ΤΑ. διπλᾶ με χρῄζεις δάκρυα κερδᾶναι, γύναι,
σῆς παιδὸς οἴκτῳ· νῦν τε γὰρ λέγων κακὰ
520 τέγξω τόδ᾽ ὄμμα πρὸς τάφῳ θ᾽ ὅτ᾽ ὤλλυτο.
παρῆν μὲν ὄχλος πᾶς Ἀχαιικοῦ στρατοῦ
πλήρης πρὸ τύμβου σῆς κόρης ἐπὶ σφαγάς·
λαβὼν δ᾽ Ἀχιλλέως παῖς Πολυξένην χερὸς
ἔστησ᾽ ἐπ᾽ ἄκρου χώματος, πέλας δ᾽ ἐγώ·
525 λεκτοί τ᾽ Ἀχαιῶν ἔκκριτοι νεανίαι,
σκίρτημα μόσχου σῆς καθέξοντες χεροῖν,
ἕσποντο. πλῆρες δ᾽ ἐν χεροῖν λαβὼν δέπας
πάγχρυσον αἴρει χειρὶ παῖς Ἀχιλλέως
χοὰς θανόντι πατρί· σημαίνει δέ μοι
530 σιγὴν Ἀχαιῶν παντὶ κηρῦξαι στρατῷ.
κἀγὼ καταστὰς εἶπον ἐν μέσοις τάδε·
Σιγᾶτ᾽, Ἀχαιοί, σῖγα πᾶς ἔστω λεώς,
σίγα σιώπα. νήνεμον δ᾽ ἔστησ᾽ ὄχλον.
ὁ δ᾽ εἶπεν· Ὦ παῖ Πηλέως, πατὴρ δ᾽ ἐμός,
535 δέξαι χοάς μοι τάσδε κηλητηρίους,
νεκρῶν ἀγωγούς· ἐλθὲ δ᾽, ὡς πίῃς μέλαν
κόρης ἀκραιφνὲς αἶμ᾽, ὅ σοι δωρούμεθα
στρατός τε κἀγώ· πρευμενὴς δ᾽ ἡμῖν γενοῦ
λῦσαί τε πρύμνας καὶ χαλινωτήρια
540 νεῶν δὸς ἡμῖν πρευμενοῦς τ᾽ ἀπ᾽ Ἰλίου
νόστου τυχόντας πάντας ἐς πάτραν μολεῖν.
τοσαῦτ᾽ ἔλεξε, πᾶς δ᾽ ἐπηύξατο στρατός.
εἶτ᾽ ἀμφίχρυσον φάσγανον κώπης λαβὼν
ἐξεῖλκε κολεοῦ, λογάσι δ᾽ Ἀργείων στρατοῦ
545 νεανίαις ἔνευσε παρθένον λαβεῖν.
ἡ δ᾽, ὡς ἐφράσθη, τόνδ᾽ ἐσήμηνεν λόγον·
Ὦ τὴν ἐμὴν πέρσαντες Ἀργεῖοι πόλιν,
ἑκοῦσα θνῄσκω· μή τις ἅψηται χροὸς
τοὐμοῦ· παρέξω γὰρ δέρην εὐκαρδίως.
550 ἐλευθέραν δέ μ᾽, ὡς ἐλευθέρα θάνω,
πρὸς θεῶν, μεθέντες κτείνατ᾽· ἐν νεκροῖσι γὰρ
δούλη κεκλῆσθαι βασιλὶς οὖσ᾽ αἰσχύνομαι.
λαοὶ δ᾽ ἐπερρόθησαν, Ἀγαμέμνων τ᾽ ἄναξ
εἶπεν μεθεῖναι παρθένον νεανίαις.
555 οἱ δ᾽, ὡς τάχιστ᾽ ἤκουσαν ὑστάτην ὄπα,
μεθῆκαν, οὗπερ καὶ μέγιστον ἦν κράτος.
