Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΝΟΡΒΗΓΙΑΣ
Η Γερμανική Εκστρατεία στη Νορβηγία
«Η Γερμανική εκστρατεία στην Νορβηγία υπήρξε επιχείρηση περιπετειώδης σε ακραίο βαθμό και αντίθετη προς όλες τις αρχές της θεωρίας του πολέμου, αφ’ ης στιγμής εξετελέσθη κάτω από τα δόντια της Αγγλικής κυριαρχίας των θαλασσών».
Ναύαρχος Erich Johann Albert Raeder (1876-1960).
Εάν υπάρχει μια στρατιωτική εκστρατεία του 20ου αιώνα για την οποία θα μπορούσε να λεχθεί ότι συμβολίζει κατ’ εξοχήν αυτό που σήμερα αποκαλούμε «επανάσταση στις στρατιωτικές υποθέσεις» ''revolution in military affairs'', αυτή είναι η Γερμανική εκστρατεία στη Νορβηγία, η οποία διήρκεσε από 9ης Απριλίου μέχρι 10ης Ιουνίου 1940. Επρόκειτο περί μιας επιτυχούς κοινής, συνδυασμένης αμφίβιας επιχειρήσεως, και ακόμη περισσότερο: περί της πρώτης σύγχρονης διακλαδικής επιχειρήσεως τέτοιας κλίμακας, στην οποία μάλιστα, χερσαίες, θαλάσσιες και εναέριες δυνάμεις διαδραμάτισαν (όλες) μείζονες ρόλους.
Ήταν η πρώτη επιχείρηση, κατά την οποία η αεροπορική υπεροχή μεταφράσθηκε, εν πολλοίς, σε θαλάσσια κυριαρχία, σε μία περιοχή στρατηγικής αξίας κρίσιμης για αμφοτέρους τους αντιπάλους. Οι εξελίξεις της τεχνολογίας της εποχής, όσον αφορά τα συστήματα επικοινωνίας, επρόκειτο να έχουν, επίσης, σημαντική επίδραση στην επιχειρησιακή και τακτική εξέλιξη και, τελικώς, στην έκβαση της εκστρατείας, αλλά και να αναδείξουν τα συστήματα διοικήσεως, ελέγχου και επικοινωνιών ως κρίσιμους παράγοντες της στρατηγικής.
Η βούληση και ικανότητα των εμπολέμων, και συγκεκριμένα της Γερμανικής πλευράς, στην πλήρη αξιοποίηση του πολεμικού και εμπορικού στόλου, καίτοι ευρέθη αντιμέτωπη με εχθρό αναμφισβητήτως υπέρτερο κατά θάλασσαν, υπήρξε αξιοσημείωτη, ενώ αποφασιστικές παράμετροι απεδείχθησαν η τόλμη, ο αιφνιδιασμός και η ικανότητα της ιδίας πλευράς στην ταχεία μεταφορά μεγάλου αριθμού στρατευμάτων καθώς και συναφούς όγκου εξοπλισμού από αέρος. Στην εκστρατεία εκείνη δοκιμάσθηκαν νέες επιχειρησιακές μέθοδοι.
Οι Γερμανικές αεραποβάσεις στο Νορβηγικό αεροδρόμιο του Stavanger και στο Δανικό αεροδρόμιο του Aalborg αποτέλεσαν υποδειγματική περίπτωση ευρείας χρήσεως αλεξιπτωτιστών για την επίτευξη πολεμικών σκοπών στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Εν πολλοίς, δύναται να λεχθεί ότι η εκστρατεία στην Νορβηγία εκπροσωπεί ένα νέο τρόπο διεξαγωγής του πολέμου. Οι διακλαδικές επιχειρήσεις αποτελούν, εκ των πραγμάτων και ως εκ της φύσεώς τους, υποθέσεις περισσότερο σύνθετες από εκείνες, την ευθύνη διεξαγωγής των οποίων επωμίζεται ένας, κυρίως, κλάδος των ενόπλων δυνάμεων.
Οι απαιτήσεις για επαρκές και αξιόπιστο σύστημα επικοινωνιών και, συνεπώς, για διαρκή ροή πληροφοριών καθώς και ταχεία όσο και αποτελεσματική εκτίμηση και ανάλυση των πληροφοριών αυτών –παράμετροι ούτως ή άλλως σημαντικές αφ’ εαυτές σε οποιανδήποτε εκστρατεία– καθίστανται ακόμη πιο επιτακτικές προκειμένου περί μιας διακλαδικής επιχειρήσεως. Περαιτέρω, η διοίκηση και ο έλεγχος ισχυρής μάζας στρατιωτικών δυνάμεων –ομοίως μία υπόθεση που εξ αρχής ενέχει ένα σημαντικό βαθμό δυσκολίας, ακόμα και όταν πρόκειται για την (φαινομενικώς) απλούστερη των επιχειρήσεων– καθίστανται, επίσης, ζήτημα πιο περίπλοκο, όταν αναμειγνύονται τρεις κλάδοι στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων.
Και τούτο για πολλούς λόγους, από τους πλέον αυτονόητους τεχνικούς έως τους πλέον σύνθετους ψυχολογικούς. Κάθε κλάδος διαθέτει, παραδοσιακά, δικό του σύστημα επικοινωνιών, το οποίο ενδέχεται να μην είναι πάντοτε συμβατό με εκείνο ενός άλλου κλάδου, αναπτύσσει δε τις δικές του προτεραιότητες κατά τη συλλογή δεδομένων και πληροφοριών, την εκτίμηση / ανάλυση και τη διαβίβασή τους.
Στην περίπτωση της Νορβηγικής Εκστρατείας, ο έλεγχος και η διοίκηση των εμπλεκομένων χερσαίων, ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων εκτεινόταν κατά μήκος ενός εντυπωσιακά μεγάλου επιχειρησιακού θεάτρου εκατοντάδων μιλίων, απαιτώντας από αμφότερες τις εμπόλεμες πλευρές (Άγγλοι, Γάλλοι και Νορβηγοί αφ’ ενός, Γερμανοί αφ’ ετέρου) να αναπτύξουν αναλόγως εκτεταμένο, όσο και σύνθετο, σύστημα επικοινωνιών. Επιπροσθέτως, κρίσιμο μέγεθος για την εξέλιξη της επιχειρήσεως ήταν να αποκατασταθεί και να διασφαλισθεί η έγκαιρη και ακριβής επικοινωνία μεταξύ των επιμέρους κλάδων.
Καθώς επίσης, τουλάχιστον στην περίπτωση της μιας πλευράς, η ενδοσυμμαχική επικοινωνία (κατ’ αρχάς μεταξύ Άγγλων και Γάλλων αλλά και εν συνεχεία μεταξύ αυτών και των Νορβηγών συμμάχων τους). Οι Γερμανοί και οι Βρετανοί, οι δύο κύριοι στρατιωτικοί δρώντες στην εν λόγω επιχείρηση, είχαν αντλήσει αμφότεροι αξιοσημείωτα οφέλη από την τεράστια βελτίωση που είχε επέλθει στον τομέα της τεχνικής και της τεχνολογίας των επικοινωνιών κατά την προηγηθείσα περίοδο του Μεσοπολέμου.
Το Πολεμικό Ναυτικό και η Πολεμική Αεροπορία αμφοτέρων των μειζόνων δρώντων –τόσον η Βασιλική Αεροπορία (Royal Air Force / RAF) της Βρετανικής Αυτοκρατορίας όσον και η Λουφτβάφφε (Luftwaffe) του Γερμανικού Ράϊχ– διέθεταν ήδη συστήματα επικοινωνιών μέσω ραδιοασυρμάτου και τηλετύπου. Περαιτέρω, οι Βρετανικές Ένοπλες Δυνάμεις, στο σύνολό τους, αλλά και το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό, από την άλλη πλευρά, είχαν αναπτύξει αποτελεσματικές υπηρεσίες υποκλοπής σημάτων, αποκτώντας έτσι την δυνατότητα να παραβιάζουν τα συστήματα ασφαλείας των εκπομπών των αντιπάλων τους.
Η Νορβηγική Εκστρατεία απεδείχθη μια «μάχη», την έκβαση της οποίας έκριναν η ευφυής στρατηγική, η επιτυχώς εφαρμοσμένη διακλαδικότητα, η επιχειρησιακή, τακτική και τεχνολογική καινοτομία, η επάρκεια και αμεσότητα του συστήματος επικοινωνίας αλλά και η στιβαρή και αποφασιστική ηγεσία. Σημειωτέον ότι κατά την έναρξη της εκστρατείας, ουδεμία πλευρά διέθετε σαφή υπεροχή δυνάμεων. Όπως ευλόγως θα ανέμενε κανείς, οι Άγγλοι ήσαν ανώτεροι κατά θάλασσαν, λόγω του Royal Navy, οι Γερμανοί, αφ’ ετέρου, διέθεταν αεροπορική υπεροχή, χάρις στη Luftwaffe.
Καθ’ όσον αφορά τις χερσαίες δυνάμεις (τις δυνάμεις των Αγγλογάλλων που αναπτύχθηκαν επί του εδάφους των επιχειρήσεων, καθώς και των Νορβηγών συμμάχων τους αφ’ ενός και των Γερμανών αφ’ ετέρου), ήσαν περίπου ισόποσες. Καθώς ουδείς των εμπολέμων διέθετε εμφανή στρατιωτική υπεροχή, είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι η πλευρά εκείνη η οποία θα επετύγχανε τον καλύτερο συντονισμό των δυνάμεών της, την ταχύτερη και επιτυχέστερη ανάληψη πρωτοβουλιών, καθώς και την πλέον άμεση και πειστική απάντηση στην ενέργεια του εχθρού θα αποκτούσε το καθαρό πλεονέκτημα.
Πράγματι, κατά τη Νορβηγική Εκστρατεία, το διάστημα Απριλίου - Ιουνίου 1940, η πλευρά η οποία θα κατόρθωνε, πρώτον, να αντλήσει τις περισσότερες πληροφορίες ως προς τις ακριβείς διαθέσεις και προθέσεις του εχθρού, δεύτερον να εκτιμήσει και αναλύσει επαρκώς και ορθώς τις πραγματικές συνθήκες, τη διάταξη, τη διαθεσιμότητα και την ανάπτυξη των εχθρικών δυνάμεων και, τρίτον, μετά ταύτα, να τις διαθέσει προς τους στρατιωτικούς διοικητές επί του εδάφους γρήγορα και αποτελεσματικά, εκείνη και θα αποκτούσε, εν τέλει, το αποφασιστικό πλεονέκτημα. Όπερ και εγένετο.
Περίγραμμα της Νορβηγικής Εκστρατείας
Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε αποκαλέσει την επιχείρηση Weserbung -όπως ήταν η κωδική ονομασία για την επίθεση και εισβολή στη Νορβηγία στις 9 Απριλίου 1940- το τολμηρότερο στρατιωτικό εγχείρημα στην ιστορία του πολέμου. Είχε δίκιο. Ποτέ πριν ένα κράτος με ακτογραμμή 2.500 χλμ. δεν είχε δεχθεί επίθεση από θαλάσσης στο πλαίσιο μιας συντονισμένης στρατιωτικής επιχείρησης, που είχε σχεδιασθεί για να πλήξει ταυτόχρονα όλες τις σημαντικές παράκτιες πόλεις.
Το Ναυτικό υποστηριζόταν από την Πολεμική Αεροπορία, η οποία προετοίμαζε το έδαφος για την εισβολή με βομβαρδισμούς και αλεξιπτωτιστές που κατελάμβαναν σημαντικές θέσεις, ειδικά δε αεροδρόμια. Μετά την αποβίβασή τους, τα στρατεύματα πεζικού θα έθεταν αμέσως υπό τον έλεγχό τους την ενδοχώρα. Ζωτικής σημασίας για την επιτυχία της αιφνιδιαστικής επίθεσης ήταν η χωρίς καθυστέρηση σύλληψη της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, της κυβέρνησης, του κοινοβουλίου και του βασιλιά και της οικογενείας του. Αυτό είχε ήδη επιτευχθεί πριν από ώρες στη Δανία.
Η επιχείρηση Weserbung προϋπέθετε μία παραλυμένη Δανία και εντός ωρών από τη στιγμή που τα Γερμανικά στρατεύματα πέρασαν τα σύνορα, τα ξημερώματα της 9ης Απριλίου, οι ένοπλες δυνάμεις της Δανίας παραδόθηκαν και η κυβέρνηση και ο βασιλιάς αναγκάστηκαν να υποστούν μια ολοκληρωτική ήττα και να δεχθούν έναν κατοχικό διακανονισμό. Πλέοντας προς τις παράκτιες πόλεις της δυτικής Νορβηγίας και προχωρώντας από τα μακρόστενα φιόρδ προς την πρωτεύουσα, το Όσλο, το Γερμανικό Ναυτικό συνάντησε ένοπλη αντίσταση και δέχθηκε το πρώτο του μεγάλο πλήγμα.
Το καταδρομικό σκάφος Blücher, το οποίο μετέφερε γύρω στους 1.000 άνδρες, χτυπήθηκε με πυρά πυροβόλου και τορπίλες από κρυμμένες θέσεις έξω από το Ντρέμπακ, όπου το φιόρδ ήταν πιο στενό. Το Blücher βυθίστηκε αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τον προορισμό του, παίρνοντας μαζί του στρατιωτικά και πολιτικά επιχειρησιακά σχέδια, άψυχο αλλά και έμψυχο υλικό, στελέχη με αποστολή την ανάληψη εξουσίας στο Όσλο κατά την άφιξή τους. Εκατοντάδες άνδρες σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Αυτό το περιστατικό έδωσε στην κυβέρνηση στο Όσλο και στη βασιλική οικογένεια πολύτιμο χρόνο για να φύγουν από την πόλη.
Αποφασιστικής σημασίας για τους επόμενους μήνες και χρόνια ήταν η επιλογή της Νορβηγικής κυβέρνησης να αρχίσει ένοπλη αντίσταση με υποστήριξη από Βρετανικά, Γαλλικά και Πολωνικά στρατεύματα. Οι Γερμανικές προετοιμασίες για την εκστρατεία γίνονται με άκρα μυστικότητα. Ο Αρχιναύαρχος Ραίντερ, υπαναχωρώντας από το αρχικό του αίτημα, εισηγείται αναβολή του εγχειρήματος και προτείνει να προηγηθεί η επίθεση κατά της Γαλλίας.
Ο Χίτλερ δεν τον λαμβάνει καν υπόψη του, τον αποπέμπει λέγοντας ότι έχει πάρει την απόφασή του και δεν υπάρχει περίπτωση να την αλλάξει, και ορίζει ως αντικειμενικούς στόχους της εκστρατείας τους βασικούς λιμένες της Νορβηγίας: Όσλο, Κρίστιανσουντ, Στάβανγκερ, Μπέργκεν, Τρόντχαϊμ και Νάρβικ. Εν τω μεταξύ, ο Τσάμπερλαιν επωφελείται από τον δισταγμό των Γάλλων να εξαπολύσουν ελεύθερες νάρκες στον Ρήνο (επιχείρηση "Royal Marine") για να δυσχεράνουν την ναυσιπλοΐα σε αυτόν και αναβάλλει και την επιχείρηση ναρκοθέτησης των Νορβηγικών ακτών.
