Προμηθέας ευρετής
Ο Προμηθέας δεσμώτης, η μόνη σωζόμενη τραγωδία στην οποία κανένας από τους χαρακτήρες δεν είναι κοινός θνητός, διαφέρει αισθητά από τις υπόλοιπες τραγωδίες του Αισχύλου. Αρκετοί μελετητές -ίσως η πλειονότητα- θεωρούν το έργο ψευδεπίγραφο. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα πότε γράφτηκε ούτε αν ανήκε σε τριλογία ("Προμήθεια") ούτε, σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι τέτοιο, ποια ακριβώς θέση κατείχε στην τριλογία.
Στην αρχή του έργου το Κράτος και η Βία, μαζί με τον απρόθυμο Ήφαιστο, εκτελώντας τη διαταγή του Δία, οδηγούν τον Προμηθέα σ᾽ ένα έρημο μέρος της Σκυθίας και τον καθηλώνουν πάνω σ᾽ ένα βράχο, επειδή έκλεψε από τους θεούς τη φωτιά και τη χάρισε στους ανθρώπους. Στον τόπο εκείνο φθάνουν με τη σειρά οι Ωκεανίδες (ο χορός), που άκουσαν το σφοδρό σφυροκόπημα, ο συμπάσχων Ωκεανός, που συμβουλεύει τον Προμηθέα να αλλάξει την άκαμπτη στάση του απέναντι στον Δία και προσφέρεται ο ίδιος να βοηθήσει, η "ομοιοπαθής" Ιώ, η κόρη του βασιλιά του Άργους Ίναχου, που την ερωτεύτηκε ο Δίας και που τώρα, μεταμορφωμένη σε αγελάδα, περιπλανιέται ασταμάτητα, κυνηγημένη απ᾽ τον οἶστρον (τη μύγα) που έστειλε η Ήρα. Στους επισκέπτες αυτούς ο Προμηθέας μιλάει για τη βοήθεια που προσέφερε στον Δία, για την προσφορά του στους ανθρώπους, για το μαρτύριό του, για τη δική τους μελλοντική τύχη (Ιώ) και για κάποιο μυστικό που κατέχει σχετικά με την επικείμενη πτώση του Δία, την οποία μόνο αυτός θα μπορούσε να αποτρέψει. Τελευταίος έρχεται ο Ερμής, απεσταλμένος του Δία, που άδικα επιχειρεί με απειλές να αποσπάσει από τον Προμηθέα το μυστικό που γνωρίζει. Εκείνος αρνείται με πείσμα και καταβαραθρώνεται χτυπημένος από τον κεραυνό του Δία.
Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το δεύτερο επεισόδιο, το μοναδικό επεισόδιο αρχαίας τραγωδίας στη διάρκεια του οποίου δεν εμφανίζεται και δεν αποχωρεί κάποιο πρόσωπο. Ο Προμηθέας απευθύνεται στον χορό των Ωκεανίδων και μιλάειγια τις καθοριστικής σημασίας εφευρέσεις του και τη γενικότερη προσφορά του που κατέστησε δυνατή την εξέλιξη του ανθρώπου. Συγκεκριμένα αναφέρει την αρχιτεκτονική και την ξυλουργία, τη μετεωρολογία και την αστρονομία, την επινόηση των αριθμών και της γραφής, την εξημέρωση και τη ζέψη των ζώων, την ναυσιπλοΐα, την ιατρική, την πρόγνωση του μέλλοντος με ποικίλους τρόπους και τη μεταλλουργία.
Για το προφανώς ιδιαίτερα προσφιλές στους αρχαίους θέμα της εξέλιξης βλ. τα ανθολογούμενα Κείμενα από τα Έργα του Ησιόδου, από την Αντιγόνη του Σοφοκλή και από τον Μοσχίωνα.
Προμηθεὺς δεσμώτης 436-506
σιγᾶν με· συννοίᾳ δὲ δάπτομαι κέαρ,
ὁρῶν ἐμαυτὸν ὧδε προυσελούμενον.
