Κυριακή 16 Απριλίου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 5. Η ΜΕΤΟΧΗ

(ii) Απόλυτη Μετοχή


§5.39. Για την απόλυτη επιρρηματική μετοχή, τη σημασία και την απόδοσή της ισχύει ό,τι και για τη συνημμένη και επομένως δεν χρειάζεται να επαναληφθεί. Εκφράζει μιαν ενέργεια, μια διεργασία ή ένα συμβάν που συνοδεύει και προσδιορίζει το κατηγόρημα της πρότασης. Η διάκριση των διαφόρων κατηγοριών στηρίζεται στα συμφραζόμενα και δεν είναι πάντοτε σαφής.

§5.40. Γενική απόλυτη

Είναι η συχνότερη απόλυτη επιρρηματική μετοχή.

• Τροπική

ΘΟΥΚ 1.98.1 [Ἀθηναῖοι] Ἠιόνα τὴν ἐπὶ Στρυμόνι Μήδων ἐχόντων πολιορκίᾳ εἷλον || οι Αθηναίοι κατέλαβαν με πολιορκία την Ηιόνα πάνω στον Στρυμόνα που την κατείχαν οι Μήδοι.

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.2.21 Κῦρος ἀνέβη ἐπὶ τὰ ὄρη οὐδενὸς κωλύοντος || ο Κύρος ανέβηκε στα βουνά χωρίς να τον εμποδίζει κανείς.

• Χρονική

ΞΕΝ Ελλ 5.1.9 ναυμαχίας δὲ πρὸς σελήνην γενομένης, τέτταρας τριήρεις λαμβάνει ὁ Γοργώπας || όταν έγινε η ναυμαχία υπό το σεληνόφως ο Γοργώπας κυρίεψε τέσσερεις τριήρεις.

ΞΕΝ Ελλ 5.4.58 ὑποφαίνοντος δὲ πάλιν τοῦ ἦρος ὁ Ἀγησίλαος κλινοπετὴς ἦν || όταν άρχισε να φαίνεται η άνοιξη ο Αγησίλαος ήταν κατάκοιτος.

ΜΕΝΑΝΔΡ Μονοστ 123 δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται || όταν πέσει η βαλανιδιά κόβει ο καθένας ξύλα.

• Παραχωρητική, εναντιωματική ή ενδοτική

ΞΕΝ ΚΑναβ 6.2.10 [Ἀρκάδες καὶ Ἀχαιοὶ ἔλεγον] ὡς αἰσχρὸν εἴη ἄρχειν Ἀθηναῖον Πελοποννησίων καὶ Λακεδαιμόνιον, μηδεμίαν δύναμιν παρεχόμενον εἰς τὴν στρατιάν, καὶ τοὺς μὲν πόνους σφᾶς ἔχειν, τὰ δὲ κέρδη ἄλλους, καὶ ταῦτα τὴν σωτηρίαν σφῶν κατειργασμένων || οι Αρκάδες και οι Αχαιοί έλεγαν ότι είναι ντροπή να είναι αρχηγός των Πελοποννησίων ένας Αθηναίος ή και Λακεδαιμόνιος, ο οποίος δεν προσέφερε τίποτα στο στράτευμα, και τους κόπους να τους υφίστανται βέβαια αυτοί [οι Πελοποννήσιοι], τα κέρδη όμως να τα καρπώνονται άλλοι, μολονότι αυτοί [οι Πελοποννήσιοι] ήταν εκείνοι στους οποίους οφειλόταν η σωτηρία τους.

ΞΕΝ Αγησ 2.31 [Ἀγησίλαος] ἀποπλεῖ οἴκαδε καίπερ μέσου χειμῶνος ὄντος || αποπλέει για την πατρίδα μολονότι ήταν μεσοχείμωνο.

ΠΛ Πολ 511d νοῦν οὐκ ἴσχειν περὶ αὐτὰ δοκοῦσί σοι, καίτοι νοητῶν ὄντων μετὰ ἀρχῆς || σου δίνουν την εντύπωση πως δεν κατανοούν αυτά τα αντικείμενα μολονότι αυτά είναι δυνατόν, σε συνάρτηση με την πρώτη αρχή, να γίνονται κατανοητά.

• Αιτιολογική

ΘΟΥΚ 7.13.2 τὰ δὲ πληρώματα διὰ τόδε ἐφθάρη τε ἡμῖν καὶ ἔτι νῦν φθείρεται, τῶν ναυτῶν τῶν μὲν διὰ φρυγανισμὸν καὶ ἁρπαγὴν καὶ ὑδρείαν μακρὰν ὑπὸ τῶν ἱππέων ἀπολλυμένων∙οἱ δὲ θεράποντες αὐτομολοῦσι || τα πληρώματα άρχισαν να φθείρονται και συνεχίζουν να φθείρονται εξαιτίας τούτου, επειδή οι ναύτες που απομακρύνονται από τη βάση για ξύλα, λεηλασία ή νερό έχουν υποστεί όλεθρο από το εχθρικό ιππικό∙ οι βοηθητικοί από την άλλη μεριά αυτομολούν.

ΠΛ Τιμ 92a τετράπουν τε τὸ γένος αὐτῶν ἐκ ταύτης ἐφύετο καὶ πολύπουν τῆς προφάσεως, θεοῦ βάσεις ὑποτιθέντος πλείους τοῖς μᾶλλον ἄφροσιν, ὡς μᾶλλον ἐπὶ γῆς ἕλκοιντο || το τετράποδο και το πολύποδο γένος αυτών των στεριανών ζώων προέκυψε από τον εξής λόγο: επειδή ο θεός εφοδίασε με περισσότερα στηρίγματα τα ζώα με λιγότερη φρόνηση για να έλκονται περισσότερο από τη γη.

Με το ἅτε, οἷα, οἷον, ὡς, ὥσπερ:

ΗΡΟΔ 1.123 βουλόμενος ὁ Ἅρπαγος δηλῶσαι [Κύρῳ] τὴν ἑωυτοῦ γνώμην ἄλλως μὲν οὐδαμῶς εἶχε ἅτε τῶν ὁδῶν φυλασσομένων, ὁ δὲ ἐπιτεχνᾶται τοιόνδε || ο Άρπαγος θέλοντας να φανερώσει το σχέδιό του στον Κύρο και μη έχοντας άλλον τρόπο, επειδή οι δρόμοι φρουρούνταν, επινόησε το εξής.

ΗΡΟΔ 1.190 οἷα ὁμίλου πολλοῦ ἐργαζομένου ἤνετο τὸ ἔργον || επειδή δούλευαν πολλά χέρια το έργο αποπερατώθηκε.

ΣΟΦ Αντ 1178 ὡς ὧδ' ἐχόντων [ενν.: τῶν πραγμάτων] τἄλλα βουλεύειν πάρα || επειδή έτσι έχουν τα πράγματα πρέπει να μελετηθούν τα άλλα που θα ακολουθήσουν.

ΘΟΥΚ 1.2.6 καὶ ἐς Ἰωνίαν ὕστερον ὡς οὐχ ἱκανῆς οὔσης τῆς Ἀττικῆς ἀποικίας ἐξέπεμψαν || αργότερα, επειδή θεωρούσαν πως πια δεν τους χωράει η Αττική, έστειλαν [οι Αθηναίοι] ανθρώπους να ιδρύσουν αποικίες και στην Ιωνία.

ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.10 οὕτω δ' ἐχόντων [τῶν πραγμάτων], εἰκὸς τοῖς πολεμίοις ἐναντίους εἶναι τοὺς θεούς || επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, είναι φυσικό οι θεοί να εναντιώνονται στους εχθρούς μας.

ΞΕΝ Ελλ 7.5.20 παρήγγειλεν αὐτοῖς παρασκευάζεσθαι ὡς μάχης ἐσομένης παράγγειλε στους στρατιώτες να ετοιμαστούν γιατί θα γίνει μάχη.

• Υποθετική

ΕΥΡ απ. 397 θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις || αν θέλει ο θεός επιπλέεις και πάνω σε ένα καλάμι.

ΞΕΝ Οικ 4.2 τῶν σωμάτων θηλυνωμένων καὶ αἱ ψυχαὶ πολὺ ἀρρωστότεραι γίγνονται || εάν γίνουν μαλθακά τα σώματα γίνονται και οι ψυχές πολύ πιο αδύναμες.

ΙΣΟΚΡ 4.2 τῶν μὲν γὰρ ἀθλητῶν δὶς τοσαύτην ῥώμην λαβόντων οὐδὲν ἂν πλέον γένοιτο τοῖς ἄλλοις || γιατί και αν ακόμη αποκτήσουν οι αθλητές δυο φορές τόση δύναμη, οι άλλοι δε θα είχαν να κερδίσουν τίποτα παραπάνω.

Γενικές απόλυτες με το ὡς χρησιμοποιούνται τέλος με τα ρήματα που σημαίνουν "έχω την πεποίθηση", "πιστεύω", "κρίνω", "λέγω" κτό.. όπως π.χ. το εἰδέναι, ἐπίστασθαι, γιγνώσκειν, νοεῖν, ἔχειν γνώμην, διακεῖσθαι τὴν γνώμην, λέγειν κτό.. Εδώ ή απόλυτη γενική εμφανίζεται αντί για μια δευτερεύουσα ειδική πρόταση με το ὅτι, ὡς ή ένα αντικείμενο με μια μετοχή σε αιτιατική ή, τέλος, μια απαρεμφατική σύνταξη. Το ὡς δηλώνει σε πολλές περιπτώσεις μια παρομοίωση, "σαν, σαν να, όπως", στην οποία συχνά ανταποκρίνεται το δεικτικό οὕτως που συνάπτεται στο κατηγόρημα της πρότασης:

ΘΟΥΚ 7.15.1 καὶ νῦν ὡς ἐφ' ἃ μὲν ἤλθομεν τὸ πρῶτον τῶν στρατιωτῶν καὶ τῶν ἡγεμόνων ὑμῖν μὴ μεμπτῶν γεγενημένων, οὕτω τὴν γνώμην ἔχετε || και τώρα σχετικά με τους αρχικούς στόχους της επίθεσης μας, πιστέψτε μας ότι δεν έχετε να προσάψετε τίποτα στους στρατιώτες και τους διοικητές.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.3.15 ὡς οὖν ἐμοῦ γε καὶ ἀγωνιωμένου καὶ ὁποῖος ἄν τις ὦ κατὰ τὴν ἀξίαν με τιμᾶν ἀξιώσοντος, οὕτως, ὦ Κῦρε, γίγνωσκε αυτό να ξέρεις Κύρε για μένα, ότι θα αγωνιστώ και θα έχω την αξίωση να με τιμάς ανάλογα με την αξία μου.

§5.41. Αιτιατική απόλυτη

Η χρήση της απόλυτης αιτιατικής στα ΑΕ παρουσιάζει δύο εντελώς διαφορετικές μορφές:

(α) Μία αιτιατική και μία μετοχή που συνοδεύονται από το ὡς σχηματίζουν μερικές φορές μια σύναψη, η οποία διαμορφώνεται στην μεθομηρική εποχή και αντιστοιχεί στην ανίστοιχη απόλυτη αιτιολογική γενική με το ὡς.:

ΗΡΟΔ 9.42 ἥδεσθε ὡς περιεσομένους ἡμέας Ἑλλήνων || να χαίρεστε επειδή θα νικήσουμε τους Έλληνες.

ΘΟΥΚ 1.134.4 ὁ δὲ θεὸς ὁ ἐν Δελφοῖς τόν τε τάφον ὕστερον ἔχρησε τοῖς Λακεδαιμονίοις μετενεγκεῖν οὗπερ ἀπέθανε καὶ ὡς ἄγος αὐτοῖς ὂν τὸ πεπραγμένον δύο σώματα ἀνθ' ἑνὸς τῇ Χαλκιοίκῳ ἀποδοῦναι || ο θεός των Δελφών έβγαλε χρησμό στους Λακεδαιμονίους να μεταφέρουν τον τάφο εκεί ακριβώς που πέθανε, - και σαν να ήταν άγος αυτό που έπραξαν, αντί για ένα να προσφέρουν δύο σώματα στην Χαλκίοικο.

ΞΕΝ Απομν 1.3.2 [Σωκράτης] ηὔχετο πρὸς τοὺς θεοὺς ἁπλῶς τἀγαθὰ διδόναι, ὡς τοὺς θεοὺς κάλλιστα εἰδότας ὁποῖα ἀγαθά ἐστι || ο Σωκράτης προσευχόταν στους θεούς απλώς να του δώσουν τα αγαθά, διότι οι θεοί γνωρίζουν πολύ καλά ποια πράγματα είναι αγαθά.

ΛΥΣ 14.16ἀναβαίνοντες δ' ὑμᾶς ἐξαιτήσονται καὶ ἀντιβολήσουσιν, οὐκ ἀξιοῦντες τοῦ Ἀλκιβιάδου ὑέος τοσαύτην δειλίαν καταγνῶναι, ὡς ἐκεῖνον πολλῶν ἀγαθῶν ἀλλ' οὐχὶ πολλῶν κακῶν αἴτιον γεγενημένον || αφού ανεβούν στο βήμα, θα ζητήσουν από σας και θα σας ικετεύσουν, ισχυριζόμενοι ότι δεν πρέπει να κηρύξετε ένοχο τον γιο του Αλκιβιάδη για τέτοια ανανδρία, γιατί δήθεν εκείνος έγινε πρόξενος πολλών καλών και όχι πολλών κακών για την πόλη.

(β) Η δεύτερη κατηγορία της απόλυτης αιτιατικής, αν και μαρτυρείται μόνο από τον 5ο αιώνα π.χ. και εξής, φαίνεται να είναι παλαιά. Πρόκειται για το ουδέτερο ενικό μιας μετοχής που χρησιμοποιείται απρόσωπα με τη σημασία μιας επιρρηματικής πρότασης ή μιας ισοδύναμης με αυτήν απόλυτης γενικής. Μερικές από αυτές τις μετοχές είναι:

• τα δέον, χρεών που ως απόλυτες αιτιατικές έχουν τη σημασία "επειδή, ενώ, μολονότι είναι ή ήταν ή θα ήταν αναγκαίο",

• τα πρέπον, προσῆκον (= "επειδή, ενώ, μολονότι είναι ήταν ή θα ήταν πρέπον"),

• τα ὄν, ἐξόν, παρὸν και τα δυνατὸν ὄν, οἷόν τε ὄν (= "επειδή, ενώ, μολονότι είναι ήταν ή θα ήταν δυνατό"),

• το αἰσχρὸν ὄν (= "επειδή, ενώ, μολονότι είναι ήταν ή θα ήταν επονείδιστο"),

• το ἄδηλον ὄν (= "επειδή, ενώ, μολονότι είναι ήταν ή θα ήταν άγνωστο"),

• το δόξαν, δεδογμένον (= "επειδή, ενώ, μολονότι είναι ήταν ή θα ήταν αποφασισμένο"):

ΘΟΥΚ 1.2.2 περιουσίαν χρημάτων οὐκ ἔχοντες οὐδὲ γῆν φυτεύοντες, ἄδηλον ὂν ὁπότε τις ἐπελθὼν καὶ ἀτειχίστων ἅμα ὄντων ἄλλος ἀφαιρήσεται || περίσσευμα χρημάτων δεν είχαν ούτε καλλιεργούσαν τη γη, αφού ήταν άγνωστο πότε θα επέδραμε κάποιος άλλος και θα τους τα έπαιρνε καθώς δεν είχαν ούτε και προστατευτικά τείχη.

ΘΟΥΚ 1.125.1-2 καὶ τὸ πλῆθος ἐψηφίσαντο πολεμεῖν. δεδογμένον δὲ αὐτοῖς εὐθὺς ἀδύνατα ἦν ἐπιχειρεῖν ἀπαρασκεύοις οὖσιν || οι περισσότεροι ψήφισαν υπέρ του πολέμου∙ αν και ήταν αποφασισμένο όμως δεν ήταν δυνατόν να αρχίσουν αμέσως οι επιχειρήσεις επειδή ήταν ανέτοιμοι.

ΞΕΝ ΚΑναβ 2.5.22 ἀλλὰ τι δὴ ὑμᾶς ἐξὸν ἀπολέσαι οὐκ ἐπὶ τοῦτο ἤλθομεν; || αλλά γιατί, μολονότι μας ήταν δυνατό να σας εξολοθρεύσουμε, δεν φτάσαμε σε αυτό;

ΞΕΝ ΚΑναβ 3.1.14 κατακείμεθα ὥσπερ ἐξὸν ἡσυχίαν ἄγειν || μένουμε ξαπλωμένοι, σαν να το επιτρέπει η περίσταση να εφησυχάζουμε.

ΠΛ Απολ 24d δῆλον γὰρ ὅτι οἶσθα, μέλον γέ σοι || είναι προφανές ότι το ξέρεις, γιατί νοιάζεσαι γι'αυτούς.

ΠΛ Κριτ 46a οἵτινές σε οὐχὶ σώσαμεν οὐδὲ σὺ σαυτόν, οἷόν τε ὂν καὶ δυνατόν || δε σε γλιτώσαμε εμείς ούτε εσύ τον εαυτό σου, μολονότι ήταν εφικτό και δυνατό.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

1.8. Αλλά όταν λάμψη από τον Δία κατεβεί…


Ο Πυθαγόρας παρομοίασε την ανθρώπινη ζωή με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. «Άλλοι έρχονται για ν᾽ αγωνιστούν», είπε, «άλλοι για να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους και άλλοι για να παρακολουθήσουν το ωραίο θέαμα.» Να είναι κάποιος θεατής του κόσμου ήταν για τον Πυθαγόρα το σπουδαιότερο επίτευγμα. Τα πράγματα δεν ήταν έτσι παλαιότερα. Δύο αιώνες πριν από τη γέννησή του, το 776, όταν καταγράφηκαν οι πρώτοι Ολυμπιονίκες, οι Έλληνες αντιμετώπιζαν τη ζωή ως αγώνα και έδιναν προβάδισμα στην πράξη και τη νίκη, όχι στη θεωρία και τη νόηση.

Η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων σηματοδοτεί την έναρξη της αυτοσυνειδησίας των αρχαίων Ελλήνων ως ενιαίου λαού. Από εκεί θα αρχίσουν αργότερα να μετρούν τον κοινό ιστορικό χρόνο. Πλήρης συμφωνία δεν επιτεύχθηκε βέβαια ποτέ ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις. Η καθεμία είχε το δικό της σύστημα μέτρησης του χρόνου, βασισμένο στη μυθολογία και την ιστορία της. Ωστόσο, οι αγώνες της Ολυμπίας έγιναν σταδιακά κοινό ορόσημο.

Η θέση της Ολυμπίας στη δυτική και λιγότερο προηγμένη πλευρά της Πελοποννήσου, στην εύφορη κοιλάδα του Αλφειού, μακριά από τους οξείς εδαφικούς ανταγωνισμούς της ανατολικής Ελλάδας, αναμφίβολα βοήθησε στην πανελλήνια αναγνώριση των αγώνων. Η θρησκευτική σημασία του τόπου όμως έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο. (Τη μυστηριώδη γαλήνη του τόπου μπορεί και σήμερα να διαισθανθεί ο επισκέπτης του αρχαιολογικού χώρου.) Αρχικά η Ολυμπία, όπως και οι Δελφοί, ήταν ένα τέμενος της Γης που δεν ανήκε στη δικαιοδοσία καμίας πόλης. Αργότερα την προστασία της ανέλαβε ο Δίας, ο πατέρας των ολύμπιων θεών. Τότε άρχισαν και οι έριδες για την κυριαρχία της. Οι Ηλείοι ήταν οι επικρατέστεροι και αυτοί οργάνωσαν τις περισσότερες φορές τους αγώνες.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες εορτάζονταν κάθε τέσσερα έτη. Η τετραετής περιοδικότητά τους ονομαζόταν πεντετηρίς, γιατί οι αρχαίοι συμπεριλάμβαναν αμφότερα τα άκρα στη μέτρηση του χρόνου. Στους αγώνες μετείχαν όλες οι αναγνωρισμένες ελληνικές πόλεις. Επρόκειτο για μια πανήγυριν. Ομαδικά αθλήματα δεν υπήρχαν. Ο καθένας αγωνιζόταν για τον εαυτό του και τη δική του δόξα - και φυσικά η οικογένεια, οι συγγενείς, οι φίλοι και βεβαίως η πόλη δοξάζονταν αντανακλαστικά από κάθε ατομική νίκη. Όπως στον Όμηρο ο πολεμιστής, έτσι και εκεί ο αθλητής ήταν μόνος εναντίον όλων - ή μόνος προς μόνο. Στους αγώνες έπαιρναν μέρος, έκριναν τους νικητές και παρακολουθούσαν τα αγωνίσματα μόνο άνδρες. Οι γυναίκες αποκλείονταν.

Κατά τη δεύτερη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο (τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου), τότε που οι μέρες μικραίνουν αλλά η δύναμη του ήλιου θεριεύει, θεατές από όλη την Ελλάδα μαζεύονταν στο ιερό του Δία για να επευφημήσουν και να δοξάσουν συμπατριώτες και ξένους. Το πλήθος που συσσωρευόταν μπορούσε να αγγίξει ακόμη και τις 40.000. Ανάμεσά τους πολλοί (έμποροι, μικροπωλητές, μάγειροι, προαγωγοί) αποσκοπούσαν στο κέρδος. Οι περισσότεροι όμως έρχονταν για να δουν. Οι αγώνες ήταν πανελλήνιοι, οι κριτές ονομάζονταν χαρακτηριστικά ἑλλανοδίκαι και οι εμπόλεμες πόλεις που θα μπορούσαν να παρακωλύσουν τη μετάβαση και παραμονή αθλητών και θεατών στην Ολυμπία υποχρεώνονταν να συνάψουν εκεχειρία. Ο πραγματικός πόλεμος σταματούσε για να ξεκινήσει ο συμβολικός πόλεμος αυτών που αγωνίζονταν.

