μήτ᾽ ἄναρκτον βίον [στρ. γ]
μήτε δεσποτούμενον
αἰνέσῃς.
530 παντὶ μέσῳ τὸ κράτος θεὸς ὤπασεν, ἄλλ᾽
ἄλλᾳ δ᾽ ἐφορεύει.
ξύμμετρον δ᾽ ἔπος λέγω,
δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος ὡς ἐτύμως·
535 ἐκ δ᾽ ὑγιείας
φρενῶν ὁ πᾶσιν φίλος
καὶ πολύευκτος ὄλβος.
ἐς τὸ πᾶν [δέ] σοι λέγω, [ἀντ. γ]
βωμὸν αἴδεσαι δίκας·
540 μηδέ νιν
κέρδος ἰδὼν ἀθέῳ ποδὶ λὰξ ἀτίσῃς,
ποινὰ γὰρ ἐπέσται.
κύριον μένει τέλος.
545 πρὸς τάδε τις τοκέων σέβας εὖ προτίων
καὶ ξενοτίμους
ἐπιστροφὰς δωμάτων
αἰδόμενός τις ἔστω.
ἐκ τῶνδ᾽ ἀνάγκας ἄτερ δίκαιος ὢν [στρ. δ] 550
οὐκ ἄνολβος ἔσται·
πανώλεθρος ‹δ᾽› οὔποτ᾽ ἂν γένοιτο.
τὸν ἀντίτολμον δέ φαμι παρβάδαν
‹ἄγον›τα πολλὰ παντόφυρτ᾽ ἄνευ δίκας
555 βιαίως ξὺν χρόνῳ καθήσειν
λαῖφος, ὅταν λάβῃ πόνος
θραυομένας κεραίας.
καλεῖ δ᾽ ἀκούοντας οὐδὲν ‹ἐν› μέσᾳ [ἀντ. δ]
δυσπαλεῖ τε δίνᾳ·
560 γελᾷ δὲ δαίμων ἐπ᾽ ἀνδρὶ θερμῷ,
τὸν οὔποτ᾽ αὐχοῦντ᾽ ἰδὼν ἀμηχάνοις
δύαις λαπαδνὸν οὐδ᾽ ὑπερθέοντ᾽ ἄκραν·
δι᾽ αἰῶνος δὲ τὸν πρὶν ὄλβον
ἕρματι προσβαλὼν δίκας
565 ὤλετ᾽ ἄκλαυστος, ᾆστος.
***
Μήτε χωρίς καμιάν αρχή
μα ούτε και πάλι σε σκλαβιά
να δέχεσαι να ζεις·
530 πάντα στη μέση κρατάει το ζύγι ο Θεός,
που τιμά πότ᾽ αυτά, πότ᾽ εκείνα.
Και σύμφωνα σου λέω μ᾽ αυτό,
πως της ασέβειας ο καρπός
είν᾽ ο άφευχτος χαμός·
μα της καθαρής καρδιάς,
η ευτυχία π᾽ αγαπούν
όλοι και λαχταρούν.
Σου λέω και κράτα το καλά:
της Δίκης σέβου το βωμό
540 και για όλα τ᾽ αγαθά
μ᾽ άθεο πόδι ποτέ μην τολμήσεις να τον
ατιμάσεις κλωτσιά δίνοντάς του·
γιατί κοντά στέκ᾽ η ποινή
κι άφευχτα η ώρα της θα ᾽ρθει·
κι έτσι λοιπόν απ᾽ όλα πριν
σέβας γονιού ας κρατάει κανείς
και μες στα στήθια του ας τιμά
τους νόμους της ξενίας πιστά.
Όποιος το θέλει δίκαιος να ᾽ναι
550 κι όχι απ᾽ ανάγκη, δε θα δει
να τραβά δύστυχ᾽ η ζωή του
και πρόριζα δε θα χαθεί·
μα ο άνομος που δίχως δίκη
τολμά απ᾽ ολούθε μαζωχτά
και με τη βία ν᾽ αρπά, να παίρνει,
θα ᾽ρθει καιρός που τα πανιά
θ᾽ αναγκαστεί να κατεβάσει,
όταν κακιά ώρα θα τον βρει
και την αντένα του θα σπάσει.
Φωνάζει, μα ποιός τον ακούει
μες στην αδάμαστην οργή
τ᾽ ανεμοστρίφουλα; γελούνε
που τόνε βλέπουνε οι θεοί
560 τον θρασύν άντρα, που στο νου του
δεν το ᾽βαζε, να μη μπορεί
αβόηθος στο στερνό του αγώνα
κάβο να στρίψει και σωθεί·
στον ορθό βράχο θα σκορπίσει
της Δίκης τ᾽ άμετρό του βιος
κι άκλαυτος κι άφαντος θα σβήσει.
