Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (18.243-18.309)

Τρῶες δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθεν ἀπὸ κρατερῆς ὑσμίνης
χωρήσαντες ἔλυσαν ὑφ᾽ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους,
245 ἐς δ᾽ ἀγορὴν ἀγέροντο, πάρος δόρποιο μέδεσθαι.
ὀρθῶν δ᾽ ἑσταότων ἀγορὴ γένετ᾽, οὐδέ τις ἔτλη
ἕζεσθαι· πάντας γὰρ ἔχε τρόμος, οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς
ἐξεφάνη, δηρὸν δὲ μάχης ἐπέπαυτ᾽ ἀλεγεινῆς.
τοῖσι δὲ Πουλυδάμας πεπνυμένος ἦρχ᾽ ἀγορεύειν
250 Πανθοΐδης· ὁ γὰρ οἶος ὅρα πρόσσω καὶ ὀπίσσω·
Ἕκτορι δ᾽ ἦεν ἑταῖρος, ἰῇ δ᾽ ἐν νυκτὶ γένοντο,
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἂρ μύθοισιν, ὁ δ᾽ ἔγχεϊ πολλὸν ἐνίκα·
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
«ἀμφὶ μάλα φράζεσθε, φίλοι· κέλομαι γὰρ ἔγωγε
255 ἄστυδε νῦν ἰέναι, μὴ μίμνειν ἠῶ δῖαν
ἐν πεδίῳ παρὰ νηυσίν· ἑκὰς δ᾽ ἀπὸ τείχεός εἰμεν.
ὄφρα μὲν οὗτος ἀνὴρ Ἀγαμέμνονι μήνιε δίῳ,
τόφρα δὲ ῥηΐτεροι πολεμίζειν ἦσαν Ἀχαιοί·
χαίρεσκον γὰρ ἔγωγε θοῇς ἐπὶ νηυσὶν ἰαύων
260 ἐλπόμενος νῆας αἱρησέμεν ἀμφιελίσσας.
νῦν δ᾽ αἰνῶς δείδοικα ποδώκεα Πηλεΐωνα·
οἷος κείνου θυμὸς ὑπέρβιος, οὐκ ἐθελήσει
μίμνειν ἐν πεδίῳ, ὅθι περ Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ
ἐν μέσῳ ἀμφότεροι μένος Ἄρηος δατέονται,
265 ἀλλὰ περὶ πτόλιός τε μαχήσεται ἠδὲ γυναικῶν.
ἀλλ᾽ ἴομεν προτὶ ἄστυ, πίθεσθέ μοι· ὧδε γὰρ ἔσται·
νῦν μὲν νὺξ ἀπέπαυσε ποδώκεα Πηλεΐωνα
ἀμβροσίη· εἰ δ᾽ ἄμμε κιχήσεται ἐνθάδ᾽ ἐόντας
αὔριον ὁρμηθεὶς σὺν τεύχεσιν, εὖ νύ τις αὐτὸν
270 γνώσεται· ἀσπασίως γὰρ ἀφίξεται Ἴλιον ἱρὴν
ὅς κε φύγῃ, πολλοὺς δὲ κύνες καὶ γῦπες ἔδονται
Τρώων· αἲ γὰρ δή μοι ἀπ᾽ οὔατος ὧδε γένοιτο.
εἰ δ᾽ ἂν ἐμοῖς ἐπέεσσι πιθώμεθα κηδόμενοί περ,
νύκτα μὲν εἰν ἀγορῇ σθένος ἕξομεν, ἄστυ δὲ πύργοι
275 ὑψηλαί τε πύλαι σανίδες τ᾽ ἐπὶ τῇς ἀραρυῖαι
μακραὶ ἐΰξεστοι ἐζευγμέναι εἰρύσσονται·
πρῶϊ δ᾽ ὑπηοῖοι σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες
στησόμεθ᾽ ἂμ πύργους· τῷ δ᾽ ἄλγιον, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσιν
ἐλθὼν ἐκ νηῶν περὶ τείχεος ἄμμι μάχεσθαι.
280 ἂψ πάλιν εἶσ᾽ ἐπὶ νῆας, ἐπεί κ᾽ ἐριαύχενας ἵππους
παντοίου δρόμου ἄσῃ ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων·
εἴσω δ᾽ οὔ μιν θυμὸς ἐφορμηθῆναι ἐάσει,
οὐδέ ποτ᾽ ἐκπέρσει· πρίν μιν κύνες ἀργοὶ ἔδονται.»
Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ·
285 «Πουλυδάμα, σὺ μὲν οὐκέτ᾽ ἐμοὶ φίλα ταῦτ᾽ ἀγορεύεις,
ὃς κέλεαι κατὰ ἄστυ ἀλήμεναι αὖτις ἰόντας.
ἦ οὔ πω κεκόρησθε ἐελμένοι ἔνδοθι πύργων;
πρὶν μὲν γὰρ Πριάμοιο πόλιν μέροπες ἄνθρωποι
πάντες μυθέσκοντο πολύχρυσον πολύχαλκον·
290 νῦν δὲ δὴ ἐξαπόλωλε δόμων κειμήλια καλά,
πολλὰ δὲ δὴ Φρυγίην καὶ Μῃονίην ἐρατεινὴν
κτήματα περνάμεν᾽ ἵκει, ἐπεὶ μέγας ὠδύσατο Ζεύς.
νῦν δ᾽ ὅτε πέρ μοι ἔδωκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω
κῦδος ἀρέσθ᾽ ἐπὶ νηυσί, θαλάσσῃ τ᾽ ἔλσαι Ἀχαιούς,
295 νήπιε, μηκέτι ταῦτα νοήματα φαῖν᾽ ἐνὶ δήμῳ·
οὐ γάρ τις Τρώων ἐπιπείσεται· οὐ γὰρ ἐάσω.
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽ ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω, πειθώμεθα πάντες.
νῦν μὲν δόρπον ἕλεσθε κατὰ στρατὸν ἐν τελέεσσι,
καὶ φυλακῆς μνήσασθε, καὶ ἐγρήγορθε ἕκαστος·
300 Τρώων δ᾽ ὃς κτεάτεσσιν ὑπερφιάλως ἀνιάζει,
συλλέξας λαοῖσι δότω καταδημοβορῆσαι·
τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν ἤ περ Ἀχαιούς.
πρῶϊ δ᾽ ὑπηοῖοι σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐγείρομεν ὀξὺν Ἄρηα.
305 εἰ δ᾽ ἐτεὸν παρὰ ναῦφιν ἀνέστη δῖος Ἀχιλλεύς,
ἄλγιον, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσι, τῷ ἔσσεται· οὔ μιν ἔγωγε
φεύξομαι ἐκ πολέμοιο δυσηχέος, ἀλλὰ μάλ᾽ ἄντην
στήσομαι, ἤ κε φέρῃσι μέγα κράτος, ἦ κε φεροίμην.
ξυνὸς Ἐνυάλιος, καί τε κτανέοντα κατέκτα.»

***
Και απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος άφησαν τον φονικόν αγώνα
και οι Τρώες, και απ᾽ τες άμαξες εξέζεψαν τους ίππους,
245 και εις σύνοδον συνάχθηκαν, για δείπνο πριν φροντίσουν,
όλοι ορθοί, μηδέ κανείς τολμούσε να καθίσει·
τρόμος τους πήρε απ᾽ την στιγμήν που εφάνηκε ο Πηλείδης,
που έλειπε απ᾽ τον πόλεμον τόσον καιρόν στα πλοία.
Ο Πολυδάμας άρχισε να λέγει ο Πανθοΐδης
250 που μόνος έβλεπε τα εμπρός και τα κατόπι, ο φίλος
του Έκτορος, στην ίδιαν την νύκτα γεννημένοι·
ο ένας στ᾽ άρματα καλός, ο άλλος εις τον λόγον.
Εκείνος τότε ομίλησε με καλήν γνώμην κι είπε:
«Καλά σκεφθείτε αγαπητοί· κι εγώ σας συμβουλεύω
255 στην πόλιν να γυρίσομεν, η αυγή να μη μας έβρει
εδώ σιμά στα πλοία τους μακράν από τα τείχη.
Ενόσω εθύμωνεν αυτός προς τον θεϊκόν Ατρείδην
ο αγώνας με τους Αχαιούς τόσον δεν είχε κόπον·
τότ᾽ εκοιμόμουν ήσυχα κι εγώ σιμά στα πλοία
260 καθώς να τα πατήσομε με ζέσταιν᾽ η ελπίδα.
Τώρα φοβούμαι τρομερά τον θείον Αχιλλέα·
ως έχει ακράτητην ψυχήν, να μείνει στην πεδιάδα
δεν θα θελήσει, όπου Αχαιοί μοιράζονται και Τρώες
του Άρη όλην την δύναμιν, αλλά θα πολεμήσει
265 σ᾽ αγώνα για την πόλιν μας και για τα θηλυκά μας.
Στα τείχη μας ας γύρομε, και ακούσετε τον λόγον·
η θεία νύκτα απόκοψε τον τρομερόν Πηλείδην
τώρα· αλλ᾽ αν αύριο μας εβρεί στον τόπον, θέλει ορμήσει
με τ᾽ άρματά του και καθείς ποιος είν᾽ αυτός θα μάθει.
270 Χαρά σ᾽ αυτόν που φεύγοντας θα φθάσει στην Τρωάδα
ότι σκυλιά και κόρακες πολλούς θενά σπαράξουν
των Τρώων· τέτοιαν συμφοράν τ᾽ αυτιά μου μην ακούσουν.
Κι εάν, με πόνον της ψυχής, δεχθούμε αυτό που λέγω,
την νύκτα μες στην αγοράν την δύναμιν κρατούμεν,
275 πύργοι και πύλες υψηλές με μακριές σανίδες
καλόξυστες, συναρμοστές την πόλιν περιφράζουν·
και το ταχύ με τ᾽ άρματα στους πύργους θα στηθούμε.
Και αν θέλει απ᾽ τα καράβια του στο τείχος ας ορμήσει,
τόσο χειρότερο γι᾽ αυτόν, ότι θα γύρει οπίσω,
280 αφού τ᾽ άγρια πουλάρια του θα κουρασθεί να τρέχει
εδώ κ᾽ εκεί, δεξιά ζερβιά, στην πόλιν αποκάτω.
Μέσα στο τείχος να χυθεί ποτέ δεν θα τολμήσει·
πριν το πατήσει, σπάραγμα θα γίνει αυτός των σκύλων».
Μ᾽ άγριο βλέμμα του απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
285 «Δεν μου αρέσει παντελώς ό,τ᾽ είπες, Πολυδάμα·
μας λέγεις να γυρίσομε στην πόλιν να κλεισθούμε·
ακόμη δεν χορτάσατε κλεισμένοι μες στα τείχη;
Έλεγαν πριν όλ᾽ οι θνητοί την πόλιν του Πριάμου
πολύχαλκην, πολύχρυσην, τώρα εχαθήκαν τόσοι
290 από τα σπίτια θησαυροί, κι επήγαν πουλημένα,
στην Μαιονίαν την τερπνήν, και στην Φρυγίαν άλλα
αφότου μας εμίσησεν ο ύψιστος Κρονίδης.
Και τώρα οπού μας έδωκεν εις τα καράβια νίκην,
να σπρώξουμε τους Αχαιούς στην θάλασσαν, μη βγάζεις
295 τέτοιους στα πλήθη στοχασμούς, ω συ ξεμωραμένε·
δεν θα σ᾽ αφοκρασθεί κανείς, ενόσω ζω και πνέω.
Αλλ᾽ ό,τι τώρα εγώ ειπώ να το δεχθούμεν όλοι.
Εις τον στρατόν δειπνήσετε στο τάγμα του καθένας
και όλοι βάλετ᾽ άγρυπνον στην φύλαξιν τον νουν σας.
300 Κι εκείνος που περήφανα βαρύνεται τα πλούτη,
ας τα σωρεύσει χάρισμα τα πλήθη να τα φάγουν·
καλύτερα παρ᾽ οι Αχαιοί να τα χαρούν εκείνοι.
Και θα χυθούμε το ταχύ με τ᾽ άρματά μας όλοι
ν᾽ ανάψομε τον πόλεμον εμπρός στα κοίλα πλοία.
305 Κι εάν ο θείος Αχιλλεύς σηκώθη από τα πλοία,
τόσο χειρότερα γι᾽ αυτόν· δεν φεύγω από την μάχην
εγώ κι εμπρός του να στηθώ, να πάρει αυτός της νίκης
την δόξαν ή να πάρω εγώ· είναι κοινός ο Άρης,
και παίρνει την ζωήν ανδρός κει που θα εφόνευ᾽ άλλον».

Νίτσε: Το “μετά τον θάνατο”

Η Χαραυγή είναι το τέταρτο βιβλίο του Φρίντριχ Νίτσε. Γραμμένο σε αφοριστικό ύφος, προσπαθεί να αποκαλύψει, με όλη τη δηκτικότητα και την παραδοξότητα που χαρακτηρίζουν τη γραφή του μεγάλου φιλοσόφου, τα προσωπεία και τις ψευδαισθήσεις των ευρωπαϊκών αξιών. Χάρη στις εμπνεύσεις, τις διαπιστώσεις, αλλά και τη λογοκρατική μέθοδό του, το έργο αυτό υπήρξε πηγή έμπνευσης για πολλούς σύγχρονους στοχαστές, από τον Σίγκμουντ Φρόυντ ως τον Μισέλ Φουκό.

Ο χριστιανισμός βρήκε την ιδέα για τιμωρίες στην κόλαση σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία: την είχαν επωάσει με ιδιαίτερη περιποιητικότητα αναρίθμητες μυστικές λατρείες, σαν να ήταν το πιο γόνιμο αβγό της δύναμής τους. Ο Επίκουρος είχε πιστέψει ότι δεν μπορούσε να κάνει μεγαλύτερο πράγμα για τους ομοίους του από το να ξεριζώσει τις ρίζες της πίστης αυτής, ο θρίαμβός του, που ηχεί πιο ωραία από οπουδήποτε αλλού στο στόμα του πιο σκοτεινού (που έγινε όμως διαυγής) οπαδού της διδασκαλίας του, του Ρωμαίου Λουκρήτιου, ήρθε πολύ νωρίς -ο χριστιανισμός πήρε υπό την ιδιαίτερη προστασία του την ήδη μαραμένη πίστη στα υποχθόνια φόβητρα, πράττοντας έξυπνα!

Γιατί, πώς θα μπορούσε δίχως αυτή την τολμηρή κίνηση μέσα στην πλήρη ειδωλολατρία να νικήσει τη δημοτικότητα των λατρειών του Μίθρα* και της Ίσιδας**. Έτσι, πήρε τους φοβιτσιάρηδες με το μέρος του -τους σθεναρότερους οπαδούς μιας καινούργιας πίστης!

Οι Εβραίοι, ως ένας λαός που κρεμιόταν και κρεμιέται από τη ζωή, σαν τους Έλληνες και περισσότερο από τους Έλληνες, είχαν καλλιεργήσει ελάχιστα τις ιδέες αυτές: ο οριστικός θάνατος, ως η τιμωρία του αμαρτωλού, ο θάνατος δίχως ανάσταση, ως η πιο ακραία απειλή -ιδού τι εντυπωσίαζε αρκετά αυτούς τους ξεχωριστούς ανθρώπους, που δεν ήθελαν να απαλλαγούν από το σώμα τους, αλλά που έλπιζαν, μέσα στον εκλεπτυσμένο αιγυπτισμό τους, να τον σώσουν για όλη την αιωνιότητα. (Ένας Εβραίος μάρτυρας, για τον οποίο διαβάζουμε στο δεύτερο βιβλίο των Μακκαβαίων***, δεν διανοείται να παραιτηθεί από τα ξεριζωμένα σωθικά του: θέλει να τα έχει στην Ανάσταση, -να τι θα πει εβραϊκό!)

Οι πρώτοι χριστιανοί απείχαν πολύ από τη σκέψη των αιώνιων βασάνων, πίστευαν ότι ήταν λυτρωμένοι από τον “θάνατο” και περίμεναν από μέρα σε μέρα μια μεταμόρφωση και όχι ένα θάνατο. (Τι παράξενη εντύπωση πρέπει να προκάλεσε η πρώτη περίπτωση θανάτου σ’ αυτούς τους αναμένοντες! Τι μείγμα έκπληξης, ευθυμίας, αμφιβολίας, ντροπής, ζέσης πρέπει να τους διακατείχε! -αληθινά ένα θέμα για μεγάλους καλλιτέχνες!)

Ο Παύλος δεν ήξερε να πει τίποτε καλύτερο για τον λυτρωτή από το ότι αυτός είχε ανοίξει για όλους τη δίοδο προς την αθανασία -δεν πιστεύει ακόμη στην ανάσταση των αλύτρωτων, και μάλιστα, σύμφωνα με τη διδασκαλία του για τον ανεκπλήρωτο νόμο και για τον θάνατο ως συνέπεια της αμαρτίας υποπτεύεται ότι κανένας μέχρι τώρα (ή πολύ λίγοι, κι εκείνοι από χάρη και δίχως αξία) δεν έγινε αθάνατος· τώρα αρχίζει για πρώτη φορά να ανοίγει τις πύλες της η αθανασία -και τελικά έχουν επιλεχτεί γι’ αυτήν πολύ λίγοι, όπως δεν μπορεί να παραλείψει να προσθέσει η έπαρση εκείνου που έχει επιλεχτεί.

Αλλού, όπου η ενόρμηση για ζωή δεν ήταν τόσο μεγάλη, όπως μεταξύ των Εβραίων και των Εβραιοχριστιανών, και η προοπτική για αθανασία δεν φαινόταν ασυζητητί πιο πολύτιμη από την προοπτική για έναν οριστικό θάνατο, εκείνη η ειδωλολατρική και μολαταύτα όχι εντελώς μη εβραϊκή προσθήκη της κόλασης έγινε επιθυμητό όργανο στα χέρια των ιεραπόστολων: τότε γεννήθηκε η καινούργια διδασκαλία, ότι και οι αμαρτωλοί και οι αλύτρωτοι είναι αθάνατοι, η διδασκαλία για τους αιώνια καταδικασμένους, και ήταν ισχυρότερη από την στο εξής ψυχορραγούσα σκέψη για τον οριστικό θάνατο.

Η επιστήμη όφειλε να την ξανακατακτήσει, αποκρούοντας, είναι αλήθεια, συγχρόνως κάθε άλλη ιδέα για τον θάνατο και κάθε είδος ζωής στο επέκεινα. Έχουμε γίνει φτωχότεροι ως προς ένα ενδιαφέρον: το “μετά τον θάνατο” δεν μας αφορά πια! -πρόκειται για ανείπωτη ευεργεσία, που είναι ακόμη πολύ νέα για να γίνει αισθητή ως τέτοια σε μήκος και σε πλάτος. -Κι έτσι θριαμβεύει πάλι ο Επίκουρος!
---------------------------
*Θεός του ήλιου της αρχαίας Περσίας. Η λατρεία του διαδόθηκε στον ελληνιστικό κόσμο και, μετά τον πόλεμο του Πομπήιου κατά των πειρατών το 68 π.Χ., και στον ρωμαϊκό κόσμο. Τα Μυστήρια του Μίθρα διεξάγονταν σε υπόγειους χώρους.

**Αιγυπτιακή θεότητα που απέκτησε πλατιά δημοτικότητα στον ελληνορωμαϊκό κόσμο..

***Οι Μακκαβαίοι είναι βιβλίο της Παλαιός Διαθήκης.

Φρίντριχ Νίτσε, Χαραυγή

Έρωτας, η Αρχέγονη Όψη του Θεού

Η Ορφική «Αντίληψη» για την Ύπαρξη, για τον Κόσμο, ξεκινά πάντα από το Χάος. «Εν Αρχή Ην το Χάος». Έτσι ξεκινούν όλες οι Θεογονίες που έχουν Ορφική Προέλευση, όπως αυτή που διέσωσε ο Αριστοφάνης στις «Όρνιθες». Ακόμα και η Θεογονία του Ησιόδου που είναι «αιρετική», με «εξωτερικό χαρακτήρα», δεν τολμά να απομακρυνθεί από Αυτή την Αρχή και μιλά μετά για την Γη και τον Έρωτα.

Το Χάος είναι Αυτό όπου η Αντίληψη Σταματά γιατί δεν μπορεί να συλλάβει τίποτα. Όχι ότι δεν υπάρχει τίποτα. Αλλά Αυτό που Υπάρχει δεν έχει Ιδιότητες. Είναι Πολύ Μεγάλο για να χωρέσει σε μια περιορισμένη αντίληψη. Έτσι η Αντίληψη Στέκεται Ακίνητη μπροστά στο Θέαμα της Αληθινής Ύπαρξης που ενώ Προσεγγίζεται σαν Κενό, στην πραγματικότητα, Είναι Πλήρες Ζωής, Δημιουργικής Δύναμης και Συνεχούς Κίνησης κι Αλλαγής.

Κι ενώ Αυτό το Ολοζώντανο Πλήρες Κινείται Συνεχώς δεν Αλλοιώνεται σε τίποτα αλλά Παραμένει Αιωνίως Σταθερό στον Εαυτό Του. Όλα όσα Δημιουργούνται και «Φαίνονται» δεν είναι παρά Δραστηριότητες, «Φαινόμενα».

Έτσι το Πρώτο που Αναδύεται από το Χάος , από το Βάθος της Κοσμικής Νύχτας, είναι η Δημιουργική Δύναμη που θα Φέρει στην Ύπαρξη τα Πάντα: η Αντίληψη. Η Αντίληψη που Διερευνά τα Βάθη της Ουσίας, Βιώνει την Απεραντοσύνη της Ύπαρξης κι Αποκαλύπτει την Ενότητα των Πάντων. Το Θεολογικό Όνομα της Δύναμης είναι «Έρως».

