Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (1008-1035)

ΚΛ. ὄναιο συνεχῶς δυστυχοῦντας ὠφελῶν.
ΑΧ. ἄκουε δή νυν, ἵνα τὸ πρᾶγμ᾽ ἔχῃ καλῶς.
1010 ΚΛ. τί τοῦτ᾽ ἔλεξας; ὡς ἀκουστέον γέ σου.
ΑΧ. †πειθώμεθ᾽ αὖτις† πατέρα βέλτιον φρονεῖν.
ΚΛ. κακός τίς ἐστι καὶ λίαν ταρβεῖ στρατόν.
ΑΧ. ἀλλ᾽ οἱ λόγοι γε καταπαλαίουσιν λόγους.
ΚΛ. ψυχρὰ μὲν ἐλπίς· ὅ τι δὲ χρή με δρᾶν φράσον.
1015 ΑΧ. ἱκέτευ᾽ ἐκεῖνον πρῶτα μὴ κτείνειν τέκνα·
ἢν δ᾽ ἀντιβαίνῃ, πρὸς ἐμέ σοι πορευτέον.
ᾗ γὰρ τὸ χρῇζον ἐπίθετ᾽, οὐ τοὐμὸν χρεὼν
χωρεῖν· ἔχει γὰρ αὐτὸ τὴν σωτηρίαν.
κἀγώ τ᾽ ἀμείνων πρὸς φίλον γενήσομαι,
1020 στρατός τ᾽ ἂν οὐ μέμψαιτό μ᾽, εἰ τὰ πράγματα
λελογισμένως πράσσοιμι μᾶλλον ἢ σθένει.
†καλῶς δὲ κρανθέντων [καὶ] πρὸς ἡδονὴν φίλοις
σοί τ᾽ ἂν γένοιτο κἂν ἐμοῦ χωρὶς τάδε.†
ΚΛ. ὡς σώφρον᾽ εἶπας. δραστέον δ᾽ ἅ σοι δοκεῖ.
1025 ἢν δ᾽ αὖ τι μὴ πράσσωμεν ὧν ἐγὼ θέλω,
ποῦ σ᾽ αὖθις ὀψόμεσθα, ποῦ; χρή μ᾽ ἀθλίαν
ἐλθοῦσαν εὑρεῖν σὴν χέρ᾽ ἐπίκουρον κακῶν;
ΑΧ. ἡμεῖς σε φύλακες οὗ χρεὼν φυλάξομεν,
μή τίς σ᾽ ἴδῃ στείχουσαν ἐπτοημένην
1030 Δαναῶν δι᾽ ὄχλου· μηδὲ πατρῷον δόμον
αἴσχυν᾽· ὁ γάρ τοι Τυνδάρεως οὐκ ἄξιος
κακῶς ἀκούειν· ἐν γὰρ Ἕλλησιν μέγας.
ΚΛ. ἔστιν τάδ᾽· ἄρχε· σοί με δουλεύειν χρεών.
εἰ δ᾽ εἰσὶ θεοί, δίκαιος ὢν ἀνὴρ ‹θεῶν›
1035 ἐσθλῶν κυρήσεις· εἰ δὲ μή, τί δεῖ πονεῖν;

***
ΚΛΥ. Να ᾽χεις καλό, που δύστυχους βοηθάς.
ΑΧΙ. Τώρα άκου, για να πάει καλά το πράγμα.
1010 ΚΛΥ. Ναι, πες· σ᾽ εσένα πρέπει να υπακούω.
ΑΧΙ. Γνώμη μπορεί ο πατέρας της ν᾽ αλλάξει.
ΚΛΥ. Είναι δειλός και το στρατό τον τρέμει.
ΑΧΙ. Αλλά ένα λόγο τον νικά ένας άλλος.
ΚΛΥ. Χαμένη ελπίδα· ωστόσο, τί να κάμω;
ΑΧΙ. Ικέτευέ τον πρώτα να μη σφάζει
τα παιδιά του· αν αρνιέται, έλα σ᾽ εμένα·
αν οι δικές σας ικεσίες τον πείσουν,
εγώ είμαι περιττός· η σωτηρία
μόνη της θά ᾽ρθει· μ᾽ ένα φίλο μου, έτσι
καλύτερα θα τα ᾽χω, κι οι στρατιώτες
1020 δε θα με κατακρίνουν, αν σε ενέργεια
βάζω το νου κι όχι τη βία. Κι αν λύση
δοθεί καλή χωρίς εμένα, θα ᾽ναι
πιο ευχάριστο για σε και τους δικούς σου.
ΚΛΥ. Φρόνιμα λόγια. Αυτό που λες θα κάμω.
Μα αν δεν τα καταφέρω σε ό,τι θέλω,
πού θα σε ξαναδώ; Να τρέχω η έρμη
το χέρι σου να βρω που θα με σώσει;
ΑΧΙ. Θα σε παραφυλάξω εγώ όπου πρέπει,
να μη σε δει κανείς να τριγυρίζεις
1030 μες στων Δαναών τα πλήθη, αλαλιασμένη·
το πατρικό σου μην ντροπιάζεις σπίτι·
δεν ταιριάζει να πουν για τον Τυνδάρεο
κακό· στέκει ψηλά μες στην Ελλάδα.
ΚΛΥ. Σωστά· κυβέρνα εσύ· εγώ πρέπει να είμαι
δούλη σου· κι αν υπάρχουν θεοί, θα δείξουν
σ᾽ εσέ, το δίκιον άντρα, καλοσύνη·
αλλιώς, γιατί κανένας να κοπιάζει;
Ο Αχιλλέας φεύγει, η Κλυταιμήστρα μπαίνει στη σκηνή.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ: Αναγέννηση και αρχαία Ελληνική τέχνη

9.2.8. Μιχαήλ Άγγελος: «Χρωστάω τα πάντα στην Αρχαιότητα!»

Το 1503 ανατέθηκαν στον Λεονάρντο η Μάχη του Anghiari και στον Μιχαήλ Άγγελο (1475-1564) η Μάχη της Cascina, δύο τεράστιες τοιχογραφίες που θα διακοσμούσαν την αίθουσα του Μεγάλου Συμβουλίου στο Palazzo della Signoria στη Φλωρεντία. Αν και τα ζωγραφικά αυτά έργα δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ, στα προπαρασκευαστικά σχέδια και των δύο καλλιτεχνών παρατηρούνται ποικίλες επιρροές από ανάγλυφα ρωμαϊκών σαρκοφάγων. 

Για τον Μιχαήλ Άγγελο, τον πιο γνωστό και αντιπροσωπευτικό καλλιτέχνη της κλασικής Αναγέννησης, είχε προηγηθεί το ημιτελές του νεανικό ανάγλυφο, η Κενταυρομαχία, σήμερα στο Museo di Casa Buonarroti στη Φλωρεντία. Πρόκειται για μια πολύπλοκη μελέτη γυμνών σωμάτων, που συγκρούονται λυσσαλέα σε μια ξεχωριστή σύνθεση, ένα έργο που τοποθετήθηκε ανάμεσα σε σημαντικά αρχαία στον κήπο του Λορέντσο του Μεγαλοπρεπή των Μεδίκων στη Φλωρεντία. 

Περίπου 10 χρόνια αργότερα, το 1504, στήθηκε στην Piazza della Signoria ο περίφημος Δαβίδ του, ένα γυμνό υπερφυσικού μεγέθους, μια προσωπική, αλλά και κλασικίζουσα απάντηση στον Δαβίδ του Ντονατέλο. Ελάχιστα είναι τα σχέδια ή οι σπουδές του Μιχαήλ Αγγέλου που αντιγράφουν πιστά αρχαία έργα. Θεωρούν ότι είχε δει τον λεγόμενο Θησέα του Παρθενώνα σε σχέδιο του Κυριακού από την Ανκόνα και τον χρησιμοποίησε ως πρότυπο για τον Αδάμ στην περίφημη σύνθεσή του στην Καπέλα Σιστίνα (Capella Sixtina) στη Ρώμη. 

Ο Μιχαήλ Άγγελος είπε για τον εαυτό του ότι χρωστάει τα πάντα στην Αρχαιότητα. Τα κλασικά αγάλματα στο Belvedere του Βατικανού, καθώς και άλλα έργα της αρχαίας πλαστικής, προσφέρουν στον Μιχαήλ Άγγελο λύσεις και ιδέες που συνεχώς διασκευάζει και προσαρμόζει στις δικές του σταθερές. Ο Λαοκόων διακρίνεται πίσω από τον Απόστολο Ματθαίο (Φλωρεντία, Accademia) και πίσω από τους δυο Σκλάβους (Λούβρο), ενώ η μελέτη και επίδραση από τον κορμό Belvedere εμφανίζεται σε μορφές Σκλάβων στην οροφή της Καπέλα Σιστίνα, καθώς και στους περίφημους non finito (ημιτελείς) μαρμάρινους Σκλάβους Boboli (Φλωρεντία, Accademia).

ΖΕΝ είναι το Πραγματικό

Ζεν είναι η βίωση του Πραγματικού. Ό,τι «εμφανίζεται» είναι μία ρέουσα πραγματικότητα, μία ροή φαινομένων που έρχονται και φεύγουν. Αυτό που «Μένει» είναι μια Βαθιά Αίσθηση Ελευθερίας, Γαλήνης και Μακαριότητας που ρέει μαζί με τα φαινόμενα, είτε υπάρχουν, είτε δεν υπάρχουν. Όλα «αυτά», τα φαινόμενα, δεν είναι κάποια «ουσία», μετασχηματισμοί κάποιας «ουσίας» αλλά απλές αντανακλάσεις, δηλαδή «δυναμικές πραγματικότητες» που οι συνειδήσεις «βλέπουν» σαν πραγματικές οντότητες. Δεν υπάρχει τίποτα να «κρατηθείς», τίποτα να «κρατήσεις». Όλα ρέουν κι όλα είναι ένα «όνειρο». Η Μόνη Πραγματικότητα είναι αυτό που βιώνεις πέρα από όλα αυτά.

Οι άνθρωποι δεν βιώνουν το Πραγματικό, αυτό που συμβαίνει πραγματικά. Δεν βιώνουν την Αληθινή Κενότητα του Πνεύματος, την Βαθιά Αίσθηση της Ελευθερίας είτε υπάρχουν φαινόμενα είτε όχι, σαν μια Κατάσταση Πέραν, πέρα από την άγνοια, την δυαδικότητα και τον ονειρικό κόσμο. Νοιώθουν ότι τα φαινόμενα έχουν κάποια ουσία. Με την σκέψη τους απομονώνουν κάποια στοιχεία της ρέουσας πραγματικότητας, τον χώρο, φαινόμενα, γεγονότα και φτιάχνουν μια εικονική πραγματικότητα. Την αντικαθρεφτίζουν όσο γίνεται καλύτερα. Ακόμα και την αίσθηση της ροής. Κι έτσι ξεγελιούνται οι άνθρωποι. Που βρίσκεται η αυταπάτη; Απλά οι άνθρωποι απορροφώνται στα φαινόμενα, τα στηρίζουν διοχετεύοντας ενέργεια, τα κρατούν ζωντανά όσο γίνεται κι εξαιτίας αυτής της «προσκόλλησης» τα θεωρούν όλα αυτά αληθινά. Απλά δίνουν μια λανθασμένη «ερμηνεία» σε αυτά που συμβαίνουν.

Τελικά, για να το εξηγήσουμε καλύτερα, τι βλέπει ο Φωτισμένος που δεν βλέπουν οι άνθρωποι; Απλά ο Φωτισμένος (επειδή ακριβώς έχει «αποσπαστεί» από αυτό που συμβαίνει και δεν ξεγελιέται πιά) βλέπει ολόκληρο τον κόσμο των φαινομένων να ρέει και να «χάνεται» και να ανανεώνεται συνεχώς διατηρώντας έτσι την αυταπάτη μιας ρέουσας πραγματικότητας. Είναι «έξω» από όλο αυτό. Οι άνθρωποι (επειδή ακριβώς «απορροφώνται» στο θέαμα ξεγελιούνται και) βλέπουν μια σταθερή πραγματικότητα (που βέβαια υπάρχει μόνο στην «φαντασία» τους) μέσα στην οποία ρέουν τα πράγματα. Εδώ ακριβώς είναι η ουσία της αυταπάτης. Οι άνθρωποι υποθέτουν και παραδέχονται αυθαίρετα ότι η αντίληψη μιας πραγματικότητας υπάρχει αντικειμενικά κι ανεξάρτητα από την δική τους αντίληψη. Με την σκέψη την τοποθετούν έξω από τον εαυτό τους. Περιορίζονται απλά να παρατηρούν τις εναλλαγές των φαινομένων μέσα στην υποτιθέμενη αντικειμενική πραγματικότητα. Εξαιτίας της άγνοιας και της μη προσεκτικής αναγνώρισης αυτού που συμβαίνει απορροφώνται στο όνειρο που αυτοί κατασκευάζουν. Έτσι, αντίθετα με τον Φωτισμένο είναι «μέσα» σε όλο αυτό.

Η «εκπαίδευση» στο Ζεν συνίσταται πολύ απλά στην απόρριψη του μη πραγματικού, στο σπάσιμο όλων των δεσμών με το μη πραγματικό, δηλαδή αυθαίρετη αντικειμενικοποίηση δικών μας αντιλήψεων, εικονοπλαστικές λειτουργίες της σκέψης, αντιλήψεις, «αντικείμενα». Συνίσταται δηλαδή η πρακτική σε βιωματική απελευθέρωση, πραγματική απελευθέρωση. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την δήθεν απελευθέρωση που επιζητούν οι άνθρωποι στον κόσμο της άγνοιας, της δυαδικότητας και της προσπάθειας διάσωσης του εγώ. Αυτοί που βιώνουν το Πραγματικό, επειδή ακριβώς το βιώνουν σαν ελευθερία από το μη πραγματικό, αναγνωρίζουν αμέσως την ψευτοπνευματικότητα, την ψευδοφώτιση, και το «εγώ» που τα στηρίζει όλα αυτά. Υπάρχουν πολλοί που καλλιεργούν την ψευδαίσθηση του «φωτισμένου», του «διδασκάλου» και κάποιοι είναι παγκόσμια γνωστοί. Είναι μέρος του κοσμικού ονείρου που ζουν οι αμαθείς. Μόνο κάποιος που έχει περάσει Πέραν μπορεί να «περάσει» κάποιον στην Άλλη Όχθη. Και πρέπει κάποιος όντως να είναι αποφασισμένος να περάσει Πέραν αλλιώς σπαταλάει τον καιρό του.

Επειδή το Ζεν είναι βίωση του Πραγματικού δεν έχει καμία σχέση με θεωρίες, με εξηγήσεις και συμπεράσματα (ακόμα κι αυτά που γράφονται εδώ γράφονται κατά «παράβαση»). Το Ζεν είναι ζωή, «πως» να ζεις. Κι έτσι το Ζεν είναι απόλυτα πρακτικό. Είναι η πραγματική απελευθέρωση που συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο, στο απόλυτο παρόν. Το Ζεν δεν υπάρχει μέσα στον χρόνο. Και δεν έχει καμία σχέση με όσα πιστεύουν ή λένε οι άνθρωποι για το Ζεν. Το Ζεν είναι η Σιωπή όταν Ανατέλλει η Κατανόηση. Όταν η Αλήθεια Υπάρχει δεν χρειάζεται να κάνεις ή να πεις τίποτα. Απλά Υπάρχει η Αλήθεια.

Το κυνήγι της μίας και μοναδικής αλήθειας μπορεί να γίνει εμμονή

Κι όμως, η στεγανοποίηση της αλήθειας δεν υπόσχεται κανένα προβλεπόμενο κέρδος. Το απόκρυφο όφελος προσδιορίζεται κάπου εντός του σταδίου του κυνηγίου, καθώς ό,τι αποσκοπεί ο οποιοσδήποτε κυνηγός επικηρυγμένων αληθειών να κερδίσει μέσω της εξάπτουσας διαδικασίας, βρίσκεται κρυμμένο ακριβώς εκεί. Στο κυνήγι της αλήθειας, όπως και να την έχει στολίσει· με λάβαρα και ιαχές, με ερωτισμό και κρυφές ματιές, με πόνο και σκέψεις ζοφερές. Στο κυνήγι της αλήθειας, η οποία μονίμως φαντάζει να τρέχει αλαφιασμένη να κρυφτεί από τον εκάστοτε τολμηρό, ακριβώς στην άκρη του οπτικού του πεδίου, στο επίκεντρο μιας μάχης άλλης, μιας αγκαλιάς ξένης, μιας κατάθλιψης ακόμη πιο βαριάς.

Έτσι, το πλεονέκτημα εντοπίζεται άξαφνου σε ό, τι εφάπτεται στην ακροαματική διαδικασία και μάλλον όχι στην ίδια την αμφιλεγόμενη αλήθεια, όπως και ούτε στη διαδικασία κατοχύρωσής της. Ο κυνηγός, συνεπώς, γίνεται δημιουργός μιας δικής του επαναστατικής αποσαφήνισης των προϋπάρχοντων αληθειών, που πλέον έχοντας βγει στην αγορά εδώ και πολύ καιρό και έχοντας πλέον ξεπεραστεί, αφήνονται στην εντροπία που υπάρχει αδιάλειπτα επί των πάντων και αναγεννιούνται ως πρωτότυπες μορφές πραγματικότητας από ξεχωριστές αυτοτελείς οντότητες που βρίσκονται σε κατάσταση εξέγερσης.

Οι αυτοτελείς οντότητες ετούτες, που μονάχα εμπνευσμένες μπορεί κανείς να τις βαφτίσει, καθιερώνονται ως επαναστατικά πνεύματα με αντιληπτικές ικανότητες που καθορίζονται από μια κρυσταλλική καθαριότητα και μια ανατρεπτική αίσθηση μιας ομαλότητας που κατακτιέται μονάχα μέσω της αναταραχής. Ως υπάρξεις που δεν καυχιούνται, μα διακριτικά κυνηγούν μια ιδιωτική αλήθεια, τολμούν να αμφισβητήσουν όχι μόνο τη σκέψη τους, αλλά και τον τρόπο προσέγγισής τους προς αυτή διασαφηνίζοντας ακμές, κορυφές και έδρες πραγματικότητας που σμιλεύουν ως κύβους.

«Ο κύβος ερρίφθη», λοιπόν, και ο οποιοσδήποτε αυτοτελής παράγοντας γίνεται ιδιοτελής, αποσκοπώντας στην εδραίωση του δικού του κύβου αλήθειας ως κατεστημένο. Η παρωδία, όμως, αναδύεται τραγικά από τους υπερβολικά γυαλισμένους κύβους που έχουν στην κατοχή τους. Οι επιφάνειες, γυαλισμένες με μανία πλέον καθώς είναι, καταλήγουν να έχουν ιδιότητες αντικατοπτρισμού και η επαναστατικότητα της αυθυπαρξίας χάνεται μέσα σε μία σφαίρα υπεροπτικής επαλήθευσης του εαυτού.