Στις 6 Απριλίου φθάνει στο Βρετανικό Ναυαρχείο η πληροφορία (μέσω Κοπεγχάγης) ότι δέκα Γερμανικά αντιτορπιλικά αναχωρούν για το Νάρβικ. Το Ναυαρχείο θεωρεί την πληροφορία αμφίβολη και δεν την λαμβάνει υπόψη του. Στις 8 Απριλίου το Βρετανικό αντιτορπιλικό Glowworm εντοπίζει και καταδιώκει το Γερμανικό Bernd von Arnim. Ο στολίσκος στον οποίο ανήκει το Γερμανικό σκάφος, όμως, συνοδεύεται από το καταδρομικό Admiral Hipper, το οποίο βυθίζει το Βρετανικό σκάφος. Οι Γερμανοί θα χρησιμοποιήσουν, ανάμεσα στα άλλα σκάφη, τα εξής πολεμικά πλοία:
- Προορισμός Νάρβικ: Τα καταδρομικά Gneisenau και Scharnhorst, δέκα αντιτορπιλικά, τέσσερα παραπλέοντα υποβρύχια προς υποστήριξη.
- Προορισμός Τρόντχαϊμ: Το καταδρομικό Hipper και τέσσερα αντιτορπιλικά, δύο παραπλέοντα υποβρύχια.
- Προορισμός Μπέργκεν: Τα καταδρομικά Koeln, Koenigsberg, το εκπαιδευτικό σκάφος Bremse, το ανεφοδιαστικό 'Carl Peters, πέντε τορπιλοβόλα και δύο τορπιλακάτους, με πέντε παραπλέοντα υποβρύχια.
- Προορισμός Έγκερσουντ (Egersund): Τέσσερα ναρκαλιευτικά.
- Προορισμός Κρίστιανσουντ: Τo καταδρομικό Karlsruhe, το ανεφοδιαστικό υποβρυχίων Tsingtau, επτά τορπιλοβόλα, τρεις τορπιλακάτους. Μετά την κατάληψη του λιμένα έπρεπε να κατευθυνθούν στο Άρενταλ.
- Προορισμός Όσλο: Το θωρηκτό Lutzow, τα καταδρομικά Blucher και Emden, τρία τορπιλοβόλα, οκτώ ναρκαλιευτικά.
Στα πληρώματα και τους επιβαίνοντες των μη πολεμικών σκαφών δίνουν σαφείς οδηγίες: Θα υψώσουν Αγγλική σημαία, θα απαντούν μόνο στα Αγγλικά, θα έχουν έτοιμη την απάντηση σχετικά με το ταξίδι τους, αν ερωτηθούν από πολεμικά σκάφη, οι δε στρατιώτες δεν θα κυκλοφορούν πουθενά στο πλοίο, αλλά θα περιμένουν την άφιξη του πλοίου στον προορισμό του κρυμμένοι στο αμπάρι. Οι Γερμανοί φθάνουν στο σημείο να "μεταμφιέσουν" μερικά από τα μεγάλα σκάφη τους έτσι, ώστε να μοιάζουν με αντίστοιχα Βρετανικά.
Το σχέδιο προέβλεπε, επίσης, τη συμμετοχή 1082 αεροσκαφών της Λουφτβάφε, ενώ η πρόβλεψή του ήταν για την απόβαση 16.000 ανδρών εν συνόλω στο Νορβηγικό έδαφος την ίδια ημέρα της εισβολής (9 Απριλίου). Όπως έγινε και με την Δανία, ο Γερμανός πρεσβευτής Μπράουερ ξυπνά στις 04:00 της 9ης Απριλίου τον Νορβηγό υπουργό εξωτερικών και του ζητά παράδοση της χώρας του. Οι Νορβηγοί φαίνονται διατεθειμένοι να το συζητήσουν, αλλά ο όρος που θέτει ο Γερμανός πρέσβης να εγκαθιδρυθεί νέο καθεστώς υπό τον Βίντκουν Κουίσλιγκ τους κάνει να διακόψουν κάθε συζήτηση και να αντιμετωπίσουν την Γερμανική εισβολή.
Από Βρετανικής πλευράς οι εξελίξεις αποδεικνύονται πολύ γρήγορες για τα αντανακλαστικά της τότε κυβέρνησης: Στις 8 Απριλίου, έξω από το Κρίστιανσουντ, το Πολωνικό υποβρύχιο "Όρτσελ" (Orzeł) τορπιλίζει ένα σκάφος. Πρόκειται για το "Ρίο ντε Τζανέιρο", Γερμανικό φορτηγό που επιτάχθηκε στις 7 Μαΐου 1940 από το Γερμανικό πολεμικό ναυτικό προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως μεταγωγικό.
Από τους 330 στρατιώτες και 50 άτομα του πληρώματος που επέβαιναν, χάνονται περίπου 200 ενώ περισυλλέγονται 180 επιζώντες που στάλθηκαν στο Κρίστιανσουντ και, ανάμεσά τους, βρίσκονται άνδρες με στολή, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι "πήγαιναν να υπερασπίσουν το Μπέργκεν απέναντι σε ενδεχόμενη Αγγλική επίθεση". Η σχετική αναφορά φθάνει την νύκτα της 8ης Απριλίου στο Βρετανικό Ναυαρχείο και παραμένει εκεί, για να την βρει, πολύ αργά πλέον, ο αξιωματικός υπηρεσίας που θα φθάσει το πρωί της 9ης Απριλίου.
Ωστόσο και με δεδομένο ότι το σκάφος, εκτός από τους άνδρες μετέφερε έξι αντιαεροπορικά των 2 cm (FlaK 30), τέσσερα αντιαεροπορικά των 10,5 cm (FlaK 38), 73 άλογα, 71 οχήματα και 292 τόνους εφοδίων, ζωωτροφών, καυσίμων και πυρομαχικών, η ομολογία των στρατιωτών ότι προορισμός τους ήταν το Μπέργκεν, θορύβησε ιδιαίτερα τη νορβηγική κυβέρνηση, η οποία έθεσε σε συναγερμό τις στρατιωτικές της δυνάμεις. Την 9η Απριλίου το μεσημέρι όλα τα λιμάνια - αντικειμενικοί στόχοι στη Νορβηγία βρίσκονται στα χέρια των Γερμανών.
Η Νορβηγική παράκτια άμυνα έκανε ό,τι μπορούσε, επιτρέποντας έτσι στον Βασιλέα Χάκον και τον διάδοχο πρίγκηπα Όλαφ να διαφύγουν κρυπτόμενοι στα δάση και να φθάσουν με ασφάλεια στο βόρειο τμήμα της χώρας, έχοντας μάλιστα μαζί τους σχεδόν το σύνολο των κρατικών αποθεμάτων χρυσού (50 τόνοι, αξίας - τότε - 240 εκ. κορωνών Νορβηγίας ή 18 εκατομ Βρετανικών λιρών). Η παράκτια άμυνα κατόρθωσε να προξενήσει σοβαρές ζημιές στο καταδρομικό "Koenigsberg" και σε μερικά ακόμη σκάφη, αλλά δεν κατάφερε να σταματήσει την εισβολή.
Επιπλέον, η Νορβηγική στρατιωτική διοίκηση, ενώ μπορούσε να κινητοποιήσει ένα σύνολο 50 ως 55.000 ανδρών, έκανε ένα τραγικό λάθος: Λόγω κάποιας παρεξήγησης, κυκλοφόρησε ότι η διαταγή επιστράτευσης των ανδρών έπρεπε να φθάσει σε αυτούς μέσω ταχυδρομείου. Η συνέπεια αυτής της παρεξήγησης έγινε εμφανής κατά την εξέλιξη των γεγονότων της εισβολής.
Όσλο
Στο Όσλο επιτέθηκε η ομάδα 5 (Gruppe 5) του αποβατικού στόλου υπό τις διαταγές του πλοιάρχου Όσκαρ Κούμμετς (Oskar Kummetz), την οποία αποτελούσαν τα σκάφη:
- Blücher - βαρύ καταδρομικό
- Emden - ελαφρύ καταδρομικό
Αρχικά κατευθύνθηκε βόρεια για να αποβιβάσει το απόσπασμα μάχης από 2.000 άνδρες της 163ης Μεραρχίας Πεζικού. Το επόμενο πρωί, ύστερα από επιθέσεις της αεροπορίας για να καταστραφούν τυχόν εστίες αντιστάσεως, σχεδιάστηκε η ρίψη ενός λόχου αλεξιπτωτιστών, προκειμένου να διασφαλιστεί η κατοχή του αεροδρομίου Fornebu, ακριβώς στις παρυφές της πόλης. Την εξασφάλιση του αεροδρομίου ακολούθησε η αερομεταφορά άλλων 3.000 ανδρών της 163ης Μεραρχίας.
Ωστόσο, η παράκτια άμυνα του φιορδ του Όσλο δεν παρέμεινε αδρανής και κατάφερε να βυθίσει το καταδρομικό Blücher, στο οποίο επέβαινε όλη η ηγεσία της 163ης Μεραρχίας. Αυτό είχε ως συνέπεια να καθυστερήσει η κατάληψη του λιμένα και της πόλης σχεδόν μισή ημέρα: Έτσι η βασιλική ηγεσία της χώρας κατάφερε να διαφύγει. Το Όσλο κατελήφθη τελικά από αερομεταφερόμενα στρατεύματα, τα οποία προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο Fornebu.
Νάρβικ
Ο λιμένας του Νάρβικ είχε τεράστια σημασία για τους Γερμανούς: Ήταν ο λιμένας μεταφόρτωσης του Σουηδικού σιδηρομεταλλεύματος με τελικό προορισμό την Γερμανία. Το βασικό χαρακτηριστικό του ήταν ότι παρέμενε ελεύθερος από πάγους καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Αποτελούσε, συνεπώς, έναν από τους κυριότερους στόχους της επιχείρησης.
Πρώτη Ναυμαχία του Νάρβικ
Στις 9 Απριλίου κατέφθασαν σε αυτόν δέκα Γερμανικά αντιτορπιλικά, συνοδευόμενα από δύο καταδρομικά, και αποβίβασαν 2.000 άνδρες υπό την ηγεσία του στρατηγού Έντουαρντ Ντιτλ (Eduard Dietl). Η ναρκοθέτηση των υδάτων γύρω από τον λιμένα από πλευράς Βρετανών είχε αρχίσει μόλις στις 8 Απριλίου και δεν αποτέλεσε σοβαρό εμπόδιο στην πορεία των Γερμανικών σκαφών. Στην επιχείρηση συμμετείχαν τα εξής Γερμανικά σκάφη:
- Gneisenau - καταδρομικό (συνοδεία μέχρι το Τροντχάιμ)
- Scharnhorst - καταδρομικό (συνοδεία μέχρι την είσοδο του φιορδ του Νάρβικ)
- Georg Thiele - αντιτορπιλικό
- Wolfgang Zenker - αντιτορπιλικό
- Bernd von Arnim - αντιτορπιλικό
- Erich Giese - αντιτορπιλικό
- Erich Koellner - αντιτορπιλικό
- Diether von Roeder - αντιτορπιλικό
- Hans Lümann - αντιτορπιλικό
- Herman Künne - αντιτορπιλικό
- Anton Schmitt - αντιτορπιλικό
- Wilhelm Heidkamp - αντιτορπιλικό
Το συμβάν της βύθισης του Glowworm αναγκάζει τις Βρετανικές δυνάμεις να διασπαρούν. Το παλαιό θωρηκτό Renown απομακρύνεται από το Νάρβικ για να διερευνήσει τις συνθήκες βύθισης του Glowworm και αφήνει το πεδίο ελεύθερο στα Γερμανικά σκάφη. Αυτά εισέρχονται στο Όφοντφιορδ, προθάλαμο του Νάρβικ, και, ενώ κάποια ασχολούνται με την εξουδετέρωση της παράκτιας άμυνας, τρία σκάφη μπαίνουν στο λιμάνι και συναντούν τα νορβηγικά σκάφη παράκτιας άμυνας Eidsvold και Norge.
Οι Γερμανοί αρχικά ζητούν από τον πλοίαρχο του πρώτου να παραδοθεί και, όταν αυτός αρνείται, ανοίγουν πυρ και βυθίζουν το σκάφος με τρεις τορπίλες. Το Norge αρχίζει να βάλει κατά των εισβολέων, αλλά οι σκοπευτές του δεν είναι επαρκώς εκπαιδευμένοι και έμπειροι. Δεν καταφέρνουν να κτυπήσουν κανένα Γερμανικό σκάφος, ενώ αντίθετα το σκάφος τους δέχεται μια "δέσμη" από τορπίλες και βυθίζεται. Ύστερα από την απώλεια των δύο σκαφών, ο διοικητής του λιμανιού Κόνραντ Σούντλο (Konrad Sundlo) παραδίδει τις χερσαίες δυνάμεις του χωρίς να δώσει μάχη.
Όταν η αποβίβαση των Γερμανών έγινε αντιληπτή, το Βρετανικό Ναυαρχείο διέταξε την παρεμπόδισή της. Ο Βρετανός πλοίαρχος Μπέρναρντ Γουορμπάρτον-Λι (Bernard Warburton-Lee) που διέθετε μια μοίρα πέντε αντιτορπιλικών κλάσης - Η, τα Havock, Hardy (Ν), Hotspur, Hostile και Hunter) έλαβε τη σχετική διαταγή και απάντησε "έτοιμοι για δράση". Η τύχη βοήθησε τον Γουορμπάρτον-Λι και τα παραπλέοντα Γερμανικά υποβρύχια δεν εντόπισαν τον στολίσκο του. Έτσι, ο Βρετανοί διέθεταν το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
Τα πέντε αντιτορπιλικά μπήκαν στο λιμένα του Νάρβικ τα ξημερώματα της 10ης Απριλίου, υπό σφοδρή χιονόπτωση, και βύθισαν δύο αντιτορπιλικά και έξι εμπορικά σκάφη υποστήριξης και προκάλεσαν ζημίες σε ένα ακόμη αντιτορπιλικό. Αυτό που αγνοούσαν οι Βρετανοί ήταν ότι τα υπόλοιπα αντιτορπιλικά των Γερμανών δεν ήταν στο λιμάνι αλλά σε παρακείμενα φιόρδ και, βγαίνοντας από αυτά, έθεσαν το στολίσκο του Λι μεταξύ δύο πυρών.
Ο Γουορμπάρτον-Λι σκοτώθηκε όταν η βλήθηκε η γέφυρα της ναυαρχίδας της μοίρας Hardy, το οποίο βυθίστηκε σχεδόν αμέσως. Βυθίστηκε, επίσης το Hunter, ενώ υπέστη ζημίες το Hotspur. Ούτε, όμως, τα Γερμανικά σκάφη έμειναν ανέπαφα: Αρκετά υπέστησαν ζημίες ενώ κινδύνευσαν να μείνουν από καύσιμα. Έχασαν, έτσι, την ευκαιρία να βυθίσουν και τα υπόλοιπα Βρετανικά αντιτορπιλικά.
Δεύτερη Ναυμαχία του Νάρβικ
Οι Βρετανοί δεν μένουν αδρανείς: Στέλνουν αμέσως οκτώ άλλα αντιτορπιλικά, αυτή τη φορά συνοδευόμενα από το πεπαλαιωμένο (είχε λάβει μέρος στη Ναυμαχία της Γιουτλάνδης) αλλά ισχυρό θωρηκτό Warspite. Οι Γερμανοί, αντίθετα, διέθεταν μόνο τα υπόλοιπα οκτώ αντιτορπιλικά. Η εμπλοκή γίνεται στις 13 Απριλίου. Βγαίνοντας από τα φιόρδ για να αντιμετωπίσουν τα αντιτορπιλικά των Βρετανών, βρίσκονται μπροστά στο βαρύ πυροβολικό του Warspite, το οποίο τα καταδιώκει αμείλικτα: Οι οβίδες του καταστρέφουν τα Künne, Lümann, Zenker και Armin, ενώ τα υπόλοιπα καταδιώκονται από τα Βρετανικά Eskimo, Bedouin, Forester, Hero και Icarus από φιόρδ σε φιόρδ.