Ο Πλάτωνας αφιέρωσε ένα Διάλογό του σε Αυτόν τον Αρχαίο Θεό. Το «Συμπόσιο» είναι μαζί με την Πολιτεία, τον Φαίδωνα και τον Φαίδρο, από τους πιο σημαντικούς Διαλόγους του. Ο Πλάτωνας δεν αναφέρεται στην Ορφική Θεολογία, επειδή υπήρχε απαγόρευση να μιλάς για τα Ιερά σε αμύητους, αλλά στον Ησίοδο. Ήδη από τις εισαγωγικές ομιλίες του Συμποσίου ο Έρωτας Ορίζεται σαν ο Πρώτος Θεός, ο Αρχαιότερος Όλων των Θεών που γνωρίζουν οι άνθρωποι. Και σιγά-σιγά, μέσα από την απλή συζήτηση, ο Πλάτωνας Αποκαλύπτει την Αληθινή Φύση του Θεού.

Ο Έρωτας είναι στον Θρησκευτικό Συμβολισμό ο Μυστηριώδης Θεός Ζαγρέας, ο Χειμωνιάτικος Θεός, ο Διόνυσος της Δελφικής Λατρείας που το άλλο Πρόσωπό του είναι ο Απόλλωνας. Είναι ακόμα ο Διόνυσος, ο Θεός της Φύσης, ο Θεός της Άνοιξης, ο Θεός της Διονυσιακής Λατρείας και των Ιερών Οργίων (όπου «Όργια» είναι «Ιερά Έργα», Ιερή Πράξη, Μυστήριο, Τελετουργική Ανάβαση στην Θεότητα – είναι οι χριστιανοί που από μίσος στην Αρχαία Θρησκεία κι όσους την ακολουθούσαν, δυσφήμησαν την λέξη, στην προσπάθειά τους να καταστρέψουν και να εξαφανίσουν την Αρχαία Θρησκεία). Είναι ακόμα ο Απόλλωνας, ο Θεός του Θερινού Φωτός και του Θριάμβου της Φύσης. Είναι ακόμα ο Βάκχος των Μυστηρίων του Φθινοπώρου, ο Ελευθερωτής που Οδηγεί τις Ψυχές Πίσω στην Πηγή τους, στο Μυστηριώδες Άγνωστο (που το Τελετουργικό Όνομά του, στα Ελευσίνια Μυστήρια είναι «Ίακχος»).

Στους κατοπινούς αιώνες (μετά τον Ορφέα), στην Θεολογική Αντίληψη των Σοφών το Χάος «Ταυτίζεται» με τον Υπέρτατο Πατέρα Θεό Δία κι ο Αρχέγονος Θεός, ο Έρωτας, «ταυτίζεται» με τον Διόνυσο, τον «Γιό του Θεού»… Από «εδώ» πηγάζει όλη η χριστιανική θεολογία (όχι του ανύπαρκτου Ιησού αλλά) των απατεώνων χριστιανών θεολόγων των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων.

Στην Φιλοσοφική Γλώσσα της Ορφικής Φιλοσοφίας (κι εδώ ανήκουν όλοι οι Μεγάλοι Αρχαίοι Έλληνες Σοφοί) ο Έρωτας είναι το Όντως Ον, το Είναι του Πλάτωνα, Αυτό που μπορεί η Αντίληψη να συλλάβει σαν η Βάση της Ύπαρξης. Είναι ο Λόγος, σαν Συνειδητή Παγκόσμια Δημιουργική Δύναμη, όπως θα την περιγράψει ο Ηράκλειτος και θα την «αναλύσουν» οι Στωικοί… κι από εδώ πηγάζει η αντίληψη του κλεμμένου «Χριστιανικού Λόγου».

Αλλά τι είναι στην «Φύση Του» ο Έρωτας; Ο Πλάτωνας κάνει στο Συμπόσιο μια θαυμαστή ανάλυση και προσεγγίζει το θέμα από πολλές απόψεις πριν Φτάσει στην Αποκάλυψη της Αληθινής Φύσης του Θεού. Σιγά-σιγά, ακολουθώντας τον Πλάτωνα, θα τα διερευνήσουμε όλα αυτά.

Ο Έρωτας Είναι η Ύπαρξη, η Βάση της Ύπαρξης, η Ουσιαστική Ενότητα αλλά και η Δημιουργική Δύναμη που Φανερώνει τα Πάντα. Τα Πάντα δια Αυτού Γίνονται.. Μέσα στην Ενότητα που Πάντα Λειτουργεί σαν Βάση Διακρίνεται το Υποκείμενο από το Αντικείμενο και μέσα στην Αντίληψη Διακρίνεται το Θετικό από το Αρνητικό. Έτσι ενώ στο Βάθος Διατηρείται Πάντα η Ενότητα στην Επιφάνεια Κυριαρχεί η Αντίθεση των Δυνάμεων, που η Δυναμική Σχέση τους θα Οδηγήσει στην Δημιουργία Όλων των Πραγμάτων. Όλα όμως όσα εξελίσσονται, εξελίσσονται Πάνω στην Μοναδική Βάση Μιας Ενοποιημένης Ύπαρξης. Βλέποντας Πίσω από τα Φαινόμενα μας Αποκαλύπτεται η Αρχική Ενότητα.

Κι έτσι ενώ Όλα Αρχίζουν από το Σημείο «Μηδέν», κάνοντας ένα Ολόκληρο Κύκλο στην Ύπαρξη, γυρίζουν πάλι στο Αρχικό Μηδέν (που είναι το Μηδέν της Ζωής, της Πληρότητας μέσα στην «Ανάπαυσή» της κι όχι το «τίποτα»). Η Ύπαρξη, η Ζωή, η Δημιουργία είναι Κύκλος. Κι αυτό που Ισχύει σε Παγκόσμια Κλίμακα, σε Κοσμικό Χρόνο, ισχύει και στην Ύπαρξη, στην Ανάδυση της Ύπαρξης και στην ζωή της μέσα στους κόσμους. Ισχύει και στην ανθρώπινη ζωή. Και το βλέπουμε να συμβαίνει και στον Κύκλο της Φύσης και στην ετήσιο κύκλο των εποχών.

Στον Ετήσιο Κύκλο οι Αρχαίοι Σοφοί είδαν όχι μόνο ένα Σύμβολο της Παγκόσμιας Ζωής αλλά και την δυνατότητα να εντάξουν την κοσμική εξέλιξη μέσα στον ανθρώπινο χρόνο και να συνδυάσουν την καθημερινή ζωή τους με την ζωή της Φύσης. Καθιέρωσαν πολύ σοφά, τουλάχιστον πριν 3.000 χρόνια Ιερές Γιορτές του Χειμώνα, της Άνοιξης, του Θέρους και του Φθινοπώρου και τις συνδύασαν με την Ανθρώπινη Πορεία προς την Ολοκλήρωση, με την Μύηση στην Αλήθεια. Οι Ιερές Γιορτές έλαβαν (από τον Ορφέα και τους Ορφικούς) ένα Καθαρά Εσωτερικό Περιεχόμενο, ενώ απέκτησαν με τον Πεισίστρατο και τους Πεισιστρατίδες στην Αθήνα ένα Καθαρά Δημόσιο Χαρακτήρα, χωρίς να αποκοπούν από την Εσωτερική Σημασία τους. Ο Ορφισμός έγινε έτσι επίσημη θρησκεία του Αθηναϊκού Κράτους.

Τελικά, μέσα από τον λόγο του Πλάτωνα στο Συμπόσιο αποκαλύπτεται ότι στον Έρωτα Οφείλονται Όλα. Ο Έρωτας είναι η Αρχική Ενότητα της Ύπαρξης, το Είναι στο Οποίο Μετέχουν όλα τα όντα. Στον Έρωτα Οφείλονται οι Δημιουργικές Διακρίσεις και οι Αντιθέσεις. Αλλά και στον Έρωτα Οφείλεται η Ελκτική Δύναμη που Συγκρατεί τα πάντα σε συνοχή αποκαλύπτοντας την «Ενότητα στο Βάθος». Θέλουμε να πούμε ότι η Ελκτική Δύναμη που Οφείλεται στην Αρχική Ενότητα και «Συγγένεια» των Πάντων, Αυτή η Δύναμη που Συγκρατεί τα Σύμπαντα, τους γαλαξίες, τα ηλιακά συστήματα, τα μόρια, τα σωματίδια του ατόμου, τα κύτταρα, τους οργανισμούς, τους κοινωνικούς σχηματισμούς, τις ανθρώπινες σχέσεις, όλα, μα όλα, είναι Αυτή η Αρχική Δύναμη, ο Έρωτας των Κοσμογονικών Ύμνων, ο Διόνυσος των Μυστηρίων, ο Παγκόσμιος Λόγος των Φιλοσόφων, ο Θεός Έρωτας που υμνεί ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο.

Αλλά ο Έρωτας δεν είναι μόνο η Παγκόσμια Δύναμη που Υποστηρίζει, Συγκρατεί κι Οδηγεί τα Πάντα (προς την Ολοκλήρωσή τους μέσα στην Ενότητα). Δεν είναι μόνο η Μυστηριώδης Δύναμη που Συνδέει τον άνθρωπο (σε όποια κατάσταση επίγνωσης κι αν βρίσκεται) με την Πηγή του. Είναι ακόμα, κι είναι κυρίως, και πάνω από όλα (για εμάς τους ανθρώπους) η Μυστική Δύναμη της Ψυχής, που μας Εμψυχώνει, μας Φωτίζει και μας Καθοδηγεί προς τα Πνευματικά Ύψη της Αληθινής Ύπαρξης. Είναι η Βαθιά Λαχτάρα για Αληθινή Ύπαρξη, η Πολύ Βαθιά Επιθυμία για Ένωση με την Πηγή μας, η Βίωση της Παγκόσμιας Ενότητας… Στον Χριστιανισμό ονομάζεται Αγάπη κι είναι η Ουσία του Θεού.
Τελικά η Αληθινή Φύση της Ψυχής είναι ο Έρωτας για Ενότητα, η Ένωση, η Θέωση.

Γιατί αγαπώ περισσότερο από όσο αγαπιέμαι;

Αν δεν αισθάνεστε έκπληξη ή αποτροπιασμό στην ιδέα ενός ανθρώπου που σκέφτεται στα σοβαρά να αυτοκτονήσει επειδή το τηλεφώνημα που περιμένει δεν έρχεται, τότε είτε έχετε υπερεμπλεκόμενο στυλ δεσμού, είτε μπορείτε να μπείτε στη θέση κάποιου που σχετίζεται με αυτό τον τρόπο.

Με εξαίρεση τους τυχερούς που μεγάλωσαν με ασφάλεια και τα πηγαίνουν μια χαρά στις σχέσεις τους (ασφαλές στυλ δεσμού), όσοι έχουν μεγαλώσει μέσα στην ανασφάλεια, έχουν υιοθετήσει κάποιους παράξενους ή ανορθόδοξους τρόπους να σχετίζονται με τους άλλους.

Κάποιοι αποφεύγουν τις σχέσεις (απορριπτικό στυλ δεσμού), κάποιοι φοβούνται τις σχέσεις (φοβικό στυλ δεσμού) και κάποιοι άλλοι, που σκέφτονται να βλάψουν τον εαυτό τους επειδή εκείνος που αγαπούν δεν παίρνει τηλέφωνο, είναι άνθρωποι που ζουν και να αναπνέουν για τις σχέσεις (υπερεμπλεκόμενο στυλ δεσμού).

Έχω κόλλημα με τις σχέσεις

Μιλάμε για πλήρη απορρόφηση στην ερωτική ζωή.

Ο υπερεμπλεκόμενος τύπος ξοδεύει πολλή ενέργεια σκεπτόμενος τη σχέση του ή, αν δεν έχει σχέση, περνάει πολύ χρόνο νιώθοντας μόνος και επιθυμώντας διακαώς να προσκολληθεί σε κάποιον.

Βιώνει τον έρωτα με έναν τρόπο εμμονικό – με υπερβολική εμπλοκή, μεγάλη επιθυμία ανταπόκρισης και ανεξέλεγκτη κτητικότητα. Ο ακραίος συναισθηματισμός του φέρνει τους άλλους σε δύσκολη θέση, για παράδειγμα, όταν κλαίει δημοσίως ή όταν αλλάζει ριζικά διάθεση μέσα σε μια στιγμή.

Όταν γνωρίζει κάποιον, με το καλημέρα σχεδόν, αισθάνεται έτοιμος να δεσμευτεί. Εστιάζει στα κοινά στοιχεία παραβλέποντας πιθανές ασυμβατότητες και στη βιασύνη του να υπογράψει το συμβόλαιο, αποδέχεται εν λευκώ όλους τους όρους, ξεχνώντας να θέσει τους δικούς του.

Η σχέση γίνεται το κέντρο του κόσμου και όλα τα υπόλοιπα παύουν να έχουν σημασία. Η ανάγκη για συνεχή αλληλεπίδραση με τον άλλο (επαφές, τηλεφωνήματα, μηνύματα, email, σήματα καπνού) είναι τόσο επιτακτική που η έλλειψή της τον κατακλύζει με άγχος. Όταν δεν είναι μαζί, μετρά τα λεπτά μέχρι την επόμενη συνάντηση, ενώ φροντίζει να υπάρχει πάντα κάτι προγραμματισμένο, γιατί δεν αντέχει να μην ξέρει πότε θα ξαναδεί τον άλλο.

Μειώνοντας την απόσταση καταφέρνει κάπως να κατευνάσει την αγωνία του, αλλά η δίψα του για οικειότητα είναι τόσο μεγάλη που μοιάζει να μην ικανοποιείται ποτέ. Η παραμικρή κίνηση αυτονομίας τον απελπίζει και τον γυρίζει στο μηδέν.

Χρειάζομαι αποδείξεις αγάπης

Ποτέ δεν καταφέρνει να αισθανθεί ότι κάποιος τον αγαπά αληθινά. Δεν μπορεί να το χωρέσει στο μυαλό του και στην εικόνα που έχει για τον εαυτό του.

Αντίθετα, αισθάνεται ότι ο σύντροφός του δίνει μικρότερη αξία στη σχέση από ό,τι ο ίδιος και ανησυχεί ότι ο γρήγορος ρυθμός με τον οποίο θέλει να προχωρήσουν τα πράγματα θα τρομάξει και θα διώξει τον άλλο.

Ο μεγαλύτερος φόβος του είναι ότι θα τον εγκαταλείψουν, γι’ αυτό ψάχνει με τις υπερευαίσθητες κεραίες του να εντοπίσει κάθε σημάδι δισταγμού ή απομάκρυνσης.

Μια μικρή αργοπορία σημαίνει ότι ο άλλος έφυγε για πάντα ή ότι βρήκε κάποιον άλλο. Μια μικρή αστοχία, για παράδειγμα ο άλλος δεν τηλεφώνησε όταν είπε ότι θα τηλεφωνήσει, ερμηνεύεται ως κοροϊδία και έλλειψη αγάπης.

Κάθε συμπεριφορά, οσοδήποτε ασήμαντη ή άσχετη, είναι εν δυνάμει απειλητική για τη σχέση. Ακόμα και χωρίς στοιχεία, ο«υπερεμπλεκόμενος» τα παίρνει όλα προσωπικά και φέρνει την καταστροφή. Αν τον βάλεις να διαλέξει ανάμεσα στα πιθανά σενάρια, με κλειστά τα μάτια θα διαλέξει το χειρότερο.

Το πρόβλημα πίσω από όλα αυτά είναι ότι έχει πολύ κακή εικόνα για τον εαυτό του και πολύ καλή εικόνα για τους άλλους.

Για να νιώσει καλά, αναζητά απεγνωσμένα την αποδοχή τους, χωρίς όμως να τρέφει ελπίδες ότι θα την πάρει, γιατί πιστεύει ότι εκείνοι, ως καλύτεροι του, θα καταλάβουν πόσο ανάξιος είναι και θα τον απορρίψουν.

Με απλά λόγια, βρίσκεται στο έλεός τους. Η αγάπη τους σημαίνει ότι εκείνος αξίζει κάτι, γι’ αυτό κρεμιέται πάνω τους με τόση μανία και απόγνωσ. Γι’ αυτό τους ανεβάζει σε βάθρο, υποτιμώντας τον εαυτό του και τρέμοντας στην ιδέα ότι εκείνοι δεν θα ανταποκριθούν. Επειδή η αξία του εξαρτάται από εκείνους.

Κάνω τα πάντα για να αποτρέψω το τέλος

Πολύ συχνά, θυμίζει κακομαθημένο μωρό.

Ζητά επίμονα διαβεβαιώσεις ότι ο άλλος τον αγαπά κι ότι η σχέση δεν κινδυνεύει και μόλις τις πάρει ηρεμεί και είναι χαρούμενος. Αν όμως δεν τις πάρει, αντιδρά με δυσφορία, οργή ή απέραντη θλίψη και μεταχειρίζεται κάθε μέσο προκειμένου να τις αποσπάσει, έστω με το ζόρι.

Στην ουσία εξασκεί το ταλέντο που ανέπτυξε μικρός: να βρίσκει χίλιους δυο ευφάνταστους τρόπους προκειμένου να αποσπάσει προσοχή από ανθρώπους που δεν την προσφέρουν απλόχερα.

Μπροστά στο σκοπό λοιπόν, που είναι η απόσπαση της προσοχής του άλλου (ακόμα και της αρνητικής), όλα τα μέσα είναι άγια: απόπειρες αποπλάνησης, πρόκληση ενοχών, κατηγορίες, εκβιασμοί και απειλές.

Κατά τη γνώμη του, αυτή η συμπεριφορά είναι απολύτως δικαιολογημένη.

Επειδή βάζει τη σχέση ως πρώτη προτεραιότητα και φέρεται ως αφοσιωμένος σύντροφος, θεωρεί ότι του οφείλεται το ίδιο επίπεδο αφοσίωσης. Ξεχνάει ότι απαιτεί ανταπόκριση επιπέδου μακροχρόνιας σχέσης από έναν άνθρωπο που γνωρίζει μόλις μερικές εβδομάδες ή λίγους μήνες.

Σχεδόν πάντοτε εμφανίζεται διαφορά φάσης, επειδή ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να ακολουθήσουν τους ρυθμούς του.

Εκείνος απορεί που οι άλλοι δεν έχουν τη δική του ετοιμότητα. Δεν μπορεί να καταλάβει πώς του βάζουν όρια τη στιγμή που ο ίδιος, όχι απλά δεν χρειάζεται όρια, αλλά το όνειρό του είναι η συγχώνευση.

Θυμώνοντας με την έλλειψη συντονισμού, αρχίζει να κρατάει σκορ, με την ελπίδα να ισοφαρίσει, για παράδειγμα, λέγοντας ότι είναι απασχολημένος ενώ δεν είναι, καθυστερώντας επίτηδες να απαντήσει στα μηνύματα και περιμένοντας ο άλλος να κάνει την πρώτη κίνηση έπειτα από ένα τσακωμό.

Αν με τα καμώματά του η σχέση διαλυθεί, νιώθει τόσο πιεστική την ανάγκη για αποκατάσταση της σύνδεσης που είναι αδύνατον να μείνει με σταυρωμένα χέρια.

Καταρχάς βάζει κάτω όλα τα στοιχεία και τα αναλύει διεξοδικά. Φέρνει στο μυαλό του την τελευταία ή τις τελευταίες συναντήσεις, τα μηνύματα και τα λόγια που αντηλλάγησαν και προσπαθεί να εντοπίσει το ακριβές σημείο όπου τα πράγματα πήραν το στραβό το δρόμο.

Οπλισμένος με αυτή τη γνώση, αναζητά συμβουλές από φίλους ή ψάχνει στο Internet με τη φράση-κλειδί «με άφησε, τι να κάνω;» και δοκιμάζει κάθε πιθανή στρατηγική χειρισμού επανασύνδεσης:
  • Να στείλω γράμμα λέγοντας ότι τον αγαπάω και ζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία;
  • Να παραστήσω τον αδιάφορο, ώστε να νομίσει ότι τον ξεπέρασα;
  • Να βάλω κάποιον τρίτο να του μιλήσει;
  • Να βγω με κάποιον άλλο για να τον κάνω να ζηλέψει;
  • Να κόψω κάθε επικοινωνία ώστε να ανησυχήσει ότι με έχασε για πάντα;
  • Να βάλω φωτιά στο αυτοκίνητό του;
Εντάξει, το τελευταίο είναι τραβηγμένο, αλλά ένα μικρό ποσοστό «υπερεμπλεκόμενων» μάλλον θα το σκεφτεί και ένα ακόμα μικρότερο θα το κάνει κιόλας…

Στο τέλος όλοι με εγκαταλείπουν

Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αντέχουν τη συμπεριφορά του και, αργά ή γρήγορα, τον εγκαταλείπουν. Είναι η στιγμή βέβαια που οι χειρότεροι φόβοι του επαληθεύονται στο ακέραιο.

Από τη μία το παίρνει όλο επάνω του και κατηγορεί τον εαυτό του κι από την άλλη κατηγορεί συλλήβδην το άλλο ή το ίδιο (αναλόγως) φύλο, για αναισθησία.

Δεν συνειδητοποιεί ότι οι ελεγκτικές τάσεις του τρομάζουν και απωθούν τους ανθρώπους. Αναρωτιέται γιατί όλοι φεύγουν από κοντά του, χωρίς να εξετάσει αν έχουν λόγο να μείνουν.

Είναι τόσο εγωκεντρικός που δεν βλέπει τίποτα πέρα από τον εαυτό του.

Αν νιώσει απειλή, αντιδρά σπασμωδικά σε αυτό που νιώθει κι όποιον πάρει ο χάρος. Δεν έχει την αυτοσυγκράτηση και υπομονή να εξετάσει τα δεδομένα πριν ενεργήσει. Ούτε λαμβάνει υπόψη του που βρίσκεται το μυαλό του άλλου ή ποια είναι η συναισθηματική του κατάσταση – λειτουργεί αποκλειστικά με βάση το δικό του πλαίσιο αναφοράς.

Λέει ότι αγαπάει, αλλά συχνά αυτό που νιώθει είναι συναισθηματική πείνα, όχι γνήσιο ενδιαφέρον. Αυτό που ζητά δεν είναι μια αληθινή σχέση με έναν αληθινό άνθρωπο, είναι μια σανίδα σωτηρίας.

Ναι, οι άλλοι τρέπονται σε φυγή. Όχι πάντα επειδή δεν αγαπούν, αλλά συχνά επειδή κουράζονται να τους αμφισβητούν και να μην εκτιμούν τα λίγα ή πολλά που προσφέρουν.