καίτοι θεοῖσι τοῖς νέοις τούτοις γέρα
440 τίς ἄλλος ἢ ᾽γὼ παντελῶς διώρισεν;
ἀλλ᾽ αὐτὰ σιγῶ, καὶ γὰρ εἰδυίασιν ἂν
ὑμῖν λέγοιμι· τἀν βροτοῖς δὲ πήματα
ἀκούσαθ᾽, ὥς σφας νηπίους ὄντας τὸ πρὶν
ἔννους ἔθηκα καὶ φρενῶν ἐπηβόλους.
445 λέξω δέ, μέμψιν οὔτιν᾽ ἀνθρώποις ἔχων,
ἀλλ᾽ ὧν δέδωκ᾽ εὔνοιαν ἐξηγούμενος·
οἳ πρῶτα μὲν βλέποντες ἔβλεπον μάτην,
κλύοντες οὐκ ἤκουον, ἀλλ᾽ ὀνειράτων
ἀλίγκιοι μορφῆσι τὸν μακρὸν βίον
450 ἔφυρον εἰκῇ πάντα, κοὔτε πλινθυφεῖς
δόμους προσείλους ᾖσαν, οὐ ξυλουργίαν,
κατώρυχες δ᾽ ἔναιον ὥστ᾽ ἀήσυροι
μύρμηκες ἄντρων ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις.
ἦν δ᾽ οὐδὲν αὐτοῖς οὔτε χείματος τέκμαρ
455 οὔτ᾽ ἀνθεμώδους ἦρος οὔτε καρπίμου
θέρους βέβαιον, ἀλλ᾽ ἄτερ γνώμης τὸ πᾶν
ἔπρασσον, ἔστε δή σφιν ἀντολὰς ἐγὼ
ἄστρων ἔδειξα τάς τε δυσκρίτους δύσεις.
καὶ μὴν ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων,
460 ἐξηῦρον αὐτοῖς, γραμμάτων τε συνθέσεις,
μνήμην ἁπάντων, μουσομήτορ᾽ ἐργάνην.
κἄζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα,
ζεύγλησι δουλεύοντα σάγμασίν θ᾽ ὅπως
θνητοῖς μεγίστων διάδοχοι μοχθημάτων
465 γένοινθ᾽, ὑφ᾽ ἅρμά τ᾽ ἤγαγον φιληνίους
ἵππους, ἄγαλμα τῆς ὑπερπλούτου χλιδῆς,
θαλασσόπλαγκτα δ᾽ οὔτις ἄλλος ἀντ᾽ ἐμοῦ
λινόπτερ᾽ ηὗρε ναυτίλων ὀχήματα.
τοιαῦτα μηχανήματ᾽ ἐξευρὼν τάλας
470 βροτοῖσιν, αὐτὸς οὐκ ἔχω σόφισμ᾽ ὅτῳ
τῆς νῦν παρούσης πημονῆς ἀπαλλαγῶ.
πλανᾷ, κακὸς δ᾽ ἰατρὸς ὥς τις ἐς νόσον
πεσὼν ἀθυμεῖς καὶ σεαυτὸν οὐκ ἔχεις
475 εὑρεῖν ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος.
οἵας τέχνας τε καὶ πόρους ἐμησάμην.
τὸ μὲν μέγιστον, εἴ τις ἐς νόσον πέσοι,
οὐκ ἦν ἀλέξημ᾽ οὐδέν, οὔτε βρώσιμον,
480 οὐ χριστόν, οὐδὲ πιστόν, ἀλλὰ φαρμάκων
χρείᾳ κατεσκέλλοντο, πρίν γ᾽ ἐγώ σφισιν
ἔδειξα κράσεις ἠπίων ἀκεσμάτων
αἷς τὰς ἁπάσας ἐξαμύνονται νόσους.
τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα,
485 κἄκρινα πρῶτος ἐξ ὀνειράτων ἃ χρὴ
ὕπαρ γενέσθαι, κληδόνας τε δυσκρίτους
ἐγνώρισ᾽ αὐτοῖς ἐνοδίους τε συμβόλους,
γαμψωνύχων τε πτῆσιν οἰωνῶν σκεθρῶς
διώρισ᾽, οἵτινές τε δεξιοὶ φύσιν
490 εὐωνύμους τε, καὶ δίαιταν ἥντινα
ἔχουσ᾽ ἕκαστοι, καὶ πρὸς ἀλλήλους τίνες
ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα καὶ ξυνεδρίαι,
σπλάχνων τε λειότητα, καὶ χροιὰν τίνα
ἔχουσ᾽ ἂν εἴη δαίμοσιν πρὸς ἡδονὴν
495 χολή, λοβοῦ τε ποικίλην εὐμορφίαν·
κνίσῃ τε κῶλα ξυγκαλυπτὰ καὶ μακρὰν
ὀσφῦν πυρώσας δυστέκμαρτον εἰς τέχνην
ὥδωσα θνητούς, καὶ φλογωπὰ σήματα
ἐξωμμάτωσα πρόσθεν ὄντ᾽ ἐπάργεμα.