Οι Έλληνες αρχικά αγωνίζονταν καλυμμένοι, φορώντας περιζώματα, όπως και οι Κρήτες της μινωικής εποχής. Όμως, πενήντα χρόνια μετά κάποιος πέταξε το περίζωμα, άλλοι τον ακολούθησαν και καθιερώθηκε ο θεσμός να αγωνίζονται όλοι γυμνοί. Οι αγώνες ονομάστηκαν τότε γυμνικοί - απ᾽ όπου προέρχεται και η σύγχρονη «γυμναστική». Η αγωνιστική γυμνότητα ήταν ελληνική επινόηση παντελώς άσχετη προς τον φυσικό πρωτογονισμό. Μάλιστα, από τις αρχές του 6ου αιώνα γυμνάσια (δηλαδή γυμναστήρια) άρχισαν να οικοδομούνται στις περισσότερες πόλεις, για να διευκολυνθεί η προετοιμασία - κυρίως για τους αγώνες, δευτερευόντως για τον πόλεμο.

Από τα αθλήματα οι δρόμοι, τα ιππικά και τα πολεμικά αγωνίσματα ήταν αυτοτελή. Τα υπόλοιπα τρία αγωνίσματα -δίσκος, άλμα, ακόντιο- ήταν μέρη του πεντάθλου, μαζί με την πάλη και το στάδιον. Αυτό το τελευταίο, αγώνας δρόμου ταχύτητας που κάλυπτε 185 μέτρα, ήταν το πρώτο (και αρχικά μοναδικό) άθλημα που θεσμοθετήθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες και δικαιολογημένα υπήρξε πάντοτε ένα πολύ δημοφιλές θέαμα. Το 724 εισήχθη ο δίαυλος, διπλό στάδιο με επιστροφή στο σημείο εκκίνησης, και αμέσως μετά ο δόλιχος, ο μεγαλύτερος αγώνας δρόμου, που δεν ξεπερνούσε τα 4.800 μέτρα. (Μαραθώνιος, φυσικά, δεν υπήρξε ποτέ.) Στο τέλος του αιώνα εγκαινιάστηκε το πένταθλο και η πάλη.

Όλοι οι αγώνες σχετίζονταν με τον πόλεμο. Η σχέση όμως αυτή φαινόταν καθαρότερα στην ὁπλιτοδρομίαν - έναν αγώνα δρόμου που εγκαινιάστηκε σχετικά αργά, το 520. Αρχικά οι αθλητές φορούσαν ολόκληρη την οπλιτική εξάρτυση αλλά τελικά διατήρησαν μόνο το κράνος και την ασπίδα (το ὅπλον). Η σχέση με τον πόλεμο φαίνεται επίσης στην πάλη, την πυγμαχία και το παγκράτιον, ένα ιδιαίτερα σκληρό άθλημα, που επέτρεπε χτυπήματα και λαβές σε ολόκληρο σχεδόν το σώμα. Τα αθλήματα αυτά εγκαινιάστηκαν από το τέλος του 8ου έως το μέσον του 7ου αιώνα.

Η επιτυχία των πρώτων πανελλήνιων αγώνων στην Ολυμπία ήταν τόσο μεγάλη ώστε, διακόσια περίπου χρόνια μετά την ίδρυσή τους, εγκαινιάστηκαν νέοι πεντετηριακοί αγώνες στους Δελφούς, το άλλο μεγάλο πανελλήνιο κέντρο, προς τιμήν του Πύθιου Απόλλωνος (582). Μικρότερης αίγλης ήταν οι τριετηρίδες που πρωτοοργάνωσαν, την ίδια περίπου εποχή, η Νεμέα στην Αργολίδα προς τιμήν του Δία και η Κόρινθος στον Ισθμό προς τιμήν του Ποσειδώνα. Για να διατηρείται ετησίως ακμαίο το αγωνιστικό ήθος των αθλητών, οι τέσσερις βασικοί πανελλήνιοι αγώνες εναλλάσσονταν με τη μικρότερη δυνατή επικάλυψη.

Ο αθλητισμός που αναπτύχθηκε τόσο οργανωμένα στην αρχαϊκή Ελλάδα ήταν συνέπεια του αγωνιστικού ήθους. Από τη μια, βίαιες συγκρούσεις και έριδες θεών, πόλεμοι και θανατώσεις ανθρώπων· από την άλλη, τάση υπεροχής, ανταγωνισμός και άμιλλα των ομοτέχνων: αυτός ήταν ο αρχαϊκός κόσμος. Εκτός από μέσο βελτίωσης της σωματικής ρώμης που ήταν απαραίτητη στον πόλεμο, οι αγώνες λειτουργούσαν επίσης και ως δίοδοι ειρηνικής εκτόνωσης της επιθετικότητας. Με τον τρόπο αυτό, μια φυσική ροπή υπεροχής και επικράτησης με δυνητικά ολέθριες συνέπειες μετατράπηκε σε πολιτιστικό αγαθό με το μικρότερο δυνατό κόστος σε απώλεια ανθρώπινων ζωών. Διότι βέβαια δεν είναι λίγες οι μαρτυρημένες περιπτώσεις αθλητών που έχασαν τη ζωή τους σε κάποιο από τα βίαια αθλήματα - «τόσο ήταν το πάθος τους για τη νίκη», δήλωναν με υπερηφάνεια οι θλιμμένοι συγγενείς και φίλοι.

Η προπόνηση, η γυμνή άθληση και η παρακολούθηση των αγώνων συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημιουργία μιας γενικευμένης αίσθησης του ωραίου σώματος ως εστιακού σημείου φανέρωσης της ομορφιάς. Τα πρώτα αγάλματα γυμνών νέων, γνωστά ως κοῦροι, χρονολογούνται τον 7ο αιώνα. Ακολούθησαν αγάλματα πεπλοφόρων νεανίδων, γνωστά ως κόραι. Η παραγωγή εντάθηκε κατά τον επόμενο αιώνα. Οι κούροι και οι κόρες, με αυτό το αινιγματικό και γεμάτο βαθύτητα για την ανθρώπινη κατάσταση μειδίαμα, εικονίζουν είτε θνητούς στο απόγειο του νεανικού σφρίγους είτε τους αιώνιους θεούς. Στην αρχαιοελληνική αντίληψη τα δύο αυτά διακριτά πεδία συγχέονταν εύκολα, γιατί η ομορφιά των θεών και των ανθρώπων ήταν μία.

Παράλληλα με την ανάδειξη της αριστείας σε δύναμη και κάλλος, οι πανελλήνιοι αγώνες δεξιώθηκαν και άλλες μορφές ανταγωνισμού. Οι ιπποδρομίες και ακόμη περισσότερο οι αρματοδρομίες με τέσσερα άλογα (τέθριππον) ήταν το πεδίο επίδειξης των πλούσιων γαιοκτημόνων, διότι η ιδιαίτερα δαπανηρή συντήρηση αλόγων υπήρξε σύμβολο της αριστοκρατίας. Στις πανελλήνιες αγωνιστικές συνάξεις δινόταν επίσης η δυνατότητα σε ποιητές και μουσικούς να κάνουν επίδειξη της τέχνης τους. Αγώνες οργανικής μουσικής και, κυρίως, τραγουδιού συνοδευόμενου από λύρα καθώς και αγώνες ρυθμικής απαγγελίας παλαιών και νέων επών εντάχθηκαν, μαζί με τα κυρίως γυμνικά αθλήματα, στο πρόγραμμα των εορταστικών εκδηλώσεων. Από τον 4ο αιώνα, ακόμη και κήρυκες και σαλπιγκτές ανταγωνίζονταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες για νίκη στην ένταση της φωνής ή της σάλπιγγας.

Οι ποιητικοί αγώνες ήταν γνωστοί από παλιά. Το πρώτο βραβείο που κέρδισε ο Ησίοδος ήταν ένας πολύτιμος τρίποδας. Η νίκη είχε μεγάλη σημασία όχι μόνο για την αξία του επάθλου, το οποίο ο ποιητής αφιέρωσε στις Ελικωνιάδες Μούσες ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, αλλά κυρίως για τη δόξα της πρωτιάς. Στην αρχαϊκή εποχή δύσκολα θα βρούμε τομέα της ανθρώπινης ζωής που να μη διαποτίστηκε από το αγωνιστικό ιδανικό. Η επική ποίηση είχε και πάλι δείξει τον δρόμο. Ο Οδυσσέας σκότωσε τους επίδοξους μνηστήρες της συζύγου του στο πλαίσιο ενός αγώνα δεξιοτεχνίας και δύναμης στον χειρισμό άκαμπτου τόξου. Ο ίδιος είχε νωρίτερα προκαλέσει σε αγώνα θερισμού τον μνηστήρα που αμφισβήτησε τις γεωργικές ικανότητές του. Ακόμη πιο πριν, στο νησί των Φαιάκων, ο Αλκίνοος, για να τιμήσει την αναχώρηση του ξένου του, διέταξε αγώνες χορού, μουσικής και ρίψεων. Εκεί ο Οδυσσέας απάντησε εμπράκτως σε όσους τον αμφισβητούσαν, ρίχνοντας, με τη βοήθεια της Αθηνάς, τον δίσκο μακρύτερα από όλους. Είχε κατηγορηθεί ότι είναι έμπορος και, συνεπώς, άπειρος στα αθλητικά. Σε παρόμοιο ανταγωνισμό βρίσκονταν οι όμορφες κοπέλες του χορού στη Σπάρτη του Αλκμάνα, καθώς και ο Θέογνις που διατεινόταν ότι δοξάζει τον φίλο του καλύτερα από κάθε άλλο ποιητή.

Οι αγώνες υμνήθηκαν πολύ στην ποίηση. Όλη η σωζόμενη ποιητική παραγωγή του Θηβαίου Πινδάρου (περ. 518-443) και μεγάλο μέρος αυτής του ανταγωνιστή του Κείου Βακχυλίδη (περ. 520-450) είναι αφιερωμένη σε νικητές των Ολυμπιακών, Πυθικών, Ισθμικών και Νεμεακών Αγώνων. Ο Πίνδαρος γνώριζε καλά πόσο μάταιη και εφήμερη είναι η ανθρώπινη ζωή, συγκρινόμενη με την αθάνατη νεότητα και την ομορφιά των θεών. Στην τελευταία σωζόμενη ωδή που συνέθεσε, γέροντας πια, για να υμνήσει τον νεαρό Αριστομένη από την Αίγινα, που πήρε το πρώτο βραβείο στην πάλη των παίδων στους Δελφούς (446), ο Θηβαίος ποιητής έγραψε χαρακτηριστικά:

Εφήμεροι οι άνθρωποι· τι είναι ζωντανός; και τι νεκρός;
Όνειρο σκιάς ο άνθρωπος.
Ωστόσο, συνέχισε:
Αλλά όταν η λάμψη από τον Δία κατεβεί,
φωτοχυσία γίνεται και ευχάριστη η ζωή
.

Η λάμψη για την οποία μιλούσε ο Πίνδαρος ήταν η δόξα της νίκης. Η μάταιη και άφεγγη ζωή γινόταν υποφερτή εξαιτίας αυτής της θεόσδοτης αίγλης. Η ιστορία όμως είχε και τη σκοτεινή της όψη, την πλευρά των ηττημένων. Αυτοί, μας λέει ο Θηβαίος λυρικός,

όταν ήρθαν πίσω στις μανάδες τους,
δεν σηκώθηκε ολούθε η γλυκιά χαρά του γέλιου,
αλλά μακριά από τους εχθρούς τους κρύβονταν στα σοκάκια,
ντροπιασμένοι απ᾽ το δάγκωμα της ήττας.

Η Κοινωνία του όντος… κι η κοινωνία του χάους

Το ον πάνω από όλα Αποτελεί Μία Ενότητα και Μία Ενοποιητική Δύναμη αφού τα Ενώνει όλα Μέσα Του. Κι όσοι Προσέρχονται στο ον κι Ενώνονται Μαζί Του και γίνονται Ένα, μέσα στη Πραγματικότητα, Βιώνουν αυτή την Ενοποιητική Δράση και Δραστηριότητα και Κατάσταση... Σε μία τέτοια Κατάσταση υπάρχει Ενότητα. Στην Ζωή υπάρχει Ενότητα...

Η «Κοινωνία Με Τον Ζωντανό ον» (η «Αληθινή Κοινωνία») είναι δυνατή όταν ο άνθρωπος βιώσει πραγματικά και στραφεί με όλη του την δύναμη (κι όλες τις ψυχονοητικές-ψυχοσωματικές και σωματικές δυνάμεις του) προς τον εαυτό του... όταν όλες οι κατώτερες ψυχονοητικές δυνάμεις προσανατολιστούν προς τον εαυτό του κι απορροφηθούν στον ον μέχρι να «εκμηδενιστούν» μέσα στην εσωτερική Παρουσία... όταν με όλη την ψυχή του (το ψυχοσωματικό εγώ) ο άνθρωπος στραφεί προς τον εαυτό του κι «αδειάσει» από κάθε «εγώ»... όταν με όλη του την καρδιά (δηλαδή με την πραγματική μεταφυσική ουσία του, που είναι ο Ίδιος ο Θεός – σαν Θεία Ενέργεια – που τον «ουσιώνει») ο άνθρωπος «ανοιχτεί» προς τον εαυτό του... όταν δηλαδή ο άνθρωπος αδειάσει τελείως (σαν συνείδηση, σαν νους) από κάθε ατομικό (ψυχοσωματικό) στοιχείο και λειτουργεί σαν καθαρός νους (καθαρή ψυχή, χωρίς να αποχωρίζεται από το σώμα που διευθετείται σωστά τώρα) μπορεί να Δεχτεί το παν μέσα του, σε μία Πραγματική Ζωντανή Θεία Κοινωνία (κι όχι θεωρητική ή φανταστική...)...

Αυτή η Πραγματική Ζωντανή Θεία Κοινωνία που συμβαίνει σε πραγματικό, «ζωντανό χρόνο» (έξω από τον τυπικό χρόνο, σε ένα υπερβατικό χώρο εμπειρίας...) δεν έχει καμία σχέση με την «θεία κοινωνία» (την μετάληψη «του άρτου και του οίνου») που δίνουν στις εκκλησίες. Οι σοφοί Μιλούσαν για Ζωντανή Μετάληψη κι όχι για λήψη ενός υλικού συμβόλου. Στις εξωτερικές εκκλησίες, δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, δεν μπορούν να «ξεχωρίσουν» την Ζωντανή Πραγματικότητα, που Υφίσταται και Λειτουργεί σε Πραγματικό, Υπερβατικό, Αιώνιο, Χρόνο, και το σύμβολο, την συμβολική γλώσσα που χρησιμοποιούν οι «μύστες».

Ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στην θέωση μόνο με την Ζωντανή Μετάληψη του Ζωντανού όντος κι όχι με μετάληψη υλικών πραγμάτων (όσο κι αν στην φαντασία κάποιων ανθρώπων αυτά τα «υλικά» μετουσιώνονται σε «σώμα και αίμα» του Θεού...)... Κανένας δεν έχει φτάσει στην θέωση με τον άρτο και τον οίνο... πολλοί όμως έχουν φτάσει με το να αγαπήσουν τον Θεό με όλη τους την Δύναμη, με το να στραφούν προς τον εαυτό τους με όλες τους τις (ψυχονοητικές) δυνάμεις, με το να καθαρίσουν τον εαυτό τους (την ψυχή) από το (ψυχοσωματικό) εγωικό στοιχείο, με το να «ανοίξουν» την «καρδιά» τους (δηλαδή την ίδια τους την ύπαρξη, την οντολογική ουσία τους) και να Δεχτούν μέσα τους την «Θεία Παρουσία»...

Στην πραγματικότητα το ον Είναι Ζωντανός και Μεταλαμβάνουν του όντος μόνο όσοι Προσέρχονται Ζωντανά προς Αυτόν... Στις εξωτερικές εκκλησίες απλά «κοροϊδεύουν» τους «αφελείς»... Όλη η εξωτερική λατρευτική ζωή κι οι τελετουργίες κι οι εξορκισμοί είναι όλα μάταια: Η ζωή Αγάπη Θέλει κι όχι θυσία...

Η Πραγματική Ζωντανή Κοινωνία Με Το ον (η «Αληθινή Θεία Κοινωνία») μετουσιώνει τον άνθρωπο, τον μεταμορφώνει σε αληθινό αιώνιο άνθρωπο, κατ΄ Εικόνα του όντος (Πραγματική κι όχι εν-δυνάμει)... Η κάθαρση της ψυχής (ο καθαρός νους), η ανύψωση πάνω από τις κατώτερες ψυχονοητικές λειτουργίες και τον κόσμο, δεν είναι παρά μία Προϋπόθεση και μία Προετοιμασία και μία Είσοδος στην Θεία Πραγματικότητα. Αδειάζουμε τον χώρο της ψυχής από κάθε ατομικό στοιχείο, Γεμίζουμε την Ψυχή μας με την Θεία Παρουσία που μας ουσιώνει πραγματικά, συνειδητά, στον Αιώνιο Ζωντανό Χρόνο και γινόμαστε έτσι «θεοφόροι»... Η έξοδός μας προς το παν, ή η Είσοδος του όντος μέσα μας (δεν έχει σημασία πως θα το περιγράψουμε), δεν είναι μία απώλεια του προσώπου που είμασταν και μία λιγοθυμιά και μία εξαφάνιση αλλά μία «μεταμόρφωση» μία «διεύρυνση της συνείδησης» που γίνεται Θεϊκή (αφού ουσιώνεται από τον παν). Η καλή αυτή αλλοίωση της ύπαρξης σημαίνει μία ανύψωση, μία άνοδο, μία βελτίωση, μία διαπλάτυνση της αντίληψης και της ζωής... κι όχι μία υποχώρηση της ύπαρξης... Στην πραγματικότητα όταν Κοινωνούμε Με Τον παν και Γινόμαστε Ένα Μαζί Του, εμείς επωφελούμαστε αφού η Συνείδησή μας Διευρύνεται, Οξύνεται και Βαθαίνει για να Συμπεριλάβει το Παν... Το παν μας Φωτίζει Άγνωστους Δρόμους Εξέλιξης, Πλατύτερους Ορίζοντες Ύπαρξης, Πλουσιότερη Ζωή, που είναι Αιώνια Ζωή στους Κόλπους του ... Αντίθετα, η οπισθοχώρηση στο εγώ είναι πραγματικά μία κατάπτωση κι ένας εκφυλισμός...

Η Ένωση Με Τον παν (σε μία Πραγματική Ζωντανή Κοινωνία Μαζί Του) Διευρύνει και Πλαταίνει την ύπαρξή μας. Το να Απορροφιόμαστε στην Θεία Πραγματικότητα, το να Βιώνουμε την Θεία Παρουσία μέσα μας (το να γινόμαστε θεοφόροι), ξεπερνώντας τα κατώτερα ατομικά στοιχεία, είναι μία Ανώτερη Εξέλιξη του Ανθρώπου που μεταμορφώνεται σε Αληθινό Αιώνιο Παγκόσμιο Άνθρωπο (κατά το Πρότυπο του Ιησού)... Όλοι οι μυστικοί πατέρες, κι ο Ιωάννης, κι ο Ωριγένης, κι ο Ευάγριος, κι ο Γρηγόριος Νύσσης, κι ο Διονύσιος, κι ο Μάξιμος, κι ο Συμεών, κι άλλοι, μίλησαν για την ίδια εξέλιξη προς τον ον Μέσα Στο παν... Ο θεωμένος άνθρωπος, ο θεοφόρος, είναι ένας Φωτισμένος, Διευρυμένος Παγκόσμιος Άνθρωπος κι όχι ένα αυτόματο, ή μία μαριονέτα του Θεού. Το Πρόσωπο (η Ύπαρξη), έχοντας ξεπεράσει τους ψυχονοητικούς περιορισμούς, το σώμα, τον κόσμο, μεταμορφώνεται στο Αληθινό Πρόσωπο του (που Ζωοποιεί όλους τους «δικούς» του). Είναι ο Ένας Θεός που Ενεργεί μέσα σε όλους τους θεωμένους ανθρώπους, έτσι που υπάρχει Ένας Ποιμήν, μία ποίμνη, και Μία Πραγματική Εσωτερική Πνευματική Ενότητα... κι όχι μία τεχνητή εξωτερική ένωση, όπως οι εξωτερικές εκκλησίες...

Ο Θεός μέσα σε όλους τους πραγματικούς πιστούς Του, που Προσέρχονται σε Αυτόν σε Μία Πραγματική Ζωντανή Κοινωνία (σε μία «Αληθινή Θεία Κοινωνία») σε ένα Ζωντανό (αλλά Αιώνιο κι Υπερβατικό) Χρόνο αποτελεί την Ουσία της Ενότητας, την Ολοκλήρωση της Αγάπης Ως Την Ένωση... Όταν τα πολλά Ενώνονται στους Κόλπους του Ενός, με Τον Ένα Ζωντανό Θεό, τότε πραγματικά Υπάρχει η «Πολιτεία του Θεού». Αυτή η «Πολιτεία του Θεού», η Κοινότητα των Αγίων, Υπάρχει, αλλά δεν εκδηλώνεται εξωτερικά με εξωτερικές οργανώσεις, οργανισμούς, συνάξεις και λατρείες... Όσοι Εισέρχονται στην Θεία Πραγματικότητα, την Βιώνουν, αλλά είναι μάταιο να προσπαθούν να την περιγράψουν σε άλλους... Αρκεί που Βιώνουμε την Αλήθεια, αρκεί που όλα αυτά είναι Αληθινά και Συμβαίνουν... Μακάριοι όσοι Εισέρχονται στην Βασιλεία του Θεού...

Αυτή η Ζωντανή Πολιτεία του Θεού, το Βασίλειο του Θεού, είναι Ένας Χώρος Βιώματος, Ιερός κι Απαραβίαστος για τους βέβηλους... κι ασφαλώς δεν έχει καμία σχέση με εξωτερικές εκκλησίες κι οργανισμούς κι ανθρώπινα πράγματα... Το Βασίλειο του Θεού Είναι Εδώ, Τώρα. Η Πύλη του είναι η Συνείδηση του καθενός. Στον καθένα εναπόκειται να περάσει την Πύλη ή προς τα Έσω, προς τον Θεό, ή προς τα έξω, προς το εγώ, τον κόσμο και την ψεύτικη δύναμη της απώλειας...

Τα πράγματα είναι διαφορετικά όμως για τους ανθρώπους που «απομακρύνονται» από τον Θεό... Όσοι ακολουθούν μία κεντρόφυγο δραστηριότητα, μακριά από τον Θεό, επικεντρώνονται στην αντίληψη μίας ατομικής ύπαρξης, ενός εγώ (με δικές του αντιλήψεις, ανάγκες, ενδιαφέροντα, συμφέροντα)...