μήτε δεσποτούμενον
αἰνέσῃς.
530 παντὶ μέσῳ τὸ κράτος θεὸς ὤπασεν, ἄλλ᾽
ἄλλᾳ δ᾽ ἐφορεύει.
ξύμμετρον δ᾽ ἔπος λέγω,
δυσσεβίας μὲν ὕβρις τέκος ὡς ἐτύμως·
535 ἐκ δ᾽ ὑγιείας
φρενῶν ὁ πᾶσιν φίλος
καὶ πολύευκτος ὄλβος.
ἐς τὸ πᾶν [δέ] σοι λέγω, [ἀντ. γ]
βωμὸν αἴδεσαι δίκας·
540 μηδέ νιν
κέρδος ἰδὼν ἀθέῳ ποδὶ λὰξ ἀτίσῃς,
ποινὰ γὰρ ἐπέσται.
κύριον μένει τέλος.
545 πρὸς τάδε τις τοκέων σέβας εὖ προτίων
καὶ ξενοτίμους
ἐπιστροφὰς δωμάτων
αἰδόμενός τις ἔστω.
ἐκ τῶνδ᾽ ἀνάγκας ἄτερ δίκαιος ὢν [στρ. δ] 550
οὐκ ἄνολβος ἔσται·
πανώλεθρος ‹δ᾽› οὔποτ᾽ ἂν γένοιτο.
τὸν ἀντίτολμον δέ φαμι παρβάδαν
‹ἄγον›τα πολλὰ παντόφυρτ᾽ ἄνευ δίκας
555 βιαίως ξὺν χρόνῳ καθήσειν
λαῖφος, ὅταν λάβῃ πόνος
θραυομένας κεραίας.
καλεῖ δ᾽ ἀκούοντας οὐδὲν ‹ἐν› μέσᾳ [ἀντ. δ]
δυσπαλεῖ τε δίνᾳ·
560 γελᾷ δὲ δαίμων ἐπ᾽ ἀνδρὶ θερμῷ,
τὸν οὔποτ᾽ αὐχοῦντ᾽ ἰδὼν ἀμηχάνοις
δύαις λαπαδνὸν οὐδ᾽ ὑπερθέοντ᾽ ἄκραν·
δι᾽ αἰῶνος δὲ τὸν πρὶν ὄλβον
ἕρματι προσβαλὼν δίκας
565 ὤλετ᾽ ἄκλαυστος, ᾆστος.
***
Μήτε χωρίς καμιάν αρχή
μα ούτε και πάλι σε σκλαβιά
να δέχεσαι να ζεις·
530 πάντα στη μέση κρατάει το ζύγι ο Θεός,
που τιμά πότ᾽ αυτά, πότ᾽ εκείνα.
Και σύμφωνα σου λέω μ᾽ αυτό,
πως της ασέβειας ο καρπός
είν᾽ ο άφευχτος χαμός·
μα της καθαρής καρδιάς,
η ευτυχία π᾽ αγαπούν
όλοι και λαχταρούν.
Σου λέω και κράτα το καλά:
της Δίκης σέβου το βωμό
540 και για όλα τ᾽ αγαθά
μ᾽ άθεο πόδι ποτέ μην τολμήσεις να τον
ατιμάσεις κλωτσιά δίνοντάς του·
γιατί κοντά στέκ᾽ η ποινή
κι άφευχτα η ώρα της θα ᾽ρθει·
κι έτσι λοιπόν απ᾽ όλα πριν
σέβας γονιού ας κρατάει κανείς
και μες στα στήθια του ας τιμά
τους νόμους της ξενίας πιστά.
Όποιος το θέλει δίκαιος να ᾽ναι
550 κι όχι απ᾽ ανάγκη, δε θα δει
να τραβά δύστυχ᾽ η ζωή του
και πρόριζα δε θα χαθεί·
μα ο άνομος που δίχως δίκη
τολμά απ᾽ ολούθε μαζωχτά
και με τη βία ν᾽ αρπά, να παίρνει,
θα ᾽ρθει καιρός που τα πανιά
θ᾽ αναγκαστεί να κατεβάσει,
όταν κακιά ώρα θα τον βρει
και την αντένα του θα σπάσει.
Φωνάζει, μα ποιός τον ακούει
μες στην αδάμαστην οργή
τ᾽ ανεμοστρίφουλα; γελούνε
που τόνε βλέπουνε οι θεοί
560 τον θρασύν άντρα, που στο νου του
δεν το ᾽βαζε, να μη μπορεί
αβόηθος στο στερνό του αγώνα
κάβο να στρίψει και σωθεί·
στον ορθό βράχο θα σκορπίσει
της Δίκης τ᾽ άμετρό του βιος
κι άκλαυτος κι άφαντος θα σβήσει.