241. ΥΑΙΝΑ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ [241.1] τὰς ὑαίνας φασὶ παρ᾽ ἐνιαυτὸν ἀλλασσομένης αὐτῶν τῆς φύσεως ποτὲ μὲν ἄρρενας, ποτὲ δὴ θηλείας γίνεσθαι. καὶ δὴ ὕαινα θεασαμένη ἀλώπεκα ἐμέμφετο αὐτήν, ὅτι φίλην αὐτῇ γενέσθαι θέλουσαν οὐ προσίεται. κἀκείνη ὑποτυχοῦσα εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἐμὲ μὴ μέμφου, τὴν δὲ σὴν φύσιν, δι᾽ ἣν ἀγνοῶ, πότερον ὡς φίλῃ ἢ ὡς φίλῳ σοι χρήσωμαι».
πρὸς ἄνδρα ἀμφίβολον.
242. ΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΙΓΕΣ ΑΓΡΙΑΙ
[242.1] ταῦρος διωκόμενος ὑπὸ λέοντος ἔφυγεν εἴς τι σπήλαιον, ἐν ᾧ ἦσαν αἶγες ἄγριαι. τυπτόμενος δὲ ὑπ᾽ αὐτῶν καὶ κερατιζόμενος ἔφη· «οὐχ ὑμᾶς φοβούμενος ἀνέχομαι, ἀλλὰ τὸν πρὸ [τοῦ στόματος] τοῦ σπηλαίου ἑστῶτα».
οὕτω πολλοὶ διὰ φόβον τῶν κρειττόνων καὶ τὰς ἐκ τῶν ἡττόνων ὕβρεις ὑπομένουσιν.
243. ΠΙΘΗΚΟΥ ΠΑΙΔΕΣ
[243.1] τοὺς πιθήκους φασὶ δύο τίκτειν καὶ τὸ μὲν ἕτερον τῶν γεννημάτων στέργειν καὶ μετ᾽ ἐπιμελείας τρέφειν, τὸ δὲ ἕτερον μισεῖν καὶ ἀμελεῖν. συμβαίνει δὲ κατά τινα θείαν τύχην τὸ μὲν ἐπιμελούμενον ἀποθνῄσκειν, τὸ δὲ ὀλιγωρούμενον ἐκτελειοῦσθαι.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πάσης προνοίας ἡ τύχη δυνατωτέρα καθέστηκεν.
244. ΤΑΩΣ ΚΑΙ ΚΟΛΟΙΟΣ
[244.1] τῶν ὀρνέων βουλευσαμένων περὶ βασιλείας ταὼς ἠξίου αὑτὸν χειροτονῆσαι βασιλέα διὰ τὸ κάλλος. ὁρμωμένων δὲ ἐπὶ τοῦτο τῶν ὀρνέων κολοιὸς εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἐὰν σοῦ βασιλεύοντος ἀετὸς ἡμᾶς διώκῃ, πῶς ἡμῖν ἐπαρκέσεις;»
ὅτι οὐ δεῖ τοὺς δυνάστας κάλλει, ἀλλὰ δυνάμει κοσμεῖσθαι.
245. ΤΕΤΤΙΞ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[245.1] τέττιξ ἐπί τινος ὑψηλοῦ δένδρου ᾖδεν. ἀλώπηξ δὲ βουλομένη αὐτὸν καταφαγεῖν τοιοῦτόν τι ἐπενόησεν. ἄντικρυς στᾶσα ἐθαύμαζεν αὐτοῦ τὴν εὐφωνίαν καὶ παρεκάλει καταβῆναι λέγουσα, ὅτι ἐπιθυμεῖ θεάσασθαι, πηλίκον ζῷον τηλικαῦτα φθέγγεται. κἀκεῖνος ὑπονοήσας αὐτῆς τὴν ἐνέδραν φύλλον ἀποσπάσας καθῆκε. προσδραμούσης δὲ τῆς ἀλώπεκος ὡς ἐπὶ τὸν τέττιγα ἔφη· «ἀλλὰ πεπλάνησαι, ὦ αὕτη, εἰ ὑπέλαβές με καταβήσεσθαι. ἐγὼ γὰρ ἀπ᾽ ἐκείνου ἀλώπεκας φυλάττομαι, ἀφ᾽ οὗ ἐν ἀφοδεύματι ἀλώπεκος πτερὰ τέττιγος ἐθεασάμην».
ὅτι τοὺς φρονίμους τῶν ἀνθρώπων αἱ τῶν πέλας συμφοραὶ σωφρονίζουσιν.
***
241. Η ύαινα και η αλεπού.
