Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (1402-1432)

ΧΟ. τὸ μὲν σόν, ὦ νεᾶνι, γενναίως ἔχει·
τὸ τῆς τύχης δὲ καὶ τὸ τῆς θεοῦ νοσεῖ.
ΑΧ. Ἀγαμέμνονος παῖ, μακάριόν μέ τις θεῶν
1405 ἔμελλε θήσειν, εἰ τύχοιμι σῶν γάμων.
ζηλῶ δὲ σοῦ μὲν Ἑλλάδ᾽, Ἑλλάδος δὲ σέ.
εὖ γὰρ τόδ᾽ εἶπας ἀξίως τε πατρίδος·
τὸ θεομαχεῖν γὰρ ἀπολιποῦσ᾽, ὅ σου κρατεῖ,
ἐξελογίσω τὰ χρηστὰ τἀναγκαῖά τε.
1410 μᾶλλον δὲ λέκτρων σῶν πόθος μ᾽ ἐσέρχεται
ἐς τὴν φύσιν βλέψαντα· γενναία γὰρ εἶ.
ὅρα δ᾽· ἐγὼ γὰρ βούλομαί σ᾽ εὐεργετεῖν
λαβεῖν τ᾽ ἐς οἴκους· ἄχθομαί τ᾽, ἴστω Θέτις,
εἰ μή σε σώσω Δαναΐδαισι διὰ μάχης
1415 ἐλθών. ἄθρησον· ὁ θάνατος δεινὸν κακόν.
ΙΦ. λέγω τάδ᾽ οὐδὲν οὐδέν᾽ εὐλαβουμένη.
ἡ Τυνδαρὶς παῖς διὰ τὸ σῶμ᾽ ἀρκεῖ μάχας
ἀνδρῶν τιθεῖσα καὶ φόνους· σὺ δ᾽, ὦ ξένε,
μὴ θνῇσκε δι᾽ ἐμὲ μηδ᾽ ἀποκτείνῃς τινά,
1420 ἔα δὲ σῷσαί μ᾽ Ἑλλάδ᾽, ἢν δυνώμεθα.
ΑΧ. ὦ λῆμ᾽ ἄριστον, οὐκ ἔχω πρὸς τοῦτ᾽ ἔτι
λέγειν, ἐπεί σοι τάδε δοκεῖ· γενναῖα γὰρ
φρονεῖς· τί γὰρ τἀληθὲς οὐκ εἴποι τις ἄν;
ὅμως δ᾽, ἴσως γὰρ κἂν μεταγνοίης τάδε,
1425 [ὡς οὖν ἂν εἰδῇς τἀπ᾽ ἐμοῦ λελεγμένα]
ἐλθὼν τάδ᾽ ὅπλα θήσομαι βωμοῦ πέλας,
ὡς οὐκ ἐάσων σ᾽ ἀλλὰ κωλύσων θανεῖν.
χρήσῃ δὲ καὶ σὺ τοῖς ἐμοῖς λόγοις τάχα,
ὅταν πέλας σῆς φάσγανον δέρης ἴδῃς.
1430 οὔκουν ἐάσω σ᾽ ἀφροσύνῃ τῇ σῇ θανεῖν·
ἐλθὼν δὲ σὺν ὅπλοις τοῖσδε πρὸς ναὸν θεᾶς
καραδοκήσω σὴν ἐκεῖ παρουσίαν.

***
ΚΟΡ. Εσύ, κοπέλα, είσαι ψυχή γενναία·
άλλες οι φταίχτρες· η θεά και η τύχη.
ΑΧΙ. Μακάριο κάποιος θεός θα μ᾽ έκανε, αν
θα ᾽παιρνα εσένα, κόρη του Αγαμέμνονα.
Καλότυχη η Ελλάδα, που έχει εσένα,
καλότυχη κι εσύ, που ᾽σαι Ελληνίδα.
Το είπες καλά και μ᾽ έναν τρόπο αντάξιο
για την πατρίδα· πόλεμο δε στήνεις
στη θεά, που σ᾽ εξουσιάζει· ο νους σου πήγε
και με τη λογική και με τη μοίρα.
Το χαραχτήρα σου είδα, κι έτσι ο πόθος
1410 μαζί σου να ενωθώ είναι πιο μεγάλος·
γιατί είσαι μια γενναία ψυχή. Και σκέψου·
θέλω να σε βοηθήσω και να γίνεις
γυναίκα μου· μεγάλο βάρος θα έχω,
τ᾽ ορκίζομαι στη Θέτη, αν τους Αργείους
δεν πολεμήσω για να σώσω εσένα.
Φριχτό κακό είν᾽ ο θάνατος, να ξέρεις.
ΙΦΙ. Σ᾽ όλους μπροστά ξεκάθαρα μιλάω.
Η Ελένη ανάβει μάχες, και αίμα ρέει
για το κορμί της· φτάνει αυτή· εσύ, ξένε,
μη σκοτωθείς για με και μη σκοτώσεις·
1420 κι άσε, αν μπορώ, να σώσω την Ελλάδα.
ΑΧΙ. Ευγενικιά ψυχή, δεν έχω πια άλλον
αντίλογο γι᾽ αυτά, μια κι έτσι κρίνεις·
γιατί υψηλό έχεις φρόνημα· η αλήθεια
αυτή ᾽ναι, ποιός ο λόγος να το κρύβω;
Αλλά, επειδή μπορεί ν᾽ αλλάξεις γνώμη
[και για να ξέρεις ποιά η δική μου στάση],
θα πάω και στο βωμό κοντά οπλοφόρους
θα βάλω, με σκοπό να μη σ᾽ αφήσω,
να σ᾽ εμποδίσω να πεθάνεις. Και ίσως
με αυτά που λέω κι εσύ να συμφωνήσεις,
αν δεις μαχαίρι δίπλα στο λαιμό σου.
1430 Δε θα επιτρέψω αστόχαστο χαμό σου·
πάω στο ναό μ᾽ αυτούς τους οπλοφόρους
κι εκεί θα καρτερώ ώσπου νά ᾽ρθεις κι η ίδια.
Φεύγει με τους οπλοφόρους.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ: Μπαρόκ (τέλη 16ου - μέσα 18ου αιώνα) και αρχαία τέχνη

11.3.2. Ρέμπραντ: Είχε αυτό που οι αρχαίοι αποκαλούσαν «λειτουργία της ψυχής»

Ο Ρέμπραντ φαν Ρέιν (1606-1669) στην προτεσταντική Ολλανδία φοίτησε σε λατινικό σχολείο στο Λέιντεν. Είχε κλασική παιδεία (όχι όση ο Ρούμπενς), και απέκτησε στην κατοχή του λίγα εκμαγεία αρχαίων γλυπτών, καθώς και αρκετά χαρακτικά με αρχαία θέματα. Δέχθηκε την επίδραση του Καραβάτζιο, λάτρευε τη βενετσιάνικη ζωγραφική και θαύμαζε τον Τιτσιάνο. Η Αρχαιότητα δεν πρέπει να τον ενδιέφερε ιδιαίτερα, καθώς μόλις επτά πίνακές του έχουν μυθολογικά θέματα (δεκαετία 1630), ενώ κάποιοι ακόμη παριστάνουν αρχαίους θεούς, όπως την Αθηνά το 1635 ή αλληγορίες, με πηγή κυρίως το βιβλίο σχεδίων (schilder-boek) του Κάρελ φαν Μάντερ. Τα περισσότερα από αυτά τα έργα τα πραγματοποίησε στην αρχή της σταδιοδρομίας του, όπως το Ξάφνιασμα της Άρτεμης από τον Ακταίωνα και την Ανακάλυψη της εγκυμοσύνης της Καλλιστώς κ.ά. Στο Μάθημα ανατομίας του Δρ. Τουλπ (Αμστερνταμ· 1636), διακρίνουμε τη συνέχεια της μελέτης του ανθρώπινου κορμιού που ξεκίνησε στην Αναγέννηση (βλ. Μιχαήλ Άγγελο). 

Για να μελετήσει την απόδοση του γυναικείου σώματος, φιλοτέχνησε αρκετές φορές καθιστά ή ανακεκλιμένα γυμνά. Η ταύτιση της μορφής με ένα μυθολογικό πρόσωπο δεν έπαιζε τόσο σημαντικό ρόλο, όσο ο ερωτισμός που αναδεικνύεται συχνά με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτά. Στη Δανάη του 1636 ανταγωνίζεται την περίφημη Δανάη του Τιτσιάνο, σύμβολο αισθησιασμού, που δίνει την αφορμή στον Ρέμπραντ να αναμετρηθεί με το θέμα του ερωτικού γυμνού. Στον Αριστοτέλη με την προτομή του Ομήρου (αυτοπροσωπογραφία του ως φιλοσόφου;), παραγγελία του Αντόνιο Ρούφο (17ος αιώνας) για το ανάκτορό του στη Μεσσήνη της Σικελίας, συνδυάζει την ποίηση με τη φιλοσοφία. 

Ο Ρέμπραντ δεν προσπαθεί να απεικονίσει τις μυθολογικές ιστορίες σύμφωνα με τα κλασικά πρότυπα, ούτε να προσθέσει γραφικές λεπτομέρειες. Δεν τον ενδιαφέρει η αναπαράσταση ή η αναγέννηση της κλασικής εποχής, αλλά αποδίδει τα μυθολογικά του θέματα με την προσωπική του πρωτοτυπία και ανανεωτική δύναμη, με μια μη συμβατική εικονογραφία: επικεντρώνει την προσοχή του στο συναίσθημα που βρίσκεται στο βάθος της ιστορίας, προτιμά να επιτείνει τη βιαιότητα των πράξεων και αντιδράσεων (βλ. Αρπαγή της Ευρώπης) και να καταργεί όλους τους φραγμούς στην απόδοση των συναισθημάτων που τις συνοδεύουν. Είχε αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν «λειτουργία της ψυχής». Ήξερε, όπως ο Σέξπιρ, να μπαίνει στο πετσί των ανθρώπων και να διεισδύει στην ψυχολογία τους.

Να κοιτάς την κόλαση, και να μην σε νοιάζει

Ξέρεις πότε αλλάζει ο άνθρωπος; 

Όταν κοιτάει την κόλαση, και δεν δίνει δεκάρα.
Όταν κοιτάει την κόλαση, και δεν κάνει μισό βήμα πίσω για να μην καεί.
Όταν κοιτάει την κόλαση, και δεν κάνει μισό βήμα να τρέξει μακριά.

Την στιγμή που κοιτάει την κόλαση κι αναμετριέται μαζί της σιωπηλά.

Βλέπει τους φόβους του έναν έναν να στήνουν χορό κι εκείνος σιγουτραγουδά την μελωδία.
Βλέπει τα όνειρά του να γίνονται ολοκαύτωμα κι εκείνος ρίχνει δυο στάλες λάδι πάνω από τη φωτιά, για να φουντώσει κι άλλο.

Τότε αλλάζει ο άνθρωπος.

Όταν αναμετρηθεί με την προσωπική του κόλαση, και δεν φτάσει στο σημείο να μην νιώθει άλλο πόνο. Να μην νιώθει άλλη απογοήτευση. Να μην έχει να εκτοξεύσει «κατηγορώ» ούτε προς τους άλλους, ούτε προς τον εαυτό του.

Τότε αλλάζει ο άνθρωπος.

Όταν ακούσει την φωνή του να μιλά σε μια ζωή άδεια από τους «δικούς του» ανθρώπους. Όταν κοιτάξει γύρω του και δεν δει κανένα από τα γνώριμα προσωπεία του.
Όταν βρει την δύναμη να βγάλει το μαχαίρι από μέσα του και να κόψει τους δεσμούς και τα δεσμά του. Όταν σηκωθεί, κοιταχτεί και δεν τον νοιάξουν άλλο τα «φταις» αλλά μετρήσει ένα ένα προσεκτικά τα «φταίω» του.

Τότε αλλάζει ο άνθρωπος.

Τότε ξαναγεννιέται. Μέσα από τις στάχτες του, μέσα από τα λάθη του, μέσα από όλα εκείνα που θα ήθελε να μην θυμάται για τον εαυτό του.

Γιατί ξέρεις, τον παράδεισο και την κόλαση, τα κουβαλάμε μέσα μας. Κι είναι εύκολο να είμαστε τα «θύματα», και οι «αθώοι» που περιδιαβαίνουμε ξένοιαστα τον παράδεισο, κραυγάζοντας για τους άλλους, τους «κακούς» του παραμυθιού.

Είναι εύκολο να κάνεις πως δεν θυμάσαι πως πάντα είμαστε «ο κακός λύκος» στο παραμύθι κάποιου. Το δύσκολο είναι να πας απρόσκλητος στην κόλασή σου, να ανάψεις την φωτιά και να κοιτάς στα μάτια όλα εκείνα που θα ήθελες να μην θυμάσαι.

Το δύσκολο είναι να κρατήσεις τα σημάδια σου για παράσημο και να σηκωθείς.

Να σηκωθείς, να ρίξεις μια τελευταία ματιά στην κόλαση, να της χαμογελάσεις και να γυρίσεις την πλάτη σου να φύγεις.

Γιατί τώρα ξέρεις.. πως η κόλασή σου, είχε όνομα, διεύθυνση και πρόσωπο..

Καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και ψυχική υγεία

Η ανθρώπινη σεξουαλικότητα είναι η ιδιότητα, ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι βιώνουν και εκφράζουν τον εαυτό τους ως σεξουαλικά όντα και περιλαμβάνει βιολογικά, ερωτικά, σωματικά, συναισθηματικά, κοινωνικά ή πνευματικά συναισθήματα και συμπεριφορές.

Όπως αναφέρει ο κοινωνιολόγος Jeffrey Weeks, τα ανθρώπινα όντα παλεύουμε διαρκώς να «δηλώσουμε ποιοι είμαστε μιλώντας για το φύλο μας».

Πασχίζουμε διαρκώς να παγιώσουμε τη σεξουαλικότητά μας, να τη σταθεροποιήσουμε, να βάλουμε ταμπέλες στον εαυτό μας και στους άλλους και να τους χαρακτηρίσουμε ως ετεροφυλόφιλους, ομοφυλόφιλους, gay, λεσβίες, bi-, trans-, και ένα σωρό άλλες ταυτότητες.

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η σεξουαλικότητα καθορίζεται γενετικά ενώ άλλοι θεωρούν ότι διαμορφώνεται από το περιβάλλον ή ότι και οι δύο αυτοί παράγοντες αλληλοεπιδρούν.

Δεν υπάρχει ακόμα σαφές πλαίσιο για να ορίσουμε τις περιβαλλοντικές επιδράσεις που σχετίζονται με τη διαμόρφωση της σεξουαλικής ταυτότητας, αν και υπάρχουν θεωρίες περί ταυτίσεως, π.χ. με τη μητέρα επειδή ο πατέρας ήταν πολύ βίαιος και ο φόβος δεν τους άφησε να τον πλησιάσουν.

Η σεξουαλικότητα κατά τον Λακάν

Ο πατέρας της ψυχανάλυσης, Σίγκμουντ Φρόιντ, πίστευε ότι οι σεξουαλικές κινήσεις είναι ενστικτώδεις. Έδωσε στις σεξουαλικές κινήσεις μια κεντρική θέση στην ανθρώπινη ζωή. Πίστευε ότι η σεξουαλικότητα των ενηλίκων είναι η κατάληξη μιας σύνθετης ατομικής διαδρομής που ξεκινάει από την παιδική ηλικία. Στη διάρκεια αυτής της πορείας σεξουαλικές ενορμήσεις και οι φαντασιώσεις καταλήγουν σε μία εξισορρόπηση. Η οιδιπόδεια πορεία επανερμηνεύεται από τον Γάλλο θεωρητικό της ψυχανάλυσης Jaques Lacan, υπό το πρίσμα της δομιστικής γλωσσολογίας του Ferdinand de Saussure.

Σύμφωνα με τον Lacan, το παιδί βρίσκεται αρχικά σε μία φαντασιακή ενότητα με τη μητέρα, ενώ ο αποχωρισμός από αυτήν, και συνακόλουθα η κοινωνικοποίηση και οριοθέτησή του, επιτελούνται με την εκμάθηση της γλώσσας και την είσοδό του στο λεγόμενο συμβολικό επίπεδο, στο πλαίσιο της οποίας αποκτά την προσδιορισμένη θέση του ως έμφυλο υποκείμενο, άντρας ή γυναίκα.

Το αντρικό και το γυναικείο σώμα και η ανατομία τους, σηματοδοτούνται μέσα σε συγκεκριμένα πολιτισμικά συμφραζόμενα και καταγράφονται ως συμβολικές αναπαραστάσεις στο ασυνείδητο, όπου λειτουργούν ως δομικά στοιχεία του ψυχισμού του κάθε ατόμου.

Ο Άγγλος φιλόσοφος και ιατρός Τζον Λοκ υποστήριξε ότι η σεξουαλικότητα επηρεάζεται από την ανατροφή, διαμορφώνοντας τη θεωρία περί άγραφου πίνακα (tabula rasa) του μυαλού.

Παρόλο, που η ομοφυλοφιλία, εδώ και πολλά χρόνια, δε θεωρείται πλέον νόσος ούτε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ούτε από την ψυχιατρική, το κοινωνικό στίγμα εμμένει, δημιουργώντας αρνητικά στερεότυπα αλλά και ψυχικά προβλήματα στους ομοφυλόφιλους.

Στάδια διαμόρφωσης ομοφυλοφιλικής σεξουαλικής ταυτότητας

Το 1979, η Αμερικανή κλινική ψυχολόγος Vivienne Cass διατύπωσε τη θεωρία της περί των σταδίων διαμόρφωσης της ομοφυλοφιλικής σεξουαλικής ταυτότητας. Στα αρχικά στάδια της διαπίστωσης ότι κάποιος έλκεται από το ίδιο φύλο, το άτομο μπορεί να μην αποδέχεται την ομοφυλοφιλική του ταυτότητα και να βιώνει μία σύγχυση ταυτότητας. Πολλές φορές αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να αναπτύσσονται τόσο έντονο stress όσο και τάσεις απομόνωσης.

