ΟΙ ΑΧΑΙΟΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΥΝ ΤΟΝ ΔΟΥΡΕΙΟ ΙΠΠΟ ΚΑΙ ΚΛΕΒΟΥΝ ΤΟ ΠΑΛΛΑΔΙΟ
Ύστερα από τον θάνατο του Ευύπουλου, του τελευταίου συμμάχου που μπορούσε να αναβάλει για λίγο την άλωση του Ιλίου, οι Τρώες κλείνονται απελπισμένοι μέσα στα τείχη, και έτσι μπορούν οι Έλληνες να ζώσουν ακόμα πιο σφιχτά το κάστρο τους.
Ο Έλενος ωστόσο, όταν φανέρωνε στους Αχαιούς τους χρησμούς που καθόριζαν τη μοίρα της Τροίας, είχε δηλώσει πως, έξω από τον Φιλοκτήτη και τον Νεοπτόλεμο, που έπρεπε να μετακαλέσουν οπωσδήποτε, η Τροία δεν μπορούσε να παρθεί όσον καιρό έμενε μέσα στο κάστρο το Παλλάδιο, το ξύλινο δηλαδή άγαλμα (ξόανο), που φυλαγόταν στο ναό της Αθηνάς Παλλάδας.
Πριν οι Έλληνες επιχειρήσουν να αρπάξουν το Παλλάδιο μέσα από την Τροία, η Αθηνά συμβουλεύει τον Οδυσσέα να φτιάξουν ένα μεγάλο ξύλινο άλογο, τον περίφημο Δούρειο Ίππο (δούρειος θα πει ξύλινος). Και ήταν η ίδια η θεά που όρισε να είναι ο Επειός, ο γιος του Πανοπέα από τη Φωκίδα αυτός που θα μαστόρευε το άλογο. Ήθελε με τον τρόπο αυτό να δοξάσει τον Επειό, έναν ήρωα που ήταν τόσο ασήμαντος, ώστε οι αχαιοί βασιλιάδες τον ταπείνωναν όλη την ώρα προστάζοντάς τον να τους κουβαλάει το νερό που χρειάζονταν στις σκηνές τους.
Ο Επειός βλέπει ξαφνικά τον εαυτό του να γίνεται ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα των Αχαιών γυρεύει λοιπόν να του κουβαλήσουν ένα βουνό ξυλεία από τα δάση της Ίδας. Έτσι, μέσα σε λίγες μόνο μέρες, κατορθώνει να στήσει ένα πελώριο άλογο που είχε κρυφά ανοίγματα από τις δύο πλευρές και η κοιλιά του χωρούσε όχι λιγότερους από τρεις χιλιάδες αρματωμένους Αχαιούς.
Το Ξύλινο Άλογο είναι έτοιμο τώρα έρχεται η σειρά να κλέψουν το Παλλάδιο. Την επιχείρηση θα την πάρει πάνω του πάλι ο Οδυσσέας. Το πρώτο που κρίνει σωστό να κάνει, πριν ακόμα δοκιμάσει να αρπάξει το ξόανο, είναι να μπει κρυφά ολομόναχος μέσα στο κάστρο των αντίμαχων για να γνωρίσει τα κατατόπια του. Βάζει λοιπόν τον Θόαντα, τον αρχηγό των Αιτωλών, να τον δείρει, να τον γρονθοκοπήσει στο πρόσωπο και να τον πληγώσει – όχι βαριά βέβαια -, σκεπάζει έπειτα το κορμί του με κουρέλια και χώνεται μέσα στο Ίλιο, τάχα πως ήταν ζητιάνος.
Όταν παρουσιάζεται μπροστά στους Τρώες και παρακαλεί να τον ελεήσουν, δεν βρίσκεται κανένας να τον αναγνωρίσει. Μοναχά η Ελληνίδα Ελένη καταλαβαίνει γρήγορα ποιος είναι και, για να δείξει στον Οδυσσέα πως και αυτή δεν είναι λιγότερο έξυπνη, αρχίζει να τον βασανίζει μπροστά στους άλλους ψιλορωτώντας τον για την πατρίδα του, για το πώς βρέθηκε στην Τροία και άλλα, μόνο και μόνο για να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Από την έξυπνη όμως γυναίκα, πιο έξυπνος είναι ο άντρας- ο Οδυσσέας δεν δυσκολεύεται με τις πετυχημένες απαντήσεις που της δίνει να κρατηθεί στο ρόλο του ζητιάνου και να μην προδοθεί. Φυσικά, δεν ξεχνά να πει στους ανυποψίαστους Τρώες πόσο άσχημα του είχαν φερθεί έξω από το κάστρο οι Αχαιοί. Αυτοί τον είχαν δείρει και πληγώσει: – Να, κοιτάχτε το βασανισμένο μου κορμί! Μα ο Δίας, που προστατεύει τους ικέτες, θα τους τιμωρήσει. Μη θελήσετε τώρα κι εσείς οι Τρώες να φερθείτε το ίδιο μαζί μου!
