ΚΥΡΙΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΡΙΣΕΩΣ
§9.1. Οι προτάσεις κρίσεως εκφράζουν την άποψη του υποκειμένου που ομιλεί. Το υποκείμενο διατυπώνει μια κρίση αντικειμενική, μια σκέψη ή διαπίστωση που εμπεριέχει έναν μεγάλο βαθμό βεβαιότητας ή, τέλος, μεταφέρει μια απλή πληροφορία. Το διακριτικό γνώρισμα αυτών των προτάσεων είναι οι εγκλίσεις με τις οποίες εκφέρονται, οι οποίες αποδίδουν την πρόθεση του συγγραφέα να δηλώσει την αντικειμενικότητα και τη βεβαιότητα της κρίσης του υποκειμένου της πρότασης. Οι εγκλίσεις αυτές είναι:
• απλή οριστική
• δυνητική οριστική
• δυνητική ευκτική
Οι εγκλίσεις αυτές δέχονται άρνηση οὐ (οὐκ, οὐχ), επειδή με αυτό το αρνητικό μόριο αρνούμαστε κάτι το πραγματικό.
§9.2. Η απλή οριστική είναι η κατεξοχήν έγκλιση κρίσεως. Εκφράζει την αντικειμενική άποψη του υποκειμένου για ένα γεγονός χωρίς να παρεμβάλλεται οποιαδήποτε διαπίστωση για την ψυχική του διάθεση. Η οριστική, λοιπόν, εκφράζει κάτι που είναι ή θεωρείται ότι είναι πραγματικό∙ με άλλα λόγια, εκφράζει την πραγματικότητα ενός ρηματικού περιεχομένου. Δέχεται άρνηση οὐ. Η λειτουργία αυτής της έγκλισης παραμένει σχεδόν ίδια και στον εξαρτημένο λόγο:
ΞΕΝ Ελλ 1.1.1 μετὰ δὲ ταῦτα οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕστερον ἦλθεν ἐξ Ἀθηνῶν Θυμοχάρης ἔχων ναῦς ὀλίγας || μετά από αυτά, ύστερα από λίγες μέρες, ήρθε από την Αθήνα ο Θυμοχάρης έχοντας λίγα πλοία μαζί του.
ΞΕΝ Απομν 1.1.2 <Σωκράτης> οὐκ ἐνόμιζεν οὓς ἡ πόλις νομίζει θεούς || ο Σωκράτης δεν αποδεχόταν τους θεούς που αποδέχεται η πολιτεία.
§9.3. Η δυνητική οριστική είναι η οριστική παρελθοντικού χρόνου που συνοδεύεται από το ἄν. Η έννοια αυτής της έγκλισης διαφοροποιείται από την απλή οριστική, γιατί δηλώνει καταρχήν κάτι που είναι αντίθετο του πραγματικού στο παρόν ή στο παρελθόν. Η οριστική παρατατικού + ἂν μεταφράζεται με θα + παρατατικό (ἐπολέμει ἄν = θα πολεμούσε), ενώ η οριστική αορίστου μεταφράζεται με θα + υπερσυντέλικο (ἐπολέμησεν ἄν = θα είχε πολεμήσει). Οι προτάσεις με δυνητική οριστική δέχονται άρνηση οὐ:
ΘΟΥΚ 4.126.1 οὐκ ἂν ὁμοίως διδαχὴν ἅμα τῇ παρακελεύσει ἐποιούμην || δεν θα σας έδινα συμβουλές μαζί με την συμπαράστασή μου.
ΘΟΥΚ 1.102.2 βίᾳ γὰρ ἂν εἷλον τὸ χωρίον || γιατί θα είχαν κυριεύσει την περιοχή με ορμητική επίθεση.
• Δυνητική οριστική αορίστου
Για να δηλωθεί μια πράξη που επαναλαμβάνεται στο παρελθόν σε ακαθόριστα χρονικά διαστήματα χρησιμοποιείται η δυνητική οριστική του αορίστου. Η σύνταξη αυτή γίνεται στους υποθετικούς λόγους που δηλώνουν το αορίστως επαναλαμβανόμενο στο παρελθόν, οι οποίοι στην απόδοση έχουν είτε οριστική παρατατικού ή δυνητική οριστική αορίστου:
ΘΟΥΚ 7.71.3 εἰ μέν τινες ἴδοιέν πῃ τοὺς σφετέρους ἐπικρατοῦντας, ἀνεθάρσησάν τε ἂν || κάθε φορά που κάποιοι έβλεπαν τους δικούς τους να νικούν σε κάποιο σημείο, έπαιρναν θάρρος.
§9.4. Με τη δυνητική ευκτική δηλώνεται η δυνατότητα πραγμάτωσης του ρηματικού περιεχομένου, δηλαδή το δυνατό να γίνει στο παρόν και το μέλλον. Μεταφράζεται με μπορεί να ή θα + παρατατικός. Ποτέ δεν χρησιμοποιείται ο χρόνος μέλλοντας. Δέχεται άρνηση οὐ:
ΞΕΝ Απομν 1.2.41 ἔχοις ἄν με διδάξαι τί ἐστι νόμος; || μπορείς να μου διδάξεις τι είναι "νόμος";
ΞΕΝ ΚΑναβ 5.6.7 ταῦτα δὲ καὶ δείξαιμι ἄν || αυτά, βέβαια, μπορώ και να τα αποδείξω.
Άλλες νοηματικές αποχρώσεις της δυνητικής ευκτικής στις κύριες προτάσεις κρίσεως:
• μπαίνει στη θέση του μέλλοντα δηλώνοντας μια απλή μελλοντική πιθανότητα:
ΛΥΣ 7.41 πάντων γὰρ ἀθλιώτατος ἂν γενοίμην, εἰ φυγὰς ἀδίκως καταστήσομαι || θα είμαι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος, αν εξοριστώ άδικα.
• δηλώνει γνώμη εκφρασμένη με μετριοπάθεια, μια εικασία:
ΠΛ Γοργ 502d οὐκοῦν ῥητορικὴ δημηγορία ἂν εἴη· τότε λοιπόν θα πρέπει να είναι ρητορική δημόσια ομιλία.
• εμφανίζεται ως τύπος ευγενείας για καταστάσεις βέβαιες ή για αναμφισβήτητες κρίσεις (optativus urbanitatis):
ΣΟΦ ΟΚ 647 μέγ᾽ ἂν λέγοις δώρημα τῆς ξυνουσίας || μεγάλη ωφέλεια <θα είναι> το δώρο της παρουσίας σου που υπόσχεσαι.
• δηλώνει ήπια προσταγή:
ΣΟΦ Αντ 444 σὺ μὲν κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις || εσύ μπορείς να πας όπου θέλεις.
• δηλώνει ευχή:
ΕΥΡ Αλκ 864 πῶς ἂν ὀλοίμην; || μακάρι να πέθαινα!
§9.5. Η υποτακτική χρησιμοποιείται στην ελληνική (όπως και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες) για να δηλωθεί μια υποκειμενικά αναμενόμενη πραγμάτωση, αλλά και για να δηλωθεί μια επιζητούμενη πραγμάτωση (βουλητικά). Στην πρώτη της νοηματική απόχρωση η υποτακτική σταδιακά αντικαταστάθηκε από την οριστική μέλλοντα. Η υποτακτική με τη σημασία μέλλοντα βρίσκεται σε κύριες προτάσεις στον Όμηρο, ενώ στη μεταγενέστερη εποχή απαντά μεν σε κύριες προτάσεις, αλλά θεωρείται κατάλοιπο αρχαιότερων περιόδων:
ΗΡ 4.118 τί γὰρ πάθωμεν μὴ βουλομένων ὑμέων τιμωρέειν; || τι θα μας συμβεί αν εσείς δεν θέλετε να μας βοηθήσετε;
ΑΡΙΣΤΟΦ Πλ 603 Τί πάθω τλήμων; || τι μου μέλλεται να πάθω ο δύσμοιρος;
ΟΜ Οδ 5.465 ὤ μοι ἐγώ, τί πάθω; τί νύ μοι μήκιστα γένηται; || αλίμονό μου, τι θα πάθω; Τι άλλο χειρότερο θα μου συμβεί;
Κυριακή 30 Απριλίου 2023
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 2. Νομοθέτες και τύραννοι
1. Να συγκαλείς τη συνέλευση των πολιτών σε διαστήματα τακτά
Η Σπάρτη υπήρξε η ισχυρότερη ελληνική πόλη για τριακόσια περίπου χρόνια. Από τον ύστερο 7ο έως τον πρώιμο 4ο αιώνα, αυτή η δωρική κοινωνία με την εκτεταμένη επικράτεια κυριαρχούσε στην πολεμική σκηνή της Ελλάδας - ειδικά της Πελοποννήσου. Η πολιτική και στρατιωτική της δύναμη ήταν το αποτέλεσμα θεσμικών μεταρρυθμίσεων που αποδόθηκαν στον θρυλικό Λυκούργο. Βάση τους ήταν μια ῥήτρα («συμφωνία, συνθήκη») που είχε την έγκριση του μαντείου των Δελφών.
Τόσο το πρόσωπο όσο και το νομοθετικό έργο του Λυκούργου είναι χαμένα στην ομίχλη του μύθου. Πάντως, από τον 6ο αιώνα η Σπάρτη παρουσίαζε μια εικόνα αρκετά διαφορετική από αυτή της πολιτιστικά προηγμένης πόλης όπου ανθούν τα γράμματα και οι τέχνες, όπως ακριβώς ήταν πριν. Όλη η ενέργειά της ήταν πλέον αφιερωμένη σε ένα και μόνο μέλημα: τη στρατιωτική υπεροχή. Οι πολεμικές παροτρύνσεις του Τυρταίου αποτελούν την καλύτερη δίοδο πρόσβασης στο ήθος της Σπάρτης κατά τη διάρκεια της ιστορικής εμπέδωσής του. Ο ποιητής όμως μας κατατοπίζει ελάχιστα για την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του. Για τις σημαντικές πολιτειακές μεταρρυθμίσεις του 7ου αιώνα είμαστε αναγκασμένοι να ανατρέχουμε σε μεταγενέστερους συγγραφείς (από τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα έως τον Πλούταρχο), πολλοί από τους οποίους είχαν υποστεί την επίδραση μιας επιτυχημένης σπαρτιατικής προπαγάνδας μακράς διάρκειας. Σαν τις παραισθήσεις που δημιουργούνται στους ταξιδιώτες της ερήμου, η εικόνα της Σπάρτης μετεωρίζεται ανάμεσα στον θρύλο και την ιστορία.
Σύμφωνα με μια εύλογη υπόθεση, τρεις φυλές Δωριέων, των οποίων τα ονόματα διατηρήθηκαν στα ιστορικά χρόνια, εισέβαλαν γύρω στον 11ο αιώνα από τον βορρά στην περιοχή της Λακωνίας, κατέκτησαν τον εντόπιο πληθυσμό και τον εξανάγκασαν σε ένα ιδιαίτερο είδος δουλείας. Οι εἵλωτες, όπως ονομάστηκαν οι προηγούμενοι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής (με μια λέξη που μάλλον σήμαινε τους «κατακτημένους»), περιήλθαν στην κατοχή των Σπαρτιατών γαιοκτημόνων, αλλά δεν έγιναν ατομική ιδιοκτησία τους, όπως ήταν οι δούλοι στις άλλες πόλεις. Οι είλωτες λογίζονταν πάντοτε περιουσία της πόλης. Οι περισσότεροι δεν εργάζονταν στα σπίτια των κυρίων τους ούτε διαβιούσαν μαζί με ελεύθερους πολίτες, αλλά ασχολούνταν με την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή και ζούσαν σε καλύβες μέσα στα χωράφια ως δουλοπάροικοι.
Εξαιτίας των συνθηκών διαβίωσής τους, οι είλωτες είχαν σχετική αυτονομία σε σύγκριση με τους οικόσιτους δούλους άλλων πόλεων. Συγκροτούσαν οικογένειες, κατείχαν περιουσιακά στοιχεία -μέχρι και την επικαρπία γης-, τελούσαν δικές τους θρησκευτικές λατρείες και διατηρούσαν τα έθιμά τους. Το κυριότερο: ήταν όλοι Έλληνες, όπως ακριβώς και οι δεσπότες τους. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε αργότερα ως μία από τις πολλές ιδιαιτερότητες της Σπάρτης - μολονότι δεν συνέβαινε μόνο εκεί. Παρά τη σχετική αυτονομία τους, οι είλωτες (που έφταναν κάποτε να είναι έως και δέκα φορές πολυπληθέστεροι από τους ελεύθερους πολίτες) ζούσαν σε καθεστώς ιδιαίτερης καταπίεσης. Η παρουσία τους αποτελούσε μόνιμο κίνδυνο για την πολιτική σταθερότητα της Σπάρτης. Για να αποφευχθεί το μίασμα που θα προκαλούσε ο φόνος τους, αλλά και για να είναι δυνατή η άμεση καταστολή οποιασδήποτε επαναστατικής τους ενέργειας, η Σπάρτη κήρυσσε επίσημα συμβολικό πόλεμο εναντίον τους κάθε χρόνο. Με τον τρόπο αυτό οι ελεύθεροι πολίτες μπορούσαν να σκοτώνουν είλωτες χωρίς να λογοδοτούν. Μάλιστα, η αυστηρότατη εκπαίδευση των νεαρών Σπαρτιατών, γνωστή ως ἀγωγή, περιλάμβανε ενέδρες και θανατώσεις ειλώτων ως μέρος των θεσπισμένων τελετών ενηλικίωσής τους. Οι υπόδουλοι ζούσαν διαρκώς κάτω από τον ζυγό της επίσημης κρατικής τρομοκρατίας.
Καθώς ήταν οι μόνοι που δούλευαν στη γη των πολιτών και επίσης η μοναδική πηγή εργατικού δυναμικού για όλες τις χειρωνακτικές εργασίες, οι είλωτες αποτελούσαν τον σημαντικότερο παράγοντα στην οικονομία της Σπάρτης. Ο άλλος ήταν οι περίοικοι, αυτόνομες ομάδες ανθρώπων που κατοικούσαν στην περιφέρεια. Οι περίοικοι καλλιεργούσαν τη δική τους (λιγότερο εύφορη) γη, ασχολούνταν με την αλιεία και το εμπόριο και διέθεταν ελευθερία κινήσεων. Επίσης, είχαν περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα, τα οποία ασκούσαν στις μικρές κοινότητές τους. Επειδή θεωρούνταν Λακεδαιμόνιοι (δηλαδή ελεύθεροι κάτοικοι της Σπάρτης), αλλά όχι Σπαρτιάτες πολίτες, οι περίοικοι συμμετείχαν, μαζί με τους πολίτες, σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις της πόλης.
Ο συνολικός πληθυσμός των κατοίκων της Σπάρτης ήταν, συνεπώς, διαστρωματωμένος σε τρεις τελείως διακριτές κοινωνικές ομάδες, με πληθυσμό αντιστρόφως ανάλογο των πολιτικών δικαιωμάτων της καθεμίας: τους σχετικά λιγοστούς ελεύθερους Σπαρτιάτες, τους πολυπληθέστερους περίοικους, που ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, και τις μεγάλες μάζες των υποδουλωμένων ειλώτων.
Το ἄστυ, η πολιτική καρδιά της Σπάρτης -εκεί που βρίσκεται η σημερινή πόλη- προήλθε από τον συνοικισμό τεσσάρων χωριών (στα οποία προστέθηκαν κατόπιν οι Αμύκλες) και παρέμεινε για πολλούς αιώνες ατείχιστο, ως ένδειξη αυτοπεποίθησης και δύναμης. Η αρχαία πόλις, όμως, της Σπάρτης εκτεινόταν σε ολόκληρο το νότιο τμήμα της Πελοποννήσου. Αρχικά περιλάμβανε μόνο τη Λακωνία και συγκεκριμένα την εύφορη κοιλάδα του Ευρώτα, ανάμεσα στον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα. Κατά το τελευταίο τρίτο του 8ου αιώνα (περ. 735-715), όμως, οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν, μάλλον λόγω υπερπληθυσμού, να προσαρτήσουν τη Μεσσηνία στα δυτικά του Ταΰγετου. Κατέλαβαν τη νέα περιοχή με πόλεμο και τη διατήρησαν με σκληρή καταπίεση του επίσης ελληνικού πληθυσμού, τον οποίο υποδούλωσαν αμέσως.
Σε όλη τη διάρκεια της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής, οι Μεσσήνιοι είλωτες αγωνίζονταν να ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους. Εξεγέρθηκαν για πρώτη φορά γύρω στο μέσον του 7ου αιώνα, όταν, με αρχηγό τον θρυλικό Αριστομένη, κατόρθωσαν να βρουν συμμάχους σε πόλεις της Πελοποννήσου και να απειλήσουν τη Σπάρτη. Η επανάστασή τους απέτυχε. Οι μάχες από την πλευρά των Σπαρτιατών, σε αυτόν τον λεγόμενο Β' Μεσσηνιακό Πόλεμο -πρώτος θεωρήθηκε η αρχική κατάκτηση της περιοχής- δόθηκαν με τον νέο οπλιτικό τρόπο της φάλαγγας. Η ιστορία επαναλήφθηκε, με λιγότερο συντριπτική νίκη των Σπαρτιατών, δύο αιώνες αργότερα, κατά τη διάρκεια του επονομαζόμενου Γ' Μεσσηνιακού Πολέμου, για τον οποίο είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι. Ο πόλεμος διήρκεσε δέκα περίπου χρόνια (περ. 465-455), και τελικά οι εξεγερμένοι Μεσσήνιοι, που είχαν κλειστεί στην Ιθώμη μαζί με άλλους είλωτες από τη Λακωνία, αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η διατήρηση της Μεσσηνίας υπήρξε επί μακρόν επίπονη υπόθεση για τη Σπάρτη, αλλά μείωσε σημαντικά την ανάγκη της για αποικισμό σε μακρινές περιοχές.
Πριν από την επιτυχία του Β' Μεσσηνιακού Πολέμου, οι Σπαρτιάτες είχαν υποστεί ατιμωτική ήττα από τους Αργείους το 669 στη μάχη των Υσιών. Η νίκη των Αργείων, που ήταν έως τότε η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Πελοποννήσου, οφειλόταν πιθανόν στην πρώιμη χρήση της φάλαγγας. Οι Λακεδαιμόνιοι υιοθέτησαν αμέσως την αποτελεσματική αυτή στρατιωτική μηχανή και τελειοποίησαν τη χρήση της. Τότε συντελέστηκαν οι πολιτικές αλλαγές που μετασχημάτισαν τη Σπάρτη σε αδιαμφισβήτητα πρώτη στρατιωτική δύναμη της Ελλάδας και τότε εντοπίζονται οι απαρχές της μεγάλης συμμαχίας της με τις άλλες πόλεις της Πελοποννήσου (πλην του Άργους), που είναι σήμερα γνωστή ως Πελοποννησιακή. Στη συμμαχία αυτή η Σπάρτη παρείχε πολιτική και στρατιωτική στήριξη για ανατροπή τυραννικών καθεστώτων και επίλυση εδαφικών διαφορών, ενώ οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοι τη βοηθούσαν να διατηρεί την εσωτερική σταθερότητά της, που βασιζόταν, όπως και η οικονομία της, στην εκμετάλλευση ενός μεγάλου υπόδουλου πληθυσμού.
Μετά την οριστική κατάκτηση της Μεσσηνίας, μια αναδιανομή της καλλιεργήσιμης γης στο μέσον του 7ου αιώνα επέτρεψε τη δημιουργία ενός σχετικά διευρυμένου σώματος οπλιτών, που πιθανότατα έφτασε τις 9.000. Πολιτικά δικαιώματα απέκτησαν όλοι οι νέοι κάτοχοι γης που μπορούσαν να συνεισφέρουν στα κοινά συσσίτια (ή φιδίτια), ένα από τα πιο ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του σπαρτιατικού βίου. Κριθαρένιο αλεύρι, κρασί, σύκα και τυρί ήταν τα συνηθισμένα είδη που οι είλωτες αναγκάζονταν να παρέχουν στους κατόχους των αγροτεμαχίων που καλλιεργούσαν. Από τα τρόφιμα αυτά ένα μεγάλο μέρος πήγαινε στην κοινή σίτιση των οπλιτών. Η καθημερινή συμμετοχή στα συσσίτια ήταν υποχρεωτική για όλους τους ελεύθερους άρρενες πολίτες. Αυτοί οι πολίτες-οπλίτες ονομάζονταν ὅμοιοι (για να δηλωθεί η πολιτική ισότητα και η αδελφοσύνη τους) και ήταν οι μόνοι αρμόδιοι για την πολιτική και τον πόλεμο. Έχοντας πλήρως απαλλαγεί από τις καθημερινές φροντίδες βιοπορισμού, επιδίδονταν αποκλειστικά στη σωματική άσκηση και τη βελτιστοποίηση της αλκής, μάθαιναν να ζουν λιτά και να αντέχουν στις κακουχίες και είχαν, σε σχέση με τις άλλες πόλεις, μάλλον χαλαρό καθημερινό οικογενειακό βίο, αλλά εξίσου σθεναρές οικογενειακές παραδόσεις.
Ολόκληρη η ζωή των Σπαρτιατών ήταν μια διαρκής προετοιμασία για τον πόλεμο. Τα πολιτιστικά αγαθά του λόγου και της τέχνης τούς έγιναν ξένα και απεχθή. Η ποίηση ατόνησε. Οι καλές τέχνες περιέπεσαν σε ύφεση. Φιλοσοφία και επιστήμη δεν αναπτύχθηκαν ποτέ. Η ρητορεία αποθαρρύνθηκε. Από τους δύο στυλοβάτες της ομηρικής αρετής, η Σπάρτη επέλεξε να τελειοποιήσει μόνο τον έναν: την αποτελεσματική πράξη, κυρίως στην αντιμετώπιση εχθρών. Ο ευφράδης λόγος άφηνε τους πολίτες της αδιάφορους και συχνά τους έβρισκε εχθρικούς. Οι Σπαρτιάτες άρχισαν μάλιστα να φοβούνται τόσο πολύ τη διαβρωτική επιρροή άλλων ελληνικών πόλεων πάνω στο ήθος της δικής τους ιδιοπροσωπίας, ώστε ανέπτυξαν έντονη ξενοφοβία με συχνές απελάσεις ανεπιθύμητων προσώπων (ξενηλασίας). Στη Σπάρτη η παρουσία μετοίκων, γνωστή σε άλλες ελληνικές πόλεις, ήταν αδιανόητη, το εμπόριο υποτυπώδες και ανταλλακτικό, η κυκλοφορία νομισμάτων περιορισμένη -αντί κανονικών κερμάτων χρησιμοποιούσαν κυρίως δύσχρηστες σιδερένιες ράβδους- και η σχέση με τη θάλασσα συρρικνωμένη στις ανάγκες του πολέμου. Ωστόσο, η Σπάρτη ανέπτυξε πνευματικό πολιτισμό μέσα στις ψυχές των πολιτών της. Το πολίτευμά της, τόσο ιδιόμορφο όσο και το ήθος που ανδρώθηκε μέσα του, υπήρξε βασική αιτία της φήμης που απέκτησε στην αρχαιότητα.
Η Σπάρτη είχε βασιλεία. Η βασιλεία της όμως δεν ήταν μοναρχική. Για τις απαρχές του θεσμού δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες, αλλά ο Ηρόδοτος διηγείται μια ωραία ιστορία για το πώς προέκυψε το παράδοξο καθεστώς της διπλής βασιλείας. Παλιά -εξηγεί- μία και μοναδική ήταν στη Σπάρτη η βασιλική οικογένεια, όπως παντού στον πρώιμο ελληνικό κόσμο, και η διαδοχή στο ύπατο αξίωμα γινόταν με τον γνωστό κληρονομικό τρόπο. Η γυναίκα όμως του νεκρού βασιλιά Αριστόδημου γέννησε δίδυμα και προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε ποιο από τα δύο παιδιά της ήταν πρεσβύτερο. Ήθελε να ανέβουν και τα δύο στον θρόνο. Οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν σε μεγάλο δίλημμα και αποφάσισαν να λύσουν το μυστήριο ρωτώντας το μαντείο των Δελφών. Η Πυθία αποκρίθηκε ότι έπρεπε να θεωρήσουν και τα δύο παιδιά βασιλείς, αλλά να τιμήσουν περισσότερο εκείνο που γεννήθηκε πρώτο. Οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν και πάλι σε απορία. Η λύση δόθηκε από έναν Μεσσήνιο, ονόματι Πανίτη (που σημαίνει τον υφαντουργό, αλλά μπορεί επίσης να δηλώσει τον πανούργο που διεισδύει παντού), ο οποίος πρότεινε να κατασκοπεύσουν τη μάνα και να δουν ποιο παιδί φροντίζει πρώτο στο τάισμα και το πλύσιμο. Η ιδέα υπήρξε επιτυχής. Οι Σπαρτιάτες ανακήρυξαν και τα δύο παιδιά βασιλείς, αλλά αναγνώρισαν τα πρωτεία τιμής στον Ευρυσθένη. Ο αδελφός του Προκλής αποδείχθηκε πολύ διαφορετικός χαρακτήρας, και οι δύο βασιλικές οικογένειες που προέκυψαν (οι Αγιάδες και οι Ευρυποντίδες) διέφεραν σημαντικά στη νοοτροπία. Κατά παράδοση οι Αγιάδες, οι απόγονοι του Ευρυσθένη, αναγνωρίζονταν ως ανώτεροι.
Η ιστορία αυτή μπορεί να μην αποτελεί ιστορικό γεγονός. Δείχνει όμως μια ιδιαιτερότητα του πολιτεύματος της Σπάρτης που χρησιμοποιήθηκε τελικά προς όφελος του πολέμου. Από τον ύστερο 6ο αιώνα μόνο ο ένας από τους δύο βασιλείς πρωτοστατούσε ως αρχηγός στα εκστρατευτικά σώματα έξω από τα σύνορα της πόλης. Ο άλλος παρέμενε στη Σπάρτη. Η συνεχής απειλή των ειλώτων ίσως συνέβαλε σε αυτή τη διευθέτηση. Οπωσδήποτε όμως έπρεπε να αποτρέπεται η πιθανή διχογνωμία των βασιλέων στις κρίσιμες ώρες της μάχης. Σε καιρό πολέμου ο ένας βασιλιάς φρόντιζε τα εσωτερικά ζητήματα της πόλης και ο άλλος ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της εκστρατείας.
Στο πολίτευμα της Σπάρτης υπήρχαν και άλλες ιδιαιτερότητες. Μία από αυτές ήταν η Γερουσία. Στο σώμα αυτό εκλέγονταν είκοσι οκτώ επιφανείς πολίτες, ηλικίας άνω των εξήντα ετών, για να υπηρετήσουν την πόλη διά βίου. Η εκλογή γινόταν από τους ομοίους. Στο σώμα συμμετείχαν αυτοδικαίως και οι δύο βασιλείς, με διπλή μάλιστα ψήφο ο καθένας, ώστε ο συνολικός αριθμός των ανδρών της Γερουσίας έφτανε τους τριάντα. Μάλιστα, σε περίπτωση απουσίας ενός βασιλιά, υπήρχε η δυνατότητα εκπροσώπησής του στη Γερουσία από κάποιο προσφιλές και έμπιστο πρόσωπο.
Η Γερουσία είχε πολλές αρμοδιότητες. Στη δικαιοδοσία της ανήκαν η εφαρμογή του νόμου, η διατήρηση της τάξης και, κυρίως, η προεργασία των θεμάτων που θα έρχονταν για έγκριση στη συνέλευση των ομοίων. Η συνέλευση των ομοίων, που ονομαζόταν Ἐκκλησία τοῦ Δάμου ή απλώς δᾶμος (δωρική μορφή του δήμου), ήταν το κύριο εκτελεστικό όργανο και η βάση του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Το μικρό κείμενο της «λυκούργειας» ρήτρας, που διασώζει ο Πλούταρχος, όριζε ότι «στον δήμο ανήκει η εξουσία και η δύναμη» της πόλης. Στην Εκκλησία του Δήμου συμμετείχαν όλοι οι ελεύθεροι ενήλικες άρρενες πολίτες. Στις συνελεύσεις της γινόταν συζήτηση και εκφράζονταν διαφορετικές απόψεις, αλλά δεν μπορούσαν να πάρουν τον λόγο όλοι οι όμοιοι με την ίδια ευκολία. Οι αντιλογίες συνήθως περιορίζονταν στα μέλη των ανώτερων οικογενειών. Οι τελικές αποφάσεις (για αποδοχή ή απόρριψη των προτάσεων της Γερουσίας) λαμβάνονταν διά βοής.
Μεγάλη εξουσία στη Σπάρτη είχαν επίσης οι πέντε ἔφοροι, άρχοντες εκλεγμένοι από την Εκκλησία του Δήμου, με πολλές εκτελεστικές και δικαστικές αρμοδιότητες - άλλη μια ιδιαιτερότητα του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Η ενιαύσια θητεία τους δεν επιτρεπόταν να ανανεωθεί, και το γεγονός αυτό μείωνε τον πιθανό καιροσκοπισμό των αποφάσεών τους. Ο θεσμός των εφόρων, που ήταν οι «επιστάτες» του κράτους, εισήχθηκε σε στάδιο μεταγενέστερο από τους άλλους τρεις πολιτικούς θεσμούς (τη διπλή βασιλεία, τη Γερουσία και την Εκκλησία του Δήμου) και είχε ως στόχο την τήρηση της νομιμότητας στην καθημερινή ζωή και τον έλεγχο της βασιλικής αυθαιρεσίας. Σταδιακά η δύναμη των εφόρων αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τρέμουν ενώπιόν τους οι πάντες, ακόμη και οι βασιλείς. Από τους εφόρους, δύο ακολουθούσαν πάντοτε τα εκστρατευτικά σώματα εκτός των συνόρων.
Η Σπάρτη έγινε υπόδειγμα πολιτείας για αρκετούς συγγραφείς της αρχαιότητας. Στο ιδιόρρυθμο πολίτευμά της, με τους πολλούς ελεγκτικούς μηχανισμούς και την έμφαση στο δημόσιο συμφέρον, πολλοί έβλεπαν την αληθινή πραγματοποίηση της ευνομίας.
Γραπτοί νόμοι στη Σπάρτη δεν υπήρχαν. Το δίκαιο της πόλης ήταν εξαρχής και παρέμεινε μέχρι το τέλος εθιμικό. Με την προσκόλληση στην παράδοση και το συντηρητικό πνεύμα που ανέπτυξε, η Σπάρτη δεν γνώρισε τυραννία ή άλλη πολιτειακή αλλαγή για αιώνες. Τουλάχιστον ως ιδανικό, το ήθος ζωής που διέπνεε την πόλη διατηρήθηκε επίσης σχετικά σταθερό.
Τα συμπόσια των αριστοκρατών, με τις εταίρες, τη μουσική και το άφθονο κρασί, ήταν άγνωστα στη Σπάρτη. Αντίθετα, ήταν υποχρεωτικά τα συσσίτια, που ενίσχυαν καθημερινά τους δεσμούς μεταξύ των πολιτών. Ο γάμος ήταν υποχρέωση του πολίτη και η τεκνοποιία επιβεβλημένη. Ο ψόγος των Σπαρτιατών για τους ανύμφευτους και άτεκνους συμπολίτες τους ήταν συχνά αμείλικτος.
Σε σύγκριση με άλλες ελληνικές πόλεις, τα κορίτσια της Σπάρτης παντρεύονταν σε μεγαλύτερη ηλικία (γύρω στα δεκαοκτώ) και οι άνδρες σε μικρότερη (κάτω από τριάντα). Αυτή η σχετικά περιορισμένη ηλικιακή διαφορά των συζύγων θεωρούνταν ότι ενώνει τα σώματά τους σε παράλληλη ακμή. Για να τονωθεί μάλιστα η γονιμοποιός δύναμη του σπέρματος που μειώνεται -όπως διατείνονταν- από τη συμβίωση και την καθημερινή συναναστροφή, απαγορευόταν στους Σπαρτιάτες να βλέπουν τις γυναίκες τους στα φανερά. Έτσι, η ερωτική επαφή καλύφθηκε με χαρακτηριστική αιδημοσύνη, ενώ η ίδια η τελετή του γάμου θεωρήθηκε μια συμβολική βίαιη αρπαγή.
Στις διαθέσιμες αρχαίες πηγές υπογραμμίζεται έντονα το γεγονός ότι η πόλη ακολουθούσε αυστηρούς ευγονικούς κανόνες. Αν και πολλές περιπτώσεις βρεφών θα πέρασαν οπωσδήποτε απαρατήρητες, η έγκριση του κράτους ήταν καταρχήν απαραίτητη για την ανατροφή ενός νεογέννητου παιδιού, και υποτίθεται ότι την έδιναν οι έφοροι ως αρμόδιοι για όλα τα ζητήματα του καθημερινού βίου. Λέγεται, επίσης, ότι ο άτεκνος σύζυγος μπορούσε, αν ήθελε, να παραχωρήσει τη γυναίκα του σε κάποιον νεότερο και δυνατό Σπαρτιάτη για τεκνοποιία.
Ανεξάρτητα από την ιστορική ακρίβεια αυτών των πληροφοριών, γεγονός παραμένει ότι ολόκληρη η ερωτική ζωή των Λακεδαιμονίων πολιτών ήταν ιδεολογικά προσανατολισμένη στη δημιουργία ρωμαλέων απογόνων. Στο ίδιο πνεύμα οι Σπαρτιάτισσες είχαν ελευθερίες και προνόμια που θα ήταν απίστευτα οπουδήποτε αλλού στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Στη Σπάρτη, και μόνο εκεί, επιτρεπόταν -ή μάλλον επιβαλλόταν- στις γυναίκες να γυμνάζονται και να μετέχουν σε αγώνες, τα δε νεαρά κορίτσια αγωνίζονταν γυμνά, όπως και οι συνομήλικοί τους έφηβοι.
Η Σπάρτη διέθετε ένα περίτεχνο σύστημα οργάνωσης των νέων σε ηλικιακές κατηγορίες, με δυσνόητες ονομασίες και χαρακτηριστικά προνόμια των μεγαλυτέρων έναντι των νεοτέρων. Η αυστηρή παιδεία των νέων από την ηλικία των επτά ετών μέχρι την ενηλικίωση στα είκοσι (ἀγωγή) ήταν κρατική υπόθεση και αποσκοπούσε στην πειθαρχία και τη μεγαλύτερη δυνατή εμπέδωση του αγωνιστικού πνεύματος. Για τα επόμενα δέκα χρόνια το κράτος παρέμενε επίσης υπεύθυνο για τη σωματική κατάσταση των ανδρών του. Στις μεγαλύτερες ηλικίες, το κυνήγι παρείχε σε καιρούς ειρήνης ένα υποκατάστατο του πολέμου και ήταν, μαζί με τη γύμναση, μια διά βίου ἀγωγή. (Στην αρχαιότητα η Σπάρτη υπήρξε επίσης διάσημη για τα κυνηγετικά σκυλιά της.) Αρχαίοι φιλολάκωνες συγγραφείς, όπως ο Αθηναίος ιστορικός Ξενοφών, τα έβλεπαν όλα αυτά με απεριόριστο και απροσποίητο θαυμασμό.
Με αυστηρή έννοια, ιδιωτική ζωή για τους ομοίους δεν υπήρχε. Ολόκληρος ο βίος τους βρισκόταν κάτω από την επιστασία του κράτους, που μεριμνούσε για την αλκή, τη ρώμη και την πολεμική υπεροχή. Στις εκστρατείες τους οι Σπαρτιάτες συνοδεύονταν, για όλες τις αναγκαίες χειρωνακτικές εργασίες, από μεγάλο αριθμό ειλώτων, που σε μία τουλάχιστον περίπτωση έφτασε τους επτά για κάθε οπλίτη. Για ευνόητους λόγους οι είλωτες δεν είχαν δικά τους όπλα και συνήθως δεν πολεμούσαν - αν και ορισμένες φορές οι Σπαρτιάτες αναγκάστηκαν να τους χρησιμοποιήσουν επικουρικά. Οι περίοικοι, από την άλλη, υπηρετούσαν σε χωριστές μοίρες στρατού.
Αντίθετα με τους περισσότερους Έλληνες, που θεωρούσαν την κόμη γυναικείο χαρακτηριστικό, οι Σπαρτιάτες άφηναν μακριά μαλλιά, σαν τους ομηρικούς Αχαιούς -δείγμα ότι δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τη χειρωναξία-, τα οποία άλειφαν με λάδι τακτικά, και οπωσδήποτε πριν από τις μάχες. Η στρατιωτική περιβολή τους ήταν κόκκινη σαν αίμα (για να φοβίζει τον αντίπαλο και να περιορίζει την εμφάνιση των πληγών) και οι ασπίδες τους επενδεδυμένες με στρώση χαλκού, για να γυαλίζονται εύκολα και να λάμπουν στον ήλιο. Το θέαμα μιας σπαρτιατικής φάλαγγας σε πλήρη σχηματισμό πρέπει να ήταν εντυπωσιακό και ταυτόχρονα τρομακτικό.
Ο πόλεμος ήταν για τους Σπαρτιάτες το πραγματικό πεδίο επίδειξης των σωματικών και ψυχικών αρετών, στις οποίες στόχευε ολόκληρη η ειρηνική διαβίωση μέσα στην πόλη. Στο επικίνδυνο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, εκεί που όλα κρίνονταν μέσα σε ελάχιστο χρόνο, βρήκαν οι Σπαρτιάτες το βαθύτερο νόημα της αγωνιστικής τους ύπαρξης. Αυτοί που τόσο υμνήθηκαν για τη σχεδόν κοριτσίστικη αιδώ μέσα στην πόλη τους, και ιδιαίτερα έναντι των πρεσβυτέρων, γίνονταν ομαδικά θρασείς στο πεδίο της μάχης. Όσοι εγκατέλειπαν τη θέση τους από δειλία, οι τρέσαντες («αυτοί που φοβήθηκαν»), έχαναν αυτομάτως τα πολιτικά δικαιώματα και την περιουσία τους και υποβιβάζονταν, αν επέστρεφαν στην πατρίδα, σε αμφίβολη και ατιμασμένη κοινωνικά θέση.
Το σπαρτιατικό ήθος υπήρξε επίσης διάσημο για τη «λακωνικότητά» του. Ο Πλούταρχος αναφέρει σωρεία σύντομων απαντήσεων που υποτίθεται ότι έδωσαν σημαντικοί Σπαρτιάτες σε διάφορες περιστάσεις. Οι ολιγόλογες αυτές ρήσεις διακρίνονται για την αποφθεγματική διαύγεια με την οποία κυριολεκτικά καθήλωναν την πραγματικότητα. Η ιδιότυπη «φιλοσοφία» που ανέπτυξε η Σπάρτη, ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο τόσο πολύ θαυμάστηκε σε αρχαίους και νεότερους χρόνους και το πραγματικό έργο του πολιτισμού της, που δεν έχει επιζήσει στα υλικά κατάλοιπα του τόπου (όπως είχε προειδοποιήσει με διορατικότητα ο Θουκυδίδης), ήταν η καίρια και διεισδυτική ματιά στην καρδιά της παλλόμενης από τον αγώνα ζωής. Η οξύτητα του ιδιαίτερου αυτού βλέμματος γεννήθηκε μέσα στους αγώνες του 7ου και του 6ου αιώνα.
Η Σπάρτη υπήρξε η ισχυρότερη ελληνική πόλη για τριακόσια περίπου χρόνια. Από τον ύστερο 7ο έως τον πρώιμο 4ο αιώνα, αυτή η δωρική κοινωνία με την εκτεταμένη επικράτεια κυριαρχούσε στην πολεμική σκηνή της Ελλάδας - ειδικά της Πελοποννήσου. Η πολιτική και στρατιωτική της δύναμη ήταν το αποτέλεσμα θεσμικών μεταρρυθμίσεων που αποδόθηκαν στον θρυλικό Λυκούργο. Βάση τους ήταν μια ῥήτρα («συμφωνία, συνθήκη») που είχε την έγκριση του μαντείου των Δελφών.
Τόσο το πρόσωπο όσο και το νομοθετικό έργο του Λυκούργου είναι χαμένα στην ομίχλη του μύθου. Πάντως, από τον 6ο αιώνα η Σπάρτη παρουσίαζε μια εικόνα αρκετά διαφορετική από αυτή της πολιτιστικά προηγμένης πόλης όπου ανθούν τα γράμματα και οι τέχνες, όπως ακριβώς ήταν πριν. Όλη η ενέργειά της ήταν πλέον αφιερωμένη σε ένα και μόνο μέλημα: τη στρατιωτική υπεροχή. Οι πολεμικές παροτρύνσεις του Τυρταίου αποτελούν την καλύτερη δίοδο πρόσβασης στο ήθος της Σπάρτης κατά τη διάρκεια της ιστορικής εμπέδωσής του. Ο ποιητής όμως μας κατατοπίζει ελάχιστα για την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του. Για τις σημαντικές πολιτειακές μεταρρυθμίσεις του 7ου αιώνα είμαστε αναγκασμένοι να ανατρέχουμε σε μεταγενέστερους συγγραφείς (από τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα έως τον Πλούταρχο), πολλοί από τους οποίους είχαν υποστεί την επίδραση μιας επιτυχημένης σπαρτιατικής προπαγάνδας μακράς διάρκειας. Σαν τις παραισθήσεις που δημιουργούνται στους ταξιδιώτες της ερήμου, η εικόνα της Σπάρτης μετεωρίζεται ανάμεσα στον θρύλο και την ιστορία.
Σύμφωνα με μια εύλογη υπόθεση, τρεις φυλές Δωριέων, των οποίων τα ονόματα διατηρήθηκαν στα ιστορικά χρόνια, εισέβαλαν γύρω στον 11ο αιώνα από τον βορρά στην περιοχή της Λακωνίας, κατέκτησαν τον εντόπιο πληθυσμό και τον εξανάγκασαν σε ένα ιδιαίτερο είδος δουλείας. Οι εἵλωτες, όπως ονομάστηκαν οι προηγούμενοι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής (με μια λέξη που μάλλον σήμαινε τους «κατακτημένους»), περιήλθαν στην κατοχή των Σπαρτιατών γαιοκτημόνων, αλλά δεν έγιναν ατομική ιδιοκτησία τους, όπως ήταν οι δούλοι στις άλλες πόλεις. Οι είλωτες λογίζονταν πάντοτε περιουσία της πόλης. Οι περισσότεροι δεν εργάζονταν στα σπίτια των κυρίων τους ούτε διαβιούσαν μαζί με ελεύθερους πολίτες, αλλά ασχολούνταν με την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή και ζούσαν σε καλύβες μέσα στα χωράφια ως δουλοπάροικοι.
Εξαιτίας των συνθηκών διαβίωσής τους, οι είλωτες είχαν σχετική αυτονομία σε σύγκριση με τους οικόσιτους δούλους άλλων πόλεων. Συγκροτούσαν οικογένειες, κατείχαν περιουσιακά στοιχεία -μέχρι και την επικαρπία γης-, τελούσαν δικές τους θρησκευτικές λατρείες και διατηρούσαν τα έθιμά τους. Το κυριότερο: ήταν όλοι Έλληνες, όπως ακριβώς και οι δεσπότες τους. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε αργότερα ως μία από τις πολλές ιδιαιτερότητες της Σπάρτης - μολονότι δεν συνέβαινε μόνο εκεί. Παρά τη σχετική αυτονομία τους, οι είλωτες (που έφταναν κάποτε να είναι έως και δέκα φορές πολυπληθέστεροι από τους ελεύθερους πολίτες) ζούσαν σε καθεστώς ιδιαίτερης καταπίεσης. Η παρουσία τους αποτελούσε μόνιμο κίνδυνο για την πολιτική σταθερότητα της Σπάρτης. Για να αποφευχθεί το μίασμα που θα προκαλούσε ο φόνος τους, αλλά και για να είναι δυνατή η άμεση καταστολή οποιασδήποτε επαναστατικής τους ενέργειας, η Σπάρτη κήρυσσε επίσημα συμβολικό πόλεμο εναντίον τους κάθε χρόνο. Με τον τρόπο αυτό οι ελεύθεροι πολίτες μπορούσαν να σκοτώνουν είλωτες χωρίς να λογοδοτούν. Μάλιστα, η αυστηρότατη εκπαίδευση των νεαρών Σπαρτιατών, γνωστή ως ἀγωγή, περιλάμβανε ενέδρες και θανατώσεις ειλώτων ως μέρος των θεσπισμένων τελετών ενηλικίωσής τους. Οι υπόδουλοι ζούσαν διαρκώς κάτω από τον ζυγό της επίσημης κρατικής τρομοκρατίας.
Καθώς ήταν οι μόνοι που δούλευαν στη γη των πολιτών και επίσης η μοναδική πηγή εργατικού δυναμικού για όλες τις χειρωνακτικές εργασίες, οι είλωτες αποτελούσαν τον σημαντικότερο παράγοντα στην οικονομία της Σπάρτης. Ο άλλος ήταν οι περίοικοι, αυτόνομες ομάδες ανθρώπων που κατοικούσαν στην περιφέρεια. Οι περίοικοι καλλιεργούσαν τη δική τους (λιγότερο εύφορη) γη, ασχολούνταν με την αλιεία και το εμπόριο και διέθεταν ελευθερία κινήσεων. Επίσης, είχαν περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα, τα οποία ασκούσαν στις μικρές κοινότητές τους. Επειδή θεωρούνταν Λακεδαιμόνιοι (δηλαδή ελεύθεροι κάτοικοι της Σπάρτης), αλλά όχι Σπαρτιάτες πολίτες, οι περίοικοι συμμετείχαν, μαζί με τους πολίτες, σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις της πόλης.
Ο συνολικός πληθυσμός των κατοίκων της Σπάρτης ήταν, συνεπώς, διαστρωματωμένος σε τρεις τελείως διακριτές κοινωνικές ομάδες, με πληθυσμό αντιστρόφως ανάλογο των πολιτικών δικαιωμάτων της καθεμίας: τους σχετικά λιγοστούς ελεύθερους Σπαρτιάτες, τους πολυπληθέστερους περίοικους, που ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, και τις μεγάλες μάζες των υποδουλωμένων ειλώτων.
Το ἄστυ, η πολιτική καρδιά της Σπάρτης -εκεί που βρίσκεται η σημερινή πόλη- προήλθε από τον συνοικισμό τεσσάρων χωριών (στα οποία προστέθηκαν κατόπιν οι Αμύκλες) και παρέμεινε για πολλούς αιώνες ατείχιστο, ως ένδειξη αυτοπεποίθησης και δύναμης. Η αρχαία πόλις, όμως, της Σπάρτης εκτεινόταν σε ολόκληρο το νότιο τμήμα της Πελοποννήσου. Αρχικά περιλάμβανε μόνο τη Λακωνία και συγκεκριμένα την εύφορη κοιλάδα του Ευρώτα, ανάμεσα στον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα. Κατά το τελευταίο τρίτο του 8ου αιώνα (περ. 735-715), όμως, οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν, μάλλον λόγω υπερπληθυσμού, να προσαρτήσουν τη Μεσσηνία στα δυτικά του Ταΰγετου. Κατέλαβαν τη νέα περιοχή με πόλεμο και τη διατήρησαν με σκληρή καταπίεση του επίσης ελληνικού πληθυσμού, τον οποίο υποδούλωσαν αμέσως.
Σε όλη τη διάρκεια της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής, οι Μεσσήνιοι είλωτες αγωνίζονταν να ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους. Εξεγέρθηκαν για πρώτη φορά γύρω στο μέσον του 7ου αιώνα, όταν, με αρχηγό τον θρυλικό Αριστομένη, κατόρθωσαν να βρουν συμμάχους σε πόλεις της Πελοποννήσου και να απειλήσουν τη Σπάρτη. Η επανάστασή τους απέτυχε. Οι μάχες από την πλευρά των Σπαρτιατών, σε αυτόν τον λεγόμενο Β' Μεσσηνιακό Πόλεμο -πρώτος θεωρήθηκε η αρχική κατάκτηση της περιοχής- δόθηκαν με τον νέο οπλιτικό τρόπο της φάλαγγας. Η ιστορία επαναλήφθηκε, με λιγότερο συντριπτική νίκη των Σπαρτιατών, δύο αιώνες αργότερα, κατά τη διάρκεια του επονομαζόμενου Γ' Μεσσηνιακού Πολέμου, για τον οποίο είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι. Ο πόλεμος διήρκεσε δέκα περίπου χρόνια (περ. 465-455), και τελικά οι εξεγερμένοι Μεσσήνιοι, που είχαν κλειστεί στην Ιθώμη μαζί με άλλους είλωτες από τη Λακωνία, αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Η διατήρηση της Μεσσηνίας υπήρξε επί μακρόν επίπονη υπόθεση για τη Σπάρτη, αλλά μείωσε σημαντικά την ανάγκη της για αποικισμό σε μακρινές περιοχές.
Πριν από την επιτυχία του Β' Μεσσηνιακού Πολέμου, οι Σπαρτιάτες είχαν υποστεί ατιμωτική ήττα από τους Αργείους το 669 στη μάχη των Υσιών. Η νίκη των Αργείων, που ήταν έως τότε η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Πελοποννήσου, οφειλόταν πιθανόν στην πρώιμη χρήση της φάλαγγας. Οι Λακεδαιμόνιοι υιοθέτησαν αμέσως την αποτελεσματική αυτή στρατιωτική μηχανή και τελειοποίησαν τη χρήση της. Τότε συντελέστηκαν οι πολιτικές αλλαγές που μετασχημάτισαν τη Σπάρτη σε αδιαμφισβήτητα πρώτη στρατιωτική δύναμη της Ελλάδας και τότε εντοπίζονται οι απαρχές της μεγάλης συμμαχίας της με τις άλλες πόλεις της Πελοποννήσου (πλην του Άργους), που είναι σήμερα γνωστή ως Πελοποννησιακή. Στη συμμαχία αυτή η Σπάρτη παρείχε πολιτική και στρατιωτική στήριξη για ανατροπή τυραννικών καθεστώτων και επίλυση εδαφικών διαφορών, ενώ οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοι τη βοηθούσαν να διατηρεί την εσωτερική σταθερότητά της, που βασιζόταν, όπως και η οικονομία της, στην εκμετάλλευση ενός μεγάλου υπόδουλου πληθυσμού.
Μετά την οριστική κατάκτηση της Μεσσηνίας, μια αναδιανομή της καλλιεργήσιμης γης στο μέσον του 7ου αιώνα επέτρεψε τη δημιουργία ενός σχετικά διευρυμένου σώματος οπλιτών, που πιθανότατα έφτασε τις 9.000. Πολιτικά δικαιώματα απέκτησαν όλοι οι νέοι κάτοχοι γης που μπορούσαν να συνεισφέρουν στα κοινά συσσίτια (ή φιδίτια), ένα από τα πιο ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του σπαρτιατικού βίου. Κριθαρένιο αλεύρι, κρασί, σύκα και τυρί ήταν τα συνηθισμένα είδη που οι είλωτες αναγκάζονταν να παρέχουν στους κατόχους των αγροτεμαχίων που καλλιεργούσαν. Από τα τρόφιμα αυτά ένα μεγάλο μέρος πήγαινε στην κοινή σίτιση των οπλιτών. Η καθημερινή συμμετοχή στα συσσίτια ήταν υποχρεωτική για όλους τους ελεύθερους άρρενες πολίτες. Αυτοί οι πολίτες-οπλίτες ονομάζονταν ὅμοιοι (για να δηλωθεί η πολιτική ισότητα και η αδελφοσύνη τους) και ήταν οι μόνοι αρμόδιοι για την πολιτική και τον πόλεμο. Έχοντας πλήρως απαλλαγεί από τις καθημερινές φροντίδες βιοπορισμού, επιδίδονταν αποκλειστικά στη σωματική άσκηση και τη βελτιστοποίηση της αλκής, μάθαιναν να ζουν λιτά και να αντέχουν στις κακουχίες και είχαν, σε σχέση με τις άλλες πόλεις, μάλλον χαλαρό καθημερινό οικογενειακό βίο, αλλά εξίσου σθεναρές οικογενειακές παραδόσεις.
Ολόκληρη η ζωή των Σπαρτιατών ήταν μια διαρκής προετοιμασία για τον πόλεμο. Τα πολιτιστικά αγαθά του λόγου και της τέχνης τούς έγιναν ξένα και απεχθή. Η ποίηση ατόνησε. Οι καλές τέχνες περιέπεσαν σε ύφεση. Φιλοσοφία και επιστήμη δεν αναπτύχθηκαν ποτέ. Η ρητορεία αποθαρρύνθηκε. Από τους δύο στυλοβάτες της ομηρικής αρετής, η Σπάρτη επέλεξε να τελειοποιήσει μόνο τον έναν: την αποτελεσματική πράξη, κυρίως στην αντιμετώπιση εχθρών. Ο ευφράδης λόγος άφηνε τους πολίτες της αδιάφορους και συχνά τους έβρισκε εχθρικούς. Οι Σπαρτιάτες άρχισαν μάλιστα να φοβούνται τόσο πολύ τη διαβρωτική επιρροή άλλων ελληνικών πόλεων πάνω στο ήθος της δικής τους ιδιοπροσωπίας, ώστε ανέπτυξαν έντονη ξενοφοβία με συχνές απελάσεις ανεπιθύμητων προσώπων (ξενηλασίας). Στη Σπάρτη η παρουσία μετοίκων, γνωστή σε άλλες ελληνικές πόλεις, ήταν αδιανόητη, το εμπόριο υποτυπώδες και ανταλλακτικό, η κυκλοφορία νομισμάτων περιορισμένη -αντί κανονικών κερμάτων χρησιμοποιούσαν κυρίως δύσχρηστες σιδερένιες ράβδους- και η σχέση με τη θάλασσα συρρικνωμένη στις ανάγκες του πολέμου. Ωστόσο, η Σπάρτη ανέπτυξε πνευματικό πολιτισμό μέσα στις ψυχές των πολιτών της. Το πολίτευμά της, τόσο ιδιόμορφο όσο και το ήθος που ανδρώθηκε μέσα του, υπήρξε βασική αιτία της φήμης που απέκτησε στην αρχαιότητα.
Η Σπάρτη είχε βασιλεία. Η βασιλεία της όμως δεν ήταν μοναρχική. Για τις απαρχές του θεσμού δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες, αλλά ο Ηρόδοτος διηγείται μια ωραία ιστορία για το πώς προέκυψε το παράδοξο καθεστώς της διπλής βασιλείας. Παλιά -εξηγεί- μία και μοναδική ήταν στη Σπάρτη η βασιλική οικογένεια, όπως παντού στον πρώιμο ελληνικό κόσμο, και η διαδοχή στο ύπατο αξίωμα γινόταν με τον γνωστό κληρονομικό τρόπο. Η γυναίκα όμως του νεκρού βασιλιά Αριστόδημου γέννησε δίδυμα και προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε ποιο από τα δύο παιδιά της ήταν πρεσβύτερο. Ήθελε να ανέβουν και τα δύο στον θρόνο. Οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν σε μεγάλο δίλημμα και αποφάσισαν να λύσουν το μυστήριο ρωτώντας το μαντείο των Δελφών. Η Πυθία αποκρίθηκε ότι έπρεπε να θεωρήσουν και τα δύο παιδιά βασιλείς, αλλά να τιμήσουν περισσότερο εκείνο που γεννήθηκε πρώτο. Οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν και πάλι σε απορία. Η λύση δόθηκε από έναν Μεσσήνιο, ονόματι Πανίτη (που σημαίνει τον υφαντουργό, αλλά μπορεί επίσης να δηλώσει τον πανούργο που διεισδύει παντού), ο οποίος πρότεινε να κατασκοπεύσουν τη μάνα και να δουν ποιο παιδί φροντίζει πρώτο στο τάισμα και το πλύσιμο. Η ιδέα υπήρξε επιτυχής. Οι Σπαρτιάτες ανακήρυξαν και τα δύο παιδιά βασιλείς, αλλά αναγνώρισαν τα πρωτεία τιμής στον Ευρυσθένη. Ο αδελφός του Προκλής αποδείχθηκε πολύ διαφορετικός χαρακτήρας, και οι δύο βασιλικές οικογένειες που προέκυψαν (οι Αγιάδες και οι Ευρυποντίδες) διέφεραν σημαντικά στη νοοτροπία. Κατά παράδοση οι Αγιάδες, οι απόγονοι του Ευρυσθένη, αναγνωρίζονταν ως ανώτεροι.
Η ιστορία αυτή μπορεί να μην αποτελεί ιστορικό γεγονός. Δείχνει όμως μια ιδιαιτερότητα του πολιτεύματος της Σπάρτης που χρησιμοποιήθηκε τελικά προς όφελος του πολέμου. Από τον ύστερο 6ο αιώνα μόνο ο ένας από τους δύο βασιλείς πρωτοστατούσε ως αρχηγός στα εκστρατευτικά σώματα έξω από τα σύνορα της πόλης. Ο άλλος παρέμενε στη Σπάρτη. Η συνεχής απειλή των ειλώτων ίσως συνέβαλε σε αυτή τη διευθέτηση. Οπωσδήποτε όμως έπρεπε να αποτρέπεται η πιθανή διχογνωμία των βασιλέων στις κρίσιμες ώρες της μάχης. Σε καιρό πολέμου ο ένας βασιλιάς φρόντιζε τα εσωτερικά ζητήματα της πόλης και ο άλλος ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της εκστρατείας.
Στο πολίτευμα της Σπάρτης υπήρχαν και άλλες ιδιαιτερότητες. Μία από αυτές ήταν η Γερουσία. Στο σώμα αυτό εκλέγονταν είκοσι οκτώ επιφανείς πολίτες, ηλικίας άνω των εξήντα ετών, για να υπηρετήσουν την πόλη διά βίου. Η εκλογή γινόταν από τους ομοίους. Στο σώμα συμμετείχαν αυτοδικαίως και οι δύο βασιλείς, με διπλή μάλιστα ψήφο ο καθένας, ώστε ο συνολικός αριθμός των ανδρών της Γερουσίας έφτανε τους τριάντα. Μάλιστα, σε περίπτωση απουσίας ενός βασιλιά, υπήρχε η δυνατότητα εκπροσώπησής του στη Γερουσία από κάποιο προσφιλές και έμπιστο πρόσωπο.
