ΧΟ. ἔμβα χώρει.
ἆρ᾽ ἔστι τῶν ἀνδρῶν τις ἡμῖν ὅστις ἐπακολουθεῖ;
480 στρέφου, σκόπει,
φύλαττε σαυτὴν ἀσφαλῶς, —πολλοὶ γὰρ οἱ πανοῦργοι—,
μή πού τις ἐκ τοὔπισθεν ὢν τὸ σχῆμα καταφυλάξῃ.
ἀλλ᾽ ὡς μάλιστα τοῖν ποδοῖν ἐπικτυπῶν βάδιζε. [στρ.]
ἡμῖν δ᾽ ἂν αἰσχύνην φέροι
485 πάσαισι παρὰ τοῖς ἀνδράσιν τὸ πρᾶγμα τοῦτ᾽ ἐλεγχθέν.
πρὸς ταῦτα συστέλλου σεαυ-
τὴν καὶ περισκοπουμένη
‹τὰ πάντ᾽ ἄθρει,› κἀκεῖσε καὶ
τἀκ δεξιᾶς, μὴ ξυμφορὰ γενήσεται τὸ πρᾶγμα.
ἀλλ᾽ ἐγκονῶμεν· τοῦ τόπου γὰρ ἐγγύς ἐσμεν ἤδη,
490 ὅθενπερ εἰς ἐκκλησίαν ὡρμώμεθ᾽ ἡνίκ᾽ ᾖμεν.
τὴν δ᾽ οἰκίαν ἔξεσθ᾽ ὁρᾶν, ὅθενπερ ἡ στρατηγὸς
ἔσθ᾽, ἡ τὸ πρᾶγμ᾽ εὑροῦσ᾽ ὃ νῦν ἔδοξε τοῖς πολίταις.
ὥστ᾽ εἰκὸς ἡμᾶς μὴ βραδύνειν ἔστ᾽ ἐπαναμενούσας [ἀντ.]
πώγωνας ἐξηρτημένας,
495 μὴ καί τις ὄψεθ᾽ ἡμέρας χἠμῶν ἴσως κατείπῃ.
ἀλλ᾽ εἶα δεῦρ᾽ ἐπὶ σκιᾶς
ἐλθοῦσα πρὸς τὸ τειχίον
παραβλέπουσα θἀτέρῳ
πάλιν μετασκεύαζε σαυτὴν αὖθις ἥπερ ἦσθα.
500 καὶ μὴ βράδυν᾽· ὡς τήνδε καὶ δὴ τὴν στρατηγὸν ἡμῶν
χωροῦσαν ἐξ ἐκκλησίας ὁρῶμεν. ἀλλ᾽ ἐπείγου
ἅπασα καὶ μίσει σάκον πρὸς τοῖν γναθοῖν ἔχουσα·
χαὖται γὰρ ἥκουσιν πάλαι τὸ σχῆμα τοῦτ᾽ ἔχουσαι.
ΠΡ. ταυτὶ μὲν ἡμῖν, ὦ γυναῖκες, εὐτυχῶς
505 τὰ πράγματ᾽ ἐκβέβηκεν ἁβουλεύσαμεν.
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα πρίν τιν᾽ ἀνθρώπων ἰδεῖν,
ῥιπτεῖτε χλαίνας, ἐμβὰς ἐκποδὼν ἴτω,
χάλα συναπτοὺς ἡνίας Λακωνικάς,
βακτηρίας ἄφεσθε. καὶ μέντοι σὺ μὲν
510 ταύτας κατευτρέπιζ᾽· ἐγὼ δὲ βούλομαι
εἴσω παρερπύσασα πρὶν τὸν ἄνδρα με
ἰδεῖν, καταθέσθαι θοἰμάτιον αὐτοῦ πάλιν
ὅθενπερ ἔλαβον τἄλλα θ᾽ ἁξηνεγκάμην.
ΧΟ. κεῖται ‹καὶ› δὴ πάνθ᾽ ἅπερ εἶπας. σὸν δ᾽ ἔργον τἄλλα διδάσκειν,
515 ὅ τί σοι δρῶσαι ξύμφορον ἡμεῖς δόξομεν ὀρθῶς ὑπακούειν.
