Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

«Λατρεία του φορτίου». Cargo Cult

Με τον όρο αυτόν (κάργκο-καλτ) που σημαίνει καταρχάς, το ακατανόητο για έναν Ευρωπαίο, «λατρεία του φορτίου», εννοούνται οι θρησκευτικές ιδεοληψίες που ανέπτυξαν στερημένοι και αμόρφωτοι λαοί σε νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού, όταν είδαν να πέφτουν απρόσκλητα από τον ουρανό πακέτα με τρόφιμα, ενδύματα και διάφορα, άγνωστα σ” αυτούς, εργαλεία.

Το φαινόμενο του Cargo Cult παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 19ο αιώνα στη Νέα Γουινέα, αλλά πήρε διαστάσεις κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά το β” παγκόσμιο πόλεμο. Όταν έφτασαν τα τεχνολογικά προϊόντα του δυτικού κόσμου, αρχικά με καράβια και κάπως αργότερα με αεροπλάνα, στις απομονωμένες κοινωνίες σε νησιά του Ειρηνικού (Μελανησία), προκλήθηκαν δραστικές αλλαγές στον τρόπο ζωής των ιθαγενών.
Το πλήθος και το είδος των φορτίων οδήγησαν τους εντυπωσιασμένους Μελανήσιους στο συμπέρασμα ότι οι πρόγονοί τους που είχαν εξαφανιστεί και τους είχαν εγκαταλείψει, επανέκαμψαν και τους στέλνουν τώρα τα είδη που χρειάζονται για να ζήσουν πλέον καλύτερα.
Με την καθοδήγηση και την παραπλάνηση εκ μέρους Αμερικάνων και Ευρωπαίων στρατιωτικών και τεχνικών, οι οποίοι αρχικά επιβεβαίωναν αυτές τις ιδεοληψίες των ιθαγενών, άρχισαν οι Μελανήσιοι που εγκατέλειψαν τη γεωργία και την αλιεία, να βοηθάνε στη δημιουργία διαδρόμων προσγείωσης και αποβάθρες λιμανιών, ώστε να διευκολύνονται οι «πρόγονοι» να στέλνουν τα φορτία τους.
::

Αριστερά: Ιθαγενής με αμερικάνικη στολή και όλα τα δυνατά υπαρκτά και φανταστικά σήματα,
με τα οποία θα προκληθεί «συμπαθητική μαγεία», Δεξιά: Ομοίωμα αεροπλάνου από χόρτο
Επειδή κάθε εισβολή τεχνολογίας και πολιτισμού συνοδεύεται από ιεροκήρυκες, έφτασαν εκεί και σ” αυτή την περίπτωση διάφοροι ιερωμένοι, οι οποίοι προσπάθησαν να διδάξουν τις ιστορίες του Χριστούλη από την έρημο της Μέσης Ανατολής – τελείως ακατανόητες ιστορίες για τους Μελανήσιους, αφενός επειδή απευθύνονταν σε ανθρώπους που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει σε καταπράσινα νησιά, δίπλα στη θάλασσα, αφετέρου επειδή ο νέος «αληθινός θεός» που κήρυσσαν οι ιεραπόστολοι δεν έστελνε φορτία. Σημειώνουμε, με αυτή την ευκαιρία, ότι πρόκειται ιστορικά για άλλη μια περίπτωση που δεν έγινε αποδεκτός ο χριστιανισμός, επειδή δεν ήθελαν ή δεν μπόρεσαν οι ξένοι να τον επιβάλουν με στρατιωτική βία.
Έτσι δημιουργήθηκε ένα θεολογικό μίγμα (συγκρητισμός) από τις γνωστές χριστιανικές ηθικολογίες και από διαδικασίες «επικοινωνίας» των ιθαγενών με τους προγόνους, οι οποίοι πρόγονοι δεν πολυλογούσαν, όπως οι παπάδες, αλλά έστελναν φορτία. Αποτέλεσμα ήταν να διαμορφωθεί μια πρωτόγονη λατρεία, το Cargo Cult, όπου δεν λατρευόταν ο ήλιος, η φωτιά, κάποιο ζώο ή κάποιος άνθρωπος, αλλά τα φορτία με χρήσιμα είδη. Σε μερικά νησιά επιβιώνει ακόμα με παραφθορές αυτή η λατρεία και κάπου έχει γίνει ήδη επικρατούσα και «αληθινή θρησκεία» με «υιό του θεού» τον συμπατριώτη τους John Frum και όλα τα συναφή που γνωρίζουμε από άλλες, επίσης «αληθινές θρησκείες». Άλλες φυλές πιστεύουν όμως ότι υιός θεού είναι ο Φίλιππος της Αγγλίας, ο άντρας της Ελισάβετ, μάλλον επειδή έβλεπαν στα χρόνια του πολέμου φωτογραφίες του με στολή, χωρίς να έχει ο ίδιος καμιά στρατιωτική αρμοδιότητα!
Εννοείται, δεν συμβαίνει πρώτη φορά στον παγκόσμιο πολιτισμό να προκύπτουν από το τίποτα τρόφιμα και άλλα χρήσιμα είδη. Ξέρουμε από τα σχολικά μας χρόνια το «μάννα εξ ουρανού», τα 2 ψάρια που έγιναν 3-4 χιλιάδες, το νερό που έγινε κρασί και άλλα σχετικά, τα οποία είναι εξ ίσου αξιόπιστα, όπως τα «θεϊκά φορτία» των Μελανησίων.
Όταν, μετά το τέλος του β” παγκόσμιου πολέμου, αποχώρησαν από τα νησιά οι στρατιωτικές αποστολές και διακόπηκαν οι προσγειώσεις αεροπλάνων και οι ρίψεις φορτίων, οι Μελανήσιοι έμειναν χωρίς τη βοήθεια των ξένων, οπότε προσπάθησαν να οργανώσουν μόνοι τους την υποδοχή τροφίμων και ενδυμάτων που θα συνέχιζαν να στέλνουν οι «πρόγονοι». Άρχισαν λοιπόν να κατασκευάζουν διάφορα αντικείμενα, συνήθως ξύλινα, ομοιώματα αυτών που είχαν δει να χρησιμοποιούν οι δυτικοί τεχνικοί, π.χ. ακουστικά ασυρμάτου, πομπούς, κράνη, όπλα κτλ., έστηναν ομοιώματα αεροπλάνων από άχυρο, έπαιρναν θέση σε κάποιο παρατηρητήριο σαν σε πύργο ελέγχου, άναβαν φωτιές για τη δημιουργία σημείων οπτικής επαφής με υποθετικούς πιλότους, έκαναν στους διαδρόμους προσγείωσης κινήσεις καθοδήγησης αεροπλάνων κ.ο.κ., με την ελπίδα ότι θα επαναληφθούν οι πτήσεις αεροπλάνων με τα φορτία που έστελναν οι «πρόγονοι».
Κάτι ανάλογο γίνεται ακόμα και σήμερα στον «πολιτισμένο κόσμο» στις τελετές βάπτισης, γάμου, κήδευσης, ορκωμοσίας, εξορκισμού κτλ. Αυτές οι διαδικασίες ονομάζονται «συμπαθητική μαγεία», μέσω της οποίας δεν καταφθάνουν (δυστυχώς) χρήσιμα φορτία, αλλά προκαλούνται διάφορα επιθυμητά αποτελέσματα, π.χ. φεύγει το κακό μάτι, επέρχεται η θεία χάρις, εξασφαλίζεται μια θέση στον παράδεισο, βρίσκει γαμπρό η θυγατέρα κ.ά.
Διάφοροι δυτικοί τεχνικοί, στρατιωτικοί και κληρικοί που υπηρέτησαν σ’ αυτά τα νησιά, είχαν προσπαθήσει να εξηγήσουν στους ιθαγενείς την προέλευση των τεχνολογικών προϊόντων και τον τρόπο που αυτά είχαν δημιουργηθεί με επίπονη προεργασία πολλών αιώνων. Οι ιθαγενείς διαπίστωναν όμως μόνο ότι, ενώ τις σκληρότερες δουλειές, όπως το κόψιμο δέντρων στο δάσος, τη διάνοιξη των διαδρόμων προσγείωσης, την οικοδόμηση αποθηκών και άλλων κατασκευών και τη μεταφορά των κιβωτίων τις έκαναν οι ίδιοι, δεν ήταν σε θέση να κατασκευάσουν τα ίδια προϊόντα και έπαιρναν ως αμοιβή (τρόφιμα, ποτά, ενδύματα) ελάχιστα, σε σύγκριση με αυτά που έπαιρναν οι λιγότερο εργαζόμενοι δυτικοί.
::::

Αριστερά & Μέση: Τοποθέτηση σε κορυφή λόφου ξύλινου σταυρού, ο οποίος προσομοιάζει με κεραία
μεσαίων κυμάτων της δεκαετίας του 1940, Δεξιά: Παρέλαση με ξύλινα όπλα και αμερικάνικη σημαία,
όπως στα χρόνια των « εξ ουρανού φορτίων ».
Κάποια εποχή έγινε προσπάθεια να διαφωτιστούν οι ηγέτες των ιθαγενών της Μελανησίας για τον τρόπο δημιουργίας των τεχνολογικών προϊόντων και για την κοινωνική οργάνωση στη Δύση. Οδηγήθηκαν γι’ αυτό μερικοί από τους ευφυέστερους εκπροσώπους των ιθαγενών σε μεγαλουπόλεις και σε εργοστάσια παραγωγής της Αυστραλίας και της Αμερικής, όπου ενημερώθηκαν για τις διαφορές στις κοινωνίες, στη μόρφωση και στον τρόπο ζωής.
Οι εκπρόσωποι από τα νησιά της Μελανησίας παρέμειναν όμως δύσπιστοι και διατήρησαν την πεποίθηση ότι οι Δυτικοί τους παραπληροφορούν και τους εκμεταλλεύονται, κάτι που κατά καιρούς δεν ήταν και ψέμμα. Σημαντικότερο γεγονός είναι, όμως, ότι οι ιθαγενείς δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν τις πολιτισμικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για να πετύχει μια κοινωνία ένα ανώτερο επίπεδο των διανθρώπινων σχέσεων και των παραγωγικών ικανοτήτων. Έτσι κατέληγαν οι επιφανείς Μελανήσιοι ενστικτωδώς σε θεωρίες συνωμοσίας των ξένων σε βάρος τους, κάτι που βλέπουμε να επαναλαμβάνεται πολύ συχνά σε μορφωτικά και πολιτισμικά υποβαθμισμένες κοινωνικές ομάδες (παράλληλες κοινωνίες).
Κατ” επέκταση χρησιμοποιείται ο όρος cargo cult για να χαρακτηρίσει κάποιους με συμπεριφορές μίμησης επιφανειακών χαρακτηριστικών και συνηθειών (χτένισμα, κάπνισμα, ντύσιμο, οδήγηση κ.ά.) προβεβλημένων και «επιτυχημένων» συμπολιτών, με την (κρυφή) ελπίδα ότι θα επεκταθεί και σ' αυτούς η «επιτυχία».

Η Ελλάδα στην Παλαιολιθική περίοδο

Η Παλαιολιθική εποχή αντιστοιχεί στη γεωλογική περίοδο του Πλειστόκαινου ή εποχή των Παγετώνων και καλύπτει το χρονικό διάστημα από 2 εκατομμύρια μέχρι 12.000 χρόνια περίπου πριν από σήμερα. Στη διάρκεια της μακράς αυτής περιόδου σημειώθηκαν στην περιοχή του σημερινού ελλαδικού-αιγαιακού χώρου σημαντικές γεωμορφολογικές και κλιματολογικές αλλαγές, οι οποίες ήταν καθοριστικές για την πανίδα, τη χλωρίδα και για την επιβίωση του παλαιολιθικού ανθρώπου στην περιοχή.

Η πρωιμότερη ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας στην Ελλάδα είναι το ανθρώπινο κρανίο που βρέθηκε στα Πετράλωνα Χαλκιδικής και ανήκει στον ανθρωπολογικό τύπο του Homo sapiens praesapiens. Τα μέχρι στιγμής γνωστά ανθρωπολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα επιτρέπουν τη διαίρεση της Παλαιολιθικής στην περιοχή του Αιγαίου σε Κατώτερη (350.000-100.000), Μέση (100.000-35.000) και Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-11.000 πριν από σήμερα).