[241.1] Καταπώς λέγεται, οι ύαινες αλλάζουν το φύλο τους κάθε χρόνο και γίνονται τη μία αρσενικές και την άλλη θηλυκές. Μια φορά, λοιπόν, κάποια ύαινα συνάντησε την αλεπού και της τα έψαλε: «Εγώ έχω τέτοια επιθυμία να γίνουμε φιλενάδες», της έλεγε, «μα εσύ δεν με καταδέχεσαι». Η αλεπού όμως δεν την άφησε να συνεχίσει: «Α όλα κι όλα, μη ρίχνεις σε μένα το φταίξιμο. Η δική σου φύση φταίει: εξαιτίας της δεν ξέρω αν πρέπει να σε πάρω για φιλενάδα μου ή για φίλο μου».
Ο μύθος απευθύνεται προς άνδρα που επαμφοτερίζει.
242. Ο ταύρος και τα αγριοκάτσικα.
[242.1] Ήταν ένας ταύρος που τον κυνηγούσε το λιοντάρι. Γι᾽ αυτό γύρεψε καταφύγιο σε μια σπηλιά, όπου βρίσκονταν ήδη κάτι αγριοκάτσικα. Τούτα, που λέτε, βάλθηκαν να τον βαράνε και να τον τσιγκλάνε με τα κέρατά τους. Εκείνος όμως είπε: «Μωρέ για σας δεν έχω φόβο. Εκείνο το θεριό που έχει στηθεί έξω από τη σπηλιά, εκείνο με σκιάζει και συγκρατούμαι».
Έτσι γίνεται με πολλούς: Από φόβο απέναντι στους ισχυρότερους, ανέχονται προσβολές ακόμη και από τους αδύναμους.
243. Τα παιδιά της μαϊμούς.
[243.1] Καθώς λέγεται, η μαϊμού γεννάει πάντα δύο παιδιά. Το ένα από αυτά το περιβάλλει με στοργή και το ανατρέφει με φροντίδα. Το άλλο, αντίθετα, το απεχθάνεται και το παραμελεί. Έλα όμως που η τύχη, καθορισμένη από θεού, κανονίζει αλλιώς το αποτέλεσμα: Βλέπετε, το μωρό που χαίρεται τις φροντίδες ψοφάει, ενώ το άλλο, το παραπεταμένο, φτάνει στην πλήρη ανάπτυξη.
Το δίδαγμα του μύθου: Η τύχη είναι πιο ισχυρή από οποιαδήποτε προφύλαξη.
244. Το παγόνι και η καλιακούδα.
[244.1] Μια φορά και έναν καιρό τα πουλιά έκαναν συνέδριο για να διαλέξουν βασιλιά. Το παγόνι τότε πρόβαλε την αξίωση να αναδειχθεί αυτό στον θρόνο, λόγω της μεγάλης ομορφιάς του. Τα άλλα πουλιά ήσαν όντως πρόθυμα να το ψηφίσουν. Όμως η καλιακούδα πρόβαλε αντίρρηση: «Καλά, δεν μας λες, αν τυχόν μας πάρει στο κυνήγι ο αετός κατά το διάστημα της βασιλείας σου, εσύ πώς ακριβώς λογαριάζεις να μας υπερασπιστείς;».
Δίδαγμα: Στολίδι για τον άρχοντα δεν είναι η ομορφιά αλλά η δύναμή του.
245. Το τζιτζίκι και η αλεπού.
[245.1] Ήταν κάποτε ένας τζίτζικας που τραγουδούσε πάνω σε ψηλό δέντρο. Που λέτε, η αλεπού ορεγόταν να τον καταβροχθίσει, γι᾽ αυτό επινόησε το ακόλουθο τέχνασμα. Πήγε στάθηκε αντίκρυ από το δέντρο και από εκεί βάλθηκε να εγκωμιάζει με θαυμασμό τον γλυκό ήχο του τζίτζικα. Και μέσα σε όλα τούτα, βέβαια, τον παρακαλούσε να κατεβεί κάτω, με το πρόσχημα ότι καιγόταν από λαχτάρα να δει πόσο μεγάλο ήταν το πλάσμα που έβγαζε τέτοιο ηχηρό κελάηδημα. Ο τζίτζικας βέβαια αντιλήφθηκε την παγίδα της πονήρως· γι᾽ αυτό έκοψε ένα φύλλο και το άφησε να πέσει χάμω. Αμέσως χίμηξε καταπάνω του η αλεπού, θαρρώντας πως επρόκειτο πραγματικά για το τζιτζίκι. Τότε ο τραγουδιστής την περιγέλασε: «Κούνια που σε κούναγε, μωρή ανόητη, αν νόμιζες ότι εγώ θα κατέβαινα ποτέ κάτω. Για να ξέρεις, εγώ λαμβάνω τα μέτρα μου με εσάς τις αλεπούδες από τότε που πήρε το μάτι μου φτερά τζιτζικιού μες στα σκατά σας».
