Ἐποίησε δὲ Κουρήτων καὶ Κορυβάντων γένεσιν καὶ θεογονίαν, ἔπη πεντακισχίλια, Ἀργοῦς ναυπηγίαν τε καὶ Ἰάσονος εἰς Κόλχους ἀπόπλουν ἔπη ἑξακισχίλια πεντακόσια.
[1.112] συνέγραψε δὲ καὶ καταλογάδην περὶ θυσιῶν καὶ τῆς ἐν Κρήτῃ πολιτείας καὶ περὶ Μίνω καὶ Ῥαδαμάνθυος εἰς ἔπη τετρακισχίλια. ἱδρύσατο δὲ καὶ παρ᾽ Ἀθηναίοις τὸ ἱερὸν τῶν Σεμνῶν θεῶν, ὥς φησι Λόβων ὁ Ἀργεῖος ἐν τῷ Περὶ ποιητῶν. λέγεται δὲ καὶ πρῶτος οἰκίας καὶ ἀγροὺς καθῆραι καὶ ἱερὰ ἱδρύσασθαι. εἰσὶ δ᾽ οἳ μὴ κοιμηθῆναι αὐτὸν λέγουσιν, ἀλλὰ χρόνον τινὰ ἐκπατῆσαι ἀσχολούμενον περὶ ῥιζοτομίαν.
Φέρεται δ᾽ αὐτοῦ καὶ ἐπιστολὴ πρὸς Σόλωνα τὸν νομοθέτην, περιέχουσα πολιτείαν ἣν διέταξε Κρησὶ Μίνως. ἀλλὰ Δημήτριος ὁ Μάγνης ἐν τοῖς Περὶ ὁμωνύμων ποιητῶν τε καὶ συγγραφέων διελέγχειν πειρᾶται τὴν ἐπιστολὴν ὡς νεαρὰν καὶ μὴ τῇ Κρητικῇ φωνῇ γεγραμμένην, Ἀτθίδι δὲ καὶ ταύτῃ νέᾳ. ἐγὼ δὲ καὶ ἄλλην εὗρον ἐπιστολὴν ἔχουσαν οὕτως·
[1.113] Ἐπιμενίδης Σόλωνι
Θάρρει, ὦ ἑταῖρε. αἰ γὰρ ἔτι θητευόντεσσιν Ἀθηναίοις καὶ μὴ εὐνομημένοις ἐπεθήκατο Πεισίστρατος, εἶχέ κα τὰν ἀρχὰν ἀεί, ἀνδραποδιξάμενος τὼς πολιήτας· νῦν δὲ οὐ κακὼς ἄνδρας δουλῶται· τοὶ μεμνάμενοι τᾶς Σόλωνος μανύσιος ἀλγιόντι πεδ᾽ αἰσχύνας οὐδὲ ἀνεξοῦνται τυραννούμενοι. ἀλλ᾽ αἴ κα Πεισίστρατος κατασχέθῃ τὰν πόλιν, οὐ μὰν ἐς παῖδας τήνω ἔλπομαι τὸ κράτος ἵξεσθαι· δυσμάχανον γὰρ ἀνθρώπως ἐλευθεριάξαντας ἐν τεθμοῖς ἀρίστοις δούλως ἦμεν. τὺ δὲ μὴ ἀλᾶσθαι, ἀλλ᾽ ἕρπε ἐς Κρήτην ποθ᾽ ἁμέ. τουτᾶ γὰρ οὐκ ἐσεῖταί τιν δεινὸς ὁ μόναρχος· αἰ δέ πη ἐπ᾽ ἀλατείᾳ ἐγκύρσωντί τοι τοὶ τήνω φίλοι, δειμαίνω μή τι δεινὸν πάθῃς.