Αργότερα συμβαίνει η μετάβαση από την απλή ανοχή της σεξουαλικής ταυτότητας του ατόμου στην αποδοχή. Το άτομο αυξάνει τις κοινωνικές συναναστροφές του, τόσο σε ευρύτερο επίπεδο όσο και επιδιώκοντας τις ομόφυλες ερωτικές επαφές. Παράλληλα προσπαθεί να αντιμετωπίσει την εσωτερική ένταση που απορρέει από τη μη συμμόρφωση με τα «κοινωνικά πρότυπα».

Από το στάδιο αυτό και μετά κυρίως ενδέχεται να προκύψουν τα διάφορα ψυχολογικά προβλήματα, λόγω της κοινωνικής καταπίεσης και της έλλειψης αποδοχής. Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ομοφυλόφιλοι άνθρωποι στα πλαίσια μιας ετεροσεξουαλικά προσανατολισμένης κοινωνίας, είναι κυρίως θέματα αποδοχής από το κοινωνικό σύνολο, την οικογένειά ή τον ίδιο τους τον εαυτό.

Γνωστοποίηση σεξουαλικότητας στο οικογενειακό περιβάλλον

Οι αντιλήψεις και αντιδράσεις περί ομοφυλοφιλίας των ατόμων μέσα από το περιβάλλον μας, επηρεάζουν συναισθηματικά την αποδοχή και την ελεύθερη εξωτερίκευση του σεξουαλικού προσανατολισμού μας. Αν οι παράγοντες γύρω μας δείχνουν ότι θα είναι αρνητικοί στην αποδοχή της εξωτερίκευσης του σεξουαλικού προσανατολισμού μας, δημιουργείται φόβος, με αποτέλεσμα τα άτομα να παγιδεύονται συχνά σε ένα φαύλο κύκλο σεξουαλικής καταπίεσης.

Οι περισσότεροι ομοφυλόφιλοι μεγαλώνουν σε ετεροφυλόφιλες οικογένειες και πολλές φορές δε λαμβάνουν καμία υποστήριξη όσον αφορά στη σεξουαλικότητά τους.

Η αίσθηση της διαφορετικότητας μέσα στην ίδια την οικογένειά τους, εάν οι γονείς δεν καταφέρουν να επιδείξουν ευαισθησία και θετική προδιάθεση, μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια της βασικής πηγής υποστήριξης.

Πρόκειται για μια ιδιαίτερα τραυματική εμπειρία, η οποία επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου, ειδικά κατά την εφηβική περίοδο.

Η γνωστοποίηση έτσι της σεξουαλικής ταυτότητας, στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο αλλά κυρίως στην οικογένεια είναι πολλές φορές μία δύσκολη υπόθεση. Πολλοί άνθρωποι βιώνουν συναισθήματα ενοχής, ντροπής ή εσωτερικευμένης ομοφοβίας και δε γνωστοποιούν έτσι τη σεξουαλική τους ταυτότητα.

Συμπτωματολογία καταπίεσης σεξουαλικότητας

Τα Τρία δοκίμια του Φρόυντ πάνω στη θεωρία της σεξουαλικότητας προσφέρουν τα θεμελιώδη στοιχεία της θεωρίας του περί των νευρώσεων με βάση την καταπίεση ή μη της πηγής της συναισθηματικής ενέργειας που ονόμασε λιμπίντο. Η καταστολή της σεξουαλικότητας μπορεί να μας οδηγήσει σε αυξημένο άγχος, έλλειψη σεξουαλικής εμπιστοσύνης, αίσθημα εσωτερικού κενού.

Η συμπτωματολογία εξαιτίας της οποίας προσέρχονται συχνά σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας, άτομα που αναγκάστηκαν ή επέλεξαν να καταπιέσουν ή να αποκρύψουν τη σεξουαλική τους ταυτότητα και επιλογή σχετίζεται τις περισσότερες περιπτώσεις με το αίσθημα ελλιπούς αποδοχής και άρα με μία εσωτερικευμένη πεποίθηση μειονεξίας, ανεπάρκειας και ενοχής.

Στην προσπάθειά τους να κρύψουν από τον περίγυρό τους ένα στοιχείο, τόσο βασικό για τη ζωή και την προσωπικότητα όλων μας, αναπτύσσουν συχνά καταθλιπτικά συμπτώματα αλλά πιο συχνά συμπτώματα από το φάσμα των αγχωδών διαταραχών.

Ψυχοσωματικές εκδηλώσεις, κρίσεις πανικού, γενικευμένο άγχος ή ψυχαναγκασμοί είναι ορισμένες κλινικές εικόνες που συναντάμε πολύ συχνά και σχετίζονται με καταπιεσμένη σεξουαλικότητα.

Πολλά άτομα, σε μία προσπάθεια απλοποίησης και εκλογίκευσης θεωρούν πως η απόκρυψη από τους οικείους τους ορισμένων στοιχείων, όπως το ντύσιμο που θα επέλεγαν, ορισμένες κινήσεις τους ή σε αρκετές περιπτώσεις ο/ η σύντροφός τους, δεν αποτελεί πρόβλημα, εφόσον εξακολουθούν κατά τα άλλα να ζουν τη ζωή που επέλεξαν.

Ψυχοσωματικά συμπτώματα

Το υποσυνείδητο όμως μοιάζει να αποθηκεύει μία σαφή πληροφορία: την ενοχοποίηση της σεξουαλικής επιλογής, το υποχρεωτικό βίωμα ντροπής και την αγάπη από τους οικείους μόνο υπό τον όρο της προσαρμογής στα επιθυμητά πρότυπα.

Η συσσώρευση των ερμηνειών και των συναισθημάτων αυτών ενδέχεται να οδηγήσει σε συσσωρευμένο θυμό αλλά και σε συσσωρευμένο άγχος εξαιτίας εν τέλει της απόρριψης του ίδιου μας του εαυτού, μιας και δε σταθήκαμε σθεναροί υπερασπιστές των επιλογών του.

Οι ανείπωτες επιθυμίες μπορούν να οδηγήσουν σε ψυχοσωματικά συμπτώματα, μέσω μίας προσπάθειας του ψυχισμού να τις απωθήσει περαιτέρω.

Διαταραχή πανικού λόγω καταπίεσης σεξουαλικής ταυτότητας

Μια συνηθισμένη σχετικά κλινική εικόνα είναι αυτή της διαταραχής πανικού. Το αίσθημα απώλειας ελέγχου στη ζωή μετουσιώνεται σε αίσθημα απώλειας ελέγχου του σώματος και του μυαλού και οδηγεί σε κρίσεις πανικού. Σύμφωνα με ένα ψυχοδυναμικό μοντέλο, τα άτομα που αναπτύσσουν κρίσεις πανικού έχουν συχνά στο ιστορικό μα φοβική εξάρτηση από τα πρόσωπα φροντίδας. Τα πρόσωπα από τα οποία εξαρτάται το άτομο βιώνονται ως αναξιόπιστα, ασταθή και απορριπτικά, με αποτέλεσμα το άτομο αντί για ασφάλεια, να νιώθει θυμό.

Ο θυμός που νιώθουν συνειδητά ή έχουν εσωτερικεύσει τα άτομα, εκφράζεται άλλοτε με αυτοκαταστροφικά στοιχεία και άλλοτε με μια γενικευμένη δυσαρέσκεια και υπερένταση. Ο θυμός αυτός θα μπορούσε φαντασιωσικά να αποτελέσει απειλή για το δεσμό με τα πρόσωπα από τα οποία εξαρτάται και αυτός ο κίνδυνος είναι πηγή σημαντικού άγχους.

Στην προσπάθεια να εξισορροπήσουν το «ελάττωμά» τους, ορισμένα άτομα αναπτύσσουν ψυχαναγκαστικά στοιχεία, με στόχο την επίτευξη της ανέφικτης τελειότητας και την κατάκτηση έμμεσα της πολυπόθητης άνευ όρων αγάπης και αποδοχής από τους σημαντικούς άλλους.

Ψυχοθεραπεία και αποδοχή σεξουαλικής ταυτότητας

Η πηγή του άγχους εν τέλει πρέπει να αναζητηθεί σε μία βαθύτερη κρίση εαυτού. Τα συμπτώματα δεν είναι παρά μία προσπάθεια του ψυχισμού, να βγάλει άλυτα και ατακτοποίητα θέματα στην επιφάνεια.

Η αντίσταση που προβάλλεται σχετίζεται με το ότι το άτομο βιώνει απειλητικά την αλλαγή που απαιτείται ώστε να αντιμετωπιστεί η βαθύτερη πηγή του άγχους, και έτσι αποφεύγει να την κοιτάξει κατάματα. Αναδύεται έτσι επιπρόσθετη ένταση και άρνηση.

Η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση έχει σαν στόχο την ανάδειξη των εσωτερικών αυτών διεργασιών. Χρειάζεται να αποχωριστεί κανείς ένα κομμάτι του μέχρι τότε εαυτού του, προκειμένου να γνωρίσει τον εαυτό του διαφορετικά και να βιώσει την αλλαγμένη του προσωπικότητα, εκείνη που δε θα έχει «ανάγκη» το σύμπτωμα.

Απώτερος στόχος είναι το άτομο να αποδεχτεί εις βάθος τη σεξουαλική του ταυτότητα και να τη συγχωνεύσει με άλλες πτυχές του εαυτού του. Έτσι μόνο, ο σεξουαλικός προσανατολισμός θα θεωρηθεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητας του ατόμου αλλά ταυτόχρονα και μόνο ένα μέρος του εαυτού του παρά ολόκληρη η ταυτότητα του.

Κάθε φορά που απογοητεύεσαι από τους ανθρώπους

Κάθε φορά που απογοητεύεσαι από τους σημαντικούς για σένα ανθρώπους σκέψου πως περίμενες περισσότερα από όσα είχαν σκοπό να σου δώσουν.

Το έβλεπες, το ήξερες, παρόλα αυτά ήλπιζες. Δεν σου φταίει κανείς για τις προσδοκίες που καλλιέργησες. Πόσες φορές άραγε έχει επαναληφθεί το ίδιο;

Μπορείς να σταματήσεις τουλάχιστον να περιμένεις. Φρόντισε την επόμενη φορά να κοιτάξεις την πραγματικότητα, όπως είναι και όχι όπως θα ήθελες να είναι. Δες τους ανθρώπους γύρω σου, ανάλογα με το πόσο θέλουν να είναι μέρος της ζωής σου και όχι με βάση το πόσο εσύ θα ήθελες να είναι. Και μπορείς να αποφασίσεις τι θέλεις: τι θέλεις να προσδοκάς και τι όχι, τι επιλέγεις να ζεις και με ποιους;

Όταν κάποιος σου δείχνει ότι είσαι η τελευταία του επιλογή, δεν μπορείς να μένεις ελπίζοντας να καταλάβεις μια πιο σημαντική θέση. Σε σένα ανήκει η απόφαση: ή μένεις και συμβιβάζεσαι με τη θέση που σου δόθηκε ή αποχωρείς.

Κάθε φορά που απογοητεύεσαι από τους σημαντικούς για σένα ανθρώπους που θεωρούσες πως υπάρχουν στη ζωή σου σκέψου ότι εσύ τους επέλεξες ή τουλάχιστον εσύ τους έδωσες μια σημαντική θέση στη ζωή σου. Ίσως σκεφθείς ότι είναι αναισθησία ή έλλειψη κοινωνικότητας το να αποχωρήσεις. Όμως, σκέψου ότι είναι έλλειψη σεβασμού προς τον εαυτό σου το να θέλεις να είσαι μέρος στη ζωή κάποιων ανθρώπων που αυτοί διαρκώς σου δείχνουν ότι δεν θέλουν να σ’ έχουν μέρος της δικής τους ζωής.

Όταν οι ανάγκες του καθενός είναι διαφορετικές και τα κριτήρια που ο καθένας θεωρεί σημαντικά διαφοροποιούνται καλείσαι να επιλέξεις τι θέλεις και ποιους θέλεις στη ζωή σου. Δεν θα μείνουμε στο αν είναι σωστό ή όχι να απογοητευόμαστε με τους ανθρώπους που υπάρχουν στη ζωή μας. Ας μείνουμε σε αυτό που νιώθουμε.

Απογοήτευση: ένα συναίσθημα είναι. Το ζήτημα είναι τι θα κάνουμε με αυτό το συναίσθημα.

Θα ήταν βοηθητικό να μας κινητοποιήσει ώστε να δούμε τι κάνουμε λάθος ως προς τις επιλογές μας ή ως προς τον τρόπο που επεξεργαζόμαστε ή αντιλαμβανόμαστε τις επιλογές μας.

Μήπως διαρκώς ζητάμε περισσότερα από τους ανθρώπους που απλώς θέλουν να μείνουν σε επιφανειακές και εφήμερες αλληλεπιδράσεις μαζί μας;

Μήπως επενδύουμε σε ανθρώπους που ποτέ δεν επένδυσαν στη σχέση που εμείς πιστεύαμε πως είχαμε;

Μήπως πρέπει να ξεπεράσουμε τη ρομαντική θεώρηση και θέαση των σχέσεων;

Μήπως ο ωφελισμός είναι σημαντικότερος από το συναίσθημα;

Μήπως οι σχέσεις εξαρτώνται περισσότερο από τις ανάγκες που μπορούν να καλύψουν τη δεδομένη στιγμή;

Μήπως πάντα περιμέναμε περισσότερα από ανθρώπους που δεν ήταν πρόθυμοι να είναι εδώ για εμάς;


Επομένως, για να είσαι η επιλογή μου θα πρέπει να το θέλεις. Για να γίνεις μέρος της ζωής μου, θα πρέπει να το επιθυμείς. Όσο και να ελπίζω και όσο και να τα ονειρεύομαι αυτά αν δεν υπάρχει ανταπόκριση, το μόνο που θα καταφέρω είναι για άλλη μια φορά να απογοητευτώ από τους ανθρώπους γύρω μου… από τους ανθρώπους που θεωρούσα σημαντικούς και πίστευα πως αποτελούν μέρος της ζωής μου και εγώ μέρος της δικής τους ζωής…

ΘΥΜΗΣΟΥ: δεν σε απογοητεύουν οι άνθρωποι, απογοητεύεσαι από τις προσδοκίες που εσύ έχεις για τους ανθρώπους γύρω σου...

Τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη

Τα «Ηθικά Νικομάχεια» (Η.Ν.) είναι ένα έργο όψιμης δημιουργίας του Αριστοτέλη και ανήκει στις πραγματείες εκείνες που περιστρέφονται ζητήματα ηθικής. Μαζί με άλλα δύο έργα που έχουν διασωθεί, τα «Ηθικά Ευδήμεια» και τα «Ηθικά Μεγάλα», ο Αριστοτέλης επιχειρεί να ορίσει και να διακριβώσει την έννοια της αρετής που ταυτίζεται με την έννοια του αγαθού.

Ο τίτλος του έργου προσεγγίζεται από τη φιλολογική έρευνα με πολλή προσοχή, ωστόσο είναι βέβαιον πως η αφιέρωση ανήκει στον γιο του Αριστοτέλη, Νικόμαχο, που είχε πεθάνει νέος. Τα Η.Ν. εκτείνονται σε δέκα βιβλία και σε γενικές γραμμές η θεματική τους επικεντρώνεται στους όρους και σας προϋποθέσεις των ανθρώπινων πράξεων, στην εννοιολογική οριοθέτηση της ευδαιμονίας, στις ηθικές και διανοητικές αρετές του ανθρώπου, καθώς και στους ορθούς τρόπους συμπεριφοράς και πράξης.

Πέρα από το θεωρητικό πλαίσιο, που από φιλοσοφικής άποψης είναι ελκυστικό, το ερώτημα που ανακύπτει είναι: για ποιον λόγο θα πρέπει ο σύγχρονος αναγνώστης να μελετήσει το έργο αυτό; Τι έχει ουσιαστικά να του προσφέρει; Σε ποια ερωτήματά του θα βρει απαντήσεις;

Στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι οι Αρετές είναι δύο ειδών: η διανοητική και η ηθική αρετή. Η διανοητική προκύπτει από την διδασκαλία και θέλει χρόνο και πείρα για να αποκτηθεί. Η ηθική αρετή είναι αποτέλεσμα του “έθους” (συνήθεια). Το ήθος και το έθος έχουν ένα γράμμα διαφορά.

Ο Αριστοτέλης απαντά με ειλικρινή απλότητα ότι η καλή ζωή είναι η ευτυχισμένη ζωή. Εξετάζει στα «Ηθικά» του όχι πως να γίνονται οι άνθρωποι καλοί άνθρωποι, όπως ο Πλάτων, αλλά πως να γίνονται ευτυχείς. Όλα τα άλλα πράγματα εκτός της ευδαιμονίας, αναζητούνται με κάποιο άλλο σκοπό. Μόνο η ευτυχία αναζητείται για τον εαυτόν της. Ορισμένα πράγματα είναι αναγκαία για την διαρκή ευτυχία: η καλή γέννηση, η καλή υγεία, το κάλλος, η καλή τύχη, η καλή υπόληψη, οι καλοί φίλοι, τα καλά χρήματα και η καλοσύνη. «Όσοι λένε ότι ο βασανιζόμενος στο τροχό ή αυτός που υπόκειται σε μεγάλες συμφορές, είναι ευτυχής, αρκεί να είναι καλός, λένε ανοησίες».

