήνην αὐτοί,
συστρατεύωνται πάντες αὐτοῖς οὗτοι καὶ βοηθῶσι προθύμως,
ἢ δοκῶσ’ ἀδικεῖν, περὶ ὧν ἔφασαν ἕκαστοι σφῶν αὐτῶν
εἶναι συμψήφους λαβόντες ἐκείνους, μὴ τὴν ὁμοίαν αὐτοῖς
[χάριν] ἀποδιδόντες. [18] ἐγὼ δὲ νομίζω τὴν πόλιν, πρῶτον μὲν
καὶ χωρὶς τοῦ καθυφεῖναι Λακεδαιμονίοις τινὰς Ἀρκάδων,
Ὠρωπὸν ἂν κομίσασθαι, καὶ μετ’ ἐκείνων, ἂν τὰ δίκαια
ποιεῖν ἐθέλωσι, καὶ μετὰ τῶν ἄλλων τῶν οὐκ οἰομένων δεῖν
Θηβαίους ἐᾶν ἔχειν τἀλλότρια. εἰ δ’ ἄρα τοῦτ’ εὔδηλον
ἡμῖν γένοιτο, ὅτι μὴ Λακεδαιμονίους ἐῶντες τὴν Πελοπόν-
νησον καταστρέψασθαι οὐχ οἷοί τ’ ἐσόμεθ’ Ὠρωπὸν λαβεῖν,
αἱρετώτερον, εἰ οἷόν τ’ εἰπεῖν, ἡγοῦμαι τὸν Ὠρωπὸν ἐᾶν ἢ
Λακεδαιμονίοις Μεσσήνην προέσθαι καὶ Πελοπόννησον. οὐ
γὰρ ἂν ἡγοῦμαι περὶ τούτου μόνον ἡμῖν εἶναι τὸν λόγον πρὸς
ἐκείνους, ἀλλ’ ―ἐάσω τό γ’ ἐπελθὸν εἰπεῖν μοι· περὶ πολλῶν
δ’ ἂν οἶμαι κίνδυνον ἡμῖν γενέσθαι.

[19] Ἀλλὰ μὴν ἅ γέ φασιν πεπρᾶχθαι διὰ Θηβαίους τοῖς
Μεγαλοπολίταις ὑπεναντία πρὸς ἡμᾶς, ἄτοπον νῦν [μὲν] ἐν
κατηγορίας μέρει ποιεῖσθαι, βουλομένων δὲ γενέσθαι φίλων
αὐτῶν, ἵνα τοὐναντίον εὖ ποιῶσιν ἡμᾶς, βασκαίνειν καὶ
σκοπεῖν ἐξ ὅτου τρόπου μὴ γενήσονται, καὶ μὴ γιγνώσκειν
ὅτι, ὅσῳ ἂν σπουδαιοτέρους τούτους περὶ Θηβαίους γεγενη-
μένους ἀποδείξωσι, τοσούτῳ πλείονος ὀργῆς αὐτοὶ δικαίως
ἂν τυγχάνοιεν, εἰ τοιούτων συμμάχων τὴν πόλιν, ὅτ’ ἐφ’
ὑμᾶς προτέρους ἦλθον ἢ Θηβαίους, ἀπεστέρησαν. [20] ἀλλ’,
οἶμαι, ταῦτα μέν ἐστι δεύτερον ἀνθρώπων βουλομένων ἑτέ-
ρων ποιῆσαι τούτους συμμάχους. ἐγὼ δ’ οἶδα, ὅσ’ ἂν ἐκ
λογισμοῦ σκοπῶν τις εἰκάσαι, καὶ τοὺς πολλοὺς οἶμαι ὑμῶν
ἐμοὶ ταὐτὰ φήσειν, ὅτι εἰ λήψονται Μεγάλην πόλιν Λακε-
δαιμόνιοι, κινδυνεύσει Μεσσήνη· εἰ δὲ καὶ ταύτην λήψονται,
φήμ’ ἡμᾶς ἔσεσθαι συμμάχους Θηβαίων. [21] πολὺ δὴ κάλλιον
καὶ ἄμεινον τὴν μὲν Θηβαίων συμμαχίαν αὐτοὺς παραλα-
βεῖν, τῇ δὲ Λακεδαιμονίων πλεονεξίᾳ μὴ ’πιτρέψαι, ἢ νῦν
ὀκνοῦντας μὴ τοὺς Θηβαίων σώσωμεν συμμάχους, τούτους
μὲν προέσθαι, πάλιν δὲ σῴζειν αὐτοὺς τοὺς Θηβαίους, καὶ
προσέτ’ ἐν φόβῳ καθεστάναι περὶ ἡμῶν αὐτῶν. [22] οὐ γὰρ
ἔγωγ’ ἀδεὲς τοῦθ’ ὑπολαμβάνω τῇ πόλει, τὸ λαβεῖν Μεγά-
λην πόλιν Λακεδαιμονίους καὶ πάλιν γενέσθαι μεγάλους.