[1.114] Καὶ οὗτος μὲν ὧδε. φησὶ δὲ Δημήτριός τινας ἱστορεῖν ὡς λάβοι παρὰ Νυμφῶν ἔδεσμά τι καὶ φυλάττοι ἐν χηλῇ βοός· προσφερόμενός τε κατ᾽ ὀλίγον μηδεμιᾷ κενοῦσθαι ἀποκρίσει μηδὲ ὀφθῆναί ποτε ἐσθίων. μέμνηται αὐτοῦ καὶ Τίμαιος ἐν τῇ δευτέρᾳ. λέγουσι δέ τινες ὅτι Κρῆτες αὐτῷ θύουσιν ὡς θεῷ· φασὶ γὰρ καὶ ‹προ›γνωστικώτατον γεγονέναι. ἰδόντα γοῦν τὴν Μουνιχίαν παρ᾽ Ἀθηναίοις ἀγνοεῖν φάναι αὐτοὺς ὅσων κακῶν αἴτιον ἔσται τοῦτο τὸ χωρίον αὐτοῖς· ἐπεὶ κἂν τοῖς ὀδοῦσιν αὐτὸ διαφορῆσαι· ταῦτα ἔλεγε τοσούτοις πρότερον χρόνοις. λέγεται δὲ ὡς καὶ πρῶτος αὐτὸν Αἰακὸν λέγοι, καὶ Λακεδαιμονίοις προείποι τὴν ὑπ᾽ Ἀρκάδων ἅλωσιν προσποιηθῆναί τε πολλάκις ἀναβεβιωκέναι.
[1.115] Θεόπομπος δ᾽ ἐν τοῖς Θαυμασίοις, κατασκευάζοντος αὐτοῦ τὸ τῶν Νυμφῶν ἱερὸν ῥαγῆναι φωνὴν ἐξ οὐρανοῦ, Ἐπιμενίδη, μὴ Νυμφῶν, ἀλλὰ Διός· Κρησί τε προειπεῖν τὴν Λακεδαιμονίων ἧτταν ὑπ᾽ Ἀρκάδων, καθάπερ προείρηται· καὶ δὴ καὶ ἐλήφθησαν πρὸς Ὀρχομενῷ.
Γηρᾶσαί τ᾽ ἐν τοσαύταις ἡμέραις αὐτὸν ὅσαπερ ἔτη κατεκοιμήθη· καὶ γὰρ τοῦτό φησι Θεόπομπος. Μυρωνιανὸς δὲ ἐν Ὁμοίοις φησὶν ὅτι Κούρητα αὐτὸν ἐκάλουν Κρῆτες· καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ φυλάττουσι Λακεδαιμόνιοι παρ᾽ ἑαυτοῖς κατά τι λόγιον, ὥς φησι Σωσίβιος ὁ Λάκων.
Γεγόνασι δὲ καὶ Ἐπιμενίδαι ἄλλοι δύο, ὅ τε γενεαλόγος καὶ τρίτος ὁ Δωρίδι γεγραφὼς περὶ Ῥόδου.
***
Έγραψε για τη γένεση των Κουρήτων και των Κορυβάντων και μια Θεογονία, σε 5000 δακτυλικούς εξάμετρους στίχους· επίσης για την κατασκευή της Αργώς και για το ταξίδι του Ιάσονα στη χώρα των Κόλχων σε 6500 δακτυλικούς εξάμετρους στίχους.
[1.112] Έγραψε και σε πεζό λόγο για τις θυσίες και για το πολίτευμα της Κρήτης, επίσης για τον Μίνω και τον Ραδάμανθη σε 4000 σειρές. Έχτισε, επίσης, στην Αθήνα το ιερό των Σεμνών θεών, όπως λέει ο Αργείτης Λόβωνας στο έργο του Για τους ποιητές. Λένε επίσης ότι ήταν ο πρώτος που έκανε καθαρμούς σπιτιών και χωραφιών και ο πρώτος που ίδρυσε ιερά. Είναι και κάποιοι που λένε ότι δεν κοιμήθηκε, αλλ᾽ ότι έφυγε για ένα διάστημα μακριά από τους ανθρώπους και ασχολήθηκε με τη συλλογή φαρμακευτικών βοτάνων.