Όταν η Ελένη καταλαβαίνει πως δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μαζί του, προφασίζεται μπροστά στους Τρώες πως θέλει αυτόν τον συφοριασμένο ζητιάνο να τον πάρει στο παλάτι της να τον περιποιηθεί, για να τον κάνει να ξεχάσει για λίγο τα βάσανά του. Εκεί τον λούζει, του φοράει καθαρά ρούχα, του δίνει να φάει και έπειτα τον εξορκίζει να της πει την αλήθεια. Για να τον πείσει πως δεν είχε κακούς σκοπούς, του ορκίζεται, πριν υπολογίσει πως έφτασε άβλαβος στο αχαϊκό στρατόπεδο, να μην τον προδώσει στους Τρώες. Τότε ο Οδυσσέας τής φανερώνεται και αποπάνω συζητεί μαζί της τα μελλοντικά σχέδια των Αχαιών, για το πώς θα πατήσουν την Τροία.
Με τη βοήθειά της ο ήρωας κατατοπίζεται στους δρόμους της Τροίας και, πριν βγει έξω από τα τείχη, σκοτώνει όλους τους Τρώες, όσοι φρουρούσαν τις πύλες και δεν περίμεναν βέβαια να τους επιτεθούν από μέσα από την πόλη. Έπειτα γυρίζει στο στρατόπεδό του και δίνει στους δικούς του όσες πληροφορίες είχε συγκεντρώσει. Η επιχείρηση είχε πετύχει.
Στο μεταξύ, μέσα στην Τροία βρίσκουν τους φύλακες σφαγμένους και καταλαβαίνουν, αργά πια, το τέχνασμα του εχθρού. Την ώρα που οι Τρωαδίτισσες κλαίνε τους νεκρούς των, η Ελένη νιώθει να φουντώνει μέσα της η χαρά γιατί από καιρό τώρα είχε μετανιώσει, που άφησε πατρίδα και κόρη μονάκριβη και έναν τόσο μυαλωμένο και όμορφο άντρα, και λαχταρούσε να γυρίσει μια ώρα αρχύτερα στη Σπάρτη.
Η επιχείρηση μπαίνει τώρα στη δεύτερη φάση της, που είναι και πιο κρίσιμη. Είχε φτάσει πια η ώρα να κλέψουν το Παλλάδιο και να στερήσουν την Τροία από την προστασία της θεάς. Τώρα ο Οδυσσέας χρειάζεται βοηθό. Θα τον συνοδέψει, όπως πάντα, ο Διομήδης. Μια νύχτα οι δύο ήρωες περνούν μέσα από έναν υπόνομο και βρίσκονται μέσα στην Τροία, χωρίς να τους πάρει κανένας είδηση, σκοτώνουν τους φύλακες του ναού, αρπάζουν το Παλλάδιο και φεύγουν. Ο Διομήδης κουβαλάει το ξόανο και ο Οδυσσέας τον ακολουθεί με το σπαθί ξεγυμνωμένο για να τον προστατεύει.
Η φιλοδοξία όμως του Οδυσσέα είναι πολύ μεγάλη· θέλει αυτός να κρατάει το Παλλάδιο, για να πάρει αυτός και τη δόξα όταν θα το παραδίδει στον Αγαμέμνονα. Και επειδή ο Διομήδης ούτε να τον ακούσει δεν θέλει, μόνο συνεχίζει το δρόμο του, ο Οδυσσέας υψώνει το σπαθί του για να χτυπήσει το σύντροφό του από πίσω – στους Αχαιούς θα έλεγε έπειτα πως τον Διομήδη τον πρόλαβαν οι Τρώες και τον σκότωσαν. Ο Διομήδης ωστόσο, για καλή του τύχη, βλέπει στο φως του φεγγαριού τη σκιά του υψωμένου σπαθιού, που έπεφτε μπροστά του, γυρίζει απότομα και, καθώς είναι πιο χειροδύναμος, δεν δυσκολεύεται να του αρπάξει το όπλο από τα χέρια. Έπειτα τον υποχρεώνει να μπει μπροστά, ενώ εκείνος, κρατώντας το άγαλμα στο αριστερό του χέρι, τον σπρώχνει από πίσω χτυπώντας τον με τη λεπίδα του σπαθιού.
Η ιστορία αυτή δεν φαίνεται να είχε συνέχεια. Ο Οδυσσέας, ύστερα μάλιστα από την ταπείνωσή του, δεν είχε βέβαια κανένα λόγο να μάθουν οι άλλοι Αχαιοί πως επιβουλεύτηκε τον σύντροφό του. Ο Διομήδης πάλι μπορεί να μη θέλησε να αποκαλύψει στους άλλους βασιλιάδες το άσχημο παιχνίδι που του είχε παίξει ο Οδυσσέας ή, και αν το αποκάλυψε, θα συμφώνησαν όλοι να το αποσκεπάσουν, για να ξεχαστεί γρήγορα γιατί στην κρίσιμη αυτή ώρα του πολέμου δεν ήταν βέβαια καιρός για μαλώματα. Αρκετά άλλωστε είχαν πληρώσει πριν από λίγο τη διχόνοια ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και στον Αχιλλέα
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ
Με τον ερχομό του Φιλοκτήτη και του Νεοπτόλεμου και με το Παλλάδιο στα χέρια τους, οι Αχαιοί είναι πια έτοιμοι για την τελική επιχείρηση. Η ώρα να χρησιμοποιήσουν το Ξύλινο Άλογο έχει φτάσει. Χαράζουν πρώτα πάνω του μια επιγραφή: Έλληνες Αθήνα χαριστήριον. Έπειτα, ξεδιαλεγμένοι ένας ένας από τον Οδυσσέα, που είχε το γενικό πρόσταγμα, ανεβαίνουν και κρύβονται μέσα του οι πιο ψυχωμένοι ήρωες, ανάμεσά τους ο Διομήδης, ο Νεοπτόλεμος, ο Φιλοκτήτης, ο Μενέλαος, ο Ιδομενέας, ο Μηριόνης, ο Σθένελος, ο Τεύκρος, ο Θρασυμήδης, ο Εύμηλος, ο Θόας, ο Ευρύπυλος, ο Λοκρός Αίας. Και ο Επειός, ο κατασκευαστής του Αλόγου, δεν μπορούσε να λείψει, και ας μην ήταν σπουδαίος πολεμιστής, γιατί αυτός ήξερε να ανοιγοκλείνει τις κρυφές πόρτες.