ὁρῶ γὰρ αὐτοὺς καὶ νῦν οὐχ ὑπὲρ τοῦ μὴ παθεῖν τι κακὸν
πολεμεῖν αἱρουμένους, ἀλλ’ ὑπὲρ τοῦ κομίσασθαι τὴν πρό-
τερον οὖσαν αὑτοῖς δύναμιν· ὧν δ’, ὅτ’ ἐκείνην εἶχον, ὠρέ-
γοντο, ταῦθ’ ὑμεῖς μᾶλλον ἴσως εἰδότες ἢ ’γὼ φοβοῖσθ’ ἂν
εἰκότως.

[23] Ἡδέως δ’ ἂν πυθοίμην τῶν λεγόντων καὶ τοὺς Θηβαίους
μισεῖν φασκόντων καὶ τοὺς Λακεδαιμονίους, πότερ’ ἑκάτεροι
μισοῦσιν, οὓς δὴ μισοῦσιν, ὑπὲρ ὑμῶν καὶ τοῦ συμφέροντος
ὑμῖν, ἢ ὑπὲρ Λακεδαιμονίων μὲν Θηβαίους, ὑπὲρ δὲ Θηβαίων
Λακεδαιμονίους ἑκάτεροι. εἰ μὲν γὰρ ὑπὲρ ἐκείνων, οὐδετέ-
ροις ὡς μαινομένοις πείθεσθαι προσήκει· εἰ δ’ ὑπὲρ ὑμῶν
φήσουσι, τί πέρα τοῦ καιροῦ τοὺς ἑτέρους ἐπαίρουσιν; [24] ἔστι
γάρ, ἔστι Θηβαίους ταπεινοὺς ποιεῖν ἄνευ τοῦ Λακεδαι-
μονίους ἰσχυροὺς καθιστάναι, καὶ πολύ γε ῥᾷον· ὡς δ’, ἐγὼ
πειράσομαι πρὸς ὑμᾶς εἰπεῖν. ἴσμεν ἅπαντες τοῦθ’ ὅτι τὰ
μὲν δίκαια πάντες, ἐὰν καὶ μὴ βούλωνται, μέχρι τού γ’
αἰσχύνονται μὴ πράττειν, τοῖς δ’ ἀδίκοις ἐναντιοῦνται φανε-
ρῶς, ἄλλως τε κἄν τινες βλάπτωνται· καὶ τοῦτο λυμαινό-
μενον πάνθ’ εὑρήσομεν, καὶ ταύτην ἀρχὴν οὖσαν πάντων
τῶν κακῶν, τὸ μὴ ’θέλειν τὰ δίκαια πράττειν ἁπλῶς. [25] ἵνα
τοίνυν μὴ τοῦτ’ ἐμποδὼν γένηται τῷ Θηβαίους γενέσθαι
μικρούς, τὰς μὲν Θεσπιὰς καὶ τὸν Ὀρχομενὸν καὶ τὰς
Πλαταιὰς κατοικίζεσθαι φῶμεν δεῖν καὶ συμπράττωμεν
αὐτοῖς καὶ τοὺς ἄλλους ἀξιῶμεν (ταῦτα γὰρ καὶ καλὰ καὶ
δίκαια, μὴ περιορᾶν πόλεις ἀρχαίας ἐξανεστώσας), τὴν δὲ
Μεγάλην πόλιν καὶ τὴν Μεσσήνην μὴ προώμεθα τοῖς ἀδι-
κοῦσι, μηδ’ ἐπὶ τῇ προφάσει τῇ Πλαταιῶν καὶ Θεσπιῶν τὰς
οὔσας καὶ κατοικουμένας πόλεις ἀναιρεθείσας περιίδωμεν.