Μα ούτε αυτό ξεπερνά τα προϋπάρχοντα χνάρια της προπαγάνδας και της τυραννίας της «οικουμενικής αλήθειας» και έτσι καταλήγουμε, πως ίσως η μοναδική συνειδητοποίηση που αξίζει να συμπεριλάβει κάνεις στην προσωπική του ανάπλαση μιας ολικής κοσμοθεωρίας, είναι αυτή· ότι το μόνο που έχει να κάνει είναι να κινείται με ελευθερία και καταστροφική διάθεση, η οποία όμως, όσο αμφίρροπη και να είναι, εξισορροπείται με τη δημιουργική του ένταση. Με ορμή κεκλεισμένη προς την κατάκτηση νέων ιδεών και τη καταστροφή τους εξ απροόπτου, οδηγούμενη με κατευθυντήριο δύναμη την, ανά πάσα στιγμή, έμπνευση, ή, πιο «μελωδικά», το στοιχείο που εντοπίζεται εντός του παρόντος του το οποίο του στερεί μεν την ανάσα από τα χείλη, την εξυψώνει δε στα ουράνια, κάνοντάς την πυροτέχνημα. Κι έτσι καταλήγουμε.

Η κίνηση που οφείλεται στην κίνηση είναι το παράγον προϊόν στο οποίο υπόκειται ο ίδιος ο σκοπός της αυξομειωμένης και σπειροειδούς αυτής κίνησης, η οποία υπόκειται είτε σε ανοδική είτε σε καθοδική τάση, αναλόγως τον ψυχισμό του κυνηγού. Η μεμονωμένη αλήθεια που εκπροσωπεί, θεωρητικά τουλάχιστον, τη βλέψη του κυνηγού, παρουσιάζεται αποσπασματικά και χάνεται στο παρασκήνιο μοναχή, λόγω της μονίμως εναλλασσόμενης φύσης της. Η θυελλώδης, αδιάκοπη αυτή μεταβολή της, στέκεται γύρω από τον εκάστοτε κυνηγό σαν ένα άλλοτε ονειρικό και άλλοτε εφιαλτικό τοπίο, το οποίο τον περιτριγυρίζει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, από την αρχή μέχρι το τέλος.

Και τελικώς, ο στόχος της αναζήτησης του κυνηγού βρίσκεται πανταχού παρών τριγύρω του και οι παρωπίδες που φορά ο ίδιος -και ειρωνικά όχι το άλογό του- τον εμποδίζουν από το να διασαφηνίσει την ουσία της κατάστασής του και να αναγνωρίσει, όπως και άλλωστε ποθεί διακαώς, ότι σε όλο κυνήγι του, αυτός βρίσκεται βουτηγμένος μέσα στον στόχο του, μέσα στην αλήθεια, την οποία με μισόκλειστα μάτια συνεχίζει να αναζητά κάπου στον ορίζοντα. Και η βύθισή του φτάνει μάλιστα σε τέτοια βάθη, που εν τέλη καταλήγει να φτάνει επικίνδυνα κοντά στον πνιγμό. Ο κυνηγός μπορεί να λυτρωθεί και να γλυτώσει, επιτέλους, μονάχα μέσω του τερματισμού του κυνηγιού, μονάχα μέσω της κατάρριψης της ψευδαισθήσεως της μιας και μοναδικής αλήθειας.

Προσαρμοστικότητα, η πιο πολύτιμη δεξιότητα για να επιτύχεις

H προσαρμοστικότητα είναι μία πολύ «ελκυστική» δεξιότητα. Όλοι μας θέλουμε να θεωρούμε τον εαυτό μας προσαρμοστικό και ευέλικτο - είμαστε ομαδικοί, «πάμε με το ρεύμα» και αυτό σημαίνει πως δεν είμαστε άκαμπτοι, αλλά ανοιχτοί και θετικοί στην αλλαγή ή τις προκλήσεις.
Προσαρμοστικότητα και αντίσταση στις αλλαγές

Αν ρωτήσουμε τους περισσότερους ανθρώπους αν θεωρούν τους εαυτούς τους προσαρμοστικούς, θα απαντήσουν θετικά. Αν είναι όντως αλήθεια, τότε μιλάμε για ανθρώπους που δεν πτοούνται από τις αλλαγές, αλλά τις καλωσορίζουν με θετικότητα, δεν τους σταματούν τα εμπόδια στα σχέδιά τους, αλλά επιστρατεύουν κάθε τους πόρο (εσωτερικό ή εξωτερικό) ώστε να τα ξεπεράσουν.

Το τι συμβαίνει συνήθως, βρίσκεται κάπου στη μέση, με τους περισσότερους από εμάς να έχουμε πολύ περισσότερη αντίσταση στην αλλαγή από όσο νομίζουμε.

Η προσαρμοστικότητα είναι κάτι παραπάνω από ευελιξία. Είναι η δυνατότητα να είσαι ανοιχτός σε πράγματα και καταστάσεις, να βγαίνεις έξω από τη ζώνη ασφάλειας, να μην προδικάζεις περνώντας σε κρίσεις όπως «αυτό δεν θα ΄το έκανα ποτέ» ή «αυτό είναι πολύ δύσκολο για μένα, δεν θα τα καταφέρω».

Η προσαρμοστικότητα σχετίζεται άμεσα με την ανθεκτικότητα, αλλά και τη συναισθηματική μας νοημοσύνη.

Με την πανδημία του covid από τον Μάρτιο να έχει φέρει τα πάνω κάτω τόσο στην επαγγελματική, όσο και στην προσωπική μας ζωή, η δεξιότητα της προσαρμοστικότητας μοιάζει πιο πολύτιμη από ποτέ, ώστε να καταφέρουμε να επεξεργαστούμε την νέα πρόκληση, να μετρήσουμε τις δυνάμεις μας και να φέρουμε στο παρόν μας ό,τι θα «κουμπώσει» πιο αποτελεσματικά στα νέα δεδομένα: οι θέσεις εργασίας μορφοποιούνται, κλείνουν ή εξαφανίζονται, συνεργάτες, συνάδελφοι και τεχνολογίες αλλάζουν, ενώ παράλληλα ο προσωπικός χρόνος και η φροντίδα του εαυτού συρρικνώνονται στην προσπάθεια να φέρουμε ισορροπίες.

Ανθεκτικότητα στην αλλαγή

  • Πόσο εύκολα «απαντάτε» στην αλλαγή;
  • Δείτε το ως τη δική σας, προσωπική προσέγγιση στην αλλαγή - πόσο προσαρμόζεστε στις νέες προκλήσεις;
  • Αποδέχεστε την αλλαγή με θετικότητα;
  • Βλέπετε την αλλαγή ως ευκαιρία;
  • Αντιλαμβάνεστε την αναγκαιότητα (όταν προκύψει) να δημιουργήσετε νέο πλάνο/σχέδιο;
  • Προσαρμόζεστε εύκολα στη διαχείριση νέων τεχνολογιών ή διαδικασιών π.χ. στην εργασία σας;
  • Προτείνετε την αλλαγή στους άλλους, αφού πρώτος ακολουθήσετε ο ίδιος το παράδειγμα;
  • Λαμβάνετε υπόψη τις διαφορετικές απόψεις των άλλων στη ζωή και την εργασία σας;
  • Παραδέχεστε τα λάθη σας;
  • Μαθαίνετε από αυτά και πορεύεστε με βάση τη νέα γνώση;
  • Παραμένετε αισιόδοξοι παρ' όλες τις νέες αλλαγές που προκύπτουν;

Αν λίγες ή καμία από τις παραπάνω ερωτήσεις δεν σας εκφράζει δεν είστε μόνος. Πολλοί από εμάς, έρχονται στιγμές που δυσκολευόμαστε, παρουσιάζουμε υψηλή ανθεκτικότητα στην αλλαγή ή απλά δεν γνωρίζουμε πως να προχωρήσουμε σε νέα «άγνωστα νερά», όπως αυτά που ζούμε την τρέχουσα περίοδο.

Για να επιβιώσεις μέσα από τις αλλαγές που συμβαίνουν είτε στην επιχείρηση, είτε στην εργασία ή την προσωπική σου ζωή, πρέπει εσύ ο ίδιος πρώτα να αλλάξεις. Αυτό περιλαμβάνει να βρεις τρόπους να συνδεθείς με τη νέα πραγματικότητα, να αντιληφθείς τον αντίκτυπο που έχει η αλλαγή σε σένα, αλλά και να κατανοήσεις πως και η δική σου συμπεριφορά επηρεάζει τους γύρω σου.
Συμβουλές προσαρμογής

Συμβουλές για να προσαρμοστείς στην αλλαγή στην εργασία -αλλά και στη ζωή σου:

Παραπάνω αναλύσαμε, πόσο απαραίτητη είναι η δεξιότητα της προσαρμοστικότητας σε γενικό επίπεδο, όταν ένα νέο δεδομένο που δεν έχουμε υπολογίσει, κάνει την εμφάνισή του. Τι γίνεται, όμως, με όλους εκείνους στους οποίους η αλλαγή αποτελεί δομικό λίθο της περιγραφής της θέσης εργασίας τους και άρα χρειάζεται να την αντιμετωπίζουν καθημερινά; Τι γίνεται με όλους αυτούς που πρέπει όχι μόνο να προσαρμόζονται και να βρίσκουν λύσεις, αλλά και να το «διδάξουν» στους άλλους (στην ομάδα, σε μαθητές τους κ.ο.κ.);

Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν πρέπει απλά να προσαρμοστείτε στην αλλαγή, αλλά και να την κατευθύνετε.

Να αναζητάτε - να είστε περίεργοι. Απλά ρωτήστε όσα περισσότερα μπορείτε.

Περιηγηθείτε, ερευνήστε, ψάξτε και σκεφτείτε πριν διατυπώσετε κάποια κρίση ή αποφασίσετε να δράσετε. Μην εμμένετε σε ένα μόνο σχέδιο ή στρατηγική. Έχετε πάντα ένα plan B, C ή D υπολογίζοντας παράλληλα τα εμπόδια επίτευξής τους αλλά και τους τρόπους να τα ξεπεράσετε.

Δημιουργήστε πλαίσια υποστήριξης. Δεν είστε μόνοι. Επενδύστε σε μέντορες, φίλους, οικογένεια, έμπιστους συνεργάτες, coaches και άλλους ώστε να λειτουργήσουν ως υποστηρικτικό πλαίσιο γύρω σας σε μεταβατικές περιόδους ή δύσκολες στιγμές.

Αναγνωρίστε πως αντιδράτε στην αλλαγή. Αν είστε ξεκάθαροι για τα συναισθήματα και τις σκέψεις σας σε ό,τι αφορά στις νέες αλλαγές, θα είστε άμεσοι και κατανοητοί και από τους άλλους γύρω σας τόσο στην εργασία (π.χ. συναδέλφους ή ομάδα), όσο και στην προσωπική σας ζωή.

Παροτρύνετε τον εαυτό σας να έρχεται σε επαφή με νέα περιβάλλοντα και καταστάσεις.

Οι δεξιότητες είναι σαν την οδήγηση. Όσο πιο συχνά εξασκούμαστε σε αυτές, τόσο καλύτερα τις οδηγούμε.

Φροντίστε να «βουτάτε» στην αλλαγή όχι μόνο όταν σας συμβαίνει, αλλά και ως εξάσκηση στην καθημερινότητά σας γνωρίζοντας νέους ανθρώπους, κάποιο νέο skill, μία νέα τεχνολογία κτλ.

Δυνατότητες και προσαρμοστικότητα

Με κεντρικό άξονα το εσωτερικό σας δυναμικό, αλλά και κάθε άλλο πόρο που μπορείτε να εκμεταλλευτείτε το, η παρέμβαση με την αμεσότητα και τη δυναμική που τη χαρακτηρίζει, αποτελεί την πιο άμεση επιλογή, ώστε να εντοπίσετε με ποιον τρόπο αντιστέκεστε στις αλλαγές, αλλά και πως θα μπορούσατε να τον υπερβείτε.

Διαφορετικοί τομείς στη ζωή σας - ποιοι σας βοηθούν, ποιους θα θέλατε να βελτιώσετε;
Μη αποτελεσματικές συμπεριφορές ή σκέψεις /πεποιθήσεις - τι εμπόδια δημιουργούν και με ποιους τρόπους θα μπορούσατε να αναπροσαρμοστείτε;

Οι δυνάμεις σας - ποια είναι εκείνα τα πιο δυνατά στοιχεία που ενεργοποιούνται αυτόματα και πηγαία και πώς θα μπορούσατε να τα χρησιμοποιήσετε για να ενισχύσετε την προσαρμοστικότητά σας στο πλαίσιο αναφοράς που σας ενδιαφέρει;

Συστημική προσέγγιση του θέματος - πώς η συμπεριφορά σας επηρεάζει τους γύρω σας και τι θα μπορούσατε να αλλάξετε για να βελτιώσετε τα αποτελέσματα και τις σχέσεις σας στην εργασία και τη ζωή σας;

Αποτελεσματικός σχεδιασμός πλάνου - ποια είναι τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσετε μέχρι τον στόχο σας, ποια είναι η εφεδρική στρατηγική σας και πώς θα ξεπεράσετε κάθε εμπόδιο;
Αναστοχασμός και παρακολούθηση - πόσο σας ταιριάζουν οι επιλογές σας, πόσο σωστές είναι για εσάς και τον στόχο σας και τι θα μπορούσατε να κάνετε για να βελτιώσετε την προσπάθειά σας;

Είναι η βία, σε οποιαδήποτε μορφή της, πρόδρομος της ειρήνης;

Το κεντρικό πρόβλημα είναι η σκληρότητα. Η σκληρότητα θολώνει το μυαλό και την καρδιά, φέρνει έλλειψη ευαισθησίας· θρέφει το μίσος και τη βλακεία· τσαλαπατάει την αγάπη και την καλοσύνη, που είναι οι μόνοι αληθινοί παράγοντες εξαγνισμού στη ζωή.

Το να σκοτώσεις κάποιον θεωρείται δολοφονία και τιμωρείται από τον νόμο.

Αλλά το να σκοτώνεις για την πατρίδα σου, για τον βασιλιά σου, για την ιδεολογία σου, για τον Θεό σου, είναι κάτι που το τιμούνε.

Δηλαδή, το να σκοτώνεις τον αδελφό σου είναι λάθος, κακό, στη μια περίπτωση και σωστό και σεβαστό στην άλλη;

Το να σκοτώνεις δεν είναι ανόσιο, κακό, σε κάθε περίπτωση;

Ο σκοπός καθορίζει τα μέσα ή τα μέσα καθορίζουν τον σκοπό;

Δεν πρέπει να χρησιμοποιείς τα σωστά μέσα για ένα σωστό σκοπό;

Η μαζική δολοφονία, ο πόλεμος, είναι το σωστό μέσο για να φέρει έναν ειρηνικό και ευτυχισμένο κόσμο;

Εάν εσείς κι εγώ πρόκειται να γίνουμε φίλοι κι έχουμε καλά αισθήματα, θα προσβάλλουμε ποτέ ο ένας τον άλλον, θα εξαπατήσουμε ο ένας τον άλλον, θα καταπιέσουμε ο ένας τον άλλον, θα εκμεταλλευτούμε ο ένας τον άλλον;

Όχι. Θα αποκλείσουμε όλες αυτές της αιτίες δημιουργίας εχθρικότητας μεταξύ μας, αν πρόκειται να γίνουμε φίλοι.

Στον κόσμο η καλή θέληση και η συμπόνια, είναι το ουσιαστικό· ούτε οι βόμβες ούτε τα κανόνια.

Κι ωστόσο χρησιμοποιούμε τρομακτικές μηχανές καταστροφής, ελπίζοντας να φέρουμε τάξη, ειρήνη και ευτυχία στους ανθρώπους.

Αυτά είναι τα σωστά μέσα ή είναι η αγάπη, η συμπόνια και η καλοσύνη;

Είναι η βία, σε οποιαδήποτε μορφή της, πρόδρομος της ειρήνης;

Μην πτοείστε από τις απειλές της προπαγάνδας, από την εξυπνάδα των διανοούμενων, από την γνώμη και την άγνοια της μάζας, αλλά σκεφτείτε το, νιώστε το βαθιά αν πρέπει ή όχι για το σωστό σκοπό να χρησιμοποιούνται τα σωστά μέσα.

Μην παγιδεύεστε από εικασίες, θεωρίες και από δήθεν γεγονότα. Νιώθετε βαθιά αντί να είστε έξυπνοι, σκεφτείτε βαθιά αντί να είστε επιφανειακοί.

Είμαστε όλοι ένα, παρόλο που έχουμε διαφορετικά χρώματα, έθιμα και διαφορετικούς θεούς.

Εάν έχεις σκληρότητα και απληστία, φθόνο και λαγνεία, επηρεάζεις το σύνολο.

Εάν έχεις ευγένεια και γενναιοδωρία, επιείκεια και συμπόνια, τότε φέρνεις τάξη και ειρήνη.

Ο κόσμος είναι αυτό που είσαι εσύ.

Μην σκέφτεστε ότι επειδή δεν είστε διαπρεπής φυσιογνωμία, επειδή δεν έχετε εξουσία, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα· όταν είσαι διαπρεπής φυσιογνωμία, με εξουσία, δημιουργείς αθλιότητα και αταξία.

Η ταπεινότητα είναι εκείνη που μεταμορφώνει, όχι η εξουσία.

Η αγάπη είναι εκείνη που φέρνει τάξη και διαύγεια και όχι η επιθυμία.

Η αποδοχή της αυθεντίας οδηγεί σε σύγχυση και δυστυχία.

Η αυθεντία θρέφει τον φόβο, και ο φόβος φέρνει εξάρτηση. Η εξάρτηση καταστρέφει την αγάπη.

Χρειάζεται ευφυΐα για να νιώθει κανείς πλήξη

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι βαρετοί.

Και πάλι, δεν αισθάνονται πλήξη όλοι οι άνθρωποι. Χρειάζεται ευφυΐα για να νιώθει κανείς πλήξη. Γι’ αυτό, βαριούνται μόνο εκείνοι οι πολύ σπάνιοι, οι πολύ ευφυείς άνθρωποι.

Από αυτή τη πλήξη προκύπτει η αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Εκείνοι που πλήττουν, απλώς δείχνουν πως δεν τους ικανοποιεί πια η ζωή που ζουν.

Υπάρχουν άνθρωποι που είναι απολύτως ευτυχισμένοι με χρήματα. Αν και έχουν ήδη συσσωρεύσει πολλά, εξακολουθούν να συσσωρεύουν όλο και περισσότερα.

Αυτοί δεν είναι στ’ αλήθεια ανεπτυγμένα όντα. Είναι το χαμηλότερο είδος ανθρώπου. Η ευφυΐα τους δεν έχει ανθίσει ακόμη. Είναι ακόμα σπόρος. Είναι απλώς η δυνατότητα.