Χώρια που κάποιοι νιώθουν εξαπατημένοι. Ο «υπερεμπλεκόμενος», ακολουθώντας τους «5, 10 ή 20 τρόπους να τον κάνετε να σας ερωτευτεί» παρουσιάζει τον εαυτό του με παραπλανητικό τρόπο. Όταν επιτέλους εμφανίζεται ο πραγματικός του εαυτός, οι άλλοι μένουν να αναρωτιούνται που πήγε ο ήρεμος και γεμάτος αυτοπεποίθηση άνθρωπος που γνώρισαν στην αρχή.

Η ακόμα μεγαλύτερη ειρωνεία είναι ότι, παριστάνοντας τον άνετο, ο «υπερεμπλεκόμενος», θέλοντας και μη, γίνεται πόλος έλξης για τον πιο επικίνδυνο «εχθρό» του: τον γοητευτικό αλλά απόμακρο «απορριπτικό», που μαζί γνωρίσαμε και αγαπήσαμε εδώ.

ΓΙΑΤΙ ΘΕΛΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΕ ΘΕΛΕΙ;

Η συνάντηση εκείνου που αποφεύγει την οικειότητα («απορριπτικός») με εκείνον που λαχταρά την οικειότητα («υπερεμπλεκόμενος»), θυμίζει ηλεκτρική εκκένωση.

Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις που τα αντίθετα όντως έλκονται. Πολύ.

Ο «απορριπτικός» το ξέρει το παιχνίδι. Δείχνει στον «υπερεμπλεκόμενο» λίγη προσοχή, ίσα για να τον ιντριγκάρει και μετά, συνεπής στη «φύση» του, αρνείται να παίξει μπάλα. Ο «υπερεμπλεκόμενος», διψασμένος καθώς είναι για προσοχή, τσιμπάει ευχαρίστως το δόλωμα και, ελλείψει συμπαίκτη, παίζει μπάλα μόνος του.

Μοιάζει παράλογη επιλογή αλλά δεν είναι.

Όπως όλοι διαλέγουμε για σύντροφο εκείνον που πιστεύουμε ότι μας αξίζει, έτσι και ο «υπερεμπλεκόμενος», πιστεύοντας ότι δεν αξίζει και πολλά, διαλέγει τον «απορριπτικό» για να του επιβεβαιώσει ακριβώς αυτή την εικόνα.

Έχετε δει παίκτη να τραβάει με μανία το μοχλό στα φρουτάκια; Είναι ακριβώς η ίδια εξάρτηση που προκαλεί η μία-ζέστη-μία-κρύο συμπεριφορά του «απορριπτικού» στον «υπερεμπλεκόμενο». Το μηχάνημα κάποια στιγμή δίνει λεφτά και ο «απορριπτικός» κάποια στιγμή ενδίδει. Οι εθισμένοι (παίκτης και «υπερεμπλεκόμενος») συνεχίζουν να προσπαθούν μανιωδώς, γιατί ξέρουν ότι αν δεν κάτσει με την πρώτη, που θα πάει, στη δέκατη ή στην εκατοστή, θα κάτσει.

Ο «υπερεμπλεκόμενος» έχει ζήσει πολλές φορές αυτό το σενάριο κι είναι μαθημένος στις απογοητεύσεις. Ξέρει ότι πρέπει να περιμένει για να πάρει την ανταμοιβή του. Η λαχτάρα να αποκτήσει κάτι έχει φτάσει να είναι περισσότερο απολαυστική κι από την ίδια την κατάκτηση.

Τι κι αν ο «απορριπτικός» προκειμένου να αποφύγει την οικειότητα τον χτυπάει εκεί που πονάει, κατηγορώντας τον ότι τον πιέζει με τη συμπεριφορά του;

Ο «υπερεμπλεκόμενος» δεν έχει κανένα λόγο να πάψει να τον κυνηγάει, γιατί μαζί του βρίσκεται στο στοιχείο του: η ζωή έχει ταλαιπωρία μεν, αλλά κυλάει κανονικά, στους «ασφαλείς» και «βολικούς» ρυθμούς της.

Κι επίσης, μπορεί να κοιμάται ήσυχος ότι όλα τα αρνητικά που πιστεύει για τον εαυτό του είναι, τελικά, αλήθεια.

ΠΩΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΝΑ ΘΕΛΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΜΕ ΘΕΛΕΙ;

Αν αποφάσιζε να δώσει μία ευκαιρία σε εκείνον τον διαθέσιμο αλλά «βαρετό» τύπο που σνομπάρει, ο «υπερεμπλεκόμενος» θα μπορούσε ίσως να «ανέβει» επίπεδο.

Αν καταλάβαινε ότι, η μανία του να καλύψει το κενό που δημιουργεί η απόσταση του «απορριπτικού», δεν είναι ένδειξη αληθινής αγάπης, αλλά η ανασφάλειά του εν δράση, θα μπορούσε ίσως να δοκιμάσει νέους τρόπους.

Ο «βαρετός» αλλά «ασφαλής» τύπος μπορεί να μην προκαλεί σπίθες, αλλά είναι ο μόνος που μπορεί να πει «μείνε», όταν ο «υπερεμπλεκόμενος» μέσα στον πανικό του απειλεί ψέματα ότι θα φύγει. Είναι ο μόνος που έχει τη σιγουριά και ίσως την υπομονή να μην μασήσει με τα παιχνίδια του.

Γιατί φυσικά ο «υπερεμπλεκόμενος», πιστός στο πρόγραμμά του, θα προσπαθήσει με μεγάλη επιμέλεια και, συχνά, με επιτυχία, να κάνει τον «ασφαλή» τύπο να πάρει απόσταση, δηλαδή να φερθεί ως «απορριπτικός»!

Πάντως για να το κάνω ακόμα πιο δύσκολο, όλα αυτά, αν συμβούν, θα συμβούν κόντρα στις πιθανότητες. Εκεί έξω, στην «αγορά», το ποσοστό των «απορριπτικών» είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνο των «ασφαλών». Οι «ασφαλείς» κάνουν σχέσεις μεταξύ τους και βγαίνουν γρήγορα εκτός «αγοράς», ενώ οι «απορριπτικοί», με κάποια διαλλείματα «αποτυχημένων» σχέσεων, τον περισσότερο καιρό είναι μόνοι.

Με άλλα λόγια, αφού μιλάμε με τους σκληρούς όρους της αγοράς, τα καλά κομμάτια φεύγουν πρώτα, ενώ τα σκάρτα ή ελαττωματικά μένουν απούλητα ή επιστρέφονται.

ΤΕΛΙΚΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΘΩ ΝΑ ΑΓΑΠΑΩ ΛΙΓΟΤΕΡΟ;

Νομίζω ότι αυτό που «πρέπει» να κάνει ο «υπερεμπλεκόμενος» είναι να μάθει να αγαπάει περισσότερο τον εαυτό του και λιγότερο τους άλλους. Για αρχή τουλάχιστον, μέχρι να βρει μια ισορροπία.

Κι ακόμα, θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο το νόημα της ζωής να βρίσκεται και κάπου αλλού, εκτός από τις προσωπικές σχέσεις.

Αν, τώρα, σχετιζόμαστε με έναν τέτοιο τύπο και νιώθουμε να ασφυκτιούμε μαζί του, καλό θα ήταν να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας το λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε σ’ αυτή τη σχέση. Αν μένουμε και συντηρούμε την εξάρτησή του επειδή έχουμε ανάγκη την ανασφάλειά του για να νιώσουμε ασφαλείς, θα πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά τι σημαίνει αυτό για εμάς.

Το θέμα είναι ότι, είτε είμαστε «υπερεμπλεκόμενοι» είτε όχι, είναι λογικό να έχουμε ανάγκες και δεν χρειάζεται να ντρεπόμαστε γι’ αυτές. Όσο κι αν κάποιοι, για τους δικούς τους λόγους, προτιμούν να πιστεύουμε το αντίθετο, δεν είναι παράλογο να χρειαζόμαστε οικειότητα και ασφάλεια.

Να θυμάστε: Αν κάποιος σας κατηγορήσει ότι τον πιέζετε με τις υπερβολικές αντιδράσεις και απαιτήσεις σας, πριν πέσετε στην παγίδα να τα βάλετε με τον εαυτό σας και το υπερεμπλεκόμενο στυλ δεσμού σας, βεβαιωθείτε πρώτα ότι δεν είναι κόλπο…

Erich Fromm: Η κύρια προϋπόθεση για να φτάσουμε στην αγάπη είναι το ξεπέρασμα του ναρκισσισμού μας

Τώρα θα εξετάσω εκείνες τις ιδιότητες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την τέχνη, την ικανότητα, της αγάπης.

Σύμφωνα με όσα είπα για τη φύση της αγάπης, η κύρια προϋπόθεση για να φτάσουμε στην αγάπη είναι το ξεπέρασμα του ναρκισσισμού μας.

Η ναρκισσιστική κατάσταση είναι εκείνη όπου πιστεύει κανείς σαν πραγματικό μόνο αυτό που νιώθει μέσα του, ενώ τα φαινόμενα του έξω κόσμου δεν είναι πραγματικά από μόνα τους, αλλά τα νιώθει μόνο από την άποψη αν είναι ωφέλιμα ή επιζήμια σ’ αυτόν.

Ο αντίθετος από το ναρκισσισμό πόλος είναι η αντικειμενικότητα. Η ικανότητα δηλαδή να βλέπεις τους ανθρώπους και τα πράγματα όπως είναι, αντικειμενικά, και να είσαι σε θέση να ξεχωρίζεις αυτή την αντικειμενική εικόνα από την εικόνα που σχηματίζεται σύμφωνα με τις επιθυμίες και τους φόβους σου.

Όλες οι μορφές της ψύχωσης δείχνουν τη σε υπερβολικό βαθμό ανικανότητα του να είναι κανείς αντικειμενικός.

Για το παράφρον άτομο η μόνη πραγματικότητα που υπάρχει, είναι αυτή που έχει μέσα του, η πραγματικότητα των επιθυμιών και των φόβων του.

Βλέπει τον εξωτερικό κόσμο σαν σύμβολο του εσωτερικού του κόσμου, σαν δημιούργημά του.

Το ίδιο κάνουμε όλοι όταν ονειρευόμαστε.

Στα όνειρά μας φτιάχνουμε γεγονότα, σκηνοθετούμε δράματα, που είναι η έκφραση των επιθυμιών και φόβων μας (καθώς και της κρίσης και της διαίσθησής μας καμιά φορά) και όσο κοιμόμαστε είμαστε βέβαιοι ότι αυτά είναι πραγματικά σαν την πραγματικότητα που βλέπουμε ξύπνιοι.

Ο παράφρονας ή ο ονειροπόλος αποτυχαίνει τέλεια στο να έχει αντικειμενική εικόνα του εξωτερικού κόσμου.

Ωστόσο όλοι μας είμαστε λίγο ή πολύ παράφρονες, λίγο ή πολύ ονειροπόλοι.

Ο καθένας μας έχει μια μη αντικειμενική αντίληψη του κόσμου, μία άποψη παραμορφωμένη από το ναρκισσισμό του.

Παραδείγματα πολλά μπορεί να βρει ο καθένας παρατηρώντας τον εαυτό του, τους διπλανούς του, ακόμα και διαβάζοντας τις εφημερίδες.

Ποικίλλουν βέβαια στο βαθμό της ναρκισσιστικής παραμόρφωσης της πραγματικότητας.

Μία γυναίκα π.χ. τηλεφωνεί στο γιατρό της για να του πει ότι θέλει να τον επισκεφτεί στο γραφείο του το ίδιο απόγευμα. Ο γιατρός απαντά ότι δεν είναι ελεύθερος το απόγευμα, αλλά θα μπορέσει να τη δεχτεί την επομένη. Αυτή επιμένει: γιατρέ μου, το σπίτι μου είναι μόνο πέντε λεπτά από το γραφείο σας.

Δε μπορεί να καταλάβει ότι το γεγονός πως μένει δίπλα, δεν προσθέτει τίποτε στο χρόνο του γιατρού. Αντιλαμβάνεται την όλη κατάσταση ναρκισσιστικά : εφόσον αυτή γλιτώνει χρόνο, θα πει ότι κι ο άλλος γλιτώνει χρόνο. Η μόνη πραγματικότητα γι’ αυτήν είναι ο εαυτός της.

Λιγότερο υπερβολικές – ή ίσως μόνο λιγότερο φανερές- αυτές οι παραμορφώσεις της πραγματικότητας παρουσιάζονται στις διαπροσωπικές σχέσεις.

Πόσοι γονείς δεν αντιλαμβάνονται τις αντιδράσεις του παιδιού τους με μέτρο την υπακοή του, την ευχαρίστηση που τους προκαλεί, την πίστωση που αντιπροσωπεύει γι’ αυτούς κλπ. αντί να διερευνούν ή έστω να ενδιαφέρονται προσωπικά για το τι νιώθει το παιδί μέσα στον εαυτό του και για τον εαυτό του;

Πόσοι σύζυγοι δεν πιστεύουν για τον άντρα τους ότι είναι άχρηστος και βλάκας, γιατί εκείνος δεν ανταποκρίνεται στη φανταστική εικόνα ενός λαμπρού ιππότη που αυτές είχαν φτιάξει στα παιδικά τους όνειρα;

H ίδια έλλειψη αντικειμενικότητας παρατηρείται και στις σχέσεις ανάμεσα στα έθνη.

Θεωρούμε ότι το έθνος μας αντιπροσωπεύει ό,τι καλό και ευγενικό, και το ξένο μπορεί σε μια μέρα μέσα να αποδειχτεί ότι είναι εχθρικό και διεφθαρμένο.

Με ένα μέτρο κρίνουμε τις δικές μας ενέργειες, με άλλο τις ενέργειες του ξένου έθνους.

Ακόμα κι οι καλές πράξεις του εχθρού κρίνονται σαν δείγμα ιδιαίτερης διαβολικότητας που έχουν σκοπό να εξαπατήσουν κι εμάς και τον κόσμο, ενώ οι δικές μας κακές πράξεις είναι αναγκαίες και δικαιώνονται από τους ευγενικούς σκοπούς που υπηρετούν.

Το συμπέρασμα είναι ότι τόσο στις σχέσεις ανάμεσα στα έθνη όσο και ανάμεσα στα άτομα, η αντικειμενικότητα είναι η εξαίρεση και κανόνας είναι η ναρκισσιστική παραμόρφωση της πραγματικότητας.

Η ιδιότητα, το όργανο της αντικειμενικής σκέψης είναι η λογική.

Η ψυχική στάση που παρακολουθεί τη λογική είναι η ταπεινοφροσύνη.

Το να είσαι αντικειμενικός, να χρησιμοποιείς τη λογική σου, είναι δυνατό μόνο αν έχεις φτάσει σε μία στάση ταπεινοφροσύνης, αν έχεις απελευθερωθεί από τα όνειρα της παντογνωσίας και παντοδυναμίας που έχεις όταν είσαι παιδί.

Στο δικό μας θέμα αυτό σημαίνει ότι η αγάπη εξαρτιέται από τη σχετική έλλειψη ναρκισσισμού και απαιτεί την ανάπτυξη της ταπεινοφροσύνης, της αντικειμενικότητας και του λογικού.

Όλη μας η ζωή πρέπει να αφιερωθεί σε αυτό το σκοπό.

Ταπεινοφροσύνη και αντικειμενικότητα είναι αξεχώριστα, ακριβώς όπως και η αγάπη.

Δε μπορώ να είμαι αληθινά αντικειμενικός προς την οικογένειά μου, αν δε μπορώ να είμαι αντικειμενικός προς τον ξένο, και αντίστροφα.

Αν θέλω να μάθω την τέχνη της αγάπης, πρέπει να επιδιώξω την αντικειμενικότητα σε κάθε κατάσταση και να γίνω ευαίσθητος στις καταστάσεις που δεν είμαι αντικειμενικός.

Πρέπει να προσπαθήσω να δω τη διαφορά ανάμεσα στην εικόνα που έχω για ένα πρόσωπο και τη συμπεριφορά του, καθώς είναι ναρκισσιστικά αλλοιωμένη, και στην πραγματικότητα του προσώπου, όπως αυτή υπάρχει ανεξάρτητα από τα δικά μου συμφέροντα, ανάγκες και φόβους.

Το να κατακτήσεις την ικανότητα για αντικειμενικότητα και λογική, είναι ο μισός δρόμος για να κατακτήσεις την τέχνη της αγάπης, αλλά πρέπει να κατακτηθεί αυτή η αντικειμενικότητα σε σχέση με όλους εκείνους με τους οποίους έρχεσαι σε επαφή.

Αν θελήσεις να κρατήσεις την αντικειμενικότητά σου μόνο για το αγαπημένο πρόσωπο και νομίζεις ότι δε σου χρειάζεται αυτή στις σχέσεις σου με τον υπόλοιπο κόσμο, σύντομα θα ανακαλύψεις ότι αποτυχαίνεις και στο ένα και στο άλλο πεδίο.

Erich Fromm, Η Τέχνης της Αγάπης

Seneca: Στην πραγματικότητα, η ζωή κάθε άλλο παρά μικρή είναι

Κλαίμε και οδυρόμαστε επειδή, τάχα, η ζωή είναι πάρα πολύ μικρή κι επειδή, σα να μην έφτανε μόνον αυτό, τα χρόνια που μας είναι γραμμένο να ζήσουμε περνούν με μεγάλη ταχύτητα – χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε.

Ξοδεύουμε τα χρόνια μας όχι απολαμβάνοντας τη ζωή, αλλά σπαταλώντας την σε προετοιμασίες οι οποίες υποτίθεται πως θα μας επιτρέψουν να τη χαρούμε στο απώτερο μέλλον.

Στην πραγματικότητα, η ζωή κάθε άλλο παρά μικρή είναι˙ σ’ εμάς φαίνεται μικρή, επειδή ένα μεγάλο μέρος της το ξοδεύουμε άσκοπα.

Τη στιγμή που τη σπαταλάμε μεταξύ χλιδής και απερισκεψίας, χωρίς να μας ενδιαφέρει να δημιουργήσουμε κάτι που θα έχει αξία, είναι επόμενο να διαπιστώνουμε κάποια στιγμή πως έφυγε χωρίς καν να έχουμε προλάβει να το συνειδητοποιήσουμε. Το βάσανό μας δεν είναι η μικρή διάρκεια της ζωής μας˙ εμείς την κάνουμε να φαίνεται σύντομη, με την απληστία μας.

Οι ακολασίες μας, τόσο πολύ μας πνίγουν ώστε δε μας επιτρέπουν να σηκώσουμε κεφάλι και να αντικρίσουμε κατάματα την αλήθεια. Είμαστε θύματά τους, βυθισμένοι στο πάθος, ανίκανοι να αναδυθούμε και να ξαναχαρούμε τον καλό εαυτό μας. Και όταν καταφέρουμε να γαληνέψουμε, συνήθως λόγω τυχαίων συγκυριών, υπαναχωρούμε μην μπορώντας να ηρεμήσουμε εντελώς από τα πάθη μας – όπως η ανοιχτή θάλασσα εξακολουθεί να είναι ταραγμένη και αφού έχει κοπάσει ο άνεμος.

Όταν βρίσκομαι σε παρέες όπου υπάρχουν και ηλικιωμένοι, μου αρέσει να απευθύνομαι σε κάποιον από αυτούς και να του λέω:

«Να που έφτασες στα απώτατα όρια της ανθρώπινης ζωής και σε βαραίνουν σχεδόν εκατό χρόνια. Πες μας, λοιπόν, τι συμπέρασμα έβγαλες από τη ζωή σου; Κάνε τον εξής υπολογισμό: αφαίρεσε από την ηλικία σου τον χρόνο που αφιέρωσες σε άλλους – στις ερωμένες σου, σε ένα σημαντικό πρόσωπο, σε έναν πελάτη, σε μια οικογενειακή υποχρέωση με τη σύζυγό σου, για να επιπλήξεις κάποιον υπηρέτη σου, για κάθε είδους κοινωνική υποχρέωση και για τη συμμετοχή σου στα κοινά. Βγάλε, επίσης, τον χρόνο κατά τον οποίον ήσουν άρρωστος, καθώς και όσον χρόνο άφησες να περάσει ανεκμετάλλευτος. Θα δεις ότι έχεις ζήσει πολύ λιγότερα χρόνια από εκείνα που νομίζεις θυμήσου, τώρα, τις ελάχιστες φορές που κατάφερες να μην επιθυμήσεις τίποτα περισσότερο από εκείνο που είχες αποφασίσει αρχικά να επιδιώξεις, τις σπάνιες εκείνες ημέρες που εξελίχθηκαν όπως ακριβώς είχες ευχηθεί, τις στιγμές κατά τις οποίες κατάφερες πραγματικά να αξιοποιήσεις τον εαυτό σου, όταν το πρόσωπό σου ήταν γαλήνιο και το πνεύμα σου ήρεμο. Ανακάλεσε στη μνήμη σου τα έργα που κατάφερες να πραγματοποιήσεις στη διάρκεια αυτής της μακρόχρονης ζωής, τους ανθρώπους που λεηλάτησαν τη ζωή σου, πόσο μικρό φαντάζει το λίγο καλό που απέμεινε από όσα έπραξες, και θα καταλάβεις ότι πεθαίνεις πρόωρα.».

Ζείτε σα να επρόκειτο να ζήσετε για πάντα. Ποτέ δεν αναλογίζεστε πόσο αδύναμοι είσαστε, δεν παρατηρείτε πόσο γρήγορα περνά ο καιρός˙ τον χάνετε σα να είχατε άλλον τόσον και ακόμα περισσότερο.

Δυστυχώς, είναι αναπόφευκτο να περνούν τα καλύτερα χρόνια μας πολύ γρήγορα˙ διότι, ακόμη κι αν η λογική επιδιώκει να επιβραδύνει την πορεία τους, είναι η ίδια η φύση που τα κάνει να προχωρούν ταχύτατα. Εσείς, όμως, δεν το αντιλαμβάνεστε αυτό και δεν προσπαθείτε να διασώσετε κάτι από αυτά τα χρόνια ή να ζήσετε όσο πιο καλά μπορείτε ό,τι από αυτά είναι φευγαλέο˙ αντιθέτως, τα αφήνετε να περάσουν και να φύγουν σα να ήταν κάτι άχρηστο – σα να μπορούσατε να τα ανακτήσετε ανά πάσα στιγμή.