οὐδεμιᾷ γὰρ δεινοτέρᾳ σου ξυμμείξασ᾽ οἶδα γυναικί.
ΠΡ. περιμείνατέ νυν, ἵνα τῆς ἀρχῆς ἣν ἄρτι κεχειροτόνημαι,
ξυμβούλοισιν πάσαις ὑμῖν χρήσωμαι. καὶ γὰρ ἐκεῖ μοι
ἐν τῷ θορύβῳ καὶ τοῖς δεινοῖς ἀνδρειόταται γεγένησθε.
***
(Μπαίνει από τα δεξιά ο Χορός των γυναικών, αντρικά ντυμένος.)
ΚΟΡ. Δρόμο! Βιαστείτε!
Μπας και κανείς μαντράχαλος μας πήρε το κατόπι.
480Κοιτάτε πάντα πίσω
να προφυλάγεστε καλά, τι ᾽ναι πολύ αλεπούδες
να μη μας πάρουν μυρωδιά πως είμαστε γυναίκες.
ΧΟΡ. Και περπατάτε ασίκικα βροντώντας το τακούνι [στρ.]
τι θα ᾽ταν ολονώ μας
ντροπή μεγάλη να μας πιάσουν άξαφνα στα πράσα.
Να διπλοτυλιχτείτε
και να γυροβιγλίζετε
με μάτια δεκατέσσερα
δεξιά ζερβά σας.
Μη μας γενεί καταστροφή η άξια μας τούτη πράξη.
Πιο γρήγορα και φτάνουμε πολύ κοντά στο μέρος,
490απ᾽ όπου ξεκινήσαμε στη σύναξη να πάμε.
Νά! Και το σπίτι φάνηκε της στρατηγίνας, που ᾽χε
την έμπνευση που σήμερα την ψήφισε ο λαός μας.
Γι᾽ αυτό να μην αργοπορούμε και στεκόμαστ᾽ έτσι [αντ.]
με τα γένια τούτα.
Βγάλτε τα, μη μας δει κανείς και πάει και μας προδώσει.
Εδώ στον ίσκιο ελάτε
στη μάντρ᾽ αυτήνε απόγυρα
και να γυροκοιτάτε
να ξαναγίνουμε και πάλε ό,τ᾽ είμαστε: γυναίκες.
500Και μην χασομεράτε. Νά ζυγώνει η στρατηγίνα,
γυρίζει από τη σύναξη. Τί στέκεστε; Βιαστείτε,
πετάχτε από τα μάγουλα τις κατσικότριχές σας.
Νά! Βλέπω οι άλλες κι έρχονται γυναίκες, σαν και πρώτα.
ΠΡΑ. Καλά τα καταφέραμε ως την ώρα,
καθώς τα μελετήσαμε, ω γυναίκες.
Τώρα βγάλτε τις χλαίνες και πετάχτε
τ᾽ άρβυλα, πριν μας πάρει αντρίκιο μάτι.
(Σε μιαν απ᾽ όλες)
Ε συ, τί στέκεις; Λύσε τα κορδόνια σου.
(Σ᾽ όλες)
Όλες σας, ρίχτε πέρα τα ραβδιά σας.
(Στην Κορυφαία)
510Και συ, κυρά μου, σιάξε τις. Εγώ
πάω, να γλιστρήσω μέσα μουλωχτά
να μη με νιώσει ο μάπας, να γδυθώ
τα ρούχα του και να τα ξαναβάλω
όθες τα πήρα — κι ό,τι άλλο δικό του.
(Οι γυναίκες του Χορού σωριάζουν χάμου τ᾽ αντρίκια ρούχα τους κ.λπ.)
ΚΟΡ. Όλα χάμου, γιά κοίτα, σωρός. Τώρα μάθε μας
τα καλά και συμφέροντα κι όλες σ᾽ ακούμε...
Από σένα πιο ξύπνια δεν είδαμε.
ΠΡΑ. Τοιμαστείτε. Μ᾽ εκλέξατε πριν από λίγο
κυβερνήτη του κράτους κι εγώ θα ᾽χω εσάς
συμβουλάτορες σ᾽ ό,τι κι αν κάνω. Στης μάχης
την αντάρα σταθήκαμε πρωτοπαλίκαρα.