Το Eskimo υφίσταται σοβαρή αβαρία από το Theile και χάνει την πλώρη του αλλά δεν βυθίζεται. Το Γερμανικό σκάφος όπως και τα υπόλοιπα είτε βυθίζονται είτε αναγκάζονται να προσαράξουν. Το μόνο σκάφος που κατόρθωσε να διαφύγει ανέπαφο ήταν το υποβρύχιο U-51. Παράλληλα, το εμπορικό σκάφος Rauenfels πλέοντας προς Νάρβικ, καταβυθίζεται από το Havock κοντά στο Όφοντφιορδ. Η απώλεια αυτή είναι σημαντική για τους Γερμανούς, καθώς μετέφερε βαρέα όπλα για το απόσπασμα των 2.000 ανδρών που ήδη βρίσκονταν στο Νάρβικ.
Όπως στην προηγούμενη ναυμαχία οι Γερμανοί αδράνησαν και δεν κατέστρεψαν ολοσχερώς την Βρετανική μοίρα, έτσι και οι Βρετανοί διέπραξαν στη δεύτερη σοβαρότερο σφάλμα: Έχοντας σχεδόν πλήρη κυριαρχία στη θάλασσα, δεν επωφελήθηκαν από την κατάσταση και, αντί να αποβιβάσουν στρατεύματα και να ανακαταλάβουν το Νάρβικ, παρέμειναν αδρανείς. Το Νάρβικ έμεινε υπό Γερμανική κατοχή. Ωστόσο, οι δύο ναυμαχίες του Νάρβικ είχαν σοβαρές επιπτώσεις για τη δύναμη του Γερμανικού στόλου: Διέθετε αρχικά συνολικά 22 μόνον αντιτορπιλικά και έχασε, μέσα σε τρεις μέρες, τα οκτώ από αυτά.
Αν συνυπολογιστούν και οι απώλειες των καταδρομικών (το Blücher βυθίστηκε στο φιόρδ του Όσλο, το Königsberg βυθίστηκε στο Μπέργκεν, το Karlsruhe υπέστη επίσης σοβαρές ζημίες ύστερα από τον τορπιλισμό του από το Βρετανικό υποβρύχιο Truant και βυθίστηκε από φίλια πυρά), η εκστρατεία της Νορβηγίας στοίχισε πολύ ακριβά στον Γερμανικό στόλο. Σημαντικές, επίσης, ήταν και οι ζημιές που προξένησαν σε παράκτιες εγκαταστάσεις τα βαρέα πυροβόλα του Warspite. Από Γερμανικής πλευράς συνολικά επέζησαν περίπου 2.500 άνδρες, οι οποίοι διέφυγαν από τα πυρά πυροβολικού και πολυβόλων των Βρετανικών σκαφών και κατάφεραν να βγουν στην ξηρά.
Εκεί οργανώθηκαν σε ναυτική μονάδα πεζικού, την Gebirgsmarine, η οποία προσαρτήθηκε στο 139 Gebirgsjägerregiment (Σύνταγμα αλπινιστών) που ενεπλάκη στις μάχες της ξηράς που ακολούθησαν. Οι ναυτικοί κατάφεραν να διασώσουν δύο βαρέα και έντεκα ελαφρά αντιαεροπορικά από τα βυθισμένα σκάφη τους, εξοπλίστηκαν με οπλισμό που πάρθηκε από τη βάση Elvegårdsmoen του Νορβηγικού στρατού και είχαν σημαντική συμβολή στην αμυντική διάταξη των μαχών.
Μάχες στην Ξηρά
Ύστερα από αυτά, η Βρετανία αποφασίζει να στείλει ένα εκστρατευτικό σώμα για την ανακατάληψη του Νάρβικ καθώς και μια ισχυρότατη ναυτική μοίρα για υποστήριξη, στην οποία θα περιλαμβάνονται και τέσσερα θωρηκτά. Η θέση των αλπινιστών του συνταγματάρχη Ντιτλ που βρίσκονται στο Νάρβικ μοιάζει να είναι δεινή. Ο Χίτλερ τρομοκρατείται στην ιδέα να αναγκαστούν Γερμανοί μαχητές να παραδοθούν στους Βρετανούς και, πάνω στην απελπισία του, αποφασίζει να στείλει μήνυμα σύμπτυξης των Γερμανικών δυνάμεων στον Ντιτλ, διατάσσοντάς τον να κατευθυνθεί προς Τρόντχαϊμ.
Το μήνυμα αυτό μπλοκάρεται από τον αντισυνταγματάρχη Φριτς φον Λόσμπεργκ (Fritz von Lossberg), σύνδεσμο της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης με τις δυνάμεις στη Νορβηγία, με προσωπική του ευθύνη. Ο φον Λόσμπεργκ δεν περιορίζεται σε αυτή την ενέργεια: Πηγαίνει να βρει τους δύο συμβούλους του Χίτλερ, τον Κάιτελ και τον Γιόντλ, για να τους δηλώσει κοφτά ότι εκδίδουν ανεφάρμοστες διαταγές. Ο Κάιτελ αποχωρεί από τη συνάντηση με υπεροψία, δηλώνοντας ότι η αξιοπρέπειά του δεν του επιτρέπει να συζητά με νεότερους υφισταμένους του και δη σε παρόμοιους τόνους.
Αντίθετα, ο Γιόντλ με ήπιο τόνο απαντά στον φον Λόσμπεργκ ότι έχει δίκιο, αλλά "ποιος τολμά να αντιταχτεί στον Φύρερ, που είναι απίστευτα εκνευρισμένος;". Ο φον Λόσμπεργκ ανταπαντά ότι αν οι σύμβουλοι του Φύρερ δεν διαθέτουν το κύρος που πρέπει, καλό είναι να αποχωρήσουν αφήνοντας τις θέσεις τους σε άτομα με περισσότερο κύρος. Ο Γιόντλ καλεί τότε κάποιον καθηγητή από το Ίνσμπρουκ που γνώριζε καλά τις συνθήκες στη Νορβηγία, τον οδηγεί μπροστά στον Χίτλερ και εκεί ο καθηγητής δηλώνει ότι διαταγή πορείας περίπου 1.000 χιλιομέτρων κάτω από αυτές τις συνθήκες ισοδυναμεί με αυτοκτονία.
Ο Χίτλερ πείθεται, ανακαλεί την αρχική διαταγή του (που αγνοεί ότι δεν διαβιβάστηκε) και διατάσσει την υπεράσπιση του Νάρβικ με κάθε μέσον. Αν το Νάρβικ δεν καταστεί δυνατό να κρατηθεί, ο Ντιτλ οφείλει να παραδοθεί μόνο στην ουδέτερη Σουηδία. Την κατάσταση για τους Γερμανούς σώζει η ατολμία των Βρετανών: Στις 13 Απριλίου ο Βρετανικός στόλος αποβιβάζει μια ταξιαρχία στο μικρό λιμάνι Χάρτσταντ. Η δύναμη αυτή οφείλει να επιτεθεί κατά του Νάρβικ, το οποίο απέχει 100 χιλιόμετρα, ενώ κατά τη διαδρομή οφείλει να διασχίσει ψηλά βουνά, με το χιόνι να φθάνει σε ύψος 1,5 μ.
Παρά τις προτροπές του Ουίνστων Τσώρτσιλ, που την εποχή εκείνη ήταν μόνον ο Λόρδος του Ναυαρχείου, ο επικεφαλής της ταξιαρχίας στρατηγός Πιρς Μάκεσυ αποφάσισε να περιμένει να λιώσει το χιόνι, προκειμένου να οδηγήσει την ταξιαρχία του προς το Νάρβικ. Η απόφαση αυτή δείχνει στους Βρετανούς ότι για την ανακατάληψη του Νάρβικ δεν απαιτείται πλέον ένα απλό εγχείρημα, απαιτείται ολόκληρη εκστρατεία. Οι Βρετανοί δεν καθυστερούν και καταστρώνουν ολόκληρο σχέδιο, με στόχο όχι πλέον το Νάρβικ αλλά το Τρόντχαϊμ, προκειμένου να αποκόψουν το Νάρβικ από τον κύριο όγκο των Γερμανικών δυνάμεων, που έχουν απομείνει στο Όσλο.
Στις ναυτικές δυνάμεις θα συμμετάσχουν τέσσερα θωρηκτά (Valiant, Warspite,Glorious, Renown), τέσσερα καταδρομικά, 39 αντιτορπιλικά και πλήθος μεταγωγικών και βοηθητικών σκαφών. Ο στόλος θα συνοδεύεται από 100 αεροσκάφη, στην προσπάθεια να διεκδικηθεί η εναέρια κυριαρχία από την Λουφτβάφε. Η εκστρατεία προβλέπει την αποβίβαση μιας ταξιαρχίας και ενός τάγματος Καναδών απευθείας στο Τρόντχαϊμ, ενώ αμέσως μετά θα αποβιβαστεί μια Γαλλική ταξιαρχία, υπό τον ταξίαρχο Αντουάν Μπετουάρ (Antoine Béthouart), που εθεωρείτο ειδικός του ορεινού πολέμου.
Την παραμονή σχεδόν της έναρξης της επιχείρησης το μικτό Επιτελείο των Βρετανών εξετάζοντας λεπτομερώς το σχέδιο της εκστρατείας αποφασίζει την ματαίωσή του, με το αιτιολογικό ότι θα διακινδύνευαν έτσι μεγάλες και αναντικατάστατες μονάδες του στόλου.
Τρόντχαϊμ
Στο λιμάνι του Τρόντχαϊμ κατευθύνθηκε η ομάδα 2 των Γερμανικών σκαφών, την οποία αποτελούσαν τα εξής σκάφη:
- Αντμιράλ Χίππερ - βαρύ καταδρομικό
- Πάουλ Γιακόμπι (Z5) - αντιτορπιλικό
- Τέοντορ Ρίντελ (Z6) - αντιτορπιλικό
- Μπρούνο Χάινεμαν (Z8) - αντιτορπιλικό
- Φρίντριχ Έκολντ (Z16) - αντιτορπιλικό
Στο Τρόντχαϊμ υπήρχε μια από τις πέντε ισχυρές παράκτιες οχυρώσεις των Νορβηγών, στη θέση "Agdenes" που βρίσκεται στο πέρασμα προς τα φιόρδ της πόλης και ακριβώς απέναντι από τον ομώνυμο φάρο. Η πυροβολαρχία περιλάμβανε δύο πυροβόλα των 210 mm, τρία των 150 mm και δύο των 65 mm. Λίγο πιο κάτω και από την ίδια πλευρά βρισκόταν άλλη πυροβολαρχία, με δύο πυροβόλα των 210 mm, δύο των 150 mm και τρία των 65 mm. Στην απέναντι πλευρά (κοντά στον φάρο) υπήρχαν δύο πυροβόλα των 150 mm.
Κοντά στη δεύτερη από τις πιο πάνω πυροβολαρχίες, ο Νορβηγικός στρατός είχε καθορίσει ένα σημείο παρεμπόδισης, στο οποίο είχε εγκαταστήσει εννέα πολυβόλα "Colt - Browning" με 35 άνδρες, τα οποία παρεμπόδισαν επιτυχώς πέντε απόπειρες των Γερμανικών δυνάμεων (500 ανδρών) να αποβιβαστούν εκεί. Από πλευράς ναυτικών δυνάμεων οι Νορβηγοί είχαν μερικά μικρά σκάφη στο φιόρδ του Τρόντχαϊμ, μεταξύ των οποίων η ναρκοθέτις Φρόγια.
Το καταδρομικό Αντμιράλ Χίππερ, παρά τις ζημίες που είχε υποστεί την προηγούμενη, ανέλαβε να "απασχολήσει" τις πυροβολαρχίες. Με τον τρόπο αυτό, τα πέντε αντιτορπιλικά, πλέοντας με ταχύτητα 25 κόμβων και σε προσεκτικά καθορισμένες πορείες, ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο χρόνος που παρέμεναν ως στόχοι των πυροβόλων, εισέδυσαν στο κυρίως φιόρδ. Το τόλμημα αυτό διευκόλυναν τόσο οι ζημιές που προκάλεσε μια οβίδα του Χίππερ στο καλώδιο παροχής ρεύματος στους προβολείς αναζήτησης των Νορβηγών, όσο και η βραδύτητα βολών των πυροβόλων τους (έβαλαν μόνο τρεις ομοβροντίες ανά δίλεπτο).
Στην προσπάθεια αυτή ένα από τα αντιτορπιλικά κτυπήθηκε. Παρόλο που οι Νορβηγοί "καθυστέρησαν" τους Γερμανούς στην είσοδο του φιόρδ επί έντεκα ώρες έχοντας ελάχιστες απώλειες (ένα νεκρό, δύο τραυματίες) ενώ οι άνδρες των πολυβόλων είχαν μεγαλύτερες (22 άνδρες συνολικά), η πόλη καταλήφθηκε χωρίς μεγάλη δυσκολία και το Φρόγια καταλήφθηκε ανέπαφο. Έχοντας αντιληφθεί ότι η εκστρατεία κατά του Νάρβικ παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες, οι Γαλλοβρετανοί ορίζουν ως στόχο τους το Τρόντχαϊμ.
Όπως προαναφέρθηκε, το αρχικό σχέδιο με κινητοποίηση τεσσάρων θωρηκτών και πλειάδας αντιτορπιλικών και υποστηρικτικών σκαφών εγκαταλείφθηκε, ύστερα από εκτίμηση των επιτελών ότι θα διακινδύνευαν -σε περιοχή μη ελεγχόμενη από αέρος- αναντικατάστατα πλοία του Βρετανικού στόλου. Έτσι, οι ήδη έτοιμες δυνάμεις αποβιβάζονται σε δύο μικρές πόλεις κοντά στο Τρόντχαϊμ. Το Νάμσος είναι μια μικρή κωμόπολη, λίγο βορειότερα του Τρόντχαϊμ, της οποίας οι κάτοικοι ασχολούνται με την αλιεία.
Δύο Βρετανικές ταξιαρχίες και μια Γαλλική ελαφρά μεραρχία αποβιβάζονται εκεί χωρίς να συναντήσει εμπόδια. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Γερμανοί δεν παρακολουθούν τις Γαλλοβρετανικές κινήσεις. Όταν η απόβαση ολοκληρώνεται, το Νάμσος δέχεται επίθεση από αέρος και σχεδόν ολόκληρη η πόλη πυρπολείται και καταστρέφεται. Τα Βρετανικά αντιαεροπορικά βρίσκονται φορτωμένα στο σκάφος. Οι Βρετανοί, τους οποίους διοικεί ο στρατηγός Άντριαν Κάρτον ντε Γουάιαρτ (Adrian Carton de Wiart) ανασυντάσσονται και ξεκινούν για το Τρόντχαϊμ μέσα σε φοβερές καιρικές συνθήκες.