κἀπεὶ τόδ᾽ εἰσήκουσε δεσποτῶν ἔπος,
λαβοῦσα πέπλους ἐξ ἄκρας ἐπωμίδος
ἔρρηξε λαγόνας ἐς μέσας παρ᾽ ὀμφαλόν,
560 μαστούς τ᾽ ἔδειξε στέρνα θ᾽ ὡς ἀγάλματος
κάλλιστα, καὶ καθεῖσα πρὸς γαῖαν γόνυ
ἔλεξε πάντων τλημονέστατον λόγον·
Ἰδού, τόδ᾽ εἰ μὲν στέρνον, ὦ νεανία,
παίειν προθυμῇ, παῖσον, εἰ δ᾽ ὑπ᾽ αὐχένα
565 χρῄζεις, πάρεστι λαιμὸς εὐτρεπὴς ὅδε.
ὁ δ᾽ οὐ θέλων τε καὶ θέλων οἴκτῳ κόρης
τέμνει σιδήρῳ πνεύματος διαρροάς·
κρουνοὶ δ᾽ ἐχώρουν. ἣ δὲ καὶ θνῄσκουσ᾽ ὅμως
πολλὴν πρόνοιαν εἶχεν εὐσχήμων πεσεῖν,
570 κρύπτουσ᾽ ἃ κρύπτειν ὄμματ᾽ ἀρσένων χρεών.
ἐπεὶ δ᾽ ἀφῆκε πνεῦμα θανασίμῳ σφαγῇ,
οὐδεὶς τὸν αὐτὸν εἶχεν Ἀργείων πόνον·
ἀλλ᾽ οἳ μὲν αὐτῶν τὴν θανοῦσαν ἐκ χερῶν
φύλλοις ἔβαλλον, οἳ δὲ πληροῦσιν πυρὰν
575 κορμοὺς φέροντες πευκίνους, ὁ δ᾽ οὐ φέρων
πρὸς τοῦ φέροντος τοιάδ᾽ ἤκουεν κακά·
Ἕστηκας, ὦ κάκιστε, τῇ νεάνιδι
οὐ πέπλον οὐδὲ κόσμον ἐν χεροῖν ἔχων;
οὐκ εἶ τι δώσων τῇ περίσσ᾽ εὐκαρδίῳ
580 ψυχήν τ᾽ ἀρίστῃ; τοιάδ᾽ ἀμφὶ σῆς λέγων
παιδὸς θανούσης εὐτεκνωτάτην τέ σε
πασῶν γυναικῶν δυστυχεστάτην θ᾽ ὁρῶ.
***
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ
Κυρά μου, είναι διπλά τα δάκρυα
που θέλεις να γευτώ, δάκρυα συμπόνιας
για την αγαπημένη σου· γιατί και τώρα, ιστορώντας
τη συμφορά της, θα κλάψω, καθώς έκλαψα
520 και στον τάφο, στου χαμού της την ώρα.
Ολάκερο το πλήθος ήταν συναγμένο
του Αχαϊκού στρατού μπροστά στον τύμβο
για τη θυσία της κόρης· τότε ο γιος
του Αχιλλέα επήρε από το χέρι
την Πολυξένη και την έστησε όρθια
στου τύμβου την κορφή. Κι εγώ ήμουν πλάι.
Ακολουθούσαν νέοι διαλεγμένοι,
από τους πρώτους των Αχαιών,
για να κρατούνε με τα χέρια τους εκείνην
όταν θα σπαρταρούσε. Ολόχρυσο ποτήρι
γεμάτο σήκωσε το τέκνο του Αχιλλέα,
σπονδή στον πεθαμένο του πατέρα.