Οι άντρες που είχαν αποφασίσει να πάρουν μέρος στην επιχείρηση, ήξεραν πως η ζωή τους κρεμόταν από μια ψιλή κλωστή γιατί με την παραμικρή υποψία οι Τρώες μπορούσαν να βάλουν φωτιά στο Ξύλινο Άλογο και να τους κάψουν ζωντανούς ως τον τελευταίο, χωρίς καν να τους αφήσουν τη δυνατότητα να υπερασπίσουν τον εαυτό τους.
Να παίρνει κανείς την απόφαση να ριχτεί σ’ έναν τέτοιο κίνδυνο, θα πει πως το λέει η καρδιά του, δεν θα πει όμως και πως δεν φοβάται. Έτσι, οι ψημένοι μέσα στη φωτιά του πολέμου τόσα χρόνια ήρωες, την ώρα που έμπαιναν αμίλητοι στο Άλογο, σκούπιζαν τα δάκρυά τους και ένιωθαν τα γόνατά τους να τρέμουν. Ένας μόνο ούτε έκλαιγε ούτε καν είχε χλωμιάσει, ο Νεοπτόλεμος, αντάξιος γιος του πατέρα του. Όσην ώρα μάλιστα βρισκόταν κλεισμένος μαζί με τους άλλους στο σκοτάδι της προσωρινής φυλακής τους, δεν είχε την υπομονή να περιμένει πότε θα δινόταν το σύνθημα για την έξοδο με το χέρι πότε στο σπαθί και πότε στο κοντάρι, κάθε τόσο παρακαλούσε τον Οδυσσέα να του ανοίξει τις πόρτες για να βγει έξω και να πέσει πάνω στους Τρώες.
Μόλις οι διαλεχτοί Αχαιοί κλείνονται μέσα στο Άλογο, ο υπόλοιπος στρατός βάζει φωτιά στις σκηνές του, ανεβαίνει στα καράβια και ανοίγεται στο πέλαγος, τάχα πως είχε χάσει κάθε ελπίδα πια να πατήσει την Τροία, γι’ αυτό και αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα. Καθώς όμως αρμένιζαν μέσα στη νύχτα, πήγαν και κρύφτηκαν στην Τένεδο, σε μιαν ακρογιαλιά που να μη φαίνεται από την Τροία.
Έναν μόνο Αχαιό είχε αφήσει ο Οδυσσέας πίσω, τον εξάδελφό του τον Σίνωνα, αφού του έδωκε οδηγίες πώς να ξεγελάσει τους Τρώες την άλλη μέρα, όταν θα ανακάλυπταν το Ξύλινο Άλογο.
ΟΙ ΤΡΩΕΣ ΑΝΕΒΑΖΟΥΝ ΤΟΝ ΔΟΥΡΕΙΟ ΙΠΠΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΙΛΙΟ
Το άλλο πρωί οι Τρώες βλέπουν ψηλά από τα τείχη τους το στρατόπεδο των Αχαιών έρημο και τις σκηνές τους να καπνίζουν ακόμα, και δεν μπορούν να πιστέψουν στα μάτια τους- στην αρχή με κάποιο δισταγμό, έπειτα όμως όλο και πιο θαρρετά, ανοίγουν τις πύλες και αρχίζουν να κατεβαίνουν, άρχοντες και λαός, και να περιεργάζονται τις πυρπολημένες, έρημες σκηνές των Αχαιών. Μια στιγμή βλέπουν το Άλογο να υψώνεται θεόρατο μπροστά τους και το τριγυρίζουν με απορία.
Τι είναι αυτό πάλι; Μερικοί, μόλις διαβάζουν την επιγραφή πάνω στα πλευρά του Αλόγου, ζητούν να το ανεβάσουν αμέσως στην ακρόπολή τους.
Άλλοι, πιο μυαλωμένοι, υποψιάζονται κάποια καινούρια πονηριά των αντίμαχων και επιμένουν να το γκρεμίσουν από τα βράχια ή να το ανοίξουν για να βεβαιωθούν αν κρύβει τίποτα μέσα του.
Πάνω στην ώρα, κάποιοι ντόπιοι βοσκοί βρίσκουν τον Σίνωνα ανάμεσα σε κάτι βούρλα της ακρογιαλιάς. Καταλαβαίνοντας πως είχαν να κάμουνε Αχαιό, τον πιάνουν, τον δένουν και τον οδηγούν με σπρωξιές μπροστά στον Πρίαμο, που είχε και αυτός κατέβει να δει το στρατόπεδο των Αχαιών.