[26] κἂν ᾖ ταῦτα πρόδηλα, οὐδεὶς ὅστις οὐ βουλήσεται παύσασθαι
Θηβαίους ἔχοντας τὴν ἀλλοτρίαν· εἰ δὲ μή, πρῶτον μὲν
ἐναντίους ἕξομεν πρὸς ἐκεῖνα τούτους εἰκότως, ὅταν ἡγῶνται
τὴν ἐκείνων κατοίκισιν αὑτοῖς ὄλεθρον φέρειν, εἶτ’ ἀνήνυτα
πράγμαθ’ ἕξομεν αὐτοί· τί γὰρ ὡς ἀληθῶς ἔσται πέρας,
ὅταν ἀεὶ τὰς μὲν οὔσας πόλεις ἐῶμεν ἀναιρεῖν, τὰς δ’
ἀνῃρημένας ἀξιῶμεν οἰκίζειν;

***
[16] Μου φαίνονται δε οι Λακεδαιμόνιοι, ότι κάμνουν έργον πολύ επιτηδείων ανθρώπων. Διότι τώρα εκείνοι λέγουν, ότι πρέπει οι Ηλείοι μεν να ανακτήσουν την Τριφυλίαν, οι Φλιάσιοι το Τρικάναρον, μερικοί δε άλλοι εκ των Αρκάδων την χώραν των, ημείς δε τον Ωρωπόν, όχι διά να ίδουν έκαστον εξ ημών να έχη τας κτήσεις του, ουδέ κατ' ελαχίστην προσέγγισιν δεν συμβαίνει τοιούτον τι· [17] διότι ήθελον γίνει αργά φιλάνθρωποι. Αλλά θέλουν όλα αυτά διά να φαίνωνται εις όλους ότι βοηθούν τους άλλους να αποκτήση έκαστος όσα λέγει ότι ανήκουν εις αυτόν, όταν δε βαδίζουν αυτοί εναντίον της Μεσσήνης, να εκστρατεύουν όλοι αυτοί μαζί τους και τους βοηθούν προθύμως, ει δε μη, να φαίνεται, ότι αδικούν, αφού απέκτησαν εκείνους βοηθούς δι' όσα έκαστος από αυτούς έλεγεν ότι είναι ιδικά του, χωρίς να ανταποδώσουν την ιδίαν ευγνωμοσύνην προς αυτούς. [18] Εγώ δε νομίζω ότι η πόλις μας πρώτον μεν ήθελε δυνηθή να ανακτήση τον Ωρωπόν με την βοήθειαν των Λακεδαιμονίων και χωρίς να θυσιάση κανένα εκ των Αρκάδων εις αυτούς, αν θέλουν να πράττουν τα δίκαια, ακόμη δε με την βοήθειαν άλλων, οι οποίοι νομίζουν, ότι οι Θηβαίοι δεν πρέπει να έχουν τας ξένας κτήσεις. Εάν δε λοιπόν τούτο γίνη φανερόν εις σας, ότι μη αφήνοντες τους Λακεδαιμονίους να υποτάξουν την Πελοπόννησον δεν θα δυνηθώμεν να ανακτήσωμεν τον Ωρωπόν, νομίζω ότι είναι προτιμότερον, αν επιτρέπεται να είπω τούτο, να αφήσωμεν τον Ωρωπόν παρά να εγκαταλείψωμεν την Μεσσήνην και την Πελοπόννησον εις τους Λακεδαιμονίους. Διότι, νομίζω, ότι δεν είναι ο λόγος μόνον περί τούτου εις τας σχέσεις μας προς εκείνους… αλλά δεν θα είπω βέβαια εκείνο που μου ήλθεν εις τον νουν, αρκεί δε να δείξω, ότι απειλούμεθα από πολλούς κινδύνους.

[19] Αλλ' όμως όσα βεβαίως λέγουν, ότι έχουν πραχθή εχθρικά εξ αιτίας των Θηβαίων προς ημάς υπό των Μεγαλοπολιτών, τώρα μεν είναι άτοπον να θεωρώμεν ως κατηγορίας, εν ω δε θέλουν αυτοί να γίνουν φίλοι, ίνα τουναντίον μας ευεργετούν, να τους ψέγωμεν και να φροντίζωμεν πώς δεν θα γίνουν σύμμαχοί μας και να μη γνωρίζουν, ότι όσον περισσοτέρας υπηρεσίας αποδείξουν ότι ούτοι προσέφεραν προς τους Θηβαίους, τόσον περισσοτέρας οργής θα ήσαν αυτοί άξιοι και δικαίως, διότι τοιούτων συμμάχων εστέρησαν την πόλιν, ότε ήλθαν προς ημάς προηγουμένως παρά προς τους Θηβαίους. [20] Αλλά, νομίζω, είναι δευτέρα φορά κατά την οποίαν, ενώ έρχονται άνθρωποι οι οποίοι θέλουν να γίνουν σύμμαχοί μας, προσπαθούμεν να τους κάμωμεν συμμάχους άλλων. Εγώ δε νομίζω, ότι, όσον δύναται τις να συμπεράνη βασιζόμενος εις το λογικόν του ―και νομίζω, ότι οι περισσότεροι από σας θα συμφωνήσουν μαζί μου εις αυτά―, ότι, εάν καταλάβουν την Μεγάλην πόλιν οι Λακεδαιμόνιοι, θα κινδυνεύση η Μεσσήνη· εάν δε καταλάβουν και ταύτην, νομίζω, ότι ημείς