Παραδίδεται και μια επιστολή του προς τον νομοθέτη Σόλωνα, στην οποία γίνεται λόγος για το πολίτευμα που όρισε για τους Κρήτες ο Μίνωας, ο Δημήτριος όμως από τη Μαγνησία στο έργο του Για τους ομώνυμους ποιητές και πεζογράφους προσπαθεί να αποδείξει ότι η επιστολή είναι μεταγενέστερη και ότι δεν είναι γραμμένη στην κρητική, αλλά στην αττική διάλεκτο, και μάλιστα τη νεότερη. Εγώ, πάντως, βρήκα και μιαν άλλη επιστολή του, την ακόλουθη:
[1.113] Ο Επιμενίδης στον Σόλωνα
Θάρρος, φίλε μου. Αν ο Πεισίστρατος είχε επιτεθεί στους Αθηναίους, όταν αυτοί ήταν ακόμη σκλάβοι και δεν είχαν ακόμη κυβερνηθεί με καλούς νόμους, θα εξασφάλιζε για πάντα την εξουσία, εξανδραποδίζοντας τους πολίτες. Τώρα όμως δεν έχει υπόδουλους τιποτένιους ανθρώπους, αλλά ανθρώπους που θυμούνται με πόνο και ντροπή την προειδοποίηση του Σόλωνα και δεν πρόκειται να ανεχθούν την τυραννίδα. Αλλά και αν ακόμη ο Πεισίστρατος καταφέρει να μείνει κύριος της πόλης, εγώ δεν πιστεύω πως η εξουσία θα φτάσει στα παιδιά του: άνθρωποι που έζησαν ελεύθεροι κάτω από άριστους νόμους δύσκολο να βρεθεί τρόπος να μείνουν δούλοι. Όσο για σένα, μη γυρίζεις αποδώ και αποκεί· έλα στην Κρήτη, σ᾽ εμένα· εδώ δεν θα έχεις να φοβηθείς τύραννο. Αν, αντίθετα, κάπου στα ταξίδια σου πέσεις πάνω στους φίλους εκείνου, φοβούμαι μην πάθεις κανένα κακό.
[1.114] Αυτά εκείνος. Ο Δημήτριος, τώρα, λέει ότι κάποιοι αναφέρουν ότι ο Επιμενίδης πήρε από τις Νύμφες κάποιο έδεσμα και το φύλαγε στην οπλή ενός βοδιού· έπαιρνε από εκεί μια μικρή κάθε φορά ποσότητα και δεν είχε καμία κένωση, ούτε τον είδε ποτέ κανείς να τρώει. Τον μνημονεύει και ο Τίμαιος στο δεύτερο βιβλίο του έργου του. Κάποιοι λένε ότι οι Κρήτες τού προσφέρουν θυσίες, όπως σε θεό· γιατί λένε πως ήταν ικανότατος και στις προβλέψεις. Όταν, επί παραδείγματι, είδε την Μουνυχία στην Αθήνα, είπε ότι οι Αθηναίοι δεν ξέρουν πόσα κακά θα τους προξενήσει αυτή η τοποθεσία· αλλιώς, και με τα δόντια τους ακόμη θα την κατέστρεφαν. Όλα αυτά τα έλεγε τόσα χρόνια πριν από όσα συνέβησαν αργότερα. Λένε, επίσης, ότι ήταν ο πρώτος που αποκάλεσε τον εαυτό του Αιακό. Προείπε, επίσης, στους Σπαρτιάτες την άλωσή τους από τους Αρκάδες. Επίσης, προσποιήθηκε ότι επέστρεψε πολλές φορές στη ζωή.
[1.115] Ο Θεόπομπος διηγείται στα Θαυμαστά του ότι, όταν έχτιζε ναό για τις Νύμφες, ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό: «Επιμενίδη, όχι για τις Νύμφες, αλλά για τον Δία»· ακόμη ότι προέβλεψε την ήττα των Λακεδαιμονίων από τους Αρκάδες, όπως το είπαμε πρωτύτερα· και πράγματι, κατατροπώθηκαν κοντά στον Ορχομενό.
Γέρασε σε τόσες μέρες όσα ήταν τα χρόνια που κράτησε ο ύπνος του στη σπηλιά: το λέει ο Θεόπομπος. Ο Μυρωνιανός στα Όμοιά του λέει ότι οι Κρήτες τον ονόμαζαν Κούρητα. Το σώμα του, ύστερα από κάποιον χρησμό, το φυλάγουν στον τόπο τους οι Λακεδαιμόνιοι, όπως λέει ο Σωσίβιος από τη Λακωνία.