500 τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτ᾽· ἔνερθε δὲ χθονὸς
κεκρυμμέν᾽ ἀνθρώποισιν ὠφελήματα,
χαλκόν, σίδηρον, ἄργυρον χρυσόν τε, τίς
φήσειεν ἂν πάροιθεν ἐξευρεῖν ἐμοῦ;
οὐδείς, σάφ᾽ οἶδα, μὴ μάτην φλῦσαι θέλων.
505 βραχεῖ δὲ μύθῳ πάντα συλλήβδην μάθε·
πᾶσαι τέχναι βροτοῖσιν ἐκ Προμηθέως.
***
ή πείσμα, αλλά μια σκέψη μού σπαράζει την καρδιά
βλέποντας τον εαυτό μου μες στις συμφορές.
Ποιος άλλος τάχατες έξω από μένα440
στους νέους θεούς έδωσε τα προνόμιά τους;
Μα εδώ σωπαίνω· ξέρετε τι θα ᾽χα να σας πω.
Όμως ακούστε των ανθρώπων τα παθήματα,
πώς από νήπια που ήταν πριν, τους έκανα
πλάσματα με μυαλό και πώς τους έδωσα τη σκέψη.
Θα τα ιστορήσω όχι γιατί από τους θνητούς445
έχω παράπονο, μα για να δείτε την αγάπη που τους έδειξα.
Λοιπόν, αυτοί, πρώτα έβλεπαν χωρίς να βλέπουν,
άκουαν χωρίς ν᾽ ακούν και, όμοιοι με σκιές του ονείρου,
περνούσαν τη μακριά ζωή τους όπως λάχει, ανακατεύοντας
τα πάντα, μη γνωρίζοντας ούτε τα σπίτια τα πλιθόχτιστα450
και τα προσήλια μήτε την ξυλουργική·
μόνο βαθιά στο χώμα κατοικούσαν, όπως τα λαφριά
μυρμήγκια, μες σ᾽ ανήλιαγες σπηλιές.
Και δεν είχαν κανένα σίγουρο σημάδι του χειμώνα,
ούτε της ανθοφόρας άνοιξης μήτε του καρπερού καλοκαιριού,455
παρά έκαμναν τα πάντα στα τυφλά, ώσπου τους έδειξα
τις αξεδιάλυτες ανατολές των άστρων και τις δύσεις.
Κι ύστερα, ακόμα, υπέρτατη σοφία, τον αριθμό
τους βρήκα και τη γνώση των γραμμάτων,460
μνήμη των πάντων και μητέρα των Μουσών.
Και πρώτος έζεψα τα ζώα στο ζυγό,
καματερά στη ζεύγλα ή στο σαμάρι υποταγμένα,
για ν᾽ αναλάβουνε τους πιο βαριούς μόχθους του ανθρώπου,
κι έφερα στο άρμα, φιλιωμένα με τα γκέμια, τα άλογα,465
αγλάισμα της βαθύπλουτης της πολυτέλειας.
Κι εγώ σοφίστηκα, όχι άλλος, τα λινόπτερα
πλεούμενα των ναυτικών τα θαλασσοδαρμένα.
Τέτοιες σοφές τέχνες βρήκα για τους ανθρώπους,
κι όμως για με δεν έχω τώρα τι να βρω470
για να γλιτώσω ο δόλιος απ᾽ τα πάθη μου!
σε παρασέρνει και, σαν τον κακό γιατρό που αρρώστησε
κι αυτός, βαριά πικραίνεσαι και δε μπορείς
να βρεις για σένα φάρμακο να σε γιατρέψει.475
τι τέχνες και τεχνάσματα σκαρφίστηκα.
