Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια -με λίγες αλλαγές στην ορθογραφία- είναι από ένα μικρό βιβλιαράκι με τίτλο «Ελληνικός πολιτισμός» που κυκλοφόρησε στα 1913 από το περιοδικό «Γράμματα». Ο Δραγούμης υπογράφει με το ψευδώνυμο «Ίδας».
Διαβαίνοντας κάτω από την Ακρόπολη, μιά μέρα Σεπτεμβριανή ηλιολουσμένη και δροσερή, στοχάστηκα πως καθάριοι από κάθε περασμένο πράμα και λυτρωμένοι από κάθε θύμηση πολύχρονης ιστορίας και από κάθε πίεση ξένου σύγχρονου πολιτισμού, έπρεπε οι Έλληνες να ρίχνονται στη ζωή, λαφρύτατοι, ελεύτεροι, και να την πλάθουν όπως τη θέλουν αυτοί. Μα που είναι το; Μια παιδεία τέτοια φαντάστηκα, που οι Έλληνες θα ξεσκολνούσαν ζωντανά πλάσματα και τίποτε άλλο, χωρίς ιερή ιστορία, χωρίς ιστορία, χωρίς θρησκεία καθιερωμένη καμία, χωρίς την παραμικρή θύμηση περασμένου καιρού η πολιτισμού που να τους βαραίνει, παρά μόνο μ’ ένα πλούσιο θρησκευτικό αίσθημα ζουμερό, που θα τους αποκάλυπτε όλες τις ομορφιές της ζωής, τότε θα ήταν φρέσκοι οι Έλληνες και νέοι και δροσεροί και άφοβοι και μελλοντικοί. Δε θα τους έδενε τίποτα με τα περασμένα γιατί δε θα γνώριζαν τους δεσμούς τους μ’ αυτά για να νοιώθουν το βάρος των δεσμών τους. Θα είχαν λησμονησιά.
Μα αυτά είναι αδύνατα. Και μνημονικό έχει ο άνθρωπος που τον συνεδένει με τους αλλοτινούς ανθρώπους και του θυμίζει τα περασμένα πράματα, και άθελα του κληρονομά την ψυχή των αποθαμένων είτε το ξέρει είτε όχι, και γύρω του ολοένα γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν άνθρωποι κάθε ηλικίας και κάθε γένους και κάθε φυλής που τον επηρεάζουν ή τους επηρεάζει, έτσι που ενώ λέγω έξαφνα πως τούτη την ώρα το έθνος μου βαστά δέκα εκατομμύρια άτομα στη μάντρα του και η γη δυο δισεκατομμύρια, τα δέκα αυτά εκατομμύρια και τα δισεκατομμύρια της γης είναι κινητά και όχι ακίνητα, είναι άγνωστα και όχι γνωστά, νοιώθω μονάχα το βάρος τους απάνω μου ή τη δύναμη μου σ’ αυτά επάνω, χωρίς να τα ξεχωρίζω ένα ένα, είναι μπλεμένα με χίλιους μύριους δεσμούς αναμεταξύ τους και μαζί μου και μπορεί μίαν άλλη ώρα της ζωής μου να είναι περισσότερα ή λιγότερα μα στο διάστημα της ζωής μου είναι άπειρα και ατέλειωτα όπως ανεξάντλητα είναι και τα ρεύματα που με ενώνουν ή με χωρίζουν απ’ αυτά και αναμεταξύ τους. Και δεν παύουν να ζουν με το θάνατο μου. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι πλάσμα ξεμοναχιασμένο, ξεκρέμαστο, ουρανοκατέβατο και άτομο, παρά μόνο κύτταρο της ζωντανής μάζας της ανθρωποσύνης, δεμένο με αναρίθμητα νήματα κατά κάθε διεύθυνση και προς τα περασμένα και προς τα ερχόμενα, πιεζόμενο από δω, σκουντιούμενο από κει και ορίζοντας αλλού. Και αυτό το κάθε κύτταρο της ανθρωποσύνης έχει μέσα του μια πνοή, όμοια και ως τόσο ξεχωριστή από τα άλλα, την αρχική πνοή που πήρε από τους γεννήτορες του σα γεννήθηκε, που θέλει και αυτή να απλωθεί και να κυριαρχήσει απάνω στα άλλα, και που θα τη μεταδώσει στα παιδιά του.