Ένας κόσμος από πολλά τέτοια εγώ είναι ένας κόσμος χαοτικός αφού κάθε εγώ έχει την δική του πορεία. Η προσπάθεια ενοποίησης, οργάνωσης κοινών, προσανατολισμένων, δραστηριοτήτων, (κοινωνίες, ομάδες, κοινωνική ζωή, κλπ.), είτε προέρχεται από βιολογικές οργανωτικές δομές των ανθρώπινων κοινωνιών, είτε από πολιτισμική και πολιτική ανάπτυξη, παραμένει στην πραγματικότητα, και στην ουσία της, τεχνητή και δεν μπορεί να ξεπεράσει (παρά μόνο με βίαιο τρόπο) τις χαοτικές δραστηριότητες των πολλών ανθρώπων που αποτελούν τις κοινωνικές ομάδες...Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες (εδώ και 500.000 χρόνια που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει από το ζώο) ποτέ δεν αναπτύχθηκαν τόσο ώστε να είναι ειρηνικές, δίκαιες, με κοινωνική και οικονομική ισότητα... Οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι πάντα προβληματικές.

Ακόμα και κοινότητες θρησκευτικές ποτέ δεν βιώνουν το θρησκευτικό ιδανικό, την Υπερβατική Πραγματικότητα κι Ενότητα... και συνήθως, άνθρωποι εγωιστές κι ατελείς, καταστρέφουν κάθε προσπάθεια Ενοποίησης των όντων, στους Κόλπους Μίας Ανώτερης Πραγματικότητας... Ακόμα και σε μικρές θρησκευτικές κοινότητες (μοναστήρια όλων των θρησκειών) δεν πραγματοποιείται ποτέ το ιδανικό της Ιδανικής Πολιτείας του Θεού... είναι πάντα ανθρώπινες κοινότητες, ενώσεις πολλών εγώ, που πάντα δημιουργούν πρόβλημα με την χαώδη και χαοτική συμπεριφορά τους...

Ανάσταση, η εορτή της Άνοιξης

Εκτός από τις θεότητες που στην εξωτερική πολυθεϊστική λατρεία αποκαλούνται «ηλιακές» και «σεληνιακές» εξ αιτίας της ενσωμάτωσης μέσα στην υπόστασή τους φυσικών ενεργειών των δύο αρχέγονων θεών Ηλίου και Σελήνης, στην εσωτερική παράδοση των Εθνικών συναντάμε και άλλες, που κατατάσσονται στις δυό αυτές κατηγορίες, όχι με την πιο πάνω λογική, αλλά με κριτήριο κάποιες αιώνιες πνευματικές αρχές που αυτές «διδάσκουν» ή «αντιπροσωπεύουν». Υπό αυτή την έννοια, μιλάμε για «σεληνιακές» και «ηλιακές» θεότητες όταν αυτές:
  • Καταδεικνύουν την κυκλική εναλλαγή των εποχών του ενιαυτού, η οποία αποτελεί για τους ανθρώπους μικρή εικόνα της αέναης κυκλικής εναλλαγής των μορφών της πολυεπίπεδης ζωής (μέσα από ταυτόχρονες αλλεπάλληλες στιγμές θανάτου και αλλεπάλληλες επίσης στιγμές αναβλάστησης) για εξασφάλιση της Αιωνιότητας του Παντός, ή
  • Διδάσκουν στον άνθρωπο τον δρόμο της διαύγειας και της πόρευσής του σε ανώτερα πνευματικά επίπεδα, έως πλήρους θεώσεως, μέσα από διάφορες αφηγήσεις ενός θεϊκού δράματος που αναδεικνύει τις θεότητες αυτές σε οδηγητές και σωτήρες της ανθρώπινης συνείδησης ή ψυχής
Εκπληκτικό είναι ότι και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις, η εσωτερική, συχνά μυστηριακή πλευρά της θρησκείας των Εθνικών, συμβολίζει ή αφηγείται την πνευματική διαδρομή των ως άνω είτε «σεληνιακών», είτε «ηλιακών» θεοτήτων με μία σχεδόν τυποποιημένη αφήγηση που οφείλει τις ελάχιστες διαφορές της στις πάμπολλες ανά έθνη και τόπους λατρείες, αποκλειστικά και μόνο στις όποιες ιδιαιτερότητες του κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος. Αυτή η τυποποιημένη θα τολμούσαμε να πούμε αφήγηση, περιγράφει λοιπόν την άμμωμο ή εκ Θεών σύλληψη αυτών των ενιαύσιων ή σωτηριακών θεοτήτων, τη γέννησή τους μέσα σε σπήλαια, τον θαυματουργό και φιλανθρωπικό ή εκπολιτιστικό βίο τους, τον βίαιο θάνατό τους και την ανάστασή τους εκ νεκρών μετά από μία συνήθως τριήμερη παραμονή στις χώρες των νεκρών.

Οι λατρείες των ενιαύσιων και αναβλαστικών θεοτήτων, που θα μπορούσαμε με την πιο πάνω λογική να τις πούμε και «σεληνιακές», κορυφώνονται, συνήθως με μυστηριακά δρώμενα και ιεροπραξίες στην Εαρινή Ισημερία ή κατά την πανσέληνο της Εαρινής Ισημερίας, οπότε και σηματοδοτείται το πέρασμα από τη «νεκρή» φάση του ενιαυτού στη «ζώσα» της αναβλάστησης και μετέπειτα καρποφορίας, το πέρασμα του Ηλίου πάνω από το φράγμα ανάμεσα στον Χειμώνα και το Θέρος.

Από εκεί και το όνομα του εβραϊκού Πεσάχ (δηλαδή «πέρασμα») από το οποίο κατάγεται το ορθόδοξο χριστιανικό Πάσχα (που αρχικά ταυτιζόταν απόλυτα με το Πεσάχ και μάλιστα ο χρονογράφος του 11ου αιώνα Κεδρηνός παρουσιάζει τον Ιησού να σταυρώνεται στις 23 και να ανασταίνεται στις 25 Μαρτίου), αλλά και ο από τους Πέρσες συμβολισμός του κοσμικού χώρου και χρόνου με ένα αυγό χωρισμένο σε 12 τμήματα, έξι για τον φωτεινό Θεό Μάσδα (Θέρος και Σύνθεση) και έξι για τον σκοτεινό Αρριμάν (Χειμώνας και Αποσύνθεση).

Τέτοιες «σεληνιακές» θνήσκουσες και ανασταινόμενες θεότητες έχουμε πάμπολλες. Καλό ίσως θα ήταν να αναφέρουμε εδώ τον Αιγύπτιο Όσιρι (προβάλλεται διαφάνεια). Το ενδιαφέρον με αυτόν τον αναβλαστικό Θεό του Αγαθού Πνεύματος της Φύσης και προστάτη των νεκρών, άρχοντα της Αιωνιότητας και εκπολιτιστή, θεσμοφόρο και προστάτη της γεωργίας, της θρησκευτικότητας και της νομοθεσίας, είναι, όπως παρατηρεί ο T. W. Doane στο “Bible Myths And Their Parallels In Other Religions” (1882, σελ.350), ότι το μετέπειτα χριστιανικό μονόγραμμα Χι-Ρο αποτελούσε αρχικά ένα από τα μονογράμματά του.

Εμμένοντας μόνο στις σωτηριακές θεότητες, κατά κανόνα «ηλιακές» που ακολουθούνται από 12 «μαθητές», «παραστάτες» ή «συντρόφους», ο Άγγλος ανατολικολόγος Godfrey Higgins, στο δίτομο έργο του Anacalypsis (1836) ήλθε να κάνει λόγο για δεκαέξι συνολικά εσταυρωμένους Σωτήρες-Θεούς, με ανάμεσά τους τον Αιγύπτιο Θούλη (18ος αιώνας π.α.χ.χ.), τον Ινδό Κρίσνα (12ος αιώνας), τον Θεό των Κελτών Δρυϊδων ΄Ησους (9ος), τον Θιβετιανό Ίντρα (8ος), τον Πέρση Μίθρα και τον Βιτόμπα της Λομβαρδίας (6ος). Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η αφήγηση για τον αρχαίο Θεό των Ινδιάνων του Μεξικού Κβετζαλκοάτλι, που κατέβηκε στη γή, γεννημένος από την Παρθένο Χίμαλμαν για να σώσει με τον μαρτυρικό του θάνατο την ανθρωπότητα από την αμαρτία.

Ο Κβετζαλκοάτλι, σταυρώθηκε πάνω σε ένα βουνό εν μέσω δύο εγκληματιών, τάφηκε για τρείς ημέρες και ανεστήθη εκ νεκρών, υποσχόμενος ότι θα επιστρέψει ως νέος ήλιος σε μία δεύτερη παρουσία του επί γής που θα σώσει οριστικά το γένος των ανθρώπων. Είναι γνωστό ότι η λατρεία του Κβετζαλκοάτλι έκανε τους Ινδιάνους να δεχθούν με θανατηφόρα για αυτούς αφέλεια τους εισβολείς Ισπανούς ως.. υιούς των Θεών, αφού είχαν όντως.. έλθει από την Ανατολή και επιπλέον έφεραν τα.. σύμβολά τους.

Οι 16 προ-χριστιανοί «εσταυρωμένοι» του Higgins, δεν εξαντλούν ωστόσο τον κατάλογο των «εσταυρωμένων» Θεών-Σωτήρων των Εθνικών, που είναι σε παγκόσμιο επίπεδο τουλάχιστον τριπλάσιος (!!). Ανάμεσα στους δεκάδες «μαρτυρήσαντες» για το καλό των ανθρώπων Θεούς, ξεχωρίζει και ο ύπατος του Σκανδιναβογερμανικού Πανθέου Θεός Όντιν που σταυρώθηκε πάνω στο Δένδρο της Ζωής Yggdrasil (με αποτέλεσμα να πεθάνει και ν' αναστηθεί ωστόσο μετά από 9 ημέρες) για να κερδίσει σε αντάλλαγμα για λογαριασμό των Θεών και των ανθρώπων τη γνώση των Ρουνών, τον ανθρώπινο λόγο και την προφητική δύναμη.

Στην αρχαία Ελλάδα, ως βλαστικός- γονιμικός ενιαύσιος Θεός, που θνήσκει και ανασταίνεται ετιμάτο ο Κρηταγενής Ζεύς ή Φελχανός, θεός κερασφόρος, προστάτης του αμπελιού και της μελισσοκομίας. Ο θάνατός του συμβολικά απεικονίζεται πάνω σε ισοσκελή σταυρό, στις τέσσερις δηλαδή δυνάμεις της (ανα)δημιουργίας και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, γήϊνα και συμπαντικά. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε την εκτεταμένη θρησκευτική χρήση του Σταυρού και στον ελλαδικό και νοτιοϊταλικό χώρο, όπως φαίνεται στην εικόνα (προβάλλεται διαφάνεια) όπου δεξιά απεικονίζεται προχριστιανικός θεσσαλικός σταυρός και δεξιά ιταλιώτικη σαρκοφάγος με τέσσερις μορφές γύρω από Σταυρό.

Προς τιμήν του κρηταγενούς Διός-Φελχανού ετελούντο την Εαρινή Ισημερία τα Αγχισπόρια Μυστήρια, όπου ανάμεσα σε άλλα, διδασκόταν στους μύστες το «άρρητο» μυστικό της κυκλικής «γέννησης» (και κατά συνέπεια του κυκλικού «θανάτου») των Θεών. Μπορούμε να σημειώσουμε εδώ τη μαρτυρούμενη, από ένα fragmentum που αναφέρει ο Παναγής Λεκατσάς στο «Η Καταγωγή Των Θεσμών, Των Εθίμων και των Δοξασιών» και ο Farnell στο «Cults Of The Greek States», εμφάνιση ενός παράξενου ισχυρού φωτός στο Δικταίο Άντρο της Κρήτης, περίφημου λατρευτικού κέντρου του Φελχανού Διός από την τρίτη κιόλας χιλιετία π.α.χ.χ., τη συγκεκριμένη ημέρα που εωρταζόταν η ανά έτος «Ανάσταση» του Θεού: 

«ΕΝ ΔΕ ΧΡΟΝΩΙ ΑΦΟΡΙΣΜΕΝΩΙ ΟΡΑΤΑΙ ΚΑΘ' ΕΚΑΣΤΟΝ ΕΤΟΣ ΠΛΕΙΣΤΟΝ ΕΚΛΑΜΠΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΠΥΡ. ΤΟΥΤΟ ΔΕ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΜΥΘΟΛΟΓΟΥΣΙΝ ΟΤΑΝ ΕΚΖΕΗΙ ΤΟ ΤΟΥ ΔΙΟΣ ΕΚ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΑΙΜΑ».

Στο Δικταίο Άντρο, που ανασκάφθηκε το 1900 από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή, ανακαλύφθηκε ο (ελλιπής δυστυχώς) σκαλισμένος πάνω σε μάρμαρο κλητικός “Δικταίος Υμνος” προς τιμή του Θεού Διός (4ος αιώνας π.α.χ.χ., διάλεκτος δωρική), που πιστεύεται ότι ψαλλόταν μέχρι τη βίαιη (για αυτό και η άγρια εκθεμελίωση του Ιερού) κατάλυση της Αρχαίας Θρησκείας από τους Βυζαντινούς: 

“ΙΩ, ΜΕΓΙΣΤΕ ΚΟΥΡΕ, ΧΑΙΡΕ ΜΟΙ, ΚΡΟΝΙΕ ΠΑΓΚΡΑΤΕΣ ΓΑΝΟΥΣ..” 

Σ' αυτόν τον ωραίο Ελληνικό Ύμνο ο αγένειος, νεαρός Ζεύς, καλείται από τους θρησκευτές στο όνομα των Κουρητών προστατών του να προσέλθει και να φέρει ως αναβλαστικός και βιοδότης Θεός το μέγα δώρο της καρποφορίας και της ευτυχίας για ανθρώπους, καρπούς, ζωντανά και πολιτείες.

Ο Αλέξανδρος Λέτσας σημειώνει μάλιστα χαρακτηριστικά ότι προφανώς ο «Δικταίος Ύμνος» αντιγράφηκε από τους χριστιανούς, αφού είναι σε εκπληκτικό βαθμό μεγάλη η ομοιότητά του προς τα λεγόμενα «Ειρηνικά» των χριστιανικών ακολουθιών (Λέτσας, τόμος 2ος, σελ. 28).

Αργότερα, ο Φελχανός Ζεύς ταυτίσθηκε από τους Έλληνες με τον Φρύγα βλαστικό και ηλιακό Θεό Άττι (που την κάθε Εαρινή Ισημερία σταυρώνεται πάνω σε πεύκο με τον ισημεριακό ουράνιο αμνό στα πόδια του, πεθαίνει και ανασταίνεται μετά από τρείς ημέρες μέσα σε μεγάλους εορτασμούς, τα λεγόμενα «Ιλάρια»). Ο αιμορραγών Ισημεριακός Ουράνιος Αμνός, ένα αστρολατρευτικό σύμβολο των Περσών που αποτελούσε έμβλημα του πυρφόρου ηλιακού Θεού Περσέως, μπροστά μάλιστα από το Σταυρό της συμβολιστικής του Άττιδος, υιοθετήθηκε αργότερα από τη χριστιανική συμβολιστική για επτά ολόκληρους αιώνες, μέχρι την 6η Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (Κανών 82), οπότε και αντικαταστάθηκε οριστικά από τον Εσταυρωμένο.

Επίσης, ο Φελχανός Ζεύς από τον 8ο αιώνα κι εντεύθεν ταυτίσθηκε και με τον συροκυπριακό Θεό της βλάστησης και του σίτου Άδωνι που εισάγεται κανονικά και στα ελλαδικά Πάνθεα σε μία δραματική συλλατρεία με την ερωτική, μαντική και αυξησία Θεά Αφροδίτη.

Προς τιμή των δύο Θεών, οι Έλληνες, σε άλλες πόλεις κατά την πανσέληνο της Εαρινής Ισημερίας και αλλού κατά το μεσοκαλόκαιρο, εώρταζαν τα λεγόμενα «Αδώνεια». Ενδιαφέρον θα ήταν ίσως να αναφέρουμε εδώ ότι η τοποθεσία που η ιουδαϊκή Βίβλος ορίζει ως γενέτειρα του Ιησού, υπήρξε προαιώνιο λατρευτικό κέντρο του Αδώνιδος, το οποίο φιλοξενούσε λαμπρό Ναό ακόμη και επί των χρόνων του αυτοκράτορα Αδριανού. (Ο Αλέξανδρος Λέτσας στο τρίτομο βιβλίο του «Η Μυθολογία Της Γεωργίας», τόμος πρώτος, σελ. 241, κεφάλαιο «Ομοιότης Των Αδώνιδος Κήπων Και Του Επιταφίου Του Θεανθρώπου» σημειώνει ότι η λέξη «Βηθλεέμ» σημαίνει «Οίκος του Άρτου», δηλαδή οίκος του Θεού του σίτου Αδώνιδος).

Η πρώτη ημέρα των «Αδωνείων», που λεγόταν «αφανισμός», ήταν ημέρα πένθους για το θάνατο του Θεού, που απεικονίσεις του τον παρουσιάζουν εστεμμένο με ταινίες που τις διακοσμούν ισοσκελείς σταυροί (προβάλλεται διαφάνεια), με το στόλισμα των λεγόμενων «Κήπων του Αδώνιδος» (που τους φύτευαν και τους προετοίμαζαν οι γυναίκες οκτώ ημέρες πριν), καθώς και με μοιρολόγια και λυπητερές μουσικές από πένθιμο αυλό (τη λεγόμενη «γίγγρα»). Η δεύτερη ημέρα των εορτασμών (η «ανάστασις») ήταν ημέρα χαράς για την ανάσταση του Θεού εκ νεκρών και την ανάληψή του δίπλα στη Θεά Αφροδίτη για το μισό του ενιαυτού. Μεγάλο τμήμα των πλούσιων (με χορηγό τον ίδιο τον βασιλιά) δρώμενων των «Αδωνείων» στην Αλεξάνδρεια επί Πτολεμαίων, έχει διασωθεί από τον βουκολικό ποιητή Θεόκριτο (στο γραμμένο το 275 π.α.χ.χ. 15ο «Ειδύλλιό» του, που χαρακτηριστικά τιτλοφορείται «Συρακούσιαι ή Αδωνιάζουσαι»): κατά την πρώτη ημέρα εξυμνείτο ο γάμος των δύο Θεών με την επάνοδο του Αδώνιδος μετά από εξάμηνη παραμονή στα σκότη του Αχέροντος, και τα δύο χρωματιστά αγαλματίδιά τους έβγαιναν πάνω σε ασημένιο λέκτρο, στολισμένο με καρπούς, πλακούντες από λευκό αλεύρι και μέλι ή λάδι, μυροδοχεία και μικρές γλάστρες με γλυκάνισο, κριθάρι, μάραθο, θέλκτρο ανίσοσμο, πολύτριχο ή θρίδακα (οι λεγόμενοι «Κήποι Αδώνιδος»).

Την επόμενη ημέρα, γυναίκες με λυμμένα τα μαλλιά τους, ξυπόλητες και γυμνόστηθες, οδηγούσαν με θρήνους ομοιώματα του Θεού και τους «Κήπους» του στη θάλασσα (ή σε πηγές και ποτάμια σε άλλες πόλεις), τα έριχναν στα νερά και τον παρακαλούσαν να επιστρέψει πίσω ξανά και το επόμενο έτος. Πλήν των Αλεξανδρινών εορτασμών, που ήταν όπως προείπαμε μεγαλοπρεπείς και υπό την αιγίδα του ίδιου του βασιλιά της πόλης, τα «Αδώνεια» των υπόλοιπων πόλεων (από τις οποίες ξεχώριζαν για την λαμπρότητα των τοπικών εορτασμών το Άργος και η πόλη των Αθηνών) διοργανώνονταν με τις προσωπικές οικονομικές εισφορές των συμμετεχουσών γυναικών, ενώ στη Ρόδο πρωτοστατούσε στη διοργάνωση των εορτών μια μικτή θρησκευτική αδελφότητα, οι λεγόμενοι «Αδωνιασταί» ή «Αδωνισταί».

Στα «Αδώνεια» προσφερόταν ως θυμίαμα μύρα, ενώ ψάλλονταν και ειδικά άσματα, τα λεγόμενα «Αδωνίδια», από τα οποία έχει διασωθεί ένα πολύ αξιόλογο δείγμα. Πρόκειται για τον «Επιτάφιον Αδώνιδος» του Βίωνος. Σε κάποια από τα ανά τόπους «Αδώνεια» γίνονταν και μυήσεις σε Μυστήρια του Θεού (Ο Λουκιανός διασώζει ότι οι μύστες θυσίαζαν πρόβατο και έπαιρναν μετάληψη). Μετά την απαγόρευση των «εθνικών» λατρειών και την ιδιοποίηση των τελετικών των «Αδωνείων» από τους Χριστιανούς για τη διαμόρφωση των εορτασμών της δικής τους Μεγάλης Εβδομάδος, σε αρκετά μέρη της Ελλάδος, αλλά και στην Κύπρο και την Καλαβρία, τα αρχαία «Αδώνεια», στερημένα βεβαίως από κάθε λατρευτική δυναμική, επιβίωσαν, παρά την βυζαντινή άγρια καταδίωξη όλων των «εθνικών» επιβιώσεων, ως θολό φολκλόρ μέχρι τον αιώνα μας (ο «Ζαφείρης» του Ζαγορίου, τα «Λάζαρα» ή «Λαζαρικά» της Αμμοχώστου, ο «Λειδινός» της Αιγίνης, οι «Επιτάφιοι» της Μεγάλης Παρασκευής στην Καλαβρία κ.ά)

Ο Διόνυσος Ζαγρεύς που κατασπαράσσεται από τους Τιτάνες και ανασταίνεται από τον Δία εκ νεκρών ως «Θεός Σωτήρ», αλλά και ο Ίακχος (στην ελευσίνια μυστηριακή παράδοση) και ο Βάκχος (στην ομώνυμη μυστηριακή παράδοση), ουσιαστικά επικλήσεις και λατρευτικά ονόματα του ίδιου «Σωτήρος Θεού», παρουσιάζονται υιοί της Μεγάλης Θεομητέρας, κάτω από διαφορετικά ονόματα, όπως Δηώ-Δήμητρα, Περσεφόνη, Σεμέλη. Σε αφιερωματική επιγραφή που αναφέρει ο T. W. Doane στο γνωστό βιβλίο του «Bible Myths» (1882) διαβάζουμε «Εγώ Είμαι που σε προστατεύω και σε καθοδηγώ. Εγώ που Είμαι το Άλφα και το Ωμέγα». Προς τιμή του Θεού αυτού τελούνται οι μυστηριακές «Εορτές της Τελείας Νυκτός», όπου καθαγιαζόταν το αυγό και αναπαριστάτο Μυστικός Δείπνος, ιεροπραξία που αποτελεί και την κορύφωση των Μυστηρίων του Σαβαζίου (προβάλλεται διαφάνεια), κερασφόρου και οφιούχου θεού που από τον 5ο αιώνα π.α.χ.χ. κι εντεύθεν, ταυτίσθηκε σε θεοκρασία με τον Βάκχο, ως υιός της Περσεφόνης και του Χθονίου Διός.