ἆρ᾽ ἔστι τῶν ἀνδρῶν τις ἡμῖν ὅστις ἐπακολουθεῖ;
480 στρέφου, σκόπει,
φύλαττε σαυτὴν ἀσφαλῶς, —πολλοὶ γὰρ οἱ πανοῦργοι—,
μή πού τις ἐκ τοὔπισθεν ὢν τὸ σχῆμα καταφυλάξῃ.
ἀλλ᾽ ὡς μάλιστα τοῖν ποδοῖν ἐπικτυπῶν βάδιζε. [στρ.]
ἡμῖν δ᾽ ἂν αἰσχύνην φέροι
485 πάσαισι παρὰ τοῖς ἀνδράσιν τὸ πρᾶγμα τοῦτ᾽ ἐλεγχθέν.
πρὸς ταῦτα συστέλλου σεαυ-
τὴν καὶ περισκοπουμένη
‹τὰ πάντ᾽ ἄθρει,› κἀκεῖσε καὶ
τἀκ δεξιᾶς, μὴ ξυμφορὰ γενήσεται τὸ πρᾶγμα.
ἀλλ᾽ ἐγκονῶμεν· τοῦ τόπου γὰρ ἐγγύς ἐσμεν ἤδη,
490 ὅθενπερ εἰς ἐκκλησίαν ὡρμώμεθ᾽ ἡνίκ᾽ ᾖμεν.
τὴν δ᾽ οἰκίαν ἔξεσθ᾽ ὁρᾶν, ὅθενπερ ἡ στρατηγὸς
ἔσθ᾽, ἡ τὸ πρᾶγμ᾽ εὑροῦσ᾽ ὃ νῦν ἔδοξε τοῖς πολίταις.
ὥστ᾽ εἰκὸς ἡμᾶς μὴ βραδύνειν ἔστ᾽ ἐπαναμενούσας [ἀντ.]
πώγωνας ἐξηρτημένας,
495 μὴ καί τις ὄψεθ᾽ ἡμέρας χἠμῶν ἴσως κατείπῃ.
ἀλλ᾽ εἶα δεῦρ᾽ ἐπὶ σκιᾶς
ἐλθοῦσα πρὸς τὸ τειχίον
παραβλέπουσα θἀτέρῳ
πάλιν μετασκεύαζε σαυτὴν αὖθις ἥπερ ἦσθα.
500 καὶ μὴ βράδυν᾽· ὡς τήνδε καὶ δὴ τὴν στρατηγὸν ἡμῶν
χωροῦσαν ἐξ ἐκκλησίας ὁρῶμεν. ἀλλ᾽ ἐπείγου
ἅπασα καὶ μίσει σάκον πρὸς τοῖν γναθοῖν ἔχουσα·
χαὖται γὰρ ἥκουσιν πάλαι τὸ σχῆμα τοῦτ᾽ ἔχουσαι.
ΠΡ. ταυτὶ μὲν ἡμῖν, ὦ γυναῖκες, εὐτυχῶς
505 τὰ πράγματ᾽ ἐκβέβηκεν ἁβουλεύσαμεν.
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα πρίν τιν᾽ ἀνθρώπων ἰδεῖν,
ῥιπτεῖτε χλαίνας, ἐμβὰς ἐκποδὼν ἴτω,
χάλα συναπτοὺς ἡνίας Λακωνικάς,
βακτηρίας ἄφεσθε. καὶ μέντοι σὺ μὲν
510 ταύτας κατευτρέπιζ᾽· ἐγὼ δὲ βούλομαι
εἴσω παρερπύσασα πρὶν τὸν ἄνδρα με
ἰδεῖν, καταθέσθαι θοἰμάτιον αὐτοῦ πάλιν
ὅθενπερ ἔλαβον τἄλλα θ᾽ ἁξηνεγκάμην.
ΧΟ. κεῖται ‹καὶ› δὴ πάνθ᾽ ἅπερ εἶπας. σὸν δ᾽ ἔργον τἄλλα διδάσκειν,
515 ὅ τί σοι δρῶσαι ξύμφορον ἡμεῖς δόξομεν ὀρθῶς ὑπακούειν.