Η κατοίκηση εντοπίζεται σε σπήλαια, βραχοσκεπές και σε υπαίθριες θέσεις. Ελάχιστες είναι μέχρι στιγμής οι θέσεις της Κατώτερης Παλαιολιθικής, ενώ περισσότερα είναι τα στοιχεία για τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική. Το γεγονός θα πρέπει να αποδοθεί εν μέρει στην έντονη τεκτονική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο και στις αυξομειώσεις της θαλάσσιας στάθμης του Αιγαίου, που εξαφάνισαν κάθε ίχνος κατοίκησης από κάποιες γεωγραφικές περιοχές.
Παλαιολιθικά ευρήματα από τον ελλαδικό χώρο αναφέρονται για πρώτη φορά το 1867, ενώ οι πρώτες οργανωμένες έρευνες σε παλαιολιθικές θέσεις έγιναν στο διάστημα 1927-31 από τον Αυστριακό Markovits. Η πρώτη ανασκαφή παλαιολιθικής θέσης πραγματοποιήθηκε το 1942, στο σπήλαιο Σεϊντί Βοιωτίας από το Γερμανό Stampfuss. Η συστηματική όμως έρευνα της Παλαιολιθικής στην Ελλάδα έγινε στη δεκαετία 1960-1970 από αγγλικές, αμερικανικές και γερμανικές αποστολές στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο. Οι αποστολές αυτές συνέταξαν το χάρτη με τις παλαιολιθικές θέσεις στον ελλαδικό χώρο. Ο χάρτης αυτός εμπλουτίζεται από τη δεκαετία του 1980 και εξής διαρκώς με νέες θέσεις, που εντοπίζονται σε συστηματικές επιφανειακές έρευνες και ανασκαφές, οι οποίες πραγματοποιούνται από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού.
Στον παρακείμενο χάρτη σημειώνονται με κόκκινο χρώμα οι σημαντικότερες θέσεις για τη μελέτη της Παλαιολιθικής στην Ελλάδα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν το σπήλαιο Θεόπετρα στη Θεσσαλία και το σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας, τα οποία κατοικήθηκαν σχεδόν χωρίς διακοπή σε όλες τις φάσεις της Παλαιολιθικής, καθώς επίσης και κατά τη Μεσολιθική περίοδο.
Η Oικονομία στην Παλαιολιθική περίοδο

H ανασύνθεση της παλαιολιθικής οικονομίας στην Eλλάδα βασίζεται κατά κύριο λόγο στη μελέτη της γεωμορφολογίας του χώρου κατά το Πλειστόκαινο, καθώς και στα αρχαιολογικά δεδομένα, τα οποία περιλαμβάνουν λίθινα εργαλεία, οστά ζώων και κατάλοιπα φυτών και καρπών.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι οικονομικές δραστηριότητες του παλαιολιθικού ανθρώπου (400/350.000-11.000 πριν από σήμερα) αποσκοπούσαν στην εξεύρεση τροφής και περιορίζονταν στο κυνήγι ζώων, πτηνών και στη συλλογή γαστερόποδων (σαλιγκαριών), χόρτων και καρπών. Oι δραστηριότητες αυτές γίνονταν ατομικά ή ομαδικά. Tο κυνήγι είχε στόχο ένα ή περισσότερα ζώα (αγέλες) και διεξαγόταν στα πυκνά δάση (Ήπειρος, Λακωνία), στις στενές κοιλάδες (κοιλάδα Bοϊδομάτη), σε περάσματα που οδηγούσαν από τα βουνά στις πεδιάδες (Πηγές του Aγγίτη), αλλά και σε παράκτιες πεδιάδες (Ήπειρος, Aργολίδα). Tα υπολείμματα οστών ζώων από τις βραχοσκεπές Kλειδί και Μποΐλα της Hπείρου δείχνουν ότι οι κυνηγοί γνώριζαν τις εποχιακές μεταναστευτικές συνήθειες των ζώων (π.χ. ελαφιών), και ότι η εμβέλειά τους επεκτεινόταν και στις παράκτιες περιοχές πέρα από την κοιλάδα του ποταμού Βοϊδομάτη. Παράλληλα, τα υπολείμματα ψαριών και θαλάσσιων γαστερόποδων τεκμηριώνουν τις μεταναστευτικές κινήσεις των κυνηγών-ενοίκων των βραχοσκεπών αυτών κατά το τέλος της Ανώτερης Παλαιολιθικής (15.000-11.000 πριν από σήμερα).
’ρκτοι, λιοντάρια των σπηλαίων, ρινόκεροι, μαμούθ, άλογα, λύκοι, κυρίως ελαφοειδή και αιγαγροειδή, αλλά και άγριοι ταύροι, χοίροι και όνοι, μικρά θηλαστικά (νυφίτσα, ασβός, κάστορας), τρωκτικά, πτηνά, ψάρια, θαλάσσια και χερσαία γαστερόποδα αναγνωρίστηκαν από τους παλαιοζωολόγους ανάμεσα στα υπολείμματα ζώων, που βρέθηκαν σε σπήλαια και βραχοσκεπές του ελλαδικού χώρου.
Εκτός από τα πυκνόφυτα, κωνοφόρα δάση, η χλωρίδα της εποχής περιλάμβανε, σύμφωνα με τις μελέτες παλαιοβοτανολόγων σε φυτικά κατάλοιπα από τη Θεόπετρα Θεσσαλίας και το Φράγχθι Eρμιονίδας, βελανιδιά, κολλιτσίδα, λιθόσπερμο, βοϊδόγλωσσα, κουφοξυλιά, αγριοαμυγδαλιά, αγριομπίζελο, αγριοτρίφυλλο, φακή, σμέουρο, παπαρούνα, λαθούρι κλπ.
Για το κυνήγι και την επεξεργασία της τροφής (εκδορά και τεμαχισμός) χρησιμοποιούνταν κατά κανόνα λίθινα, αλλά και οστέινα ή κεράτινα εργαλεία. Yλικά κατάλληλα για την κατασκευή των λίθινων εργαλείων ήταν ο πυριτόλιθος και ο χαλαζίας, που προέρχονταν συνήθως από τη ζώνη δράσης των παλαιολιθικών κυνηγών (π.χ. κροκεάτης λίθος στη Λακωνία). Eνδείξεις για διακίνηση πρώτων υλών σε μεγάλες αποστάσεις έχουμε από την κοιλάδα του Bοϊδομάτη. Η πηγή του σκληρού πυριτόλιθου, που προτιμήθηκε από τον εύθραυστο πυριτόλιθο της περιοχής, εντοπίστηκε πέρα από την κοιλάδα. H λατόμηση αυτής της πρώτης ύλης, θα πρέπει να συνδυαζόταν με τις μεγάλης εμβέλειας κυνηγετικές δραστηριότητες των παλαιολιθικών κυνηγών, που σημειώνονται κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική.
Tέλος, κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική, τεκμηριώνονται για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο οι παρακάτω παραγωγικές δραστηριότητες: η κατασκευή σκευών από ξύλο και πηλό (Θεόπετρα) και η εξόρυξη κόκκινης ώχρας από κοιτάσματα αιματίτη (Θάσος), προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως χρωστική ύλη ή για να εναποτεθεί σε ανθρώπινες ταφές!
Η Κοινωνία
Tα στοιχεία που αφορούν στην κοινωνική οργάνωση κατά την Παλαιολιθική εποχή είναι περιορισμένα, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο (400/350.000-11.000 πριν από σήμερα), αλλά σε όλο τον κόσμο. Θεωρείται ότι οι παλαιολιθικοί άνθρωποι συνδέονταν με δεσμούς συγγένειας και ζούσαν σε ολιγομελείς ομάδες 10 έως 30 ατόμων περίπου. H διαδικασία κατασκευής λίθινων εργαλείων (εξεύρεση πρώτης ύλης και περαιτέρω επεξεργασία), το ομαδικό κυνήγι άγριων ζώων και η μετέπειτα διαδικασία τεμαχισμού και διατήρησής τους αποτελούν τις πρωιμότερες εκδηλώσεις κοινωνικής συμπεριφοράς και οργάνωσης.
Aπό τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο, περίπου από το 120.000 πριν από σήμερα, αυξάνουν οι ενδείξεις συγγένειας και κοινωνικής συμπεριφοράς, όπως διαφαίνεται από ταφές παιδιών, νεαρών γυναικών και ανδρών, που βρέθηκαν σε σπήλαια της Eυρώπης (Γαλλία) και της Aσίας (Παλαιστίνη). Πρόκειται για τις πρώτες ενδείξεις σεβασμού προς τον άνθρωπο και πίστης στη μεταθανάτια ζωή, και αποτελούν πνευματικές εκφράσεις του ανθρώπου του τύπου Νεάντερταλ. Eίναι χαρακτηριστικό ότι ο ενταφιασμός γίνεται στα σπήλαια και τις βραχοσκεπές, τα βασικά καταφύγια του παλαιολιθικού ανθρώπου, σε λάκκους που ανοίγονται για να δεχθούν αδιακρίτως άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Οι ταφές συνοδεύονται από ταφικές προσφορές (κτερίσματα) της κοινωνικής ομάδας, όπως εργαλεία, κέρατα ζώων ή άνθη. Σε πολλές περιπτώσεις, το πρόσωπο ή το σώμα του νεκρού στολίζεται με ώχρα, το λεγόμενο « χρυσό » της Παλαιολιθικής. Aντίστοιχα έθιμα διαπιστώνονται και στις πολυάριθμες ταφές ανθρώπων του Homo sapiens sapiens (σύγχρονου ανθρώπου), που χρονολογούνται στην Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-11.000 πριν από σήμερα).
Tαφές της περιόδου αυτής προέρχονται από το σπήλαιο της Θεόπετρας Θεσσαλίας (14.500 π.Χ.) και πιθανόν και από το Απήδημα Μάνης (30.000 πριν από σήμερα). Τα ευρήματα αυτά αποτελούν τις πρώτες βεβαιωμένες ενδείξεις σεβασμού και φροντίδας προς τους νεκρούς στον ελλαδικό χώρο.
Mοναδική για την Eλλάδα είναι η ύπαρξη ορυχείου αιματίτη στη Θάσο, όπου, από την Ανώτερη Παλαιολιθική, πραγματοποιούνταν εξόρυξη κόκκινης ώχρας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως χρωστική ύλη ή για να εναποτεθεί σε ανθρώπινες ταφές! Tο έργο αυτό απαιτούσε ασφαλώς κοινό προγραμματισμό και συνεργασία της ανθρώπινης ομάδας.
Aπό την προχωρημένη Ανώτερη Παλαιολιθική πληθαίνουν τα στοιχεία στολισμού και κατ΄ επέκταση κοινωνικού συμβολισμού: διάτρητα δόντια αρκούδας και ελαφιού, όστρεα με οπή ανάρτησης.
Τέλος, από την Τελική Παλαιολιθική, διαπιστώνεται, με βάση τη διασπορά των ευρημάτων, μια αυστηρότερη κατανομή δραστηριοτήτων σε σπήλαια και βραχοσκεπές (Κλειδί Hπείρου). Η διάκριση χώρου συγκέντρωσης της ομάδας και παρασκευής τροφής γύρω από την εστία, ζώνης ανάπαυλας και ύπνου και ζώνης κατασκευής εργαλείων φανερώνει μικρά και ευέλικτα κοινωνικά σχήματα, ικανά να οργανώσουν τη σκληρή τους καθημερινότητα.
Πολιτισμός

