ναὸς ἀρωγοὶ τῆς Αἴαντος,
Σύντροφοι εσείς στα καράβια του Αίαντα,
της αυτόχθονης γενιάς του Ερεχθέα βλαστάρια,
στεναγμοί μάς βαραίνουν κι εμάς που φροντίζουμε
του Τελαμώνα τον γιο, από το πατρικό του απόμακρα.
Γιατί τώρα, ο δεινός, ο μεγάλος, ο ακατάβλητος
ο Αίας, χτυπημένος σωριάστηκε από μια καταιγίδα
που θολώνει τον νου του.
ΧΟ. Αλλά πώς την ήρεμη μέρα την αντάλλαξε
η νύχτα αυτή με το βάρος της;
210 Κόρη εσύ του Φρυγίου Τελεύταντα, μίλησε,
γιατί ήσουν εσύ το αιχμάλωτο ταίρι που αγάπησε
σμίγοντας ο αγέρωχος, ο τίμιος Αίας.
Ό,τι αν πεις, πιο καλά εσύ το γνωρίζεις.
ΤΕ. Αλλά πώς να προφέρω έναν λόγο αμίλητο;
ισοθάνατο πάθος γυρεύεις να μάθεις.
Επειδή στης μανίας πιασμένος το δίχτυ,
μες στη νύχτα αυτή ατιμάστηκε ο τίμιος Αίας.
Και μπορείς να τα δεις στη σκηνή του,
τέτοια σφάγια κομμένα απ᾽ το χέρι του,
βουτηγμένα στο αίμα — θυσία δική του,
220 δικός του χαμός.
ΧΟ. Νέο φριχτό, ήρωα λαμπρού μάς φανέρωσες,
άφευκτο, αβάστακτο,
που οι μεγάλοι Δαναοί το διέδωσαν,
και μεγάλος ο λόγος τους γρήγορα τώρα φουσκώνει.
Αλίμονο, το κακό, όταν έρπει σα φίδι, φοβάμαι·
φανερώθηκε τώρα εκείνος, και θα πέσει νεκρός,
230 αφού μ᾽ ακυβέρνητο χέρι και μαύρο σπαθί
αδιάκριτα έσφαξε τις βοσκές και τους φύλακες
ΤΕ. Συμφορά. Από εκεί, από κει,
ήρθε κι έφερε το κοπάδι του δέσμιο,
κι άλλα ζώα στης σκηνής του το χώμα
τα σφάζει, άλλων πάλι τη ράχη τους τσάκισε
και στη μέση τα ξέσκισε.
Ξεχωρίζοντας ύστερα δυο κριάρια
ασπρόποδα, του ενός το κεφάλι θερίζοντας
και τη γλώσσα ως τη ρίζα, τ᾽ απόρριξε·
το άλλο ωστόσο στης σκηνής το κοντάρι
240 το πρόσδεσε ορθό, και στο χέρι του πιάνοντας
αλογίσιο λουρί, χαλινάρι φαρδύ, το δίπλωσε
και μ᾽ αυτό δυνατά το μαστίγωνε, ενώ βρίζοντας
φώναζε λόγια φριχτά, λόγια δαίμονα,
όχι ανθρώπου.
ΧΟ. Ήρθε η ώρα θαρρώ, ο καθένας
μ᾽ ένα ρούχο να κρύψει το πρόσωπο,
και να πάρει τα πόδια του, να φύγει αθόρυβος.
Ή να πιάσει τη θέση του στον ζυγό
των κουπιών, να δοθεί στο ωκύπορο πλοίο
250 που θα σχίσει το πέλαγος.
Γιατί οι δύο Ατρείδες, δίδυμη δύναμη,
απειλές απλωτές τραβούν εναντίον μας.
Τώρα ο βίαιος λιθοβολισμός με τρομάζει, συμπάσχω
αν οι πέτρες με θάψουν μαζί του, μ᾽ αυτόν
που τον βρήκε μια δύσμοιρη τύχη.