Για τον Αριστοτέλη η αρετή είναι ύψιστο αγαθό, ενώ οι τιμές, τα πλούτη και τα παρόμοια δεν ξεπερνούν απαραίτητα ένα αναγκαίο όριο. Ενέργεια του νου και σκοπός της πράξης είναι αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα κατ΄ αναλογία στο βαθμό πραγμάτωσης. Η ενέργεια του νου είναι λοιπόν ο σκοπός της πράξης, αλλά και το μέσον που πραγματώνει το σκοπό. Η ενέργεια έχει δύο όψεις· είναι και σκοπός και μέσον. Ως σκοπός η ενέργεια είναι ευδαιμονία, ως μέσον η ενέργεια ονομάζεται αρετή, έτσι, αρετή είναι η ενέργεια που υποκινείται από το νου και γι' αυτό είναι σύμφωνη με την έλλογη φύση, που είναι το ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου. Η αρετή δεν είναι φυσική προδιάθεση, αλλά κάτι που προκύπτει από δραστηριότητα και επίμονη άσκηση και δεν αποκτιέται με τη διδασκαλία, αλλά με την πρακτική. Το παιδί μπορεί να μάθει μαθηματικά, αλλά δεν μπορεί να διδαχτεί την ηθική, αφού δεν έχει πείρα από τη ζωή και τις πράξεις. Επειδή οι αρετές σχετίζονται με την ανθρώπινη δραστηριότητα, η κατάταξη τους θα πρέπει να γίνει με βάση το πόσες είναι οι βασικές ανθρώπινες δραστηριότητες. Δυο είναι οι βασικές ανθρώπινες δραστηριότητες: η λογική και η δραστηριότητα που συμμορφώνεται με τη λογική. Η πρώτη αντιστοιχεί με τη διανοητική ενέργεια και η δεύτερη με την ηθική βούληση.

Η θεωρία του Αριστοτέλη ότι η αρετή αποτελεί μεσότητα βρήκε πολλούς επικριτές που ισχυρίστηκαν αν η αρετή αποτελεί μεσότητα, αν παρεκκλίνει προς τα δυο άκρα, την έλλειψη ή την υπερβολή, μπορεί να μετατραπεί σε κακία. Την απάντηση τη δίνει ο Αριστοτέλης στο 1107a.6: ως προς την ουσία και τον ορισμό, η αρετή είναι μεσότητα, ως προς το άριστο όμως και το καλό είναι ακρότητα. Δεν επιδέχεται δηλαδή μεταβολή προς τα άκρα.

Οι αρετές κατατάσσονται σε δυο κατηγορίες (Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς),[τις διανοητικές, δηλαδή τη σοφία και τη φρόνηση και τις ηθικές] που συνδέονται με τη βούληση και γενικά τον ηθικό βίο. Οι διανοητικές αρετές δημιουργούνται από τη διδασκαλία, ενώ οι ηθικές από τον συνεχή εθισμό, εξ έθους, γι΄αυτό ονομάζονται και ηθικές. Ο εθισμός είναι χαρακτηριστικό μόνο του ανθρώπου. Δεν μπορούμε να συνηθίσουμε την πέτρα να μη πέσει κάτω, υποστηρίζει ο Αριστοτέλη. Αλλά ο άνθρωπος έχει έμφυτη την προδιάθεση για τον εθισμό, όπως και για την αρετή.

Ο Αριστοτέλης δίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ευδαιμονία γιατί σε τελική ανάλυση κανείς δεν θέλει να είναι δυστυχής. Οι δραστηριότητες που αποτελούν την ευδαιμoνία απαιτούν ανθρώπινη νόηση που έχει ωριμάσει μέσα από την πρακτική. Πράγματι: «Η ευδαιμονία μπορεί να είναι και κάτι κοινό σε όλους τους ανθρώπους, γιατί είναι δυνατόν να υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, που δεν είναι ανίκανοι να φτάσουν στην αρετή με τη βοήθεια κάποιας εκμάθησης και επιμέλειας».[*] Έπειτα λοιπόν, ότι η ευδαιμονία είναι ταυτόχρονα και το άριστο και το πιο ωραίο και το πιο ευχάριστο, κι αυτά τα χαρακτηριστικά της δεν διαχωρίζονται σύμφωνα με το Δηλιακό επίγραμμα, που λέει ότι:

Το πιο δίκαιο είναι το πιο ωραίο απ΄ όλα και η υγεία το πιο ευάρεστο, κι από τη φύση το πιο ευχάριστο το να βρει κανείς εκείνο που αγαπά.

Το χωρίο επιχειρεί να δείξει πως είναι λογικό να υποθέτουμε ότι η ευδαιμονία είναι αποτέλεσμα προσπάθειας μάλλον παρά τύχης. Ο γενικός κανόνας στη φύση είναι ότι τα καλύτερα αποτελέσματα σε κάθε τομέα, προκύπτουν πάντα από κάποιο είδος σκόπιμης προσπάθειας. Αν λοιπόν υποθέτει κανείς ότι η ευδαιμονία, το καλύτερο πράγμα στον τομέα της ανθρώπινης ζωής, οφείλεται στην τύχη, θα πρέπει ταυτόχρονα να αποδέχεται και την ύπαρξη μιας σημαντικής εξαίρεσης στον γενικό κανόνα του φυσικού νόμου. Πολλές, πράγματι, μεταβολές συμβαίνουν στη ζωή του ανθρώπου και κάθε είδους διακυμάνσεις και ενδέχεται στη γεροντική ηλικία να πέσει σε μεγάλες συμφορές εκείνος που διέθετε την πιο μεγάλη ευημερία, όπως διηγούνται για τον Πρίαμο τα ηρωικά έπη. Κανείς δεν μακαρίζει εκείνον που τον βρήκαν τέτοιου είδους δυστυχίες και τέλειωσε άθλια τη ζωή του. Πέραν αυτών ο Αριστοτέλης εξετάζει τα εξωτερικά αγαθά, το ρόλο που μπορεί να παίζουν στην ανθρώπινη ζωή, τον τρόπο και τον βαθμό που η ευ-τυχία ή η δυσ-τυχία καθορίζουν την ευδαιμονία. Η άποψη του Αριστοτέλη είναι πως εκείνο που καθορίζει την αξία της ζωής είναι οι πράξεις. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να πετύχει το «ευ ζην» χωρίς κανένα υλικό, όπως ο υποδηματοποιός δεν μπορεί να φτιάξει υποδήματα χωρίς δέρμα.

Τις πρώτες αναφορές για τους ανθρώπινους χαρακτήρες πρέπει ν΄αναζητήσουμε στα Ηθικά Νικομάχεια (Δ΄) του Αριστοτέλη όπου αναπτύσσεται το Αριστοτελικό αξίωμα της μεσότητας. Πάντα, κατά τον Αριστοτέλη, η υπερβολή και η έλλειψη είναι δυο ακρότητες ανάμεσα στις οποίες πρέπει να εφαρμόζουμε το σωστό μέτρο. Για παράδειγμα η ανδρεία είναι το σωστό μέτρο ανάμεσα στο θράσος (παράτολμο) και στη δειλία, η σωφροσύνη ανάμεσα στην αναισθησία (απάθεια, αδιαφορία) και στην ακολασία, η γενναιοδωρία ανάμεσα στη φιλαργυρία (τσιγκουνιά) και στην σπατάλη. Η πραότητα είναι μεσότητα ως προς την οργή. Επειδή όμως το μέσον ως προς την οργή δεν έχει ιδιαίτερο όνομα, σχεδόν δεν έχουν και τα δύο άκρα, αποδίδουμε ως ιδιαίτερη ονομασία την πραότητα, αν και αυτή αποκλίνει προς την έλλειψη οργής που κι αυτή είναι χωρίς όνομα. Η υπερβολική οργή θα μπορούσε να ονομασθεί οξυθυμία, όπως οι πικρόχολοι που είναι αδιάλλακτοι και κρατούν την οργή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ ονομάζουμε δύστροπους τους ανθρώπους εκείνους που στενοχωριούνται και οργίζονται για πράγματα που δεν πρέπει. Επομένως οι αναφορές του Αριστοτέλη στους ανθρώπινους χαρακτήρες αφορούν την άσκηση της αρετής σχετικά με τον πλούτο, τα περιουσιακά στοιχεία, τις εν γένει συναναστροφές, τη συμβίωση και την επικοινωνία με λόγια και πράξεις (ἐν δὲ ταῖς ὁμιλίαις καὶ τῷ συζῆν καὶ λόγων καὶ πραγμάτων κοινωνεῖν).

Ο ευτυχισμένος βίος

Ο Αριστοτέλης διακηρύσσει πως ο αγαθός και ενάρετος βίος είναι ο ευτυχισμένος βίος. «Άκρότατον των πρακτών άγαθών» ονομάζει την ευδαιμονία, δηλαδή το υψηλότερο από τα αγαθά που οι άνθρωποι πετυχαίνουν με τις πράξεις τους. Ο άνθρωπος λοιπόν μπορεί να κατακτήσει την αρετή, εφόσον ικανοποιήσει την προϋπόθεση της προσωπικής ευτυχίας. Και ποια είναι η αρετή για τον Αριστοτέλη;

Η αρετή, λοιπόν, δεν προκύπτει αυτόματα, ούτε προϋπάρχει στην ανθρώπινη φύση. Είναι προϊόν και αποτέλεσμα συντονισμένης νοητικής διαδικασίας και ενεργητικής πράξης που επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο και βασίζεται στην προαίρεση, δηλαδή τη φυσική τάση του ανθρώπου για κάτι καλό. Το σημείο όμως εκείνο στο οποίο θα πρέπει να εστιάσει ο ενδιαφερόμενος, είναι εκείνο που βρίσκεται στο μέσον των πραγμάτων.

Και για να συμβεί αυτό, θα πρέπει το άτομο να διαθέτει τη λογική και τη φρόνηση, ούτως ώστε να αποφεύγει τις ακρότητες που θα τον οδηγήσουν σε λάθος δρόμο. Ανάμεσα στην υπερβολή και στην έλλειψη, τις δύο κακίες, βρίσκεται η έννοια της μεσότητας που ταυτίζεται με την αρετή. Για παράδειγμα, η ανδρεία βρίσκεται στο μέσον του θράσους και της δειλίας· η γενναιοδωρία ανάμεσα στη φιλαργυρία και στη σπατάλη· η σωφροσύνη ανάμεσα στην ακολασία και στην αναισθησία κ.ο.κ.

Η διαίρεση της ψυχής

Από το πρώτο βιβλίο των Η.Ν. ο αναγνώστης έρχεται σε γνωριμία με την αντίληψη του Αριστοτέλη για τη διαίρεση της ψυχής.

Δύο είναι τα μέρη που την απαρτίζουν: το άλογον και το λόγον έχον μέρος. Έτσι ο ανθρώπινος οργανισμός λειτουργεί με δύο τρόπους: α) με βάση τη λογική του, β) με τρόπους που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τη λογική. Το φυτικόν και το επιθυμητικόν είναι υποδιαιρέσεις του αλόγου μέρους και το λόγον έχον μέρος υποδιαιρείται στο επιθυμητικόν και στο κυρίως λόγον έχον.

Η λογική λοιπόν, διαδραματίζει για τον Αριστοτέλη κομβικό ρόλο στη χάραξη σωστών ενεργειών που με τη σειρά τους θα οδηγήσουν στην κατάκτηση του αγαθού, που είναι η ευδαιμονία. Μολονότι οι έννοιες της ευδαιμονίας και της μεσότητας είναι οι πιο γνωστές στα Η.Ν., πρέπει να σημειωθεί πως ο Αριστοτέλης πραγματεύεται και άλλες πολύ σημαντικές θεωρητικές έννοιες, όπως η δικαιοσύνη.

Δεν είναι τυχαίο πως η διάκριση των εξουσιών στα πάσης φύσεως πολιτειακά συστήματα, έχουν τη βάση τους στον Αριστοτέλη και στο εν λόγω σύγγραμμα. Το δίκαιο χωρίζεται σε φυσικό και θετικό (νομικό)· το πρώτο είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης πρωτοβουλίας του ανθρώπου, ενώ το δεύτερο προκύπτει από τη φυσική αναγκαιότητα των πραγμάτων που το επιβάλλουν.

Η ισχύς του φυσικού δικαίου προκύπτει από την ηθική αναγκαιότητα ενώ του θετικού δικαίου από την κατά συνθήκη θέσπισή του. Στο τελευταίο εμπίπτουν οι γραπτοί και άγραφοι κανόνες δικαίου και γενικότερα όλοι οι κανόνες που δεν υπαγορεύονται από το φυσικό δίκαιο. Από εδώ εκκινεί η διένεξη μεταξύ θετικού και φυσικού δικαίου που απασχολεί διαχρονικά τη νομική επιστήμη.

Η αρετή δεν προκύπτει αυτόματα, ούτε προϋπάρχει στην ανθρώπινη φύση. Είναι προϊόν και αποτέλεσμα συντονισμένης νοητικής διαδικασίας και ενεργητικής πράξης που επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο

Η ευτυχία

Τα παραπάνω αποτελούν όψεις της αριστοτελικής φιλοσοφικής σκέψης και επιλέχθηκαν για να καταδείξουν αυτή ακριβώς την αναγκαιότητα της ανάγνωσης των Η.Ν.

Κανείς δεν πρόκειται να μείνει για πάντα, εάν δεν προσπαθήσουμε να τον κρατήσουμε

Είναι ωφέλιμο να εκτιμούμε την αξία των αγαπημένων μας ανθρώπων, όταν έχουμε την τύχη να βρίσκονται κοντά μας, διότι αν συμβεί κάτι και απομακρυνθούν, τότε οι ισορροπίες αλλάζουν άρδην. Είναι καλό να εκφραζόμαστε ελεύθερα, να μιλάμε ανοιχτά για όσα μας απασχολούν. Να μιλάμε δηλαδή για τις σκέψεις και τα συναισθήματά

μας αυθόρμητα, χωρίς να φοβόμαστε, χωρίς να έχουμε δεύτερες σκέψεις. Το ιδανικό θα ήταν να εκφράζουμε στους οικείους μας την ανιδιοτελή μας αγάπη αλλά και το θυμό μας, όταν κρίνεται απαραίτητο.

Έτσι, θα καταφέρουμε να μη συσσωρεύουμε μέσα μας άλλοτε θετικά κι άλλοτε αρνητικά συναισθήματα, γιατί κάποια στιγμή θα θελήσουμε να τα διοχετεύσουμε προς τα έξω και συνήθως αυτό συμβαίνει με άσχημο τρόπο.

Δε θα πρέπει να θεωρούμε την παρουσία κανενός δεδομένη στη ζωή μας. Κανείς δεν πρόκειται να μείνει για πάντα εκεί για εμάς, εάν δεν προσπαθήσουμε να τον κρατήσουμε. Είτε πρόκειται για φίλο είτε για ερωτικό σύντροφο. Κανείς δεν πρόκειται να αντέξει επ΄ αόριστον να τον μειώνουμε και να τον μαστιγώνουμε με τα λόγια και τις πράξεις μας και αυτό είναι απολύτως κατανοητό.

Όσο και να μας αγαπούν, όσο και να μας νοιάζονται οι άνθρωποι που έχουμε γύρω μας, αν εμείς δεν κάνουμε τίποτα για να ανταποδώσουμε την αγάπη που μας έχουν απλόχερα προσφέρει, θα τους χάσουμε αργά ή γρήγορα. Και τότε θα είναι πια πολύ αργά για συγγνώμες, μετάνοιες και δάκρυα.

Γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έχουμε επιλέξει συνειδητά στην πάροδο της ζωής μας έχουν αξιοπρέπεια, για αυτό και κάποια στιγμή φεύγουν με το κεφάλι ψηλά όσο και να μας αγαπούν όσο και να μας πονάνε. Άλλοτε μας προειδοποιούν για τη φυγή τους και άλλοτε όχι. Κρίνουν πάντα κατά βούληση και φυσικά δε στοχεύουν στο να μας πληγώσουν με την κίνησή τους αυτή. Ίσως θέλουν να μας λογικεύσουν.

Κάποιες φορές τους αναγκάζουμε εμείς οι ίδιοι με την άσχημη συμπεριφορά μας απέναντί τους να απομακρυνθούν, να φύγουν από κοντά μας έστω και προσωρινά. Εκείνοι, όντας αθεράπευτα ρομαντικοί, ελπίζουν ότι στερώντας μας την παρουσία τους από τη ζωή μας ότι κάτι θα αλλάξει, ότι θα πάρουμε κάποιο μάθημα ζωής. Ενδεχομένως να πιστεύουν ότι θα αλλάξουμε γραμμή πλεύσης κι έτσι θα σταματήσουμε να τους δικάζουμε καθημερινά.

Πράγματι, κάποιες φορές το επιτυγχάνουν. Ιδίως όταν πρυτανεύσει η λογική. Αν όμως κυριαρχήσει ο θυμός, θα οξυνθούν τα πνεύματα κι έτσι θα πετύχουμε τα αντίθετα αποτελέσματα. Θα αντιμετωπίσουμε τη φυγή ως δική τους αδυναμία κι όχι ως λογική απόρροια των γεγονότων. Θα θεωρήσουμε ότι λάκισαν, ότι εξαφανίστηκαν στην πρώτη δυσκολία. Παρόλα αυτά, γνωρίζουμε βαθιά μέσα μας ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, διότι μέχρι πρότινος οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονταν πάντα στο πλάι μας.

Τόσο στις καλές όσο και στις κακές μας στιγμές μας κρατούσαν το χέρι, μας παρηγορούσαν, αλλά εμείς δεν τους αναγνωρίσαμε ποτέ την προσπάθειά τους αυτή. Θα πρέπει επομένως να ζυγίζουμε καλά τις καταστάσεις προτού πάρουμε οποιαδήποτε απόφαση. Θα πρέπει να συνυπολογίσουμε επίσης το γεγονός ότι κανείς δε φεύγει αναίτια από τη ζωή μας. Αν καθίσουμε και το σκεφτούμε ώριμα και λογικά, σίγουρα θα βρούμε το λόγο, την αιτία που μας οδήγησε στη ρήξη.