Πολιτισμός είναι το σύνολο των πνευματικών επιτευγμάτων του ανθρώπου, τα οποία είτε εκφράζονται με τον προφορικό και τον γραπτό λόγο είτε αποτυπώνονται στην ύλη με διάφορες μορφές.
Οι πνευματικές κατακτήσεις του παλαιολιθικού ανθρώπου ανιχνεύονται αποκλειστικά στα αρχαιολογικά ευρήματα, ακίνητα και κινητά, δηλαδή στους χώρους που κατοίκησε και τάφηκε, και στα αντικείμενα που χρησιμοποίησε (π.χ. εργαλεία). Στα υλικά αυτά κατάλοιπα καταγράφεται συγχρόνως η μελέτη της φύσης, του κλίματος και της συμπεριφοράς των ζώων, αλλά και οι τρόποι με τους οποίους ο παλαιολιθικός άνθρωπος κατόρθωσε να επιβιώσει στις αντίξοες συνθήκες της εποχής των Παγετώνων.
Η επιλογή προσωρινού καταφύγιου (π.χ. σπήλαιο, κατάλυμα από οστά μαμούθ), η ανακάλυψη της φωτιάς (περίπου 700.000 χρόνια πριν από σήμερα), η επιλογή κατάλληλων πετρωμάτων για την κατασκευή ανθεκτικών όπλων και εργαλείων, η συνεχής βελτίωση των τεχνικών κατασκευής εργαλείων και των κυνηγετικών μεθόδων, ο ενταφιασμός των νεκρών και η τέχνη αποτελούν τα πρωιμότερα επιτεύγματα στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Το έναυσμα για τη δημιουργία της παλαιολιθικής τέχνης έδωσε η ανάγκη του ανθρώπου για επιβίωση. Έτσι, την πρωιμότερη μορφή τέχνης στον πλανήτη μας, αποτελούν τα εργαλεία και όπλα. Από τον ελλαδικό χώρο προέρχονται πολυάριθμα εργαλεία από λίθο, οστό και κέρατο (χειροπελέκεις, αιχμές βελών, ξέστρα, λεπίδες, βελόνες, σπάτουλες κλπ.).
Από την Τελική Ανώτερη Παλαιολιθική (25.000-11.000 πριν από σήμερα) πληθαίνουν οι ενδείξεις σεβασμού προς το άτομο και ενταφιασμού του (Θεόπετρα), ενώ η εξόρυξη κόκκινης ώχρας στο λατομείο της Θάσου υποδηλώνει τη χρήση της για την κόσμηση του νεκρού. Πολύ πιθανή είναι και η κόσμηση του σώματος εν ζωή, μια και αυτή η πολύτιμη χρωστική ύλη -ο « χρυσός » της Παλαιολιθικής- φυλασσόταν αμέσως μετά την εξόρυξη σε θήκες από ελαφοκέρατα.
Από την ίδια περίοδο χρονολογούνται και τα πρώτα κοσμήματα από δόντια αρκούδας, ελαφιού καθώς και σαλιγκάρια με οπή ανάρτησης, τα οποία αποτελούν στοιχεία κοινωνικού συμβολισμού. Στα δείγματα παλαιολιθικής τέχνης από την Ελλάδα συγκαταλέγεται και οστό ζώου με εννέα εγχάρακτες, παράλληλες γραμμές, το οποίο προέρχεται από το σπήλαιο της Θεόπετρας. Από το σπήλαιο Σαρακινό του Πηλίου, προέρχονται δύο πλακίδια από σχιστόλιθο με εγχάρακτες παραστάσεις ανθρώπινων μορφών, καλυβών, ζώων (αιγαγροειδούς και ερπετού) και καμακιού. Από την περιοχή του Πηλίου προέρχεται επίσης και στιλπνό αντικείμενο με εγχάρακτη παράσταση άγριου αλόγου. Μνημεία παλαιολιθικής τέχνης, όπως βραχογραφίες και μικροπλαστική, όμοια με εκείνα της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης δεν έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής στην Ελλάδα.
 

ΟΙ ΣΛΑΒΟΙ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ

Τα Σλάβικα τοπωνύμια και ειδικά τα μακροτοπωνύμια (αστικά) που έχουν μείνει σ’ όλη την Ελλάδα και ειδικά στην Πελοπόννησο, είναι αψευδείς μάρτυρες της μακροχρόνιας παρουσίας Σλάβων σ’ αυτούς τους χώρους. Και για να μείνουν τα τοπωνύμια πάνω από χίλια χρόνια αδιατάρακτα ανάμεσα στους Έλληνες που έζησαν σε αυτά τα μέρη θα πει ότι η παρουσία των Σλάβων ήταν έντονη και μακροχρόνια.
Το γεγονός αυτό έκανε το Γερμανό ιστορικό Φαλμεράγιερ να πει ότι η Ελλάδα εκσλαβίστηκε και ότι δεν έμεινε ζωντανός Έλληνας μετά το πέρασμα από δω των Σλάβων. Κι όμως οι Σλάβοι αυτοί εξελληνίστηκαν! Ο Ελληνισμός είχε τη δύναμη να τους αφομοιώσει και μακροπρόθεσμα να γίνουν δυναμικά στοιχεία του Ελληνισμού αποβάλλοντας ακόμα και το ένδυμα του Σλάβου.
Σ’ όλη την Ελλάδα έχουν καταγραφεί, κατά τον Γερμανό ιστορικό Μάξ Βάσμερ (Vasmer) 2.123 μακροτοπωνύμια δηλαδή τοπωνύμια αστικών κέντρων και δεκάδες χιλιάδες μικρότερα τοπωνύμια ή αγροτικές περιοχές καθώς και χιλιάδες λέξεις, που πέρασαν και μετά πλάστηκαν για να γίνουν λειτουργικές στην Ελληνική γλώσσα. Για παράδειγμα αναφέρουμε εδώ τις πολύ κοινές λέξεις της νεοελληνικής γλώσσας λόγγος, λαγκάδα, βάλτος.
Μία ακόμη παρατήρηση πάνω στα Σλάβικα τοπωνύμια, είναι αρκετά διαφωτιστική για τον τρόπο που έγινε η εγκατάσταση στον Ελλαδικό χώρο. Τα Σλάβικα τοπωνύμια εντοπίζονται βασικά σε ορεινές περιοχές και πολύ λιγότερα σε πεδινές περιοχές και ελάχιστα σε παράλια. Οι Σλάβοι που διείσδυσαν στον Ελλαδικό χώρο έμειναν στις πλαγιές των βουνών και ασχολούνταν βασικά με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Πολλά από τα τοπωνύμια που προϋπήρχαν είναι απλή μετάφραση στα Σλάβικα. Έτσι Χελμός ονομάστηκαν τα Αρόανια όρη. Στα Ελληνικά τα Αρόανια σήμαιναν Μεγάλο όρος και το Χελμός στα Σλάβικα σημαίνει το ίδιο ακριβώς. Και η δεύτερη κορυφή των Αροανίων λεγόταν στα Ελληνικά Τριανταφυλλιά. Οι Σλάβοι την ονόμασαν Ντουρυτουβάνα που σημαίνει το ίδιο: Τριανταφυλλιά.
Τα μακροτοπωνύμια σλαβικής προέλευσης που αριθμούνται 2123 κατά το Μαξ Βάσμερ κατανέμονται ως εξής στις περιοχές της Ελλάδας: Μακεδονία 730, Θράκη 45, Ήπειρος 412, Θεσσαλία 165, Αιτωλοακαρνανία 98, Ευρυτανία 48, Φθιώτιδα 55, Φωκίδα 45, Βοιωτία 22, Αττική 18, Πελοπόννησος 429, Εφτάνησα 16, Εύβοια 19, Νησιά του Αιγαίου 4 και Κρήτη 17. Τα μακροτοπωνύμια δείχνουν την έκταση της Σλαβικής εγκατάστασης στον Ελλαδικό χώρο. Επειδή μας ενδιαφέρει ειδικά η Πελοπόννησος και η εγκατάσταση εδώ των Σλάβων, ακολουθεί μία ανάλυση των 429 μακροτοπωνυμίων της Πελοποννήσου. Έτσι έχουμε: Κορινθία 24, Αργολίδα 18, Αχαΐα 95, Ήλιδα 34, Τριφυλλία 42, Αρκαδία 94. Όμως εδώ δεν αναφέρονται δύο περιοχές όπου είχαν εγκατασταθεί Σλάβοι και μάλιστα ισχυρές ομάδες Σλάβων: η Λακωνία και η Μεσσηνία. Πρέπει να έγιναν κι’ εδώ εγκαταστάσεις Σλάβων, μετά τις πρώτες εγκαταστάσεις. Πρόκειται για τους περίφημους Μίληγγες και τους Εζερίτες που εντοπίζονται στον Ταΰγετο, αλλά στον Ερύμανθο και στο Χελμό.

Οπωσδήποτε τα μακροτοπωνύμια που δηλώνουν την ύπαρξη Σλάβων δείχνουν κάτι σημαντικό. Οι Σλάβοι δεν πρέπει να πέρασαν από τον Ισθμό της Κορίνθου. Κατέβηκαν από την Αιτωλοακαρνανία και πέρασαν από το Αντίρριο- Ρίο. Ο μεγάλος αριθμός μακροτοπωνυμίων δείχνει την πορεία τους προς τα ΒΔ. και Δ. της Πελοποννήσου. Ακολούθησαν δηλαδή το δρόμο που είχαν ακολουθήσει στην αρχαιότητα διάφορα φύλα για να φτάσουν στην Πελοπόννησο: Πελασγοί, Ίωνες, Αρκάδες, Αζάνες, Λυκάονες και τελικά οι Δωριείς.
Η εμφάνιση των Σλάβων στη Βαλκανική
Οι Σλάβοι ως τα χρόνια του Ιουστινιανού (βασίλευσε από το 527 έως το 565) κινούνταν ως το Δούναβη μαζί με τους Αβάρους. Λίγο μετά το θάνατο του Ιουστινιανού, το 582, Άβαροι με Σλάβους χτυπάνε και καταλαμβάνουν το Σίρμιο, ένα σημαντικό φρούριο, κοντά στο σημερινό Βελιγράδι, στις όχθες του ποταμού Σαύου. Το Σίρμιο ήταν φρούριο και παράλληλα σημαντικό διοικητικό κέντρο και μεγάλος συγκοινωνιακός κόμβος. Από το Σίρμιο θα ξεχυθούν στη Β. Βαλκανική τα πλήθη των Σλάβων. Οι Σλάβοι καταλαμβάνουν κατά ομάδες κάποιους χώρους και μένουν κυρίαρχοι. Κυνηγάνε από το συγκεκριμένο χώρο τις δυνάμεις που αντιπροσώπευαν το Βυζάντιο (Ανατολική Ρωμαϊκή Δημοκρατία). Οι Βυζαντινές δυνάμεις θα αποτραβηχτούν σε άλλες ισχυρές πόλεις. Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών, γεωργοί ή κτηνοτρόφοι μένουν στο χώρο. Οι Σλάβοι νικητές θα σχηματίσουν έναν υποτυπώδη μηχανισμό και θα διαμορφώσουν κάποιο κρατικό μόρφωμα που στις Βυζαντινές πηγές αναγράφεται ως Σκλαβηνία.

