Η φωτιά είναι το θεμέλιο της πολιτισμένης ζωής: παρέχει στην ανθρωπότητα την τεχνολογία για τη ζεστασιά, το φως και την προστασία από τους εχθρούς και τα στοιχεία -και όμως, επίσης, μπορεί να είναι η πηγή της ολοκληρωτικής καταστροφής της. Ακόμη και οι πιο ισχυρές, πιο προηγμένες τεχνολογικά ανθρωπογενείς δομές μπορούν να καταρρεύσουν σε τίποτα παραπάνω από καπνό και στάχτη από τη δύναμη της φωτιάς. Όπως εξηγεί ο Θεόφραστος στο σύγγραμμά του για τη φωτιά: «η φωτιά έχει από τις απλές ουσίες την πιο ιδιαίτερη δύναμη». Και έτσι η φωτιά παίζει ρόλο σχεδόν σε κάθε θρησκευτική πράξη των Ελλήνων - ανάβει τη φλόγα που καίει στο βωμό ενός θεού, τη νεκρική πυρά σε μια ανθρώπινη ταφή, καθώς
και τη δάδα που φωτίζει πολλές νυκτερινές γιορτές και μυστηριακές λατρείες. Η καρδιά ενός θρησκευτικού ιερού είναι ο βωμός του και η φλόγα που καίει διαρκώς προσφέρει απτή απόδειξη της συνεχούς παρουσίας του θεού. Την ίδια στιγμή, η πιθανή καταστροφική δύναμη της φωτιάς παρέχει μια σταθερή υπενθύμιση της ιδιοτροπίας της θείας βούλησης.
Η φωτιά που καίει στο κέντρο του σπιτιού ενσαρκώνει τη συνέχεια στην ανθρώπινη σφαίρα. Η Εστία είναι η θεά της εστίας της οικογένειας, ένα σύμβολο της συνέχειας και της ταυτότητας του νοικοκυριού πέρα από γενιές και γεωγραφικά σύνορα. Ένας αναμμένος δαυλός συνοδεύει τη νεαρή νύφη, φέρνοντας φωτιά από την εστία του πατέρα της σ’ εκείνη του συζύγου της. Ομοίως, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, μια φλόγα από το πολιτικό κέντρο της μητρόπολης συνοδεύει τους εποίκους που ξεκινούν μια αποικιακή αποστολή και τελικά ανάβει την πρώτη φωτιά της νέας αποικίας. Η συνέχεια της φωτιάς παρέχει μια συμβολική σύνδεση ανάμεσα σε δύο νοικοκυριά ή δύο πόλεις και ούτε στα σπίτια ούτε στα ιερά η φωτιά αφήνεται να πεθάνει.
Σε σημαντικές στιγμές, όμως, ο σκόπιμος αφανισμός και η αναζωπύρωση της φωτιάς συμβόλιζε τον καθαρμό και μια νέα αρχή. Στο Άργος, όταν ένα μέλος της οικογένειας πέθαινε, η φωτιά της εστίας έσβηνε και στη συνέχεια ξανάναβε. Στη Λήμνο, σε μια συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, όλες οι φωτιές στο νησί έσβηναν για μια περίοδο εννέα ημερών έως ότου το ιερό πλοίο επανέφερε νέα φωτιά από το νησί της Δήλου. Μετά τη μάχη των Πλαταιών ο Πλούταρχος μας λέει ότι οι Έλληνες έσβησαν τις φωτιές σε όλη τη χώρα, έτσι ώστε να μπορέσουν να αναζωπυρωθούν από την ιερή φωτιά στους Δελφούς. Οι Έλληνες διοικητές ανάγκασαν όλους όσους χρησιμοποιούσαν φωτιά να τη σβήσουν. Στο μεταξύ κάποιος άντρας ονόματι Ευχίδας στάλθηκε από τις Πλαταιές στους Δελφούς με όλη του την ταχύτητα για να φέρει τη νέα καθαρή φωτιά πίσω. Μόλις πήρε τη φωτιά από το βωμό στους Δελφούς, άρχισε να τρέχει πίσω προς στις Πλαταιές και έφτασε εκεί πριν δύσει ο ήλιος, πραγματοποιώντας ολόκληρο το ταξίδι μετ' επιστροφής σε μία μόνο ημέρα. Χαιρέτησε τους συμπατριώτες του, τους παρέδωσε τη φωτιά και πέθανε επί τόπου (Αριστείδης20). Η ιστορία υπογραμμίζει την τελετουργική σημασία της φωτιάς ως συμβόλου της επιβίωσης μιας πόλης σε περίοδο κρίσης και μερικοί μελετητές έχουν προτείνει ότι αυτή η πρακτική μάς δίνει ένα πλαίσιο για την ερμηνεία της λαμπαδηδρομίας ως τελετουργικής αναπαράστασης της ανάγκης, σε περιόδους κρίσης, να αναζωπυρωθεί η ιερή φωτιά μιας πόλης.