Οι άπληστοι άνθρωποι είναι ασφαλώς και έξυπνοι και πονηροί, μα δεν θα βρεις καθόλου ευφυΐα σ’ αυτούς. Δεν έχουν ούτε δημιουργικότητα ούτε οξύνοια. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους που διψάνε για δύναμη, για θέσεις εξουσίας, για μεγαλύτερο κύρος.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι βαρετοί. Η ζωή τους είναι του χειρότερου είδους. Δεν έχουν καμία αίσθηση ομορφιάς, ποίησης, μουσικής και δεν έχουν αισθητική. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι οι μεγάλες καρέκλες. Είναι κούφιοι άνθρωποι. Το μόνο που υπάρχει μέσα τους είναι μαύρο σκοτάδι.

Αυτοί οι άνθρωποι όμως δεν βαριούνται ποτέ. Συνεχώς ασχολούνται με κάτι και προσπαθούν να κερδίσουν δύναμη, κύρος, χρήματα. Και είναι ευχαριστημένοι. Ακόμη και το ελάχιστο να πετύχουν με τις προσπάθειές τους, τους βλέπεις πολύ χαρούμενους.

Μόνο οι ευφυείς άνθρωποι νιώθουν πλήξη, γιατί δεν βρίσκουν κανένα νόημα στη δύναμη, στο κύρος, στο χρήμα. Βεβαίως υπάρχει χρησιμότητα στο χρήμα, αλλά δεν υπάρχει νόημα.

Μόνο εκείνοι οι σπάνιοι άνθρωποι που βλέπουν πόσο μάταια είναι όλα αυτά, νιώθουν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ζωής τους είναι η πλήξη.

Το πρώτο πράγμα που θα ήθελα να σου πω, είναι να νιώθεις ευλογημένος. Η πλήξη είναι σύμπτωμα ανώτερης ευφυΐας. Εξαιτίας αυτής της πλήξης, ο άνθρωπος αρχίζει να κινείται προς τα μέσα. Βρίσκοντας μάταια τα εξωτερικά, στρέφεται προς τα μέσα, επειδή δεν μπορεί να πάει πουθενά αλλού.

Η ευφυΐα του είναι τόσο καθαρή, τόσο διαυγής, που μπορεί να δει ότι μπορεί να έχει όλα τα χρήματα του κόσμου, και πάλι θα είναι ο ίδιος άνθρωπος.

Μπορεί να έχει όλη τη δύναμη του κόσμου, μα δεν θα μπορεί να ξαναγεννηθεί μέσα απ’ αυτήν. Μπορεί να έχει όλη τη γνώση που είναι διαθέσιμη, και πάλι όμως θα παραμένει μέσα του ο ίδιος βλάκας.

Ο ευφυής άνθρωπος αντιλαμβάνεται πολύ γρήγορα τη ματαιότητα των εξωτερικών πραγμάτων. Τίποτα δεν τον ικανοποιεί, τίποτα δεν έχει σημασία και νόημα. Και η πλήξη του γίνεται βαρύτερη μέρα με τη μέρα.

Τώρα υπάρχουν δύο πιθανότητες. Η μία είναι η δυτική:

Αν κοιτάζεις μόνο μέσα από τη λογική, δεν θα βρεις κανένα νόημα στη ζωή. Τότε η πλήξη οξύνεται και γίνεται ανυπόφορη. Εισχωρεί σε ολόκληρη την ύπαρξή σου και διαποτίζει κάθε στιγμή της ζωής σου.

Αν κοιτάξεις μόνο μέσα από το κεφάλι, μόνο μέσα από τη λογική, ολόκληρη η ύπαρξη μοιάζει μάταιη, χωρίς νόημα.

Η δυτική προσέγγιση είναι προσανατολισμένη στο κεφάλι. Είναι λογική, είναι αριστοτελική.

Έχει δώσει σπουδαία τεχνολογία και επιστήμη, μα δεν μπορεί να δώσει νόημα στη ζωή.

Όταν ο νους αποτυγχάνει, όταν η λογική αποτυγχάνει, αυτό δεν σημαίνει ότι η ζωή έχει αποτύχει. Σημαίνει απλώς πως οτιδήποτε μπορούσε λογικά να γίνει, έχει γίνει.

Τώρα πρέπει να κοιτάξεις στα βαθύτερα επίπεδα του είναι σου – και υπάρχουν βαθύτερα επίπεδα: Βαθύτερα από το νου σου, είναι η καρδιά σου. Βαθύτερα από τη λογική, είναι η αγάπη. Βαθύτερα από την επιστήμη, είναι η τέχνη. Βαθύτερα από τα μαθηματικά, είναι η μουσική.

Η Ανατολή δεν αρχίζει από το νου, αλλά μπαίνει στον κόσμο των συναισθημάτων από την καρδιά. Και τότε εμφανίζεται το νόημα και αρχίζει να εξαφανίζεται η πλήξη.

Κινήσου από το κεφάλι προς την καρδιά. Η καρδιά όμως είναι απλώς και μόνο ο ενδιάμεσος σταθμός. Το κεφάλι σου δίνει επιστήμη, η καρδιά σου δίνει τέχνη και το είναι σου, που βρίσκεται ακόμη πιο πέρα, σου δίνει έκσταση. Και αυτή η έκσταση είναι το ζητούμενο.

Η αίσθηση της πλήξης δείχνει απλώς ότι είσαι έτοιμος για το ταξίδι προς τα μέσα.

Αν δεν το κάνεις, θα νιώθεις ότι έχεις κολλήσει. Τώρα το κεφάλι δεν μπορεί να σε ικανοποιήσει άλλο πια. Η καρδιά θα σου επιτρέψει να ρίξεις μια φευγαλέα ματιά, θα σου ανοίξει το παράθυρο.

Χρησιμοποίησε την πλήξη ως εφαλτήριο προς το υπέρτατο και τότε θα νιώσεις ευγνωμοσύνη ακόμα και στην εμπειρία της πλήξης, που είναι οδυνηρή, γεμάτη αγωνία.

Ο σοφός άνθρωπος όμως μπορεί να μεταμορφώσει ακόμα και την δυστυχία σε ευλογία, ενώ ο ανόητος καταστρέφει όλες τις δυνατότητες για ευλογία και προκαλεί δυστυχία από όλα εκείνα που μπορούν να δημιουργήσουν έναν παράδεισο μέσα σου.

Εδουάρδο Γκαλεάνο: Ένας Κόσμος Ανάποδα

Όσοι δουλεύουν φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους.

Όσοι δε δουλεύουν φοβούνται μη δε βρουν ποτέ δουλειά.

Όποιος δε φοβάται την πείνα, φοβάται το φαγητό.

Οι οδηγοί αυτοκινήτων φοβούνται να περπατήσουν και οι πεζοί φοβούνται μην τους πατήσουν τα αυτοκίνητα.

Η δημοκρατία φοβάται να θυμηθεί και η γλώσσα φοβάται να τα πει.

Οι πολίτες φοβούνται τους στρατιωτικούς, οι στρατιωτικοί φοβούνται την έλλειψη όπλων, τα όπλα φοβούνται την έλλειψη πολέμων.

Ζούμε στα χρόνια του φόβου.

Φοβάται η γυναίκα τη βία του άντρα και ο άντρας την άφοβη γυναίκα.

Φόβος των κλεφτών, φόβος της αστυνομίας.

Φόβος της πόρτας χωρίς κλειδαριά, του χρόνου χωρίς ρολόγια, του παιδιού χωρίς τηλεόραση, φόβος της νύχτας χωρίς υπνωτικά χάπια και φόβος της ημέρας χωρίς διεγερτικά χάπια.

Φόβος του πλήθους, φόβος της μοναξιάς, φόβος απ' όσα έγιναν και για όσα θα γίνουν, φόβος του θανάτου, φόβος της ζωής.

Εδουάρδο Γκαλεάνο, Ένας Κόσμος Ανάποδα

Αγκαλιάζοντας τον ήχο της σιωπής

«Αγκαλιάζοντας τον ήχο της σιωπής, ο κόσμος θα σας φανερωθεί ελεύθερα και χωρίς μάσκα! Δεν έχει άλλη επιλογή, απλά θα κυλήσει εκστατικά στα πόδια σας» – Φραντς Κάφκα

Ο φόβος ότι η μοναξιά γεμίζει με ηχηρή σιωπή μας τρομοκρατεί. Είναι προτιμότερο να χανόμαστε καθημερινά στους ρυθμούς της πολύβουης πόλης, μέσα στο θόρυβο και την άσκοπη φασαρία ακόμη και όταν επικοινωνούμε ή διασκεδάζουμε. Κάθε μέρα όλη μέρα.

Οι αισθήσεις μας βομβαρδίζονται και η προσοχή μας αποσπάται, ο οργανισμός για να το αντιμετωπίσει παράγει αυτόματα αγχογόνες ορμόνες ενώ το μυαλό μας αποκτά την άσχημη συνήθεια να παραμένει σε συναγερμό.

Όσο περισσότερο παραμένουμε όμως σε αυτή την κατάσταση, χάνουμε τον εαυτό μας μέσα στο άγχος, σταματάμε να αναπνέουμε σωστά, η σκέψη μας θολώνει και η κρίση μας χαλαρώνει, συμβιβάζεται και αρχίζει τις εκπτώσεις.

Είναι στο χέρι μας να μην επιτρέψουμε το θόρυβο της καθημερινότητας να σταθεί εμπόδιο στη σύνδεση και στην επικοινωνία με την εσωτερική μας αρμονία. Είναι απλό να αναζητήσουμε τη δύναμη και τη σοφία της ισορροπίας μέσα μας. Ακόμη και μερικά λεπτά εσωτερικής σιωπής κάθε μέρα δημιουργούν μια εκπληκτική πηγή ανατροφοδότησης δύναμης. Η δύναμη της εσωτερικής σιωπής θεραπεύει την καρδιά, ξεκουράζει και απελευθερώνει το μυαλό, δίνει ώθηση στην ενεργοποίηση ξεχασμένων συναισθημάτων.

Ακολουθώντας αυτή τη ροή, η καθημερινότητα μας χρωματίζεται και οι πράξεις μας αποκτούν νόημα καθώς γεμίζουμε ενέργεια γαλήνης και χαράς. Με τη σιωπή η ικανότητα να βλέπουμε, να ακούμε και να αισθανόμαστε διευρύνεται, η αντίληψη μας οξύνεται και εστιάζουμε στη χαρά της ζωής. Με αυτή την έννοια μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη σιωπή ως ένα πρακτικό εργαλείο για να ανακατασκευάσουμε τη ζωή μας χρησιμοποιώντας τη διαύγεια που μας επιτρέπει να συνδεόμαστε με πνευματική οξύνοια με το περιβάλλον μας.

Η σιωπή εναρμονίζει το έξω με το μέσα μας, εξισορροπεί τις διαφορές μας και συνδέει τους δυο κόσμους. Η σιωπή βρίσκει τις ομοιότητες και στηρίζει τη σύνδεση.

Η σιωπή έχει τον ήχο της πρωινής δροσιάς, της βόλτας δίπλα στη θάλασσα μόλις δύσει ο ήλιος, έχει χρώμα μαργαριταρένιο κρυμμένο όπως μια ακτίνα φως στο βυθό μιας γαλήνιας θάλασσας. Μοιάζει με τον εσωτερικό ουσιαστικό ήχο της ροής που κυκλοφορεί μέσα μας, ο χτύπος του παλμού που μας κρατάει ζωντανούς.

Η σιωπή είναι το κενό διάστημα ανάμεσα στο ναι και στο όχι. Με τη σιωπή συναινούμε στο να επιλέξουμε το δρόμο της ηρεμίας, να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να πάρει χαλαρωτικές ανάσες και να απολαύσει το ταξίδι. Με τη σιωπή τα αισθήματα ελευθερώνονται, έχουν νόημα, γαληνεύουν.

Είναι η πρώτη στιγμή σε ένα βαθύ μακροβούτι και η απόφαση ότι είναι στο χέρι μας να επιλέξουμε να κάνουμε χώρο στην ποιότητα, στην απόλαυση, αναπνέοντας καθαρό αέρα σε όλο το ταξίδι της ειρήνης με τον εαυτό μας.

Διαγενεαλογικό Τραύμα

Είστε μέλος μίας οικογένειας η οποία μοιάζει να έχει προβλήματα διαχρονικά και επαναλαμβάνει από γενιά σε γενιά δυσλειτουργικά μοτίβα συμπεριφοράς;

Εάν ναι, δεν είστε μόνοι. Στην πραγματικότητα, αυτά τα «ριζωμένα» επαναλαμβανόμενα μοτίβα μπορεί να αποτελούν ένδειξη Διαγενεαλογικού Τραύματος*.

Ως Διαγενεαλογικό Τραύμα ορίζεται μία κατάσταση – τραυματική εμπειρία, η οποία επαναλαμβάνεται και βιώνεται ξανά, από την μία γενιά στην επόμενη, είτε σε οικογενειακό, είτε σε συλλογικό επίπεδο.

Πιο συγκεκριμένα ορίζεται ως: Ένα τραυματικό συμβάν που ξεκίνησε χρόνια πριν από την τρέχουσα γενιά και επηρέασε τους τρόπους με τους οποίους τα άτομα μιας οικογένειας κατανοούν, αντιμετωπίζουν και θεραπεύονται από το τραύμα.

Μία οικογενειακή τραγωδία αλλά και μεγάλες καταστροφές που συντελούνται – όπως για παράδειγμα ένας πόλεμος με παρατεταμένες καταστροφικές συνέπειες, μια τρομοκρατική επίθεση ή πολιτικές και εθνικές εκδιώξεις – αποτελούν σκληρά και οδυνηρά γεγονότα, τα οποία καθορίζουν και στιγματίζουν την υπόσταση του ατόμου.

Οι τραυματικές εμπειρίες που επιφέρουν είναι σχεδόν αδύνατον να απαρτιωθούν σε μία μόνο αφηγηματική μνήμη. Αυτό συνεπάγεται ένα μη συμβολικό, άκαμπτο και αναλλοίωτο περιεχόμενο των τραυματικών μνημών, που μεταφέρονται και στις επόμενες γενιές.

Οι επόμενες γενιές προσπαθούν ασυνείδητα να λύσουν τα τραύματα μέσω του καταναγκασμού της επανάληψης, «επαναφέροντας το τραύμα σε μορφές έκφρασης που εμπεριέχουν την σκληρότητα της πρώτης του εκδοχής». Στις ιστορίες ανθρώπων των οποίων οι παππούδες υπέστησαν τις συνέπειες του καταστροφικού τραύματος, παρατηρείται μία μη συνειδητή επανάληψη του τραύματος στην προσωπική τους ζωή έστω και αν οι ίδιοι δεν είχαν γεννηθεί, όταν οι πρόγονοι τους υπέστησαν τα «πραγματικά» τραυματικά γεγονότα.

Σύμφωνα με έρευνες παρουσιάζονται κάποιες ενδείξεις, ότι το Τραύμα μεταβάλλει τα γονίδια. Αν αυτό ισχύει, αυτές οι γενετικές παραλλαγές θα μπορούσαν να μεταδοθούν μεταξύ των γενεών, προδιαθέτοντας ότι οι παραλήπτες του θα είναι «ευαίσθητοι» σε επακόλουθα τραύματα και στρες. Το τραύμα μπορεί επίσης να «μεταφερθεί» και με συμπεριφορικούς τρόπους. Για παράδειγμα ένας γονέας που υποφέρει από μετατραυματικό στρες, θα αποτελούσε «πρότυπο άγχους» για το παιδί του, το οποίο θα εσωτερίκευε αυτούς τους τρόπους συμπεριφοράς και διαχείρισης, σε μία αντίστοιχα δύσκολη κατάσταση.

Δυστυχώς αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος, που οι οικογένειες συνεχίζουν να υποφέρουν από γενιά σε γενιά, χωρίς καν τις περισσότερες φορές, να έχουν συνειδητή επίγνωση της κατάστασης.

Η κατανόηση του Διαγενεαλογικού Τραύματος είναι απαραίτητη για την κατανόηση των στοιχείων του εαυτού μας, τα οποία μπορεί να χρειάζεται να θεραπεύσουμε. Μπορεί να παρατηρούμε μοτίβα συμπεριφορών στην δική μας ζωή ή ίσως και στη ζωή κάποιου κοντινού μας προσώπου. Είναι πιθανό να υπάρχει ένας σοβαρός λόγος για αυτές τις συμπεριφορές, οι οποίες απαιτούν στενότερη παρακολούθηση και περαιτέρω διερεύνηση.

Ενδείξεις για την ύπαρξη Διαγενεαλογικού Τραύματος

• Παγιωμένη Νοοτροπία σε συγκεκριμένο τρόπο ζωής (αδυναμία διαφυγής ακόμα και από επιβλαβείς συνθήκες ζωής)

• Μυστικά – Απόκρυψη Σημαντικών Γεγονότων

• Ενδοπροσωπικά Ζητήματα

• Διατήρηση συγκεκριμένων Μοτίβων συμπεριφοράς και αλληλεπίδρασης

• «Καθοδική Πορεία» Οικονομικής Κατάστασης

• Συμπεριφορές βασισμένες σε Μηχανισμούς Άμυνας

• Επαναλαμβανόμενα πρότυπα Δυσλειτουργικών συμπεριφορών

• Επαναλαμβανόμενες Συγκρούσεις γονέων – παιδιών

• Επανάληψη Κακοποιητικών συμπεριφορών

• Διαχρονικά Συναισθηματικά και Ψυχολογικά Ζητήματα

• Ανεπίλυτα Ψυχιατρικά Ζητήματα

Αντιμετώπιση

Σε ατομικό επίπεδο, ο άνθρωπος με ψυχικό τραύμα τις περισσότερες φορές δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τα δικά του αρνητικά συναισθήματα. Έχοντας υποστεί τις επιπτώσεις ενός βίαιου τραυματισμού, τρομάζει στην ιδέα ότι μπορεί και ένα δικό του κομμάτι να είναι επιθετικό και βίαιο. Σε μία προσπάθεια να προστατεύσει τον εαυτό του από μια τέτοια συνειδητοποίηση, μπορεί να προβάλλει την επιθετικότητα του σε κάποιον τρίτο. Η αποτυχία της αναγνώρισης των δικών του επιθετικών παρορμήσεων τον καθηλώνει στη θέση του χρόνιου θύματος, αυξάνοντας συχνά τον κίνδυνο του επανατραυματισμού.

Έτσι και σε συλλογικό επίπεδο, η οικογένεια δείχνει να καθηλώνεται στη θέση του θύματος που δυσκολεύεται να δει τη δική της συμβολή στα πεπραγμένα και κατ’ επέκταση αδυνατεί να προχωρήσει παρακάτω. Η επεξεργασία του Διαγενεαλογικού Τραύματος μέσα από τον διάλογο σε κατάλληλο πλαίσιο, μέσα σε μία θεραπευτική διαδικασία, θα έδινε ενδεχομένως χώρο στη δημιουργική σκέψη και το συναίσθημα σε μια κατάσταση που χρειάζεται άμεση λύση και αντιμετώπιση.