Η ανάκριση αρχίζει αμέσως: Ποιος είσαι συ; Και γιατί έφυγαν οι Έλληνες; Και τι θέλει αυτό το άλογο; – Καλά δασκαλεμένος από τον Οδυσσέα ο αιχμάλωτος αρχίζει μέσα σε άφθονα ψεύτικα δάκρυα να ιστορεί τα πάθη του, που δεν τα είχε βέβαια πάθει. Θα τους μολογήσει, λέει, όλη την αλήθεια, γιατί, ύστερα από όσα είχε τραβήξει από τους συμπατριώτες του, ήταν ελεύθερος να αποκαλύψει τα σχέδιά τους.
Ο ίδιος δεν ήταν λέει παρά ένας φτωχός συγγενής του Παλαμήδη, που τον είχε ακολουθήσει στον πόλεμο. Στα πρώτα χρόνια, όσο ο Παλαμήδης ζούσε τιμημένος από τους Αχαιούς, μπορούσε και αυτός, κάτω από τη σκιά του προστάτη του, να ζει με κάποια υπόληψη μέσα στους άλλους συντρόφους του πολέμου. Όταν όμως εκείνος, με τις δολοπλοκίες του Οδυσσέα, έχασε τη ζωή του , του Σίνωνα δεν του απόμεινε άλλο από το να αποτραβηχτεί και να παραδοθεί στη θλίψη του. Μόνη του παρηγοριά ήταν η σκέψη, αν καμιά φορά γύριζαν στην πατρίδα, να πάρει εκδίκηση για τον άδικο χαμό του Παλαμήδη.
Όταν οι απειλές αυτές έφτασαν κάποτε στα αυτιά των βασιλιάδων, η ζωή του Σίνωνα έγινε πολύ δύσκολη. Ο Οδυσσέας άρχισε να τον κυνηγάει με απειλές και συκοφαντίες. Και δεν άργησε να βρει την ευκαιρία να τον εξοντώσει.
Από την ώρα, συνέχισε ο Σίνωνας, που ο Διομήδης και ο Οδυσσέας σκότωσαν τους φύλακες του ναού της Αθηνάς στο Ίλιο και με χέρια αιματοστάλαχτα άρπαξαν το Παλλάδιο μολύνοντάς το, η Αθηνά θύμωσε και σήκωσε την προστασία της από τους Αχαιούς. Και δεν ήταν λίγα λέει τα σημάδια που έδειχναν το θυμό της: Το ξόανο, μόλις το έστησαν στο αχαϊκό στρατόπεδο, πήδησε τρεις φορές ψηλά σείωντας ασπίδα και κοντάρι, περιλούστηκε στον ιδρώτα και έβγαλε φωτιές από τα μάτια του.
Μπροστά στις κακοσημαδιές αυτές ο Κάλχας ο μάντης βγάζει παρευθύς κρίση: Η Τροία δεν γίνεται να πατηθεί τώρα αμέσως- έπρεπε πρώτα να μεταφέρουν το Παλλάδιο στην Ελλάδα, εκεί να το εξαγνίσουν, και έπειτα να γυρίσουν με καινούριες δυνάμεις, σε μια στιγμή που οι Τρώες δεν θα τους περίμεναν πια.
Στο μεταξύ, με τη συμβουλή του Κάλχα πάλι, οι Αχαιοί έφτιαξαν το Άλογο και το αφιέρωσαν στην Αθηνά για να μαλακώσουν το θυμό της. Και το έφτιαξαν επίτηδες πελώριο, για να μην μπορούν οι Τρώες να το περάσουν από τα τείχη τους- γιατί, από τη στιγμή που θα βρισκόταν μέσα στο κάστρο, θα έπαιρνε τη θέση του κλεμμένου Παλλαδίου και θα προστάτευε την πόλη. Αν πάλι οι Τρώες αποφάσιζαν να το καταστρέψουν, όλος ο θυμός της θεάς θα έπεφτε πάνω τους.
Ύστερα από τα λόγια του Κάλχα οι Αχαιοί ετοιμάστηκαν λέει να φύγουν μια ώρα αρχύτερα, είχαν όμως σηκωθεί ενάντιοι άνεμοι και δεν τους άφηναν να αρμενίσουν. Στην αμηχανία τους έστειλαν τον Ευρύπυλο, το γιο του Ευαίμονα, στους Δελφούς να ζητήσουν τη συμβουλή του μαντείου. Σε λίγες μέρες ο ήρωας τους έφερε την απόκριση του Απόλλωνα: Όπως, όταν φύγατε από την Αυλίδα, εξιλεώσατε τους ανέμους με το αίμα της Ιφιγένειας , το ίδιο και τώρα πρέπει με αίμα ανθρώπου να τους εξιλεώσετε!
Ποιο θα ήταν όμως το εξιλαστήριο θύμα, αυτό δεν το ξεκαθάριζε το μαντείο. Δέκα ολόκληρες μέρες ο Κάλχας σωπαίνει. Στο τέλος, όταν ο Οδυσσέας τον υποχρεώνει να μιλήσει, ύστερα από μυστική μαζί του συμφωνία φαίνεται, ορίζει τον Σίνωνα να οδηγηθεί στο βωμό για τη θυσία. Με τον τρόπο αυτό ο Οδυσσέας όχι μόνο εξαφάνιζε έναν που ήξερε ποιος έφταιγε για την καταδίκη του Παλαμήδη, αλλά και είχε όλους τους Αχαιούς με το μέρος του· γιατί ό,τι φοβόταν τόσες μέρες για τον εαυτό του ο καθένας, έβλεπε τώρα να πέφτει σε άλλου την πλάτη.