ΤΕ. Όχι πια. Καταπώς με το φως αστραπής,
φυσομάνησε φοβερός ο νοτιάς, κι ύστερα
ησύχασε, όμοια τώρα κι εκείνος έχει πια φρονιμέψει,
αλλά νέος πόνος τώρα τον σφάζει· κατάματα
260 βλέποντας κάποιος πάθη δικά του, όπου άλλος
συνεργός του δεν βρίσκεται, τεντώνει μ᾽ αυτό
της οδύνης το τόξο στο έπακρο.
γενεᾶς χθονίων ἀπ᾽ Ἐρεχθειδᾶν,
ἔχομεν στοναχὰς οἱ κηδόμενοι
τοῦ Τελαμῶνος τηλόθεν οἴκου.
205 νῦν γὰρ ὁ δεινὸς μέγας ὠμοκρατὴς
Αἴας θολερῷ
κεῖται χειμῶνι νοσήσας.
ΧΟ. τί δ᾽ ἐνήλλακται τῆς ἠρεμίας
νὺξ ἥδε βάρος;
210 παῖ τοῦ Φρυγίου ‹σὺ› Τελεύταντος,
λέγ᾽, ἐπεί σε λέχος δουριάλωτον
στέρξας ἀνέχει θούριος Αἴας·
ὥστ᾽ οὐκ ἂν ἄϊδρις ὑπείποις.
ΤΕΚ. πῶς δῆτα λέγω λόγον ἄρρητον;
215 θανάτῳ γὰρ ἴσον πάθος ἐκπεύσῃ.
μανίᾳ γὰρ ἁλοὺς ἡμὶν ὁ κλεινὸς
νύκτερος Αἴας ἀπελωβήθη.
τοιαῦτ᾽ ἂν ἴδοις σκηνῆς ἔνδον
χειροδάικτα σφάγι᾽ αἱμοβαφῆ,
220 κείνου χρηστήρια τἀνδρός.
ΧΟ. οἵαν ἐδήλωσας ἀνδρὸς αἴθονος [στρ.]
ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτάν,
225 τῶν μεγάλων Δαναῶν ὕπο κλῃζομέναν,
τὰν ὁ μέγας μῦθος ἀέξει.
οἴμοι φοβοῦμαι τὸ προσέρ-
πον. περίφαντος ἁνὴρ
θανεῖται, παραπλάκτῳ
230 χερὶ συγκατακτὰς
κελαινοῖς ξίφεσιν βοτὰ καὶ
βοτῆρας ἱππονώμας.
ΤΕΚ. ὤμοι· κεῖθεν κεῖθεν ἄρ᾽ ἡμῖν
δεσμῶτιν ἄγων ἤλυθε ποίμναν·
235 ὧν τὰ μὲν ἔσω σφάζ᾽ ἐπὶ γαίας,
τὰ δὲ πλευροκοπῶν δίχ᾽ ἀνερρήγνυ.
δύο δ᾽ ἀργίποδας κριοὺς ἀνελὼν
τοῦ μὲν κεφαλὴν καὶ γλῶσσαν ἄκραν
ῥιπτεῖ θερίσας, τὸν δ᾽ ὀρθὸν ἄνω
240 κίονι δήσας
μέγαν ἱπποδέτην ῥυτῆρα λαβὼν
παίει λιγυρᾷ μάστιγι διπλῇ,
κακὰ δεννάζων ῥήμαθ᾽, ἃ δαίμων
κοὐδεὶς ἀνδρῶν ἐδίδαξεν.
ΧΟ. ὥρα τιν᾽ ἤδη κάρα καλύμμασι [ἀντ.] 245
κρυψάμενον ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι,
ἢ θοὸν εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενον
250 ποντοπόρῳ ναῒ μεθεῖναι.
τοίας ἐρέσσουσιν ἀπει-
λὰς δικρατεῖς Ἀτρεῖδαι
καθ᾽ ἡμῶν· πεφόβημαι
λιθόλευστον Ἄρη
255 ξυναλγεῖν μετὰ τοῦδε τυπείς,
τὸν αἶσ᾽ ἄπλατος ἴσχει.
ΤΕΚ. οὐκέτι· λαμπρᾶς γὰρ ἄτερ στεροπᾶς
ᾄξας ὀξὺς νότος ὣς λήγει,
καὶ νῦν φρόνιμος νέον ἄλγος ἔχει·
260 τὸ γὰρ ἐσλεύσσειν οἰκεῖα πάθη,
μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος,
μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει.