Η Γερουσία είχε πολλές αρμοδιότητες. Στη δικαιοδοσία της ανήκαν η εφαρμογή του νόμου, η διατήρηση της τάξης και, κυρίως, η προεργασία των θεμάτων που θα έρχονταν για έγκριση στη συνέλευση των ομοίων. Η συνέλευση των ομοίων, που ονομαζόταν Ἐκκλησία τοῦ Δάμου ή απλώς δᾶμος (δωρική μορφή του δήμου), ήταν το κύριο εκτελεστικό όργανο και η βάση του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Το μικρό κείμενο της «λυκούργειας» ρήτρας, που διασώζει ο Πλούταρχος, όριζε ότι «στον δήμο ανήκει η εξουσία και η δύναμη» της πόλης. Στην Εκκλησία του Δήμου συμμετείχαν όλοι οι ελεύθεροι ενήλικες άρρενες πολίτες. Στις συνελεύσεις της γινόταν συζήτηση και εκφράζονταν διαφορετικές απόψεις, αλλά δεν μπορούσαν να πάρουν τον λόγο όλοι οι όμοιοι με την ίδια ευκολία. Οι αντιλογίες συνήθως περιορίζονταν στα μέλη των ανώτερων οικογενειών. Οι τελικές αποφάσεις (για αποδοχή ή απόρριψη των προτάσεων της Γερουσίας) λαμβάνονταν διά βοής.
Μεγάλη εξουσία στη Σπάρτη είχαν επίσης οι πέντε ἔφοροι, άρχοντες εκλεγμένοι από την Εκκλησία του Δήμου, με πολλές εκτελεστικές και δικαστικές αρμοδιότητες - άλλη μια ιδιαιτερότητα του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Η ενιαύσια θητεία τους δεν επιτρεπόταν να ανανεωθεί, και το γεγονός αυτό μείωνε τον πιθανό καιροσκοπισμό των αποφάσεών τους. Ο θεσμός των εφόρων, που ήταν οι «επιστάτες» του κράτους, εισήχθηκε σε στάδιο μεταγενέστερο από τους άλλους τρεις πολιτικούς θεσμούς (τη διπλή βασιλεία, τη Γερουσία και την Εκκλησία του Δήμου) και είχε ως στόχο την τήρηση της νομιμότητας στην καθημερινή ζωή και τον έλεγχο της βασιλικής αυθαιρεσίας. Σταδιακά η δύναμη των εφόρων αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τρέμουν ενώπιόν τους οι πάντες, ακόμη και οι βασιλείς. Από τους εφόρους, δύο ακολουθούσαν πάντοτε τα εκστρατευτικά σώματα εκτός των συνόρων.
Η Σπάρτη έγινε υπόδειγμα πολιτείας για αρκετούς συγγραφείς της αρχαιότητας. Στο ιδιόρρυθμο πολίτευμά της, με τους πολλούς ελεγκτικούς μηχανισμούς και την έμφαση στο δημόσιο συμφέρον, πολλοί έβλεπαν την αληθινή πραγματοποίηση της ευνομίας.
Γραπτοί νόμοι στη Σπάρτη δεν υπήρχαν. Το δίκαιο της πόλης ήταν εξαρχής και παρέμεινε μέχρι το τέλος εθιμικό. Με την προσκόλληση στην παράδοση και το συντηρητικό πνεύμα που ανέπτυξε, η Σπάρτη δεν γνώρισε τυραννία ή άλλη πολιτειακή αλλαγή για αιώνες. Τουλάχιστον ως ιδανικό, το ήθος ζωής που διέπνεε την πόλη διατηρήθηκε επίσης σχετικά σταθερό.
Τα συμπόσια των αριστοκρατών, με τις εταίρες, τη μουσική και το άφθονο κρασί, ήταν άγνωστα στη Σπάρτη. Αντίθετα, ήταν υποχρεωτικά τα συσσίτια, που ενίσχυαν καθημερινά τους δεσμούς μεταξύ των πολιτών. Ο γάμος ήταν υποχρέωση του πολίτη και η τεκνοποιία επιβεβλημένη. Ο ψόγος των Σπαρτιατών για τους ανύμφευτους και άτεκνους συμπολίτες τους ήταν συχνά αμείλικτος.
Σε σύγκριση με άλλες ελληνικές πόλεις, τα κορίτσια της Σπάρτης παντρεύονταν σε μεγαλύτερη ηλικία (γύρω στα δεκαοκτώ) και οι άνδρες σε μικρότερη (κάτω από τριάντα). Αυτή η σχετικά περιορισμένη ηλικιακή διαφορά των συζύγων θεωρούνταν ότι ενώνει τα σώματά τους σε παράλληλη ακμή. Για να τονωθεί μάλιστα η γονιμοποιός δύναμη του σπέρματος που μειώνεται -όπως διατείνονταν- από τη συμβίωση και την καθημερινή συναναστροφή, απαγορευόταν στους Σπαρτιάτες να βλέπουν τις γυναίκες τους στα φανερά. Έτσι, η ερωτική επαφή καλύφθηκε με χαρακτηριστική αιδημοσύνη, ενώ η ίδια η τελετή του γάμου θεωρήθηκε μια συμβολική βίαιη αρπαγή.
Στις διαθέσιμες αρχαίες πηγές υπογραμμίζεται έντονα το γεγονός ότι η πόλη ακολουθούσε αυστηρούς ευγονικούς κανόνες. Αν και πολλές περιπτώσεις βρεφών θα πέρασαν οπωσδήποτε απαρατήρητες, η έγκριση του κράτους ήταν καταρχήν απαραίτητη για την ανατροφή ενός νεογέννητου παιδιού, και υποτίθεται ότι την έδιναν οι έφοροι ως αρμόδιοι για όλα τα ζητήματα του καθημερινού βίου. Λέγεται, επίσης, ότι ο άτεκνος σύζυγος μπορούσε, αν ήθελε, να παραχωρήσει τη γυναίκα του σε κάποιον νεότερο και δυνατό Σπαρτιάτη για τεκνοποιία.
Ανεξάρτητα από την ιστορική ακρίβεια αυτών των πληροφοριών, γεγονός παραμένει ότι ολόκληρη η ερωτική ζωή των Λακεδαιμονίων πολιτών ήταν ιδεολογικά προσανατολισμένη στη δημιουργία ρωμαλέων απογόνων. Στο ίδιο πνεύμα οι Σπαρτιάτισσες είχαν ελευθερίες και προνόμια που θα ήταν απίστευτα οπουδήποτε αλλού στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Στη Σπάρτη, και μόνο εκεί, επιτρεπόταν -ή μάλλον επιβαλλόταν- στις γυναίκες να γυμνάζονται και να μετέχουν σε αγώνες, τα δε νεαρά κορίτσια αγωνίζονταν γυμνά, όπως και οι συνομήλικοί τους έφηβοι.
Η Σπάρτη διέθετε ένα περίτεχνο σύστημα οργάνωσης των νέων σε ηλικιακές κατηγορίες, με δυσνόητες ονομασίες και χαρακτηριστικά προνόμια των μεγαλυτέρων έναντι των νεοτέρων. Η αυστηρή παιδεία των νέων από την ηλικία των επτά ετών μέχρι την ενηλικίωση στα είκοσι (ἀγωγή) ήταν κρατική υπόθεση και αποσκοπούσε στην πειθαρχία και τη μεγαλύτερη δυνατή εμπέδωση του αγωνιστικού πνεύματος. Για τα επόμενα δέκα χρόνια το κράτος παρέμενε επίσης υπεύθυνο για τη σωματική κατάσταση των ανδρών του. Στις μεγαλύτερες ηλικίες, το κυνήγι παρείχε σε καιρούς ειρήνης ένα υποκατάστατο του πολέμου και ήταν, μαζί με τη γύμναση, μια διά βίου ἀγωγή. (Στην αρχαιότητα η Σπάρτη υπήρξε επίσης διάσημη για τα κυνηγετικά σκυλιά της.) Αρχαίοι φιλολάκωνες συγγραφείς, όπως ο Αθηναίος ιστορικός Ξενοφών, τα έβλεπαν όλα αυτά με απεριόριστο και απροσποίητο θαυμασμό.
Με αυστηρή έννοια, ιδιωτική ζωή για τους ομοίους δεν υπήρχε. Ολόκληρος ο βίος τους βρισκόταν κάτω από την επιστασία του κράτους, που μεριμνούσε για την αλκή, τη ρώμη και την πολεμική υπεροχή. Στις εκστρατείες τους οι Σπαρτιάτες συνοδεύονταν, για όλες τις αναγκαίες χειρωνακτικές εργασίες, από μεγάλο αριθμό ειλώτων, που σε μία τουλάχιστον περίπτωση έφτασε τους επτά για κάθε οπλίτη. Για ευνόητους λόγους οι είλωτες δεν είχαν δικά τους όπλα και συνήθως δεν πολεμούσαν - αν και ορισμένες φορές οι Σπαρτιάτες αναγκάστηκαν να τους χρησιμοποιήσουν επικουρικά. Οι περίοικοι, από την άλλη, υπηρετούσαν σε χωριστές μοίρες στρατού.
Αντίθετα με τους περισσότερους Έλληνες, που θεωρούσαν την κόμη γυναικείο χαρακτηριστικό, οι Σπαρτιάτες άφηναν μακριά μαλλιά, σαν τους ομηρικούς Αχαιούς -δείγμα ότι δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τη χειρωναξία-, τα οποία άλειφαν με λάδι τακτικά, και οπωσδήποτε πριν από τις μάχες. Η στρατιωτική περιβολή τους ήταν κόκκινη σαν αίμα (για να φοβίζει τον αντίπαλο και να περιορίζει την εμφάνιση των πληγών) και οι ασπίδες τους επενδεδυμένες με στρώση χαλκού, για να γυαλίζονται εύκολα και να λάμπουν στον ήλιο. Το θέαμα μιας σπαρτιατικής φάλαγγας σε πλήρη σχηματισμό πρέπει να ήταν εντυπωσιακό και ταυτόχρονα τρομακτικό.
Ο πόλεμος ήταν για τους Σπαρτιάτες το πραγματικό πεδίο επίδειξης των σωματικών και ψυχικών αρετών, στις οποίες στόχευε ολόκληρη η ειρηνική διαβίωση μέσα στην πόλη. Στο επικίνδυνο μεταίχμιο ζωής και θανάτου, εκεί που όλα κρίνονταν μέσα σε ελάχιστο χρόνο, βρήκαν οι Σπαρτιάτες το βαθύτερο νόημα της αγωνιστικής τους ύπαρξης. Αυτοί που τόσο υμνήθηκαν για τη σχεδόν κοριτσίστικη αιδώ μέσα στην πόλη τους, και ιδιαίτερα έναντι των πρεσβυτέρων, γίνονταν ομαδικά θρασείς στο πεδίο της μάχης. Όσοι εγκατέλειπαν τη θέση τους από δειλία, οι τρέσαντες («αυτοί που φοβήθηκαν»), έχαναν αυτομάτως τα πολιτικά δικαιώματα και την περιουσία τους και υποβιβάζονταν, αν επέστρεφαν στην πατρίδα, σε αμφίβολη και ατιμασμένη κοινωνικά θέση.
Το σπαρτιατικό ήθος υπήρξε επίσης διάσημο για τη «λακωνικότητά» του. Ο Πλούταρχος αναφέρει σωρεία σύντομων απαντήσεων που υποτίθεται ότι έδωσαν σημαντικοί Σπαρτιάτες σε διάφορες περιστάσεις. Οι ολιγόλογες αυτές ρήσεις διακρίνονται για την αποφθεγματική διαύγεια με την οποία κυριολεκτικά καθήλωναν την πραγματικότητα. Η ιδιότυπη «φιλοσοφία» που ανέπτυξε η Σπάρτη, ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο τόσο πολύ θαυμάστηκε σε αρχαίους και νεότερους χρόνους και το πραγματικό έργο του πολιτισμού της, που δεν έχει επιζήσει στα υλικά κατάλοιπα του τόπου (όπως είχε προειδοποιήσει με διορατικότητα ο Θουκυδίδης), ήταν η καίρια και διεισδυτική ματιά στην καρδιά της παλλόμενης από τον αγώνα ζωής. Η οξύτητα του ιδιαίτερου αυτού βλέμματος γεννήθηκε μέσα στους αγώνες του 7ου και του 6ου αιώνα.
Η Οντότητα «Άνθρωπος»
1. Η Αληθινή Ανθρωπολογία
2. Ουσία και Σώμα
3. Ο «Άνθρωπος»
4. Η Αληθινή Αφύπνιση των Λειτουργικών Κέντρων
5. Ελευθερία, Αυτογνωσία, Κυριαρχία, Ζωή, και Δράση
1. Η Αληθινή Ανθρωπολογία
Όταν λέμε «γνωρίζω κάτι πραγματικά» σημαίνει ότι έχω «προσωπική εμπειρία», άμεση βιωματική επαφή με αυτό το ίδιο, την ουσία του, βλέπω και κατανοώ πως εκδηλώνεται, δρα, συμπεριφέρεται, και αντιλαμβάνομαι όλα τα πεδία εκδήλωσής του… Γνωρίζω δεν σημαίνει απλά πληροφορούμαι, συσσωρεύω πληροφορίες. Αυτό είναι μια έμμεση γνώση, από δεύτερο χέρι. Μπορεί να είναι αλήθεια, μπορεί και να μην είναι (κι αυτό το δεύτερο συμβαίνει συνήθως στις ανθρώπινες κοινωνίες).
Αυτογνωσία λοιπόν σημαίνει να γνωρίσω τι είναι ο άνθρωπος, ξεκινώντας από εμένα τον ίδιο, που είμαι κάτι άμεσο και μπορώ να έχω προσωπική εμπειρία, μπορώ ο ίδιος να διαπιστώσω τι συμβαίνει, αν συμβαίνει, ή δεν συμβαίνει, τι είναι αληθινό και τι όχι… Δεν βασίζομαι σε πληροφορίες που μου έμαθαν, τις διάβασα, τις άκουσα, τις σκέφθηκα… Πρέπει Εδώ, Τώρα, σε Πραγματικό Χρόνο, να γνωρίσω τον εαυτό μου, τι είμαι, πως λειτουργώ, σε ποια αντικειμενικά πεδία εκδηλώνομαι. Άρα γνωρίζω τον Άνθρωπο (εμένα, ο καθένας τον εαυτό του) σημαίνει γνωρίζω την Ουσία του Ανθρώπου, τις εκδηλώσεις του… γνωρίζω ολόκληρο τον άνθρωπο, σε όλες τις εκδηλώσεις του.
Τι είναι Αληθινή Ουσία; Ποιος αναρωτιέται; Ποιος ψάχνει; Ακριβώς Αυτός ο «Ποιος», ο «Ζωντανός Άνθρωπος», Εδώ, Τώρα, σε Πραγματικό Χρόνο, είναι η Αληθινή Ουσία: Η Αντίληψη της Ύπαρξης, η Επίγνωση ότι είμαστε εμείς, Εδώ, Τώρα, η Απλή Συνείδηση του «Ποιος», η Απλή Αίσθηση της Παρουσίας μας… όχι οι οποιεσδήποτε ιδιότητες μπορούμε εκ των υστέρων να αποδώσουμε σε αυτό το «Ποιος»… όλες οι ιδιότητες είναι πρόσθετες, αλλά πολλές ιδιότητες είναι αυθαίρετες, τεχνητές, τις έχουν επιβάλει οι άνθρωποι, κι έτσι μας έμαθαν.
Αυτή η Αληθινή Ουσία, το Απλό Αγνό «Ποιος» (δηλαδή εμείς) επιτελεί διάφορες λειτουργίες: Αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει… Σκέπτεται αποδίδοντας κατηγορούμενα (ιδιότητες) στα «πράγματα»…Ζυγίζει τα «πράγματα» αποδίδοντας αξίες, έχει συναισθήματα απέναντι στα «πράγματα» ανάλογα την αξία τους… Δραστηριοποιείται μέσα στο σώμα, και μέσα από το σώμα στον εξωτερικό κόσμο.
Τι είναι λοιπόν ο Άνθρωπος; Ολόκληρος ο Άνθρωπος; Είναι η Αληθινή Ουσία, η Αντίληψη της Ύπαρξης, η Επίγνωση ότι είμαστε εμείς, που αντιλαμβάνεται, σκέπτεται, συναισθάνεται, έχει εμπειρία του σώματος και του κόσμου… Αληθινή Ουσία-Λειτουργίες-Σώμα. Ο Άνθρωπος είναι όλα αυτά. Αν δούμε τον άνθρωπο χωρίς κάτι από αυτά δεν είναι Ολόκληρος ο Άνθρωπος, είναι μισός άνθρωπος.
2. Ουσία και Σώμα
Η Ουσία, σαν Αντίληψη, Επίγνωση, Συνείδηση, (Αίσθηση Παρουσίας), Προηγείται, πάντα, των πάντων. Πρέπει να τεθεί πρώτα το «Ποιος» (η επίγνωση ότι υπάρχουμε), για να ειπωθεί εκ των υστέρων οτιδήποτε… Αν δεν υπάρχει η επίγνωση της ύπαρξης, δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα να πούμε. Άρα το «Ποιος» (εμείς, ο Ζωντανός Άνθρωπος, Εδώ, Τώρα), είναι η Αρχή, κι η Βάση να Οικοδομηθεί οποιαδήποτε γνώση… Αν εκ των υστέρων διατυπωθούν θεωρίες ότι ο άνθρωπος είναι δημιούργημα, ότι προηγείται Άλλη Αρχή, στην πραγματικότητα πάλι προηγείται το «Ποιος» (ο Άνθρωπος) που δημιουργεί όλο αυτό το σύστημα σκέψης και μόνο μέσα στο σύστημα σκέψης υπάρχει κάποια Άλλη Αρχή, όπως την φαντάζεται… Αλλά εδώ μιλάμε για την Πραγματικότητα, για τον Πραγματικό Χώρο που υπάρχουμε, σε Πραγματικό Χρόνο, δεν μιλάμε μέσα από τα ανθρώπινα συστήματα σκέψης… Πάντα λοιπόν Προηγείται η Ουσία των Λειτουργιών, της Αντίληψης, της σκέψης, κλπ., αλλά και της αντίληψης των εξωτερικών φαινομένων.
Πάντα η Αρχή, η Καθαρή Ουσία, η Παρουσία, Χωρίς Ιδιότητες, Χωρίς Δράση, οτιδήποτε, Προηγείται Οποιουδήποτε Φαινομένου. Αυτό ισχύει και σε Κοσμικό Πεδίο και στο Υλικό Πεδίο. Αυτή η Αρχή (η Αρχέγονη Κατάσταση) είναι η Πηγή του Παντός, το Στήριγμα των Πάντων, και το Ύστατο Υπόβαθρο Κάθε Εκδήλωσης, Κάθε Φαινομένου. Κι αυτό Συμβαίνει, όπως στο Κοσμικό Πεδίο, και μέσα στον Άνθρωπο. Επειδή Συμβαίνει στο Κοσμικό Πεδίο για αυτό συμβαίνει και μέσα στον άνθρωπο, με τον ίδιο τρόπο. Η Ουσία, η Καθαρή Παρουσία, είναι η Αρχή και το Υπόβαθρο όλων των Λειτουργιών μέσα στον άνθρωπο, Αντίληψης, Σκέψης, Υλικής (Σωματικής) Εμπειρίας, Εξωτερικών φαινομένων
Όλα λοιπόν Πηγάζουν από την Ουσία, την Παρουσία, Εκδηλώσεις, Φαινόμενα, όλα. Από την Ουσία που «Κινείται», «Λειτουργεί», Συμβαίνουν όλα… Στο Κοσμικό Πεδίο Δημιουργούνται οι Κόσμοι της Αντίληψης της Νόησης, της Ενέργειας, της Ύλης. Στο Υλικό Πεδίο, μέσα στον άνθρωπο η Παρουσία Εκδηλώνεται σαν Αντίληψη της ύπαρξης, σαν σκέψη (αναπαράσταση της πραγματικότητας με έννοιες-λέξεις), συναισθήματα, και σωματική εμπειρία.
Η Ουσία Είναι Αυτό που Υπάρχει, το Άγνωστο, το Μυστήριο της Παρουσίας, σε Κοσμικό και Ανθρώπινο Πεδίο… Αυτή (Αυτή η Παρουσία) Είναι πέρα από όλα, πέρα από ιδιότητες, εξέλιξη, χρόνο, μεταβολή, οτιδήποτε. Είναι το Μεγάλο Μυστήριο που Δημιουργεί Κόσμους κι Ενσαρκώνεται μέσα στο όντα, μέσα στον άνθρωπο… Είναι η Ουσία που Ενεργεί, η Ενέργεια της, η Αντιληπτική Ενέργεια, που Παράγει όλα τα πράγματα. Όλα Είναι Αντιληπτική Ενέργεια. Στο Κοσμικό Πεδίο Δημιουργούνται οι Κόσμοι. Είναι η Αντίληψη που Καθρεφτίζει Αυτό που Υπάρχει, Είναι η Αντίληψη που Παγιώνεται σε Νόηση, Συμπυκνώνεται σε Ενέργεια, και Στερεοποιείται σε Ύλη… Στο Ανθρώπινο Πεδίο η Αντιληπτική Ενέργεια γίνεται μέσα στο σώμα, Αντίληψη της Πραγματικότητας, Σκέψη-νοητική αναπαράσταση της πραγματικότητας, συναισθήματα, σωματική εμπειρία και δραστηριότητα. Είναι η Ίδια Ουσία (το Μυστήριο της Παρουσίας) που Εκδηλώνεται σε Κοσμικό Πεδίο και Ανθρώπινο Ατομικό Πεδίο.
Τα όντα που δεν Βιώνουν την Αληθινή Ουσία τους, μέσα τους, που δεν Διαισθάνονται το Απέραντο Χωρίς Ιδιότητες Βάθος τους, αλλά λειτουργούν μέσα από την σκέψη, δημιουργούν, κατασκευάζουν μια εικόνα της πραγματικότητας, σύμφωνα με όσα έμαθαν, διάβασαν, άκουσαν, σκέφθηκαν… Ό,τι φαντάζονται ότι ισχύει δεν ισχύει στην πραγματικότητα, σε Πραγματικό Χρόνο, στην Πραγματική Ζωή, αλλά μόνο μέσα στο σύστημα σκέψης τους, δηλαδή σε ένα φανταστικό χώρο.
3. Ο «Άνθρωπος», (Ουράνια Προέλευση και Ενσάρκωση)
Αυτό που Υπάρχει Είναι Ουσία (Παρουσία, Ολοκληρωμένη Γνώση Παρουσίας) Χωρίς Ιδιότητες. Από Αυτή την Μυστηριώδη Παρουσία Αναδύεται η Αντίληψη, η Αντιληπτική Ενέργεια, που δεν ξεχωρίζει και ξεχωρίζει ταυτόχρονα από την Πηγή της (Είναι Αντίληψη Παρουσίας). Στο Δεύτερο Πεδίο Εκδήλωσης της Είναι Καθαρή Αντίληψη που Καθρεφτίζει Αυτό που Υπάρχει. Κόσμος και Ον είναι το Ίδιο (Υποκείμενο-Αντικείμενο Ταυτίζονται). Στο Τρίτο Πεδίο όπου η Αντίληψη γίνεται Νόηση, νοητική συσσώρευση αναδύονται υποκείμενα, νοητικοί πυρήνες, νοητικά όντα. Στο Τέταρτο Πεδίο όπου η Νόηση Ενδυναμώνεται, γίνεται Ενέργεια και Δρα, τα νοητικά όντα «ενδύονται» ένα ενεργειακό σώμα. Στο Πέμπτο Πεδίο, η Νόηση που έχει Ενεργοποιηθεί Δημιουργεί την Κοσμική Μορφή, τις υλικές μορφές και όλη η Οντότητα (Παρουσία, Αντίληψη, Νόηση, Ενέργεια) Ενσαρκώνεται σε ένα σώμα.
Ο Άνθρωπος Είναι Ουσία (Παρουσία) Χωρίς Καμιά Ιδιότητα, Καμιά Διαφορά από την Παρουσία που Δημιουργεί τα Πάντα. Σαν Οντότητα Εκδηλώθηκε στα Διάφορα Κοσμικά Επίπεδα-Πεδία, μέχρι να Ενσαρκωθεί σαν Παρουσία με όλες τις δυνάμεις, λειτουργίες του (αντίληψη, σκέψη, συναισθήματα) μέσα στο σώμα… Ο άνθρωπος στην γη Είναι Παρουσία με Λειτουργίες (η Ανώτερη Οντότητα) μέσα στο σώμα. Σαν Παρουσία Επιτελεί όλες τις λειτουργίες. Είναι το «Πνεύμα» που Αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει σε όλα τα επίπεδα, που είναι αντίληψη του τι συμβαίνει, που γίνεται σκέψη, που γίνεται συναισθήματα, που γίνεται σωματική εμπειρία και σωματική δραστηριότητα. Είναι το Πνεύμα που Κατοικεί στον Ναό του, το σώμα είναι ναός για το Πνεύμα.
Αυτή η Παρουσία, το Πνεύμα, έχει την Έδρα του στο Ανώτερο Κέντρο του ανθρώπου (του εγκεφάλου, του νευρικού συστήματος). Είναι Έξω από το σώμα και Μέσα στο σώμα και σε ολόκληρο το σώμα. Διοχετεύεται παντού στο σώμα κι έχει γνώση, κι αντιδρά σε όλα τα επίπεδα, σε όλο το σώμα. Γίνεται σκέψη στον πρόσθιο εγκέφαλο. Γίνεται συναίσθημα-συγκίνηση στο επίπεδο του στήθους. Γίνεται σωματική εμπειρία στις κατώτερες σωματικές λειτουργίες, πιο χαμηλά… Για να γνωρίσουμε πραγματικά τι είμαστε, τι είναι ο άνθρωπος, πρέπει να τον γνωρίσουμε Εδώ, Τώρα, σε Πραγματικό Χρόνο. Να Αναγνωρίσουμε την Αντίληψη αυτού που συμβαίνει, με Πλήρη Προσοχή, χωρίς παραποιήσεις. Να Αναγνωρίσουμε τι ακριβώς κάνει η σκέψη, πως φιλτράρει την αντίληψη της πραγματικότητας και κατασκευάζει μια προσωπική αντίληψη της πραγματικότητας. Να αναγνωρίσουμε τις αξίες που έχουμε υιοθετήσει και τα συναισθήματα που νοιώθουμε. Να Αναγνωρίσουμε το Σώμα, τις σωματικές εμπειρίες και δραστηριότητες, και το νόημά τους …
Υπάρχει μια Πλήρης Αντιστοιχία ανάμεσα στην Ανώτερη Οντότητα, τις ανώτερες λειτουργίες, και το σώμα. Η Οντότητα, η Λειτουργία της, διαφοροποιείται σε συγκεκριμένες περιοχές του νευρικού συστήματος, και του σώματος, που ονομάζουμε «λειτουργικά κέντρα». Η Παράδοση τα ονομάζει «πάντμα» (στον Βουδισμό), τσάκρας (στην Ταντρική Γιόγκα), «λατάιφ» (στην Σουφική Παράδοση)… Υπάρχουν αναφορές στους χριστιανούς ασκητές, και σε όλες τις Παραδόσεις… Όλα αυτά υπάρχουν, λειτουργούν, αλλά χωρίς ανώτερο έλεγχο, κυριαρχία, ασυντόνιστα, ή είναι μπλοκαρισμένα. Για αυτό λέμε ότι τα «κέντρα» είναι μη-αφυπνισμένα, σε λήθαργο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επιτελούνται οι αντίστοιχες λειτουργίες. Απλά δεν επιτελούνται σωστά, επιτελούνται με λάθος τρόπο, ή μονομερώς. Κι αυτή η άγνοια, η μη σωστή λειτουργία των ανθρώπινων δυνάμεων στα αντίστοιχα λειτουργικά κέντρα, είναι που δημιουργεί την σύγχυση, την σύγκρουση, την αρρώστια, κλπ.... Αφύπνιση λοιπόν των «κέντρων» σημαίνει υπέρβαση της απλής ασυντόνιστης, ή μπλοκαρισμένης λειτουργίας, έλεγχος, ισορροπία κι ολοκληρωμένη δράση, σε όλα τα επίπεδα.
Η Αντιστοιχία: Η Παρουσία, το Πνεύμα, Είναι Έξω (στην πραγματικότητα το Πνεύμα δεν «ενσαρκώνεται» ποτέ) αλλά και Μέσα στο σώμα (στο Ανώτερο Κέντρο Έχει Έδρα, αλλά Διοχετεύεται παντού κι έχει επίγνωση των πάντων στο σώμα). Στο Ανώτερο Κέντρο είναι Αντίληψη του τι συμβαίνει, Αντίληψη της Ενότητας της Ύπαρξης. Στον πρόσθιο εγκέφαλο δεν αντιλαμβανόμαστε αντικειμενικά αλλά με προσωπικές παρεμβάσεις κατασκευάζουμε την δική μας αντίληψη της πραγματικότητας. Στο «στήθος» εκδηλώνονται οι συγκινήσεις, κλπ. Στο κατώτερο σώμα λαβαίνει χώρα η σωματική εμπειρία και δραστηριότητα που σχετίζεται με την σωματική επιβίωση… Οι διάφορες περιγραφές των κέντρων στις Διάφορες Παραδόσεις, ο αριθμός τους, κλπ… είναι δευτερεύουσες.
4. Η Αληθινή Αφύπνιση των Λειτουργικών Κέντρων
Να Γνωρίσουμε λοιπόν τον Άνθρωπο, τον Εαυτό μας, να Έχουμε Αυτογνωσία, σημαίνει να έχουμε Βιωματική Αναγνώριση της Παρουσίας μας (την Αληθινή Χωρίς Ιδιότητες Ουσία μας), Εδώ, Τώρα, (πάντα γίνεται σε Πραγματικό Χρόνο) και των διαφόρων λειτουργιών που επιτελούμε. Να Γνωρίζουμε τι κάνουμε, γιατί το κάνουμε. Να Έχουμε Κυριαρχία των λειτουργιών μας. Να Προσανατολιζόμαστε Ορθά στην Ζωή. Να Ζούμε Ισορροπημένα. Να Ζούμε Αληθινά… Μιλώντας ειδικά, πρακτικά, Πρέπει να Είμαστε Συνεχώς σε Θέση Ισορροπίας, στη Θέση της Απλής Αντίληψης όπου Παρατηρούμε με Πλήρη Προσοχή τι Συμβαίνει… Δηλαδή να Ζούμε Εδώ, Τώρα, Συνειδητά… Να χρησιμοποιούμε την σκέψη όταν χρειάζεται αλλά χωρίς να την αφήνουμε να παραμορφώνει την αντίληψή μας για την πραγματικότητα. Να έχουμε Υγιή Συναισθήματα και Υγιείς Επιθυμίες. Και να Δρούμε στον κόσμο με βάση Όλη Αυτή την Γνώση. Με Όλη Αυτή την Γνώση να Φωτίζει την δραστηριότητά μας, τις πράξεις μας, γνωρίζουμε που πηγαίνουμε… Να Ζούμε Αληθινά για όσο ζούμε εδώ, στην γη.
Η Αληθινή Αυτογνωσία λοιπόν σημαίνει Αναγνώριση του Όλου Ανθρώπου που είμαστε, Ουσίας-Λειτουργιών-Σώματος, Κυριαρχία των Λειτουργιών, Ορθή Χρήση των Λειτουργιών, Αληθινή Δημιουργική Ζωή. Μόνο όταν είμαστε Αληθινοί Άνθρωποι, πολλοί Αληθινοί Άνθρωποι, μπορούμε να ζούμε σε μια ανθρώπινη κοινωνία.
Πραγματική Αυτογνωσία συνεπώς σημαίνει να Αναγνωρίσουμε τι είμαστε, πως λειτουργούμε, τι συμβαίνει, τι κάνουμε, που πάμε. Αυτό σημαίνει ότι το Πνεύμα πρέπει να Είναι Ελεύθερο κι όχι σκλαβωμένο σε επιμέρους λειτουργίες (όπως η σκέψη). Το Πνεύμα πρέπει να Ανυψωθεί στην Έδρα του, να Βιώσουμε την Ουσία, την Ενότητα της Ύπαρξης, να Ενωθούμε με την Άχρονη Πηγή, και με Αυτή την Εμπειρία, μέσα από Αυτή την Εμπειρία να Φωτίζει τις κατώτερες λειτουργίες, να τις χρησιμοποιούμε ορθά, να σκεφτόμαστε ορθά, να συναισθανόμαστε ορθά, να ζούμε ορθά έξω στον κόσμο… Η Ελευθερία λοιπόν είναι Προϋπόθεση για να Ζούμε Ορθά. Όταν μιλάμε για Αυτογνωσία μιλάμε για Ελευθερία, για Γνώση της Ουσίας και των λειτουργιών, για Κυριαρχία των λειτουργιών, για Γνώση που γίνεται πράξη.
Η Αληθινή Αφύπνιση των λειτουργικών κέντρων σημαίνει την Πραγματική Βιωματική Ανύψωση πάνω από τις περιορισμένες λειτουργίες (ή την στασιμότητα, ή τον εγκλωβισμό σε κατώτερες λειτουργίες). Να ξεμπλοκάρουμε την Λειτουργία μας σε κατώτερες λειτουργίες, να Ελευθερωθούμε από αυτές τις λειτουργίες (όπως η σκέψη, πάθη, απορρόφηση στον εξωτερικό κόσμο), να Ανυψωθούμε Βιωματικά στην Καθαρή Αντίληψη της Ουσίας μας (της Αγνής Παρουσίας μας)… Μιλάμε για κάτι που συμβαίνει πραγματικά, Εδώ, Τώρα, σε Πραγματικό Χρόνο, για κάτι βιωματικό… πρέπει να το κάνουμε, να το Βιώσουμε… Η Αληθινή Πλήρης Αφύπνιση σημαίνει πραγματικά την Βιωματική Αναγνώριση της Ουσίας μας. Να Βιώσουμε την Ουσία μας, την Ελευθερία, το Χωρίς Ιδιότητες. Να Έχουμε Αυτή την Εμπειρία, στο Ανώτερο Κέντρο του Σώματος, να Έχουμε την Εμπειρία του Απεριόριστου Έξω από το σώμα. Μόνο όταν Έχουμε Αυτή την Εμπειρία μπορούμε να επιστρέψουμε μετά πάλι πίσω στο σώμα και να το λειτουργήσουμε σωστά (σε όλα τα επίπεδα, από την σκέψη, μέχρι την σωματική δραστηριότητα).
Η Αφύπνιση πρέπει να είναι Βιωματική, όπως κι η Ελευθερία κι η Κυριαρχία των λειτουργιών, στα αντίστοιχα λειτουργικά κέντρα στο σώμα. Δεν μπορεί να είναι θεωρητική, υποθετική ή φανταστική. Ούτε η Αφύπνιση των κέντρων γίνεται με οραματισμό των κέντρων, αναπνευστικές ασκήσεις, ή επίθεση των χεριών στη θέση των κέντρων, ή οτιδήποτε, όπως διδάσκουν κάποιοι… Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στην Βιωματική Ανύψωση του Πνεύματος, στην Απελευθέρωση του Πνεύματος από δεσμευτικές λειτουργίες και στο να νομίζουμε, να ευχόμαστε ή να βεβαιώνουμε λεκτικά ότι έχουμε αφυπνίσει τα κέντρα… Εκ του αποτελέσματος κρίνονται τα πράγματα. Η Πραγματική Αφύπνιση των λειτουργικών κέντρων συνοδεύεται από αντίστοιχες εμπειρίες, που δεν εμφανίζονται στην ψευτοαφύπνιση… Όσοι γνωρίζουν δεν ξεγελιούνται.
5. Ελευθερία, Αυτογνωσία, Κυριαρχία, Ζωή, και Δράση
Η Πραγματική Βιωματική Απελευθέρωση από την παραπλανητική δράση των κατώτερων λειτουργιών αποτελεί Προϋπόθεση για να Γνωρίσουμε την Ουσία μας, την Αιώνια Χωρίς Ιδιότητες Άχρονη Ουσία μας, την Αγνή Παρουσία… Χωρίς Πλήρη Απελευθέρωση από όλες τις κατώτερες διαδικασίες δεν μπορούμε να έχουμε Εμπειρία του Απολύτου.
Αυτογνωσία σημαίνει ακριβώς να Έχουμε Εμπειρία της Αληθινής Ουσίας μας, (της Αγνής Παρουσίας)) που Είναι Μια και Μοναδική Παρουσία Χωρίς Διακρίσεις, να Αναγνωρίζουμε Αυτή την Ουσία Μέσα σε Όλα, να Συναισθανόμαστε Βαθιά την Ενότητα της Ύπαρξης, των Πάντων, και να Βιώνουμε την Συνεκτική Δύναμη της Αγάπης που τα Ενώνει Όλα.
Η Αυτογνωσία που μας Φανερώνει την Αληθινή Ουσία, την Ενότητα της Ουσίας Μέσα σε Όλα, την Ενότητα Όλων, μπορεί να Φωτίσει τις κατώτερες λειτουργίες, να τις ελέγξει, να τις κατευθύνει. Με το Φως της Γνώσης όλες οι κατώτερες λειτουργίες λειτουργούν σωστά. Η σκέψη γίνεται αντικειμενική και δεν μας παραπλανά, Συναισθήματα, επιθυμίες λειτουργούν σε υγιή βάση και δεν μας παρασύρουν, ούτε οι ανάγκες της ζωής μας αποπροσαναταλίζουν αλλά εκτελούνται χωρίς διαμάχες και συγκρούσεις.
Η Αληθινή Ζωή σημαίνει ακριβώς να Γνωρίζουμε Ποιοι Είμαστε, η Μια Θεϊκή Ουσία Ενσαρκωμένη στο Σώμα, στο Ναό του Σώματος, και να λειτουργούμε ακριβώς σαν Θεϊκή Ουσία μέσα στο Σώμα… Γιατί είναι γραμμένο τι «όπως Είναι Άγιος ο Πατέρας στον Ουρανό, έτσι πρέπει να είμαστε κι εμείς, άγιοι, εδώ, στο σώμα, στη γη, στο κόσμο»… Ο Αληθινός Ολοκληρωμένος Άνθρωπος είναι αυτός που Έχει Γνωρίσει Βιωματικά (όχι πληροφοριακά) την Θεϊκή Ουσία του, την Θεϊκή Προέλευσή του, και μεταφέρει Αυτή την Γνώση κάτω, στο Σώμα, στη γη, στο κόσμο… Όπως στον Ουρανό έτσι και στη γη.
Μόνο Αληθινοί Άνθρωποι, Ελεύθεροι, με Αυτογνωσία, με Πλήρη Κυριαρχία των δυνάμεων τους, Πραγματικά Άγιοι μέσα στο σώμα, μπορούν να μεταφέρουν το Θεϊκό Φως έξω στον κόσμο, στην Δράση, στην καθημερινή ζωή. Αν δεν το κάνουν αυτοί ποιος θα το κάνει; Αυτοί που νομίζουν ότι με το να συλλαμβάνουν τον Θεό νοητικά, σαν σύνολο πληροφοριών, τον Γνωρίζουν κιόλας; Αυτοί που χωρίς να νοιώθουν την Ενότητα της Ύπαρξης την Βαθιά Συγκλονιστική Δύναμη της Αγάπης έχουν κάνει την λέξη Αγάπη καραμέλα; Αυτοί που χωρίς να Αισθάνονται Μέσα τους Βαθιά, χρησιμοποιούν μεγάλες λέξεις;… Η Αληθινή Ζωή είναι Αυτή που Ζούμε, όχι αυτή που φανταζόμαστε, ή ευχόμαστε ή επιθυμούμε. Η Πραγματική Αλλαγή είναι Βιωματική, δεν είναι θεωρητική, φανταστική, ή μόνο λόγια… Η Αλήθεια θέλει να θυσιάσουμε όλα τα ψέματα κι η Αγάπη απαιτεί να θυσιάσουμε το μικρό εγώ μας…
2. Ουσία και Σώμα
3. Ο «Άνθρωπος»
4. Η Αληθινή Αφύπνιση των Λειτουργικών Κέντρων
5. Ελευθερία, Αυτογνωσία, Κυριαρχία, Ζωή, και Δράση
1. Η Αληθινή Ανθρωπολογία
Όταν λέμε «γνωρίζω κάτι πραγματικά» σημαίνει ότι έχω «προσωπική εμπειρία», άμεση βιωματική επαφή με αυτό το ίδιο, την ουσία του, βλέπω και κατανοώ πως εκδηλώνεται, δρα, συμπεριφέρεται, και αντιλαμβάνομαι όλα τα πεδία εκδήλωσής του… Γνωρίζω δεν σημαίνει απλά πληροφορούμαι, συσσωρεύω πληροφορίες. Αυτό είναι μια έμμεση γνώση, από δεύτερο χέρι. Μπορεί να είναι αλήθεια, μπορεί και να μην είναι (κι αυτό το δεύτερο συμβαίνει συνήθως στις ανθρώπινες κοινωνίες).
Αυτογνωσία λοιπόν σημαίνει να γνωρίσω τι είναι ο άνθρωπος, ξεκινώντας από εμένα τον ίδιο, που είμαι κάτι άμεσο και μπορώ να έχω προσωπική εμπειρία, μπορώ ο ίδιος να διαπιστώσω τι συμβαίνει, αν συμβαίνει, ή δεν συμβαίνει, τι είναι αληθινό και τι όχι… Δεν βασίζομαι σε πληροφορίες που μου έμαθαν, τις διάβασα, τις άκουσα, τις σκέφθηκα… Πρέπει Εδώ, Τώρα, σε Πραγματικό Χρόνο, να γνωρίσω τον εαυτό μου, τι είμαι, πως λειτουργώ, σε ποια αντικειμενικά πεδία εκδηλώνομαι. Άρα γνωρίζω τον Άνθρωπο (εμένα, ο καθένας τον εαυτό του) σημαίνει γνωρίζω την Ουσία του Ανθρώπου, τις εκδηλώσεις του… γνωρίζω ολόκληρο τον άνθρωπο, σε όλες τις εκδηλώσεις του.
Τι είναι Αληθινή Ουσία; Ποιος αναρωτιέται; Ποιος ψάχνει; Ακριβώς Αυτός ο «Ποιος», ο «Ζωντανός Άνθρωπος», Εδώ, Τώρα, σε Πραγματικό Χρόνο, είναι η Αληθινή Ουσία: Η Αντίληψη της Ύπαρξης, η Επίγνωση ότι είμαστε εμείς, Εδώ, Τώρα, η Απλή Συνείδηση του «Ποιος», η Απλή Αίσθηση της Παρουσίας μας… όχι οι οποιεσδήποτε ιδιότητες μπορούμε εκ των υστέρων να αποδώσουμε σε αυτό το «Ποιος»… όλες οι ιδιότητες είναι πρόσθετες, αλλά πολλές ιδιότητες είναι αυθαίρετες, τεχνητές, τις έχουν επιβάλει οι άνθρωποι, κι έτσι μας έμαθαν.
Αυτή η Αληθινή Ουσία, το Απλό Αγνό «Ποιος» (δηλαδή εμείς) επιτελεί διάφορες λειτουργίες: Αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει… Σκέπτεται αποδίδοντας κατηγορούμενα (ιδιότητες) στα «πράγματα»…Ζυγίζει τα «πράγματα» αποδίδοντας αξίες, έχει συναισθήματα απέναντι στα «πράγματα» ανάλογα την αξία τους… Δραστηριοποιείται μέσα στο σώμα, και μέσα από το σώμα στον εξωτερικό κόσμο.
Τι είναι λοιπόν ο Άνθρωπος; Ολόκληρος ο Άνθρωπος; Είναι η Αληθινή Ουσία, η Αντίληψη της Ύπαρξης, η Επίγνωση ότι είμαστε εμείς, που αντιλαμβάνεται, σκέπτεται, συναισθάνεται, έχει εμπειρία του σώματος και του κόσμου… Αληθινή Ουσία-Λειτουργίες-Σώμα. Ο Άνθρωπος είναι όλα αυτά. Αν δούμε τον άνθρωπο χωρίς κάτι από αυτά δεν είναι Ολόκληρος ο Άνθρωπος, είναι μισός άνθρωπος.
2. Ουσία και Σώμα
Η Ουσία, σαν Αντίληψη, Επίγνωση, Συνείδηση, (Αίσθηση Παρουσίας), Προηγείται, πάντα, των πάντων. Πρέπει να τεθεί πρώτα το «Ποιος» (η επίγνωση ότι υπάρχουμε), για να ειπωθεί εκ των υστέρων οτιδήποτε… Αν δεν υπάρχει η επίγνωση της ύπαρξης, δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα να πούμε. Άρα το «Ποιος» (εμείς, ο Ζωντανός Άνθρωπος, Εδώ, Τώρα), είναι η Αρχή, κι η Βάση να Οικοδομηθεί οποιαδήποτε γνώση… Αν εκ των υστέρων διατυπωθούν θεωρίες ότι ο άνθρωπος είναι δημιούργημα, ότι προηγείται Άλλη Αρχή, στην πραγματικότητα πάλι προηγείται το «Ποιος» (ο Άνθρωπος) που δημιουργεί όλο αυτό το σύστημα σκέψης και μόνο μέσα στο σύστημα σκέψης υπάρχει κάποια Άλλη Αρχή, όπως την φαντάζεται… Αλλά εδώ μιλάμε για την Πραγματικότητα, για τον Πραγματικό Χώρο που υπάρχουμε, σε Πραγματικό Χρόνο, δεν μιλάμε μέσα από τα ανθρώπινα συστήματα σκέψης… Πάντα λοιπόν Προηγείται η Ουσία των Λειτουργιών, της Αντίληψης, της σκέψης, κλπ., αλλά και της αντίληψης των εξωτερικών φαινομένων.
Πάντα η Αρχή, η Καθαρή Ουσία, η Παρουσία, Χωρίς Ιδιότητες, Χωρίς Δράση, οτιδήποτε, Προηγείται Οποιουδήποτε Φαινομένου. Αυτό ισχύει και σε Κοσμικό Πεδίο και στο Υλικό Πεδίο. Αυτή η Αρχή (η Αρχέγονη Κατάσταση) είναι η Πηγή του Παντός, το Στήριγμα των Πάντων, και το Ύστατο Υπόβαθρο Κάθε Εκδήλωσης, Κάθε Φαινομένου. Κι αυτό Συμβαίνει, όπως στο Κοσμικό Πεδίο, και μέσα στον Άνθρωπο. Επειδή Συμβαίνει στο Κοσμικό Πεδίο για αυτό συμβαίνει και μέσα στον άνθρωπο, με τον ίδιο τρόπο. Η Ουσία, η Καθαρή Παρουσία, είναι η Αρχή και το Υπόβαθρο όλων των Λειτουργιών μέσα στον άνθρωπο, Αντίληψης, Σκέψης, Υλικής (Σωματικής) Εμπειρίας, Εξωτερικών φαινομένων
Όλα λοιπόν Πηγάζουν από την Ουσία, την Παρουσία, Εκδηλώσεις, Φαινόμενα, όλα. Από την Ουσία που «Κινείται», «Λειτουργεί», Συμβαίνουν όλα… Στο Κοσμικό Πεδίο Δημιουργούνται οι Κόσμοι της Αντίληψης της Νόησης, της Ενέργειας, της Ύλης. Στο Υλικό Πεδίο, μέσα στον άνθρωπο η Παρουσία Εκδηλώνεται σαν Αντίληψη της ύπαρξης, σαν σκέψη (αναπαράσταση της πραγματικότητας με έννοιες-λέξεις), συναισθήματα, και σωματική εμπειρία.
Η Ουσία Είναι Αυτό που Υπάρχει, το Άγνωστο, το Μυστήριο της Παρουσίας, σε Κοσμικό και Ανθρώπινο Πεδίο… Αυτή (Αυτή η Παρουσία) Είναι πέρα από όλα, πέρα από ιδιότητες, εξέλιξη, χρόνο, μεταβολή, οτιδήποτε. Είναι το Μεγάλο Μυστήριο που Δημιουργεί Κόσμους κι Ενσαρκώνεται μέσα στο όντα, μέσα στον άνθρωπο… Είναι η Ουσία που Ενεργεί, η Ενέργεια της, η Αντιληπτική Ενέργεια, που Παράγει όλα τα πράγματα. Όλα Είναι Αντιληπτική Ενέργεια. Στο Κοσμικό Πεδίο Δημιουργούνται οι Κόσμοι. Είναι η Αντίληψη που Καθρεφτίζει Αυτό που Υπάρχει, Είναι η Αντίληψη που Παγιώνεται σε Νόηση, Συμπυκνώνεται σε Ενέργεια, και Στερεοποιείται σε Ύλη… Στο Ανθρώπινο Πεδίο η Αντιληπτική Ενέργεια γίνεται μέσα στο σώμα, Αντίληψη της Πραγματικότητας, Σκέψη-νοητική αναπαράσταση της πραγματικότητας, συναισθήματα, σωματική εμπειρία και δραστηριότητα. Είναι η Ίδια Ουσία (το Μυστήριο της Παρουσίας) που Εκδηλώνεται σε Κοσμικό Πεδίο και Ανθρώπινο Ατομικό Πεδίο.
Τα όντα που δεν Βιώνουν την Αληθινή Ουσία τους, μέσα τους, που δεν Διαισθάνονται το Απέραντο Χωρίς Ιδιότητες Βάθος τους, αλλά λειτουργούν μέσα από την σκέψη, δημιουργούν, κατασκευάζουν μια εικόνα της πραγματικότητας, σύμφωνα με όσα έμαθαν, διάβασαν, άκουσαν, σκέφθηκαν… Ό,τι φαντάζονται ότι ισχύει δεν ισχύει στην πραγματικότητα, σε Πραγματικό Χρόνο, στην Πραγματική Ζωή, αλλά μόνο μέσα στο σύστημα σκέψης τους, δηλαδή σε ένα φανταστικό χώρο.
3. Ο «Άνθρωπος», (Ουράνια Προέλευση και Ενσάρκωση)
Αυτό που Υπάρχει Είναι Ουσία (Παρουσία, Ολοκληρωμένη Γνώση Παρουσίας) Χωρίς Ιδιότητες. Από Αυτή την Μυστηριώδη Παρουσία Αναδύεται η Αντίληψη, η Αντιληπτική Ενέργεια, που δεν ξεχωρίζει και ξεχωρίζει ταυτόχρονα από την Πηγή της (Είναι Αντίληψη Παρουσίας). Στο Δεύτερο Πεδίο Εκδήλωσης της Είναι Καθαρή Αντίληψη που Καθρεφτίζει Αυτό που Υπάρχει. Κόσμος και Ον είναι το Ίδιο (Υποκείμενο-Αντικείμενο Ταυτίζονται). Στο Τρίτο Πεδίο όπου η Αντίληψη γίνεται Νόηση, νοητική συσσώρευση αναδύονται υποκείμενα, νοητικοί πυρήνες, νοητικά όντα. Στο Τέταρτο Πεδίο όπου η Νόηση Ενδυναμώνεται, γίνεται Ενέργεια και Δρα, τα νοητικά όντα «ενδύονται» ένα ενεργειακό σώμα. Στο Πέμπτο Πεδίο, η Νόηση που έχει Ενεργοποιηθεί Δημιουργεί την Κοσμική Μορφή, τις υλικές μορφές και όλη η Οντότητα (Παρουσία, Αντίληψη, Νόηση, Ενέργεια) Ενσαρκώνεται σε ένα σώμα.
Ο Άνθρωπος Είναι Ουσία (Παρουσία) Χωρίς Καμιά Ιδιότητα, Καμιά Διαφορά από την Παρουσία που Δημιουργεί τα Πάντα. Σαν Οντότητα Εκδηλώθηκε στα Διάφορα Κοσμικά Επίπεδα-Πεδία, μέχρι να Ενσαρκωθεί σαν Παρουσία με όλες τις δυνάμεις, λειτουργίες του (αντίληψη, σκέψη, συναισθήματα) μέσα στο σώμα… Ο άνθρωπος στην γη Είναι Παρουσία με Λειτουργίες (η Ανώτερη Οντότητα) μέσα στο σώμα. Σαν Παρουσία Επιτελεί όλες τις λειτουργίες. Είναι το «Πνεύμα» που Αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει σε όλα τα επίπεδα, που είναι αντίληψη του τι συμβαίνει, που γίνεται σκέψη, που γίνεται συναισθήματα, που γίνεται σωματική εμπειρία και σωματική δραστηριότητα. Είναι το Πνεύμα που Κατοικεί στον Ναό του, το σώμα είναι ναός για το Πνεύμα.
Αυτή η Παρουσία, το Πνεύμα, έχει την Έδρα του στο Ανώτερο Κέντρο του ανθρώπου (του εγκεφάλου, του νευρικού συστήματος). Είναι Έξω από το σώμα και Μέσα στο σώμα και σε ολόκληρο το σώμα. Διοχετεύεται παντού στο σώμα κι έχει γνώση, κι αντιδρά σε όλα τα επίπεδα, σε όλο το σώμα. Γίνεται σκέψη στον πρόσθιο εγκέφαλο. Γίνεται συναίσθημα-συγκίνηση στο επίπεδο του στήθους. Γίνεται σωματική εμπειρία στις κατώτερες σωματικές λειτουργίες, πιο χαμηλά… Για να γνωρίσουμε πραγματικά τι είμαστε, τι είναι ο άνθρωπος, πρέπει να τον γνωρίσουμε Εδώ, Τώρα, σε Πραγματικό Χρόνο. Να Αναγνωρίσουμε την Αντίληψη αυτού που συμβαίνει, με Πλήρη Προσοχή, χωρίς παραποιήσεις. Να Αναγνωρίσουμε τι ακριβώς κάνει η σκέψη, πως φιλτράρει την αντίληψη της πραγματικότητας και κατασκευάζει μια προσωπική αντίληψη της πραγματικότητας. Να αναγνωρίσουμε τις αξίες που έχουμε υιοθετήσει και τα συναισθήματα που νοιώθουμε. Να Αναγνωρίσουμε το Σώμα, τις σωματικές εμπειρίες και δραστηριότητες, και το νόημά τους …
Υπάρχει μια Πλήρης Αντιστοιχία ανάμεσα στην Ανώτερη Οντότητα, τις ανώτερες λειτουργίες, και το σώμα. Η Οντότητα, η Λειτουργία της, διαφοροποιείται σε συγκεκριμένες περιοχές του νευρικού συστήματος, και του σώματος, που ονομάζουμε «λειτουργικά κέντρα». Η Παράδοση τα ονομάζει «πάντμα» (στον Βουδισμό), τσάκρας (στην Ταντρική Γιόγκα), «λατάιφ» (στην Σουφική Παράδοση)… Υπάρχουν αναφορές στους χριστιανούς ασκητές, και σε όλες τις Παραδόσεις… Όλα αυτά υπάρχουν, λειτουργούν, αλλά χωρίς ανώτερο έλεγχο, κυριαρχία, ασυντόνιστα, ή είναι μπλοκαρισμένα. Για αυτό λέμε ότι τα «κέντρα» είναι μη-αφυπνισμένα, σε λήθαργο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επιτελούνται οι αντίστοιχες λειτουργίες. Απλά δεν επιτελούνται σωστά, επιτελούνται με λάθος τρόπο, ή μονομερώς. Κι αυτή η άγνοια, η μη σωστή λειτουργία των ανθρώπινων δυνάμεων στα αντίστοιχα λειτουργικά κέντρα, είναι που δημιουργεί την σύγχυση, την σύγκρουση, την αρρώστια, κλπ.... Αφύπνιση λοιπόν των «κέντρων» σημαίνει υπέρβαση της απλής ασυντόνιστης, ή μπλοκαρισμένης λειτουργίας, έλεγχος, ισορροπία κι ολοκληρωμένη δράση, σε όλα τα επίπεδα.
Η Αντιστοιχία: Η Παρουσία, το Πνεύμα, Είναι Έξω (στην πραγματικότητα το Πνεύμα δεν «ενσαρκώνεται» ποτέ) αλλά και Μέσα στο σώμα (στο Ανώτερο Κέντρο Έχει Έδρα, αλλά Διοχετεύεται παντού κι έχει επίγνωση των πάντων στο σώμα). Στο Ανώτερο Κέντρο είναι Αντίληψη του τι συμβαίνει, Αντίληψη της Ενότητας της Ύπαρξης. Στον πρόσθιο εγκέφαλο δεν αντιλαμβανόμαστε αντικειμενικά αλλά με προσωπικές παρεμβάσεις κατασκευάζουμε την δική μας αντίληψη της πραγματικότητας. Στο «στήθος» εκδηλώνονται οι συγκινήσεις, κλπ. Στο κατώτερο σώμα λαβαίνει χώρα η σωματική εμπειρία και δραστηριότητα που σχετίζεται με την σωματική επιβίωση… Οι διάφορες περιγραφές των κέντρων στις Διάφορες Παραδόσεις, ο αριθμός τους, κλπ… είναι δευτερεύουσες.
4. Η Αληθινή Αφύπνιση των Λειτουργικών Κέντρων
Να Γνωρίσουμε λοιπόν τον Άνθρωπο, τον Εαυτό μας, να Έχουμε Αυτογνωσία, σημαίνει να έχουμε Βιωματική Αναγνώριση της Παρουσίας μας (την Αληθινή Χωρίς Ιδιότητες Ουσία μας), Εδώ, Τώρα, (πάντα γίνεται σε Πραγματικό Χρόνο) και των διαφόρων λειτουργιών που επιτελούμε. Να Γνωρίζουμε τι κάνουμε, γιατί το κάνουμε. Να Έχουμε Κυριαρχία των λειτουργιών μας. Να Προσανατολιζόμαστε Ορθά στην Ζωή. Να Ζούμε Ισορροπημένα. Να Ζούμε Αληθινά… Μιλώντας ειδικά, πρακτικά, Πρέπει να Είμαστε Συνεχώς σε Θέση Ισορροπίας, στη Θέση της Απλής Αντίληψης όπου Παρατηρούμε με Πλήρη Προσοχή τι Συμβαίνει… Δηλαδή να Ζούμε Εδώ, Τώρα, Συνειδητά… Να χρησιμοποιούμε την σκέψη όταν χρειάζεται αλλά χωρίς να την αφήνουμε να παραμορφώνει την αντίληψή μας για την πραγματικότητα. Να έχουμε Υγιή Συναισθήματα και Υγιείς Επιθυμίες. Και να Δρούμε στον κόσμο με βάση Όλη Αυτή την Γνώση. Με Όλη Αυτή την Γνώση να Φωτίζει την δραστηριότητά μας, τις πράξεις μας, γνωρίζουμε που πηγαίνουμε… Να Ζούμε Αληθινά για όσο ζούμε εδώ, στην γη.