Έπειτα μου έγνεψε σιγή να κηρύξω
530 στον στρατόν όλο των Αχαιών. Κι εγώ
βγήκα στη μέση κι είπα αυτά τα λόγια:
«Σιωπή, Αχαιοί, ας κρατήσουμε, όλοι,
απόλυτη σιωπή». Κι έτσι τα πλήθη
γαλήνεψαν. Και τότε εκείνος είπε:
«Γιε του Πηλέα και πατέρα μου,
δέξου από μένα τούτες τις σπονδές,
που ευφραίνουν τους νεκρούς και τους φέρνουν
κοντά μας· κι έλα για να πιεις
αίμα παρθένας καθαρό
που σου προσφέρουμε ο στρατός κι εγώ· και γίνε
βοηθός μας για να λύσουμε
των καραβιών τα σκοινιά και τα πανιά να σηκώσουμε
540 και καλοτάξιδοι να φτάσουμε όλοι
από το Ίλιο στην πατρική μας γη».
Αυτά είπε κι όλος ο στρατός δεήθηκε.
Έπειτα ολόχρυσο σπαθί τραβώντας
απ᾽ το θηκάρι, έκανε νόημα
στους διαλεχτούς των Αχαιών να πιάσουνε την κόρη.
Μα εκείνη, μόλις το ᾽νιωσε, είπε:
«Αργίτες που τη χώρα μου κουρσέψατε,
πεθαίνω με τη θέλησή μου και κανείς
να μην αγγίξει το κορμί μου· πρόθυμα
τον λαιμό μου ν᾽ απλώσω. Σας ορκίζω,
στ᾽ όνομα των θεών, ελεύθερη
550 αφήστε να σταθώ, γιατί ελεύθερη θέλω
να πεθάνω· θα ᾽τανε ντροπή μου,
εμένα, μια βασιλοκόρη,
οι λαοί του Κάτω Κόσμου να με πούνε σκλάβα».
Αλάλαξε ο στρατός. Κι ο άρχοντας Αγαμέμνων
είπε στους νέους ν᾽ αφήσουν την παρθένα.
Κι εκείνη, μόλις άκουσε τον λόγο
του αφέντη, πιάνει από τον ώμο
το φόρεμά της και το σκίζει ως κάτω
στα λαγόνια, κοντά στον αφαλό·
και φανέρωσε τους μαστούς και τα στέρνα
560 τα πανέμορφα, τα σαν αγαλματένια·
και γονατίζοντας στη γη, μίλησε κι είπε
τα λόγια τα πιο θαρρετά που ακουστήκανε:
«Νά, λοιπόν, νεαρέ μου, αν το στήθος
προτιμάς να χτυπήσεις, χτύπα· αν, πάλι, θέλεις
κάτω από τον λαιμό, κι ο λαιμός
έτοιμος είναι».
Κι ο νέος,
θέλοντας και μη θέλοντας, γιατί πονούσε
την κόρη,
κόβει με το σπαθί τους δρόμους της ανάσας·
βρύση το αίμα· ωστόσο, και πεθαίνοντας,
εκείνη είχε την έγνοια πώς να πέσει
σεμνά,
570 κρύβοντας όσα θα ᾽πρεπε να κρύψει
από τ᾽ αντρίκεια βλέμματα. Έτσι έσβησε.
Και πια οι Αργίτες όλοι μπήκανε σε κόπο·
άλλοι την πεθαμένη ραίνανε με φύλλα,
άλλοι σωριάζαν στην πυρά τα ευωδιασμένα
ξύλα· κι όποιος
κάτι δεν έφερνε άκουε κατηγόριες
από κείνους που φέρνανε: «Στέκεσαι, αναίσθητε,
χωρίς να κρατάς κάτι
για την κόρη, ένα ντύμα, ένα στολίδι;
Εσύ, λοιπόν, δεν θα προσφέρεις κάτι
σε μια καρδιά τόσο άτρομη,
580 σε μια ψυχή τόσο γενναία;» Τέτοια λέγαν
για τη νεκρή παιδούλα σου. Όπως βλέπω,
απ᾽ όλες τις γυναίκες είσαι
η πιο καλότεκνη κι η πιο δυστυχισμένη.