Υπήρξαν και άλλοι δύο Επιμενίδες: ένας αυτός που έγραψε γενεαλογίες και τρίτος αυτός που έγραψε για τη Ρόδο σε δωρική διάλεκτο.
[1.112] συνέγραψε δὲ καὶ καταλογάδην περὶ θυσιῶν καὶ τῆς ἐν Κρήτῃ πολιτείας καὶ περὶ Μίνω καὶ Ῥαδαμάνθυος εἰς ἔπη τετρακισχίλια. ἱδρύσατο δὲ καὶ παρ᾽ Ἀθηναίοις τὸ ἱερὸν τῶν Σεμνῶν θεῶν, ὥς φησι Λόβων ὁ Ἀργεῖος ἐν τῷ Περὶ ποιητῶν. λέγεται δὲ καὶ πρῶτος οἰκίας καὶ ἀγροὺς καθῆραι καὶ ἱερὰ ἱδρύσασθαι. εἰσὶ δ᾽ οἳ μὴ κοιμηθῆναι αὐτὸν λέγουσιν, ἀλλὰ χρόνον τινὰ ἐκπατῆσαι ἀσχολούμενον περὶ ῥιζοτομίαν.
Φέρεται δ᾽ αὐτοῦ καὶ ἐπιστολὴ πρὸς Σόλωνα τὸν νομοθέτην, περιέχουσα πολιτείαν ἣν διέταξε Κρησὶ Μίνως. ἀλλὰ Δημήτριος ὁ Μάγνης ἐν τοῖς Περὶ ὁμωνύμων ποιητῶν τε καὶ συγγραφέων διελέγχειν πειρᾶται τὴν ἐπιστολὴν ὡς νεαρὰν καὶ μὴ τῇ Κρητικῇ φωνῇ γεγραμμένην, Ἀτθίδι δὲ καὶ ταύτῃ νέᾳ. ἐγὼ δὲ καὶ ἄλλην εὗρον ἐπιστολὴν ἔχουσαν οὕτως·
[1.113] Ἐπιμενίδης Σόλωνι
Θάρρει, ὦ ἑταῖρε. αἰ γὰρ ἔτι θητευόντεσσιν Ἀθηναίοις καὶ μὴ εὐνομημένοις ἐπεθήκατο Πεισίστρατος, εἶχέ κα τὰν ἀρχὰν ἀεί, ἀνδραποδιξάμενος τὼς πολιήτας· νῦν δὲ οὐ κακὼς ἄνδρας δουλῶται· τοὶ μεμνάμενοι τᾶς Σόλωνος μανύσιος ἀλγιόντι πεδ᾽ αἰσχύνας οὐδὲ ἀνεξοῦνται τυραννούμενοι. ἀλλ᾽ αἴ κα Πεισίστρατος κατασχέθῃ τὰν πόλιν, οὐ μὰν ἐς παῖδας τήνω ἔλπομαι τὸ κράτος ἵξεσθαι· δυσμάχανον γὰρ ἀνθρώπως ἐλευθεριάξαντας ἐν τεθμοῖς ἀρίστοις δούλως ἦμεν. τὺ δὲ μὴ ἀλᾶσθαι, ἀλλ᾽ ἕρπε ἐς Κρήτην ποθ᾽ ἁμέ. τουτᾶ γὰρ οὐκ ἐσεῖταί τιν δεινὸς ὁ μόναρχος· αἰ δέ πη ἐπ᾽ ἀλατείᾳ ἐγκύρσωντί τοι τοὶ τήνω φίλοι, δειμαίνω μή τι δεινὸν πάθῃς.