Στο πλαίσιο μίας αναπτυσσόμενης μεταβιβαστικής σχέσης, μίας σχέσης εμπιστοσύνης, μπορεί να επαναβιωθεί η πρώιμη τραυματική σχέση ή εμπειρία, σε ένα ασφαλές πλέον περιβάλλον και να επανερμηνευθεί, αποκτώντας έτσι νέο νόημα για το άτομο.

Τι χρειάζεται να θυμόμαστε για το Διαγενεαλογικό Τραύμα

Το Διαγενεαλογικό Τραύμα έχει να κάνει σχεδόν πάντα με έλλειψη ασφάλειας (συναισθηματική – ψυχολογική, σωματική, οικονομική κλπ) την οποία βιώνει το άτομο.

Τα συναισθήματα του ατόμου που βιώνει κάτι τέτοιο είναι σημαντικό να εκφράζονται και να του δίνεται χώρος ώστε να μπορεί να εισακουστεί. Μπορούμε να το ενθαρρύνουμε να συζητήσει ανοιχτά (όταν είναι έτοιμο) για το πως νιώθει και γιατί νιώθει έτσι, βοηθώντας έτσι στη νοηματοδότηση της ιστορίας του.

Όταν το άτομο μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα έχει επεξεργαστεί όλο αυτό που συμβαίνει και την σημασία του, μπορούμε να το ωθήσουμε να εστιάσει στον σχεδιασμό ενός μέλλοντος, πολύ μακριά από τις σκέψεις και τα συναισθήματά του για το Διαγενεαλογικό Τραύμα. Είναι σημαντικό να κατανοήσει ότι μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες μπορεί να βάλει ένα τέλος στην συνεχή μεταβίβαση του τραύματος και του φαύλου αυτού κύκλου, που διαχρονικά ακολουθεί την οικογένεια και το στενό του περιβάλλον.
-----------------------
*Όπου αναφέρεται ο όρος Τραύμα μέσα στο άρθρο εννοείται το Ψυχικό Τραύμα, όπου ορίζεται ως εξής: Συμβάν της ζωής ενός ατόμου, το οποίο καθορίζεται από την ένταση του, από την αδυναμία του ατόμου να το αντιμετωπίσει με κατάλληλο τρόπο, και από τον κλονισμό και τις παθογόνες επιπτώσεις διάρκειας που επιφέρει στην ψυχική του οργάνωση.

Η Αρχή του Pareto

Ο νόμος των σημαντικών ολίγων και των ασήμαντων πολλών.

Ίσως φαίνεται παράξενο αλλά, παρά τα όσα λέγονται για ισορροπία στη ζωή, μπορούμε να ωφεληθούμε σημαντικά εισάγοντας λίγη ανισορροπία στην καθημερινότητά μας. Αναφερόμαστε στον Κανόνα 80-20 της διαχείρισης του χρόνου, ο οποίος εδράζεται στην αποκαλούμενη Αρχή του Pareto.

Η αρχή αυτή βασίζεται στη θεωρία του Vilfredo Pareto, Ιταλού οικονομολόγου, κοινωνιολόγου και φιλόσοφου, ο οποίος το 1897 παρατήρησε ότι 80% του πλούτου στην Ιταλία (και σε κάθε χώρα που μελέτησε στη συνέχεια) κατεχόταν από 20% του πληθυσμού. Η θεωρία του Pareto για την προβλέψιμη ανισομερή κατανομή έχει έκτοτε συσχετιστεί με σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής.

Μετά την αρχική παρατήρηση του Pareto, πολλοί άλλοι επεσήμαναν παρόμοια φαινόμενα στο δικό τους τομέα μελέτης. Το 1930 στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο πρωτοπόρος της Διαχείρισης Ποιότητας Δρ. Joseph M. Juran ήταν ο πρώτος που διατύπωσε μια καθολική αρχή την οποία απεκάλεσε κανόνα “των σημαντικών ολίγων και των ασήμαντων πολλών” (Law of the vital few and the trivial many). Ωστόσο, η ονομασία Αρχή του Pareto επεκράτησε, ίσως επειδή ακουγόταν καλύτερα από Αρχή του Juran.

Τι σημαίνει

Η Αρχή του Pareto, στο ευρύτερο πλαίσιό της, υποστηρίζει ότι 80% των αποτελεσμάτων προκύπτουν από 20% των μέσων ή αιτίων. Με άλλα λόγια, ο Κανόνας 80-20 σημαίνει ότι, σε κάθε κατάσταση, λίγοι παράγοντες (20%) είναι ζωτικοί και πολλοί (80%) είναι επουσιώδεις.

Στην περίπτωση του Pareto, αυτό σήμαινε ότι 20% των ανθρώπων κατείχαν 80% του πλούτου. Αντίστοιχα, στην αρχική του εργασία, ο Juran επεσήμανε ότι 20% των δυσλειτουργιών προκαλούσε 80% των προβλημάτων. Οι υπεύθυνοι διαχείρισης έργων γνωρίζουν ότι 20% της εργασίας (το πρώτο 10% και το τελευταίο 10%) αναλώνουν 80% του χρόνου και των πόρων.

Ο Κανόνας 80-20 μπορεί να εφαρμοστεί σε οτιδήποτε, από την επιστήμη του μάνατζμεντ μέχρι το φυσικό κόσμο.

20% των πελατών αποφέρουν 80% των συνολικών πωλήσεων.

80% των κερδών προέρχονται από 20% των πελατών (όχι απαραίτητα του ίδιου 20% από το οποίο προέρχεται το 80% των πωλήσεων).

20% της διαφήμισης αποδίδει 80% των αποτελεσμάτων της διαφημιστικής σας εκστρατείας.

Ασφαλώς, η αναλογία 80 προς 20 ισχύει συνήθως κατά προσέγγιση. Ωστόσο, πάντα καθιστά εμφανή την εξαιρετικά ανισομερή κατανομή αιτίων και αποτελεσμάτων ή μέσων και παραγώγων. Τις πιο πολλές φορές, μάλιστα, η δυσαναλογία αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερη:

Ειδικά στον τραπεζικό κλάδο, 10% των πελατών μπορεί να αντιπροσωπεύει 90% των κερδών της επιχείρησης.

Στο λογισμικό ηλεκτρονικό υπολογιστών, ένα μικρό ποσοστό του κώδικα επαρκεί για τις περισσότερες καταστάσεις. Το μεγαλύτερο μέρος του κώδικα (περισσότερο από 95%) αφορά στην αντιμετώπιση εξαιρέσεων που σπάνια εμφανίζονται (σε λιγότερο από 5% των περιπτώσεων).

Πώς μπορεί να σας βοηθήσει

Η αξία της Αρχής του Pareto είναι ότι υπενθυμίζει πως πρέπει να εστιαζόμαστε στο σημαντικό 20%. Από τα πράγματα που κάνετε στη διάρκεια της ημέρας σας, μόνον 20% έχουν πραγματικά σημασία. Αυτό το 20% αποφέρει 80% των αποτελεσμάτων σας. Προσδιορίστε αυτά τα πράγματα και εστιαστείτε σε αυτά. Όταν τα προβλήματα της ημέρας αρχίζουν να απομυζούν το χρόνο σας, θυμίστε στον εαυτό σας το 20% στο οποίο πρέπει να επικεντρωθείτε. Αν κάτι στο πρόγραμμά σας πρέπει να μετατεθεί ή να ματαιωθεί, βεβαιωθείτε ότι δεν αποτελεί μέρος αυτού του 20%.

Η Αρχή του Pareto, ο Κανόνας 80-20, θα πρέπει να μας χρησιμεύει σαν καθημερινή υπενθύμιση για να αφιερώνουμε 80% του χρόνου και της ενέργειάς μας στο 20% των πραγμάτων στη ζωή και την εργασία μας που είναι πραγματικά σημαντικά. Με άλλα λόγια, μας θυμίζει να μη δουλεύουμε απλώς κοπιαστικά αλλά έξυπνα και αποτελεσματικά, κάνοντας τα σωστά πράγματα.

ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΣΟΛΩΝ: περ. 640-560 π.Χ.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Αθηναίων πολιτεία 5. 1 κ.εξ.

Επειδή το πολίτευμα ήταν οργανωμένο με αυτό τον τρόπο και οι πολλοί ήταν δούλοι των λίγων, ο λαός εξεγέρθηκε ενάντια στους ισχυρούς. Επειδή η επανάσταση ήταν έντονη και βρίσκονταν σε αντιπαράθεση μεταξύ τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, όρισαν από κοινού μεσολαβητή και άρχοντα τον Σόλωνα και του ανάθεσαν να οργανώσει το πολίτευμα, με βάση μια ελεγεία που είχε γράψει και η οποία άρχιζε έτσι:

Γνωρίζω και πόνος φωλιάζει
στην ψυχή μου βλέποντας
την πιο παλιά χώρα της Ιωνίας
δυστυχισμένη.

Σ’ αυτή την ελεγεία υποστηρίζει και τις δυο παρατάξεις και προβάλλει αντιρρήσεις, και στη συνέχεια τις προτρέπει να βάλουν τέλος στη διαμάχη τους.

Ο Σόλων ανήκε ως προς την καταγωγή και την υπόληψη στους εξέχοντες πολίτες, αλλά ως προς την περιουσία και τη θέση στους μεσαίους, όπως αποδεικνύεται και από άλλα γεγονότα και όπως βεβαιώνει ο ίδιος στα παρακάτω ποιήματα του, όπου συμβουλεύει τους πλούσιους να μην είναι άπληστοι:

Καθησυχάστε τον δυνατό πόθο
στην ψυχή, εσείς που έχετε χορτάσει
από πολλά αγαθά,
και μετριάστε την αλαζονεία σας.
Γιατί ούτε εμείς θα πειστούμε
ούτε εσάς θα ωφελήσουν όλ’ αυτά.

Γενικά, παντού θεωρεί τους πλούσιους υπαίτιους για τη διαμάχη· γι’ αυτό σ’ αρχή της ελεγείας λέει πως φοβάται “τη φιλαργυρία και την υπεροψία”, γιατί αυτές έγιναν αίτιες της παρούσας έχθρας.

Όταν έγινε κύριος των πολιτικών πραγμάτων, ο Σόλων ελευθέρωσε τον λαό και για το παρόν και για το μέλλον, απαγορεύοντας τα δάνεια που συνάπτονταν με αντάλλαγμα την προσωπική ελευθερία, έθεσε σε εφαρμογή νόμους και κατάργησε τα χρέη, ιδιωτικά και δημόσια, μέτρα που οι Αθηναίοι ονόμασαν «σεισάχθεια», γιατί απέσειαν το βάρος. Σχετικά με αυτά προσπάθησαν κάποιοι να τον συκοφαντήσουν γιατί όταν ο Σόλων επρόκειτο να εφαρμόσει τη σεισάχθεια, το ανακοίνωσε σε μερικούς γνώριμους κι έπειτα, όπως είπαν οι δημοκρατικοί, καταστρατηγήθηκε ο νόμος από τους φίλους, ενώ, όπως είπαν οι συκοφάντες, αποκόμισε και ο ίδιος κέρδος. Γιατί αυτοί δανείστηκαν και αγόρασαν μεγάλες εκτάσεις γης, και όταν μετά από λίγο έγινε η κατάργηση των χρεών, πλούτισαν. Έτσι λέγεται ότι απέκτησαν πλούτη όσοι αργότερα υποστήριζαν ότι ήταν από παλιά πλούσιοι.

Ωστόσο, πιθανότερη είναι η εκδοχή των δημοκρατικών. Γιατί δεν είναι φυσικό ο Σόλων να κηλίδωσε τον εαυτό του για τόσο μικρά και ασήμαντα πράγματα, αυτός που ήταν σε όλα μετριοπαθής και αμερόληπτος τόσο ώστε, ενώ μπορούσε να προσεταιριστεί τη μια παράταξη και να γίνει τύραννος της πόλης, αρνήθηκε και τα δυο τούτα και έβαλε το όφελος και τη σωτήρια της πόλης πάνω από το προσωπικό του συμφέρον. Ότι είχε την εξουσία αυτή αποδεικνύεται και από την άσχημη πολιτική κατάσταση — κάτι που και ο ίδιος αναφέρει συχνά στα ποιήματά του και όλοι οι άλλοι συμφωνούν. Η κατηγορία αυτή λοιπόν πρέπει να θεωρηθεί ψεύτικη.

Αριστοτέλης Αθηναίων πολιτεία 7. 1 κ.εξ.

Ο Σόλων εγκαθίδρυσε δημοκρατικό πολίτευμα και θέσπισε άλλους νόμους. Η νομοθεσία του Δράκοντα έπαψε να ισχύει, εκτός από τα σχετικά με τους φόνους. Όρισε την ισχύ των νόμων του για εκατό χρόνια χωρίς τροποποίηση και οργάνωσε το πολίτευμα ως εξής:

Διαίρεσε τους κατοίκους σε τέσσερις τάξεις με βάση την περιουσία, ακριβώς όπως είχαν διαιρεθεί και προηγουμένως, δηλαδή σε πεντακοσιομέδιμνους, ιππείς, ζευγίτες και θήτες. Τα άλλα αξιώματα τα διένειμε στους πεντακοσιομέδιμνους, τους ιππείς και τους ζευγίτες, δηλαδή αυτά των εννέα αρχόντων, των ταμιών, των πωλητών, των Έντεκα και των κωλακρετών, δίνοντας αξίωμα στα μέλη κάθε τάξης ανάλογα με την περιουσία. Στους θήτες έδωσε το δικαίωμα να μετέχουν μόνο στην εκκλησία του δήμου και στα δικαστήρια.

Ο Σόλων όρισε να εκλέγονται οι άρχοντες με κλήρο από άνδρες που κρίνονταν από πριν άξιοι να λάβουν μέρος στην κλήρωση και τους οποίους υποδείκνυε κάθε φυλή. Για τους εννέα άρχοντες κάθε φυλή υποδείκνυε δέκα, από τους οποίους γινόταν η κλήρωση. Λόγω αυτού ισχύει ακόμη κάθε φυλή να επιλέγει δέκα άνδρες με κλήρο και έπειτα να γίνεται κλήρωση με κουκιά μεταξύ αυτών. Το ότι ο Σόλων όρισε να διανέμονται τα αξιώματα με κλήρο ανάλογα με την τάξη επιβεβαιώνεται από τον νόμο περί ταμιών, ο οποίος ισχύει ακόμα και σήμερα, γιατί καθορίζει τον διορισμό ταμιών με κλήρο από την τάξη των πεντακοσιομέδιμνων. 

Ίδρυσε βουλή τετρακοσίων, εκατό από κάθε φυλή και όρισε τη βουλή των Αρεοπαγιτών υπεύθυνη για την τήρηση των νόμων, όπως και προηγουμένως επέβλεπε το πολίτευμα και διευθετούσε τις περισσότερες και σπουδαιότερες υποθέσεις της πόλης και έλεγχε τους παραβάτες, έχοντας την εξουσία ακόμη να επιβάλλει πρόστιμο και να τιμωρεί, ενώ κατέθετε τα πρόστιμα στο ταμείο της πόλης χωρίς να υποχρεώνεται να καταγράφει την αιτία της τιμωρίας, και δίκαζε όσους κατηγορούνταν ότι συνωμότησαν για να καταλύσουν τη δημοκρατία, όταν ο Σόλων θέσπισε νόμο γι’ αυτούς.

Βλέποντας ότι η πόλη συχνά επαναστατούσε και ότι μερικοί πολίτες αδιαφορούσαν και άφηναν τα πράγματα στην τύχη τους, θέσπισε γι’ αυτούς ειδικό νόμο που όριζε πως, αν κάποιος, σε περίοδο που στην πόλη υπήρχε διχοστασία, αρνιόταν να πάρει τα όπλα και να ταχθεί με τη μία ή την άλλη παράταξη, θα έχανε τα πολιτικά του δικαίωμα και δεν θα συμμετείχε στις υποθέσεις της πόλης.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Αθηναίων πολιτεία 9. 1 κ.εξ.

Φαίνεται πως το πολίτευμα του Σόλωνα περιλάμβανε τρεις κατεξοχήν δημοκρατικές διατάξεις. Πρώτη και κυριότερη την απαγόρευση σύναψης δάνειου με αντάλλαγμα την προσωπική ελευθερία. Έπειτα τη δυνατότητα για όποιον ήθελε να υποβάλει αγωγή υπέρ των αδικουμένων και τρίτον (με το οποίο λέγεται ότι ισχυροποίησε πολύ τον λαό) την έφεση κατά των δικαστικών αποφάσεων ενώπιον του λαού. Γιατί όντας ο λαός κύριος της ψήφου, γινόταν και κύριος της πολιτείας.

Επιπλέον, επειδή οι νόμοι δεν είχαν διατυπωθεί με απλότητα και σαφήνεια αναπόφευκτα γίνονταν πολλές συζητήσεις και το δικαστήριο αποφάσιζε τελικά για τα δημόσια και ιδιωτικά ζητήματα. Πιστεύουν λοιπόν ορισμένοι ότι ο Σόλων έκανε επίτηδες ασαφείς τους νόμους ώστε κύριος της κρίσης να είναι ο λαός. Αυτό όμως δεν είναι λογικό, αλλά πιθανότερο φαίνεται ότι δεν μπορούσε να θεσπίσει όλα τέλεια. Διότι δεν είναι δίκαιο να κρίνουμε τη βούλησή του από όσα γίνονται τώρα αλλά από το άλλο πολίτευμα.

Με αυτούς τους νόμους λοιπόν φαίνεται ότι θέσπισε διατάξεις προς όφελος του λαού. Προτού θέσει σε εφαρμογή τους νομούς τούς κατήργησε τα χρέη και στη συνέχεια προσδιόρισε τα μέτρα και τα σταθμά, καθώς και την αύξηση του νομίσματος.

Αριστοτέλης Αθηναίων πολιτεία 11. 1 κ.εξ.

Ο Σόλων λοιπόν οργάνωσε το πολίτευμα με τον παραπάνω τρόπο. Επειδή οι άνθρωποι συνέχιζαν να έρχονται και να παραπονιούνται για τους νόμους του, επικρίνοντας μερικούς και ζητώντας διευκρινίσεις για άλλους, και επειδή δεν ήθελε ούτε να τους αλλάξει αλλά ούτε και να είναι παρών δημιουργώντας μίση, ταξίδεψε στην Αίγυπτο για λόγους εμπορικούς και μαζί για να δει τα αξιοθέατα, λέγοντας ότι δεν θα επέστρεφε πριν περάσουν δέκα χρόνια. Δεν το θεωρούσε δίκαιο να παραμείνει και να εξηγεί τους νόμους του, αλλά ο καθένας θα έπρεπε να υπακούει σε όσα είχαν θεσπιστεί.