σῆς παιδὸς οἴκτῳ· νῦν τε γὰρ λέγων κακὰ
520 τέγξω τόδ᾽ ὄμμα πρὸς τάφῳ θ᾽ ὅτ᾽ ὤλλυτο.
παρῆν μὲν ὄχλος πᾶς Ἀχαιικοῦ στρατοῦ
πλήρης πρὸ τύμβου σῆς κόρης ἐπὶ σφαγάς·
λαβὼν δ᾽ Ἀχιλλέως παῖς Πολυξένην χερὸς
ἔστησ᾽ ἐπ᾽ ἄκρου χώματος, πέλας δ᾽ ἐγώ·
525 λεκτοί τ᾽ Ἀχαιῶν ἔκκριτοι νεανίαι,
σκίρτημα μόσχου σῆς καθέξοντες χεροῖν,
ἕσποντο. πλῆρες δ᾽ ἐν χεροῖν λαβὼν δέπας
πάγχρυσον αἴρει χειρὶ παῖς Ἀχιλλέως
χοὰς θανόντι πατρί· σημαίνει δέ μοι
530 σιγὴν Ἀχαιῶν παντὶ κηρῦξαι στρατῷ.
κἀγὼ καταστὰς εἶπον ἐν μέσοις τάδε·
Σιγᾶτ᾽, Ἀχαιοί, σῖγα πᾶς ἔστω λεώς,
σίγα σιώπα. νήνεμον δ᾽ ἔστησ᾽ ὄχλον.
ὁ δ᾽ εἶπεν· Ὦ παῖ Πηλέως, πατὴρ δ᾽ ἐμός,
535 δέξαι χοάς μοι τάσδε κηλητηρίους,
νεκρῶν ἀγωγούς· ἐλθὲ δ᾽, ὡς πίῃς μέλαν
κόρης ἀκραιφνὲς αἶμ᾽, ὅ σοι δωρούμεθα
στρατός τε κἀγώ· πρευμενὴς δ᾽ ἡμῖν γενοῦ
λῦσαί τε πρύμνας καὶ χαλινωτήρια
540 νεῶν δὸς ἡμῖν πρευμενοῦς τ᾽ ἀπ᾽ Ἰλίου
νόστου τυχόντας πάντας ἐς πάτραν μολεῖν.
τοσαῦτ᾽ ἔλεξε, πᾶς δ᾽ ἐπηύξατο στρατός.
εἶτ᾽ ἀμφίχρυσον φάσγανον κώπης λαβὼν
ἐξεῖλκε κολεοῦ, λογάσι δ᾽ Ἀργείων στρατοῦ
545 νεανίαις ἔνευσε παρθένον λαβεῖν.
ἡ δ᾽, ὡς ἐφράσθη, τόνδ᾽ ἐσήμηνεν λόγον·
Ὦ τὴν ἐμὴν πέρσαντες Ἀργεῖοι πόλιν,
ἑκοῦσα θνῄσκω· μή τις ἅψηται χροὸς
τοὐμοῦ· παρέξω γὰρ δέρην εὐκαρδίως.
550 ἐλευθέραν δέ μ᾽, ὡς ἐλευθέρα θάνω,
πρὸς θεῶν, μεθέντες κτείνατ᾽· ἐν νεκροῖσι γὰρ
δούλη κεκλῆσθαι βασιλὶς οὖσ᾽ αἰσχύνομαι.
λαοὶ δ᾽ ἐπερρόθησαν, Ἀγαμέμνων τ᾽ ἄναξ
εἶπεν μεθεῖναι παρθένον νεανίαις.
555 οἱ δ᾽, ὡς τάχιστ᾽ ἤκουσαν ὑστάτην ὄπα,
μεθῆκαν, οὗπερ καὶ μέγιστον ἦν κράτος.