Η ιδιόμορφη θεολογία των Ορφικών που τοποθέτησε τον Ζαγρέα Διόνυσο στο κέντρο της, ως το θεϊκό κομμάτι της ανθρώπινης φύσης που καθαγιάζει το «τιτανικό» υπόλοιπο, μετεξέλιξε κατά την ύστερη αρχαιότητα και τον ίδιο τον Ορφέα (που κάποιες ετυμολογήσεις του ονόματός του το θέλουν να προέρχεται από το όρφνη, ορφνός, ορφναίος, δηλαδή νυκτερινός, σεληνιακός) σε «εσταυρωμένο Βακχικό Σωτήρα» (προβάλλεται διαφάνεια με τη γνωστή εικόνα από σφραγιδόλιθο που φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βερολίνου, του Ορφέως Βακχικού Εσταυρωμένου κάτω από επτά σταυρόμορφα άστρα, ημισέληνο και δίφαλλο), που, όπως ακριβώς και ο Θεός Διόνυσος Ζαγρεύς, πεθαίνει και αυτός κομματιασμένος και έρχεται επίσης να αντιπροσωπεύσει την πνευματική ροή από το Θείο στο Ανθρώπινο και από το Έν στο Πολλαπλό. Να αλληγορήσει κοντολογής το «ξόδεμα» των Θεών για χάρη του κόσμου των θνητών και πεπερασμένων πραγμάτων, μέσα από το πολύ γνωστό μας «Θείο Δράμα» του Θανάτου, της Ανάστασης, της Επιφάνειας, της Αναγνώρισης και της Αποθέωσης.

Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ

Θεωρείται σήμερα ασφαλές πόρισμα της έρευνας η είσοδος του Διο­νύσου ως ξένου στην Ελλάδα και η αναγνώρισή του μόνο κατόπιν της υπέρβασης σφοδρών αντιδράσεων. Ως πατρώα γη βλέπουν την Θράκη και την κατοικημένη από έναν συγγενή πληθυσμό Φρυγία. Αρχικώς είχαν την γνώμη ότι ο Διόνυσος μετοίκησε άμεσα από την Θράκη στην Ελλάδα. Εσχάτως όμως πιστεύουν ότι έχουν βρεθή πειστικοί λόγοι για την διά θαλάσσης έλευσή του από την Φρυγία ή την Λυδία. Τε­λευταία ο Nilsson συνέδεσε τις δύο αντιλήψεις (Η Μινωικο-μυκηναϊκή Θρησκεία. 1927, σ. 396 κ.ε.): τόσο από την Θράκη όσο και από την Φρυγία, λέει, πρέπει να εισήλθε ο Διόνυσος στην μητρική γη, τη μία κατά την αρχαιοθρακική την άλλη κατά την παρηλλαγμένη από την επίδραση μικρασιατικών γειτονικών θρησκειών μορφή του. Δεν αρκούνται όμως σ’ αυτό. Ως τρίτη εστία της διονυσιακής κίνησης χαρακτη­ρίζουν τώρα, αντίθετα από την έως τώρα κρατούσα άποψη, την ίδια την ελληνική μητρώα γη· γιατί η μεγάλη έξαρση που προκάλεσε η έλευση του θεού εδώ θεωρείται αναβίωση μιας πανάρχαιας λατρείας του θεού- πρέπει κανείς, κατά τον Nilsson να υποθέση ότι οι συνημ­μένες με το όνομα του Διονύσου ιδέες και τελετουργίες ανήκαν ήδη στον προελληνικό πληθυσμό.

Αν ρωτήσουμε για την χρονική στιγμή κατά την οποία φέρεται ο αλλοδαπός να εισέδυσε στους θεούς της Ελλάδος, ο Wilamowitz (Πί­στη των Ελλήνων II 61) εξηγεί ότι κατά τον 8ο αιώνα, το ενωρίτερο, πρέπει να έφθασε στην μητρώα γη και η νίκη του επί της αρχαίας πίστης δεν πρέπει να συντελέστηκε προ του έτους 700· οι Έλληνες της Ασίας θα έπρεπε να τον γνώριζαν «αναλόγως νωρίτερα»· «όμως», συμπεραίνει, «η κοινωνία μέσα στην οποία και για την οποία συνέθετε την ποίηση του ο Όμηρος ήθελε να γνωρίζη τον Διόνυσο τόσο λίγο όσο η Ελλάδα έπειτα, μέχρις ότου υποχρεώθηκε να ενδώση σε μία αναθρώσκουσα δύναμη».

Όποια κρίση κι αν διατυπώνη κανείς για την καταγωγή και την πατρίδα της διονυσιακής θρησκείας, είναι αδιανόητο να την έχουν τόσο όψιμα γνωρίσει οι Έλληνες. Γιατί πώς θα ήταν τότε δυνατό να μην έχη διατηρηθή κανένα αίσθημα αλλοτρίου και καμμία ανάμνηση βίαιης εισβολής. Γιατί ο τόσο συχνά επαναλαμβανόμενος ισχυρισμός ότι ωρισμένοι μύθοι και λατρείες μαρτυρούν μία τέτοια ανάμνηση στηρίζε­ται, όπως θα δούμε στην συνέχεια, σε μία σύγχυση λατρευτικής με­τανάστευσης και Επιφάνειας. Οι ίδιοι οι έλληνες θεωρούσαν την βάση της λατρείας τους του Διονύσου πανάρχαια. Το πόσο δίκιο είχαν μαρτυρείται από το γεγονός ότι τα «αρχαία Διονύσια» όπως ονομάζει ο Θουκυδίδης (2,15) τα Ανθεστήρια, ήταν κοινά στην ιωνική φυλή και ως διονυσιακή γιορτή — όπως σωστά παρατηρεί ο Deubner (Arch. Jahrb. 1927, 189. Αττ. Γιορτές 122 κ.ε.) — πρέπει να είναι αρχαιό­τερα του χωρισμού και της μετανάστευσης των Ιώνων. Στους Δελ­φούς μπορούσε κανείς να θεωρήση την λατρεία του Διονύσου αρχαιό­τερη από αυτήν του Απόλλωνα (βλ. κεφ. 18). Για την Σμύρνη όπου τα Ανθεστήρια εορτάζονταν με την είσοδο του Διονύσου πάνω σε ένα πλωτό άρμα (πβ. Deubner Αττ. Γιορτές σ. 122), μαρτυρείται μία διονυσιακή γιορτή ήδη για τα χρόνια που η πόλη ήταν ακόμη αιολική (Ηροδ. I, 150). Ως ο σημαντικώτερος μάρτυρας για την ύστερη αρ­χαιότητα του έλληνα Διονύσου πρέπει να θεωρήται το ομηρικό έπος που είναι εντελώς οικείο με την λατρεία και τους μύθους του θεού και μιλά γι’ αυτόν όπως για τις θεότητες που λατρεύονταν από αμνημονεύτων χρόνων, όποια κι αν ήταν τα αισθήματα του ποιητή και του ακροατηρίου του.

Στο επίκεντρο των διονυσιακών λατρειών και μύθων στέκει η μορ­φή του μαινομένου θεού και των συνεπαρμένων από την αγριότητά του γυναικών που υιοθέτησαν και ανέθρεψαν το νογέννητο και που γι’ αυτό ονομάζονται τροφοί του. Σε ωρισμένες γιορτές ήταν θεσπισμένες διώ­ξεις που μπορούσαν να λάβουν αιματηρή έκβαση και σε πλήθος πα­ραδόσεων και εθίμων προβάλλει σαφέστατα η ιδέα ενός τραγικού χα­μού. Το κεφαλαιώδες αυτό τμήμα της διονυσιακής θρησκείας είναι τόσο γνωστό στην Ιλιάδα ώστε μπορεί να παρουσιάζεται εκεί με κάθε λεπτομέρεια.

Στο 6ο βιβλίο της Ιλιάδος (130 κ.ε.) ο Διομήδης μιλάει για το πεπρωμένο το άφευκτο, που μάχεται τους θεούς και θυμάται σχετικά τον κραταιό Λυκούργο που κατεδίωξε τις τροφούς του μανιώδους (μαινόμενος) Διονύσου στο ιερό Νυσήιον έτσι που αυτές, χτυπημένες από το φοβερό του όπλο άφησαν να πέσουν κατά γης τα θύσθλα τους και ο ίδιος ο Διόνυσος κατέφυγε στην θάλασσα όπου η Θέτις υποδέ­χθηκε με στοργή τον τρομοκρατημένο θεό. Οι ακόλουθες του Διονύ­σου χαρακτηρίζονται εδώ ρητώς ως μαινόμενες. Το πόσο πολύ όμως ο ποιητής και ο κύκλος του ήταν συνηθισμένος στην μορφή της Μαινάδος και σ’ αυτό της το όνομα προδίδει ο στίχος που συγκρίνει την έντρομη Ανδρομάχη που ξεχύνεται αγριεμένη με μία Μαινάδα (μαινάδι ἴση. Ιλιαδ. 22, 4561). Ήθελε πράγματι ο ποιητής, όπως πι­στεύει ο Wilamowitz (Πίστη των Ελλ. II 60, 3) να εννοήση μόνο ότι αυτή ήταν όμοια με μία παράφρονα; Η σύγκρισή του όμως, όπως κάθε γνήσια σύγκριση, έχει νόημα μόνον όταν θυμίζη μία πολύ γνωστή μορ­φή. «Η μαινόμενη» όμως, η εικόνα της οποίας πρέπει να ήταν γνωστή σε όλους δεν μπορεί να είναι άλλη από την Βάκχη είτε αυτή, όπως εδώ, χαρακτηρίζεται από το ουσιαστικό μχινχς είτε όπως στο 6, 389 της Ιλιάδος από την μετοχή μαινομένη. Αυτό που θέλει να πη εδώ ο Όμηρος φανερώνεται υπερεπαρκώς στον Ύμνον εις Δήμητραν όπου (386) η Δήμητρα που αναπηδά συγκρίνεται με μία Μαινάδα που «τρέχει με μανία στους ορεινούς δρυμούς». Η προσθήκη αποκλείει για μας κάθε παρανόηση- για τους ακροατές όμως του Ομήρου μπορούσε και το μαινάς από μόνο του να μην επιτρέπη καμμία παρανόηση.

Ο «μαινόμενος» Διόνυσος και οι «μαινόμενες» ακόλουθοί του είναι λοιπόν οικείες για τον Όμηρο μορφές. Και ο θεός του οίνου; Είναι όντως αληθές ότι ο Όμηρος δεν γνωρίζει ακόμη τίποτε γι’ αυτόν; Ο Αρίσταρχος παρατηρεί αναφορικά με το 9, 198 της Οδύσσειας ότι ο ποιητής που μνημονεύει πάντως τόσο συχνά και στα δύο έπη το κρασί, πουθενά δεν χαρακτηρίζει τον Διόνυσο δωρητή του. Το σημείο αυτό τόνισε με έμφαση και ο Κ. Ο. Muller σχολιάζοντας την Αντισυμβολική του I.H. Voss (Ελάσ. Γραπτά II, 1825 σ. 28 κ.ε) και από τότε θεωρείται δεδομένο ότι το κρασί δεν έχει τίποτε να κάνη με την αρχέγονη ουσία του Διονύσου αλλά υστερογενώς τέθηκε υπό την προ­στασία του. Δεν έχει καμμία βαρύτητα, υποτίθεται, η διήγηση για την χρυσή υδρία που κατά την Οδύσ. 24, 73 έστειλε ο Διόνυσος στην Θέτιδα, μολονότι ο ίδιος ο Muller ήταν της άποψης ότι μπορεί να προβληθή ως ένσταση κατά της ισχύος της θέσεώς του. Ας μην επικαλεσθούμε και το όνομα του πατέρα του ιερέα εκείνου του Απόλλω­να, του Μάρωνα στον οποίο ο Οδυσσεύς οφείλει το κρασί με το οποίο μέθησε τους Κύκλωπες (Οδύσ. 9, 196 κ.ε.) που ήταν Ευάνθης, φέρει δηλαδή ένα όνομα που συναντούμε στον ίδιο τον Διόνυσο ή σ’ έναν από τους γιούς του· ο Ησίοδος λοιπόν θέλει αυτόν τον Μάρωνα να κατάγεται από τον Διόνυσο (απ. 120) και ο Ευριπίδης (Κύκλωψ 141 κ.ε.) τον χαρακτηρίζει ευθέως γιο του Διονύσου. Όμως το (θεωρού­μενο πάντως από τον Αριστοφάνη και τον Αρίσταρχο ως αταίριαστο σημείο της Ιλιάδος όπου ο γιος του Δία και της Θηβαίος Σεμέλης ονομάζεται «τέρψη των ανθρώπων» (χάρμα βροτοῖσιν), Ιλιάδος 14, 325, παραπέμπει αναμφίβολα στον δωρητή του οίνου. Γιατί όταν ο Ηρακλής στον αμέσως προηγούμενο στίχο ονομάζεται «γενναιόκαρ­δος» (κρατερόφρων), αυτά τα λόγια πρέπει να χαρακτηρίζουν τον γιο της Σεμέλης και δεν μπορούν να σημαίνουν κάτι άλλο από αυτό που λέει ο Ησίοδος ονομάζοντάς τον στην ίδια ακριβώς συνάφεια «περι­χαρή» (πολυγηθῆ), Θεογ. 94Γ τούτος όμως είναι ο χαρακτηρισμός που ο Ησίοδος αλλού προσγράφει στον Διόνυσο ως τον θεό του οίνου ( Έργα 614). Ο Mulller θεώρησε κρίσιμο το ότι ο Όμηρος ονομάζει μεν το σιτάρι δώρο της Δήμητρας αλλά πουθενά δεν συνάπτει ρητώς τον Διόνυσο με το κρασί. Δεν μπορεί όμως κανείς να παραβλέπη ότι στους στίχους που γίνεται λόγος για την ίδια την Δήμητρα (Ιλιάδ. 14, 326· Οδύσσ. 5, 125) δεν αναφέρεται το δώρο της και ότι υπάρχει εντυπωσιακά μικρός αριθμός σημειών όπου συνάπτεται η ευλογία του αγρού με το όνομά της. Ο ποιητής των ηρώων δεν είναι κατά βάση επιφυλακτικώτερος με τον Διόνυσο από ό,τι με την Δήμητρα. Και όποιος γνωρίζει τους θεούς που κυβερνούν στον Όμηρο τον κόσμο αυτός γνωρίζει επίσης πόσο εύλογη είναι αυτή η επιφυλακτική στάση. Αποσιωπά πολλά στοιχεία ξένα προς το πνεύμα του κόσμου του και συχνά προδίδει την γνώση του γι’ αυτά με μιά μόνο λέξη. Τι το πιο ξένο γι’ αυτόν από έναν μαινόμενο Θεό! Ο θεός του οίνου λοιπόν, ο Διόνυσος, δεν του ήταν λιγότερο γνωστός από την θεά του σίτου, Δήμητρα.

Το ομηρικό έπος φαίνεται κατατοπισμένο επακριβώς και για τους δεσμούς του Διονύσου με άλλες θεότητες που γνωρίζουμε από την μυθική παράδοση ή την λατρευτική ιστορία. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η φιλία του με την Θέτιδα. Στους κόλπους της προσπέφτει αναζητώ­ντας καταφύγιο από τον άγριο Λυκούργο (Ιλιάδ.6, 132) και σ’ αυτήν κάνει δώρο τον χρυσό αμφορέα όπου τοποθετείται αργότερα το λεί­ψανο του Αχιλλέα (Οδύσ. 24, 73 κ.ε.). Ό,τι μαρτυρείται από τόσο πολλά λατρευτικά έθιμα: ότι ο Διόνυσος αισθάνεται οικεία μέσα στα υγρά βάθη, εκφράζεται με αρκετή σαφήνεια σ’ αυτόν τον ομηρικό μύθο. Η χρυσή υδρία, δώρο του θεού στην Θέτιδα, που είναι έργο του Ηφαίστου, μπορεί να θεωρηθή υπόδειξη της περίφημης φιλίας του με τον Ήφαιστο· στον Νόννο (19, 120 κ.ε.) η Αφροδίτη του δίνει έναν κατασκευασμένο από τον Ήφαιστο κρατήρα. Πολύ σημαντικό είναι, τέλος, ότι η Νέκυια της Οδύσσειας (11, 325) τον παρουσιάζει συνδεδεμένο με την Αριάδνη, την βασίλισσα των γυναικών του Διονύ­σου. Η όμορφη κόρη του Μίνωα, λέγεται εκεί, απήχθη από τον Θη­σέα από την Κρήτη, Θησέας που ήθελε να την φέρη στην Αθήνα αλ­λά προτού γίνη αυτό, η Άρτεμις την θανάτωσε καθ’ υπόδειξη του Διονύσου. Ο Διόνυσος πρέπει να είχε κάποια δικαιώματα επί της Αριάδνης- γιατί η διήγηση αντιστοιχεί ακριβώς στην ιστορία του θα­νάτου της Κορωνίδος (πβ. Πινδάρου, Πυθ. 3, 9 κ.ε. και 32 κ.ε. Φερεκύδ. απ. 8 Παυσαν. 2, 26, 6) την οποία επίσης σκότωσε η Άρτε- μις και μάλιστα με την άδεια του Απόλλωνα επειδή πρόδωσε τον θεό μ’ έναν θνητό εραστή. Η Άρτεμις είναι, ως γνωστόν, η θεά που φέρ­νει τον θάνατο στις εγκύους. Η Κορωνίδα πεθαίνει προτού ακόμη γεννήση τον Ασκληπιό, για την Αριάδνη όμως η παράδοση της λα­τρείας της στην Κύπρο (Πλούταρχος, Θησ. 20) λέει ότι πέθανε στην λοχεία.

Κατόπιν όλων αυτών πιστεύει κανείς πρόθυμα τον Παυσανία (10, 4, 2) που λέει ότι ο Πανοπεύς στην Οδύσσεια (11, 580) έλαβε τον χαρακτηρισμό «τόπος του όμορφου χορού» (καλλίχορος) από την συ­νήθεια των κατευθυνόμενών στον Παρνασσό αττικών Θυιάδων να διοργανώνουν τους χορούς τους εκεί.

Ο Όμηρος επομένως όχι απλώς γνωρίζει τον Διόνυσο αλλά θίγει σχεδόν ό,τι είναι χαρακτηριστικό για τον μύθο και την λατρεία του. Αυτό είναι ακόμη πιο αξιοπρόσεκτο όταν ο ίδιος ο Διόνυσος δεν έχη καμμία απολύτως σημασία για τον ομηρικό κόσμο όταν, επομένως, κάθε τι που τον αφορά εκφράζεται μόνον περιστασιακά. Και μάλιστα είναι η Ιλιάδα όπου αυτός προβάλλει ως «μαινόμενος», περιστοιχισμέ­νος από «τροφούς», από «μαινάδες», Ιλιάδα που γνωρίζει την αιμα­τηρή καταδίωξη του θεού και του εσμού των γυναικών του καθώς και την εξαφάνισή του στα βάθη της θάλασσας. Η Ιλιάδα είναι επίσης που μπορεί να υποδεικνύει τον θεό του οίνου ενώ η Οδύσσεια τον συντρο­φεύει με τον Ήφαιστο, την Αρτέμιδα και, προ παντός, την Αριάδνη. Και πουθενά το παραμικρό ίχνος ότι η λατρεία του γινόταν αισθητή ως κάτι το νέο, κάτι που εισέβαλε έξωθεν.

Η στενή αυτή οικειότητα του ομηρικού έπους με την διονυσιακή θρησκεία οδηγεί στο ίδιο αυτό συμπέρασμα που είμασταν ήδη σε θέση να συναγάγουμε από την ιωνική γιορτή των Ανθεστηρίων: ο Διόνυσος πρέπει, τουλάχιστον ήδη από τα τέλη της δεύτερης χιλιετίας, να ήταν ενταγμένος στον ελληνικό κύκλο λατρείας. Το εάν είχε σε προγενέστε­ρα χρόνια, για τα οποία δεν διαθέτουμε αξιόπιστα στοιχεία, εισαχθή από το εξωτερικό στους Έλληνες, αυτό ανήκει στα ερωτήματα που δεν μπορούν φυσικά ποτέ να απαντηθούν με βεβαιότητα. Μπορούμε ό­μως οριστικά να πούμε ότι κάθε στοιχείο προσαχθέν κατά τα παλαιότερα ή νεώτερα χρόνια προς απόδειξη της εκ Θράκης ή Φρυγίας μετανάστευσής του δεν έχει κανενός είδους πειστική ισχύ. Σε μία παλαιότερη εκδοχή της η υπόθεση αυτή εκπροσωπήθηκε ως γνωστόν από τον Erwin Rohde (Ψυχή II, 5 κ.ε. 23 κ.ε.). Ο Rohde κάνει λόγο για την «θρακική λατρεία της έκστασης» που εισέβαλε στην Ελλάδα με τρομακτική αγριότητα και έγινε αποδεκτή μόνο μετά την υπέρβαση σφοδρής αντίστασης.