Δεν υπάρχει τίποτα που ν’ απασχολεί λιγότερο τον άνθρωπο από το να μάθει την τέχνη του ζην, όπως επίσης και δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο να μάθει. Για τις άλλες τέχνες υπάρχουν παντού αναρίθμητοι δάσκαλοι.

Χρειάζεται να περάσει ολόκληρη η ζωή μας για να μάθουμε πώς να τη ζούμε και, το πιο αξιοπερίεργο από όλα, χρειάζεται να περάσει ολόκληρη η ζωή μας για να μάθουμε πώς να πεθαίνουμε.

Το να ξέρει κάποιος πώς να αξιοποιεί τον χρόνο του, πιστέψτε με, είναι γνώρισμα ανώτερου ανθρώπου˙ δηλαδή, το να μην αφήσει ούτε μια στιγμή να πάει χαμένη. Όσο κι αν διαρκέσει η ζωή του, η ουσιαστική της διάρκεια είναι ο χρόνος που διέθεσε σωστά˙ δηλαδή, ό,τι δεν άφησε ακαλλιέργητο και αναξιοποίητο, ό,τι δεν εκχωρήθηκε στους άλλους, ο χρόνος για τον οποίον θεώρησε πως δεν ανταλλάσσεται με τίποτα στον κόσμο.

Όλοι τους επισπεύδουν τον ρυθμό της ζωής τους, άρρωστοι από προσδοκία για το μέλλον και αηδιασμένοι από το παρόν. Όμως, όποιος διαθέτει όλον του τον καιρό για τον εαυτό του κι έχει υιοθετήσει ένα πρότυπο ανθρώπινης ζωής, δεν εύχεται για το αύριο ούτε και το φοβάται. Διότι, τι θα μπορούσε να τον ευχαριστήσει από όσα μπορεί να του φέρει η επόμενη στιγμή; Όλα όσα τον ενδιαφέρουν, τα γνωρίζει και τα έχει χορτάσει. Ας κανονίσει, λοιπόν, η τύχη πώς θα είναι οι στιγμές που του απομένουν να ζήσει. Στη ζωή του είναι, πλέον, αυτάρκης˙ τι είναι αυτό που θα μπορούσε να του προσθέσει κάτι; Είναι σα να προσπαθείς να ταΐσεις κάποιον ήδη χορτάτο: μπορεί να δεχθεί το φαγητό σου, αλλά δεν μπορείς να ικανοποιήσεις κάποια ανεκπλήρωτη επιθυμία του. Δεν είναι, λοιπόν, τα άσπρα μαλλιά και οι ρυτίδες που θα μας δείξουν ότι κάποιος έχει ζήσει πολύ˙ αυτά, δείχνουν αν κάποιος έχει υπάρξει πολύ.

Περιφρονούμε το πιο πολύτιμο πράγμα, επειδή ξεγελιόμαστε από το ότι ο χρόνος δεν είναι χειροπιαστό υλικό αγαθό˙ δεδομένου ότι δεν μπορούμε να τον δούμε, θεωρούμε πως έχει ευτελή αξία και διατίθεται δωρεάν.

Ενώ όλοι συμφωνούμε ότι πρέπει να χρησιμοποιούμε με σύνεση ό,τι υπάρχει περίπτωση να μας λείψει, δε μας νοιάζει να σπαταλάμε απλόχερα ό,τι είμαστε σίγουροι πως θα το έχουμε άφθονο και στο μέλλον.

Κανείς δεν μπορεί να επαναφέρει τα χρόνια που έχασες και κανένας δεν μπορεί να σου δώσει πίσω τη ζωή σου. Η ηλικία σου θ’ ακολουθήσει τη ροή της όπως ακριβώς ξεκίνησε – χωρίς επιστροφή, χωρίς στάση, αθόρυβα και χωρίς τίποτα να μπορεί να επιβραδύνει την ταχύτητά της. Τίποτα δε θα μπορέσει να επιμηκύνει την πορεία της, είτε έχεις όλη την εξουσία στα χέρια σου είτε είσαι ο τελευταίος υπήκοος˙ μόλις ξεκινήσει, καμία δύναμη δε θα μπορέσει να την κάνει να προχωρεί πιο αργά ή να παρεκκλίνει της πορείας της. Θα συμβεί το εξής: εσύ θα είσαι ο πολυάσχολος, η ζωή θα τρέχει και, κάποια στιγμή, είτε το θέλεις είτε όχι, ο θάνατος θα εμφανιστεί και θα πρέπει να τα αφήσεις όλα και να τον ακολουθήσεις. Δεν υπάρχει πιο ανόητος συλλογισμός από αυτόν που κάνουν ορισμένοι, οι οποίοι υπερηφανεύονται πως έχουν προγραμματίσει κάθε τι στη ζωή τους. Διαθέτουν κάθε στιγμή της ζωής τους για να καταστρώσουν πώς θα ζήσουν καλύτερα στο μέλλον! Καταρτίζουν μακροπρόθεσμα σχέδια διαπράττοντας το μεγαλύτερο σφάλμα: αναβάλλουν τη ζωή τους!

Μία μία οι στιγμές, μία μία οι μέρες, δημιουργούν το παρόν. Όλες οι στιγμές και οι μέρες που παρήλθαν, θα αναδυθούν μόλις το προστάξεις και θα αφεθούν να τις εξετάσεις και να τις επεξεργαστείς. Όμως, αυτό είναι κάτι που δεν μπορούν να κάνουν οι πολυάσχολοι, διότι η περιπλάνηση σε οποιαδήποτε περίοδο της ζωής προϋποθέτει μια ήσυχη και σίγουρη συνείδηση. Αντιθέτως, τα πολυάσχολα πνεύματα, δεν μπορούν να στραφούν και να κοιτάξουν προς τα πίσω. Συνεπώς, η ζωή τους θα χαθεί σε μιαν άβυσσο. Και, όπως είναι μάταιη σπατάλη ν’ αδειάζεις ένα υγρό όταν δεν έχεις βάλει ένα δοχείο από κάτω για να το μαζέψει, κατά τον ίδιο τρόπο, ελάχιστη αξία έχει ο χρόνος που έχουμε υπάρξει – όταν δεν μπορεί να απομνημονευθεί και χύνεται στο κενό από τις ρημαγμένες και διάτρητες ψυχές. Τόσο σύντομη είναι η διάρκεια του παρόντος, ώστε για ορισμένους δεν υπάρχει παρόν˙ η πορεία του είναι ατέρμονη, κυλάει βιαστικά και, μόλις φτάσει στο τέλος, σταματάει να υπάρχει.

Μόνο αυτοί που αφιερώνονται στο πνεύμα είναι ευτυχείς, μόνο αυτοί ζουν πραγματικά. Δεν περιορίζονται μονάχα στο να αντλούν χρήσιμη εμπειρία από τον χρόνο που έχει διαρκέσει η δική τους ζωή, αλλά προσθέτουν σ’ αυτόν την εμπειρία του χρόνου που έχει προϋπάρξει.

Αυτοί που ξεχνούν το παρελθόν τους, παραμελούν το παρόν τους, φοβούνται το μέλλον και διάγουν βίο πολύ βραχύ και βασανισμένο. Και όταν φτάσει η στερνή στιγμή, αυτοί οι δυστυχείς καταλαβαίνουν, αν και είναι πλέον πολύ αργά, ότι όσον καιρό πίστευαν πως ήσαν απασχολημένοι, στην πραγματικότητα δεν έκαναν τίποτα. Και, όταν επικαλούνται τον χάρο να έλθει να τους πάρει, διακηρύσσοντας πως βαρέθηκαν να ζουν, μην πλανευτείς και πιστέψεις ότι θεωρούν πως έζησαν πολύ. Απλώς, η ανοησία τους βασανίζει με αβάσταχτες ανασφάλειες οι οποίες τους ωθούν σε ό,τι φοβούνται˙ εύχονται συχνά τον θάνατο, ακριβώς επειδή τους τρομάζει. Επίσης, όταν λένε πως η μέρα τους φαίνεται ατελείωτη και παραπονιούνται πως δεν περνά η ώρα μέχρι να βραδιάσει και να πάνε να δειπνήσουν, μη φανταστείς ότι έζησαν τόσο που βαρέθηκαν τη ζωή τους˙ πράγματι, μόλις οι ασχολίες τους εκλείψουν και αφεθούν στην απραξία, αισθάνονται αμήχανα μη ξέροντας πώς να περάσουν τον ελεύθερο χρόνο τους. Κάτι βρίσκουν να κάνουν, αλλά όλον τον υπόλοιπο χρόνο πλήττουν. Έτσι, εύχονται τη γρήγορη πάροδο αυτών των μεταβατικών ημερών, όπως ακριβώς συμβαίνει όταν έχει ανακοινωθεί η ημερομηνία για κάποια μονομαχία ή όταν περιμένουν τη μέρα για κάποιο άλλο θέαμα ή διασκέδαση.

Ιδού, λοιπόν, η ζωή εκείνων που με μεγάλο κόπο κατακτούν πράγματα και ακόμη πιο κοπιαστικά τα διατηρούν. Φτάνουν στον στόχο τους μοχθώντας και προσκολλώνται με αγωνία στο απόκτημά τους. Το μεσοδιάστημα, το οποίο δε θα σταματήσει ποτέ να μεγαλώνει, δεν το υπολογίζουν. Νέες ασχολίες αντικαθιστούν τις παλιές, η ελπίδα διεγείρει την ελπίδα, η φιλοδοξία συντηρεί τη φιλοδοξία. Δεν αποζητούμε το τέλος της δυστυχίας μας, παρά μόνο αλλάζουμε την πηγή της.

Ποτέ δε θα εκλείψουν οι λόγοι για ευτυχία ή δυστυχία˙ η ζωή θα διακλαδίζεται μέσα από τις ασχολίες και δε θα υπάρξει ποτέ ανάπαυλα, παρά μονάχα στα όνειρά μας.

Όσοι ενδιαφέρονται να γοητεύουν και να γοητεύονται, όσο ο ένας ενοχλεί τον άλλον, αμοιβαία δυστυχούν και η ζωή τους παραμένει χωρίς άρωμα, χωρίς ικανοποίηση και χωρίς καμία ηθική πρόοδο. Παραβλέπουν τον θάνατο, συντηρούν μακρινές ελπίδες, μερικοί προετοιμάζονται για πράγματα που βρίσκονται πέρα από τη ζωή: τάφοι επιβλητικών διαστάσεων και αφιερώσεις σε δημόσια μνημεία, παιχνίδια γύρω από την επικήδεια πυρά κι εξεζητημένες εκφορές. Έχουν ζήσει, πράγματι, τόσο λίγο

Δε σε προτρέπω σε μια στείρα και απαθή ανάπαυλα, ούτε να βυθίσεις στον ύπνο και στις διασκεδάσεις ό,τι ζωτικό υπάρχει μέσα σου. Αυτό δεν είναι ανάπαυλα˙ θα ανακαλύψεις στόχους πιο ευρείς από όλους εκείνους στους οποίους αφιέρωσες την ενεργητικότητά σου, στόχους που θα μπορέσεις να εκπληρώσεις στην απομόνωση και στην ηρεμία.

Τώρα, όσο το αίμα σου είναι ακόμα ζεστό, το σφρίγος πρέπει να σε κατευθύνει προς ό,τι καλύτερο υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο. Σε αυτό το είδος ζωής σε περιμένει η αγάπη, μπορείς να κάνεις πράξη την αρετή και να ξεχνάς τα πάθη, έχεις τη δυνατότητα να αποκτήσεις συναίσθηση της ζωής και του θανάτου – με απώτερο σκοπό την απόλυτη γαλήνη της ψυχής.

Lucius Annaeus Seneca, «Ad Paulinum, de brevitate vitae» («Προς Παυλίνο, περί βραχύτητας του βίου»)

Τι μαθαίνει κάποιος όταν μαθαίνει τον εαυτό του;

Το άνοιγμα των δώρων… πόσο ευχάριστη η αναμονή, πόσες προσδοκίες και πόσες σκέψεις και ευχές να έχεις λάβει αυτό που περίμενες ή κάτι που δεν ήξερες ότι περίμενες αλλά καταλήγεις να το θέλεις! Όσο μικρότερος είναι κανείς τόσο μεγαλύτερη η ανυπομονησία, αλλά αυτή δε φεύγει με τα χρόνια, στους περισσότερους έστω. Αυτό που μειώνεται είναι η συχνότητα που λαμβάνεις δώρα, αλλά αυτή είναι άλλη συζήτηση. Το άνοιγμα των δώρων λοιπόν… Και τι γίνεται όταν είναι μια σκέτη απογοήτευση; Τι συμβαίνει όταν μετά το τελετουργικό ξετύλιγμα ανακαλύπτεις ένα δώρο που καθόλου δεν περίμενες και ούτε καταλήγεις να το θέλεις, ένα δώρο που ποτέ δε θα φανταζόσουν για εσένα, ένα δώρο που ίσως σε προσβάλλει κιόλας που κάποιος θεώρησε ότι μπορεί να σου αρέσει;

Ας σκεφτούμε τώρα ένα από τα μεγαλύτερα δώρα στη ζωή σύμφωνα με πολλούς, το να ανακαλύπτει κάποιος τον εαυτό του. Και ας αναρωτηθούμε: Τελικά τι μαθαίνει κάποιος όταν «μαθαίνει τον εαυτό» του; Είναι πάντα ευχάριστο να ανακαλύπτεις τον εαυτό σου; Μήπως μερικές φορές θα ήθελες να μπορούσες να «τυλίξεις» ξανά αυτό το δώρο, να μη το είχες δει ποτέ και να συνεχίσεις τη ζωή σου μες στη γλυκιά άγνοια που δωρίζει η άρνηση στους λάτρεις της;

Η ανακάλυψη του εαυτού δε γίνεται ξαφνικά. Στην πραγματικότητα είναι ενδεχομένως το τελικό στάδιο μιας συνεχούς διαδικασίας τριβής με διάφορες πλευρές του εαυτού, άλλοτε θετικές και άλλοτε αρνητικές, οι οποίες αναδύονται μες στα χρόνια με συνέπεια ανά περιστάσεις. Μαζί θα μιλήσουμε για τέσσερις από τους τομείς της ζωής όπου μαθαίνει κάποιος καλύτερα τις πλευρές του εαυτού του. Τα γεγονότα ζωής, τις σχέσεις, τη μοναξιά και την ψυχοθεραπεία.

Συχνά, τα λεγόμενα γεγονότα ζωής, δηλαδή αυτά που είναι καθοριστικά για την πορεία μας όπως η αποφοίτηση από μία Σχολή, ένας γάμος, η απόκτηση ενός παιδιού, ένα μεγάλο ταξίδι, αλλά και μια σημαντική απώλεια, μια απρόσμενη απογοήτευση, η διάγνωση μιας ασθένειας ή ένας χωρισμός, είναι σημαντικά πεδία γνωριμίας με τον εαυτό. Σε αυτά βλέπει κάποιος πλευρές του που ίσως δε γνώριζε ως τότε, καθώς αποτελούν εντονότερα συναισθηματικά ερεθίσματα. Για παράδειγμα, η λήψη ενός πτυχίου ίσως αναδείξει σε ένα άτομο μια αίσθηση αυξημένης ευθύνης ή μια αίσθηση μεγάλης ελευθερίας που μπορεί να νιώσει είτε να λατρεύει είτε να φοβάται. Μπορεί, στη δεύτερη περίπτωση, να συνειδητοποιήσει κάποιος ότι καθυστερούσε για πολλά χρόνια να κλείσει αυτόν τον κύκλο ακριβώς για να αποφύγει το δυσάρεστο συναίσθημα που του προκαλεί η ευθύνη, το βάρος της ενηλικίωσης. Η πρώτη απώλεια μπορεί να αναδείξει στο άτομο το πώς αντιδρά στη λύπη και το πένθος, ίσως με αποφυγή ή με υπερ-εμπλοκή ή με βαθιά μελαγχολία. Άρα, κάθε γεγονός ζωής μπορεί να μας διδάξει πράγματα για τον εαυτό μας, τα οποία διαφέρουν από άτομο σε άτομο.

Ένα άλλο πεδίο όπου μαθαίνει κάποιος τον εαυτό του είναι οι σχέσεις. Οι φιλίες, οι ερωτικές σχέσεις, οι ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις και κάθε αλληλεπίδραση μπορούν να μας διδάξουν πολλά για εμάς. Άλλωστε συχνά οι σημαντικοί άλλοι της ζωής μας, αναλαμβάνουν το ρόλο του καθρέπτη και μας μιλούν για ό,τι αγαπούν ή ό,τι μισούν σε εμάς. Αν δε μας μιλούν, έχουν τρόπους να μας δείχνουν. Για παράδειγμα, με το να μας επιλέγουν, ή κρατώντας αποστάσεις από εμάς ή με μια αγκαλιά. Ό,τι μας λένε οι περισσότεροι από τους κοντινούς μας ανθρώπους, τουλάχιστον πάνω 2 άτομα δηλαδή, καλό είναι να το αξιολογήσουμε, όχι ως προβολή τους, αλλά ως πραγματικότητα για τον εαυτό μας. Εάν, για παράδειγμα, ακούτε συχνά ότι είστε ένα άτομο πιεστικό ή υπερ-προστατευτικό, αναρωτηθείτε μήπως ασυνείδητα λειτουργείτε έτσι και ο/ η ίδιος/α το έχετε ερμηνεύσει μέσα σας αυτό ως ενδιαφέρον για τους άλλους. Το ίδιο διδακτικά για τον εαυτό είναι τα λάθη, αυτά που μας φέρνουν αντιμέτωπους με τις συνέπειές τους και πολλές φορές, ίσως κατόπιν μιας σύγκρουσης, ενδυναμώνουν τις σχέσεις με τους οικείους μας. Επίσης, ακούστε τη θετική ανατροφοδότηση από τους άλλους και μη βιάζεστε να την υποτιμήσετε. Τι αγαπούν συχνότερα οι κοντινοί σας άνθρωποι σε εσάς; Γιατί σας έχουν επιλέξει ως φίλο, σύντροφο ή συνεργάτη; Η ταπεινότητα είναι ίσως ένα προσόν αλλά όχι όταν εμποδίζει τον εαυτό να απολαύσει το δώρο της αναγνώρισης και της θετικής ανατροφοδότησης.

Ένα τρίτο πεδίο όπου μαθαίνουμε τον εαυτό μας είναι η μοναξιά ή, να το πούμε πιο γενικά, το να μένει κάποιος μόνος του.

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΜΟΝΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΛΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΣ, ΚΑΘΩΣ ΘΕΤΕΙ ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΩΣ ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΥ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ.

Υπάρχουν άνθρωποι που επιλέγουν συχνά τη μοναξιά ενώ άλλοι που ενηλικιώνονται και δεν ξέρουν καθόλου πως είναι να είναι μόνοι. Όταν αυτό συνεχίζεται ως μεγαλύτερη ηλικία, σχεδόν τρέμουν στην ιδέα να χωρίσουν, να πάνε ένα ταξίδι μόνοι ή να μη βρουν τις παρέες τους ένα βράδυ. Όταν αντέξει κάποιος να περνά χρόνο με τον εαυτό του, μόνο κερδισμένος θα βγει καθώς μπορεί να δει καθαρότερα τις επιθυμίες του, να μάθει να αυτό-φροντίζεται, να ανακαλύψει νέες ιδέες και να ονειρευτεί. Μια καλύτερη έννοια για να το περιγράψουμε αυτό είναι αυτή της μοναχικότητας, δηλαδή να περνά κανείς χρόνο μόνος από επιλογή. Η επίπονη πλευρά αυτού είναι η μοναξιά, δηλαδή να είναι κάποιος μόνος χωρίς να το έχει επιλέξει και, ακόμη και αν δεν το επιθυμεί, να μην έχει συντροφιά. Αυτό δεν εντάσσεται στο πεδίο που συζητούμε, γιατί λείπει μια σημαντική παράμετρος: αυτή της επιλογής.

Το τέταρτο μέσο να γνωρίσει κάποιος τον εαυτό του, είναι η ψυχοθεραπεία. Κάτι που συχνά λένε οι άνθρωποι στην ψυχοθεραπεία είναι ότι ήταν το καλύτερο δώρο που έκαναν οι ίδιοι στον εαυτό τους. Το ταξίδι που κάνει κάποιος στο βαθύτερο εαυτό του, η τόλμη να αναγνωρίσει και να μιλήσει για τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τους φόβους του και να αναλύσει τους συμβολισμούς των ονείρων του και τη χρησιμότητα των άμυνών του, συμβάλλουν στο να μάθει τον εαυτό του από όλες τις πλευρές. Εκεί κανείς μπορεί να απογοητευτεί σφόδρα, όταν για παράδειγμα δει ότι μία συμπεριφορά του που θεωρούσε θετική, στην ουσία είναι χειριστική ή ότι ένα άτομο που είχε μέσα του «σώσει» σχεδόν «αγιοποιήσει», κάθε άλλο παρά άγιος ήταν ή απλά ήταν ένας αρκετά καλός άνθρωπος, όπως και ο εαυτός.

Το «αρκετά καλός» αντί του τέλειος, δεν είναι εύκολο για όλους να το αντέξουν. Επίσης, δεν είναι εύκολο να αγαπήσει κάποιος τον εαυτό του ολόκληρο όπως λέμε, με τις καλές και τις κακές του πλευρές. Συχνά οι άνθρωποι αποδεχόμαστε όλα μας τα θετικά στοιχεία και πικραινόμαστε, αν δεν αρνούμαστε, όλα μας τα αρνητικά. Κάθε συναίσθημα ζήλιας, θυμού, φόβου ή αμφιθυμίας μας τρομάζει και αισθανόμαστε ότι εάν τα νιώθουμε, μάλλον δεν είμαστε ούτε καν «αρκετά καλοί».