κἀπεὶ τόδ᾽ εἰσήκουσε δεσποτῶν ἔπος,
λαβοῦσα πέπλους ἐξ ἄκρας ἐπωμίδος
ἔρρηξε λαγόνας ἐς μέσας παρ᾽ ὀμφαλόν,
560 μαστούς τ᾽ ἔδειξε στέρνα θ᾽ ὡς ἀγάλματος
κάλλιστα, καὶ καθεῖσα πρὸς γαῖαν γόνυ
ἔλεξε πάντων τλημονέστατον λόγον·
Ἰδού, τόδ᾽ εἰ μὲν στέρνον, ὦ νεανία,
παίειν προθυμῇ, παῖσον, εἰ δ᾽ ὑπ᾽ αὐχένα
565 χρῄζεις, πάρεστι λαιμὸς εὐτρεπὴς ὅδε.
ὁ δ᾽ οὐ θέλων τε καὶ θέλων οἴκτῳ κόρης
τέμνει σιδήρῳ πνεύματος διαρροάς·
κρουνοὶ δ᾽ ἐχώρουν. ἣ δὲ καὶ θνῄσκουσ᾽ ὅμως
πολλὴν πρόνοιαν εἶχεν εὐσχήμων πεσεῖν,
570 κρύπτουσ᾽ ἃ κρύπτειν ὄμματ᾽ ἀρσένων χρεών.
ἐπεὶ δ᾽ ἀφῆκε πνεῦμα θανασίμῳ σφαγῇ,
οὐδεὶς τὸν αὐτὸν εἶχεν Ἀργείων πόνον·
ἀλλ᾽ οἳ μὲν αὐτῶν τὴν θανοῦσαν ἐκ χερῶν
φύλλοις ἔβαλλον, οἳ δὲ πληροῦσιν πυρὰν
575 κορμοὺς φέροντες πευκίνους, ὁ δ᾽ οὐ φέρων
πρὸς τοῦ φέροντος τοιάδ᾽ ἤκουεν κακά·
Ἕστηκας, ὦ κάκιστε, τῇ νεάνιδι
οὐ πέπλον οὐδὲ κόσμον ἐν χεροῖν ἔχων;
οὐκ εἶ τι δώσων τῇ περίσσ᾽ εὐκαρδίῳ
580 ψυχήν τ᾽ ἀρίστῃ; τοιάδ᾽ ἀμφὶ σῆς λέγων
παιδὸς θανούσης εὐτεκνωτάτην τέ σε
πασῶν γυναικῶν δυστυχεστάτην θ᾽ ὁρῶ.
***
ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ
Κυρά μου, είναι διπλά τα δάκρυα
που θέλεις να γευτώ, δάκρυα συμπόνιας
για την αγαπημένη σου· γιατί και τώρα, ιστορώντας
τη συμφορά της, θα κλάψω, καθώς έκλαψα
520 και στον τάφο, στου χαμού της την ώρα.
Ολάκερο το πλήθος ήταν συναγμένο
του Αχαϊκού στρατού μπροστά στον τύμβο
για τη θυσία της κόρης· τότε ο γιος
του Αχιλλέα επήρε από το χέρι
την Πολυξένη και την έστησε όρθια
στου τύμβου την κορφή. Κι εγώ ήμουν πλάι.
Ακολουθούσαν νέοι διαλεγμένοι,
από τους πρώτους των Αχαιών,
για να κρατούνε με τα χέρια τους εκείνην
όταν θα σπαρταρούσε. Ολόχρυσο ποτήρι
γεμάτο σήκωσε το τέκνο του Αχιλλέα,
σπονδή στον πεθαμένο του πατέρα.