Λόγω της κακής οργάνωσης της επιχείρησης, οι Βρετανοί δεν έχουν μεταφορικά μέσα, σκι και βαρέα όπλα. Παρόλ' αυτά, ο Ντε Γουάιαρτ καταφέρνει να φθάσει μέχρι την περιοχή του Στάινκγιερ (Steinkjer), σχεδόν στο μέσο της απόστασης Νάμσος - Τρόντχαϊμ. Εκεί αντιμετωπίζει, εκτός από τα πυρά των πυροβόλων των Γερμανικών σκαφών, ακόμη χειρότερες καιρικές συνθήκες, που τον αναγκάζουν να συμπτυχθεί στην περιοχή και να παραμείνει εκεί. Οι Γάλλοι, υπό τις διαταγές του στρατηγού Οντέ δεν μετακινήθηκαν από το Νάμσος.
Το δεύτερο σκέλος της λαβίδας, που θα περιέκλειε το Τρόντχαϊμ, αποβιβάστηκε στο Αντάλσνες (Andalsnes), ένα ακόμη μικρότερο ψαροχώρι στα νότια του αντικειμενικού στόχου και πιο κοντά στο Κρίστιανσουντ απ' ότι στο Τρόντχαϊμ. Τα στρατεύματα που αποβιβάστηκαν εκεί προσπάθησαν να φθάσουν στο Ντόμπας (Dombås) και στον οδικό κόμβο του, προκειμένου να κατευθυνθούν προς Τρόντχαϊμ. Η απόπειρα αυτή αποτυγχάνει, καθώς οι Γερμανοί τους κλείνουν το δρόμο με τους αερομεταφερόμενους αλπινιστές τους.
Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΩΝ ΑΓΓΛΟΓΑΛΛΩΝ
Περί τα μέσα Απριλίου 1940, Βρετανικά και Γαλλικά στρατεύματα απεβιβάσθησαν εις Namsos και Andalsnes, σε μιαν απόπειρα να περικυκλώσουν τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές, που είχαν αγκιστρωθεί στο Trondheim. Οι Γερμανικές δυνάμεις που ενεργούσαν στο Bergen και στο Trondheim είχαν αποκοπεί από την γραμμή ενισχύσεων και ανεφοδιασμού από θαλάσσης, κατά τις πρώτες εβδομάδες της εκστρατείας, και, επομένως, είχαν καταστεί ευάλωτες σε πιθανή εχθρική αντεπίθεση.
Η μείζων δυσκολία, όμως, την οποία αντιμετώπισαν οι Γερμανοί στην κεντρική Νορβηγία, συνίστατο στην αντιμετώπιση των υποβρυχίων του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, που απεδείχθησαν και η πιο αποτελεσματική συνιστώσα της στρατιωτικής / ναυτικής δυνάμεως των Δυτικών Συμμάχων κατά την εκστρατεία εκείνη. Πράγματι, ο Στόλος Υποβρυχίων του Royal Navy επέτυχε να πλήξει καίρια πολλά από τα σκάφη που μετέφεραν προμήθειες και πολεμοφόδια για τα γερμανικά στρατεύματα.
Όπως προανεφέρθη, περί τα μέσα Απριλίου, μεγάλη συμμαχική δύναμη απεβιβάσθη στο στόμιο του φιόρδ του Νάρβικ και άρχισε αργή προέλαση κατά ξηράν, προκειμένου να ανακαταλάβει τον ομώνυμο -σπουδαίας στρατηγικής σημασίας- λιμένα.
Εν τούτοις, όλες οι απόπειρες των Αγγλογαλλικών χερσαίων στρατευμάτων απέτυχαν παταγωδώς. Η κατάληψη των αεροδρομίων της Νορβηγίας από τη Luftwaffe έδωσε στους Γερμανούς αεροπορική υπεροχή στο θέατρο της Βορείου Θαλάσσης και οι Βρετανικές δυνάμεις, οι οποίες απεβιβάσθησαν εις Namsos και Andalsnes, διαθέτοντας μικρή υποστήριξη από αέρος και αντιμετωπίζοντας διαρκείς Γερμανικές αεροπορικές επιθέσεις, αδυνατούσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους. Οι συμμαχικές δυνάμεις απεσύρθησαν, τελικώς, από την κεντρική Νορβηγία περί τας αρχάς Μαΐου.
Απέμενε πλέον μόνον το Νάρβικ όπου ένα Γερμανικό Σύνταγμα Πεζικού, ενισχυμένο και από τα πληρώματα των βυθισθέντων αντιτορπιλικών, εμάχετο σθεναρώς, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο και να καθυστερήσει την προέλαση της (αριθμητικώς πολύ υπέρτερης) συμμαχικής δυνάμεως. Μόλις η κεντρική Νορβηγία κατέστη ασφαλής για τους Γερμανούς, η Luftwaffe, δυναμένη πλέον να επιχειρεί από των αεροδρομίων του Τρόντχαϊμ και αλλαχού εναντίον των Βρετανικών και Γαλλικών ναυτικών δυνάμεων, κατέστησε τις συμμαχικές θέσεις στο Νάρβικ εξαιρετικά ευάλωτες, και οι Αγγλογάλλοι αναγκάσθηκαν να απαγκιστρωθούν από τον λιμένα τον Ιούνιο του 1940.
ΚΕΡΔΗ ΚΑΙ ΖΗΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΜΠΟΛΕΜΟΥΣ
Η Εκστρατεία της Νορβηγίας επέφερε σοβαρές απώλειες και για τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο, υπέστη όμως και ανάλογες ζημίες. Η Kriegsmarine απεδείχθη λίαν επιτυχής στη μεταφορά του πρώτου κύματος των Γερμανικών χερσαίων δυνάμεων στην ακτή, πλην όμως επλήγη βαρύτατα από το (παραδοσιακά, πολύ υπέρτερον) Royal Navy. Αλλά και το τελευταίο, συμπεριλαμβανομένου και του εμπορικού στόλου που το συνεπικουρούσε, κατέβαλε βαρύτατο τίμημα.
Μεταξύ των απωλειών συμπεριλαμβάνεται και το αεροπλανοφόρο “Glorious” (Ένδοξος), το οποίο βυθίσθηκε από το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό στο τέλος της εκστρατείας. Βαρύτατες υπήρξαν και οι αεροπορικές απώλειες αμφοτέρων των μερών: Η Luftwaffe έχασε 260 αεροσκάφη, ενώ η RAF και το Βασιλικό Ναυτικό 163, συνολικά. Οι απώλειες τόσο των Βρετανικών όσο και των Γερμανικών χερσαίων δυνάμεων ήσαν μάλλον συγκρατημένες, αλλά οι συμμαχικές ταξιαρχίες που είχαν αποβιβασθεί στην κεντρική Νορβηγία έχασαν όλον τον οπλισμό τους.
Από επιχειρησιακής και στρατηγικής επόψεως, η εκστρατεία απετέλεσε μεγίστη επιτυχία της Γερμανίας: Η κατάληψη της Νορβηγίας διασφάλισε τον εφοδιασμό του γερμανικού Ράϊχ με υψηλής ποιότητος σιδηρομεταλλεύματα εκ Σουηδίας, εξασφάλισε τον έλεγχο της Βορείου Θαλάσσης, ενώ παρέσχε τέλος στη Γερμανική πλευρά, μια πρώτης τάξεως αεροναυτική βάση, ιδεώδες ορμητήριο για την διενέργεια επιθέσεων τόσο των υποβρυχίων του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού όσο και των πολεμικών αεροσκαφών της Luftwaffe, εναντίον των Βρετανικών Νήσων.
Η ΝΟΡΒΗΓΙΑ ΩΣ ΚΛΕΙΔΟΛΙΘΟΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ
Ο πλέον ένθερμος θιασώτης της ιδέας διενεργείας μιας εισβολής στην Νορβηγία ήταν το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό. Το γεγονός ουδόλως ξενίζει, λαμβανομένης υπ’ όψιν της εμπειρίας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και των διδαγμάτων που εξήγαγαν οι αξιωματικοί του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού εξ αυτής. Ήδη κατά τον Μεσοπόλεμο, οι ευφυέστεροι εγκέφαλοι της Kriegsmarine είχαν σοβαρούς λόγους να θεωρούν τη Νορβηγία ως κλειδόλιθο της Γερμανικής στρατηγικής σε περίπτωση νέου πολέμου με την θαλασσοκράτειρα Βρετανία και τούτο είχε καταστεί κοινό μυστικό.
Εν έτει 1929, ο Αντιναύαρχος Wolfgang Wegener, παλαίμαχος του Μεγάλου Πολέμου και διεθνώς ανεγνωρισμένος θεωρητικός της ναυτικής ισχύος και στρατηγικής, ο οποίος έχαιρε υψηλής υπολήψεως μεταξύ φίλων και πρώην αντιπάλων αδιακρίτως, εξέδωσε το μνημειώδες σύγγραμμά του υπό τον τίτλο «Η Ναυτική Στρατηγική του Παγκοσμίου Πολέμου», το οποίον έμελλε ταχέως να καταστεί η «Βίβλος» του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού.
Προβαίνοντας σε μιαν εντυπωσιακή, όσον και απολύτως ακριβή στρατηγική σύλληψη και ανάλυση, ο Ναύαρχος Βέγγενερ προσδιόρισε ως το βαρύτερο σφάλμα της Γερμανίας, από στρατηγικής απόψεως, κατά τη διάρκεια του προηγηθέντος Μεγάλου Πολέμου (1914 - 1918), το γεγονός ότι δε μερίμνησε ώστε να καταλάβει τη Νορβηγία, ούτως ώστε:
α) Να αποτρέψει την χρήση της εκ μέρους του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, στο πλαίσιο της εφαρμοσθείσης στρατηγικής ναυτικού και οικονομικού αποκλεισμού της Γερμανίας,
β) Να εξασφαλίσει, κατά συνέπεια, στον γερμανικό πολεμικό και εμπορικό στόλο ελευθερία κινήσεως στη Βόρειο Θάλασσα και
γ) Να δύναται, πλέον, να χρησιμοποιήσει εκείνη (η Γερμανία) την Νορβηγία ως ορμητήριο επιχειρήσεων κατά της Βρετανίας, του Βασιλικού Ναυτικού και του εμπορικού στόλου της.
Εν προκειμένω, επιβάλλεται, έστω και λίαν συνοπτικώς, μία ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη της υψηλής στρατηγικής της Γερμανίας. Από του τέλους του 19ου αιώνα και μέχρι της παραμονής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία επεχείρησε να επιλύσει το στρατηγικό πρόβλημα που της έθετε η Βρετανική κυριαρχία επί της Βορείου Θαλάσσης με την υιοθέτηση μιας στρατηγικής, η οποία συνίστατο στα ακόλουθα σημεία:
α) Απόκτηση της γεωστρατηγικώς κρίσιμης νήσου Ελιγολάνδης και ανέγερση εκεί ναυτικής βάσεως και
β) Εφαρμογή εκτεταμένων ναυτικών εξοπλιστικών προγραμμάτων και ναυπήγηση ισχυρού πολεμικού στόλου, και δη θωρηκτού.
Το τελευταίο είχε σκοπό:
α) Αφενός μεν, την ενίσχυση της αξιοπιστίας της Γερμανίας και τον καταναγκασμό της Μεγάλης Βρετανίας στην αποδοχή του Γερμανικού Ράϊχ ως ισοτίμου δρώντος στον διεθνή συσχετισμό ισχύος και στα διεθνή παίγνια επιρροής (αναγνώριση, εκ μέρους των ήδη υφισταμένων αποικιακών δυνάμεων, και ιδιαιτέρως της Μεγάλης Βρετανίας, του «δικαιώματος» του νεοσύστατου Γερμανικού Ράϊχ σε «μίαν θέσιν υπό τον ήλιον» “einen Platz an der Sonne” κατά την παροιμιώδη διακήρυξη του Καγκελλαρίου φον Μπύλωφ) καθώς και την αξιόπιστη αποτροπή Βρετανικής επιθετικής ενεργείας,
β) Αφετέρου δε, την πολεμική προπαρασκευή του Γερμανικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού (Kaiserliche Marine) για την επιτυχή διεξαγωγή της Αποφασιστικής Ναυμαχίας (Entscheidungsschlacht zur See) με το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, όταν η συγκυρία για το πρώτο θα καθίστατο ευνοϊκή.
Συγχρόνως, όμως, ήδη την περίοδο εκείνη, υπό το κράτος και την επιρροή των συγχρόνων θεωριών των Mahan, Corbett, Ratzel και λοιπών, υψώθηκαν φωνές, εντός του Γερμανικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού, υπέρ μιας δυναμικής επεμβάσεως στα δεδομένα της ναυτικής γεωγραφίας, πέρα δηλαδή της απόπειρας αντιμετωπίσεως του στρατηγικού προβλήματος της Γερμανίας στη θαλάσσια περιοχή βορείως των συνόρων της, δια «συμβατικών» μέσων.
Συναφώς, ο Ναύαρχος Wolfgang Wegener επέκρινε την ηγεσία της Kaiserliche Marine, διότι δεν απέδιδε τη δέουσα προσοχή στις σύγχρονες τότε και εξαιρετικά προσφιλείς στους στρατιωτικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους γεωγραφικές θεωρήσεις, αλλά προσπαθούσε να επιλύσει το στρατηγικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε μόνον διά τακτικών μέσων. Υπενθύμιζε δε ως ακολούθως: «Στρατηγική είναι το δόγμα των στρατηγικών - γεωγραφικών θέσεων, των αλλαγών τους και της επιδεινώσεώς τους». Εξ ου και ο Βέγκενερ συνιστούσε την υιοθέτηση μιας επιθετικής στρατηγικής, προς βελτίωση της γεωγραφικής θέσεως του Γερμανικού Ράϊχ.
Και η μεν στρατηγική, την οποία σχεδίασε και εφήρμοσε ο Αρχηγός του Αυτοκρατορικού Ναυτικού, προ του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ακόμη, Ναύαρχος Αλφρέδος Φρειδερίκος φον Τίρπιτς (Alfred Friedrich von Tirpitz), δεν επέτυχε, τελικώς, τους σκοπούς της: Δεν εξανάγκασε τη Μεγάλη Βρετανία να αποδεχθεί διαμοιρασμό της κυριαρχίας των θαλασσών με την Γερμανία ούτε λειτούργησε προς την επιθυμητή κατεύθυνση της αποτροπής έναντι της Μεγάλης Βρετανίας, ως κρίνεται δε εκ του αποτελέσματος. Δεν προετοίμασε -ή δεν πρόλαβε χρονικώς να προετοιμάσει- το Γερμανικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό επαρκώς για την επερχόμενη Αποφασιστική Ναυμαχία με το Βασιλικό Ναυτικό.
Απεναντίας, ενίσχυσε την θαλασσοκράτειρα Βρετανία στην απόφασή της να μην υποχωρήσει έναντι των Γερμανικών απαιτήσεων στο ζήτημα των ναυτικών εξοπλισμών, να προπαρασκευασθεί καταλλήλως για την επερχόμενη κατά θάλασσαν αναμέτρηση και να σφυρηλατήσει διακρατική συμμαχία εναντίον του επίφοβου δυνητικού ηπειρωτικού ηγεμόνα, προς αποτροπήν της συγκροτήσεως ενός γεωπολιτικώς και γεωοικονομικώς ενοποιημένου πόλου ισχύος στην δυτική πλευρά της Ευρασιατικής παγκοσμίου νήσου.