Πότε σταματά κάποιος να μαθαίνει τον εαυτό του; Θα λέγαμε όταν πεθάνει, όχι φυσικά, αλλά ψυχολογικά, ή όταν κουραστεί πολύ. Όσο μένει κάποιος ενεργός και δραστήριος συναισθηματικά, όσο επιτρέπει στη ζωή να τον εκπλήσσει και αφήνει χώρο στο άγνωστο και την ανατροπή, όσο απολαμβάνει αυτά που έχει, την καθημερινότητα, μένει ζωντανός και διαρκώς εκπαιδευόμενος. Άλλωστε, γηράσκω αεί διδασκόμενος.

Τι μαθαίνει λοιπόν κάποιος όταν μαθαίνει τον εαυτό του; Από όσα είπαμε κατανοούμε πως μαθαίνει τόσο τις καλές όσο και τις κακές πλευρές του, μαθαίνει τις συναισθηματικές και λοιπές αντοχές του, τις προτεραιότητες και τις ανάγκες του. Όπως αυτά αναδύονται μέσα από σημαντικά πεδία της ζωής. Ωραίο να λαμβάνουμε δώρα αλλά επίσης ικανοποιητικό είναι να τα προσφέρουμε κιόλας. Το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει κάποιος στον εαυτό του είναι να τον αγαπήσει ολόκληρο. Να δεχθεί όλες τις πλευρές του, τις αδυναμίες του και να αναγνωρίσει όλα τα θετικά του στοιχεία. Να αντέξει το ότι ένας άνθρωπος δεν είναι τέλειος γιατί δε θα ήταν άνθρωπος, αλλά όλα τα υπέροχα της ζωής μας έχουν γίνει από τέτοιους, αρκετά καλούς ανθρώπους. Και για να μην σας παρασύρω σε άρνηση, το ίδιο ισχύει και με όλα τα άσχημα της ζωής μας! Τελικά, ας δεχθούμε ότι ο άνθρωπος είναι απλά άνθρωπος, αλλά ότι ταυτόχρονα αυτό δεν είναι καθόλου απλό!

Οι Τρεις Μοίρες

Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η πορεία του ανθρώπου καθοριζόταν από τις Μοίρες. Αυτές ήταν τρεις, η Άτροπος, η Λάχεσις και η Κλωθώ και απεικονίζονταν ως νεαρές και σοβαρές παρθένες αδερφές. Στα χέρια τους κρατούσαν μια λεπτή κλωστή, η οποία συμβόλιζε την ανθρώπινη ζωή, το πόσο εύθραυστη και αδύναμη αυτή είναι.

Η λέξη «μοίρα» έχει την ρίζα της στο ρήμα μείρομαι, που σημαίνει παίρνω μερίδιο, συμμετέχω. Δηλαδή, μοίρα είναι η μερίδα, που έχει ο άνθρωπος στη ζωή, ένα μικρό ή μεγάλο κομμάτι που του αντιστοιχεί από τη μοιρασιά της ζωής.

Άτροπος

Η Άτροπος (α + τρόπος) ήταν η μοίρα, η οποία συμβόλιζε, αυτά με τα οποία γεννιέται κάποιος και δεν μπορεί να τα αλλάξει. Είναι η προίκα που κουβαλάει, η κληρονομιά, κατά μία έννοια το DNA, το οποίο δεν μεταβάλλεται. Είναι ο τρόπος που μεγάλωσε, είναι οι γονείς του. Είναι το περιβάλλον, στο οποίο έζησε και το οποίο διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τον ψυχισμό του.

Η Άτροπος, επίσης, ήταν η μοίρα η οποία, χωρίς δισταγμό και με άσπλαχνο τρόπο έκοβε το νήμα της ζωής. Ο συμβολισμός είναι ιδιαιτέρως ισχυρός. Τα αμετάβλητα που κουβαλάμε μέσα μας, τα ματαιωμένα και τα απωθημένα, θα καθορίσουν στο μεγαλύτερο ποσοστό την πορεία μας. Θα αποτελέσουν τον παρονομαστή των επιλογών μας.

Λάχεσις

Η Λάχεσις (λαγχάνω) αντιπροσώπευε, όσα θα τύχουν κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, αυτά που έφεραν οι συγκυρίες. Τα γεγονότα εκείνα που χαράσσουν τον ψυχικό κόσμο και τα οποία δεν μπορεί κάποιος να αποφύγει.

Είναι οι ματαιώσεις των επιθυμιών μας, οι χωρισμοί και αποχωρισμοί. Είναι όμως και οι ευκαιρίες που έχουμε, για να διορθώσουμε τα λάθη, που έχουν γίνει και για να επουλώσουμε τις πληγές.

Λάχεσις είναι οι δυνατότητες, που μου τύχανε στη ζωή. Είναι μια προτροπή, μια επιρροή, μια συμβουλή. Είναι μια παρουσία, πάνω στην οποία βασίστηκα. Είναι ένας δάσκαλος, ένας προπονητής, ένας γείτονας, ένας φίλος. Μια εκπομπή που παρακολούθησα και συγκράτησα κάτι. Ένα βιβλίο που διάβασα και με προβλημάτισε και τελικά με οδήγησε στο να επεξεργαστώ ένα προβληματικό μου κομμάτι.

Κλωθώ

Τέλος, ερχόταν η πιο σημαντική μοίρα, η οποία ήταν η Κλωθώ. Αυτή ύφαινε τα άλλα δύο. Αυτή που συνένωνε τα αναλλοίωτα γεγονότα με εκείνα που συναντούσα στην πορεία μου.

Από αυτό που δεν αλλάζει και από αυτό που μπορώ να γίνω, προκύπτει μια καινούργια ευκαιρία, μία καινούργια διαδρομή. Προκύπτει μια ζωή με ευτυχίες και δυστυχίες, αλλά και με απεριόριστες δυνατότητες.

Όμως, μαζί με όλα τα άλλα, προκύπτει και μια τεράστια ευθύνη, η ευθύνη που έχουμε απέναντι στη μία και μοναδική μας ζωή. Ευθύνη να υφάνουμε τη ζωή μας, όσο μπορούμε καλύτερα. Ευθύνη να κάνουμε τις καλύτερες δυνατές επιλογές. Και ευθύνη να αντιληφθούμε τα ασυνείδητα κομμάτια μας, τα οποία σταθερά μιλούν, αλλά δεν τα ακούμε.

Ο μαθητής και συνεργάτης του Sigmund Freud, ο Ελβετός ψυχίατρος Carl Jung έλεγε πως «μέχρι να γίνει το ασυνείδητο συνειδητό, θα κατευθύνει τη ζωή μας και θα το αποκαλούμε μοίρα.»

Αυτό διαπιστώνεται σε κάθε επιλογή που κάνουμε. Για παράδειγμα, η επιλογή του ερωτικού συντρόφου μόνο τυχαία δεν είναι, αλλά είναι αποκλειστικά δική μας. Είναι συνάρτηση του πώς μεγάλωσα, τι μου έχει συμβεί μέχρι τότε και πόσο καλά μπορώ να υφάνω αυτά τα δύο.

Τι είδους υφαντό θα παρουσιάσω, είναι ευθύνη μου και επιλογή μου. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι Μοίρες έκλωθαν το νήμα δύο φορές κατά την διάρκεια της ζωής των ανθρώπων. Πρώτη φορά κατά την γέννηση και δεύτερη στο γάμο, θέλοντας έτσι να δείξουν, ότι ήταν τα σημαντικότερα γεγονότα στη ζωή.

Το υφαντό της ζωής τονίζει τη σημασία που έχουν οι προσωπικές επιλογές στη βελτίωση της προσωπικής μας πορείας. Η ατομική μας προσπάθεια αποτελεί το μεγαλύτερο ρυθμιστή της μοίρας μας.

Εμείς υφαίνουμε τη ζωή μας, είμαστε η Κλωθώ.

Μείνε στη Σιωπή

Ο Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ είχε παρατηρήσει σοφά: «Όταν ο τόσο βιαστικός κόσμος μας έχει αποξενώσει από το καλύτερο κομμάτι του εαυτού μας, μας έχει αηδιάσει με τους ρυθμούς του και μας έχει κουράσει με τις ηδονές του, πόσο ευεργετική, πόσο γλυκιά είναι η μοναξιά!». Πότε ήταν η τελευταία φορά που έδωσες στον εαυτό σου το χρόνο να μείνει σιωπηλός κι ακίνητος; Πότε ήταν η τελευταία φορά που δημιούργησες λίγο χρόνο για να επωφεληθείς από τη δύναμη που έχει η μοναξιά να μας ανανεώνει, να αναζωογονεί τη σκέψη, το σώμα και το πνεύμα μας και να μας βοηθά να εστιάζουμε ξανά στα σημαντικά;

Όλες οι μεγάλες σοφές παραδόσεις ανά τον κόσμο έχουν καταλήξει σε αυτό το κοινό συμπέρασμα: Για να επανασυνδεθείς με τον αληθινό εαυτό σου και για να φτάσεις να γνωρίσεις ό,τι πιο λαμπρό υπάρχει μέσα σου, πρέπει να βρίσκεις κάθε τόσο το χρόνο για να μένεις στη σιωπή. Ναι, σίγουρα είσαι πολυάσχολος – πολυάσχολα είναι και τα μυρμήγκια. Το ερώτημα είναι: Ποιες είναι οι ασχολίες που σε κρατούν τόσο απασχολημένο;»

Η αξία της σιωπής μου φέρνει στο νου την ιστορία ενός παλιού φαροφύλακα. Ο άντρας εκείνος είχε απομείνει με μια πολύ μικρή ποσότητα λαδιού για να κρατά αναμμένο το φως του φάρου του και να βοηθά τα πλοία να αποφεύγουν τη βραχώδη ακτή. Μια νύχτα, ένας άνθρωπος που έμενε εκεί κοντά χρειάστηκε να δανειστεί λίγο από το πολύτιμο υγρό για να φωτίσει το σπίτι του κι ο φαροφύλακας του έδωσε από το απόθεμά του. Μια άλλη νύχτα, ένας ταξιδιώτης τον ικέτευσε να του δώσει λίγο λάδι, ώστε να ανάψει τη λάμπα του και να μπορέσει να συνεχίσει το ταξίδι του. Και ο φαροφύλακας του έδωσε την ποσότητα που χρειαζόταν. Το επόμενο βράδυ, ο φαροφύλακας ξύπνησε από ένα χτύπο στην πόρτα του. Ήταν μια μητέρα που τον παρακάλεσε θερμά να της δώσει λίγο λάδι, ώστε να μπορέσει να φωτίσει το σπιτάκι της και να μαγειρέψει για την οικογένειά της. Εκείνος δέχτηκε και πάλι. Πολύ σύντομα, το λάδι του εξαντλήθηκε και ο φάρος έσβησε. Πολλά πλοία εξόκειλαν και πολλές ζωές χάθηκαν, επειδή ο φαροφύλακας είχε λησμονήσει να εστιάσει στην προτεραιότητά του. Αμέλησε το πρωταρχικό καθήκον του και πλήρωσε ένα βαρύ τίμημα. Αν μένεις στη μοναξιά, ακόμη και για λίγα λεπτά κάθε μέρα, θα μπορείς πιο εύκολα να παραμένεις εστιασμένος στις ανώτερες προτεραιότητες της ζωής σου και να αποφεύγεις την αμέλεια που χαρακτηρίζει τις ζωές τόσο πολλών ανθρώπων γύρω μας.

Όταν λες ότι δεν έχεις το χρόνο να μένεις στη σιωπή τακτικά είναι σαν να λες ότι είσαι τόσο απασχολημένος με την οδήγηση, ώστε δεν έχεις το χρόνο να σταματήσεις για καύσιμα – κάποια στιγμή, είναι σίγουρο ότι θα το βρεις μπροστά σου.

Υπάρχει λόγος για ό,τι βλακεία κάνεις

Υπάρχει λόγος για ό,τι «βλακεία» κάνεις και δεν είναι αυτός που νομίζεις. Σου έχει τύχει να κάνεις μια βλακεία και μετά να πεις; «Γιατί το έκανα αυτό; Τι σκεφτόμουν; Ποιος ήταν ο λόγος;»

Ένα είναι σίγουρο: Ότι μάλλον δεν ήταν αυτός που νομίζεις…
Υπάρχει ψυχολογική εξήγηση για ό,τι κάνουμε

Γιατί το έκανα αυτό;

Συχνά αναρωτιόμαστε για ποιο λόγο κάναμε κάτι άσχημο, κάτι «κακό» ή κάτι λάθος και συνήθως καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Ο λόγος που το κάναμε είναι επειδή είμαστε «κακοί» άνθρωποι. Δε μας αξίζει να μας φέρονται καλά, δεν μας αξίζει να ζούμε, δε θέλουμε τη συμπόνοια κανενός.

Ευτυχώς κάνουμε και σε αυτό λάθος…

Οι άνθρωποι δεν ξυπνάνε και ξαφνικά θέλουν να κάνουν κακό σε κάποιον. Δεν ξυπνάνε ξαφνικά και χάνουν μια προθεσμία στη δουλειά. Δεν ξυπνάνε και πληγώνουν τα συναισθήματα ενός άλλου.

Υπάρχει πάντα λόγος...

Υπάρχει πάντα απόλυτα ψυχο-λογική εξήγηση για ό,τι κάνουμε και είναι πολύ διαφορετική από αυτή που εμείς δίνουμε για εμάς. Ο λόγος που κάνουμε ό,τι κάνουμε είναι επειδή με κάποιο τρόπο έχουμε ταλαιπωρηθεί στο δικό μας παρελθόν.

Οι λόγοι για τους οποίους κάνουμε πράγματα

Αν έχεις την τάση να πληγώνεις τους δικούς σου ανθρώπους, μάλλον φοβάσαι να συνδεθείς, γιατί όταν ήσουν μικρός δεν εισέπραξες την αγάπη όπως την είχες ανάγκη. Μάλλον υπήρξε πολύ πόνος στη δική σου ανατροφή και από τότε έχεις συνδέσει τις κοντινές σχέσεις με τον πόνο. Πληγώνεις τους άλλους και επιλέγεις άλλους που σε πληγώνουν. Δεν είσαι κακός. Πληγωμένος είσαι.

Αν δυσκολεύεσαι να κάνεις κοντινές σχέσεις, αν επιλέγεις ανθρώπους που δεν είναι διαθέσιμοι, τότε κατά πάσα πιθανότητα όταν ήσουν παιδί, οι γονείς σου ήταν απόμακροι προς τις δικές σου ανάγκες. Δεν ήταν διαθέσιμοι για σένα όπως τους είχες ανάγκη και δε σε φρόντισαν επαρκώς. Αυτό έμαθες. Δεν είσαι κακός. Ταλαιπωρημένος είσαι.

Αν χάνεις προθεσμίες στη δουλειά, αν τα κάνεις όλα τελευταία στιγμή, αν φτάνεις μέχρι τη βρύση και τελικά δεν πίνεις νερό, δεν είσαι τεμπέλης ή έχεις κακή οργάνωση χρόνου.

Μάλλον μέσα σου φοβάσαι να επιτύχεις γιατί από μικρός είτε έμαθες πως πρέπει να μειώνεις την αξία σου για να υπάρχει ισορροπία στην οικογένεια, ή ότι δεν είναι «σωστό» να δείχνεσαι στους άλλους, ή ότι κάποιος θα στεναχωρηθεί με τη δική σου επιτυχία.

Δεν είσαι κακός. Φοβισμένος είσαι.

Αν αγχώνεσαι διαρκώς με όλα, αν πολλές καταστάσεις σου προκαλούν πανικό, αν νιώθεις πως πρέπει να τους έχεις διαρκώς όλους ευχαριστημένους, υπάρχει εξήγηση. Ίσως μεγάλωσες σε μια αυστηρή οικογένεια, όπου έπρεπε να κάνεις τα πράγματα με συγκεκριμένο τρόπο για να είναι καλά οι γονείς.

Ίσως άκουγες συχνά την ατάκα: «Μη με στεναχωρείς παιδί μου κι εσύ» από τη μαμά σου.

Ίσως μεγάλωσες με έναν γονιό με κατάθλιψη, ο οποίος ήταν χαμένος στο δικό του κόσμο και ο τρόπος με τον οποίο ένα παιδί ερμηνεύει μια τέτοια κατάσταση είναι ότι εκείνο φταίει που η μαμά δεν του μιλάει. Η λύση που εφευρίσκει είναι ότι θα είναι όσο καλύτερο παιδί γίνεται, μήπως και καταφέρει να είναι καλά η μαμά.

Ίσως μεγάλωσες με ένα γονέα (ή δυο) πολύ αγχωτικό(ούς) που ανησυχούσε διαρκώς για όλα και έμαθες και εσύ να είσαι πάρα πολύ προσεκτικός για να μην τον αγχώνεις έξτρα, αφού εκείνος δεν μπορούσε να διαχειριστεί το δικό του άγχος.

Δεν είσαι κακός. Αγχωμένος και φοβισμένος είσαι.

Αν είσαι επιθετικός, απότομος, απόμακρος και οργισμένος με τους άλλους, τότε μάλλον ο κόσμος σου έχει φερθεί πολύ άσχημα κι εσένα από πολύ μικρό. Ίσως έχεις φάει ξύλο στην οικογένειά σου ή στο σχολείο, ίσως σε έχουν προδώσει τα πρόσωπα που αγαπούσες ή που έπρεπε να σε αγαπάνε και έτσι ασυνείδητα σχημάτισες την εικόνα πως όλοι οι άνθρωποι θα σε πληγώσουν.

Οπότε καλύτερα να τους αποφεύγεις ή να τους διώχνεις από τη ζωή σου για να μην ξαναπεράσεις τα ίδια. Μέσα σου θέλεις τόσο πολύ κάποιος να σε πλησιάσει και να σου δείξει πως όσα πιστεύεις είναι λάθος, αλλά φοβάσαι να το κάνεις. Δεν είσαι κακός. Απίστευτα πληγωμένος και φοβισμένος είσαι.

Αν είσαι αναποφάσιστος και δεν μπορείς να πάρεις μια απόφαση ακόμα και στα απλά πράγματα, αν δεν μπορείς να βρεις τι θέλεις από τη ζωή σου (κάτι το οποίο είναι απόλυτα φυσιολογικό για τους περισσότερους ανθρώπους) τότε πιθανώς να μεγάλωσες σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα για το τι ήθελες εσύ.

Είτε επειδή υπήρχαν πολλοί κανόνες, είτε επειδή σου έγινε ξεκάθαρο ότι έπρεπε να είσαι το καλό παιδί για να πάρεις την αγάπη των γονιών σου (ακόμα και αν δεν ίσχυε αυτό στην πραγματικότητα), έμαθες ότι πρέπει να πληροίς προϋποθέσεις προκειμένου να είσαι αποδεκτός από τους γονείς σου. Δεν έμαθες να ψάχνεις τι θέλεις. Έμαθες να ψάχνεις τι θέλουν οι άλλοι.

Δεν είσαι κακός. Ταλαιπωρημένος και φοβισμένος είσαι.

Και το ίδιο είναι και όλοι οι άλλοι…
Ζητήματα κατανόησης και ανεπάρκειας

Αλλά εσύ δεν καταλαβαίνεις τον εαυτό σου. Και κανείς δεν καταλαβαίνει εσένα. Και εσύ δεν καταλαβαίνεις τους άλλους. Αυτό είναι το δράμα του να είσαι άνθρωπος.

Ζούμε σε μια κοινωνία που ακόμα και μετά από παραπάνω από 120 χρόνια ψυχολογίας αρνείται πεισματικά να κατανοήσει πώς λειτουργεί ο άνθρωπος. Τόσες φωνές στην αυτοβοήθεια φωνάζουν για να βρεις τα όνειρά σου και ξεχνάνε πως δεν είναι τόσο απλό το να έχεις όνειρα.

Σου λένε πώς να πετύχεις τους στόχους σου και ξεχνάνε πως δεν αρκεί να θέλεις για να τους πετύχεις. Ψυχολογικοί παράγοντες σε εμποδίζουν από το να κάνεις πράξη όσα θεωρητικά θέλεις.

Σου λένε ανεύθυνα πως είσαι ξεχωριστός και μοναδικός και έτσι σε κάνουν να νιώθεις ακόμα πιο μόνος και θυμωμένος.

Η κοινωνία μας σε κάνει να νιώθεις διαρκώς ανεπαρκής. Οι γκουρού θα σου προσφέρουν βοήθεια ανεφάρμοστη, ώστε να μην μπορείς να την εφαρμόσεις, να νιώθεις ότι εσύ φταις που δεν την εφαρμόζεις και να συνεχίσεις να τους πληρώνεις για το επόμενο πανάκριβο σεμινάριο που θα έχει εξίσου ουτοπικές συμβουλές (οι οποίες ακούγονται πολύ ωραίες) τύπου: «Σκέψου Θετικά», «Να πιστεύεις στον εαυτό σου», «Άκου την καρδιά σου» και «Να μην ακούς τι σου λένε οι άλλοι, αλλά να κάνεις το δικό σου».

Μα τι ωραία που τα λένε. Πρέπει να είναι πολύ σοφοί αυτοί οι άνθρωποι…
Αν καταλάβαινες τον εαυτό σου

Αν καταλάβαινες τον εαυτό σου, όπως πραγματικά είναι, θα συνειδητοποιούσες πόσα έχεις περάσει. Πόσο έχεις ταλαιπωρηθεί. Δεν είναι ότι σου αξίζει καμιά ιδιαίτερη μεταχείριση, καθώς όλοι τα ίδια τραβάμε. Αλλά σου αξίζει να σου δείξεις συμπόνοια. Γιατί και εσύ τραβάς ό,τι τραβάμε όλοι. Και όλοι αξίζουμε αυτή τη συμπόνοια μόνο και μόνο επειδή υπάρχουμε, μόνο και μόνο επειδή είμαστε άνθρωποι.

Τους μύθους της αυτοβελτίωσης και την ανάγκη για αυτό-συμπόνοια αναλύω διεξοδικά στο νέο μου βιβλίο Το Παράδοξο Μονοπάτι προς το Νόημα της Ζωής.

Δυστυχώς κρίνουμε τον εαυτό μας και τους πάντες και οι πάντες κρίνουν εμάς. Ο θυμός και τα νεύρα περισσεύουν, καθώς πνιγόμαστε στις παρεξηγήσεις.