Επιπλέον αποδείχτηκε ότι πολλοί από τους αγενείς είχαν δυσαρεστηθεί μαζί του εξαιτίας της κατάργησης των χρεών, ενώ και οι δύο παρατάξεις είχαν ξεσηκωθεί γιατί οι διατάξεις του ήταν αντίθετες με τις προσδοκίες τους. Ο λαός είχε την εντύπωση ότι θα πραγματοποιούσε αναδασμό της γης, ενώ οι ευγενείς πίστευαν ότι θα επανέφερε την παλαιά τάξη πραγμάτων ή λίγο διαφορετική. Ο Σόλων όμως εναντιώθηκε και στους δύο και, ενώ θα μπορούσε να ταχθεί με όποια παράταξη ήθελε και να γίνει τύραννος, προτίμησε να προκαλέσει το μίσος και των δύο, σώζοντας έτσι την πατρίδα και νομοθετώντας με τον καλύτερο τρόπο.

Μετά την αναχώρηση του Σόλωνα, ενώ η πόλη βρισκόταν ακόμα σε αναταραχή, έζησαν ήσυχα για τέσσερα χρόνια. Τον πέμπτο χρόνο μετά τη θητεία του Σόλωνα δεν όρισαν άρχοντα εξαιτίας της στάσης, και πάλι κατά τον πέμπτο χρόνο, για τον ίδιο λόγο, στην πόλη δεν υπήρχε εξουσία.

Φυσικοί κατασκευάζουν κύκλωμα που παράγει καθαρή, απεριόριστη ισχύ από το γραφένιο

Μια ομάδα φυσικών του Πανεπιστημίου του Αρκάνσας ανέπτυξε με επιτυχία ένα κύκλωμα ικανό να συλλάβει τη θερμική κίνηση του γραφενίου και να το μετατρέψει σε ηλεκτρικό ρεύμα.

“Ένα κύκλωμα συλλογής ενέργειας με βάση το γραφένιο θα μπορούσε να ενσωματωθεί σε ένα τσιπ για να παρέχει καθαρή, απεριόριστη, χαμηλής τάσης ισχύ για μικρές συσκευές ή αισθητήρες”, δήλωσε ο Paul Thibado, καθηγητής φυσικής και επικεφαλής ερευνητής στην ανακάλυψη.

Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Physical Review E , είναι η απόδειξη μιας θεωρίας που οι φυσικοί ανέπτυξαν στο Πανεπιστήμιο αυτό πριν από τρία χρόνια, ότι το ανεξάρτητο γραφένιο – ένα μόνο στρώμα ατόμων άνθρακα – σχηματίζει κυματισμούς με τρόπο που υπόσχεται την συλλογή ενέργειας .

Η ιδέα της συλλογής ενέργειας από το γραφένιο είναι αμφιλεγόμενη επειδή αντικρούει τον γνωστό ισχυρισμό του φυσικού Richard Feynman ότι η θερμική κίνηση των ατόμων, γνωστή ως κίνηση του Μπράουν, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί.

Η ομάδα του Thibado διαπίστωσε ότι σε θερμοκρασία δωματίου η θερμική κίνηση του γραφενίου προκαλεί στην πραγματικότητα ένα εναλλασσόμενο ρεύμα (AC) σε ένα κύκλωμα, ένα επίτευγμα που θεωρούνταν ότι είναι αδύνατο.

Στη δεκαετία του 1950, ο φυσικός Léon Brillouin δημοσίευσε μία εργασία ορόσημο που αντικρούει την ιδέα ότι η προσθήκη μιας μόνο διόδου, μιας ηλεκτρικής πύλης μονής κατεύθυνσης, σε ένα κύκλωμα είναι η λύση για τη συλλογή ενέργειας από την κίνηση του Μπράουν. Γνωρίζοντας αυτό, η ομάδα του Thibado δημιούργησε το κύκλωμα τους με δύο διόδους για τη μετατροπή του εναλλασσόμενου AC σε συνεχές ρεύμα (DC). Με τις διόδους σε αντίθεση που επιτρέπουν στο ρεύμα να ρέει και προς τις δύο κατευθύνσεις, παρέχουν ξεχωριστές διαδρομές μέσω του κυκλώματος, παράγοντας ένα παλμικό ρεύμα DC που ρέει πάνω σε μια αντίσταση.

Επιπλέον, ανακάλυψαν ότι ο σχεδιασμός τους αύξησε την ποσότητα ισχύος που παρέχεται. «Βρήκαμε επίσης ότι η συμπεριφορά on-off, σαν επιλογέας των διόδων ενισχύει πραγματικά την ισχύ που παρέχεται, αντί να τη μειώσει, όπως πιστεύαμε προηγουμένως», δήλωσε ο Thibado. ”

Η ομάδα χρησιμοποίησε ένα σχετικά νέο πεδίο φυσικής για να αποδείξει ότι οι δίοδοι αύξησαν την ισχύ του κυκλώματος. «Αποδεικνύοντας αυτήν την ενίσχυση ισχύος, βγαλμένη από το αναδυόμενο πεδίο της στοχαστικής θερμοδυναμικής, ενώ επεκτείναμε την σχεδόν γνωστή θεωρία του Nyquist, που ήταν σχεδόν ενός αιώνα», δήλωσε ο συντάκτης της δημοσίευσης Pradeep Kumar, αναπληρωτής καθηγητής φυσικής.

Σύμφωνα με τον Kumar, το γραφένιο και το κύκλωμα μοιράζονται μια συμβιωτική σχέση. Αν και το θερμικό περιβάλλον εκτελεί εργασίες στην αντίσταση φορτίου, το γραφένιο και το κύκλωμα βρίσκονται στην ίδια θερμοκρασία και η θερμότητα δεν ρέει μεταξύ των δύο.

Αυτή είναι μια σημαντική διάκριση, είπε ο Thibado, επειδή η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ του γραφενίου και του κυκλώματος, σε ένα κύκλωμα παραγωγής ενέργειας, θα έρχεται σε αντίθεση με τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής. «Αυτό σημαίνει ότι δεν παραβιάζεται ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής, ούτε υπάρχει ανάγκη να υποστηρίξουμε ότι« ο δαίμονας του Maxwell »διαχωρίζει τα καυτά και τα κρύα ηλεκτρόνια», δήλωσε ο Thibado.

Η ομάδα ανακάλυψε επίσης ότι η σχετικά αργή κίνηση του γραφενίου προκαλεί ρεύμα στο κύκλωμα σε χαμηλές συχνότητες, κάτι που είναι σημαντικό από τεχνολογική άποψη επειδή τα ηλεκτρονικά λειτουργούν πιο αποτελεσματικά σε χαμηλότερες συχνότητες.

«Οι άνθρωποι μπορεί να πιστεύουν ότι το ρεύμα που ρέει σε μια αντίσταση το κάνει να θερμαίνεται, αλλά το ρεύμα Μπράουν δεν το κάνει. Στην πραγματικότητα, εάν δεν ρέει ρεύμα, η αντίσταση θα κρυώσει », εξήγησε ο Thibado. “Αυτό που κάναμε ήταν να αλλάξουμε το ρεύμα στο κύκλωμα και να το μετατρέψουμε σε κάτι χρήσιμο.”

Ο επόμενος στόχος της ομάδας είναι να προσδιορίσει εάν το ρεύμα DC μπορεί να αποθηκευτεί σε έναν πυκνωτή για μελλοντική χρήση, έναν στόχο που απαιτεί τη μικρογραφία του κυκλώματος και τη διαμόρφωσή του σε μια γκοφρέτα πυριτίου ή τσιπ. Εάν εκατομμύρια από αυτά τα μικροσκοπικά κυκλώματα μπορούσαν να κατασκευαστούν σε τσιπ μήκους και πάτους 1 χιλιοστού, θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως την αντικατάσταση μιας μπαταρίας χαμηλής ισχύος.

Παραληρηματικά Νομικά Σοφίσματα

Νομικά σοφίσματα πλαστής επαγωγής για το εμβόλιο.

'Αρχισαν τα νομικά σοφίσματα να ψιλοπετούν ρίχνοντας αλλού τις άχνες του τρόμου και αλλού τα φτερουγίσματα της ποινής. Φαίνεται πως ο σύγχρονος νομικός αποφατισμός έχει ενταχθεί στην παραληρηματική απελευθέρωση της τιμωρίας.

Και αφού κάποιοι κάνουν το παν έτσι ώστε το ανθρώπινο σώμα να υποβαθμιστεί σε κλινική κανονιστικότητα (δηλαδή, να υποταχθεί σε μια γενική αρχή που εξηγεί και επιβάλει την παραγωγική δύναμη κανόνων όπως θα έλεγαν οι Ζώρζ Κανγκιλέμ, Μισέλ Φουκώ) κάποιοι άλλοι φέρνουν την ποινή ως τιμωρία για όσους δεν θα υπακούσουν στην γενική αρχή.

Ομάδες από τον νομικό κόσμο άρχισαν να επεξεργάζεται ερμηνείες για την επιβολή του εμβολίου και να αξιώνουν οι ερμηνείες τους να λάβουν καθολική αναγνώριση. Εμπρός λοιπόν να κατεδαφίσουμε τις συνταγματικές προστασίες, τους χάρτες θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ, και οτιδήποτε προσκολλάται στην ανθρώπινη απόφαση και ελευθερία.

Η συναίνεση του πολίτη για τον εμβολιασμό έτσι όπως προσδιορίζεται και από την Βιοηθική είναι ένας όρος που ενοχλεί τους επιστήμονες του νομικού φορμαλισμού.

Ως επιχείρημα προβάλλουν νομικά σοφίσματα πλαστής επαγωγής που έχουν εξαντληθεί στην διατύπωση της νοηματικής ορθότητάς τους.

Τι μας λένε λοιπόν: «Η συναίνεση του πολίτη για τον εμβολιασμό θέτει σε διακινδύνευση την υγεία των άλλων». Αυτή η τεθλασμένη αστραπή της νομικής μπαλαφάρας αποδεσμευμένη από όλες τις νοηματικές καταγωγές στοιχειώνει τις εποχές πριν τον Διαφωτισμό και κατευθύνεται ευθέως κατά της ανθρώπινης ελευθερίας.

Και μέσα στις πυρετικές τους απλουστεύσεις καταθέτουν επίσης τα κάτωθι: «Πολλοί άνθρωποι θέτουν σε κίνδυνο τον εαυτό τους και τους άλλους με τη στάση τους και με την άρνηση τους να εμβολιαστούν». Άλλη μια επιπεδολογία ολκής που επιμαρτυρεί την μονομέρεια των κριτηρίων και τον τρόπο που σχετικοποιούνται οι αυτονόητες βεβαιότητες.

Και αυτό γιατί τέτοιες εισηγήσεις δείχνουν ότι επιθυμούν κάποιοι νομικοί επιστήμονες να επιβάλουν κανόνες σκοποθετικής μορφής και όχι υποθετικής, αναφορικά με την υποχρεωτικότητα του εμβολίου.

Επιπλέον έχουν μαύρα μεσάνυχτα από επιστημονικά δεδομένα, γιατί αγνοούν ότι ο ανθρώπινος οργανισμός είναι βιολογικά αυτοαναφερόμενος, δηλαδή ότι τα όρια του, καθορίζονται από τα την βιολογική του δομή και έτσι στην απλουστευτική τους νομική σκέψη απουσιάζει παντελώς η αναλογικότητα.

Η πανδημία που απέχει πολύ από το να είναι πανδημία γιατί δεν νοσεί το ποσοστό εκείνο που την επιβεβαιώνει, δεν αποτελεί πλανητικό τρόμο. Και αυτό γιατί ο ιός ολοκληρώνει την διαδρομή του και επιπλέον τα θεραπευτικά εργαλεία είναι αποτελεσματικά.

Στον ίδιο πάντα αβαθή συλλογισμό του ίδιου νομικού φορμαλισμού ακούμε τους παρακάτω ισχυρισμούς: «Η άρνηση εμβολιασμού εκμεταλλεύεται την ανοσία της αγέλης που αποκτάται μέσω του εμβολιασμού για την πλειονότητα του πληθυσμού. Με τον τρόπο αυτό διακινδυνεύεται και η δυνατότητα να επωφεληθούν από την ανοσία όσοι πραγματικά την έχουν ανάγκη».

Η «ανοσία της αγέλης» κατά την άποψη καθηγήτριας επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής δεν θα επιτευχθεί ποτέ, συνεπώς οι όποιες εκτιμήσεις συσχετισμού ανοσίας της αγέλης και εμβολιασμού είναι αστήριχτες.

Επιπλέον οι παραπάνω νομικές συμπερασματικές αυθαιρεσίες αρνούνται κατά πλειοψηφία την αρχή της επικουρικότητας και αφήνουν μια θολή κηλίδα (blinder fleck) ως απειλή να επικρέμεται και να γίνεται εργαλειακή κλειστότητα η οποία και θα επιδρά στο συναίσθημα του φόβου. Απαράδεκτο από κάθε άποψη.

Μήπως θα πρέπει να θυμίσουμε σ’ έναν τέτοιο νομικό απαίδευτο φορμαλισμό ότι υπάρχει και το δικαίωμα της αυτοκτησίας που διατυπώνει ο Murray Rohbard, δηλαδή, ότι κάθε άνθρωπος δικαιούται το 100% της αυτοκτησίας του.

Φαίνεται λοιπόν ότι ένα μέρος των νομικών επιστημόνων έχει γοητευθεί από την σκέψη των σχολαστικών, με την χρήση που εκείνοι έκαναν, των αρνητικών νοημάτων προκειμένου να οικοδομήσουν μια νοηματική αφαίρεση που καταφάσκει σε αποφάσεις οι οποίες αντιστρατεύονται τα ίδια τα δεδομένα της ζωής και της ελευθερίας.

Τελικά υπάρχουν πολλοί αναμεταδότες της μπουρλέσκ όψης του καταναγκασμού.

Τι είχε πει ο 'Οργουελ, «έρχονται τα τάγματα της προόδου». Και τι μας έλεγε και ο Φεγιεράμπεν «…ο χωρισμός επιστήμης και κράτους μπορεί να είναι η μόνη ευκαιρία να εξουδετερώσουμε τη σαρωτική βαρβαρότητα της επιστημονικοτεχνικής εποχής και να φτιάξουμε την ανθρωπότητα που μας αξίζει» Paul Feyerabend «Ενάντια στην Μέθοδο».

Θα ξεπεταχτούν πολλοί κρυπτονίτες του ρεαλιστικού υπερρεαλισμού στις μέρες μας, που θα θελήσουν να μας ταΐσουν με συνθετικά σκουπίδια σκέψης. 'Ολες αυτές όμως οι νεοφανείς και αξιοκατάκριτες επιχειρηματολογίες που καταθέτει με περίσσιο ζήλο ο νομικός φορμαλισμός, αποτελούν άνυδρες λογικές και επιπολάζουσες σοφιστείες κάποιων παραγγελιοδόχων που θέλουν την κοινωνία σε σωφρονιστήρια και πίσω από κάγκελα.

Ο Ηράκλειτος και τα ποταμολογικά αποσπάσματα

Ο Ηράκλειτος είναι μία από τις πιο αινιγματικές μορφές της Προσωκρατικής Φιλοσοφίας. Ο Κικέρωνας τον αναφέρει ως «σκοτεινό» φιλόσοφο, ένα προσωνύμιο δικαιωματικά δοσμένο, λόγω της δυσνόητης (ποιητικής) γλώσσας που είχε επιλέξει. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι της εποχής ονόμαζαν το έργο τους «Περί Φύσεως», και πιθανόν ο Ηράκλειτος να έχει συγγράψει ένα βιβλίο με αυτόν τον τίτλο (αν και δεν συμφωνούν όλοι οι μελετητές, λόγω της αποσπασματικής μορφής του έργου του).

Ωστόσο, ο Αριστοτέλης στη Ρητορική αναφέρεται παρεμπιπτόντως στο βιβλίο του Ηράκλειτου, ως παράδειγμα «δύσκολου έργου» λόγω της στίξης του, με αποτέλεσμα να μην γίνεται κατανοητό αν μία λέξη συνδέεται με την προηγούμενη ή την επόμενη. Μάλιστα, παραδίδει και την αρχή του συγγράμματος του Ηράκλειτου, προκειμένου να καταδείξει τη δυσκολία του να κατανοήσουμε σε ποια λέξη αναφέρεται το «πάντοτε»:

«Τον λόγο αυτόν που υπάρχει πάντοτε οι άνθρωποι δεν τον κατανοούν» Ρητορική 1407b17-18 (Α4)[1]

Όπως συνέβη σε όλους τους Προσωκρατικούς, το έργο του Ηράκλειτου έχει χαθεί. Αντ’ αυτού, έχουμε περίπου 130 αποσπάσματα σωσμένα από τα έργα μετέπειτα φιλοσόφων και μελετητών, οι οποίοι είχαν διαβάσει το βιβλίο του. Οι πηγές είναι πολλές αλλά δεν είναι όλες αξιόπιστες. Τα αποσπάσματά του διαθλώνται μέσα από τη φιλοσοφία ή τις απόψεις των εκάστοτε μελετητών. Για παράδειγμα, σημαντική πηγή των έργων του αποτελεί ο Ιππόλυτος (Άγιος της Ορθόδοξης και της Καθολικής εκκλησίας), ο οποίος αναμφίβολα κατείχε το Ηρακλείτειο έργο και μας έχει παραδώσει σημαντικότατα αποσπάσματα, γράφει:

«Υποστηρίζει βέβαια ότι υπάρχει ανάσταση της φανερής σάρκας μέσα στην οποία γεννηθήκαμε και ότι γνωρίζει ότι ο θεός είναι αίτιος αυτής της ανάστασης, λέγοντας τα εξής: Μπροστά σε εκείνον που βρίσκεται εκεί εξεγείρονται και γίνονται άγρυπνοι φύλακες των ζωντανών και των νεκρών. Υποστηρίζει επίσης ότι η κρίση του κόσμου και όλων όσα υπάρχουν σ’ αυτόν γίνεται με το πυρ, λέγοντας τα εξής: Τα πάντα κυβερνά ο κεραυνός, δηλαδή κατευθύνει, και ονομάζει τον κεραυνό αιώνιο πυρ» Ιππόλυτος, Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος, IX, 10, 6 (Β63)[2]

Η δυσκολία της ερμηνείας της Ηρακλείτειας σκέψης δεν εξαντλείται εδώ. Όσο και αν αναζητήσουμε τις αρχαίες πηγές πουθενά δεν απαντάται η φράση που λανθασμένα έχει αποδοθεί στον Ηράκλειτο, «τα πάντα ρει». Το δημοφιλέστερο Ηρακλείτειο απόσπασμα δεν περιλαμβάνεται στα αυθεντικά αποσπάσματα του Εφέσιου φιλοσόφου. Η εικόνα του ποταμού όμως είναι ήδη χαρακτηριστική και αποδίδεται στον Ηράκλειτο από την αρχαιότητα. Εξηγεί ο Σωκράτης στον Ερμογένη:

«Λέει ο Ηράκλειτος, ξέρεις, ότι όλα κινούνται και τίποτε δεν μένει ακίνητο και παρομοιάζει τα όντα με τη ροή ενός ποταμού λέγοντας: ‘δεν μπορεί να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι’» Πλάτων, Κρατύλος, 402a (Α6)[3]

Το ίδιο μαρτυρείται και από τον Πλούταρχο:

«Δεν μπορεί να μπει κανείς δυο φορές στο ίδιο ποτάμι, όπως λέει ο Ηράκλειτος, ούτε να κρατήσεις μια θνητή ουσία σε μια μόνιμη κατάσταση» Πλούταρχος, De E apud Delphos, 392b[4] (Β91)

Με αυτόν τον τρόπο, ο Ηράκλειτος έθεσε το πρόβλημα του Χρόνου τον 5ο αι. π.Χ. Τα ποταμολογικά του αποσπάσματα αποτελούν την πρώτη σύλληψη του αέναου γίγνεσθαι, της διαρκούς μεταβολής, που χαρακτηρίζει ολόκληρο το σύμπαν. Η πραγματικότητα, η σταθερότητα που νομίζουμε, είναι η μεταβολή. Ο χρόνος κινείται σαν το ποτάμι. Δεν γυρίζει πίσω.