Καθώς κατάρρευσαν οι στρατιωτικές δυνάμεις των Βυζαντινών στην περιοχή του Δούναβη, οι Σλάβοι διεισδύουν στο χώρο της Β. Βαλκανικής και φτάνουν και στην περιοχή Μακεδονίας και Ηπείρου όπου δημιουργούν μία σειρά Σκλαβηνίες. Η επέκταση των Σλάβων στον Ελλαδικό χώρο θα συνεχιστή ως το 641. Στο διάστημα αυτό οι Σλάβοι έχουν περάσει και στην Πελοπόννησο και σε κάποια νησιά του Αιγαίου. Υπάρχει μία διαφορά για τους Σλάβους στην Πελοπόννησο. Δεν γνωρίζουμε αν δημιούργησαν Σκλαβηνίες. Οι πηγές δεν αναφέρουν τίποτα. Στη Μακεδονία αναφέρονται συγκεκριμένες Σκλαβηνίες:  Οι Δρογουβίτες στη ΒΔ Μακεδονία|(περιοχή Βέροιας και βορειότερα), οι Βελζήτες, στην περιοχή Μοναστηριού, οι Σαγουδάτες νοτιότερα των Δρογουβιτών, οι Βελεγεζήτες στη Θεσσαλία και οι Βαϊουνίτες κάπου προς την Ήπειρο. Όλα αυτά αναφέρονται στις αρχές του 7ου αιώνα. Στα τέλη του 7ου αιώνα αναφέρονται και άλλες Σκλαβηνίες: οι Ρηγχίνοι, στις εκβολές του Αλιάκμονα, οι Στρυμονίτες στην κοιλάδα του Στρυμόνα και λίγο αργότερα αναφέρονται και οι Σμολεάνες κοντά στο Νέστο ποταμό.
Στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο δεν αναφέρονται Σκλαβηνίες: Όμως έφτασαν και εδώ Σλάβοι. Κατέλαβαν περιοχές και εκτόπισαν τις Βυζαντινές δυνάμεις, αλλά δεν έκαναν αυτόνομα κρατικά μορφώματα. Οι Βυζαντινοί θα γυρίσουν σύντομα και θα επιβάλουν την εξουσία τους, αναγνωρίζοντάς τους Σλάβους που είχαν εγκατασταθεί εκεί κατόχους σ’ ορισμένα σημεία. Στην Πελοπόννησο έχουμε εγκατάσταση Σλάβων στο Χελμό τον Ερύμανθο και στην Αρκαδία από την πρώτη εισβολή τους. Όμως δεν αναφέρεται Σκλαβηνία. Οπωσδήποτε έδιωξαν τους Βυζαντινούς άρχοντες και πήραν τη θέση τους. Δεν φαίνεται να κάνουν κρατικό μόρφωμα. Οι Βυζαντινοί που κρατάνε τις πόλεις και τα παράλια τους απώθησαν νωρίς προς τις πλαγιές των βουνών. Από κει θα κάνουν επιδρομές στους κάμπους, αλλά αρχικά δεν έχουν συγκεκριμένα αποτελέσματα.
Στις αρχές του 8ου αιώνα η Πελοπόννησος γνωρίζει μια τρομερή καταστροφή: χτυπιέται από πανούκλα. Ο πληθυσμός της αφανίζεται και η χώρα σχεδόν ερημώνεται. Και όταν περάσει η πανούκλα, η χώρα βρίσκεται στο έλεος των Αράβων πειρατών(Σαρακηνών). Τότε ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Ε’ (741-775) αποφασίζει να μεταφέρει εδώ ένοπλα τμήματα, «τύπου ακριτών», για να προστατεύσουν την χώρα. Έτσι κατόρθωσε να μισθώσει δυο ομάδες Σλάβων: τους Μίληγγες και τους Εζερίτες, που τους τοποθέτησε στις πλαγιές του Ταΰγετου και του Ερυμάνθου.
Οι του Ταϋγέτου ανέλαβαν τον έλεγχο των Ν. παραλίων της Πελοποννήσου και εκείνες του Ερυμάνθου τα Δ. παράλια προς το Ιόνιο Πέλαγος. Την ίδια εποχή εγκαθίστανται και στα Αροάνια(Χελμός) για τον ίδιο σκοπό. Αυτές οι δυο εγκαταστάσεις θεωρούνται Σκλαβηνίες .
Αυτοί οι Σλάβοι φρουροί ήταν αυτόνομοι και πολλές φορές θα εξεγερθούν κατά των Βυζαντινών, αλλά πάντα υποτάσσονταν στις ένοπλες βυζαντινές δυνάμεις χωρίς να εκδιώκονται και μένουν υποτελείς του Βυζαντίου στην ίδια περιοχή.
Στα χρόνια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α’(802- 811) οι Σλάβοι της Πελοποννήσου αποστάτησαν και προχώρησαν σε αρπαγές των γύρω περιοχών. Στη συνέχεια συμμάχησαν με Σαρακηνούς πειρατές που είχαν κατακλύσει τότε το Αιγαίο και χτύπησαν την ισχυρότερη πόλη της Πελοποννήσου, την Πάτρα. Την πολιόρκησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν.
Ο θρύλος λέει ότι τους Σλάβους τους απέκρουσε ο Άγιος Ανδρέας. Οι Μίληγγες και Εζερίτες υποτάχθηκαν και πάλι στους Βυζαντινούς, διατηρώντας μία κάποια αυτονομία και πλήρωναν φόρο υποτέλειας. Η υποταγή τους έγινε το 807 και ο φόρος υποτέλειας δίνονταν στον Άγιο Ανδρέα της Πάτρας
Λίγο μετά την ήττα τους στην επίθεση κατά της Πάτρας, οι Σλάβοι εξεγέρθηκαν και πάλι αρνήθηκαν να πληρώσουν τους φόρους. Τότε στάλθηκε εναντίον τους ο στρατηγός του Βυζαντίου Σκληρός, αλλά δεν μπορεί να τους υποτάξει και να τους κάνει υποτελείς.
Τον πόλεμο κατά των Σλάβων θα συνεχίσει στα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ (842-867)ο πρωτοσπαθάριος Θεόκτιστος Βρυέννιος, ο οποίος πέτυχε να τους κάνει και πάλι, φόρου υποτελείς. Στα χρόνια του Λέοντα ΣΤ’ (866-912) οι Μίληγγες και Εζερίτες εξακολουθούν να είναι αυτόνομοι, αλλά πληρώνουν φόρο υποτέλειας. Στα χρόνια του Ρωμανού Α’ του Λεκαπηνού (920- 959) οι Μίληγγες και Εζερίτες, βρίσκονται και πάλι σε εξέγερση και αρνήθηκαν να πληρώσουν τους φόρους. Τότε στάλθηκε εναντίον τους ο Βυζαντινός Στρατιωτικός Κρηνίτης Αροτράς που τους υποχρέωσε να πληρώσουν και πάλι φόρους και μάλιστα αυξημένους (922). Λίγο μετά στο Βυζάντιο έχουμε την εξέγερση του πρωτοσπαθάριου Βάρδα Πολυπόδη. Οι Σλάβοι βρίσκουν και πάλι την ευκαιρία να εξεγερθούν, πετυχαίνοντας να μειώσουν και πάλι τους φόρους που τους είχαν επιβάλει, διατηρώντας μίαν αυτονομία.
Το 924 έχουμε νέα εισβολή Σλάβων(Σκλαβηνών) από την Μακεδονία στην Πελοπόννησο. Ακολούθησαν τον Βούλγαρο ηγεμόνα Συμεών. Η εισβολή επαναλήφθηκε το 927 και έμειναν στην Πελοπόννησο ομάδες Σλάβων και μετά την αποχώρηση του Συμεών.
Η εγκατάσταση των Σλάβων
«Όπως όλοι οι βάρβαροι στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σπάνε τα σύνορα και μπαίνουν στο χώρο της Αυτοκρατορίας σέρνοντας συνήθως μαζί τους τις οικογένειες και τα γιδοπρόβατά τους, με σκοπό να εγκατασταθούν εκεί. Για να το πετύχουν αυτό χτυπούσαν τις ένοπλες δυνάμεις του Βυζαντίου που έλεγχαν μία συγκεκριμένη περιοχή. Δεν αφάνιζαν τον πληθυσμό της περιοχής. Και γι’ αυτό δεν εγκαθίστανται σε πεδιάδες. Έπιαναν τα ριζά των ορεινών όγκων και άφηναν τους κάτοικους να συνεχίζουν τη ζωή τους. Οι βάρβαροι που εισέβαλαν και έπιαναν μία περιοχή εγκαθιστούσαν ένα κάποιο κρατικό μόρφωμα παρόμοιο με κείνο που θα συναντήσουμε στα κατοπινά χρόνια στο Σούλι, που κυριαρχούσε στα γύρω του εξήντα χωριά και φυσικά κρατάνε και τα κοπάδια τους που βόσκουν στους ελεύθερους χώρους.
Οι πρώτοι Σλάβοι που εγκαθίστανται στην Πελοπόννησο έπιασαν τις πλαγιές των βουνών, ενώ τις πόλεις και τους κόμβους τα κρατούσαν οι Βυζαντινοί. Εκεί ζούσε ο Ελληνικός πληθυσμός που άντεξε τις καταστροφές που προκάλεσαν οι βάρβαροι οι οποίοι έφτασαν στα μέρη τους. Οι Σλάβοι έπιασαν τις πλαγιές των βουνών και εκδιώχτηκε ο πληθυσμός που ζούσε εκεί. Γι’ αυτό εδώ θα έχουμε χείμαρρους Σλαβικών τοπωνυμίων.
Εντελώς διαφορετική ήταν η εγκατάσταση Σλάβων στη Β. Βαλκανική. Στη Β. Βαλκανική οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες του 4ου και 5ου αιώνα αποφάσισαν να δημιουργήσουν ζώνες ασφαλείας της αυτοκρατορίας. Έδωσαν το χώρο που βρίσκεται μεταξύ του Δούναβη και του Αίμου και σε προέκταση και Δ. ως την Αδριατική σε σλαβικά φύλα, που θα έπαιρναν τον χαρακτήρα του Ομόσπονδου. Κάλεσαν αυτά τα φύλα που περιφέρονταν στους πέρα από το Δούναβη χώρους να εγκατασταθούν μόνιμα στο χώρο μεταξύ του Αίμου-Δούναβη. Και από το χώρο αυτό σήκωσαν όλο σχεδόν τον πληθυσμό και τον μετέφεραν σε άλλους χώρους( κύρια στη Μικρά Ασία). Τα κτήματα και τους οικισμούς τους παρέδωσαν στους ομόσπονδους Σλάβους, με τον όρο ότι θα υπερασπίζουν τα σύνορα του Δούναβη.
Σ’ αυτό το χώρο (μεταξύ του Αίμου-Δούναβη), που προηγούμενα ζούσαν εξελληνισμένοι ή εκρωμαϊσμένοι λαοί, δεν έμεινε τίποτα από την παλιά πολιτιστική παράδοση μια και μετακινήθηκαν οι πληθυσμοί. Οι νέοι κάτοικοι, τα σλαβικά φύλα, ανέπτυξαν εδώ δική τους γλώσσα και δικό τους πολιτισμό.