Την τελευταία στιγμή το θύμα, δεμένο πια δίπλα στο βωμό, κατορθώνει να λύσει τα δεσμά του και να κρυφτεί μέσα στο σκοτάδι της νύχτας στα βούρλα της ακρογιαλιάς. Εκεί τον είχαν βρει οι βοσκοί, πριν τον φέρουν μπροστά στον Πρίαμο. Δεν είχε καμιά αμφιβολία πως οι Τρώες θα τον σκότωναν για τα όσα είχαν τραβήξει από τους συμπατριώτες του. Και όμως, αν απόμεινε ακόμα στον κόσμο κάποιο σέβας στους θεούς και κάποια εμπιστοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους, άξιζε να τον σπλαχνιστούν ύστερα από τα βάσανα που είχε τραβήξει από τους δικούς του. Η ιστορία του Σίνωνα ήταν απ’ τη μια άκρη ως την άλλη πλαστή, τόσο έξυπνα όμως επινοημένη, ώστε να μη μένει καμιά αμφιβολία στους Τρώες. Οι Αχαιοί είχαν φύγει για την Ελλάδα πίσω. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια θα χρειάζονταν πάλι ώσπου να ετοιμαστούν και να ξαναγυρίσουν – αν ξαναγύριζαν! Στο μεταξύ οι Τρώες έπρεπε να βιαστούν να ανεβάσουν το Άλογο στην ακρόπολή τους, για να βρεθούν και πάλι κάτω από τη σκέπη της Αθηνάς. Ο φοβερός πόλεμος, που τους βασάνισε δέκα ολόκληρα χρόνια, είχε τελειώσει και η Τροία δεν είχε πέσει. Πώς να μη χαίρονται;
Το πρώτο που κάνουν είναι να αφήσουν τον Σίνωνα ελεύθερο. Έπειτα, για να μπορέσουν να μετακινήσουν το Άλογο, του βάζουν από κάτω φαλάγγια, το δένουν με σκοινιά από το λαιμό και αρχίζουν να το σέρνουν και να το σπρώχνουν νέοι και γέροι, άντρες και γυναίκες. Μπροστά πήγαινε, ο Πρίαμος, πίσω του ακολουθεί λαός αμέτρητος στεφανωμένος, τραγουδώντας και χορεύοντας. Όταν φτάνουν στις Σκαιές Πύλες και δοκιμάζουν να το περάσουν, βλέποντας πως δεν χωράει, γκρεμίζουν ένα μέρος από το τείχος, ανοίγουν δρόμο και με πολύ κόπο το ανεβάζουν στα Πέργαμα, την ακρόπολή τους, δίπλα στο παλάτι του Πριάμου.
Την ώρα που συζητούν σε ποια ακριβώς θέση να το βάλουν, φτάνει τρέχοντας σαν τρελή η Κασσάνδρα, η μάντισσα κόρη του Πριάμου.
Την ώρα που συζητούν σε ποια ακριβώς θέση να το βάλουν, φτάνει τρέχοντας σαν τρελή η Κασσάνδρα, η μάντισσα κόρη του Πριάμου, και δοκιμάζει να τους συγκρατήσει φωνάζοντας πως μέσα στο Άλογο βρίσκονται κρυμμένοι Αχαιοί. Η κατάρα όμως του Απόλλωνα βαραίνει πάντα πάνω στην κόρη, να προφητεύει αληθινά και να μην την πιστεύει κανένας. Έτσι και τώρα, ποιος να δώσει σημασία στα λόγια μιας τρελής; Και είναι ο ίδιος ο Πρίαμος που προστάζει να την πάρουν με τη βία και να την κλείσουν μέσα στο παλάτι.
Θάνατος του Λαοκόοντα
Μια μάταιη προσπάθεια να εμποδίσει τους Τρώες να προστατέψουν το μοιραίο Άλογο μέσα στο κάστρο, κάνει την τελευταία στιγμή και ο Λαοκόοντας, μάντης και αυτός και ιερέας του Απόλλωνα στη Θύμβρα. Έρχεται βιαστικός από το ναό του θεού και, πριν ακόμα φτάσει μπροστά στο Άλογο, τους φωνάζει: Τι τρέλα είναι αυτή που σας έπιασε; Αληθινά πιστεύετε πως οι Αχαιοί έφυγαν; Τις πονηριές του Οδυσσέα ακόμα δεν τις μάθατε; Μέσα στο Άλογο αυτό πρέπει να βρίσκονται κρυμμένοι Αχαιοί. Αν όχι, τότε μπροστά σας έχετε μια ύπουλη μηχανή, φτιαγμένη για να κατασκοπεύσει την πόλη μας και σε μια ορισμένη στιγμή να γκρεμίσει τα τείχη μας. Μην πιστεύετε στο άλογο. Τρώες! Ό,τι και να είναι, εγώ φοβούμαι τους Έλληνες, ακόμα και όταν φέρνουν δώρα! Ύστερα από τα λόγια αυτά ο Λαοκόοντας σηκώνει το κοντάρι του και το ρίχνει με δύναμη στην κοιλιά του Αλόγου.
Οι γνώμες των Τρώων μοιράζονται ξανά· άλλοι φωνάζουν να γκρεμίσουν το Άλογο ψηλά από τα τείχη, άλλοι να του βάλουν φωτιά και να το κάψουν. Αυτοί όμως που επιμένουν να το κρατήσουν και να το αφιερώσουν στην Αθηνά, είναι περισσότεροι. Σε λίγη ώρα, άλλωστε, ο τραγικός θάνατος του Λαοκόοντα θα τους έδινε να πιστέψουν πως ο ιερέας του Απόλλωνα είχε λαθευτεί στα προγνωστικά του.