θα είμεθα σύμμαχοι των Θηβαίων· [21] πολύ λοιπόν εντιμότερον και συμφερώτερον είναι τους μεν συμμάχους των Θηβαίων ημείς να παραλάβωμεν, να μη υποχωρήσωμεν δε εις την πλεονεξίαν των Λακεδαιμονίων, παρά τώρα διστάζοντες μήπως σώσωμεν τους συμμάχους των Θηβαίων, τούτους μεν να αφήσωμεν εις την τύχην των, πάλιν δε να σώζωμεν αυτούς τούτους τους Θηβαίους και προσέτι να φοβώμεθα δι' ημάς τους ιδίους. [22] Διότι εγώ βέβαια νομίζω μέγαν φόβον διά την πόλιν μας το να καταλάβουν οι Λακεδαιμόνιοι την Μεγάλην πόλιν και να γίνουν πάλιν μεγάλοι. Διότι βλέπω, ότι αυτοί και τώρα προτιμούν να πολεμούν όχι δια να μη πάθουν κακόν τι, αλλά διά να ανακτήσουν την υπάρχουσαν πρότερον εις αυτούς δύναμιν· εκείνα δε τα οποία επεθύμουν, ότε είχον εκείνην την δύναμιν, ταύτα σεις περισσότερον ίσως γνωρίζοντες παρά εγώ ηθέλετε φοβείσθε ευλόγως. [23] Ευχαρίστως δε εγώ ήθελον πληροφορηθή από τους διισχυριζομένους ότι μισούν τους Θηβαίους και τους Λακεδαιμονίους, ποίον εκ των δύο, καθείς από αυτούς μισεί εκείνους τους οποίους μισεί προς χάριν σας και προς χάριν του συμφέροντός σας ή μισεί τους Θηβαίους μεν προς χάριν των Λακεδαιμονίων, τους Λακεδαιμονίους δε προς χάριν των Θηβαίων. Διότι, αν μεν μισούν υπέρ του συμφέροντος εκείνων, έχετε υποχρέωσιν ούτε εις τους μεν ούτε εις τους δε να πείθεσθε, διότι δεν σκέπτονται ορθώς· εάν δε είπουν ότι μισούν προς το συμφέρον σας, διατί παρακαίρως ενθαρρύνουν τους άλλους;

[24] Διότι είναι δυνατόν, να είσθε βέβαιοι, να ταπεινώσωμεν τους Θηβαίους χωρίς να κάμωμεν ισχυρούς τους Λακεδαιμονίους και τούτο δύναται βέβαια να γίνη πολύ ευκόλως, πώς δε, εγώ θα προσπαθήσω να αναπτύξω προς σας. Όλοι γνωρίζομεν τούτο, ότι τα μεν δίκαια όλοι, και αν ακόμη δεν θέλουν, εντρέπονται κάπως να μη τα πράττουν, εναντιώνονται δε φανερά κατά των αδίκων και μάλιστα όταν βλάπτωνται από αυτά· και τούτο θα εύρωμεν ότι καταστρέφει πάντα και ότι αυτή είναι η αρχή όλων των κακών, το να μη θέλουν απλούστατα να πράττουν τα δίκαια οι άνθρωποι. [25] Λοιπόν, ίνα μη η συμμαχία αύτη εμποδίση να γίνουν μικροί οι Θηβαίοι, ας προτείνωμεν αι Θεσπιαί και ο Ορχομενός και αι Πλαταιαί να οικισθούν πάλιν και ας συμπράττωμεν με αυτούς και ας αξιώμεν και οι άλλοι να εργάζωνται προς τούτο ― διότι αυτά και δίκαια και έντιμα είναι να μη αφήνωμεν πόλεις αρχαίας να είναι κατεστραμμέναι―, την δε Μεγάλην πόλιν και την Μεσσήνην ας μη αφήσωμεν εις την διάθεσιν των αδικούντων, μηδέ να επιτρέψωμεν να μεταχειρισθούν τας Πλαταιάς και Θεσπιάς ως παράδειγμα διά να μας πείσουν να αφήσωμεν να καταστραφούν πόλεις υπάρχουσαι και κατοικούμεναι. [26] Και αν ταύτα διακηρύξωμεν φανερά, κανείς δεν θα θελήση να μη θέση τέρμα εις τας καταχρήσεις των Θηβαίων. Ει δε μη, αν πράξωμεν διαφορετικά, πρώτον μεν θα έχωμεν εναντίον μας τους Θηβαίους, πράγμα φυσικόν, όταν νομίζουν ότι η κατοίκησις των πόλεων τούτων θα είναι ο όλεθρός των, και έπειτα δεν θα καταλήξωμεν εις κανέν αποτέλεσμα· διότι αληθώς ποίον θα είναι το αποτέλεσμα, όταν τας μεν υπαρχούσας πόλεις αφήνωμεν να καταστρέφουν την μίαν μετά την άλλην, έχωμεν δε την αξίωσιν τας κατεστραμμένας πόλεις να οικίζωμεν πάλιν;