Ο ζήλος με τον οποίο λατρευόταν ο Διόνυσος στην Θράκη είναι γνωστός και έχει αρκετά συχνά τονισθή. Ο A. Rapp έχει με επιμέλεια συνοψίσει την αρχαία παράδοση (Οι σχέσεις της διονυσιακής λατρείας με την Θράκη και την Μικρά Ασία, Στουττγάρδη 1882). Εξήρε ε­πίσης το γεγονός ότι η διονυσιακή λατρεία είχε στην Ελλάδα την πλέον ζωηρή της έκφραση εκεί όπου είχε διατηρηθή η γνώση της από παλαιό θρακικό πληθυσμό, στην Φωκίδα δηλαδή και την Βοιωτία (πβ. σχετικά μ’ αυτούς τους Θράκες της κεντρικής Ελλάδος τώρα και στον Wilamowitz, Πίστη των Ελλήνων I, 52). Με τις περιστάσεις αυτές προκύπτει εύλογα η σκέψη ότι οι Θράκες θα μπορούσαν να έχουν φέρει την λατρεία αυτή στην κεντρική Ελλάδα. Με την ίδια όμως ευχέρεια μπορεί η λατρεία αυτή ξεκινώντας από την Ελλάδα να πορεύθηκε προς την Θράκη και οι γνωστές οργιαστικές λατρείες της Θράκης, τις ο­ποίες συνεχώς επικαλούνται, για να καταστήσουν περισσότερο πιστευ­τή την καταγωγή του θεού από εκεί, μπορούν να χρησιμεύσουν, αντί­θετα, προς απόδειξη του ότι οι Θράκες ήταν πολύ δεκτικοί για την υιοθέτηση ενός Έλληνα Διονύσου· υπήρξαν πάντως, αφ’ ότου γνώρισαν το κλήμα, διαβόητοι εραστές του ακράτου οίνου. Είναι πολύ αξιοπρό­σεκτος ο τόσο εξαιρετικά μικρός ρόλος της Θράκης στον διονυσιακό μύθο. Γι’ αυτόν τον λόγο ένας ειδήμων όπως ο K.O.Muller δεν ανεγνώρισε καμμία σημασία στην θρακική ύπαιθρο κατά τους σχετικούς με την καταγωγή της διονυσιακής λατρείας συλλογισμούς του' και ένας τόσο εμβριθής μελετητής όπως ο Ο. Gruppe μπορούσε περισσό­τερο από μία δεκαετία μετά την δημοσίευση της Ψυχής του Rohde να καταλήγη στην πεποίθηση ότι «αναμφίβολα» Έλληνες άποικοι εμ­φύτευσαν τον Διόνυσο στην Θράκη (Ελληνική Μυθολογία και Ιστορία της ελληνικής θρησκείας, I, 1410). Η κρατούσα, ωστόσο, σήμερα γνώμη (βλ. π.χ. Wilamowitz, Πίστη των Ελλήνων II 60) θέλει την Ιλιάδα μ’ αυτό το Νυσείον (6, 133), όπου έλαβε χώρα μία καταδίωξη του διονυσιακού εσμού από τον Λυκούργο να εννοή έναν τόπο στην Θράκη. Ο λόγος είναι ότι ο Λυκούργος αργότερα (π.β. επί παραδείγματι, Σοφ. Αντιγ. 965 κ.ε.) ονομάζεται βασιλέας των Ηδωνών και ως τοποθεσία του χαμού του κατονομάζεται το Παγγαίο όρος (Απολλόδ. 3, 35), όπου κατά τον Ησύχιο φέρεται ότι υπήρξε ένας τόπος με το όνομα Νύσα. Έτσι και τα Ιλιάδος Σχόλια μιλούν επίσης για μία Νύσα στην Θράκη. Στην αντίληψη αυτή ο Muller (Ελ. Γρ. II, 27) αντέτεινε ότι «πουθενά σε ολόκληρη την γεωγραφία της Θράκης δεν υπάρχει αναφορά σ’ έναν τόπο που να ονομάζεται όντως Νύσα». Πώς θα μπορούσε και ο Αντίμαχος (βλ. Διόδωρος 3, 64) να εντοπίση τον αγώνα του Λυκούργου με τον Διόνυσο σε μία αραβική Νύσα αν η αρχέγονη εκδοχή της παράδοσης είχε εννοήση τελεσίδικα μία θρακική.

Τελευταία, όπως ήδη ειπώθηκε, κυριάρχησε η αντίληψη ότι ο Διό­νυσος ήλθε στους Έλληνες όχι απ’ ευθείας από την Θράκη αλλά από την Φρυγία, διά μέσου του Αιγαίου Πελάγους, από τους Θράκες που μετοίκησαν στην Μικρά Ασία. Την διά ξηράς εισέλαση από την Θράκη θεωρεί ο Wilamowitz (Πίστη των Ελλ. II 61) απίθανη ήδη επειδή στην Θεσσαλία, από την οποία θα έπρεπε τότε να περάση ο Θεός, μπορούν ελάχιστα μόνον ίχνη του να βρεθούν. Για τον Wilamowitz θεωρείται αποδεδειγμένο ότι οι Έλληνες παρέλαβαν τον δικό τους Διόνυσο από την Μικρά Ασία. Αυτό ενισχύεται από την επί πλοίου είσοδό του που σημαίνει το γνωστό λατρευτικό έθιμο των Ανθεστηρίων. Αλλά κάθε αμφιβολία διασκεδάζεται, κατ’ αυτόν, από την ανα­κάλυψη ότι η Σεμέλη είναι το φρυγικό όνομα της θεάς της γης και Βάκχος το λυδικό αντίστοιχο για το Διόνυσος. Έτσι, συνεχίζει, πι­στοποιείται τέλεια το τι νόημα είχε ο λυδικός βακχικός χορός του Ευριπίδη και ο Τμώλος ως διονυσιακό βουνό. Η αξία των παρατη­ρήσεων αυτών του Wilamowitz θα δειχθή στην πορεία των ερευνών μας. Ορισμένες όμως από αυτές μπορούν ήδη τώρα να υποβληθούν σε ακριβέστερη εξέταση. Στις λυδικές επιγραφές η ρίζα Baki — (Βάκχος επομένως) χρησιμεύει στην κατονομασία του ίδιου του θεού, περαι­τέρω στον χαρακτηρισμό του κυρίου ονόματος Bakiva που σε ελληνική μετάφραση είναι Διονυσικλης (π.β. Littman, Αμερικανική Εταιρεία ανασκαφών στις Σάρ8εις VI1, σ. 38 κ.ε.). Το συμπέρασμα, ότι πρέπει το Βάκχος να υπήρξε, σύμφωνα με αυτά, λυδική (ή φρυγική μετεφρασμένη στα λυδικά) λέξη εξάγεται από τον ίδιο τον Littman με δισταγ­μό, από τον Wilamowitz όμως (Πίνδαρος 45) με μεγάλη βεβαιότητα (π.β. επίσης Nilsson, Μινωικο-μυκην. Θρησκεία 500). Δεν μπορεί όμως κανείς να πη ότι είναι πειστικό. Μπορούμε πάντως, τουλάχιστον με την ίδια ευχέρεια, να σκεφθούμε ότι το όνομα Βάκχος εισήλθε σε πολύ πρώιμα χρόνια από τα ελληνικά στα φρυγικά και τα λυδικά και για λόγους άγνωστους παρέμεινε μόνο στα λυδικά. Είναι όμως περισ­σότερο πιθανό να ανήκε στον προελληνικό πληθυσμό — την γλώσσα του οποίου μαρτυρεί και το όνομα του Παρνασσού, του όρους των διονυσιακών οργίων — και ακριβώς στα λυδικά να διατηρήθηκε ως κύριο όνομα του Διονύσου. Επομένως θα ήταν πολύ απρόσεκτο να θεωρούμε το λυδικό εύρημα αδιαμφισβήτητη απόδειξη μικρασιατικής καταγωγής της διονυσιακής λατρείας. Σχετικά όμως με την υπόθεση ότι πίσω από την Σεμέλη κρύβεται η φρυγική θεά της γης ας ειπωθή επί του παρόντος ότι το σύνολο της παράδοσής μας την αρνείται τελεσιδίκως.

Είτε η καταγωγή της διονυσιακής θρησκείας εντοπίζεται στην Θρά­κη είτε στην Μικρά Ασία, παραμένει η δυσκολία συνυφής της με τις αρχαίες αντιλήψεις για την Νύσα όπου λέγεται ότι γεννήθηκε και ανατράφηκε ό νέος θεός (π.β. Ομ. ύμνοι 34, 8. Πινδ. απ. 247 κ.α.). Νύσα ήταν χωρίς αμφιβολία το όνομα μιας ορεινής χώρας στα όρια του θρύλου παρόμοια με την χώρα των Υπερβορείων (π.β. L. Malten Arch. f. Religionswiss. 12, 285 κ.ε.). Λέγεται ότι εκεί απήχθη η Περσεφόνη την ώρα πού έπαιζε με τις κόρες του Ωκεανού και μάζευε λουλούδια από τον θεό των νεκρών που αιφνίδια πρόβαλε από τα έγκατα της γης (Ύμνος εις Δήμητραν 17, όπου θεωρώ σωστή την παραδεδομένη γραφή παρά τα όσα αναπτύσσει ο Malten). Η ιδέα που είχε κανείς γι’ αυτήν την χώρα του παραμυθιού είναι τόσο σημαντική επειδή αναμφίβολα το όνομά της είναι το κύριο συστατικό του ονό­ματος του Διονύσου. Ο Ρ. Kretschmer {Εκ της Ανομίας σσ. 22 κ.ε.) έκανε άριστες παρατηρήσεις σχετικά. Οι διάφορες διαλεκτικές μορφές του ονόματος: Διόνυσος, Διώνυσος και Διόννυσος ανάγονται σε δύο βασικούς τύπους που συνδυάζουν την λέξη νόσος, τη μία με την ρίζα (Διο —), την άλλη με την γενική του ονόματος του Δία. Το ότι αυτό το νόσος ως θρακική λέξη αντιστοιχεί στην ελληνική νύμφη, σημαίνει δηλαδή «γιος», όπως πίστεψε ο Kretschmer, μου φαίνεται, παρά την πιθανότητα που επιτρέπει η γλώσσα, όχι απλώς αναπόδεικτο αλλά απίθανο. Την πρωταρχική του σημασία δεν μπορούμε πλέον να την γνωρίσουμε, δεν ισχύει όμως το ίδιο για την περιοχή στην οποία ανήκει. Ο θηλυκός τύπος εμφανίζεται στο όνομα της Νύσας που κατά τον Τέρπανδρο (απ. 8) ήταν τροφός του Διονύσου. Προς τιμήν της φέρεται ότι έδωσε το όνομα στην ινδική πόλη Νύσα. Ο Διόδωρος (3, 70) την ονομάζει κόρη του Αρισταίου. Τρεις Νύσαι λαμβάνουν τον Διόνυσο ως παιδί σ’ ένα αγγείο του Σοφίλου (Ath. Mitt.14, Πίν. 1), και αργότερα γίνεται έτσι κοινός τόπος η αναφορά σε Νύσιες και Νυσιάδες στον πληθυντικό ως θεραπαινίδες του θεού. Η θρυλική λοι­πόν χώρα της Νύσας έλαβε το όνομά της από τις κατοίκους τους, τις Νύσες και ο Διό-νυσος, «ο θείος Νύσος» ή «ο Νύσος του Διός» χα­ρακτηρίζεται μ’ αυτό το όνομα ως ένας από αυτές. Η κοινότητα μάλιστα της ζωής του με τις γυναίκες ιδιάζει στην φύση του- και όπως ως Βάκχος περιστοιχίζεται από Βάκχες έτσι ως Νύσος βρίσκεται στο κέντρο του εσμού των Νυσών. Σ ’ αυτές, το θεϊκό τους ορεινό λιβάδι, μεταφέρθηκε το νήπιο Διόνυσος και εκείθεν έρχεται ο θεός στους ανθρώπους όπως ο Απόλλων από τους Υπερβορείους.

Η Νύσα αυτή εντοπίστηκε όχι απλώς σε μακρυνές χώρες αλλά και τόποι επίσης του κοντινού περίγυρου συνήφθησαν διά του ονόματος της με τον Διόνυσο. Έτσι ο Σοφοκλής {Αντιγ. 1131) ονομάζει μια Νύσα στην Εύβοια η οποία είναι αυτή προφανώς που εννοείται και στις Βάκχες του Ευριπίδη (556). Μία τοποθεσία στον Ελικώνα ο­νομαζόταν Νύσα κατά τον Στράβωνα (9, 405) που επί πλέον παρα­τηρεί ότι πολλοί αναγνώριζαν σ’ αυτήν, την Νύσα στο 2, 508 της ΙλιάΒος. Επίσης στον Παρνασσό τοποθετείται μία Νύσα (Σέρβιος Verg. Aen. 6,805 κώδ. D' πβ. Σχόλια εις τους Πέρσας προ λ. 2· επίσης Σχόλια εις την Σοφ. Αντιγ. 1131). Όμως ούτε στην Θράκη ούτε στην Φρυγία και στην Μικρά Ασία εν γένει φαίνεται να υπήρξε ένας τόπος μ’ αυτό το όνομα. Γιατί οι σχετικές με μία θρακική Νύσα πληροφορίες ανάγονται προφανώς όλες στην ομηρική θέση που παρουσιάσθηκε προηγουμένως αν δεν εννοούσαν, όπως πίστευε ο Muller, πράγματι μία Θράκη ευρισκόμενη στον Ελικώνα και τον Παρνασσό (Στεφ. Βυζ., Ησύχιος, Ιλιά8ος Σχόλια). Για την Μικρά Ασία όμως αναφέρεται μόνον άπαξ μιά λυδική Νύσα στην αλφαβητική απογραφή του Ησυχίου. Η γνωστή Νύσα στην Καρία έλαβε το όνομά της από μιά σύζυγο του Αντιόχου (π.β. Malten, Arch. f. Religionswiss. 12, 288 κ.ε.). Αυτή η αξιοπρόσεκτη έλλειψη σίγουρα δεν είναι υπέρ της υπό­θεσης ότι ο Διόνυσος ήλθε από την Θράκη ή την Φρυγία. Το περίφημο χορικό της σοφόκλειας Αντιγόνης (1115 κ.ε.) κατονομάζει ως αγα­πημένους τόπους του θεού, πλην των μητρώων (Θήβες, Ελευσίνα, Δελφοί, Εύβοια), μόνον την Ιταλία. Από τα αρχαία στοιχεία τεκμαίρεται ότι η Νύσα όπου μεγάλωσε ο Διόνυσος και από όπου έκανε την είσοδό του στα βασίλεια των ανθρώπων αναζητήθηκε κατ’ εξοχήν μακρυά προς ανατολάς και νότον, στην χώρα δηλαδή του ήλιου. Κατά τον Ηρόδοτο (2,146) πιστευόταν ότι ο Δίας έφερε το ραμμένο μέσα στον μηρό του νεογέννητο στην Νύσα της Αιθιοπίας (ἐς Νύσην τήν ὑπέρ Αἴγυπτον ἔθυσαν ἐν τῇ Αἰθιοπίῃ· πβ. 3,97: Αἰθίοπες οἱ πρόσουροι Αἰγυπτω... οἵ περί τε Νύσην τήν ἱρήν κατοίκηνται και τῷ Διονύσῳ ἀνάγουσι τάς ὁρτάς). 0 Αντίμαχος (βλ. Διόδωρος 3,65) μετατόπιζε την σύγκρουση του Διονύσου με τον Λυκούργο σε μία αραβική Νύσα και ο Διόδωρος (3,66) πιστεύει ότι η Νύσα που κατονομάζεται στον Ομηρικό Ύμνο 34,8 ως γενέθλιος τόπος του θεού (τηλοῦ Φοινίκης σχεδόν Αἰγύπτοιο ῥοάων) είναι ακριβώς η αραβική. Αυτό το γνωρί­ζουν και ο Νόννος, ο Ησύχιος και τα Ιλιάδος Σχόλια. Μία αιγυπτιακή Νύσα αναφέρει, πλην του Ησυχίου και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος (2,1217). Μία εντοπισμένη στην Συρία γνωρίζει ήδη ο Ξενοφών (Κυνηγ. 11,1 π.β. Πλιν. Nat. hist. 5,74). Τέλος, μπορεί τουλάχιστον να αναφερθή η από τα (αλεξανδρινά χρόνια τόσο πολύ γνωστή ινδική Νύσα.

Ως μία ιδιαιτέρως διαφωτιστική ενίσχυση της θεωρίας ότι η διο­νυσιακή λατρεία ήλθε από την Μικρά Ασία στην Ελλάδα θεωρείται, τέλος, η πομπή με το πλοίο που ετελείτο κατά τις ιωνικές γιορτές του Διονύσου. Στην Αθήνα και, κατά πάσα πιθανότητα, την μέρα των Χοών (πβ. Deubner, Arch. Jahrb. 1927. Αττ. Εορτές 102) λάμβανε χώρα η τελετουργική είσοδος του θεού πάνω σε ένα πλωτό άρμα. Η αντίληψή τους δηλαδή ήταν ότι ο θεός έρχεται από την θάλασσα όπως τον δείχνει μάλιστα και η περίφημη κύλιξ του Εξηκία να καταπλέη μέσα σ ’ ένα στεφανωμένο από κληματίδες ιστιοφόρο. Από εδώ συνά­γεται ότι η λατρεία του μια φορά πρέπει να κατέφθασε από την Μικρά Ασία στους Έλληνες της μητρικής γης (αυτή είναι, π.χ. η θέση του Ο. Kern, Realencykl. V 1020 κ.ε., του Deubner ό.π. και άλλων. Η τελείως αυθαίρετη υπόθεση του Nilsson ως προς το νόημα και την καταγωγή του εθίμου, Arch. Jahrb. 1916, 334, μπορεί εδώ εύκολα να τεθή κατά μέρος). Είναι εκπληκτικό ότι και ο Wilamowitz ήταν της αυτής άποψης (Πίστη των Ελλήνων II 61) ενώ ο ίδιος, πάντως, υποσήμαινε ότι ο Διόνυσος, κατά την παράδοση που αναφέρει ο Όμηρος, καταδύεται στην θάλασσα, επομένως «μπορούσε και να αναδυθή από την θάλασσα», και περαιτέρω υπενθύμιζε ότι, κατά την παράδοση που υπάρχει στο μέρος Βρασιαί της ανατολικής ακτής της Λακωνίας (Παυσαν. 3,24,3), ο Διόνυσος βρέφος ξεβράστηκε στην ακτή μέσα σ’ ένα κιβώτιο μαζί με την Σεμέλη και, καθώς η μητέρα του δεν ήταν πλέον ζωντανή, ανατράφηκε από την Ινώ σ’ ένα σπήλαιο. Αποτελεί λοιπόν τρόπο του Διονύσου να εμφανίζεται από την θάλασ­σα. Η συγγένειά του με το στοιχείο του νερού θα συζητηθή αναλυτικά σ’ ένα κατοπινό κεφάλαιο. Όπως για να ξεφύγη από τον Λυκούργο εξαφανίζεται στην θάλασσα, έτσι πίστευαν οι Αργείοι ότι βυθίστηκε στην Λερναία λίμνη’ γιατί τον καλούσαν τακτικά στην γιορτή της εμφάνειάς του από τα βάθη της (Πλούταρχος Περί Ισ. και Οσίρ 35). Όταν λοιπόν την ημέρα της γιορτής εισέρχεται πάνω σ’ ένα πλοίο, αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο από την Επιφάνειά του εκ της θαλάσ­σης. Ως εκ του περισσού γνωρίζουμε ακόμη ότι η τελετή με το πλοίο που ετελείτο γενικά στα ιωνικά Ανθεστήρια ήταν θεσμός και στην Σμύρνη, πέραν δηλαδή της θάλασσας στην μικρασιατική ακτή (πβ. Deubner ό.π.), κάτι τελείως παράλογο αν το τελετουργικό έθιμο ή­θελε να επικυρώση την ανάμνηση μιας πραγματικής άφιξης τους Διο­νύσου από την Φρυγία ή την Λυδία. Οι παρατηρήσεις του Wilamowitz (Πίστη των Ελλήνων II, 61,2) δεν μπορούν να μειώσουν την αξία της σημαντικής αυτής μαρτυρίας.

Κατόπιν αυτών των προκαταρκτικών παρατηρήσεων που έγιναν απλώς για να δείξουν πόσο παλαιά είναι η οικειότητα των Ελλήνων με την διονυσιακή θρησκεία και πόσο λίγο πειστικές είναι οι υποθέσεις περί της μετανάστευσής της από την Θράκη ή την Φρυγία, στρεφό­μαστε τώρα στην ίδια την μορφή του θεού Διονύσου. Άπαξ και καταστή αυτή σαφής, μπορεί οποιοσδήποτε να αναρρωτηθή αν εξακολουθή να έχη νόημα η παραβολή της λατρείας του με οργιαστικές λατρείες θεών της Μικράς Ασίας.