Και πριν απ᾽ όλα τούτο: όσοι πέφτανε άρρωστοι
δεν είχαν γιατρικό ή να το μασήσουν
ή να το καταπιούν ή να το αλείψουν πάνω τους,480
μόνο καταμαραίνονταν χωρίς φάρμακα, ώσπου εγώ
τους έδειξα πώς τα ήπια βάλσαμα ν᾽ ανακατεύουν,
αμυντικά μέσα για όλες τις αρρώστιες.
Και τα πολυάριθμα είδη της μαντικής τούς ταξινόμησα
και πρώτος απ᾽ τα όνειρα ξεχώρισα όσα μέλλονται485
να βγουν αληθινά, κι ερμήνευσα τα αινίγματα
τα φραστικά και τα συναπαντήματα του δρόμου.
Κι εγώ φανέρωσα τι δείχνουν με το πέταγμά τους τα γαμψόνυχα
όρνια και ποιοι οι καλοί ή κακοί οιωνοί,
κι εξήγησα το φέρσιμό τους και τις έχθρες τους,490
τα συντροφιάσματά τους, τις συνάξεις τους,
κι ακόμα, τη στιλπνή θέα των σπλάχνων και το χρώμα τους
που δίνει στους θεούς την πιο περίσσια απόλαυση,
και τις ποικίλες όψεις του λοβού και της χολής.495
Και πύρωσα τα τυλιγμένα μες στο λίπος μέλη
και το μακρύ το ραχοκόκαλο, μυώντας τους θνητούς
σε τέχνη δύσκολη κι ανοίγοντας τα μάτια τους,
κλεισμένα ώς τότε, στης φωτιάς τα σήματα.
Να το έργο μου. Κι ό,τι πολύτιμο έχει η γη500
κρυμμένο απ᾽ τους ανθρώπους μες στα σπλάχνα της,
το μπρούντζο και το σίδερο, το ασήμι, το χρυσάφι,
ποιος άλλος θα ᾽λεγε πως τους το έδειξε πριν από μένα;
Κανείς, το ξέρω, εκτός αν φλυαρεί κι ανοηταίνει.
Με δυο λόγια μάθε τα πάντα: όλες οι τέχνες 505
οι ανθρώπινες είναι δωρεές του Προμηθέα.
Στην αρχή του έργου το Κράτος και η Βία, μαζί με τον απρόθυμο Ήφαιστο, εκτελώντας τη διαταγή του Δία, οδηγούν τον Προμηθέα σ᾽ ένα έρημο μέρος της Σκυθίας και τον καθηλώνουν πάνω σ᾽ ένα βράχο, επειδή έκλεψε από τους θεούς τη φωτιά και τη χάρισε στους ανθρώπους. Στον τόπο εκείνο φθάνουν με τη σειρά οι Ωκεανίδες (ο χορός), που άκουσαν το σφοδρό σφυροκόπημα, ο συμπάσχων Ωκεανός, που συμβουλεύει τον Προμηθέα να αλλάξει την άκαμπτη στάση του απέναντι στον Δία και προσφέρεται ο ίδιος να βοηθήσει, η "ομοιοπαθής" Ιώ, η κόρη του βασιλιά του Άργους Ίναχου, που την ερωτεύτηκε ο Δίας και που τώρα, μεταμορφωμένη σε αγελάδα, περιπλανιέται ασταμάτητα, κυνηγημένη απ᾽ τον οἶστρον (τη μύγα) που έστειλε η Ήρα. Στους επισκέπτες αυτούς ο Προμηθέας μιλάει για τη βοήθεια που προσέφερε στον Δία, για την προσφορά του στους ανθρώπους, για το μαρτύριό του, για τη δική τους μελλοντική τύχη (Ιώ) και για κάποιο μυστικό που κατέχει σχετικά με την επικείμενη πτώση του Δία, την οποία μόνο αυτός θα μπορούσε να αποτρέψει. Τελευταίος έρχεται ο Ερμής, απεσταλμένος του Δία, που άδικα επιχειρεί με απειλές να αποσπάσει από τον Προμηθέα το μυστικό που γνωρίζει. Εκείνος αρνείται με πείσμα και καταβαραθρώνεται χτυπημένος από τον κεραυνό του Δία.
Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το δεύτερο επεισόδιο, το μοναδικό επεισόδιο αρχαίας τραγωδίας στη διάρκεια του οποίου δεν εμφανίζεται και δεν αποχωρεί κάποιο πρόσωπο. Ο Προμηθέας απευθύνεται στον χορό των Ωκεανίδων και μιλάειγια τις καθοριστικής σημασίας εφευρέσεις του και τη γενικότερη προσφορά του που κατέστησε δυνατή την εξέλιξη του ανθρώπου. Συγκεκριμένα αναφέρει την αρχιτεκτονική και την ξυλουργία, τη μετεωρολογία και την αστρονομία, την επινόηση των αριθμών και της γραφής, την εξημέρωση και τη ζέψη των ζώων, την ναυσιπλοΐα, την ιατρική, την πρόγνωση του μέλλοντος με ποικίλους τρόπους και τη μεταλλουργία.
Για το προφανώς ιδιαίτερα προσφιλές στους αρχαίους θέμα της εξέλιξης βλ. τα ανθολογούμενα Κείμενα από τα Έργα του Ησιόδου, από την Αντιγόνη του Σοφοκλή και από τον Μοσχίωνα.
Προμηθεὺς δεσμώτης 436-506
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
μήτοι χλιδῇ δοκεῖτε μηδ᾽ αὐθαδίᾳσιγᾶν με· συννοίᾳ δὲ δάπτομαι κέαρ,
ὁρῶν ἐμαυτὸν ὧδε προυσελούμενον.
καίτοι θεοῖσι τοῖς νέοις τούτοις γέρα
440 τίς ἄλλος ἢ ᾽γὼ παντελῶς διώρισεν;
ἀλλ᾽ αὐτὰ σιγῶ, καὶ γὰρ εἰδυίασιν ἂν
ὑμῖν λέγοιμι· τἀν βροτοῖς δὲ πήματα
ἀκούσαθ᾽, ὥς σφας νηπίους ὄντας τὸ πρὶν
ἔννους ἔθηκα καὶ φρενῶν ἐπηβόλους.
445 λέξω δέ, μέμψιν οὔτιν᾽ ἀνθρώποις ἔχων,
ἀλλ᾽ ὧν δέδωκ᾽ εὔνοιαν ἐξηγούμενος·
οἳ πρῶτα μὲν βλέποντες ἔβλεπον μάτην,
κλύοντες οὐκ ἤκουον, ἀλλ᾽ ὀνειράτων
ἀλίγκιοι μορφῆσι τὸν μακρὸν βίον
450 ἔφυρον εἰκῇ πάντα, κοὔτε πλινθυφεῖς
δόμους προσείλους ᾖσαν, οὐ ξυλουργίαν,
κατώρυχες δ᾽ ἔναιον ὥστ᾽ ἀήσυροι
μύρμηκες ἄντρων ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις.
ἦν δ᾽ οὐδὲν αὐτοῖς οὔτε χείματος τέκμαρ
455 οὔτ᾽ ἀνθεμώδους ἦρος οὔτε καρπίμου
θέρους βέβαιον, ἀλλ᾽ ἄτερ γνώμης τὸ πᾶν
ἔπρασσον, ἔστε δή σφιν ἀντολὰς ἐγὼ
ἄστρων ἔδειξα τάς τε δυσκρίτους δύσεις.
καὶ μὴν ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων,
460 ἐξηῦρον αὐτοῖς, γραμμάτων τε συνθέσεις,
μνήμην ἁπάντων, μουσομήτορ᾽ ἐργάνην.
κἄζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα,
ζεύγλησι δουλεύοντα σάγμασίν θ᾽ ὅπως
θνητοῖς μεγίστων διάδοχοι μοχθημάτων
465 γένοινθ᾽, ὑφ᾽ ἅρμά τ᾽ ἤγαγον φιληνίους
ἵππους, ἄγαλμα τῆς ὑπερπλούτου χλιδῆς,
θαλασσόπλαγκτα δ᾽ οὔτις ἄλλος ἀντ᾽ ἐμοῦ
λινόπτερ᾽ ηὗρε ναυτίλων ὀχήματα.
τοιαῦτα μηχανήματ᾽ ἐξευρὼν τάλας
470 βροτοῖσιν, αὐτὸς οὐκ ἔχω σόφισμ᾽ ὅτῳ
τῆς νῦν παρούσης πημονῆς ἀπαλλαγῶ.