Η επιστήμη της Φυσικής ενσωμάτωσε το βέλος του Χρόνου στις εξισώσεις της μόλις τον 20ό αι. Η ιδέα του βέλους του Χρόνου, όπως αναφέρει ο Ilya Prigogine (νομπελίστας χημικός που μελέτησε τα συστήματα μακράν ισορροπίας) στο Τέλος της βεβαιότητας[5], βρίσκεται στη διαμάχη των θέσεων του Παρμενίδη (η πραγματικότητα είναι άχρονη) και του Ηράκλειτου (η πραγματικότητα είναι η αλλαγή). Σήμερα, η θερμοδυναμική με τον δεύτερο νόμο της, την αύξηση της εντροπίας, έχει αποδείξει ότι ο Χρόνος έχει κατεύθυνση (αν και η διαμάχη των Φυσικών συνεχίζεται). Ο Χρόνος κινείται από το παρελθόν προς το μέλλον σαν ένα βέλος. Δεν υπάρχει αναστρεψιμότητα.

Με άλλα λόγια, τα νερά του ποταμού είναι διαφορετικά κάθε φορά που βρέχουμε τα πόδια μας.
--------------------------------
[1] «οἷον ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτῇ τοῦ συγγράμματος· φησὶ γὰρ ‘τοῦ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι ἄνθρωποι γίγνονται’· ἄδηλον γὰρ τὸ ἀεί, πρὸς ποτέρῳ ‹δεῖ› διαστίξαι.» Ρητορική 1407b16-18

[2] «λέγει δὲ καὶ σαρκὸς ἀνάστασιν ταύτης (τῆς) φανερᾶς, ἐν ᾗ γεγενήµεθα, καὶ τὸν θεὸν οἶδε ταύτης τῆς ἀναστάσεως αἴτιον οὕτως λέγων· ἔνθα δʹ ἐόντι ἐπανίστασθαι καὶ φύλακας γίνεσθαι ἐγερτὶ ζώντων καὶ νεκρῶν. λέγει δὲ καὶ τοῦ κόσµου κρίσιν καὶ πάντων τῶν ἐν αὐτῷ διὰ πυρὸς.» Ιππόλυτος, Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος, IX, 10, 6

[3] «λέγει που Ἡράκλειτος ὅτι ‘πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει,’ καὶ ποταμοῦ ῥοῇ ἀπεικάζων τὰ ὄντα λέγει ὡς ‘δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης’» Πλάτων, Κρατύλος, 402a

[4] «ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ καθ᾽’ Ἡράκλειτον οὐδὲ θνητῆς οὐσίας δὶς ἅψασθαι κατὰ ἕξιν» Πλούταρχος, De E apud Delphos, 392b

[5] The End of Certainty: Time, Chaos, and the New Laws of Nature. Ilya Prigogine. New York: Free Press, 1997.

ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΑΙ ΧΕΓΚΕΛ: ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ

Ι
Από τότε ακόμη που ο Πλάτων επιχείρησε να προσεγγίσει φιλοσοφικά την αλήθεια της ποίησης, η σχέση ποίησης και φιλοσοφίας δεν έπαψε να αφορά αυτή τούτη την ουσία της ποιητικής και φιλοσοφικής δημιουργίας εν γένει· συγχρόνως ενθάρρυνε τον προβληματισμό για το πώς μπορεί να ανασυγκροτείται κριτικά η γλώσσα αυτής της καθολικής δημιουργίας και να αναζωπυρώνει τον διαρκή πόθο για ισοσθενή καλλιέργεια συναισθήματος και λογικής: να τείνει με ένταση προς την επίτευξη της ποιητικής-φιλοσοφικής αυτοπραγμάτωσης που θα στηρίζεται στην αισθητική και πνευματική επάρκεια αλλά συνάμα θα μπορεί να αυτοδιαμεσολαβείται στους ανθρώπους ως αναγκαία έκφραση μιας καθαρής σκέψης, ως η πράξη της γλώσσας που διανοίγει την ομιλία πέρα από την πρόθεση του ομιλούντος υποκειμένου και την καθιστά οντο-λογικό του πεπρωμένο εν όψει της ολοκλήρωσής του στο πεδίο της δι-υποκειμενικότητας.

Κάθε απόπειρα, συνεπώς, ενδότερης κατανόησης της πιο πάνω σχέσης συνδέεται αναπόφευκτα με τη λειτουργία μιας διαμεσολάβησης και συνάμα αλληλοκατανόησης ποίησης και φιλοσοφίας σε επίπεδο γλώσσας και σκέψης: η ποίηση διαδραματίζει εν πολλοίς το ρόλο να πυροδοτεί τη δύναμη της παραστασιακής, η φιλοσοφία της κατανοητικής σκέψης· παράσταση και κατανόηση αναλαμβάνουν εκ μέρους του υποκειμένου να προσεγγίζουν τη δομική ύπαρξη του υφιστάμενου κόσμου ως περισυλλογή νοήματος και να επωμίζονται τον κίνδυνο της διερώτησης: κατά πόσο αυτή η περισυλλογή ανταποκρίνεται σε μια ποιητική αυτογνωσία που δεν θα φυλλορροεί σε διανοητική αυταρέσκεια αλλά θα κατορθώνει να προσάγει στο φως νέα παραδείγματα οράματος και λογισμού αφήνοντας πίσω της τη μονομέρεια του προμελετημένου; Φαντασία και Λόγος, στη συνάφεια τούτη, δεν αποτελούν απλώς εργαλεία του παριστάνειν ή κατανοείν αλλά συν-εργάζονται για τη «φανέρωση του Είναι»1, για να τρέπουν τα περιεχόμενα, από εκεί όπου κείτονται λησμονημένα σε μια ακρωτηριασμένη υποκειμενικότητα ή αντικειμενικότητα, προς την α-λήθεια· ήτοι προς ένα λανθάνοντα λόγο που κλιμακώνει ποιητικά την ισχύ του για να μην χάνεται μέσα στη λήθη. Ξεκινούν, κατά ταύτα, από τον καθημερινό λόγο με τους ατομικούς ή συλλογικούς συνειρμούς του για να τον γονιμοποιούν με το πάθος του νου και να τον μετασχηματίζουν σε πολύτροπη σκέψη, τα συστατικά μέρη της οποίας συνοψίζονται, κατά την εννοιακή τους μορφή, στο καθαρό νόημα που «συμβαίνει από το ομιλείν της γλώσσας»2 και υπερβαίνει ολοκληρωτικά την παιδι-ά ενός κενού φορμαλισμού.

Το ομιλείν, παρατηρεί ο Χάιντεγκερ, είναι η ανθρώπινη ουσία που έρχεται στον εαυτό της ως ιδιοσυμβάν της γλώσσας, ήτοι ως η ιδιο-ποίηση του εσωτερικού -με τον τρόπο [=τη μελωδία] της γλώσσας- μέσα στον άνθρωπο3· τούτο σημαίνει ειδικότερα ότι το ίδι-ον του εσωτερικού μπορεί να φανερώνεται στον άνθρωπο μόνο ως ένα αυτό-ποιείν [=ποητικώς ενεργείν του εαυτού], ήτοι ως κλήση του θνητού να λέγει την ουσία του κατά το ρυθμό της «αυθεντικής ποίησης»4. Ο ρυθμός της αυθεντικής ποίησης απηχεί την πρωταρχική ή αρχέγονη γλώσσα του νοήματος· αυτή η γλώσσα προορίζεται να οδηγεί το λέγειν έξω από την έκπτωσή του σε φλυαρία, να το κάνει να είναι αυτό που δείχνει με το να το ανάγει στη ρίζα του. Έτσι το ριζοσπαστικοποιεί σε κρυφή βάση υπέρβασης του επιφανειακού και προς μια πηγαία ερμηνεία ή κατανόηση που αποδυναμώνει το αυτονόητο για να αν-αγγέλλει τη «γειτνίαση της σκέψης με την ποίηση»5 ως μια οντολογική συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης. Η συνθήκη τούτη πορίζει τη δυνατότητα στο Είναι του θνητού να επανασυνδέεται με την αναζήτηση της αρχικής του ουσίας και να σκέπτεται «βαθιά και με τρόπο αμετάβλητα συγκεκριμένο (μια φορά για πάντα) τη φύση της Ιδέας πριν πραγματοποιήσει το Σύνθεμα [=ποίημα]»6. Η ερμηνεία που ακολουθεί επιδιώκει να σκεφτεί τη φύση της Ιδέας μέσα στην ποίηση, να καταδείξει τη γειτνίασή τους στο παράδειγμα της φιλοσοφικής σχέσης Σολωμού-Χέγκελ και να επεξηγήσει περαιτέρω αυτή τη γειτνίαση ως την κατ’ εξοχήν διαφάνεια ενός άρρητα και άρρηκτα συναρθρωμένου ποιητικού όλου που επιδιώκει ασταμάτητα να αυτό-ερμηνεύεται.

ΙΙ
Παλαιά είναι η συζήτηση για τη σχέση του Σολωμού με τον Χέγκελ και όχι λίγες φορές ήγειρε αξιώσεις απόλυτης αυθεντικότητας. Ένα μέρος της λόγιας παιδείας του παραδοσιακού άστεως, κατά τη μονολιθική του δραστηριοποίηση σε συγκεκριμένες περιόδους της ιστορίας μας, ξέσπασε σε γοερούς θρήνους για τη φιλοσοφική εμπλοκή του ποιητή. Υποστήριξε πως ειδικά η εγελιανή του εμπλοκή ήταν αυτή που επηρέασε αρνητικά την ποιητική του έμπνευση και τον ανάγκασε τελικά να αφήσει ένα έργο αποσπασματικό, ένα υποθετικό όλο από συντρίμματα και σπαράγματα. Δεν είναι άγνωστη, μεταξύ άλλων, η περίπτωση του Ζαμπέλιου, ο οποίος χαρακτήρισε αποστασία7 τη γνωριμία του ποιητή με τη γερμανική φιλοσοφία και φιλολογία, ή ακόμη η ανεπιστημονική και πολλαπλώς αντιποιητική «απόφανση» του Αποστολάκη ότι ο Σολωμός δεν χρειαζόταν τα λογικά και μεταφυσικά σχήματα της Γερμανίας για να παράγει ποίηση, διότι το συνολικό του επίτευγμα το χρωστάει στην «κρυφή και αδιάκοπη ενέργεια της ψυχής του»8. Ο ρητορικά και σχηματικά εκφρασμένος συναισθηματισμός, με τον οποίο ο Αποστολάκης αντιμετωπίζει την κατ’ εξοχήν φιλοσοφική ποίηση του Σολωμού, δεν τον αφήνει να αναγνώσει ή τουλάχιστο να διαισθανθεί τα υπόγεια ρεύματα του πνεύματος που δονούσαν τον ποιητή παρά μόνο τον εξαντλεί στα όρια ενός ατεκμηρίωτου ψυχολογισμού, για να τον κάνει συνάμα να παρερμηνεύει και τους πραγματικούς παλμούς της Σολωμικής ψυχής. Η προσπάθειά του να ανυψώσει τον Σολωμό και να εκμηδενίσει τον Παλαμά καταλήγει τελικά να είναι ένα τέλειο αποκύημα του θυμικού που παράγει μόνο νεκρά σχήματα λόγου.

Υπήρξαν ωστόσο και φωνές που δοκίμασαν να κατανοήσουν τις φιλοσοφικές προκλήσεις του ποιητή ως καλή προϋπόθεση για να προκύψει από τη μορφή των συντριμμάτων ένα έργο ανοικτών οριζόντων. Στην ανοικτότητα του ποιήματος είδαν το πνεύμα να καθιδρύει την ουσία των πραγμάτων στην ουσία της γλώσσας. Στη δαπάνη ενός πολλαπλά μυθικού και ποιητικού λόγου αναγνώρισαν ένα βαθύ θεώρημα ποιητικής παιδείας και αυτοκοινοποιούμενης αυτογνωσίας. Ως εκ τούτου, οι ποικίλες φιλοσοφικές προκλήσεις αποτέλεσαν σαγηνευτικές προσκλήσεις για να αναγιγνώσκονται τα ποιητικά συντρίμματα με αισθητική απαίτηση και να κινητοποιούν τη δημιουργική φαντασία του αναγνώστη. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αναγνωρίζουν πως η ποιητική του Σολωμού δεν σκοπεύει απλώς στην καλλιέργεια της ψυχής αλλά αναθερμαίνει κυριολεκτικά την επιστροφή ενός ολόκληρου λαού στην ιστορικότητα του Είναι του.

Δεν έλειψαν βέβαια και περιπτώσεις που επιχείρησαν να φτάσουν στις εσχατιές της Σολωμικής ποιητικής, ακολουθώντας, εν ονόματι ενός θεωρητικού λόγου, μια φιλοσοφική γραμμή που στηρίζεται στο γνωστό σχήμα: θέση-αντίθεση-σύνθεση. Αυτό το σχήμα επικράτησε να λέγεται διαλεκτικό και να χρεώνεται στον Χέγκελ. Κι όμως! η εγελιανή αλήθεια ομιλεί έναν πιο αυθεντικό λόγο, που δεν έχει καμιά σχέση με τον απόηχο της αγοραίας κουλτούρας. Ο Χέγκελ ποτέ και πουθενά δεν μίλησε για θέση-αντίθεση-σύνθεση, ιδίως με το πνεύμα που του αποδίδεται. Όπου ο φιλόσοφος επικαλείται αυτούς τους όρους, τους συνδέει πάντοτε με την κατανοητική πράξη του νου και διόλου με ένα μονοσήμαντο φορμαλισμό που στερείται σαφήνεια και βάθος για να χάνεται εύκολα μέσα στη συγκαταβατική οικείωση με το υπάρχον. Το να θέλουν κάποιοι να ερμηνεύουν Σολωμό με βάση αυτό το σχήμα δεν κατορθώνουν παρά «κυνηγώντας την αλήθεια [να] σφίγγουν στον κόρφο τους το φάντασμά της»9.

ΙΙΙ
Η ανάγνωση, που σκοπεί στην αποκρυπτογράφηση φιλοσοφικών όψεων της Σολωμικής ποιητικής και μας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως εδώ, επιχειρεί να αντισταθμίσει τέτοιες περιφερειακές καταδρομές με την ανάβαση σε μια αποκαλυπτική σύνθεση, σε ένα ποιητικό σύνθεμα που φέρει μέσα του την αρχή της ιδεατής ενότητας ή της ανώλεθρης Ιδέας ως την αρχή της αυτοσυνειδησίας του. Οι πολλαπλές διαβαθμίσεις του ποιήματος, υπό τη μορφή του ποιητικού θέματος και συνθέματος, δεν είναι άσχετες προς τη βαθύτερη έννοια, τη μυστική Ουσία που κινούσε και συγκινούσε τον ποιητή· ενσαρκώνουν την τάση της υπαρκτικής του δυνατότητας να στοιχειώνει και να μεταστοιχειώνει το ποιητικώς ενεργείν σε «μια μεστή και ωραία Δημοκρατία Ιδεών που παριστάνουν ουσιαστικά τον κρυφό στις αισθήσεις Μονάρχη»10.

Η «Δημοκρατία Ιδεών» ομιλεί τη γλώσσα της διαμεσολάβησης [=εσωτερικής αυτό-διαφοροποίησης] της ποιητικής Μορφής από τα Περιεχόμενά της· δεν παραπέμπει σε μια απλή παρεύρεση ή παράθεση θεμάτων με μορφή ποιητική, εξωτερικά περίβλεπτη, ούτε καταδηλώνει σημασίες καταστάσεων ή βιωμάτων. Προφέρει μια σταθερή ισορροπία ανάμεσα στην εσωτερικότητα του ποιητή και την εξωτερικότητα του ποιήματος για να διασώσει τα περιεχόμενα από την έκπτωσή τους σε συμπτωματικές εξωτερικεύσεις: αυτά δεν αποτελούν, έτσι απλοϊκά, θεματικές αντιλήψεις ή κάποιο είδος αφηγηματικής προβολής του ενός ή του άλλου αντικειμένου, της μιας ή της άλλης κατάστασης [π.χ. της πολιορκίας του Μεσολογγίου, της καταστροφής των Ψαρών κ.λπ.]· κι ακόμη δεν συνδέονται με ιδεολογικούς διαξιφισμούς του τύπου εθνική ή ευρωπαϊκή ποίηση, ρομαντισμός ή κλασικισμός κ.λπ. αλλά είναι προσδιοριστικές εναρθρώσεις της ίδιας της Ιδέας, του κρυφού, όπως λέει ο Σολωμός, στις αισθήσεις Μονάρχη.

Βαθμιαία αυτές οι εναρθρώσεις μετατοπίζονται μέσα στη δημιουργική φαντασία του ποιητή και συντελούν, ώστε η Ιδέα, ο Μονάρχης, να μην επιβάλλεται ως ένα επέκεινα που θεμελιώνει αναίτια την αντικειμενικότητα και προς το οποίο τείνει δεσμευτικά το ποιητικό Εγώ, αλλά να είναι η αδιόρατη αρμονία του Λόγου που εμφανίζεται αιφνίδια ως ποιητική επιταγή στο Εγώ και το καλεί να εκ-τίθεται μέχρις εσχάτων στην κατανόηση της περιοχής που ευδοκιμεί το έργο της ποίησης. Αυτή η έκ-θεση αρχίζει να εκδηλώνεται, υπό τη μορφή επί μέρους θεματικών αναπτύξεων, ως μια ποιητική διαδικασία που συνεχώς μεταβάλλεται· μεταβάλλεται κυρίως ως προς τη δυνατότητα της ποιητικής συνείδησης, εν είδει ψυχικό-πνευματικής έκφανσης του Εγώ, να διανοίγεται προς την εαυτής αλήθεια και να την πραγματώνει ως την πιο καθολική αυτοσυνειδησία.