Δίδαγμα: Οι μυαλωμένοι άνθρωποι παίρνουν μαθήματα από τις συμφορές των άλλων.
πρὸς ἄνδρα ἀμφίβολον.
242. ΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΙΓΕΣ ΑΓΡΙΑΙ
[242.1] ταῦρος διωκόμενος ὑπὸ λέοντος ἔφυγεν εἴς τι σπήλαιον, ἐν ᾧ ἦσαν αἶγες ἄγριαι. τυπτόμενος δὲ ὑπ᾽ αὐτῶν καὶ κερατιζόμενος ἔφη· «οὐχ ὑμᾶς φοβούμενος ἀνέχομαι, ἀλλὰ τὸν πρὸ [τοῦ στόματος] τοῦ σπηλαίου ἑστῶτα».
οὕτω πολλοὶ διὰ φόβον τῶν κρειττόνων καὶ τὰς ἐκ τῶν ἡττόνων ὕβρεις ὑπομένουσιν.
243. ΠΙΘΗΚΟΥ ΠΑΙΔΕΣ
[243.1] τοὺς πιθήκους φασὶ δύο τίκτειν καὶ τὸ μὲν ἕτερον τῶν γεννημάτων στέργειν καὶ μετ᾽ ἐπιμελείας τρέφειν, τὸ δὲ ἕτερον μισεῖν καὶ ἀμελεῖν. συμβαίνει δὲ κατά τινα θείαν τύχην τὸ μὲν ἐπιμελούμενον ἀποθνῄσκειν, τὸ δὲ ὀλιγωρούμενον ἐκτελειοῦσθαι.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πάσης προνοίας ἡ τύχη δυνατωτέρα καθέστηκεν.
244. ΤΑΩΣ ΚΑΙ ΚΟΛΟΙΟΣ
[244.1] τῶν ὀρνέων βουλευσαμένων περὶ βασιλείας ταὼς ἠξίου αὑτὸν χειροτονῆσαι βασιλέα διὰ τὸ κάλλος. ὁρμωμένων δὲ ἐπὶ τοῦτο τῶν ὀρνέων κολοιὸς εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἐὰν σοῦ βασιλεύοντος ἀετὸς ἡμᾶς διώκῃ, πῶς ἡμῖν ἐπαρκέσεις;»
ὅτι οὐ δεῖ τοὺς δυνάστας κάλλει, ἀλλὰ δυνάμει κοσμεῖσθαι.
245. ΤΕΤΤΙΞ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[245.1] τέττιξ ἐπί τινος ὑψηλοῦ δένδρου ᾖδεν. ἀλώπηξ δὲ βουλομένη αὐτὸν καταφαγεῖν τοιοῦτόν τι ἐπενόησεν. ἄντικρυς στᾶσα ἐθαύμαζεν αὐτοῦ τὴν εὐφωνίαν καὶ παρεκάλει καταβῆναι λέγουσα, ὅτι ἐπιθυμεῖ θεάσασθαι, πηλίκον ζῷον τηλικαῦτα φθέγγεται. κἀκεῖνος ὑπονοήσας αὐτῆς τὴν ἐνέδραν φύλλον ἀποσπάσας καθῆκε. προσδραμούσης δὲ τῆς ἀλώπεκος ὡς ἐπὶ τὸν τέττιγα ἔφη· «ἀλλὰ πεπλάνησαι, ὦ αὕτη, εἰ ὑπέλαβές με καταβήσεσθαι. ἐγὼ γὰρ ἀπ᾽ ἐκείνου ἀλώπεκας φυλάττομαι, ἀφ᾽ οὗ ἐν ἀφοδεύματι ἀλώπεκος πτερὰ τέττιγος ἐθεασάμην».
ὅτι τοὺς φρονίμους τῶν ἀνθρώπων αἱ τῶν πέλας συμφοραὶ σωφρονίζουσιν.
***
241. Η ύαινα και η αλεπού.
[241.1] Καταπώς λέγεται, οι ύαινες αλλάζουν το φύλο τους κάθε χρόνο και γίνονται τη μία αρσενικές και την άλλη θηλυκές. Μια φορά, λοιπόν, κάποια ύαινα συνάντησε την αλεπού και της τα έψαλε: «Εγώ έχω τέτοια επιθυμία να γίνουμε φιλενάδες», της έλεγε, «μα εσύ δεν με καταδέχεσαι». Η αλεπού όμως δεν την άφησε να συνεχίσει: «Α όλα κι όλα, μη ρίχνεις σε μένα το φταίξιμο. Η δική σου φύση φταίει: εξαιτίας της δεν ξέρω αν πρέπει να σε πάρω για φιλενάδα μου ή για φίλο μου».