ἔχομεν στοναχὰς οἱ κηδόμενοι
τοῦ Τελαμῶνος τηλόθεν οἴκου.
205 νῦν γὰρ ὁ δεινὸς μέγας ὠμοκρατὴς
Αἴας θολερῷ
κεῖται χειμῶνι νοσήσας.
ΧΟ. τί δ᾽ ἐνήλλακται τῆς ἠρεμίας
νὺξ ἥδε βάρος;
210 παῖ τοῦ Φρυγίου ‹σὺ› Τελεύταντος,
λέγ᾽, ἐπεί σε λέχος δουριάλωτον
στέρξας ἀνέχει θούριος Αἴας·
ὥστ᾽ οὐκ ἂν ἄϊδρις ὑπείποις.
ΤΕΚ. πῶς δῆτα λέγω λόγον ἄρρητον;
215 θανάτῳ γὰρ ἴσον πάθος ἐκπεύσῃ.
μανίᾳ γὰρ ἁλοὺς ἡμὶν ὁ κλεινὸς
νύκτερος Αἴας ἀπελωβήθη.
τοιαῦτ᾽ ἂν ἴδοις σκηνῆς ἔνδον
χειροδάικτα σφάγι᾽ αἱμοβαφῆ,
220 κείνου χρηστήρια τἀνδρός.
ΧΟ. οἵαν ἐδήλωσας ἀνδρὸς αἴθονος [στρ.]
ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτάν,
225 τῶν μεγάλων Δαναῶν ὕπο κλῃζομέναν,
τὰν ὁ μέγας μῦθος ἀέξει.
οἴμοι φοβοῦμαι τὸ προσέρ-
πον. περίφαντος ἁνὴρ
θανεῖται, παραπλάκτῳ
230 χερὶ συγκατακτὰς
κελαινοῖς ξίφεσιν βοτὰ καὶ
βοτῆρας ἱππονώμας.
ΤΕΚ. ὤμοι· κεῖθεν κεῖθεν ἄρ᾽ ἡμῖν
δεσμῶτιν ἄγων ἤλυθε ποίμναν·
235 ὧν τὰ μὲν ἔσω σφάζ᾽ ἐπὶ γαίας,
τὰ δὲ πλευροκοπῶν δίχ᾽ ἀνερρήγνυ.
δύο δ᾽ ἀργίποδας κριοὺς ἀνελὼν
τοῦ μὲν κεφαλὴν καὶ γλῶσσαν ἄκραν
ῥιπτεῖ θερίσας, τὸν δ᾽ ὀρθὸν ἄνω
240 κίονι δήσας
μέγαν ἱπποδέτην ῥυτῆρα λαβὼν
παίει λιγυρᾷ μάστιγι διπλῇ,
κακὰ δεννάζων ῥήμαθ᾽, ἃ δαίμων
κοὐδεὶς ἀνδρῶν ἐδίδαξεν.
ΧΟ. ὥρα τιν᾽ ἤδη κάρα καλύμμασι [ἀντ.] 245
κρυψάμενον ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι,
ἢ θοὸν εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενον
250 ποντοπόρῳ ναῒ μεθεῖναι.
τοίας ἐρέσσουσιν ἀπει-
λὰς δικρατεῖς Ἀτρεῖδαι
καθ᾽ ἡμῶν· πεφόβημαι
λιθόλευστον Ἄρη
255 ξυναλγεῖν μετὰ τοῦδε τυπείς,
τὸν αἶσ᾽ ἄπλατος ἴσχει.
ΤΕΚ. οὐκέτι· λαμπρᾶς γὰρ ἄτερ στεροπᾶς
ᾄξας ὀξὺς νότος ὣς λήγει,
καὶ νῦν φρόνιμος νέον ἄλγος ἔχει·
260 τὸ γὰρ ἐσλεύσσειν οἰκεῖα πάθη,
μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος,
μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει.
***
ΤΕΚΜΗΣΣΑΣύντροφοι εσείς στα καράβια του Αίαντα,
της αυτόχθονης γενιάς του Ερεχθέα βλαστάρια,
στεναγμοί μάς βαραίνουν κι εμάς που φροντίζουμε
του Τελαμώνα τον γιο, από το πατρικό του απόμακρα.