Εν τούτοις, η προαναφερθείσα συμβουλή του Ναυάρχου Βέγγενερ φαίνεται ότι ελήφθη σοβαρώς υπ’ όψιν από τους ιθύνοντες του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού (Kriegsmarine), κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΔΙΑΚΛΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΣΤΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Καταληφθέντες εξ απίνης την 9η Απριλίου 1940 (ως μη έδει, διότι διέθεταν σωρεία ενδείξεων περί της σχεδιαζομένης Γερμανικής εισβολής) και διαπιστώνοντας ότι οι Γερμανοί κυριολεκτικώς τους πρόλαβαν, οι Αγγλογάλλοι έσπευδαν, πλέον, ασθμαίνοντες προς τη Βόρειο Θάλασσα, προκειμένου να διασφαλίσουν τους μείζονος στρατηγικής σημασίας Νορβηγικούς λιμένες και να επικουρήσουν τα Νορβηγικά στρατεύματα.
Καθώς οι Βρετανικές ναυτικές δυνάμεις έπλεαν προς τα δυτικά της Νορβηγίας τις πρώτες ημέρες της εκστρατείας, εντοπίσθηκαν αμέσως από τα Γερμανικά αναγνωριστικά αεροσκάφη και επλήγησαν, εν συνεχεία, από τα βομβαρδιστικά και τα καταδιωκτικά καθέτου εφορμήσεως τύπου «Stukas». Την πρώτη ημέρα της εκστρατείας, τρεις Μοίρες Ναυτικής Αναγνωρίσεως της Luftwaffe διενήργησαν 49 εξόδους, προκειμένου να εντοπίσουν τον βρετανικό Home Fleet. Κάθε φορά που οι Βρετανικές ναυτικές μονάδες επιφανείας εντοπίζονταν, τα Γερμανικά αναγνωριστικά σήμαιναν τα Γερμανικά σκάφη και καλούσαν τα βομβαρδιστικά και τα «Stukas».
Το απόγευμα της 9ης Απριλίου 1940, δύο Πτέρυγες Βομβαρδιστικών και ένας Σχηματισμός «Stukas» επετέθησαν εναντίον του Βασιλικού Ναυτικού, βυθίζοντας ένα αντιτορπιλικό και προξενώντας ζημίες σε πέντε καταδρομικά καθώς και σε μερικά μικρότερα και βοηθητικά σκάφη. Αντιμέτωποι με τη Γερμανική αεροπορική απειλή, οι Βρετανοί απεφάσισαν να τραβήξουν τις ναυτικές δυνάμεις τους μακράν του θαλασσίου χώρου του κειμένου δυτικώς και νοτίως της Νορβηγίας.
Εξ άλλου, καθ’ όλην τη διάρκεια της εκστρατείας, οι επικοινωνίες μεταξύ των Μοιρών Αναγνωρίσεως της Λουφτβάφφε και του Στρατηγείου του 10ου Αεροπορικού Σώματος ήσαν άριστες και η πληροφόρηση για τις κινήσεις του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού διεβιβάζετο αμέσως στο Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό και στις χερσαίες δυνάμεις. Οι Μοίρες Μακράς Αναγνωρίσεως της Luftwaffe απεδείχθησαν ικανές να παράσχουν μια πολύ καλή εικόνα των Βρετανικών και Νορβηγικών χερσαίων δυνάμεων στα φίλια τμήματα.
Από την άλλη πλευρά, οι Μοίρες Αναγνωρίσεως της RAF και του Βασιλικού Ναυτικού, ενεργώντας επιχειρησιακά σε μια τεράστια ακτίνα και όντας ευάλωτες στις επιθέσεις της Luftwaffe (που εφορμούσε από των βάσεων της Νορβηγίας και της Δανίας, τις οποίες μόλις είχε καταλάβει), απεδείχθησαν ανίκανες να παράσχουν στις φίλιες δυνάμεις μιαν ακριβή εικόνα των Γερμανικών θέσεων και της ισχύος και κινήσεως των εχθρικών στρατευμάτων, κατά τη διάρκεια των μαχών του Τρόντχαϊμ και της κεντρικής Νορβηγίας.
Εξ άλλου, οι Γερμανοί κατείχαν το ουσιώδες και, εν τέλει, κρίσιμο πλεονέκτημα της τεχνολογικής υπεροχής του συστήματος επικοινωνιών, την περίοδο που έλαβε χώρα η Εκστρατεία της Νορβηγίας. Εν προκειμένω, ο ρόλος του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού απεδείχθη καίριος: είναι γνωστό ότι η Υπηρεσία Πληροφοριών του Ναυτικού διέθετε εξαίρετο ανθρώπινο δυναμικό, ας μη λησμονείται, άλλωστε, ότι από αυτήν προήρχετο και ο πολύς Γουλιέλμος Κανάρης (ο Ναύαρχος Wilhelm Canaris).
Η περίφημη ''B-Diest'', η Υπηρεσία Πληροφοριών του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, είχε καταφέρει να «σπάσει» δύο από τους βασικούς κώδικες του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού: τον κώδικα ''Naval Cypher'', που αφορούσε επιχειρησιακά σήματα, και τον ''Naval Code'', που αφορούσε την διοικητική μέριμνα και τις κινήσεις των Βρετανικών σκαφών. Συνεπεία τούτου, τον Απρίλιο του 1940 η Υπηρεσία Πληροφοριών της Kriegsmarine ήταν σε θέση να διαβάζει το 50% των μηνυμάτων που αποστέλλονταν μέσω του κώδικα ''Naval Cypher'', παρέχοντας στο Ναυαρχείο και στις μονάδες ροή πληροφοριών για τις θέσεις και μετακινήσεις των μεγάλων μονάδων του Βασιλικού Ναυτικού.
Συνεπώς, διαθέτοντες αυτό το πλεονέκτημα, σε συνδυασμό με την αρίστη χρήση των Μοιρών Αναγνωρίσεως της Luftwaffe, οι Γερμανοί ήσαν σε θέση να έχουν ακριβή εικόνα των Βρετανικών κινήσεων. Αντιθέτως, κατ’ εκείνην την φάση του πολέμου, οι Βρετανοί αποκρυπτογράφοι είχαν σημειώσει μικρή μόλις πρόοδο ως προς την αποκρυπτογράφηση του περίφημου συστήματος «ΑΙΝΙΓΜΑ» (ENIGMA) του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού. Ειρήσθω εν παρόδω ότι, προ της εισβολής στην Νορβηγία, η Luftwaffe και το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό είχαν διαταχθεί να τηρήσουν σιγή ασυρμάτου.
Μετά την έναρξη της εισβολής, οι μονάδες της Luftwaffe βασίζονταν κυρίως στον ραδιο-ασύρματο για τις επικοινωνίες τους, με συνέπεια να επιτύχουν οι Βρετανοί, χάρις στο πρόγραμμα ''ULTRA'', να υποκλέψουν και να αποκωδικοποιήσουν πλείστα όσα μηνύματα, που αφορούσαν στις θέσεις, την οργάνωση, την ισχύ και τις μετακινήσεις της Γερμανικής Πολεμικής Αεροπορίας. Ωστόσο, κατ’ εκείνο το διάστημα του πολέμου, οι Γερμανοί διατηρούσαν ακόμα το πλεονέκτημα στον τομέα των επικοινωνιών.
Η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΣΤΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Αναμφιβόλως, μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες, όσο και εντυπωσιακές αποτυχίες της Βρετανικής στρατιωτικής ηγεσίας υπήρξε η αδυναμία ή ανικανότητα να αναλυθούν και να εκτιμηθούν ορθώς οι (απειράριθμες) ενδείξεις -προ της 9ης Απριλίου 1940- ότι οι Γερμανοί συγκροτούσαν μια δύναμη εισβολής. Στις αρχές του 1940, η Διοίκηση Βομβαρδιστικών (Bomber Command) της RAF διενήργησε μια σειρά επιθέσεων εναντίον Γερμανικών ναυτικών εγκαταστάσεων στη Βόρειο Θάλασσα και ανέφερε τα σχετικά με τις Γερμανικές θέσεις και διαθεσιμότητες.
Μέχρι των αρχών Απριλίου έπρεπε να έχει καταστεί φανερό στους Βρετανούς ότι το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό προέβαινε στη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού μονάδων, με προφανή σκοπό την διενέργεια μιας επιχειρήσεως ευρείας κλίμακος. Στις 4 Απριλίου, φερ' ειπείν, έφθασαν ως και αναφορές πρακτόρων από την Κοπεγχάγη, που προειδοποιούσαν για Γερμανική επικείμενη κίνηση στην Νορβηγία. Άλλες αναφορές περί ευρείας κλίμακος κινήσεων Γερμανικών σκαφών στη Βαλτική Θάλασσα και στον όρμο της Ελιγολάνδης (Βόρειος Γερμανία) ελήφθησαν στις 6 Απριλίου.
Το πρωί της 7ης Απριλίου, η Διοίκηση Παρακτίου Αμύνης (Coastal Command) ανέφερε κινήσεις Γερμανικών πολεμικών σκαφών στη Βόρειο Θάλασσα, και συγκεκριμένα ενός καταδρομικού και έξι αντιτορπιλικών. Η πληροφορία εβασίζετο σε εναέρια φωτοαναγνώριση. Είναι ενδεικτικό ότι η εν λόγω αναφορά χρειάσθηκε 2,5 ώρες για να διέλθει τη γραφειοκρατία των επιτελείων και να φθάσει, εν τέλει, στο Γραφείο του Αρχηγού του Home Fleet, Ναυάρχου Charles Forbes.
Εν τω μεταξύ, ως και συμπλοκή υπήρξε καθώς η Διοίκησις Βομβαρδιστικών της RAF στις 13:25 της ίδιας ημέρας, εντόπισε και επετέθη, προ των ακτών του Skagerrak, εναντίον μιας Γερμανικής ναυτικής μοίρας, η οποία απετελείτο από ένα θωρακισμένο καταδρομικό, δύο καταδρομικά, δέκα αντιτορπιλικά και άλλες μονάδες επιφανείας. Σημειωτέον ότι και αυτή η πληροφορία χρειάσθηκε, επίσης, τέσσερις ώρες μέσω των διαύλων επικοινωνίας και γραφειοκρατίας της RAF, έως ότου φθάσει τελικώς, στο Βασιλικό Ναυτικό.
Όταν, επιτέλους, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι απήντησαν στην Γερμανική εισβολή, αποστέλλοντας χερσαίες δυνάμεις στην κεντρική και βόρειο Νορβηγία, η αποτυχία της συμμαχικής σχεδιάσεως (που υποτίθεται ότι προετοιμαζόταν επί έξι μήνες ακριβώς για ένα παρόμοιο ενδεχόμενο, και πάντως για την διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Νορβηγία) κατέστη οδυνηρά εμφανής, προσλαμβάνοντας τις διαστάσεις ενός ''fiasco''. Απεδείχθη ότι ως και πληροφορίες ανοικτών πηγών, ακόμη και για τα στοιχειώδη των Νορβηγικών λιμένων και της εν γένει γεωγραφίας της χώρας δεν είχαν συλλεγεί και αναλυθεί προσηκόντως.
Οι λιμένες του Namsos και Andalsnes ήσαν πολύ μικροί, για να υποστηρίξουν οιανδήποτε συμμαχική αποβατική ενέργεια. Η Γαλλική Ταξιαρχία π.χ., που αφίχθη εις Νάμσος, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει όλον τον βαρύ οπλισμό της (ακόμη δε και τους ημιόνους και τα σκι) στο μεταγωγό σκάφος, και τούτο διότι οι αρμόδιοι της σχεδιάσεως της επιχειρήσεως είχαν παραγνωρίσει μιαν (ήσσονος σημασίας για εκείνους) «λεπτομέρεια», ότι δηλαδή το σκάφος ήταν πολύ μεγάλο για να μπορέσει να διεισδύσει στον λιμένα.
Εξ άλλου, ούτε ο Βρετανικός Στρατός ούτε η RAF είχαν εφοδιασθεί με ακριβείς χάρτες της Νορβηγίας. Η Αεροπορική Υπηρεσία του Βασιλικού Ναυτικού διενήργησε υπερπτήσεις, χρησιμοποιώντας χάρτες του Ναυαρχείου χωρίς τοπογραφικές αναφορές, ένα εξαιρετικά ριψοκίνδυνο εγχείρημα όταν κανείς υπερίπταται μιας εξόχως ορεινής χώρας, όπως η Νορβηγία.
Η Διοίκηση Βομβαρδιστικών της Βασιλικής Αεροπορίας προσέφυγε στην χρησιμοποίηση των χαρτών από το περί Σκανδιναβίας κεφάλαιο του γεωγραφικού άτλαντα Baedeker (έκδοση 1912), προκειμένου να μπορέσει να κατευθύνει τα αεροσκάφη της, τα οποία έπρεπε να διενεργήσουν επιθέσεις εναντίον των αεροδρομίων της νοτίου Νορβηγίας, που είχαν καταληφθεί από τους Γερμανούς την πρώτη ημέρα των εχθροπραξιών. Τέλος, η Βρετανική Διοίκηση είχε αποτύχει ολοσχερώς να εγκαταστήσει αξιωματικούς - συνδέσμους και κλιμάκια επικοινωνιών με τους Νορβηγούς συμμάχους της.
Αναντιλέκτως, η πενιχρή πληροφόρηση επηρέασε ουσιωδώς την αποτελεσματικότητα της Βασιλικής Αεροπορίας στην εκστρατεία εκείνη. Εν αντιθέσει προς τους Βρετανούς, που είχαν να επιδείξουν αξιοσημείωτα κακές επιδόσεις στον τομέα των διακλαδικών πληροφοριών και του συντονισμού σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο, οι Γερμανικές δυνάμεις είχαν σχεδιάσει προσεκτικά τις κινήσεις τους, καθ’ όσον αφορά στον συντονισμό και στην επικοινωνία μεταξύ επιμέρους κλάδων και μονάδων.
Ο τομέας των πληροφοριών έμελλε να αποδειχθεί κρίσιμος για την έκβαση της επιχειρήσεως «Weserübung». Η Βρετανική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία ασφαλώς γνώριζε την ανεκτίμητη στρατηγική αξία της Βορείου Θαλάσσης και δη της Νορβηγίας, για τη Γερμανία: Το Ναυαρχείο τελούσε πλήρως ενήμερο της τεράστιας δημοτικότητας, της οποίας έχαιραν το σύγγραμμα και οι θέσεις του Ναυάρχου Βέγγενερ εντός των τάξεων του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού.
Το Υπουργείο Οικονομικού Πολέμου (Ministry of Economic Warfare) είχε μελετήσει διεξοδικώς το ζήτημα των εισαγωγών σιδηρομεταλλευμάτων από τη Σκανδιναβική Χερσόνησο προς την Γερμανία, μέσω των Νορβηγικών λιμένων, και είχε αναδείξει, σε επανειλημμένες εκθέσεις του της διετίας 1939 - 1940, την ζωτική σημασία των εισαγωγών αυτών για την Πολεμική Οικονομία του Ράϊχ. Για την οριστική παύση των μεταφορών αυτών, άλλωστε, το Υπουργείο Πολέμου απεφάσισε και ενέκρινε, τον Μάρτιο του 1940, την άσκηση βίας: την χρησιμοποίηση του Βασιλικού Ναυτικού.
Ωστόσο, το Ναυαρχείο, αλλά και η εν γένει στρατιωτική και πολιτική ηγεσία στο Λονδίνο, αδυνατούσαν να διανοηθούν, έστω και ως υπόθεση εργασίας, ότι οι Γερμανοί θα είχαν (ή θα εξεύρισκαν) την βούληση -πόσο δε μάλλον τις ικανότητες και δυνατότητες- να αμφισβητήσουν εμπράκτως το ''Command of the Sea'' του Βασιλικού Ναυτικού στην Βόρειο Θάλασσα, αναλαμβάνοντας ένα μέχρις αυτοκτονίας ριψοκίνδυνο εγχείρημα κατά της Νορβηγίας (όταν, μάλιστα, οι θέσεις αφετηρίας της Kriegsmarine του 1939 / 1940 ήσαν κατά πολύ μειονεκτικότερες εκείνων της Kaiserliche Marine του 1914).
