ΟΡ. κατεῖδες οἷον ἁ τάλαιν᾽ ἔξω πέπλων [στρ. β]
ἔβαλεν ἔδειξε μαστὸν ἐν φοναῖσιν,
ἰώ μοι, πρὸς πέδωι
τιθεῖσα γόνιμα μέλεα; τακόμαν δ᾽ ἐγώ.
1210 ΧΟ. σάφ᾽ οἶδα· δι᾽ ὀδύνας ἔβας,
ἰήιον κλύων γόον
ματρὸς ἅ σ᾽ ἔτικτεν.
ΟΡ. βοὰν δ᾽ ἔλασκε τάνδε, πρὸς γένυν ἐμὰν [ἀντ. β]
1215 τιθεῖσα χεῖρα· Τέκος ἐμόν, λιταίνω.
παρήιδων τ᾽ ἐξ ἐμᾶν
ἐκρίμναθ᾽, ὥστε χέρας ἐμὰς λιπεῖν βέλος.
ΧΟ. τάλαινα. πῶς ‹δ᾽› ἔτλας φόνον
δι᾽ ὀμμάτων ἰδεῖν σέθεν
ματρὸς ἐκπνεούσας;
1220 ΟΡ. ἐγὼ μὲν ἐπιβαλὼν φάρη κόραις ἐμαῖς [στρ. γ]
φασγάνωι κατηρξάμαν
ματέρος ἔσω δέρας μεθείς.
ΗΛ. ἐγὼ δέ ‹γ᾽› ἐπεκέλευσά σοι
1225 ξίφους τ᾽ ἐφηψάμαν ἅμα.
δεινότατον παθέων ἔρεξα.
ΟΡ. λαβοῦ, κάλυπτε μέλεα ματέρος πέπλοις [ἀντ. γ]
‹καὶ› καθάρμοσον σφαγάς.
φονέας ἔτικτες ἆρά σοι.
1230 ΗΛ. ἰδού, φίλαι τε κοὐ φίλαι
φάρεα τάδ᾽ ἀμφιβάλλομεν,
τέρμα κακῶν μεγάλων δόμοισιν.
ΧΟ. ἀλλ᾽ οἵδε δόμων ὕπερ ἀκροτάτων
βαίνουσί τινες δαίμονες ἢ θεῶν
1235 τῶν οὐρανίων· οὐ γὰρ θνητῶν γ᾽
ἥδε κέλευθος. τί ποτ᾽ ἐς φανερὰν
ὄψιν βαίνουσι βροτοῖσιν;
***
ΟΡΕ. Είδες πώς έβγαλεν η δύσμοιρη
τα πέπλα της και μου ᾽δειξε τα στήθη
την ώρα της σφαγής;
Αχ! πώς γονάτισε στο χώμα!
Κι εγώ από τα μαλλιά…
1210 ΧΟΡ. Ξέρω· σε σπάραξεν ο πόνος όταν άκουσες
τη θλιβερή κραυγή της μάνας που σε γέννησε.
ΟΡΕ. Μέσα στο βόγκο της μου φώναζε,
απλώνοντας τα χέρια στο σαγόνι μου:
«Παιδί μου, σε ικετεύω».
Γαντζώθηκε απ᾽ τα γένια μου
κι έτσι απ᾽ το χέρι μου έπεσε το ξίφος.
ΧΟΡ. Η άμοιρη, πώς βάσταξες να δεις
της μάνας σου να χύνεται το αίμα
καθώς ψυχομαχούσε;
1220 ΟΡΕ. Με τον μανδύα σκεπάζοντας τα μάτια μου
την εθυσίασα, το μαχαίρι
μπήγοντας στον λαιμό της.
ΗΛΕ. Κι εγώ σου ᾽δωσα θάρρος
και κράτησα μαζί σου το σπαθί.
ΧΟΡ. Φριχτότατο έκανες κακούργημα.
ΟΡΕ. Έλα, με πέπλα σκέπασε της μάνας το κορμί
και κλείσε τις πληγές της. Νά λοιπόν,
εγέννησες παιδιά για να σε σφάξουν.
1230 ΗΛΕ. Αγαπημένη εσύ και μισημένη,
μ᾽ αυτά τα πέπλα σε σκεπάζουμε.
ΧΟΡ. Στην πιο ψηλή κορφή τους φτάσαν
του παλατιού οι μεγάλες συμφορές.
— Μα πάνω απ᾽ του σπιτιού τη στέγη κάποιοι
δαίμονες φαίνονται ή θεοί; Δεν είναι
ο δρόμος τούτος για θνητούς· τάχα γιατί
στα μάτια των ανθρώπων φανερώνονται;
(Εμφανίζονται στο θεολογείο οι Διόσκουροι.)