Να θυμάται τα περασμένα ή να τα λησμονεί; Είτε τα θυμάται, είτε δεν τα θυμάται, τα έχει μέσα του, κληρονομημένα, και αυτά τον ορίζουν. Γι’ αυτό λεν πως οι πεθαμένοι μας κυβερνούν. Και οι πεθαμένοι είναι οι «πλείονες», και μεις οι λιγότεροι ανάγκη πάσα να υποχωρούμε στην πίεση των περισσότερων αφού κιόλα απ’ αυτούς πήραμε την πνοή της ζωής. Μα τάχα γεννηθήκαμε για να κάνουμε και να ξανακάνουμε τα ίδια σαν τους πεθαμένους; Δεν υπάρχει ελεύτερη βούληση; Στον κύκλο περιορισμένοι που μας όρισαν οι αποθαμένοι μας και αναγνωρίζοντας τους δεσμούς μας όλους και ξεχάνοντάς τους έπειτα, γινόμαστε ελεύτεροι να κουνηθούμε και να κάνουμε πράξες, αδιάφορο αν κάθε μας κίνηση και κάθε πράξη μας θα μοιάζει με των προγόνων μας χωρίς να είναι ολότελα όμοιες και ισοδύναμες. Η θύμηση των περασμένων μας κάνει διαφορετικούς από τους προγόνους μας, το μνημονικό είναι η αρχή και το τέλος του ανθρωπισμού, αυτό φτιάνει τη συνείδηση, και η συνείδηση μας αλλάζει έπειτα. Μα δε γερνάει ο άνθρωπος με τη συνείδηση; Η σπίθα της ζωής η αρχική που έλαβε όταν τον πιάστηκε η μάννα του και τον εγέννησε, καίει και φωτοβολεί μέσα του και τον προστάζει να εξακολουθήσει το δρόμο της ζωής και να ξεχάσει τα περασμένα. Σημάδι της ζωντανάδας του είναι και η αλησμονιά των περασμένων. Έτσι δε γερνάει ο άνθρωπος γιατί διαδέχεται τη συνείδηση η λησμονιά και ξανανιώνει. Με το να θυμάται και να ξεχνά διαδοχικά, βαστιέται σε μιά λυγερή ισορροπία που τον γονιμοποιεί και τον ετοιμάζει να ποθήσει τα ερχόμενα και να τα δημιουργήσει.
Στο ρίζωμα του Ελικώνα στη σημερνή Λεβαδιά κοντά, είναι μιά μεγαλόπρεπη ρεματιά με ψηλούς πέτρινους απότομους βουνίσιους όχτους που τα νερά της αναβρύζουν από δυο πηγές μέσα σε βράχινες σπηλιές. Η μία ονομάζεται πηγή της Λήθης, η άλλη λέγεται της Μνημοσύνης. Μου φαίνεται πως η επιβλητική αυτή τοποθεσία εβίασε τους αρχαίους Έλληνες να σταματήσουν εκεί δα πέρα για να στοχαστούν την τύχη του ανθρώπου και να συμπεράνουν πως μήτε να θυμάται παντοτινά μπορεί και πρέπει, μήτε να ξεχνά παντοτινά. Και το βαθύν αυτό στοχασμό τους τον εσυμβόλισαν με τις αναβρυστικές πηγές.