Η παραδοχή της ηγεσίας ήταν ότι στην θεωρουμένη ως ακραία υποθετική περίπτωση, κατά την οποία οι Γερμανοί θα επιχειρούσαν, πράγματι, κατά της Σκανδιναβικής χώρας, το μέγιστον το οποίο θα κατόρθωναν θα ήταν η απόβαση περιορισμένου αριθμού δυνάμεων στην νότιο Νορβηγία, στην περιοχή του Όσλο, οπόταν θα απεστέλλετο ένα Βρετανικό εκστρατευτικό σώμα δυνάμεως τεσσάρων Ταξιαρχιών Πεζικού, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα υπό του Σχεδίου ''R4'' του War Office, με αντικειμενικούς σκοπούς την διασφάλιση των στρατηγικής σημασίας λιμένων της δυτικής Νορβηγίας και των υδατίνων διαύλων και, δευτερευόντως, την ενίσχυση του Νορβηγικού Στρατού.
Παρά την ύπαρξη όχι αμελητέων ενδείξεων μιας Γερμανικής εμπλοκής στην Νορβηγία -και τη διαρκή εμφάνιση ολοένα και περισσοτέρων, όπως προανεφέρθη- οι Βρετανοί ιθύνοντες θεωρούσαν «απλώς» αδιανόητον ότι οι Γερμανοί ομόλογοί τους θα έφθαναν μέχρι του σημείου να ριψοκινδυνεύσουν την ολοσχερή καταστροφή του (συγκριτικώς) «λιλιπούτειου» Πολεμικού Στόλου τους από τον κραταιό Home Fleet του Royal Navy, επιτιθέμενοι κατά των λιμένων Stavanger, Bergen, Trondheim και Narvik. Ο εφησυχασμός του Βρετανικού Ναυαρχείου, αλλά και της Ηγεσίας εν γένει, εβασίζετο στην αίσθηση του ατρώτου, η οποία απέρρεε από το «μέγα της θαλάσσης κράτος» της Γηραιάς Αλβιώνος.
Την εντυπωσιακώς συντριπτική, ποσοτική και ποιοτική, υπεροχή του Βασιλικού Ναυτικού έναντι του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, αλλά και παντός άλλου, ο οποίος θα αποτολμούσε να αμφισβητήσει την (αληθώς πλανητικών διαστάσεων) θαλάσσια κυριαρχία της από αιώνων ηγεμονευούσης ναυτικής δυνάμεως, πόσο δε μάλλον στην Βόρειο Θάλασσα, που αποτελούσε, από εποχής Ναπολεοντείων Πολέμων, για την Βρετανία ότι και το Ιόνιον Πέλαγος για την Γαληνοτάτη Ναυτική Δημοκρατία της Βενετίας τον καιρό της θαλασσοκρατίας της τελευταίας.
Μόνη «παραφωνία» εντός του Ανωτάτου Ναυτικού Συμβουλίου αποτελούσε ο Διοικητής Υποβρυχίων, Αντιναύαρχος Sir Max Kennedy Horton. Ο Διοικητής Υποβρυχίων του Βασιλικού Ναυτικού είχε μελετήσει εις βάθος το έργο του Ναυάρχου Wegener και τη Γερμανική ναυτική στρατηγική εν γένει, είχε δε σχηματίσει την εδραία πεποίθηση ότι οι Γερμανοί θα ενεργούσαν, και δη τάχιστα και αποφασιστικώς. Καίτοι αποτελούσε «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», ο Ναύαρχος Χόρτον προέβη σε μία ενέργεια, τον Μάρτιο του 1940, η οποία έμελλε να αποδειχθεί, μετέπειτα, η σοφότερη κίνηση της Βρετανικής πλευράς.
Συγκέντρωσε όλες τις διαθέσιμες μονάδες Υποβρυχίων στα Νορβηγικά ύδατα και, μετά ταύτα, ανέμενε την κίνηση των Γερμανών. Τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα την απαγόρευση του διά θαλάσσης ανεφοδιασμού των μονάδων της Βέρμαχτ, και μάλιστα άμα τη ενάρξει των εχθροπραξιών. Κανένα Γερμανικό μεταγωγό δεν μπορούσε πλέον να προσορμίσει στο Όσλο και στους λιμένες της δυτικής Νορβηγίας. Η διορατικότητα του Διοικητού Υποβρυχίων και η δράση των μονάδων του αποτέλεσαν την μόνη αιτία προκλήσεως σοβαράς ανησυχίας εντός της Γερμανικής Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοικήσεως κατά την διάρκεια της Νορβηγικής Εκστρατείας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, εξ άλλου, το γεγονός ότι οι βεβαιότητες που απέρρεαν από την αίσθηση υπεροχής του Βασιλικού Ναυτικού εμπόδισαν τους Βρετανούς ιθύνοντες να συλλάβουν νοητικώς και να διερευνήσουν την περίπτωση, έστω και ως απώτερο ενδεχόμενο, Γερμανικής προσβολής της Νορβηγίας δι’ άλλων μεθόδων και μέσων, και όχι απαραιτήτως, ούτε καν πρωτίστως, διά θαλάσσης. Και όμως, ήταν γνωστό τοις πάσιν ότι η Luftwaffe διέθετε, αφενός μεν μία επίλεκτη και ισχυρή δύναμη αλεξιπτωτιστών, αφετέρου δε έναν εντυπωσιακά ευμεγέθη μεταφορικό στόλο.
Εάν οι Βρετανοί αρμόδιοι είχαν κάνει, τα μόλις προηγούμενα χρόνια, απλώς τον κόπο να συλλέξουν και εκτιμήσουν καταλλήλως ορισμένες πληροφορίες ανοικτών πηγών, θα είχαν ασφαλώς αξιολογήσει καταλλήλως δύο άρθρα δημοσιευθέντα στο επίσημο (και ουδόλως απόρρητο) περιοδικό της Luftwaffe «Ο Αετός» (Der Adler) εν έτει 1939 και αναφερόμενα στις ασκήσεις της Βέρμαχτ του έτους 1937, το σενάριο των οποίων προέβλεπε την ρίψη ισχυρού αριθμού Αλεξιπτωτιστών προς κατάληψιν κομβικών σημείων, σε ικανή απόσταση όπισθεν των γραμμών του «εχθρού».
Προσέτι, η ικανότητα της Γερμανικής Πολεμικής Αεροπορίας στη διενέργεια μεταφοράς ισχυρού όγκου δυνάμεων και οπλισμού είχε, εν τω μεταξύ, επίσης καταστεί εμφανής. Κατά το διάστημα Ιουλίου – Οκτωβρίου 1936, η Γερμανική Luftwaffe και η Ιταλική Βασιλική Αεροπορία (Regia Aeronautica Italiana) μετέφεραν τον Ισπανικό Στρατό Βορείου Αφρικής, του Στρατηγού Francisco Franco, από την νότια πλευρά της Μεσογείου στην Ιβηρική Χερσόνησο.
Στο πλαίσιο της εκκολαπτομένης, κατ’ εκείνο το διάστημα, συμμαχικής σχέσεως μεταξύ της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας του Αδόλφου Χίτλερ και της φασιστικής Ιταλίας του Μπενίτο Μουσσολίνι, αφενός, και της εθνικιστικής Ισπανίας του Φραγκίσκου Φράνκο, αφετέρου, η οποία συμμαχική σχέση, όμως, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, εξ αιτίας και της τροπής που έλαβε η Ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδος την 28η / 10 / 1940. Μετεφέρθη τότε από αέρος μία δύναμη 20.000 ανδρών και ένας όγκος οπλισμού και εφοδίων της τάξεως των 270.000 κιλών.
Επρόκειτο για την πρώτη τέτοιων διαστάσεων αερογέφυρα της παγκοσμίου στρατιωτικής ιστορίας. Σημειωτέον δε ότι η πραγματοποίηση ενός τόσο τολμηρού εγχειρήματος έλαβε χώρα καθ’ ον χρόνον το Ισπανικό Ρεπουμπλικανικό Ναυτικό ασκούσε πλήρη κυριαρχία στη θαλάσσια περιοχή την κειμένη μεταξύ μητροπολιτικής Ισπανίας και αποικιακών κτήσεων της Βορείου Αφρικής. Καίτοι πρωτοφανής στα διεθνή χρονικά, η γιγαντιαία επιχείρηση αερομεταφοράς εστέφθη από απόλυτη επιτυχία, συντελώντας ουσιωδώς στην ενίσχυση των Ισπανών Εθνικιστών κατά τον σοβούντα Εμφύλιο Πόλεμο.
Μία και μόνη απώλεια αεροσκάφους σημείωσε η Λουφτβάφφε, και αυτή λόγω αεροπορικού ατυχήματος. Υπό το φως παρομοίων απτών δεδομένων εκπλήσσει, πράγματι, το μέγεθος υπερεκτιμήσεως των ιδίων ικανοτήτων και, αντιστρόφως, υποτιμήσεως των ικανοτήτων (και της βουλήσεως) του αντιπάλου, το οποίο επέδειξαν οι Βρετανοί ιθύνοντες, την άνοιξη του 1940.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΙΑΚΛΑΔΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ
Κατά την διάρκεια της περιόδου του Μεσοπολέμου, η Μεγάλη Βρετανία ήταν η μόνη μεγάλη στρατιωτική δύναμη η οποία είχε δημιουργήσει ένα πλήρες και περιεκτικό δόγμα διακλαδικών επιχειρήσεων, καθώς επίσης και ένα μεικτό επιτελείο, προς εφαρμογή μιας ανάλογης στρατιωτικής στρατηγικής. Από την δεκαετία του '20 ακόμη, οι Βρετανοί είχαν ιδρύσει Διακλαδική Σχολή Επιτελών (Joint Staff College), προκειμένου να εκπαιδεύσουν ανωτέρους αξιωματικούς στον συντονισμό της στρατηγικής και των επιχειρήσεων μεταξύ των διαφόρων κλάδων.
Αντιθέτως, οι Γερμανοί δεν είχαν αναπτύξει κάποιο παρεμφερές δόγμα περί διεξαγωγής διακλαδικών επιχειρήσεων, ούτε είχαν συστήσει κάποιο μεικτό επιτελείο, επιφορτισμένο τη σχεδίαση αναλόγου στρατηγικής. Μία διακλαδική σχολή επιτελών, η Ακαδημία των Ενόπλων Δυνάμεων (Wehrmachtakademie) λειτούργησε μόνον επί τρία έτη (1935 - 1938) και μόλις που πρόλαβε να δει την αποφοίτηση ενός μικρού αριθμού αξιωματικών από τις τάξεις της, προτού παύσει να υφίσταται, προφανώς υπό το βάρος εντόνων διαφωνιών, τριβών και ερίδων μεταξύ των διαφόρων κλάδων, όπως ενίοτε συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις.
Λαμβανομένης υπ’ όψιν, λοιπόν, της Βρετανικής εμφάσεως σε διακλαδικά δόγματα, σχολές και επιτελεία, είναι όντως εκπληκτικό το ότι οι Βρετανοί απέτυχαν να εγκαθιδρύσουν ένα μεικτό, διακλαδικό στρατηγείο για τις ανάγκες της εκστρατείας της Νορβηγίας (όπως υποτίθεται ότι όριζε το βρετανικό δόγμα) και ότι, αντιθέτως, οι τρεις κλάδοι (Βασιλικός Στρατός, Βασιλικό Ναυτικό, Βασιλική Αεροπορία), οι οποίοι και εκπροσωπούνταν στην Επιτροπή Αυτοκρατορικής Αμύνης CID (Committee of Imperial Defence) και στις τακτικές συνόδους των COS (Chiefs of Staffs: Αρχηγοί των Επιτελείων), απέτυχαν σε κάθε επίπεδο (στρατηγικό, επιχειρησιακό, τακτικό) να συντονίσουν τις ενέργειές τους μεταξύ τους.
Ακόμη εκπληκτικότερο είναι, βεβαίως, το γεγονός ότι οι Γερμανοί –μολονότι δεν διέθεταν ούτε επίσημο δόγμα κοινών, συνδυαστικών επιχειρήσεων σε στρατηγικό επίπεδο, ούτε σώμα αξιωματικών εκπαιδευμένων βάσει διακλαδικών δογμάτων– απεδείχθησαν στην πράξη απείρως επιτυχέστεροι και αποτελεσματικότεροι στον συντονισμό διακλαδικών επιχειρήσεων. Εξ άλλου, το Βρετανικό δόγμα όριζε ότι προκειμένου περί ενός συγκεκριμένου θεάτρου επιχειρήσεων, η ακολουθητέα οδός ενεργείας ήταν να τοποθετείται ένας και μοναδικός διοικητής, συνεπικουρούμενος από μεικτό επιτελείο, για τη διεύθυνση όλων, ανεξαιρέτως, των επιχειρήσεων, οι οποίες θα ελάμβαναν χώρα στο εν λόγω θέατρο επιχειρήσεων.
Παραδόξως, όμως, αυτό που υποτίθεται ότι αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο του Βρετανικού δόγματος δεν εφαρμόσθηκε όταν η Βέρμαχτ εισέβαλε στην Νορβηγία. Μία άλλη εναλλακτική επιλογή, την οποία διέθεταν οι Βρετανοί, ήταν να θέσουν, άμα τη ενάρξει των επιχειρήσεων, όλες τις δυνάμεις που επιχειρούσαν στη Νορβηγία υπό τις διαταγές, π.χ., του Αρχηγού Στόλου του Βασιλικού Ναυτικού, δεδομένου ότι το Royal Navy ήταν εκείνος ο κλάδος που θα επωμίζετο το μεγαλύτερο βάρος της διεξαγωγής της επιχειρήσεως, από Βρετανικής πλευράς.
Πλην όμως, αυτή η εύλογη λύση φαίνεται ότι δεν ελήφθη καν υπ’ όψιν. Αντιθέτως, κατά παράβαση των οριζομένων από το δόγμα περί διακλαδικότητος, άπαντες οι πολιτικοί και στρατιωτικοί ιθύνοντες -το Υπουργικό Συμβούλιο, η Επιτροπή Συντονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων και τα επιμέρους επιτελεία στο Λονδίνο- απέστελλαν χωριστές διαταγές και οδηγίες περί της διεξαγωγής της επιχειρήσεως.
Επί παραδείγματι, το Ναυαρχείο (Admiralty) είχε υπό τας διαταγάς του όλες τις ναυτικές μονάδες που επιχειρούσαν πέριξ της Νορβηγίας, ενώ το Υπουργείο Πολέμου (War Office) ήταν εκείνο που εξέδιδε διαταγές προς τις χερσαίες στρατιωτικές δυνάμεις που επιχειρούσαν στην Νορβηγία. Και ως να μη έφθαναν όλα αυτά, το βρετανικό Ναυαρχείο είχε την φαεινή ιδέα να διαιρέσει την θαλάσσια περιοχή της Νορβηγίας σε δύο κεχωρισμένες ναυτικές διοικήσεις.