Οι ανθρώπινες σχέσεις, όπως είναι γνωστό στηρίζονται στο δούναι και λαβείν και αυτό θα ήταν καλό να το λαμβάνουμε πάντα σοβαρά υπόψη μας. Όταν κερνάμε τους οικείους μας μονάχα πίκρες, στεναχώριες και προβλήματα αργά ή γρήγορα θα μας εγκαταλείψουν και θα έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους.

Αρκεί βέβαια κι εμείς με τη σειρά μας να αντιληφθούμε γρήγορα το λάθος μας, να το αναγνωρίσουμε και να προσπαθήσουμε να επανορθώσουμε εγκαίρως προτού πέσουν οι τίτλοι τέλους στη σχέση μας. Ο δεδομένος άλλωστε δεν εκτιμήθηκε σχεδόν ποτέ εγκαίρως για αυτό και αποχώρησε από τη ζωή μας τόσο αθόρυβα όσο ήρθε σε αυτήν.

Είναι στο δικό μας χέρι αυτή τη φορά να αλλάξουμε τη ροή των πραγμάτων, να ανατρέψουμε τις ισορροπίες. Τίποτα δε θα πρέπει να θεωρούμε αυτονόητο και δεδομένο. Πόσο μάλλον την αγάπη των οικείων μας ανθρώπων, θα πρέπει να τη διεκδικούμε καθημερινά. Ιδίως στην εποχή που διανύουμε οι ανθρώπινες σχέσεις διέρχονται από μία έντονη κρίση. Το ιδανικό θα ήταν να επενδύουμε σε ισότιμες σχέσεις, σε σχέσεις εμπιστοσύνης σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας.

Ο δεδομένος εκτιμήθηκε μονάχα κατά την αποχώρησή του. Τότε μόνο αναγνωρίστηκε η αξία του, όσο σκληρό κι αν ακούγεται αυτό. Μέχρι εκείνη τη στιγμή όλοι όσοι αγαπούσε τον πλήρωναν με το νόμισμα της αδιαφορίας κι αυτό ήταν πολύ σκληρό για εκείνον. Τον πλήγωνε βαθύτατα, του άνοιγε καθημερινά πληγές που μάτωναν και αιμορραγούσαν κάθε τόσο.

Να αγαπάτε τη ζωή σας και να εκτιμάτε τους ανθρώπους που έχετε γύρω σας. Να θυμάστε πάντα ότι τα λάθη είναι ανθρώπινα καθώς και ότι όλα μπορούν να διορθωθούν με μία ειλικρινή συγγνώμη. Άλλωστε, όλοι είμαστε τρωτοί, όλοι έχουμε τις αδυναμίες μας και κατ΄ επέκταση κανείς μας δεν είναι τέλειος. Για αυτό και θα ήταν καλό να εκτιμούμε όσους ανθρώπους βρίσκονται γύρω μας και μας γεμίζουν με την αγάπη τους.

Η αφήγηση των παραμυθιών και η επίδρασή της στα οχτώ είδη νοημοσύνης του παιδιού

'Εχει από καιρό ξεπεραστεί η αντίληψη πως ο έξυπνος και προικισμένος άνθρωπος, είναι αυτός που διαθέτει υψηλό δείκτη νοημοσύνης. Τώρα πια, όταν μιλάμε για έναν άνθρωπο με αναπτυγμένη ευφυΐα, καλούμαστε να γνωρίζουμε για ποια από τα είδη νοημοσύνης μιλάμε, σε ποια από τις ευφυΐες του αναφερόμαστε. Το 1984 ο αναπτυξιακός ψυχολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, Ηoward Gardner, υποστήριξε πως δεν υπάρχει μια νοημοσύνη, κοινή για όλους τους ανθρώπους, για όλους τους πολιτισμούς και όλες τις εποχές. Αντίθετα, υπάρχουν οχτώ είδη νοημοσύνης, καθένα από τα οποία πηγάζει από διαφορετικό τμήμα του εγκεφάλου.

Πώς όμως μπορεί να συνδέεται η λειτουργία της αφήγησης των παραμυθιών με το ιδιαίτερο προφίλ της νοημοσύνης του παιδιού και την ανάπτυξη της πολλαπλότητάς του;

Τα παραμύθια παρέχουν στα παιδιά πολλαπλά ερεθίσματα, ώστε να αναπτύξουν αποτελεσματικά όλο το φάσμα της νοημοσύνης τους. Γνωρίζουμε ότι αυτά που μαθαίνει το παιδί ως το πέμπτο έτος της ηλικίας του αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των νοητικών δεδομένων για την υπόλοιπη ζωή του. Έρευνες νευροεπιστημών των τελευταίων χρόνων μας λένε ότι η ποσότητα, αλλά και η ποιότητα ερεθισμάτων που δίνουμε στα παιδιά από την πρώτη κιόλας ηλικία, όχι μόνο τα τροφοδοτούν με γνώσεις, αλλά δημιουργούν και τις συνάψεις στα εγκεφαλικά κύτταρα, συνθέτοντας και δημιουργώντας τη βάση, στην οποία θα αποθηκεύουν πληροφορίες για την υπόλοιπη ζωή τους.

Κατά τη διάρκεια της αφήγησης ενός παραμυθιού απαιτούνται και καλλιεργούνται τα περισσότερα, αν όχι όλα, είδη νοημοσύνης του παιδιού, τα οποία είναι τα ακόλουθα:

1. γλωσσική ή λεκτική νοημοσύνη
2. μουσική / ρυθμική νοημοσύνη
3. σωματική / κιναισθητική νοημοσύνη
4. συναισθηματική ή διαπροσωπική νοημοσύνη
5. ενδοπροσωπική νοημοσύνη
6. χωρική νοημοσύνη
7. φυσιογνωστική νοημοσύνη
8. λογική / μαθηματική νοημοσύνη

Η γλωσσική ή λεκτική νοημοσύνη

Η γλωσσική ή λεκτική νοημοσύνη αφορά όλες τις λεκτικές ικανότητες του ανθρώπου και εδράζεται στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου. Εκδηλώνεται με την ευαισθησία στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, με την ικανότητα εκμάθησης και ομιλίας διαφορετικών γλωσσών και τη χρήση της γλώσσας για την επίτευξη κάποιων στόχων. Τη νοημοσύνη αυτή τη διαθέτει ο ποιητής, ο συγγραφέας, ο ρήτορας, κλπ. Σαφώς και με την αφήγηση των παραμυθιών καλλιεργείται αυτού του είδους η νοημοσύνη, τα παιδιά έρχονται σε επαφή με τον ποιητικό και συμβολικό λόγο των παραμυθιών, με τη φαινομενικά απλή και αλληγορική τους γλώσσα που είναι βαθιά ποιητική, όπως και ο προφορικός λόγος των παραμυθάδων αλλοτινών εποχών.

«Το παιδί ψάχνει να βρει σπίρτα για να ανάψει, να δει, αν έχει πραγματικά σκοτωμένο το θηρίο, αλλά δεν βρίσκει. Τότε, βλέπει ένα φως και φεύγει να πάει προς τα εκεί να πάρει σπίρτα, για να γυρίσει ν΄ ανάψει. Εκεί που πήγαινε, συναντά μια γριά που τύλιγε ένα μασούρι κλωστή και της λέει:

– Τι κάνεις εδώ;
Αποκρίνεται εκείνη:
– Τυλίγω τη νύχτα για να ξημερώσει.
Το βασιλόπουλο της λέει:
– Μα εγώ δεν θέλω να ξημερώσει, για να προλάβω να πάρω φωτιά!»

Το παιδί γνωρίζει μέσα από τα παραμύθια τον θησαυρό της ελληνικής μας γλώσσας, την ποίηση που κρύβει μα και τη δυνατότητα να κατανοήσει μέσω αυτής τα μυστήρια της ύπαρξής του, μα και τα μυστήρια του σύμπαντος, τη δυνατότητα να συλλάβει τον κόσμο, ορατό και αόρατο και να τον δημιουργήσει, όπως τον οραματίζεται.

Η μουσική / ρυθμική νοημοσύνη

Η μουσική / ρυθμική νοημοσύνη εδράζεται στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου και εμπεριέχει την ικανότητα του ανθρώπου να νοιώθει τον ρυθμό, τη χροιά του ήχου, τη μελωδία, την ικανότητα για συναισθηματική έκφραση μέσω της μουσικής, είτε ως σύνθεση είτε ως εκτέλεση. Ωστόσο, η γλώσσα μπορεί να οριστεί σαν απλοποίηση της μουσικής, όπως μας λέει ο σπουδαίος μουσικός και Σούφι δάσκαλος Ιναγιάτ Χαν. Η μουσική κρύβεται μέσα στη γλώσσα, όπως η ψυχή κρύβεται μέσα στο σώμα. Και η γλώσσα των παραμυθιών έχει μουσική και ρυθμό, όπως ρυθμό έχει η ίδια η σύσταση του ανθρώπου, όπως ρυθμό έχει το Σύμπαν.

«Ένας χρυσαετός πέταξε δεξιά του, απάνω απ΄ τα νερά, και χάθηκε στον ορίζοντα μαζί με κάποιες λωρίδες ομίχλης σαν να εξατμίστηκε. Έκλεισε τα μάτια και αφουγκράστηκε το τραγούδι της θάλασσας:

Πέρα από τις λέξεις
πέρα από τη λογική
η χώρα της μη ύπαρξης υπάρχει
η χώρα της σκιάς και της φωτός
η χώρα της ηχούς και της ψευδαίσθησης
η χώρα των ποταμών, όπου οι άνθρωποι
έχουν χάσει το ποτάμι της ζωής μέσα τους,
το ποτάμι της ζωής
το ποτάμι της ζωής έχει χαθεί.»

Η σωματική / κιναισθητική νοημοσύνη

Ο παραμυθάς κατά την αφήγηση μιλά όχι μόνο μέσα από τον λόγο, μα και μέσα από το σώμα του, από τις κινήσεις των χεριών του μα και ολόκληρου του σώματός του. Το σώμα του παραμυθά εκπέμπει το νόημα των ιστοριών του, ακόμα και σε κάποιον για τον οποίον η γλώσσα που εκφέρει, είναι ακατανόητη και έτσι οι ιστορίες και τα παραμύθια μπορούν να ξεπεράσουν τα όρια της γλώσσας. Η κιναισθητική νοημοσύνη έγκειται στην ικανότητα παρατήρησης και μίμησης ή αναπαράστασης του παρατηρούμενου γεγονότος και συνιστά κυρίως το δραματικό ταλέντο που διαθέτουν ηθοποιοί, χορευτές, χορογράφοι, μίμοι, παραμυθάδες, καλλιτέχνες που υπηρετούν την τέχνη της παράστασης, τεχνίτες, κλπ. Ωστόσο, αυτή η ικανότητα παρατήρησης και αναπαράστασης αποτελεί και ένα συστατικό σημαντικό στη διαδικασία μαθητείας του παιδιού. Μέσα από την αφήγηση των παραμυθιών παρέχεται στο παιδί η ευκαιρία να αναπτύξει τις κινητικές του δεξιότητες και να εκφράσει ιδέες, γνώσεις και συναισθήματα συνεργατικά με τον εγκέφαλο, συνδυάζοντας την αντίληψη με την κίνηση. Για τούτο και είναι σημαντικές και οι εφορμήσεις μέσα από το παραμύθι για δράσεις που μπορούν να κινητοποιήσουν, να καλλιεργήσουν και να αναπτύξουν τη σωματική νοημοσύνη του παιδιού, την ικανότητα του σώματός του να λειτουργήσει αρμονικά με τον εγκέφαλο και με τη βοήθειά του να επιλύει προβλήματα.

Η συναισθηματική ή διαπροσωπική νοημοσύνη

Η συναισθηματική ή διαπροσωπική νοημοσύνη βασίζεται στην ικανότητα του ανθρώπου να καταλαβαίνει τους άλλους και εδράζεται στον μετωπιαίο λοβό και στο νέο φλοιό του εγκεφάλου. Πιο συγκεκριμένα, συνίσταται στο να μπορεί να διακρίνει κάθε αλλαγή στις διαθέσεις, τις προθέσεις και τη συμπεριφορά των ανθρώπων που τον περιβάλλουν, ακόμα και αν οι αλλαγές αυτές δεν είναι εμφανείς. Να μπορεί να επισημάνει τους σκοπούς, τα κίνητρα και τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων, τις πραγματικές ανάγκες τους και τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους.

Διδάσκαλοι, παιδαγωγοί, χαρισματικοί ηγέτες, ηθοποιοί, γονείς, ψυχολόγοι, θεραπευτές, κλπ. βασίζονται στη διαπροσωπική νοημοσύνη. Και ο παραμυθάς διαθέτοντας αυτή τη νοημοσύνη, μπορεί να διαγνώσει σε κάθε στιγμή της παράστασης και του μοιράσματος των ιστοριών, τις διαθέσεις και τις ανάγκες του κοινού και ανάλογα να προσαρμόσει την εξιστόρηση των παραμυθιών του. Ο παραμυθάς μπορεί να καταφέρει μέσα από την τέχνη του να μετασχηματίσει κάποια σημεία των πραγματικοτήτων γύρω του, ακόμα και να οδηγήσει στην ισορροπία ή την αποκατάσταση μιας ψυχικής κατάστασης δύσκολης ή μιας ασθένειας.

Το παιδί μέσα από τα παραμύθια μαθαίνει να παρατηρεί τις συμπεριφορές των ηρώων, τα κρυμμένα κίνητρα, τους σκοπούς, την αλήθεια τους, το δημιουργικό δυναμικό τους. Μελετώντας τη συμπεριφορά των ηρώων του παραμυθιού, κατανοεί καλύτερα τον εαυτό του, αλλά και το περιβάλλον του, λαμβάνει απαντήσεις για ζητήματα που μπορεί να το προβληματίζουν, να το στεναχωρούν ή να του προκαλούν ανησυχία ή φόβο. Ο τρόπος που ο ήρωας καταφέρνει να υπερβεί τα εμπόδια και να πραγματώσει το όνειρό του, ενεργοποιεί την εσωτερική δύναμη και το θάρρος του παιδιού, του μεταδίδεται το μήνυμα ότι μπορεί και αυτό να τα καταφέρει, να ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια που ως δοκιμασίες εμφανίζονται στη ζωή, όπως και στα παραμύθια.

Παράλληλα, ενεργοποιείται και η ενσυναίσθηση στο παιδί, η ικανότητα να μπαίνει στη θέση και των άλλων ανθρώπων, να επιχειρεί να κατανοήσει τις ανάγκες τους, τις επιθυμίες τους και να μπορεί να συλλειτουργεί, να συνονειρεύεται, να συνεργάζεται, να συνδημιουργεί. Η ανάπτυξη της διαπροσωπικής νοημοσύνης μέσα από τα παραμύθια βοηθά το παιδί να ελέγξει τα εγωιστικά του ένστικτα και επιθυμίες, να ενσωματωθεί πιο αρμονικά στην ομάδα των συνομηλίκων του, στην κοινότητά του τη σχολική, κλπ.

Η ενδοπροσωπική νοημοσύνη

Η ενδοπροσωπική νοημοσύνη δίνει την ικανότητα στον άνθρωπο να εμβαθύνει και να κατανοήσει τον ίδιο του τον εαυτό, να επιτύχει το γνώθι σαυτόν μέσα από τη διαδικασία του ένδον σκάπτειν, της ενδοσκόπησης και ενδοπαρατήρησης.

Αυτός που έχει προικιστεί με οξυμμένη αυτού του είδους τη νοημοσύνη, μπορεί να μεταφέρει τα συναισθήματά του με συμβολικούς κώδικες, να έχει τις δεξιότητες της αυτοσυγκέντρωσης, της επιμέλειας, της προσοχής, της υψηλής μεθοδικότητας στη σκέψη, της ανάγνωσης και της κατανόησης των εμπειριών του, εξωτερικών και κυρίως εσωτερικών και αυτών που αισθάνεται.

Και ο παραμυθάς στηρίζεται στην ενδοπροσωπική νοημοσύνη του για να κατανοεί τους ήρωες των παραμυθιών που αφηγείται και να συμπάσχει με τα παθήματα, τις δοκιμασίες και τις περιπέτειές τους. Ο παραμυθάς ζει στην πραγματικότητα τον κάθε έναν από αυτούς τους ρόλους, τον ρόλο του βασιλιά, τον ρόλο του φτωχού μα προκομμένου ράφτη, τον ρόλο του θεόρατου γίγαντα που κολλά χρυσά φλουριά απάνω στα ασημοπράσινα φύλλα μιας ελιάς, τον ρόλο του ψαριού που μιλά μ΄ ανθρώπινη φωνή και αμέτρητους άλλους. Δεν δανείζει απλώς τη φωνή του στους ήρωες αυτούς, αλλά βιώνει μέσα από αυτούς τα συναισθήματά τους και τις εμπειρίες τους, πονά μαζί τους, αλλά και χαίρεται. Μερικές φορές συγκινείται και ίσως και κλαίει αφηγούμενος ένα παραμύθι, σα να αφηγείται τη δική του ζωή και τον πόνο που μέσα του κουβαλεί.

Ο παραμυθάς διαθέτει οξυμμένη ενδοπροσωπική, αλλά και διαπροσωπική νοημοσύνη και έτσι μπορεί να διατηρεί σε πνευματικό και ψυχικό πεδίο την ισορροπία των συνταξιδευτών του στο παραμυθοταξίδεμα λειτουργώντας με κάποιον τρόπο σαν οδηγός στο ταξίδι ή σαν θεραπευτής.