Φυσικά οι Σλάβοι δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους προς το βυζαντινό κράτος. Δε διαφύλαξαν τα σύνορα. Αντίθετα μάλιστα ήρθαν σε επαφή με τους πέρα από το Δούναβη ομοφύλους τους και τους Αβάρους και όλοι μαζί εισέβαλαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την ερήμωσαν φτάνοντας ως την Πελοπόννησο. Έτσι για ένα διάστημα κυριάρχησαν στον Ελλαδικό χώρο. Τι σημαίνει όμως αυτό το «κυριάρχησαν»; Ακριβώς για τούτη την περίοδο μιλάει ο Φαλμεράγιερ όταν λέει ότι η Ελλάδα εκσλαβίστηκε.
Τονίζουμε για άλλη μία φορά ότι παρά τις καταστροφές που προκάλεσε η αβαροσλαβικλή επιδρομή, ο ελληνικός πληθυσμός δεν αφανίστηκε. Οι ομάδες των Αβαροσλάβων που κυριάρχησαν, αριθμητικά ήταν ελάχιστες έναντι του πληθυσμού που επέζησε. Με την δύναμη των όπλων και κρατώντας βασικά ορεινά σημεία υπέτασσαν τα γύρω χωριά και τα υποχρέωναν να τους πληρώνουν φόρους. Ήταν και παρέμειναν ως το τέλος ένα είδος στρατού κατοχής. Πολλές από τις επιμέρους ομάδες έφερναν μαζί τους και τα κοπάδια τους και τις οικογένειές τους και εγκαταστάθηκαν σε ορεινές περιοχές, από όπου ασκούσαν την κυριαρχία τους στο γύρω χώρο. Κυριαρχούσαν πάνω στον ελληνικό πληθυσμό.
Γενικά οι ομάδες των Αβαροσλάβων εκδιώχτηκαν από το βυζαντινό στρατό. Στον ελλαδικό χώρο έμειναν μικρές μόνο ομάδες, ποιμένες στα ορεινά σημεία. Αυτές οι ομάδες που έμειναν αφομοιώθηκαν στον ελληνικό κορμό, ύστερα από αρκετά χρόνια. Και τότε, αυτές οι βαρβαρικές ομάδες θα ξεχάσουν και την γλώσσα τους και τις παραδόσεις τους και θα μάθουν τα νεοελληνικά. Και παράλληλα θα ενταχθούν στις νεοελληνικές παραδόσεις και στον αντίστοιχο πολιτισμό. Αν είχαν αφανίσει τους Έλληνες- όπως ισχυρίζεται ο πολύς Φαλμεράγιερ- πώς θα επικρατούσε η νεοελληνική γλώσσα και πώς θα εξαφανιζόταν το σλαβικό στοιχείο;
Στον ελλαδικό χώρο ο πληθυσμός παρέμεινε ελληνικός μέσα από όλες τις περιπέτειες. Και παρέμεινε ελληνικός πληθυσμός Ν. των ορίων του βυζαντινού κράτους της Β. Βαλκανικής, δηλαδή Νοτίως της γραμμής Αίμου- Σκάνδρου και Αδριατικής. Εκσλαβίστηκε μόνο η περιοχή που την εκκένωσαν οι Βυζαντινοί και την παραχώρησαν στους Σλάβους. Στα όρια βέβαια αυτά γίνεται πραγματικός αγώνας διείσδυσης συμπαγών σλαβικών ομάδων, αλλά χωρίς επιτυχία. Ο βασικός πληθυσμός των περιοχών αυτών παρέμεινε ελληνικός η εξελληνισμένος. Αυτοί οι τελευταίοι έδειξαν περισσότερο σταθερή αντοχή.
Οι Βυζαντινοί στα κατοπινά χρόνια εγκατέστησαν στα όρια του βυζαντινού χώρου διάφορες άλλες ομάδες με σκοπό την άμυνα της περιοχής. Ήταν κατά κύριο λόγο Βλάχοι που ως νομάδες κινούνταν σ’ όλη την Βαλκανική. Οι Βλάχοι αυτοί εξελληνίστηκαν γρήγορα και έγιναν βασικό στοιχείο του ελληνισμού.
Οι εισβολές βαρβάρων από τη Β. Βαλκανική συνεχίζονται τον 11ο αιώνα. Είναι κύρια Γότθοι, που τελικά φεύγουν από τον ελλαδικό χώρο χωρίς να αφήσουν ίχνη, της εδώ παρουσίας τους. Το Βυζάντιο τους εξαγόρασε και τους έστρεψε προς τη Δύση, εκτός από ένα μέρος που εντάχθηκε στο στρατό του Βυζαντίου. Η κίνηση των Γότθων μας δίνει τη χαρακτηριστική εικόνα των επιδρομών αυτών. Έφτασαν και αυτοί ως την Πελοπόννησο. Κατέστρεψαν πόλεις, έκαψαν κυριολεκτικά την χώρα και τελικά αποσύρθηκαν για να στραφούν προς την Ιταλία. Ο ελληνικός πληθυσμός αποδεκατίστηκε, αλλά παρέμεινε στη θέση του. Δεν αφάνισαν όλο τον πληθυσμό. Οι Γότθοι ήρθαν ως πολεμική ομάδα και όταν έφυγαν δεν άφηναν τίποτα δικό τους πίσω.
Το ίδιο θα γίνει αργότερα και με τους Αβάρους και Σλάβους. Έφτασαν και αυτοί ως την Πελοπόννησο και εγκατέστησαν για μία περίοδο την εξουσία τους εδώ και όταν λέμε εξουσία τους, εννοούμε ότι έπιασαν τα ορεινά μέρη και από εκεί υποχρέωσαν τα γύρω χωριά και τις πόλεις ακόμα να τους πληρώνουν φόρους. Οι ίδιοι ως πολεμική ομάδα κρατούσαν τα κοπάδια τους. Το καθεστώς των πολεμικών ομάδων μοιάζει με κείνο των Σουλιωτών που εξουσίαζαν τα 60 χωριά γύρω τους.
Η πολεμική ομάδα διατηρούσε αποκλειστική κοινωνία, ένα είδος απαρτχάιντ. Όταν αργότερα ο βυζαντινός στρατός θα τους αντιμετωπίσει, οι ηττημένες πολεμικές ομάδες θα σκορπίσουν. Και άλλοι θα πάρουν το δρόμο της υποχώρησης ακολουθώντας το δρόμο που ήρθαν προς τη Β. Βαλκανική, άλλοι θα εξοντωθούν και ένα μέρος θα δηλώσει υποταγή και θα παραμείνει είτε ενσωματωμένο στο βυζαντινό στρατό είτε ως τσοπάνηδες στα ορεινά μέρη.Οι δύο τελευταίες κατηγορίες θα αφομοιωθούν πολύ γρήγορα στον ελληνικό πληθυσμό. Πρόκειται για ασήμαντες αριθμητικά ομάδες που τελικά δέχονται τον ελληνικό πολιτισμό, τις ελληνικές παραδόσεις και την ελληνική γλώσσα, μπερδεμένη αρχικά, αλλά τελικά καθαρή ελληνική. Από τους Σλάβους των επιδρομών αυτών ελάχιστα ίχνη εντοπίζονται, παρόλο που περιφέρθηκαν αιώνες μέσα στον ελλαδικό χώρο.
Εντελώς διαφορετική είναι η κατάσταση με τους Σλάβους (Μίληγγες και Εζερίτες) που εγκατέστησαν οι Βυζαντινοί ως φρουρούς κατά των συχνών πειρατικών επιδρομών στην Πελοπόννησο (Ταΰγετο, Ερύμανθο και Χελμό). Η ιστορία των ομάδων αυτών είναι πολύ ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις. Διατήρησαν την ιδιαίτερή τους ταυτότητα, τη γλώσσα τους και τις χαρακτηριστικές τους πολιτιστικές παραδόσεις ως τα τέλη του 15ου αιώνα. Και τότε ξαφνικά εξαφανίζονται ως ιδιαιτερότητα και ενσωματώνονται στον ελληνικό πληθυσμό στην πορεία της διαμόρφωσης του ελληνικού έθνους. Και θα γίνουν ελληνικό έθνος στην τελική του διαμόρφωση. Αυτή τη διαφορά πρέπει να την εξετάσουμε πιο προσεκτικά.
Οι Μίληγγες και Εζερίτες :
Πρόκειται για μία ιδιαιτερότητα από τους βαρβάρους που θα μπούνε και θα εγκατασταθούν στην Πελοπόννησο. Οι σλαβικές; Τούτες ομάδες επέζησαν ως ανεξάρτητοι και αυτόνομοι για πολλούς αιώνες. Είναι αυτοί που αποτέλεσαν το βασικό επιχείρημα του Φαλμεράγιερ όταν υποστήριζε ότι η Ελλάδα εκσλαβίστηκε. Κι όμως και αυτοί εξελληνίστηκαν και μπήκαν στον κορμό του ελληνικού έθνους. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα.
Πρώτα- πρώτα ποιοι είναι αυτοί οι Σλάβοι και που έχουν εγκατασταθεί. Οι βυζαντινές πηγές του 10ου αιώνα αναφέρουν ότι οι Σλάβοι ήταν εγκατεστημένοι στην Ηλεία, τη Μεσσηνία και τη Λακωνία. Ο συγγραφέας της Επιτομής του Στράβωνα γράφει συγκεκριμένα: βιβλίο Ζ’ σελ. 1261( Έκδοση Άμστερνταμ)και Κ. Παπαρρηγοπούλου «Περί εποικίσεως Σλαβικών τινών φύλων και Πελοποννήσου» σελ. 106 έκδ. 1843.
«Νυν δε ουδέ όνομά εστιν Πισατών και Καυκώνων και Πυλίων. Άπαντα γαρ ταύτα Σκύθαι νέμονται». (Τώρα δεν υπάρχει ούτε το όνομα των Πισατών, των Καυκώνων και Πυλίων. Όλα αυτά τα νέμονται οι Σκύθες).
Και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος(906-959) στο έργο του «Προς τον ίδιον υιόν», μιλώντας για την εκστρατεία που έγινε στα χρόνια του Μιχαήλ (που βασίλεψε από το 842 ως το 867) εναντίων των Σλάβων της Πελοποννήσου που αποστάτησαν, γράφει τα εξής: Κ. Πορφυρογέννητου: «Προς ίδιον νέον κεφ. Ε’ και Κ. Παραρρηγόπουλου στο ίδιο κεφ. 106.
« Μόνοι δε οι Εζερίται και οι Μιληγγοί κατελήφθηκαν (ανυπότακτοι) υπό την Λακεδαιμονίαν και το Έλος και επειδή όρος εστίν εκείσε μέγα και υψηλότατον, καλούμενον Πενταδάκτυλος, και εισέρχεται ώσπερ τράχηλος εις την θάλασσαν έως πολλού διαστήματος, δια δε είναι τον τόπον δύσκολον, κατώκησαν εις τας πλευράς του αυτού όρους εν μεν τω ενί μέρει οι Μιληγγοί, εν δε τω ετέρω οι Εζερίται».

Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου: «Ιστορία τού ελληνικού έθνους»,
τ. 4, κεφ. «Λοιμός. Πάλιν οι Σλαύοι», σελ. 390.

Ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος αναφερόμενος στην επανάσταση των σλάβων στην Πελοπόννησο («Ιστορία τού ελληνικού έθνους», τ. Γ΄, σελ. 170-172) επισημαίνει, ότι το όνομα έλληνας ούτε καν υπήρχε, τουλάχιστον έως και τον ι΄αιώνα.
Αργότερα οι Σλάβοι αυτοί εντοπίζονται σε τρία κύρια σημεία της Πελοποννήσου: στον Ταΰγετο, στα Αροάνια ή Χελμό ( το δεύτερο αυτό όνομα-Χελμός- είναι σλάβικο) και στον Ερύμανθο, στα περίφημα Νεζεροχώρια (που και αυτό το όνομα είναι σλάβικο). Εδώ είχαν αφήσει την παρουσία τους σε πολλά τοπωνύμια (Αράχοβα, Στρέζοβα, Αναστάσοβα, Ζελίνα, ΠετρίναΛεβέτσοβα , Ζαρούχλα, Ζάχωλη, Ζαχλωρού, Βεργουβίτσα Τουρλάδα, Κόκοβα, Μοστίτσι, Τσαρούχλι, Ζαγορά, Βάλτος, Κεράσοβα Τοπόριτσα. Γλόγοβα, Βλοβοκά. Κερνίτσα, Βοστίτσα, Βισοκά Σοποτό κλπ).
Η ύπαρξη αυτών των Σλάβων στάθηκε αφορμή στον Φαλμεράγιερ για να υποστηρίξει την άποψη ότι η Ελλάδα σκλαβώθηκε και ότι χάθηκαν οι Έλληνες. Αλλά δεν θεώρησε υποχρέωσή του να εξηγήσει, αν είχαν χαθεί οι Έλληνες, πώς διατηρήθηκε η ελληνική γλώσσα, την οποία τελικά θα πάρουν και αυτοί
Σε μία επιστολή του πατριάρχη Νικολάου προς τον αυτοκράτορα Αλέξιον Α’ Κομνηνό( που βασίλεψε από το 1081 ως το 1118) αναφέρονται τα εξής:
Η επιστολή δημοσιεύτηκε στα τέλη της Graeco- Rumaniq, tam Canonici quam Cinilis κλπ. εκδόσεις Φραγκφούρτης. Βλέπε και Κ. Παπαρρηγόπουλου στο ίδιο σελ. 2.
« Προς επιτούτοις και ο θεοφιλέστατος μητροπολίτης Πατρών πολλοίς και διαφόροις τετείχισται δικαιώμασιν, εις το συμφυείς και ατμήτους και αναποσπάστους έχειν τας τη κατ’ αυτόν εκκλησία δωρηθείσας επισκοπάς, παρά Νικηφόρου βασιλέως του από γενικών, δια το εν τη καταστροφή των Αβάρων παρά του κορυφαίου των αποστόλων και πρωτοκλήτου Ανδρέου οφθαλμοφανώς γενόμενον θαύμα, επί διακοσίοις δεκαοκτώ χρόνοις όλοις κατασχόντων την Πελοπόννησον, και της Ρωμαϊκής αρχής αποτεμομένων, ως μηδέ πόδα βάλειν όλως δύνασθαι εν αυτή Ρωμαίον άνδρα, εν μία δε ώρα τούτων μεν αφανισθέντων εκ μόνης επιφανείας του πρωτοκλήρου, της δε χώρας απάσης τοις Ρωμαϊκοίς σκήπτροις επανελθούσης. Και πρώτον μεν προβάλλεται το του ρηθέντος βασιλέως χρυσόβουλλον, του και την αυτήν αγιωτάτην εκκλησίαν Πατρών, εξ αρχιεπισκοπής εις μητροπόλεως δόξαν αναγαγόντος, δια το ρηθέν τεράστιον του κορυφαίου και τρισίν επισκοπαίς αυτήν δωρησαμένου, τη Μεθώνη, τη Λακεδαίμονι και τη Σαρσοκορώνη και έτερον τούτω συνάδον, Λέοντος και Αλεξάνδρου των βασιλέων, και τρίτον Ρωμανού, Χριστόφορου και Κωνσταντίνου, κατ’ ίχνος τοις άλλοις βαίνον και άλλο επί τούτοις Νικηφόρου του Φωκά, και πέμπτον επί τούτοις, του προ μικρού βεβασιλευκότος του Βοτανειάτου, τους ειρημένους πάντας επισφραγίζοντος».
Για τα ίδια γεγονότα ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, στο «Προς ίδιον αυτού υιόν Ρωμανού» γράφει:Κ. Πορφυρογέννητου «Προς ίσιον υιόν Ρωμαίον» κεφ. ΜΘ και Κ. Παπαρρηγόπουλος στο ίδιο σελ.52.
« Ο ζητών όπως τη των Πατρών εκκλησία οι Σκλάβοι δουλεύειν και υποκείσθαι ετάχθησαν, εκ της παρούσης μανθανέτω γραφής. Νικηφόρος τα των Ρωμαίων σκήπτρα εκράτει, και ούτοι εν τω θέματι όντες Πελοποννήσου, απόστασιν εννοήσαντες, πρώτον μεν τας των γειτόνων οικίας των Γραικών εξεπόρθουν, και εις αρπαγήν ετίθεντο. Έπειτα δε και κατά των οικητόρων της των Πατρών ορμήσαντες πόλεως τα προ του τείχους πεδία καταστρέφοντο και ταύτην επολιόρκουν… Επεί ουν ο τηνικαύτα στρατηγός υπήρχε προς την άκραν του θέματος εν κάστρω Κορίνθου και προσδοκία ην του παραγενέσθαι αυτόν και καταπολεμήσαι το έθνος των Σκλαβινών κλπ. κλπ.»
Ο Φαλμεράγιερ, χρησιμοποιώντας την επιστολή του πατριάρχη Νικολάου που λέει ότι οι Άβαροι, δηλαδή οι Σλάβοι, γιατί οι Βυζαντινοί τους Σλάβους τους αναγράφουν πολλές φορές Αβάρους επειδή οι τελευταίοι ηγήθηκαν στις επιδρομές τους στη Βαλκανική, κυριάρχησαν για 218 χρόνια στην Πελοπόννησο πριν να καταστραφούν από το θαύμα του Άγιου Ανδρέα.
Και ότι χάρη σ’ αυτό το θαύμα ο αυτοκράτορας Νικηφόρος (που βασίλεψε από το 802 ως το 811) ανύψωσε την επισκοπή της Πάτρας σε μητρόπολη και της δώρησε άλλες επισκοπές. Με βάση αυτήν την επιστολή οι Αβαροσλάβοι αυτοί είχαν εγκατασταθεί στην Πελοπόννησο στα τέλη του 6ου αιώνα, δηλαδή είναι από την πρώτη, μεγάλη επιδρομή των Αβαροσλάβων στη Βαλκανική. Και από τη φράση «και της Ρωμαϊκής αρχής αποτεμομένων, ως μηδέ πόδα βάλειν, όλως δύνασθαι εν αυτή Ρωμαίων άνδρα», ο Φαλμεράγιερ υποστήριξε ότι οι Αβαροσλάβοι αυτοί εξαφάνισαν τον ελληνικό πληθυσμό. Να πως σχολιάζει τα όσα έγραψε ο Φαλμεράγιερ για την επιστολή του πατριάρχη Νικολάου, ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος (Κ. Παπαρρηγόπουλος: Περί της εποικίσεως Σλαβικών τινών φύλων εις την Πελοπόννησο σελ. 3-4)
«Ο Βυζαντινός Πατριάρχης Νικόλαος (λέει ο γνωστός Φαλλμεραϋέρος εις μίαν του επιστολήν προς τον βασιλέα Αλέξιο τον Κομνηνόν εν έτει 1081 γεγραμμένην, μνημονεύει Χρυσοβούλλου τινός υπογεγραμμένου μεν υπό του βασιλέως Νικηφόρου, κατατεθειμένου δε εις τα αρχεία της Κωνσταντινουπόλεως, δυνάμει του οποίου η αρχιεπισκοπή των Πατρών ανεβιβάσθη εις τάξιν μητροπόλεως και υπετάχθησαν εις την αυτόθι εκκλησίαν του Αγίου Ανδρέου τρεις Πελοποννησιακαί επισκοπαί, τούτο δε ευγνωμοσύνης ένεκα δια την συνδρομήν την οποίαν ο κορυφαίος ούτος των αποστόλων παρέσχεν εις τους πολίτας των Πατρών εν τη μάχη καθ’ ην νικήσαντες ούτοι τον στρατόν των Πελοποννησίων Αβάρων προ των τειχών της πόλεώς των, τον ηνάγκασαν να λύσει την πολιορκίαν της. Η επιστολή του Πατριάρχου δεν σημειοί το έτος κατά το οποίον ο βασιλεύς Νικηφόρος υπέγραψε το ειρημένον χρυσόβουλλον, αλλά προστίθησιν, ότι η τεραστία εκείνη καταστροφή συνέβη διακόσια δεκαοκτώ έτη μετά την κατάσχεσιν της Πελοποννήσου υπό των Αβάρων. Ο Νικηφόρος εβασίλευσεν από το 802 μέχρι του 811 έτους, άρα η κατάκτησις της Πελοποννήσου υπό των Αβαρο-Σλάβων συμπίπτει μεταξύ των ετών 584 και 593. Προς τούτοις από τον Πορφυρογέννητον Κωνσταντίνον ηξεύρομεν, ότι στόλος Σαρακηνών υπεστήριξε τους αρχηγούς των Σλάβων εις την πολιορκίαν των Πατρών και ότι κατά την αυτήν εποχήν η τε Ρόδος και άλλαι πολλαί νήσοι του αρχιπελάγους ερημώθησαν από τας αποβάσεις των μωαμεθανών. Η κατά των Ελλινηκών νήσων προσβολή αύτη των Σαρακηνών συνέβη τω 807 έτει από Χριστού και έκτω της βασιλείας του Νικηφόρου άρα, κατά το 589 έτος από Χρ. αναμφιβόλως η Πελοπόννησος, εκτός ολιγίστων παραλίων, κατεκτήθη και κατασχέθη υπό των αρκτικών εθνών».
Σ’ όλη τη φιλολογία για την ερμηνεία της επιστολής του πατριάρχη Νικόλαου παραγνωρίζεται το ουσιαστικό: το ότι οι Σλάβοι (Άβαροι) κυριάρχησαν στην Πελοπόννησο. Το κυριάρχησαν σημαίνει ότι εξουσίαζαν κάποιους. Κατά συνέπεια κυριάρχησαν πάνω στον ελληνικό λαό. Και αυτό βγαίνει καθαρά και από τη διατήρηση της γλώσσας και των ελληνικών παραδόσεων. Το ότι δεν μπορούσε να πατήσει στο χώρο αυτό Ρωμαίος δε σημαίνει ότι δεν υπήρχαν μέσα στο χώρο κυριαρχίας των Σλάβων υποταγμένοι Έλληνες ή Ρωμαίοι για τους Βυζαντινούς. Το ότι η Πάτρα και η Κόρινθος αλλά και άλλες πόλεις δεν υπάγονται στην κυριαρχία τους, σημαίνει ότι οι Βυζαντινοί πατούσαν σταθερά πόδι στην Πελοπόννησο. Άλλωστε, το ότι καταστράφηκαν εντελώς μέσα σε μια ώρα με την εμφάνιση του Αγίου Ανδρέα και η χώρα επανήλθε στο σκήπτρο των Ρωμαίων Δηλώνει κάτι διαφορετικό.
Αυτοί λοιπόν οι Σλάβοι της Πελοποννήσου δεν ήταν πολλοί αριθμητικά σε σύγκριση με τον πληθυσμό. Ζούσαν σε αποκλειστική κοινωνία και αυτό τους εμπόδιζε να αφομοιωθούν στην ελληνική εθνότητα. Ως το 10ο σχεδόν αιώνα διατηρούσαν τη δική τους θρησκεία. Δεν ήταν χριστιανοί. Από το 10ο αιώνα άρχισε ο εκχριστιανισμός τους. Ζούσαν με τα κοπάδια τους, βασικά σε ορεινά μέρη. Μετά τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις τους οι Βυζαντινοί τους περιόρισαν στις πλαγιές του Ταΰγετου, του Ερύμανθου και του Χελμού. Όσοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι στη μεγάλη τους επιχείρηση κατά της Πάτρας, έγιναν δούλοι του ναού του Αγίου Ανδρέα.
Στα ορεινά καταφύγιά τους (Ερύμανθο, Χελμό, Ταΰγετο) έζησαν σε αγροτικές κοινότητες. Στον Ερύμανθο που ήταν η πολυπληθέστερη ομάδα Μιλήγγων και Εζεριτών καταστάλαξαν σε μία ομάδα μικρών χωριών (αγροτικών κοινοτήτων) που πήραν το σλαβικό όνομα Νεζερά ή Νεζεροχώρια, ονομασία που διατηρείται ακόμα και σήμερα. Και τα χωριά αυτά ήταν το Κομπηγάδι, τα Λακκώματα, τα Δεντρά, ο Πλάτανος, ο Καλάνος, η Καλανίστρα, του Μπούγα, οι Συκιές ή Ρικάβα, η Χρυσοπηγή και η Μονή Χρυσοποδαρίτισσας. Τα ονόματα των χωριών αυτών είναι καθαρά ελληνικά, αλλά η γενική προσωνυμία Νεζεροχώρια έχει σλαβική προέλευση. Στο Χελμό και ανάμεσα στον Ερύμανθο και το Χελμό αναφέρονται τα χωριά Στρέζοβα, Κυρίτσοβα, Αναστάσοβα και τα τοπωνύμια Αράχοβα, Χελμός, Ντουρντουβάνα. Στον Ταΰγετο οι Σλάβοι συγκρότησαν άλλες κοινότητες (ΛεβέτσοβαΖέλινα, Πέτρινα κλπ.).