Για τα έθνη θύμηση είναι η παράδοση που όταν καταντά ολότελα συνειδητή λέγεται ιστορία. Και λησμονιά είναι η ορμή της δημιουργίας. Συντηρητικό στοιχείο είναι η παράδοση και προοδευτικό η δημιουργία. Όπως στα άτομα το μνημονικό πλάθει και διατηρεί το εγώ τους, έτσι και στα έθνη η παράδοση. Χωρίς αυτήν δε θα ήξεραν τον εαυτό τους, δε θα τον αναγνώριζαν, δε θα ένοιωθαν πως είναι ένα και όμοιο με τα περασμένα και θα ήταν σα χαμένα. Η παράδοση είναι ο σύνδεσμος των ατόμων μιας φυλής, τωρινών και περασμένων που τα κάνει έθνος. Ιστορία είναι η συνείδηση του συνδέσμου αυτού. Ορμή δημιουργίας είναι ο σύνδεσμος των τώρα ζωντανών ανόμων του έθνους με τα ερχόμενα, είναι η λησμονιά των περασμένων, είναι ο καημός των μελλόμενων. Κανείς ας μην αναθεματίζει τη συντηρητικότητα. Κανείς ας μην περιφρονεί την προοδευτικότητα. Για ένα έθνος και τα δύο στοιχεία είναι απαραίτητα. Κάθε στιγμή της ζωής του θα κοιτάζει λυγίζοντας και προς τα πίσω και προς τα εμπρός και προς τα περασμένα που είναι δικά του και προς τα μελλόμενα που και αυτά δικά του θα είναι. Δύναμη και συστατικό στοιχείο του έθνους η παράδοση, δύναμη και συστατικό του και η δημιουργία. Συνταιριάζοντας τες όπως ξέρει θα ζήσει όπως μπορεί. Αν η παράδοση ρίζωσε υπερβολικά δυνατή μέσα του θα το εμποδίσει να ζήσει φυσιολογικά θα το καταντήσει ξερό, αλύγιστο και δυσκολοκίνητο, ανίκανο να προσαρμοστεί με τις ανάγκες που αλλάζουν ολοένα, και τότε θα γίνει αναπόφευγο, όχι να την αρνηθεί ολότελα, παρά να τη χτυπησει ως που να ξεδεθεί απ’ αυτήν όσο χρειάζεται για να ποθήσει τα ερχόμενα.
Όσο για την ορμή της δημιουργίας δεν είναι ποτέ υπερβολική αλλά δε μπορεί να μη στηρίζεται κάπως στην παράδοση, αλλιώς ξοδεύεται μάταια, ξεφτά και καταστρέφεται ο πολύτιμος οργανισμός που λέγεται έθνος, και η δύναμη της δημιουργίας πάει χαμένη για πάντα. Τη λυγερή ισορροπία μεταξύ παράδοση και δημιουργία, συντηρητικότητα και προοδευτικότητα πρέπει να τη βρει το έθνος και τότε θα ζήσει στα γεμάτα, ζωή πλούσια και ακέρια.
Καλοκαθισμένοι και καλοριζωμένοι στα περασμένα, ο άνθρωπος και τα έθνη θα ποθήσουν φυσιολογικά και θα δημιουργήσουν τα μελλόμενα.
Βρέθηκαν μερικοί νέοι στον καιρό μας, και μάλιστα ξενοσπουδασμένοι να πουν πως η παράδοση είναι πρόληψη και πρέπει να χτυπηθεί γιατί και στην Ευρώπη πολεμιούνται τώρα οι πρόληψες. Η επιστημονική τους μόρφωση δεν τους επιτρέπει να παραδέχονται τέτοια παλιωμένα πράματα. Αυτοί είναι οι άνθρωποι των νέων ιδεών και οι νέες ιδέες πρέπει αναγκαστικά να διαφέρουν ολότελα από τις παλιές. Όπου οι παλιές ιδέες βεβαιώνουν «άσπρο», οι νέες πρέπει να βεβαιώνουν «μαύρο». Μα οι νέοι αυτοί είναι πάρα πολύ νέοι ακόμη, φαίνεται, και κοντά στα άλλα σκοτισμένοι από την ξένη μάθηση. Ο επαναστατικός τους οργασμός που θέλει βιαστικά να φανερωθεί και μαγνητίζεται από τα ξένα παραδείγματα, δεν τους άφησε να στοχαστούν πως εκείνα που σ’ έναν τόπο μπορεί να είναι πρόληψες ή παλιές συνήθειες εγχώριες που εμποδίζουν την προκοπή του και φυσικά χτυπιούνται από μιά νεότερη γενεά που αντιδρά στην παλιότερη από την ορμή της προς τη δημιουργία, σ’ άλλον τόπο δεν είναι πρόληψες και δεν πρέπει να χτυπηθούν γιατί αν χτυπηθούν δε μένει πιά τίποτε όρθιο. Αυτό το ισοπέδωμα όλων των τόπων, όλων των ανθρώπων και όλων των ιδεών, δεν είναι βέβαια επιστημονικό. Εμείς αν χτυπήσουμε, ας πούμε, τη δημοτική μας παράδοση, δεν ξέρω τι θα μείνει πιά δικό μας, δε θα είμαστε πιά τίποτε γιατί παραγνωρίζουμε και χτυπούμε το μόνο θησαυρό μας, το εγώ μας. Μπορεί σε μας κάτι άλλο να πρέπει να χτυπηθεί, μα δεν τους άφησε η βιασύνη τους και η «επιστημονική τους μόρφωση να καλοξετάσουν την κατάσταση μας και να ξεχωρίσουν εκείνα που χρειάζονται ξεχώρισμα. Δεν μπόρεσαν να ξεδιαλύνουν τι σε μας πρέπει να χτυπηθεί και τι να καλλιεργηθεί και να δυναμώσει, ποιο μέρος του εαυτού μας είναι χαλασμένο και ποιο γερό, ποιο ξερό και ποιο χλωρό, ποιο σάπιο και ποιο ζωντανό.