Έτσι και στο παιδί μέσα από την αφήγηση των παραμυθιών, του παρέχεται η ευκαιρία να αναπτύξει την ενδοπροσωπική του νοημοσύνη, να κατανοήσει τους ανθρώπους γύρω του καλύτερα κατανοώντας τον εαυτό του. Τα παραμύθια μπορούν να λειτουργήσουν σαν ένα θαυμάσιο εργαλείο αυτογνωσίας που μπορεί να οδηγήσει το παιδί στο να αρχίσει να αντιλαμβάνεται κρυμμένα κομμάτια του εαυτού του, κίνητρα, σκοπούς, συναισθήματα, σκέψεις, οράματα και τελικά να επιτύχει το ζητούμενο κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, που δεν είναι άλλο από το ταξίδι μύησης της ψυχής και τη γνώση του Ανώτερου Εαυτού, της αληθινής ουσίας της ύπαρξής μας.

Η ακρόαση παραμυθιών από πολύ μικρή ηλικία, βοηθά το παιδί να κατανοήσει την εσωτερική ζωή κάθε ανθρώπου και να αναπτύξει έτσι την ενδοπροσωπική του νοημοσύνη, αλλά και να δομήσει τη ψυχική του ισορροπία. Και εκεί ακριβώς έγκειται και η θεραπευτική χρήση και λειτουργία των παραμυθιών, στο γεγονός ότι μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να επανασυνδεθεί με τον πυρήνα της ύπαρξής του.

Η χωρική νοημοσύνη

Η χωρική νοημοσύνη σχετίζεται με την ικανότητα του ανθρώπου να αναπαραστήσει το χώρο που βλέπει εντός του και εδράζεται στο δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου. Τον βοηθά να παρατηρεί ένα αντικείμενο ή μια μορφή και να δημιουργεί συνθέσεις, αναπαριστώντας το με έναν ακριβή τρόπο.

Συνίσταται στην ικανότητα:

– της δραστικής φαντασίας
– του καλού προσανατολισμού στον χώρο
– του χειρισμού των εικόνων για σκέψη και δημιουργία
– την αναγνώριση της σχέσης αντικειμένων και διαστημάτων
– την θεώρηση από διαφορετικές οπτικές γωνίες

Παρατηρείται η νοημοσύνη αυτή σε αρχιτέκτονες, ζωγράφους, γλύπτες, καλλιτέχνες, οδηγούς, καπετάνιους, εφευρέτες, κλπ.

Τα παιδιά με χωρική νοημοσύνη μαθησιακά μπορούν να αποδώσουν καλύτερα σκεπτόμενα με εικόνες, έχουν τη λεγόμενη οπτική μνήμη, οργανώνουν τις σκέψεις τους στον χώρο και συγκροτούν τις ιδέες τους πριν τις γράψουν. Τους αρέσει να σκέφτονται με εικόνες και να τις δημιουργούν. Τα παραμύθια μιας και έχουν έντονη εικονοποιΐα, παρέχουν στα παιδιά το πεδίο ανάπτυξης της σκέψης με εικόνες και βέβαια ο άξιος παιδαγωγός ή ο γονιός που είναι αναζητητής στο μονοπάτι της αυτογνωσίας και θέλει να κατανοήσει καλύτερα τον εαυτό του και κατά συνέπεια και το παιδί του, μπορεί να συμβάλλει με κάποιους τρόπους μέσα από την αφήγηση των παραμυθιών στην ανάπτυξη της νοημοσύνης του χώρου του παιδιού.

Η φυσιογνωστική νοημοσύνη

Η φυσιογνωστική νοημοσύνη συνίσταται στην ικανότητα του ανθρώπου να αναγνωρίζει και να κατηγοριοποιεί το φυτικό και ζωικό βασίλειο. Τέτοια ευφυΐα διαθέτουν οι βοτανολόγοι, οι βιολόγοι, οι γεωργοί, οι γεωλόγοι, οι σεφ, κλπ.

Αυτή τη νοημοσύνη μπορούν να την αναπτύξουν τα παιδιά μέσα από την επαφή τους με τη φύση, με εργασίες που σχετίζονται με την παρατήρηση φυσικών φαινομένων, με τη συλλογή βοτάνων, την καλλιέργεια της γης, κλπ. Στα λαϊκά μαγικά παραμύθια τα παιδιά έρχονται σε επαφή με τη φύση. Εκεί τα πουλιά μιλούν, τα δέντρα τραγουδούν, τα ψάρια χορεύουν, τα ζώα συμβουλεύουν, η θάλασσα σε ταξίδια γνώσης καλεί και για το ανείπωτο μιλεί. Τα παραμύθια φτιάχτηκαν από ανθρώπους αλλοτινών εποχών που δεν είχαν ακόμα χάσει τη σύνδεση με τη φύση και τις στοιχειακές της οντότητες, που μπορούσαν να ακούνε τη φωνή των δέντρων, των ζώων και των πουλιών, που συνδεόμενοι με την εσώτερη φωνή τους, μπορούσαν να ακούνε και τη φωνή των κόσμων γύρων τους. Έτσι το παιδί μέσα από τα παραμύθια καλλιεργεί την ευαισθησία του σχετικά με το φυσικό περιβάλλον και αντιλαμβάνεται πως και η πέτρα έχει ψυχή και το δέντρο αγαπά και το πουλί δημιουργεί με τον ήχο του έναν κόσμο και μια πραγματικότητα μεταμορφώνει.

Η αριθμητική / λογική νοημοσύνη

Η αριθμητική / λογική νοημοσύνη σχετίζεται με την ικανότητα της επαγωγικής και παραγωγικής ανάλυσης προβλημάτων, με την εκτέλεση μαθηματικών πράξεων, τον χειρισμό μαθηματικών συμβόλων και αριθμητικών σχέσεων, την υλοποίηση επιστημονικής έρευνας, τη συγκράτηση σειράς από λεπτομέρειες στη μνήμη. Φιλόσοφοι, μαθηματικοί, λογιστές, προγραμματιστές, ντετέκτιβ διαθέτουν τέτοια νοημοσύνη. Τα παιδιά που έχουν αναπτυγμένη την αριθμητική νοημοσύνη μαθαίνουν καλύτερα μέσα από αριθμούς και λογική σκέψη και αναζητούν την σχέση αιτίας αποτελέσματος σε κάθε πρόβλημα.

Τα εκπαιδευτικά συστήματα των περισσοτέρων δυτικών χωρών στηρίζονται στην ανάπτυξη κατά κύριο λόγο της αριθμητικής / λογικής νοημοσύνης και δευτερευόντως καλλιεργούν ένα μικρό τμήμα της γλωσσικής νοημοσύνης και εκεί ακριβώς έγκειται και η αποτυχία τους, στο γεγονός ότι παραμελούν τα υπόλοιπα είδη νοημοσύνης του παιδιού και έτσι δεν συντελούν στο να εκδιπλωθεί το ουράνιο τόξο των χαρισμάτων του παιδιού, να καλλιεργηθεί και να αναπτυχθεί ολόκληρο το δημιουργικό δυναμικό, με το οποίο έχει έρθει στη ζωή.

Τα παραμύθια συντελούν στην εμπλουτισμένη μάθηση και στην ανάπτυξη των περισσοτέρων όψεων της πολλαπλής νοημοσύνης του παιδιού. Και το βέβαιο είναι πως κατά τη διάρκεια μιας αφήγησης παραμυθιών καλλιεργούνται η γλωσσική, η μουσική, η σωματική / κιναισθητική, η σναισθηματική ή διαπροσωπική και η ενδοπροσωπική νοημοσύνη του παιδιού, όψεις που παραμελούνται από τα σύγχρονα σχολεία και έτσι το παιδί συρρικνώνεται, περιορίζεται και συνθλίβεται ως προς την ανάπτυξή του σε ψυχοπνευματικό πεδίο. Ας έχουμε όμως στο νου και στην καρδιά, και ας μην λησμονούμε πως το ζητούμενο είναι μέσω της παιδείας μας η πλήρης ανάπτυξη και καλλιέργεια όλου του ψυχοπνευματικού υλικού, με το οποίο έχουμε εξοπλιστεί και η εξύψωση και εξέλιξη της συνειδητότητάς μας σε ανώτερα επίπεδα από το υλικό.

Για τούτο, και τα παραμύθια, όπως και οι μύθοι από τον πλούσιο θησαυρό της πολιτισμικής και πνευματικής μας κληρονομιάς οφείλουν να κατέχουν σημαντική θέση στην παιδεία και στα σχολεία μας, μιας και εμφέρουν μυστικά κλειδιά για την κατανόηση των μυστηρίων της ύπαρξής μας, μα και των μυστηρίων του κόσμου και των σύμπαντος.

Η ανθρώπινη ψυχή άλλωστε, όπως τόσο εύστοχα ο Rudolf Steiner εξέφρασε, χρειάζεται την ουσία των παραμυθιών να ρέει μέσα της, όπως το σώμα χρειάζεται τις θρεπτικές ουσίες να κυλούν μέσα στις φλέβες του.

Η ανθρώπινη ψυχή χρειάζεται τη χαρά πέρα από τα τείχη του κόσμου…

«Τυφλή ψυχή, οπλίσου με τον πυρσό των μυστηρίων, και μέσα στην επίγεια νύχτα θ΄ ανακαλύψεις το φωτεινό πανομοιότυπό σου, τη θεσπέσια ψυχή σου. Ακολούθησε αυτόν τον θείο οδηγό, και θα είναι το πνεύμα σου. Γιατί κρατά το κλειδί των περασμένων και των μελλοντικών ζωών σου»

Γιατί είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούμε τι είναι καλό για μας;

Η τηλεόραση και η διαφήμιση εκμεταλλεύονται ένα βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης: τη νοσηρή ανάγκη να συγκρινόμαστε με τους άλλους. Μπορεί κανείς να κλαίει ειλικρινά μπροστά στη δυστυχία του άλλου, και ταυτόχρονα να ζηλεύει κάποιον που τα καταφέρνει καλύτερα από τον ίδιο. Σε ένα εργαστηριακό πείραμα όπου ρωτήθηκαν για τις προτιμήσεις τους, οι φοιτητές ενός αμερικανικού πανεπιστημίου απάντησαν ότι θα προτιμούσαν να κερδίσουν 50.000 δολάρια, αν οι συνάδελφοί τους κέρδιζαν 25.000 δολάρια, από το να κερδίσουν 100.000 δολάρια αν οι άλλοι κέρδιζαν 200.000. Τα αποτελέσματα αυτού του πειράματος παρατηρούνται και στην πραγματική ζωή. Η ευτυχία εξαρτάται από τις συγκρίσεις που κάνει καθένας μας με μια ομάδα αναφοράς, φίλους ή συναδέλφους. Στις αμερικανικές οικογένειες έγινε μια εκπληκτική διαπίστωση: μια γυναίκα έχει περισσότερες πιθανότητες να εργαστεί αν ο σύζυγος της αδελφής της κερδίζει περισσότερα από τον δικό της σύζυγο. Έχει ανάγκη να αντισταθμίσει την υστέρηση που αισθάνεται απέναντι στην ίδια της την αδελφή…

Το ευτύχημα είναι ότι ο ανθρώπινος ανταγωνισμός δεν εκδηλώνεται σε όλα τα επίπεδα. Εξαφανίζεται, για παράδειγμα, στο ζήτημα του ελεύθερου χρόνου. Στους ίδιους Αμερικανούς φοιτητές τέθηκαν δύο επιλογές: 1) έχετε δύο εβδομάδες διακοπών, και οι συνάδελφοί σας μόνο μία, ή 2) έχετε τέσσερις εβδομάδες διακοπών, και οι συνάδελφοί σας οκτώ. Όλοι επέλεξαν το δεύτερο, τις τέσσερις εβδομάδες. Δεν παρατηρείται εδώ μιμητική συμπεριφορά. Ο ανταγωνισμός αφορά μόνο τις ορατές πλευρές της κοινωνικής επιτυχίας. Δεν τροφοδοτείται από τη σιωπηρή ευτυχία των άλλων, όπως το να έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο.

Ο οικονομολόγος Bruno Frey έχει προτείνει μια πολύ χρήσιμη διαφοροποίηση για την κατανόηση των μηχανισμών που λειτουργούν όταν συγκρινόμαστε με τους άλλους. Υπάρχουν τα «εξωγενή αγαθά» και τα «εγγενή αγαθά». Τα πρώτα περιλαμβάνουν το κύρος, τον πλούτο: είναι τα εξωτερικά γνωρίσματα της κοινωνικής επιτυχίας, η κοινωνική κληρονομιά που συσσωρεύει κανείς σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και η οποία σηματοδοτεί τη θέση του στην κοινωνία. Τα εγγενή αγαθά παραπέμπουν στη σχέση με τους άλλους (relatedness), την αγάπη, το αίσθημα ότι έχει κανείς έναν σκοπό στη ζωή… Πρόκειται για τις «ρευστές» εμπειρίες, που γλιστρούν μαζί με τον χρόνο που περνά. Τα εξωγενή αγαθά οξύνουν τον κοινωνικό ανταγωνισμό, ενώ τα εγγενή αγαθά αυξάνουν, σιωπηρά, την ευημερία.

Αν δεν είναι κανείς άγιος ή μέλος της υψηλής κοινωνίας, χρειάζεται σίγουρα και τα δύο για να είναι ευτυχισμένος… (Ο Σοπενάουερ έλεγε: αν δεν είναι κανείς «στωικός ή μακιαβελικός»…).

Το πρόβλημα είναι ότι δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε τα ίδια μας τα συναισθήματα, υποτιμώντας συστηματικά τα πλεονεκτήματα των εγγενών αγαθών. Πολλοί είναι εκείνοι που ονειρεύονται ένα όμορφο σπίτι και επιλέγουν να απομακρυνθούν από το κέντρο της πόλης για να βρουν μια καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής. Αγνοούν όμως το ψυχολογικό κόστος της καθημερινής μετακίνησης, καταλήγοντας συχνά, χωρίς να θέλουν να το παραδεχτούν, να μετανιώσουν για την επιλογή τους.

Γιατί είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούμε τι είναι καλό για μας; Με το ζήτημα έχει ασχοληθεί ο Daniel Kahneman, που έχει σπουδάσει ψυχολογία και έχει βραβευθεί με το Νόμπελ Οικονομίας. Αποδεικνύει, λοιπόν, ότι τείνουμε να συγκρατούμε μόνο δύο στιγμές: την πιο έντονη και την τελευταία. Από τις διακοπές , συγκρατούμε μόνο τον αποχαιρετισμό στην αποβάθρα και την πιο συναρπαστική ημέρα. Όλα τα άλλα εξατμίζονται μέσα στην άλω της ζωής που περνά. Αυτό το μοντέλο peak-end («αποκορύφωμα-τέλος») καταδικάζει στη λήθη τις ενδιάμεσες στιγμές. Με αυτό τον τρόπο, προβάλλοντας τον εαυτό μας στο μέλλον, τείνουμε επίσης να αγνοούμε τη «διάρκεια» της ζωής. Προβάλλουμε τον εαυτό μας στις εμπειρίες με «ισχυρή κορύφωση», υποβαθμίζοντας τις άλλες, τις εμπειρίες με «ισχυρή ροή». Η μνήμη δυσκολεύεται να συγκρατήσει τις σιωπηρές συγκινήσεις της καθημερινότητας. Η ιδιοφυΐα του Προυστ στο έργο του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο έγκειται στο ότι δείχνει τη μάχη που πρέπει να δίνει κανείς με τον εαυτό του για να ξεπερνά τη φυσική προδιάθεση να συγκρατεί μόνο τις σημαντικές στιγμές… Ο «χαμένος χρόνος» έχει τη διπλή έννοια του χρόνου που έχει περάσει και νομίζουμε ότι τον έχουμε ξεχάσει, και του χρόνου που νομίζουμε ότι τον έχουμε χάσει με ασήμαντα πράγματα, τα οποία εντούτοις αποτελούν την ουσία…

Ο Λύσανδρος ο Λακεδαιμόνιος έλεγε ότι η πόλη του ήταν η καλύτερη για τους ηλικιωμένους

ΚΙΚΕΡΩΝ:

Σας παρακαλώ, όμως, να λάβετε υπόψη ότι σε όλη αυτή τη συζήτηση εγκωμιάζω την ώριμη ηλικία που είναι καλά θεμελιωμένη στη νιότη. Κατά συνέπεια -όπως είπα κάποτε με τη σύμφωνη γνώμη όλου του ακροατηρίου μου-το γήρας που πρέπει να υπερασπίζεται τον εαυτό του μόνο με τα λόγια είναι δυσάρεστο. Οι ρυτίδες και τα γκρίζα μαλλιά δεν μπορούν άξαφνα να απαιτήσουν σεβασμό. Μόνο όταν τα πρότερα χρόνια του βίου έχουν ξοδευτεί σωστά, μπορεί το γήρας να αδράξει τους καρπούς τnς εκτίμησης.

Κι όταν αυτό έχει επιτέλους συμβεί, τα σημάδια του σεβασμού μπορεί αρχικά να μοιάζουν ασήμαντα ή και ανάξια λόγου – πρωινές επισκέψεις, προσκλήσεις για συναντήσεις, να σε παραμερίζει ο κόσμος όταν περνάς και να σηκώνεται όταν πλησιάζεις, να σε συνοδεύουν κατά την είσοδο και τnv έξοδό σου από τον χώρο των συνελεύσεων, να ζητούν τη συμβουλή σου. Εμείς οι Ρωμαίοι ασκούμε σχολαστικά αυτούς τους τρόπους ευγενείας, όπως συμβαίνει σε όλα τα υπόλοιπα αξιοπρεπή κράτη.