Έτσι, ο μεν Ναύαρχος Forbes, ο Αρχηγός του Home Fleet, αναγορεύθηκε Διοικητής όλων των βρετανικών Ναυτικών Δυνάμεων της νοτίου και κεντρικής Νορβηγίας, ο δε Ναύαρχος Λόρδος Cork, ένας αρχαιότερος αξιωματικός, αναγορεύτηκε Διοικητής των Συμμαχικών Ναυτικών Δυνάμεων του Νάρβικ. Κατ’ αναλογίαν, το Υπουργείο Πολέμου επίσης σχημάτισε δύο μείζονες στρατιωτικές διοικήσεις για τις ανάγκες της εκστρατείας, μία με τομέα ευθύνης την κεντρική Νορβηγία και μιαν ακόμη, στην οποία υπήχθησαν οι χερσαίες δυνάμεις που επιχειρούσαν στο Νάρβικ.
Προσέτι, το Υπουργείο Πολέμου και το Βασιλικό Ναυαρχείο προέβησαν στην επιλογή των Διοικητών χωρίς μεταξύ τους πρότερη συνεννόηση, ενώ ελαχίστη προσπάθεια κατεβλήθη, γενικώς, από αμφότερα τα μέρη, για τον εναρμονισμό στρατηγικών και επιχειρήσεων. Τέλος, διαρκούσης της εκστρατείας κατέστη ορατή η τάση τόσο του Ναυαρχείου όσο και του Στρατιωτικού Επιτελείου στο Λονδίνο, να προβαίνουν στη λήψη αποφάσεων σε επιχειρησιακό αλλά και τακτικό, ακόμη, επίπεδο, ως μη έδει (καθώς τέτοιες αποφάσεις θα έπρεπε να επαφίενται στην κρίση των επί του εδάφους επιχειρούντων δοικητών).
Μετά ταύτα, περιττό να λεχθεί ότι αναλόγως ελλιπές ήταν το επίπεδο επικοινωνίας και συντονισμού μεταξύ των προαναφερθέντων κλάδων και της Βασιλικής Αεροπορίας. Εξ άλλου, μία από τις αρχές του Βρετανικού διακλαδικού δόγματος, που απηχεί άλλωστε δοκιμασμένες παραδοσιακές πρακτικές, είναι ότι, σε περίπτωση διεξαγωγής κοινών, συνδυαστικών επιχειρήσεων, ο αρχαιότερος αξιωματικός - διοικητής, ασχέτως κλάδου και όπλου προελεύσεως, είναι εκείνος ο οποίος οφείλει να αναλάβει το γενικό πρόσταγμα όλων των διαθεσίμων δυνάμεων (επίσης, ανεξαρτήτως κλάδου και όπλου).
Εν τούτοις, και αυτή η (αρκετά λυσιτελής) συνταγή αγνοήθηκε στην περίπτωση της Νορβηγίας. Έτσι, αντί μιας και ενιαίας διοικήσεως, τα χερσαία στρατεύματα και οι ναυτικές και αεροπορικές μονάδες αφέθησαν να λαμβάνουν εντολές τόσον από πολλούς διαφορετικούς διοικητές επί τόπου, όσον και από πολλά και διάφορα κέντρα αποφάσεων στο Λονδίνο, τα οποία, μάλιστα, ενίοτε είχαν διαφορετικές, έως διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους, προσεγγίσεις περί του πρακτέου.
Επί παραδείγματι, ο Ναύαρχος Λόρδος Cork, επιχειρώντας υπό τις διαταγές του Ναυαρχείου (το οποίο -ευλόγως- ζητούσε ανάληψη αμέσου και επιθετικής ενεργείας, για να εκδιώξει τους Γερμανούς από τον ζωτικής σημασίας λιμένα του Νάρβικ και να διασφαλίσει τα κοιτάσματα σιδηρομεταλλευμάτων), ήθελε να αποβιβάσει τις χερσαίες δυνάμεις κατ’ ευθείαν εκεί.
Αντιθέτως, ο προερχόμενος από τον στρατό ξηράς ομόλογός του, Στρατηγός Mackesy, τελών υπό τας διαταγάς του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ήθελε να αποφύγει μιαν απόβαση των ανδρών του στο «δόκανο» των Γερμανικών στρατευμάτων -προτιμώντας, αντ’ αυτής, την διενέργεια μιας ασφαλούς αποβάσεως στην κωμόπολη του Harstad, στο στόμιο του φιόρδ του Νάρβικ- και εκτιμώντας ότι αφού πρώτα συγκέντρωνε και ανέπτυσσε τις δυνάμεις του εκεί, θα μπορούσε, εν συνεχεία, ορμώμενος από ασφαλούς αφετηρίας, να προελάσει με αργό ρυθμό και να καταλάβει το Νάρβικ.
Σημειωτέον ότι οι Συμμαχικές Δυνάμεις θα διέθεταν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του σχεδίου, ένα διόλου ευκαταφρόνητο αριθμητικό πλεονέκτημα της τάξεως του 5:1 έναντι των Γερμανών καθώς και ένα τεράστιο πλεονέκτημα, όσον αφορά στην δύναμη πυρός που θα τους παρέσχε το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό.
Στην πρόδηλη επιθυμία της ηγεσίας του στρατού ξηράς να αποφύγει, ει δυνατόν, την έκθεση των μονάδων σε κίνδυνο κατά την απόβαση, ο ιστορικός ασφαλώς θα διαγνώσει το περιλάλητο «Σύνδρομο της Καλλιπόλεως», το οποίο ταλάνιζε την Βρετανική στρατιωτική ελίτ του Μεσοπολέμου (όχι αδικαιολογήτως, φυσικά, υπό το βάρος της φρικτής εκείνης εμπειρίας της ολοσχερούς καταστροφής του Συμμαχικού Αποβατικού Σώματος των Δαρδανελλίων, κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο).
Ασχέτως, όμως, των όποιων αιτίων της Βρετανικής στάσεως, γεγονός παραμένει ότι η διαφωνία μεταξύ των ηγητόρων και, συνακολούθως, η τελική απόφαση αργής προελάσεως προς τον στόχο (σε έκταση 50 μιλίων και σε άξενο έδαφος) εξυπηρέτησαν, εξ αντικειμένου, θαυμάσια την Γερμανική άμυνα. Η ολιγάριθμη αλλά ικανή Γερμανική δύναμη η ενεργούσα επί του εδάφους επέτυχε, κατά τρόπον υποδειγματικό, να προκαλέσει την μεγίστη δυνατή καθυστέρηση της Βρετανικής προελάσεως: έξι (6) εβδομάδες, διάστημα εντυπωσιακά μακρό σε τέτοιες επιχειρήσεις.
Δεν στερείται δε ειρωνείας το ότι οι Βρετανοί κατόρθωσαν, επιτέλους, να καταλάβουν το Νάρβικ, για να το εκκενώσουν μόλις λίγες ημέρες αργότερα, όταν, πλέον, το σύνολο των Συμμαχικών Δυνάμεων διετάχθη να απαγκιστρωθεί από την Νορβηγία. Καθ’ όσον αφορά, εξ άλλου, στον ρόλο των ιδίων των Νορβηγών, το έλλειμμα επικοινωνίας και συντονισμού μεταξύ αυτών και των Αγγλογάλλων συνετέλεσε, επίσης ουσιωδώς στην προκληθείσα σύγχυση και ασυνεννοησία.
Όταν οι βρετανικές δυνάμεις αποβιβάσθηκαν εις Namsos και Andalsnes, ο Νορβηγός Αρχιστράτηγος Ruge επέμεινε όπως τεθούν όλες οι ξένες δυνάμεις που επιχειρούσαν στο θέατρο της χώρας του υπό τις διαταγές του. Η αξίωση αυτή ήταν μεν εύλογη και θεμιτή, ίσως δε και πολιτικώς επιβεβλημένη, πλην όμως προσέκρουε στο πραγματικό γεγονός της παντελούς απουσίας ενός διακλαδικού συστήματος επικοινωνιών, διοικήσεως και ελέγχου μεταξύ των ιδίων των Νορβηγών, πόσο μάλλον δε μεταξύ αυτών και των Βρετανών.
Παρά ταύτα, ο Διοικητής των βρετανικών δυνάμεων που αποβιβάσθηκαν στο Andalsnes, Στρατηγός Morgan, προέβη σε μία χειρονομία φιλοφροσύνης, θέτοντας στις 19 Απριλίου 1940 μέρος των μονάδων του υπό την διοίκηση του Ruge και αποστέλλοντας το πρώτο αφιχθέν Βρετανικό τάγμα να πολεμήσει μαζί με τους Νορβηγούς στο Lillehammer, βαθειά εντός της κεντρικής Νορβηγίας.
Εν τούτοις, στις 22 Απριλίου, το Υπουργείο Πολέμου της Μεγάλης Βρετανίας μετέβαλε γραμμή πλεύσεως και απέστειλε διαταγή προς τον Διοικητή των Βρετανικών στρατευμάτων εις Namsos, Υποστράτηγο Paget, δυνάμει της οποίας, εφ’ εξής, ο τελευταίος θα έπρεπε μεν να συντονίζει τις επιχειρήσεις του με τον Νορβηγό Στρατηγό Ruge, αλλ’ οι άνδρες του δε θα ετίθεντο υπό Νορβηγική διοίκηση.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, εξ αιτίας του ότι δεν είχε ληφθεί μέριμνα για ορισμό αξιωματικών - συνδέσμων ούτε κλιμακίων επικοινωνίας μεταξύ των Συμμάχων, η πληροφόρηση των Βρετανών για τις θέσεις και την κατάσταση των Νορβηγών σε πραγματικό χρόνο ήταν πενιχρή. Κατά τις μάχες της κεντρικής Νορβηγίας, οι Βρετανικές και Νορβηγικές μονάδες εφάνησαν παντελώς ανίκανες να αποκαταστήσουν ένα στοιχειώδες, έστω, επίπεδο συντονισμού.
ΕΠΙΤΥΧΗΣ ΔΙΑΚΛΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ - ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΠΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ
Από πλευράς τους, οι Γερμανοί είχαν αρχικώς συστήσει ένα κυριολεκτικώς μικρό, ευέλικτο και διακλαδικό επιτελικό σχήμα για την σχεδίαση της Επιχειρήσεως ''Weserübung'': την αποκληθείσα «Ομάδα Κράνκε» ''Gruppe Kranke'', από το όνομα του επικεφαλής της, Πλοιάρχου Kranke. Η Ομάδα του Πλοιάρχου Kranke εργάσθηκε κατά τρόπον υποδειγματικό και κατήρτισε ένα λίαν αξιόλογο σχέδιο, το οποίο προέβλεπε την δημιουργία ενός ενιαίου θεάτρου διοικήσεως με ένα κοινό, μεικτό επιτελείο για τις ανάγκες της Νορβηγικής Εκστρατείας.
Η Γερμανική Ανωτάτη Στρατιωτική Διοίκηση (Oberkommando der Wehrmacht: OKW) εφάνη, κατ’ αρχάς, σύμφωνη. Εν τούτοις, όταν το εν λόγω σχέδιο ετέθη υπ’ όψιν του Στρατάρχου του Ράϊχ (Reichsmarschall) και Υπουργού Αεροπορίας Hermann Goering. O (γνωστός για το εκρηκτικό ταμπεραμέντο του) Γκαίριγκ αρνήθηκε διαρρήδην να επιτρέψει οτιδήποτε θα έθετε μονάδες της Luftwaffe (προς την οποία έτρεφε, ως γνωστόν, παροιμιώδη «αδυναμία») υπό τις διαταγές ενός αξιωματικού προερχομένου από άλλον κλάδο, ενώ δεν απουσίασαν και παρεμφερείς ενστάσεις από την ηγεσία των λοιπών κλάδων.
Μετά ταύτα, αποφασίσθηκε ότι οι διοικητές των μονάδων που θα συμμετείχαν στην Νορβηγική Εκστρατεία θα ενεργούσαν και θα ελάμβαναν διαταγές εντός του πλαισίου της δικής γραμμής διοικήσεως και ιεραρχίας, ενώ για τον συντονισμό της όλης επιχειρήσεως στο ύπατο επίπεδο θα μεριμνούσε η Ανωτάτη Στρατιωτική Διοίκηση (OKW).
Παρά ταύτα, η εξέλιξη αυτή δεν απεδείχθη τόσον αρνητική όσον θα υπέθετε κανείς εκ πρώτης όψεως. Κατ’ αρχάς, και παρά τον ηχηρό τίτλο της, η Γερμανική Ανωτάτη Στρατιωτική Διοίκηση, τελούσα μετά τις τελευταίες εκκαθαρίσεις της προπολεμικής περιόδου υπό την διοίκηση του Στρατηγού Keitel, δεν αποτελούσε, στην πραγματικότητα τον υπερμεγέθη γραφειοκρατικό οργανισμό που θα ενόμιζε κάποιος, κρίνοντας από μεικτά γενικά επιτελεία της σύγχρονης εποχής, αλλ’ ήταν μάλλον ένα σχετικά μικρό, προσωπικό στρατιωτικό επιτελείο του Χίτλερ, ως «Φύρερ και Αρχιστρατήγου».
Περαιτέρω, και εν αντιθέσει προς την εικόνα που συχνά έχομε περί ενός αυστηρώς συγκεντρωτικού (έως μονολιθικού) Γερμανικού συστήματος εξουσίας της εποχής, πολλά πράγματα (λειτουργίες και ρόλοι) δεν ήσαν γραφειοκρατικώς θεσμοθετημένα, αλλά, οσάκις ανέκυπταν ζητήματα, αυτά αντιμετωπίζονταν από ad hoc οριζόμενες ομάδες εργασίας.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αξιοπρόσεκτα καλή προσωπική σχέση που υφίστατο μεταξύ των αξιωματικών των τριών κλάδων της Βέρμαχτ (σε πρόδηλη αντίθεση προς ό,τι ίσχυε, φερ’ειπείν, μεταξύ των Βρετανών ή Γάλλων συναδέλφων τους), ιδιαιτέρως μάλιστα στις νεώτερες ηλικίες, συνέβαλε αποφασιστικά τόσο στη συγκρότηση μιας γραμμής διοικήσεως πολύ απλούστερης της Βρετανικής -με έναν και μόνον διοικητή των χερσαίων, ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων των διατιθεμένων για την επιχείρηση- όσο και στην καλή επικοινωνία μεταξύ των ηγητόρων των επιμέρους μονάδων.
Ως επιχειρησιακά στρατηγεία ορίσθηκαν: για τις μεν χερσαίες δυνάμεις το Στρατηγείο του ΧΧΙ Σώματος Στρατού, για τις μονάδες της Λουφτβάφφε δε το Χ Αεροπορικό Σώμα. Κατά τις πρώτες εβδομάδες της Νορβηγικής Εκστρατείας, η έδρα των προαναφερθέντων στρατηγείων παρέμεινε επί Γερμανικού εδάφους, για να μεταφερθεί, μετ’ ου πολύ, στα πρόσω. Ειρήσθω εν παρόδω ότι ακόμη και το γεγονός ότι αμφότερα τα στρατηγεία έδρευαν στο Αμβούργο συνέβαλαν στην εγκαθίδρυση αρίστης επικοινωνίας μεταξύ των ανωτέρων και μεσαίων κλιμακίων των κλάδων.
Είναι λίαν χαρακτηριστικόν το γεγονός ότι, καθ’ όλην την εξέλιξη της Νορβηγικής Εκστρατείας, η ροή πληροφοριών μεταξύ των κλάδων υπήρξε υποδειγματική, εν αντιθέσει προς ό,τι συνέβη στη Βρετανική πλευρά, όπου συχνά εδίδετο η εντύπωση ότι ο ένας κλάδος έπραττε ωσάν να ήθελε περίπου να «αποκρύψει» από τον άλλον τα δεδομένα και τις εκτιμήσεις που έφθαναν από την ιδικήν του Υπηρεσία Πληροφοριών. Όσον αφορά, τέλος, στο Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό, αυτό συμμετέσχε με το σύνολον των δυνάμεών του στην επιχείρηση.