Την ώρα που οι Τρώες, συνεπαρμένοι από χαρά, γιορτάζουν τη σωτηρία τους, ο Λαοκόοντας με τους δυο γιους του και άλλον κόσμο πρόσφερε στην ακρογιαλιά θυσία έναν ταύρο στον Ποσειδώνα. Ξαφνικά βλέπουν να πλησιάζουν κολυμπώντας πάνω στα κύματα δυο θεόρατα φίδια, με μάτια που έβγαζαν φωτιές και με στόμα πελώριο. Φτάνοντας, κουλουριάζονται γρήγορα γύρω από το κορμί του Λαοκόοντα και του ενός από τους γιους του και, μέσα στη γενική φρίκη, τους καταβροχθίζουν.
Οι Τρώες, βέβαιοι πια πως ο Λαοκόοντας είχε τιμωρηθεί για την ασέβειά του να χτυπήσει με το κοντάρι το αφιερωμένο στη θεά, Άλογο, σκορπίζονται στα σπίτια τους και το ρίχνουν σε ολοήμερο γλέντι.
Η μεγάλη δοκιμασία
Η νύχτα είχε απλώσει πάνω από την Τροία. Αποκαμωμένοι και θολωμένοι από το κρασί που είχαν πιει διασκεδάζοντας όλη την ημέρα, οι Τρώες έχουν πέσει σε ύπνο βαθύ. Οι Έλληνες από την άλλη, μέσα στον κρυψώνα τους, αποφεύγουν κάθε θόρυβο και κάθε κουβέντα μεταξύ τους, μην τύχει και τους ακούσει κανείς απ’έξω. Ξαφνικά, μέσα στην απόλυτη σιγή, ακούγονται φωνές από το Άλογο, λες και ήταν οι γυναίκες τους και τους φώναζαν έναν έναν με το όνομά του.
Τι είχε γίνει; Σπρωγμένη από κάποιο θεό που ήθελε το καλό των Τρώων, η Ελένη είχε αφήσει κρυφά το σπίτι της και, παίρνοντας μαζί της τον Δηίφοβο, τον καινούριο της άντρα, είχε έρθει κοντά στο Άλογο με τον σκοπό να ξαφνιάσει τους Έλληνες που υποψιαζόταν πως κρύβονται μέσα του, ώστε να προδοθούν άθελά τους.
Τις γυναίκες των πιο αντρειωμένων αχαιών ηρώων τις θυμόταν η Ελένη από τον καιρό που ζούσε στη Σπάρτη, δεν είχε μάλιστα ξεχάσει ούτε τη φωνή της καθεμιάς. Φτάνοντας τώρα μέσα στην ερημιά της νύχτας, το πρώτο που κάνει είναι να φέρει βόλτα τρεις φορές το Άλογο πασπατεύοντάς το. Τα μάγια δεν της ήταν άγνωστα με την κίνησή της αυτή πλέκει ένα αόρατο δίχτυ γύρω από τους έγκλειστους, για να παραλύσει την ψυχική τους αντίσταση και να τους κάνει υποχείριους στη δική της θέληση. Έπειτα αρχίζει να φωνάζει έναν έναν με τη σειρά, παίρνοντας τη φωνή της γυναίκας του.
Μέσα στην αγωνία που περνούν οι φυλακισμένοι στο Άλογο, ακίνητοι και αμίλητοι, καθένας κλεισμένος στον εαυτό του, να αναμετράει τους κινδύνους που τον απειλούσαν, η δοκιμασία που ξαφνικά αντιμετωπίζουν δεν είναι μικρή- γιατί θαρρούν πως ακούν τις ίδιες τους τις γυναίκες να τους καλούν, και αυτό το κάλεσμα γυρίζει απότομα τη σκέψη τους στα σπίτια τους, στις γυναίκες και στα παιδιά τους, που τόσα χρόνια δεν είχαν δει. Οι φωνές που ακούνε ανασταίνουν μέσα τους ένα όραμα ειρήνης και σιγουριάς. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί έναν εξυπνότερο τρόπο για να κόψει τα γόνατα των αντρειωμένων, πάνω ακριβώς στην ώρα που χρειάζονταν να κάνουν την καρδιά τους σίδερο και να συγκεντρώσουν το λογισμό τους στο δύσκολο έργο που τους περίμενε;
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως σε οποιοδήποτε άλλο μέρος μπορούσαν οι Αχαιοί να φανταστούν τις γυναίκες τους, όχι όμως και πάνω στην ακρόπολη της Τροίας, αφού ήταν οι ίδιοι που πολιορκούσαν το κάστρο τόσα χρόνια τώρα. Αν τους δινόταν καιρός να βάλουν το μυαλό τους να δουλέψει, εύκολα θα καταλάβαιναν πως τους είχαν στήσει παγίδα. Ποιος όμως σε τέτοιες στιγμές προφταίνει να αντιδράσει με τη λογική – αν δεν είναι Οδυσσέας!