Έπειτα μου έγνεψε σιγή να κηρύξω
530 στον στρατόν όλο των Αχαιών. Κι εγώ
βγήκα στη μέση κι είπα αυτά τα λόγια:
«Σιωπή, Αχαιοί, ας κρατήσουμε, όλοι,
απόλυτη σιωπή». Κι έτσι τα πλήθη
γαλήνεψαν. Και τότε εκείνος είπε:
«Γιε του Πηλέα και πατέρα μου,
δέξου από μένα τούτες τις σπονδές,
που ευφραίνουν τους νεκρούς και τους φέρνουν
κοντά μας· κι έλα για να πιεις
αίμα παρθένας καθαρό
που σου προσφέρουμε ο στρατός κι εγώ· και γίνε
βοηθός μας για να λύσουμε
των καραβιών τα σκοινιά και τα πανιά να σηκώσουμε
540 και καλοτάξιδοι να φτάσουμε όλοι
από το Ίλιο στην πατρική μας γη».
Αυτά είπε κι όλος ο στρατός δεήθηκε.
Έπειτα ολόχρυσο σπαθί τραβώντας
απ᾽ το θηκάρι, έκανε νόημα
στους διαλεχτούς των Αχαιών να πιάσουνε την κόρη.
Μα εκείνη, μόλις το ᾽νιωσε, είπε:
«Αργίτες που τη χώρα μου κουρσέψατε,
πεθαίνω με τη θέλησή μου και κανείς
να μην αγγίξει το κορμί μου· πρόθυμα
τον λαιμό μου ν᾽ απλώσω. Σας ορκίζω,
στ᾽ όνομα των θεών, ελεύθερη
550 αφήστε να σταθώ, γιατί ελεύθερη θέλω
να πεθάνω· θα ᾽τανε ντροπή μου,
εμένα, μια βασιλοκόρη,
οι λαοί του Κάτω Κόσμου να με πούνε σκλάβα».
Αλάλαξε ο στρατός. Κι ο άρχοντας Αγαμέμνων
είπε στους νέους ν᾽ αφήσουν την παρθένα.
Κι εκείνη, μόλις άκουσε τον λόγο
του αφέντη, πιάνει από τον ώμο
το φόρεμά της και το σκίζει ως κάτω
στα λαγόνια, κοντά στον αφαλό·
και φανέρωσε τους μαστούς και τα στέρνα
560 τα πανέμορφα, τα σαν αγαλματένια·
και γονατίζοντας στη γη, μίλησε κι είπε
τα λόγια τα πιο θαρρετά που ακουστήκανε:
«Νά, λοιπόν, νεαρέ μου, αν το στήθος
προτιμάς να χτυπήσεις, χτύπα· αν, πάλι, θέλεις
κάτω από τον λαιμό, κι ο λαιμός
έτοιμος είναι».
Κι ο νέος,
θέλοντας και μη θέλοντας, γιατί πονούσε
την κόρη,
κόβει με το σπαθί τους δρόμους της ανάσας·
βρύση το αίμα· ωστόσο, και πεθαίνοντας,
εκείνη είχε την έγνοια πώς να πέσει
σεμνά,
570 κρύβοντας όσα θα ᾽πρεπε να κρύψει
από τ᾽ αντρίκεια βλέμματα. Έτσι έσβησε.
Και πια οι Αργίτες όλοι μπήκανε σε κόπο·
άλλοι την πεθαμένη ραίνανε με φύλλα,
άλλοι σωριάζαν στην πυρά τα ευωδιασμένα
ξύλα· κι όποιος
κάτι δεν έφερνε άκουε κατηγόριες
από κείνους που φέρνανε: «Στέκεσαι, αναίσθητε,
χωρίς να κρατάς κάτι
για την κόρη, ένα ντύμα, ένα στολίδι;
Εσύ, λοιπόν, δεν θα προσφέρεις κάτι
σε μια καρδιά τόσο άτρομη,
580 σε μια ψυχή τόσο γενναία;» Τέτοια λέγαν
για τη νεκρή παιδούλα σου. Όπως βλέπω,
απ᾽ όλες τις γυναίκες είσαι
η πιο καλότεκνη κι η πιο δυστυχισμένη.