Οι Μίληγγες και Εζερίτες και στις τρεις περιοχές που περιορίστηκαν διατήρησαν μία αποκλειστική κοινωνία ως τη φραγκική κατάκτηση. Οι Φράγκοι προσπάθησαν να τους υποτάξουν πλήρως. Οι Σλάβοι τελικά εξομοιώθηκαν από τους Φράγκους με τους Έλληνες αγρότες της περιοχής. Σ’ αυτή την εποχή σπάει η αποκλειστική κοινωνία τους και δένονται με τους Έλληνες της γύρο τους περιοχής. Από τη στιγμή αυτή και μετά αρχίζει ο εξελληνισμός τους. Πρώτα -πρώτα παίρνουν την ελληνική γλώσσα. Τα σλαβικά που διατηρούσαν ως αποκλειστική κοινωνία, δεν τους εξυπηρετούν πια. Και μέσα στην κοινή πια τύχη με τον ελληνικό λαό που τους επέβαλαν οι φραγκοκυρίαρχοι αρχίζει η συνεργασία. Η ίδια κατάσταση θα συνεχιστεί και όταν θα επανέλθουν στην Πελοπόννησο οι Βυζαντινοί(Δεσποτάτο του Μιστρά).
Οι Παλαιολόγοι έσπρωξαν τα λαϊκά στρώματα του ελληνικού πληθυσμού και των Σλάβων σε έναν απελπισμένο αγώνα κατά της άγριάς τους εκμετάλλευση. Οι Παλαιολόγοι θέλουν να δημιουργήσουν χώρους για να τοποθετηθούν οι Βυζαντινοί ευγενείς που εκτοπίστηκαν από τη Μικρά Ασία και έφταναν στην Πελοπόννησο. Τα λαϊκά στρώματα, Έλληνες και Σλάβοι, βρίσκονται σε κοινούς αγώνες. Και αυτό τους φέρνει πολύ κοντά. Σπάνε τα πλαίσια της αποκλειστικής κοινωνίας των Σλάβων και τελικά συγχωνεύονται μέσα στους κοινούς αγώνες με τους Έλληνες.
Οι Σλάβοι της Πελοποννήσου (Μίληγγες και Εζερίτες) διατήρησαν την ιδιαιτερότητά τους, στους χώρους που τους εγκατάστησαν οι Βυζαντινοί ως την εποχή που κατέλαβαν την Πελοπόννησο οι Φράγκοι, κατά την Δ’ σταυροφορία (1204), όταν οι Φράγκοι κατέλαβαν και την Κωνσταντινούπολη. Οι Φράγκοι αντιμετώπισαν τους Σλάβους όπως και τον άλλο πληθυσμό της Πελοποννήσου. Δεν τους αναγνώρισαν την ιδιαιτερότητα.
Οι Φράγκοι κατάλυσαν τις Βυζαντινές αρχές και άρπαξαν τα Βυζαντινά τιμάρια για να τα δώσουν σε Φράγκους φεουδάρχες του Δυτικού προτύπου. Τα Βυζαντινά τιμάρια δεν είναι δυτικά φέουδα. Στα τιμάρια οι καλλιεργητές δεν είναι δεμένοι με τη γη και δεν ανήκουν στην απόλυτη εξουσία του αρχηγού του τιμαρίου. Ο καλλιεργητής μπορεί να εγκαταλείψει το τιμάριο και να πάει σε άλλο ή να εγκατασταθεί στις πόλεις. Και οπωσδήποτε ο τιμαριούχος δεν έχει απόλυτη εξουσία στις καλλιέργειες. Και ξαφνικά τώρα οι καλλιεργητές των τιμαρίων γίνονται δουλοπάροικοι. Πολλοί δεν θα δεχθούν τη νέα κατάσταση και θα αποτραβηχτούν παίρνοντας ότι μπορούσαν να σηκώσουν στα ορεινά μέρη που δεν είχαν γίνει φέουδα. Στην Πελοπόννησο συγκεκριμένα θα καταφύγουν στις πλαγιές που υπήρχαν οι Σλάβοι.
Οι Φράγκοι, βέβαια δεν θα περιοριστούν στα τιμάρια των Βυζαντινών. Θα κάνουν φέουδα και σε χώρους που δεν υπήρχαν τιμάρια. Αυτό θα θίξει περισσότερο τους ίδιους τους Σλάβους. Καθώς οι Σλάβοι είχαν επεκταθεί ακόμα και σε πεδινά και παραθαλάσσια μέρη, οι Φράγκοι θα τους πάρουν τα κτήματα για να τα εντάξουν σε καθεστώς φέουδων. Και οι ίδιοι θα υποχρεωθούν να καταφύγουν σε πλαγιές ψηλότερα από τα σημεία που τους τα πήραν για φέουδα.
Οι ντόπιοι και οι Σλάβοι που εκτοπίζοντάς τους, θα καταφύγουν σε μέρη που δεν ήταν φέουδα. Εκεί θα συγκατοικήσουν όλοι μαζί σε χωριά που δημιουργούνται. Όλους αυτούς τους συνδέει η κοινή τύχη τώρα. Και είναι τότε που θα χαθεί η ιδιαιτερότητα των Σλάβων και θα συγχωνευτούν στο λαό που προϋπήρχε στο χώρο αυτό. Οι Σλάβοι θα εξελληνιστούν σε σημείο που τίποτα δεν θα μείνει από το παρελθόν τους. Έχουν έναν κοινό εχθρό. Και αυτό τους ενώνει.
Μία ακόμα αλλαγή
Η κατάσταση στον ελλαδικό χώρο αλλάζει ριζικά μετά την περίφημη μάχη της Πελαγονίας, το σημερινό Μοναστήρι ή Μπιτόλια της Σκοπιανής Δημοκρατίας το 1259. Εδώ αναμετρήθηκαν η Αυτοκρατορία της Νίκαιας με το Δεσποτάτο ης Ηπείρου. Ήταν η μάχη που επέβαλε την Αυτοκρατορία της Νίκαιας ως διάδοχο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι δύο ελληνικοί κρατικοί σχηματισμοί διεκδικούσαν τα εδάφη της παλιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Επικεφαλής του στρατού της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας είναι ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, που λίγο μετά θα ανατρέψει τη δυναστεία Λασκαραίων- Βατάτζηδων στη Νίκαια και θα ανακηρυχθεί Αυτοκράτορας (Μιχαήλ Η’). Ο στρατός που διαθέτει αποτελείται από Τούρκους μισθοφόρους. Στο αντίπαλο στρατόπεδο επικεφαλείς είναι ο Μιχαήλ Άγγελος, δεσπότης της Ηπείρου, με σύμμαχο τον Βιλεαρδουίνο, Φράγκο ηγεμόνα του Μοριά.
Ο στρατός τους αποτελούνταν από Έλληνες και Αρβανίτες. Νίκησε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος και μάλιστα έπιασε αιχμάλωτο τον Βιλεαρδουίνο. Στην Πελαγονία οι Τούρκοι ως μισθοφόροι του Μιχαήλ Παλαιολόγου νίκησαν τον ελληνικό στρατό του Μιχαήλ Αγγέλου.
Για να ελευθερωθεί ο αιχμάλωτος ηγεμόνας του Μοριά υποχρεώθηκε να εκχωρήσει ως λύτρα στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας μέρος της ηγεμονίας του και πιο συγκεκριμένα τη Λακωνία με κέντρο το ισχυρό κάστρο του Μιστρά (ή Μιτζιθρά). Η συμφωνία παραχώρησης έγινε όταν είχε ανακηρυχθεί Αυτοκράτορας ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος και είχε ανακτηθεί η Κωνσταντινούπολη(1261). Στο χώρο της Λακωνίας δημιουργείται το Δεσποτάτο του Μιστρά, που ως το 1462 – χρονιά που παραδόθηκε από τον Δημήτριο Παλαιολόγο στους Τούρκους- θα παίζει σημαντικό ρόλο στα πράγματα της Ελλάδας και στη διαμόρφωση του Ελληνικού έθνους.
Στην προσπάθεια για την κατάκτηση της υπόλοιπης Πελοποννήσου οι Παλαιολόγοι μίσθωσαν περί τους 10.000 Αρβανίτες, βασικά από τις φάρες των Μπουαίων και τους εγκατέστησαν στο χώρο της Αρκαδίας ( Τεγέα και γύρω περιοχή ), όπου τους παραχώρησαν στρατιωτόπια, δηλαδή χώρο για να βόσκουν τα κοπάδια τους και να καλλιεργούν (τέλη του 13ου αιώνα).
Αυτήν την εποχή εκτός από τους Φράγκους που ελέγχουν το μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, οι Βενετσάνοι κατείχαν μερικά λιμάνια( Ναύπλιο, Μεθώνη, Κορώνη κλπ.). Οι Βενετσάνοι χρησιμοποιούν Αρβανίτες και Σκλαβούνους (Σλάβους) μισθοφόρους. Οι Βυζαντινοί κατέλαβαν σε διάστημα ενός αιώνα όλη σχεδόν την Πελοπόννησο, εκτός από Βενετσιάνικα λιμάνια.
Καθώς το Βυζάντιο χάνει και τις τελευταίες του περιοχές στη Μικρά Ασία, όλο και περισσότεροι Βυζαντινοί ευγενείς φτάνουν στη Λακωνία. Και οι δεσπότες του Μιστρά για να εξασφαλίσουν κτήματα για τους ευγενείς αυτούς, αφαίρεσαν και τα κτήματα που είχαν δοθεί στους Αρβανίτες μισθοφόρους. Και ενώ ήταν αρχικά απαλλαγμένοι από φόρους, τους φορολόγησαν. Αυτοί οι μισθοφόροι Αρβανίτες στασίασαν. Μαζί τους εξεγέρθηκαν και οι χωρικοί της υπαίθρου. Η εξέγερση παίρνει διαστάσεις πραγματικής επανάστασης στις αρχές της δεκαετίας του 1450-1460, την εποχή που τελικά έπεφτε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα πραγματοποιείτε η συγχώνευση όλων των ομάδων που ζούσαν εκείνα τα χρόνια στο Μοριά σε ενιαία εθνότητα: την Ελληνική. Για πρώτη φορά οι Σλάβοι που κράτησαν την ιδιαιτερότητά τους τόσους αιώνες τη χάνουν και συγχωνεύονται στη νεοελληνική εθνότητα. Το ίδιο γίνεται και με τους Αρβανίτες που είχαν μεταφερθεί ως μισθοφόροι από τους ίδιους τους Παλαιολόγους. Ο κοινός εχθρός, το καθεστώς των Παλαιολόγων έγινε καταλύτης για τις ομάδες που ζούσαν στην Πελοπόννησο. Οι Παλαιολόγοι για να αντιμετωπίσουν τους εξεγερμένους, που ουσιαστικά κατέλαβαν όλη την Πελοπόννησο εκτός από μερικά κάστρα μέσα στα οποία είχαν κλειστεί οι πιστοί στους Παλαιολόγους μαχητές και οι ίδιοι οι Παλαιολόγοι, γύρεψαν τη βοήθεια των Τούρκων, των Τούρκων που είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη!
Οι Τούρκοι με επικεφαλής τον Τούρκο στρατηγό Τουραχάν εισέβαλαν στην Πελοπόννησο και χτύπησαν τους εξεγερμένους. Σ’ αυτή την αναμέτρηση Τούρκων και εξεγερμένων σφυρηλατείται η ενότητα του λαού της Πελοποννήσου. Οι εξεγερμένοι ηττήθηκαν και κατέφυγαν άλλοι στις Βενετσιάνικες κτήσεις και άλλοι στα βουνά. Οι Τούρκοι αποσύρθηκαν αφού πήραν χιλιάδες αιχμαλώτους από τα χωριά για να τους εγκαταστήσουν στην Κωνσταντινούπολη. Και τότε οι εξεγερμένοι ξαναμπήκαν στις ελεγχόμενες από τους Παλαιολόγους περιοχές. Σε λίγο οι Παλαιολόγοι γυρεύουν και πάλι τη βοήθεια των Τούρκων. Για άλλη μία φορά οι εξεγερμένοι ηττήθηκαν και κατέφυγαν στα ίδια μέρη, για να γυρίσουν και πάλι μόλις έφυγαν οι Τούρκοι. Τελικά, το 1462 κατέβηκε ο ίδιος ο Μωάμεθ Β’ στην Πελοπόννησο. Ο Θωμάς Παλαιολόγος διέφυγε στην Δύση μαζί με μερικούς από τους Βυζαντινούς άρχοντες, ενώ ο Δημήτριος Παλαιολόγος με την πλειοψηφία των Βυζαντινών αρχόντων παραδόθηκαν με όρους στον Μωάμεθ. Ο Δημήτριος έδωσε την κόρη του στο χαρέμι του Μωάμεθ Β’ και πήρε ως ανταμοιβή για την παράδοση το πασαλίκι του Πόρτο Λάγος.