Μέσα στην κοιλιά του Αλόγου τα έχουν όλοι χαμένα. Πρώτος ο Μενέλαος, ο μόνος που ήξερε τη γυναίκα του μέσα στο Ίλιο, και ο Διομήδης όμως, που την ήξερε στο Άργος, πετάγονται από τη θέση τους και ετοιμάζονται να αποκριθούν από μέσα ή και να βγουν έξω ένα σκούντημα όμως του Οδυσσέα τούς φέρνει στα συγκαλά τους και ξανακάθονται αμίλητοι. Και οι άλλοι ήρωες κατορθώνουν την τελευταία στιγμή να αντισταθούν στη φωνή του πειρασμού. Μοναχά ο Άντικλος, ένας όχι και πολύ σπουδαίος ήρωας, δεν υποψιάζεται το κακό και, στην ξεροκεφαλιά του, θέλει σώνει και καλό να αποκριθεί στη φωνή της γυναίκας του προλαβαίνει όμως ο Οδυσσέας και του βουλώνει το στόμα με τα γερά του χέρια και τον κρατεί φιμωμένο, ως την ώρα που η Αθηνά, η προστάτισσα των Αχαιών, έρχεται και απομακρύνει την Ελένη και τον Δηίφοβο από το Άλογο.
Ο Οδυσσέας είχε άλλη μια φορά γλιτώσει τον αχαϊκό στρατό από την καταστροφή και άλλη μια φορά είχε δείξει πως η εξυπνάδα του ήταν μεγαλύτερη από της Ελένης.
Η NYXTA ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Ο θάνατος του Πριάμου.
Η τύχη της Κασσάνδρας
Τα μεσάνυχτα, την ώρα που έβγαινε το φεγγάρι, ανεβαίνει ο Σίνωνας στον τύμβο του Αχιλλέα σηκώνοντας ψηλά έναν αναμμένο πυρσό, δίνει στον Αγαμέμνονα το συμφωνημένο σύνθημα. Ο αχαϊκός στόλος, που κρυμμένος στην Τένεδο έστεκε στα πανιά, ξεκινάει αμέσως και σε λίγο αράζει στην τρωική παραλία.
Την ίδια ώρα ο Οδυσσέας προστάζει τον Επειό να τους ανοίξει τις πόρτες του Αλόγου, και οι Αχαιοί κρεμούν σκοινιά και παίρνουν να κατεβαίνουν. Για έναν μόνο ήρωα, τον Εχίονα, το γιο του Πορθέα, η Μοίρα έγραφε να μην προφτάσει να χαρεί τη νίκη γιατί στη βιάση του, αντί να πιαστεί από σκοινί, πηδάει ψηλά από το Άλογο και σκοτώνεται.
Οι άλλοι, μόλις πατούν στο χώμα, τρέχουν, ανοίγουν από μέσα όλες τις πύλες του κάστρου, για να μπει ο στρατός της Τενέδου, ενώνονται μαζί του και αρχίζουν τη σφαγή. Ο αγώνας είναι άνισος, γιατί οι Έλληνες, καθώς σπάζουν τις πόρτες και χύνονται μέσα στα σπίτια, ξαφνιάζουν τους Τρώες πάνω στον ύπνο τους και τους σφάζουν, χωρίς εκείνοι να προφτάσουν να προβάλουν αντίσταση.
Όταν ο Νεοπτόλεμος παραβιάζει τις πόρτες του παλατιού του Πριάμου, αντικρίζεται με τον Αγήνορα, το γιο του Αντήνορα. Ο Αγήνορας είχε πρώτα πληγώσει τον Λυκομήδη, το γιο του Κρέοντα, στο χέρι και έπειτα είχε τρέξει να παρασταθεί τον Πρίαμο, πέφτει όμως νεκρός από το σπαθί του Νεοπτόλεμου.
Ο Πρίαμος είχε στο μεταξύ καταφύγει στο βωμό που ήταν αφιερωμένος στον Έρκειο Δια. Άδικα δοκιμάζει η κόρη του η Λαοδίκη, η γυναίκα του Ελικάονα, να του φέρει την πανοπλία για να αντισταθεί, ας είναι και για την τιμή των όπλων μόνο, μια και σωτήρια δεν απόμενε πια. Ο Νεοπτόλεμος προφταίνει, κατεβάζει βίαια τον Πρίαμο από το βωμό, τον σέρνει και τον σφάζει μπροστά στις πύλες του παλατιού. Τη Λαοδίκη όμως, που οι θεοί δεν ήθελαν να πέσει σκλάβα στα χέρια των Αχαιών, ανοίγει ξαφνικά η γη και την καταπίνει μπροστά στα μάτια των άλλων.
Ο Πρίαμος και οι γιοι του είχαν εξοντωθεί, εκτός από τον Έλενο. Και τον Αστυάνακτα όμως, το γιο του Έκτορα και της Ανδρομάχης, έπρεπε οι Αχαιοί να τον εξοντώσουν. Και είναι πάλι ο Νεοπτόλεμος, που καθώς οδηγεί την Ανδρομάχη αιχμάλωτη ψηλά από το κάστρο, για να την κατεβάσει στο καράβι του, αρπάζει μια στιγμή το μωρό από την αγκαλιά της παραμάνας του και, πιάνοντάς το από το πόδι, το σφεντονίζει από τα τείχη, για να γίνει κομμάτια πάνω στα βράχια.