Ο μύθος απευθύνεται προς άνδρα που επαμφοτερίζει.
242. Ο ταύρος και τα αγριοκάτσικα.
[242.1] Ήταν ένας ταύρος που τον κυνηγούσε το λιοντάρι. Γι᾽ αυτό γύρεψε καταφύγιο σε μια σπηλιά, όπου βρίσκονταν ήδη κάτι αγριοκάτσικα. Τούτα, που λέτε, βάλθηκαν να τον βαράνε και να τον τσιγκλάνε με τα κέρατά τους. Εκείνος όμως είπε: «Μωρέ για σας δεν έχω φόβο. Εκείνο το θεριό που έχει στηθεί έξω από τη σπηλιά, εκείνο με σκιάζει και συγκρατούμαι».
Έτσι γίνεται με πολλούς: Από φόβο απέναντι στους ισχυρότερους, ανέχονται προσβολές ακόμη και από τους αδύναμους.
243. Τα παιδιά της μαϊμούς.
[243.1] Καθώς λέγεται, η μαϊμού γεννάει πάντα δύο παιδιά. Το ένα από αυτά το περιβάλλει με στοργή και το ανατρέφει με φροντίδα. Το άλλο, αντίθετα, το απεχθάνεται και το παραμελεί. Έλα όμως που η τύχη, καθορισμένη από θεού, κανονίζει αλλιώς το αποτέλεσμα: Βλέπετε, το μωρό που χαίρεται τις φροντίδες ψοφάει, ενώ το άλλο, το παραπεταμένο, φτάνει στην πλήρη ανάπτυξη.
Το δίδαγμα του μύθου: Η τύχη είναι πιο ισχυρή από οποιαδήποτε προφύλαξη.
244. Το παγόνι και η καλιακούδα.
[244.1] Μια φορά και έναν καιρό τα πουλιά έκαναν συνέδριο για να διαλέξουν βασιλιά. Το παγόνι τότε πρόβαλε την αξίωση να αναδειχθεί αυτό στον θρόνο, λόγω της μεγάλης ομορφιάς του. Τα άλλα πουλιά ήσαν όντως πρόθυμα να το ψηφίσουν. Όμως η καλιακούδα πρόβαλε αντίρρηση: «Καλά, δεν μας λες, αν τυχόν μας πάρει στο κυνήγι ο αετός κατά το διάστημα της βασιλείας σου, εσύ πώς ακριβώς λογαριάζεις να μας υπερασπιστείς;».
Δίδαγμα: Στολίδι για τον άρχοντα δεν είναι η ομορφιά αλλά η δύναμή του.
245. Το τζιτζίκι και η αλεπού.
[245.1] Ήταν κάποτε ένας τζίτζικας που τραγουδούσε πάνω σε ψηλό δέντρο. Που λέτε, η αλεπού ορεγόταν να τον καταβροχθίσει, γι᾽ αυτό επινόησε το ακόλουθο τέχνασμα. Πήγε στάθηκε αντίκρυ από το δέντρο και από εκεί βάλθηκε να εγκωμιάζει με θαυμασμό τον γλυκό ήχο του τζίτζικα. Και μέσα σε όλα τούτα, βέβαια, τον παρακαλούσε να κατεβεί κάτω, με το πρόσχημα ότι καιγόταν από λαχτάρα να δει πόσο μεγάλο ήταν το πλάσμα που έβγαζε τέτοιο ηχηρό κελάηδημα. Ο τζίτζικας βέβαια αντιλήφθηκε την παγίδα της πονήρως· γι᾽ αυτό έκοψε ένα φύλλο και το άφησε να πέσει χάμω. Αμέσως χίμηξε καταπάνω του η αλεπού, θαρρώντας πως επρόκειτο πραγματικά για το τζιτζίκι. Τότε ο τραγουδιστής την περιγέλασε: «Κούνια που σε κούναγε, μωρή ανόητη, αν νόμιζες ότι εγώ θα κατέβαινα ποτέ κάτω. Για να ξέρεις, εγώ λαμβάνω τα μέτρα μου με εσάς τις αλεπούδες από τότε που πήρε το μάτι μου φτερά τζιτζικιού μες στα σκατά σας».
Δίδαγμα: Οι μυαλωμένοι άνθρωποι παίρνουν μαθήματα από τις συμφορές των άλλων.