οὐδεμιᾷ γὰρ δεινοτέρᾳ σου ξυμμείξασ᾽ οἶδα γυναικί.
ΠΡ. περιμείνατέ νυν, ἵνα τῆς ἀρχῆς ἣν ἄρτι κεχειροτόνημαι,
ξυμβούλοισιν πάσαις ὑμῖν χρήσωμαι. καὶ γὰρ ἐκεῖ μοι
ἐν τῷ θορύβῳ καὶ τοῖς δεινοῖς ἀνδρειόταται γεγένησθε.
***
(Μπαίνει από τα δεξιά ο Χορός των γυναικών, αντρικά ντυμένος.)
ΚΟΡ. Δρόμο! Βιαστείτε!
Μπας και κανείς μαντράχαλος μας πήρε το κατόπι.
480Κοιτάτε πάντα πίσω
να προφυλάγεστε καλά, τι ᾽ναι πολύ αλεπούδες
να μη μας πάρουν μυρωδιά πως είμαστε γυναίκες.
ΧΟΡ. Και περπατάτε ασίκικα βροντώντας το τακούνι [στρ.]
τι θα ᾽ταν ολονώ μας
ντροπή μεγάλη να μας πιάσουν άξαφνα στα πράσα.
Να διπλοτυλιχτείτε
και να γυροβιγλίζετε
με μάτια δεκατέσσερα
δεξιά ζερβά σας.
Μη μας γενεί καταστροφή η άξια μας τούτη πράξη.
Πιο γρήγορα και φτάνουμε πολύ κοντά στο μέρος,
490απ᾽ όπου ξεκινήσαμε στη σύναξη να πάμε.
Νά! Και το σπίτι φάνηκε της στρατηγίνας, που ᾽χε
την έμπνευση που σήμερα την ψήφισε ο λαός μας.
Γι᾽ αυτό να μην αργοπορούμε και στεκόμαστ᾽ έτσι [αντ.]
με τα γένια τούτα.
Βγάλτε τα, μη μας δει κανείς και πάει και μας προδώσει.
Εδώ στον ίσκιο ελάτε
στη μάντρ᾽ αυτήνε απόγυρα
και να γυροκοιτάτε
να ξαναγίνουμε και πάλε ό,τ᾽ είμαστε: γυναίκες.
500Και μην χασομεράτε. Νά ζυγώνει η στρατηγίνα,
γυρίζει από τη σύναξη. Τί στέκεστε; Βιαστείτε,
πετάχτε από τα μάγουλα τις κατσικότριχές σας.
Νά! Βλέπω οι άλλες κι έρχονται γυναίκες, σαν και πρώτα.
ΠΡΑ. Καλά τα καταφέραμε ως την ώρα,
καθώς τα μελετήσαμε, ω γυναίκες.
Τώρα βγάλτε τις χλαίνες και πετάχτε
τ᾽ άρβυλα, πριν μας πάρει αντρίκιο μάτι.
(Σε μιαν απ᾽ όλες)
Ε συ, τί στέκεις; Λύσε τα κορδόνια σου.
(Σ᾽ όλες)
Όλες σας, ρίχτε πέρα τα ραβδιά σας.
(Στην Κορυφαία)
510Και συ, κυρά μου, σιάξε τις. Εγώ
πάω, να γλιστρήσω μέσα μουλωχτά
να μη με νιώσει ο μάπας, να γδυθώ
τα ρούχα του και να τα ξαναβάλω
όθες τα πήρα — κι ό,τι άλλο δικό του.
(Οι γυναίκες του Χορού σωριάζουν χάμου τ᾽ αντρίκια ρούχα τους κ.λπ.)
ΚΟΡ. Όλα χάμου, γιά κοίτα, σωρός. Τώρα μάθε μας
τα καλά και συμφέροντα κι όλες σ᾽ ακούμε...
Από σένα πιο ξύπνια δεν είδαμε.
ΠΡΑ. Τοιμαστείτε. Μ᾽ εκλέξατε πριν από λίγο
κυβερνήτη του κράτους κι εγώ θα ᾽χω εσάς
συμβουλάτορες σ᾽ ό,τι κι αν κάνω. Στης μάχης
την αντάρα σταθήκαμε πρωτοπαλίκαρα.