Η Αληθινή Αυτογνωσία λοιπόν σημαίνει Αναγνώριση του Όλου Ανθρώπου που είμαστε, Ουσίας-Λειτουργιών-Σώματος, Κυριαρχία των Λειτουργιών, Ορθή Χρήση των Λειτουργιών, Αληθινή Δημιουργική Ζωή. Μόνο όταν είμαστε Αληθινοί Άνθρωποι, πολλοί Αληθινοί Άνθρωποι, μπορούμε να ζούμε σε μια ανθρώπινη κοινωνία.
Πραγματική Αυτογνωσία συνεπώς σημαίνει να Αναγνωρίσουμε τι είμαστε, πως λειτουργούμε, τι συμβαίνει, τι κάνουμε, που πάμε. Αυτό σημαίνει ότι το Πνεύμα πρέπει να Είναι Ελεύθερο κι όχι σκλαβωμένο σε επιμέρους λειτουργίες (όπως η σκέψη). Το Πνεύμα πρέπει να Ανυψωθεί στην Έδρα του, να Βιώσουμε την Ουσία, την Ενότητα της Ύπαρξης, να Ενωθούμε με την Άχρονη Πηγή, και με Αυτή την Εμπειρία, μέσα από Αυτή την Εμπειρία να Φωτίζει τις κατώτερες λειτουργίες, να τις χρησιμοποιούμε ορθά, να σκεφτόμαστε ορθά, να συναισθανόμαστε ορθά, να ζούμε ορθά έξω στον κόσμο… Η Ελευθερία λοιπόν είναι Προϋπόθεση για να Ζούμε Ορθά. Όταν μιλάμε για Αυτογνωσία μιλάμε για Ελευθερία, για Γνώση της Ουσίας και των λειτουργιών, για Κυριαρχία των λειτουργιών, για Γνώση που γίνεται πράξη.
Η Αληθινή Αφύπνιση των λειτουργικών κέντρων σημαίνει την Πραγματική Βιωματική Ανύψωση πάνω από τις περιορισμένες λειτουργίες (ή την στασιμότητα, ή τον εγκλωβισμό σε κατώτερες λειτουργίες). Να ξεμπλοκάρουμε την Λειτουργία μας σε κατώτερες λειτουργίες, να Ελευθερωθούμε από αυτές τις λειτουργίες (όπως η σκέψη, πάθη, απορρόφηση στον εξωτερικό κόσμο), να Ανυψωθούμε Βιωματικά στην Καθαρή Αντίληψη της Ουσίας μας (της Αγνής Παρουσίας μας)… Μιλάμε για κάτι που συμβαίνει πραγματικά, Εδώ, Τώρα, σε Πραγματικό Χρόνο, για κάτι βιωματικό… πρέπει να το κάνουμε, να το Βιώσουμε… Η Αληθινή Πλήρης Αφύπνιση σημαίνει πραγματικά την Βιωματική Αναγνώριση της Ουσίας μας. Να Βιώσουμε την Ουσία μας, την Ελευθερία, το Χωρίς Ιδιότητες. Να Έχουμε Αυτή την Εμπειρία, στο Ανώτερο Κέντρο του Σώματος, να Έχουμε την Εμπειρία του Απεριόριστου Έξω από το σώμα. Μόνο όταν Έχουμε Αυτή την Εμπειρία μπορούμε να επιστρέψουμε μετά πάλι πίσω στο σώμα και να το λειτουργήσουμε σωστά (σε όλα τα επίπεδα, από την σκέψη, μέχρι την σωματική δραστηριότητα).
Η Αφύπνιση πρέπει να είναι Βιωματική, όπως κι η Ελευθερία κι η Κυριαρχία των λειτουργιών, στα αντίστοιχα λειτουργικά κέντρα στο σώμα. Δεν μπορεί να είναι θεωρητική, υποθετική ή φανταστική. Ούτε η Αφύπνιση των κέντρων γίνεται με οραματισμό των κέντρων, αναπνευστικές ασκήσεις, ή επίθεση των χεριών στη θέση των κέντρων, ή οτιδήποτε, όπως διδάσκουν κάποιοι… Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στην Βιωματική Ανύψωση του Πνεύματος, στην Απελευθέρωση του Πνεύματος από δεσμευτικές λειτουργίες και στο να νομίζουμε, να ευχόμαστε ή να βεβαιώνουμε λεκτικά ότι έχουμε αφυπνίσει τα κέντρα… Εκ του αποτελέσματος κρίνονται τα πράγματα. Η Πραγματική Αφύπνιση των λειτουργικών κέντρων συνοδεύεται από αντίστοιχες εμπειρίες, που δεν εμφανίζονται στην ψευτοαφύπνιση… Όσοι γνωρίζουν δεν ξεγελιούνται.
5. Ελευθερία, Αυτογνωσία, Κυριαρχία, Ζωή, και Δράση
Η Πραγματική Βιωματική Απελευθέρωση από την παραπλανητική δράση των κατώτερων λειτουργιών αποτελεί Προϋπόθεση για να Γνωρίσουμε την Ουσία μας, την Αιώνια Χωρίς Ιδιότητες Άχρονη Ουσία μας, την Αγνή Παρουσία… Χωρίς Πλήρη Απελευθέρωση από όλες τις κατώτερες διαδικασίες δεν μπορούμε να έχουμε Εμπειρία του Απολύτου.
Αυτογνωσία σημαίνει ακριβώς να Έχουμε Εμπειρία της Αληθινής Ουσίας μας, (της Αγνής Παρουσίας)) που Είναι Μια και Μοναδική Παρουσία Χωρίς Διακρίσεις, να Αναγνωρίζουμε Αυτή την Ουσία Μέσα σε Όλα, να Συναισθανόμαστε Βαθιά την Ενότητα της Ύπαρξης, των Πάντων, και να Βιώνουμε την Συνεκτική Δύναμη της Αγάπης που τα Ενώνει Όλα.
Η Αυτογνωσία που μας Φανερώνει την Αληθινή Ουσία, την Ενότητα της Ουσίας Μέσα σε Όλα, την Ενότητα Όλων, μπορεί να Φωτίσει τις κατώτερες λειτουργίες, να τις ελέγξει, να τις κατευθύνει. Με το Φως της Γνώσης όλες οι κατώτερες λειτουργίες λειτουργούν σωστά. Η σκέψη γίνεται αντικειμενική και δεν μας παραπλανά, Συναισθήματα, επιθυμίες λειτουργούν σε υγιή βάση και δεν μας παρασύρουν, ούτε οι ανάγκες της ζωής μας αποπροσαναταλίζουν αλλά εκτελούνται χωρίς διαμάχες και συγκρούσεις.
Η Αληθινή Ζωή σημαίνει ακριβώς να Γνωρίζουμε Ποιοι Είμαστε, η Μια Θεϊκή Ουσία Ενσαρκωμένη στο Σώμα, στο Ναό του Σώματος, και να λειτουργούμε ακριβώς σαν Θεϊκή Ουσία μέσα στο Σώμα… Γιατί είναι γραμμένο τι «όπως Είναι Άγιος ο Πατέρας στον Ουρανό, έτσι πρέπει να είμαστε κι εμείς, άγιοι, εδώ, στο σώμα, στη γη, στο κόσμο»… Ο Αληθινός Ολοκληρωμένος Άνθρωπος είναι αυτός που Έχει Γνωρίσει Βιωματικά (όχι πληροφοριακά) την Θεϊκή Ουσία του, την Θεϊκή Προέλευσή του, και μεταφέρει Αυτή την Γνώση κάτω, στο Σώμα, στη γη, στο κόσμο… Όπως στον Ουρανό έτσι και στη γη.
Μόνο Αληθινοί Άνθρωποι, Ελεύθεροι, με Αυτογνωσία, με Πλήρη Κυριαρχία των δυνάμεων τους, Πραγματικά Άγιοι μέσα στο σώμα, μπορούν να μεταφέρουν το Θεϊκό Φως έξω στον κόσμο, στην Δράση, στην καθημερινή ζωή. Αν δεν το κάνουν αυτοί ποιος θα το κάνει; Αυτοί που νομίζουν ότι με το να συλλαμβάνουν τον Θεό νοητικά, σαν σύνολο πληροφοριών, τον Γνωρίζουν κιόλας; Αυτοί που χωρίς να νοιώθουν την Ενότητα της Ύπαρξης την Βαθιά Συγκλονιστική Δύναμη της Αγάπης έχουν κάνει την λέξη Αγάπη καραμέλα; Αυτοί που χωρίς να Αισθάνονται Μέσα τους Βαθιά, χρησιμοποιούν μεγάλες λέξεις;… Η Αληθινή Ζωή είναι Αυτή που Ζούμε, όχι αυτή που φανταζόμαστε, ή ευχόμαστε ή επιθυμούμε. Η Πραγματική Αλλαγή είναι Βιωματική, δεν είναι θεωρητική, φανταστική, ή μόνο λόγια… Η Αλήθεια θέλει να θυσιάσουμε όλα τα ψέματα κι η Αγάπη απαιτεί να θυσιάσουμε το μικρό εγώ μας…
Η χαρά από κάτι που τελειώνει
Νέες έρευνες, δείχνουν ότι η αναμονή της περάτωσης μιας ευχάριστης εμπειρίας είναι ένας αποτελεσματικός – «παράδοξος» – τρόπος για να την απολαύσετε περισσότερο.
Μια τελευταία μπουκιά, ένα τελευταίο κεφάλαιο, μια τελευταία συνάντηση, ένα τελευταίο φιλί – κάθε μέρα, τα καλά πράγματα στη ζωή μας τελειώνουν…
Το τέλος είναι θλιβερό, αλλά εάν συνοδεύεται από κάποιο διαυγές καθαρκτικό αποτέλεσμα, τότε ενισχύει τα οφέλη της κάθε εμπειρίας που τελείωσε. Στις μέρες μας, οι επιστήμονες διερευνούν με ποιο τρόπο το τέλος των εμπειριών μας επηρεάζει την ευημερία μας. Προτείνουν να χρησιμοποιήσουμε τη φαντασία μας για να κατανοήσουμε ότι υπάρχει ένα τέλος – σε κάποιο στάδιο της ζωής μας, στο χρόνο που αφιερώνουμε σε ένα μέρος με κάποιους ανθρώπους, σε μια φιλία – και με αυτόν τον τρόπο να εκτιμήσουμε το καθετί περισσότερο πριν το αφήσουμε πίσω μας.
Σε μια μελέτη του 2017 που δημοσιεύθηκε στο Journal of Positive Psychology, η Kristin Layous και οι συνεργάτες της, συγκέντρωσαν περίπου 140 πρωτοετείς του πανεπιστημίου για ένα παράξενο πείραμα διάρκειας ενός μηνός. Οι μισοί από αυτούς είχαν εκπαιδευτεί να ζήσουν εκείνο το μήνα σαν να ήταν ο τελευταίος τους στην πανεπιστημιούπολη, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στους καθηγητές, στους συμφοιτητές και στους τόπους που θα χάνονταν όταν έφευγαν. Το άλλο μισό, η ομάδα ελέγχου, απλώς περνούσε τις μέρες του ως συνήθως. Κάθε εβδομάδα, οι μαθητές διηγούνταν πώς είχαν περάσει το χρόνο τους.
Πριν και μετά το πείραμα, όλοι οι μαθητές συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια σε σχέση με την ευημερία τους: πόσο ικανοποιημένοι ήταν με τη ζωή τους και πόσα θετικά και αρνητικά συναισθήματα βίωσαν. Αναφέρθηκαν επίσης, πόσο ικανοποιήθηκαν οι θεμελιώδεις ψυχολογικές ανάγκες τους για αυτονομία, αίσθηση ικανότητας και επικοινωνία, πόσο ελεύθεροι, ικανοί και συνδεδεμένοι με τους άλλους ανθρώπους αισθάνονταν. Σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, η ομάδα που είχε στο μυαλό της ότι θα έφευγε σύντομα δήλωσε ότι ένιωθε περισσότερη ευεξία σε σχέση με την ικανοποίηση των ψυχολογικών αναγκών. Η προοπτική της λήξης του κολλεγίου δεν στεναχωρούσε τους συμμετέχοντες, στην πραγματικότητα έμοιαζε να εμπλουτίζει τις εμπειρίες τους.
«Η αίσθηση του χρόνου ως πεπερασμένου ώθησε τους ανθρώπους να αδράξουν τη στιγμή και να επιδιώξουν να αυξήσουν το αίσθημα της ευημερίας στην καθημερινότητα», γράφει η Layous και οι συνάδελφοί της. «Όταν οι άνθρωποι αναλαμβάνουν δράση για να εκτιμήσουν περισσότερο την καθημερινότητα, συμπεριλαμβανομένων των κοντινών τους φίλων, της οικογένειας, των συναδέλφων τους, μπορεί να νιώσουν ότι βρίσκονται ακριβώς εκεί που θέλουν να είναι». Αυτή η μελέτη – μαζί με κάποια προηγούμενη έρευνα – αποτελούν ενδείξεις ότι η σκέψη πως όλα κάποτε τελειώνουν είναι ένας υπολανθάνον τρόπος για ν’ αυξηθεί το αίσθημα της ευτυχίας.
ΣΥΝΗΘΩΣ ΘΕΩΡΟΥΜΕ ΟΤΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΚΑΚΟ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ. ΠΩΣ, ΟΜΩΣ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΑΥΤΗ Η ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ;
Παρακάτω θα βρείτε τέσσερεις λόγους για τους οποίους οι επιστήμονες πιστεύουν πως κάτι που τελειώνει μπορεί να κάνει τη ζωή σας καλύτερη: Το τέλος μας συνδέει περισσότερο με τον παρόντα χρόνο.
Μια εξήγηση για αυτό το αξιοπερίεργο φαινόμενο, μπορεί να προκύψει από τη «θεωρία της κοινωνικο-συναισθηματικής επιλεκτικότητας» της Laura Carstensen, η οποία εξετάζει πώς η αίσθηση που έχουμε για το πέρασμα του χρόνου επηρεάζει τους στόχους και τις σχέσεις μας.
Όταν θεωρούμε ότι ο χρόνος εκτείνεται στο άπειρο, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρία, τείνουμε να προτιμούμε δραστηριότητες από τις οποίες θα αποκτήσουμε γνώση: παρακολούθηση σχολείου, συμμετοχή σε κοινωνικές εκδηλώσεις, εκμάθηση νέων δεξιοτήτων. Αυτές οι δραστηριότητες αποτελούν μια επένδυση στο μέλλον, η οποία συχνά συνεπάγεται κάποιο βαθμό δυσκολίας και προσπάθεια. Όταν αντιλαμβανόμαστε το χρόνο περιορισμένο – με άλλα λόγια, όταν το τέλος μοιάζει να πλησιάζει – τείνουμε να προτιμούμε δραστηριότητες που μας κάνουν να νιώθουμε καλά ή έχουν νόημα στο παρόν, όπως η συναναστροφή με τους πιο κοντινούς μας φίλους ή η κατανάλωση των αγαπημένων μας φαγητών.
«Νέοι ή ηλικιωμένοι, όταν οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το χρόνο ως πεπερασμένο, δίνουν μεγαλύτερη σημασία στην αναζήτηση του νοήματος και ικανοποίησης από τη ζωή και επενδύουν λιγότερους πόρους στη γνώση και την διεύρυνση των οριζόντων τους», εξηγεί η Carstensen.
Με άλλα λόγια, είναι πιθανό η γνώση ότι όλα τελειώνουν κάποια στιγμή, να μας οδηγεί προς την κατεύθυνση που θα ενισχύσει το αίσθημα της ευτυχίας μας εδώ και τώρα. «Το τέλος» μας φέρνει πιο κοντά.
Πώς εκδηλώνεται αυτή η επίδραση; Η μελέτη των τρόπων συμπεριφοράς σε σχέση με πράγματα που φτάνουν στο τέλος φέρνει στην επιφάνεια την προτίμησή μας να θέτουμε ως προτεραιότητα τις κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες, όπως δείχνουν πολλές έρευνες, μπορούν να τονώσουν το αίσθημα της ευημερίας μας.
Σε μια μελέτη, για παράδειγμα, οι ερευνητές συγκέντρωσαν περίπου 400 κατοίκους της Καλιφόρνια και τους χώρισαν σε τρεις ομάδες ανά ηλικία: νέοι (κατά μέσο όρο 23 ετών), μεσήλικες (μέσος όρος ηλικίας 46 έτη) και ηλικιωμένοι (μέσος όρος ηλικίας 72 έτη). Ρώτησαν τους συμμετέχοντες ποιον θα ήθελαν να συναντήσουν αν είχαν μισή ώρα να διαθέσουν: ένα μέλος της οικογένειας, κάποια πρόσφατη γνωριμία ή το συγγραφέα ενός βιβλίου που είχαν διαβάσει.
Ο χρόνος που περνάμε με την οικογένεια εντάσσεται στην κατηγορία του ευ ζην: μπορεί να μην αφορά σε μια νέα πρόκληση, αλλά (τουλάχιστον σύμφωνα με τις έρευνες) είναι συνήθως σχετικά ευχάριστη εμπειρία. Η συνάντηση με τον γνωστό και τον συγγραφέα, αποτελούν ευκαιρίες για μάθηση και εξέλιξη και ανήκει στην κατηγορία των δραστηριοτήτων για μάθηση.
Υπό κανονικές συνθήκες, το 65% των νέων αποφάσισαν να περάσουν χρόνο με τον γνωστό ή τον συγγραφέα, ενώ το 65% των μεγαλύτερων σε ηλικία συμμετεχόντων – με λιγότερες βλέψεις για το μέλλον τους – επέλεξε να περάσει χρόνο με μέλη της οικογένειας τους. Όταν ωστόσο, τους ζητήθηκε να φανταστούν ότι μετακόμιζαν στην άλλη άκρη της χώρας μέσα σε λίγες εβδομάδες, το 80% των νέων επιλέγει να περάσει χρόνο με ένα μέλος της οικογένειας – ενισχύοντας τη θεωρία της Carstensen, ότι αλλάζουμε τις αποφάσεις μας και θέτουμε άλλους στόχους όταν θεωρούμε ότι μια κατάσταση μπορεί να τερματιστεί. Η εισαγωγή των αναμενόμενων κοινωνικών αλλαγών αναγκάζει τους νεότερους να μιμηθούν τις κοινωνικές επιλογές των μεγαλύτερων, εξηγούν οι ερευνητές. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι, ενδιαφέρονται κυρίως για τα άμεσα (συναισθηματικά) οφέλη και το κόστος της κάθε αλληλεπίδρασης.
Σε μια άλλη μελέτη, οι ερευνητές παρατήρησαν ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία του Χονγκ Κονγκ, όπου αυτή η θεωρία είχε την ευκαιρία να δοκιμαστεί σε εθνικό επίπεδο. Το 1997 το Χονγκ Κονγκ προσαρτήθηκε στην Κίνα. Ήταν το τέλος μιας εποχής, την οποία τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν χαρακτηρίσει ως εξαιρετικά αβέβαιη. Ένα χρόνο πριν την προσάρτηση, οι νεαροί κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ, που απαντούσαν σε ένα μισάωρο δωρεάν ερωτηματολόγιο, δήλωναν σαφή προτίμηση στη συνάντηση με το συγγραφέα ή το άτομο που είχαν γνωρίσει πρόσφατα όπως και οι Αμερικανοί συμμετέχοντες στην έρευνα. Όμως λίγους μήνες πριν από τη μετάβαση, δήλωσαν ότι θα προτιμούσαν να συναντήσουν ένα μέλος της οικογένειας, συμβαδίζοντας στις απαντήσεις τους με αυτές των νεαρών Καλιφορνέζων που τους είχε ζητηθεί να αντιδράσουν στο σενάριο μιας υποθετικής μετακόμισης. Ένα χρόνο μετά την προσάρτηση του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα, όταν η ατμόσφαιρα δεν ήταν αυτή του «τέλους εποχής», οι νέοι επέστρεψαν στις συνήθεις προτιμήσεις τους.
Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι ακόμα και αν δεν αφορούν σε προσωπικές μεταβάσεις, κάθε είδους τέλος, ασκεί ψυχολογική επίδραση. Μια ολόκληρη ομάδα μπορεί να βιώσει ένα «τέλος» ταυτόχρονα και οι αξίες και οι συμπεριφορές της να μεταβάλλονται εξαιτίας αυτού ακόμα και αν πρόκειται για τις χαρούμενες και γιορτινές τελευταίες μέρες του χρόνου. Το τέλος κάθε εμπειρίας βοηθάει να ξεπεράσουμε το παρελθόν και να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στους στόχους μας.
Σύμφωνα με τη θεωρία της Carstensen, η ευτυχία μας στο παρόν έρχεται σε αντίθεση με τις μελλοντικές μας επιδιώξεις, όπως η απόκτηση γνώσης και οι νέες σχέσεις. Αλλά μπορεί επίσης, να έρχεται σε αντίθεση με τις επενδύσεις που κάναμε στο παρελθόν – και εδώ, επίσης, η έρευνα δείχνει ότι η σκέψη ενός φανταστικού επικείμενου «τέλους», θα μας έδινε κάποιες απαντήσεις.
Σε μια άλλη σειρά πειραμάτων, όταν ζητήθηκε από τους νέους να φανταστούν ότι είχαν λίγα χρόνια ζωής, μειώθηκαν οι λανθασμένες αντιλήψεις σε σχέση με τις μελλοντικές τους επενδύσεις. Πιο συγκεκριμένα, η λανθασμένη αντίληψη για το κόστος των επενδύσεων ή των αποφάσεών μας, αφορά στη λήψη αποφάσεων με γνώμονα το χρόνο ή τα χρήματα που επενδύσαμε στο παρελθόν. Για παράδειγμα, ίσως συνεχίζουμε μια σχέση με έναν φίλο που δεν μας ταιριάζει ιδιαίτερα σήμερα επειδή τον γνωρίζουμε πολύ καιρό, ή διστάζουμε να αλλάξουμε σταδιοδρομία επειδή δεν θέλουμε να «ακυρώσουμε» την εκπαίδευσή μας.
Στη μελέτη αυτή, νέοι στους οποίους είχε ζητηθεί να αναλογιστούν το θάνατο ως κάτι επικείμενο, έδιναν μεγαλύτερη βαρύτητα στην ευτυχία τους στο παρόν και δεν έδιναν σημασία σε πράγματα στα οποία είχαν επενδύσει χρόνο και χρήμα στο παρελθόν, σε σύγκριση με νέους ανθρώπους των οποίων οι σκέψεις δεν ήταν προσανατολισμένες στο τέλος της ζωής τους. Αναλύοντας μια σειρά σεναρίων, η πρώτη ομάδα ήταν πιο πιθανό να σταματήσει να παρακολουθεί μια κακή ταινία, ακόμη και αν είχε πληρώσει για να τη δει, για παράδειγμα. Αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο για τις σχέσεις στις οποίες είχαν επενδύσει χρόνο.
«Όταν οι χρονικοί ορίζοντες περιορίζονται, οι άνθρωποι παρακινούνται να μεγιστοποιήσουν τις εμπειρίες τους, εδώ και τώρα», εξηγούν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Δυτικής Βιρτζίνιας. «Ο χρόνος θεωρείται ως ένας περιορισμένος πόρος που δεν πρέπει να ξοδεύεται σε επιδιώξεις που δεν σας ικανοποιούν».
Στις περιπτώσεις που το «τέλος» παραμονεύει, το μυαλό μας εστιάζει στο παρόν, αγνοώντας περισπασμούς από το παρελθόν και το μέλλον που έχουν μικρή σημασία για την ευτυχία μας στο παρόν.Το «τέλος» προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα και δίνει περισσότερο νόημα στις εμπειρίες.
Το τέλος μπορεί ν’ αφήσει μια γλυκόπικρη – τουλάχιστον – αίσθηση κι έτσι μπορεί να αυξήσει το αίσθημα της ευτυχίας, αλλά δεν αποτελεί συνταγή ευδαιμονίας.
Πράγματι, σε μια μελέτη του 2008 καταγράφηκε ότι το τέλος επιφέρει μεικτά συναισθήματα. Σε ένα πείραμα, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες – νέους (κατά μέσο όρο 20 ετών) όσο και μεγαλύτερους ανθρώπους (κατά μέσο όρο 77 ετών) – να φανταστούν ότι βρίσκονται σε μια τοποθεσία που είχε συναισθηματική αξία για αυτούς, όπως το αγαπημένο τους καφέ. Και οι δύο ομάδες ένιωθαν ανάμεικτα συναισθήματα – λιγότερη ευτυχία και περισσότερη θλίψη – όταν φαντάζονταν ότι βρίσκονταν εκεί για τελευταία φορά, σε σύγκριση με το να βρεθούν εκεί όπως συνηθίζουν να κάνουν. Σε ένα δεύτερο πείραμα, οι φοιτητές ανέφεραν περισσότερα ανάμεικτα συναισθήματα όταν τους υπενθύμισαν, ότι αυτή ήταν η τελευταία ημέρα τους ως φοιτητές στο πανεπιστήμιο.
Το τέλος φαίνεται να εμπνέει ένα δριμύ ανάμικτο συναίσθημα. Εμφανίζεται όταν συνειδητοποιούμε ότι κάτι που είχαμε συνηθίσει, τελείωσε (ή πρόκειται σύντομα να τελειώσει) και είναι εύλογο να πιστεύουμε ότι το τέλος στ’ αλήθεια είναι ακόμα πιο πιθανό από τα σενάρια που σκεφτόμαστε. Τα ανάμεικτα συναισθήματα, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, ανοίγουν την πόρτα στο να δώσουμε περισσότερο νόημα στη ζωή μας.
«Ενδεχομένως, επειδή ο χρόνος δεν ήταν στην πραγματικότητα περιορισμένος για τους συμμετέχοντες μας, να μπορούσαν να αντλήσουν θετικά συναισθήματα από το περιβάλλον τους χωρίς τη δυσκολία ή το άγχος που συνοδεύει κάτι που πρόκειται να τελειώσει στ’ αλήθεια», σημειώνουν η Layous και οι συνεργάτες της για το πείραμα τους που διήρκεσε ένα μήνα.
Κατά μία έννοια, το να φανταζόμαστε το τέλος μιας κατάστασης, μπορεί να προσφέρει περισσότερα οφέλη και λιγότερα μειονεκτήματα, σε σχέση με την αντιμετώπιση μιας πραγματικής απώλειας.
«Η σκέψη του χρόνου ως πεπερασμένου ώθησε τους ανθρώπους να αδράξουν τη στιγμή και να νιώσουν περισσότερη ικανοποίηση από τη ζωή τους» καταλήγουν οι Kristin Layous και συνεργάτες.
Μία νοσοκόμα μοιράστηκε τις σκέψεις της για το θάνατο, με βάση τα λεγόμενα ασθενών στο τέλος της ζωής τους: «Ανάμεσά τους είναι η θλίψη τους να εργάζεται κανείς τόσο σκληρά ώστε να χάνει την επαφή με τους στενούς του φίλους. Κάθε φορά που το σκέφτομαι αυτό, αισθάνομαι σύγχυση και δεν καταλαβαίνω γιατί δεν δίνουμε προτεραιότητα στα σημαντικά πράγματα στη ζωή μας. Γιατί μας καταβάλλει τόσο πολύ το άγχος και η πίεση της καθημερινότητας και δεν είμαστε ευγνώμονες για αυτά που έχουμε;»
Παρόλο που τα ερωτήματα αυτά εξακολουθούν να προκαλούν αμηχανία, αυτή η έρευνα προτείνει τουλάχιστον μια πιθανή, λύση: Φανταστείτε πως κάτι που είναι πολύ σημαντικό για εσάς σύντομα θα φτάσει στο τέλος του. Αντί να σας δυσαρεστήσει, αυτή η άσκηση μπορεί να σας δώσει την ευκαιρία να εκτιμήσετε καλύτερα το παρόν ώστε να μην έχετε απωθημένα αργότερα.
Μια τελευταία μπουκιά, ένα τελευταίο κεφάλαιο, μια τελευταία συνάντηση, ένα τελευταίο φιλί – κάθε μέρα, τα καλά πράγματα στη ζωή μας τελειώνουν…
Το τέλος είναι θλιβερό, αλλά εάν συνοδεύεται από κάποιο διαυγές καθαρκτικό αποτέλεσμα, τότε ενισχύει τα οφέλη της κάθε εμπειρίας που τελείωσε. Στις μέρες μας, οι επιστήμονες διερευνούν με ποιο τρόπο το τέλος των εμπειριών μας επηρεάζει την ευημερία μας. Προτείνουν να χρησιμοποιήσουμε τη φαντασία μας για να κατανοήσουμε ότι υπάρχει ένα τέλος – σε κάποιο στάδιο της ζωής μας, στο χρόνο που αφιερώνουμε σε ένα μέρος με κάποιους ανθρώπους, σε μια φιλία – και με αυτόν τον τρόπο να εκτιμήσουμε το καθετί περισσότερο πριν το αφήσουμε πίσω μας.
Σε μια μελέτη του 2017 που δημοσιεύθηκε στο Journal of Positive Psychology, η Kristin Layous και οι συνεργάτες της, συγκέντρωσαν περίπου 140 πρωτοετείς του πανεπιστημίου για ένα παράξενο πείραμα διάρκειας ενός μηνός. Οι μισοί από αυτούς είχαν εκπαιδευτεί να ζήσουν εκείνο το μήνα σαν να ήταν ο τελευταίος τους στην πανεπιστημιούπολη, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στους καθηγητές, στους συμφοιτητές και στους τόπους που θα χάνονταν όταν έφευγαν. Το άλλο μισό, η ομάδα ελέγχου, απλώς περνούσε τις μέρες του ως συνήθως. Κάθε εβδομάδα, οι μαθητές διηγούνταν πώς είχαν περάσει το χρόνο τους.
Πριν και μετά το πείραμα, όλοι οι μαθητές συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια σε σχέση με την ευημερία τους: πόσο ικανοποιημένοι ήταν με τη ζωή τους και πόσα θετικά και αρνητικά συναισθήματα βίωσαν. Αναφέρθηκαν επίσης, πόσο ικανοποιήθηκαν οι θεμελιώδεις ψυχολογικές ανάγκες τους για αυτονομία, αίσθηση ικανότητας και επικοινωνία, πόσο ελεύθεροι, ικανοί και συνδεδεμένοι με τους άλλους ανθρώπους αισθάνονταν. Σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, η ομάδα που είχε στο μυαλό της ότι θα έφευγε σύντομα δήλωσε ότι ένιωθε περισσότερη ευεξία σε σχέση με την ικανοποίηση των ψυχολογικών αναγκών. Η προοπτική της λήξης του κολλεγίου δεν στεναχωρούσε τους συμμετέχοντες, στην πραγματικότητα έμοιαζε να εμπλουτίζει τις εμπειρίες τους.
«Η αίσθηση του χρόνου ως πεπερασμένου ώθησε τους ανθρώπους να αδράξουν τη στιγμή και να επιδιώξουν να αυξήσουν το αίσθημα της ευημερίας στην καθημερινότητα», γράφει η Layous και οι συνάδελφοί της. «Όταν οι άνθρωποι αναλαμβάνουν δράση για να εκτιμήσουν περισσότερο την καθημερινότητα, συμπεριλαμβανομένων των κοντινών τους φίλων, της οικογένειας, των συναδέλφων τους, μπορεί να νιώσουν ότι βρίσκονται ακριβώς εκεί που θέλουν να είναι». Αυτή η μελέτη – μαζί με κάποια προηγούμενη έρευνα – αποτελούν ενδείξεις ότι η σκέψη πως όλα κάποτε τελειώνουν είναι ένας υπολανθάνον τρόπος για ν’ αυξηθεί το αίσθημα της ευτυχίας.
ΣΥΝΗΘΩΣ ΘΕΩΡΟΥΜΕ ΟΤΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΚΑΚΟ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ. ΠΩΣ, ΟΜΩΣ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΑΥΤΗ Η ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ;
Παρακάτω θα βρείτε τέσσερεις λόγους για τους οποίους οι επιστήμονες πιστεύουν πως κάτι που τελειώνει μπορεί να κάνει τη ζωή σας καλύτερη: Το τέλος μας συνδέει περισσότερο με τον παρόντα χρόνο.
Μια εξήγηση για αυτό το αξιοπερίεργο φαινόμενο, μπορεί να προκύψει από τη «θεωρία της κοινωνικο-συναισθηματικής επιλεκτικότητας» της Laura Carstensen, η οποία εξετάζει πώς η αίσθηση που έχουμε για το πέρασμα του χρόνου επηρεάζει τους στόχους και τις σχέσεις μας.
Όταν θεωρούμε ότι ο χρόνος εκτείνεται στο άπειρο, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρία, τείνουμε να προτιμούμε δραστηριότητες από τις οποίες θα αποκτήσουμε γνώση: παρακολούθηση σχολείου, συμμετοχή σε κοινωνικές εκδηλώσεις, εκμάθηση νέων δεξιοτήτων. Αυτές οι δραστηριότητες αποτελούν μια επένδυση στο μέλλον, η οποία συχνά συνεπάγεται κάποιο βαθμό δυσκολίας και προσπάθεια. Όταν αντιλαμβανόμαστε το χρόνο περιορισμένο – με άλλα λόγια, όταν το τέλος μοιάζει να πλησιάζει – τείνουμε να προτιμούμε δραστηριότητες που μας κάνουν να νιώθουμε καλά ή έχουν νόημα στο παρόν, όπως η συναναστροφή με τους πιο κοντινούς μας φίλους ή η κατανάλωση των αγαπημένων μας φαγητών.
«Νέοι ή ηλικιωμένοι, όταν οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται το χρόνο ως πεπερασμένο, δίνουν μεγαλύτερη σημασία στην αναζήτηση του νοήματος και ικανοποίησης από τη ζωή και επενδύουν λιγότερους πόρους στη γνώση και την διεύρυνση των οριζόντων τους», εξηγεί η Carstensen.
Με άλλα λόγια, είναι πιθανό η γνώση ότι όλα τελειώνουν κάποια στιγμή, να μας οδηγεί προς την κατεύθυνση που θα ενισχύσει το αίσθημα της ευτυχίας μας εδώ και τώρα. «Το τέλος» μας φέρνει πιο κοντά.
Πώς εκδηλώνεται αυτή η επίδραση; Η μελέτη των τρόπων συμπεριφοράς σε σχέση με πράγματα που φτάνουν στο τέλος φέρνει στην επιφάνεια την προτίμησή μας να θέτουμε ως προτεραιότητα τις κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες, όπως δείχνουν πολλές έρευνες, μπορούν να τονώσουν το αίσθημα της ευημερίας μας.
Σε μια μελέτη, για παράδειγμα, οι ερευνητές συγκέντρωσαν περίπου 400 κατοίκους της Καλιφόρνια και τους χώρισαν σε τρεις ομάδες ανά ηλικία: νέοι (κατά μέσο όρο 23 ετών), μεσήλικες (μέσος όρος ηλικίας 46 έτη) και ηλικιωμένοι (μέσος όρος ηλικίας 72 έτη). Ρώτησαν τους συμμετέχοντες ποιον θα ήθελαν να συναντήσουν αν είχαν μισή ώρα να διαθέσουν: ένα μέλος της οικογένειας, κάποια πρόσφατη γνωριμία ή το συγγραφέα ενός βιβλίου που είχαν διαβάσει.
Ο χρόνος που περνάμε με την οικογένεια εντάσσεται στην κατηγορία του ευ ζην: μπορεί να μην αφορά σε μια νέα πρόκληση, αλλά (τουλάχιστον σύμφωνα με τις έρευνες) είναι συνήθως σχετικά ευχάριστη εμπειρία. Η συνάντηση με τον γνωστό και τον συγγραφέα, αποτελούν ευκαιρίες για μάθηση και εξέλιξη και ανήκει στην κατηγορία των δραστηριοτήτων για μάθηση.
Υπό κανονικές συνθήκες, το 65% των νέων αποφάσισαν να περάσουν χρόνο με τον γνωστό ή τον συγγραφέα, ενώ το 65% των μεγαλύτερων σε ηλικία συμμετεχόντων – με λιγότερες βλέψεις για το μέλλον τους – επέλεξε να περάσει χρόνο με μέλη της οικογένειας τους. Όταν ωστόσο, τους ζητήθηκε να φανταστούν ότι μετακόμιζαν στην άλλη άκρη της χώρας μέσα σε λίγες εβδομάδες, το 80% των νέων επιλέγει να περάσει χρόνο με ένα μέλος της οικογένειας – ενισχύοντας τη θεωρία της Carstensen, ότι αλλάζουμε τις αποφάσεις μας και θέτουμε άλλους στόχους όταν θεωρούμε ότι μια κατάσταση μπορεί να τερματιστεί. Η εισαγωγή των αναμενόμενων κοινωνικών αλλαγών αναγκάζει τους νεότερους να μιμηθούν τις κοινωνικές επιλογές των μεγαλύτερων, εξηγούν οι ερευνητές. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι, ενδιαφέρονται κυρίως για τα άμεσα (συναισθηματικά) οφέλη και το κόστος της κάθε αλληλεπίδρασης.
Σε μια άλλη μελέτη, οι ερευνητές παρατήρησαν ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία του Χονγκ Κονγκ, όπου αυτή η θεωρία είχε την ευκαιρία να δοκιμαστεί σε εθνικό επίπεδο. Το 1997 το Χονγκ Κονγκ προσαρτήθηκε στην Κίνα. Ήταν το τέλος μιας εποχής, την οποία τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν χαρακτηρίσει ως εξαιρετικά αβέβαιη. Ένα χρόνο πριν την προσάρτηση, οι νεαροί κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ, που απαντούσαν σε ένα μισάωρο δωρεάν ερωτηματολόγιο, δήλωναν σαφή προτίμηση στη συνάντηση με το συγγραφέα ή το άτομο που είχαν γνωρίσει πρόσφατα όπως και οι Αμερικανοί συμμετέχοντες στην έρευνα. Όμως λίγους μήνες πριν από τη μετάβαση, δήλωσαν ότι θα προτιμούσαν να συναντήσουν ένα μέλος της οικογένειας, συμβαδίζοντας στις απαντήσεις τους με αυτές των νεαρών Καλιφορνέζων που τους είχε ζητηθεί να αντιδράσουν στο σενάριο μιας υποθετικής μετακόμισης. Ένα χρόνο μετά την προσάρτηση του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα, όταν η ατμόσφαιρα δεν ήταν αυτή του «τέλους εποχής», οι νέοι επέστρεψαν στις συνήθεις προτιμήσεις τους.
Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι ακόμα και αν δεν αφορούν σε προσωπικές μεταβάσεις, κάθε είδους τέλος, ασκεί ψυχολογική επίδραση. Μια ολόκληρη ομάδα μπορεί να βιώσει ένα «τέλος» ταυτόχρονα και οι αξίες και οι συμπεριφορές της να μεταβάλλονται εξαιτίας αυτού ακόμα και αν πρόκειται για τις χαρούμενες και γιορτινές τελευταίες μέρες του χρόνου. Το τέλος κάθε εμπειρίας βοηθάει να ξεπεράσουμε το παρελθόν και να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στους στόχους μας.
Σύμφωνα με τη θεωρία της Carstensen, η ευτυχία μας στο παρόν έρχεται σε αντίθεση με τις μελλοντικές μας επιδιώξεις, όπως η απόκτηση γνώσης και οι νέες σχέσεις. Αλλά μπορεί επίσης, να έρχεται σε αντίθεση με τις επενδύσεις που κάναμε στο παρελθόν – και εδώ, επίσης, η έρευνα δείχνει ότι η σκέψη ενός φανταστικού επικείμενου «τέλους», θα μας έδινε κάποιες απαντήσεις.
Σε μια άλλη σειρά πειραμάτων, όταν ζητήθηκε από τους νέους να φανταστούν ότι είχαν λίγα χρόνια ζωής, μειώθηκαν οι λανθασμένες αντιλήψεις σε σχέση με τις μελλοντικές τους επενδύσεις. Πιο συγκεκριμένα, η λανθασμένη αντίληψη για το κόστος των επενδύσεων ή των αποφάσεών μας, αφορά στη λήψη αποφάσεων με γνώμονα το χρόνο ή τα χρήματα που επενδύσαμε στο παρελθόν. Για παράδειγμα, ίσως συνεχίζουμε μια σχέση με έναν φίλο που δεν μας ταιριάζει ιδιαίτερα σήμερα επειδή τον γνωρίζουμε πολύ καιρό, ή διστάζουμε να αλλάξουμε σταδιοδρομία επειδή δεν θέλουμε να «ακυρώσουμε» την εκπαίδευσή μας.
Στη μελέτη αυτή, νέοι στους οποίους είχε ζητηθεί να αναλογιστούν το θάνατο ως κάτι επικείμενο, έδιναν μεγαλύτερη βαρύτητα στην ευτυχία τους στο παρόν και δεν έδιναν σημασία σε πράγματα στα οποία είχαν επενδύσει χρόνο και χρήμα στο παρελθόν, σε σύγκριση με νέους ανθρώπους των οποίων οι σκέψεις δεν ήταν προσανατολισμένες στο τέλος της ζωής τους. Αναλύοντας μια σειρά σεναρίων, η πρώτη ομάδα ήταν πιο πιθανό να σταματήσει να παρακολουθεί μια κακή ταινία, ακόμη και αν είχε πληρώσει για να τη δει, για παράδειγμα. Αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο για τις σχέσεις στις οποίες είχαν επενδύσει χρόνο.
«Όταν οι χρονικοί ορίζοντες περιορίζονται, οι άνθρωποι παρακινούνται να μεγιστοποιήσουν τις εμπειρίες τους, εδώ και τώρα», εξηγούν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Δυτικής Βιρτζίνιας. «Ο χρόνος θεωρείται ως ένας περιορισμένος πόρος που δεν πρέπει να ξοδεύεται σε επιδιώξεις που δεν σας ικανοποιούν».
Στις περιπτώσεις που το «τέλος» παραμονεύει, το μυαλό μας εστιάζει στο παρόν, αγνοώντας περισπασμούς από το παρελθόν και το μέλλον που έχουν μικρή σημασία για την ευτυχία μας στο παρόν.Το «τέλος» προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα και δίνει περισσότερο νόημα στις εμπειρίες.
Το τέλος μπορεί ν’ αφήσει μια γλυκόπικρη – τουλάχιστον – αίσθηση κι έτσι μπορεί να αυξήσει το αίσθημα της ευτυχίας, αλλά δεν αποτελεί συνταγή ευδαιμονίας.
Πράγματι, σε μια μελέτη του 2008 καταγράφηκε ότι το τέλος επιφέρει μεικτά συναισθήματα. Σε ένα πείραμα, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες – νέους (κατά μέσο όρο 20 ετών) όσο και μεγαλύτερους ανθρώπους (κατά μέσο όρο 77 ετών) – να φανταστούν ότι βρίσκονται σε μια τοποθεσία που είχε συναισθηματική αξία για αυτούς, όπως το αγαπημένο τους καφέ. Και οι δύο ομάδες ένιωθαν ανάμεικτα συναισθήματα – λιγότερη ευτυχία και περισσότερη θλίψη – όταν φαντάζονταν ότι βρίσκονταν εκεί για τελευταία φορά, σε σύγκριση με το να βρεθούν εκεί όπως συνηθίζουν να κάνουν. Σε ένα δεύτερο πείραμα, οι φοιτητές ανέφεραν περισσότερα ανάμεικτα συναισθήματα όταν τους υπενθύμισαν, ότι αυτή ήταν η τελευταία ημέρα τους ως φοιτητές στο πανεπιστήμιο.
Το τέλος φαίνεται να εμπνέει ένα δριμύ ανάμικτο συναίσθημα. Εμφανίζεται όταν συνειδητοποιούμε ότι κάτι που είχαμε συνηθίσει, τελείωσε (ή πρόκειται σύντομα να τελειώσει) και είναι εύλογο να πιστεύουμε ότι το τέλος στ’ αλήθεια είναι ακόμα πιο πιθανό από τα σενάρια που σκεφτόμαστε. Τα ανάμεικτα συναισθήματα, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, ανοίγουν την πόρτα στο να δώσουμε περισσότερο νόημα στη ζωή μας.
«Ενδεχομένως, επειδή ο χρόνος δεν ήταν στην πραγματικότητα περιορισμένος για τους συμμετέχοντες μας, να μπορούσαν να αντλήσουν θετικά συναισθήματα από το περιβάλλον τους χωρίς τη δυσκολία ή το άγχος που συνοδεύει κάτι που πρόκειται να τελειώσει στ’ αλήθεια», σημειώνουν η Layous και οι συνεργάτες της για το πείραμα τους που διήρκεσε ένα μήνα.
Κατά μία έννοια, το να φανταζόμαστε το τέλος μιας κατάστασης, μπορεί να προσφέρει περισσότερα οφέλη και λιγότερα μειονεκτήματα, σε σχέση με την αντιμετώπιση μιας πραγματικής απώλειας.
«Η σκέψη του χρόνου ως πεπερασμένου ώθησε τους ανθρώπους να αδράξουν τη στιγμή και να νιώσουν περισσότερη ικανοποίηση από τη ζωή τους» καταλήγουν οι Kristin Layous και συνεργάτες.
Μία νοσοκόμα μοιράστηκε τις σκέψεις της για το θάνατο, με βάση τα λεγόμενα ασθενών στο τέλος της ζωής τους: «Ανάμεσά τους είναι η θλίψη τους να εργάζεται κανείς τόσο σκληρά ώστε να χάνει την επαφή με τους στενούς του φίλους. Κάθε φορά που το σκέφτομαι αυτό, αισθάνομαι σύγχυση και δεν καταλαβαίνω γιατί δεν δίνουμε προτεραιότητα στα σημαντικά πράγματα στη ζωή μας. Γιατί μας καταβάλλει τόσο πολύ το άγχος και η πίεση της καθημερινότητας και δεν είμαστε ευγνώμονες για αυτά που έχουμε;»
Παρόλο που τα ερωτήματα αυτά εξακολουθούν να προκαλούν αμηχανία, αυτή η έρευνα προτείνει τουλάχιστον μια πιθανή, λύση: Φανταστείτε πως κάτι που είναι πολύ σημαντικό για εσάς σύντομα θα φτάσει στο τέλος του. Αντί να σας δυσαρεστήσει, αυτή η άσκηση μπορεί να σας δώσει την ευκαιρία να εκτιμήσετε καλύτερα το παρόν ώστε να μην έχετε απωθημένα αργότερα.
Ελευσίνια μυστήρια
Τα Ελευσίνια Μυστήρια υπόσχονταν στους μυημένους ελπίδες για μια καλύτερη μοίρα στον Κάτω Κόσμο
Στα τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου, οι αρχαίοι Αθηναίοι και γενικότερα ο αρχαίος ελληνικός κόσμος άρχιζαν τον πολυήμερο εορτασμό των Ελευσινίων Μυστηρίων, μιας από τις μεγαλύτερες γιορτές τους. H καρδιά της γιορτής κτυπούσε στην Ελευσίνα και ειδικότερα στο ιερό των μεγάλων θεοτήτων της, της Δήμητρος, θεάς της γεωργίας, και της κόρης της Περσεφόνης. H αρχή της λατρείας εδώ ανάγεται πιθανότατα στα μυκηναϊκά χρόνια και δεν αποκλείεται να ήλθε από τη γειτονική Βοιωτία, όπου οι παραπάνω θεότητες είχαν την εποχή αυτή μια σημαντική θέση, όπως μας βεβαιώνουν πρόσφατα ευρήματα. Με βάση τα στοιχεία που διαθέτουμε ως σήμερα τα Ελευσίνια Μυστήρια ξεπέρασαν το τοπικά σύνορα και άρχισαν να αποκτούν μια πανελλήνια εμβέλεια γύρω στο 600 π.X. Είναι χαρακτηριστικό ότι, αν και η Ελευσίνα είχε από παλιά ενσωματωθεί στο αθηναϊκό κράτος - και όχι μόλις στα τέλη του 7ου αι. π.X. όπως υποστηρίζουν πολλοί -, εντούτοις δεσπόζοντα ρόλο στα πράγματα του ιερού είχε η ελευσινιακή οικογένεια των Ευμολπιδών, μέλη της οποίας καταλάμβαναν τα σημαντικότερα ιερατικά αξιώματα.
Τις πρώτες μέρες κέντρο του εορτασμού ήταν η Αθήνα. Είχε προηγηθεί η μεταφορά από την Ελευσίνα, μέσα σε ερμητικά κλειστές κίστες, των μυστικών «ιερών» των Μυστηρίων και η φύλαξή τους στο αθηναϊκό Ελευσίνιο, που βρισκόταν στις ΒΔ παρυφές της Ακρόπολης. H γιορτή άρχιζε με το κάλεσμα των υποψηφίων μυστών (υ.μ.) να συγκεντρωθούν στην Ποικίλη Στοά της αθηναϊκής Αγοράς. Στα Μυστήρια μπορούσαν να μυηθούν οι πάντες, άνδρες, γυναίκες και δούλοι, πλην βαρβάρων. Κύριος λόγος του αποκλεισμού των τελευταίων ήταν ίσως οι δυσκολίες τους στην κατανόηση της Ελληνικής γλώσσας και αυτό προκαλούσε ανυπέρβλητες δυσκολίες στη μύηση αφού τα «λεγόμενα» έπαιζαν σημαντικό ρόλο σ' αυτήν. Έπρεπε όμως οι υ.μ. να εκπληρώνουν ορισμένες προϋποθέσεις: να έχουν προηγουμένως μυηθεί στα «εν Αγραις» (προάστιο της αρχαίας Αθήνας κοντά στο A´ Νεκροταφείο) Μυστήρια, να διαθέτουν αγνότητα ψυχής και να έχουν χέρια αμόλυντα από ανθρώπινο αίμα. Μετά τους σχετικούς ελέγχους, κάθε υ.μ. πλήρωνε τα έξοδα της μύησης - ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό - και ετίθετο υπό την καθοδήγηση ενός κατηχητή (μυσταγωγού), ο οποίος τον συνόδευε και τον κατηχούσε ως την ώρα της μύησής του.
Την επόμενη μέρα γινόταν η κάθοδος των υ.μ. στο Φάληρο για το καθαρτήριο λουτρό. Ο καθένας τους έπαιρνε μαζί του στη θάλασσα και ένα χοιρίδιο που επρόκειτο αργότερα να το θυσιάσει και να ραντιστεί με το αίμα του. Το νερό από πολύ παλιά είναι γνωστό μέσο εξαγνισμού. Στις μέρες που ακολουθούσαν οι υ.μ. με θυσίες και νηστεία προετοιμάζονταν ψυχικά για τη μεγάλη στιγμή της μύησης, ενώ η πέμπτη μέρα προσέφερε μοναδικές στιγμές. Μια μεγαλόπρεπη πομπή ξεκινούσε με συνοδεία τιμητικού στρατιωτικού αποσπάσματος και μουσικής από την Αθήνα και διασχίζοντας πεζή την Ιερά οδό, μια απόσταση πάνω από 20 χιλιόμετρα, έφτανε βράδυ στην Ελευσίνα. Προηγούνταν ένα άγαλμα του Ιάκχου, μιας μορφής που προσωποποιούσε τους ήχους των ύμνων, τις θριαμβευτικές ιαχές και γενικότερα τον θόρυβο που προκαλείται από τέτοιες εκδηλώσεις, όπως και τα «ιερά» των Μυστηρίων καλά φυλαγμένα μέσα στις κίστες, και ακολουθούσαν το ιερατείο με τις αρχές της πόλης, οι υ.μ. με τους κατηχητές τους και πλήθος πιστών.
Για τη μέρα που ξημέρωνε, τη σημαντικότερη της όλης γιορτής αφού σε αυτήν λάμβανε χώρα η διαδικασία της μύησης, οι πηγές μας είναι δυστυχώς ελάχιστες και σκοτεινές. Οι πιστοί, υπακούοντας στα κελεύσματα της Πολιτείας που απαγόρευε αυστηρά την κοινοποίηση μυστικών των Μυστηρίων, κράτησαν κλειστό το στόμα τους, καθώς «ο μεγάλος σεβασμός προς τους θεούς έδενε τη γλώσσα τους». Γνωστό είναι ένα γεύμα, ο πέλανος, στο οποίο οι συμμετέχοντες ήταν πολλοί, ενώ το βράδυ οι υ.μ. διέκοπταν τη νηστεία τους πίνοντας τον κυκεώνα, ένα μείγμα νερωμένου αλευριού με φλισκούνι. Βράδυ, υπό το υποβλητικό φως δαδών, γινόταν και η μύηση εντός του ναού της Δήμητρας και της Κόρης, του γνωστού ως Τελεστηρίου. Επρόκειτο για ένα ξεχωριστό και εντυπωσιακό σε μέγεθος κτίριο. Στη μέση του, υπήρχε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο, το Ανάκτορο, όπου φυλάγονταν τα «ιερά» των Μυστηρίων και στο οποίο μόνον ο ιεροφάντης, ο ανώτατος ιερέας του ιερού, μπορούσε να εισέλθει. H μύηση εκτός από «λεγόμενα», περιελάμβανε «δρώμενα» και «δεικνύμενα». Χριστιανοί συγγραφείς μιλούν ή αφήνουν υπονοούμενα για άσεμνα δρώμενα και για επίδειξη σεξουαλικών συμβόλων κατά τη διάρκεια της μύησης. Ωστόσο η αντικειμενικότητά τους είναι συζητήσιμη. H λατρεία μιας θεάς της βλάστησης, όπως ήταν η Δήμητρα, φυσικό είναι να συνδέεται και με τη γονιμότητα των ανθρώπων. Πάντως ένας εξ αυτών μας πληροφορεί ότι το ιερότατο αντικείμενο που έδειχνε ο ιεροφάντης «εν σιωπή» και εν μέσω εκτυφλωτικού φωτός δαδών στον ανώτερο βαθμό μύησης, αυτόν της εποπτείας, ήταν ένα θερισμένο στάχυ.
Τα Ελευσίνια Μυστήρια υπόσχονταν στους μυημένους βάσιμες ελπίδες για μια ευτυχισμένη επίγεια ζωή και πάνω από όλα μια καλύτερη μοίρα στον Κάτω Κόσμο. Αποκαλυπτικά είναι όσα διαλαλεί η ίδια η Δήμητρα: «μακάριος είναι όποιος από τους ανθρώπους έχει γνωρίσει (τα Μυστήριά μου). Όποιος όμως δεν έχει μυηθεί (σ' αυτά)... ακόμη και νεκρός δεν θα έχει τύχη στο μουχλιασμένο σκοτάδι». Ανάλογα είναι και τα λεγόμενα του Σοφοκλή: «πανευτυχείς είναι όσοι θνητοί κατεβαίνουν στον Αδη έχοντας μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια· μόνο γι' αυτούς υπάρχει εκεί φως. Για τους υπόλοιπους όλα είναι μαύρα». Τον άνθρωπο, από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του, το ενδεχόμενο του θανάτου τον βασανίζει και του προκαλεί αξεπέραστο φόβο. H μύηση, χωρίς άλλο, βοηθούσε τον αρχαίο πιστό να τον αντιμετωπίζει όχι ως το οριστικό τέλος του αλλά ως αφετηρία για μια καινούργια ζωή. Οπως ακριβώς συμβαίνει και με το θερισμένο - νεκρό δηλαδή - στάχυ που έδειχνε ο ιεροφάντης στους μύστες, μέσα σε απόλυτη σιωπή. Απ' αυτό ξεφυτρώνει ο καινούργιος καρπός.
Τις πρώτες μέρες κέντρο του εορτασμού ήταν η Αθήνα. Είχε προηγηθεί η μεταφορά από την Ελευσίνα, μέσα σε ερμητικά κλειστές κίστες, των μυστικών «ιερών» των Μυστηρίων και η φύλαξή τους στο αθηναϊκό Ελευσίνιο, που βρισκόταν στις ΒΔ παρυφές της Ακρόπολης. H γιορτή άρχιζε με το κάλεσμα των υποψηφίων μυστών (υ.μ.) να συγκεντρωθούν στην Ποικίλη Στοά της αθηναϊκής Αγοράς. Στα Μυστήρια μπορούσαν να μυηθούν οι πάντες, άνδρες, γυναίκες και δούλοι, πλην βαρβάρων. Κύριος λόγος του αποκλεισμού των τελευταίων ήταν ίσως οι δυσκολίες τους στην κατανόηση της Ελληνικής γλώσσας και αυτό προκαλούσε ανυπέρβλητες δυσκολίες στη μύηση αφού τα «λεγόμενα» έπαιζαν σημαντικό ρόλο σ' αυτήν. Έπρεπε όμως οι υ.μ. να εκπληρώνουν ορισμένες προϋποθέσεις: να έχουν προηγουμένως μυηθεί στα «εν Αγραις» (προάστιο της αρχαίας Αθήνας κοντά στο A´ Νεκροταφείο) Μυστήρια, να διαθέτουν αγνότητα ψυχής και να έχουν χέρια αμόλυντα από ανθρώπινο αίμα. Μετά τους σχετικούς ελέγχους, κάθε υ.μ. πλήρωνε τα έξοδα της μύησης - ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό - και ετίθετο υπό την καθοδήγηση ενός κατηχητή (μυσταγωγού), ο οποίος τον συνόδευε και τον κατηχούσε ως την ώρα της μύησής του.
Την επόμενη μέρα γινόταν η κάθοδος των υ.μ. στο Φάληρο για το καθαρτήριο λουτρό. Ο καθένας τους έπαιρνε μαζί του στη θάλασσα και ένα χοιρίδιο που επρόκειτο αργότερα να το θυσιάσει και να ραντιστεί με το αίμα του. Το νερό από πολύ παλιά είναι γνωστό μέσο εξαγνισμού. Στις μέρες που ακολουθούσαν οι υ.μ. με θυσίες και νηστεία προετοιμάζονταν ψυχικά για τη μεγάλη στιγμή της μύησης, ενώ η πέμπτη μέρα προσέφερε μοναδικές στιγμές. Μια μεγαλόπρεπη πομπή ξεκινούσε με συνοδεία τιμητικού στρατιωτικού αποσπάσματος και μουσικής από την Αθήνα και διασχίζοντας πεζή την Ιερά οδό, μια απόσταση πάνω από 20 χιλιόμετρα, έφτανε βράδυ στην Ελευσίνα. Προηγούνταν ένα άγαλμα του Ιάκχου, μιας μορφής που προσωποποιούσε τους ήχους των ύμνων, τις θριαμβευτικές ιαχές και γενικότερα τον θόρυβο που προκαλείται από τέτοιες εκδηλώσεις, όπως και τα «ιερά» των Μυστηρίων καλά φυλαγμένα μέσα στις κίστες, και ακολουθούσαν το ιερατείο με τις αρχές της πόλης, οι υ.μ. με τους κατηχητές τους και πλήθος πιστών.