Έναν μόνο από τους Τρώες θέλησαν να σεβαστούν οι νικητές, τον Αντήνορα με την οικογένειά του γιατί πολλές φορές ο ήρωας τους είχε δείξει συμπάθεια, καθώς έβλεπε πως το δίκιο ήταν με το μέρος τους. Έτσι τώρα ο Οδυσσέας, όταν βρίσκει το γιο του τον Ελικάονα τραυματισμένο μέσα στη νύχτα, τον βγάζει έξω από τη μάχη και τον γλιτώνει. Και όταν πιο ύστερα ο Οδυσσέας πάλι και ο Μενέλαος, αυτοί που είχαν φιλοξενηθεί άλλοτε από τον Αντήνορα, απάντησαν έναν άλλο γιο του, τον Γλαύκο, να τρέχει για να σωθεί, τον αφήκαν να καταφύγει στο σπίτι του. Με εντολή μάλιστα του ίδιου του Αγαμέμνονα είχαν κρεμάσει μπροστά στο σπίτι του Αντήνορα ένα δέρμα από πάρδαλη, να είναι σημάδι για όλους τους Αχαιούς να μην το λεηλατήσουν ούτε να πειράξουν κανέναν από τους ενοίκους του. Έτσι, ο μόνος από τους Αντηνορίδες που σκοτώθηκε στην Άλωση, ήταν ο Αγήνορας, καθώς βρέθηκε στο παλάτι του Πριάμου.
Στο μεταξύ, ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας. είχαν αφήσει τους άλλους να συνεχίσουν τη σφαγή και τη λεηλασία και είχαν τρέξει στο σπίτι του Δηίφοβου να βρουν την Ελένη. Η αντίσταση που βρήκαν εκεί ήταν πολύ μεγάλη- πόσο σκληρός ήταν ο αγώνας, θα έχει και αργότερα να το λέει ο Οδυσσέας. Στο τέλος, με τη βοήθεια της Αθηνάς, oι Τρώες σκοτώνονται όλοι και τελευταίος ο ίδιος ο Δηίφοβος από το χέρι του Μενέλαου.
Ύστερα από είκοσι ολόκληρα χρόνια ο Μενέλαος αντικρίζει πάλι την Ελένη μπροστά του, τη γυναίκα που η απιστία της είχε σταθεί αφορμή να χαθούν τόσα παλικάρια. Ο θυμός τού ανεβαίνει στο κεφάλι και τραβάει το σπαθί να τη σκοτώσει- εκείνη, χωρίς να τα χάσει μπροστά στον κίνδυνο, δεν έχει παρά να του γυμνώσει αμίλητη το στήθος της. Βλέποντας την ομορφιά της ο Μενέλαος συνθηκολογεί: αφήνει το ξίφος να του πέσει από το χέρι, φιλιώνεται μαζί της και την οδηγεί στο καράβι του.
Στην ακολουθία της Ελένης βρισκόταν η Αίθρα, η μητέρα του Θησέα, γιατί η Ελένη την είχε υποχρεώσει να την ακολουθήσει στην Τροία. Τώρα, μέσα στη φασαρία της μάχης, φεύγει κρυφά από το σπίτι του Δηίφοβου και έρχεται στο στρατόπεδο των Αχαιών, όπου αναγνωρίζεται από τα εγγόνια της, τον Δημοφώντα και τον Ακάμαντα. Όταν ο Δημοφώντας γυρεύει την απελευθέρωσή της από τον Αγαμέμνονα, εκείνος είναι πρόθυμος να του κάνει τη χάρη, θέλει όμως πρώτα να ζητήσει την άδεια της Ελένης. Της στέλνει λοιπόν μήνυμα με έναν κήρυκα, και εκείνη, για το χατίρι του κουνιάδου της, χαρίζει την ελευθερία στην Αίθρα.
Από τις κόρες του Πριάμου η μάντισσα Κασσάνδρα, μόλις είδε τους εχθρούς να ορμούν μέσα στο παλάτι, είχε τρέξει και αγκαλιάσει το ξόανο της Αθηνάς για να την προστατέψει ούτε αυτό όμως μπορούσε να τη γλιτώσει από την ατιμία. Ο Λοκρός Αίας χύνεται πάνω της, την αρπάζει από τα μαλλιά, τη ρίχνει κάτω, παρασέρνοντας και το άγαλμα της Αθηνάς μαζί της, και τη βιάζει μέσα στο σηκό του ναού. Μπροστά σε μια τόσο ανίερη πράξη, το ξόανο ζωντανεύει και στυλώνει τα μάτια του στον ουρανό.
Τρομαγμένοι από την κακοσημαδιά αυτή οι Αχαιοί, για να μη χάσουν την αγάπη της θεάς που τους προστάτευε τόσα χρόνια, αποφασίζουν να λιθοβολήσουν τον Αίαντα. Εκείνος καταφεύγει ικέτης στο βωμό της Αθηνάς και γλιτώνει προσώρας το θάνατο. Ο θυμός της θεάς δεν έχει όμως περάσει και, όπως θα δούμε πιο κάτω οι Λοκροί χίλια ολόκληρα χρόνια θα πληρώνουν βαριά για την ιεροσυλία του ήρωά τους.
Ύστερα από τη λεηλασία και αφού σκότωσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό, οι Αχαιοί κατεβάζουν στα καράβια τους τα λάφυρα, μέσα σ’ αυτά και τις γυναίκες των Τρώων, και βάζουν φωτιά από μιαν άκρη ως άλλη στην πόλη. Από την πλούσια, πολύχρυση Τροία του Πριάμου δεν απομένει άλλο από στάχτη και χαλάσματα.