Έχει αναφερθεί ότι ο Λύσανδρος ο Λακεδαιμόνιος, για τον οποίο μόλις σας μίλησα, έλεγε ότι η πόλη του ήταν η καλύτερη για τους ηλικιωμένους, αφού στον τόπο του συμπεριφέρονταν στους γέροντες με περισσότερο σεβασμό και ευλάβεια από οπουδήποτε αλλού. Μια ιστορία λέει πως κάποτε στην Αθήνα ένας γέροντας πήγε σε ένα κατάμεστο θέατρο να δει ένα έργο, αλλά κανένας από τους συμπολίτες του δεν του παραχώρησε τη θέση του. Ωστόσο όταν έφτασε στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο για τους απεσταλμένους από τη Σπάρτη που επισκέπτονταν την πόλη, όλοι τους σηκώθηκαν και τον προσκάλεσαν να καθίσει.

Αυτή η πράξη τους επιδοκιμάστηκε με εγκαρδιότητα από το πλήθος, πράγμα που προέτρεψε έναν Σπαρτιάτη να πει: «Αυτοί οι Αθηναίοι γνωρίζουν τι είναι καλή συμπεριφορά, αλλά δεν την εφαρμόζουν».

ΜΑΡΚΟΣ ΤΥΛΛΙΟΣ ΚΙΚΕΡΩΝ, ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑΣ

Ο μόνος φόβος που θα’θελα να νιώθεις μπροστά σε μια αλλαγή, είναι μήπως δεν μπορείς ν’αλλάξεις

Κατά τον Χέγκελ, ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας διαθέτει μια δυναμική διαλεκτική. Η πραγματικότητα είναι ουσιαστικά αντιφατική, και η ανθρώπινη συνείδηση εν μέρει μόνο μπορεί να τη συλλάβει, και αυτό σε διαδοχικές φάσεις, που εγώ ονομάζω “αφυπνίσεις”. Η πραγματικότητα δεν υπάρχει όλη μέσα σ’ έναν δεδομένο χρόνο, ούτε μπορεί κανείς να τη γνωρίσει ολόκληρη σε μια στιγμή μόνο, αλλά εξελίσσεται μέσα στο χρόνο. Κατά βάση, η γνώση και η πραγματικότητα είναι ένα και το αυτό, είναι κίνηση προς ένα τελικό σημείο, το απόλυτο, το οποίο δεν είναι απλώς το τέλος, αλλά το όλον, το ον που ολοκληρώνεται μέσω της εξέλιξής του.

Ο Χέγκελ περιγράφει τη διαλεκτική κίνηση ως μια σειρά διεργασιών οι οποίες διεξάγονται κατά ορισμένες φάσεις- ή, στιγμές διαλεκτικής- που ονομάζονται: θέση, αντίθεση και σύνθεση. Η θέση είναι κατάφαση, επιβεβαίωση κάποιου πράγματος. Η άρνηση- ή αντίθεση-, σημαίνει αντίθεση μαζί και σύγκρουση. Η διαλεκτική ώθηση οδηγεί στο όραμα του συνόλου, σε μια τρίτη στιγμή παρέμβασης ή πρόθεση λύσης της αντίφασης. Όλα αυτά καταλήγουν σε μια νέα θέση, η οποία περιλαμβάνει και συγχρόνως υπερβαίνει το αρχικό σημείο της αφετηρίας, και από κει μπορεί και πάλι ν’ αρχίσει η διαλεκτική διαδικασία.

Η διαδικασία πρέπει να τελειώνει με την πλήρη κατανόηση της πραγματικότητας και του εαυτού μας ως ολοκληρωτικής, απόλυτης γνώσης, χωρίς σύγκρουση. Στο κορυφαίο σημείο, της σύνθεσης (της ευτυχίας;), έχουν ξεπεραστεί οι αντιφάσεις, και οι στιγμές που μας επέτρεψαν να φτάσουμε ως εδώ, σ’ αυτή τη νέα φάση, τώρα πια μας αποκαλύπτονται ως αναγκαίες.

Κοιτάζουμε πίσω και συνειδητοποιούμε πως οι στιγμές εκείνες που θα θέλαμε να μην είχαμε ζήσει ποτέ, μας έκαναν να φτάσουμε στην απόλυτη ικανοποίηση που αισθανόμαστε τώρα.

Θέση: Συνάντηση με τον εαυτό μου και τους άλλους. Αγάπη.
Αντίθεση: Θάνατος, χωρισμός, απώλεια.
Σύνθεση: Ευτυχία, υπέρτατη φάση, ολοκλήρωση του ατόμου.

Οι δυσκολίες, λοιπόν, μας αποκαλύπτονται
ως θετικές φάσεις στη ζωή μας,
αφού αυτές είναι που μας επιτρέπουν
να φτάσουμε στην ευτυχία.

Νομίζουμε συχνά ότι η σύγκρουση και η ματαίωση σηματοδοτούν την απώλεια της ευτυχίας. Το δίχως άλλο, αυτό συμβαίνει μόνο αν ταυτίζει κανείς την ευτυχία με μια παιδαριώδη στάση απέναντι στη ζωή, μια στάση που διέπεται από την επιθυμία της απέραντης ικανοποίησης, λειτουργώντας με την αρχή της ευχαρίστησης.

Οι απώλειες οδηγούν πάντα το άτομο σε συνθήκες κρίσης, όχι όμως αναγκαστικά και στην απώλεια της ευτυχίας.

Η λέξη κρίση- το λέω πάντα- είναι ένας όρος που συνδέεται αδικαιολόγητα με κάτι αρνητικό. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι “κρίση” σημαίνει, κατά βάση, “αλλαγή”, και η κοινωνία μας φοβάται την αλλαγή- προτιμά να μένει στη σιγουριά της σταθερότητας.

Το διαφορετικό το φοβόμαστε και το απορρίπτουμε.

Ασφαλώς, προχωρώ σημαίνει: “αφήνω πίσω αυτό που δεν υπάρχει πια, κι έρχομαι αντιμέτωπος με κάτι άλλο.”

Ο μόνος φόβος που θα ’θελα να νιώθεις μπροστά
σε μια αλλαγή, είναι μήπως δεν μπορείς ν’ αλλάξεις.
Να νομίζεις πως είσαι δεμένος στο παρελθόν
και να συνεχίζεις όπως παλιά, απαράλλαχτος.

Η Δύση νομίζει πως η ζωή είναι μικρή. Λένε πως από την ώρα που γεννιόμαστε, κάθε λεπτό, ερχόμαστε και λίγο πιο κοντά στον θάνατο, κι αυτό φέρνει ένταση, άγχος, αγωνία.

Όλα τα καλά, κάθε πολυτέλεια, όλα τα πλούτη χάνουν το νόημά τους, αφού δεν μπορούμε να τα πάρουμε μαζί μας.

Στη Δύση, προχωράει κανείς μόνο προς τον θάνατο.

Η Ανατολή, αντίθετα, είναι πιο χαλαρή. Πρώτον, γιατί δεν δίνει τόση σημασία στον θάνατο. Τον θεωρεί, απλώς, μια αλλαγή μορφής. Δεύτερον, μιας και δεν υπάρχει τέλος (παρά μόνο αλλαγή), μπορεί κανείς να ζει χαλαρός, έχοντας συναίσθηση του εσωτερικού του πλούτου που θα τον συνοδεύει όπου κι αν πάει- ακόμη και πέρα απ’ τη ζωή. Ο θάνατος δεν μπορεί να του τον αφαιρέσει.

Μια παροιμία των Σούφι λέει:

Το μόνο που πραγματικά έχεις, είναι αυτό
που δεν μπορείς να χάσεις σ’ ένα ναυάγιο.

Spinoza: Δεισιδαιμονία, ο κακός νοικοκύρης του ανθρώπου

Μπαρούχ Σπινόζα: 1632–1677

Δεισιδαιμονία: Δύναμη εξουσιασμού των μαζών

§1

Στο έργο του Tractatus theolocico-politicus (1670) ο Σπινόζα επιχειρεί, μεταξύ των άλλων, να ερμηνεύσει τη δεισιδαιμονία ως εργαλείο στα χέρια της εξουσίας για την υποδούλωση του φρονήματος των μαζών. Ό,τι σχετικό πραγματεύεται στο εν λόγω έργο του ο φιλόσοφος απηχεί ένα σύνολο στοχασμών του, διάσπαρτων και στα άλλα κείμενά του. Πρόσφορο έδαφος για τη διάδοση της δεισιδαιμονίας αποτελεί, κατ’ αρχήν, η γενική κατάσταση του ανθρώπινου όχλου: είναι βυθισμένος στην άγνοια και ως εκ τούτου στην ψευδαίσθηση. Εξίσου ωστόσο καθοριστικό ρόλο στη διάδοση αυτή αναλαμβάνουν και τα πάθη, που συνδέονται με τα συναισθήματα της ψυχής και νοούνται ως η συναισθηματική πτυχή της γνώσης.

Όσο λείπει μια σαφής γνώση της πραγματικότητας, οι άνθρωποι καταδικάζονται μέσα στο έρεβος της ψευδαίσθησης, της αυταπάτης και της δεισιδαιμονίας: μπερδεύονται μέσα στους συλλογισμούς τους και δεν μπορούν να ακολουθήσουν κάποια τάξη –πόσο μάλλον να ατενίσουν την αιώνια τάξη– να αναζητήσουν κάποιες αρχές και εν τέλει να εναρμονιστούν με τον εαυτό τους. Η γνώση που μπορούν να διαθέτουν είναι συναισθηματική και αφηρημένη, με αποτέλεσμα να σχηματίζουν μόνο φαντασιακές εικόνες των γενικών αρχών, συγχρόνως δε να συμπεριφέρονται μόνιμα ως παραπαίοντες, ως θρασύδειλοι και ως υποτακτικοί. Στο ευρύτερο πεδίο του καθημερινού βίου, κατ’ επέκταση, τα πάντα κυριαρχούνται από τον φόβο και από την καθήλωση στο παραδοσιακά τυποποιημένο. Κάθε άνθρωπος, αν κοιτάξει γύρω του, βλέπει ένα αναρίθμητο πλήθος από δειλούς· κι αν κοιτάξει μέσα του, αντικρίζει έναν φοβισμένο εαυτό, έρμαιο της δεισιδαιμονίας και της ατολμίας. Οι χαρές που συναντά είναι σαθρές και σάπιες. Καθώς όμως τις βιώνει ως αυτοσκοπό και μάλιστα αβλαβή και άκακο, του αλυσοδένουν το πνεύμα του και τον οδηγούν στη θρηνώδη απο-γοήτευση.

§2

Ενώ ο άνθρωπος είναι προικισμένος με τη δυναμική του σώματος, του πνεύματος και της ψυχής [=του συναισθηματικού κόσμου] , οι περιστάσεις της πολιτείας, η γενική της κατάσταση: η νομική και όλη η εξωτερική της τάξη δεν του επιφυλάσσουν ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτής της εξωτερικής τάξης, η πολιτεία διατηρεί το απόλυτο δικαίωμα να ποδηγετεί τα θέματα της θρησκείας, βασικά της εξωτερικής θρησκείας, όπως λέει ο φιλόσοφος, και να επηρεάζει ουσιωδώς τις θρησκευτικές πρακτικές. Οι ηγεμόνες λοιπόν που έχουν τη δυνατότητα να διατάζουν ανακαλύπτουν στην πιο χαμηλή κλίμακα της θρησκείας τη δεισιδαιμονία και την θέτουν στην υπηρεσία χειραγώγησης των μαζών. Εφόσον οι μάζες στερούνται τη γνώση, άρα δεν έχουν καλλιεργημένη νόηση, και τη βούληση, άρα άγονται και φέρονται από τα πάθη, είναι ευάλωτες στη δεισιδαιμονία. Την αισθάνονται ως την πιο αυθόρμητη θρησκεία της «φυσικής» τους ύπαρξης· γι’ αυτό και εμφανίζονται σαν να είναι από τη φύση τους δεισιδαίμονες. Τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο για τη δική τους συνθήκη ζωής όσο και για τη συμπεριφορά των ηγεμόνων. Ως προς τη δική τους συνθήκη ζωής, οι γνώμες της μάζας κινούνται στο επίπεδο της φαντασίας και συνήθως εξαρτώνται από την ως άνω «φυσική» τους ύπαρξη. 

Οι γνώμες αυτές λογίζονται ορθές και τις ωθούν στην ευσέβεια προς τον θεό. Από την άλλη πλευρά, η εξουσία παρουσιάζεται μπρος στη μάζα ως ερμηνευτής της θρησκείας και της εν λόγω ευσέβειας και προσδίδει στον εαυτό της έναν χαρακτήρα ιεροπρεπή, θεουργικό, δεισιδαίμονα, προσαρμοσμένο στις αντίστοιχες γνώμες των μαζών. Κατ’ αυτό τον τρόπο δεν χρειάζεται να καταφεύγει στη χρήση φυσικής βίας για την άσκηση της εξουσίας και τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, αλλά χρησιμοποιεί την πρόληψη και τη δεισιδαιμονία των μαζών, ήτοι τον προληπτικό φόβο και τρόμο για το άγνωστο και το υπερφυσικό. Με άλλα λόγια, η εξουσία χειραγωγεί τους ανθρώπους εξαπατώντας τους. Πώς τους εξαπατά; Με το να τους καλλιεργεί στο όνομα της θρησκείας ‒και δίπλα δίπλα της πολιτικής ιδεολογίας ως της ύψιστης θρησκείας του όχλου‒ το φόβο και να τους σπρώχνει στην εθελοδουλεία: να δίνουν την ψυχή και τη ζωή τους για τη νομιμότητα της εξουσίας του ηγεμόνα. Τέτοιους ηγεμόνες, φεουδαρχικής υφής, συναντάμε σήμερα κατά κόρον μέσα στον εσμό της φασιστικής αριστεράς κυρίως, όπου οι μόνες καθαρές τους ιδέες είναι μια ύψιστης θεολογικής υφής ψευδής ιδεολογία: όσο πιο αγράμματοι, απαίδευτοι, ανυπόληπτοι, ανίκανοι είναι ως ατομικές οντότητες, τόσο χλιδάτοι, φανατικοί λάτρεις της πολιτικής απάτης, ανενδοίαστοι τυχοδιώκτες αποδεικνύονται, όταν καταλαμβάνουν την εξουσία· κι όλα τούτα τα διοχετεύουν στις μάζες και δηλητηριάζουν τις συνειδήσεις τους ‒όσο βέβαια κι απ’ αυτές έχει μείνει κάτι όρθιο‒ με το προσωπείο της κοινωνικής δικαιοσύνης, της «δημοκρατικής ευαισθησίας», της αλληλεγγύης, της συμπόρευσης με τους πολλούς κ.λπ. Οι βλάκες της εξουσίας συμπεριφέρονται ως βλάκες απέναντι στους βλάκες υποτελείς. Πρώτος μίλησε, με βροντερή φωνή, για κάτι τέτοιο ο Ολύμπιος Δίας της φιλοσοφικής σκέψης, ο διαλεκτικός Ηράκλειτος:

«Ο βλάκας τρομάζει συνήθως μπροστά σε κάθε Λόγο» (Β87).

Ποιον τρομοκρατεί ο Λόγος; Τους βλάκες τόσο της εξουσίας, που προσπαθούν να επιβιώσουν στα κυβερνεία τους με τα όπλα της δεισιδαιμονίας και συνακόλουθα του φανατισμού, της θρασυδειλίας, της δογματικής ακαμψίας κ.ο.κ., όσο και εκείνης της μάζας από τους πολλούς, που διάγει τον βίο της με τον τρόμο και τον φόβο μπροστά την αλήθεια· μια αλήθεια που δεν γνώρισε ποτέ, καθώς κείτεται ακρωτηριασμένη ‒συναισθηματικά, διανοητικά, ψυχικά‒ στα κοινωνικο-πολιτικά σπήλαια της αισθητής πραγματικότητας, και εξαντλεί την ενέργειά της σε μια φοβισμένη επιβίωση, την ίδια στιγμή που ο ένας ή ο άλλος εσμός εξουσίας διαιωνίζει την κυριαρχία του.
-----------------------------
Παράρτημα 

Οι απόψεις του Σπινόζα για τις μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις

Όταν διαφορετικοί άνθρωποι συγκεντρώνονται σε ένα μέρος, ανταλλάσσονται ιδέες και προκύπτουν νέες προοπτικές. Η πόλη είναι σαν εγκέφαλος. Δημιουργεί και επεξεργάζεται νέες ιδέες.

Στο Άμστερνταμ του 17ου αιώνα, πολίτες του παλιού και νέου κόσμου συγχρωτίζονται όπως ποτέ άλλοτε. Γεννιέται μια πρωτοφανής ελευθερία σκέψης. Οι συνθήκες αυτές γεννούν μια χρυσή εποχή επιστήμης και τέχνης.

Στην Ιταλία, ο Τζορντάνο Μπρούνο υποστηρίζει την ύπαρξη άλλων κόσμων και για το λόγο αυτό καταδικάζεται.

Πενήντα χρόνια αργότερα στην Ολλανδία, ο αστρονόμος Κρίστιαν Χόιχενς που υποστήριζε το ίδιο, κερδίζει διακρίσεις.

Το φως είναι στο επίκεντρο της εποχής, ο διαφωτισμός της απελευθέρωσης της ανθρώπινης περιέργειας. Το φως της πρώτης ματιάς της Ευρώπης στις κάποτε άγνωστες πτυχές του πλανήτη. Το φως που διαχέεται στους πίνακες της εποχής και ιδιαίτερα στα έργα του Βερμέερ. Το φως ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης.

Οι έμποροι υφασμάτων χρησιμοποιούν φακό για να εξετάσουν την πυκνότητα των νημάτων.

Στο Άμστερνταμ όμως, ζουν κάποιοι άντρες, που το πάθος τους για το φως, τους εμπνέει να χρησιμοποιήσουν το φακό με νέο τρόπο. Στοχεύουν το φακό των υφασμάτων σε αντικείμενα που κανείς δεν είχε σκεφτεί να εξετάσει. Και ανοίγουν ένα παράθυρο. Φτιάχνουν ένα άνοιγμα για την εύρεση και εξερεύνηση νέων κόσμων.