Η προγονολατρεία που όλα τα σημαντικά έθνη τα βοήθησε να μεγαλουργήσουν είναι η θύμηση των προγόνων. Άμα όμως καταντήσει μανία παραλεί τα έθνη και ανάγκη πάσα να χτυπηθεί η υπερβολή της. Οι αποθαμένοι κυβερνούν βέβαια τους ζωντανούς όχι όμως και όσο να τους πνίξουν, αυτή δεν ήταν η θέληση τους ούτε ο σκοπός τους. Αυτοί μας έδωσαν τη ζωή όχι βέβαια για να την εκμηδενίσουν. Κάποιοι δημοτικιστές συνηθίζουν να μεταχειρίζονται τη λέξη «προγονοπληξία» (θα έλεγα καλύτερα «προγονομανία») για να δηλώσουν τον ψευτοκλασικισμό των δασκάλων που δε βλέπουν και δε διδάχνουν παρά την αρχαία Ελλάδα και που απ’ τους Αττικούς ή το πολύ από τον Αλέξαντρο και δώθε δε διακρίνουν, σαν τυφλοί που είναι, τη ζωή του έθνους ούτε τη λογαριάζουν. Γι’ αυτούς οι αρχαίοι έχουν βρικολακιάσει και τους παρουσιάζονται στον ύπνο και στο ξύπνο. Από την ξεραΐλα του μυαλού τους προσκολλήθηκαν στο γράμμα και όχι στο πνεύμα του αρχαίου πολιτισμού και προσπαθούν να μας παρουσιάζουν το γράμμα σαν είδωλο, για προσκύνημα και μίμηση. Μα κάθε είδωλο είναι περιττό και κάθε μίμηση ολέθρια. Μερικοί άλλοι όμως, κοντόφθαλμοι από θετικισμό, παρανόησαν τη λέξη «προγονοπληξία» και θάρρεψαν πως πρέπει και είναι στο χέρι τους να σκοτώσουν τους προγόνους που είναι τάχα πρόληψη, και πως κατέβηκαν στη γη ξεκρέμαστοι, σα λαμπερά μετέωρα, και δεν είναι απ’ αυτούς άλλοι στον κόσμο. Ανάθεμα λοιπόν στους προγόνους!
Το να νοιώθεις την καταγωγή σου, τη συνέχεια του εθνικού εγώ σου, την ιστορία που σου κάνει συνειδητό όσο και να είναι το πέρασμα του έθνους σου μέσα στους αιώνες, τη γειτονιά σου με το εικοσιένα, με την τουρκοκρατία, με το βυζαντινό πολιτισμό, με τα έθιμα των πατέρων σου, με την σκέψη τους, με το κράτος τους, δεν είναι «προγονοπληξία» είναι απλή και καλή «προγονολατρεία», θύμηση των περασμένων, γνωρισμός με τον εαυτό σου. Και αυτή η προγονολατρεία πρέπει να βρίσκεται, είναι η παράδοση η χρήσιμη.