Το (οπωσδήποτε αξιοπρόσεκτο) γεγονός ότι οι Γερμανοί ανέθεσαν τη διεύθυνση της προαναφερθείσης μεικτής επιτελικής Ομάδος Σχεδιασμού σε αξιωματικό της Kriegsmarine (Πλοίαρχος Kranke) μαρτυρεί, ενδεχομένως, την εκτίμησή τους ότι το σπουδαιότερο πρόβλημα που θα είχαν να αντιμετωπίσουν κατά την εκτέλεση της επιχειρήσεως όφειλε να αναμένεται από την πλευρά του Royal Navy. Επιπροσθέτως, είναι άξιον μνείας ότι κατά τη Νορβηγική Εκστρατεία εμφανίσθηκε για πρώτη φορά σε στρατιωτική επιχείρηση ο θεσμός ο οποίος, επί των ημερών μας, έχει καταστεί γνωστός στους ειδήμονες ως ''JFACC'' (Joint Forces Air Component Commander).
Το 10ο Αεροπορικό Σώμα, υπό τη διοίκηση του Πτεράρχου Hans Geisler, είχε υπό τις διαταγές του το σύνολον των αεροπορικών μονάδων που είχαν ανάμειξη στις επιχειρήσεις, αδιακρίτως. Εν προκειμένω, αναδεικνύεται μία επίσης καίρια ποιοτική διαφορά προς την RAF: Εν αντιθέσει προς την Βασιλική Αεροπορία, η οποία ήταν οργανωμένη βάσει ρόλων και λειτουργιών (Διοίκηση Βομβαρδιστικών, Διοίκηση Μαχητικών, Παράκτια Διοίκηση κ.λπ.), η Luftwaffe είχε οργανωθεί σε Αεροπορικές Μεραρχίες (αντίστοιχες των συγχρόνων Πτερύγων Μάχης).
Αεροπορικά Σώματα (κατά το πρότυπο των Σωμάτων Στρατού, συγκείμενα εκ δύο ή περισσοτέρων Μεραρχιών) και Αεροπορικούς Στόλους (κατά το πρότυπο των Στρατιών, απαρτιζομένους εκ δύο ή περισσοτέρων Σωμάτων). Τα Αεροπορικά Σώματα αποτελούσαν μείζονες μεικτούς σχηματισμούς που μπορούσαν να δρουν αυτοτελώς, διαθέτοντας μονάδες διώξεως, βομβαρδισμού, κρούσεως, αναγνωρίσεως καθώς και μονάδες υποστηρίξεως και αντιαεροπορικής αμύνης.
Αναντιρρήτως, κάθε μέθοδος παρουσιάζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της. Για τις ανάγκες, πάντως, ενός θεάτρου επιχειρήσεων, όπως η Σκανδιναβική Χερσόνησος, και μιας επιχειρήσεως, όπως η Νορβηγική Εκστρατεία, το γερμανικό σύστημα απεδείχθη καταφανώς ανώτερο. Οι εμπλεκόμενες Βρετανικές αεροπορικές μονάδες όφειλαν να αναφέρουν στη Διοίκηση Βομβαρδιστικών ή στη Διοίκηση Παρακτίου Αμύνης -αναλόγως του πού υπήγοντο- και οι Διοικήσεις, με την σειρά τους, στο Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας, το οποίο, εν συνεχεία, διοχέτευε την πληροφόρηση που έκρινε σκόπιμη στους λοιπούς κλάδους.
Τα αυτά ίσχυαν και για την Αεροπορική Υπηρεσία του Βασιλικού Ναυτικού, η οποία ανέφερε στο Ναυαρχείο. Η Επικοινωνία μεταξύ Διοικήσεως Βομβαρδισμού και Παρακτίου Διοικήσεως της RAF αφενός, και Αεροπορικής Υπηρεσίας του Royal Navy αφετέρου, και χρονοβόρα υπήρξε και όχι πάντοτε ομαλή. Απ’ εναντίας, όλες οι επιχειρούσες Γερμανικές αεροπορικές μονάδες ανέφεραν, απ’ ευθείας, σε ένα και μόνον κεντρικό στρατηγείο, το οποίο τελούσε υπό τας διαταγάς ενός και του αυτού διοικητού.
Περαιτέρω, δε στερείται σημασίας η επισήμανση ότι τα όποια ζητήματα ανεφύησαν στην γερμανική πλευρά, αντιμετωπίσθηκαν αμέσως, από στρατιωτικούς ηγήτορες που έδειχναν να μη φοβούνται τον νεωτερισμό και την hic et nunc τροποποίηση των υφισταμένων δομών και σχεδίων, αναλόγως των διαρκώς μεταβαλλομένων συνθηκών, αναγκών και δεδομένων επί του εδάφους. Παραδείγματος χάριν, οι Γερμανοί ταχέως αντελήφθησαν ότι, μετά την επιτυχή έναρξη της επιχειρήσεως, η εξακολουθητική και επαρκής διεύθυνση ενός όγκου χιλίων (1000) αεροσκαφών.
Όσων δηλαδή είχαν διατεθεί για τις ανάγκες της Νορβηγικής Εκστρατείας (το ήμισυ δε των οποίων ήσαν μεταφορικά, οργανωμένα σε δέκα Συγκροτήματα, υπό την διοίκηση του Αντισμηνάρχου Karl August von Gablenz), συντόμως θα υπερέβαινε τις δυνατότητες του μικρού Στρατηγείου του Χ Αεροπορικού Σώματος. Έτσι, δημιούργησαν εκ των ενόντων, τον 5ο Αεροπορικό Στόλο, ως το επιχειρησιακό στρατηγείο της εκστρατείας, το οποίο και ανέλαβε την ευθύνη για όλες τις Μονάδες Υποστηρίξεως και Α/Α Αμύνης, ενώ όλες οι μάχιμες μονάδες της Luftwaffe εξακολούθησαν να τελούν υπό την διοίκηση του Χ Αεροπορικού Σώματος.
Εν προκειμένω, δέον όπως υπογραμμισθεί ότι σημαντικό μερίδιο στην επιτυχία της επιχειρήσεως, από Γερμανικής πλευράς, είχε το επίπεδο της διοικήσεως και ηγεσίας, και δη ο υψηλός επαγγελματισμός, η αταλάντευτη αποφασιστικότητα αλλά και η νεωτεριστική αντίληψη των ηγητόρων και τούτο ισχύει όχι μόνον για τις μονάδες κρούσεως αλλά και για τις μονάδες υποστηρίξεως. Τα Σμήνη Μεταφορών της Luftwaffe, φερ’ ειπείν, είχαν, σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, ανεκτίμητη συμβολή στην επιτυχία της επιχειρήσεως.
Ενδεικτικώς αναφέρουμε το εξής περιστατικό: Στις 9 Απριλίου 1940, η δύναμη Γερμανών Αλεξιπτωτιστών που εστάλη να καταλάβει το Αεροδρόμιο Fornebu στο Όσλο υποχρεώθηκε να επιστρέψει, εξ αιτίας πυκνής ομίχλης που ενέσκηψε. Ωστόσο, μία Μοίρα Messerschmitt ''Me 110'', αψηφώντας την διαταγή ανακλήσεως, πραγματοποίησε επιτυχή προσγείωση, κατέλαβε και διασφάλισε το αεροδρόμιο, καλώντας εν συνεχεία την έλευση του δευτέρου κύματος αερομεταφοράς, προς αποβίβασιν Αερομεταφερομένου Πεζικού και διασφάλισιν της περιοχής.
Πράγματι, ο Μοίραρχος διεβίβασε την είδηση καταλήψεως του αεροδρομίου στο Στρατηγείο του Χ Αεροπορικού Σώματος, μέσω ραδιοασυρμάτου, και ο προαναφερθείς Διοικητής Μεταφορών, Αντισμήναρχος Κάρολος Αύγουστος von Gablenz, ενήργησε αμέσως τα δέοντα για την αποστολή ενισχύσεων. Η Νορβηγική πρωτεύουσα έπεσε το απόγευμα της ιδίας ημέρας, εις πείσμα των λίαν αντιξόων καιρικών συνθηκών και χάρις στην επάρκεια και αποτελεσματικότητα των Μονάδων Υποστηρίξεως της Luftwaffe αλλά και στην εξαιρετική τόλμη και αποφασιστικότητα που επέδειξαν οι διοικητές τους.
Αλλά και μετέπειτα, όταν ο ανεφοδιασμός της Γερμανικής χερσαίας δυνάμεως, η οποία είχε καταλάβει το Trondheim, απεκόπη από θαλάσσης, συνεπεία της δράσεως του Βασιλικού Ναυτικού (η Διοίκηση Υποβρυχίων του οποίου επρόκειτο να αποβεί στον πλέον επικίνδυνο αντίπαλο των Γερμανικών μονάδων), ο von Gablenz ήταν εις θέσιν να αποστείλει, από αέρος, το μεγαλύτερο μέρος της 181ης Μεραρχίας Πεζικού, μετά του οπλισμού της, παρέχοντας στην Γερμανική δύναμη επί του εδάφους την δυνατότητα να διενεργήσει αντεπίθεση κατά των Βρετανικών μονάδων που είχαν αποβιβασθεί εις Νamsos και Andalsnes.
Ενώ τα στρατεύματα των Γαλλοβρετανών παραμένουν καθηλωμένα, ο Χίτλερ έχει πλέον βεβαιωθεί ότι οι γερμανικές δυνάμεις στη Νορβηγία δεν κινδυνεύουν από τα κακώς εξοπλισμένα και ανεκπαίδευτα Γαλλοβρετανικά στρατεύματα. Πράγματι, οι ηγεσίες των Βρετανών και των Γάλλων διατάσσουν την εκκένωση των δυνάμεών τους από τη Νορβηγία, η οποία πραγματοποιείται σταδιακά μέχρι τα τέλη Απριλίου. Τον Μάιο δεν υπάρχει πλέον κανείς Βρετανός ή Γάλλος στην κεντρική Νορβηγία. Αλλά οι Βρετανοί ετοιμάζονται ξανά για το Νάρβικ και ενισχύουν τις δυνάμεις του Μάκεσι.
Εν τω μεταξύ έχουν αντιληφθεί ότι κυριαρχία στη θάλασσα δεν έχει πλέον κανένα αντίκρυσμα αν δεν συνοδεύεται από την κυριαρχία στον αέρα. Οι πεισματάρηδες Βρετανοί δεν το βάζουν κάτω και προσπαθούν να ενισχύσουν τον Μάκεσι υπάγοντάς τον στις δυνάμεις του ναυάρχου Κορκ, που είναι πιο αποφασιστικός και δυναμικός. Η ημερομηνία έναρξης των επιχειρήσεων ορίζεται για τις 12 Μαΐου. Οι εξελίξεις, όμως, προλαβαίνουν τους Βρετανούς: Στις 10 Μαΐου ξεκινά η εκστρατεία της Γερμανίας εναντίον της Γαλλίας.
Η μάχη για τη Νορβηγία χάνει πλέον κάθε σημασία για τους Συμμάχους, οι οποίοι το μόνο που προσπαθούν πλέον είναι να διασώσουν τις δυνάμεις που υπάρχουν ακόμη στη Νορβηγία. Η εκκένωση ολοκληρώνεται στις 8 Ιουνίου, όχι χωρίς απώλειες από συμμαχικής πλευράς, κυρίως σε ναυτικές δυνάμεις. Οι Νορβηγοί εξακολουθούν να ανθίστανται μέχρι τις 10 Ιουνίου, οπότε υπογράφεται η ανακωχή που οδηγεί στην κατοχή της χώρας τους. Ο Χίτλερ εγκαθιστά κυβέρνηση υπό τον Βίντκουν Κουίσλιγκ και, αποσύροντας τον πρεσβευτή του, εγκαθιστά στη χώρα έναν από τους σκληρότερους γκαουλάιτερ: Τον Γιόζεφ Τερμπόβεν.
Το σχέδιο εισβολής στη Νορβηγία εκπονήθηκε από θεωρητικούς της στρατηγικής στο Γερμανικό Ναυτικό αμέσως μετά την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η Γερμανική πολιτική και στρατιωτική ελίτ εστίαζε στη ναυπήγηση Αυτοκρατορικού Ναυτικού. Αυτή η προσπάθεια έχαιρε ευρείας λαϊκής υποστήριξης. Αλλά μεταξύ του 1914 και του 1918, το Γερμανικό Ναυτικό ουδέποτε βρέθηκε σε θέση να παίξει έναν αποφασιστικό ρόλο, η Βρετανία ακολουθούσε αμυντική στρατηγική υπερασπίζοντας την ακτογραμμή της και επιβάλλοντας ναυτικό αποκλεισμό στη Γερμανία.
Τα Γερμανικά πολεμικά πλοία είχαν κλειδωθεί μέσα στον Γερμανικό κόλπο. Το Γερμανικό Ναυτικό μόνο σε μία περίπτωση (στη ναυμαχία της Γιουτλάνδης το 1916) μπόρεσε να αντιμετωπίσει και να προκαλέσει τη Βρετανική κυριαρχία στη Βόρειο Θάλασσα, αλλά μετά δεν συνέχισε αυτήν τη μερικώς επιθετική τακτική. Κατά τη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν, αναπτύχθηκε μια πιο επιθετική στρατηγική για το Ναυτικό, σύμφωνα με την οποία η απόκτηση των παράκτιων βάσεων της Νορβηγίας και της Δανίας ήταν απαραίτητη για επιχειρήσεις σε αυτές τις θάλασσες και για την πρόληψη ενός νέου αποκλεισμού.
Πρώτες ύλες από τη Βόρειο Ευρώπη, ειδικά δε από τη Σουηδία, θεωρούντο ουσιώδεις για τη Γερμανική πολεμική βιομηχανία. Κατά συνέπεια, το να διατηρηθεί ο δίαυλος εφοδιασμού ανοιχτός -ο οποίος, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ξεκινούσε από την Κιρούνα της Σουηδίας και κατέληγε σιδηροδρομικώς στο Νάρβικ και από το Νάρβικ συνέχιζε ακτοπλοϊκώς κατά μήκος της Νορβηγικής ακτής- ήταν ζωτικής σημασίας. Μετά την επίθεση της Σοβιετικής Ένωσης στη Φινλανδία, τον Νοέμβριο του 1939, η Βρετανική και η Γαλλική κυβέρνηση σχεδίαζαν να βοηθήσουν τους Φινλανδούς περνώντας από Νορβηγικά και Σουηδικά εδάφη, σπάζοντας έτσι την ουδετερότητά τους.
Ο Φινλανδοσοβιετικός πόλεμος έσυρε τη Σκανδιναβία στο επίκεντρο της σφαίρας γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος των εμπόλεμων μεγάλων δυνάμεων. Από την πλευρά των Γερμανών, η παρεμπόδιση των Βρετανών από το να επιτεθούν πρώτοι ήταν αποφασιστικής σημασίας και ο Χίτλερ επείσθη να διατάξει τον σχεδιασμό εισβολής. Ας σημειωθεί εδώ ότι ο Νορβηγός φασίστας ηγέτης, Βίντκουν Κουίσλιγκ πέρασε ένα χρονικό διάστημα στο Βερολίνο μετά τον Σεπτέμβριο του 1939, προσπαθώντας να πείσει τον Χίτλερ να εισβάλει στη χώρα του.