ΧΟΡΟΣ
πέπονθας ἀικὲς πῆμ᾽· ἀποσφαλεὶς φρενῶνπλανᾷ, κακὸς δ᾽ ἰατρὸς ὥς τις ἐς νόσον
πεσὼν ἀθυμεῖς καὶ σεαυτὸν οὐκ ἔχεις
475 εὑρεῖν ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος.
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
τὰ λοιπά μου κλύουσα θαυμάσῃ πλέον,οἵας τέχνας τε καὶ πόρους ἐμησάμην.
τὸ μὲν μέγιστον, εἴ τις ἐς νόσον πέσοι,
οὐκ ἦν ἀλέξημ᾽ οὐδέν, οὔτε βρώσιμον,
480 οὐ χριστόν, οὐδὲ πιστόν, ἀλλὰ φαρμάκων
χρείᾳ κατεσκέλλοντο, πρίν γ᾽ ἐγώ σφισιν
ἔδειξα κράσεις ἠπίων ἀκεσμάτων
αἷς τὰς ἁπάσας ἐξαμύνονται νόσους.
τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα,
485 κἄκρινα πρῶτος ἐξ ὀνειράτων ἃ χρὴ
ὕπαρ γενέσθαι, κληδόνας τε δυσκρίτους
ἐγνώρισ᾽ αὐτοῖς ἐνοδίους τε συμβόλους,
γαμψωνύχων τε πτῆσιν οἰωνῶν σκεθρῶς
διώρισ᾽, οἵτινές τε δεξιοὶ φύσιν
490 εὐωνύμους τε, καὶ δίαιταν ἥντινα
ἔχουσ᾽ ἕκαστοι, καὶ πρὸς ἀλλήλους τίνες
ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα καὶ ξυνεδρίαι,
σπλάχνων τε λειότητα, καὶ χροιὰν τίνα
ἔχουσ᾽ ἂν εἴη δαίμοσιν πρὸς ἡδονὴν
495 χολή, λοβοῦ τε ποικίλην εὐμορφίαν·
κνίσῃ τε κῶλα ξυγκαλυπτὰ καὶ μακρὰν
ὀσφῦν πυρώσας δυστέκμαρτον εἰς τέχνην
ὥδωσα θνητούς, καὶ φλογωπὰ σήματα
ἐξωμμάτωσα πρόσθεν ὄντ᾽ ἐπάργεμα.
500 τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτ᾽· ἔνερθε δὲ χθονὸς
κεκρυμμέν᾽ ἀνθρώποισιν ὠφελήματα,
χαλκόν, σίδηρον, ἄργυρον χρυσόν τε, τίς
φήσειεν ἂν πάροιθεν ἐξευρεῖν ἐμοῦ;
οὐδείς, σάφ᾽ οἶδα, μὴ μάτην φλῦσαι θέλων.
505 βραχεῖ δὲ μύθῳ πάντα συλλήβδην μάθε·
πᾶσαι τέχναι βροτοῖσιν ἐκ Προμηθέως.
***
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αν δε μιλώ, μην το θαρρείτε περηφάνειαή πείσμα, αλλά μια σκέψη μού σπαράζει την καρδιά
βλέποντας τον εαυτό μου μες στις συμφορές.
Ποιος άλλος τάχατες έξω από μένα440
στους νέους θεούς έδωσε τα προνόμιά τους;
Μα εδώ σωπαίνω· ξέρετε τι θα ᾽χα να σας πω.
Όμως ακούστε των ανθρώπων τα παθήματα,
πώς από νήπια που ήταν πριν, τους έκανα
πλάσματα με μυαλό και πώς τους έδωσα τη σκέψη.
Θα τα ιστορήσω όχι γιατί από τους θνητούς445
έχω παράπονο, μα για να δείτε την αγάπη που τους έδειξα.
Λοιπόν, αυτοί, πρώτα έβλεπαν χωρίς να βλέπουν,
άκουαν χωρίς ν᾽ ακούν και, όμοιοι με σκιές του ονείρου,
περνούσαν τη μακριά ζωή τους όπως λάχει, ανακατεύοντας
τα πάντα, μη γνωρίζοντας ούτε τα σπίτια τα πλιθόχτιστα450
και τα προσήλια μήτε την ξυλουργική·
μόνο βαθιά στο χώμα κατοικούσαν, όπως τα λαφριά
μυρμήγκια, μες σ᾽ ανήλιαγες σπηλιές.