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΑΓΧΙΒΑΣΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΤΕΙΟΥ ΛΟΓΟΥ

Ὁ λόγος τῶν θεωρούμενων σάν «αὐθεντικῶν» ρήσεων τοῦ Ἡράκλειτου γεννάει προβλήματα: δέν εἶναι πάντα τοῦ αὐτοῦ ὕφους - παρά πού ὑποτίθεται πώς παρα­δίνεται σάν «αὐτούσιος» [καί γι’αὐτό ἄλλωστε ἡ φιλολογική κριτική τόν «ἀποδέχε­ται» (ἔστω καί μ’«ἐπιφυλάξεις») καί τόν παραθέτει, μετά τούς ἐλέγχους καί τίς ἐ­πεξεργασίες της, σά «δικό του», (εἶναι τά Β τοῦ Diels, ὅπου σταθερά παραπέμπω, ὅπως κι ὅλες οἱ κλασσικές ἐκδόσεις κι ὅλα τά μεγάλα λεξικά, γιατ’εἶν’ ἡ βασικώτερη κ’ ἡ πιό ἔγκυρη συλλογή Ἀποσπασμάτων τῶν Προσωκρατικῶν, ἀλλά κ’ ἡ προσιτώτερη στόν ἕλληνα καί τόν μή ἐξειδικευμένο μελετητή)] —, οὔτ’ ἔχει τούς αὐτούς ρυ­θμούς (ἀπ’ τούς ὁποίους τεκμαίρονται κυριώτατα οἱ «γνησιότητες» τῶν κειμένων), οὔτε σταθερή γεύση, οὔτε τό λεξιλόγιο πάντα τό ἴδιο εὖρος κ’ οἱ σημασίες ἤ ἀποχρώσεις τους τίς ἴδιες κλίμακες, οὔτ’ οἱ συντάξεις πείθουν πώς ἀπ’ τόν ἴδιον ἐκφραστικό αὐτοματισμό τοῦ αὐτοῦ προσώπου παράγονται, καί ἐν γένει, ἄσχετα καί μ’ ὅποια «κα­θαρά φιλολογική» βάσανο, ὁ προσωπικά ἔμπειρος τῶν δομών καί τῶν ποιοτήτων τῆς Ἑλληνικῆς, σ’ ὅλο της τό βάθος καί τό διαχρονικό πλάτος, μάλιστα μέ ειδικά ἀνεπτυγμένη δημιουργική διαίσθηση, πού πιάνει ἄμεσα τίς ὀργανικές ἐκεῖνες ὑφές τοῦ λό­γου, τίς ταυτοτικές του τροποντινά, δέν βεβαιώνεται — ἤ, ὁπωσδήποτε: γιά τίς πλεῖστες προσφερόμενες σάν «αὐθεντικές» ρήσεις — πώς εἶναι πράγματι λόγος τοῦ Σκοτεινοῦ. Ὁλοφάνερα, σέ πολλές, οἱ χροιές εἶναι τοῦ παραδίδοντος ὑστέρου συγγραφέως ἤ δοξογράφου, καί μάλιστα ὅταν εἶναι χριστιανός, ὅπου ἡ ἰσχυρή προπαγανδι­στική τάση τοῦ πιστοῦ γιά τήν πίστη του καί τά δόγματά της, ἡ ἐν πολλοῖς προκρούστεια συμπίεση ὅλων να φανοῦν «ἐπαληθεύοντα», «ἐπιβεβαιώνοντα», «προφητεύοντα» κ.λ. γνωστά τῶν φανατισμῶν, κρυπτοαλλοιώνει τά πᾶν, κρυπτοεκχριστιανίζει ἤ ἀναφανδόν ἀσύστολα ἐκχριστιανίζει! Ἀνάλογα δέ κ’ οἱ ἄλλοι, ὄχι μόνο οἱ χριστιανοί: οἱ στωικοί τίς στωικίζουν, οἱ νεοπλατωνικοί τίς νεοπλατωνίζουν, ἀλλοι τίς διανοητικοποιοῦν κι ἄλλοι τίς μυστικοποιοῦν ἤ τίς λυρικοποιοῦν, ὅλοι συμμιγνύουν τά σχόλιά τους, τίς παραβιάζουν νά «ἐπικυροῦν» τίς κρίσεις τους κ.τ.τ., μέ ἀποτέλεσμα οἱ ρή­σεις, κ’ οἱ πιό «αὐθεντικές», ν’ ἀποτελοῦν ἐλάχιστα ἀσφαλῆ βάση γιά στέρεα «ἀνασύσταση» τῆς «αὐθεντικῆς» σκέψης τοῦ Ἡράκλειτου- ἔδαφος γεμάτο ἐνέδρες, ὅπου διό­λου δέ φτάνει ὁ ἀποκλειστικά φιλολογικός ὁπλισμός, ὁσοδήποτε «αὐστηρός» καί «ὑπεύθυνος», μόνος νά τά βγάλη πέρα. Ὁ ἰδιαίτερα φιλοσοφικός ὁπλισμός, ἐξ ἄλλου, ἐγ­κυμονεῖ τόν κίνδυνο ὑπέρμετρης «φιλοσοφικοποίησης» τῶν ρήσεων, ἄν ἐλεύθερος ἀ- φεθῇ νά ἑρμηνεύῃ καί ν’ ἀποδίδῃ, ἐνῶ άνέμελος κι ἀνυποψίαστος ὁ ἁπλοϊκώτερος λυρικός-ποιητικός, μάλιστα χωρίς ἄλλο στοχαστικό βάρος, μπορεῖ νά βγάλῃ τον Αἰνικτή περίπου «ἀφελῆ» καί «ποιητική ψυχή» φτεροκοποῦσα καί χαιρόμενη τήν τραγουδιστική «ἐλευθερία» τοῦ ἐξωλογικοῦ-διαλεκτικοῦ ἔρωτά της μέ ἰδέες καί μεταφυσικά «ὁράματα» τοῦ ἀπομυστικοποιοῦ καί ἀποκαθηλωτικοῦ (τῶν παλιῶν αὐστηρῶν θεῶν καί τῶν μυθολογιῶν) καιροῦ της. Ὅλ’ αὐτά, καί ἄλλα, εἶναι δυνατά πράγματι, μέ τέ­τοια ἐπισφαλῆ βάση: ρήσεις παραδομένες ἀπό διαφορώτατους, λογῆς-λογῆς νοοτρο­πιῶν καί ψυχοσυνθέσεων, πιστούς ποικιλώτατων ἰδεῶν καί δογμάτων, φανατικούς καί μυστικοπαθεῖς κάθε εἴδους, ἄλλους ἀττικίζοντες κι ἄλλους ἑβραΐζοντες ἤ ἀνατολίζοντες ἤ ἐρωτοτροποῦντες μέ κάθε σχισματικῆς ἐπίνευσης αἱρέσεις τοῦ ἰουδαιοχριστιανισμοῦ τῶν πρώτων αἰώνων, ἄλλους ἐπισείοντες καθ’ ὅλων τό ἡρακλείτειο κεραυνικό ἐκεῖνο πῦρ, πού ἐπελθόν κρίνει καί καταλήψεται τά πάντα (Β 64-6, Dι 65,1-7) — κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς δηλαδή! — σέ τραγελαφική ἔτσι ἐφεσοχριστιανοεβραϊκώτατη βιβλική Βαβέλ ἤ κόλαση.

Γραπτός ἤ προφορικός ὁ λόγος τοῦ Σκοτεινοῦ;

Κοντά, λοιπόν, στίς οὐσιαστικές δυσκολίες ἑρμηνείας καί σωστῆς ἀπόδοσης τῶν ρήσεων, εἶναι κ’ οἱ πρόσθετες αὐτές πού παράγονται ἀπ’ τίς τόσο ἑτερογενεῖς καί πολυποίκιλες παραδόσεις τῶν ἀποσπασμάτων, ἀπό τόσους ὕστερους συγγραφεῖς, στοχαστές, πιστούς, φιλοσόφους, δοξογράφους, τόσο διάφορων γραμματειῶν, πού παρακομίζουν τόσο ἄλλα κλίματα, χρώματα, γεύσεις, λειτουργίες τῆς Ἑλληνικῆς, σημασίες, τόνους τῶν λέξεων, τῶν ἐκφράσεων, τῶν συντάξεων, τῶν μεταφορῶν, τῶν συνηχήσεων-παρηχήσεων, τῶν ρυθμῶν, τῶν σχημάτων, ὅλων τῶν στοιχείων ἐν γένει τοῦ λόγου καί τοῦ Λόγου.

Ἄλλα κι ὅταν, ἔστω, διαφαίνεται κάποια πρωτεϊκή γνησιότητα λόγου πού μοιάζει μᾶλλον ἡρακλείτειος - ἔ, καί τί βέβαιο πάλι κατέχουμε; Ὁ λόγος αὐτός ἦταν ὄντως γραπτός; Ἀπό τόν ἴδιον; Ἤ καταγραμμένος ἀπό ὑστερνούς; Κι ἀπό μνήμης, τάχα, ἤ ἀπό ἔμμεση προφορική παράδοση; Κι ἀπό καταγραφέα-ἀντιγραφέα σέ καταγραφέα-ἀντιγραφέα τί γίνεται, τί ἀλλοιώνεται, τί προσμίγνυται, τί παράγεται τό παράλληλο καί προσκολλᾶται σάν τάχα «γνήσιο» κι αύτό, τί συνδέεται μ’ ὅ,τι δέν συνδεόταν καί τί ἀποσυνδέεται αὐθαίρετα ἐξ ὅσων μόνο συλλειτουργοῦ σε μέσα τους ἐκφραστικά, χωρίς καί νά σημαίνῃ ὅ,τι, ἀποκομμένο τώρα, φαίνεται δῆθεν νά λέῃ, ἐνῶ διόλου ἴσως δέν τό νοοῦσε ἔτσι ὁ Ἡράκλειτος, ὅπου ὡστόσο τό «ἀποδίδουμε»;.. Μόνο τά μεταξύ «σωζόντων» ἡρακλείτειες ρήσεις, συγγραφέων καί δοξογράφων πού μᾶς βρίσκονται, νά δῇ κανείς πῶς παλεύει ὁ Marcovich νά ξεκαθαρίσῃ, νά ὁρίσῃ «ποιός, ἀπό ποιόν», ποιός «πηγαιότερος», ποιός «πιστότερος», ποιός «ἐμμεσότερος», καί «τί» καί «πῶς», συλλαμβάνει γιά ποιό χάος πρόκειται!

Πλήν, καί στίς ἀξονικώτερες για τ’ ὅλο ἡρακλείτειο ἔργο περιπτώσεις τῶν πιό αὐθεντικοφανῶν ρήσεων, παραδιδόμενων ἀπ’ τούς ἐγκυρότερους «σώζοντας», τ' ἀποσπάσματα ἐμφανίζουν τίς οὕτως εἴτε ἄλλως βασικώτερες δυσχέρειες καί ἰδιοτυπίες μιᾶς ἀρχαϊκῆς Ἰωνικῆς, πού πρωθόρμητη ἀσκεῖται βαριά καί σά μαγκωμένη, πρωτοκαμινεύοντας θεωρητικό λόγο πρός ἔκφραση σκέψης ἰσχυρά προσωπικῆς, ἀντί ποίηση ἐπικολυρική κοινή, λαϊκή ἤ λαϊκότροπη, πού αἰῶνες ἀνεπίγνωστα ὡς τώρα ἐποίει - ἐνῶ καί διαρκῶς ἤχεῖ, ἔμμονα, ὄχι σάν γραπτός (παρά πού σαφῶς ἔντεχνος), ἀλλά προφορικός λόγος, σάν κατεβατό ἤ καταλογάδην τροπαριακό, ἀπό χείλια μόλις ἀκουσμένο, Σίβυλλας στόμα μαινόμενο, πού λαλοῦσε-παραλαλοῦσε ἐμπνευσμένο, λόγος μυστικός κι ἀπομυστικοποιός συνάμα παράξενα, ἱερατικός ἀκόμα ἔντονα — στίς χαοτικές ἀντηχήσεις (σά νά ἐκφωνῆται μέσα σ’ εὐρύστερνους ναούς) καί στίς δογματικές ἐκεῖνες ἰσοζυγίες τῶν αὐστηρῶν ζευγμάτων πού τόν σπονδυλώνουν ἐπιβλητικά (καί τί σιδηρᾶ πού ἐκφέρεται!) μά μαζί κι ἀνίερος ἤδη, αἱματηρός ἐπαναστατικά καί φλογερώτατος κατά τόσων «ἱερῶν καί ὁσίων» καί «κρατούντων» πού ὁλόισια καί ἀδίσταχτα πλήσσει κατά μέτωπο, πρωτίστως ὅμως διαλεκτικός: λόγος-ἀντίλογος ἀκατάπαυτα, σωρευτικός ἀντίθετων ἀνήμερων κι ἀσυμβίβαστων, φάσεων-ἀντιφάσεων συνεχῶν καί συλλειτουργουσῶν ἰσοδύναμα καί σχεδόν μαγικά, πρός ὑποβλητική παραγωγή διαρκῶς τῆς κάτω ἀπ’ τό κάθετι σπινθηρίζουσας ἀνταύγειας τοῦ διάπυρου γίγνεσθαι τῶν πάντων, ροπῶν ἀντίρροπων ἰσορροπουσῶν ἐσαεί - λόγος τραγικός ἄρα στή ρίζα του, καί ρυθμικός πάντως, ἐσώρρυθμος ὀργανικά του καί στά νοήματα, καί στίς συνηχήσεις-παρηχήσεις-ἀμφισημεῖες-πολυσημεῖες, πού σημαδεύουν σταθερά τίς ἀνώτατες στροφές καί τίς πιό ὑψηλές καύσεις πρός τίς ὑπέρτατες συλλήψεις του.

Λειτουργική/παραλειτουργική τοῦ διαλεκτικοῦ λόγου

Ὁ ταῦρος ὅμως δέν εἶν’ ὅλ’ αὐτά - τά τοῦ ἀνάσκητου ἀκόμα ἰωνικοῦ λόγου, τά τῆς πρωθόρμητης θεωρητικῆς ἔκφρασης βασικώτερα, μαγκωμένης σάν ἀπό βόδι[1], καί τῶν πελώριων ἀποστάσεων καί διαφορῶν, χαμένων ἐμπειριῶν καί μορφῶν ζωῆς, ἀντιλήψεων, αἰσθήσεων, στάσεων, πού χωρίζουν τό νεοελληνικό λόγο τῆς ἀπόδοσης ἀπό κεῖνο τῶν ρήσεων. Ὁ καθαυτό ταῦρος εἶν’ ὁ ἴδιος ὁ Σκοτεινός, ἡ σκέψη του ἡ ἀπύθμενη, ἡ συχνά ὁλότελα μυστηριώδης, ἡ τρόμο καί ρῖγος προξενοῦσα ὅταν κανείς ὑποψιάζεται ἀδιόρατα πίσω ἀπ’τήν πυκνή ἀχλή τῶν χρησμικά σημαινόμενων-ἀντισημαινόμενων-παρασημαινόμενων καί τοῦ ἀκατάπαυτου σπινθηρισμοῦ ἀλλεπάλληλων ἀμφισημειῶν-πολυσημειῶν, λεγόμενων-ἀντιλεγόμενων, θέσεων-ἀρνήσεων ἀναφλεγόμενων συνεχῶς, ἐνοράσεις πού «δέν εἶναι δυνατόν!» (παλεύει μέσα του ν’ αὐτοκαθησυχασθῇ στή «σύγχρονη ἀνωτερότητα» τῶν «προωθημένων» θεωρήσεών μας ὁ μελετητής), «δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπαινίσσεται αὐτές, ἀπό τότε, ὁ Αἰνικτής!», κι ὅμως αὐτές διαλάμπει δαιμονικώτερα ὁλοένα πώς ὑπαινίσσεται, αὐτές ἀνεξήγητα (ὁ προφήτης λοιπόν), αὐτές - δίχως (ὁ μάντης ἄρα) τόν αἰώνα τοῦτο, τά μέσα καί τά ἐφόδια τά δικά μας, τήν τερατώδη τεχνική, τήν ἐπιστήμη, τήν ἱστορική ἐμπειρία μας δυόμιση χιλιετιῶν!

Καί τότε;.. Πῶς ἀποδίδονται αὐτές, λανθάνουσες ἔτσι φωσφοριστά, κάτω ἀπό τίς ἄλλες, πού σέ πρῶτο ἐπίπεδο τάχα ἐκφέρονται; Πῶς σέ λόγο σημερνό, πού δέ διαθέτει τέτοια πρίσματα, τέτοιες διαπρήσσουσες κρυσταλλικότητες λέξεων καί ἤχων τους, τέτοιες ἐτυμολογήσεις-παρετυμολογήσεις συλλειτουργοῦσες, τέτοιες πολλαπλές ὑποβλητικότητες νοημάτων διά τῶν ρυθμῶν (καί διά τοῦ μέτρου ἀκόμα), διά τῶν συλλαβικῶν αὐτῶν μετάλλων, διά τῶν αὐτῶν παρασημασιῶν, παρηχήσεων, ἀντηχήσεων καί σ’ ἄλλους χώρους, σ’ἄλλες σφαῖρες θεμάτων καί ἰδεῶν, σ’ ὅλες τίς ἰδεατές σφαῖρες μαζί ἐν τέλει, ὅταν πιάνουν τά maxima τῶν πολυπρισματικῶν ὑποδηλώσεών τους;.. Εἶναι ν’ ἀπορῇ κανείς μετά, πού διαφωνοῦν οἱ δοξογράφοι περί τίνος τό ὑποτιθέμενο σύγγραμμα, κι ὁ Διόδοτος ἐκεῖνος λέει πώς οὐ περί φύσεως ἀλλά περί πολιτείας, τά δέ περί φύσεως ἐν παραδείγματος εἴδει κεῖσθαι;[2]

Ὁ λόγος κι ὁ κόσμος - ὁδός ἄνω/κάτω -Το Σύμπαν Ζῶο

Αύτός εἶν’ ὁ μαινόμενος ταῦρος λοιπόν!.. Κι αὐτόν καλεῖται ὁ μελετητής, ὁ ἑρ­μηνευτής, ὁ σχολιαστής κι ὁ κατ’ άνάγκην ἀναδημιουργός, ἀναπλάστης τῆς σκέψης τοῦ έφέσιου Δύσκολου, νά πιάσῃ σάν ἄλλος μινωικός ταυροκαθάπτης ἀπ’ τά κέρατα καί νά δαμάσῃ γιά τήν πρόσληψή μας, χωρίς νά σκοτώσῃ!..

Οί άποδόσεις τότε σωρεύονται ἀπανωτά, πολλαπλασιάζοντας παραλλάσσουν, ἐπανέρχονται, κάνουν νερά διαρκῶς προς νέες μορφές, δυναμικοποιοῦνται καί τείνουν ἀπ’ ἀλλοῦ πρός βαθύτερες ὑπαναστροφές στό αὐτό, στό ἀρχικό, τό καταβολικό, πού φαντάζει ἀπρόσιτο ἀκόμα (ὅπως καί μένει ὥς τό τέλος ἴσως, αἰνιγματικά σημαῖνον, σά Σφίγγα).

Ὁ νεοελληνικός λόγος ὑποφέρει, δοκιμάζεται, ἀδυνατεῖ, αὐθυπερβάλλεται, τανύζεται, στρεβλώνεται, ἐπαναχαλαρώνει, ξαναπλοποιεῖται προσφεύγων πάλι στή θερμή ἀμεσότητά του, ἀποπειρᾶται νά καταστῇ τάχα ἐπαναπρωτεϊκός, ἀστοχεῖ (κ’εὐστοχεῖ ἐνίοτε), οἱ ἀπόηχοί του εἶν’ ὡστόσο ξύλινοι, ὄχι μπρούντζινοι, σιδηροῖ, χρυσοῖ, τά ἠχεῖα μας ὅλα εἶναι στομωμένα, μουντά ἀπ’ τή χθαμαλότητα τῶν καιρῶν, τήν κλειστότητα τῶν χώρων, ἐνῶ τά ἄτρια ἐκεῖνα τῶν τρομερῶν ρήσεων εἶν’ ἀνοιχτά, κι ἀντηχοῦν μαρμάρινα, μέ οὐρανούς ἀμόλευτης εὐδίας τύμπανα ἀποπάνω..- ἤ, ἄλλοτε, θαρρεῖς πώς λειτουργός ἀρχιερέας «τά ἐξαγγέλλει» αὐτά, σέ ἁπλές αὐγινές ναῶν πελώριων, χαοτικῶν, ἤ τελετουργικά εἰσερχόμενος πάλι τά ἐκφωνεῖ καί βοΐζουν θολωτοί τάφοι πανάρχαιοι, παρατείνοντες τούς φθόγγους ὅλους, ἐπαναλαμβάνοντες σάν κρόταλα (ἐκφοβιστικά; δεητικά; ἐξιλαστήρια;) τά ταῦ, τά κάππα (σά βήματα θεῶν πού ἐπέρχονται πάνοπλοι), τά νῦ, τά -ον, τά -ου (σά δυνάμεις καί τρόμοι), τά σῖγμα (σάν ἐντολές ἀποσιώπησης, παρασιώπησης), τά ξί, τά ι, τά ἀεί, κι ὅλα τά -αϊή — ἀξύνετοι[3], κοπρίων[4], πῦρ ἀείζωον[5], Ἐρινῦες[6], πυρκαϊήν[7], παιδός ἡ βασιληίη[8], καί τά λοιπά διάτορα ὀξέα — αἰχμηρότατα ἀκουόμενα, διαπεραστικά, ξίφη ἀποστράπτοντα ὀργῆς πού ἐπαναφέρει στήν τάξη ἀξυνέτους9 βάναυσα, τραχύτατα, ἐλεγκτικά ἀναντίρρητα, κ’ ἐπαπειλῶντας Δίκης ἐπικούρους6, πού ἄλλους ἐξευρήσουσι[9] κ.λ.