Γιατί τώρα, ο δεινός, ο μεγάλος, ο ακατάβλητος
ο Αίας, χτυπημένος σωριάστηκε από μια καταιγίδα
που θολώνει τον νου του.
ΧΟ. Αλλά πώς την ήρεμη μέρα την αντάλλαξε
η νύχτα αυτή με το βάρος της;
210 Κόρη εσύ του Φρυγίου Τελεύταντα, μίλησε,
γιατί ήσουν εσύ το αιχμάλωτο ταίρι που αγάπησε
σμίγοντας ο αγέρωχος, ο τίμιος Αίας.
Ό,τι αν πεις, πιο καλά εσύ το γνωρίζεις.
ΤΕ. Αλλά πώς να προφέρω έναν λόγο αμίλητο;
ισοθάνατο πάθος γυρεύεις να μάθεις.
Επειδή στης μανίας πιασμένος το δίχτυ,
μες στη νύχτα αυτή ατιμάστηκε ο τίμιος Αίας.
Και μπορείς να τα δεις στη σκηνή του,
τέτοια σφάγια κομμένα απ᾽ το χέρι του,
βουτηγμένα στο αίμα — θυσία δική του,
220 δικός του χαμός.
ΧΟ. Νέο φριχτό, ήρωα λαμπρού μάς φανέρωσες,
άφευκτο, αβάστακτο,
που οι μεγάλοι Δαναοί το διέδωσαν,
και μεγάλος ο λόγος τους γρήγορα τώρα φουσκώνει.
Αλίμονο, το κακό, όταν έρπει σα φίδι, φοβάμαι·
φανερώθηκε τώρα εκείνος, και θα πέσει νεκρός,
230 αφού μ᾽ ακυβέρνητο χέρι και μαύρο σπαθί
αδιάκριτα έσφαξε τις βοσκές και τους φύλακες
ΤΕ. Συμφορά. Από εκεί, από κει,
ήρθε κι έφερε το κοπάδι του δέσμιο,
κι άλλα ζώα στης σκηνής του το χώμα
τα σφάζει, άλλων πάλι τη ράχη τους τσάκισε
και στη μέση τα ξέσκισε.
Ξεχωρίζοντας ύστερα δυο κριάρια
ασπρόποδα, του ενός το κεφάλι θερίζοντας
και τη γλώσσα ως τη ρίζα, τ᾽ απόρριξε·
το άλλο ωστόσο στης σκηνής το κοντάρι
240 το πρόσδεσε ορθό, και στο χέρι του πιάνοντας
αλογίσιο λουρί, χαλινάρι φαρδύ, το δίπλωσε
και μ᾽ αυτό δυνατά το μαστίγωνε, ενώ βρίζοντας
φώναζε λόγια φριχτά, λόγια δαίμονα,
όχι ανθρώπου.
ΧΟ. Ήρθε η ώρα θαρρώ, ο καθένας
μ᾽ ένα ρούχο να κρύψει το πρόσωπο,
και να πάρει τα πόδια του, να φύγει αθόρυβος.
Ή να πιάσει τη θέση του στον ζυγό
των κουπιών, να δοθεί στο ωκύπορο πλοίο
250 που θα σχίσει το πέλαγος.
Γιατί οι δύο Ατρείδες, δίδυμη δύναμη,
απειλές απλωτές τραβούν εναντίον μας.
Τώρα ο βίαιος λιθοβολισμός με τρομάζει, συμπάσχω
αν οι πέτρες με θάψουν μαζί του, μ᾽ αυτόν
που τον βρήκε μια δύσμοιρη τύχη.
ΤΕ. Όχι πια. Καταπώς με το φως αστραπής,
φυσομάνησε φοβερός ο νοτιάς, κι ύστερα
ησύχασε, όμοια τώρα κι εκείνος έχει πια φρονιμέψει,
αλλά νέος πόνος τώρα τον σφάζει· κατάματα
260 βλέποντας κάποιος πάθη δικά του, όπου άλλος
συνεργός του δεν βρίσκεται, τεντώνει μ᾽ αυτό
της οδύνης το τόξο στο έπακρο.