Για τη μέρα που ξημέρωνε, τη σημαντικότερη της όλης γιορτής αφού σε αυτήν λάμβανε χώρα η διαδικασία της μύησης, οι πηγές μας είναι δυστυχώς ελάχιστες και σκοτεινές. Οι πιστοί, υπακούοντας στα κελεύσματα της Πολιτείας που απαγόρευε αυστηρά την κοινοποίηση μυστικών των Μυστηρίων, κράτησαν κλειστό το στόμα τους, καθώς «ο μεγάλος σεβασμός προς τους θεούς έδενε τη γλώσσα τους». Γνωστό είναι ένα γεύμα, ο πέλανος, στο οποίο οι συμμετέχοντες ήταν πολλοί, ενώ το βράδυ οι υ.μ. διέκοπταν τη νηστεία τους πίνοντας τον κυκεώνα, ένα μείγμα νερωμένου αλευριού με φλισκούνι. Βράδυ, υπό το υποβλητικό φως δαδών, γινόταν και η μύηση εντός του ναού της Δήμητρας και της Κόρης, του γνωστού ως Τελεστηρίου. Επρόκειτο για ένα ξεχωριστό και εντυπωσιακό σε μέγεθος κτίριο. Στη μέση του, υπήρχε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο, το Ανάκτορο, όπου φυλάγονταν τα «ιερά» των Μυστηρίων και στο οποίο μόνον ο ιεροφάντης, ο ανώτατος ιερέας του ιερού, μπορούσε να εισέλθει. H μύηση εκτός από «λεγόμενα», περιελάμβανε «δρώμενα» και «δεικνύμενα». Χριστιανοί συγγραφείς μιλούν ή αφήνουν υπονοούμενα για άσεμνα δρώμενα και για επίδειξη σεξουαλικών συμβόλων κατά τη διάρκεια της μύησης. Ωστόσο η αντικειμενικότητά τους είναι συζητήσιμη. H λατρεία μιας θεάς της βλάστησης, όπως ήταν η Δήμητρα, φυσικό είναι να συνδέεται και με τη γονιμότητα των ανθρώπων. Πάντως ένας εξ αυτών μας πληροφορεί ότι το ιερότατο αντικείμενο που έδειχνε ο ιεροφάντης «εν σιωπή» και εν μέσω εκτυφλωτικού φωτός δαδών στον ανώτερο βαθμό μύησης, αυτόν της εποπτείας, ήταν ένα θερισμένο στάχυ.
Τα Ελευσίνια Μυστήρια υπόσχονταν στους μυημένους βάσιμες ελπίδες για μια ευτυχισμένη επίγεια ζωή και πάνω από όλα μια καλύτερη μοίρα στον Κάτω Κόσμο. Αποκαλυπτικά είναι όσα διαλαλεί η ίδια η Δήμητρα: «μακάριος είναι όποιος από τους ανθρώπους έχει γνωρίσει (τα Μυστήριά μου). Όποιος όμως δεν έχει μυηθεί (σ' αυτά)... ακόμη και νεκρός δεν θα έχει τύχη στο μουχλιασμένο σκοτάδι». Ανάλογα είναι και τα λεγόμενα του Σοφοκλή: «πανευτυχείς είναι όσοι θνητοί κατεβαίνουν στον Αδη έχοντας μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια· μόνο γι' αυτούς υπάρχει εκεί φως. Για τους υπόλοιπους όλα είναι μαύρα». Τον άνθρωπο, από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του, το ενδεχόμενο του θανάτου τον βασανίζει και του προκαλεί αξεπέραστο φόβο. H μύηση, χωρίς άλλο, βοηθούσε τον αρχαίο πιστό να τον αντιμετωπίζει όχι ως το οριστικό τέλος του αλλά ως αφετηρία για μια καινούργια ζωή. Οπως ακριβώς συμβαίνει και με το θερισμένο - νεκρό δηλαδή - στάχυ που έδειχνε ο ιεροφάντης στους μύστες, μέσα σε απόλυτη σιωπή. Απ' αυτό ξεφυτρώνει ο καινούργιος καρπός.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΩΝ ΣΟΦΙΣΤΩΝ
Τα γραπτά των σοφιστών επιβεβαίωναν, με το παραπάνω, τις αθηναϊκές ανησυχίες. Γραμμένες στο περιθώριο της ρητορικής, οι διατριβές τους καθρέφτιζαν απόψεις, που κυκλοφορούσαν στην πόλη αποσπασματικά ή σε περιλήψεις. Με μεγάλο θάρρος οι απόψεις αυτές καταργούσαν την κοινή ως τότε παράδοση και εύκολα μπορούσαν να προκαλέσουν σκάνδαλο.
Βρισκόμαστε τώρα σε διαφορετικό πεδίο- γιατί από δω κι εμπρός θα ασχοληθούμε με πραγματικές φιλοσοφικές θεωρίες, μεστές και αποφασιστικές, και τουλάχιστο τόσο τολμηρές όσο η σοφιστική διδακτική πράξη. Έχει σημασία να το πούμε, γιατί η αξία των φιλοσοφικών θεωριών των σοφιστούν δεν πρέπει να υποτιμηθεί σε σχέση με τη διδακτική τους δράση. Πραγματικά, ορισμένοι ερευνητές επηρεάστηκαν από την πρακτική υπόσταση των μαθημάτων που έκαναν οι σοφιστές, και από τον αυθαίρετο τρόπο τους να υποστηρίζουν ως ρητοροδιδάσκαλοι κάθε θέση και την αντίθετή της, και τελικά υποκύψαν στον πειρασμό να υποτιμήσουν την έννοια του σοφιστικού στοχασμού, που όμως είναι από τους πιο στέριους που υπάρχουν. Άλλοι επηρεάστηκαν και από τον Πλάτωνα, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στη διαφορά ανάμεσα στη φιλοσοφική του αυστηρότητα και στην πιο πρακτική κατεύθυνση της σοφιστικής σκέψης. Έτσι δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι οι σοφιστές δεν είχαν αναπτύξει φιλοσοφικές θεωρίες παρά μόνο στο μέτρο που η επαγγελματική τους δράση τις έκρυβε μέσα της, ή τις απαιτούσε[1].
Κατά τη γνώμη μας, αυτή η εντύπωση οφείλεται σε σφαλερή οπτική γωνία και συνεπάγεται μιαν αδικία. Μπορεί κανείς από τη μια να επιδιώκει πρακτικούς στόχους και να ενδιαφέρεται για την καθημερινή πραγματικότητα, από την άλλη να διερευνά, με στέρια σκέψη, τις αρχές που την κυβερνούν υπάρχουν και άλλες φιλοσοφίες εκτός από την πλατωνική. Πραγματικά, θα επιχειρήσουμε να δείξουμε ότι οι σοφιστές έκαναν κάτι πολύ πιο δύσκολο από το να ενταχτούν στο ρεαλιστικό και πραγματιστικό κομφορμισμό. Όλα το δείχνουν: ήδη ο τόνος των αποφθεγμάτων τους, που είναι ξεκάθαρος, αποφασιστικός και θαρραλέος, προϋποθέτει μια συνειδητή στράτευση -και πάντα οι απόψεις τους κατευθύνονται άμεσα προς τις αρχές. Κάτι παραπάνω: οι σοφιστικές θεωρίες είναι συμπαγείς και συνδέονται στενά μεταξύ τους. Τέλος, η ίδια τους η μοίρα αποκαλύπτει τη σημασία και την πρωτοτυπία τους: προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις και κίνησαν τα πνεύματα- από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκαν, και για πολλούς αιώνες, οι άνθρωποι τις παραθέταν στην αρχική τους διατύπωση, τις συζητούσαν και τις αξιολογούσαν, θετικά ή αρνητικά.
Θα επιχειρήσουμε να την αποκαλύψουμε αυτή τη σκέψη μέσα από τα συγγράμματα των σοφιστών, που σχεδόν καθένα τους φαίνεται να αποτελούσε ανοιχτή επίθεση στις κυριότερες πεποιθήσεις των προγενέστερων στοχαστών.
Ναι, τα ίδια τα συγγράμματα έχουν χαθεί· έχουμε όμως αποσπάσματά τους, επαναστατικά αποφθέγματα και καυστικές διατυπώσεις. Δεν απορούμε καθόλου, όταν όλα αυτά παραδίδονται συχνά από το σκεπτικό φιλόσοφο Σέξτο τον εμπειρικό, που έζησε στο τέλος του δεύτερου μ.Χ. αιώνα. Πολεμώντας το δογματισμό ο Σέξτος δε θα μπορούσε πουθενά να βρει όπλα αποτελεσματικότερα από αυτά που του πρόσφεραν εκείνοι οι λιγοστοί νέου είδους στοχαστές που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα πριν από επτά αιώνες, και που είχαν υποβάλει όλες τις πίστεις και δοξασίες στην αδυσώπητη τους ανάλυση.
Μπορούμε να παρακολουθήσουμε τους σοφιστές σε όλα τα πεδία, πώς αντιστρέφουν και απορρίπτουν τα πάντα· και τότε βλέπουμε πώς ο καθένας τους γινόταν από βήμα σε βήμα και από έργο σε έργο αποφασιστικότερος. Τίποτα το υπερβατικό, τίποτα το απόλυτο δεν αντιστέκεται στο σφυροκόπημα μιας λογικής, που πια είναι σίγουρη για τις δυνατότητές της και έτοιμη να κρίνει τα πάντα. Γινόμαστε μάρτυρες μιας ξαφνικής κατεδάφισης, που δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Κονιορτοποιούνται η έννοια της αλήθειας, η ίδια η ύπαρξη της αλήθειας, αλλά και άλλα, που αφορούν άμεσα τον τρόπο ζωής και αποτελούν τις βάσεις της ηθικής και της θρησκείας: η ύπαρξη των θεών και η έννοια που πρέπει να δοθεί στη δικαιοσύνη.
Σε αυτά τα ποικίλα πεδία είναι καμιά φορά δύσκολο να αντισταθεί κανείς και να αποφύγει τις εύκολες απλουστεύσεις και τις δογματικές ερμηνείες, που έχουν συχνά δοθεί. Εξετάζοντας εμείς διαδοχικά τα διάφορα θέματα, θα επιχειρήσουμε να καθορίσουμε με ακρίβεια τα όρια των ισχυρισμών του κάθε σοφιστή. Ακόμα και στις σωστές τους διαστάσεις αυτοί οι ισχυρισμοί εξακολουθούν να διαθέτουν μια καταλυτική δύναμη, που προκαλεί μεγάλη αβεβαιότητα.
Το είναι και η αλήθεια
Το είναι, με τη μεταφυσική έννοια του όρου, ενδιαφέρει μόνο τους καθαρόαιμους φιλοσόφους· κι ακόμα, οι επιθέσεις στον τομέα αυτόν έγιναν αποκλειστικά από το Γοργία. Αν συμβαίνει να τις εξετάζουμε πρώτες - παρ’ όλο που ο Γοργίας έφτασε στην Αθήνα πολλά χρόνια μετά τον Πρωταγόρα -, είναι γιατί το κείμενο που περιλαμβάνει τις επιθέσεις είναι το μόνο που δεν υιοθετεί εξαρχής προσωπική άποψη, αλλά ασχολείται με την παλαιότερη φιλοσοφία και αντιμετωπίζει τα προβλήματά της. Οι πρώτοι φιλόσοφοι μιλούσαν για το σύμπαν, υποστηρίζοντας την ενότητα ή την πολυμορφία του. Στο μεγάλο ποίημά του Περί φύσεως ο Παρμενίδης υποστήριζε την ενότητα, λέγοντας ότι «(το όν) είναι αγέννητο (αδημιούργητο) και αθάνατο, πλήρες, μοναδικό, ακίνητο, και χωρίς πέρας»[2]· και διακήρυσσε ότι το μη ον δε γίνεται να υπάρχει, γιατί η σκέψη δε θα μπορούσε να το συλλάβει.
Όμως να ο Γοργίας! Απ’ όλους τους σοφιστές μόνος αυτός είχε την τύχη να μας σωθεί ένα πολυσέλιδο γραπτό του, με μεταφυσική χροιά, που υιοθετεί τα συλλογιστικά πλαίσια των προγενέστερων φιλοσοφικών σχολών. Ο Γοργίας κατάγεται από τη Σικελία, την πατρίδα του Εμπεδοκλή, και ο τόπος του είναι κοντά στην Ελέα, πατρίδα του Παρμενίδη. Έχει φτάσει στα χέρια μας (χάρη στο Σέξτο τον εμπειρικό φυσικά!) ένα αρκετά εκτενές απόσπασμα μιας διατριβής, που είχε το χαρακτηριστικό τίτλο Περί τον μη όντος ή περί φύσεως. Στο προσκήνιο προβάλλουν το είναι, το μη είναι, η δυνατότητα νοητικής σύλληψης του καθενός τους, καθώς και οι αρχές του είναι -τόσο φανερά, ώστε να μην απορούμε, όταν στις αρχές του πρώτου π.Χ. αιώνα συναντούμε μια συ ντο μη περιπατητική διατριβή με τον τίτλο Περί Μελίσσου, Ξενοφάνους, Γοργίου. Ο Μέλισσος ήταν ελεατικός φιλόσοφος σύγχρονος του Γοργία- ο Ξενοφάνης ήταν παλαιότερος και (παρ’ όλο που δεχόταν τη διαφορά ανάμεσα στη γνώση και την προσωπική άποψη) υποστήριζε και αυτός την αρχή του ενός και ακίνητου όντος. Η προσέγγιση του Γοργία με τους φιλοσόφους αυτούς δείχνει αρκετά ως ποιο σημείο τα θέματα που συζητούσε αφορούσαν τους κυρίαρχους τότε φιλοσοφικούς προβληματισμούς.
Όμως οι ομοιότητες τελειώνουν γρήγορα. Το πρόβλημα μπορεί να είναι παλιό, όχι όμως και οι λύσεις του Γοργία, που είναι ριζικά και τελεσίδικα καταλυτικές. Ουσιαστικά ορίζονται από τρεις θέσεις: ἐν μέν καί πρῶτον δή οὐδέν ἔστιν, δεύτερον ὅτι εἰ καί ἔστιν, ἀκατάληπτον ἀνθρώπῳ, τρίτον ὅτι εἰ καί καταληπτόν, ἀνερμήνευτον τῷ πέλας (Β 3). Μαζί εξαφανίζονται και το είναι και η γνώση.
Είναι αλήθεια ότι η αποδεικτική πορεία μάς προβληματίζει: με κοφτό και γρήγορο ρυθμό ο Γοργίας αραδιάζει λεκτικούς τύπους, που παραπέμπουν στην αρχή της αντίφασης (π.χ., αν εστι το μή όν, τότε είναι συγχρόνως όν και μή όν, κλπ.). Προσέχουμε τουλάχιστον ότι ο σοφιστής προχωρά, όπως περίπου στο θέμα της αθωότητας της Ελένης, με προκαθορισμένες διακρίσεις (παράδειγμα: αν υπάρχει κάτι, τότε είτε είναι το όν, είτε το μή ον, είτε και το ον και το μή όν αν υπάρχει το όν, τότε είναι είτε άίδιον είτε γιγνόμενον...), και κάθε φορά μεσολαβεί ένα λογικό τέχνασμα, που συνοδεύεται από ένα γρήγορο και βροντερό ηχητικό παιχνίδι.
Πίσω από αυτή τη μέθοδο, όπου αναγνωρίζουμε το ρητοροδιδάσκαλο, κρύβεται ωστόσο και ο φιλόσοφος· στο κείμενο διακρίνουμε την απάντησή του στον Παρμενίδη. Αυτός δεν έλεγε ότι το όν υπάρχει και το μη ον δεν υπάρχει, γιατί θα ήταν νοητικά ασύλληπτο; Εισάγοντας έννοιες όπως η αρχή και τα όρια του είναι, ο Γοργίας φανερώνει τις αντιφάσεις, όπου σκοντάβουν οι παρόμοιοι συλλογισμοί. Τελικά, με τις ανατρεπτικές αποδείξεις του, έτσι που τις αραδιάζει, ο Γοργίας προβάλλει πάνω απ’ όλα την ιδέα ότι δεν μπορούμε τίποτα να ξέρουμε, τίποτα να βεβαιώσουμε, τίποτα να αποκλείσουμε. Δε θέλει καν να ισχυριστεί ότι δεν υπάρχει τίποτα· θέλει μόνο να δείξει ότι οι συλλογισμοί γύρω από το είναι μπορούν εύκολα να αντιστραφούν και είναι εξαρχής μάταιοι. Σωστά το κατάλαβε ο Σέξτος ο εμπειρικός, που εισάγον- τας αυτό το κομμάτι κατάταξε το Γοργία σε κείνους που αναιρέσαν το κρητήριον, δηλαδή τα μέσα που επιτρέπουν κάποια κρίση.
Ίσως ένα μεγάλο μέρος αυτής της απόδειξης να αποτελεί παιχνίδι. Το θέμα συζητιέται πολύ, ακόμα και σήμερα. Προσέχουμε πως ούτε ο Πλάτωνας ούτε ο Αριστοτέλης φαίνεται να του είχαν δώσει σημασία, και πως ο Ισοκράτης, που αλήθεια δεν ήταν καθόλου μεταφυσικός, μιλά αφ’ υψηλού γι’ αυτές τις αναλύσεις[3]. Αυτά δεν εμποδίζουν η ‘άσκηση’, αν πρόκειται για άσκηση, να παίρνει θέση απέναντι σε γνωστά προβλήματα, και μάλιστα τη θέση της απόλυτης αμφισβήτησης και του σκεπτικισμού. Άλλωστε, και το να παίζει κανείς με αυτά τα προβλήματα αποτελεί ήδη σκεπτικισμό. Σε ένα τέτοιο πεδίο η ειρωνεία αφανίζει όλες τις σκέψεις που αφορούν το είναι. Μήπως, άλλωστε, δεν ξαναβρίσκουμε εδώ, σε οριακή μορφή, τις ίδιες απέναντι στη γνώση επιφυλάξεις, που ο Γοργίας είχε διατυπώσει με άλλες ευκαιρίες;
Το παιχνίδι της πολεμικής συνδυάζεται με σοβαρές αμφισβητήσεις και επιφέρει μίαν ολοκληρωτική αλλαγή της οπτικής γωνίας. Εξαφανίζοντας κάθε τι βέβαιο, ή ακόμα και νοητό, ο Γοργίας ανοίγει τις πόρτες στον κάθε λογής σκεπτικισμό. Έτσι, στο βάθος συμφωνεί με το σχετικισμό του Πρωταγόρα, που αποτέλεσε μιαν από τις κεντρικές ιδέες της σοφιστικής σκέψης.
Έγινε ήδη λόγος για τη διατριβή που ο Πρωταγόρας ονόμασε Αλήθεια[4], και όπου αρχή αρχή ισχυριζόταν ότι πάντων χρημάτων μέτρον έστίν άνθρωπος, των μέν όντων ώς εστιν, των δέ ούκ οντων ώς ούκ εστιν. Αυτή η ρήτρα ξαναγυρίζει συχνά στο βιβλίο μας, σε σχέση με πολλές ιδέες. Αποτελεί τον οδηγό της σοφιστικής σκέψης και κυβερνά όλα τα υπόλοιπα. Έχει έτσι σημασία να εξετάσουμε το νόημα και το βεληνεκές της.
Φυσικά, σε γενικές γραμμές, το νόημα είναι ξεκάθαρο. Εξακολουθούμε να μιλούμε για όντα και μη όντα, αλλά πια έχει εξαφανιστεί η έννοια της αλήθειας ή της πραγματικότητας. Υφίστανται μόνο οι ανθρώπινες εντυπώσεις· αποφασίζουν μόνο οι αισθήσεις και οι προσωπικές απόψεις, που δεν μπορεί κανείς ούτε να τις επιβεβαιώσει ούτε να τις αναιρέσει, και που παραλλάζουν σε σχέση με τα πρόσωπα και τις περιστάσεις. Και όμως, αυτές απο- τελούν το μόνο κριτήριο, το μόνο μέτρο: «όποιας λογής μου φαίνονται τα πράγματα, τέτοια και είναι για μένα», όπως συμπεραίνει ο Σωκράτης στον Κρατύλο του Πλάτωνα[5].
Να που ξαφνικά ο άνθρωπος γίνεται μόνος κριτής, και να που όλες οι ιδέες βρίσκονται μετέωρες, χωρίς κάτι που θα μπορούσε να τους χρησιμέψει ως άγκυρα.
Μπορούμε, κατά τα άλλα, να σχηματίσουμε μιαν ιδέα γι’ αυτό το σχετικισμό, διαβάζοντας στη μικρή διατριβή Δισσοί λόγοι τα επιχειρήματα που έχουν σκοπό να αποδείξουν ότι το καλό και το κακό, το όμορφο και το άσχημο, το δίκιο και άδικο συγχέονται, γιατί το νόημά τους αποτελεί συνάρτηση ενός ανθρώπου και μιας ορισμένης κατάστασης.
Πρόκειται για μιαν απόλυτα επαναστατική αρχή, που εξαφανίζει κάθε πίστη στην αντικειμενική αλήθεια.
Μονομιάς όλα αμφισβητούνται, αρχίζοντας από τη δυνατότητα της επιστημονικής γνώσης και την ύπαρξη της πλάνης. Το καταλαβαίνουμε ότι ο Πλάτωνας (ιδιαίτερα στο Θεαίτητο) υποχρεώθηκε να παλέψει με αυτή τη θέση του Πρωταγόρα. Ακόμα και ο Αριστοτέλης, αν πιστέψουμε το τρίτο βιβλίο της Μεταφυσικής, την είχε έγνοια αυτή τη θέση, που είναι θέση φιλοσοφική, σοβαρή όσο και επίφοβη.
Σημειώνουμε ότι κατά παράδοξο, φαινομενικά, τρόπο ο Πρωταγόρας, πατέρας των αμφισβητήσεων και των αντιλογιών, βρέθηκε με αυτή του τη θέση ανακατωμένος σε μια φιλοσοφική έριδα, και μάλιστα σε συντροφιά που μας ξενίζει: ο Πλάτωνας τον αναφέρει ανάμεσα σε κείνους που δε δέχονται ότι μπορεί κανείς να μιλήσει λάθος, ή να αναιρέσει μια διαφορετική άποψη (αντιλέγειν)[6]. Η σχετική έριδα ήταν πασίγνωστη (ο Ισοκράτης τη μνημονεύει στην αρχή της Ελένης), αλλά στη συγκεκριμένη διατύπωση η αμφιλεγόμενη θέση φαίνεται να συνταιριάζει τις απόψεις στοχαστών σαν τον Παρμενίδη, που πίστευε στην απόλυτη ενότητα του είναι (άρα δεν μπορούσε κανείς, κατά τη γνώμη του, να κατονομάσει το μή όν), με τις θέσεις άλλων, σαν τον Πρωταγόρα, που δεν πίστευε σε καμιάν αλήθεια (άρα κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κατονομάζει το όν)! Μην έχοντας κείμενα, δεν μπορούμε να συλλάβουμε ολόκληρη την πολεμική· όμως μπορούμε από τους απόηχους να καταλάβουμε το μεταφυσικό βεληνεκές των απόψεων του σοφιστή μας. Και αν παραμερίσουμε τις έριδες των διαφόρων σχολών, βέβαιο είναι ότι η διατριβή του οδηγούσε σε έναν κόσμο χωρίς αλήθεια. Σίγουρα, το εγχείρημα του Πλάτωνα, όταν διακήρυξε, μετά τον Παρμενίδη, την ύπαρξη μιας απόλυτης, καθολικής και υπερβατικής αλήθειας, ήταν τολμηρό- δεν ήταν όμως λιγότερο τολμηρό το αντίστροφο εγχείρημα του Πρωταγόρα, να αρνηθεί κατηγορηματικά ακόμα και την ύπαρξη κάποιας αλήθειας. Ένα μεγάλο μέρος της Πλατωνικής φιλοσοφίας απαντά στον Πρωταγόρα.
Τόσο σημαντική που ήταν αυτή η θέση, ευχαρίστως θα τη διευκρινίζαμε περισσότερο. Όμως όσο και αν ο γενικός της προσανατολισμός είναι τελείως ξεκάθαρος, δεν είναι καθόλου εύκολο να πούμε με ακρίβεια πόσο προχωρούσε ο Πρωταγόρας σε αυτήν την κατεύθυνση. Οι σύγχρονοι ερευνητές αγωνίστηκαν με ζήλο να το διευκρινίσουν. Εμείς θα αρκεστούμε στις γενικές γραμμές που ακολούθησε η σχετική έρευνα.
Πρώτο ερώτημα ήταν, αν με τον όρο άνθρωπος ο Πρωταγόρας εννοούσε το άτομο, ή τον άνθρωπο γενικά. Αν πιστέψουμε τη μαρτυρία του Πλάτωνα, τότε δεν επιτρέπεται καμιά αμφιβολία: συζητώντας αυτήν τη θεωρία, στο Θεαίτητο, ο φιλόσοφος επιμένει να προβάλλει την προσωπική άποψη. Τα παραδείγματα που παραθέτει είναι παραδείγματα εντυπώσεων που παραλλάζουν από άνθρωπο σε άνθρωπο (π.χ. το γλυκό και το πικρό)· χρησιμοποιεί τους όρους ἕκαστος, ἑκάτερος, ἴδιαι αἰσθήσεις, και ακόμα μιλά για διαφορές ανάμεσα στον ‘έναν’ και τον ‘άλλο’: μυρίον μέντοι διαφέρειν ἕτερον ἑτέρου αὐτῷ τούτῳ, ὅτι τῷ μέν ἄλλα ἔστι τε καί φαίνεται, τῷ δέ ἄλλα (166 d). Ίσως ο Πλάτωνας, που ο ίδιος πίστευε σε απόλυτες και προσιτές στο πνεύμα ουσίες, να θέλησε να σπρώξει το σχετικισμό του Πρωταγόρα ως τα έσχατα όρια. Οπωσδήποτε, όλα τα συγκεκριμένα παραδείγματα που παραθέτει συμφωνούν με τα λεγόμενά του, και δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε ότι αυτό ήταν και το πραγματικό νόημα όσων είχε πει και γράψει ο Πρωταγόρας. Συμπληρωματικά, το ίδιο νόημα συμφωνεί και με ένα απόσπασμα που πρόσφατα αποδόθηκε στον Πρωταγόρα και λέει: «Σε σένα, που είσαι εδώ, φαίνομαι καθιστάς, στους απόντες όχι- δεν είναι φανερό αν είμαι ή δεν είμαι καθισμένος»[7]. Πρωταρχικό στη θεωρία αυτή είναι λοιπόν το άτομο.
Ωστόσο, κάποιες επιφυλάξεις επιβάλλονται. Ίσως δε θα έπρεπε να ξεχωρίζουμε τις δύο δυνατότητες με όλη την αυστηρότητα της σύγχρονης σκέψης. Τον 5ο π.Χ. αιώνα η εικόνα του ατόμου δε χαρακτηριζόταν από την απόλυτη απομόνωση, και ο Πρωταγόρας είχε περισσότερο από τους άλλους αναπτυγμένη την έννοια της συλλογικότητας[8].
Οπωσδήποτε, η έννοια της συλλογικότητας μας οδηγεί σε ακόμα σημαντικότερες διορθώσεις. Κατά το Θεαίτητο, ο Πρωταγόρας παραδεχόταν ότι μπορούσε κανείς να πείσει έναν άλλον ότι μια άποψη είναι ατομικά και ομαδικά πιο χρήσιμη από κάποιαν άλλη. Ο σχετικισμός του είχε λοιπόν, στο πεδίο της πράξης, κάποια όρια· και ακριβώς σ’ αυτό βασίζεται ο Πλάτωνας, για να αντικρούσει τη θεωρία του για τον άνθρωπο ως μέτρον των πάντων. Είναι φορές που ο Πλάτωνας παρουσιάζει τον Πρωταγόρα να παραδέχεται ότι υπάρχει κάποια σοφία, μεγαλύτερη στον ένα, μικρότερη στον άλλον. Έτσι, στο Θεαίτητο, εκεί που ο Σωκράτης φαντάζεται τι θα μπορούσε να πει ο Πρωταγόρας, διαβάζουμε: «πολύ απέχω από το να λέω ότι δεν υπάρχουν η σοφία και ο σοφός· αντίθετα, να πώς ορίζω το σοφό: (σοφός είναι) όποιος μπορεί, αν κάτι σε κάποιον από σας φαίνεται και είναι κακό, να το αντιστρέψει και να το κάνει να είναι και να του φαίνεται αγαθό»[9]. Αυτό κάνουν ο γιατρός με τον άρρωστο και ο σοφιστής με τους μαθητές του.
Δε θα έπρεπε λοιπόν οι κάπως απότομες διακηρύξεις του σοφιστή να μας οδηγήσουν σε υπερβολικά ριζοσπαστικά συμπεράσματα. Απορρίπτοντας την αλήθεια, ο Προοταγόρας αφήνει τη θέση της στις ‘αλήθειες", ή σε κάτι άλλο παρόμοιο' και η σκέψη του δεν ταυτίζεται με τις κατοπινές θεωρίες, που εγκλωβίζουν το άτομο στον εαυτό του και ονομάζονται ‘υποκειμενισμός’ ή καθαρός ‘σολιψισμός’[10]. Η μελέτη της σκέψης του σε άλλους τομείς θα μας βοηθήσει να το διευκρινίσουμε, επιβεβαιώνοντας τη σημασία που έδινε ο Πρωταγόρας στις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους.
Άλλωστε, ο Διογένης ο Λαέρτιος, αναζητώντας τις απαρχές των σκεπτικών θεωριών, μνημονεύει αρκετούς αρχαίους συγγραφείς, αλλά όχι τον Πρωταγόρα. Είναι φανερό ότι, αν τον δούμε στο φως κάποιων νεότερων τοποθετήσεων, ο σχετικισμός του δεν ήταν απεριόριστος.
Οι παραπάνω επιφυλάξεις ήταν απαραίτητες, αλλά ο σχετικισμός του Πρωταγόρα δεν παΰει γι’ αυτό να αποτελεί, ως αρχή, επικριτική και επίφοβη θέση: χτυπά κατά μέτωπο όλες μαζί τις φιλοσοφικές θεωρίες που διεκδικούν μια καθαυτήν αλήθεια, και όλες τις σχεδόν ασυνείδητες προϋποθέσεις, που προσφέρουν στον κοινό άνθρωπο κάποιες ασφαλείς αξίες, να τον στηρίζουν στη ζωή. Οι τολμηρές διακηρύξεις του Πρωταγόρα καταργούν και τις θεωρίες των φιλοσόφων και τα στηρίγματα των απλών ανθρώπων. Από δω κι εμπρός δεν υπάρχουν παρά τελείως προσωπικές απόψεις, στηριγμένες στα δεδομένα των αισθήσεων. Από δω κι εμπρός ο άνθρωπος ζει με το φαίνεσθαι και δεν αναγνωρίζει παρά το φαίνεσθαι- στην κάθε άποψη αντιστρατεύεται πάντα μια άλλη άποψη· και αυτός που χαιρόταν να παρακολουθεί τη σύγκρουση δύο αντίθετων λόγων μας παρουσιάζει σε τελευταία ανάλυση έναν κόσμο, όπου αυτή η σύγκρουση αποτελεί νόμο και όπου κάθε θέση ισχύει ακριβώς όσο και οι άλλες.
Η σημασία αυτής της θεωρίας μέσα στην ιστορία της ελληνικής σκέψης είναι μεγάλη, και το βεληνεκές της μπορεί να μετρηθεί στις αντιδράσεις του Πλάτωνα. Όχι μόνο τη μνημονεύει, όχι μόνο την επικρίνει πολλές φορές, αλλά και φαίνεται να κατασκευάζει τη δική του φιλοσοφία σε συνάρτηση με τις ιδέες του Πρωταγόρα, για να τους δώσει τη σωστή απάντηση. Το βλέπουμε στο Σοφιστή, όπου δε γίνεται λόγος ονομαστικά για τον Πρωταγόρα, αλλά ο φιλόσοφος προσπαθεί να ορίσει το σοφιστή ως σοφιστή. Για να το πετύχει, υποχρεώνεται να κάνει μια μεγάλη αναδρομή και να αναιρέσει τις απόψεις του Παρμενίδη, κατοχυρώνοντας τη δυνατότητα του λάθους, που μόνο αυτό επιτρέπει την ύπαρξη των μή ὄντων. Το ὄν και το μή ὄν, η αλήθεια, ο Παρμενίδης - όλα αυτά αποτελούν μεγάλη παρέκβαση και αποκαλυπτική: απέναντι στη σκέψη των σοφιστών, που οδηγημένη από τον Πρωταγόρα καταργούσε τη διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και την πλάνη, ο Πλάτωνας ορθώνει, με πεισματική αυστηρότητα μια τελείως αντίθετη φιλοσοφία.
Η βασική αντίθεση εκφράζεται και στην ορολογία. Χτυπητή λέξη που δεσπόζει στο απόφθεγμα του Πρωταγόρα είναι ο άνθρωπος: πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος! Αυτό σημαίνει ότι ο σοφιστής παραιτείται από κάθε σχέση με το είναι, από κάθε αλήθεια, που θα είχε με το μέρος της τους θεούς. Έτσι ο Πρωταγόρας δημιουργεί μονομιάς έναν καινούριο κόσμο, όπου οι θεοί δεν έχουν πια ρόλο. Προσπαθώντας να εξακριβώσουν αν ο άνθρωπος - μέτρο είχε ατομική ή συλλογική έννοια, οι νεότεροι μελετητές καταλήγουν καμιά φορά να μη διακρίνουν αυτήν την ουσιαστική αντίθεση, που άλλαζε τα πάντα.
Στο σημείο αυτό βλέπουμε κάποια στιγμή τον Πλάτωνα να αδικεί με πρόθεση τον Πρωταγόρα. Σε ένα χαριτωμένο στιγμιότυπο, στο Θεαίτητο, ο φιλόσοφος παρουσιάζει το Σωκράτη να απορεί με την επιλογή του σοφιστή: «Πιός και δεν είπε, αρχίζοντας την Αλήθεια, ότι μέτρο των πάντων είναι το γουρούνια ή ο κυνοκέφαλος ή κάποιο άλλο από τα απίθανα όντα που έχουν αίσθηση; Αυτός θα ήταν ένας υπέροχος και εξαιρετικά περιφρονητικός τρόπος να μας ξεκινήσει το λόγο του. Θα είχε δείξει, την ώρα που εμείς θα τον θαυμάζαμε σαν θεό για τη σοφία του, ότι στο τέλος τέλος δεν ήταν στην κρίση του ανώτερος - δε θα πω από άλλον άνθρωπο, αλλά από το γόνο του βατράχου!»[11].
Το κείμενο είναι ζωντανό και διασκεδαστικό· όμως η αναφορά του Πρωταγόρα στον άνθρωπο δεν είναι, καθόλου αυθαίρετη, και ο σοφιστής ήξερε καλά τι έκανε, όταν τη χρησιμοποιούσε. Αποκλείοντας κάθε υπερβατική δυνατότητα, κλεινόταν σε έναν κόσμο αισθήσεων, απόψεων και συμφερόντων - είτε ατομικών, είτε συλλογικών, είτε γενικών κρατούσε όμως τη δυνατότητα, με αφετηρία αυτόν τον κόσμο, να ξαναχτίσει ένα ολόκληρο σύστημα σκέψης και μιαν ολόκληρη ηθική -χωρίς τη βοήθεια κανενός οντολογικού, θρησκευτικού ή ηθικού ‘απολύτου’.
Όλα αυτά παίζονταν μέσα στη φράση που συζητούμε. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, γιατί ο Πλάτωνας - πέρα από κάθε αστείο - το ένιωσε ότι αυτή η φράση έκλεινε μέσα της το πιο καθοριστικό φιλοσοφικό πρόβλημα. Έτσι, δεν είναι σύμπτωση, όταν ο ίδιος, έχοντας τελειώσει τις αναζητήσεις του, έγραψε στους Νόμους: «το θείο θα μπορούσε, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. να είναι για μας το μέτρο όλων των πραγμάτων» (716 c).
Αυτές οι δυο αντιφατικές μεταξύ τους φράσεις σηματοδοτούν τους δυο αντίθετους πόλους της δυτικής φιλοσοφίας.
Οι θεοί
Η ανάλυση της γνώσης και της αλήθειας οδήγησε λοιπόν τους σοφιστές να κλονίσουν κάθε θρησκευτική βεβαιότητα. Ξέρουμε ότι ο κριτικός έλεγχος του Πρωταγόρα επεκτάθηκε και στον τομέα αυτόν, που ήταν κεντρικός για τη διδασκαλία του, αλλά συνάμα και επικίνδυνος σε σχέση με την αθηναϊκή κοινή γνώμη. Να σημειώσουμε ακόμα, ότι δεν ήταν ο μόνος σοφιστής που ακολούθησε αυτόν το δρόμο: το τελευταίο τέταρτο του πέμπτου αιώνα, το πνευματικό ρεύμα φαίνεται, στο σημείο αυτό, να ακολουθεί τα χνάρια του.
Είναι γεγονός ότι η κριτική σκέψη των σοφιστών έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο, όταν αγγίζει θέματα που επηρεάζουν αποφασιστικά τη ζωή και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Την επαναλαμβάνουν τότε πολλοί δάσκαλοι, και τη βλέπουμε βήμα βήμα να ενισχύεται ή να οξύνεται. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο είμαστε υποχρεωμένοι να την εξετάσουμε από πιο κοντά.
Ίσως αυτό να μας κοστίσει κάποια προσπάθεια· όμως ποτέ η προσπάθεια δεν είναι μάταιη. Πραγματικά, μόνο οι πολυάριθμες συγκρίσεις μπορούν να δείξουν, πώς κάθε πρόοδος της κριτικής σκέψης αποτελεί αποφασιστικό βήμα, αλλά και προετοιμάζει το χώρο για την επόμενη, πιο προχωρημένη κριτική σκέψη. Αυτό είναι που δημιουργεί την ανάγκη να μετρούμε κάθε στιγμή το δρόμο που έχει διανυθεί κι αυτόν που μένει να διανυθεί, να εκτιμούμε το θάρρος, αλλά και τα όρια της σοφιστικής σκέψης, να αναγνωρίζουμε την τόλμη του νεωτερισμού, αλλά και τη σχετική φρόνηση που την χαρακτηρίζει. Με αυτόν τον τρόπο, θα αποφύγουμε πρώτα να μπερδέψουμε μεταξύ τους τους σοφιστές, που ο καθένας τους έχει τη θέση και την ιδιοτυπία του, αλλά και που πολύ χαίρονταν υπερακοντίζοντας ο ένας τον άλλον θα αποφύγουμε ακόμα την απλοποίηση των θέσεων, που η βαρύτητα και η επίδρασή τους προκάλεσαν ήδη στην αρχαιότητα υπερβολικές απλοποιήσεις. Θα υποχρεωθούμε λοιπόν να προχωρούμε με μικρά βήματα, αν θέλουμε να ξαναβρούμε, πέρα από τις παλιές και νέες συγχύσεις, την αρχική αυστηρότητα της σοφιστικής σκέψης.
Σε ό,τι αφορά τον Πρωταγόρα και τους θεούς, το πρόβλημα δεν είναι δύσκολο: πρόκειται για μια και μόνο φράση, που είναι απολύτως ξεκάθαρη.
Ο χριστιανός συγγραφέας Ευσέβιος μας πληροφορεί ότι με αυτήν την πολλαπλά μαρτυρημένη φράση άρχιζε η διατριβή του Πρωταγόρα Περί Θεών. Διαβάζουμε: «Για τους θεούς δεν μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν, ούτε ποια μορφή έχουν πολλά είναι που με εμποδίζουν να ξέρω: η έλλειψη δεδομένων από τις αισθήσεις, και η συντομία της ζωής»[12].
Οι τελευταίες λέξεις έχουν συχνά παραλειφτεί, αλλά είναι σημαντικές. Δείχνουν την τοποθέτηση του Πρωταγόρα και την έννοια του αγνωστικισμού του. Το θέμα το έβλεπε αποκλειστικά και μόνο από την άποψη της γνώσης· και η λέξη που χρησιμοποίησε δυο φορές σημαίνει ακριβώς τη γνώση (εἰδέναι), όχι την πεποίθηση ή την πίστη. Ο Πρωταγόρας θέλει λοιπόν να πει ότι δεν ξέρουμε τίποτα για τους θεούς, και όχι ότι δεν υπάρχουν. Η διαφορά έχει τη σημασία της, και ήδη ο Κικέρωνας (στη διατριβή του De natura dererum 1,1,2) ξεχώριζε τις αμφιβολίες του Πρωταγόρα από τον αθεϊσμό. Σύμφωνα με μια διατύπωση, που χρησιμοποιήθηκε από πολλούς επιστήμονες, τίποτα δε μας επιτρέπει να βεβαιώσουμε ότι ο Πρωταγόρας δεν αποδεχόταν για τη θρησκεία άλλες βάσεις, που ίσως να ξεκαθάριζαν στη συνέχεια της διατριβής του. Πραγματικά, εδώ δεν έχουμε παρά μίαν αυστηρή και απολύτως αυτονόητη ανάλυση, που μερικοί την έχουν χαρακτηρίσει ως ‘φαινομενολογία’.
Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός, ότι και εδώ ο Πρωταγόρας ξεκινά από τον άνθρωπο και εξετάζει μόνο ό, τι ο άνθρωπος μπορεί ή δεν μπορεί να γνωρίσει, αποκτούσε, όταν ο λόγος ήταν για τους θεούς, επαναστατικό χαρακτήρα. Το να πει κανείς, ότι δεν μπορεί να ξέρει αν υπάρχουν θεοί, είναι βέβαια από την άποψη της γνώσης αναμφισβήτητο· όμως η διαπίστωση αντιβαίνει άμεσα στις θρησκευτικές παραδόσεις, τις καθιστά αμφίβολες, τις καταδικάζει, και κατά συνέπεια προκαλεί σκάνδαλο, γιατί ανοίγει δρόμο προς την ασέβεια[13].
Το πρόβλημα είναι αρκετά σοβαρό, και ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε τις συνθήκες, όπου μέσα τους ξεπηδούσε αυτός ο αγνωστικισμός.
Η αρχαιοελληνική θρησκεία δεν είχε ούτε δόγμα ούτε ιερατείο. Το να εκφράσει κανείς θρησκευτικές αμφιβολίες δεν ήταν λοιπόν τόσο βαρύ, όσο σε άλλες θρησκείες. Πραγματικά, η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων μπορούσε να υποδεχτεί καινούριους θεούς και οι θεϊκοί μύθοι μπορούσαν να παραλλάζουν ανάλογα με τους συγγραφείς και τους λατρευτικούς τόπους. Για κάθε θεό υπήρχαν πολλοί μύθοι και πολλές λατρείες. Υπήρχε λοιπόν σε όλα μια βασική ελευθερία, που εκδηλώθηκε με τη βαθμιαία ‘κάθαρση’ της ιδέας που οι αρχαίοι Έλληνες είχαν για τους θεούς. Κιόλας ο Όμηρος αποσιωπά κάποια θρυλούμενα (για τους έρωτες του Δία π.χ.), πολύ γνωστά στην εποχή του. Ο Πίνδαρος ομολογεί ο ίδιος, ότι πρέπει κανείς να λέει καλό για τους θεούς και πως γι’ αυτό τροποποιεί τις διηγήσεις τις σχετικές με τον Πέλοπα: «Όχι, δεν μπορώ να παρουσιάσω κανένα θεό ως κανίβαλο! (Ολυμπ. 1, 35· πβλ. 1, 52). Με τη σειρά του ο Αισχύλος προσπαθεί να καταλάβει καλύτερα τη δικαιοσύνη του Δία και να παραμερίσει την ιδέα μιας σχεδόν αυτόματης νεμέσεως, που θα χτυπούσε τον πλούτο ή το μεγαλείο περισσότερο από το σφάλμα ή το έγκλημα. Και ο φιλόσοφος Ξενοφάνης, που τον μνημονέψαμε σε συσχετισμό με το Γοργία, είχε κιόλας από τον έβδομο αιώνα προχωρήσει πολύ περισσότερο, απορρίπτοντας τον ανθρωπομορφισμό, που δεχόταν η θρησκεία για τους θεούς: το να τους αποδίδει κανείς ρούχα, φωνή, σώμα κλπ. δεν ήταν, κατά τη γνώμη του, παρά ανθρώπινη παραίσθηση. Κατά μία έννοια, ο αγνωστικισμός του Πρωταγόρα δεν αποτελούσε μεγάλο αμάρτημα απέναντι στις κοινές δοξασίες.
Υπάρχει, ωστόσο, ένα κατώφλι, που είναι αποφασιστικό. Το να τροποποιεί κανείς, να αναθεωρεί, να διορθώνει το περιεχόμενο μιας θρησκείας, αποτελεί βελτίωση από μέσα- όμως το να αμφισβητεί κανείς την ίδια την ύπαρξη των θεών είναι άλλο πράγμα. Και πρέπει να θυμηθούμε, ότι μπορεί η αρχαιοελληνική θρησκεία να μην είχε ούτε δόγματα ούτε ιερατείο, ήταν όμως αχώριστα δεμένη με τη ζωή της πόλης. Οι θεοί προστάτευαν την πόλη· προστάτευαν ακόμα την ηθική, τους όρκους και τους νόμους, που εξασφάλιζαν την τάξη στην πόλη. Από τη στιγμή που κανείς δεχόταν, ότι ήταν δυνατό να μην υπάρχουν καθόλου θεοί, τα πολιτικά και ηθικά θεμέλια της πολιτείας φαινόταν ότι μπορούσαν να καταρρεύσουν. Και η πόλη απάντησε πολλαπλασιάζοντας, όπως είπαμε, τις δίκες ασεβείας.
Ένα πρώτο ισχυρό κύμα ξεσηκώθηκε εναντίον του Περικλή και των φίλων του. Ο Περικλής είχε δεσμούς με τον Πρωταγόρα· εκπροσωπούσε τους φωτισμένους και προτιμούσε - το είδαμε[14]- τις επιστημονικές ερμηνείες από τα θεϊκά σημάδια. Αυτό οι Αθηναίοι το αποδέχονταν. Όταν όμως μπήκαν στη μέση οι προστριβές με τη Σπάρτη και μεγάλωσε η εχθρότητα απέναντι στον Περικλή, οι Αθηναίοι καθίσαν στο σκαμνί τους ανθρώπους του κύκλου του, συχνά με την κατηγορία της ασέβειας. Η Ασπασία, συντρόφισσά του, κατηγορήθηκε για ασέβεια, και ο Περικλής δυσκολεύτηκε πολύ για να τη σώσει. Ο Αναξαγόρας μπήκε στο στόχαστρο με ένα ψήφισμα, που έλεγε ότι θα καταδικάζονταν για έγκλημα εναντίον της πόλης όσοι δεν πίστευαν στους θεούς και δίδασκαν θεωρίες σχετικές με τα ουράνια φαινόμενα[15]. Ο Πλούταρχος, που αναφέρει το γεγονός στο Βίο του Περικλή (32), προσθέτει ο εισηγητής του ψηφίσματος - μάντης, κατά σύμπτωση! - είχε στόχο, πίσω από τον Αναξαγόρα, τον Περικλή. Ο Περικλής, από πρόνοια, φρόντισε να εγκαταλείψει ο Αναξαγόρας την πόλη. Αυτήν την εποχή δε γίνεται ακόμα ανοιχτά λόγος για τον Πρώτα ρα (αν και ο Πλούταρχος, στο Βίο του Νικία, 23, συνδέει την εξορία του με τη σύλληψη του Αναξαγόρα)· αργότερα όμως λένε τ κι αυτός κατηγορήθηκε για ασέβεια, και τα βιβλία του κάηκαν δημόσια. Ας μην ξεχάσουμε ότι η ίδια κατηγορία χρησιμοποιήθηκε πάλι στην περίπτωση του Σωκράτη, όπου η μία από τις δυο αιτιάσεις ήταν ότι αδικούσε ους μέν ή πόλις νομίζει θεούς ού νομίζ ετερα όέ καινά όαψόνια είσφέρων (Ξενοφ. Απομνημ. 1,1).
Με τον αγνωστικισμό του Πρωταγόρα μπαίνουμε λοιπόν εξαιρετικά επικίνδυνο έδαφος . Το επιβεβαιώνουν οι παραπέρα εξελίξεις, που δείχνουν ότι η κρίση που ξεκινούσε τότε στην A να ήταν σοβαρή. Άλλοι, νεότεροι σοφιστές υπερακόντισαν απόψεις του Πρωταγόρα. Μετά τις εθνικιστικές πιέσεις στα μέσα του αιώνα, το κύμα της απομάκρυνσης από τη θρησκεία έδειξε δυναμώνει πολύ. Όλα έγιναν μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια.
Ο Πρόδικος, που φάνηκε να συγγενεύει με τον Πρωταγόρα στην έγνοια του για τη σωστή έκφραση, δεν ήταν επαναστατικό πνεύμα, αλλά άνθρωπος προσηλωμένος στις ηθικές αξίες. Ωστόσο, σε ό, τι αφορά τους θεούς, φαίνεται πως ακολούθησε τον ίδιο με τον Πρωταγόρα δρόμο, επιβαρύνοντας μάλιστα την κατάσταση.
Συγκεκριμένα, ο Πρόδικος δεν περιορίζεται να εξετάσει πρόβλημα από την άποψη της γνώσης και μόνο, αλλά προσφέρει μιαν ανθρωπολογική και θετικιστική εξήγηση - σαν να μην ήταν η πίστη στους θεούς παρά ένα απλό φαινόμενο ανάμεσα στα άλλα. Από την άποψη της επιστημονικής σκέψης και των επιστημών του ανθρώπου, η θεωρία του Προδίκου αποτελεί απίστευτη ορθολογιστική πρόοδο- όμως, από την άποψη της θρησκείας, οι θεοί -ή τουλάχιστο πολλοί ανάμεσα τους- δεν είναι πια παρά ανθρώπινες επινοήσεις. Πραγματικά, ο Πρόδικος λέει σε ένα απόσπασμα (που βέβαια το παραθέτει ο Σέξτος ο εμπειρικός, αλλά μας είναι γνωστό και από άλλες πηγές) ότι: «ο ήλιος, το φεγγάρι, τα ποτάμια και οι πηγές, καθώς και όλα όσα ευνοούν τη ζωή, θεωρήθηκαν από τους παλιούς ως θεότητες, εξαιτίας της χρησιμότητας τους - όπως ο Νείλος από τους Αιγυπτίους»[16].
Όλα είναι εδώ: η χρησιμότητα, η φυσιολογική εξήγηση, η φροντίδα του συγκριτισμοΰ! Σίγουρα, η θεωρία του Προδίκου, που καμιά φορά παραλληλίζεται με τον ευημερισμό (αν και ο Πρόδικος δε φαίνεται να αντιμετώπισε την περίπτωση της θεοποίησης κάποιων ανθρώπων), είναι τολμηρή, και σημειώνει ένα μεγάλο βήμα στην κατεύθυνση του απόλυτου επιστημονισμού. Πρόκειται όμως για γνήσιο αθεϊσμό, όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι αρχαίοι συγγραφείς -ανάμεσα τους και ο Σέξτος ο εμπειρικός; Δεν είναι βέβαιο. Σε άλλα σημεία του έργου του ο Πρόδικος μιλά για τους θεούς, και σύγχρονοι μελετητές, όπως ο Ε. R. Dodds[17], ξεχώρισαν προσεκτικά τον αθεϊσμό από τη θεωρία του Προδίκου, όπου διακρίναν τα σημάδια ενός πολύ ‘μοντέρνου’ πνεύματος. Πραγματικά, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του κειμένου είναι ότι η επιστημονική έγνοια υπερισχύει, αναπτύσσεται κα επιβεβαιώνεται, και πια δεν αφήνει ελεύθερο χώρο για τη θρησκεία -που όμως δε δέχεται μετωπική επίθεση.
Σοφιστικές διαπιστώσεις σαν του Πρωταγόρα δε φαίνεται να αποτελούσαν σπάνιο φαινόμενο, και πολλαπλασιάζονταν απι χρόνο σε χρόνο. Μας σώζεται ένα απόσπασμα (είκοσι δύο στίχοι) από ένα θεατρικό έργο με τον τίτλο Σίσυφος, που μας προσφέρει μια περίλαμπρη μαρτυρία. Είναι δυστυχώς δύσκολο να πούμε ποιος είναι ο συγγραφέας, γιατί οι στίχοι αποδίδονται ανάλογα με τη μαρτυρία, πότε στον Κριτία, πότε στον Ευριπίδη Άλλωστε, μια παράξενη μοίρα θέλει όλα τα τραγικά αποσπάσματα που αποδίδονται στον Κριτία να μπορούν να διεκδικηθούν - και να διεκδικούνται- από τον Ευριπίδη. Έτσι διαπιστώνουμε τι< συγγένειες ανάμεσα σε όλους όσους δέχτηκαν τις επιδράσεις των σοφιστών και διαποτίστηκαν, περισσότερο ή λιγότερο, από το πνεύμα τους. Οπωσδήποτε, στην περίπτωση τον Σίσυφον, η γνώμη του Wilamowitz, που τον θεωρούσε έργο του Κριτία, υπέρ- ίσχυσε για πολύν καιρό, ώσπου μια πρόσφατη και ακριβολογημένη εξέταση τον απέδωσε πάλι, με επιστημονικό κύρος, στον Ευριπίδη[18].
Για τη δική μας προοπτική η διαφορά είναι αρκετά μεγάλη Ο Κριτίας μάς είναι γνωστός: ήταν θείος του Πλάτωνα και ένας από τους πιο τολμηρούς ανάμεσα στους ‘τριάκοντα’ ολιγαρχικούς, που το 404 π.Χ. αναλάβαν την εξουσία στην Αθήνα. Ήταν όμως και σοφιστής, ή τουλάχιστον οι αρχαίες μαρτυρίες έτσι τον χαρακτηρίζουν - κι εμείς εδώ τις ακολουθούμε. Μπορεί να μη·\ πληρωνόταν για τις συζητήσεις του, αλλά έζησε ως διανοούμενος γράφοντας έργα για τα διάφορα πολιτεύματα, συμμετέχοντας στις φιλοσοφικές συζητήσεις και συμβάλλοντας στη διάδοση των σοφιστικών ιδεών. Αντίθετα, ο Ευριπίδης, αν και δεχόταν σοφιστικές επιρροές, βρισκόταν φανερά απέξω. Είναι λοιπόν το απόσπασμα του Σισύφου γραμμένο από σοφιστή; Ναι ή όχι; Πρέπει να το χρησιμοποιούμε ως μαρτυρία για τις σοφιστικές θεωρίες αυτές καθαυτές, ή μόνο για την επίδρασή τους στους άλλους;
Οπωσδήποτε, ο δισταγμός ανάμεσα στα δυο ονόματα είναι αποκαλυπτικός, καθώς συμβαίνει το πιο προχωρημένο από τα κείμενα που εδώ εξετάζουμε, γιατί αντιβαίνουν στη θρησκεία, να είναι αυτό που κατέχει οριακή θέση στον κύκλο των σοφιστών και τοποθετείται πολύ μακριά από τους πρώτους διδασκάλους. Συγγραφέας του είναι είτε ένας Αθηναίος που άκουσε τους σοφιστές. συγκεκριμένα ο Ευριπίδης, είτε κάποιος άλλος Αθηναίος, προσανατολισμένος στην πρακτική πολιτική δράση και πολύ φιλόδοξος, κοντολογίς ένας άνθρωπος, που και αν ακόμα πρέπει να ονομαστεί σοφιστής, σίγουρα δεν ήταν πια σοφιστής με την αυστηρή έννοια του όρου. Όσο ξαπλένουν πέρα από τον κύκλο των καθαυτό διδασκάλων οι ιδέες σκληραίνουν. Θα βρούμε πολλές αποδείξεις στη συνέχεια.
Το χρησιμοποιούμε λοιπόν εδώ αυτό το κείμενο μαζί με τα άλλα συγγράμματα των σοφιστών, αλλά με τις επιφυλάξεις που σημειώσαμε· και για να μη δημιουργηθεί η εντύπωση ότι εξωραΐζουμε, δηλώνουμε ότι ίσως να αντιπροσωπεύει περισσότερο την επίδραση των σοφιστών και λιγότερο τις ίδιες τις σοφιστικές αναλύσεις -που ωστόσο ο Σίσυφος αποτελεί, τουλάχιστο, λογική τους επέκταση.
Το απόσπασμα προέρχεται οπωσδήποτε από ένα σατυρικό δράμα, που γράφτηκε προς το τέλος του πέμπτου αιώνα. Παρουσιάζει τις σκέψεις ενός προσώπου, που δεν πολυγνοιάζεται για τους ηθικούς φραγμούς (όπως περίπου και ο Κύκλωπας του Ευριπίδη), και που δίνει στην ομιλία του ένα θεωρητικό – δογματικό τόνο.
Ξεκινά, όπως και τόσοι άλλοι στην εποχή του, θυμίζοντας πόσο προόδεψε η ανθρώπινη ζωή από την εποχή της αρχικής ακαταστασίας. Σημειώνει ότι στην αρχή δεν υπήρχαν ούτε ανταμοιβές για τους αγαθούς ούτε τιμωρίες για τους κακούς ανθρώπους. Στη συνέχεια οι άνθρωποι εγκαθίδρυσαν τους νόμους, για να βασιλέψει η δικαιοσύνη. Ωστόσο οι νόμοι δεν ίσχυαν για τις κρυφές πράξεις, όπου γι' αυτές δεν υπήρχαν μάρτυρες. Τι κάνουμε; Ο ομιλητής απαντά: «Μου φαίνεται ότι τότε ένας μυαλωμένος και σοφός άντρας, για να φοβίσει τους κακούς, ακόμα και όταν οι πράξεις, τα λόγια και οι σκέψεις ήταν κρυφές, εισήγαγε το θεῖον και την ιδέα ότι υπάρχει μια θεότητα προικισμένη με απεριόριστη ζωή. που βλέπει και ακούει με το πνεύμα». Αυτό δεν ήταν βέβαια παρά μια βολική επινόηση: «Έκρυβε την αλήθεια κάτω από ψεύτικα λόγια»[19]. Από κει και πέρα οι άνθρωποι φοβόνταν όλα τα φυσικά φαινόμενα, αλλά και ξαφνικά, με το φόβο, όλες οι ανωμαλίες πήραν τέλος.