Οι Τούρκοι θα πάρουν τα τιμάρια εκείνων που ακολούθησαν τον Θωμά Παλαιολόγο και έφυγαν για τη Δύση. Αυτά μόνο θα γίνουν Τουρκικά. Στα άλλα έμειναν οι Βυζαντινοί άρχοντες. Οι άρχοντες πέτυχαν την αναγνώριση της δικής τους εξουσίας ως υποτελείς του σουλτάνου. Η Πελοπόννησος αναγνωρίστηκε ως υποτελής ηγεμονία. Την εσωτερική εξουσία την ασκούσαν οι ελληνόφωνοι άρχοντες, που σχημάτιζαν μία τοπική κυβέρνηση με το όνομα Μοραγιάννηδες (καπετάνιοι του Μοριά) που ασκούσε όλα τα καθήκοντα μίας κυβέρνησης εκτός από το «Υπουργείο Στρατιωτικών» όπως θα λέγαμε σήμερα και το «Υπουργείο Εξωτερικών». Το πρώτο το έλεγχε ο πασάς που επιλεγόταν από τον σουλτάνο, αλλά που έπρεπε να τον εγκρίνουν οι Μορογιάννηδες. Και το δεύτερο ήταν αποκλειστική εύθηνη της Υψηλής Πύλης, στην οποία οι Μορογιάννηδες είχαν τοποθετήσει δύο πρεσβευτές (βεκιλίδες).
Εδώ γράφουμε Ιστορία για να δώσουμε τα ιστορικά γεγονότα που καθορίζουν αυτήν τη εποχή. Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι ότι στις παραμονές της Τουρκικής κατάκτησης στην Πελοπόννησο έχουν συγχωνευτεί στην ενιαία ελληνική εθνότητα Αρβανίτες και Σλάβοι και έχασαν τις ιδιαιτερότητές τους.
Κατά τρόπο παράξενο και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο γίνεται συγχώνευση όλων των ομάδων που βρέθηκαν στον ελλαδικό χώρο, πριν από την τουρκική κατάκτηση. Ιδιαίτερα συγχωνεύονται και αφομοιώνονται στην Ελληνική εθνότητα οι Αρβανίτες, που είχαν εγκατασταθεί στον ελλαδικό χώρο ως μισθοφόροι και οι Αρβανίτες μισθοφόροι που έσερναν μαζί τους οι Βενετσιάνοι και μετά τη νίκη των Τούρκων έμειναν στον ελλαδικό χώρο. Επίσης αφομοιώθηκαν πλήρως οι βλάχικες ομάδες και οι σλαβοαρβανίτικες (Μαλακάσιοι κ.α.).
Η «εποίκηση» των Σλάβων, δηλαδή η μόνιμη εγκατάσταση των Μιληγγών και Εζερών στις πλαγιές του Ταϋγέτου, του Ερυμάνθου και του Χελμού έγινε από την ίδια τη Βυζαντινή εξουσία κατά τα μέσα του 8ου αιώνα, στα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος Ε’ ο επονομαζόμενος και Κοπρώνυμος. Ήταν η εποχή που η Πελοπόννησος είχε καταστραφεί από το λοιμό, πανούκλα και είχε ερημώσει. Η εγκατάσταση τους εδώ έγινε κατά το πρότυπο των Ακριτών στα Α. σύνορα της Αυτοκρατορίας. Τους εγκατάστησαν εδώ προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις πειρατικές επιδρομές που είχαν γίνει πληγή για την Πελοπόννησο. Έρχονται λοιπόν στην Πελοπόννησο με τα κοπάδια τους και τις οικογένειές τους, εγκαταστάθηκαν σαν σκηνίτες όπως οι Βλάχοι στα νεώτερα χρόνια. Ο τόπος είχε ερημώσει και υπήρχε πολύς ελεύθερος χώρος. Δεν χρειάστηκε να διώξουν χωρικούς για την εγκατάσταση αυτή. Οι Μίληγγες και Εζερίτες εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στον ντόπιο πληθυσμό, με τον οποίο ήρθαν από την πρώτη στιγμή σε επαφή και γρήγορα θα αφομοιωθούν από τον υπάρχοντα από παλιότερα πληθυσμό. Οπωσδήποτε είχαν ένα είδος αυτονομίας. Πολλές φορές θα έρθουν σε σύγκρουση με τις βυζαντινές αρχές. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος γράφει για τις εξεγέρσεις των Σλάβων της Πελοποννήσου.
και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος συνεχίζει (σελ 66-67)
Ο μεν Θεόφιλος ανηγορεύθη τω 829 έτει και εβασίλευσε μέχρι του 842, ο δε υιός αυτού Μιχαήλ εσφάγη τω 867 από τον περιώνυμον διαδοχόν του Βασίλειον τον Μακεδόνα. Μεταξύ λοιπόν των ετών 829 – 867 οι εν Πελοποννήσω Σλάβοι εστασίασαν δεινώς και το περίεργον είναι ότι επί Θεοφίλου ος τις ήτο βεβαίως εις των καλητέρων ηγεμόνων της παραδόξου εκείνης εποχής, δεν ελήφθη, ως φαίνεται καμμία φροντίς προς περιστολήν του κακού, ενώ επί του εξωλεστάτου Μιχαήλ εστάλη δύναμις πολλή κατά των αποστατών και ίσχυσε να τους καθυποτάξη πάντας.
Αλλά και βραδύτερον πάλιν βλέπομεν πολλούς εκ των Σλάβων της Πελοποννήσου στασιάζοντας και παραγνωρίζοντας την Ρωμαικήν κυριαρχίαν. Επί δε της Βασιλείας του Κυρού Ρωμανού του Βασιλέως, στρατηγών ο Ιωάννης ο πρωτεύων εν τω αυτώ θέματι, ανήγαγε προς τον αυτόν Κύρην Ρωμανόν περί τε των Μιληγγών και Εζεριτών ότι αποστατήσαντες ου πείθοντα τω στρατηγώ, ούτε βασιλική κελεύσει υπείκουσιν, αλλ’ εισίν ωσπερ αυτόνομοι και αυτοδέσποτοι και ούτε παρά του στρατηγού δέχονται άρχοντα, ούτε συνταξειδεύειν αυτώ υπείκουσιν, ούτε άλλην του δημοσίου δουλείαν εκτελείν πείθονται κλπ.
Οι Μίληγγες και οι Εζεροί ξεσηκώθηκαν πολλές φορές αλλά πάντα ηττούνταν και υποτάσσονταν. Δεν έφυγαν, όπως έγινε με όσους είχαν εισβάλει στον Ελληνικό χώρο μετά την ήττα τους. Θα μένουν στον τόπο τους και φυσικά μια και ο χώρος που εγκαταστάθηκαν ήταν κενός, θα δημιουργήσουν χωριά (μόνιμες εγκαταστάσεις και όχι πια σκηνίτες). Στο τόπο χώρο βέβαια είχαν μείνει και κάποιοι κάτοικοι που αποτελούσαν χωριά.
Έτσι στην περιοχή των Κλουκινοχωριών, οι Σλάβοι θα ίδρυσαν τη Ζαρούχλα, αλλά δίπλα τους θα υπάρχουν τα παλιά χωριά Σόλο, Αγία Βαρβάρα, Χαλκιάνικα κλπ. Ακόμα στις πλαγιές του Χελμού θα έχουμε Σλάβους από τη μια μεριά και πίσω στον ίδιο ορεινό όγκο θα έχουμε παλιά χωριά που επίμονα θα διατηρήσουν τις παλιές τους ονομασίες. Στη δεύτερη κορυφή του Χελμού που έχει πάρει δυο ονομασίες – η παλιά ήταν Τριανταφυλλιά και η Σλάβικη έγινε Ντουρντουβάνα που σημαίνει επίσης Τριανταφυλλιά – στη μια πλευρά έχουν εγκατασταθεί Σλάβοι οπότε έχουμε τους οικισμούς Κεράσοβα, Βάλτος, Πλανιτέρου και από την άλλη ήταν η Αρχαία Λυκουρία, που κράτησε το όνομά της ως τα σήμερα και τα Κρινόφυτα που επίσης κρατάει μη Σλαβικό όνομα. Όμως και στην περιοχή της σημερινής Λυκουριάς και Κρινοφύτων υπήρχαν εγκαταστάσεις Σλάβων, που τελικά θα περάσουν στα συγκεκριμένα χωριά. Στη Λυκουριά και στο χώρο του σημερινού χωριού είχαν εγκατασταθεί Σλάβοι στο χώρο του Βουνού Λιάβα που υψώνεται ανάμεσα στα σημερινά χωριά Δάρα, Λυκούρια και Παγκράτι.
Οι Σλάβοι αυτοί θα περάσουν τελικά στο νέο χωριό της Λυκουρίας και υπάρχουν και σήμερα τα επώνυμα Αμερός, Τσούτσας, Σβίγγος, Τσουτσουρούμης κ.α. παλιότερα οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν στις θέσεις Χόβα, Κατουνίστα, Ντουσκιά και προς την περιοχή της Λιάβας. Στην περιοχή Κρινοφύτων υπήρχαν Σλάβοι ψηλά στο βουνό της Τρανής Βρύσης Φάκια και θα εξαναγκαστούν από τους Φράγκους να εγκαταλείψουν το παλιό χωριό τους και να καταφύγουν στα βουνά. Εκεί έσμιξαν με τις ομάδες Σλάβων που ήταν εκεί και στο χωριό που θα σχηματιστεί με το όνομα Κρινόφυτα όταν θα φύγουν οι Φράγκοι θα κατεβούν και Σλάβοι που ακούγονται με τα ονόματα Τσενέκος, Τσεκίνης, Τσάκαλος κ.α.
Σλάβοι θα εγκατασταθούν και ρίζα του βουνού που χωρίζει τον Ερύμανθο από τα Αροάνια. Εκεί υπάρχει το Σοπoτό και στα ριζά χωριά με σλάβικα ονόματα Τσαρούχλι, Χόβολη, Μοστίτσι, Κόκοβα, Μαμαλούκια, Στρέζοβα, Καρνέσι και στο χώρο αυτό βρισκόταν και ο Αρχαίος Κλείτορας που υπήρχε με εντυπωσιακά ερείπια.
Φυσικά και στους χώρους αυτούς θα έρθουν αργότερα και άλλοι ξένοι και θα εγκατασταθούν για να δώσουν και τα δικά τους ονόματα. Η Κερπίνη είναι Γοτθικής γλώσσας. Και όμως φυτεύτηκε στην περιοχή που υπήρχαν Σλάβοι.
Πολύ μεγαλύτερη διασπορά έχουν οι Σλάβοι που είχαν εγκατασταθεί στον Ερύμανθο και δημιούργησαν τα περίφημα Νεζεροχώρια γύρω από τη Χαλανδρίτσα. Οι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στον Ερύμανθο έπρεπε να ελέγχουν τα παράλια του Ιονίου από όπου έφταναν οι Μουσουλμάνοι πειρατές. Έτσι απλώθηκαν πάρα πολύ και έφτασαν στα όρια της Ηλείας. Έτσι έχουμε εγκατάσταση Σλάβων ως την Ηλεία αλλά και τα παράλια της Μεσσηνίας.
Οι Σλάβοι του Χελμού που το κέντρο τους ήταν γύρω από τις πηγές του Αροανίου και η Ζαρούχλα θα απλωθούν προς τον Κορινθιακό. Κι είναι τότε που το Αίγιο μια ιστορική πόλη από τη μακρινή αρχαιότητα, θα αλλάξει όνομα και θα γίνει Βοστίτσα, που σημαίνει κήπος. Και πολλά χωριά θα πάρουν σλαβικά ονόματα. Τα ονόματα των χωριών των περιοχών που έχουν εγκατασταθεί Σλάβοι (Μίληγγες και Εζερίτες) έτσι όπως καταγράφηκαν στις Βενετσιάνικες απογραφές του 1689 (απογραφή Κόρνερ – Corner) και του 1700(απογραφή Γριμάνι Grimani) το άπλωμα των Σλάβων που είχαν εγκαταστήσει οι Βυζαντινοί στα μέσα του 8ου αιώνα.
Η κατάσταση των Σλάβων στην Πελοπόννησο αλλάζει ριζικά μετά την εμφάνιση των Φράγκων το 1204. στο μεταξύ οι Σλάβοι που είχαν εγκατασταθεί με τα χαρακτηριστικά των «ακριτών» στο χώρο της Πελοποννήσου, όπως είχε γίνει και στα Α. σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχαν δεθεί δυναμικά με τον όποιο πληθυσμό της Πελοποννήσου αλλά και άλλων που είχαν φτάσει εδώ (Αλβανοί βασικά), σε ένα σύνολο που μπορούμε να τους ονομάσουμε Ελληνικό λαό. Έχουν χάσει και την γλώσσα τους ακόμα και έχουν εκχριστιανιστεί, μετά τον 9ο αιώνα.
Οι Φράγκοι κατακτητές τους αντιμετώπιζαν έτσι. Και καθώς οι Φράγκοι θέλουν να επιβάλλουν εδώ φεουδαρχισμό Δ. Ευρώπης, αρπάζουν τα τιμάρια (βυζαντινό στοιχείο) και τις περιουσίες ελεύθερων χωρικών που ήταν ποτιστικά και τα κάνουν φέουδα. Τους ελεύθερους γεωργούς – και ήταν πάρα πολλοί τότε – τους μετατρέπουν σε δουλοπάροικους.
Οι κάτοικοι των ελεύθερων χωριών αλλά και οι Σλάβοι όσοι είχαν εγκατασταθεί και είχαν πάρει καλλιεργήσιμη γη εγκατέλειψαν τους χώρους που έκαναν φέουδα και βγήκαν στα βουνά. Εκεί δεν είχαν ενδιαφέροντα φεουδαρχοποίησης οι Φράγκοι.
Και τότε σβήνουν όλες οι διαφορές των Σλάβων με τους ντόπιους. Οι Σλάβοι (Μίληγγες και Εζερίτες) θα γίνουν τμήμα του Ελληνικού λαού. Και από τότε και μετά χάνουν τα ιδιαίτερα Σλαβικά χαρακτηριστικά.