Πῶς ν’ ἀποδοθοῦν αὐτά σέ λόγο πού δέν τόν φτερώνουν τά ἴδια φτερά, δέν διαθέτουν οἱ ξεπάρθενες λέξεις τίς ἴδιες μαρμαρυγές, πρός ἰσοδύναμες χορεῖες νοημάτων, νύξεων, πολυνοημάτων καί κατανύξεων κοσμικῶν, συμπαντικῶν τέτοιων;

Τί κάνει ἐδῶ ἡ τυπική ἑρμηνευτική; Συλλαβίζει τυπικές καί μοναδικές σημασίες παρατιθέμενων λέξεων; Δηλαδή τί; Κατακερματίζει - τί ἄλλο; Καί ἄρα κακουργεῖ τό λόγο[10] ἴσα-ἴσα, πού πάει ν’ἀποδώση! Ποῦ εἶναι τό ρεῦμα, ποῦ ἡ ὁρμή του ἀκριβῶς πολυπρισματίζει σημασιοδοτικά κάθε λέξη καί κάθε συλλαβή, κάθε φθόγγο καί κάθε ρυθμό, κάθε φωνῆεν καί κάθε σύμφωνο τῶν ἐνορμητικων αὐτῶν συγκροτήσεων, τῶν μύδρων αὐτῶν τέτοιου ἡφαιστείου;

Ὁ διαλεκτικός λόγος/λόγος ὁμόποιος τοῦ κόσμου

Ὁ στατικεύων το γίγνεσθαι ρασιοναλιστικός λόγος

Ὁ λόγος στόν Ἠράκλειτο λειτουργεῖ διττά τουλάχιστον, κατά βάση: καί σάν ὄργανο ἔκφρασης, καί σάν οὐσία καθαυτή (δεῖγμα-σπάσμα, τρόπον τινά, τοῦ ὄντος). Δηλαδή καί σά μέσο νοητικό, καί σάν ἄμεση παρουσία διάπυρου στοιχείου τοῦ ἀεί γινόμενου-ἀπογινόμενου κόσμου, συγκροτούμενου-ἀποσυγκροτούμενου διαρκῶς, συμπηγνύμενου-ξανατηκόμενου ἀκατάπαυτα, πρός ἐκπύρωση-ἐκμηδένιση κι ἀνασύνθεση-ἀναγέννηση ὁλοένα σέ νέους κύκλους - σάν ἀνάσα, περίπου, πελώριου ζώου, συμπαντικοῦ, «εἰσπνέοντος-ἐκπνέοντος» ἔτσι, κατά εὐρύστερνους μυστηριώδεις ρυθμούς, ἄπιαστους ἀπό μάς[11]. Σάν ἀνταποκριτική λοιπόν ἡ λέξη πρός τήν ἐνορατικά εἰκαζόμενη ποιότητα τοῦ ὄντος, δέν στέκει ποτέ, στίς φλεγόμενες σάν τόν κόσμο ρήσεις τοῦ Αἰνικτῆ του, μονοσήμαντη. Καί στό νοῦ, γι’ αὐτό, τοῦ ἀποπειρώμενου «νά ἑρμηνεύσῃ», «ν’ ἀποδώσῃ», νά κάνῃ νά λαλήσουν πάλι τά μαγικά μαζί ὅσο κι ἀπομυθεύοντα λόγια του, διωσμώνεται ἡ ὅλο κοσμική ἐμπνοή ἀναδημιουργική αὐτή μανία τῆς διαλεκτικῆς πολυσημίας τοῦ ὀργίλου προφήτη τῆς Ἄρτέμιδος[12], τῆς ἀμαζόνας πού πάντα φεύγει, κυνηγάει ἐμπαθής τό θήραμα (σάν τίς ὑπόνοιές του ὁ ἔνθεος μύστης της) καί τοῦ μέθυσου Διονύσου-Ἀπόλλωνος, πού κυκλοδίωκτος[13] διώκτης αἰώνια φέγγει-σκό- τίζει ἁρματοδρόμος» τόν ἔγκυκλο κι ἀνακυκλούμενο ἔγκλειστο-ἄκλειστο (καί «κατ’ ἐπιστήμην» πιά σήμερα τοῦ κλειστοῦ συμπαντος[14]) κόσμο.

Ὅλες του οἱ ρήσεις μοιάζουν ν’ ἀξιώνουν πώς εἶν’ ὁμόποιες[15] τοῦ δι’ ἀγχιβασίας[16] μαντευόμενου ὡς διαλεκτικοῦ κοσμικοῦ πυρήνα, παριστάμενες περίπου σάν ἀπόρροιες ἐνορατικῆς μέθεξης[17] σ’ αύτόν. Ἡ δαιμονιακά σπινθηρίζουσα διαρκῶς πολυσημία τῶν λέξεών του δέν ἀποτελεῖ μίμηση (σχηματική-συμβατική-συμβολική) τοῦ ἀέναου κοσμογίγνεσθαι πού κυνηγάει, παρά διεκδικεῖ ριζική ὁμοουσιότητα μαζί του, σημαίνουσα ἰσχυρά πώς εἶναι αύτό τοῦτο ἄμεσα συλληπτό ἀπ’ τόν ἔνθεο φορέα τους — ἤ κι ὅποιον ἄλλο μή ἀξυνετο τοῦ ἐόντος λόγου[18] — τό ἀκατάπαυτο ἀναβόσβημα: ὁ συνεχής ἐκεῖνος κεραυνός τοῦ ὄντος τε μή ὄντος, ἐγκλείοντος ὅλα τά μεγέθη καί τίς ὁδούς ἄνω-κάτω[19] τοῦ μικροκόσμου καί μεγακόσμου εἰς Ἐν. Ἡ συν-είδηση μετέχει τοῦ Ἑνός τούτου, πού εἶναι, τό Γίγνεσθαι — αὐτό φαίνεται νά πιστεύῃ, διαισθητικά, μές ἀπό τίς τόσες ἀγχιβασίες του, ὁ Ἡράκλειτος, ἔστω κι ἄν ἀδυνατῇ (μά κι ἀδιαφορεῖ) νά πορίσῃ τίς «ἐξ ἀντικειμένου» δῆθεν «ἀποδείξεις» πού θαρρεῖ (ἤ ἐθελότυφλα ἰσχυρίζεται) πώς παρέχει, γιά ὅ,τι ἄντικρυς ἀντίθετο, ἡ Λογοκρατία (καί μαζί της ἡ ὅποια ὥς χτές ρασιοναλιστική «ἐπιστήμη») —, ἐνῶ τό αἰώνιο «διπολικό» σπινθήρισμα τῶν φαινομένων— ἀπό τό τί στό μή-τί, τό εἶναι στό μή-εἶναι, τό ποτάμι (ὅπου ποτέ πράγματι δέν ξαναμπαίνεις[20] κι ἄς τό νομίζεις) στό μή-ποτάμι [ὅπου ὅλο πλανιέσαι (ἀπ’ τή στατικοποιοῦσα τά πράγματα διάνοια[21], μέ τήν τμητική-πηκτική «ἔκφρασή τους», τήν ἐξαλλοιωτική, γιά τήν κοινή[22] καθ’ ἡμέραν ζωή καί δράση), πώς τάχα «ξαναμπαίνεις»] —, ὅλο αὐτό λοιπόν δέν εἶν’ ἄλλο ἀπ’ τήν αὐτούσια ἀνταύγεια μές στόν ἐόντα λόγο — «τό σοφό πνεῦμα» νά λέγαμε; τό «ἀντικειμενικό»; — πού στέλνει διαρκῶς ἡ τρομερή νύχτα – μέρα στή ριζικά τραγική («θεοῦ-θηρίου», Διός τέ μή-Διός[23], θνητοῦ τε μή θνητοῦ, ξηρῆς-ὑγρῆς ψυχῆς[24] κ.λ.) προμηθεϊκή κράση τῶν ὄντων.

Ἔτσι, ὅπως σωστά τό συνέλαβε ὁ Νίτσε — κι ἄς μήν τό προσγράφει ad hoc στό Σκοτεινό—, ὁ Ἠράκλειτος κεῖται στή ρίζα τῆς Τραγωδίας. Εἶναι ὁ κοσμολογικός συλλήπτωρ τῆς μέγιστης ἀρχῆς της. Αὐτός πού τήν εἶδε ἄτρακτο Ἀνάγκης, καρήνα τοῦ πλέοντος-ρέοντος κόσμου, Μοῖρα Πάντων... Γι’ αὐτό κι ὅλες οἱ ρήσεις του, παριστάμενες σά στοιχειακά σπάσματα ἤ φεγγοβολές τοῦ ἀεί γιγνόμενου κοσμικοῦ πυρήνα, δηλοῦν καί δέ δηλοῦν, σημαίνουν καί δέ σημαίνουν καί ἄλλα σημαίνουν (ἀντισημαίνοντας ἤ ὑπεναντίως παρασημαίνοντας συνάμα ταυτά), ὁμόποιες δηλαδή πάντα τοῦ διαλεκτικοῦ-τραγικοῦ πυρός, πού «βλέπει» ὁ Αἰνικτής νά συνιστᾷ καί ν’ἀποσυνιστᾷ, διαρκῶς καί καθεστιγμικά, στόν «ἄπειρο» χρόνο καί στό αἰώνιο Ἕν, ὅλο τό γίγνεσθαι-φαίνεσθαι τοῦ κόσμου.

Ὁ ἀεί παίζων Λόγος/Κόσμος - Ὕβρις πυρκαϊή

Λεξιπαιγνία; «Ταχυδακτυλουργία τοῦ λόγου», τάχα, ὁ μοῦργος ὀχλολοίδορος[25] τῆς Ἐφέσου; Ἕνας ζογκλέρ δηλαδή περίπου; Παίκτης ἐννοιῶν καί φθόγγων, ἐτύμων καί παρετυμολογιῶν, ἀχῶν καί παρηχήσεων, κι ἀντηχήσεων κι ἀπηχήσεων, ὑπό τραγικές ἀνταύγειες συνεχῶν κεραυνικῶν πυρακτώσεων-συντήξεων-μεταλλαγῶν ἑνός κόσμου-σπινθῆρος ἀκόμα, συγκροτούμενου ἐν ἐκρήξει, διατεινόμενου καί ὑπερδιατεινόμενού σέ διαρκῆ ἀποστασιοποίηση κάθε φευγαλέας μορφῆς (πού μονοστιγμικά διαγράφεται-χάνεται) ἀπ’τόν πυρηνικό στρόφαλο τοῦ γίγνεσθαι;

Νά γίνῃ δεκτή, κατ’ ἀρχήν, ἡ ὕβρις;...Ἕνας ζογκλέρ, ἕνας παίκτης; ...Ἀλλά μές σ’ ἕναν κόσμο παίκτη ἐπίσης, ὑπαινισσόμενο διά τῶν φαινομένων του, διαλεκτικά, πώς οὐκ ἐθέλει καί ἐθέλει Ζηνός οὔνομα τό Ἐν, κι ἄλλο τόσο μανιακά ὀχλολοίδορο, μ’ ἕναν τρόπο, τοῦ «ὄχλου» ὅλων τῶν στατικευτικῶν τοῦ ὄντος λέξεων, ἐννοιῶν, ἰδεῶν καί κάθε διανοητικῆς πλάνης ἤ ἀνυπόστατου ρασιοναλιστικοῦ πλάσματος (fiction) ἐν γένει.

Ἄν ὁ κόσμος εἶναι πυρκαϊή, τότε ὕβριν ὄντως χρή σβεννύναι ἤ πυρκαϊήν[26] . Καί ἡ ὕβρις εἶναι τό ἐναντίον τῆς πυρκταϊῆς. Ἡ ὕβρις εἶναι κάθε λόγος γιά τόν κόσμο σά νάταν κόσμος νεκρός κι ὄχι παῖς· σβηστός κι ὄχι καθαρή φωτιά· τελειωμένος κι ὄχι τώρα γινόμενος, διαρκῶς γινόμενος, ἀκόμα ἐν ἐκρήξει!..

Τοῦτο συνέλαβε πράγματι ὅ Ἠράκλειτος: τόν διαρκῆ κι ἀτελεύτητο Κεραυνό[27] τῆς κοσμογονικῆς ἔκρηξης τῆς ἀλλεπάλληλα κυκλικῆς πού βρήκαμε σήμερα ἐμεῖς ἐπιστημονικά (καί μόνο μέ τήν ἐνόρασή του αὐτός, μέ τήν ἴδια τήν ἔμπνευση τοῦ κόσμου ἐντός του δρῶσα!) — κι ὅτι ἀκόμη ἀνοίγουμε, γεννῶντας χῶρο, χρόνο καί γίγνεσθαι-φαίνεσθαι σπινθηροβόλο ἀπειρίας θετικοαρνητικῶν ἐκφάνσεων (ἤ μορφῶν ἤ πλασμάτων ἤ πραγμάτων ἤ ὄντων). Ἄρα καί τό χρέος του σά μύστου στήν ἀληθινή οὐσία τοῦ κόσμου, καί μαζί ἀπομυστικοποιοῦ, σέ καιρό φωτισμοῦ μεγάλου καί διασκέδασης[28] σκοταδιῶν, καί πηγμάτων Τυπικοῦ, καταπνικτικά συσσωρευμένου ἀπό πανάρχαιους χορούς Ἐρινυῶν μές στό νοῦ καί τίς πλανερές πίστεις ἀξυνέτων, εἶναι ἴσα-ἴσα: σβεννῦναι ὕβριν, πού ἐγείρεται κατά πυρκαϊῆς τοῦ κόσμου τοῦ ὄντως ὄντος. Καί ὕβρις: τό σύν ἤ πλήν «τοῦτο» ἤ «ἐκεῖνο», τάχα, παρά πού σύν-πλήν εἶναι, πάντα, πράγματι, καί «τοῦτο» ἤ «ἐκεῖνο», καί τά πάντα, καθό γινόμενα κι ὄχι «παγίως ἔχοντα» ποτέ.

Ἡ ρήτρα τοῦ λόγου τῆς Σοφιστικῆς, Ρητορείας και Ἱστορίας

Οἱ μπερξονικές ἔννοιες: κλειδιά για την ἡρακλείτια σκέψη

Ἕπεται ἡ ἐποχή τῆς διαλεκτικῆς Σοφιστικῆς. Ἄλλα φυσικώτατα ἕπεται! Τό τραγικό-διαλεκτικό ὄργανο καμινεύτηκε σέ κοσμικά βάθη, παρήχθη ἀπό κόσμογονικές συντήξεις ὅλων τῶν ποιοτήτων, πού ἀστράφτουν στόν αἰθέρα τῆς τρομερῆς του κόψης... Ὁ Σκοτεινός τῆς Ἐφέσου τό ἀκόνισε μυστικά στίς δαιμονικά σπινθηροβολοῦσες συλλήψεις του καί τίς σάν ἀπ’ τήν ἴδια τήν πηγαία φωνή τοῦ κόσμου ὑπαγορευόμενες ραγδαῖες ρήσεις-ἀντιρρήσεις, σημάνσεις-ἀντισημάνσεις, δῆλ’ ἄδηλα, ἠχερά-νοητά σήμαντρα-ἀντισήμαντρα, πού σημαίνουν, τοῦ ἐν Δελφοῖς (καί μή ἐν Δελφοῖς) μαντείου (καί μή μαντείου ἀλλ’ ἠχείου καθαυτό τῆς μουσικῆς τοῦ ἀεί γινόμενου κόσμου) τοῦ «θεοῦ μή θεοῦ» (ἄνακτός τε μή ἄνακτος) πυρφόρου Ἀπόλλωνος, τοῦ Φωτός-Σκότους, Φωτός-Σκότους αἰώνια!..

Τό μαχαίρι πού κράτησαν οἱ τραγικοί κ’ οἱ σοφιστές, ὁ Αἰσχύλος κι ὁ Πρωταγόρας, ὁ Σοφοκλῆς κι ὁ Ἀναξαγόρας, ὁ Εὐριπίδης κι ὁ Γοργίας κι ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων — γιά ν’ ἀνατάμῃ κι αὐτός φοβερώτερα ὅσα ἔτεμναν οἱ ἐλεγχόμενοι μέ τό ἴδιο διαλεκτικό μαχαίρι —, τό ἴδιο τοῦ ἀνατόμου Ἱπποκράτη καί τοῦ ἀνατόμου Θουκυδίδη καί μάλιστα τοῦ τραγικοῦ Θουκυδίδη! —, τό ἴδιο τοῦ ὁρμητικοῦ κατόπιν ψυχοκινητῆρος Δημοσθένη, τό καθαρό φλεγόμενο ἐκεῖνο στό διάπυρο στόμα του, δέν ἦταν ἄλλο ἀπ’ αὐτό τῆς ἡρακλείτειας πυρκαϊῆς τοῦ αὐτοπαριστάμενου διαλεκτικοῦ κοσμικοῦ λόγου, τοῦ παράγοντος ἄμεσα — καί σάν κατ’ ἐπιταγήν τῆς φύσης τοῦ ὄντως ὄντος τίς ἔνθεες ἀστραπές τοῦ Σκοτεινοῦ! Τό «ἀτσάλι» τοῦ ὀργάνου αὐτοῦ δέν εἶναι «τεχνητό», ἀλλά σάν ἀπ’ τήν ψίχα τοῦ κοσμικοῦ πυρήνα κατευθείαν ἀποσπασμένο μέ γυμνά χέρια πού δέν κάηκαν - πλάσμα κοσμικῆς οὐσίας, πού ὑπευθυνότατα κι ἀποφασιστικά, σά γνήσιος κ’ ἐμπνευσμένος μύστης-ἀπομυστικοποιός ποιητής, ἀνάρπαξε καί πόρισε γενναία στήν ἑλληνική σκέψη καί λόγο, καθώς πρωτοχάραζε, ὁ ἐνορμητικώτερος καί βαθύτερα εἰσδυτικός ἀπ’ ὅλους τοῦ καιροῦ του τραγικός Αἰνικτής κ’ ἐνορατικός μέ τίς ἰσχυρές διαισθητικές του κεραῖες τῆς χώρας τοῦ Ἑνός— τοῦ ἀκατάπαυτου φλογεροῦ Γίγνεσθαι κάθε ὄντος καί μή ὄντος, πρός τό ἄλλο πάντα κ’ ἐκτός ἑαυτοῦ φερομένου —, πού φυλᾶν ἄγρια φοβερίζουσες τό νοῦ οἱ τρομερές ἐκεῖνες ἐρινύες τῶν τυπικολογικῶν «ἀντιφάσεων» τοῦ: «ἄν αὐτό εἶν’ αύτό, πῶς καί μή αὐτό;», τοῦ: «ἄν ἔγω ἐγώ, πῶς κι ὄχι ἐγώ; καί πῶς διαρκῶς ἄλλος ὁ ἐγώ ἐγώ;» (κι ὅλες αὐτές οἱ αὐτοπεριπλεκτικές ἐν γένει τοῦ λογισμοῦ προτάσεις) πού τόσο τρόμαξαν λίγο ἀργότερα ὥς καί τό μεγάλο Ἀριστοτέλη, κάνοντάς τον νά μήν παρατάῃ τήν εὔκολη ὅσο κι αὐτοπειστική του «ἀσφάλεια» τῶν «ἐλέγχων» καί «βασάνων», τοῦ καθαυτό σπαστικοῦ ὅμως διανοητικοῦ μηχανήματος, τοῦ ἔτσι βαθιά μελετημένου καί σοφά ὁριοθετημένου ἀπ’ τόν ἴδιον, μά γι’ αὐτό καί παρεμποδιστικοῦ του νά περάσῃ «δίχως τεκμήρια κι ἀποδείξεις» πέρ’ ἀπ’ τίς ἄγονες κι αὐτοπεριοριστικές τῆς ἀναμφισβήτητης εὐαισθησίας κ’ ἰδιοφυίας του νοησιοκρατικές «βεβαιότητες» τῆς στείρας Τυπικῆς Λογικῆς καί τῆς τυφλῆς στατικευτικῆς τῶν ρευστῶν καί τῶν γίγνεσθαι ὅλων, τῆς θραυστικῆς εὐθειαστικῆς πάντα τῶν καμπυλῶν καί τετραγωνιστικῆς μάταια τῶν κύκλων, τῆς πηκτικῆς τμητικῆς τῶν συνεχειῶν καί φονικῆς ἀναπόφευκτα τῶν ὀργανικῶν καί τῶν δυνάμει ὅλων τοῦ ζῶντος κόσμου - τῆς μηχανιστικῆς ἀντιδιαλεκτικῆς συλλογιστικῆς, πού τίποτα δέν ἀποδίδει πράγματι, ταυτολογοῦσα αἰώνια κι αὐτοδιαγιγνωσκόμενη στό γελοῖο πάθημα: ὑποκείμενο αὐτή, νά θεωρῇ ἑαυτήν ἀντικείμενο, καί νά ἰσχυρίζεται πώς ἔτσι «γνωρίζει τόν κόσμο», ἐνῶ ἄλλο δέν κάνει παρά ναρκισσικά ν’ αὐτοκαθρεφτίζεται, κ’ἕν ἐσχάτῃ ἀναλύσει νά θεολογῇ, ἄλλο τόσο ἀπέχουσα ἀπό τόν κόσμον ὅσο καί κάθε ἀξιωματική θεολογία ἤ μεταφυσική μυθολογία.

Δηλαδή βεβαιότατα, θέλω νά πῶ, ἀκόμα κι ὁ δικανικός Λυσίας — τοῦ ἀπαστράπτοντος ἐκείνου ἐκφραστικοῦ μετάλλου ἐν ἐσχάτῃ κατακλείδι: ἀκηκόατε, ἑοράκατε, πεπόνθατε· ἔχετε, δικάζετε[29]! — παράγεται ἀπώτερα ἀπ’ τό ἴδιο καμίνευμα πού ὑφίσταται πρωταρχικά ὁ Λόγος κι ὁ λόγος, ὁ νοῦς καί τό κροσσωτό περιβάλλον του τῆς διαισθήσεως[30], στήν καθαρή κι αὐτοπαριστάμενη στίς συλλήψεις τοῦ Σκοτεινοῦ τῆς Ἐφέσου σάν αὐτούσια Φωτιά τοῦ Κόσμου.

Μιά εἶν’ ἡ ἐσώστρεφη κ’ ἐξώστρεφη δημιουργική φορά[31] — Ποίησης καί Στοχασμοῦ, Τραγωδίας καί Σοφιστικῆς καί Φιλοσοφίας καί Ρητορικῆς καί Ἱστορίας — πού πρωθόρμητη καί συμπαγής ἐκρήγνυται, κοσμικά διάπυρη κι ὅλο μύδρους σπερματικούς, στόν ἕκτο-πέμπτο καί τέταρτο αἰώνα, παράγουσα ἰσοσθενῆ χορικά καί ναούς, σκέμματα καί σοφίσματα, πυρῆνες κοσμογονικούς καί ροπές ἀνατινακτικές τῆς ἀδράνειας τῶν μαζῶν καί τῶν δήμων, ποιήματα μεστά σοφίας καί ρήσεις μελωδικώτερες κι ἀπό χελιδονίσματα τοῦ Ἀνακρέοντα.
------------------------------
[1] A. Κούσουλας, Θέλω προβάλλειν, Απ'2 1518, γιά τον Κάλβο: τί φοβερό/βόδι μάγγωσε τι) φωνή του!

[2] Διογένης Λαέρτιος, IX, 15 (D1, A1, 142, 31-2): ὄχι περί φύσεως - ὅπως ἴσως το ἐπέγραφαν ἄλλοι (ἤ ἐπιγράφονταν) - ἀλλά περί πολιτείας, τά δε περί φύσεως – πού λοιπόν περιέχονταν (ἤ θεωροῦσαν πώς περιέχονταν) – σάν παράδειγμα εἶν’ ἐκεῖ.

[3] B 96 (Di 150, 2): ἀσύνετοι ἄφρονες, πού δέν ἔχουν ἰδέα, μακρυά ἀπό τήν ἀλήθεια.

[4] Β 96 (Di 172, 14-5), νέκυες κοπρίων ἐκβλητότεροι: τά πτώματα πιό περιττώματα!..