Πραγματικά, αυτήν τη φορά το κείμενο παρουσιάζει την ύπαρξη των θεών ως επινόηση και ψέμα.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για την απήχηση που είχαν αυτές οι θεωρίες. Με την πρώτη ματιά θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι στόχος τους ήταν μόνο η δικαιοσύνη των θεών και η έγνοια τους να τιμωρήσουν τους κακούς. Είναι αλήθεια ότι το κείμενό μας επιμένει πολύ σε αυτήν την πρώτη σκέψη: η θεϊκή δικαιοσύνη αποτελεί μύθο χωρίς θεμέλιο. Αυτό συνδέει το Σίσυφο με μια καλομαρτυρημένη τάση, που έπαιξε μεγάλο ρόλο, ενθαρρύνοντας τις θρησκευτικές αμφιβολίες της εποχής, και που οι σοφιστές βοηθούσαν να διαδίδεται. Αυτή η τάση εκφραζόταν με το ερώτημα, αν είναι δυνατό να υπάρχουν θεοί, όταν η υποστήριξη που (υποτίθεται) προσφέρουν στη δικαιοσύνη είναι στη ζωή των ανθρώπων ανύπαρκτη. Σε ένα απόσπασμα ενός άλλου σύγχρονου τότε σοφιστή, του Θρασύμαχου, περιέχεται η παρατήρηση ότι οι θεοί δεν κάνουν τίποτα για να στηρίξουν τη δικαιοσύνη: «οι θεοί δεν κοιτούν τις ανθρώπινες υποθέσεις· αλλιώς δε θα παράβλεπαν το πιο μεγάλο ανθρώπινο αγαθό, τη δικαιοσύνη. Βλέπουμε αλήθεια ότι οι άνθρωποι δεν την εφαρμόζουν»[20]. Πάντα η θεία δικαιοσύνη δημιουργεί προβλήματα, και οι σοφιστές δεν ήταν δυνατό να αφήσουν απαρατήρητη μια τέτοια δυσχέρεια. Μισόν αιώνα αργότερα ο Πλάτωνας απηχεί ακόμα αυτήν τη στάση, όταν στους Νόμους του γράφει ότι διατηρείται η πίστη - όχι σε πολλούς, αλλά σε κάποιους - πως «οι θεοί υπάρχουν, αλλά δε γνοιάζονται για τις ανθρώπινες υποθέσεις»[21]. Το πρόβλημα ξαναζωντάνεψε στον Πλούταρχο και παραμένει ζωντανό σε ολόκληρη τη δυτική σκέψη.
Ωστόσο, το μικρό κείμενο από τον Σίσυφο δεν περιορίστηκε σε τούτη την πρώτη μορφή απιστίας. Ο συγγραφέας του θεωρεί τους ίδιους τους θεούς επινόηση και μύθο, που προορίζεται να τρομάξει τους κακούς. Οι δύο στίχοι του συμπεράσματος δεν επιτρέπουν στο σημείο αυτό καμιάν αμφιβολία, όταν λένε: «Έτσι, νομίζω, κάποιος έπεισε πρώτος τους θνητούς να παραδεχτούν την ύπαρξη μιας θεϊκής γενιάς»[22].
Όλα αυτά μας απομακρύνουν τελείως από την οπτική γωνία της επιστήμης, όπως την είχε αξιοποιήσει ο Πρόδικος. Ο Πρόδικος ξεκινούσε από τα αυθόρμητα αισθήματα των ανθρώπων, και η ερμηνεία του παρέμεινε, με διάφορες αποχρώσεις, χαρακτηριστική για όλες τις υλιστικές φιλοσοφικές θεωρίες[23]. Είχε θεωρήσει υπαίτιο το φυσικό θαυμασμό που νιώθουν οι άνθρωποι μπροστά στα όσα είναι χρήσιμα για τη ζωή, ενώ αργότερα οι Επικούρειοι (ακολουθώντας το Δημόκριτο, που ήταν σύγχρονος του Προδίκου) θεωρούσαν υπαίτιους τους φυσικούς φόβους των ανθρώπων μπροστά στα φαινόμενα που δεν καταλάβαιναν. Παρόμοιες απόπειρες επιχειρούσαν να αναλύσουν μίαν αυθόρμητη τάση, που η ύπαρξή της ήταν δυνατό να διαπιστωθεί στους ανθρώπους. Αντίθετα, ο συγγραφέας του Σισύφου προϋποθέτει τεχνητούς φόβους, που ένας άνθρωπος τους δημιούργησε για τους άλλους ανθρώπους· ο ίδιος επινόησε και τα ψέματα, που αργότερο ο Λουκρήτιος θα αγωνιζόταν να αντικρούσει, για να τους καθησυχάσει: η οργή των θεών αποτελεί εδώ μύθο κατασκευασμένο από ένα μυαλωμένο πολιτικό[24].
Η εξέλιξη, μετά τον επιφυλακτικό αγνωστικισμό του Πρωταγόρα, ήταν λοιπόν γοργή. Την απλή διαύγεια των ορισμών διαδέχτηκαν, στο πλαίσιο της ελεύθερης σκέψης, κάποιες τολμηρές διακηρύξεις, και τότε ο άνθρωπος-μέτρο βρέθηκε να είναι ο ίδιος που μόνος επινόησε την απατηλή υπέρβαση.
Βλέπουμε τώρα πολύ καλά, πὠς και γιατί αυτός ο προσανατολισμός μπορούσε από τη φύση του να συγκινήσει τα πλήθη, και πώς η συγκίνηση φυσικό ήταν να παραμορφώσει, τις προοπτικές του. Αυτές οι θεωρίες, που εφαρμόζονταν στο πεδίο της θρησκείας, άγγιζαν πραγματικά από πολύ κοντά τις παραδόσεις και τις δοξασίες των πολιτών - τόσο κοντά, ώστε να μη διακρίνονται και να μη γίνονται σεβαστές οι διάφορες διαβαθμίσεις, που ωστόσο στη φιλοσοφία είναι σημαντικές. Οπωσδήποτε υπήρξε κάποιο σκάνδαλο, και κανείς δεν έκανε τον κόπο να εξετάσει τις λεπτομέρειες και να συζητήσει τις διαφορές.
Το καταλαβαίνουμε το σκάνδαλο και για έναν ακόμα λόγο: κινδύνευε, μαζί με την πίστη στους θεούς, να εξαφανιστεί και ένα από τα μεγάλα θεμέλια, όπου επάνω του στηρίζονταν η ηθική και ο σεβασμός των νόμων.
Η δικαιοσύνη
Νόμοι που τους καθιέρωσαν οι θεοί και εκφράζουν τη θέλησή τους -να μια ξεκάθαρη και στεριά βάση! Στην ανάγκη θα μπορούσε κανείς και χωρίς τη θεϊκή έγκριση να περισώσει την ιδέα μιας παγκόσμιας ισορροπίας, που εικόνα της θα ήταν η δικαιοσύνη. Όμως αυτήν την απόλυτη δικαιοσύνη, ποιος τη γνώριζε; Πού μπορούσε κάποιος να τη δει; Αν ο άνθρωπος είναι μέτρο όλων των πραγμάτων, τότε δικαιοσύνη είναι η δική του δικαιοσύνη, δηλαδή μια συγκεκριμένη ιδέα που ο ίδιος έχει για τη δικαιοσύνη και που την εκφράζει με τους νόμους του. Δεν υπάρχει τότε διαφορά ανάμεσα στο δίκαιο και το νόμιμο· και το νόμιμο παραλλάζει ανάλογα με τις εποχές και τους τόπους.
Να λοιπόν που και η δικαιοσύνη βρίσκεται με τη σειρά της μετέωρη, σχετική, χωρίς θεμέλιο - έτοιμη να χαλαρώσει, όπως όλα τα άλλα.
Θα το προσέξουμε: τούτη η τομή αντιστοιχεί σε μιαν άλλη όψη του κριτικού πνεύματος εκείνης της εποχής· δεν ξεκινά από τη θεωρητική ανάλυση, αλλά από την παρατήρηση της συγκεκριμένης ποικιλομορφίας.
Ο Ηρόδοτος ήταν σύγχρονος του Πρωταγόρα. Στις εθνολογικές του έρευνες είχε δείξει ακριβώς την ποικιλία των ανθρώπινων συνηθειών την είχε μάλιστα συζητήσει στα θεωρητικά μέρη της ιστορίας του. Το συμπέρασμά του ήταν ότι πρέπει κανείς να είναι πάντα ανεκτικός. Στο τρίτο βιβλίο (38) φαντάζεται ότι αν κανείς μάζευε από παντού, για να προσφέρει στους ανθρώπους τους ωραιότερους κανόνες ζωής και τους καλύτερους νόμους, ο καθένας θα διάλεγε αυτούς που ήδη έχει. Φέρνει για παράδειγμα έθιμα που οι Έλληνες τα θεωρούν φοβερά, ενώ ισχύουν σε άλλους τόπους -π.χ. το να τρώει κανείς το νεκρό σώμα του πατέρα του, όπως κάνουν ορισμένοι Ινδοί.
Η εμπειρία των διαφορών ανάμεσα στα ήθη μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι είναι όλα τους μάταια και χωρίς θεμέλιο. Ωστόσο, οι σοφιστές είχαν μια περιέργεια γι’ αυτού του είδους τα πράγματα. Φαίνεται ότι ο Ιππίας έκανε κι αυτός με τη σειρά του κάποιες εθνολογικές έρευνες και πως έγραψε για τα ονόματα των λαών (Ἐθνῶν ὀνομασίαι). Οπωσδήποτε, η μικρή διατριβή Δισσοί λόγοι αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι η ποικιλία στην εκτίμηση των αξιών αποτελούσε θαυμάσιο επιχείρημα για τους σχετικιστές, και ότι οι σχετικιστές δε δίσταζαν να αξιοποιήσουν τον Ηρόδοτο. Πραγματικά, για να δείξει τη σχετικότητα του ωραίου και του άσχημου, ο συγγραφέας των Δισσών Λόγων παραθέτει μιαν ολόκληρη σειρά από συνήθειες, ελληνικές ή βαρβαρικές, που άλλοι λαοί τις απορρίπτουν. Οι Λακεδαιμόνιοι το βρίσκουν ωραίο να ξεγυμνώνονται τα κορίτσια και να γυμνάζονται, ενώ οι Ίωνες το θεωρούν άσχημο· οι Θεσσαλοί το βρίσκουν όμορφο να δαμάζουν άλογα και να σφάζουν βόδια, ενώ οι Σικελοί το θεωρούν άσχημο, κ.ο.κ. Το κείμενο αραδιάζει συνήθειες μακεδονικές, θρακικές, περσικές, λυδικές, αιγυπτιακές, κλπ. Θα νόμιζε κανείς ότι ξαναμελετά τον Ηρόδοτο, ένα παραπάνω, όταν διαβάζει ότι, αν μάζευε κανείς από παντού τους κανόνες ζωής και άφηνε τους ανθρώπους να διαλέξουν, καθένας θα έπαιρνε τους δικούς τον και στο τέλος δε θα έμενε τίποτα αζήτητο. Οι Δια- σοί λόγοι (2, 18) συνοψίζουν το κείμενο του Ηροδότου (3. 38)[25]· στόχος του συγγραφέα τους όμως δεν είναι να κηρύξει την ανεκτικότητα, αλλά να δείξει ότι και το ωραίο και το άσχημο δεν έχουν καμιάν αντικειμενική υπόσταση -όπως αντικειμενική υπόσταση δεν έχουν ούτε το δίκιο και το άδικο.
Πραγματικά, αυτήν τη θέση συναντούμε στους σοφιστές, εκεί όπου ο φιλοσοφικός σχετικισμός διασταυρώνεται με την ανθρωπολογία.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Πρωταγόρας, που πρώτος άνοιξε τόσους δρόμους, φαίνεται στο πεδίο αυτό να ήταν πολύ διατακτικός και επιφυλακτικός. Ποτέ δε φαίνεται να τα έχει βάλει με τη δικαιοσύνη. Παραδεχόταν, χωρίς αμφιβολία, ότι κάθε πολιτεία είχε το δίκαιο και τους νόμους της, αλλά η διαπίστωση δε συνοδευόταν, ή τουλάχιστο δεν ξέρουμε να συνοδευόταν από κάποια κριτική θεώρηση των αρχών του δικαίου. Αντίθετα, ο ίδιος ο Πλάτωνας παρουσιάζει στον Πρωταγόρα το σοφιστή να μεγαλύνει στο μύθο του την Δίκην και Αιδώ (322 c), που ο Δίας έχει στείλει στους ανθρώπους, για να υπάρχει αρμονία στις πολιτείες και φιλικοί δεσμοί. Έχουμε λοιπόν εδώ την αίσθηση ότι τα καταλυτικά χτυπήματα ξεκίνησαν μετά τον Πρωταγόρα.
Αλήθεια, για να ξεκινήσουν χρειάζονταν μιαν ιδέα διαφορετική από την ιδέα του ανθρώπου-μέτρου. Χρειάζονταν τη διάκριση ανάμεσα στη φύση και τους ανθρώπινους κανόνες, ανάμεσα στην φύσιν και τον νόμον.
Η ιστορία της αντίθεσης ανάμεσα στη φύση και το νόμο φωτίζει μια σημαντική πλευρά του μετασχηματισμού των ιδεών, τον πέμπτο αιώνα. Έχει μελετηθεί στις λεπτομέρειές της από τον F. Heinimann[26] και δε θα την επαναλάβουμε· είναι, ωστόσο, ουσιαστικό να διαπιστώσουμε ότι αυτή η ιστορία διασταυρώνεται με όλα σχεδόν τα έργα των σοφιστών και δεν οδηγεί υποχρεωτικά στην καταστροφή και την άρνηση. Αντίθετα, συμβαίνει ο ρόλος της να είναι πολύ θετικός και να υπηρετεί μόνο την απελευθέρωση των ανθρώπων από τα πολύ στενά πλαίσια της παράδοσης. Το βλέπουμε σε δυο σοφιστές, στον Ιππία και στον Αντιφώντα.
Ο Ιππίας είχε ποικίλες ασχολίες και ενδιαφέροντα- όμως ο ρόλος του στον πλατωνικό Πρωταγόρα έχει επίκεντρο τη διάκριση ανάμεσα στη φύση και το νόμο. Διακηρύσσει με σθένος ότι ο νόμος τύραννος ὤν ταῶν ἀνθρώπων, πολλά παρά τήν φύσιν βιάζεται (337 d). Με άλλα λόγια: υπάρχει από τη μια ένα φυσικό πεδίο, και από την άλλη οι τεχνητοί κανόνες, που επιβάλλονται από τους ανθρώπους και αντιβαίνουν στη φυσική κατάσταση.
Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να μιλήσει πιο καθαρά, ή και να καθορίσει μίαν εξίσου αναμφισβήτητη διάκριση. Σημασία έχει όμως να διαπιστωθεί, πώς και σε τι θα εφαρμοζόταν αυτή η διάκριση.
Στον Πρωταγόρα, απ’ όπου τη δανειστήκαμε, η διακήρυξη του Ιππία κάθε άλλο είναι παρά επαναστατική. Αυτό που θέλει να πει είναι ότι όλοι οι παριστάμενοι, που προέρχονται από διαφορετικές πόλεις αλλά έχουν κοινό την αγάπη της φιλοσοφίας, είναι «συγγενείς και οικείοι και συμπολίτες από τη φύση, αν όχι από το νόμο»[27]. Απλά και μόνο υποστηρίζει τη φιλική συνεννόηση ανάμεσα σε καλόγνωμους ανθρώπους, όποια και αν είναι η καταγωγή τους.
Έχουμε κάθε δίκιο να φανταστούμε ότι πέρα από την κατευναστική της πρόθεση, η πολύ γενική διατύπωση του Ιππία μπορεί να αποβλέπει και σε άλλους στόχους, δυσφημίζοντας ορισμένες κοινωνικές διακρίσεις. Στα κείμενα της εποχής βρίσκουμε να χρησιμοποιείται κατά περίπτωση για τους δούλους και για τους νόθους, που η κοινωνική τους κατάσταση βασίζεται σε απλή σύμβαση (που αντιβαίνει στη φύση) και αντιστοιχεί σε μιαν απλή «λέξη» -που αντιβαίνει στην πραγματικότητα.
Η ίδια διατύπωση, το περιμένουμε, μπορεί να έχει στόχο της τους νόμους και τους κανόνες του δικαίου. Σίγουρα και ο Ιππίας αποδεχόταν αυτή τη δυνατότητα, όπως φαίνεται στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα (4, 4, 14 κκ.), όπου οδηγείται να παραδεχτεί ότι οι νόμοι, καθώς αλλάζουν τόσο εύκολα, δεν έχουν καμιά σοβαρότητα. Ανησυχητικές προοπτικές! Όμως ο ίδιος ο Ιππίας δεν προχώρησε σε αυτόν το δρόμο γιατί δεχόταν, αν πιστέψουμε το ίδιο αυτό χωρίο των Απομνημονευμάτων, ότι δίπλα στους μεταβλητούς και αβέβαιους νόμους υπήρχαν και οι περίφημοι «άγραφοι νόμοι», που ίσχυαν σε διάφορες χώρες και που, θεϊκοί ή όχι, ήταν ανεξάρτητοι από κάθε γραπτό νόμο, τέτοιον ή αλλιώτικο.
Πρέπει λοιπόν να περιμένουμε άλλους, πιο αποφασιστικούς σοφιστές, ώστε πραγματικά η αντίθεση ανάμεσα στο νόμο και τη φύση να φτάσει να καθίσει στο σκαμνί τη δικαιοσύνη. Και πάλι, όταν έρθει η ώρα τους, πρέπει τουλάχιστο να θυμίσουμε ότι μερικές φορές αυτή η αντίθεση θα διατηρήσει, ακόμα και για τους πιο τολμηρούς, τη θετική και, αν μπορούμε να πούμε, ανθρωπιστική της αξία. Μια λαμπρή απόδειξη προσφέρει ο Αντιφώντας, ο σοφιστής, σε ένα του απόσπασμα. όπου υποστηρίζει τη φυσική αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων, αρχόντων και πληβείων, Ελλήνων ή Βαρβάρων: φύσει πάντες ὁμοίως πεφύ καμεν καί βάρβαροι καί Ἕλληνες εἶναι οὔτε βάρβαρος δ’ ἀφώρισται ἡμῶν οὐδείς οὔτε Ἕλλην· ἀναπνέομέν τε γάρ εἰς τόν ἀέρα ἅπαντες κατά τό στόμα καί κατά τάς ρίνα. (Β 44, A 7 Β 2).
Σίγουρα, ο Αντιφώντας δε ζητά να καταργηθούν στην πράξη αυτές οι ποικίλες κατηγορίες. Το μόνο που κάνει στην ανάλυσή του είναι να ξεχωρίζει ό, τι προέρχεται από τη φύση ή από τη σύμβαση. Όμως κιόλας το να προβάλλει κανείς τέτοιες απόψεις στην Ελλάδα των πόλεων, σε μίαν Ελλάδα που ήταν ακόμα υπερήφανη για τις επιτυχίες της εναντίον των βαρβάρων, έκρυβε μέσα του μιαν εκπληκτική τόλμη. Έτσι εμφανίζεται για πρώτη φορά η έννοια της πανανθρώπινης αδελφοσύνης.
Μπορούμε να το θεωρήσουμε συγκινητικό, ότι αυτή η τολμηρή θέση απαντά σε έναν από τους σπάνιους σοφιστές πολίτες της Αθήνας, που ήταν τόσο διαποτισμένη από την αίσθηση της υπεροχής της· όμως, χωρίς αμφιβολία, δεν είναι σύμπτωση ότι τούτη η σκέψη, που ξεπήδησε από τη διαπίστωση της σχετικότητας των κοσμοπολίτικο κύκλο των σοφιστών. Οι περιοδεύοντες καθηγητές, που κατάγονταν απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας και είχαν λευτερωθεί από τα κοινωνικά δεσμά, φυσικό ήταν να ξεπερνούν το πλαίσιο της πόλης, και στα όσα δέχονταν και στα όσα απορρίπταν. Σημαντική κι αυτή η προσφορά, ανάμεσα στα πολλά που οι σοφιστές χαρίσαν στον πολιτισμό μας.
Ωστόσο, υπήρχαν και άλλοι τρόποι να αξιοποιηθεί η αντίθεση ανάμεσα στο νόμο και στη φύση. Και αν η ανοιχτή και θετική πλευρά της αντίθεσης μπορούσε να χαράξει τέτοιες προοπτικές, μπορούμε να φανταστούμε την καταστρεπτική της δύναμη, αν ο Αντιφώντας και οι άλλοι σοφιστές δεν την εφάρμοζαν πια στις εθνικές και κοινωνικές διακρίσεις, αλλά στη δικαιοσύνη και στους νόμους.
Οι εχθροπραξίες δεν άρχισαν με τον Πρωταγόρα, ούτε με τον Ιππία- όμως η διακριτικότητα των δύο αυτών σοφιστών αντισταθμίστηκε με το παραπάνω από το Θρασύμαχο και τον Αντιφώντα -γεγονός που μίαν ακόμα φορά μας δείχνει τη σημασία της τομής που υπήρξε ανάμεσα στον Πρωταγόρα και τους διαδόχους του. Μετά τον Πρωταγόρα η σοφιστική κριτική φαίνεται να κερδίζει γρήγορα σε ένταση, βήμα με το βήμα.
Δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί χρονολογική διαφορά ανάμεσα στο Θρασύμαχο και τον Αντιφώντα: είναι σύγχρονοι, και μάλιστα ο Αντιφώντας θα μπορούσε να είναι κάπως μεγαλύτερος. Αν εδώ αρχίζουμε με το Θρασύμαχο και όχι με τον Αντιφώντα, τούτο συμβαίνει απλά και μόνο γιατί το έργο του μας είναι λιγότερο γνωστό. Το μόνο κάπως αναπτυγμένο απόσπασμα που διαθέτουμε - δύο πάνω κάτω σελίδες- ανήκει σε πολιτική αγόρευση και δεν αφορά ούτε τους νόμους ή τη δικαιοσύνη, ούτε τη φύση στην αντίθεσή της με τις ανθρώπινες συμβάσεις. Για τις απόψεις του στα θέματα αυτά έχουμε μόνο τα λόγια που του αποδίδει ο Πλάτωνας, στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας. Σκοπός του Πλάτωνα είναι να τον αντικρούσει, οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η σκέψη του σοφιστή παρουσιάζεται σε πιο σκληρή και αδιάλλακτη μορφή. Οπωσδήποτε, ο ρόλος που του αναθέτει ο Πλάτωνας αποδεικνύει ότι ο Θρασύμαχος κατείχε σημαντική θέση στη συζήτηση.
Ποια ήταν λοιπόν, σύμφωνα με την Πολιτεία, η άποψή του; Η θέση του ήταν απλή και βίαιη. Ο Θρασύμαχος παρεμβαίνει απότομα στη συζήτηση, κοροϊδεύει όλα όσα είχαν πει πριν από αυτόν οι άλλοι, και διακηρύσσει ότι το δίκαιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά «ό, τι συμφέρει στους δυνατούς»: το του κρείττονος συμφέρον (338 c).
Τι θα πει αυτό; Ο Σωκράτης δείχνει απορημένος: «Περιμένω να καταλάβω τι θέλεις να πεις· τώρα δεν έχω καταλάβει ακόμα». Και 'μείς μένουμε έκπληκτοι- όμως η θέση του Θρασύμαχου δεν είναι ούτε τόσο τρελή ούτε καν τόσο ριζοσπαστική όσο φαίνεται την πρώτη στιγμή.
Ο Θρασύμαχος την αγαπούσε ίσως τη δικαιοσύνη, και λυπόταν βλέποντάς την να ανταμείβεται τόσο άσχημα στη ζωή των ανθρώπων. Η μαρτυρία του Ερμία τού αποδίδει μια σκέψη, που την παραθέσαμε παραπάνω συζητώντας το θέμα των θεών: «οι θεοί δεν κοιτούν τις ανθρώπινες υποθέσεις· αλλιώς δε θα παράβλεπαν το πιο μεγάλο ανθρώπινο αγαθό, τη δικαιοσύνη. Βλέπουμε αλήθεια ότι οι άνθρωποι δεν την εφαρμόζουν» (Β 8). Το μέγιστον των έν άνθρώποις άγαθών είναι βέβαια ως έκφραση επαινετικό. Άραγε φτάνει να μιλήσουμε για δυσφορία και για πικρία; Δε θα ήταν καλύτερο να θαυμάσουμε τον αντικειμενικό τόνο -όρώμεν γάρ - του παρατηρητή;
Οπωσδήποτε, στην Πολιτεία ο Θρασύμαχος δε μιλά γι’ αυτήν την αυτούσια δικαιοσύνη, αλλά για τη δικαιοσύνη που καταγράφεται στους νόμους και που ξεκινά από μια πολιτική απόφαση σε δεδομένη στιγμή και σε συγκεκριμένη πόλη.
Οι παραλλαγές αυτής της δεύτερης δικαιοσύνης είχαν επισημανθεί από άλλους. Η πρωτοτυπία του Θρασύμαχου, σε σχέση με τα υπόλοιπα γνωστά μας κείμενα, είναι ότι αναρωτήθηκε, ποιος αλήθεια αποφασίζει, και ποιος κατασκευάζει τους νόμους. Είναι φανερό ότι το κάνουν εκείνοι που έχουν το κύρος ή τη δύναμη να το κάνουν, δηλαδή οι κυβερνήτες. Και είναι πάλι φανερό, ότι το κάνουν υποστηρίζοντας τα συμφέροντά τους. Να λοιπόν γιατί στα μάτια του Θρασύμαχου το δίκαιο, όπως ορίζεται από τους νόμους, αντιπροσωπεύει το τον κρείττονος συμφέρον.
Το συμπέρασμα ισχύει για το λαό, για την ολιγαρχία, για τους τυράννους: όλοι τους θα καθιερώσουν τους νόμους υπηρετώντας το συμφέρον τους. Όμως, στο στόμα του Θρασύμαχου, αυτή η πολιτική παρατήρηση, που μοιάζει κάπως με τις συμβουλές του Αριστοτέλη τις σχετικές με τη διατήρηση των πολιτευμάτων, επεκτείνεται σε μια γενικότερη και στις συνέπειές της βαρύτερη ανάλυση. Μερικοί πίστεψαν ότι αυτή η ανάλυση αποτελεί παραμορφωτική ερμηνεία και προέρχεται από τον Πλάτωνα- δεν μπορούμε όμως να την απορρίψουμε εξαρχής, μόνο και μόνο γιατί φαίνεται πιο τολμηρή από τις άλλες μαρτυρίες που διαθέτουμε.
Η ανάλυση του Θρασύμαχου τείνει να δικαιολογήσει το γεγονός ότι οι νομοθέτες έχουν στο νου να υπηρετήσουν το συμφέρον τους. Εξηγεί ότι αυτός είναι ο σκοπός όλων όσων φροντίζουν είτε ένα κοπάδι ζώα είτε μιαν ανθρώπινη κοινότητα. Πώς όχι; Όλος ο κόσμος το ξέρει ότι η δικαιοσύνη είναι ύποπτη υπόθεση, όπου κανείς ποτέ δεν ανταμείβεται σωστά για τις πράξεις του. Αυτό λέει ο Θρασύμαχος, κατά τον Πλάτωνα, και το βήμα είναι αναμφίβολα μεγάλο. Από δω κι εμπρός η δικαιοσύνη, σε όλες της τις μορφές, γίνεται ανώφελη φενάκη. Αντίθετα, η αδικία προσφέρει τα πάντα. Στην οριακή της μορφή η αδικία χαρίζει στον τύραννο μίαν ευτυχία, που κανείς πια δεν την κρίνει- γιατί τελικά, όλα όσα ακούγονται εναντίον της αδικίας ξεκινούν από ένα μόνο φόβο, που βέβαια δεν είναι ο φόβος, μην κανείς αδικήσει, αλλά ο φόβος μην αδικηθεί. Η αδικία, όταν εκδηλώνεται χωρίς περιορισμούς, είναι κάτι πιο δυνατό, πιο ελεύθερο, πιο κυρίαρχο από τη δικαιοσύνη (344 a-c).
Ακόμα και αν υπολογίσουμε ότι ο Πλάτωνας την παρουσίασε πιο σκληρή απ’ όσο πραγματικά ήταν, κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η θέση του Θρασύμαχου είχε ενότητα και συνέπεια, και ότι ήταν τρομερά καταστρεπτική. Η απαισιοδοξία που περιέχει στα βάθη της την κάνει να συμφωνεί με τις λιγότερο τολμηρές απόψεις του αποσπάσματος που μας διασώζει ο Ερμίας· και όταν επιμένει στο γεγονός ότι όλοι υπηρετούν το συμφέρον τους και μόνο, η σκέψη του Θρασύμαχου ακολουθεί μίαν από τις δεσπόζουσες σοφιστικές θέσεις.
Πραγματικά, στη ρεαλιστική σκέψη των σοφιστών η χρησιμότητα και η ωφέλεια βρίσκονταν πάντα στο προσκήνιο. Ακόμα και στο πεδίο της ρητορικής η αληθοφάνεια (είκότα) στηρίζεται πάντα στην προϋπόθεση ότι καθένας επιδιώκει το συμφέρον του. Στην ίδια αυτήν ιδέα επικεντρώνεται και ολόκληρη η ατομική και ομαδική ψυχολογία- σε αυτή βασίζονται όσοι συμβουλεύουν να γίνει μια συγκεκριμένη ενέργεια -ακόμα και πράξη ηρωική- αυτή χρησιμοποιούν, με κάθε φυσικότητα, και οι ρήτορες, όταν ερμηνεύουν τις πολιτικές επιλογές του ενός ή του άλλου. Πολύ περισσότερο η ίδια ιδέα ισχύει, όταν εφαρμόζεται στις πόλεις, που το συμφέρον τους αποτελεί έγνοια όλων των πολιτών -και οι ίδιες δεν το κρύβουν ότι υπακούουν στη φωνή του συμφέροντος, περιφρονώντας οτιδήποτε άλλο. Ξέρουμε ότι το θέμα είναι ουσιαστικό στις αναλύσεις του Θουκυδίδη. Να λοιπόν που εδώ ο Θρασύμαχος βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με το πνεύμα της εποχής.
Ωστόσο, ο σοφιστής δεν περιορίζεται να υιοθετήσει την ηθική απαισιοδοξία και να αγνοήσει κάθε ιδεαλισμό. Με μια τολμηρή και σίγουρα πιο προσωπική κίνηση, ο Θρασύμαχος καταδικάζει με τα λόγια του ριζικά τον ιδεαλισμό: γι’ αυτόν η δικαιοσύνη αποτελεί -πάντα σύμφωνα με τον Πλάτωνα (348 c-d)- πάνυ γεναίαν εὐήθειαν (πολύ ευγενική αφέλεια), ενώ η αδικία χαρακτηρίζει τους φρονίμους. Ο Θρασύμαχος τη συνδέει με την εὐβουλίαν, χρησιμοποιώντας τη λέξη που από τότε χαρακτηρίζει εκείνη την κατεξοχήν πρακτική σοφία που προπαγάνδιζαν οι καινούριες ιδέες. Ποτέ ο Πρωταγόρας δε θα έλεγε κάτι τέτοιο- κανείς δε θα το έλεγε πριν από το Θρασύμαχο ή τους φίλους του. Και καταλαβαίνουμε γιατί ο Πλάτωνας, υπερασπίζοντας τη δικαιοσύνη, επιτέθηκε στο Θρασύμαχο και στις ιδέες του, προσπαθώντας με όλο το βάρος του να τις αναιρέσει.
Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε και να το παραδεχτούμε ανοιχτά, όσο και αν υπάρχουν κάποιες διορθώσεις, που πρέπει να γίνουν.
Αλήθεια, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί! Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η σκέψη του Θρασύμαχου δεν έχει καθόλου παραμορφωθεί, πάλι είμαστε υποχρεωμένοι να την ερμηνέψουμε με μέτρο και περίσκεψη. Πρέπει να ανιχνέψουμε προσεκτικά τους κινδύνους που, αν δεν τους προσέξουμε, θα μας οδηγήσουν να βιάσουμε ή να παρερμηνέψουμε τα πράγματα.
Ένας από τους κινδύνους συνδέεται με τη σύγχρονη συνήθειά μας να ανακαλύπτουμε παντού «τοποθετήσεις» και «στράτευση». Αυτή η συνήθεια επηρεάζει φοβερά την ερμηνεία των σοφιστών και των αποσπασμάτων τους, που μας έχουν σωθεί μεμονωμένα. Το να βεβαιώνει κανείς ότι η δικαιοσύνη ‘δεν ανταμείβεται’, αποτελεί διαπίστωση μιας πραγματικότητας. Ακόμα και το να πει κανείς ότι είναι αφελείς οι δίκαιοι και κάνουν κακό υπολογισμό, αποτελεί κι αυτό πραγματική διαπίστωση - και δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο σφάλμα από το να μετατρέπει κανείς τις πραγματικές διαπιστώσεις σε διατυπώσεις του τύπου: ο συγγραφέας είναι «υπέρ» του ενός και «κατά» του άλλου.
Στην περίπτωση μάλιστα του Θρασύμαχου υπάρχει κάτι που καθιστά τον κίνδυνο ακόμα μεγαλύτερο. Στο Γοργία ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί ένα άλλο πρόσωπο, τον Καλλικλή, για να παρουσιάσει ιδέες παρόμοιες με του Θρασύμαχου - τόσο παρόμοιες, ώστε η σύγχυση να είναι πολύ εύκολη. Και ο Καλλικλής υποστηρίζει ότι η δικαιοσύνη είναι σύμβαση, και λέει ότι επινοήθηκε αυθαίρετα, για να υπερασπίσει συμφέροντα. Όμως στα λόγια του ο αέρας της επανάστασης φυσά πιο δυνατά.
Ας δούμε πρώτα μια σημαντική διαφορά. Ο Θρασύμαχος έλεγε ότι οι κανόνες της δικαιοσύνης καθορίστηκαν από τους κυβερνήτες, δηλαδή από τους ισχυρότερους. Ο Καλλικλής υποστηρίζει ότι καθορίστηκαν από την ένωση των αδύνατων, για να εξασφαλιστούν απέναντι στους δυνατούς - δηλαδή σχεδόν το αντίθετο. Αυτή η αναστροφή δεν είναι δυνατή παρά μόνο γιατί ο Καλλικλής είναι ατομικιστής. Δεν του αρέσει να υπακούει σε νόμους και μισεί την αθηναϊκή δημοκρατία, όπου μέσα της ζει. Οραματίζεται με φλογερή συμπάθεια τον υπεράνθρωπο που θα τσαλαπατούσε όλα αυτά τα κείμενα, που αντιβαίνουν στη φύση' και τότε το φυσικό δίκαιο θα επικρατούσε με όλη του τη λάμψη[28]. Εδώ η εγωιστική φιλοδοξία ορθώνεται εναντίον του δικαίου και το καταργεί στο όνομα της δύναμης. Κάτι σαν κοινωνία ζώων, θα λέγαμε, όπου καθένας κατέχει τη θέση που του δίνει η φυσική του δύναμη - μια κοινωνία ακριβώς όπως ήταν πριν υπάρξουν οι νόμοι[29].
Κυρίως όμως - το βλέπουμε στις τελευταίες λέξεις που μεταφέραμε - ο Καλλικλής θεωρεί το θρίαμβο των δυνατών δίκαιο σύμφωνα με τη φύση· δέχεται λοιπόν ένα φυσικό δίκαιο που αντιτίθεται στο δίκαιο των ανθρώπων. Ενώ λοιπόν ο Θρασύμαχος άλλο δεν έκανε από το να χωρίζει τα δύο πεδία, ο Καλλικλής μεταθέτει το δίκαιο και το τοποθετεί από την πλευρά της φύσης.
Θα επιστρέψουμε στον Καλλικλή, που σε μερικά σημεία δε συμφωνεί με το Θρασύμαχο, αλλά με κάποιους άλλους. Θα χρειαστεί να ερευνήσουμε ποιος ήταν και γιατί τα λόγια του είναι τόσο πιο ριζοσπαστικά από των άλλων. Στο μεταξύ η ίδια η αντίθεση μας βοηθά να δούμε τη συναρπαστική τόλμη του Θρασύμαχου στο σωστό της φως και να διαπιστώσουμε πόσο αυτή η τόλμη δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα μιας θεωρητικής και αναλυτικής σκέψης. Όποιος διαχωρίζει απόλυτα τη δικαιοσύνη και το συμφέρον, και λέει ότι η δικαιοσύνη βλάφτει όποιον την ασκεί, βρίσκεται πολύ κοντά στο να συμβουλέψει τους ανθρώπους να μην την ακολουθούν. Όμως άλλο το "πολύ κοντά' και άλλο η συγκεκριμένη πράξη[30]. Αυτό το τελευταίο αποφασιστικό όριο ο Καλλικλής το περνά' δεν το περνά όμως ο Θρασύμαχος -ούτε όταν ο Πλάτωνας, που παρουσιάζει τη σκέψη του, θέλει να την παρουσιάσει απότομη και σφοδρή.
Έτσι βλέπουμε πόσο επίφοβη επίδραση μπορούσαν να έχουν οι παρόμοιες ιδέες, μόλις βρισκόταν κάποιος να τους δώσει μια μικρή ώθηση· όμως η διαφορά που δημιουργεί αυτή η ‘μικρή ώθηση' μας βοηθά και να δούμε ότι ίσως οι αναλύσεις των σοφιστών, αν τις περιορίσουμε στα σωστά τους μέτρα, μπορούν να συνδυαστούν με άλλες, λιγότερο επαναστατημένες και λιγότερο αδιάφορες απέναντι στην ηθική θεωρίες, που θα χρειαστεί, όταν έρθει ώρα, να τις ανιχνέψουμε. Οπωσδήποτε, πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι αναλύσεις του Θρασύμαχου κάθε άλλο παρά αποκλείουν αυτήν την πιθανότητα.
Η γερή γροθιά, που ο πλατωνικός Θρασύμαχος σπεύδει να δώσει στη δικαιοσύνη, είναι από τις πιο δυνατές που θα μπορούσαν να κλονίσουν την παλιά ηθική τάξη· εκφράζει όμως περισσότερο την κριτική ορμή και τόλμη των σοφιστών, παρά την τοποθέτηση τους στο πεδίο της πράξης. Γι’ αυτό και ως τώρα δε φροντίσαμε στο βιβλίο μας να εξετάσουμε, πώς αυτές οι σοφιστικές αναλύσεις συμβιβάζονται με τα άλλα, λιγότερο καταλυτικά αποσπάσματα. Πρόκειται για γενικό ερμηνευτικό πρόβλημα, που θα χρειαστεί να το εξετάσουμε σε σχέση με ορισμένους σοφιστές, ιδιαίτερα με κείνους που τα έργα τους είναι καλύτερα διατηρημένα. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει ο Αντιφώντας, όπου η κριτική της δικαιοσύνης δυναμώνει και προχωρεί σε βάθος. Από το έργο του διαθέτουμε τώρα πολυσέλιδα αποσπάσματα, που η ανακάλυψή τους έκανε πάταγο.
Τα αποσπάσματα του Αντιφώντα βρέθηκαν σε παπύρους, το 1915, και διάφορες διασταυρώσεις αποδεικνύουν ότι ανήκουν στο έργο του Περί άληθείας.
Κιόλας ο τίτλος μάς κάνει να υποθέσουμε ότι το θέμα της δικαιοσύνης είχε μεγάλη σημασία για το σοφιστή. Πρόκειται για τον ίδιο τίτλο που είχε χρησιμοποιήσει ο Πρωταγόρας και που αργότερα θα χρησιμοποιούσε και ο Αντισθένης. Και μόνος του, θα λέγαμε, ένας τέτοιος τίτλος προαναγγέλλει κάτι σαν μανιφέστο, όπου περιέχονται βασικοί πυρήνες φιλοσοφικής κριτικής' και, είναι γεγονός, ότι στα τρία μεγάλα αποσπάσματα που έχουμε ο Αντιφώντας προχωρεί με τη σκέψη του στο θέμα της δικαιοσύνης περισσότερο από κάθε άλλον στο ίδιο πεδίο.
Δυστυχώς, ακόμα και η ύπαρξη ενός διατηρημένου κειμένου -τόσο σπάνιο προνόμιο!- δε φτάνει για να μας διαφωτίσει. Οι επιστήμονες δε συμφώνησαν στην ερμηνεία των αποσπασμάτων - κάθε άλλο! Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι, χωρίς να μπούμε στις λεπτομέρειες της συζήτησης, να ακολουθήσουμε πάλι την πορεία της σκέψης, βασισμένοι στο ίδιο το τόσο πολύτιμο και τόσο επίμαχο κείμενο.
Το πρώτο απόσπασμα (44 Α) ξεκινά από έναν ορισμό, που δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς ταιριάζει στην πνευματική ατμόσφαιρα της εποχής. Σύμφωνα με τα πρώτα λόγια του κειμένου, δικαιοσύνη είναι να μην παραβαίνει κανείς κανέναν από τους νομικούς κανόνες που αποδέχτηκε η πολιτεία, όπου ανήκει[31]. Ο θετικιστικός χαρακτήρας του ορισμού περιέχει τις διαφορές των νόμων, που συναντήσαμε παραπάνω. Εδώ όμως αρχίζουν και οι δυσκολίες.
Ορισμένοι σκέφτηκαν ότι ο Αντιφώντας παραθέτει τον ορισμό, για να δείξει τις συνέπειές του, αλλά δεν τον υιοθετεί! Γιατί να υποθέσουμε κάτι τέτοιο; Οι αιτίες είναι δυο λογιών. Πρώτα πρώτα, σε κάποιο άλλο απόσπασμα βρίσκουμε διαφορετικό ορισμό, όπου δικαιοσύνη είναι τό μή άδικεΐν μηδένα (44 Β 1,12κ) - και ο Αντιφώντας συνεχίζει αποκαλύπτοντας τις αντιφάσεις που συνεπάγεται. Έχουμε λοιπόν το δικαίωμα να υποθέσουμε ότι και στο πρώτο απόσπασμα ο σοφιστής ακολουθούσε την ίδια διαδικασία, με αφετηρία έναν προσωρινό πάλι ορισμό. Το κάτω κάτω, το απόσπασμα ξεκινά στην τύχη, εκεί όπου άρχιζε το φύλλο που βρέθηκε- δεν ξέρουμε τι είχε προηγηθεί ως εισαγωγή στον ορισμό που διαβάζουμε. Εδώ όμως παρεμβαίνει ένας άλλος λόγος: αν συμβαίνει ορισμένοι επιστήμονες να καταφεύγουν σε αυτήν την τουλάχιστον υποθετική ερμηνεία, είναι απλά και μόνο γιατί τους αφήνουν έκπληκτους οι συνέπειες του ορισμού, όπως τις παρουσιάζει ο Αντιφώντας· δεν πάει η καρδιά τους να αποδώσουν τόσο επαναστατικές θέσεις σε έναν άνθρωπο, που κατά τα άλλα είναι τόσο μεγαλόψυχος και γνοιάζεται για το καλό του συνόλου. Φαίνεται ότι αυτοί οι επιστήμονες ακολουθούν σφαλερή μέθοδο.
Πραγματικά, ολόκληρη η συνέχεια του κειμένου συμφωνεί τελείως με τον ορισμό που δόθηκε, και στηρίζεται πάνω του. Η συνέχεια πάει μαζί με τον ορισμό, και είναι τόσο στέρια, ώστε δεν μπορεί να αποτελεί ευκαιριακή επιχειρηματολογία. Όπως το έχουμε, το απόσπασμα αποτελεί πολύ γερά θεμελιωμένο σύνολο. Το καλύτερο είναι λοιπόν να αντιμετωπιστούν οι δυο δυσκολίες που επισημάναμε: να εξηγήσουμε, πώς γίνεται να υπάρχει παρακάτω διαφορετικός ορισμός, και κυρίως πώς είναι δυνατόν ένας μεγαλόψυχος άνθρωπος, που γνοιάζεται για το καλό του συνόλου, να υποστηρίζει όσα υποστηρίζει. Πρώτο καθήκον μας, ωστόσο, είναι να διαβάσουμε το κείμενο, όπως είναι.
Η αλήθεια είναι πως διαβάζοντας μένουμε έκθαμβοι: είναι αδύνατο να χειριστεί κανείς ριζοσπαστικότερα την ιδέα της δικαιοσύνης και την περίφημη αντίθεση ανάμεσα στη φύση και το νόμο, ή τη σύμβαση. Ο Αντιφώντας ξεχωρίζει δύο τάξεις: την τάξη της φύσης, που υπάρχει παντού και πάντα, και όπου ο καθένας επιδιώκει υλικές ικανοποιήσεις, και την τάξη της δικαιοσύνης, που έρχεται να προστεθεί στην τάξη της φύσης και της αντιβαίνει.
Ο Θρασύμαχος υποστήριζε στην Πολιτεία του Πλάτωνα, ότι η δικαιοσύνη είναι αντίθετη με τα συμφέροντά μας. Η ίδια σκέψη προβάλλει τώρα και στον Αντιφώντα - πιο ριζοσπαστικά διατυπωμένη, ψιλοδουλεμένη και συστηματική! Αφού ορίσει τη δικαιοσύνη ως υπακοή στους νομικούς κανόνες, το κείμενο συνεχίζει: «ένας άνθρωπος έχει λοιπόν κάθε συμφέρον να τηρεί τη δικαιοσύνη, αν όταν τηρεί το νόμο υπάρχουν μάρτυρες· όταν όμως είναι μόνος, χωρίς μάρτυρες, συμφέρον του είναι να ακολουθεί τις επιταγές της φύσης. Γιατί όσα είναι από το νόμο είναι πρόσθετα, ενώ όσα είναι από τη φύση είναι αναγκαία· και όσα είναι από το νόμο προέρχονται από σύμβαση, δε γεννήθηκαν μόνα τους, ενώ όσα προέρχονται από τη φύση γεννήθηκαν μόνα τους και δεν προέρχονται από σύμβαση. Λοιπόν, όταν παραβαίνει κανείς τους νομικούς κανόνες, αν δεν το καταλάβουν εκείνοι που έκαναν τη σύμβαση, γλιτώνει χωρίς να ντροπιαστεί και να ζημιώσει. Αν το καταλάβουν, τότε όχι. Αντίθετα, αν κάποιος μπορέσει και παραβιάσει μια φυσική επιταγή, τότε, ακόμα κι αν δεν το ξέρει κανένας, το κακό δε μικραίνει, όπως και δε μεγαλώνει, αν το μάθουν όλοι- γιατί η ζημιά δεν είναι συνάρτηση προσωπικών απόψεων, αλλά σχετίζεται με την αλήθεια»[32].
Δε γίνεται να ξεχωρίσει κανείς πιο στέρια δυο διαφορετικές τάξεις- ούτε να αναλύσει με μεγαλύτερη αυστηρότητα την αντίθεση ανάμεσα σε δύο συστήματα. Ίσως να μας γεννήθηκε μια αμφιβολία για το τι ακριβώς είναι η φυσική τάξη· όμως στη συνέχειά του το κείμενο έρχεται να το διευκρινίσει, δείχνοντας όχι πια τις διαφορές, αλλά το συναγωνισμό, ναι, ακόμα και τον πόλεμο που υπάρχει ανάμεσά τους (πολεμίως, 44 A 2, 29): «Νομοθετήθηκαν νόμοι για τα μάτια, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να βλέπουν, και για τα αυτιά, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να ακούν, και για τη γλώσσα, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να λέει, και για τα πόδια, πού πρέπει να πηγαίνουν και πού όχι, και για το νου, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να επιθυμεί. Λοιπόν, αυτά που οι νόμοι μάς προτρέπουν- συγγένεια από κείνα που ο νόμος απαγορεύει. Από τη φύση είναι η ζωή και ο θάνατος· ζούμε από τα συμφέροντα και πεθαίνουμε από τα μη συμφέροντα». Το απόσπασμα ολοκληρώνεται με ακόμα ακριβέστερες σκέψεις για την ευχαρίστηση και τη λύπη.
Αυτά τα δύο πεδία, αυτά τα δύο συστήματα διαφέρουν ριζικά. Ο Αντιφιόντας το λέει δυνατά και επίμονα- αλλά καιρός είναι να πούμε κι εμείς, ότι ποτέ δεν τον βρίσκουμε να λέει και κάτι παραπάνω.
Δεν αναφέρεται στους φυσικούς νόμους. Δε μιλά, όπως οι ιδεαλιστές, για μια φυσική δικαιοσύνη, στηριγμένη στην κοσμική τάξη· ούτε όμως λέει, όπως ο Καλλικλής, ότι οι ‘φυσικοί νόμοι’ επιβάλλουν το θρίαμβο των ισχυρότερων. Όχι μόνο δεν τα κάνει όλα αυτά, αλλά είναι και εξαιρετικά επιφυλακτικός στις διατυπώσεις του: δε χρησιμοποιεί για τη φύση τους όρους νόμοι ή κανόνες· μας παραξενεύει όταν μιλά για ξύμφυτα (τῇ φύσει), και χρησιμοποιεί για όσα η φύση μας ωθεί να κάνουμε ένα ουδέτερο, που σχεδόν δε μεταφράζεται: τά ὑπό τῆς φύσεως[33]. Τα ὑπό τῆς φύσεως είναι οι τάσεις που σπρώχνουν τους ανθρώπους να επιβιώνουν, να ευτυχούν, να χαίρονται- και. αναπτύσσονται χωρίς να μεσολαβεί καμιά ανθρώπινη διάταξη. Αυτές οι τάσεις είναι «ελεύθερες», ενώ σε σχέση με τη φύση οι νόμοι αποτελούν δεσμά[34]. Ας μην προσθέσουμε ότι θα έπρεπε οι άνθρωποι να τα αποτινάξουν τούτα τα δεσμό, γιατί πουθενά ο Αντιφώντας δε λέει τέτοιο πράγμα.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η φύση δε συνεπάγεται εξαναγκασμούς. Μπορούμε π.χ. να πούμε ότι η φωτιά θα καίει πάντα, ότι οι αιχμές θα πληγώνουν, και ότι κανείς ποτέ δε θα μπορέσει να ζήσει χωρίς αέρα, τροφή και ποτό. Γι’ αυτό και ο Αντιφώντας μιλά για την περίπτωση όπου κάποιος παρά τό δυνατόν βιάζεται, και παραδέχεται ότι κάθε παράβαση στον τομέα αυτόν πληρώνεται ακριβά. Έτσι όμως που καθορίζονται, τούτα τα όρια είναι το ίδιο φυσικά με τις επιθυμίες ή τις ηδονές, το ίδιο καθολικά με την αίσθηση η' τη ζωή. Δεν αποτελούν δίκαιο, και ακόμα λιγότερο υπόδειγμα (modele). Καμιά μεταφορά δεν έρχεται να ψευτίσει την αυστηρότητα της ανάλυσης μόνο που θα μπορούσε ίσως να την ψευτίσει στα μάτια του αναγνώστη είναι μάλλον ο εμφατικός χαρακτήρας του ίδιου του κειμένου.
Για να δείξει ανάγλυφη την αντίθεση ανάμεσα στη δικαιοσύνη και το συμφέρον, ο Αντιφώντας μνημονεύει παρακάτω (41 A 5) την περίπτωση εκείνων που ο σεβασμός προς τους γονείς τούς οδηγεί να ανταποδίδουν το κακό με το καλό. Υπάρχουν, και είναι ιδεαλιστές· όμως είναι φανερό ότι ενεργούν αντίθετα στο συμφέρον τους.
Επίσης, το κείμενο θυμίζει ότι ο νόμος δεν μπορεί να προστατέψει όσους τον σέβονται, για τον απλούστατο λόγο ότι παρεμβαίνει, πρακτικά, μετά το αδίκημα. Τι μπορεί να κάνει ο νόμος, όταν κάποιος δέχεται επίθεση; Ο νόμος λειτουργεί μόνο όταν το κακό έχει γίνει, και δεν εξετάζει ποιος έκανε την αρχή. Θα ήταν τρέλα να βασίζεται κανείς στο νόμο!
Άλλη μια φορά: έχοντας θυμίσει ότι η δικαιοσύνη προϋποθέτει να μη βλάφτει κανείς, όποιον δε του έκανε κακό, ο Αντιφώντας σημειώνει ότι κάθε πολίτης, όταν μαρτυρεί εναντίον ενός άλλου, βλάφτει κάποιον που δεν του έκανε κακό. Να λοιπόν, μετά την ανεπάρκεια του νόμου, και οι αντιφάσεις του.
Αυτό παραείναι! Πραγματικά, ενώ ο καθορισμός των δύο μεγάλων πεδίων (φύση, νόμος) ήταν τελείως ξεκάθαρος και σχεδόν αυτονόητος, η επιχειρηματολογία -που δε μας είναι γνωστή ως σύνολο- φαίνεται εδώ να αναφέρεται είτε σε μια δικαιοσύνη πιο πλατιά απάτην έννοια του δικαίου, είτε σε ιδιαίτερες αδυναμίες και εγγενείς αντιφάσεις του δικαίου. Η αποδεικτική πορεία χρησιμοποιεί στο πέρασμα της τα πάντα.
Ας μην παραπονιόμαστε ότι η νύφη μας παραείναι όμορφη! Ας μη δυσφορούμε, όταν ο Αντιφώντας εκμεταλλεύεται τα πάντα, για να αποδείξει τον τεχνητό χαρακτήρα των νόμων και την αντίθεσή τους προς το συμφέρον! Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε παράπτωμα μόνο αν στην πορεία του ο σοφιστής περνούσε από διαφορετικούς ορισμούς[35], ή και από διαφορετικές θέσεις - άλλα δεν το κάνει. Παρά τα χάσματα που παρουσιάζει για μας η έκθεσή του και παρά τα περιθώρια αμφιβολίας, που μένουν ανοιχτά, τίποτα δεν ξεστρατίζει από το δρόμο, τίποτα δεν εκτροχιάζεται. Σε κάθε περίπτωση η θέση παραμένει η ίδια: υπακούω στη δικαιοσύνη σημαίνει αντιστρατεύομαι στα ίδια μου τα συμφέροντα.
Όλο σε αυτό ξαναγυρίζουμε, και η σκέψη φαίνεται φωτεινή σαν το ήλιο -τόσο που να αναρωτιόμαστε, πώς είναι δυνατό να προκάλεσε τόσες ερμηνευτικές διαφωνίες και παρεξηγήσεις.
Ε λοιπόν, διαφωνίες και παρεξηγήσεις υπάρχουν πολλές, και η ύπαρξή τους δείχνει καθαρά τους πολλούς κινδύνους που κάθε στιγμή παραμονεύουν τους ερμηνευτές της σοφιστικής σκέψης -που τόσο εύκολα μπορεί κανείς να την τραβήξει εκεί που θέλει.
Στην περίπτωση του Αντιφώντα οι κίνδυνοι είναι ακόμα μεγαλύτεροι παρά στην περίπτωση του Θρασύμαχου. Για το Θρασύμαχο επικαλεστήκαμε δυο συνθήκες που ευνοούσαν την παρανόηση: την παρουσία του Καλλικλή, και τη δυσκολία των ερμηνευτών να περιορίζονται σε απλές διαπιστώσεις. Και οι δύο αυτές συνθήκες παρουσιάζονται ενισχυμένες στην περίπτωση του Αντιφώντα.
Πραγματικά, ο Καλλικλής ενισχύει τις απόψεις του Αντιφώντα τουλάχιστον όσο και του Θρασύμαχου· και μάλιστα, όσο μπορούμε να κρίνουμε από τα χαμένα του κείμενα, βρισκόταν πιο κοντά στον Αντιφώντα, καθώς και αυτός ξεκινούσε από την αντίθεση ανάμεσα στο νόμο και τη φύση: «Τις περισσότερες φορές νόμος και φύση αντιφάσκουν»[36]. Αυτή η διαπίστωση οδηγεί τον Καλλικλή σε μίαν ηθική της επανάστασης, και πολύ γρήγορα, ταυτίζοντας τις δύο σκέψεις, οι ερμηνευτές αποδώσαν την ίδια ηθική και στον Αντιφώντα. Αντίθετα, μια προσεκτικότερη ματιά αποκαλύπτει μια μεγάλη και ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στους δύο: ο Αντιφώντας είναι πέρα για πέρα αντικειμενικός· ο Καλλικλής δηλώνει με βεβαιότητα στρατευμένος. Κρίνει ότι υπάρχει ένας «νόμος της φύσης», που επιτρέπει στους ισχυρότερους να επικρατούν απέναντι στους ασθενέστερους, και ότι οι άνθρωποι επινόησαν τους κανόνες για να περιορίσουν τους ισχυρούς. Μπράβο λοιπόν σε όσους ξέρουν να απορρίψουν τούτα τα υποκριτικά ξόρκια! Μπράβο σε όσους ξέρουν να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματά τους! Η θεωρητική ανάλυση του Αντιφώντα γίνεται εδώ συμβουλή, επιλογή, πρακτική απόφαση. Έτσι, η σύγχυση των δύο σκέψεων, που φαινομενικά βρίσκονται τόσο κοντά η μια στην άλλη, μπορεί σε πρώτη προσέγγιση να είναι ελκυστική, αλλά δεν παύει γι’ αυτό να είναι εξίσου σφαλερή και αδικαιολόγητη.
Εύκολα, τρομερά εύκολα περνούμε από τον ένα τρόπο σκέψης στον άλλο.
Ο πειρασμός είναι τόσο μεγαλύτερος, όσο αυστηρή και άχαρη παρουσιάζεται η άσκηση της αντικειμενικής αποτίμησης - ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, όπως ο 5ος αιώνας στην Αθήνα, ή σε εποχές στρατευμένης σκέψης, όπως η δική μας.
