Αθήνα-Σπάρτη
Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη της σύγχρονης σκέψης για την αρχαία Ελλάδα, η δημοκρατία προήλθε από την εξέλιξη της στρατιωτικής τακτικής: η εξέλιξη από τις αριστοκρατικές μονομαχίες των ομηρικών ηρώων στην Ιλιάδα στις εκ παρατάξεως μάχες της αρχαϊκής εποχής, οδήγησε στην αλλαγή όχι μόνο του στρατιωτικού αλλά και του πολιτικού βίου: περισσότεροι άνθρωποι μπορούσαν πλέον να αποκτήσουν πρόσβαση στον φθηνότερο οπλισμό του οπλίτη.2 Οι οπλιτικές φάλαγγες οδήγησαν στη δημιουργία του πολιτικού σώματος των πολιτών της δημοκρατικής πόλης.
Αυτές οι εξελίξεις, όπως ήταν φυσικό, υποβάθμισαν τη θέση των γυναικών.
Αυτό δεν σημαίνει ότι στους αιώνες που προηγήθηκαν οι γυναίκες απολάμβαναν πολιτικά δικαιώματα, αλλά ούτε και οι περισσότεροι άνδρες είχαν ενεργό δράση στην πολιτική, που ήταν προνόμιο των ολίγων, βασιλιάδων και αριστοκρατών. Οι γυναίκες όμως των βασιλικών οίκων και των αριστοκρατικών οικογενειών μπορούσαν να διαδραματίζουν έναν σημαντικό πολιτικό ρόλο καθώς ο «οίκος» ήταν το κέντρο των πολιτικών αποφάσεων. Επίσης, η σημασία της αναπαραγωγικής τους ικανότητας ήταν μεγάλη σε ένα πολιτικό σύστημα θεμελιωμένο στην κληρονομική διαδοχή.
Φυσικά οι παλαιές απόψεις περί μητριαρχίας, που έγιναν αποδεκτές ακόμη και από σπουδαίους ελληνιστές, όπως ο G. Thompson, δεν γίνονται πλέον αποδεκτές από την πλειονότητα των σύγχρονων ελληνιστών.3
Επίσης, κάποιες θεωρίες περί ισχυρών γυναικών στα ομηρικά έπη δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική: στην Ιλιάδα, οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι ελάχιστοι (Ανδρομάχη, Ελένη, Εκάβη), ο ρόλος τους είναι παθητικός, ικετεύουν, κάνουν προσφορές στους θεούς για τη σωτηρία της πόλης της Τροίας και, στη μοναδική περίπτωση όπου μια γυναίκα αποτολμά να δώσει συμβουλές στον άνδρα της, η Ανδρομάχη στον Έκτορα στη ραψωδία Ζ, δέχεται προσβλητική απάντηση, να πάει να επιβλέψει τις δούλες της στην ύφανση και να μην ανακατεύεται στις ανδρικές υποθέσεις. Στην Οδύσσεια, οι θνητές γυναίκες είναι συνήθως αδύναμες, και η Πηνελόπη δέχεται από το γιο της Τηλέμαχο προσβλητικά λόγια όταν επιχειρεί να του δώσει συμβουλές.
Υπάρχει όμως και η περίπτωση της βασίλισσας των Φαιάκων Αρήτης: η κόρη της Ναυσικά συμβουλεύει τον Οδυσσέα να προσπέσει ικέτης στα πόδια της μητέρας της κι όχι στα πόδια του πατέρα της (Οδύσσεια κ 63 κ.ε.). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Αρήτη ήταν ισχυρότερη από το βασιλιά και σύζυγό της Αλκίνοο, αλλά ότι όντας γυναίκα θα έδειχνε μεγαλύτερη ευσπλαχνία απέναντι σε έναν ικέτη.
Η προσέγγιση της γυναίκας ή της μητέρας του βασιλιά από έναν ικέτη ή από μια ομάδα ικετών είναι συνηθισμένο φαινόμενο στη φιλολογική παραγωγή του 5ου αι. π.Χ.: οι μητέρες των νεκρών στρατηγών, των επονομαζόμενων «Επτά επί Θήβας», προσεγγίζουν ως ικέτιδες τη μητέρα του Θησέα, την Αίθρα, πιστεύοντας ότι ως μητέρα θα νιώσει την ικεσία τους και θα μεσολαβήσει στο γιο της υπέρ τους - το ίδιο συμβάν περιγράφεται στην αρχή της τραγωδίας του Ευριπίδη, Ικέτιδες. Επίσης στην τραγωδία Εκάβη του Ευριπίδη, η ηλικιωμένη βασίλισσα της Τροίας, στην προσπάθειά της να σώσει την κόρη της Πολυξένη από τη θυσία στον τάφο του Αχιλλέα, υπενθυμίζει στον Οδυσσέα ότι της χρωστάει μια χάρη γιατί σε μια κατασκοπευτική αποστολή του στην Τροία αναγνωρίσθηκε από την Ελένη και για να σωθεί προσέπεσε ικέτης σε αυτήν.