Ο προσωκρατικός φιλόσοφος Ηράκλειτος επισημαίνει ότι όλα τα πράγματα ανταλλάσσονται με τη φωτιά και η φωτιά με όλα τα πράγματα, όπως ακριβώς και τα αγαθά με τον χρυσό και ο χρυσός με τα αγαθά (DK 22 B90). Αυτή η έννοια της φωτιάς ως του απόλυτου μηχανισμού ανταλλαγής είναι ιδιαίτερα ενδεικτική της αμοιβαίας σχέσης μεταξύ των θεών και των ανθρώπων. Παρά το σημαντικό ρόλο της στις θρησκευτικές πρακτικές των Ελλήνων, η ίδια η φωτιά δεν έγινε θεός, ούτε ο πρωταρχικός στόχος της λατρείας, όπως σε άλλες παραδόσεις. Αντ' αυτού, όπως βλέπουμε από την ησιόδεια επεξεργασία του μύθου του Προμηθέα, η φωτιά λειτουργεί ως το βασικό μέσο για την επικοινωνία ανάμεσα στον θεϊκό και τον ανθρώπινο κόσμο.Χάρη στο τέχνασμα του Προμηθέα στην Mηκώνη, η φωτιά, μεταφέρει τα δώρα των ανθρώπων στους θεούς μέσω της θυσίας, αλλά είναι αυτή η ίδια φωτιά, κλεμμένη κρυφά από τον Δία, που μαγειρεύει τα γεύματά τους. Με άλλα λόγια, όπως και ο ίδιος ο Προμηθέας, οι τελετουργίες που σχετίζονται με τη φωτιά, ιδιαίτερα η θυσία, επιτρέπουν την αμφίδρομη επικοινωνία ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους, μολονότι ενισχύει ταυτόχρονα τον διαχωρισμό των κόσμων τους.
και τη δάδα που φωτίζει πολλές νυκτερινές γιορτές και μυστηριακές λατρείες. Η καρδιά ενός θρησκευτικού ιερού είναι ο βωμός του και η φλόγα που καίει διαρκώς προσφέρει απτή απόδειξη της συνεχούς παρουσίας του θεού. Την ίδια στιγμή, η πιθανή καταστροφική δύναμη της φωτιάς παρέχει μια σταθερή υπενθύμιση της ιδιοτροπίας της θείας βούλησης.
Η φωτιά που καίει στο κέντρο του σπιτιού ενσαρκώνει τη συνέχεια στην ανθρώπινη σφαίρα. Η Εστία είναι η θεά της εστίας της οικογένειας, ένα σύμβολο της συνέχειας και της ταυτότητας του νοικοκυριού πέρα από γενιές και γεωγραφικά σύνορα. Ένας αναμμένος δαυλός συνοδεύει τη νεαρή νύφη, φέρνοντας φωτιά από την εστία του πατέρα της σ’ εκείνη του συζύγου της. Ομοίως, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, μια φλόγα από το πολιτικό κέντρο της μητρόπολης συνοδεύει τους εποίκους που ξεκινούν μια αποικιακή αποστολή και τελικά ανάβει την πρώτη φωτιά της νέας αποικίας. Η συνέχεια της φωτιάς παρέχει μια συμβολική σύνδεση ανάμεσα σε δύο νοικοκυριά ή δύο πόλεις και ούτε στα σπίτια ούτε στα ιερά η φωτιά αφήνεται να πεθάνει.