Ο Άντον βαν Λέβενχουκ χρησιμοποίησε μονό φακό για να αποκαλύψει ολόκληρο μικρόκοσμο σε μία σταγόνα νερό.

Ο Κρίστιαν Χόιχενς χρησιμοποίησε δύο φακούς για να φέρει τα άστρα κοντά και να αποκαλυφθούν τα χαρακτηριστικά τους. Είδε πρώτος ότι οι δακτύλιοι του Κρόνου δεν άγγιζαν τον πλανήτη. Ήταν ο πρώτος που κατανόησε τι ήταν. Ανακάλυψε επίσης το μεγαλύτερο φεγγάρι του Κρόνου, τον Τιτάνα. Ο Χόιχενς, όπως ο Μπρούνο, θεωρούσε τα αστέρια ήλιους με το δικό τους πλανητικό σύστημα.

Γιατί όμως οι άλλοι κόσμοι και η ζωή σε αυτούς δεν αναφέρονταν στα ιερά κείμενα; Όσο κι αν προβλημάτισε η αντίθεση αυτή τους ηγέτες του διαφωτισμού, μόνο ένας άντρας τόλμησε να θέσει ανοιχτά το ζήτημα. Ένας ακόμα μάγος του φωτός.

Ο Μπαρούχ Σπινόζα ήταν μέλος της συναγωγής στο Άμστερνταμ καθ΄ όλη την εφηβεία του. Αλλά μετά άρχισε να μιλάει δημοσίως για μια νέα οπτική του Θεού.

Θεός του Σπινόζα ήταν οι φυσικοί νόμοι του Σύμπαντος, Αγία Γραφή του, το βιβλίο της Φύσης.

Ο Σπινόζα μικρός ήταν μελετηρό κι έξυπνο παιδί, που έλαβε έντονα παραδοσιακή εβραϊκή παιδεία.

Ο Σπινόζα παρακολούθησε το τοπικό εβραϊκό σχολείο κι ακολουθούσε όλες τις ιουδαϊκές θρησκευτικές τελετές και γιορτές.

Οι εβραίοι του Άμστερνταμ ήταν επιζώντες των διωγμών της Ισπανίας και Πορτογαλίας. Πολλοί βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν.

Το Άμστερνταμ είχε προσφέρει καταφύγιο στους εβραίους. Οι ριζοσπαστικές ιδέες όμως, απειλούσαν την ασφάλειά τους στην Ολλανδία. Αφόρισαν το νεαρό άντρα. Διέταξαν να εξοστρακιστεί για πάντα.

Στις 27 Ιουλίου 1656 η συνέλευση της Ταλμούδ Τορά του Άμστερνταμ εξέδωσε το παρακάτω χερέμ (αφορισμό) εναντίον του 23χρονου Σπινόζα:

Οι Αρχοντες της μα'αμάντ (συνέλευση γερόντων) γνωρίζοντας από καιρό τις κακές ιδέες και πράξεις του Μπαρούχ ντε Εσπινόζα, προσπάθησαν με διάφορα μέσα και υποσχέσεις να τον επαναφέρουν από τον κακό του δρόμο. Αλλά αφού απέτυχαν να τον κάνουν να διορθώσει την ασεβή του πορεία, αντίθετα, λαμβάνοντας καθημερινά όλο και σοβαρότερες πληροφορίες για τις βδελυρές αιρέσεις που εφάρμοζε και δίδασκε και για τις αποτρόπαιες πράξεις του και έχοντας για αυτό πολλούς αξιόπιστους μάρτυρες, πείστηκαν για την αλήθεια της υπόθεσης και, αφού όλα αυτά εξετάστηκαν, αποφάσισαν ότι ο αναφερόμενος Εσπινόζα πρέπει να αφορισθεί και να αποβληθεί από το λαό του Ισραήλ.

Με την απόφαση των αγγέλων και την εντολή των αγίων αφορίζουμε, αποβάλλουμε, καταριόμαστε και αναθεματίζουμε τον Βαρούχ ντε Εσπινόζα με τη συγκατάθεση του Θεού. Ευλογημένος να είναι Εκείνος και με τη συγκατάθεση όλης της Ιεράς Συνόδου, μπροστά σε αυτούς τους ιερούς Παπύρους, με τις 613 εντολές που είναι γραμμένες σ' αυτούς, με τον αφορισμό, με τον οποίο ο Ιησούς του Ναυή κατέλαβε την Ιεριχώ, με την κατάρα με την οποία ο Ελισαίος καταράστηκε τους νέους και με όλες τις κατάρες, που είναι γραμμένες στο Βιβλίο του Νόμου.

Καταραμένος να είναι τη μέρα και καταραμένος να είναι τη νύχτα,
καταραμένος να είναι όταν πλαγιάζει και καταραμένος να είναι
όταν σηκώνεται, καταραμένος να είναι όταν βγαίνει και καταραμένος να είναι όταν μπαίνει.

Ο Κύριος δεν θα τον λυπηθεί, o θυμός και η οργή του Κυρίου θα επιπέσει επ' αυτού και θα του φέρει όλες τις κατάρες, που είναι γραμμένες σε αυτό το βιβλίο, και ο Κύριος θα εξαλείψει το όνομά του κάτω από τον ουρανό και ο Κύριος θα τον απομακρύνει με τον τραυματισμό του από όλες τις φυλές του Ισραήλ με όλες τις κατάρες της διαθήκης, που είναι γραμμένες στο Βιβλίο του Νόμου.

Αλλά εσείς που προσκολλάσθε παρά τω Κυρίω τω Θεώ είσθε όλοι ζωντανοί την ημέρα εκείνη. Διατάζουμε κανείς να μην επικοινωνεί με αυτόν προφορικά ή γραπτά, να μην του δείχνει καμία εύνοια, να μη μένει μαζί του κάτω από την ίδια στέγη ή σε απόσταση τεσσάρων αρσίν από αυτόν και να μη διαβάζει οτιδήποτε γραμμένο από αυτόν.

Ο Αφορισμός του Σπινόζα, 1656.

Ο Σπινόζα δέχτηκε την τιμωρία του με αξιοπρέπεια, αλλά χωρίς ίχνος μετανοίας. Μετακόμισε στη Χάγη, όπου έγραψε ότι η Βίβλος δεν υπαγορεύτηκε από τον Θεό, αλλά γράφτηκε από ανθρώπους. Έγραψε: «Μην αναζητάτε το Θεό στα θαύματα. Τα θαύματα παραβιάζουν τους νόμους της φύσης. Κατανοούμε καλύτερα τον Θεό μελετώντας τους νόμους αυτούς». Κανείς δεν είχε εκφράσει ανοιχτά τέτοιες σκέψεις.

Γνώριζε ότι δοκίμαζε τα όρια της ελεύθερης σκέψης, ακόμα και στην Ολλανδία. Για εκείνον, η επίσημη θρησκεία ήταν περισσότερο πνευματικός καταναγκασμός. Θεωρούσε τις μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις, οργανωμένη δεισιδαιμονία. Κατά την άποψή του, η δεισιδαιμονία αυτή απειλούσε τους μελλοντικούς πολίτες μιας ορθολογικής κοινωνίας. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει δημοκρατία χωρίς το διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας.

Έγραψε βιβλίο που εισήγαγε τις ιδέες της αμερικανικής και άλλων επαναστάσεων. Τότε, όπως και τώρα, ορισμένοι ένιωθαν να απειλούνται από τις ιδέες του. Κάποιος, πιθανώς μέλος της πορτογαλικής εβραϊκής κοινότητας του Άμστερνταμ προσπάθησε να τον δολοφονήσει. Απέτυχε, αλλά του έσκισε την κάπα. Ο Σπινόζα από τότε φορούσε πάντα τη σκισμένη κάπα, σαν παράσημο ανδρείας και συνέχισε να γράφει για τις επαναστατικές του απόψεις.

Πέθανε στα 44. Πιθανώς υπαίτια ήταν η σκόνη γυαλιού που εισέπνεε όταν τρόχιζε φακούς τηλεσκοπίων.

Ο Σπινόζα ήταν πανθειστής με βάση τις σημερινές αντιλήψεις. Ήταν ο πρώτος που έκανε συστηματική κριτική της Βίβλου, μετά από αυτόν ακολούθησαν άλλοι που το προχώρησαν και το εξέλιξαν.

Διακόσια πενήντα χρόνια μετά, ένας άλλος άνδρας παθιασμένος με το φως επισκέφτηκε το ταπεινό του εργαστήριο, που διατηρήθηκε ως μνημείο της επιρροής της φιλοσοφίας του Σπινόζα. Ο άνθρωπος που είχε ανακαλύψει ένα νέο φυσικό νόμο, συχνά ερωτούνταν αν πιστεύει στο Θεό. Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν απαντούσε: «Πιστεύω στο Θεό του Σπινόζα, που αποκαλύπτεται στην αρμονία των πάντων».

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (456a-458e)

[456a] [Καὶ] γυμναστικὴ δ᾽ ἄρα οὔ, οὐδὲ πολεμική, ἡ δὲ ἀπόλεμος καὶ οὐ φιλογυμναστική;Οἶμαι ἔγωγε.
Τί δέ; φιλόσοφός τε καὶ μισόσοφος; καὶ θυμοειδής, ἡ δ᾽ ἄθυμός ἐστι;
Καὶ ταῦτα.
Ἔστιν ἄρα καὶ φυλακικὴ γυνή, ἡ δ᾽ οὔ. ἢ οὐ τοιαύτην καὶ τῶν ἀνδρῶν τῶν φυλακικῶν φύσιν ἐξελεξάμεθα;
Τοιαύτην μὲν οὖν.
Καὶ γυναικὸς ἄρα καὶ ἀνδρὸς ἡ αὐτὴ φύσις εἰς φυλακὴν πόλεως, πλὴν ὅσα ἀσθενεστέρα, ἡ δὲ ἰσχυροτέρα ἐστίν.
Φαίνεται.
[456b] Καὶ γυναῖκες ἄρα αἱ τοιαῦται τοῖς τοιούτοις ἀνδράσιν ἐκλεκτέαι συνοικεῖν τε καὶ συμφυλάττειν, ἐπείπερ εἰσὶν ἱκαναὶ καὶ συγγενεῖς αὐτοῖς τὴν φύσιν.
Πάνυ γε.
Τὰ δ᾽ ἐπιτηδεύματα οὐ τὰ αὐτὰ ἀποδοτέα ταῖς αὐταῖς φύσεσιν;
Τὰ αὐτά.
Ἥκομεν ἄρα εἰς τὰ πρότερα περιφερόμενοι, καὶ ὁμολογοῦμεν μὴ παρὰ φύσιν εἶναι ταῖς τῶν φυλάκων γυναιξὶ μουσικήν τε καὶ γυμναστικὴν ἀποδιδόναι.
Παντάπασιν μὲν οὖν.
Οὐκ ἄρα ἀδύνατά γε οὐδὲ εὐχαῖς ὅμοια ἐνομοθετοῦμεν, [456c] ἐπείπερ κατὰ φύσιν ἐτίθεμεν τὸν νόμον· ἀλλὰ τὰ νῦν παρὰ ταῦτα γιγνόμενα παρὰ φύσιν μᾶλλον, ὡς ἔοικε, γίγνεται.
Ἔοικεν.
Οὐκοῦν ἡ ἐπίσκεψις ἡμῖν ἦν εἰ δυνατά γε καὶ βέλτιστα λέγοιμεν;
Ἦν γάρ.
Καὶ ὅτι μὲν δὴ δυνατά, διωμολόγηται;
Ναί.
Ὅτι δὲ δὴ βέλτιστα, τὸ μετὰ τοῦτο δεῖ διομολογηθῆναι;
Δῆλον.
Οὐκοῦν πρός γε τὸ φυλακικὴν γυναῖκα γενέσθαι, οὐκ ἄλλη μὲν ἡμῖν ἄνδρας ποιήσει παιδεία, ἄλλη δὲ γυναῖκας, ἄλλως [456d] τε καὶ τὴν αὐτὴν φύσιν παραλαβοῦσα;
Οὐκ ἄλλη.
Πῶς οὖν ἔχεις δόξης τοῦ τοιοῦδε πέρι;
Τίνος δή;
Τοῦ ὑπολαμβάνειν παρὰ σεαυτῷ τὸν μὲν ἀμείνω ἄνδρα, τὸν δὲ χείρω· ἢ πάντας ὁμοίους ἡγῇ;
Οὐδαμῶς.
Ἐν οὖν τῇ πόλει ἣν ᾠκίζομεν, πότερον οἴει ἡμῖν ἀμείνους ἄνδρας ἐξειργάσθαι τοὺς φύλακας, τυχόντας ἧς διήλθομεν παιδείας, ἢ τοὺς σκυτοτόμους, τῇ σκυτικῇ παιδευθέντας;
Γελοῖον, ἔφη, ἐρωτᾷς.
Μανθάνω, ἔφην. τί δέ; τῶν ἄλλων πολιτῶν οὐχ οὗτοι [456e] ἄριστοι;
Πολύ γε.
Τί δέ; αἱ γυναῖκες τῶν γυναικῶν οὐχ αὗται ἔσονται βέλτισται;
Καὶ τοῦτο, ἔφη, πολύ.
Ἔστι δέ τι πόλει ἄμεινον ἢ γυναῖκάς τε καὶ ἄνδρας ὡς ἀρίστους ἐγγίγνεσθαι;
Οὐκ ἔστιν.
Τοῦτο δὲ μουσική τε καὶ γυμναστικὴ παραγιγνόμεναι, ὡς [457a] ἡμεῖς διήλθομεν, ἀπεργάσονται;
Πῶς δ᾽ οὔ;
Οὐ μόνον ἄρα δυνατὸν ἀλλὰ καὶ ἄριστον πόλει νόμιμον ἐτίθεμεν.
Οὕτως.
Ἀποδυτέον δὴ ταῖς τῶν φυλάκων γυναιξίν, ἐπείπερ ἀρετὴν ἀντὶ ἱματίων ἀμφιέσονται, καὶ κοινωνητέον πολέμου τε καὶ τῆς ἄλλης φυλακῆς τῆς περὶ τὴν πόλιν, καὶ οὐκ ἄλλα πρακτέον· τούτων δ᾽ αὐτῶν τὰ ἐλαφρότερα ταῖς γυναιξὶν ἢ τοῖς ἀνδράσι δοτέον διὰ τὴν τοῦ γένους ἀσθένειαν. ὁ [457b] δὲ γελῶν ἀνὴρ ἐπὶ γυμναῖς γυναιξί, τοῦ βελτίστου ἕνεκα γυμναζομέναις, ἀτελῆ τοῦ γελοίου σοφίας δρέπων καρπόν, οὐδὲν οἶδεν, ὡς ἔοικεν, ἐφ᾽ ᾧ γελᾷ οὐδ᾽ ὅτι πράττει· κάλλιστα γὰρ δὴ τοῦτο καὶ λέγεται καὶ λελέξεται, ὅτι τὸ μὲν ὠφέλιμον καλόν, τὸ δὲ βλαβερὸν αἰσχρόν.
Παντάπασι μὲν οὖν.
Τοῦτο μὲν τοίνυν ἓν ὥσπερ κῦμα φῶμεν διαφεύγειν τοῦ γυναικείου πέρι νόμου λέγοντες, ὥστε μὴ παντάπασι κατακλυσθῆναι τιθέντας ὡς δεῖ κοινῇ πάντα ἐπιτηδεύειν τούς τε [457c] φύλακας ἡμῖν καὶ τὰς φυλακίδας, ἀλλά πῃ τὸν λόγον αὐτὸν αὑτῷ ὁμολογεῖσθαι ὡς δυνατά τε καὶ ὠφέλιμα λέγει;
Καὶ μάλα, ἔφη, οὐ σμικρὸν κῦμα διαφεύγεις.
Φήσεις γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐ μέγα αὐτὸ εἶναι, ὅταν τὸ μετὰ τοῦτο ἴδῃς.
Λέγε δή, ἴδω, ἔφη.
Τούτῳ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἕπεται νόμος καὶ τοῖς ἔμπροσθεν τοῖς ἄλλοις, ὡς ἐγᾦμαι, ὅδε.
Τίς;
Τὰς γυναῖκας ταύτας τῶν ἀνδρῶν τούτων πάντων πάσας [457d] εἶναι κοινάς, ἰδίᾳ δὲ μηδενὶ μηδεμίαν συνοικεῖν· καὶ τοὺς παῖδας αὖ κοινούς, καὶ μήτε γονέα ἔκγονον εἰδέναι τὸν αὑτοῦ μήτε παῖδα γονέα.
Πολύ, ἔφη, τοῦτο ἐκείνου μεῖζον πρὸς ἀπιστίαν καὶ τοῦ δυνατοῦ πέρι καὶ τοῦ ὠφελίμου.
Οὐκ οἶμαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, περί γε τοῦ ὠφελίμου ἀμφισβητεῖσθαι ἄν, ὡς οὐ μέγιστον ἀγαθὸν κοινὰς μὲν τὰς γυναῖκας εἶναι, κοινοὺς δὲ τοὺς παῖδας, εἴπερ οἷόν τε· ἀλλ᾽ οἶμαι περὶ τοῦ εἰ δυνατὸν ἢ μὴ πλείστην ἂν ἀμφισβήτησιν γενέσθαι.
[457e] Περὶ ἀμφοτέρων, ἦ δ᾽ ὅς, εὖ μάλ᾽ ἂν ἀμφισβητηθείη.
Λέγεις, ἦν δ᾽ ἐγώ, λόγων σύστασιν· ἐγὼ δ᾽ ᾤμην ἔκ γε τοῦ ἑτέρου ἀποδράσεσθαι, εἴ σοι δόξειεν ὠφέλιμον εἶναι, λοιπὸν δὲ δή μοι ἔσεσθαι περὶ τοῦ δυνατοῦ καὶ μή.
Ἀλλ᾽ οὐκ ἔλαθες, ἦ δ᾽ ὅς, ἀποδιδράσκων, ἀλλ᾽ ἀμφοτέρων πέρι δίδου λόγον.
Ὑφεκτέον, ἦν δ᾽ ἐγώ, δίκην. τοσόνδε μέντοι χάρισαί [458a] μοι· ἔασόν με ἑορτάσαι, ὥσπερ οἱ ἀργοὶ τὴν διάνοιαν εἰώθασιν ἑστιᾶσθαι ὑφ᾽ ἑαυτῶν, ὅταν μόνοι πορεύωνται. καὶ γὰρ οἱ τοιοῦτοί που, πρὶν ἐξευρεῖν τίνα τρόπον ἔσται τι ὧν ἐπιθυμοῦσι, τοῦτο παρέντες, ἵνα μὴ κάμνωσι βουλευόμενοι περὶ τοῦ δυνατοῦ καὶ μή, θέντες ὡς ὑπάρχον εἶναι ὃ βούλονται, ἤδη τὰ λοιπὰ διατάττουσιν καὶ χαίρουσιν διεξιόντες οἷα δράσουσι γενομένου, ἀργὸν καὶ ἄλλως ψυχὴν ἔτι [458b] ἀργοτέραν ποιοῦντες. ἤδη οὖν καὶ αὐτὸς μαλθακίζομαι, καὶ ἐκεῖνα μὲν ἐπιθυμῶ ἀναβαλέσθαι καὶ ὕστερον ἐπισκέψασθαι, ᾗ δυνατά, νῦν δὲ ὡς δυνατῶν ὄντων θεὶς σκέψομαι, ἄν μοι παριῇς, πῶς διατάξουσιν αὐτὰ οἱ ἄρχοντες γιγνόμενα, καὶ ὅτι πάντων συμφορώτατ᾽ ἂν εἴη πραχθέντα τῇ τε πόλει καὶ τοῖς φύλαξιν. ταῦτα πειράσομαί σοι πρότερα συνδιασκοπεῖσθαι, ὕστερα δ᾽ ἐκεῖνα, εἴπερ παριεῖς.
Ἀλλὰ παρίημι, ἔφη, καὶ σκόπει.
Οἶμαι τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἴπερ ἔσονται οἱ ἄρχοντες ἄξιοι [458c] τούτου τοῦ ὀνόματος, οἵ τε τούτοις ἐπίκουροι κατὰ ταὐτά, τοὺς μὲν ἐθελήσειν ποιεῖν τὰ ἐπιταττόμενα, τοὺς δὲ ἐπιτάξειν, τὰ μὲν αὐτοὺς πειθομένους τοῖς νόμοις, τὰ δὲ καὶ μιμουμένους, ὅσα ἂν ἐκείνοις ἐπιτρέψωμεν.
Εἰκός, ἔφη.
Σὺ μὲν τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὁ νομοθέτης αὐτοῖς, ὥσπερ τοὺς ἄνδρας ἐξέλεξας, οὕτω καὶ τὰς γυναῖκας ἐκλέξας παραδώσεις καθ᾽ ὅσον οἷόν τε ὁμοφυεῖς· οἱ δέ, ἅτε οἰκίας τε καὶ συσσίτια κοινὰ ἔχοντες, ἰδίᾳ δὲ οὐδενὸς οὐδὲν τοιοῦτον [458d] κεκτημένου, ὁμοῦ δὴ ἔσονται, ὁμοῦ δὲ ἀναμεμειγμένων καὶ ἐν γυμνασίοις καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ τροφῇ ὑπ᾽ ἀνάγκης οἶμαι τῆς ἐμφύτου ἄξονται πρὸς τὴν ἀλλήλων μεῖξιν. ἢ οὐκ ἀναγκαῖά σοι δοκῶ λέγειν;
Οὐ γεωμετρικαῖς γε, ἦ δ᾽ ὅς, ἀλλ᾽ ἐρωτικαῖς ἀνάγκαις, αἳ κινδυνεύουσιν ἐκείνων δριμύτεραι εἶναι πρὸς τὸ πείθειν τε καὶ ἕλκειν τὸν πολὺν λεών.
Καὶ μάλα, εἶπον. ἀλλὰ μετὰ δὴ ταῦτα, ὦ Γλαύκων, ἀτάκτως μὲν μείγνυσθαι ἀλλήλοις ἢ ἄλλο ὁτιοῦν ποιεῖν οὔτε [458e] ὅσιον ἐν εὐδαιμόνων πόλει οὔτ᾽ ἐάσουσιν οἱ ἄρχοντες.
Οὐ γὰρ δίκαιον, ἔφη.
Δῆλον δὴ ὅτι γάμους τὸ μετὰ τοῦτο ποιήσομεν ἱεροὺς εἰς δύναμιν ὅτι μάλιστα· εἶεν δ᾽ ἂν ἱεροὶ οἱ ὠφελιμώτατοι.
Παντάπασι μὲν οὖν.