Κι όμως όλοι είμαστε άνθρωποι που χρειαζόμαστε να γίνουμε λίγο πιο ευγενικοί με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Όχι να δικαιολογήσουμε τις πράξεις μας (ή τις πράξεις των άλλων) αλλά να κατανοήσουμε πως τίποτα δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται με πρώτο μάτι.

Η συμπόνοια δεν είναι συγχωροχάρτι. Η συμπόνοια είναι το πρώτο βήμα προς την αναγνώριση της ατελούς, προβληματικής και τόσο ταλαιπωρημένης ανθρώπινης φύσης. Είναι το βήμα για να κάνουμε επιτέλους ειρήνη με τον εαυτό μας και με τους άλλους.

Και από εκεί και μετά να χτίσουμε κάτι καινούριο. Με γερές βάσεις. Όχι με όμορφα λόγια και ελκυστικές θεωρίες. Αλλά με το βρώμικο χώμα και τη λάσπη από τα οποία είμαστε όλοι φτιαγμένοι.

Από εκεί δεν βγαίνουν άλλωστε και τα πιο ωραία λουλούδια;

Ζωή με απλότητα δεν σημαίνει διαβίωση με πράγματα χαμηλής αξίας

Είναι ωραίο να ζούμε με απλότητα. Αυτό είναι το πνεύμα Ζεν.

Απλότητα σημαίνει να απαλλασσόμαστε από οτιδήποτε δεν είναι χρήσιμο. Σκεφτείτε και αποφασίστε αν όντως χρειάζεστε κάτι: αν το χρειάζεστε, φροντίστε το όσο μπορείτε καλύτερα. Εδώ έγκειται η διαφορά με τη λιτότητα. Η λιτότητα είναι η διαβίωση με πράγματα χαμηλής αξίας – δεν εννοώ μόνο χαμηλής τιμής· εννοώ και μικρής συναισθηματικής αξίας.

Το να ζούμε απλά σημαίνει, λόγου χάρη, ότι το φλιτζάνι στο οποίο πίνουμε καφέ το πρωί μάς αρέσει και το φροντίζουμε ώστε να το έχουμε για πολύ καιρό. Γι’ αυτό, προσπαθείτε να αποκτάτε καλά πράγματα, τα οποία χρειάζεστε και αγαπάτε. Η απλή ζωή είναι θεμελιώδης για το ακόνισμα του μυαλού.

Σεξουαλική «νοημοσύνη»

Ένας άνθρωπος ελκυστικός, που κάνει σχέσεις με το άλλο φύλο χωρίς δυσκολίες, είναι άραγε σεξουαλικά «ευφυής»; Θα αναρωτηθεί κανείς -και δίκαια- τι σχέση έχει η σεξουαλικότητα με τη νοημοσύνη και τι μπορεί να σημαίνει «σεξουαλική νοημοσύνη».

Κι όμως, αν διευρύνουμε λίγο τον όρο «νοημοσύνη» και μπορέσουμε να τον κατανοήσουμε ως μια ανθρώπινη ιδιότητα που δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με την αριστερή πλευρά του εγκεφάλου μας, με τον καθαρά ορθολογιστικό δηλαδή, «σχολικό» τρόπο να βλέπουμε και να ερμηνεύουμε τον κόσμο, θα δούμε ότι, πράγματι, και στη σεξουαλικότητα μπορεί να υπάρχει νοημοσύνη, με τον ίδιο τρόπο που μιλάμε και για συναισθηματική νοημοσύνη.

Τα όρια του νου

Τη λέξη «νοημοσύνη» -ή πιο απλά εξυπνάδα- έχουμε μάθει να τη συνδέουμε αυτόματα με γράμματα και αριθμούς, ίσως ακόμη και με την ικανότητα και ταχύτητα αντίληψης, σε σχέση όμως πάντα με πληροφορίες και ερεθίσματα γνωστικού περιεχομένου. Αυτά τα χαρακτηριστικά περιλαμβάνει ο δείκτης IQ.

Ήταν επίσης μέχρι πρόσφατα γενικευμένη η πεποίθηση ότι έξυπνος και ικανός είναι μόνο όποιος γεννήθηκε τέτοιος, ότι δηλαδή η νοημοσύνη είναι κάτι που δεν μαθαίνεται και δεν καλλιεργείται αν δεν την έχεις «από τα γεννοφάσκια σου».

Γύρω στη δεκαετία του '80, ένας ψυχολόγος και καθηγητής στην Παιδαγωγική Σχολή του Χάρβαρντ, ο Χάουαρντ Γκάρντνερ, με το βιβλίο του «Frames of Mind» (Τα Όρια του Νου) αμφισβήτησε την τόσο μονοδιάστατη και περιορισμένη αυτή θεώρηση της ανθρώπινης νοημοσύνης.

Η συναισθηματική νοημοσύνη

Η πεποίθηση του Αμερικανού ψυχολόγου ήταν ότι οι άνθρωποι δεν διαθέτουν μία και μοναδική νοημοσύνη, αλλά πολλές.

Είναι προικισμένοι με μια ευρεία γκάμα ικανοτήτων, δεξιοτήτων και ταλέντων, προσωπικών και κοινωνικών, που πάνε πολύ πιο πέρα από την ξερή μέτρηση του Δείκτη Νοημοσύνης και που, πράγμα πολύ σημαντικό, μαθαίνονται και καλλιεργούνται. Αυτή καθιερώθηκε να την αποκαλούμε «Συναισθηματική Νοημοσύνη».

Αυτή η «καινούργια» θεώρηση της ανθρώπινης εξυπνάδας εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το πώς είναι δυνατόν παιδιά ή ενήλικοι με τόσο υψηλό δείκτη IQ να καταλήγουν συχνά αποτυχημένοι, είτε στην προσωπική, είτε στην επαγγελματική τους ζωή, είτε και στα δύο. Ωραία όλα αυτά, αλλά εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς τι σχέση μπορεί να έχουν με τη σεξουαλικότητα.

Είναι αρκετό το σεξαπίλ;

Όπως και με την εξυπνάδα, τείνουμε να έχουμε μια πολύ μονοδιάστατη αντίληψη για το τι σημαίνει σεξουαλικότητα και για το τι χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο με υψηλή σεξουαλική ικανότητα. Βλέποντας λοιπόν ένα νέο άνθρωπο ελκυστικό, όμορφο και με άνεση στις συναναστροφές του με το άλλο φύλο τείνουμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι θα έχει επαρκή σεξουαλική ικανότητα και καλή σεξουαλική ζωή.

Το να διαθέτει κανείς «από κούνια» τέτοια χαρακτηριστικά είναι σίγουρα μια πολύ καλή παρακαταθήκη.

Όμως, όπως το IQ δεν επαρκεί αν λείπουν βασικές προσωπικές και διαπροσωπικές δεξιότητες, αν με άλλα λόγια δεν υπάρχει ταυτόχρονα και στοιχειώδης συναισθηματική νοημοσύνη, έτσι δεν φτάνει το -ας το ονομάσουμε- σεξαπίλ, αν δεν υπάρχει στοιχειώδης σεξουαλική νοημοσύνη.

Τι σημαίνει «καλή σεξουαλικότητα»

O όρος προέρχεται από δύο καθηγητές ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, τους Sheree Conrad και Michael Milburn, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η καλή σεξουαλικότητα βασίζεται στην καλή γνώση και κατανόηση του εαυτού μας.

Τα καλά νέα για όσους αισθάνονται αδέξιοι σεξουαλικά είναι ότι δεν γεννιέσαι με σεξουαλική νοημοσύνη, αλλά την αποκτάς, και ότι ποτέ δεν είναι αργά γι' αυτό.

Φυσικά, δεν πρόκειται για την εκμάθηση κάποιων τεχνικών, αφού όλοι ξέρουμε ότι η σεξουαλικότητα είναι πολλά περισσότερα από μια απλή υπόθεση τεχνικής και τρόπου.

Oι δύο επιστήμονες αναφέρουν τρεις βασικούς τομείς από τους οποίους πρέπει να ξεκινήσει κανείς για να ελευθερώσει και να βελτιώσει τη σεξουαλικότητά του: την αποδέσμευση από τα στερεότυπα, τη συνειδητοποίηση της σεξουαλικής μας ταυτότητας και την επαφή με τους άλλους.

O μύθος του «κεραυνοβόλου σεξ»

Ακόμη και τώρα, στην εποχή μας, 40 χρόνια σχεδόν μετά τη λεγόμενη «σεξουαλική επανάσταση», εξακολουθούμε να είμαστε δέσμιοι στερεοτύπων και απόψεων κλισέ σχετικά με το σεξ, που καθορίζουν όχι μόνο τη σεξουαλική μας συμπεριφορά, αλλά και τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις μας από το σεξ και κατά συνέπεια το πόσο ικανοποιούμαστε από αυτό.

Τα στερεότυπα αυτά, που αναπαράγονται και ενισχύονται αενάως σε μυθιστορήματα, ταινίες και την τηλεοπτική πραγματικότητα, διαμορφώνουν μέσα μας το προφίλ του εραστή και του σεξ που φαντασιωνόμαστε ως ιδανικό.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου κλισέ είναι η ιδέα ότι το σεξ είναι ένα πράγμα εύκολο, μαγικό, αυθόρμητο, στιγμιαίο, ο μύθος δηλαδή του «κεραυνοβόλου σεξ».

Στη φαντασίωση αυτή, ένα μόνο καυτό βλέμμα μέσα στο πλήθος, ένα παθιασμένο φιλί, ένας οργασμός μέσα στις τουαλέτες οδηγούν στον τέλειο έρωτα...

Κι επιπλέον, αυτοί που τους συμβαίνουν όλα αυτά τα καταπληκτικά, όχι μόνο κάνουν έρωτα ασταμάτητα, αλλά και χωρίς καθόλου προσπάθεια.

Δεν έχουν να καταπολεμήσουν κανένα κόμπλεξ, δεν αισθάνονται την παραμικρή αναστολή κι αμφιβολία για τον εαυτό τους ή τον άλλο και ικανοποιούνται άμεσα και πλήρως από την πρώτη στιγμή (και ως την τελευταία)!

Πού τελειώνουν τα παραμύθια

Το κακό είναι πως πολλές φορές όχι μόνο δεν συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται για στερεότυπα που καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα, αλλά αντίθετα υπερασπιζόμαστε τις αντιλήψεις αυτές σαν να πρόκειται για πολύτιμα ιδανικά και όνειρα, με αποτέλεσμα να απογοητευόμαστε διαρκώς και πολλαπλά: από το σεξ, από τον εαυτό μας και από τον εκάστοτε ερωτικό μας σύντροφο.

Όσο δεν αναγνωρίζουμε όμως μέσα μας τους μύθους, δεν μπορούμε να απελευθερωθούμε από αυτούς, ενώ αντίθετα, όπως υποστηρίζουν οι δύο ειδικοί επί της σεξουαλικής νοημοσύνης, ο καθένας μπορεί να έχει μια πλούσια και ανθηρή σεξουαλική ζωή, αν κατανοήσει μέσα του επαρκώς πού τελειώνουν τα παραμύθια και τα κλισέ και πού αρχίζει η δική του σεξουαλική πραγματικότητα.

Η σεξουαλική νοημοσύνη δεν είναι ζήτημα τύχης, ομορφιάς ή σεξαπίλ, αλλά εξαρτάται από ιδιότητες που μπορούμε να βελτιώσουμε, έχοντας μάλιστα σύμμαχο σε αυτό -και όχι εχθρό μας- το χρόνο που περνάει.

Πώς διαμορφώνεται το σεξουαλικό προφίλ

Δυστυχώς, δεν κουβαλάμε μόνο στερεότυπα κι επιρροές πολιτισμικές πάνω στο σεξ, αλλά και την προσωπική μας ιστορία: τον τρόπο που οι γονείς μας αντιμετώπιζαν το θέμα σεξ, που μας μίλησαν ή όχι γι' αυτό, την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο σπίτι μας και τους κώδικες σωματικής επαφής, την αγάπη και την τρυφερότητα που μας έδωσαν (ή όχι), την «πρώτη μας φορά» ίσως, την πίεση που ασκούν επάνω μας τα προσωπικά μας ταμπού.

Oι επιλογές που αφορούν τη σεξουαλική μας ζωή, η επιλογή ερωτικού συντρόφου, οι σεξουαλικές μας προτιμήσεις, ο τρόπος, ο ρυθμός, η ποιότητα του σεξ που κάνουμε, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε αυτά τα προσωπικά βιώματα, που έχουν διαμορφώσει και στιγματίσει μεν το σεξουαλικό μας προφίλ, αλλά όχι με τρόπο μη αναστρέψιμο.

Όταν καταφέρουμε να αναγνωρίζουμε αν και πότε οι σεξουαλικές μας επιθυμίες είναι υποκατάστατα συναισθηματικών αναγκών ή κατάλοιπα σεξουαλικών εμπειριών που βίωσαν άλλοι και αναγκαστικά μας μετέδωσαν, τότε μόνο μπορούμε να ζήσουμε πραγματικά τις δικές μας εμπειρίες.

Το «κλειδί» για μια ικανοποιητική σεξουαλική ζωή δεν βρίσκεται σε αυτό που κάνουμε στο κρεβάτι, αλλά σε αυτό που συμβαίνει μέσα στο κεφάλι μας όταν είμαστε στο κρεβάτι

«Συμβόλαιο σιωπής» για το σεξ...

Φυσικά, μια ικανοποιητική σεξουαλική ζωή δεν υπάρχει χωρίς ένα δεύτερο πρόσωπο και κυρίως χωρίς την ικανότητα να μιλάμε και να ακούμε πραγματικά τον άλλον.

Η αντίληψη ότι τα σεξουαλικά μας προβλήματα δεν λέγονται είναι ένας από τους μύθους που ταλαιπωρούν εκατομμύρια ζευγάρια. Αν καταφέρουμε να σπάσουμε αυτό το «συμβόλαιο σιωπής» στο σεξ, έχουμε πολλές πιθανότητες να αποκτήσουμε ένα θαυμάσιο μέσο για να βελτιώσουμε σημαντικά τη σεξουαλική μας ζωή.

...ή ανοιχτός διάλογος;

Προσοχή, όμως, γιατί αυτό το «μιλάμε για το σεξ που κάνουμε» είναι ένα από τα πιο παρεξηγημένα πράγματα που αφορούν το σεξ, κι έχει γίνει αφορμή να καταστραφούν πολλές ωραίες ερωτικές στιγμές (και σχέσεις). Οι «κανόνες» είναι:

• Να συμβαδίζει με την οικειότητα της σχέσης.

• Να έχει την ίδια τρυφερότητα και απαλότητα προς τον άλλον που έχουν και τα πρώτα αγγίγματα.

. Να σέβεται το πόσο άνετα νιώθουμε και οι δύο με αυτό το θέμα και να μην υπερβαίνει ούτε τα δικά μας όρια ούτε του άλλου.

• Η ικανότητα να μιλάμε για το σεξ δεν αποκτάται από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά χρειάζεται να αρχίσουμε πολύ προσεκτικά και να αφήσουμε ατελείωτα περιθώρια χρόνου στον εαυτό μας και στη σχέση μας.

• Μπορεί να πετύχει μόνο αν κρατήσουμε απ' έξω κάθε ίχνος κατηγορίας, επιθετικότητας, θυμού (προς τον άλλον και προς τον εαυτό μας)? διαφορετικά... ας το αφήσουμε καλύτερα.

Η σεξουαλική νοημοσύνη, που προϋποθέτει μια ειλικρινή διερεύνηση -και αλλαγές ίσως- σ' αυτές τις τρεις ψυχικές «περιοχές», μας δίνει τη δυνατότητα, σύμφωνα με τους δυο Αμερικανούς ψυχολόγους, να αλλάξουμε τη ζωή μας, όσον αφορά τη σεξουαλικότητα και όχι μόνο, γνωρίζοντας πιο βαθιά τον εαυτό μας, κάνοντας καλές επιλογές αλλά κυρίως, νιώθοντας καλά μέσα στο «πετσί μας».

Ηρωικά ρητά και φράσεις για την επανάσταση από τους αγωνιστές του 1821

Η Επανάσταση του 1821 είναι μια από τις κορυφαίες στιγμές στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Μια εποχή που ανέδειξε αληθινούς ήρωες, σπουδαίους μαχητές και φωτισμένους λόγιους που διέθεσαν τη ψυχή τους, τη ζωή τους και ολόκληρη την περιουσία τους για τον ιερό αγώνα των Ελλήνων.

Αυτά είναι μερικά ρητά και φάσεις που υμνούν την επανάσταση, τον πατριωτισμό, την γενναιότητα, αλλά και μερικές φορές τα ελαττώματα των Ελλήνων.

“Γι’ αυτά τα μάρμαρα επολεμήσαμε.”
“Η τύχη μάς έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους.”
“Και λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκαμεν εις ανθρώπους κακορίζικους, όπου ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης.”
Γιάννης Μακρυγιάννης

“Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά.”
“Κάλλιο για την πατρίδα κανένας να χαθεί,
παρά να κρεμάσει φούντα για ξένον στο σπαθί.”
“Ο ιερός τη πατρίδος έρως εμφωλεύει εις την καρδίαν, και η καρδία δεν γηράσκει ποτέ.”
“Για την Πατρίδα όλοι να ‘χωμεν μια καρδιά.”
Ρήγας Φεραίος

“Ποτέ δεν αποτυχαίνουν αυτοί που πεθαίνουν για έναν μεγάλο σκοπό.”
Λόρδος Βύρων

“Χαιρέτα καβαλάρης, για να σε χαιρετούν όταν ξεπεζέψεις.”
“Όταν θέλω γίνομαι άγγελος, και όταν θέλω πάλε γίνομαι διάβολος.”
“Όποιος θέλει να κουμαντάρη τους Έλληνες πρέπει να βαστάη ένα δισάκι γεμάτο, ομπρός το Χριστό, πίσω τους διαόλους και στη μέση το χρυσάφι.”
Γεώργιος Καραϊσκάκης

“Οι Έλληνες είναι τρελλοί, αλλά έχουν Θεόν φρόνιμον.”
“Το Γένος μας και άλλες φορές σταυρώθηκε, αλλά ιδού ζώμεν.”
“Το «αν» εσπάρθη πολλές φορές, αλλά δεν εφύτρωσε.”
“Νέοι, πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ ΠΙΣΤΕΩΣ και έπειτα υπέρ ΠΑΤΡΙΔΟΣ…”
“Οι Έλληνες Θεοί έβαλαν την υπογραφή τους για τη λευτεριά της Ελλάδας και δεν την παίρνουν πίσω.”
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

“Ο Θεός είναι μετά της Ελλάδος και υπέρ της Ελλάδος και αύτη σωθήσεται. Επί ταύτης της πεποιθήσεως αντλώ πάσας μου τας δυνάμεις και πάντας τους πόρους.”
Ι. Καποδίστριας

“Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές.”
“Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει,
όποιος πεθαίνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει.”
“Δυστυχισμένε μου λαέ καλέ και αγαπημένε.
Πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε.”
“Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.”
Διονύσιος Σολωμός

“Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω.”
Αθανάσιος Διάκος

“Μια δύναμις με άρπαξε από την λιτανεία πριν φύγουμε από τα Ψαρά για την Χίο. Μια δύναμις θεϊκή με γιγάντωσε… Αυτή η θεία δύναμις μου έδωσε θάρρος δια να φθάσω με το πυρπολικό μου στην Τουρκική Ναυαρχίδα…

– Πως τον έκανες τον άθλο Ναύαρχε;

Κι αυτός απάντησε:

– Να, ξύπνησα εκείνο το πρωί και είπα: Απόψε Κωσταντή, θα πεθάνεις για την Ελλάδα.”
Κωνσταντίνος Κανάρης

“Ο κόσμος είναι η Ελλάδα που διαστέλλεται. Η Ελλάδα είναι ο κόσμος που συστέλλεται.”
Βίκτωρ Ουγκώ

Δ. Λιαντίνης: Ο Ελληνοέλληνας

Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με μια ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πώς και δεν πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της. Οι ξένοι όμως, σαν συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί για τη νέα δεν έχουν ακούσει, και βάλουν απέναντι της εμάς τους Νεοέλληνες, φέρνουν στο μυαλό τους άλλες παραστάσεις. Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί να ‘χουν, συλλογιούνται, ετούτοι οι φελλάχοι του Μισιριού σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους;

Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι στους σημερινούς Έλληνες με τους αρχαίους. Οι θεωρίες των διάφορων Φαλμεράυερ έχουν περάσει στους Φράγκους. Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους, και τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβουμε το κεφάλι με το λιανό μας δάχτυλο. Και βέβαια. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μέγας γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που έλεγε, -ορθά- κι από την άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά;

Σχέση με τους αρχαίους Έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι Γάλλοι, οι Εγγλέζοι και οι Γερμανοί. Εμείς, που τους ανακαλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε. Για τους Ευρωπαίους οι Νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι, τουρκολογιά και αράπηδες. Είμαστε οι ορτοντόξ. Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή, με τους κουμπέδες και τους τρούλλους πάνω από τα σπίτια των χωριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων στους τοίχους των εκκλησιών. Οι Ευρωπαίοι βλέπουνε τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στη Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτάνε ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους. Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς. «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί (sic) εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης.

Θέλεις νά ‘χεις πιστή την εικόνα του Νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι του Μακαρίου Β’ της Κύπρου. Και τα γένεια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράχτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της Τούρκισσας, και έχεις τον Νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο…

Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα, φέρε την εικόνα του αρχαίου Έλληνα, για να μετρήσεις τη διαφορά. Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φτέρνες. Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι Ελληνίδες του Αργούς και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα όρη μαζί με την Αταλάντη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου. Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ’ ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα.

Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε τον Φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θά ‘χει να σου ειπεί: άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα.
Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους: Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοι μωρέ; Οι χριστιανοχομεΐνηδες;

Αλλά είναι καιρός από τις ασκήσεις επί χάρτου να περάσουμε στα πεδία των επιχειρήσεων. Να κοιτάξουμε την πυρκαγιά που αποτεφρώνει το σπιτάκι μας.
Γιατί είμαστε σβησμένοι από τον κατάλογο των εθνών;
Γιατί η Μακεδονία γίνεται Σκόπια, η Κύπρος γίνεται τουρκιά, το Αιγαίο διεκδικιέται ως το mare nostrum των Οθωμανών;
Γιατί ο πρόεδρος της Τουρκίας είπε πρόσφατα στην Αθήνα, ότι είμαστε μια επαρχία του παλιού οθωμανικού κράτους, που αποσχίσθηκε και πρέπει να μας ξαναπροσαρτήσουν;
Γιατί ο Μπερίσα της Αλβανίας έχει να λέει πως οι Έλληνες κάνουν διπλωματία που έρχεται από το Μεσαίωνα και τους παπάδες;
Γιατί ο Αλέξανδρος βαφτίζεται Ισκεντέρ, και ο Όμηρος Ομέρ Βρυώνης;
Γιατί οι διακόσιες χιλιάδες Έλληνες της Πόλης γίνανε χίλιοι, και οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης θρασομανούν, και γίνουνται όγκος κακοήθης που ‘τοιμάζει μεταστάσεις;
Γιατί δύο από τους πιο σημαντικούς ποιητές μας, ο μέτριος Σεφέρης κι ο μεγάλος Καβάφης, καταγράφουνται στις διεθνείς ανθολογίες και τους ποιητικούς καταλόγους μισό Έλληνες μισό Τούρκοι;

Γιατί όλα τα αυτονόητα εθνικά μας δίκαια Ευρωπαίοι και Αλβανοί, Βούλγαροι και Εβραίοι, ορθόδοξοι και Ρούσοι, Τούρκοι και Βουσμανοαμερικανοί τα βλέπουν σαν ανόητες και μίζερες προκλήσεις, σαν υλακές και κλεφτοεπαιτείες; Ποια τύφλωση μας φέρνει να μη βλέπουμε ότι στα μάτια των ξένων εκαταντήσαμε πάλι οι παλαιοί εκείνοι γραικολιγούρηδες; Οι esurientes graeculi του Γιουβενάλη και του Κικέρωνα;

Το πράγμα έχει και περιγραφή και ερμηνεία. Μέσα στη χώρα, μέσα στην παιδεία δηλαδή και την παράδοση μας, εμείς περνάμε τους εαυτούς μας λιοντάρια, εκεί που οι έξω από τη χώρα μας βλέπουνε ποντίκια. Θαρρούμε πως είμαστε τα παιδόγγονα του Αριστοτέλη και του Αλέξανδρου. Οι ξένοι όμως σε μας βλέπουνε τις μούμιες που βρεθήκανε σε κάποια ασήμαντα Μασταβά.

Γιατί; Τα διότι είναι πολλά. Όλα όμως συρρέουν σε μια κοίτη. Σε μια απλή εξίσωση με δύο όρους και ένα ίσον. Είναι ‘τη: Νεοέλληνες ίσον Ελληνοεβραίοι.
Αν εφαρμόσουμε αυτή την εξίσωση στα πράγματα, θα μας δώσει δύο γινόμενα. Το πρώτο είναι ότι ζούμε σε εθνική πόλωση. Το δεύτερο, ακολουθία του πρώτου, ότι ζούμε χωρίς εθνική ταυτότητα. Οι Νεοέλληνες είμαστε ένα γέννημα μπασταρδεμένο και νόθο. Ούτε ίπποι ούτε όνοι, ούτε όνισσες ούτε φοράδες. Είμαστε μούλοι. Δηλαδή μουλάρια. Και τα μουλάρια δε γεννούν.

Ότι οι Νεοέλληνες είμαστε Ελληνοεβραίοι σημαίνει το εξής: Ενώ λέμε και φωνάζουμε και κηρύχνουμε ότι είμαστε Έλληνες, στην ουσία κινιόμαστε και υπάρχουμε και μιλάμε σα να είμαστε Εβραίοι. Αυτή είναι η αντίφαση. Είναι η σύγκρουση και η αντινομία που παράγει την πόλωση. Και η πόλωση στην πράξη γίνεται απώλεια της εθνικής ταυτότητας. Και το τελευταίο τούτο σημαίνει πολλά. Στην πιο απλή διατύπωση, σημαίνει νά ‘σαι τουρκόγυφτας, και να ζητάς να σε βλέπουν οι άλλοι πρίγκιπα. Σημαίνει νά ‘σαι η μούμια των Μασταβά, και να ζητάς από τους Ευρωπαίους να σε βλέπουν ιδιοκτήτη της Ακρόπολης. Σημαίνει να σε θωρείς λιοντάρι, και οι ξένοι να σε λογαριάζουνε πόντικα.

Είναι μεγάλη ιστορία να πιαστώ να σε πείσω, ότι οι Νεοέλληνες από τους αρχαίους έχουμε μόνο το τομάρι που κρέμεται στο τσιγκέλι του σφαγέα, θέλει κότσια το πράμα. Θέλει καιρό και κόπο. Θέλει σκύψιμο μέσα μας, και σκάψιμο βαθύ. Και κυρίως αυτό: θέλει το μεγάλο πόνο.

Θα σε καλέσω όμως σ’ έναν απλό περίπατο. Θα κάνουμε ένα πείραμα, που λένε οι φυσικοί. Για νά ‘χουμε αποτέλεσμα έμπεδο. Και η γνώση που θα κερδίσουμε νά ‘ναι σίγουρη. Θα επιχειρήσουμε μια στατιστική έρευνα. Θα διατρέξουμε τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Από το χωριό Πυρσόγιαννη της Ηπείρου ως την επαρχία Βιάνου της Κρήτης. Από τη Νίψα και τις Σάππες της Θράκης ως το Παραλίμνι της Κύπρου, κι ως την άκρη το Ταίναρο. Θα ρωτήσουμε Νεοέλληνες απ’ όλες τις τάξεις και όλα τα επίπεδα. Γυναίκες και άντρες, γερόντους και παιδιά, αγράμματους και επιστήμονες, φτωχούς και πλούσιους, ακοινώνητους και αριστοκράτες, πουτάνες και καλόγριες, ξωχάρηδες και αστούς, φιλέρημους και χαροκόπους. Για νά ‘ναι το δείγμα μας ευρύ και πλήρες, που λένε οι γραφειοκράτες. Όλα ετούτα τα αθώα και ανυποψίαστα πλήθη θα τα ρωτήσουμε δυό τρεις ερωτήσεις από το Ελληνικό, κι άλλες τόσες από το Εβραίικο.

Στο Ελληνικό λοιπόν. Να μας ειπούν τι γνωρίζουν για την αρχαία Ελλάδα. Ζητούμε μια γνώση σοβαρή και υποψιασμένη. Όχι φολκλόρ και γραφικότητες. Γιατί γνώση της Ελλάδας είναι εκείνο που ξέρουμε να το ζούμε κιόλας. Όχι δηλαδή ο Ηρακλής μωρό έπνιξε τα φίδια· ότι ο Αρχιμήδης εχάραζε κύκλους στην άμμο, ούτε τάν ή επί τάς, μέτρον άριστον, ο Μινώταυρος στην Κρήτη και το πιθάρι του Διογένη, ούτε αν ξέρουν πως η ψωλή του Δία εγίνηκε κεραυνός και χτύπησε τους σχιστούς λειμώνες της Ολυμπιάδας, για να γεννήσει στο Φίλιππο τον Αλέξανδρο. Τέτοια γνώση της κλασικής Ελλάδας θά ‘τανε τουρισμός στην Τυνησία. Η φουστανέλα και το κόκκινο φέσι στη Μελβούρνη και στην Πέμπτη Λεωφόρο κατά τις εθνικές γιορτές. Θα ζητήσουμε γνώση ουσίας. Να μας ειπούνε, δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντίνος, Διογένης Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας, που στον καιρό μας αντίστοιχα σημαίνουν Αϊνστάιν, Δαρβίνος, Μπετόβεν, Έγελος, Μιχαήλ Άγγελος, Μαξ Πλανκ, Ροντέν, Κολόμβος. Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς και βάσης, όπως σφαίρας στον Εμπεδοκλή, κενό στο Δημόκριτο, εκπύρωση στον Ηράκλειτο, μηδέν στον Παρμενίδη, κατηγορία στον Αριστοτέλη, τόνος στους Στωικούς. Να μας ειπούν οι κάθε λογής Έλληνες επιστήμονες τι τους λέει η λέξη ψυχρά φλογί στον Πίνδαρο, μεταδάλλον αναπαύεται στον Ηράκλειτο, δακρυόεν γελάσασα στον Όμηρο, χαλεπώς μετεχείρισαν στο Θουκυδίδη. Να μας ειπούνε, πόσοι φιλόλογοι, έξω από τα σχολικά κολυβογράμματα, έχουν διαβάσει στο πρωτότυπο τρεις διάλογους του Πλάτωνα, δύο Νεμεόνικους του Πινδάρου, την Ωδή στην αρετή του Αριστοτέλη, έναν Ομηρικό Ύμνο. (Και αυτό δεν είναι ραψωδία). Και για να μας πιάσει τεταρταίος και καλπάζουσα, να μας ειπεί ποιος γνωρίζει και διδάσκει από τους ειδικούς προφεσσόρους στα πανεπιστήμια ότι οι τρεις τραγικοί ποιητές μας στη βάση τους είναι φυσικοί επιστήμονες, ότι στη διάλεξη του για την αρετή ο Πλάτων έκαμε στους ακροατές του ένα μάθημα γεωμετρίας, ότι η Ακρόπολη των Αθηνών είναι δωρικό, και όχι ιωνικό καλλιτέχνημα, ότι η διδασκαλία τραγωδίας στο θέατρο ήταν κήρυγμα από άμβωνος, ότι η θρησκεία των Ελλήνων ήταν αισθητική προσέγγιση των φυσικών φαινομένων.

Δε νομίζω, αναγνώστη μου, ότι σε όλα αυτά τα επίπεδα η έρευνα μας θα δώσει ποσοστά γνώσης και κατοχής σε βάθος του κλασικού κόσμου από τους Νεοέλληνες που να υπερβαίνουν τους δύο στους χίλιους. Τι φωνάζουμε τότε, και φουσκώνουμε, και χτυπάμε το κούτελο στο μάρμαρο ότι είμαστε Έλληνες; Για το θεό δηλαδή. Παράκρουση και παραφροσύνη.

Θα μου ειπείτε:
– Μήπως και οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν σε τέτοιο βάθος την αρχαία Ελλάδα;
Θα σας ειπώ:
– Όχι. Αλλά οι Ευρωπαίοι δεν καυχιούνται ότι είναι Έλληνες, όπως εμείς. Καυχιούνται ότι είναι Γάλλοι, και Ιταλοί, και Βέλγοι. Γιατί αυτό είναι στην ουσία της η αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι τα πασουμάκια του Ηρακλή στο παλάτι της Ομφάλης. Ούτε ο Οδυσσέας με το παλούκι του στη σπηλιά του Κύκλωπα. Η αρχαία Ελλάδα είναι ένας πολιτισμός ασύγκριτος. Μια κοσμοθεωρία πλήρης. Ένας τρόπος ζωής ολοκληρωμένος και τέλειος. Είναι η πιο κοντά στη φύση και στη φυσική ιδιότητα κοινωνία, που έσωσε να δημιουργήσει ο άνθρωπος.

Δεν είναι τυχαίο που λέξεις ελληνικές, όπως μουσική, θέατρο, οργασμός, φιλοσοφία, μαθηματικά, φυσική, δημοκρατία, γεωμετρία, πολιτική, περάσανε σε όλες τις γλώσσες των εθνών του OHE σήμερα. Και με τις λέξεις αυτές ζουν και δηλώνουν τις βαθύτερες ουσίες του ανθρώπινου βίου τα δισεκατομμύρια του πλανήτη. Δεν είναι τυχαίο, που όχι μόνο ο πλανήτης αλλά και ο ουρανός, το σύμπαν ολόκληρο είναι κατάσπαρτο με τις ελληνικές λέξεις και με τα ελληνικά γράμματα που ονομάζουν διεθνώς τους αστερισμούς, και τους φωτεινότερους αστέρες του κάθε αστερισμού. Όχι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο. Εκείνο που είναι τυχαίο, είναι πως ο λαός που κατοικεί σήμερα στη χώρα που παλαιά την εκατοίκησαν οι Έλληνες, ονομάζουνται Έλληνες. Η έρευνα μας έδειξε ότι μόνο Έλληνες δεν είναι. Γιατί τους Έλληνες ούτε τους βλέπουν ούτε τους γνωρίζουν.

Από το Ελληνικό ερχόμαστε στό Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωϋσής, Αβραάμ, Ησαΐας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα. Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην τους ξεύρει τούτους τους Εβραίους; Δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη. Εδώ τα ποσοστά αντιστρέφουνται. Στους χίλιους Νεοέλληνες τα ναι γίνουνται εννιακόσια τόσα, και τα όχι δύο. Και δεν ξεύρουν μόνο τα ονόματα, αλλά είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναλύσεις στην ουνιβερσιτά και στην ακαντέμια για τις ηθικές και άλλες αξίες που εκφράζει το κάθε όνομα.

Το ίδιο συμβαίνει και για φράσεις όπως Προς Κολασσαεΐς, Προς Κορινθίους, Έκ τοϋ κατά Λουκάν. Εδώ μάλιστα μεγάλος αριθμός Νεοελλήνων ξεύρει απόξω ολόκληρα χωρία και περικοπές. Το ίδιο συμβαίνει, αν τους ειπείς για τόπους όπως Ιορδάνης, Γαλιλαία, Γεσθημανή (sic), Όρος Σινά, Καπερναούμ, Τιβεριάς. Αν όμως τους ειπείς για Βάσσες ή Φιγαλία, για Αργινούσες ή Πλημμύριον, για Περίπατο ή Κήπο (περιπατητικοί, επικούρειοι), σου απαντούν, όπως ο Μακρυγιάννης. Όταν είδε το Σκούρτη και τους άλλους ναυάρχους στα όρη να οδηγούν σε μάχη τους στρατιώτες του Νικηταρά με ναυτικά παραγγέλματα:
– Τι όρτζα, πότζα, και γαμώ το καυλί του μας λέει ο κερατάς;

Το ίδιο συμβαίνει, αν ζητήσεις να σου αναλύσουν την επί του Όρους Ομιλία, ή να σου τραβήξουνε διάλεξη περί νηστείας, περί προσευχής, περί του «Δεύτε οι ευλογημένοι…». Ο κάθε Νεοέλληνας εδώ είναι πτυχιούχος και ειδήμονας. Είναι κληρονόμος και καθηγητής. Ξέρει να ταΐσει άχυρα το σκυλί του, και κόκαλα το γαϊδούρι του. Γνώση και πίστη και σοφία, που να ιδούν τα μάτια σου και να μην πιστεύει ο νους σου.

Ένας παπάς, και Κρητικός μάλιστα, στη μητρόπολη Κορίνθου, με κοίταζε κάποτε γλαρωμένος.
– Τι βλέπεις παπά;
– Έχω ένα όραμα, μου λέει. Να μαζέψω κάποτες λεφτά από τους ομογενήδες. Να σηκώσω εδώ στον Ισθμό, μπαίνοντας στο Μοριά να το βλέπουν ούλος ο κόσμος, ένα άγαλμα του απόστολου Παύλου. Ίσαμε πενήντα πήχες ψήλος, και βάλε.
– Σαν το άγαλμα της Ελευθερίας ε; του κάνω.
– Έτσι, μου λέει. Κι όλο έπαιρνε φωτιά.
– Και γιατί του Παύλου, δηλαδή; Και τόσο πελώριο;
– Μα…για τις «Προς Κορινθίους» ντε!
– Τον ξέρεις τον Κολοσσό της Ρόδου; τον ερωτώ.
– Ναι. Τέτοιονε θέλω και τον Παύλο.
– Τον Κολοσσό του Μαρουσιού τον ξέρεις;
– Εννοείς το βιβλίο για τον Κατσίμπαλη; Το ξέρω.
– Τον κώλο του Μαρουσιού, παπά, τον ξέρεις;
– …
– Άστα αυτά, του λέω. Είναι της αριστερής διανόησης.
– Εμ, λέω κι εγώ. Γι’ αυτό δεν τον ξέρω, μου απαντάει.
– Γιατί, βρε αρκουδόπαπα, ξέσπασα, δε στήνεις ένα άγαλμα του Νικηταρά ή του Κολοκοτρώνη, που μας λευτερώσανε και είδαμε μοίρα στον ήλιο; Και να το κάμεις ψηλό και βαρύ ωσάν τον Ακροκόρινθο που βλέπεις αντίκρια σου; Όπως θα ταίριαζε στους παλικαράδες μας; Μόνο μου θέλεις τον Εβραίο. Δεν ξέρεις ότι με τους Εβραίους οι Έλληνες είμαστε η φωτιά με το νερό; Όχι από εθνικό μίσος, όπως με άλλους, αλλά από αντιπαράθεση κοσμοθεωριών; Δεν άκουσες ποτέ την ιερή βρισιά του λαού μας: «Γαμώ τον Εβραίο σου!». Δεν άκουσες ποτέ το δημοτικό μας τραγούδι, «Και κείνη η σκύλα η άνομη, Οβρέσσας θυγατέρα»; Άιντε, καημένε μου. Που να ζεις και νά είσαι. Κι είσαι κι από τα χωριά του Ερωτόκριτου και του Βενιζέλου.

Μ’ ένα λόγο, ο μέγας και ο βαθύς εβραίικος πολιτισμός -δεν ειρωνεύομαι, κυριολεκτώ- μέσα από τη χριστιανική του μετάλλαξη, κι αυτή πια δεν είναι ούτε μεγάλη ούτε βαθιά, πέρασε ως το μυελό των οστών και στη διπλή σπείρα του DNA όλων των Νεοελλήνων. Ένα μόνο δε γνωρίζουν. Ότι ο σπουδαίος αυτός πολιτισμός είναι εντελώς αντίθετος με τον πολιτισμό της κλασικής Ελλάδας. Το αρνί και ο λύκος. Ο πάμφωτος ναός της Αφαίας στην Αίγινα, και το μονύδριο της αγίας Ελεούσας στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, με την αγράμματη καλόγρια που κυνηγά τις έγκυες και τις λεχώνες, γιατί ‘ναι μαγαρισμένες, λέει. Αλλά δεν είναι εδώ ο καιρός και ο τόπος για τέτοιες εξηγήσεις. Το θηρίο το καταπάλαιψα σε άλλες εκστρατείες. Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης που ξαστόχησε, λέει ο ποιητής.

Τέτοιας λογής αποτέλεσμα θα μας δώσει η στατιστική έρευνα στον πληθυσμό της χώρας αναφορικά με την απόδραση του Ελληνικού, και την επίδραση του Εβραίικου. Στην επιφάνεια και στον τύπο και στο όνομα είμαστε Έλληνες. Στο βυθό όμως και στην ουσία και στην ύλη είμαστε Εβραίοι. Και μη μας παραπλανά το απλοϊκό δικηγοριλίκι, που κανοναρχούν ιεροκήρυκες και ιερολόγοι, ότι τάχατες άλλο Εβραίοι κι άλλο χριστιανοί. Άλλο ορθόδοξοι κι άλλο ρωμαιοκαθολικοί. Ο ισχυρισμός αυτός είναι δόλιο σόφισμα, και αφέλεια ξεχειλωμένη. Όσοι λένε τούτη την παλαβομάρα, είναι σα να λένε: Άλλο εταίρα κι άλλο πουτάνα. Μα σε σεμνεία δουλεύουνε και οι δύο. Άλλο δρομέας κι άλλο δισκοβόλος. Μα αθλητές είναι και οι δύο. Άλλο λέμφωμα, άλλο λευχαιμία, κι άλλο νεοπλασία του λάρυγγα. Μα καρκίνοι είναι όλοι τους. Και κακά σπυριά, που σκοτώσανε Καβάφη και Φρόυντ.

Οι Νεοέλληνες εκρατήσαμε το σχήμα μόνο από τους Έλληνες. Η μάζα όμως, το πι που λένε οι φυσικοί, είναι καθαρά εβραίικη. Και ο χώρος, το βραύνιπι ή β που λένε οι φυσικοί, μέσα στον οποίο συντελέστηκε η αφελλήνιση των Ελλήνων είναι το χριστιανικό Βυζάντιο. Και ο χρόνος, ο Ιειτιριιβ ή το ΐ που λένε οι φυσικοί, που στη διάρκεια του συντελέστηκε ο εξεβραϊσμός των Ελλήνων είναι από τον καιρό του Θεοδόσιου μέχρι σήμερα. Ο Θεοδόσιος εγκρέμισε τους ναούς, έσπασε τα αγάλματα, έκλεισε τα στάδια, τα θέατρα, τα ελληνικά σχολεία. Όλες τις πηγές που ποτίζανε την ελληνική αντίληψη ζωής. Γι’ αυτό τον εβαφτίσανε Μέγας. Όπως εβαφτίσανε Μέγας και τον προαγωγό του, με τη διπλή σημασία η λέξη, τον Κωνσταντίνο. Τον καίσαρα που έσφαξε τη γυναίκα του και το γιό του. Και τους εβάφτισαν Μέγας, εκείνοι που εβάφτισαν Μέγας και τους Αθανάσιους, τους Βασίλειους, και όσους τέτοιους. Όλοι τους γκρεμιστάδες, παραχαράκτες, αλάριχοι, βάνδαλοι της ελληνικής ιδέας.

Η άλλη φωνή, που λέει ότι τίποτα δεν εσήμαιναν ετούτες οι φρικαλεότητες των χριστιανών κατά των Ελλήνων, για όσους δεν εξεφτίσανε σε Εβραιοέλληνες αλλά έμειναν Ελληνοέλληνες, έρχεται από πολύ μακρυά και την ακούνε λίγοι:
«Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματα των, γιατί τους διώξαμεν
απ’ τους ναούς των, διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί».
Καβάφης ειν’ αυτός, αναγνώστη μου, δεν είναι σαράφης. Ούτε Βούδας και Κούδας. Και το ποίημα λέγεται Ιωνικόν. Δε λέγεται Χερουβικόν.