Σε σημαντικές στιγμές, όμως, ο σκόπιμος αφανισμός και η αναζωπύρωση της φωτιάς συμβόλιζε τον καθαρμό και μια νέα αρχή. Στο Άργος, όταν ένα μέλος της οικογένειας πέθαινε, η φωτιά της εστίας έσβηνε και στη συνέχεια ξανάναβε. Στη Λήμνο, σε μια συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, όλες οι φωτιές στο νησί έσβηναν για μια περίοδο εννέα ημερών έως ότου το ιερό πλοίο επανέφερε νέα φωτιά από το νησί της Δήλου. Μετά τη μάχη των Πλαταιών ο Πλούταρχος μας λέει ότι οι Έλληνες έσβησαν τις φωτιές σε όλη τη χώρα, έτσι ώστε να μπορέσουν να αναζωπυρωθούν από την ιερή φωτιά στους Δελφούς. Οι Έλληνες διοικητές ανάγκασαν όλους όσους χρησιμοποιούσαν φωτιά να τη σβήσουν. Στο μεταξύ κάποιος άντρας ονόματι Ευχίδας στάλθηκε από τις Πλαταιές στους Δελφούς με όλη του την ταχύτητα για να φέρει τη νέα καθαρή φωτιά πίσω. Μόλις πήρε τη φωτιά από το βωμό στους Δελφούς, άρχισε να τρέχει πίσω προς στις Πλαταιές και έφτασε εκεί πριν δύσει ο ήλιος, πραγματοποιώντας ολόκληρο το ταξίδι μετ' επιστροφής σε μία μόνο ημέρα. Χαιρέτησε τους συμπατριώτες του, τους παρέδωσε τη φωτιά και πέθανε επί τόπου (Αριστείδης20). Η ιστορία υπογραμμίζει την τελετουργική σημασία της φωτιάς ως συμβόλου της επιβίωσης μιας πόλης σε περίοδο κρίσης και μερικοί μελετητές έχουν προτείνει ότι αυτή η πρακτική μάς δίνει ένα πλαίσιο για την ερμηνεία της λαμπαδηδρομίας ως τελετουργικής αναπαράστασης της ανάγκης, σε περιόδους κρίσης, να αναζωπυρωθεί η ιερή φωτιά μιας πόλης.
Ο προσωκρατικός φιλόσοφος Ηράκλειτος επισημαίνει ότι όλα τα πράγματα ανταλλάσσονται με τη φωτιά και η φωτιά με όλα τα πράγματα, όπως ακριβώς και τα αγαθά με τον χρυσό και ο χρυσός με τα αγαθά (DK 22 B90). Αυτή η έννοια της φωτιάς ως του απόλυτου μηχανισμού ανταλλαγής είναι ιδιαίτερα ενδεικτική της αμοιβαίας σχέσης μεταξύ των θεών και των ανθρώπων. Παρά το σημαντικό ρόλο της στις θρησκευτικές πρακτικές των Ελλήνων, η ίδια η φωτιά δεν έγινε θεός, ούτε ο πρωταρχικός στόχος της λατρείας, όπως σε άλλες παραδόσεις. Αντ' αυτού, όπως βλέπουμε από την ησιόδεια επεξεργασία του μύθου του Προμηθέα, η φωτιά λειτουργεί ως το βασικό μέσο για την επικοινωνία ανάμεσα στον θεϊκό και τον ανθρώπινο κόσμο.Χάρη στο τέχνασμα του Προμηθέα στην Mηκώνη, η φωτιά, μεταφέρει τα δώρα των ανθρώπων στους θεούς μέσω της θυσίας, αλλά είναι αυτή η ίδια φωτιά, κλεμμένη κρυφά από τον Δία, που μαγειρεύει τα γεύματά τους. Με άλλα λόγια, όπως και ο ίδιος ο Προμηθέας, οι τελετουργίες που σχετίζονται με τη φωτιά, ιδιαίτερα η θυσία, επιτρέπουν την αμφίδρομη επικοινωνία ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους, μολονότι ενισχύει ταυτόχρονα τον διαχωρισμό των κόσμων τους.