Είναι όμως αδύνατο να περιοριστεί κανείς στη διαπίστωση ότι υπάρχουν διαφορές και συμφωνίες ανάμεσα στο νόμο και τη φύση; Πουθενά ο Αντιφώντας δε λέει κάτι παραπάνω. Είναι αλήθεια υποχρεωτικό να αναζητά κανείς μια προτίμηση, όταν το κείμενο δεν αποτελεί παρά απλή ανάλυση; Οι κριτικοί το κάνουν, συνεχώς. Άλλοι, βλέποντας ότι κατά τον Αντιφώντα η δικαιοσύνη αντιστρατεύεται στα συμφέροντά μας, δε διστάζουν να ισχυριστούν ότι ο σοφιστής είναι «εχθρικός» απέναντι στους νόμους της πόλης, και «οπαδός» (upholder) της φύσης. Επειδή ο Αντιφώντας γράφει ότι δεν είναι συμφέρον για τον άνθρωπο να σέβεται το νόμο, όταν δεν υπάρχουν μάρτυρες, οι ίδιοι αυτοί επιστήμονες μετακινούν τη σκέψη του, λέγοντας ότι σε αυτήν την περίπτωση οι άνθρωποι «θα έπρεπε» (should) να μην τηρήσουν το νόμο. Θα ήταν περιττό να κατονομάσουμε τους δράστες αυτών των παρερμηνειών τους συναντούμε ανάμεσα στους καλύτερους στοχαστές, σε όλες τις χώρες!
Πού βασίζονται; Είναι μήπως απαραίτητο, επειδή κάποιος είπε ότι μια συμπεριφορά δε συμφέρει, να συμπεράνουμε και ότι την καταδικάζει; Δεν υπάρχουν τρόποι να υπερασπιστεί κανείς τη δικαιοσύνη χωρίς να στηρίζεται στο άμεσο και προσωπικό συμφέρον; Πρέπει, φαίνεται, να πιστέψουμε, ότι οι σημερινοί σχολιαστές μας είναι πιο πονηροί και πιο προσηλωμένοι στα πρακτικά πλεονεκτήματα, παρά οι ίδιοι οι σοφιστές! Ή πάλι πρέπει να αποδεχτούμε ότι το περίφημο παράδοξο του Σωκράτη, σύμφωνα με το οποίο το καλύτερο και το ωφελιμότερο συμπίπτουν, έχει καταστεί σε όλους αυτονόητο! - όταν όλοι το ξέρουμε ότι δεν ήταν παρά ένα παράξενο, τολμηρό και μεμονωμένο παράδοξο. Αλήθεια, για να αγαπά κανείς τη δικαιοσύνη, δε χρειάζεται να τη συγχέει με το συμφέρον.
Ακολουθώντας αυτόν τον κατήφορο, οι ερμηνευτές έσυραν συχνά τον Αντιφώντα, όπως και το Θρασύμαχο, στην κατεύθυνση του αμοραλισμού’ και αυτό αποτελούσε πολύ σοβαρή παραποίηση των πραγμάτων.
Υπάρχει, ωστόσο, και μια άλλη, όχι λιγότερο σοβαρή, αντίστροφη παραποίηση, που τείνει να «αθωώσει» τους σοφιστές, απαλλάσσοντας τους από κάθε αμοραλισμό. Γιατί αυτή η έγνοια: Γιατί τόσες προσπάθειες; Το επισημάναμε στην περίπτωση του Θρασύμαχου: υπάρχουν κάποιες μαρτυρίες, ισχνές αλλά ακριβείς, όπου αποκαλύπτεται μια άλλη όψη της προσωπικότητας και της σκέψης των σοφιστών. Κοντά στα καταλυτικά αποσπάσματα βρίσκουμε κάποιες λέξεις, φράσεις ή και σελίδες, που κατοπτρίζουν μια πολύ φρόνιμη ηθική στάση.
Είδαμε το Θρασύμαχο να ξεθεμελιώνει τους νόμους και να περιγράφει έναν κόσμο οδηγημένο από το συμφέρον. Αλλού όμως, ο ίδιος ονομάζει τη δικαιοσύνη μέγιστο των ανθρωπίνων αγαθών (Β 8). Και πάλι αλλού: το μόνο δικό του απόσπασμα που έχουμε ανήκει σε μια πολιτική συζήτηση και φαίνεται να λαβαίνει υπόψη του την ομόνοια των πολιτών και τα οφέλη που προσφέρει ένα σωστό πολίτευμα. Να λοιπόν που ο σοφιστής πιστεύει ότι η πολιτική μπορεί να κάνει καλό.
Εδώ οι ερμηνευτές αρχίζουν την υποβάθμιση. Δέχονται ότι ο Πλάτωνας έχει εκβιάσει τα πράγματα και ότι η μαρτυρία του
ισχύει για το πρώτο μέρος της παρέμβασης του Θρασύμαχου, όχι όμως και για τη ριζοσπαστική της συνέχεια, που θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι σαν ξένο σώμα (interpolation). Όχι μόνο δεν αποκλείεται, αλλά είναι και πολύ πιθανό ο Πλάτωνας να έχει προδώσει το Θρασύμαχο- ωστόσο, όχι πια μόνο πιθανό, αλλά σίγουρο είναι ότι τον προδίνουμε εμείς, όταν κόβουμε και ξεδιαλέγουμε κομμάτια από ένα κείμενο, για να το κάνουμε να συμφωνεί με κάποιο άλλο.
Δεν είναι λοιπόν εύκολος ο συντονισμός των διαφόρων μαρτυριών και αποσπασμάτων του Θρασύμαχου. Για τον Αντιφώντα όμως το πρόβλημα είναι ακόμα μεγαλύτερο. Στον ένα μάς δυσκολεύει η απουσία κειμένων, στον άλλον η παρουσία τους· γιατί και στην περίπτωση του Αντιφώντα οι μαρτυρίες παρουσιάζουν αποκλίσεις. Ο συγγραφέας εκείνων των τρομερών αποσπασμάτων Περί τής αληθείας είναι και συγγραφέας ενός έργου ΙΙερί ὁμονοίας, που τα αποσπάσματά του τον χαρακτηρίζουν ξεκάθαρα ως ηθικολόγο. Σε αυτά μιλά για τη φιλία, για τους πειρασμούς, όπου κανείς κατανικά τον εαυτό του, για τη γενναιότητα κλπ. Τι κάνουμε; Δοκιμάζουμε διάφορους ερμηνευτικούς τρόπους, ή ξεδιαλέγουμε τις πηγές.
Στην πρώτη περίπτωση λέμε π.χ. -χωρίς να μας ενθαρρύνουν οι λεπτομέρειες του κειμένου- ότι ο ορισμός της δικαιοσύνης που διαβάζουμε δε βρίσκει σύμφωνο τον Αντιφώντα, ενώ αντίθετα η αναφορά σε ανθρώπους, που κάνουν περισσότερα απ’ όσα είναι υποχρεωμένοι, μαρτυρεί ότι ο σοφιστής πίστευε βαθιά ότι υπάρχει κάποια φυσική δικαιοσύνη. Κοντολογίς, πίσω από τα απολύτως αντικειμενικά και περιγραφικά αποσπάσματα, ανακαλύπτουμε κάθε λογής ηθικολογικά υπονοούμενα. Ή πάλι, στην απελπισία μας, αρχίζουμε να κάνουμε επιλογές και να ξεχωρίζουμε πολλούς Αντιφώντες!
Είναι αλήθεια ότι σε αυτό μας ενθαρρύνει κάποιο προηγούμενο· γιατί είναι καθιερωμένη συνήθεια να ξεχωρίζουν ο Αντιφώντας ο ρήτορας (συγγραφέας των Τετραλογιών, που έχουν τόση σημασία για τη ρητορική) και ο Αντιφώντας ο σοφιστής (συγγραφέας πολλών διατριβών, Περί τής αλήθειας, Περί όμονοίας κ.ά.). Αυτός ο πρώτος διαχωρισμός είναι παλιός· ξεκινά από τον τρίτο, ίσως μάλιστα και από τον πρώτο μ.Χ. αιώνα -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και δικαιολογημένος. Το γεγονός, ότι τα κείμενα του Αντιφώντα ανήκουν σε διαφορετικά είδη και παρουσιάζουν υφολογικές διαφορές, δε φτάνει να τον στηρίξει, γιατί μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά· και ο χαρακτηρισμός ό σοφιστής, που βρίσκουμε σε ορισμένες μαρτυρίες, δεν έχει κι αυτός αποδεικτική αξία, καθώς ο ίδιος χαρακτηρισμός αποδίδεται σε πολλά πρόσωπα, χωρίς να τα αντιδιαστέλλει από κάποια άλλα ομώνυμα[37]. Από αυτήν την άποψη θα ήταν πιο φυσικό να αναρωτηθούμε, πώς συμβαίνει, όταν πρόκειται για ένα πρόσωπο τόσο διάσημο όσο ο ρήτορας (που ο Θουκυδίδης τού γράφει ένα λαμπρό εγκώμιο), να μην έχει φροντίσει κανείς να μας προειδοποιήσει για την ενδεχόμενη σύγχυση. Τελικά όμως η συνήθεια επικράτησε: όλοι τυχαίνει να εκφράσουν μιαν αόριστη αμφιβολία για την ορθότητα της διάκρισης ανάμεσα στο σοφιστή και το ρήτορα Αντιφώντα, αλλά και όλοι προτιμούν, από φρόνηση, να συνταχτούν με την άποψη, που φαίνεται να αποτελεί ‘γνώμη της πλειοψηφίας’.
Μιαν ακόμα φορά θα πούμε, ότι δεν αποκλείεται να υπήρξαν πραγματικά δύο Αντιφώντες. Όμως οι λόγοι, που θεμελιώνουν το χωρισμό, αποκαλύπτουν περίτρανα την παρανόηση που προσπαθούμε να καταγγείλουμε. Η παρανόηση είναι τόσο σοβαρή, ώστε αξίζει τον κόπο να καθυστερήσουμε, να δούμε πώς ο Αντιφώντας αποκόβεται από έναν άλλον, ίσως και από έναν τρίτο συνονόματο του.
Ο συλλογισμός είναι ο εξής: ο ρήτορας ήταν αποφασισμένος οπαδός της ολιγαρχίας (το ξέρουμε από το Θουκυδίδη) και εκτελέστηκε για τις πολιτικές του απόψεις· όμως οι ιδέες του σοφιστή ήταν δημοκρατικές και με το παραπάνω -άρα δεν πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο! Αλίμονο και τρισαλίμονο! Το κείμενο που εκφράζει το τόσο ‘δημοκρατικό’ φρόνημα είναι απλούστατα εκείνο, όπου ο συγγραφέας δείχνει ότι η διαφορά ανάμεσα στους ευγενείς και τους παρακατιανούς προέρχεται από τις ανθρώπινες συμβάσεις. Για μιαν ακόμα φορά, το κείμενο δεν προσφέρει παρά μίαν ακλόνητη διαπίστωση, απ' όπου μερικοί συμπεραίνουν ότι ο συγγραφέας ήταν «υπέρ» ή «κατά»[38]...
Συμβαίνει επίσης να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα το γεγονός ότι ο ρήτορας δείχνει σεβασμό για τους νόμους, ενώ ο σοφιστής είναι εναντίον τους. Αλίμονο και τρισαλίμονο! Κανένα απόσπασμα δεν είναι «εναντίον των νόμων»: μπορεί κανείς θαυμάσια να αναγνωρίζει και να σέβεται μια σύμβαση, αν φαίνεται χρήσιμη.
Τουλάχιστο να σταματούσαν εκεί! Πολύ γρήγορα, καθώς τα αποσπάσματα του Περί ταῆς ἀληθείας είναι επαναστατικά, ενώ το Περί ὁμονοίας έχει ηθικολογικές διαστάσεις, κάποιοι συμπέραναν, ότι πρόκειται πάλι για διαφορετικούς συγγραφείς. Ορισμένοι (όπως ο W. Nestle) αποδίδουν το Περί ὁμονοίας στο ‘ρήτορα’ -κάτι που τουλάχιστο μας γλιτώνει από έναν ακόμα Αντιφώντα- αλλιώς βρεθήκαμε με τρεις! Και καθώς το συνολικό έργο περιλαμβάνει ακόμα τραγωδίες και μια διατριβή Περί κρίσεως ονείρων, θα μπορούσαμε κατά βούληση να μοιράσουμε ή να πολλαπλασιάσουμε... Ο Αντιφώντας κομματιάζεται σε συνάρτηση με μια κατευθυνόμενη και παραμορφωτική ερμηνεία των αποσπασμάτων.
Σίγουρα, τα αποσπάσματα είναι επαναστατικά. Σίγουρα, δίνουν ένα γερό χτύπημα στη δικαιοσύνη. Όμως, όπως και τόσα άλλα σοφιστικά κείμενα, τα αποσπάσματα του Αντιφώντα περιορίζουν την πολεμική τους στο φιλοσοφικό επίπεδο, και δεν εντάσσονται ποτέ στο κλίμα των παραινέσεων και του προσηλυτισμού, που είναι τόσο εύκολο, αλλά και τόσο σφαλερό να τους αποδώσουμε.
Εδώ μπορούμε αλήθεια να εκτιμήσουμε και τη μεγάλη παρεξήγηση που πάντα βαραίνει στους ώμους των σοφιστών, και που καθόρισε τη μορφή της επίδρασής τους, κιόλας από την εποχή που ήταν ακόμα ζωντανοί.
Πραγματικά, πώς ήταν δυνατό την ώρα εκείνη, όταν οι Αθηναίοι άκουγαν τους μεγάλους διδασκάλους να λένε ότι δεν υπάρχει αλήθεια πέρα από τις ευμετάβολες εντυπώσεις του καθενός, ότι κανείς δεν ξέρει αν υπάρχουν θεοί και ότι η δικαιοσύνη είναι μια σύμβαση, όπου δεν έχει κανείς συμφέρον να την υπακούει - πώς ήταν δυνατό οι Αθηναίοι να μην οδηγηθούν, και πρακτικά, σε μια πρωτόγνωρη περιφρόνηση γι’ αυτές τις ιδέες και τις αξίες; Βήμα βήμα, για κάθε μαρτυρία, για κάθε φράση, φροντίσαμε στο βιβλίο μας να τοποθετήσουμε όρια και να φανερώσουμε την ‘αδαμάντινη ουδετερότητα’ των σοφιστικών αναλύσεων. Όμως αυτό ήταν απαραίτητο, ακριβώς γιατί κάθε στιγμή κινδυνεύαμε να γλιστρήσουμε και να παρασυρθούμε μακριά, πάρα πολύ μακριά. Κιόλας, από τον Πρωταγόρα στον Ιππία ή στον Κριτία βλέπαμε την κλίση να μεγαλώνει- και όταν κανείς περάσει στη ‘λαϊκή’ ή καθημερινή ερμηνεία, τότε ανοίγει ξαφνικά μπροστά στα πόδια του μια πραγματική άβυσσος. Οι μαθητές των σοφιστών υπερακοντίζουν, οικειοποιούνται τις θεωρίες, τις απλοποιούν και τις ευτελίζουν.
Πρέπει λοιπόν οπωσδήποτε να ανατρέχουμε στην πηγή, ή τουλάχιστον ως το σημείο απ' όπου ξεκινούν οι παραμορφώσεις της σοφιστικής σκέψης. Ανακαλύπτουμε τότε ότι τα αποσπάσματά μας οδηγούσαν και σε μιαν άλλη κατεύθυνση, ότι υπήρχε και άλλος δρόμος, και άλλο ρεύμα. Και ακόμα ανακαλύπτουμε ότι αυτό το άλλο ρεύμα καθορίζεται από κάποια σημεία αναφοράς. Βλέπουμε ξαφνικά να αναδύεται ένα καινούριο σύστημα σκέψης, όπου τα ‘κριτικά’ αποσπάσματα που μελετήσαμε συνδυάζονται με κείνα τα άλλα, που τα μνημονέψαμε μόνο ως πηγή δυσφορίας: τα αποσπάσματα όπου οι σοφιστές, οι τόσο πρόθυμοι να καταλύσουν, μιλούν ως σοφοί ηθικολόγοι.
Πραγματικά, το φαινόμενο που αποκαλύψαμε στην περίπτωση του Αντιφώντα είναι γενικό. Το συναντούμε ήδη στο Γοργία και στον Πρωταγόρα, που και αυτοί αναπτύξαν κάποιες θετικές και εποικοδομητικές θεωρίες. Το ίδιο έκαναν και όλοι οι σοφιστές που ακολούθησαν[39]: όλοι τους υπερασπίστηκαν κάποιες αξίες και κάποιες αρετές. Το έκαναν όλοι, ξεκινώντας από το «άγραφο χαρτί», όπως το περιγράψαμε. Από αυτό ξεκίνησαν, για να ξαναχτίσουν, σε άλλα θεμέλια, μια καινούρια ηθική, που είχε κέντρο μόνο τον άνθρωπο. Αντί λοιπόν να ωραιοποιούμε ή να αδυνατίζουμε πότε τη μια πότε την άλλη πλευρά της σκέψης τους, το αληθινό πρόβλημα είναι να συλλάβουμε πώς μπόρεσαν, κατεδαφίζοντας κάθε τι υπερβατικό, να φτάσουν να ξαναχτίσουν αυτό ακριβώς που έχτισαν. Ο σύνδεσμος ανάμεσα στις δύο όψεις - την αρνητική και τη θετική - είναι σίγουρα το πιο πρωτότυπο χαρακτηριστικό της σοφιστικής σκέψης· και αυτή η διπλή κίνηση αποτελεί ως διαδικασία μιαν από τις αποφασιστικότερες κατακτήσεις στην ιστορία των ιδεών.
Με αφετηρία την ίδια πάντα κριτική ανάλυση -ανάλυση ριζοσπαστική, αλλά ελεύθερη από κάθε πρακτικό συμπέρασμα - θα δούμε να αναπτύσσονται δυο αντίθετες τάσεις. Η μία, που δεν αντιπροσωπεύεται από φιλοσοφικά έργα, αλλά από τη λογοτεχνία της εποχής, συνεχίζει την κατεδάφιση των αξιών ως το τέλος. Αντίθετα η άλλη, που αναδύεται από τα σοφιστικά αποσπάσματα, ανοίγει τελείως διαφορετικές προοπτικές: εντάσσει πάλι τον άνθρωπο σε μια κοινωνία, που έγινε για τον ίδιο και από τον ίδιο.
Η απόκλιση ανάμεσα στους δύο αυτούς προσανατολισμούς - που εμείς θα τους εξετάσουμε διαδοχικά και ανεξάρτητα τον έναν από τον άλλον- δείχνει πόσο δύσκολο είναι πάντα να κατανοηθεί στο σύνολο και στις αποχρώσεις της μια καινούρια ιδέα - ακόμα και αν παρουσιαστεί στην Αθήνα του 5ου αιώνα.
---------------------
[1] 1. Πβλ. Η.Ι. Marrou, στο έργο του Histoire de Γeducation dans I’Antiquite [Ιστορία της εκπαίδευσης στην αρχαιότητα], σελ. 90, που λέει ότι οι σοφιστές δεν ήταν «καθαυτό στοχαστές, που αναζητούσαν την αλήθεια, αλλά παιδαγωγοί». Μπορεί κανείς να είναι και τα δυο. Άλλοι έδωσαν υπερβολική βαρύτητα στο σοφιστικό σκεπτικισμό, και το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: βλ. Β. Cassin, Le plaisir deparler. Etudes de sophistique comparee [Η χαρά της ομιλίας. Μελέτες συγκριτικής σοφιστικής], σελ. 6: «Η φιλοσοφία των εντυπώσεων και η εντύπωση της φιλοσοφίας».
[2] Απόσπ. 8, 3-4:...ὡς ἀγένητον ἐόν καί ἀνώλεθρόν ἐστtv, ἔστι γάρ οὐλομελές τε καί ἀτρεμές ήδ’ ἀτέλεστον...
[3] Ελένη 3: Πῶς γάρ ἄν τίς ὑπερβάλοιτο Γοργίαν τόν τολμήσαντα λέγειν, ὡς οὐδέν τῶν ὄντων ἐστιν, ἤ Ζήνωνα τόν ταῦτα δυνατά καί πάλιν ἀδύνατα πειρώμενον ἀποφαίνειν, ἤ Μέλισσον, ὅς ἀπείρων τό πλῆθος πεφυκότων τῶν πραγμάτων ὡς ἑνός ὄντος τοῦ παντός ἐπεχείρησεν ἀποδείξεις εὑρίσκειν; Η έλλειψη σοβαρότητας στο κείμενο του Γοργία γίνεται αποοδεκτή από τον Gomperr και από τον Dodds (Εισαγωγή στο Γοργία του Πλάτωνα, σελ. 6-10).
[4] Βλ. παραπάνω.
[5] 386 a:...οἷα μέν ἄνεμοι φαίνηται τά πράγματα, τοιαῦτα μέν ἔστιν ἐμοί.
[6] Ενθύδημος 286 b-c πβλ. Κρατύλος 429 κκ., Σοφιστής 237 κκ. Ένας πάπυρος από την Τούρα αποδίδει την ίδια θέση στον Πρόδικο. Ο Αντισθένης φαίνεται ότι ακολούθησε. Γι’ αυτό το πρόβλημα βλ. G. Binder και L. Liesemborghs στο περιοδ. Museum Helveticum, 1966 (37-43), άρθρο που έχει επανεκδοθεί στη σειρά Wege der Forschung, σελ. 452-462.
[7] Το απόσπασμα προέρχεται από ένα σχόλιο στους Ψαλμούς, που αποδίδεται στο Δίδυμο τον τυφλό. Η αυθεντικότητα του δεν είναι βέβαιη, ούτε και η έννοια του. Μερικοί προτιμούν διαφορετική στίξη και περιορίζουν την τελική αμφιβολία στους απόντες: «γι’ αυτούς δεν είναι φανερό...».
[8] Βλ. παρακάτω.
[9] Θεαίτητος 166 d: Καί σοφίαν καί συφόν ἄνδρα· πολλοῦ δέω τοῦ μή φάναι εἶναι, ἀλλ ' αὐτόν τοῦτον καί λέγω σοφόν, ὅς ἄν τινι ἠμῶν, ᾦ φαίνεται καί ἐστι κακά, μεταβάλλων ποιήση ἀγαθά φαίνεσθαι. τέ καί εἶναι
[10] Βλ. πρόσφατα τις ωραίες παρατηρήσεις του L. Rossetti στο βιβλίο Positions de la sophistique [Θέσεις της σοφιστικής], σελ. 197-200.
[11] Θεαίτ. 161 c: τήν δ' ἀρχήν τοῦ λόγου τεθαύμακα, ὅτι οὐκ εἶπεν ἀρχόμενος τῆς Ἀληθείας ὅτι «Πάντων χρημάτων μέτρον ἔστιν ὗς» ἤ «κυνοκέφαλος» ἤ τί ἄλλο ἀτοπώτερον τῶν ἐχόντων αἴσθησιν, ἱνα μεγαλοπρεπῶς καί πάνυ καταφρονητικῶς ἤρξατο ἡμῖν λέγειν, ἐνδεικνύμενος ὅτι ἡμεῖς μέν αὐτόν ὥσπερ θεόν ἐθαυμάζομεν ἐπί σοφίᾳ, ὅ δ’ ἄρα ἔτυγχανεν ὤν εἰς φρόνησιν οὐδέν βελτίων βατράχου γυρίνον, μή ὅτι ἄλλον ἄνθρωπον.
[12] Περί μέν Θεῶν οὐκ ἔχω είδέναι, οὐθ’ ὡς εἰσίν οὐθ’ ὡς οὐκ εἰσίν ὁποῖοί τινες ἰδέαν πολλά γάρ τά κωλύοντα εἰδέναι ἡ τ’ ἀδηλότης καί βραχύς ὤν ό βίος του άνθρώπου.
[13] Ο Πρωταγόρας είχε γράψει και ένα άλλο έργο (ή κεφάλαιο) με τον τίτλο Περί ταῶν ἐν Ἅδου. Δε γνωρίζουμε το περιεχόμενό του, αλλά είναι πο λΰ πιθανό η ανάλυση να ήταν επικριτική και να βασιζόταν, αν επιτρέπεται να το ποΰμε έτσι, στην «ανθρωποποίηση» (humanisation) των παραδοσιακών δεδομένων.
[14] Βλ. παραπάνω.
[15] Οι διανοούμενοι που ασχολούνται με τα ουράνια πράγματα εξομοι ώνονται με τους νεωτεριστές. Την ίδια εξομοίωση προϋποθέτει και όρο των Νεφελών στην ομώνυμη κωμωδία του Αριστοφάνη.
[16] Απόσπ. Β 5: ήλιον, φησί (Πρόδικος), καί σελήνην καί ποταμούς καί κρήνας καί καθόλον πάντα τά ώφελοϋντα τόνβίον ημών οί παλαιοί θεούς ένόμισαν διά τήν άπ ’ αυτών ώφέλειαν, καθάπερ Αιγύπτιοι τόν Νείλον.
[17] Σχόλια στις Βάκχες 274-285, όπου ο Τειρεσίας (αν και είναι μάντης!) λε'ει ότι όχι μόνον η Δήμητρα, άλλα και η γη, όχι μόνον ο Διόνυσος, αλλά και το κρασί είναι θεοί.
[18] A. Dihle, στο περιοδ. Hermes 105 (1977), 28-42.
[19] Κριτίας, απόσπ. Β 25 = απόσπ. 770 Ν: τηνικαῦτα μοι δοκεῖ / πρῶτον πυκνός τις καί σοφός γνώμην άνήρ/θεῶν δέος θνητοῖσιν ἐξευρεῖν, ὅπως εἴη τι δεῖμα τοῖς κακοῖσι, κἄν λάθρᾳ / πράσσωσιν ἤ λέγωσιν ἤ φρονῶσί τι. / ’Εντεῦθεν οὗν τό θεῖον εἰσηγήσατο, /ὡς ἔστι δαίμων ἀφθίτῳ θάλλων βίῳ, / νόῳ τ' ἁκούων καί βλέπων (...) ψευδεῖ καλύψας τήν ἀλήθειαν λόγῳ.
[20] Απόσπ. Β 8: (...) οἱ θεοί οὐχ ὁρῶσι τά ἀνθρώπινα· οὔ γάρ τό μέγιστόν τῶν ἐν ἀνθρώποις ἀγαθῶν παρεῖδον τήν δικαιοσύνην ὁρῶμεν γάρ τούς ἀνθρώπους ταύτῃ μή χρωμένους.
[21] Νόμοι 10, 888 c: τό τούς θεούς εἶναι μέν, φροντίζειν δέ οὐδέν τῶν ἀνθρωπίνων.
[22] Ό.π.: Οὕτω ὄη πρῶτον οἴομαι πεῖσαι τινά / θνητούς νόμιζαν δαιμόνων εἶναι γένος.
[23] Τις θεωρίες αυτές πρέπει βε'βαια να τις ξεχωρίζουμε από τις θεωρίες ορισμένων αρχαίων φυσικών φιλοσόφων, που έβλεπαν στη φύση να δρουν κάποιες περισσότερο ή λιγότερο θεϊκές δυνάμεις, όπως ο Αίνοι (στρόβιλος), ο Αιθήρ, το Νείκος (έριδα), ή Φιλότης (έρωτας) κλπ. Αυτές ο δυνάμεις μπορούσαν να θεωρηθούν καινούριοι θεοί, και αυτό θυμάται ( Αριστοφάνης, όταν συνδέει το Σωκράτη με καινούριες θεότητες, τις Νεφέλες. Έτσι συναντιούνται, στα μάτια του κοινού, οι διάφορες μορφές της ασέβειας.
[24] Σπάνια αυτές οι θεωρίες διατυπώθηκαν τόσο αποφασιστικά. C Guthrie (The Sophists, σελ. 244) δε βρίσκει άλλα παράλληλα, εκτός από τον Πολύβιο και τη γερμανική σκέψη του δέκατου όγδοου αιώνα. Όμως ακόμα και αυτές οι δυο μαρτυρίες δε φαίνεται να είχαν την άγρια δύναμη των πρώτων αρχών.
[25] Και οι δυο τους προετοιμάζουν το Βολταίρο...
[26] Nomos und Physis, Herkunft und Bedeutung einer Antithese im griechischen Denken des 5. Jahrhunderts [Νόμος και φΰση: προέλευση και σημασία μιας αντίθεσης στην ελληνική σκέψη του πέμπτου αιώνα]. Bale 1945.
[27] Πρωταγ. 337 c : ὦ ἄνδρες, ἐφη, οἱ παρόντες, ἡγοῦμαι ἐγώ ἡμᾶς συγγενεῖς τέ καί οἰκείους καί πολίτας ἅπαντας εἶναι - φύσει, οὐ νόμῳ.
[28] Για τον Καλλικλή
[29] Αυτός ο πρωτόγονος τρόπος ζωής, πριν οι άνθρωποι οργανω θούν σε ομάδες, ονομάζεται κανονικά θηριώδης. Η λέξη χρησιμοποιείται καμιά δεκαριά φορές σε κείμενα της εποχής, που περιγράφουν τη ζωή των πρωτογόνων. Πβλ. τη μελέτη μας Thucydide et I'idee deprogres au Ve siecle [O Θουκυδίδης και η ιδέα της προόδου τον πέμπτο αιώνα] στη σειρά Annales de l’Ecole normale superieure de Pise, 1966, 143-191, ιδιαίτερα σελ. 146-148.
[30] Άλλωστε ο Θρασύμαχος δεν υπερασπίζεται τη σοφία όλων όσων αδικούν, αλλά μόνον όσων φτάνουν στο ύψιστο σημείο αδικίας υποδουλώνοντας πολιτείες και λαούς (βλ. 348 d: οι γε = αυτοί τουλάχιστον...). Τα μικρά λάθη δεν έχουν σημασία, αλλά μπορεί και να μην υπηρετήσουν τα συμφέροντα των ενόχων, αν τύχει να πιαστούν! (ό.π.: έάνπερ λανβάνη...).
[31] Δικαιοσύνη οϋν τά τής πόλεως νόμιμα, εν ή άν πολιτεύηταί τις, μή παραβαίνειν.
[32] ...οὐ γάρ διά δόξαν βλάπτεται, άλλά όι ' ἀλήθειαν (44 A 2, 21-23).
[33] Ακόμα και η λέξη 'επιταγές’ (impératifs), που χρησιμοποιήθηκε στη μετάφραση, υποβάλλει περισσότερα απ' όσα υπάρχουν στο πρωτότυπο κείμενο.[34] Την αντιδιαστολή μιας καθολικής φυσικής κατάστασης και ενός πρόσκαιρου ανθρώπινου έργου την ξαναβρίσκουμε σε ένα απόσπασμα σχετικό με την ύλη και τη μορφή, όπου αντιδιαστέλλονται το ξύλο και. το κρεβάτι (Β 15).
[35] Το να μην αδικεί κανείς άποι,ον δεν του έχει κάνει κακό, αποτελεί έναν από τους παραδοσιακούς ορισμούς της δικαιοσύνης' όμως ουσιαστικά αυτός ο ορισμός άλλο δεν κάνει από το να κατοπτρίζει τη μεταβατική χρήση του ρήματος αδικώ (κάνω κακό σε κάποιον). Ο Αντιφώντας παίζει με τις δυο έννοιες: «κάνω κακό σε κάποιον» και «διαπράττω αδικία».
[36] Γοργίας 482 e: ὡς τά πολλά δέ ταῦτα ἔναντι· ἀλλήλοις ἔστιν, ἤ τέ φύσις καί ὁ νόμος.
[37] Ο χαρακτηρισμός μπορεί να εκφράζει απλά και μόνο το επάγγελμα ή τη διασημότητα του Αντιφώντα' σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις μπορεί να βασίζεται και σε μια γενική εκτίμηση των απόψεών του. Ο τύπος Αντιφών ό σοφιστής απαντά ήδη στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα.
[38] Αυτή η παρατήρηση του Αντιφώντα οδήγησε μάλιστα μερικούς να τον χαρακτηρίσουν ως άνθρωπο «της αριστερός»!
[39] Για την αντίθετη μαρτυρία του Ξενοφώντα
Βρισκόμαστε τώρα σε διαφορετικό πεδίο- γιατί από δω κι εμπρός θα ασχοληθούμε με πραγματικές φιλοσοφικές θεωρίες, μεστές και αποφασιστικές, και τουλάχιστο τόσο τολμηρές όσο η σοφιστική διδακτική πράξη. Έχει σημασία να το πούμε, γιατί η αξία των φιλοσοφικών θεωριών των σοφιστούν δεν πρέπει να υποτιμηθεί σε σχέση με τη διδακτική τους δράση. Πραγματικά, ορισμένοι ερευνητές επηρεάστηκαν από την πρακτική υπόσταση των μαθημάτων που έκαναν οι σοφιστές, και από τον αυθαίρετο τρόπο τους να υποστηρίζουν ως ρητοροδιδάσκαλοι κάθε θέση και την αντίθετή της, και τελικά υποκύψαν στον πειρασμό να υποτιμήσουν την έννοια του σοφιστικού στοχασμού, που όμως είναι από τους πιο στέριους που υπάρχουν. Άλλοι επηρεάστηκαν και από τον Πλάτωνα, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στη διαφορά ανάμεσα στη φιλοσοφική του αυστηρότητα και στην πιο πρακτική κατεύθυνση της σοφιστικής σκέψης. Έτσι δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι οι σοφιστές δεν είχαν αναπτύξει φιλοσοφικές θεωρίες παρά μόνο στο μέτρο που η επαγγελματική τους δράση τις έκρυβε μέσα της, ή τις απαιτούσε[1].
Κατά τη γνώμη μας, αυτή η εντύπωση οφείλεται σε σφαλερή οπτική γωνία και συνεπάγεται μιαν αδικία. Μπορεί κανείς από τη μια να επιδιώκει πρακτικούς στόχους και να ενδιαφέρεται για την καθημερινή πραγματικότητα, από την άλλη να διερευνά, με στέρια σκέψη, τις αρχές που την κυβερνούν υπάρχουν και άλλες φιλοσοφίες εκτός από την πλατωνική. Πραγματικά, θα επιχειρήσουμε να δείξουμε ότι οι σοφιστές έκαναν κάτι πολύ πιο δύσκολο από το να ενταχτούν στο ρεαλιστικό και πραγματιστικό κομφορμισμό. Όλα το δείχνουν: ήδη ο τόνος των αποφθεγμάτων τους, που είναι ξεκάθαρος, αποφασιστικός και θαρραλέος, προϋποθέτει μια συνειδητή στράτευση -και πάντα οι απόψεις τους κατευθύνονται άμεσα προς τις αρχές. Κάτι παραπάνω: οι σοφιστικές θεωρίες είναι συμπαγείς και συνδέονται στενά μεταξύ τους. Τέλος, η ίδια τους η μοίρα αποκαλύπτει τη σημασία και την πρωτοτυπία τους: προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις και κίνησαν τα πνεύματα- από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκαν, και για πολλούς αιώνες, οι άνθρωποι τις παραθέταν στην αρχική τους διατύπωση, τις συζητούσαν και τις αξιολογούσαν, θετικά ή αρνητικά.
Θα επιχειρήσουμε να την αποκαλύψουμε αυτή τη σκέψη μέσα από τα συγγράμματα των σοφιστών, που σχεδόν καθένα τους φαίνεται να αποτελούσε ανοιχτή επίθεση στις κυριότερες πεποιθήσεις των προγενέστερων στοχαστών.
Ναι, τα ίδια τα συγγράμματα έχουν χαθεί· έχουμε όμως αποσπάσματά τους, επαναστατικά αποφθέγματα και καυστικές διατυπώσεις. Δεν απορούμε καθόλου, όταν όλα αυτά παραδίδονται συχνά από το σκεπτικό φιλόσοφο Σέξτο τον εμπειρικό, που έζησε στο τέλος του δεύτερου μ.Χ. αιώνα. Πολεμώντας το δογματισμό ο Σέξτος δε θα μπορούσε πουθενά να βρει όπλα αποτελεσματικότερα από αυτά που του πρόσφεραν εκείνοι οι λιγοστοί νέου είδους στοχαστές που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα πριν από επτά αιώνες, και που είχαν υποβάλει όλες τις πίστεις και δοξασίες στην αδυσώπητη τους ανάλυση.
Μπορούμε να παρακολουθήσουμε τους σοφιστές σε όλα τα πεδία, πώς αντιστρέφουν και απορρίπτουν τα πάντα· και τότε βλέπουμε πώς ο καθένας τους γινόταν από βήμα σε βήμα και από έργο σε έργο αποφασιστικότερος. Τίποτα το υπερβατικό, τίποτα το απόλυτο δεν αντιστέκεται στο σφυροκόπημα μιας λογικής, που πια είναι σίγουρη για τις δυνατότητές της και έτοιμη να κρίνει τα πάντα. Γινόμαστε μάρτυρες μιας ξαφνικής κατεδάφισης, που δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Κονιορτοποιούνται η έννοια της αλήθειας, η ίδια η ύπαρξη της αλήθειας, αλλά και άλλα, που αφορούν άμεσα τον τρόπο ζωής και αποτελούν τις βάσεις της ηθικής και της θρησκείας: η ύπαρξη των θεών και η έννοια που πρέπει να δοθεί στη δικαιοσύνη.
Σε αυτά τα ποικίλα πεδία είναι καμιά φορά δύσκολο να αντισταθεί κανείς και να αποφύγει τις εύκολες απλουστεύσεις και τις δογματικές ερμηνείες, που έχουν συχνά δοθεί. Εξετάζοντας εμείς διαδοχικά τα διάφορα θέματα, θα επιχειρήσουμε να καθορίσουμε με ακρίβεια τα όρια των ισχυρισμών του κάθε σοφιστή. Ακόμα και στις σωστές τους διαστάσεις αυτοί οι ισχυρισμοί εξακολουθούν να διαθέτουν μια καταλυτική δύναμη, που προκαλεί μεγάλη αβεβαιότητα.
Το είναι και η αλήθεια
Το είναι, με τη μεταφυσική έννοια του όρου, ενδιαφέρει μόνο τους καθαρόαιμους φιλοσόφους· κι ακόμα, οι επιθέσεις στον τομέα αυτόν έγιναν αποκλειστικά από το Γοργία. Αν συμβαίνει να τις εξετάζουμε πρώτες - παρ’ όλο που ο Γοργίας έφτασε στην Αθήνα πολλά χρόνια μετά τον Πρωταγόρα -, είναι γιατί το κείμενο που περιλαμβάνει τις επιθέσεις είναι το μόνο που δεν υιοθετεί εξαρχής προσωπική άποψη, αλλά ασχολείται με την παλαιότερη φιλοσοφία και αντιμετωπίζει τα προβλήματά της. Οι πρώτοι φιλόσοφοι μιλούσαν για το σύμπαν, υποστηρίζοντας την ενότητα ή την πολυμορφία του. Στο μεγάλο ποίημά του Περί φύσεως ο Παρμενίδης υποστήριζε την ενότητα, λέγοντας ότι «(το όν) είναι αγέννητο (αδημιούργητο) και αθάνατο, πλήρες, μοναδικό, ακίνητο, και χωρίς πέρας»[2]· και διακήρυσσε ότι το μη ον δε γίνεται να υπάρχει, γιατί η σκέψη δε θα μπορούσε να το συλλάβει.
Όμως να ο Γοργίας! Απ’ όλους τους σοφιστές μόνος αυτός είχε την τύχη να μας σωθεί ένα πολυσέλιδο γραπτό του, με μεταφυσική χροιά, που υιοθετεί τα συλλογιστικά πλαίσια των προγενέστερων φιλοσοφικών σχολών. Ο Γοργίας κατάγεται από τη Σικελία, την πατρίδα του Εμπεδοκλή, και ο τόπος του είναι κοντά στην Ελέα, πατρίδα του Παρμενίδη. Έχει φτάσει στα χέρια μας (χάρη στο Σέξτο τον εμπειρικό φυσικά!) ένα αρκετά εκτενές απόσπασμα μιας διατριβής, που είχε το χαρακτηριστικό τίτλο Περί τον μη όντος ή περί φύσεως. Στο προσκήνιο προβάλλουν το είναι, το μη είναι, η δυνατότητα νοητικής σύλληψης του καθενός τους, καθώς και οι αρχές του είναι -τόσο φανερά, ώστε να μην απορούμε, όταν στις αρχές του πρώτου π.Χ. αιώνα συναντούμε μια συ ντο μη περιπατητική διατριβή με τον τίτλο Περί Μελίσσου, Ξενοφάνους, Γοργίου. Ο Μέλισσος ήταν ελεατικός φιλόσοφος σύγχρονος του Γοργία- ο Ξενοφάνης ήταν παλαιότερος και (παρ’ όλο που δεχόταν τη διαφορά ανάμεσα στη γνώση και την προσωπική άποψη) υποστήριζε και αυτός την αρχή του ενός και ακίνητου όντος. Η προσέγγιση του Γοργία με τους φιλοσόφους αυτούς δείχνει αρκετά ως ποιο σημείο τα θέματα που συζητούσε αφορούσαν τους κυρίαρχους τότε φιλοσοφικούς προβληματισμούς.
Όμως οι ομοιότητες τελειώνουν γρήγορα. Το πρόβλημα μπορεί να είναι παλιό, όχι όμως και οι λύσεις του Γοργία, που είναι ριζικά και τελεσίδικα καταλυτικές. Ουσιαστικά ορίζονται από τρεις θέσεις: ἐν μέν καί πρῶτον δή οὐδέν ἔστιν, δεύτερον ὅτι εἰ καί ἔστιν, ἀκατάληπτον ἀνθρώπῳ, τρίτον ὅτι εἰ καί καταληπτόν, ἀνερμήνευτον τῷ πέλας (Β 3). Μαζί εξαφανίζονται και το είναι και η γνώση.
Είναι αλήθεια ότι η αποδεικτική πορεία μάς προβληματίζει: με κοφτό και γρήγορο ρυθμό ο Γοργίας αραδιάζει λεκτικούς τύπους, που παραπέμπουν στην αρχή της αντίφασης (π.χ., αν εστι το μή όν, τότε είναι συγχρόνως όν και μή όν, κλπ.). Προσέχουμε τουλάχιστον ότι ο σοφιστής προχωρά, όπως περίπου στο θέμα της αθωότητας της Ελένης, με προκαθορισμένες διακρίσεις (παράδειγμα: αν υπάρχει κάτι, τότε είτε είναι το όν, είτε το μή ον, είτε και το ον και το μή όν αν υπάρχει το όν, τότε είναι είτε άίδιον είτε γιγνόμενον...), και κάθε φορά μεσολαβεί ένα λογικό τέχνασμα, που συνοδεύεται από ένα γρήγορο και βροντερό ηχητικό παιχνίδι.
Πίσω από αυτή τη μέθοδο, όπου αναγνωρίζουμε το ρητοροδιδάσκαλο, κρύβεται ωστόσο και ο φιλόσοφος· στο κείμενο διακρίνουμε την απάντησή του στον Παρμενίδη. Αυτός δεν έλεγε ότι το όν υπάρχει και το μη ον δεν υπάρχει, γιατί θα ήταν νοητικά ασύλληπτο; Εισάγοντας έννοιες όπως η αρχή και τα όρια του είναι, ο Γοργίας φανερώνει τις αντιφάσεις, όπου σκοντάβουν οι παρόμοιοι συλλογισμοί. Τελικά, με τις ανατρεπτικές αποδείξεις του, έτσι που τις αραδιάζει, ο Γοργίας προβάλλει πάνω απ’ όλα την ιδέα ότι δεν μπορούμε τίποτα να ξέρουμε, τίποτα να βεβαιώσουμε, τίποτα να αποκλείσουμε. Δε θέλει καν να ισχυριστεί ότι δεν υπάρχει τίποτα· θέλει μόνο να δείξει ότι οι συλλογισμοί γύρω από το είναι μπορούν εύκολα να αντιστραφούν και είναι εξαρχής μάταιοι. Σωστά το κατάλαβε ο Σέξτος ο εμπειρικός, που εισάγον- τας αυτό το κομμάτι κατάταξε το Γοργία σε κείνους που αναιρέσαν το κρητήριον, δηλαδή τα μέσα που επιτρέπουν κάποια κρίση.
Ίσως ένα μεγάλο μέρος αυτής της απόδειξης να αποτελεί παιχνίδι. Το θέμα συζητιέται πολύ, ακόμα και σήμερα. Προσέχουμε πως ούτε ο Πλάτωνας ούτε ο Αριστοτέλης φαίνεται να του είχαν δώσει σημασία, και πως ο Ισοκράτης, που αλήθεια δεν ήταν καθόλου μεταφυσικός, μιλά αφ’ υψηλού γι’ αυτές τις αναλύσεις[3]. Αυτά δεν εμποδίζουν η ‘άσκηση’, αν πρόκειται για άσκηση, να παίρνει θέση απέναντι σε γνωστά προβλήματα, και μάλιστα τη θέση της απόλυτης αμφισβήτησης και του σκεπτικισμού. Άλλωστε, και το να παίζει κανείς με αυτά τα προβλήματα αποτελεί ήδη σκεπτικισμό. Σε ένα τέτοιο πεδίο η ειρωνεία αφανίζει όλες τις σκέψεις που αφορούν το είναι. Μήπως, άλλωστε, δεν ξαναβρίσκουμε εδώ, σε οριακή μορφή, τις ίδιες απέναντι στη γνώση επιφυλάξεις, που ο Γοργίας είχε διατυπώσει με άλλες ευκαιρίες;
Το παιχνίδι της πολεμικής συνδυάζεται με σοβαρές αμφισβητήσεις και επιφέρει μίαν ολοκληρωτική αλλαγή της οπτικής γωνίας. Εξαφανίζοντας κάθε τι βέβαιο, ή ακόμα και νοητό, ο Γοργίας ανοίγει τις πόρτες στον κάθε λογής σκεπτικισμό. Έτσι, στο βάθος συμφωνεί με το σχετικισμό του Πρωταγόρα, που αποτέλεσε μιαν από τις κεντρικές ιδέες της σοφιστικής σκέψης.
Έγινε ήδη λόγος για τη διατριβή που ο Πρωταγόρας ονόμασε Αλήθεια[4], και όπου αρχή αρχή ισχυριζόταν ότι πάντων χρημάτων μέτρον έστίν άνθρωπος, των μέν όντων ώς εστιν, των δέ ούκ οντων ώς ούκ εστιν. Αυτή η ρήτρα ξαναγυρίζει συχνά στο βιβλίο μας, σε σχέση με πολλές ιδέες. Αποτελεί τον οδηγό της σοφιστικής σκέψης και κυβερνά όλα τα υπόλοιπα. Έχει έτσι σημασία να εξετάσουμε το νόημα και το βεληνεκές της.
Φυσικά, σε γενικές γραμμές, το νόημα είναι ξεκάθαρο. Εξακολουθούμε να μιλούμε για όντα και μη όντα, αλλά πια έχει εξαφανιστεί η έννοια της αλήθειας ή της πραγματικότητας. Υφίστανται μόνο οι ανθρώπινες εντυπώσεις· αποφασίζουν μόνο οι αισθήσεις και οι προσωπικές απόψεις, που δεν μπορεί κανείς ούτε να τις επιβεβαιώσει ούτε να τις αναιρέσει, και που παραλλάζουν σε σχέση με τα πρόσωπα και τις περιστάσεις. Και όμως, αυτές απο- τελούν το μόνο κριτήριο, το μόνο μέτρο: «όποιας λογής μου φαίνονται τα πράγματα, τέτοια και είναι για μένα», όπως συμπεραίνει ο Σωκράτης στον Κρατύλο του Πλάτωνα[5].
Να που ξαφνικά ο άνθρωπος γίνεται μόνος κριτής, και να που όλες οι ιδέες βρίσκονται μετέωρες, χωρίς κάτι που θα μπορούσε να τους χρησιμέψει ως άγκυρα.
Μπορούμε, κατά τα άλλα, να σχηματίσουμε μιαν ιδέα γι’ αυτό το σχετικισμό, διαβάζοντας στη μικρή διατριβή Δισσοί λόγοι τα επιχειρήματα που έχουν σκοπό να αποδείξουν ότι το καλό και το κακό, το όμορφο και το άσχημο, το δίκιο και άδικο συγχέονται, γιατί το νόημά τους αποτελεί συνάρτηση ενός ανθρώπου και μιας ορισμένης κατάστασης.
Πρόκειται για μιαν απόλυτα επαναστατική αρχή, που εξαφανίζει κάθε πίστη στην αντικειμενική αλήθεια.
Μονομιάς όλα αμφισβητούνται, αρχίζοντας από τη δυνατότητα της επιστημονικής γνώσης και την ύπαρξη της πλάνης. Το καταλαβαίνουμε ότι ο Πλάτωνας (ιδιαίτερα στο Θεαίτητο) υποχρεώθηκε να παλέψει με αυτή τη θέση του Πρωταγόρα. Ακόμα και ο Αριστοτέλης, αν πιστέψουμε το τρίτο βιβλίο της Μεταφυσικής, την είχε έγνοια αυτή τη θέση, που είναι θέση φιλοσοφική, σοβαρή όσο και επίφοβη.
Σημειώνουμε ότι κατά παράδοξο, φαινομενικά, τρόπο ο Πρωταγόρας, πατέρας των αμφισβητήσεων και των αντιλογιών, βρέθηκε με αυτή του τη θέση ανακατωμένος σε μια φιλοσοφική έριδα, και μάλιστα σε συντροφιά που μας ξενίζει: ο Πλάτωνας τον αναφέρει ανάμεσα σε κείνους που δε δέχονται ότι μπορεί κανείς να μιλήσει λάθος, ή να αναιρέσει μια διαφορετική άποψη (αντιλέγειν)[6]. Η σχετική έριδα ήταν πασίγνωστη (ο Ισοκράτης τη μνημονεύει στην αρχή της Ελένης), αλλά στη συγκεκριμένη διατύπωση η αμφιλεγόμενη θέση φαίνεται να συνταιριάζει τις απόψεις στοχαστών σαν τον Παρμενίδη, που πίστευε στην απόλυτη ενότητα του είναι (άρα δεν μπορούσε κανείς, κατά τη γνώμη του, να κατονομάσει το μή όν), με τις θέσεις άλλων, σαν τον Πρωταγόρα, που δεν πίστευε σε καμιάν αλήθεια (άρα κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κατονομάζει το όν)! Μην έχοντας κείμενα, δεν μπορούμε να συλλάβουμε ολόκληρη την πολεμική· όμως μπορούμε από τους απόηχους να καταλάβουμε το μεταφυσικό βεληνεκές των απόψεων του σοφιστή μας. Και αν παραμερίσουμε τις έριδες των διαφόρων σχολών, βέβαιο είναι ότι η διατριβή του οδηγούσε σε έναν κόσμο χωρίς αλήθεια. Σίγουρα, το εγχείρημα του Πλάτωνα, όταν διακήρυξε, μετά τον Παρμενίδη, την ύπαρξη μιας απόλυτης, καθολικής και υπερβατικής αλήθειας, ήταν τολμηρό- δεν ήταν όμως λιγότερο τολμηρό το αντίστροφο εγχείρημα του Πρωταγόρα, να αρνηθεί κατηγορηματικά ακόμα και την ύπαρξη κάποιας αλήθειας. Ένα μεγάλο μέρος της Πλατωνικής φιλοσοφίας απαντά στον Πρωταγόρα.
Τόσο σημαντική που ήταν αυτή η θέση, ευχαρίστως θα τη διευκρινίζαμε περισσότερο. Όμως όσο και αν ο γενικός της προσανατολισμός είναι τελείως ξεκάθαρος, δεν είναι καθόλου εύκολο να πούμε με ακρίβεια πόσο προχωρούσε ο Πρωταγόρας σε αυτήν την κατεύθυνση. Οι σύγχρονοι ερευνητές αγωνίστηκαν με ζήλο να το διευκρινίσουν. Εμείς θα αρκεστούμε στις γενικές γραμμές που ακολούθησε η σχετική έρευνα.
Πρώτο ερώτημα ήταν, αν με τον όρο άνθρωπος ο Πρωταγόρας εννοούσε το άτομο, ή τον άνθρωπο γενικά. Αν πιστέψουμε τη μαρτυρία του Πλάτωνα, τότε δεν επιτρέπεται καμιά αμφιβολία: συζητώντας αυτήν τη θεωρία, στο Θεαίτητο, ο φιλόσοφος επιμένει να προβάλλει την προσωπική άποψη. Τα παραδείγματα που παραθέτει είναι παραδείγματα εντυπώσεων που παραλλάζουν από άνθρωπο σε άνθρωπο (π.χ. το γλυκό και το πικρό)· χρησιμοποιεί τους όρους ἕκαστος, ἑκάτερος, ἴδιαι αἰσθήσεις, και ακόμα μιλά για διαφορές ανάμεσα στον ‘έναν’ και τον ‘άλλο’: μυρίον μέντοι διαφέρειν ἕτερον ἑτέρου αὐτῷ τούτῳ, ὅτι τῷ μέν ἄλλα ἔστι τε καί φαίνεται, τῷ δέ ἄλλα (166 d). Ίσως ο Πλάτωνας, που ο ίδιος πίστευε σε απόλυτες και προσιτές στο πνεύμα ουσίες, να θέλησε να σπρώξει το σχετικισμό του Πρωταγόρα ως τα έσχατα όρια. Οπωσδήποτε, όλα τα συγκεκριμένα παραδείγματα που παραθέτει συμφωνούν με τα λεγόμενά του, και δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε ότι αυτό ήταν και το πραγματικό νόημα όσων είχε πει και γράψει ο Πρωταγόρας. Συμπληρωματικά, το ίδιο νόημα συμφωνεί και με ένα απόσπασμα που πρόσφατα αποδόθηκε στον Πρωταγόρα και λέει: «Σε σένα, που είσαι εδώ, φαίνομαι καθιστάς, στους απόντες όχι- δεν είναι φανερό αν είμαι ή δεν είμαι καθισμένος»[7]. Πρωταρχικό στη θεωρία αυτή είναι λοιπόν το άτομο.
Ωστόσο, κάποιες επιφυλάξεις επιβάλλονται. Ίσως δε θα έπρεπε να ξεχωρίζουμε τις δύο δυνατότητες με όλη την αυστηρότητα της σύγχρονης σκέψης. Τον 5ο π.Χ. αιώνα η εικόνα του ατόμου δε χαρακτηριζόταν από την απόλυτη απομόνωση, και ο Πρωταγόρας είχε περισσότερο από τους άλλους αναπτυγμένη την έννοια της συλλογικότητας[8].
Οπωσδήποτε, η έννοια της συλλογικότητας μας οδηγεί σε ακόμα σημαντικότερες διορθώσεις. Κατά το Θεαίτητο, ο Πρωταγόρας παραδεχόταν ότι μπορούσε κανείς να πείσει έναν άλλον ότι μια άποψη είναι ατομικά και ομαδικά πιο χρήσιμη από κάποιαν άλλη. Ο σχετικισμός του είχε λοιπόν, στο πεδίο της πράξης, κάποια όρια· και ακριβώς σ’ αυτό βασίζεται ο Πλάτωνας, για να αντικρούσει τη θεωρία του για τον άνθρωπο ως μέτρον των πάντων. Είναι φορές που ο Πλάτωνας παρουσιάζει τον Πρωταγόρα να παραδέχεται ότι υπάρχει κάποια σοφία, μεγαλύτερη στον ένα, μικρότερη στον άλλον. Έτσι, στο Θεαίτητο, εκεί που ο Σωκράτης φαντάζεται τι θα μπορούσε να πει ο Πρωταγόρας, διαβάζουμε: «πολύ απέχω από το να λέω ότι δεν υπάρχουν η σοφία και ο σοφός· αντίθετα, να πώς ορίζω το σοφό: (σοφός είναι) όποιος μπορεί, αν κάτι σε κάποιον από σας φαίνεται και είναι κακό, να το αντιστρέψει και να το κάνει να είναι και να του φαίνεται αγαθό»[9]. Αυτό κάνουν ο γιατρός με τον άρρωστο και ο σοφιστής με τους μαθητές του.
Δε θα έπρεπε λοιπόν οι κάπως απότομες διακηρύξεις του σοφιστή να μας οδηγήσουν σε υπερβολικά ριζοσπαστικά συμπεράσματα. Απορρίπτοντας την αλήθεια, ο Προοταγόρας αφήνει τη θέση της στις ‘αλήθειες", ή σε κάτι άλλο παρόμοιο' και η σκέψη του δεν ταυτίζεται με τις κατοπινές θεωρίες, που εγκλωβίζουν το άτομο στον εαυτό του και ονομάζονται ‘υποκειμενισμός’ ή καθαρός ‘σολιψισμός’[10]. Η μελέτη της σκέψης του σε άλλους τομείς θα μας βοηθήσει να το διευκρινίσουμε, επιβεβαιώνοντας τη σημασία που έδινε ο Πρωταγόρας στις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους.
Άλλωστε, ο Διογένης ο Λαέρτιος, αναζητώντας τις απαρχές των σκεπτικών θεωριών, μνημονεύει αρκετούς αρχαίους συγγραφείς, αλλά όχι τον Πρωταγόρα. Είναι φανερό ότι, αν τον δούμε στο φως κάποιων νεότερων τοποθετήσεων, ο σχετικισμός του δεν ήταν απεριόριστος.
Οι παραπάνω επιφυλάξεις ήταν απαραίτητες, αλλά ο σχετικισμός του Πρωταγόρα δεν παΰει γι’ αυτό να αποτελεί, ως αρχή, επικριτική και επίφοβη θέση: χτυπά κατά μέτωπο όλες μαζί τις φιλοσοφικές θεωρίες που διεκδικούν μια καθαυτήν αλήθεια, και όλες τις σχεδόν ασυνείδητες προϋποθέσεις, που προσφέρουν στον κοινό άνθρωπο κάποιες ασφαλείς αξίες, να τον στηρίζουν στη ζωή. Οι τολμηρές διακηρύξεις του Πρωταγόρα καταργούν και τις θεωρίες των φιλοσόφων και τα στηρίγματα των απλών ανθρώπων. Από δω κι εμπρός δεν υπάρχουν παρά τελείως προσωπικές απόψεις, στηριγμένες στα δεδομένα των αισθήσεων. Από δω κι εμπρός ο άνθρωπος ζει με το φαίνεσθαι και δεν αναγνωρίζει παρά το φαίνεσθαι- στην κάθε άποψη αντιστρατεύεται πάντα μια άλλη άποψη· και αυτός που χαιρόταν να παρακολουθεί τη σύγκρουση δύο αντίθετων λόγων μας παρουσιάζει σε τελευταία ανάλυση έναν κόσμο, όπου αυτή η σύγκρουση αποτελεί νόμο και όπου κάθε θέση ισχύει ακριβώς όσο και οι άλλες.