Και δεν είχαν κανένα σίγουρο σημάδι του χειμώνα,
ούτε της ανθοφόρας άνοιξης μήτε του καρπερού καλοκαιριού,455
παρά έκαμναν τα πάντα στα τυφλά, ώσπου τους έδειξα
τις αξεδιάλυτες ανατολές των άστρων και τις δύσεις.
Κι ύστερα, ακόμα, υπέρτατη σοφία, τον αριθμό
τους βρήκα και τη γνώση των γραμμάτων,460
μνήμη των πάντων και μητέρα των Μουσών.
Και πρώτος έζεψα τα ζώα στο ζυγό,
καματερά στη ζεύγλα ή στο σαμάρι υποταγμένα,
για ν᾽ αναλάβουνε τους πιο βαριούς μόχθους του ανθρώπου,
κι έφερα στο άρμα, φιλιωμένα με τα γκέμια, τα άλογα,465
αγλάισμα της βαθύπλουτης της πολυτέλειας.
Κι εγώ σοφίστηκα, όχι άλλος, τα λινόπτερα
πλεούμενα των ναυτικών τα θαλασσοδαρμένα.
Τέτοιες σοφές τέχνες βρήκα για τους ανθρώπους,
κι όμως για με δεν έχω τώρα τι να βρω470
για να γλιτώσω ο δόλιος απ᾽ τα πάθη μου!
ΧΟΡΟΣ
Έπαθες άπρεπο κακό. Του νου σου το ξεστράτισμασε παρασέρνει και, σαν τον κακό γιατρό που αρρώστησε
κι αυτός, βαριά πικραίνεσαι και δε μπορείς
να βρεις για σένα φάρμακο να σε γιατρέψει.475
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Με τη συνέχεια πιο πολύ θα ξαφνιαστείς ακούγονταςτι τέχνες και τεχνάσματα σκαρφίστηκα.
Και πριν απ᾽ όλα τούτο: όσοι πέφτανε άρρωστοι
δεν είχαν γιατρικό ή να το μασήσουν
ή να το καταπιούν ή να το αλείψουν πάνω τους,480
μόνο καταμαραίνονταν χωρίς φάρμακα, ώσπου εγώ
τους έδειξα πώς τα ήπια βάλσαμα ν᾽ ανακατεύουν,
αμυντικά μέσα για όλες τις αρρώστιες.
Και τα πολυάριθμα είδη της μαντικής τούς ταξινόμησα
και πρώτος απ᾽ τα όνειρα ξεχώρισα όσα μέλλονται485
να βγουν αληθινά, κι ερμήνευσα τα αινίγματα
τα φραστικά και τα συναπαντήματα του δρόμου.
Κι εγώ φανέρωσα τι δείχνουν με το πέταγμά τους τα γαμψόνυχα
όρνια και ποιοι οι καλοί ή κακοί οιωνοί,
κι εξήγησα το φέρσιμό τους και τις έχθρες τους,490
τα συντροφιάσματά τους, τις συνάξεις τους,
κι ακόμα, τη στιλπνή θέα των σπλάχνων και το χρώμα τους
που δίνει στους θεούς την πιο περίσσια απόλαυση,
και τις ποικίλες όψεις του λοβού και της χολής.495
Και πύρωσα τα τυλιγμένα μες στο λίπος μέλη
και το μακρύ το ραχοκόκαλο, μυώντας τους θνητούς
σε τέχνη δύσκολη κι ανοίγοντας τα μάτια τους,
κλεισμένα ώς τότε, στης φωτιάς τα σήματα.
Να το έργο μου. Κι ό,τι πολύτιμο έχει η γη500
κρυμμένο απ᾽ τους ανθρώπους μες στα σπλάχνα της,
το μπρούντζο και το σίδερο, το ασήμι, το χρυσάφι,
ποιος άλλος θα ᾽λεγε πως τους το έδειξε πριν από μένα;
Κανείς, το ξέρω, εκτός αν φλυαρεί κι ανοηταίνει.
Με δυο λόγια μάθε τα πάντα: όλες οι τέχνες 505
οι ανθρώπινες είναι δωρεές του Προμηθέα.