Πώς όμως προσανατολίζεται ο ποιητής στο κάθε δυνατό βάθος της ποιητικής διαδικασίας, ώστε το ποίημα να αυτό-φανερώνεται στον ουσιώδη λόγο του και να «είναι από την αρχή ως το τέλος το κοινό και το ίδιον [commune e Proprio]»11, το οποίο συνεχώς διερωτάται για το κατά πόσο το νόημα που απηχεί είναι διαυγές κατά τον εαυτό του ή, όπως λέει ο Χέγκελ, είναι «αυτοδιάφανη διαύγεια»12. Μέσα από τη μαρτυρία της γλώσσας: αυτή η μαρτυρία στον Σολωμό δηλώνει την εν γένει πνευματική του παρουσία στον τόπο και στον χρόνο της καθολικής δράσης του λαού του και συνάμα το συνανήκειν του στην ίδια με αυτόν το λαό οντολογική πρόσληψη των πεπρωμένων του. Αυτό τον ωθεί να γίνεται ο μεγάλος μαθητευόμενος της γλώσσας και να αίρεται ως την ύψιστη αξίωση: το υλικό της να μας υποδεικνύει εκείνη τη βαθυνόητη ποιητική σύλληψη που επιτρέπει «να διαφαίνεται ένα νόημα καθαρό και βαθύ. Σκέψη, Υπόσταση, Αληθές, Απόλυτο, ή, όπως λέει ο H(egel), Έννοια»13. Στην ουσία της γλώσσας αναγνωρίζει την ενύπαρκτη δυνατότητα του ποιήματος να σκέπτεται τον εαυτό του, να προαισθάνεται την ανάγκη ενός βαθύτερου περιεχομένου και να επιζητεί αδιάκοπα τη φιλοσοφική του καταξίωση· ήτοι να αποφασίζει την ανύψωσή του στην «ελευθερία της έννοιας»14, όπου πλέον θα εκφράζει ρητά την ενότητα μορφής και περιεχομένου, έννοιας και αντικειμένου. 
 
Τι συμβαίνει στ’ αλήθεια εδώ; Απέναντι σε μια θολή άσκηση του λόγου και στην απουσία διακεκριμένου τρόπου αυτό-προσδιορισμού του ποιητικού υποκειμένου ως πνεύματος, ο Σολωμός αποζητά τη στιγμή της υπαρκτικής του αλήθειας: ενοράται, κατά την τάξη της έννοιας, τη διάνοιξη του ποιητικού Λόγου σε σκέψη και ομιλία15· είναι η ομιλία που εισδύει στη σφαίρα των φαινομένων, τα μελετά [=π.χ. «μελετά τα λαμπρά παλικάρια», «μελετάει των λαών τη συμφορά» κ.λπ.] και εν τέλει τα αναδεικνύει σε μη-συμπτωματική εκδήλωση της Ουσίας. Η ομιλία, ανεξάρτητα αν έχει για αφετηρία το συναίσθημα ή τη συγκίνηση, δεν κατονομάζει απλώς παγιωμένες καταστάσεις, μεμονωμένα συμβάντα ή γεγονότα ούτε αρθρώνει μια για πάντα σε καθημερινό λόγο -έστω και ποιητικά εκφερόμενο- περι-ορισμένες ιδέες, αντιλήψεις, εμπειρίες αλλά φέρνει σε ύπαρξη την ίδια την προβληματική συγκεκριμένης πλήρωσης της σκέψης ως ποιητικής σύνθεσης. Κατά την προβληματική τούτη το ποίημα είναι αυτό που έχει συντελεσθεί, δηλονότι το όχι πλέον Είναι, και συγχρόνως αυτό που χρειάζεται ακόμα να συντελεσθεί, δηλονότι το όχι ακόμα Είναι· η σύνθεσή του επομένως δεν είναι κάτι το δεδομένο ούτε κάτι το τελειωμένο παρά κάτι ανάμεσα στο δεδομένο και το τελειωμένο: ετούτο το «ανάμεσα-Είναι» συμπυκνώνει όλη την έγνοια του ποιητικού νου να συλλαμβάνει το ποίημα κατά τη φύση της εγελιανής Ιδέας16.

Αγωνιώντας να κατανοήσει το βάθος αυτής της Ιδέας και δυνάμει αυτού του βάθους να υλοποιεί περαιτέρω τη δική του απόφαση για σκέψη και ποίηση, ο Σολωμός εγκαταλείπει τα αφηρημένα σχήματα της αλήθειας και προσπαθεί να φτάσει σε μια δια-λογική και αναλογικά δια-νοηματική υπέρβαση του πρόσκαιρου, του άμεσου, του ρητορικού, του αφηρημένου· πιστεύει πως το ποίημα δεν μπορεί να χάνεται μέσα στην απλή έκφραση του συναισθήματος αλλά να υψώνεται στην περιωπή του δημιουργήματος που μπορεί να «εκφράζει την Έννοια σαν ένας κόσμος καθ’ εαυτόν, μαθηματικά διαβαθμισμένος, πλούσιος και βαθύς»17. Η έννοια λοιπόν στην περιοχή της Σολωμικής ποιητικής συνιστά τον θεμελιώδη τόνο του ποιήματος, ο οποίος «ενεργεί αδιάκοπα για την αληθινή Ουσία»18 και παρουσιάζει το ποιητικό υποκείμενο να μην ξεχωρίζει τον εαυτό του από το αντικείμενο της ποιητικής σύλληψης παρά μόνο να αναστοχάζεται το παν ως μια ενιαία διαδικασία. Πρόκειται για την εξέλιξη του έργου που ομιλεί και απελευθερώνει σκέψη υπό τη μορφή εννοιών με δι-υποκειμενικό και ιστορικό συνάμα περιεχόμενο: π.χ. «αδελφοποιτοί, δυστυχία, Ηθική Παράδεισος, Εθνικότητα, Πατρίδα, Θρησκεία, Ελευθερία, Πολιτική κ.α.»19. Η διαδικασία τούτη συντελεί, ώστε ο ποιητής να διεκδικεί τη μέγιστη εσωτερίκευση στο απαρασάλευτο νόημα του ποιήματος, να το προσεγγίζει ως τη σύμμετρη έκφραση του κόσμου και να το ανοίγει στις διεκτάσεις του κατά τον δι-αιώνιο ρυθμό του Λόγου20· παράλληλα ανιχνεύει μέσα σε αυτό και δι’ αυτού την οντολογική διάσταση του ανθρώπου ως πραγμάτωσή του μέσα στο χρόνο και για τον Έλληνα άνθρωπο ως πραγμάτωσή του μέσα στον χώρο21.

IV
Το όλο εγχείρημα της Σολωμικής ποιητικής δείχνει να ακολουθεί τον εσωτερικό του λογισμό, την έννοια ως τη συνεκτική της αρχή, και τελικά να εκτυλίσσεται σε μια γραμμή ομο-λογίας και ανα-λογίας: στο κέντρο στέκεται ο Λόγος και γύρω του αναθερμαίνεται έμπνευση, διορατικότητα, φαντασία, εποπτεία, παράσταση, για να ανταποκρίνονται στη φωνή αυτού του Λόγου που οδηγεί το νήμα της υψηλής ποίησης. Ο ποιητής ξέρει πως είναι πολλοί οι δρόμοι που έχει ο νους, δηλαδή οι τρόποι με τους οποίους ο Λόγος επιτρέπει να ξετυλίγεται αυτό το νήμα και να εγγράφεται στο ποιητικό Εγώ ως οντολογικός του προορισμός. Όσο περισσότεροι όμως είναι οι δρόμοι, τόσο πιο επιτακτική και επώδυνη γίνεται η πορεία της ποιητικής του συνείδησης προς αυτοπραγμάτωση μέσα στις «Μεγάλες Ουσίες», προς την πρόσληψη του εαυτού της ως ζωτικού περιβάλλοντος του Λόγου. Η επώδυνη τούτη πορεία, καθόσον ενσταλάζει μέσα στο ποίημα ως δια-λογική τελείωση μορφής και περιεχομένου22, αποτολμά να ερευνά τις δομικές της αρχές σε μια ποιητική θεώρηση, η οποία, χωρίς να έχει φιλοσοφική καταγωγή, αποζητά τα φιλοσοφικά της θεμέλια. Αυτό δε, ισχύει ακόμα περισσότερο, όταν ξέρουμε ότι ο βίος του ποιητή δεν είναι ξένος προς τον γενικό ρυθμό του έργου του αλλά εγγράφεται στην όλη ωρίμανση της ποιητικής του σκέψης ως καθολική βίωση των αιφνίδιων αποκαλύψεων αυτής της σκέψης. Βίος και έργο συγκροτούν μια αναπτυσσόμενη πολυσημία που δεν εξαντλείται σε απλές γνώμες ή γνώσεις, σε αφηγηματικές ολοκληρώσεις ή σε κανονιστικές νόρμες, αλλά συνδέεται με τη μεγάλη ανά-μνηση της Ουσίας ως του εσωτερικού διαμορφωτή της ανθρώπινης ύπαρξης καθόλου και της χωροχρονικής ύπαρξης της Ελλάδας ειδικά. Αυτή η σύνδεση είναι η μετα-κίνηση, η μετα-ποίηση αυτού, που λέγεται ποιητικά ή αισθητικά, στην εννοιακή του μεταστοιχείωση, κατά το πρότυπο της δια-Λογικής αυτό-ανάπτυξης της εγελιανής Ιδέας. Στην εγελιανή Ιδέα ο ποιητής δεν επιζητεί κάποιο είδος σωτηριολογικής γνώσης, αλλά τη στιγμή εμβίωσης του μερισμού του ως εκείνου του ποιητικού όλου που τον παρωθεί να κοινοποιεί την «απόλυτη ύπαρξη του ποιήματος»23.

Αυτή η κοινοποίηση μεταφράζει τη βούληση του ποιητικού Εγώ για αυτο-εγρήγορση, για δια-λογική εμβάθυνση στην «ουσία του θέματος» και στη «μορφή της τέχνης»24. Για το ποιητικό έργο, έτσι όπως το ίδιο προορίζεται να είναι η διαδικασία σύλληψης της Ουσίας και της Μορφής, η κοινοποίηση είναι ο νους που «ορά και ακούει» (Παρμενίδης), είναι το πληθωρικό ξεχείλισμα μιας χαρισματικής αυτοσυνείδησης που ζητά να υψώνεται κατακόρυφα και να συναντά το άγγελμα του ποιήματος ως μια αδιάκοπη επιστροφή «στο πνεύμα της γεννητικής του γενικότητας»25. Ο ποιητής, έχοντας επίγνωση πως αυτή η επιστροφή δεν εντοπίζεται απλώς σε ένα λέγειν -έστω και ποιητικό- αλλά είναι η ίδια η κατανοητική του πράξη που ακούει, βλέπει, μιλάει και συνάπτει τις κατά Λόγο πραγματοποιήσεις του ποιήματος με τη μορφή του υψηλού, περνάει σα θύελλα μέσα από τη σκέψη του Χέγκελ, αλλά και άλλων διανοητών. Θεωρεί ότι εδώ είναι ο τόπος, όπου μπορεί να επαληθεύεται ή να διαψεύδεται η καθολική νοηματοδότηση και οι αντίστοιχοι ποιητικοί κώδικες της μορφής του υψηλού. Πολύ εύστοχα γράφει σχετικά ο Στ. Ροζάνης: «Δεν «διάβασε» τον Hegel, τον Schiller, τον Milton, τον Shakespeare. Κάποτε τους αντάμωσε στο δρόμο του και βρήκε την καρδιά του μέσα τους. Δεν τους «δανείστηκε» ούτε τους «χρησιμοποίησε»- τους ανακάλυψε»26.

Τι ανακάλυψε ο ποιητής στη σκέψη του Χέγκελ; Ανακάλυψε μια φιλοσοφία της κατανόησης: κατά την τρίτη περίοδο της ποιητικής του παραγωγής την ανακάλυψε ως θεωρητική ανάγκη27 να εκφράσει με τον θυελλώδη κυματισμό της έννοιας ό,τι ως τότε είχε διασώσει το ποιητικό του ένστικτο και η αντίστοιχη εμπειρία του μέσα στα συμβατά όρια της κοινωνίας και της ιστορίας -π.χ. το Μεσολόγγι φανερώνεται ως εννοιακή ανασύνθεση του αισθητού, ως η ανύψωση της ύπαρξης στην Ουσία και στην Ιδέα. Μια διαισθητική αξία της αναγκαιότητας αυτού του θεωρείν είχε ήδη βιώσει στις δύο πρώτες περιόδους του έργου του υπό τη μορφή κυρίως εκείνης της ευθύτητας του νου, η οποία τον κρατούσε πάντοτε σε έναν εσωτερικό διά-Λογο με τον εαυτό του και τον παρακινούσε να υπερασπίζεται την αθωότητα της γραφής του μέσα από τη συλλογιστική κατάκτηση εννοιακών ολοκληρώσεων του ποιήματος.

Οι εννοιακές ολοκληρώσεις δεν καταπνίγουν την τιμή της διαίσθησης αλλά την αξιοποιούν, ως προς τη γνώση των φαινομένων, για να υποβάλλουν τον ποιητικό λόγο στη δοκιμασία της αλήθειας, ήτοι σε μια θεωρητική προσήλωση στο πραγματικό αντικείμενο, όπως τουλάχιστο παρουσιάζει όλη τούτη τη διαδικασία ο ποιητής στον «Στοχασμό» 12, και παράλληλα σε ένα εκφράζεσθαι που υπόσχεται, όπως για παράδειγμα δείχνει ο «Στοχασμός» 13, να εκχωρεί τον εαυτό του στην εκδήλωση της Ιδέας ως μεθόδου ή ως μεθοδικής αλήθειας. Στην περιοχή του ποιητικώς σκέπτεσθαι, το εκφράζεσθαι αποτελεί την εσωτερική δυναμική του ποιήματος, τον αναπαλλοτρίωτο χώρο του για να γίνεται το τελευταίο ό,τι τώρα δεν είναι, για να ανυψώνεται σε πηγή αυθεντικών νοημάτων ή να βιώνεται ως κατανόηση αυτού που πέπρωται να συμβεί. Ετούτη η κατανόηση δεν αναγορεύει σε απόλυτο εξουσιαστή του δημιουργού ή και του αναγνώστη το νόημα ή το Είναι του δημιουργήματος ούτε απεργάζεται καθυπόταξη του υποκειμένου σε κάποια μυστηριώδη ανά-κριση εκ μέρους του αντικειμένου· αντίθετα, η ίδια κατακυρώνεται ως η καθολική δυνατότητα του υποκειμένου να ποιεί και να ποιείται κατά το πνεύμα της εκδηλωνόμενης αλήθειας του κόσμου. Ό,τι καταλήγει λοιπόν να αναδύεται ως ποιητικώς συμβαίνον δεν έχει να κάνει με ά-σκοπο παιχνίδισμα λέξεων ούτε κυρίως με μια -έστω αθώα- εξιδανίκευση του γλωσσικού κώδικα, αλλά με αυτή τούτη τη διάνοιξη της ποιητικής τέχνης στην εννοιακή ενότητα του εαυτού της.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος ο ποιητής λάμνει προς μια εξωτερίκευση, η οποία τον παραπέμπει κυρίως σε φιλοσοφικές συλλήψεις του χώρου -π.χ. το Μεσολόγγι ως τόπος με ατομικά ή συλλογικά αλλά τραγικά περιβάλλοντα ζωής, όπου εκδηλώνονται οι μεγάλες Ουσίες κ.λπ.- και του χρόνου -οι διαδοχικές, ας πούμε, στιγμές γεγονότων, προσώπων, καταστάσεων στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» ή στον «Πόρφυρα» κ.λπ.· παράλληλα δε, η ως άνω εξωτερίκευση διατρέχει τις παραστάσεις ή τα αντικείμενα -που εμπνέουν τον ποιητή-, ενσωματώνει όλη τη δυναμική των πραγμάτων και δείχνει την ποιητική ενέργεια να συμπυκνώνει αναπόδραστα τη μυθική δύναμη του εγκόσμιου και συγχρόνως να εναντιώνεται σε τούτη τη συμπύκνωση, απελευθερώνοντας την εσωτερική της ζωή από οικείες συνάφειες αυτού του εγκόσμιου και ανυψώνοντάς την σε μια εξόχως προσωπική σφαίρα ύπαρξης28. Όταν λοιπόν ο Σολωμός καταφεύγει στην εγελιανή φιλοσοφία της κατανόησης ή του νοήματος, ουσιαστικά λαχταρά τη φωνή του οικείου σε αυτόν πνεύματος (=πνεύμα καλό, που σ’ άρεσε φωνή να μου χαρίσεις), το οποίο είναι η πεμπτουσία [Inbegriff] των υπαρχόντων μέσα στα πράγματα νοημάτων, δηλαδή η έννοια που ενοποιεί τα νεύματα των πραγμάτων σε μια εμψυχωτική ή δημιουργό δύναμη: βουβαίνεται ο ποιητής όσο τελεί στην καταφθορά του κόσμου και αποθυμά αυτή τη φωνή ως την αρχέγονη πνευματική του περι-ουσία, την αισθάνεται ως μοναδική δια-νοητική προβολή για να οικήσει τον κόσμο, χωρίς να θέλει να χαθεί στην εγκόσμια συνθήκη του. 
 
V
Πώς κατανοεί όμως πιο συγκεκριμένα ο Σολωμός αυτή τη φιλοσοφία και πώς την πραγματώνει ποιητικά; Κατά το εγελιανό της μερίδιο:

1. την κατανοεί ως μια αυτοκινούμενη φανέρωση του πνεύματος, όπου ο καθένας μπορεί να μετέχει σε αυτό και να το ακούει να λαχταρίζει μέσα του. Το πνεύμα για τον Σολωμό, όπως και για τον Χέγκελ, δεν είναι μια απροϋπόθετη δύναμη, προς την οποία οφείλει να πορεύεται η ανθρώπινη ύπαρξη, ούτε κάποια υπερκόσμια οντότητα αλλά η ίδια η εμμενής ικανότητα του ανθρώπου να θέτει σκοπούς, να τους πυροδοτεί με τη ζωή του οράματος και να υψώνει το «ορμέμφυτο του Λόγου»29 σε εκμυθευτή του ψυχικού αλλά και του κοινωνικο-ιστορικού βίου, σε περιέχοντα λόγο που οδηγεί προς μια ενδολογική αρμονία· προς εκείνη δηλαδή τη συμμετρική δομή του απείρου που καθεαυτήν ενοικεί στα όντα ως η απόλυτη αρχή τους, αλλά στο βαθμό που δεν συνυφαίνεται με τη δια-νοηματική πράξη του προσώπου ή του όντος ως προσώπου -π.χ. με την ποιητική ή φιλοσοφική πράξη του ποιητή- γίνεται ο απόλυτος βραχνάς του, ο οποίος τελικά παράγει δογματοποίηση και απολίθωση. Με αυτό το πνεύμα μιλούσε ο Χέγκελ για την ανάγκη, η υπόσταση να γίνεται υποκείμενο ή η συνείδηση να γίνεται αυτοσυνείδηση· και σε ένα τέτοιο πνεύμα ζητούσε ο Σολωμός την απόφαση να χωρήσει πάνω από το σχηματικό απόλυτο και να διαλεχθεί με την ετερότητα του εαυτού του30.