Από τις δυο παράδοσες που μας κληροδότησε ο βυζαντινός πολιτισμός, τη σχολαστική λογιώτατη και τη λαϊκή δημοτική, η μία πρέπει να ξεχωριστεί από την άλλη, η μια για να πολεμηθεί αλύπητα γιατί παραλεί κάθε ζωντανάδα, ξεραίνει κάθε ζουμερότητα του έθνους, σκοτώνει κάθε ορμή δημιουργίας και δυναμώνει κιόλα κατά παράδοξο τρόπο την αρχαιοντυμένη ξενολατρεία, η άλλη απαραίτητο να καλλιεργηθεί γιατί είναι η γνήσια πηγή της ζωής του σημερινού έθνους. Η διαφορά της μιας από την άλλη μπορεί να συμβολιστεί έτσι. Η λογιώτατη παράδοση σου μαθαίνει, με την κλασική μόρφωση με βιβλία και σκολειά και δασκάλους σαν κάτι ξένο από σένα, τι ήταν τον αρχαίο καιρό αι Νηρηίδες και ο Χάρων. Η δημοτική παράδοση σου μαθαίνει, στοματικά από πατέρα ή μητέρα σε γιο ή κόρη, τις Νεράιδες και το Χάρο, τα δικά μας γνώριμα πρόσωπα. Λοιπόν χοντρικά δεν ταιριάζει να πολεμιέται η παράδοση, έθνος χωρίς παράδοση δεν υπάρχει, και μεις οι ίδιοι οι ζωντανοί, παράδοση δημιουργούμε κάθε μέρα για τα ερχόμενα τα χρόνια και για τις νεότερες γενεές με τις πράξες μας και με τη σκέψη μας, αλλά να ξεχωρίζουμε τι είναι για χτύπημα και τί όχι μόνο δεν είναι, παρά και να γνωριστεί τελειότερα πρέπει και να δουλευτεί για να ανθοβολήσει. Και οι δυο είναι παράδοσες, μα η μια είναι εξωτερική και θρόνιασε στην ψυχή των γραμματισμένων και μονάχα ξέβαψε απάνω στο λαό. ενώ η άλλη είναι εσωτερική, φωλιάζει στην τύχη του λαού, είναι αυτή η ίδια η ψυχή του έθνους και ανεβαίνει από το λαό προς μιά νέα τάξη γραμματισμένων που τώρα και λίγα χρονιά άρχισε να σχηματίζεται. Ίσως να ήταν ανάγκη να περάσει το έθνος μιά φορά από την επίδραση της λογιώτατης παράδοσης που μπορεί και να του χρησίμεψε κάποτε, μα τώρα που η ανάγκη αυτή πέρασε, μας είναι πιά και περιττή και βλαβερή.
Βγήκαν μερικοί, και δημοτικιστές ακόμα και είπαν πως οι τελευταίοι πόλεμοι και η νίκη μας δείχνει πως δε μας έβλαψε ο λογιωτατισμός ή και πως σ’ αυτόν χρωστούμε τη νίκη. Μα γιατί να μη στοχαστούν πόσο μεγαλύτερη θα ήταν η νίκη αν δεν ύπαρχε λογιωτατισμός; Δεν μπορούσε τάχα να ήταν τελειότερη η νίκη; Και δεν είναι δυνατό άραγε να εμπόδισε την τελειότητα το βάρος του λογιωτατισμού που μας επλάκωνε και αλυσσόδενε τη σκέψη μας, των περισσότερων, δηλαδή των περισσότερων από κείνους που διοικούσαν;
Επειδή τα έθνη από μιά διανοητική ολιγαρχία κυβερνιούνται, η σημερνή τάξη των γραμματισμένων, των θρεμμένων με τη σχολαστική παράδοση, θα χτυπηθεί, και σιγά σιγά τη θέση της θα την παίρνει η καινούρια τάξη των μορφωμένων ή διανοητικών ανθρώπων που αυτοί θα είναι θρεμμένοι με τη δημοτική παράδοση. Η νέα αυτή ολιγαρχία των διανοητικών θα διαφεντέψει το έθνος με το να κάμει συνειδητή σ’ όλες τις άλλες τάξες του την ίδια του την ψυχή και να τη συνεχίσει και να τη δυναμώσει πλάθοντας καινούρια παράδοση. Αυτή θα είναι η αριστοκρατία του έθνους.