ἔβαλεν ἔδειξε μαστὸν ἐν φοναῖσιν,
ἰώ μοι, πρὸς πέδωι
τιθεῖσα γόνιμα μέλεα; τακόμαν δ᾽ ἐγώ.
1210 ΧΟ. σάφ᾽ οἶδα· δι᾽ ὀδύνας ἔβας,
ἰήιον κλύων γόον
ματρὸς ἅ σ᾽ ἔτικτεν.
ΟΡ. βοὰν δ᾽ ἔλασκε τάνδε, πρὸς γένυν ἐμὰν [ἀντ. β]
1215 τιθεῖσα χεῖρα· Τέκος ἐμόν, λιταίνω.
παρήιδων τ᾽ ἐξ ἐμᾶν
ἐκρίμναθ᾽, ὥστε χέρας ἐμὰς λιπεῖν βέλος.
ΧΟ. τάλαινα. πῶς ‹δ᾽› ἔτλας φόνον
δι᾽ ὀμμάτων ἰδεῖν σέθεν
ματρὸς ἐκπνεούσας;
1220 ΟΡ. ἐγὼ μὲν ἐπιβαλὼν φάρη κόραις ἐμαῖς [στρ. γ]
φασγάνωι κατηρξάμαν
ματέρος ἔσω δέρας μεθείς.
ΗΛ. ἐγὼ δέ ‹γ᾽› ἐπεκέλευσά σοι
1225 ξίφους τ᾽ ἐφηψάμαν ἅμα.
δεινότατον παθέων ἔρεξα.
ΟΡ. λαβοῦ, κάλυπτε μέλεα ματέρος πέπλοις [ἀντ. γ]
‹καὶ› καθάρμοσον σφαγάς.
φονέας ἔτικτες ἆρά σοι.
1230 ΗΛ. ἰδού, φίλαι τε κοὐ φίλαι
φάρεα τάδ᾽ ἀμφιβάλλομεν,
τέρμα κακῶν μεγάλων δόμοισιν.
ΧΟ. ἀλλ᾽ οἵδε δόμων ὕπερ ἀκροτάτων
βαίνουσί τινες δαίμονες ἢ θεῶν
1235 τῶν οὐρανίων· οὐ γὰρ θνητῶν γ᾽
ἥδε κέλευθος. τί ποτ᾽ ἐς φανερὰν
ὄψιν βαίνουσι βροτοῖσιν;
***
ΟΡΕ. Είδες πώς έβγαλεν η δύσμοιρη
τα πέπλα της και μου ᾽δειξε τα στήθη
την ώρα της σφαγής;
Αχ! πώς γονάτισε στο χώμα!
Κι εγώ από τα μαλλιά…
1210 ΧΟΡ. Ξέρω· σε σπάραξεν ο πόνος όταν άκουσες
τη θλιβερή κραυγή της μάνας που σε γέννησε.
ΟΡΕ. Μέσα στο βόγκο της μου φώναζε,
απλώνοντας τα χέρια στο σαγόνι μου:
«Παιδί μου, σε ικετεύω».
Γαντζώθηκε απ᾽ τα γένια μου
κι έτσι απ᾽ το χέρι μου έπεσε το ξίφος.
ΧΟΡ. Η άμοιρη, πώς βάσταξες να δεις
της μάνας σου να χύνεται το αίμα
καθώς ψυχομαχούσε;
1220 ΟΡΕ. Με τον μανδύα σκεπάζοντας τα μάτια μου
την εθυσίασα, το μαχαίρι
μπήγοντας στον λαιμό της.
ΗΛΕ. Κι εγώ σου ᾽δωσα θάρρος
και κράτησα μαζί σου το σπαθί.
ΧΟΡ. Φριχτότατο έκανες κακούργημα.
ΟΡΕ. Έλα, με πέπλα σκέπασε της μάνας το κορμί
και κλείσε τις πληγές της. Νά λοιπόν,
εγέννησες παιδιά για να σε σφάξουν.
1230 ΗΛΕ. Αγαπημένη εσύ και μισημένη,
μ᾽ αυτά τα πέπλα σε σκεπάζουμε.
ΧΟΡ. Στην πιο ψηλή κορφή τους φτάσαν
του παλατιού οι μεγάλες συμφορές.
— Μα πάνω απ᾽ του σπιτιού τη στέγη κάποιοι
δαίμονες φαίνονται ή θεοί; Δεν είναι
ο δρόμος τούτος για θνητούς· τάχα γιατί
στα μάτια των ανθρώπων φανερώνονται;
(Εμφανίζονται στο θεολογείο οι Διόσκουροι.)