Η σημασία αυτής της θεωρίας μέσα στην ιστορία της ελληνικής σκέψης είναι μεγάλη, και το βεληνεκές της μπορεί να μετρηθεί στις αντιδράσεις του Πλάτωνα. Όχι μόνο τη μνημονεύει, όχι μόνο την επικρίνει πολλές φορές, αλλά και φαίνεται να κατασκευάζει τη δική του φιλοσοφία σε συνάρτηση με τις ιδέες του Πρωταγόρα, για να τους δώσει τη σωστή απάντηση. Το βλέπουμε στο Σοφιστή, όπου δε γίνεται λόγος ονομαστικά για τον Πρωταγόρα, αλλά ο φιλόσοφος προσπαθεί να ορίσει το σοφιστή ως σοφιστή. Για να το πετύχει, υποχρεώνεται να κάνει μια μεγάλη αναδρομή και να αναιρέσει τις απόψεις του Παρμενίδη, κατοχυρώνοντας τη δυνατότητα του λάθους, που μόνο αυτό επιτρέπει την ύπαρξη των μή ὄντων. Το ὄν και το μή ὄν, η αλήθεια, ο Παρμενίδης - όλα αυτά αποτελούν μεγάλη παρέκβαση και αποκαλυπτική: απέναντι στη σκέψη των σοφιστών, που οδηγημένη από τον Πρωταγόρα καταργούσε τη διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και την πλάνη, ο Πλάτωνας ορθώνει, με πεισματική αυστηρότητα μια τελείως αντίθετη φιλοσοφία.
Η βασική αντίθεση εκφράζεται και στην ορολογία. Χτυπητή λέξη που δεσπόζει στο απόφθεγμα του Πρωταγόρα είναι ο άνθρωπος: πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος! Αυτό σημαίνει ότι ο σοφιστής παραιτείται από κάθε σχέση με το είναι, από κάθε αλήθεια, που θα είχε με το μέρος της τους θεούς. Έτσι ο Πρωταγόρας δημιουργεί μονομιάς έναν καινούριο κόσμο, όπου οι θεοί δεν έχουν πια ρόλο. Προσπαθώντας να εξακριβώσουν αν ο άνθρωπος - μέτρο είχε ατομική ή συλλογική έννοια, οι νεότεροι μελετητές καταλήγουν καμιά φορά να μη διακρίνουν αυτήν την ουσιαστική αντίθεση, που άλλαζε τα πάντα.
Στο σημείο αυτό βλέπουμε κάποια στιγμή τον Πλάτωνα να αδικεί με πρόθεση τον Πρωταγόρα. Σε ένα χαριτωμένο στιγμιότυπο, στο Θεαίτητο, ο φιλόσοφος παρουσιάζει το Σωκράτη να απορεί με την επιλογή του σοφιστή: «Πιός και δεν είπε, αρχίζοντας την Αλήθεια, ότι μέτρο των πάντων είναι το γουρούνια ή ο κυνοκέφαλος ή κάποιο άλλο από τα απίθανα όντα που έχουν αίσθηση; Αυτός θα ήταν ένας υπέροχος και εξαιρετικά περιφρονητικός τρόπος να μας ξεκινήσει το λόγο του. Θα είχε δείξει, την ώρα που εμείς θα τον θαυμάζαμε σαν θεό για τη σοφία του, ότι στο τέλος τέλος δεν ήταν στην κρίση του ανώτερος - δε θα πω από άλλον άνθρωπο, αλλά από το γόνο του βατράχου!»[11].
Το κείμενο είναι ζωντανό και διασκεδαστικό· όμως η αναφορά του Πρωταγόρα στον άνθρωπο δεν είναι, καθόλου αυθαίρετη, και ο σοφιστής ήξερε καλά τι έκανε, όταν τη χρησιμοποιούσε. Αποκλείοντας κάθε υπερβατική δυνατότητα, κλεινόταν σε έναν κόσμο αισθήσεων, απόψεων και συμφερόντων - είτε ατομικών, είτε συλλογικών, είτε γενικών κρατούσε όμως τη δυνατότητα, με αφετηρία αυτόν τον κόσμο, να ξαναχτίσει ένα ολόκληρο σύστημα σκέψης και μιαν ολόκληρη ηθική -χωρίς τη βοήθεια κανενός οντολογικού, θρησκευτικού ή ηθικού ‘απολύτου’.
Όλα αυτά παίζονταν μέσα στη φράση που συζητούμε. Καταλαβαίνουμε λοιπόν, γιατί ο Πλάτωνας - πέρα από κάθε αστείο - το ένιωσε ότι αυτή η φράση έκλεινε μέσα της το πιο καθοριστικό φιλοσοφικό πρόβλημα. Έτσι, δεν είναι σύμπτωση, όταν ο ίδιος, έχοντας τελειώσει τις αναζητήσεις του, έγραψε στους Νόμους: «το θείο θα μπορούσε, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. να είναι για μας το μέτρο όλων των πραγμάτων» (716 c).
Αυτές οι δυο αντιφατικές μεταξύ τους φράσεις σηματοδοτούν τους δυο αντίθετους πόλους της δυτικής φιλοσοφίας.
Οι θεοί
Η ανάλυση της γνώσης και της αλήθειας οδήγησε λοιπόν τους σοφιστές να κλονίσουν κάθε θρησκευτική βεβαιότητα. Ξέρουμε ότι ο κριτικός έλεγχος του Πρωταγόρα επεκτάθηκε και στον τομέα αυτόν, που ήταν κεντρικός για τη διδασκαλία του, αλλά συνάμα και επικίνδυνος σε σχέση με την αθηναϊκή κοινή γνώμη. Να σημειώσουμε ακόμα, ότι δεν ήταν ο μόνος σοφιστής που ακολούθησε αυτόν το δρόμο: το τελευταίο τέταρτο του πέμπτου αιώνα, το πνευματικό ρεύμα φαίνεται, στο σημείο αυτό, να ακολουθεί τα χνάρια του.
Είναι γεγονός ότι η κριτική σκέψη των σοφιστών έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο, όταν αγγίζει θέματα που επηρεάζουν αποφασιστικά τη ζωή και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Την επαναλαμβάνουν τότε πολλοί δάσκαλοι, και τη βλέπουμε βήμα βήμα να ενισχύεται ή να οξύνεται. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο είμαστε υποχρεωμένοι να την εξετάσουμε από πιο κοντά.
Ίσως αυτό να μας κοστίσει κάποια προσπάθεια· όμως ποτέ η προσπάθεια δεν είναι μάταιη. Πραγματικά, μόνο οι πολυάριθμες συγκρίσεις μπορούν να δείξουν, πώς κάθε πρόοδος της κριτικής σκέψης αποτελεί αποφασιστικό βήμα, αλλά και προετοιμάζει το χώρο για την επόμενη, πιο προχωρημένη κριτική σκέψη. Αυτό είναι που δημιουργεί την ανάγκη να μετρούμε κάθε στιγμή το δρόμο που έχει διανυθεί κι αυτόν που μένει να διανυθεί, να εκτιμούμε το θάρρος, αλλά και τα όρια της σοφιστικής σκέψης, να αναγνωρίζουμε την τόλμη του νεωτερισμού, αλλά και τη σχετική φρόνηση που την χαρακτηρίζει. Με αυτόν τον τρόπο, θα αποφύγουμε πρώτα να μπερδέψουμε μεταξύ τους τους σοφιστές, που ο καθένας τους έχει τη θέση και την ιδιοτυπία του, αλλά και που πολύ χαίρονταν υπερακοντίζοντας ο ένας τον άλλον θα αποφύγουμε ακόμα την απλοποίηση των θέσεων, που η βαρύτητα και η επίδρασή τους προκάλεσαν ήδη στην αρχαιότητα υπερβολικές απλοποιήσεις. Θα υποχρεωθούμε λοιπόν να προχωρούμε με μικρά βήματα, αν θέλουμε να ξαναβρούμε, πέρα από τις παλιές και νέες συγχύσεις, την αρχική αυστηρότητα της σοφιστικής σκέψης.
Σε ό,τι αφορά τον Πρωταγόρα και τους θεούς, το πρόβλημα δεν είναι δύσκολο: πρόκειται για μια και μόνο φράση, που είναι απολύτως ξεκάθαρη.
Ο χριστιανός συγγραφέας Ευσέβιος μας πληροφορεί ότι με αυτήν την πολλαπλά μαρτυρημένη φράση άρχιζε η διατριβή του Πρωταγόρα Περί Θεών. Διαβάζουμε: «Για τους θεούς δεν μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν, ούτε ποια μορφή έχουν πολλά είναι που με εμποδίζουν να ξέρω: η έλλειψη δεδομένων από τις αισθήσεις, και η συντομία της ζωής»[12].
Οι τελευταίες λέξεις έχουν συχνά παραλειφτεί, αλλά είναι σημαντικές. Δείχνουν την τοποθέτηση του Πρωταγόρα και την έννοια του αγνωστικισμού του. Το θέμα το έβλεπε αποκλειστικά και μόνο από την άποψη της γνώσης· και η λέξη που χρησιμοποίησε δυο φορές σημαίνει ακριβώς τη γνώση (εἰδέναι), όχι την πεποίθηση ή την πίστη. Ο Πρωταγόρας θέλει λοιπόν να πει ότι δεν ξέρουμε τίποτα για τους θεούς, και όχι ότι δεν υπάρχουν. Η διαφορά έχει τη σημασία της, και ήδη ο Κικέρωνας (στη διατριβή του De natura dererum 1,1,2) ξεχώριζε τις αμφιβολίες του Πρωταγόρα από τον αθεϊσμό. Σύμφωνα με μια διατύπωση, που χρησιμοποιήθηκε από πολλούς επιστήμονες, τίποτα δε μας επιτρέπει να βεβαιώσουμε ότι ο Πρωταγόρας δεν αποδεχόταν για τη θρησκεία άλλες βάσεις, που ίσως να ξεκαθάριζαν στη συνέχεια της διατριβής του. Πραγματικά, εδώ δεν έχουμε παρά μίαν αυστηρή και απολύτως αυτονόητη ανάλυση, που μερικοί την έχουν χαρακτηρίσει ως ‘φαινομενολογία’.
Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός, ότι και εδώ ο Πρωταγόρας ξεκινά από τον άνθρωπο και εξετάζει μόνο ό, τι ο άνθρωπος μπορεί ή δεν μπορεί να γνωρίσει, αποκτούσε, όταν ο λόγος ήταν για τους θεούς, επαναστατικό χαρακτήρα. Το να πει κανείς, ότι δεν μπορεί να ξέρει αν υπάρχουν θεοί, είναι βέβαια από την άποψη της γνώσης αναμφισβήτητο· όμως η διαπίστωση αντιβαίνει άμεσα στις θρησκευτικές παραδόσεις, τις καθιστά αμφίβολες, τις καταδικάζει, και κατά συνέπεια προκαλεί σκάνδαλο, γιατί ανοίγει δρόμο προς την ασέβεια[13].
Το πρόβλημα είναι αρκετά σοβαρό, και ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε τις συνθήκες, όπου μέσα τους ξεπηδούσε αυτός ο αγνωστικισμός.
Η αρχαιοελληνική θρησκεία δεν είχε ούτε δόγμα ούτε ιερατείο. Το να εκφράσει κανείς θρησκευτικές αμφιβολίες δεν ήταν λοιπόν τόσο βαρύ, όσο σε άλλες θρησκείες. Πραγματικά, η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων μπορούσε να υποδεχτεί καινούριους θεούς και οι θεϊκοί μύθοι μπορούσαν να παραλλάζουν ανάλογα με τους συγγραφείς και τους λατρευτικούς τόπους. Για κάθε θεό υπήρχαν πολλοί μύθοι και πολλές λατρείες. Υπήρχε λοιπόν σε όλα μια βασική ελευθερία, που εκδηλώθηκε με τη βαθμιαία ‘κάθαρση’ της ιδέας που οι αρχαίοι Έλληνες είχαν για τους θεούς. Κιόλας ο Όμηρος αποσιωπά κάποια θρυλούμενα (για τους έρωτες του Δία π.χ.), πολύ γνωστά στην εποχή του. Ο Πίνδαρος ομολογεί ο ίδιος, ότι πρέπει κανείς να λέει καλό για τους θεούς και πως γι’ αυτό τροποποιεί τις διηγήσεις τις σχετικές με τον Πέλοπα: «Όχι, δεν μπορώ να παρουσιάσω κανένα θεό ως κανίβαλο! (Ολυμπ. 1, 35· πβλ. 1, 52). Με τη σειρά του ο Αισχύλος προσπαθεί να καταλάβει καλύτερα τη δικαιοσύνη του Δία και να παραμερίσει την ιδέα μιας σχεδόν αυτόματης νεμέσεως, που θα χτυπούσε τον πλούτο ή το μεγαλείο περισσότερο από το σφάλμα ή το έγκλημα. Και ο φιλόσοφος Ξενοφάνης, που τον μνημονέψαμε σε συσχετισμό με το Γοργία, είχε κιόλας από τον έβδομο αιώνα προχωρήσει πολύ περισσότερο, απορρίπτοντας τον ανθρωπομορφισμό, που δεχόταν η θρησκεία για τους θεούς: το να τους αποδίδει κανείς ρούχα, φωνή, σώμα κλπ. δεν ήταν, κατά τη γνώμη του, παρά ανθρώπινη παραίσθηση. Κατά μία έννοια, ο αγνωστικισμός του Πρωταγόρα δεν αποτελούσε μεγάλο αμάρτημα απέναντι στις κοινές δοξασίες.
Υπάρχει, ωστόσο, ένα κατώφλι, που είναι αποφασιστικό. Το να τροποποιεί κανείς, να αναθεωρεί, να διορθώνει το περιεχόμενο μιας θρησκείας, αποτελεί βελτίωση από μέσα- όμως το να αμφισβητεί κανείς την ίδια την ύπαρξη των θεών είναι άλλο πράγμα. Και πρέπει να θυμηθούμε, ότι μπορεί η αρχαιοελληνική θρησκεία να μην είχε ούτε δόγματα ούτε ιερατείο, ήταν όμως αχώριστα δεμένη με τη ζωή της πόλης. Οι θεοί προστάτευαν την πόλη· προστάτευαν ακόμα την ηθική, τους όρκους και τους νόμους, που εξασφάλιζαν την τάξη στην πόλη. Από τη στιγμή που κανείς δεχόταν, ότι ήταν δυνατό να μην υπάρχουν καθόλου θεοί, τα πολιτικά και ηθικά θεμέλια της πολιτείας φαινόταν ότι μπορούσαν να καταρρεύσουν. Και η πόλη απάντησε πολλαπλασιάζοντας, όπως είπαμε, τις δίκες ασεβείας.
Ένα πρώτο ισχυρό κύμα ξεσηκώθηκε εναντίον του Περικλή και των φίλων του. Ο Περικλής είχε δεσμούς με τον Πρωταγόρα· εκπροσωπούσε τους φωτισμένους και προτιμούσε - το είδαμε[14]- τις επιστημονικές ερμηνείες από τα θεϊκά σημάδια. Αυτό οι Αθηναίοι το αποδέχονταν. Όταν όμως μπήκαν στη μέση οι προστριβές με τη Σπάρτη και μεγάλωσε η εχθρότητα απέναντι στον Περικλή, οι Αθηναίοι καθίσαν στο σκαμνί τους ανθρώπους του κύκλου του, συχνά με την κατηγορία της ασέβειας. Η Ασπασία, συντρόφισσά του, κατηγορήθηκε για ασέβεια, και ο Περικλής δυσκολεύτηκε πολύ για να τη σώσει. Ο Αναξαγόρας μπήκε στο στόχαστρο με ένα ψήφισμα, που έλεγε ότι θα καταδικάζονταν για έγκλημα εναντίον της πόλης όσοι δεν πίστευαν στους θεούς και δίδασκαν θεωρίες σχετικές με τα ουράνια φαινόμενα[15]. Ο Πλούταρχος, που αναφέρει το γεγονός στο Βίο του Περικλή (32), προσθέτει ο εισηγητής του ψηφίσματος - μάντης, κατά σύμπτωση! - είχε στόχο, πίσω από τον Αναξαγόρα, τον Περικλή. Ο Περικλής, από πρόνοια, φρόντισε να εγκαταλείψει ο Αναξαγόρας την πόλη. Αυτήν την εποχή δε γίνεται ακόμα ανοιχτά λόγος για τον Πρώτα ρα (αν και ο Πλούταρχος, στο Βίο του Νικία, 23, συνδέει την εξορία του με τη σύλληψη του Αναξαγόρα)· αργότερα όμως λένε τ κι αυτός κατηγορήθηκε για ασέβεια, και τα βιβλία του κάηκαν δημόσια. Ας μην ξεχάσουμε ότι η ίδια κατηγορία χρησιμοποιήθηκε πάλι στην περίπτωση του Σωκράτη, όπου η μία από τις δυο αιτιάσεις ήταν ότι αδικούσε ους μέν ή πόλις νομίζει θεούς ού νομίζ ετερα όέ καινά όαψόνια είσφέρων (Ξενοφ. Απομνημ. 1,1).
Με τον αγνωστικισμό του Πρωταγόρα μπαίνουμε λοιπόν εξαιρετικά επικίνδυνο έδαφος . Το επιβεβαιώνουν οι παραπέρα εξελίξεις, που δείχνουν ότι η κρίση που ξεκινούσε τότε στην A να ήταν σοβαρή. Άλλοι, νεότεροι σοφιστές υπερακόντισαν απόψεις του Πρωταγόρα. Μετά τις εθνικιστικές πιέσεις στα μέσα του αιώνα, το κύμα της απομάκρυνσης από τη θρησκεία έδειξε δυναμώνει πολύ. Όλα έγιναν μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια.
Ο Πρόδικος, που φάνηκε να συγγενεύει με τον Πρωταγόρα στην έγνοια του για τη σωστή έκφραση, δεν ήταν επαναστατικό πνεύμα, αλλά άνθρωπος προσηλωμένος στις ηθικές αξίες. Ωστόσο, σε ό, τι αφορά τους θεούς, φαίνεται πως ακολούθησε τον ίδιο με τον Πρωταγόρα δρόμο, επιβαρύνοντας μάλιστα την κατάσταση.
Συγκεκριμένα, ο Πρόδικος δεν περιορίζεται να εξετάσει πρόβλημα από την άποψη της γνώσης και μόνο, αλλά προσφέρει μιαν ανθρωπολογική και θετικιστική εξήγηση - σαν να μην ήταν η πίστη στους θεούς παρά ένα απλό φαινόμενο ανάμεσα στα άλλα. Από την άποψη της επιστημονικής σκέψης και των επιστημών του ανθρώπου, η θεωρία του Προδίκου αποτελεί απίστευτη ορθολογιστική πρόοδο- όμως, από την άποψη της θρησκείας, οι θεοί -ή τουλάχιστο πολλοί ανάμεσα τους- δεν είναι πια παρά ανθρώπινες επινοήσεις. Πραγματικά, ο Πρόδικος λέει σε ένα απόσπασμα (που βέβαια το παραθέτει ο Σέξτος ο εμπειρικός, αλλά μας είναι γνωστό και από άλλες πηγές) ότι: «ο ήλιος, το φεγγάρι, τα ποτάμια και οι πηγές, καθώς και όλα όσα ευνοούν τη ζωή, θεωρήθηκαν από τους παλιούς ως θεότητες, εξαιτίας της χρησιμότητας τους - όπως ο Νείλος από τους Αιγυπτίους»[16].
Όλα είναι εδώ: η χρησιμότητα, η φυσιολογική εξήγηση, η φροντίδα του συγκριτισμοΰ! Σίγουρα, η θεωρία του Προδίκου, που καμιά φορά παραλληλίζεται με τον ευημερισμό (αν και ο Πρόδικος δε φαίνεται να αντιμετώπισε την περίπτωση της θεοποίησης κάποιων ανθρώπων), είναι τολμηρή, και σημειώνει ένα μεγάλο βήμα στην κατεύθυνση του απόλυτου επιστημονισμού. Πρόκειται όμως για γνήσιο αθεϊσμό, όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι αρχαίοι συγγραφείς -ανάμεσα τους και ο Σέξτος ο εμπειρικός; Δεν είναι βέβαιο. Σε άλλα σημεία του έργου του ο Πρόδικος μιλά για τους θεούς, και σύγχρονοι μελετητές, όπως ο Ε. R. Dodds[17], ξεχώρισαν προσεκτικά τον αθεϊσμό από τη θεωρία του Προδίκου, όπου διακρίναν τα σημάδια ενός πολύ ‘μοντέρνου’ πνεύματος. Πραγματικά, το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του κειμένου είναι ότι η επιστημονική έγνοια υπερισχύει, αναπτύσσεται κα επιβεβαιώνεται, και πια δεν αφήνει ελεύθερο χώρο για τη θρησκεία -που όμως δε δέχεται μετωπική επίθεση.
Σοφιστικές διαπιστώσεις σαν του Πρωταγόρα δε φαίνεται να αποτελούσαν σπάνιο φαινόμενο, και πολλαπλασιάζονταν απι χρόνο σε χρόνο. Μας σώζεται ένα απόσπασμα (είκοσι δύο στίχοι) από ένα θεατρικό έργο με τον τίτλο Σίσυφος, που μας προσφέρει μια περίλαμπρη μαρτυρία. Είναι δυστυχώς δύσκολο να πούμε ποιος είναι ο συγγραφέας, γιατί οι στίχοι αποδίδονται ανάλογα με τη μαρτυρία, πότε στον Κριτία, πότε στον Ευριπίδη Άλλωστε, μια παράξενη μοίρα θέλει όλα τα τραγικά αποσπάσματα που αποδίδονται στον Κριτία να μπορούν να διεκδικηθούν - και να διεκδικούνται- από τον Ευριπίδη. Έτσι διαπιστώνουμε τι< συγγένειες ανάμεσα σε όλους όσους δέχτηκαν τις επιδράσεις των σοφιστών και διαποτίστηκαν, περισσότερο ή λιγότερο, από το πνεύμα τους. Οπωσδήποτε, στην περίπτωση τον Σίσυφον, η γνώμη του Wilamowitz, που τον θεωρούσε έργο του Κριτία, υπέρ- ίσχυσε για πολύν καιρό, ώσπου μια πρόσφατη και ακριβολογημένη εξέταση τον απέδωσε πάλι, με επιστημονικό κύρος, στον Ευριπίδη[18].
Για τη δική μας προοπτική η διαφορά είναι αρκετά μεγάλη Ο Κριτίας μάς είναι γνωστός: ήταν θείος του Πλάτωνα και ένας από τους πιο τολμηρούς ανάμεσα στους ‘τριάκοντα’ ολιγαρχικούς, που το 404 π.Χ. αναλάβαν την εξουσία στην Αθήνα. Ήταν όμως και σοφιστής, ή τουλάχιστον οι αρχαίες μαρτυρίες έτσι τον χαρακτηρίζουν - κι εμείς εδώ τις ακολουθούμε. Μπορεί να μη·\ πληρωνόταν για τις συζητήσεις του, αλλά έζησε ως διανοούμενος γράφοντας έργα για τα διάφορα πολιτεύματα, συμμετέχοντας στις φιλοσοφικές συζητήσεις και συμβάλλοντας στη διάδοση των σοφιστικών ιδεών. Αντίθετα, ο Ευριπίδης, αν και δεχόταν σοφιστικές επιρροές, βρισκόταν φανερά απέξω. Είναι λοιπόν το απόσπασμα του Σισύφου γραμμένο από σοφιστή; Ναι ή όχι; Πρέπει να το χρησιμοποιούμε ως μαρτυρία για τις σοφιστικές θεωρίες αυτές καθαυτές, ή μόνο για την επίδρασή τους στους άλλους;
Οπωσδήποτε, ο δισταγμός ανάμεσα στα δυο ονόματα είναι αποκαλυπτικός, καθώς συμβαίνει το πιο προχωρημένο από τα κείμενα που εδώ εξετάζουμε, γιατί αντιβαίνουν στη θρησκεία, να είναι αυτό που κατέχει οριακή θέση στον κύκλο των σοφιστών και τοποθετείται πολύ μακριά από τους πρώτους διδασκάλους. Συγγραφέας του είναι είτε ένας Αθηναίος που άκουσε τους σοφιστές. συγκεκριμένα ο Ευριπίδης, είτε κάποιος άλλος Αθηναίος, προσανατολισμένος στην πρακτική πολιτική δράση και πολύ φιλόδοξος, κοντολογίς ένας άνθρωπος, που και αν ακόμα πρέπει να ονομαστεί σοφιστής, σίγουρα δεν ήταν πια σοφιστής με την αυστηρή έννοια του όρου. Όσο ξαπλένουν πέρα από τον κύκλο των καθαυτό διδασκάλων οι ιδέες σκληραίνουν. Θα βρούμε πολλές αποδείξεις στη συνέχεια.
Το χρησιμοποιούμε λοιπόν εδώ αυτό το κείμενο μαζί με τα άλλα συγγράμματα των σοφιστών, αλλά με τις επιφυλάξεις που σημειώσαμε· και για να μη δημιουργηθεί η εντύπωση ότι εξωραΐζουμε, δηλώνουμε ότι ίσως να αντιπροσωπεύει περισσότερο την επίδραση των σοφιστών και λιγότερο τις ίδιες τις σοφιστικές αναλύσεις -που ωστόσο ο Σίσυφος αποτελεί, τουλάχιστο, λογική τους επέκταση.
Το απόσπασμα προέρχεται οπωσδήποτε από ένα σατυρικό δράμα, που γράφτηκε προς το τέλος του πέμπτου αιώνα. Παρουσιάζει τις σκέψεις ενός προσώπου, που δεν πολυγνοιάζεται για τους ηθικούς φραγμούς (όπως περίπου και ο Κύκλωπας του Ευριπίδη), και που δίνει στην ομιλία του ένα θεωρητικό – δογματικό τόνο.
Ξεκινά, όπως και τόσοι άλλοι στην εποχή του, θυμίζοντας πόσο προόδεψε η ανθρώπινη ζωή από την εποχή της αρχικής ακαταστασίας. Σημειώνει ότι στην αρχή δεν υπήρχαν ούτε ανταμοιβές για τους αγαθούς ούτε τιμωρίες για τους κακούς ανθρώπους. Στη συνέχεια οι άνθρωποι εγκαθίδρυσαν τους νόμους, για να βασιλέψει η δικαιοσύνη. Ωστόσο οι νόμοι δεν ίσχυαν για τις κρυφές πράξεις, όπου γι' αυτές δεν υπήρχαν μάρτυρες. Τι κάνουμε; Ο ομιλητής απαντά: «Μου φαίνεται ότι τότε ένας μυαλωμένος και σοφός άντρας, για να φοβίσει τους κακούς, ακόμα και όταν οι πράξεις, τα λόγια και οι σκέψεις ήταν κρυφές, εισήγαγε το θεῖον και την ιδέα ότι υπάρχει μια θεότητα προικισμένη με απεριόριστη ζωή. που βλέπει και ακούει με το πνεύμα». Αυτό δεν ήταν βέβαια παρά μια βολική επινόηση: «Έκρυβε την αλήθεια κάτω από ψεύτικα λόγια»[19]. Από κει και πέρα οι άνθρωποι φοβόνταν όλα τα φυσικά φαινόμενα, αλλά και ξαφνικά, με το φόβο, όλες οι ανωμαλίες πήραν τέλος.
Πραγματικά, αυτήν τη φορά το κείμενο παρουσιάζει την ύπαρξη των θεών ως επινόηση και ψέμα.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για την απήχηση που είχαν αυτές οι θεωρίες. Με την πρώτη ματιά θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι στόχος τους ήταν μόνο η δικαιοσύνη των θεών και η έγνοια τους να τιμωρήσουν τους κακούς. Είναι αλήθεια ότι το κείμενό μας επιμένει πολύ σε αυτήν την πρώτη σκέψη: η θεϊκή δικαιοσύνη αποτελεί μύθο χωρίς θεμέλιο. Αυτό συνδέει το Σίσυφο με μια καλομαρτυρημένη τάση, που έπαιξε μεγάλο ρόλο, ενθαρρύνοντας τις θρησκευτικές αμφιβολίες της εποχής, και που οι σοφιστές βοηθούσαν να διαδίδεται. Αυτή η τάση εκφραζόταν με το ερώτημα, αν είναι δυνατό να υπάρχουν θεοί, όταν η υποστήριξη που (υποτίθεται) προσφέρουν στη δικαιοσύνη είναι στη ζωή των ανθρώπων ανύπαρκτη. Σε ένα απόσπασμα ενός άλλου σύγχρονου τότε σοφιστή, του Θρασύμαχου, περιέχεται η παρατήρηση ότι οι θεοί δεν κάνουν τίποτα για να στηρίξουν τη δικαιοσύνη: «οι θεοί δεν κοιτούν τις ανθρώπινες υποθέσεις· αλλιώς δε θα παράβλεπαν το πιο μεγάλο ανθρώπινο αγαθό, τη δικαιοσύνη. Βλέπουμε αλήθεια ότι οι άνθρωποι δεν την εφαρμόζουν»[20]. Πάντα η θεία δικαιοσύνη δημιουργεί προβλήματα, και οι σοφιστές δεν ήταν δυνατό να αφήσουν απαρατήρητη μια τέτοια δυσχέρεια. Μισόν αιώνα αργότερα ο Πλάτωνας απηχεί ακόμα αυτήν τη στάση, όταν στους Νόμους του γράφει ότι διατηρείται η πίστη - όχι σε πολλούς, αλλά σε κάποιους - πως «οι θεοί υπάρχουν, αλλά δε γνοιάζονται για τις ανθρώπινες υποθέσεις»[21]. Το πρόβλημα ξαναζωντάνεψε στον Πλούταρχο και παραμένει ζωντανό σε ολόκληρη τη δυτική σκέψη.
Ωστόσο, το μικρό κείμενο από τον Σίσυφο δεν περιορίστηκε σε τούτη την πρώτη μορφή απιστίας. Ο συγγραφέας του θεωρεί τους ίδιους τους θεούς επινόηση και μύθο, που προορίζεται να τρομάξει τους κακούς. Οι δύο στίχοι του συμπεράσματος δεν επιτρέπουν στο σημείο αυτό καμιάν αμφιβολία, όταν λένε: «Έτσι, νομίζω, κάποιος έπεισε πρώτος τους θνητούς να παραδεχτούν την ύπαρξη μιας θεϊκής γενιάς»[22].
Όλα αυτά μας απομακρύνουν τελείως από την οπτική γωνία της επιστήμης, όπως την είχε αξιοποιήσει ο Πρόδικος. Ο Πρόδικος ξεκινούσε από τα αυθόρμητα αισθήματα των ανθρώπων, και η ερμηνεία του παρέμεινε, με διάφορες αποχρώσεις, χαρακτηριστική για όλες τις υλιστικές φιλοσοφικές θεωρίες[23]. Είχε θεωρήσει υπαίτιο το φυσικό θαυμασμό που νιώθουν οι άνθρωποι μπροστά στα όσα είναι χρήσιμα για τη ζωή, ενώ αργότερα οι Επικούρειοι (ακολουθώντας το Δημόκριτο, που ήταν σύγχρονος του Προδίκου) θεωρούσαν υπαίτιους τους φυσικούς φόβους των ανθρώπων μπροστά στα φαινόμενα που δεν καταλάβαιναν. Παρόμοιες απόπειρες επιχειρούσαν να αναλύσουν μίαν αυθόρμητη τάση, που η ύπαρξή της ήταν δυνατό να διαπιστωθεί στους ανθρώπους. Αντίθετα, ο συγγραφέας του Σισύφου προϋποθέτει τεχνητούς φόβους, που ένας άνθρωπος τους δημιούργησε για τους άλλους ανθρώπους· ο ίδιος επινόησε και τα ψέματα, που αργότερο ο Λουκρήτιος θα αγωνιζόταν να αντικρούσει, για να τους καθησυχάσει: η οργή των θεών αποτελεί εδώ μύθο κατασκευασμένο από ένα μυαλωμένο πολιτικό[24].
Η εξέλιξη, μετά τον επιφυλακτικό αγνωστικισμό του Πρωταγόρα, ήταν λοιπόν γοργή. Την απλή διαύγεια των ορισμών διαδέχτηκαν, στο πλαίσιο της ελεύθερης σκέψης, κάποιες τολμηρές διακηρύξεις, και τότε ο άνθρωπος-μέτρο βρέθηκε να είναι ο ίδιος που μόνος επινόησε την απατηλή υπέρβαση.
Βλέπουμε τώρα πολύ καλά, πὠς και γιατί αυτός ο προσανατολισμός μπορούσε από τη φύση του να συγκινήσει τα πλήθη, και πώς η συγκίνηση φυσικό ήταν να παραμορφώσει, τις προοπτικές του. Αυτές οι θεωρίες, που εφαρμόζονταν στο πεδίο της θρησκείας, άγγιζαν πραγματικά από πολύ κοντά τις παραδόσεις και τις δοξασίες των πολιτών - τόσο κοντά, ώστε να μη διακρίνονται και να μη γίνονται σεβαστές οι διάφορες διαβαθμίσεις, που ωστόσο στη φιλοσοφία είναι σημαντικές. Οπωσδήποτε υπήρξε κάποιο σκάνδαλο, και κανείς δεν έκανε τον κόπο να εξετάσει τις λεπτομέρειες και να συζητήσει τις διαφορές.
Το καταλαβαίνουμε το σκάνδαλο και για έναν ακόμα λόγο: κινδύνευε, μαζί με την πίστη στους θεούς, να εξαφανιστεί και ένα από τα μεγάλα θεμέλια, όπου επάνω του στηρίζονταν η ηθική και ο σεβασμός των νόμων.
Η δικαιοσύνη
Νόμοι που τους καθιέρωσαν οι θεοί και εκφράζουν τη θέλησή τους -να μια ξεκάθαρη και στεριά βάση! Στην ανάγκη θα μπορούσε κανείς και χωρίς τη θεϊκή έγκριση να περισώσει την ιδέα μιας παγκόσμιας ισορροπίας, που εικόνα της θα ήταν η δικαιοσύνη. Όμως αυτήν την απόλυτη δικαιοσύνη, ποιος τη γνώριζε; Πού μπορούσε κάποιος να τη δει; Αν ο άνθρωπος είναι μέτρο όλων των πραγμάτων, τότε δικαιοσύνη είναι η δική του δικαιοσύνη, δηλαδή μια συγκεκριμένη ιδέα που ο ίδιος έχει για τη δικαιοσύνη και που την εκφράζει με τους νόμους του. Δεν υπάρχει τότε διαφορά ανάμεσα στο δίκαιο και το νόμιμο· και το νόμιμο παραλλάζει ανάλογα με τις εποχές και τους τόπους.
Να λοιπόν που και η δικαιοσύνη βρίσκεται με τη σειρά της μετέωρη, σχετική, χωρίς θεμέλιο - έτοιμη να χαλαρώσει, όπως όλα τα άλλα.
Θα το προσέξουμε: τούτη η τομή αντιστοιχεί σε μιαν άλλη όψη του κριτικού πνεύματος εκείνης της εποχής· δεν ξεκινά από τη θεωρητική ανάλυση, αλλά από την παρατήρηση της συγκεκριμένης ποικιλομορφίας.
Ο Ηρόδοτος ήταν σύγχρονος του Πρωταγόρα. Στις εθνολογικές του έρευνες είχε δείξει ακριβώς την ποικιλία των ανθρώπινων συνηθειών την είχε μάλιστα συζητήσει στα θεωρητικά μέρη της ιστορίας του. Το συμπέρασμά του ήταν ότι πρέπει κανείς να είναι πάντα ανεκτικός. Στο τρίτο βιβλίο (38) φαντάζεται ότι αν κανείς μάζευε από παντού, για να προσφέρει στους ανθρώπους τους ωραιότερους κανόνες ζωής και τους καλύτερους νόμους, ο καθένας θα διάλεγε αυτούς που ήδη έχει. Φέρνει για παράδειγμα έθιμα που οι Έλληνες τα θεωρούν φοβερά, ενώ ισχύουν σε άλλους τόπους -π.χ. το να τρώει κανείς το νεκρό σώμα του πατέρα του, όπως κάνουν ορισμένοι Ινδοί.
Η εμπειρία των διαφορών ανάμεσα στα ήθη μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι είναι όλα τους μάταια και χωρίς θεμέλιο. Ωστόσο, οι σοφιστές είχαν μια περιέργεια γι’ αυτού του είδους τα πράγματα. Φαίνεται ότι ο Ιππίας έκανε κι αυτός με τη σειρά του κάποιες εθνολογικές έρευνες και πως έγραψε για τα ονόματα των λαών (Ἐθνῶν ὀνομασίαι). Οπωσδήποτε, η μικρή διατριβή Δισσοί λόγοι αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι η ποικιλία στην εκτίμηση των αξιών αποτελούσε θαυμάσιο επιχείρημα για τους σχετικιστές, και ότι οι σχετικιστές δε δίσταζαν να αξιοποιήσουν τον Ηρόδοτο. Πραγματικά, για να δείξει τη σχετικότητα του ωραίου και του άσχημου, ο συγγραφέας των Δισσών Λόγων παραθέτει μιαν ολόκληρη σειρά από συνήθειες, ελληνικές ή βαρβαρικές, που άλλοι λαοί τις απορρίπτουν. Οι Λακεδαιμόνιοι το βρίσκουν ωραίο να ξεγυμνώνονται τα κορίτσια και να γυμνάζονται, ενώ οι Ίωνες το θεωρούν άσχημο· οι Θεσσαλοί το βρίσκουν όμορφο να δαμάζουν άλογα και να σφάζουν βόδια, ενώ οι Σικελοί το θεωρούν άσχημο, κ.ο.κ. Το κείμενο αραδιάζει συνήθειες μακεδονικές, θρακικές, περσικές, λυδικές, αιγυπτιακές, κλπ. Θα νόμιζε κανείς ότι ξαναμελετά τον Ηρόδοτο, ένα παραπάνω, όταν διαβάζει ότι, αν μάζευε κανείς από παντού τους κανόνες ζωής και άφηνε τους ανθρώπους να διαλέξουν, καθένας θα έπαιρνε τους δικούς τον και στο τέλος δε θα έμενε τίποτα αζήτητο. Οι Δια- σοί λόγοι (2, 18) συνοψίζουν το κείμενο του Ηροδότου (3. 38)[25]· στόχος του συγγραφέα τους όμως δεν είναι να κηρύξει την ανεκτικότητα, αλλά να δείξει ότι και το ωραίο και το άσχημο δεν έχουν καμιάν αντικειμενική υπόσταση -όπως αντικειμενική υπόσταση δεν έχουν ούτε το δίκιο και το άδικο.
Πραγματικά, αυτήν τη θέση συναντούμε στους σοφιστές, εκεί όπου ο φιλοσοφικός σχετικισμός διασταυρώνεται με την ανθρωπολογία.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Πρωταγόρας, που πρώτος άνοιξε τόσους δρόμους, φαίνεται στο πεδίο αυτό να ήταν πολύ διατακτικός και επιφυλακτικός. Ποτέ δε φαίνεται να τα έχει βάλει με τη δικαιοσύνη. Παραδεχόταν, χωρίς αμφιβολία, ότι κάθε πολιτεία είχε το δίκαιο και τους νόμους της, αλλά η διαπίστωση δε συνοδευόταν, ή τουλάχιστο δεν ξέρουμε να συνοδευόταν από κάποια κριτική θεώρηση των αρχών του δικαίου. Αντίθετα, ο ίδιος ο Πλάτωνας παρουσιάζει στον Πρωταγόρα το σοφιστή να μεγαλύνει στο μύθο του την Δίκην και Αιδώ (322 c), που ο Δίας έχει στείλει στους ανθρώπους, για να υπάρχει αρμονία στις πολιτείες και φιλικοί δεσμοί. Έχουμε λοιπόν εδώ την αίσθηση ότι τα καταλυτικά χτυπήματα ξεκίνησαν μετά τον Πρωταγόρα.
Αλήθεια, για να ξεκινήσουν χρειάζονταν μιαν ιδέα διαφορετική από την ιδέα του ανθρώπου-μέτρου. Χρειάζονταν τη διάκριση ανάμεσα στη φύση και τους ανθρώπινους κανόνες, ανάμεσα στην φύσιν και τον νόμον.
Η ιστορία της αντίθεσης ανάμεσα στη φύση και το νόμο φωτίζει μια σημαντική πλευρά του μετασχηματισμού των ιδεών, τον πέμπτο αιώνα. Έχει μελετηθεί στις λεπτομέρειές της από τον F. Heinimann[26] και δε θα την επαναλάβουμε· είναι, ωστόσο, ουσιαστικό να διαπιστώσουμε ότι αυτή η ιστορία διασταυρώνεται με όλα σχεδόν τα έργα των σοφιστών και δεν οδηγεί υποχρεωτικά στην καταστροφή και την άρνηση. Αντίθετα, συμβαίνει ο ρόλος της να είναι πολύ θετικός και να υπηρετεί μόνο την απελευθέρωση των ανθρώπων από τα πολύ στενά πλαίσια της παράδοσης. Το βλέπουμε σε δυο σοφιστές, στον Ιππία και στον Αντιφώντα.
Ο Ιππίας είχε ποικίλες ασχολίες και ενδιαφέροντα- όμως ο ρόλος του στον πλατωνικό Πρωταγόρα έχει επίκεντρο τη διάκριση ανάμεσα στη φύση και το νόμο. Διακηρύσσει με σθένος ότι ο νόμος τύραννος ὤν ταῶν ἀνθρώπων, πολλά παρά τήν φύσιν βιάζεται (337 d). Με άλλα λόγια: υπάρχει από τη μια ένα φυσικό πεδίο, και από την άλλη οι τεχνητοί κανόνες, που επιβάλλονται από τους ανθρώπους και αντιβαίνουν στη φυσική κατάσταση.
Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να μιλήσει πιο καθαρά, ή και να καθορίσει μίαν εξίσου αναμφισβήτητη διάκριση. Σημασία έχει όμως να διαπιστωθεί, πώς και σε τι θα εφαρμοζόταν αυτή η διάκριση.
Στον Πρωταγόρα, απ’ όπου τη δανειστήκαμε, η διακήρυξη του Ιππία κάθε άλλο είναι παρά επαναστατική. Αυτό που θέλει να πει είναι ότι όλοι οι παριστάμενοι, που προέρχονται από διαφορετικές πόλεις αλλά έχουν κοινό την αγάπη της φιλοσοφίας, είναι «συγγενείς και οικείοι και συμπολίτες από τη φύση, αν όχι από το νόμο»[27]. Απλά και μόνο υποστηρίζει τη φιλική συνεννόηση ανάμεσα σε καλόγνωμους ανθρώπους, όποια και αν είναι η καταγωγή τους.
Έχουμε κάθε δίκιο να φανταστούμε ότι πέρα από την κατευναστική της πρόθεση, η πολύ γενική διατύπωση του Ιππία μπορεί να αποβλέπει και σε άλλους στόχους, δυσφημίζοντας ορισμένες κοινωνικές διακρίσεις. Στα κείμενα της εποχής βρίσκουμε να χρησιμοποιείται κατά περίπτωση για τους δούλους και για τους νόθους, που η κοινωνική τους κατάσταση βασίζεται σε απλή σύμβαση (που αντιβαίνει στη φύση) και αντιστοιχεί σε μιαν απλή «λέξη» -που αντιβαίνει στην πραγματικότητα.
Η ίδια διατύπωση, το περιμένουμε, μπορεί να έχει στόχο της τους νόμους και τους κανόνες του δικαίου. Σίγουρα και ο Ιππίας αποδεχόταν αυτή τη δυνατότητα, όπως φαίνεται στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα (4, 4, 14 κκ.), όπου οδηγείται να παραδεχτεί ότι οι νόμοι, καθώς αλλάζουν τόσο εύκολα, δεν έχουν καμιά σοβαρότητα. Ανησυχητικές προοπτικές! Όμως ο ίδιος ο Ιππίας δεν προχώρησε σε αυτόν το δρόμο γιατί δεχόταν, αν πιστέψουμε το ίδιο αυτό χωρίο των Απομνημονευμάτων, ότι δίπλα στους μεταβλητούς και αβέβαιους νόμους υπήρχαν και οι περίφημοι «άγραφοι νόμοι», που ίσχυαν σε διάφορες χώρες και που, θεϊκοί ή όχι, ήταν ανεξάρτητοι από κάθε γραπτό νόμο, τέτοιον ή αλλιώτικο.
Πρέπει λοιπόν να περιμένουμε άλλους, πιο αποφασιστικούς σοφιστές, ώστε πραγματικά η αντίθεση ανάμεσα στο νόμο και τη φύση να φτάσει να καθίσει στο σκαμνί τη δικαιοσύνη. Και πάλι, όταν έρθει η ώρα τους, πρέπει τουλάχιστο να θυμίσουμε ότι μερικές φορές αυτή η αντίθεση θα διατηρήσει, ακόμα και για τους πιο τολμηρούς, τη θετική και, αν μπορούμε να πούμε, ανθρωπιστική της αξία. Μια λαμπρή απόδειξη προσφέρει ο Αντιφώντας, ο σοφιστής, σε ένα του απόσπασμα. όπου υποστηρίζει τη φυσική αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων, αρχόντων και πληβείων, Ελλήνων ή Βαρβάρων: φύσει πάντες ὁμοίως πεφύ καμεν καί βάρβαροι καί Ἕλληνες εἶναι οὔτε βάρβαρος δ’ ἀφώρισται ἡμῶν οὐδείς οὔτε Ἕλλην· ἀναπνέομέν τε γάρ εἰς τόν ἀέρα ἅπαντες κατά τό στόμα καί κατά τάς ρίνα. (Β 44, A 7 Β 2).
Σίγουρα, ο Αντιφώντας δε ζητά να καταργηθούν στην πράξη αυτές οι ποικίλες κατηγορίες. Το μόνο που κάνει στην ανάλυσή του είναι να ξεχωρίζει ό, τι προέρχεται από τη φύση ή από τη σύμβαση. Όμως κιόλας το να προβάλλει κανείς τέτοιες απόψεις στην Ελλάδα των πόλεων, σε μίαν Ελλάδα που ήταν ακόμα υπερήφανη για τις επιτυχίες της εναντίον των βαρβάρων, έκρυβε μέσα του μιαν εκπληκτική τόλμη. Έτσι εμφανίζεται για πρώτη φορά η έννοια της πανανθρώπινης αδελφοσύνης.
Μπορούμε να το θεωρήσουμε συγκινητικό, ότι αυτή η τολμηρή θέση απαντά σε έναν από τους σπάνιους σοφιστές πολίτες της Αθήνας, που ήταν τόσο διαποτισμένη από την αίσθηση της υπεροχής της· όμως, χωρίς αμφιβολία, δεν είναι σύμπτωση ότι τούτη η σκέψη, που ξεπήδησε από τη διαπίστωση της σχετικότητας των κοσμοπολίτικο κύκλο των σοφιστών. Οι περιοδεύοντες καθηγητές, που κατάγονταν απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας και είχαν λευτερωθεί από τα κοινωνικά δεσμά, φυσικό ήταν να ξεπερνούν το πλαίσιο της πόλης, και στα όσα δέχονταν και στα όσα απορρίπταν. Σημαντική κι αυτή η προσφορά, ανάμεσα στα πολλά που οι σοφιστές χαρίσαν στον πολιτισμό μας.
Ωστόσο, υπήρχαν και άλλοι τρόποι να αξιοποιηθεί η αντίθεση ανάμεσα στο νόμο και στη φύση. Και αν η ανοιχτή και θετική πλευρά της αντίθεσης μπορούσε να χαράξει τέτοιες προοπτικές, μπορούμε να φανταστούμε την καταστρεπτική της δύναμη, αν ο Αντιφώντας και οι άλλοι σοφιστές δεν την εφάρμοζαν πια στις εθνικές και κοινωνικές διακρίσεις, αλλά στη δικαιοσύνη και στους νόμους.
Οι εχθροπραξίες δεν άρχισαν με τον Πρωταγόρα, ούτε με τον Ιππία- όμως η διακριτικότητα των δύο αυτών σοφιστών αντισταθμίστηκε με το παραπάνω από το Θρασύμαχο και τον Αντιφώντα -γεγονός που μίαν ακόμα φορά μας δείχνει τη σημασία της τομής που υπήρξε ανάμεσα στον Πρωταγόρα και τους διαδόχους του. Μετά τον Πρωταγόρα η σοφιστική κριτική φαίνεται να κερδίζει γρήγορα σε ένταση, βήμα με το βήμα.
Δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί χρονολογική διαφορά ανάμεσα στο Θρασύμαχο και τον Αντιφώντα: είναι σύγχρονοι, και μάλιστα ο Αντιφώντας θα μπορούσε να είναι κάπως μεγαλύτερος. Αν εδώ αρχίζουμε με το Θρασύμαχο και όχι με τον Αντιφώντα, τούτο συμβαίνει απλά και μόνο γιατί το έργο του μας είναι λιγότερο γνωστό. Το μόνο κάπως αναπτυγμένο απόσπασμα που διαθέτουμε - δύο πάνω κάτω σελίδες- ανήκει σε πολιτική αγόρευση και δεν αφορά ούτε τους νόμους ή τη δικαιοσύνη, ούτε τη φύση στην αντίθεσή της με τις ανθρώπινες συμβάσεις. Για τις απόψεις του στα θέματα αυτά έχουμε μόνο τα λόγια που του αποδίδει ο Πλάτωνας, στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας. Σκοπός του Πλάτωνα είναι να τον αντικρούσει, οπότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η σκέψη του σοφιστή παρουσιάζεται σε πιο σκληρή και αδιάλλακτη μορφή. Οπωσδήποτε, ο ρόλος που του αναθέτει ο Πλάτωνας αποδεικνύει ότι ο Θρασύμαχος κατείχε σημαντική θέση στη συζήτηση.
Ποια ήταν λοιπόν, σύμφωνα με την Πολιτεία, η άποψή του; Η θέση του ήταν απλή και βίαιη. Ο Θρασύμαχος παρεμβαίνει απότομα στη συζήτηση, κοροϊδεύει όλα όσα είχαν πει πριν από αυτόν οι άλλοι, και διακηρύσσει ότι το δίκαιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά «ό, τι συμφέρει στους δυνατούς»: το του κρείττονος συμφέρον (338 c).
Τι θα πει αυτό; Ο Σωκράτης δείχνει απορημένος: «Περιμένω να καταλάβω τι θέλεις να πεις· τώρα δεν έχω καταλάβει ακόμα». Και 'μείς μένουμε έκπληκτοι- όμως η θέση του Θρασύμαχου δεν είναι ούτε τόσο τρελή ούτε καν τόσο ριζοσπαστική όσο φαίνεται την πρώτη στιγμή.
Ο Θρασύμαχος την αγαπούσε ίσως τη δικαιοσύνη, και λυπόταν βλέποντάς την να ανταμείβεται τόσο άσχημα στη ζωή των ανθρώπων. Η μαρτυρία του Ερμία τού αποδίδει μια σκέψη, που την παραθέσαμε παραπάνω συζητώντας το θέμα των θεών: «οι θεοί δεν κοιτούν τις ανθρώπινες υποθέσεις· αλλιώς δε θα παράβλεπαν το πιο μεγάλο ανθρώπινο αγαθό, τη δικαιοσύνη. Βλέπουμε αλήθεια ότι οι άνθρωποι δεν την εφαρμόζουν» (Β 8). Το μέγιστον των έν άνθρώποις άγαθών είναι βέβαια ως έκφραση επαινετικό. Άραγε φτάνει να μιλήσουμε για δυσφορία και για πικρία; Δε θα ήταν καλύτερο να θαυμάσουμε τον αντικειμενικό τόνο -όρώμεν γάρ - του παρατηρητή;
Οπωσδήποτε, στην Πολιτεία ο Θρασύμαχος δε μιλά γι’ αυτήν την αυτούσια δικαιοσύνη, αλλά για τη δικαιοσύνη που καταγράφεται στους νόμους και που ξεκινά από μια πολιτική απόφαση σε δεδομένη στιγμή και σε συγκεκριμένη πόλη.
Οι παραλλαγές αυτής της δεύτερης δικαιοσύνης είχαν επισημανθεί από άλλους. Η πρωτοτυπία του Θρασύμαχου, σε σχέση με τα υπόλοιπα γνωστά μας κείμενα, είναι ότι αναρωτήθηκε, ποιος αλήθεια αποφασίζει, και ποιος κατασκευάζει τους νόμους. Είναι φανερό ότι το κάνουν εκείνοι που έχουν το κύρος ή τη δύναμη να το κάνουν, δηλαδή οι κυβερνήτες. Και είναι πάλι φανερό, ότι το κάνουν υποστηρίζοντας τα συμφέροντά τους. Να λοιπόν γιατί στα μάτια του Θρασύμαχου το δίκαιο, όπως ορίζεται από τους νόμους, αντιπροσωπεύει το τον κρείττονος συμφέρον.
Το συμπέρασμα ισχύει για το λαό, για την ολιγαρχία, για τους τυράννους: όλοι τους θα καθιερώσουν τους νόμους υπηρετώντας το συμφέρον τους. Όμως, στο στόμα του Θρασύμαχου, αυτή η πολιτική παρατήρηση, που μοιάζει κάπως με τις συμβουλές του Αριστοτέλη τις σχετικές με τη διατήρηση των πολιτευμάτων, επεκτείνεται σε μια γενικότερη και στις συνέπειές της βαρύτερη ανάλυση. Μερικοί πίστεψαν ότι αυτή η ανάλυση αποτελεί παραμορφωτική ερμηνεία και προέρχεται από τον Πλάτωνα- δεν μπορούμε όμως να την απορρίψουμε εξαρχής, μόνο και μόνο γιατί φαίνεται πιο τολμηρή από τις άλλες μαρτυρίες που διαθέτουμε.
Η ανάλυση του Θρασύμαχου τείνει να δικαιολογήσει το γεγονός ότι οι νομοθέτες έχουν στο νου να υπηρετήσουν το συμφέρον τους. Εξηγεί ότι αυτός είναι ο σκοπός όλων όσων φροντίζουν είτε ένα κοπάδι ζώα είτε μιαν ανθρώπινη κοινότητα. Πώς όχι; Όλος ο κόσμος το ξέρει ότι η δικαιοσύνη είναι ύποπτη υπόθεση, όπου κανείς ποτέ δεν ανταμείβεται σωστά για τις πράξεις του. Αυτό λέει ο Θρασύμαχος, κατά τον Πλάτωνα, και το βήμα είναι αναμφίβολα μεγάλο. Από δω κι εμπρός η δικαιοσύνη, σε όλες της τις μορφές, γίνεται ανώφελη φενάκη. Αντίθετα, η αδικία προσφέρει τα πάντα. Στην οριακή της μορφή η αδικία χαρίζει στον τύραννο μίαν ευτυχία, που κανείς πια δεν την κρίνει- γιατί τελικά, όλα όσα ακούγονται εναντίον της αδικίας ξεκινούν από ένα μόνο φόβο, που βέβαια δεν είναι ο φόβος, μην κανείς αδικήσει, αλλά ο φόβος μην αδικηθεί. Η αδικία, όταν εκδηλώνεται χωρίς περιορισμούς, είναι κάτι πιο δυνατό, πιο ελεύθερο, πιο κυρίαρχο από τη δικαιοσύνη (344 a-c).
Ακόμα και αν υπολογίσουμε ότι ο Πλάτωνας την παρουσίασε πιο σκληρή απ’ όσο πραγματικά ήταν, κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η θέση του Θρασύμαχου είχε ενότητα και συνέπεια, και ότι ήταν τρομερά καταστρεπτική. Η απαισιοδοξία που περιέχει στα βάθη της την κάνει να συμφωνεί με τις λιγότερο τολμηρές απόψεις του αποσπάσματος που μας διασώζει ο Ερμίας· και όταν επιμένει στο γεγονός ότι όλοι υπηρετούν το συμφέρον τους και μόνο, η σκέψη του Θρασύμαχου ακολουθεί μίαν από τις δεσπόζουσες σοφιστικές θέσεις.
Πραγματικά, στη ρεαλιστική σκέψη των σοφιστών η χρησιμότητα και η ωφέλεια βρίσκονταν πάντα στο προσκήνιο. Ακόμα και στο πεδίο της ρητορικής η αληθοφάνεια (είκότα) στηρίζεται πάντα στην προϋπόθεση ότι καθένας επιδιώκει το συμφέρον του. Στην ίδια αυτήν ιδέα επικεντρώνεται και ολόκληρη η ατομική και ομαδική ψυχολογία- σε αυτή βασίζονται όσοι συμβουλεύουν να γίνει μια συγκεκριμένη ενέργεια -ακόμα και πράξη ηρωική- αυτή χρησιμοποιούν, με κάθε φυσικότητα, και οι ρήτορες, όταν ερμηνεύουν τις πολιτικές επιλογές του ενός ή του άλλου. Πολύ περισσότερο η ίδια ιδέα ισχύει, όταν εφαρμόζεται στις πόλεις, που το συμφέρον τους αποτελεί έγνοια όλων των πολιτών -και οι ίδιες δεν το κρύβουν ότι υπακούουν στη φωνή του συμφέροντος, περιφρονώντας οτιδήποτε άλλο. Ξέρουμε ότι το θέμα είναι ουσιαστικό στις αναλύσεις του Θουκυδίδη. Να λοιπόν που εδώ ο Θρασύμαχος βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με το πνεύμα της εποχής.
Ωστόσο, ο σοφιστής δεν περιορίζεται να υιοθετήσει την ηθική απαισιοδοξία και να αγνοήσει κάθε ιδεαλισμό. Με μια τολμηρή και σίγουρα πιο προσωπική κίνηση, ο Θρασύμαχος καταδικάζει με τα λόγια του ριζικά τον ιδεαλισμό: γι’ αυτόν η δικαιοσύνη αποτελεί -πάντα σύμφωνα με τον Πλάτωνα (348 c-d)- πάνυ γεναίαν εὐήθειαν (πολύ ευγενική αφέλεια), ενώ η αδικία χαρακτηρίζει τους φρονίμους. Ο Θρασύμαχος τη συνδέει με την εὐβουλίαν, χρησιμοποιώντας τη λέξη που από τότε χαρακτηρίζει εκείνη την κατεξοχήν πρακτική σοφία που προπαγάνδιζαν οι καινούριες ιδέες. Ποτέ ο Πρωταγόρας δε θα έλεγε κάτι τέτοιο- κανείς δε θα το έλεγε πριν από το Θρασύμαχο ή τους φίλους του. Και καταλαβαίνουμε γιατί ο Πλάτωνας, υπερασπίζοντας τη δικαιοσύνη, επιτέθηκε στο Θρασύμαχο και στις ιδέες του, προσπαθώντας με όλο το βάρος του να τις αναιρέσει.
Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε και να το παραδεχτούμε ανοιχτά, όσο και αν υπάρχουν κάποιες διορθώσεις, που πρέπει να γίνουν.
Αλήθεια, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί! Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η σκέψη του Θρασύμαχου δεν έχει καθόλου παραμορφωθεί, πάλι είμαστε υποχρεωμένοι να την ερμηνέψουμε με μέτρο και περίσκεψη. Πρέπει να ανιχνέψουμε προσεκτικά τους κινδύνους που, αν δεν τους προσέξουμε, θα μας οδηγήσουν να βιάσουμε ή να παρερμηνέψουμε τα πράγματα.
Ένας από τους κινδύνους συνδέεται με τη σύγχρονη συνήθειά μας να ανακαλύπτουμε παντού «τοποθετήσεις» και «στράτευση». Αυτή η συνήθεια επηρεάζει φοβερά την ερμηνεία των σοφιστών και των αποσπασμάτων τους, που μας έχουν σωθεί μεμονωμένα. Το να βεβαιώνει κανείς ότι η δικαιοσύνη ‘δεν ανταμείβεται’, αποτελεί διαπίστωση μιας πραγματικότητας. Ακόμα και το να πει κανείς ότι είναι αφελείς οι δίκαιοι και κάνουν κακό υπολογισμό, αποτελεί κι αυτό πραγματική διαπίστωση - και δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο σφάλμα από το να μετατρέπει κανείς τις πραγματικές διαπιστώσεις σε διατυπώσεις του τύπου: ο συγγραφέας είναι «υπέρ» του ενός και «κατά» του άλλου.
Στην περίπτωση μάλιστα του Θρασύμαχου υπάρχει κάτι που καθιστά τον κίνδυνο ακόμα μεγαλύτερο. Στο Γοργία ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί ένα άλλο πρόσωπο, τον Καλλικλή, για να παρουσιάσει ιδέες παρόμοιες με του Θρασύμαχου - τόσο παρόμοιες, ώστε η σύγχυση να είναι πολύ εύκολη. Και ο Καλλικλής υποστηρίζει ότι η δικαιοσύνη είναι σύμβαση, και λέει ότι επινοήθηκε αυθαίρετα, για να υπερασπίσει συμφέροντα. Όμως στα λόγια του ο αέρας της επανάστασης φυσά πιο δυνατά.
Ας δούμε πρώτα μια σημαντική διαφορά. Ο Θρασύμαχος έλεγε ότι οι κανόνες της δικαιοσύνης καθορίστηκαν από τους κυβερνήτες, δηλαδή από τους ισχυρότερους. Ο Καλλικλής υποστηρίζει ότι καθορίστηκαν από την ένωση των αδύνατων, για να εξασφαλιστούν απέναντι στους δυνατούς - δηλαδή σχεδόν το αντίθετο. Αυτή η αναστροφή δεν είναι δυνατή παρά μόνο γιατί ο Καλλικλής είναι ατομικιστής. Δεν του αρέσει να υπακούει σε νόμους και μισεί την αθηναϊκή δημοκρατία, όπου μέσα της ζει. Οραματίζεται με φλογερή συμπάθεια τον υπεράνθρωπο που θα τσαλαπατούσε όλα αυτά τα κείμενα, που αντιβαίνουν στη φύση' και τότε το φυσικό δίκαιο θα επικρατούσε με όλη του τη λάμψη[28]. Εδώ η εγωιστική φιλοδοξία ορθώνεται εναντίον του δικαίου και το καταργεί στο όνομα της δύναμης. Κάτι σαν κοινωνία ζώων, θα λέγαμε, όπου καθένας κατέχει τη θέση που του δίνει η φυσική του δύναμη - μια κοινωνία ακριβώς όπως ήταν πριν υπάρξουν οι νόμοι[29].
Κυρίως όμως - το βλέπουμε στις τελευταίες λέξεις που μεταφέραμε - ο Καλλικλής θεωρεί το θρίαμβο των δυνατών δίκαιο σύμφωνα με τη φύση· δέχεται λοιπόν ένα φυσικό δίκαιο που αντιτίθεται στο δίκαιο των ανθρώπων. Ενώ λοιπόν ο Θρασύμαχος άλλο δεν έκανε από το να χωρίζει τα δύο πεδία, ο Καλλικλής μεταθέτει το δίκαιο και το τοποθετεί από την πλευρά της φύσης.
Θα επιστρέψουμε στον Καλλικλή, που σε μερικά σημεία δε συμφωνεί με το Θρασύμαχο, αλλά με κάποιους άλλους. Θα χρειαστεί να ερευνήσουμε ποιος ήταν και γιατί τα λόγια του είναι τόσο πιο ριζοσπαστικά από των άλλων. Στο μεταξύ η ίδια η αντίθεση μας βοηθά να δούμε τη συναρπαστική τόλμη του Θρασύμαχου στο σωστό της φως και να διαπιστώσουμε πόσο αυτή η τόλμη δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα μιας θεωρητικής και αναλυτικής σκέψης. Όποιος διαχωρίζει απόλυτα τη δικαιοσύνη και το συμφέρον, και λέει ότι η δικαιοσύνη βλάφτει όποιον την ασκεί, βρίσκεται πολύ κοντά στο να συμβουλέψει τους ανθρώπους να μην την ακολουθούν. Όμως άλλο το "πολύ κοντά' και άλλο η συγκεκριμένη πράξη[30]. Αυτό το τελευταίο αποφασιστικό όριο ο Καλλικλής το περνά' δεν το περνά όμως ο Θρασύμαχος -ούτε όταν ο Πλάτωνας, που παρουσιάζει τη σκέψη του, θέλει να την παρουσιάσει απότομη και σφοδρή.
Έτσι βλέπουμε πόσο επίφοβη επίδραση μπορούσαν να έχουν οι παρόμοιες ιδέες, μόλις βρισκόταν κάποιος να τους δώσει μια μικρή ώθηση· όμως η διαφορά που δημιουργεί αυτή η ‘μικρή ώθηση' μας βοηθά και να δούμε ότι ίσως οι αναλύσεις των σοφιστών, αν τις περιορίσουμε στα σωστά τους μέτρα, μπορούν να συνδυαστούν με άλλες, λιγότερο επαναστατημένες και λιγότερο αδιάφορες απέναντι στην ηθική θεωρίες, που θα χρειαστεί, όταν έρθει ώρα, να τις ανιχνέψουμε. Οπωσδήποτε, πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι αναλύσεις του Θρασύμαχου κάθε άλλο παρά αποκλείουν αυτήν την πιθανότητα.
Η γερή γροθιά, που ο πλατωνικός Θρασύμαχος σπεύδει να δώσει στη δικαιοσύνη, είναι από τις πιο δυνατές που θα μπορούσαν να κλονίσουν την παλιά ηθική τάξη· εκφράζει όμως περισσότερο την κριτική ορμή και τόλμη των σοφιστών, παρά την τοποθέτηση τους στο πεδίο της πράξης. Γι’ αυτό και ως τώρα δε φροντίσαμε στο βιβλίο μας να εξετάσουμε, πώς αυτές οι σοφιστικές αναλύσεις συμβιβάζονται με τα άλλα, λιγότερο καταλυτικά αποσπάσματα. Πρόκειται για γενικό ερμηνευτικό πρόβλημα, που θα χρειαστεί να το εξετάσουμε σε σχέση με ορισμένους σοφιστές, ιδιαίτερα με κείνους που τα έργα τους είναι καλύτερα διατηρημένα. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει ο Αντιφώντας, όπου η κριτική της δικαιοσύνης δυναμώνει και προχωρεί σε βάθος. Από το έργο του διαθέτουμε τώρα πολυσέλιδα αποσπάσματα, που η ανακάλυψή τους έκανε πάταγο.
Τα αποσπάσματα του Αντιφώντα βρέθηκαν σε παπύρους, το 1915, και διάφορες διασταυρώσεις αποδεικνύουν ότι ανήκουν στο έργο του Περί άληθείας.
Κιόλας ο τίτλος μάς κάνει να υποθέσουμε ότι το θέμα της δικαιοσύνης είχε μεγάλη σημασία για το σοφιστή. Πρόκειται για τον ίδιο τίτλο που είχε χρησιμοποιήσει ο Πρωταγόρας και που αργότερα θα χρησιμοποιούσε και ο Αντισθένης. Και μόνος του, θα λέγαμε, ένας τέτοιος τίτλος προαναγγέλλει κάτι σαν μανιφέστο, όπου περιέχονται βασικοί πυρήνες φιλοσοφικής κριτικής' και, είναι γεγονός, ότι στα τρία μεγάλα αποσπάσματα που έχουμε ο Αντιφώντας προχωρεί με τη σκέψη του στο θέμα της δικαιοσύνης περισσότερο από κάθε άλλον στο ίδιο πεδίο.
Δυστυχώς, ακόμα και η ύπαρξη ενός διατηρημένου κειμένου -τόσο σπάνιο προνόμιο!- δε φτάνει για να μας διαφωτίσει. Οι επιστήμονες δε συμφώνησαν στην ερμηνεία των αποσπασμάτων - κάθε άλλο! Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι, χωρίς να μπούμε στις λεπτομέρειες της συζήτησης, να ακολουθήσουμε πάλι την πορεία της σκέψης, βασισμένοι στο ίδιο το τόσο πολύτιμο και τόσο επίμαχο κείμενο.
Το πρώτο απόσπασμα (44 Α) ξεκινά από έναν ορισμό, που δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς ταιριάζει στην πνευματική ατμόσφαιρα της εποχής. Σύμφωνα με τα πρώτα λόγια του κειμένου, δικαιοσύνη είναι να μην παραβαίνει κανείς κανέναν από τους νομικούς κανόνες που αποδέχτηκε η πολιτεία, όπου ανήκει[31]. Ο θετικιστικός χαρακτήρας του ορισμού περιέχει τις διαφορές των νόμων, που συναντήσαμε παραπάνω. Εδώ όμως αρχίζουν και οι δυσκολίες.
Ορισμένοι σκέφτηκαν ότι ο Αντιφώντας παραθέτει τον ορισμό, για να δείξει τις συνέπειές του, αλλά δεν τον υιοθετεί! Γιατί να υποθέσουμε κάτι τέτοιο; Οι αιτίες είναι δυο λογιών. Πρώτα πρώτα, σε κάποιο άλλο απόσπασμα βρίσκουμε διαφορετικό ορισμό, όπου δικαιοσύνη είναι τό μή άδικεΐν μηδένα (44 Β 1,12κ) - και ο Αντιφώντας συνεχίζει αποκαλύπτοντας τις αντιφάσεις που συνεπάγεται. Έχουμε λοιπόν το δικαίωμα να υποθέσουμε ότι και στο πρώτο απόσπασμα ο σοφιστής ακολουθούσε την ίδια διαδικασία, με αφετηρία έναν προσωρινό πάλι ορισμό. Το κάτω κάτω, το απόσπασμα ξεκινά στην τύχη, εκεί όπου άρχιζε το φύλλο που βρέθηκε- δεν ξέρουμε τι είχε προηγηθεί ως εισαγωγή στον ορισμό που διαβάζουμε. Εδώ όμως παρεμβαίνει ένας άλλος λόγος: αν συμβαίνει ορισμένοι επιστήμονες να καταφεύγουν σε αυτήν την τουλάχιστον υποθετική ερμηνεία, είναι απλά και μόνο γιατί τους αφήνουν έκπληκτους οι συνέπειες του ορισμού, όπως τις παρουσιάζει ο Αντιφώντας· δεν πάει η καρδιά τους να αποδώσουν τόσο επαναστατικές θέσεις σε έναν άνθρωπο, που κατά τα άλλα είναι τόσο μεγαλόψυχος και γνοιάζεται για το καλό του συνόλου. Φαίνεται ότι αυτοί οι επιστήμονες ακολουθούν σφαλερή μέθοδο.
Πραγματικά, ολόκληρη η συνέχεια του κειμένου συμφωνεί τελείως με τον ορισμό που δόθηκε, και στηρίζεται πάνω του. Η συνέχεια πάει μαζί με τον ορισμό, και είναι τόσο στέρια, ώστε δεν μπορεί να αποτελεί ευκαιριακή επιχειρηματολογία. Όπως το έχουμε, το απόσπασμα αποτελεί πολύ γερά θεμελιωμένο σύνολο. Το καλύτερο είναι λοιπόν να αντιμετωπιστούν οι δυο δυσκολίες που επισημάναμε: να εξηγήσουμε, πώς γίνεται να υπάρχει παρακάτω διαφορετικός ορισμός, και κυρίως πώς είναι δυνατόν ένας μεγαλόψυχος άνθρωπος, που γνοιάζεται για το καλό του συνόλου, να υποστηρίζει όσα υποστηρίζει. Πρώτο καθήκον μας, ωστόσο, είναι να διαβάσουμε το κείμενο, όπως είναι.
Η αλήθεια είναι πως διαβάζοντας μένουμε έκθαμβοι: είναι αδύνατο να χειριστεί κανείς ριζοσπαστικότερα την ιδέα της δικαιοσύνης και την περίφημη αντίθεση ανάμεσα στη φύση και το νόμο, ή τη σύμβαση. Ο Αντιφώντας ξεχωρίζει δύο τάξεις: την τάξη της φύσης, που υπάρχει παντού και πάντα, και όπου ο καθένας επιδιώκει υλικές ικανοποιήσεις, και την τάξη της δικαιοσύνης, που έρχεται να προστεθεί στην τάξη της φύσης και της αντιβαίνει.
Ο Θρασύμαχος υποστήριζε στην Πολιτεία του Πλάτωνα, ότι η δικαιοσύνη είναι αντίθετη με τα συμφέροντά μας. Η ίδια σκέψη προβάλλει τώρα και στον Αντιφώντα - πιο ριζοσπαστικά διατυπωμένη, ψιλοδουλεμένη και συστηματική! Αφού ορίσει τη δικαιοσύνη ως υπακοή στους νομικούς κανόνες, το κείμενο συνεχίζει: «ένας άνθρωπος έχει λοιπόν κάθε συμφέρον να τηρεί τη δικαιοσύνη, αν όταν τηρεί το νόμο υπάρχουν μάρτυρες· όταν όμως είναι μόνος, χωρίς μάρτυρες, συμφέρον του είναι να ακολουθεί τις επιταγές της φύσης. Γιατί όσα είναι από το νόμο είναι πρόσθετα, ενώ όσα είναι από τη φύση είναι αναγκαία· και όσα είναι από το νόμο προέρχονται από σύμβαση, δε γεννήθηκαν μόνα τους, ενώ όσα προέρχονται από τη φύση γεννήθηκαν μόνα τους και δεν προέρχονται από σύμβαση. Λοιπόν, όταν παραβαίνει κανείς τους νομικούς κανόνες, αν δεν το καταλάβουν εκείνοι που έκαναν τη σύμβαση, γλιτώνει χωρίς να ντροπιαστεί και να ζημιώσει. Αν το καταλάβουν, τότε όχι. Αντίθετα, αν κάποιος μπορέσει και παραβιάσει μια φυσική επιταγή, τότε, ακόμα κι αν δεν το ξέρει κανένας, το κακό δε μικραίνει, όπως και δε μεγαλώνει, αν το μάθουν όλοι- γιατί η ζημιά δεν είναι συνάρτηση προσωπικών απόψεων, αλλά σχετίζεται με την αλήθεια»[32].
Δε γίνεται να ξεχωρίσει κανείς πιο στέρια δυο διαφορετικές τάξεις- ούτε να αναλύσει με μεγαλύτερη αυστηρότητα την αντίθεση ανάμεσα σε δύο συστήματα. Ίσως να μας γεννήθηκε μια αμφιβολία για το τι ακριβώς είναι η φυσική τάξη· όμως στη συνέχειά του το κείμενο έρχεται να το διευκρινίσει, δείχνοντας όχι πια τις διαφορές, αλλά το συναγωνισμό, ναι, ακόμα και τον πόλεμο που υπάρχει ανάμεσά τους (πολεμίως, 44 A 2, 29): «Νομοθετήθηκαν νόμοι για τα μάτια, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να βλέπουν, και για τα αυτιά, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να ακούν, και για τη γλώσσα, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να λέει, και για τα πόδια, πού πρέπει να πηγαίνουν και πού όχι, και για το νου, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να επιθυμεί. Λοιπόν, αυτά που οι νόμοι μάς προτρέπουν- συγγένεια από κείνα που ο νόμος απαγορεύει. Από τη φύση είναι η ζωή και ο θάνατος· ζούμε από τα συμφέροντα και πεθαίνουμε από τα μη συμφέροντα». Το απόσπασμα ολοκληρώνεται με ακόμα ακριβέστερες σκέψεις για την ευχαρίστηση και τη λύπη.
Αυτά τα δύο πεδία, αυτά τα δύο συστήματα διαφέρουν ριζικά. Ο Αντιφιόντας το λέει δυνατά και επίμονα- αλλά καιρός είναι να πούμε κι εμείς, ότι ποτέ δεν τον βρίσκουμε να λέει και κάτι παραπάνω.
Δεν αναφέρεται στους φυσικούς νόμους. Δε μιλά, όπως οι ιδεαλιστές, για μια φυσική δικαιοσύνη, στηριγμένη στην κοσμική τάξη· ούτε όμως λέει, όπως ο Καλλικλής, ότι οι ‘φυσικοί νόμοι’ επιβάλλουν το θρίαμβο των ισχυρότερων. Όχι μόνο δεν τα κάνει όλα αυτά, αλλά είναι και εξαιρετικά επιφυλακτικός στις διατυπώσεις του: δε χρησιμοποιεί για τη φύση τους όρους νόμοι ή κανόνες· μας παραξενεύει όταν μιλά για ξύμφυτα (τῇ φύσει), και χρησιμοποιεί για όσα η φύση μας ωθεί να κάνουμε ένα ουδέτερο, που σχεδόν δε μεταφράζεται: τά ὑπό τῆς φύσεως[33]. Τα ὑπό τῆς φύσεως είναι οι τάσεις που σπρώχνουν τους ανθρώπους να επιβιώνουν, να ευτυχούν, να χαίρονται- και. αναπτύσσονται χωρίς να μεσολαβεί καμιά ανθρώπινη διάταξη. Αυτές οι τάσεις είναι «ελεύθερες», ενώ σε σχέση με τη φύση οι νόμοι αποτελούν δεσμά[34]. Ας μην προσθέσουμε ότι θα έπρεπε οι άνθρωποι να τα αποτινάξουν τούτα τα δεσμό, γιατί πουθενά ο Αντιφώντας δε λέει τέτοιο πράγμα.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η φύση δε συνεπάγεται εξαναγκασμούς. Μπορούμε π.χ. να πούμε ότι η φωτιά θα καίει πάντα, ότι οι αιχμές θα πληγώνουν, και ότι κανείς ποτέ δε θα μπορέσει να ζήσει χωρίς αέρα, τροφή και ποτό. Γι’ αυτό και ο Αντιφώντας μιλά για την περίπτωση όπου κάποιος παρά τό δυνατόν βιάζεται, και παραδέχεται ότι κάθε παράβαση στον τομέα αυτόν πληρώνεται ακριβά. Έτσι όμως που καθορίζονται, τούτα τα όρια είναι το ίδιο φυσικά με τις επιθυμίες ή τις ηδονές, το ίδιο καθολικά με την αίσθηση η' τη ζωή. Δεν αποτελούν δίκαιο, και ακόμα λιγότερο υπόδειγμα (modele). Καμιά μεταφορά δεν έρχεται να ψευτίσει την αυστηρότητα της ανάλυσης μόνο που θα μπορούσε ίσως να την ψευτίσει στα μάτια του αναγνώστη είναι μάλλον ο εμφατικός χαρακτήρας του ίδιου του κειμένου.
Για να δείξει ανάγλυφη την αντίθεση ανάμεσα στη δικαιοσύνη και το συμφέρον, ο Αντιφώντας μνημονεύει παρακάτω (41 A 5) την περίπτωση εκείνων που ο σεβασμός προς τους γονείς τούς οδηγεί να ανταποδίδουν το κακό με το καλό. Υπάρχουν, και είναι ιδεαλιστές· όμως είναι φανερό ότι ενεργούν αντίθετα στο συμφέρον τους.
Επίσης, το κείμενο θυμίζει ότι ο νόμος δεν μπορεί να προστατέψει όσους τον σέβονται, για τον απλούστατο λόγο ότι παρεμβαίνει, πρακτικά, μετά το αδίκημα. Τι μπορεί να κάνει ο νόμος, όταν κάποιος δέχεται επίθεση; Ο νόμος λειτουργεί μόνο όταν το κακό έχει γίνει, και δεν εξετάζει ποιος έκανε την αρχή. Θα ήταν τρέλα να βασίζεται κανείς στο νόμο!
Άλλη μια φορά: έχοντας θυμίσει ότι η δικαιοσύνη προϋποθέτει να μη βλάφτει κανείς, όποιον δε του έκανε κακό, ο Αντιφώντας σημειώνει ότι κάθε πολίτης, όταν μαρτυρεί εναντίον ενός άλλου, βλάφτει κάποιον που δεν του έκανε κακό. Να λοιπόν, μετά την ανεπάρκεια του νόμου, και οι αντιφάσεις του.
Αυτό παραείναι! Πραγματικά, ενώ ο καθορισμός των δύο μεγάλων πεδίων (φύση, νόμος) ήταν τελείως ξεκάθαρος και σχεδόν αυτονόητος, η επιχειρηματολογία -που δε μας είναι γνωστή ως σύνολο- φαίνεται εδώ να αναφέρεται είτε σε μια δικαιοσύνη πιο πλατιά απάτην έννοια του δικαίου, είτε σε ιδιαίτερες αδυναμίες και εγγενείς αντιφάσεις του δικαίου. Η αποδεικτική πορεία χρησιμοποιεί στο πέρασμα της τα πάντα.
Ας μην παραπονιόμαστε ότι η νύφη μας παραείναι όμορφη! Ας μη δυσφορούμε, όταν ο Αντιφώντας εκμεταλλεύεται τα πάντα, για να αποδείξει τον τεχνητό χαρακτήρα των νόμων και την αντίθεσή τους προς το συμφέρον! Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε παράπτωμα μόνο αν στην πορεία του ο σοφιστής περνούσε από διαφορετικούς ορισμούς[35], ή και από διαφορετικές θέσεις - άλλα δεν το κάνει. Παρά τα χάσματα που παρουσιάζει για μας η έκθεσή του και παρά τα περιθώρια αμφιβολίας, που μένουν ανοιχτά, τίποτα δεν ξεστρατίζει από το δρόμο, τίποτα δεν εκτροχιάζεται. Σε κάθε περίπτωση η θέση παραμένει η ίδια: υπακούω στη δικαιοσύνη σημαίνει αντιστρατεύομαι στα ίδια μου τα συμφέροντα.
Όλο σε αυτό ξαναγυρίζουμε, και η σκέψη φαίνεται φωτεινή σαν το ήλιο -τόσο που να αναρωτιόμαστε, πώς είναι δυνατό να προκάλεσε τόσες ερμηνευτικές διαφωνίες και παρεξηγήσεις.
Ε λοιπόν, διαφωνίες και παρεξηγήσεις υπάρχουν πολλές, και η ύπαρξή τους δείχνει καθαρά τους πολλούς κινδύνους που κάθε στιγμή παραμονεύουν τους ερμηνευτές της σοφιστικής σκέψης -που τόσο εύκολα μπορεί κανείς να την τραβήξει εκεί που θέλει.
Στην περίπτωση του Αντιφώντα οι κίνδυνοι είναι ακόμα μεγαλύτεροι παρά στην περίπτωση του Θρασύμαχου. Για το Θρασύμαχο επικαλεστήκαμε δυο συνθήκες που ευνοούσαν την παρανόηση: την παρουσία του Καλλικλή, και τη δυσκολία των ερμηνευτών να περιορίζονται σε απλές διαπιστώσεις. Και οι δύο αυτές συνθήκες παρουσιάζονται ενισχυμένες στην περίπτωση του Αντιφώντα.
Πραγματικά, ο Καλλικλής ενισχύει τις απόψεις του Αντιφώντα τουλάχιστον όσο και του Θρασύμαχου· και μάλιστα, όσο μπορούμε να κρίνουμε από τα χαμένα του κείμενα, βρισκόταν πιο κοντά στον Αντιφώντα, καθώς και αυτός ξεκινούσε από την αντίθεση ανάμεσα στο νόμο και τη φύση: «Τις περισσότερες φορές νόμος και φύση αντιφάσκουν»[36]. Αυτή η διαπίστωση οδηγεί τον Καλλικλή σε μίαν ηθική της επανάστασης, και πολύ γρήγορα, ταυτίζοντας τις δύο σκέψεις, οι ερμηνευτές αποδώσαν την ίδια ηθική και στον Αντιφώντα. Αντίθετα, μια προσεκτικότερη ματιά αποκαλύπτει μια μεγάλη και ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στους δύο: ο Αντιφώντας είναι πέρα για πέρα αντικειμενικός· ο Καλλικλής δηλώνει με βεβαιότητα στρατευμένος. Κρίνει ότι υπάρχει ένας «νόμος της φύσης», που επιτρέπει στους ισχυρότερους να επικρατούν απέναντι στους ασθενέστερους, και ότι οι άνθρωποι επινόησαν τους κανόνες για να περιορίσουν τους ισχυρούς. Μπράβο λοιπόν σε όσους ξέρουν να απορρίψουν τούτα τα υποκριτικά ξόρκια! Μπράβο σε όσους ξέρουν να εκμεταλλευτούν τα πλεονεκτήματά τους! Η θεωρητική ανάλυση του Αντιφώντα γίνεται εδώ συμβουλή, επιλογή, πρακτική απόφαση. Έτσι, η σύγχυση των δύο σκέψεων, που φαινομενικά βρίσκονται τόσο κοντά η μια στην άλλη, μπορεί σε πρώτη προσέγγιση να είναι ελκυστική, αλλά δεν παύει γι’ αυτό να είναι εξίσου σφαλερή και αδικαιολόγητη.
Εύκολα, τρομερά εύκολα περνούμε από τον ένα τρόπο σκέψης στον άλλο.
Ο πειρασμός είναι τόσο μεγαλύτερος, όσο αυστηρή και άχαρη παρουσιάζεται η άσκηση της αντικειμενικής αποτίμησης - ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, όπως ο 5ος αιώνας στην Αθήνα, ή σε εποχές στρατευμένης σκέψης, όπως η δική μας.
Είναι όμως αδύνατο να περιοριστεί κανείς στη διαπίστωση ότι υπάρχουν διαφορές και συμφωνίες ανάμεσα στο νόμο και τη φύση; Πουθενά ο Αντιφώντας δε λέει κάτι παραπάνω. Είναι αλήθεια υποχρεωτικό να αναζητά κανείς μια προτίμηση, όταν το κείμενο δεν αποτελεί παρά απλή ανάλυση; Οι κριτικοί το κάνουν, συνεχώς. Άλλοι, βλέποντας ότι κατά τον Αντιφώντα η δικαιοσύνη αντιστρατεύεται στα συμφέροντά μας, δε διστάζουν να ισχυριστούν ότι ο σοφιστής είναι «εχθρικός» απέναντι στους νόμους της πόλης, και «οπαδός» (upholder) της φύσης. Επειδή ο Αντιφώντας γράφει ότι δεν είναι συμφέρον για τον άνθρωπο να σέβεται το νόμο, όταν δεν υπάρχουν μάρτυρες, οι ίδιοι αυτοί επιστήμονες μετακινούν τη σκέψη του, λέγοντας ότι σε αυτήν την περίπτωση οι άνθρωποι «θα έπρεπε» (should) να μην τηρήσουν το νόμο. Θα ήταν περιττό να κατονομάσουμε τους δράστες αυτών των παρερμηνειών τους συναντούμε ανάμεσα στους καλύτερους στοχαστές, σε όλες τις χώρες!
Πού βασίζονται; Είναι μήπως απαραίτητο, επειδή κάποιος είπε ότι μια συμπεριφορά δε συμφέρει, να συμπεράνουμε και ότι την καταδικάζει; Δεν υπάρχουν τρόποι να υπερασπιστεί κανείς τη δικαιοσύνη χωρίς να στηρίζεται στο άμεσο και προσωπικό συμφέρον; Πρέπει, φαίνεται, να πιστέψουμε, ότι οι σημερινοί σχολιαστές μας είναι πιο πονηροί και πιο προσηλωμένοι στα πρακτικά πλεονεκτήματα, παρά οι ίδιοι οι σοφιστές! Ή πάλι πρέπει να αποδεχτούμε ότι το περίφημο παράδοξο του Σωκράτη, σύμφωνα με το οποίο το καλύτερο και το ωφελιμότερο συμπίπτουν, έχει καταστεί σε όλους αυτονόητο! - όταν όλοι το ξέρουμε ότι δεν ήταν παρά ένα παράξενο, τολμηρό και μεμονωμένο παράδοξο. Αλήθεια, για να αγαπά κανείς τη δικαιοσύνη, δε χρειάζεται να τη συγχέει με το συμφέρον.
Ακολουθώντας αυτόν τον κατήφορο, οι ερμηνευτές έσυραν συχνά τον Αντιφώντα, όπως και το Θρασύμαχο, στην κατεύθυνση του αμοραλισμού’ και αυτό αποτελούσε πολύ σοβαρή παραποίηση των πραγμάτων.
Υπάρχει, ωστόσο, και μια άλλη, όχι λιγότερο σοβαρή, αντίστροφη παραποίηση, που τείνει να «αθωώσει» τους σοφιστές, απαλλάσσοντας τους από κάθε αμοραλισμό. Γιατί αυτή η έγνοια: Γιατί τόσες προσπάθειες; Το επισημάναμε στην περίπτωση του Θρασύμαχου: υπάρχουν κάποιες μαρτυρίες, ισχνές αλλά ακριβείς, όπου αποκαλύπτεται μια άλλη όψη της προσωπικότητας και της σκέψης των σοφιστών. Κοντά στα καταλυτικά αποσπάσματα βρίσκουμε κάποιες λέξεις, φράσεις ή και σελίδες, που κατοπτρίζουν μια πολύ φρόνιμη ηθική στάση.
Είδαμε το Θρασύμαχο να ξεθεμελιώνει τους νόμους και να περιγράφει έναν κόσμο οδηγημένο από το συμφέρον. Αλλού όμως, ο ίδιος ονομάζει τη δικαιοσύνη μέγιστο των ανθρωπίνων αγαθών (Β 8). Και πάλι αλλού: το μόνο δικό του απόσπασμα που έχουμε ανήκει σε μια πολιτική συζήτηση και φαίνεται να λαβαίνει υπόψη του την ομόνοια των πολιτών και τα οφέλη που προσφέρει ένα σωστό πολίτευμα. Να λοιπόν που ο σοφιστής πιστεύει ότι η πολιτική μπορεί να κάνει καλό.
Εδώ οι ερμηνευτές αρχίζουν την υποβάθμιση. Δέχονται ότι ο Πλάτωνας έχει εκβιάσει τα πράγματα και ότι η μαρτυρία του
ισχύει για το πρώτο μέρος της παρέμβασης του Θρασύμαχου, όχι όμως και για τη ριζοσπαστική της συνέχεια, που θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι σαν ξένο σώμα (interpolation). Όχι μόνο δεν αποκλείεται, αλλά είναι και πολύ πιθανό ο Πλάτωνας να έχει προδώσει το Θρασύμαχο- ωστόσο, όχι πια μόνο πιθανό, αλλά σίγουρο είναι ότι τον προδίνουμε εμείς, όταν κόβουμε και ξεδιαλέγουμε κομμάτια από ένα κείμενο, για να το κάνουμε να συμφωνεί με κάποιο άλλο.
Δεν είναι λοιπόν εύκολος ο συντονισμός των διαφόρων μαρτυριών και αποσπασμάτων του Θρασύμαχου. Για τον Αντιφώντα όμως το πρόβλημα είναι ακόμα μεγαλύτερο. Στον ένα μάς δυσκολεύει η απουσία κειμένων, στον άλλον η παρουσία τους· γιατί και στην περίπτωση του Αντιφώντα οι μαρτυρίες παρουσιάζουν αποκλίσεις. Ο συγγραφέας εκείνων των τρομερών αποσπασμάτων Περί τής αληθείας είναι και συγγραφέας ενός έργου ΙΙερί ὁμονοίας, που τα αποσπάσματά του τον χαρακτηρίζουν ξεκάθαρα ως ηθικολόγο. Σε αυτά μιλά για τη φιλία, για τους πειρασμούς, όπου κανείς κατανικά τον εαυτό του, για τη γενναιότητα κλπ. Τι κάνουμε; Δοκιμάζουμε διάφορους ερμηνευτικούς τρόπους, ή ξεδιαλέγουμε τις πηγές.
Στην πρώτη περίπτωση λέμε π.χ. -χωρίς να μας ενθαρρύνουν οι λεπτομέρειες του κειμένου- ότι ο ορισμός της δικαιοσύνης που διαβάζουμε δε βρίσκει σύμφωνο τον Αντιφώντα, ενώ αντίθετα η αναφορά σε ανθρώπους, που κάνουν περισσότερα απ’ όσα είναι υποχρεωμένοι, μαρτυρεί ότι ο σοφιστής πίστευε βαθιά ότι υπάρχει κάποια φυσική δικαιοσύνη. Κοντολογίς, πίσω από τα απολύτως αντικειμενικά και περιγραφικά αποσπάσματα, ανακαλύπτουμε κάθε λογής ηθικολογικά υπονοούμενα. Ή πάλι, στην απελπισία μας, αρχίζουμε να κάνουμε επιλογές και να ξεχωρίζουμε πολλούς Αντιφώντες!
Είναι αλήθεια ότι σε αυτό μας ενθαρρύνει κάποιο προηγούμενο· γιατί είναι καθιερωμένη συνήθεια να ξεχωρίζουν ο Αντιφώντας ο ρήτορας (συγγραφέας των Τετραλογιών, που έχουν τόση σημασία για τη ρητορική) και ο Αντιφώντας ο σοφιστής (συγγραφέας πολλών διατριβών, Περί τής αλήθειας, Περί όμονοίας κ.ά.). Αυτός ο πρώτος διαχωρισμός είναι παλιός· ξεκινά από τον τρίτο, ίσως μάλιστα και από τον πρώτο μ.Χ. αιώνα -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και δικαιολογημένος. Το γεγονός, ότι τα κείμενα του Αντιφώντα ανήκουν σε διαφορετικά είδη και παρουσιάζουν υφολογικές διαφορές, δε φτάνει να τον στηρίξει, γιατί μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά· και ο χαρακτηρισμός ό σοφιστής, που βρίσκουμε σε ορισμένες μαρτυρίες, δεν έχει κι αυτός αποδεικτική αξία, καθώς ο ίδιος χαρακτηρισμός αποδίδεται σε πολλά πρόσωπα, χωρίς να τα αντιδιαστέλλει από κάποια άλλα ομώνυμα[37]. Από αυτήν την άποψη θα ήταν πιο φυσικό να αναρωτηθούμε, πώς συμβαίνει, όταν πρόκειται για ένα πρόσωπο τόσο διάσημο όσο ο ρήτορας (που ο Θουκυδίδης τού γράφει ένα λαμπρό εγκώμιο), να μην έχει φροντίσει κανείς να μας προειδοποιήσει για την ενδεχόμενη σύγχυση. Τελικά όμως η συνήθεια επικράτησε: όλοι τυχαίνει να εκφράσουν μιαν αόριστη αμφιβολία για την ορθότητα της διάκρισης ανάμεσα στο σοφιστή και το ρήτορα Αντιφώντα, αλλά και όλοι προτιμούν, από φρόνηση, να συνταχτούν με την άποψη, που φαίνεται να αποτελεί ‘γνώμη της πλειοψηφίας’.
Μιαν ακόμα φορά θα πούμε, ότι δεν αποκλείεται να υπήρξαν πραγματικά δύο Αντιφώντες. Όμως οι λόγοι, που θεμελιώνουν το χωρισμό, αποκαλύπτουν περίτρανα την παρανόηση που προσπαθούμε να καταγγείλουμε. Η παρανόηση είναι τόσο σοβαρή, ώστε αξίζει τον κόπο να καθυστερήσουμε, να δούμε πώς ο Αντιφώντας αποκόβεται από έναν άλλον, ίσως και από έναν τρίτο συνονόματο του.
Ο συλλογισμός είναι ο εξής: ο ρήτορας ήταν αποφασισμένος οπαδός της ολιγαρχίας (το ξέρουμε από το Θουκυδίδη) και εκτελέστηκε για τις πολιτικές του απόψεις· όμως οι ιδέες του σοφιστή ήταν δημοκρατικές και με το παραπάνω -άρα δεν πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο! Αλίμονο και τρισαλίμονο! Το κείμενο που εκφράζει το τόσο ‘δημοκρατικό’ φρόνημα είναι απλούστατα εκείνο, όπου ο συγγραφέας δείχνει ότι η διαφορά ανάμεσα στους ευγενείς και τους παρακατιανούς προέρχεται από τις ανθρώπινες συμβάσεις. Για μιαν ακόμα φορά, το κείμενο δεν προσφέρει παρά μίαν ακλόνητη διαπίστωση, απ' όπου μερικοί συμπεραίνουν ότι ο συγγραφέας ήταν «υπέρ» ή «κατά»[38]...
Συμβαίνει επίσης να χρησιμοποιείται ως επιχείρημα το γεγονός ότι ο ρήτορας δείχνει σεβασμό για τους νόμους, ενώ ο σοφιστής είναι εναντίον τους. Αλίμονο και τρισαλίμονο! Κανένα απόσπασμα δεν είναι «εναντίον των νόμων»: μπορεί κανείς θαυμάσια να αναγνωρίζει και να σέβεται μια σύμβαση, αν φαίνεται χρήσιμη.
Τουλάχιστο να σταματούσαν εκεί! Πολύ γρήγορα, καθώς τα αποσπάσματα του Περί ταῆς ἀληθείας είναι επαναστατικά, ενώ το Περί ὁμονοίας έχει ηθικολογικές διαστάσεις, κάποιοι συμπέραναν, ότι πρόκειται πάλι για διαφορετικούς συγγραφείς. Ορισμένοι (όπως ο W. Nestle) αποδίδουν το Περί ὁμονοίας στο ‘ρήτορα’ -κάτι που τουλάχιστο μας γλιτώνει από έναν ακόμα Αντιφώντα- αλλιώς βρεθήκαμε με τρεις! Και καθώς το συνολικό έργο περιλαμβάνει ακόμα τραγωδίες και μια διατριβή Περί κρίσεως ονείρων, θα μπορούσαμε κατά βούληση να μοιράσουμε ή να πολλαπλασιάσουμε... Ο Αντιφώντας κομματιάζεται σε συνάρτηση με μια κατευθυνόμενη και παραμορφωτική ερμηνεία των αποσπασμάτων.
Σίγουρα, τα αποσπάσματα είναι επαναστατικά. Σίγουρα, δίνουν ένα γερό χτύπημα στη δικαιοσύνη. Όμως, όπως και τόσα άλλα σοφιστικά κείμενα, τα αποσπάσματα του Αντιφώντα περιορίζουν την πολεμική τους στο φιλοσοφικό επίπεδο, και δεν εντάσσονται ποτέ στο κλίμα των παραινέσεων και του προσηλυτισμού, που είναι τόσο εύκολο, αλλά και τόσο σφαλερό να τους αποδώσουμε.
Εδώ μπορούμε αλήθεια να εκτιμήσουμε και τη μεγάλη παρεξήγηση που πάντα βαραίνει στους ώμους των σοφιστών, και που καθόρισε τη μορφή της επίδρασής τους, κιόλας από την εποχή που ήταν ακόμα ζωντανοί.
Πραγματικά, πώς ήταν δυνατό την ώρα εκείνη, όταν οι Αθηναίοι άκουγαν τους μεγάλους διδασκάλους να λένε ότι δεν υπάρχει αλήθεια πέρα από τις ευμετάβολες εντυπώσεις του καθενός, ότι κανείς δεν ξέρει αν υπάρχουν θεοί και ότι η δικαιοσύνη είναι μια σύμβαση, όπου δεν έχει κανείς συμφέρον να την υπακούει - πώς ήταν δυνατό οι Αθηναίοι να μην οδηγηθούν, και πρακτικά, σε μια πρωτόγνωρη περιφρόνηση γι’ αυτές τις ιδέες και τις αξίες; Βήμα βήμα, για κάθε μαρτυρία, για κάθε φράση, φροντίσαμε στο βιβλίο μας να τοποθετήσουμε όρια και να φανερώσουμε την ‘αδαμάντινη ουδετερότητα’ των σοφιστικών αναλύσεων. Όμως αυτό ήταν απαραίτητο, ακριβώς γιατί κάθε στιγμή κινδυνεύαμε να γλιστρήσουμε και να παρασυρθούμε μακριά, πάρα πολύ μακριά. Κιόλας, από τον Πρωταγόρα στον Ιππία ή στον Κριτία βλέπαμε την κλίση να μεγαλώνει- και όταν κανείς περάσει στη ‘λαϊκή’ ή καθημερινή ερμηνεία, τότε ανοίγει ξαφνικά μπροστά στα πόδια του μια πραγματική άβυσσος. Οι μαθητές των σοφιστών υπερακοντίζουν, οικειοποιούνται τις θεωρίες, τις απλοποιούν και τις ευτελίζουν.
Πρέπει λοιπόν οπωσδήποτε να ανατρέχουμε στην πηγή, ή τουλάχιστον ως το σημείο απ' όπου ξεκινούν οι παραμορφώσεις της σοφιστικής σκέψης. Ανακαλύπτουμε τότε ότι τα αποσπάσματά μας οδηγούσαν και σε μιαν άλλη κατεύθυνση, ότι υπήρχε και άλλος δρόμος, και άλλο ρεύμα. Και ακόμα ανακαλύπτουμε ότι αυτό το άλλο ρεύμα καθορίζεται από κάποια σημεία αναφοράς. Βλέπουμε ξαφνικά να αναδύεται ένα καινούριο σύστημα σκέψης, όπου τα ‘κριτικά’ αποσπάσματα που μελετήσαμε συνδυάζονται με κείνα τα άλλα, που τα μνημονέψαμε μόνο ως πηγή δυσφορίας: τα αποσπάσματα όπου οι σοφιστές, οι τόσο πρόθυμοι να καταλύσουν, μιλούν ως σοφοί ηθικολόγοι.
Πραγματικά, το φαινόμενο που αποκαλύψαμε στην περίπτωση του Αντιφώντα είναι γενικό. Το συναντούμε ήδη στο Γοργία και στον Πρωταγόρα, που και αυτοί αναπτύξαν κάποιες θετικές και εποικοδομητικές θεωρίες. Το ίδιο έκαναν και όλοι οι σοφιστές που ακολούθησαν[39]: όλοι τους υπερασπίστηκαν κάποιες αξίες και κάποιες αρετές. Το έκαναν όλοι, ξεκινώντας από το «άγραφο χαρτί», όπως το περιγράψαμε. Από αυτό ξεκίνησαν, για να ξαναχτίσουν, σε άλλα θεμέλια, μια καινούρια ηθική, που είχε κέντρο μόνο τον άνθρωπο. Αντί λοιπόν να ωραιοποιούμε ή να αδυνατίζουμε πότε τη μια πότε την άλλη πλευρά της σκέψης τους, το αληθινό πρόβλημα είναι να συλλάβουμε πώς μπόρεσαν, κατεδαφίζοντας κάθε τι υπερβατικό, να φτάσουν να ξαναχτίσουν αυτό ακριβώς που έχτισαν. Ο σύνδεσμος ανάμεσα στις δύο όψεις - την αρνητική και τη θετική - είναι σίγουρα το πιο πρωτότυπο χαρακτηριστικό της σοφιστικής σκέψης· και αυτή η διπλή κίνηση αποτελεί ως διαδικασία μιαν από τις αποφασιστικότερες κατακτήσεις στην ιστορία των ιδεών.
Με αφετηρία την ίδια πάντα κριτική ανάλυση -ανάλυση ριζοσπαστική, αλλά ελεύθερη από κάθε πρακτικό συμπέρασμα - θα δούμε να αναπτύσσονται δυο αντίθετες τάσεις. Η μία, που δεν αντιπροσωπεύεται από φιλοσοφικά έργα, αλλά από τη λογοτεχνία της εποχής, συνεχίζει την κατεδάφιση των αξιών ως το τέλος. Αντίθετα η άλλη, που αναδύεται από τα σοφιστικά αποσπάσματα, ανοίγει τελείως διαφορετικές προοπτικές: εντάσσει πάλι τον άνθρωπο σε μια κοινωνία, που έγινε για τον ίδιο και από τον ίδιο.
Η απόκλιση ανάμεσα στους δύο αυτούς προσανατολισμούς - που εμείς θα τους εξετάσουμε διαδοχικά και ανεξάρτητα τον έναν από τον άλλον- δείχνει πόσο δύσκολο είναι πάντα να κατανοηθεί στο σύνολο και στις αποχρώσεις της μια καινούρια ιδέα - ακόμα και αν παρουσιαστεί στην Αθήνα του 5ου αιώνα.
---------------------
[1] 1. Πβλ. Η.Ι. Marrou, στο έργο του Histoire de Γeducation dans I’Antiquite [Ιστορία της εκπαίδευσης στην αρχαιότητα], σελ. 90, που λέει ότι οι σοφιστές δεν ήταν «καθαυτό στοχαστές, που αναζητούσαν την αλήθεια, αλλά παιδαγωγοί». Μπορεί κανείς να είναι και τα δυο. Άλλοι έδωσαν υπερβολική βαρύτητα στο σοφιστικό σκεπτικισμό, και το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: βλ. Β. Cassin, Le plaisir deparler. Etudes de sophistique comparee [Η χαρά της ομιλίας. Μελέτες συγκριτικής σοφιστικής], σελ. 6: «Η φιλοσοφία των εντυπώσεων και η εντύπωση της φιλοσοφίας».
[2] Απόσπ. 8, 3-4:...ὡς ἀγένητον ἐόν καί ἀνώλεθρόν ἐστtv, ἔστι γάρ οὐλομελές τε καί ἀτρεμές ήδ’ ἀτέλεστον...
[3] Ελένη 3: Πῶς γάρ ἄν τίς ὑπερβάλοιτο Γοργίαν τόν τολμήσαντα λέγειν, ὡς οὐδέν τῶν ὄντων ἐστιν, ἤ Ζήνωνα τόν ταῦτα δυνατά καί πάλιν ἀδύνατα πειρώμενον ἀποφαίνειν, ἤ Μέλισσον, ὅς ἀπείρων τό πλῆθος πεφυκότων τῶν πραγμάτων ὡς ἑνός ὄντος τοῦ παντός ἐπεχείρησεν ἀποδείξεις εὑρίσκειν; Η έλλειψη σοβαρότητας στο κείμενο του Γοργία γίνεται αποοδεκτή από τον Gomperr και από τον Dodds (Εισαγωγή στο Γοργία του Πλάτωνα, σελ. 6-10).
[4] Βλ. παραπάνω.
[5] 386 a:...οἷα μέν ἄνεμοι φαίνηται τά πράγματα, τοιαῦτα μέν ἔστιν ἐμοί.
[6] Ενθύδημος 286 b-c πβλ. Κρατύλος 429 κκ., Σοφιστής 237 κκ. Ένας πάπυρος από την Τούρα αποδίδει την ίδια θέση στον Πρόδικο. Ο Αντισθένης φαίνεται ότι ακολούθησε. Γι’ αυτό το πρόβλημα βλ. G. Binder και L. Liesemborghs στο περιοδ. Museum Helveticum, 1966 (37-43), άρθρο που έχει επανεκδοθεί στη σειρά Wege der Forschung, σελ. 452-462.
[7] Το απόσπασμα προέρχεται από ένα σχόλιο στους Ψαλμούς, που αποδίδεται στο Δίδυμο τον τυφλό. Η αυθεντικότητα του δεν είναι βέβαιη, ούτε και η έννοια του. Μερικοί προτιμούν διαφορετική στίξη και περιορίζουν την τελική αμφιβολία στους απόντες: «γι’ αυτούς δεν είναι φανερό...».
[8] Βλ. παρακάτω.
[9] Θεαίτητος 166 d: Καί σοφίαν καί συφόν ἄνδρα· πολλοῦ δέω τοῦ μή φάναι εἶναι, ἀλλ ' αὐτόν τοῦτον καί λέγω σοφόν, ὅς ἄν τινι ἠμῶν, ᾦ φαίνεται καί ἐστι κακά, μεταβάλλων ποιήση ἀγαθά φαίνεσθαι. τέ καί εἶναι
[10] Βλ. πρόσφατα τις ωραίες παρατηρήσεις του L. Rossetti στο βιβλίο Positions de la sophistique [Θέσεις της σοφιστικής], σελ. 197-200.
[11] Θεαίτ. 161 c: τήν δ' ἀρχήν τοῦ λόγου τεθαύμακα, ὅτι οὐκ εἶπεν ἀρχόμενος τῆς Ἀληθείας ὅτι «Πάντων χρημάτων μέτρον ἔστιν ὗς» ἤ «κυνοκέφαλος» ἤ τί ἄλλο ἀτοπώτερον τῶν ἐχόντων αἴσθησιν, ἱνα μεγαλοπρεπῶς καί πάνυ καταφρονητικῶς ἤρξατο ἡμῖν λέγειν, ἐνδεικνύμενος ὅτι ἡμεῖς μέν αὐτόν ὥσπερ θεόν ἐθαυμάζομεν ἐπί σοφίᾳ, ὅ δ’ ἄρα ἔτυγχανεν ὤν εἰς φρόνησιν οὐδέν βελτίων βατράχου γυρίνον, μή ὅτι ἄλλον ἄνθρωπον.
[12] Περί μέν Θεῶν οὐκ ἔχω είδέναι, οὐθ’ ὡς εἰσίν οὐθ’ ὡς οὐκ εἰσίν ὁποῖοί τινες ἰδέαν πολλά γάρ τά κωλύοντα εἰδέναι ἡ τ’ ἀδηλότης καί βραχύς ὤν ό βίος του άνθρώπου.
[13] Ο Πρωταγόρας είχε γράψει και ένα άλλο έργο (ή κεφάλαιο) με τον τίτλο Περί ταῶν ἐν Ἅδου. Δε γνωρίζουμε το περιεχόμενό του, αλλά είναι πο λΰ πιθανό η ανάλυση να ήταν επικριτική και να βασιζόταν, αν επιτρέπεται να το ποΰμε έτσι, στην «ανθρωποποίηση» (humanisation) των παραδοσιακών δεδομένων.
[14] Βλ. παραπάνω.
[15] Οι διανοούμενοι που ασχολούνται με τα ουράνια πράγματα εξομοι ώνονται με τους νεωτεριστές. Την ίδια εξομοίωση προϋποθέτει και όρο των Νεφελών στην ομώνυμη κωμωδία του Αριστοφάνη.
[16] Απόσπ. Β 5: ήλιον, φησί (Πρόδικος), καί σελήνην καί ποταμούς καί κρήνας καί καθόλον πάντα τά ώφελοϋντα τόνβίον ημών οί παλαιοί θεούς ένόμισαν διά τήν άπ ’ αυτών ώφέλειαν, καθάπερ Αιγύπτιοι τόν Νείλον.
[17] Σχόλια στις Βάκχες 274-285, όπου ο Τειρεσίας (αν και είναι μάντης!) λε'ει ότι όχι μόνον η Δήμητρα, άλλα και η γη, όχι μόνον ο Διόνυσος, αλλά και το κρασί είναι θεοί.
[18] A. Dihle, στο περιοδ. Hermes 105 (1977), 28-42.
[19] Κριτίας, απόσπ. Β 25 = απόσπ. 770 Ν: τηνικαῦτα μοι δοκεῖ / πρῶτον πυκνός τις καί σοφός γνώμην άνήρ/θεῶν δέος θνητοῖσιν ἐξευρεῖν, ὅπως εἴη τι δεῖμα τοῖς κακοῖσι, κἄν λάθρᾳ / πράσσωσιν ἤ λέγωσιν ἤ φρονῶσί τι. / ’Εντεῦθεν οὗν τό θεῖον εἰσηγήσατο, /ὡς ἔστι δαίμων ἀφθίτῳ θάλλων βίῳ, / νόῳ τ' ἁκούων καί βλέπων (...) ψευδεῖ καλύψας τήν ἀλήθειαν λόγῳ.
[20] Απόσπ. Β 8: (...) οἱ θεοί οὐχ ὁρῶσι τά ἀνθρώπινα· οὔ γάρ τό μέγιστόν τῶν ἐν ἀνθρώποις ἀγαθῶν παρεῖδον τήν δικαιοσύνην ὁρῶμεν γάρ τούς ἀνθρώπους ταύτῃ μή χρωμένους.
[21] Νόμοι 10, 888 c: τό τούς θεούς εἶναι μέν, φροντίζειν δέ οὐδέν τῶν ἀνθρωπίνων.
[22] Ό.π.: Οὕτω ὄη πρῶτον οἴομαι πεῖσαι τινά / θνητούς νόμιζαν δαιμόνων εἶναι γένος.
[23] Τις θεωρίες αυτές πρέπει βε'βαια να τις ξεχωρίζουμε από τις θεωρίες ορισμένων αρχαίων φυσικών φιλοσόφων, που έβλεπαν στη φύση να δρουν κάποιες περισσότερο ή λιγότερο θεϊκές δυνάμεις, όπως ο Αίνοι (στρόβιλος), ο Αιθήρ, το Νείκος (έριδα), ή Φιλότης (έρωτας) κλπ. Αυτές ο δυνάμεις μπορούσαν να θεωρηθούν καινούριοι θεοί, και αυτό θυμάται ( Αριστοφάνης, όταν συνδέει το Σωκράτη με καινούριες θεότητες, τις Νεφέλες. Έτσι συναντιούνται, στα μάτια του κοινού, οι διάφορες μορφές της ασέβειας.
[24] Σπάνια αυτές οι θεωρίες διατυπώθηκαν τόσο αποφασιστικά. C Guthrie (The Sophists, σελ. 244) δε βρίσκει άλλα παράλληλα, εκτός από τον Πολύβιο και τη γερμανική σκέψη του δέκατου όγδοου αιώνα. Όμως ακόμα και αυτές οι δυο μαρτυρίες δε φαίνεται να είχαν την άγρια δύναμη των πρώτων αρχών.
[25] Και οι δυο τους προετοιμάζουν το Βολταίρο...
[26] Nomos und Physis, Herkunft und Bedeutung einer Antithese im griechischen Denken des 5. Jahrhunderts [Νόμος και φΰση: προέλευση και σημασία μιας αντίθεσης στην ελληνική σκέψη του πέμπτου αιώνα]. Bale 1945.
[27] Πρωταγ. 337 c : ὦ ἄνδρες, ἐφη, οἱ παρόντες, ἡγοῦμαι ἐγώ ἡμᾶς συγγενεῖς τέ καί οἰκείους καί πολίτας ἅπαντας εἶναι - φύσει, οὐ νόμῳ.
[28] Για τον Καλλικλή
[29] Αυτός ο πρωτόγονος τρόπος ζωής, πριν οι άνθρωποι οργανω θούν σε ομάδες, ονομάζεται κανονικά θηριώδης. Η λέξη χρησιμοποιείται καμιά δεκαριά φορές σε κείμενα της εποχής, που περιγράφουν τη ζωή των πρωτογόνων. Πβλ. τη μελέτη μας Thucydide et I'idee deprogres au Ve siecle [O Θουκυδίδης και η ιδέα της προόδου τον πέμπτο αιώνα] στη σειρά Annales de l’Ecole normale superieure de Pise, 1966, 143-191, ιδιαίτερα σελ. 146-148.
[30] Άλλωστε ο Θρασύμαχος δεν υπερασπίζεται τη σοφία όλων όσων αδικούν, αλλά μόνον όσων φτάνουν στο ύψιστο σημείο αδικίας υποδουλώνοντας πολιτείες και λαούς (βλ. 348 d: οι γε = αυτοί τουλάχιστον...). Τα μικρά λάθη δεν έχουν σημασία, αλλά μπορεί και να μην υπηρετήσουν τα συμφέροντα των ενόχων, αν τύχει να πιαστούν! (ό.π.: έάνπερ λανβάνη...).
[31] Δικαιοσύνη οϋν τά τής πόλεως νόμιμα, εν ή άν πολιτεύηταί τις, μή παραβαίνειν.
[32] ...οὐ γάρ διά δόξαν βλάπτεται, άλλά όι ' ἀλήθειαν (44 A 2, 21-23).
[33] Ακόμα και η λέξη 'επιταγές’ (impératifs), που χρησιμοποιήθηκε στη μετάφραση, υποβάλλει περισσότερα απ' όσα υπάρχουν στο πρωτότυπο κείμενο.[34] Την αντιδιαστολή μιας καθολικής φυσικής κατάστασης και ενός πρόσκαιρου ανθρώπινου έργου την ξαναβρίσκουμε σε ένα απόσπασμα σχετικό με την ύλη και τη μορφή, όπου αντιδιαστέλλονται το ξύλο και. το κρεβάτι (Β 15).
[35] Το να μην αδικεί κανείς άποι,ον δεν του έχει κάνει κακό, αποτελεί έναν από τους παραδοσιακούς ορισμούς της δικαιοσύνης' όμως ουσιαστικά αυτός ο ορισμός άλλο δεν κάνει από το να κατοπτρίζει τη μεταβατική χρήση του ρήματος αδικώ (κάνω κακό σε κάποιον). Ο Αντιφώντας παίζει με τις δυο έννοιες: «κάνω κακό σε κάποιον» και «διαπράττω αδικία».
[36] Γοργίας 482 e: ὡς τά πολλά δέ ταῦτα ἔναντι· ἀλλήλοις ἔστιν, ἤ τέ φύσις καί ὁ νόμος.
[37] Ο χαρακτηρισμός μπορεί να εκφράζει απλά και μόνο το επάγγελμα ή τη διασημότητα του Αντιφώντα' σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις μπορεί να βασίζεται και σε μια γενική εκτίμηση των απόψεών του. Ο τύπος Αντιφών ό σοφιστής απαντά ήδη στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα.
[38] Αυτή η παρατήρηση του Αντιφώντα οδήγησε μάλιστα μερικούς να τον χαρακτηρίσουν ως άνθρωπο «της αριστερός»!
[39] Για την αντίθετη μαρτυρία του Ξενοφώντα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)