[5] Β 30 (Di 158, 2): φωτιά πού ζῆ πάντα, αἰώνια ζωντανή, ἄσβεστη, πού δέ σβήνει.

[6] Β 94(Di 172, 9), Έρινύες [Δίκης ἐπίκουροι: Ἐρινύες, τῆς Δικαιοσύνης βοηθοί. (Παρακόρες τῆς Τιμωρίας.)

[7] Β 43 (Di 160, 12), πυρκαϊά, φωτιά.

[8] Β 52 (Di 162, 6), βασιλεία, κυριαρχία.

[9] Ἥλιος γάρ οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰδεμή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν. [Β 94 (D1 172, 8-10)] Γιατί κι ὁ ἥλιος δέ θά βγῇ ἀπ’τήν τροχιά του - ἀλλιῶς οἱ Ἐρινύες, τῆς Δικαιοσύνης οἱ βοηθοί, θά τόν βροῦν! [Ἤ πιό «ἐλεύθερα» (ἀλλά καί πιό σύρριζα στό νόημα τῆς ρήσης καί τῆς βασικῆς σημασίας τοῦ μέτρου, πού μετέχει τῆς ἔννοιας τοῦ «προσδιορισμοῦ», τοῦ προκαθορισμοῦ, ἄρα τοῦ πεπρωμένου, τοῦ «προγραμματισμοῦ» θά λέγαμε σήμερα, τοῦ κατά προσυντεταγμένη νομοτέλεια κινουμένου κ.λ.): Γιατί κι ὁ ἥλιος δέν πηδάει πάν’ ἀπ’τά μέτρα του εἰδεμή τόν πιάνουν οἱ Ἐρινύες, οἱ βοηθές τῆς Δικαιοσύνης!..]

[10] Στήν πλατωνική σημασία τοῦ κακουργεῖν τόν λόγον.

[11] Σέ τελική ἐκπύρωση τοΰ κόσμου φέρνει, κατά τόν Ἠράκλειτο, ἡ ὁδός ἄνω, καί σέ κοσμοποίηση — σύμπηξη δηλαδή πρός τό εἶναι — ἡ ὁδός κάτω· σέ σύντηξη τῶν πάντων, πρός τό καθαρό πῦρ, ἡ κατά πάνω φορά τοῦ γίγνεσθαι, καί σ’ ἐπαναπύκνωση πρός κόσμο, ἡ κατά κάτω φορά του. Πλήν τό πράγμα μοιάζει μέ ζῶο - ἤ ὄχι; Κάτι ζωντανό, πελώριο — τό Σύμπαν Ζῶο, νά ποῦμε πού «εἰσπνεει-ἐκπνέει» ἔτσι (ὅπως κ’ ἡ φωτιά ἀναπνέει), σέ κάποιους πολύ μεγαλύτερους ἀπ’ τούς δικούς μας χρονικούς ρυθμούς, σάν εὐρύτερη (ἀπ’ τή χωρική δικιά μας) ὑπόσταση, πού ἐμπειριακά χωροχρονισμένοι ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά πιάσουμε. [Πρβλ κάτι ἀνάλογο, μικρότερης διάστασης ἀλλ’ ἡρακλείτειας ἔμπνευσης, κατ’ ἐπίδραση ἀπ'τά πρῶτα μου διαβάσματα τοῦ Σκοτεινοῦ, στήν ἀρχή τοῦ διηγήματός μου Ἡ Μηχανή πού ἔδινε τήν εὐτυχία (11, τέσσερεις τελευταῖες ἀράδες), τῆς Βορᾶς στό Θηρίο καί τοῦ Ἀπό τόν κόσμο ΡΑ, γραμμένο τό ’60-61): ἕνα τό Βράγχιο, ὁ Πνεύμων, σ’ ὅλο τόν πλανήτη· στο ἔδαφος, στό στῆθος καί στό ὑπέδαφος ἕνα τό Αἷμα! Τό Ζῶο πού πάσχει λέγεται Ὑδρόγειος.]

[12] Ὑποτίθεται πώς ὁ Ἠράκλειτος ἦταν ἀπόγονος τοΰ κτίστη τῆς Ἐφέσου, τοῦ γιοΰ τοΰ Κάδρου τῶν Ἀθηνῶν Ἀνδρόκλου, ἱδρυτῆ τῆς ἀποικίας τῶν Ἴωνων κ’ ὕστερα τῆς αἰολικῆς, πού καί βασίλεψε κεῖ, καί γι’ αὐτό οἱ τοῦ γένους του λέγονταν βασιλεῖς κι ἀσκοῦσαν λατρευτικές λειτουργίες. [Στράβων XIV, 3, 632-3. (D1 143, 21-27.)] Στην Ἔφεσο δέ καί οἱ Ἀμαζόνες καί τό τῆς Ἀρτέμιδος ἱερόν, ὅπου κατά τό Διογένη Λαέρτιο [IX, 6 (D1 141, I)] ἀνέθηκε [τό φερόμενον αὐτοῦ βιβλίον] ὁ Σκοτεινός. Κ’ ἐπειδή φεύγει πάντα ἡ Ἄρτεμις, καί φευγαλέοι οἱ διακαμοί ἤ σπινθῆρες τῆς ἄπιαστης διαλεκτικῆς ποιότητας τοῦ κόσμου, γι’αὐτό γράφω: προφήτης τῆς ἀμαζόνος Ἀρτέμιδος κ.λ.

[13] Ὁ ἥλιος κυκλοδίωκτος, / ὡς ἀράχνη, μ’ ἐδίπλωνε / καί μέ φῶς καί μέ θάνατον / ἀκαταπαύστως. Κάλβος, Εἰς Θάνατον, 20η στρ., 2-5 (Ἀπ. 480, α΄.)

[14]Πορίσματα τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἀϊνστάιν, θέσεις τῆς σύγχρονης Φυσικῆς καί Ἀστρονομίας.

[15] Τῆς ἴδιας ποιότητας - ἀλλά καί μαζί συγκροτημένης, κοινῆς μά καί ὁμογενοῦς, συν-γενοῦς ἀπό καταβολῆς.

[16] Ἄγχιβασίην Ἠράκλειτος, στό Σουΐδα [A. Adler, Lexicographi Graeci I I, Suidae Lexicon, I A- Γ 1762, 157, 9. (B 122, D1 178, 6-7.) Κατά τόν Diels, ἁπλῶς: προσέγγισις.Ὅμως νομίζω πώς ἀκριβέστερα σημαίνει: ἐκ παρομοίων εἰκασία, σύλληψη ἄπ’ τά ὅμοια. Τό ἀγχιβατεῖν (ἄγχι-βαίνειν) αὐτή τήν ἔννοια ἔχει: ἀπό παραπλήσια προσπελάζω, ἄγομαι σέ σύλληψη τινός ἀπό παραπλήσιά του, παρόμοιά του· βρίσκομαι κοντά (ἔκφραση πού χρησιμοποιοῦμε στά Νέα Ἑλληνικά, κυρίως γιά σύλληψη νοημάτων). Κ’ ἐπειδή βασικός τρόπος τῆς ἀνερευνητικῆς σκέψης τοῦ Ἠράκλειτου εἶν’ αὐτός, ὁ δί’ ἀγχιβασίας ἐκ παραπλησίων, πού ἐμφανίζονται σύμμορφα, ὁμόποια, ὁμόρρυθμα κ.λ.π.

[17] Σ’ἐμᾶς εἶναι ὅρος πιά ἡ πλατωνικῆς προέλευσης μέθεξις, καί γι’αὐτό τή χρησιμοποιῶ ἐδῶ, ἐνῶ βέβαια δέν εἴν’ ἡρακλείτεια ἔννοια. [Κι ἄλλο, τώρα, τί τοῦ Πλάτωνα ναί ἤ ὄχι ἡρακλείτειο, κι ἀπό κεῖνα πού φαίνονται κι ἀπό κεῖνα πού λανθάνουν, εἴτε διά Κρατύλου, ὅπως σημειώνει ὁ Ἀριστοτέλης (Μετά τά φυσικά 987α-β), ἔμμεσα, εἴτε καί ἄλλως. Γιά μένα, ὁ Πλάτων ἀσφαλῶς κ’εἶναι ριζικά ἡρακλείτειος, παρά τήν ὅλη νοησιοκρατία του καί τήν ἐν γένει ρασιοναλιστικώτατη συστηματική του, πού σφοδρά ἀντιφέρονται (καί τοῦτο βοᾷ διαρκῶς) στίς διαλεκτικές του καταβολές, τίς πιό γόνιμες καί ποιοτικές ἄλλωστε ἀπ’ ὅλες τίς «ἀποδεικτικές» ἐκεῖνες τῶν ἡσσόνων διαλόγων του.]

[18] Ἀναφορά στήν ἐναρκτική, ὅπως τή θεωροῦν, ἡρακλείτεια ρήση 131, τοῦ Diels (D1 150, 3-11), ὅπου ὁ λόγος, καθό ἐών γι’αὐτό τ’ ἀραιώνω στό κείμενό μου — δέν ξέρω ἄν δέν σημαίνῃ καί ὅ,τι θά λέγαμε σήμερα ἐμεῖς: «ἐξ ἀντικειμένου», ὁ τοῖς πράγμασι ἐγκείμενος λόγος, ὁ μή «ὑποκειμενικός» ἀλλ’ «ἀντικειμενικός», ἤτοι ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων, ἡ «δομή» τοΰ κόσμου. Ὁπότε, ὁ «μή ἀξύνετος» τέτοιου ἐόντος λόγου δέν εἶναι παρά ὁ συλλαμβάνων ἄμεσα τήν οὐσία τοΰ κόσμου κι ἄρα οἱ ἐκφράσεις του: ἄμεσες ἐκφράσεις τῶν πραγμάτων - ὄχι συμβολικές, συμβατικές κ.λ..

[19] Ὁδός ἄνω κάτω μία καί ὡυτή. Β 60 (Π| 164, 5): Ὁδός ἄνω κάτω μιά κ' ἡ ἴδια.

[20] Ποταμῷ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δίς τῷ αὐτῷ [Β 91 (D1 17 1,9-10)]: Δυό φορές δέ μπαίνεις στό ἴδιο ποτάμι. [Καί κατά τόν Κρατύλο (Ἀριστοτέλης, Μετά τά φυσικά, Γ 5. 1010α 7. D2 69, 36) οὔτε μιά!] Ποταμοῖσι τοῖσιν αὐτοΐσιν ἐμβαίνουσιν ἕτερα καί ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῖ [Β 12 (D1 154, 4-6)]: Σ' ὅσους μπαίνουν στά ἴδια ποτάμια ὅλο ἄλλα κι ἄλλα νερά χύνονται ἀπάνω τους. (Τό πού ὑπαινίσσεται ὅτι πόσῳ μᾶλλον κ'οἱ ἴδιοι δέν εἴν’ ἴδιοι!) Ποταμοῖς τοῖς αὐτοῖς ἐμβαίνομεν τε καί οὐκ ἐμβαίνομεν, εἶμεν τε καί οὐκ εἶμεν (Β 49α (D1 161, 11-3)]: Στά ἴδια ποτάμια μπαίνουμε καί δέ μπαίνουμε. εἴμαστε καί δέν εἴμαστε.

[21] Στή μπερξονική σημασία τοῦ ὅρου. [H. Bergson, L’evolution creatrice, (ἑλληνική μετάφραση Κ. Θ. Παπαλεξάνδρου: Ἡ δημιουργός ἐξέλιξις, Ἀθ ‘25), καί κυρίως τό δεύτερο κεφάλαιο, ὅπου καί εἰδικώτερα γιά τή διάνοια.]

[22] Σέ μικτή σημασία, ἡρακλείτεια — ὁ λόγος: ξυνός, δηλαδή κοινός σέ ὅλους (ἄρα: ὄργανο κοινωνικό, τῆς ἐν κοινωνίᾳ πρακτικῆς καθημερινῆς ζωῆς καί δράσης) — καί μπερξονική: ὅτι ἡ διάνοια συγκροτήθηκε βιολογικά, σάν ὄργανο πρός πράξη κι ὄχι πρός γνώση, καί γι’ αὐτό τέμνει τίς συνέχειες, τίς διάρκειες, τά ρεύματα ὅλα τοῦ γίγνεσθαι, καί πήζει, στατικεύει τίς ἀποτμήσεις αὐτές τοῦ πάντα ρέοντος πραγματικοῦ, γιατί αὐτό βολεύει τήν πράξη, τή δράση, ἄρα καί τήν ἐν κοινωνίᾳ ζωή. (Γι’ αὐτό καί: κοινός νοΰς. Ὁ κοινός δέ αὐτός ἀκριβῶς καί τέμνει, καί στατικοποιεῖ, κι ἀλλοιώνει ἐν γένει τα ρέοντα γίγνεσθαι ὅλα.)

[23] Οὐκ ἐθέλει καί ἐθέλει Ζηνός οὔνομα [ Β 32 (D1 159, 2, ἀλλά μέ ὄνομα, ἀντί οὔνομα πού προτιμάω ἀπ’ τόν Mullach (Μu. 316, α', 14-18), ἀκολουθοῦντα τή γραφή παρισινοῦ κώδικoς τοῦ Εὐσεβίου, ὅπως σημειώνει (13, 16-18), γιατί ταιριάζει μέ τό ἐθέλει-οὐκ ἐθέλει ν’ἀκούγεται αὐτό τό οὔνομα (σάν οὐ-ὄνομα)]: Δέ θέλει καί θέλει τοῦ θεοῦ τ ὄνομα (μή-ὄνομα)! (Πρόκειται γιά ρήση ἀθεϊκη περίπου.)

[24]Διαλεκτικό σύμμικτο ἀπ’ τίς ἡρακλείτειες ρήσεις: Β 126 (D1 179, 7), Β 117 (D1 177, 2), Β I 18 (D1 177, 4), Β 126 (D1 179, 7), κι ἀπ’τά δοξογραφικά ἀποδιδόμενα στό Σκοτεινό: Α 12 (D1 146, 33, A 1 (D, 142, 9).

[25] Ὀχλολοίδορος - ὑβριστής τοῦ ὄχλου «Ἡράκλειτος, ἀπ' τον Τίμωνα τό σιλλογράφο, στό Διογένη Λαέρτιο, IX, 6 (D1 141,3-4).

[26] Ὕβριν χρή σβεννῦναι μᾶλλον ἤ πυρκαϊήν(Ἡ 43 (D1 160, 12)]: Ἡ ὕβρις νά σβήνεται περσότερο παρά ἡ πυρκαϊά! (Ἤ: Τήν ὕβρι σβῆστε - ὄχι τήν πυρκαϊά!) Κι ἀφήνω ἀμετάφραστη τήν ὕβρι, πού ἡ σημασία της εἶναι κεντρική τοῦ ὅλου ἀρχαίου κόσμου, Ὑπερδυναμη βέβαια καί τῆς ἑβραιοχριστιανικῆς «ἁμαρτίας», καί δέν ἀποδίδεται φυσικά μέ καμμιά μας λέξη - οὔτε δά μέ τήν ταπεινή «βρισιά», τοῦ καταπεσμένου μας κόσμου, ὅπου πρωτίστως ἔσβησε τό πρωτεϊκό δέος ἔναντι τῆς ὕβρεως... Ὅταν, ἐπί παραδείγματι, ὕβρις εἶναι γιά τόν ἀρχαῖο καί ἡ προμηθεϊκή ἀκόμη ὕβρις ἐναντίον τῆς πρωτόθετης «τάξης» τοῦ κόσμου, πούναι ὁ Δίας, καί τ’ ὅπλο του ἡ Φωτιά! —, ποιά νεοελληνική «βρισιά» νά ἐκφράσῃ, στά σοβαρά, τήν προσβολή αὐτή, τήν ὕπατη, τοῦ Κεντρικοῦ Ἄξονα, πού κινεῖ κατά βάση τά πάντα; Ἴσως ἀπόμακρο «ἀντίστοιχο» νά μπορῇ νά θεωρηθῇ ὄχι καμμιά «βρισιά», ἀλλ’ οἱ ἀντιδράσεις ἐκεῖνες τῶν χορικῶν πουλιῶν τοῦ Νεκροῦ ἀδελφοῦ (βλ. Ἀπ1, 260, 9, 13-4, 23-4), πού μαζί θάμμα κι ἀντίθαμμα, ἀλλά τό ἴδιο καί κρῖμα κι ἄδικο, παράξενο μεγάλο βλέπουν τό νά περπατοῦν οἱ ζωντανοί μέ τούς ἀποθαμμένονς!.. Τέτοιου βάρους ἡ ὕβρις λοιπόν - ἔξω πράγματι ἀπ’ τήν ἀποσυνεστημένη, τήν πεσμένη νεοελληνική ζωή μας, καί γι’ αὐτό κι ἀπό τή γλώσσα μας, κι ἀπ’ τήν ἀντίληψη κι ἀπ’ τό νοῦ μας! Οἱ παραδομένοι στή βρισιά κάθε λογῆς, ποῦ νά συλλάβουν τήν Ὕβριν μέ κεφαλαῖο; Καί πῶς νά τήν ἐκφράσουν μέ τό δέος, πού πρωτίστως αὐτούς θ' ἀφάνιζε καί θά καθῇρε,.. Κι ἄν τό «σάν ἀντίστοιχο» αὐτό πού θεωρῶ τοῦ δέους τῶν χορικῶν ἐκείνων πουλιῶν βρίσκεται σ’ ἕνα λαϊκό μας τραγούδι, δέν εἶναι δικό μας, τῶν σημερνῶν μεσαιωνικό εἶναι - τό ντύμα του μόνο, τό γλωσσικό, ἔγινε μέ τόν καιρό «δικό μας», χτεσινό μας· ἀλλιῶς, εἶν’ ὁ Μεσαίωνας ὅλος μέσα του σιδεροφορεμένος, θωρακᾶτος, συμπαγής, μέ ἄξονα ὄντως κι αὐτός τό δέος ἐντός του νά τόν συνέχῃ ἔναντι πάσης ὕβρεως, τό εὐλαβικό τῆς κοινῆς συνείδησης πρός τή «φυσική τάξη τοῦ κόσμου». Δέν εἶναι δικά μας ὅμως αὐτά. Γιά τοῦτο κι ἀδύνατο ἡ γλώσσα μας νά τ’ ἀποδώσῃ. Ἡ γλώσσα εἶναι τό ἦθος, ἡ γλώσσα εἶναι καί τά πράγματα - μήν τό ξεχνᾶμε! Μή λέξη, στό λόγο, ἴσον: μή πρᾶγμα, στήν ἐμπειρία. Μή πρᾶγμα, στό βίο, ἴσον: μή λέξη στή γλώσσα, μή ἔκφραση, μή ἔννοια, μή «στάση ζωῆς» τέτοια ἔναντι τοῦ κόσμου, μή πνεῦμα καί μή συνείδηση τέτοια. (Νά κι ἀπό δῶ λοιπόν, πάλι, ἡ πιό βασική δυσκολία «ἀπόδοσης» τῶν ἡρακλείτειων ρήσεων, πού ἔρχονται πράγματι ἀπ’ ἄλλον κόσμο - ἀπό καθαυτό ἄλλον κόσμο.)

[27] Β 64 {D1 166, I) τά πάντα οἰακίζει Κεραυνός: ὅλα τά κυβερνάει ὁ Κεραυνός!

[28] Σκεδάννυμι: (διά)σκορπίζω. Κι ἀπώτερα: μοιράζω, διαμοιράζω, χαρίζω. (Σέ καιρούς διαφωτισμοῦ, παράλληλα κ’ ἡ ζωή ξεφαντώνει, φουντώνει μαζί κ’ ἡ διασκέδαση, μέ κάθε λογής ἀπελευθερώσεις, καί σπασίματα τῶν μύθων, ἐκλαϊκεύσεις τῶν μυστηρίων κ.λ.

[29] Λυσία, Κατά Ἔρατοσθενους, κατάκλεις, μέ τή στίξη ὅπως στήν ἔκδοση τῆς Ζωγραφείου, ἀπ’ τόν παλιό μας Ἀ. Ζάκα (1-11, Ά0.’7-Ί0), I, 200. (Βλ. καί σχόλιο τοῦ Ἀριστοτέλη,Ῥητορική, 3, 19.)

[30] Κατά τόν Μπέρξον (Ἡ δημιουργός ἐξέλιξις), ἡ διάνοια ἀποτελεῖ, οὕτως εἰπεῖν, ἕνα σκληρότερο πυρῆνα, γύρω ἀπ’ τόν ὁποῖο μποροῦμε νά φανταστοῦμε κάτι σάν κροσσώματα γενικώτερων ἐνστικτωδῶν-μαντευτικῶν-διαισθητικῶν δυνάμεων, πού συλλειτουργοῦν μ’ αὐτόν σέ κάθε πνευματική ἐνέργεια γενικώτερη, σάν τῆς θεωρητικῆς σκέψης, ἤ κι ὁπουδήποτε ἐξειδικευμένη. Αὐτές τίς ἄλλες, πέρ’ ἀπό τή διάνοια, δυνάμεις, ἐννοῶ μέ τήν ἔκφραση: «κροσσωτό περιβάλλον τῆς διαισθήσεως» γύρω ἀπ’ τόν καθαυτό «νοῦ», πού ἐδῶ, στό σημεῖο τοῦτο, χρησιμοποιῶ σάν ὄρο ἀντί τῆς μπερξονικῆς διάνοιας (intelligence).

[31] Plan vital τοῦ Μπέρξον, πού ἄν καί δέν προκύπτει ἀπ’ τά ἔργα του ν’ ἀσχολήθηκε εἰδικώτερα μέ τόν Ἡράκλειτο ἐνῶ ναί μέ τόν Ἀριστοτέλη καί τόν Πλωτῖνο — ἡ σκέψη του ὅμως εἶναι κατεξοχήν ἡρακλείτεια, κ’ ἡ κριτική του τῆς διάνοιας— σάν ἀνίκανης νά συλλάβῃ τό συνεχές, τήν κίνηση, τ’ ὀργανικό, τό ζωντανό, γενικά τό γίγνεσθαι κ.λ.π. — συνιστᾶ σειρά πολύ ἀποδοτικῶν ἐννοιακῶν κλειδιῶν γιά τήν ἀνάλυση τῶν θέσεων τοῦ Αἰνικτῆ.