***
[456a] Δεν υπάρχουν επίσης και μερικές ικανές για τη γυμναστική και για τα έργα του πολέμου, και άλλες πάλι που δεν είναι καθόλου κι ούτε τ᾽ αγαπούν αυτά.
Το πιστεύω.
Και τί; γυναίκες ν᾽ αγαπούν τη φιλοσοφία κι άλλες να τη μισούν; ή θυμοειδείς κι άλλες το εναντίο;
Σωστό κι αυτό.
Ώστε υπάρχουν και γυναίκες κατάλληλες να φρουρούν την πόλη κι άλλες όχι· ή δεν παίρναμε με τέτοιες φυσικές ικανότητες τους άνδρες, όταν τους διαλέγαμε για τη φρούρηση της πόλης μας;
Μ᾽ αυτές, μάλιστα.
Ώστε και άντρας και γυναίκα είναι το ίδιο ικανοί να φρουρούν την πόλη, με μόνη τη διαφορά πως είναι δυνατότερος ή αδυνατότερος ο ένας από τον άλλο.
Φαίνεται.
[456b] Οι τέτοιες λοιπόν γυναίκες πρέπει να διαλεχτούν για να συνοικούν με τους τέτοιους άντρες και μαζί τους να φυλάγουν την πόλη, αφού είναι ικανές γι᾽ αυτό κι έχουν την ίδια φυσική προδιάθεση.
Χωρίς άλλο.
Και στις ίδιες φυσικές προδιαθέσεις δεν πρέπει ν᾽ αναθέτομε τις ίδιες εργασίες;
Τις ίδιες.
Νά μας λοιπόν πάλι που φτάσαμε στα ίδια ύστερ᾽ απ᾽ το γύρο που κάναμε, και μένομε σύμφωνοι πως καθόλου αφύσικο δεν είναι να δίνομε στις γυναίκες των φυλάκων γυμναστική και μουσική μόρφωση.
Καθόλου βέβαια.
Ώστε δεν ενομοθετούσαμε αδύνατα πράματα ούτε όμοια με απλήν ευχή, [456c] αφού ο νόμος αυτός είναι σύμφωνος με τη φύση· αλλ᾽ απεναντίας, όπως γίνονται τα πράματα σήμερα, είναι πολύ περισσότερο, καθώς φαίνεται, κάτι παρά φύση.
Έτσι φαίνεται.
Το ζήτημα όμως δεν ήταν ν᾽ αποδείξομε πως αυτά που υποστηρίζομε όχι μόνο μπορούν να γίνουν, αλλά πως είναι συγχρόνως και τα καλύτερα;
Μάλιστα.
Και ότι μπορούν να γίνουν το ᾽χομε πια παραδεχτεί;
Το ᾽χομε.
Ότι είναι και τα καλύτερα, δεν είναι σ᾽ αυτό που μένει τώρα να συμφωνήσομε;
Και βέβαια.
Λοιπόν, για να γίνει η γυναίκα ικανή να φυλάγει την πόλη, διαφορετική από τους άντρες εκπαίδευση θα χρειαστεί να της δώσομε, μια που [456d] έχει προικιστεί κι αυτή με τη ίδια φυσική προδιάθεση;
Όχι διαφορετική.
Και ποιά είναι η ιδέα σου γι᾽ αυτό που θα σ᾽ αρωτήσω.
Το ποιό;
Αν έχεις την ιδέα πως ο ένας άνθρωπος είναι καλύτερος κι ο άλλος χειρότερος· ή τους νομίζεις όλους όμοιους;
Κάθε άλλο.
Στην πολιτεία λοιπόν που θεμελιώναμε, έχεις την ιδέα πως τους φύλακές μας, με την εκπαίδευση που περιγράψαμε, τους κάμαμε άντρες καλύτερους από τους σκυτοτόμους με τη μόρφωση που πήρανε και κείνοι από την τέχνη τους;
Τί γελοία είναι η ερώτησή σου.
Καταλαβαίνω· και από τους άλλους συμπολίτες των δεν είναι αυτοί [456e] οι καλύτεροι;
Και πολύ μάλιστα.
Μα τί; κι οι γυναίκες δε θα ᾽ναι αυτές οι καλύτερες ανάμεσα στις άλλες γυναίκες;
Πολύ βέβαια κι αυτές.
Και υπάρχει τίποτα καλύτερο για την πόλη, παρά να βρίσκουνται μες σ᾽ αυτή όσο μπορεί καλύτερες γυναίκες και άντρες;
Δεν υπάρχει.
Και θα το κατορθώσουν αυτό η μουσική και η γυμναστική, όταν παρουσιαστούν με τον τρόπο [457a] που εμείς είπαμε;
Πώς όχι;
Ώστε όχι μόνο μπορεί να εφαρμοστεί, αλλά και ο καλύτερος για την πόλη είναι ο νόμος που ορίζαμε.
Μάλιστα.
Πρέπει λοιπόν να γυμνωθούν οι γυναίκες των φυλάκων, αφού αντίς για κάθε άλλο φόρεμα θα είναι ντυμένες με την αρετή, και να παίρνουν μέρος στον πόλεμο και στην άλλη φρούρηση της πόλης μας, και καμιά άλλη δουλειά δε θα ᾽χουν να κάνουν· μόνο που θα βάζομε τις γυναίκες στα ελαφρότερα απ᾽ αυτά, απ᾽ ό,τι τους άντρες, ένεκα της αδυναμίας του φύλου των· [457b] και εκείνος που θα γελά για το ξεγύμνωμα των γυναικών, που θα γυμνάζουνται για τον πιο καλύτερο σκοπό, «άμεστο θα τρυγά της γνώσης του γελοίου τον καρπό», και δεν ξέρει, φαίνεται, ούτε γιατί γελά, ούτε και τί κάνει· γιατί είναι και θα είναι πάντα άριστα ειπωμένος ο λόγος που λέει πως είναι ωραίο το ωφέλιμο και άσχημο το βλαβερό.
Έτσι είναι εξάπαντος.
Αυτό λοιπόν είναι το πρώτο, σαν κύμα να πούμε, που ξεφύγαμε στη συζήτησή μας για το γυναικείο νόμο, ώστε όχι μόνο να μην καταποντιστούμε ολότελα, όταν ορίζομε πως σ᾽ όλα πρέπει από κοινού να καταγίνουνται και οι [457c] φύλακες και οι φυλακίδες μας, αλλά και ν᾽ αποδείξομε πως είναι σύμφωνος με τον εαυτό του ο λόγος όταν λέει πως και να γίνουν μπορούν και ωφέλιμα είναι αυτά.
Πραγματικώς, όχι μικρό κύμα ξεφεύγεις.
Θα πεις όμως πως δεν ήταν και μεγάλο, όταν θα δεις αυτό που έρχεται κατόπι.
Λέγε το να δούμε.

Οι γυναίκες και τα παιδιά να ανήκουν σε όλους
Συνέπεια αυτού του νόμου, και των άλλων που είπαμε πριν, έρχεται, καθώς εγώ νομίζω, ο ακόλουθος.
Ποιός;
Πως οι γυναίκες αυτές αυτών των αντρών πρέπει όλες σε όλους [457d] να είναι κοινές, και καμιά με κανέναν να μη συνοικεί χωριστά· και τα παιδιά να είναι κοινά, και κανένας γονιός να μην ξέρει το παιδί που γεννήθηκε απ᾽ αυτόν, ούτε παιδί το γονιό του.
Πολύ από κείνο δυσκολότερο αυτό να πιστευτεί, και κατά πόσο μπορεί να γίνει και αν είναι και ωφέλιμο.
Δεν πιστεύω τουλάχιστο ως προς το ωφέλιμο να γεννηθούν πολλές αμφισβητήσεις, πως δεν είναι το μεγαλύτερο αγαθό να είναι κοινές για όλους οι γυναίκες, κοινά και τα παιδιά, αν αυτό μπορεί να γίνει· αλλά γι᾽ αυτό ίσα ίσα, για το αν μπορεί να γίνει, είναι που νομίζω πως θα γεννηθεί η μεγαλύτερη αμφισβήτηση.
[457e] Μα θα μπορούσε πολύ καλά και τα δυο να αμφισβητηθούν.
Λες τάχα πως έκαμαν συνασπισμό μεταξύ τους και τα δυο· ενώ εγώ είχα την ιδέα πως θα ξέκοφτα από το ένα τους, αν ήθελες παραδεχτεί το ωφέλιμο, και έτσι θα μου έμενε μόνο να συζητήσω αν είναι πράγμα που μπορεί να γίνει, ή όχι.
Μα δε μου ξέφυγες πως ήθελες να μας το στρίψεις, μα έλα να δώσεις λόγο και για τα δυο.
Θα τη δεχτώ την καταδίκη μου· αυτή μόνο τη μικρή χάρη κάνε [458a] μου· άφησέ με να γιορτάσω, όπως τα νωθρά εκείνα πνεύματα, που συνηθίζουν να τρέφουνται με τη φαντασία τους, όταν περπατούν μονάχοι τους· γιατί αυτοί, καθώς ξέρεις, πριν να βρουν με ποιό τρόπο θα έχουν κάτι που επιθυμούν, τ᾽ αφήνουν αυτό κατά μέρος, για να μην κουράζουνται με τη συλλογή αν μπορεί να γίνει ή όχι, το παίρνουν σα να το ᾽χουν στο χέρι τους σύμφωνα με την επιθυμία τους, και κάθουνται πια και τακτοποιούν τα επίλοιπα, χαίρουν από τα πριν λογαριάζοντας το τί έχουν να κάμουν κατόπι, και αυξαίνουν μόνο περισσότερο ακόμη [458b] τη φυσική νωθρότητα της ψυχής των· έτσι κι εγώ τώρα αισθάνομαι την ίδια τη νωθρότητα να με πιάνει, κι επιθυμώ ν᾽ αναβάλω για υστερότερα την εξέταση κατά πόσο μπορεί να γίνουν εκείνα· τα δέχομαι όμως αυτή τη στιγμή σαν πράματα που μπορούν να γίνουν και προχωρώ να εξετάσω, αν μου δίνεις την άδεια, ποιά μέτρα θα λάβουν οι άρχοντες για την εφαρμογή τους, όταν θα πραγματοποιηθούν, και ν᾽ αποδείξω πως τίποτα δεν θα είναι ωφελιμότερο από την πραγματοποίησή τους και για την πόλη και για τους φύλακές της. Αυτά λοιπόν θα προσπαθήσω να εξετάσω πρώτα μαζί σου κι ύστερα εκείνα τ᾽ άλλα, αν βέβαια μου το επιτρέπεις εσύ.
Μα σου το επιτρέπω, μόνο άρχιζε.
Υποθέτω λοιπόν, αν τουλάχιστο οι άρχοντες θ᾽ αξίζουν [458c] αυτό το όνομα και κατά τον ίδιο λόγο κι οι επίκουροί τους, πως θα θελήσουν κι αυτοί να κάνουν όσα τους προστάζουν και κείνοι να προστάζουν ό,τι επιβάλλει ο νόμος, ή και ό,τι είναι σύμφωνο με το πνεύμα του νόμου, αν καμιά φορά επιτρέψομε να το κρίνουν μόνοι τους.
Πολύ φυσικά.
Εσύ λοιπόν, που είσαι ο νομοθέτης των, όπως διάλεξες τους άντρες έτσι θα διαλέξεις και τις γυναίκες και θα τις παραδώσεις να συμφωνούν όσο μπορεί περισσότερο στις φυσικές των προδιαθέσεις· κι αυτοί πια, αφού θα έχουν κοινές και κατοικίες και συσσίτια, και κανένας των δε θα ᾽χει τίποτα τέτοιο [458d] ιδιαίτερο, και θα είναι όλοι μαζί ανακατωμένοι και στα γυμνάσια και σ᾽ όλη την άλλη τους εκπαίδευση, θα οδηγηθούν, νομίζω, από την έμφυτη ανάγκη να ζευγαρωθούν μεταξύ τους· ή δεν το παραδέχεσαι πως έτσι θα το φέρει η ανάγκη;
Ανάγκη όχι βέβαια γεωμετρική αλλά ερωτική, που έχει πολύ περισσότερη άψη για να φέρνει στα νερά της και να παρασέρνει τον πολύ λαό.
Και πολύ σωστά· αλλά ύστερα απ᾽ αυτά, να γίνουνται, Γλαύκων, αυτά τα ζεγαρώματα μεταξύ τους χωρίς καμιά τάξη, ή και ό,τι άλλο να κάνουν άτακτα, ούτε [458e] όσιο πράγμα θα ήταν μέσα σε πόλη ευτυχισμένων ανθρώπων, ούτε οι άρχοντες θα το επιτρέψουν.
Και δε θα ήταν βέβαια δίκιο.
Ολοφάνερο λοιπόν είναι, κατόπιν απ᾽ αυτό, πως θα κάμομε γάμους όσο μπορεί να γίνει πιο ιερούς· και ιεροί θα είναι οι ωφελιμότεροι.
Εξάπαντος.