Αλλά και στους ιστορικούς χρόνους απαντούν ανάλογα παραδείγματα: Ο Θεμιστοκλής, εξόριστος από την Αθήνα, κυνηγημένος, κατέφυγε στο βασίλειο των Μολοσσών στην Ήπειρο, μολονότι ήταν εχθρός του βασιλιά Άδμητου: κατέφυγε ικέτης στη γυναίκα του βασιλιά, στη βασίλισσα Φθία, που τον συμβούλεψε να πάρει στην αγκαλιά του τον μικρό της γιο και να σταθεί στην εστία του ανακτόρου για να πετύχει να συγκινήσει το βασιλιά.4
Κατά την απουσία του βασιλιά, η βασίλισσα ασκούσε ένα είδος αντιβασιλείας, αντικαθιστώντας τον στον κοινωνικό και πολιτικό του ρόλο: στην εισαγωγή της τραγωδίας του Ευριπίδη Υψιπύλη, η φιλολογική ομάδα των εκδόσεων Κάκτος αναφέρει ότι «Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν πως η Υψιπύλη αρνήθηκε να προσφέρει φιλοξενία στους γιους της. Το κυριότερο επιχείρημά τους είναι πως δεν επιτρεπόταν να γίνουν δεκτοί ξένοι σε ένα σπίτι απ' όπου έλειπε ο κύριός του. Εντούτοις, ο κανόνας αυτός δεν πρέπει να ήταν απαράβατος ούτε στους μυθικούς κύκλους ούτε και στην κοινωνία του 5ου αι. π.Χ. Η γυναίκα του Μολοσσού Άδμητου, για παράδειγμα, δέχτηκε τον Θεμιστοκλή εν απουσία του συζύγου της (Θουκυδίδης Α, 136). Και στις Χοηφόρους του Αισχύλου ο Ορέστης υπαινίσσεται πως η Κλυταιμνήστρα έχει την εξουσία να δεχτεί ξένους: εξελθέτω τις δωμάτων τελεσφόρος γυνή τόπαρχος, άνδρα δ' ευπρεπέστερον.
Η Κλυταιμνήστρα, πράγματι, δέχεται τον Ορέστη και τη συνοδεία του...
Η Ευρυδίκη στην Υψιπύλη (απ. 6ο, 23), όπως και η Ερμιόνη στην Ανδρομάχη (στ. 897), αποκαλείται δόμων άνασσα, καθώς ασκεί εξουσία κατά την απουσία του άνδρα της. Έτσι και η Άτοσσα προσφωνείται ως άνασσα γης, άνασσατησδε, εφόσον λείπει ο Ξέρξης (Αισχύλος, Πέρσαι, στ. 155, 173)».5
Στον Αγαμέμνονα, το πρώτο μέρος της αισχύλειας Ορέστειας, ο χορός των γερόντων του Άργους υποδέχεται την Κλυταιμνήστρα ως αντιβασίλισσα: «Ηλθα να υποβάλω τα σέβη μου εις την εξουσία σου, Κλυταιμνήστρα. Είναι δίκαιο να τιμούμε την γυναίκα του αρχηγού, όταν αυτός απουσιάζει από τον θρόνο του».6
Πουθενά δεν φαίνεται ότι υπήρχε «γυναικοκρατία», απλά η γυναίκα ή η μητέρα του βασιλιά ασκούσε καθήκοντα τοποτηρητή του θρόνου κατά την απουσία του.
Ένα παράδοξο όμως συναντάμε στην τραγωδία του Ευριπίδη Ίων, όπου η συνέχεια του βασιλικού οίκου των Κεκροπιδών εξασφαλίζεται μέσω μιας πριγκίπισσας, της Κρέουσας, μοναδικής κόρης του βασιλιά Εριχθόνιου που γλίτωσε από τη θυσία που κάποιος χρησμός απαιτούσε για να σωθεί η Αθήνα: η Κρέουσα μαζί με τον άνδρα της, τον Ξούθο, που δεν ήταν Αθηναίος, είχαν πάει στο μαντείο των Δελφών για να ζητήσουν χρησμό για την ατεκνία τους. Ο Ξούθος δεν μπορούσε να χωρίσει τη στείρα Κρέουσα γιατί έγινε βασιλιάς μόνον ως σύζυγός της. Ήταν ανάγκη να γεννηθεί γιος από αυτήν αφού η Κρέουσα ήταν η διάδοχος του γένους των Κεκροπιδών ενώ ο ίδιος δεν ήταν παρά ένας ξένος.