[1.114] Καὶ οὗτος μὲν ὧδε. φησὶ δὲ Δημήτριός τινας ἱστορεῖν ὡς λάβοι παρὰ Νυμφῶν ἔδεσμά τι καὶ φυλάττοι ἐν χηλῇ βοός· προσφερόμενός τε κατ᾽ ὀλίγον μηδεμιᾷ κενοῦσθαι ἀποκρίσει μηδὲ ὀφθῆναί ποτε ἐσθίων. μέμνηται αὐτοῦ καὶ Τίμαιος ἐν τῇ δευτέρᾳ. λέγουσι δέ τινες ὅτι Κρῆτες αὐτῷ θύουσιν ὡς θεῷ· φασὶ γὰρ καὶ ‹προ›γνωστικώτατον γεγονέναι. ἰδόντα γοῦν τὴν Μουνιχίαν παρ᾽ Ἀθηναίοις ἀγνοεῖν φάναι αὐτοὺς ὅσων κακῶν αἴτιον ἔσται τοῦτο τὸ χωρίον αὐτοῖς· ἐπεὶ κἂν τοῖς ὀδοῦσιν αὐτὸ διαφορῆσαι· ταῦτα ἔλεγε τοσούτοις πρότερον χρόνοις. λέγεται δὲ ὡς καὶ πρῶτος αὐτὸν Αἰακὸν λέγοι, καὶ Λακεδαιμονίοις προείποι τὴν ὑπ᾽ Ἀρκάδων ἅλωσιν προσποιηθῆναί τε πολλάκις ἀναβεβιωκέναι.
[1.115] Θεόπομπος δ᾽ ἐν τοῖς Θαυμασίοις, κατασκευάζοντος αὐτοῦ τὸ τῶν Νυμφῶν ἱερὸν ῥαγῆναι φωνὴν ἐξ οὐρανοῦ, Ἐπιμενίδη, μὴ Νυμφῶν, ἀλλὰ Διός· Κρησί τε προειπεῖν τὴν Λακεδαιμονίων ἧτταν ὑπ᾽ Ἀρκάδων, καθάπερ προείρηται· καὶ δὴ καὶ ἐλήφθησαν πρὸς Ὀρχομενῷ.
Γηρᾶσαί τ᾽ ἐν τοσαύταις ἡμέραις αὐτὸν ὅσαπερ ἔτη κατεκοιμήθη· καὶ γὰρ τοῦτό φησι Θεόπομπος. Μυρωνιανὸς δὲ ἐν Ὁμοίοις φησὶν ὅτι Κούρητα αὐτὸν ἐκάλουν Κρῆτες· καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ φυλάττουσι Λακεδαιμόνιοι παρ᾽ ἑαυτοῖς κατά τι λόγιον, ὥς φησι Σωσίβιος ὁ Λάκων.
Γεγόνασι δὲ καὶ Ἐπιμενίδαι ἄλλοι δύο, ὅ τε γενεαλόγος καὶ τρίτος ὁ Δωρίδι γεγραφὼς περὶ Ῥόδου.
***
Έγραψε για τη γένεση των Κουρήτων και των Κορυβάντων και μια Θεογονία, σε 5000 δακτυλικούς εξάμετρους στίχους· επίσης για την κατασκευή της Αργώς και για το ταξίδι του Ιάσονα στη χώρα των Κόλχων σε 6500 δακτυλικούς εξάμετρους στίχους.
[1.112] Έγραψε και σε πεζό λόγο για τις θυσίες και για το πολίτευμα της Κρήτης, επίσης για τον Μίνω και τον Ραδάμανθη σε 4000 σειρές. Έχτισε, επίσης, στην Αθήνα το ιερό των Σεμνών θεών, όπως λέει ο Αργείτης Λόβωνας στο έργο του Για τους ποιητές. Λένε επίσης ότι ήταν ο πρώτος που έκανε καθαρμούς σπιτιών και χωραφιών και ο πρώτος που ίδρυσε ιερά. Είναι και κάποιοι που λένε ότι δεν κοιμήθηκε, αλλ᾽ ότι έφυγε για ένα διάστημα μακριά από τους ανθρώπους και ασχολήθηκε με τη συλλογή φαρμακευτικών βοτάνων.