2. Την κατανοεί ως φιλοσοφία της συνείδησης. Ο Σολωμός ταυτίστηκε οντολογικά με τον «δρόμο της συνείδησης» (Χέγκελ). Αναζήτησε στην οδοιπορία του πνεύματος την «οδό άνω» (Ηράκλειτος) της δικής του διαμόρφωσης και συνάμα την εξυψωτική επιστροφή της ποιητικής πράξης στην ιδεατή πηγή της. Αναλογικά βίωνε την αισθητή προφάνεια αυτής της πράξης ως την «σωματοποίηση» της Ιδέας και στο πεδίο αυτής της σωματοποίησης πίστεψε ότι μπορεί να συμφιλιώσει τα περατά περιεχόμενα (:καταστροφή, θάνατος, έργα ανδρών και γυναικών κ.λπ.) με την ιδέα του υψηλού που δηλώνει παρουσία ως απόλυτη μορφή. Η συμφιλίωση, με το εγελιανό νόημα, είναι έργο της συνείδησης -εδώ της ποιητικής συνείδησης- και συνιστά το κομβικό σημείο των δομικών ανατροπών αυτής της συνείδησης· των ανα-τροπών που κλονίζουν τραγικά τη δική της βεβαιότητα και οντο-λογικά προσδιορίζουν τη Μορφή να εξαρτάται απόλυτα από τα περιεχόμενα που καλείται να εκφράσει και από τον τρόπο που τα εκφράζει. Η παρουσία της Μορφής έτσι στην τέχνη συνδέεται με το νόημα της τέχνης, το οποίο ενσαρκώνει τη νοούσα συνείδηση να περνάει μέσα από την καθημερινή κοινοτοπία, να την αμφισβητεί ριζικά για να θέτει τα πάντα υπό το βαθύ πνεύμα του χρόνου και της αιωνιότητας: ιδέες, σκέψεις, μνήμες παρελαύνουν με ρομαντική διάθεση αλλά και κατ’ απαίτηση αυτής της συνείδησης, το ξεχείλισμα της ψυχής να ανοίγεται στη σκέψη (=ο νους να συλλάβει πρώτα και μετά η καρδιά να αισθανθεί).

3. Την πραγματώνει ως μια απέραντη ποιητική αυτό-ανέλιξη - κατά το πρότυπο της εγελιανής διαδικασίας της έννοιας31. Το ανολοκλήρωτο ποιητικό σύνθεμα δεν είναι σκόρπια σπάσματα ενός σώματος ή σκελετού χωρίς πνοή, κι ακόμη δεν είναι ο διασκορπισμός ή η καταβαράθρωση της Ουσίας, αλλά η ακριβής Ιδέα της παρ-Ουσίας του όλου μέσα στο μέρος, η «συγκεκριμενοποιημένη σκέψη [που υφίσταται] όλες τις δυνατές μορφές»32 και βρίσκεται πάντοτε καθοδόν. Η ποιητική αυτό-ανέλιξη, κατ’ αυτό τον τρόπο, δεν σχετίζεται τόσο με μια ποσοτική παραγωγή ποιημάτων και αφομοίωση αντίστοιχων τεχνοτροπιών παρά είναι το αρχέγονο που συμβαίνει προ των οφθαλμών μας ως ίδι-ον συμβάν (Er-eignis) και μας χαρίζει την παραμονή στην ιδιαίτερη ουσία μας33 · αισθητικά δε, μας γνωρίζει με ό,τι ανήκει στη φιλοσοφία της κατανόησης -π.χ. εννοιολογική ακρίβεια, στοχαστική διάθεση, νοηματικοί άξονες της γλώσσας, αφαίρεση του ιστορικού χρόνου- και μας μετουσιώνει σε αισθητική και ηθική συνάμα ύπαρξη.

4. Στη συνάφεια τούτη την πραγματώνει περαιτέρω, κατά την ποιητική ουσία, ως τη μυστική ευδαιμονία της ποιητικής συνείδησης που όσο προχωρεί στην αισθητική πρόσληψη του υπάρχοντος τόσο βυθίζεται σε καθετί που «ταράζει την ανθρώπινη ψυχή» (Χέγκελ) και εφαρπάζεται από την αγωνία να το φέρει σε συνομιλία με την ποιητική της έκλαμψη. Αυτή η συνομιλία προβάλλει ως εσωτερικό κίνητρο της Σολωμικής ποίησης για να αναπλάθει εκ βάθρων τις σημάνσεις της ζωής και να οδηγεί την εσωτερική τους διαφοροποίηση στην ενότητα που «εκδηλώνεται στο ισοζύγιο των μορφών»34. Τούτο σημαίνει ότι η δομική συγκρότηση της ποιητικής σκέψης δεν ανάγεται σε κάτι που δίνεται απ’ έξω, που περνά από στόμα σε στόμα, από εμπειρία σε εμπειρία, αλλά στην ανά-μνηση35. Η ανά-μνηση είναι η εσωτερικευμένη γνώση (Er-innerung:Χέγκελ) που δεν αφήνει το άμεσο βίωμα να μεταποιείται σε ψυχρή αναπαράσταση αλλά «διαποτίζει το Ποίημα με δυνάμεις σκέψης, πίστης, δυνάμεις ηθικές, δυνάμεις ψυχής, δυνάμεις γνώσης»36 και κελεύει έτσι τον ποιητή να καλλιεργεί ένα νοηματικό λόγο, τα κύματα του οποίου κηρύσσουν τον πόλεμο σε κάθε φθαρμένη και ισοπεδωτική χρήση της γλώσσας. Τον κελεύει, συνακόλουθα, να συναρθρώνει εύρυθμα το αισθητό με το νοητό και μέσω αυτής της συνάρθρωσης να αναδεικνύει την αυταξία των ποιητικών εικόνων.

5. Ο ποιητής εμπειράται εν τέλει την εγελιανή φιλοσοφία της κατανόησης ή του νοήματος ως την εννοιακή ή κατανοητική πρόσληψη της γλώσσας: «ο θεμελιώδης τόνος του ποιήματος ας είναι από την αρχή ως το τέλος το Γενικό [=Κοινό] και Ειδικό [=Ίδιον], ριζωμένο και συνταυτισμένο με τη γλώσσα»37. Η γλώσσα προορίζεται να αποτυπώνει τη συνεκτική δομή δια-λογικών επιτευγμάτων και να προσφέρει σε θέα μια ιδεατή πραγματικότητα που συνιστά κριτήριο για τα περιεχόμενα και τη μορφή των επί μέρους ποιητικών συνθέσεων. Σε όλο το ποιητικό έργο υπολανθάνει ένας εσωτερικός δεσμός γλώσσας και έννοιας: «κάθε λέξη βγήκε κορεσμένη από την Έννοια»38, αναφέρει ανάμεσα στις πολλές του σκέψεις ο ποιητής. Αυτός ο δεσμός απεγκλωβίζει τη «Σκέψη του Ποιήματος»39 από άκριτα σχήματα λόγου και από την παγερή υπολογιστικότητα μιας τεχνητής χρήσης της γλώσσας. Κατευθύνει την έγνοια του ποιητή στην αλληλεπίδραση παρόρμησης και λόγου: το συνειδητό-Είναι της ποιητικής γλώσσας φωτίζει το ασυνείδητο ως μια πρωτόγνωρη διαφορά περιεχομένων του κόσμου. Διερευνά τον ουσιακό χαρακτήρα αυτών των περιεχομένων όχι απλώς στη λεκτική τους εκφορά, αλλά στην Ιδέα ή την Έννοιά τους. Γι’ αυτό και η πορεία του Σολωμικού πνεύματος προς τη γλώσσα του λαού δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά θεμελιώδης προϋπόθεση για να εναρμονίζεται το ποιητικό υποκείμενο με τον εαυτό του μέσα στην εντελή πραγματικότητα της έννοιας που το γέννησε και να ανοίγει «καινούριους ορίζοντες στην ποίηση»40.

VI
Σε θαυμαστή ομοιότητα προς το εγελιανό υποκείμενο, το ποιητικό υποκείμενο συμβαίνει πάντοτε στον καιρό του, δηλαδή είναι το ποιητικό πνεύμα της εποχής, το οποίο «ξαναβλέπει, βλέπει και προβλέπει»41· έτσι μπορεί να αισθητοποιείται «στα όργανα του τόπου, χρόνου, εθνικότητας, γλώσσας»42 και να πραγματοποιεί, κατά τη γραμμή της εγελιανής Φαινομενολογίας του πνεύματος, τη φαινομενολογία της ηθικής αναγέννησης, μιας κατ’ ηθικότητα αισθητικής ζωής, όπου «τα γράμματα θα καλλιεργούνται όχι για μάταιη επίδειξη παρά για όφελος του λαού, που έχει ανάγκη από παιδεία και μόρφωση όχι σχολαστική»43. Η ελευθερία, σε τούτο το πλαίσιο, δεν είναι η εσωτερικότητα ή η άμεση υποκειμενικότητα που αρνείται τη ζωή ή αποσύρεται στο Εγώ, αλλά η υποκειμενικότητα [οι ανδρείοι, οι μεγάλοι κ.λπ.] που αναζητεί στον αντικειμενικό κόσμο την ηθική Ιδέα της ζωής. Οι πολιορκημένοι π.χ. με το χαμόγελο στην όψη τη φθαρμένη ενσαρκώνουν αυτή την Ιδέα κινούμενοι στη γραμμή του Είναι και του μηδενός: «εκείθε με τους αδελφούς και δώθε με το χάρο».

Πώς καθορίζεται η κίνηση σε τούτη τη γραμμή; Μέσα από τον πόλεμο. «Ο πόλεμος τούς έγινε πνοή τους», λέει ο Σολωμός. Πρόκειται για ένα αδυσώπητο πήγαινε-έλα ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, στη βεβαιότητα και στην αβεβαιότητα, στη συντριβή και στη δικαίωση. Αυτή η αμείλικτη πραγματικότητα του πολέμου προκαλεί τη φαντασιακή ανάφλεξη του ποιητικού υποκειμένου και το ωθεί να εγκαταλείπει την τυπική σχέση του Εγώ -έτσι περίπου θα μπορούσε να κατανοείται καλύτερα και ο μοναχικός δρόμος του ποιητή-, να συλλαμβάνει αγέννητα ακόμη σχήματα του πραγματικού και να ανακαλύπτει την ανεκτίμητη σπουδαιότητα του κόσμου (=δεν τόλπιζα νάναι η ζωή μέγα καλό και πρώτο). Παράλληλα το παρακινεί να αφήνεται προς τη θέα του σύμπαντος κόσμου και συνάμα να διερωτάται (=ποια πηγή τάχα σε γεννά, χαριτωμένη βρύση) για την πηγή των τέλειων δωρημάτων που αναβρύζουν στην επιφάνεια του «υπάρχειν ποιητικώς».
------------------------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
M. Heidegger: wozu Dichter in: Holzwege (GA B 5) Frankfurt a. M. 1977, σ. 273.
M. Heidegger: Unterwegs zur Sprache Neske 19909, σ.30.
Ό.π., σσ. 30-31. Βλ. και σημείωση 32.
Ό.π. σ. 31.
Ό.π., σ. 173.
Διονυσίου Σολωμού: «Στοχασμοί», εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Γιώργου Βελουδή, εκδόσεις Περίπλους Αθήνα 1997, σ.29.
Α. Θ. Κίτσος –Μυλωνάς (επιμ.): Σολωμός-προλεγόμενα κριτικά Στάη-Πολυλά-Ζαμπέλιου, εκδόσεις Γαβριηλίδη Αθήνα 2004, σ. 74.
Γιάννη Μ. Αποστολάκη, Η ποίηση στη ζωή μας, εκδόσεις Εστία Β΄ έκδοση, χ.χ. σσ. 229, 231.
Διονυσίου Σολωμού: Άπαντα, (εκδ.) Λίνου Πολίτη, τ.ΙΙ «Ίκαρος» Αθήνα 19682, σ. 23.
Διονυσίου Σολωμού: «Στοχασμοί» ό.π., σ. 29.
Ό.π., 4, σ. 29. O Βελουδής μεταφράζει τους όρους: commune e proprio ως γενικό και ειδικό. Τους μεταφράζουμε ως κοινό και ίδιον· θεωρούμε πως έτσι αποδίδεται ακριβέστερα η πρόθεση του ποιητή να συλλαμβάνει, κατά το εγελιανό πρότυπο, τον ουσιώδη λόγο του ποιήματος ως τη Μια ολότητα ή ενότητα της έννοιας που ομιλεί την αλήθεια της ποίησης· την ενότητα αυτού του ομιλείν υπό τη μορφή της Έν-νοιας: του Εν-είναι που κατανοεί τον εαυτό του μέσα από το ίδιον αυτού [=ιδιαίτερό του] συνομιλείν, ήτοι ως συνομιλία που διαμεσολαβεί τον εαυτό της μέσα από το ποίημα και συγχρόνως επιστρέφει σ’ αυτό ως ομιλούσα ατομικότητα. Αναλυτικά περί της ομιλούσας ατομικότητας βλ. Δημ. Τζωρτζόπουλου: Ο Hegel και η κατανοητική σκέψη, τ.1- η φιλοσοφική παιδεία και η διαμόρφωση της ατομικότητας, εκδόσεις Δωδώνη Αθήνα 2000, σσ. 158 κ. εξ.
Χέγκελ, Επιστήμη της Λογικής-η υποκειμενική Λογική ή διδασκαλία περί της έννοιας, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος, εκδ. Παπαζήση Αθήνα 2005, σ. 119.
Διονυσίου Σολωμού, Αυτόγραφα, (επιμ.) Λ. Πολίτης Θεσσαλονίκη 1964, σ. 476.
Χέγκελ, ό.π.
Στον «Στοχασμό» 4 για παράδειγμα ο Σολωμός μιλάει για τη συνύφανση της Ουσίας του ποιήματος με τη γλώσσα. Σύμφωνα με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο (= Μελέτες, τ. Α, «Δόμος» σ.174), η γλώσσα στο Σολωμό είναι υποκείμενο και όχι εξωτερική υπόθεση.
Διονυσίου Σολωμού: «Στοχασμοί», ό.π., 3, σ. 29 και 4, σ.30.
Ό.π., 5, σ.30.
Ό.π., 4, σ. 30 .
Βλ. π.χ. «Στοχασμοί» 6, 7β, 8β.
Μεταξύ των άλλων βλ. «Στοχασμοί» 4, 15, 16, 18, 19, 20.
Βλ. π.χ. «Στοχασμοί» V, VIII1,2,3, Χ, μτφρ. Στ. Αλεξίου, «Στιγμή» Αθήνα 1999.
Πολύ παραστατικά αποτυπώνει ο Σολωμός αυτή τη διαλεκτική πορεία στον «Στοχασμό» 1. Βλ. Γ. Βελουδής ό.π., σ. 29.
Διονυσίου Σολωμού: «Στοχασμοί» Γ. Βελουδής, ό.π., 8α, σσ. 32-33.
Ό.π., «Στοχασμοί» 1.
Ό.π., «Στοχασμοί» 8α, σ. 33.
26. Στ. Ροζάνη, Σολωμικά, «΄Ινδικτος» Αθήνα 2000, σ.14.
27. Ο Σολωμός δεν κατέφυγε στη γερμανική φιλοσοφία, έτσι πρόχειρα, για να ανακαλύψει τρόπους ενός μορφικού εκφράζεσθαι, όπως του καταμαρτυρεί λαθεμένα ή παραπλανητικά ο Λορεντζάτος, ούτε για να «συμπληρώνει τη μόρφωσή του, να γεμίζει τα κενά του ή από μανία να παρακολουθεί τον καιρό του» ( Ζ. Λορεντζάτος ό.π., σ.80) αλλά για να συλλάβει κατανοητικά την αδιάρρηκτη ενότητα δομής και ερμηνείας και να διαμεσολαβήσει την εξωτερική του μερικότητα με την καθολικότητα αυτής της κατανόησης. Εύστοχα παρατηρεί ο Γ. Βελουδής πως η ενασχόληση του ποιητή με το γερμανικό πνεύμα δεν ήταν αποτέλεσμα επιδράσεων που δέχτηκε από γερμανομαθείς «δασκάλους» του αλλά ανταποκρινόταν στις δικές του πνευματικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες (Γ. Βελουδής: Μονά-Ζυγά, εκδ. Γνώση Αθήνα 1992, σ.88).
28. Βλ. σχετικά τον «Στοχασμό» 19, Γ. Βελουδής ό.π., σσ. 37-38. Επίσης το Σχεδίασμα Γ΄ από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, ιδίως τα αποσπάσματα 1, 9, 10.
29. Βλ. Γκ. Χέγκελ: Φαινομενολογία του πνεύματος τ. ΙΙ, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Δημήτρης Τζωρτζόπουλος, εκδ. «Δωδώνη»: Αθήνα-Γιάννινα 1995, σσ. 29 κ.εξ. Στους «Στοχασμούς» είναι διάχυτο το ομιλητικό στοιχείο αυτής της πνευματικής λαχτάρας (βλ. π.χ. VIII3-XI, Στ. Αλεξίου, ό.π.) κατά το πρότυπο της φαινομενολογικής κίνησης του Λόγου που παρουσιάζει ο Χέγκελ στη Φαινομενολογία.
30. Βλ. τον «Στοχασμό» 21, Γ. Βελουδής, ό.π. Οι «Στοχασμοί» έχουν ουσιαστικά τον χαρακτήρα των «εις εαυτόν» και αγωνιωδώς προσβλέπουν στη στερέωση της αυτοφανέρωσης του πνεύματος.
31. Βλ. τον «Στοχασμό» 1, Γ. Βελουδής, ό.π. Για την εγελιανή διαδικασία της έννοιας γίνεται εκτενώς λόγος στο: Γκ. Χέγκελ, επιστήμη της Λογικής- η διδασκαλία περί της έννοιας, ό.π. σσ. 20 κ.εξ.
32. Δ. Σολωμού: «Στοχασμοί», Γ. Βελουδής, ό.π., σ.36.
33. Το Ereignis, κατά τον Χάϊντεγγερ, είναι το ιδιοσυμβάν που καλεί το υποκείμενο σε ποιητική ανά-ληψη του εγκόσμιου (βλ. M. Heidegger, Unterwegs zur Sprache, ό.π., σ.259).
34. « Στοχασμοί», Γ, Βελουδής, ό.π., σ.32.
35. «Στοχασμοί» 7β, 8β, 10, Γ. Βελουδής, ό.π.
36. «Στοχασμοί», Γ. Βελουδής, ό.π., σ. 36.
37. Ό.π., σ.30.
38. Ό.π., σ. 33.
39. Ό.π., σ. 30.
40. Δημήτρης Δημηρούλης: Φάκελος «Διονύσιος Σολωμός», Αθήνα 2003, σ.103.
41. «Στοχασμοί», Γ. Βελουδής, ό.π., σ.39.
42. Ό.π., σ.33.
43. Λ. Πολίτη, Ο Σολωμός στα γράμματά του, «Εστία» Αθήνα χ.χ., σ.34.