Ο κακουργημός και η εξόντωση του κλασικού Έλληνα από τον εβραιόφρονα χριστιανό εκράτησε από το Θεοδόσιο ως την αυγούστα Ευδοξία. Ως το 843 που έγινε η επίσημη αναστύλωση των εικόνων. Η γιορτή της Ορθοδοξίας που γιορτάζεται κάθε χρόνο από τότε, στο έμπα της άνοιξης, πολύ λαμπρά και με την παρουσία όλης της επιφάνειας του κράτους, ως και οι ξένοι πρεσβευτάδες!, στο θετικό της συμβολίζει το θρίαμβο των χριστιανών. Στο αρνητικό της όμως δηλώνει την τελική κατακρεούργηση κάθε Ελληνικού. Είναι η ταφόπετρα της ελληνικής ιδέας.

Η τελευταία αντίσταση του μετρημένου «Έλληνα» στο ασιατικό τέρας ήταν ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος. Έξυπνησε ο άνθρωπος ένα πρωί, και είδε το μισό πληθυσμό της χώρας τουρλωτούς παπάδες και παχυμουλαράτους καλόγερους. Τότε, σαν το Χριστό με το φραγγέλιο, σήκωσε αυτό που το λένε Εικονομαχία. Και ετελείωσε με το χαμό του φωτός και το σωσμό του σκότους. Με την Κυριακή της Ορθοδοξίας, ή την ταυτότητα του Νεοέλληνα.

Έλληνες λοιπόν στο δέρμα. Και Εβραίοι στα κόκαλα και στο αίμα, στην καρδιά, στα άντερα και στη χολή. Ιδού το κλειδί, η αιτία, ο λόγος της εθνικής σχιζοφρένειας.

Πίσω από τα Σκόπια, από το Αιγαίο, τις Ολυμπιάδες, την Κύπρο, πίσω από τους κατσιβελισμούς, τα δάνεια και τις ψωροκώσταινες· πίσω από Εξαρχόπουλους, Μεταξάδες και Παπαδοπουλέους· πίσω από Μαρίκες και Μιμίκες και κατσίκες, και Κοσκωτάδες και σκατάδες· πίσω από Κορυδαλλούς και κοριούς και καθάρσεις και λοιμοκαθαρτήρια· πίσω από ρουσφέτια και βιλαέτια και κασαβέτια, βρίσκεται η εθνική μας σχιζοφρένεια. Αυτή απεργάστηκε την εθνική πόλωση, και την εθνική αταυτότητα.

Στο χωριό των χιλίων κατοίκων του πλανήτη μας σήμερα οι δύο Έλληνες πηδοκοπούν κατά μπροστά, κι έχουν βιδωμένο το κεφάλι να βλέπει κατά πίσω. Τους κοιτάνε οι ξένοι, ανοίγουν διάπλατα τα μάτια, και τους προγκάνε.
– Στραβομάρα και πάλαβρα. Βρε ούστ!

Στους χρόνους της Άλωσης οι στρατιώτες του Παλαιολόγου που υπεράσπισαν τα τείχη ήσαν οχτώ χιλιάδες. Την ίδια ώρα που στα μοναστήρια του κράτους βρίσκουνταν τριακόσιες χιλιάδες καλόγεροι στην άλκιμη ηλικία του μάχιμου άντρα. Να τρώνε και να πέρδονται και να τρέφουνε πρωκτό. Και ο αρχηγός του κράτους την Κυριακή έψελνε πατριάρχης στην αγια-Σοφιά, και τη Δευτέρα γονάτιζε τσανακογλείφτης στο σαράι.

Έτσι, μιλώντας για πατριάρχη και για σουλτάνο, φτάνουμε στους πρώτους κύκλους της Κόλασης του Δάντη. Κάποτε πρέπει να ξεκλειδώσουμε το κατώγι της ιστορίας μας. Και να φέρουμε στο φως «τους όφεις και τα φίδια» που είναι μέσα κλεισμένα. Να ειπούμε, δηλαδή, ότι το πρώτο μέλημα του πορθητή της Πόλης ήτανε να θρονιάσει στο στασίδι των σκλάβων τουρκόφρονα πατριάρχη. Όχι για να προστατέψει τα νιτερέσα του δούλου γένους, όπως μας λένε αιώνες τώρα οι δάσκαλοι και τα βιβλία. Αλλά για να τον έχει δόλιο και χθόνιο συνεργάτη στο αρειμάνιο οθωμανιλίκι του. Στο να μη σηκώσουνε, δηλαδή, ποτές κεφάλι οι ραγιάδες.

– Εσύ από τη μεριά σου, παπά, είπε ο Πορθητής στον πατριάρχη Γεννάδιο, αυτόν που διάταξε να κάψουν τα βιβλία του Πλήθωνα για τον Πλάτωνα, θά’ σαι το δικό μου μούτρο με τη μουστακοφόρα και τη ραγιάδικη προβοσκίδα. Ο κρυφός πολυχρονεμένος πατισάχ. Θα τους λες, μαζί με την κυρα-Δέσποινα, υπομονή και κουράγιο, και «πάλε με χρόνους με καιρούς…». Και θα τους κρατάς καλά στους χαλκάδες και τις άλυσες. Με τον καιρό θα μάθεις. Και η συμπεριφορά σου θα γενεί πολιτική σκεπαστή, και υψηλή διπλωματία. Με τους δραγομάνους και τους οσποδάρους που θα σου φτιάξω, και δίπλα στους ιδικούς μου τζοχανταραίους, τον πασά και το μουφτή, τον κατή και το βοΐβοντα, θα οργανώσουμε ένα τέλειο σύστημα διοίκησης. Τη συντήρηση, δηλαδή, και το διαιωνισμό της σκλαβιάς. Και τού ‘κλεισε το μάτι.
Εγώ από τη μεριά μου, υποσχέθηκε, θα σ’ έχω στα χρυσά και στην πορφύρα, Θα τρως, και θα πίνεις, και θα παχαίνεις. Όπως το λέει και το τραγούδι:
«Καρδιά μου, τι ξαλάφρωμα,
τι πρήξιμο, κοιλιά μου».
Και τα «οθωμανικά» τερτίπια μου, αν το βαστά η καρδούλα σου, και κείνα δικά σου. Παπαδάκια και γιουσουφάκια. Μόνε πρόσεχε! Στο κρυφό και στο σκεπασμένο. Θά ‘χεις τις εκκλησιές σου, τις πισκοπές και τα μοναστήρια σου. Δίσκους, κεριά, λιβάνια, τάματα, διαθήκες, άσπρα και γρόσια, βακούφια και χτήματα μοναστηριακά, ούλα αφορολόγητα. Θα τα γιομίζεις με διάκους, και με καλόγερους τίγκα. Κι αμάν αμάν. Αλλά τη συμφωνία μας και τα μάτια σου. Γιατί θα σε κρεμάσω με τ’ άντερα σου.

Έχεις ακουστά, τίμιε αναγνώστη, για τα μοναστηρίσια γεύματα και τα μοναστηρίσια τραπέζια; Ακόμη αποκρατά ο απόηχος. Ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας διηγάται πως ο δεσπότης Ιωαννίνων είχε μια κοιλιά σαν εξάμετρο βαγένι. Και πως σαν εστρωνότανε για πρόγευμα, έτρωγε δύο οκάδες γιαούρτι σακούλας, και μισή οκά σαρδέλλα παστωμένη με το χουλιάρι την καθησιά.

Έτσι, λοιπόν, από τούτη τη συμφωνία του πατριάρχη με το σουλτάνο, πέρα από τους τέσσερες αιώνες της φοβέρας και της σκλαβιάς, τι βγήκε; Βγήκε η περίφημη ρασοφόρα διπλωματία του ραγιά και του καγιά. Σήμερα τη λέμε φανάρι και φαναριωτισμό. Είναι οι Φαναριώτες. Οι αόρατοι τουρκολάτρες. Οι πρίντζιπες και οι ηγεμόνες της Βλαχομπογδανίας που λέει ο Ρήγας. Οι Καρατζάδες, οι Μουρούζηδες, οι Σούτσοι, οι Ραγκαβήδες, οι Μαυροκορδάτοι, και οι πανάθλιοι Κωλέττηδες. Αυτή η λύμη και η συφορά. Το θρεφτάρι του πατριάρχη και του σουλτάνου. Το θρεφτάρι του ελληνοεβραίικου φυράματος, δηλαδή, στην καινούργια του μετάλλαξη, που όταν θα ‘ρθεί η ώρα του μεγάλου Σηκωμού, θα παίξει τον ολέθριο ρόλο του. Θα δημιουργήσει τη μοιραία αντιπαράθεση ανάμεσα στους γνήσιους Έλληνες, τους Ελληνοέλληνες αλλιώτικα, και στους μούλους Έλληνες, τους Ελληνοεβραίους αλλιώτικα. Ανάμεσα, δηλαδή, «στα συνήθια της Ιλιάδας» που αποκρατούν ακόμη, όπως έγραφε ο Σολωμός, την ουσία, και στη δουλόφρονα και μουλωχτή πολιτική του κλήρου, τον τύπο.

Το σχήμα Ελληνοέλληνες και Ελληνοεβραίοι στο μεγάλο Σηκωμό θα λάβει τη διπλή διάταξη. Από δω οι αγωνιστές και οι αγράμματοι, από κει οι πολιτικοί και οι κοντυλοφόροι Φαναριώτες. Φιλικοί και Ρήγας και Υψηλάντες· Μαρκομπότσαρης και Κολοκοτρωναίοι· Αντρούτσος, Παπαφλέσσας, Νικηταράς και Μακρυγιάννης· ο Αθανάσης Διάκος, ο Κανάρης, ο μεγάλος Καραϊσκάκης, ο Καποδίστριας· οι Σουλιώτες και οι Μανιάτες. Αυτή είναι η κρυστάλλινη πηγή του Ελληνοέλληνα, που δεν κατεβαίνει από τα συναξάρια και το Οκτωήχι της εκκλησίας. (Μη σε ξεγελά, που ο Κολοκοτρώνης γραφή και ανάγνωση έμαθε από το Οκτωήχι). Αλλά ροβολάει από τον Όλυμπο και τον Αλφειό και την Κασταλία βρύση. Από τον Κιθαιρώνα, το Βριλησσό και τον Ευρώτα. Είναι η αρχαία αρετή και η νέα λεβεντιά. Είναι η εμορφάδα και το φιλότιμο, η μπέσα, και ο λόγος σπαθί. Το καθαρό μάτι, και το τίμιο χέρι.
Όταν η Διοίκηση, το φαναριωτιλίκι δηλαδή, μας λέει ο Σολωμός, για να διασπάσει τους οπλαρχηγούς του Βάλτου, έστειλε είκοσι διπλώματα στρατηγών, εκεί που ήταν μόνο ο Μαρκομπότσαρης, ο Μάρκος τους εκάλεσε, έσκιασε μπροστά στα μάτια τους το δίπλωμα του, και είπε:
– Ο Σκόντρα πασάς τα δίνει τα διπλώματα. Κι όποιος είναι παλικάρι, ταχιά το παίρνει από τα χέρια του.
Είπε και τράβηξε κατά το Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου. Εσκοτώθηκαν Τούρκοι έως οχτακόσιοι. Από τους δικούς του δεκατρείς. Και τριάντα λαβωμένοι. Τον έφεραν από το Καρπενήσι στο Μεσολόγγι στον ώμο. Και τον ταφιάσανε με μοιρολόγια και κλάηματα. Όπως παλαιά οι Αχαιοί τον Πάτροκλο.

Κι από την άλλη στο σχήμα το κηφηναριό του πατριάρχη. Οι πρίντζιπες, οι καλαμαράδες, οι σπουδαγμένοι στην Ευρώπη με τα ψαλιδοκέρια και τις βελάδες. Οι Φαναριώτες που προσφωνάζουνταν Εξοχότατε και Γενναιότατε! Κι όσες φορές πέτυχαν να ηγηθούν στις μάχες, έσπειραν στους Έλληνες το θρήνο και τη συφορά. Μαυροκορδάτος, Νέγρης, ο άθλιος Κωλέττης, κι όλη η συναφής κουλουμωτή μύγα.

Θα κατεβούν στη σηκωμένη χώρα σα θολωμένα ρέματα και λασπουριά. Θα κοιταχτούν πονηρά με τα δύο και τα τέσσερα στραβά τους. Θα συναγροικηθούν αστραπιαία στις γωνίες και στα σκοτεινά. Και θ’ αμολήσουν στον τόπο τις όχεντρες. Δεκαπέντε μήνους επολέμησαν οι Έλληνες τον τύραννο. Κι αν ήθελαν βαστάξει μονιασμένοι ως το τέλος, θα τον εφτάνανε στην Κόκκινη Μηλιά. Αλλά τους άλλους πεντέμισυ χρόνους σφαξόντανε μεταξύ τους. Και το σπαθί να βυθίζεται στη λαβή. Αυτό ήταν το έργο των Φαναριωτών, των δεσποτάδων, και της ελληνοεβραίικης ανομίας.
-Τι κοιτάς, Κολοκοτρώνη μου, με το μάτι σου στυλωμένο τόση ώρα εκεί, κατά τα βουνά;
-Α! βλέπω πίσω από τα βουνά. Εκεί στην πόρτα τ’ Αναπλιού. Και τους καλαμαράδες να πλέκουν ένα γαϊτανάκι. Μα ένα γαϊτανάκι!
Κι άλλη φορά σε μια σύναξη γυρίζει άγρια ο Γέρος κατά το δεσπότη της Άρτας:
-Μη μου βροντάς, παπά, το πασουμάκι στο τραπέζι, γιατί βροντώ το σπαθί, και σου κόβω το κεφάλι.
Πήρε φόρα το ράσο του δεσπότη, κι ακόμη λακάει. Από το Μοριά στην Άρτα με τα πόδια. Και με τα πασουμάκια.

Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’;
Είναι εκείνος που σύνταξε το κείμενο του αφορισμού στα 1799. Και η εκκλησία το βρόντηξε αργότερα στην ανθρωπιά του Καΐρη, όπως η κατάρα τον κεραυνό στο μέτωπο του Κάιν. Του φωτισμένου σοφού, και του ήρωα στους ιερούς αγώνες Καΐρη. Γιατί άρχισε να ξεμπροστιάζει τους παπάδες, και να φωτίζει τον κοσμάκη.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’;
Είναι ο ίδιος που αφόρισε τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς. Το μεγαλείο και το μυστήριο της Εταιρείας.
Θα μου ειπείς πως τον εκρέμασε ο σουλτάνος. Θα σου ειπώ, μα πώς αλλιώς λοιπόν; Επρόδωσε την καταχθόνια συμφωνία τους. Εκοιμήθηκε. Και χωρίς να το νιώσει άφηκε να ξεσφίξει η θηλειά στο λαιμό του ραγιά. Εφούσκωσε στο σκαφίδι το προζύμι του εθνικού άρτου, και πια δεν ημπορούσε να το κρατήσει με τίποτα.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’;
Είναι αυτός που στα 1819 με πατριαρχικό φιρμάνι απαγόρεψε στους παπάδες να βαφτίζουν τα παιδιά μας με ονόματα ελληνικά. Καταλαβαίνεις τι σου λέω, τίμιε αναγνώστη;
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’;
Είναι ο πατριάρχης που έσκασε από το κακό του, γιατί τον εμπόδισαν και δεν επρόφταξε να αφορίσει το Ρήγα. Το μεγαλομάρτυρα Ρήγα.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε’;
Είναι ο πατριάρχης που βλέπουμε τον ανδριάντα του μπροστά στο εθνικό πανεπιστήμιο. Δίπλα στο Ρήγα. Πού ξανακούστηκε τέτοιο κυλώνειο άγος! Ο Λεωνίδας κι ο Εφιάλτης αγκαλιά. Η ελληνική σχιζοφρένεια αγαλματοποιημένη μπροστά στα πόδια της ελληνικής παιδείας. Μπροστά στο αγνό βάθρο του μέλλοντος των παιδιών μας. Αυτή η συμβολική στιγμή και εικόνα, ο Γρηγόριος Ε’ δίπλα στο Ρήγα μπροστά στο πανεπιστήμιο, είναι το σύμβολο παλλάδιο της μουλαροσποράς μας.

Ο καημένος ο Κολοκοτρώνης. Είπε κάποτε πως μια μέρα το πανεπιστήμιο θα γκρεμίσει το παλάτι. Λάθος, σοφέ μου γέρο. Γιατί αφόντας εστήσανε μπροστά στο πανεπιστήμιο τον πατριάρχη, η νεότερη Ελλάδα είχε παίξει πια τη ζαριά της στο Ρουβίκωνα. Είχε πάρει το δρόμο της. Τη στράτα του κακού και της ανεμοζάλης. Η Ελλαδοελλάδα αποσύρθηκε, άκρα πικραμένη και περήφανη. Και άφηκε την Εβραιοελλάδα να ξερογλείφεται σα μαϊμού απάνου στη σκηνή του Καραγκιόζη:
«Γειά σου, μάνα μου Ελλάς, είμαι κλεφτοφουκαράς».

Η σμαρδή και φαναριώτικη πολιτική στον Αγώνα, με Μαυροκορδάτο και Κωλέττη και παπάδες, θα περάσει ύστερα, και θα δώσει το ρυθμό και τον τόνο της στην πολιτική ιστορία της «νεότερης Ελλάς». Φατρίες, κομματισμός, αρριβισμός, βουλευτοτσιφλικάδικα. Εθνική αφασία, ξενοκίνητα νήματα της μαριονέττας, το αγγλόφιλο, το γαλλόφιλο, το ρωσόφιλο. Πολιτική του ρουσφετιού και της ασυδοσίας, δουλοφροσύνη, λεονταρισμοί, απαξία, ιδιοτέλεια. Ό,τι ανθίζει πια, κι ό,τι καρπίζει σήμερα στη χώρα. Νούλες και κουλούρηδες, χάχηδες και σάκηδες, ντόρες και ντορήδες. Περάστε κόσμε.

Έξω από τα λίγα αργά φωτεινά διαλείμματα. Το αγγελικό και μαύρο φως του ποιητή. Που ο ένας θα περάσει μια Κυριακή πρωί μπροστά στον αη-Σπυρίδωνα. Που ο άλλος θα ειπεί κατάδακρυς: «Ώστε λοιπόν, ανθ’ ημών Γουλιμής!». Και ο τρίτος θα σημειώσει σιωπηλά στο καλεντάρι του: 1 Νοεμβρίου 1920.

Η τελευταία πράξη της τραγωδίας, η ταφόπλακα δηλαδή που σκέπασε το φονικό, ανάλογη με την ταφόπλακα του 843 που έθαψε την αρχαία Ελλάδα, ήταν το διάταγμα του ελληνικού κράτους να ονομάσει το Υπουργείο για τη μόρφωση των παιδιών μας Υπουργείο των Εκκλησιαστικών. Και λίγο αργότερα Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Και τούτο το άνομο όνομα και νόημα τέρας το φέρνει μέχρι σήμερα. Η εθνική σχιζοφρένεια υπογράφτηκε και σφραγίστηκε με τη μεγάλη του Κράτους σφραγίδα.

Ακούσατε πουθενά σε Ευρώπη ή σε Αμερική, σε Σαχαλίνη, Ταγκανίκα ή Εσκιμώους, η παιδεία ενός έθνους, η μεγάλη ελπίδα και το μυστήριο των μυστηρίων του, να μπερδεύεται με το αντερί και το ράσο; Οι Ελληνοεβραίοι πολλοί θωρούν ακίνητοι τον πατριάρχη μπροστά στο πανεπιστήμιο, και φουσκώνουν σά διάνοι. Οι Ελληνοέλληνες λίγοι μιλούν για την εθνική σχιζοφρένεια, και ψιθυρίζουν σαν το μεγάλο Σολωμό: «Αλλίμονον, η δάφνη κατεμαράνθη!». Και κλαίνε.

Αλλά πέστε να πάψουν επάνω οι φωνές των γυναικών. Και σταματήστε τα δάκρυα για τον Ορέστη. Γιατί κάπου βαθιά στον καθένα μας υπάρχουν κρυμμένοι οι Έλληνες. Και περιμένουν. Τό ‘δειξε ο Θοδωράκης και ο Σολωμός. Τό ‘δειξε ο Καποδίστριας και η Λιογέννητη. Τό ‘δειξε το ’12-’13 και ο Τρικούπης. Τό ‘δειξε ο Γοργοπόταμος, ο Καβάφης, και το ύψωμα 731 κοντά στο Βεράτι.

Έλληνες θα ειπεί δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.
Έλληνες θα ειπεί να τελείς στους νεκρούς τις χοές της Ηλέκτρας. Όχι κεριά στους νεκρόλακκους, και δηνάρια στο σακούλι του τουρκόπαπα.
Έλληνες θα ειπεί να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το γνώθι σαντόν. Όχι να κάνεις την εξομολόγηση στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες.
Έλληνες θα ειπεί να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο: ΣΤΑΘΙ ΚΑΙ ΟΙΚΤΙΡΟΝ. Σταμάτα, και δάκρυσε· γιατί δε ζω πια. Κι όχι να σκαλίζεις πάνω σε σταυρούς κορακίστικα λόγια και νοήματα: Προσδοκώ ανάσταση νεκρών.
Έλληνες θα ειπεί το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα. Κι όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου. Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κώχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σα βερέμης. Ακόμη κι ο Ελύτης, καθώς εγέρασε, τό ‘ριξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη…
Έλληνες θα ειπεί όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη θάλασσα. Και σαν πεθάνεις, να μαζεύουνται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί, και να σε τραγουδάνε:
«Τρεις αντρειωμένοι εβούλησαν να βγουν από τον Άδη.
Ένας το Μάη θέλει να βγει κι άλλος τον Αλωνάρη.
Κι ο Δήμος τ’ αγια-Δημητριού ν’ ανοίξει γιοματάρι.
Μια λυγερή τους άκουσε, γυρεύει να την πάρουν.
Κόρη, βροντούν τ’ ασήμια σου, το φελλοκάλιγό σου,
και τα χρυσά γιορντάνια σου, θα μας ακούσει ο Χάρος».

Δημήτρη Λιαντίνη, Γκέμμα (κεφάλαιο «Ο Ελληνοέλληνας»)