Παραδίδεται και μια επιστολή του προς τον νομοθέτη Σόλωνα, στην οποία γίνεται λόγος για το πολίτευμα που όρισε για τους Κρήτες ο Μίνωας, ο Δημήτριος όμως από τη Μαγνησία στο έργο του Για τους ομώνυμους ποιητές και πεζογράφους προσπαθεί να αποδείξει ότι η επιστολή είναι μεταγενέστερη και ότι δεν είναι γραμμένη στην κρητική, αλλά στην αττική διάλεκτο, και μάλιστα τη νεότερη. Εγώ, πάντως, βρήκα και μιαν άλλη επιστολή του, την ακόλουθη:
[1.113] Ο Επιμενίδης στον Σόλωνα
Θάρρος, φίλε μου. Αν ο Πεισίστρατος είχε επιτεθεί στους Αθηναίους, όταν αυτοί ήταν ακόμη σκλάβοι και δεν είχαν ακόμη κυβερνηθεί με καλούς νόμους, θα εξασφάλιζε για πάντα την εξουσία, εξανδραποδίζοντας τους πολίτες. Τώρα όμως δεν έχει υπόδουλους τιποτένιους ανθρώπους, αλλά ανθρώπους που θυμούνται με πόνο και ντροπή την προειδοποίηση του Σόλωνα και δεν πρόκειται να ανεχθούν την τυραννίδα. Αλλά και αν ακόμη ο Πεισίστρατος καταφέρει να μείνει κύριος της πόλης, εγώ δεν πιστεύω πως η εξουσία θα φτάσει στα παιδιά του: άνθρωποι που έζησαν ελεύθεροι κάτω από άριστους νόμους δύσκολο να βρεθεί τρόπος να μείνουν δούλοι. Όσο για σένα, μη γυρίζεις αποδώ και αποκεί· έλα στην Κρήτη, σ᾽ εμένα· εδώ δεν θα έχεις να φοβηθείς τύραννο. Αν, αντίθετα, κάπου στα ταξίδια σου πέσεις πάνω στους φίλους εκείνου, φοβούμαι μην πάθεις κανένα κακό.
[1.114] Αυτά εκείνος. Ο Δημήτριος, τώρα, λέει ότι κάποιοι αναφέρουν ότι ο Επιμενίδης πήρε από τις Νύμφες κάποιο έδεσμα και το φύλαγε στην οπλή ενός βοδιού· έπαιρνε από εκεί μια μικρή κάθε φορά ποσότητα και δεν είχε καμία κένωση, ούτε τον είδε ποτέ κανείς να τρώει. Τον μνημονεύει και ο Τίμαιος στο δεύτερο βιβλίο του έργου του. Κάποιοι λένε ότι οι Κρήτες τού προσφέρουν θυσίες, όπως σε θεό· γιατί λένε πως ήταν ικανότατος και στις προβλέψεις. Όταν, επί παραδείγματι, είδε την Μουνυχία στην Αθήνα, είπε ότι οι Αθηναίοι δεν ξέρουν πόσα κακά θα τους προξενήσει αυτή η τοποθεσία· αλλιώς, και με τα δόντια τους ακόμη θα την κατέστρεφαν. Όλα αυτά τα έλεγε τόσα χρόνια πριν από όσα συνέβησαν αργότερα. Λένε, επίσης, ότι ήταν ο πρώτος που αποκάλεσε τον εαυτό του Αιακό. Προείπε, επίσης, στους Σπαρτιάτες την άλωσή τους από τους Αρκάδες. Επίσης, προσποιήθηκε ότι επέστρεψε πολλές φορές στη ζωή.
[1.115] Ο Θεόπομπος διηγείται στα Θαυμαστά του ότι, όταν έχτιζε ναό για τις Νύμφες, ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό: «Επιμενίδη, όχι για τις Νύμφες, αλλά για τον Δία»· ακόμη ότι προέβλεψε την ήττα των Λακεδαιμονίων από τους Αρκάδες, όπως το είπαμε πρωτύτερα· και πράγματι, κατατροπώθηκαν κοντά στον Ορχομενό.
Γέρασε σε τόσες μέρες όσα ήταν τα χρόνια που κράτησε ο ύπνος του στη σπηλιά: το λέει ο Θεόπομπος. Ο Μυρωνιανός στα Όμοιά του λέει ότι οι Κρήτες τον ονόμαζαν Κούρητα. Το σώμα του, ύστερα από κάποιον χρησμό, το φυλάγουν στον τόπο τους οι Λακεδαιμόνιοι, όπως λέει ο Σωσίβιος από τη Λακωνία.
Υπήρξαν και άλλοι δύο Επιμενίδες: ένας αυτός που έγραψε γενεαλογίες και τρίτος αυτός που έγραψε για τη Ρόδο σε δωρική διάλεκτο.