Όπως επισημαίνει η γαλλίδα ελληνίστρια N. Loraux: «Τα πάντα στην ιστορία του Ίωνος οδηγούν προς την Κρέουσα. Προς μια γυναίκα. Μια γυναίκα-χορηγό της νομιμότητας, της αθηναϊκής ταυτότητας που αναγνωρίζει το παιδί και του μεταβιβάζει τη γη και την εξουσία των Αθηνών. Η κωμωδία έχει ξεχαστεί. Ξεχάστηκε και το αστικό δράμα. Η ηρωική μυθική παράδοση καταλύεται από τον κυρίαρχο ρόλο μιας γυναίκας κι απομακρύνεται, φαινόμενο που προσιδιάζει στην τραγωδία. Με την Κρέουσα, και πάνω στην τραγική σκηνή, το γυναικείο φύλο κατακτά τους αθηναϊκούς του τίτλους ευγένειας».7
Η Loraux πολύ σωστά επισημαίνει ότι η Κρέουσα είναι μια επίκληρος αλλά διαφέρει αρκετά από την επίκληρο της αθηναϊκής νομοθεσίας: ενώ η Κρέουσα είναι σύζυγος ενός ξένου, η αθηναϊκή νομοθεσία υποχρέωνε την επίκληρο να παντρευτεί τον πλησιέστερο αρσενικό συγγενή της. Επιπλέον, ενεργεί με μια αυτονομία που έλειπε από την τυπική αθηναία επίκληρο: ο σύζυγος βγαίνει από το παιχνίδι και μόνο η ίδια μεταβιβάζει το όνομα και την εξουσία του γένους των Ερεχθιδών.8
Δεν είναι τυχαίο ότι η Κρέουσα αναφωνεί, μόλις βεβαιώνεται για την ταυτότητα του γιου της, ότι ο Ερεχθεύς, ο πατέρας της, ξανανιώνει.9
Παρ' όλα αυτά, στην κλασική εποχή οι Αθηναίες δεν ονομάζονταν καν έτσι: δεν είχαν το δικαίωμα, δεν ήταν «πολίτιδες», τις ονόμαζαν «αστές», ή «Αττικές» (στην κωμωδία Λυσιστράτη του Αριστοφάνη). Στις επίσημες διατάξεις ήταν κόρες ή σύζυγοι πολιτών, σχεδόν ποτέ δεν ονομάζονταν πολίτιδες. Ο αποκλεισμός τους από τον δημόσιο βίο ήταν απόλυτος.
Αλλά και στην πόλη-αντίποδα της Αθήνας, τη Σπάρτη, η κατάσταση μπορεί να ήταν καλύτερη για τις γυναίκες, ωστόσο μόνο στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο. Οι γυναίκες αποκλείονταν και εκεί από τον δημόσιο βίο, τουλάχιστον σε επίπεδο θεσμών: η γυναίκα στη Σπάρτη δεν μπορούσε να γίνει βασίλισσα ούτε αντιβασίλισσα, ούτε φυσικά να γίνει μέλος της γερουσίας ή του σώματος των εφόρων.10 Εκείνο που έκανε τον Αριστοτέλη να ονομάσει τη Σπάρτη «γυναικοκρατούμενη» ήταν το γεγονός ότι κατά τον 4ο αι. π.Χ. μεγάλος πλούτος είχε συγκεντρωθεί στα χέρια των γυναικών του βασιλικού οίκου, που μπορούσαν έτσι να διαδραματίσουν έναν έμμεσο πολιτικό ρόλο.
Τα φυλετικά κράτη (Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Αιτωλία)
Εκεί όπου οι γυναίκες μπορούσαν να παίξουν έναν πιο άμεσο πολιτικό ρόλο ήταν στα φυλετικά κράτη στις παρυφές του ελληνικού κόσμου: τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία. Αυτές είναι περιοχές, όπου οι γυναίκες μπορούσαν να γίνουν αρχηγοί ενός οίκου, ενός γένους ή ενός κράτους, ελλείψει ενήλικου άρρενα συγγενή.
Την εποχή των Περσικών Πολέμων, μια μιλήσια εταίρα, η Θαργηλία, κυβερνούσε τη Θεσσαλα ως χήρα του βασιλιά Αντίοχου. Βασίλεψε επί τριάντα χρόνια, ως τη δολοφονία της από έναν Αργείο, που τον είχε φυλακίσει. Το μοναρχικό καθεστώς της Θεσσαλίας επέτρεψε στη Θαργηλία, αν και ήταν γυναίκα, ξένη και εταίρα, να γίνει πρώτα βασιλική σύζυγος και ύστερα βασίλισσα «ιδίω δικαιώματι», ενώ η Ασπασία, επίσης Μιλήσια και εταίρα, δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει ούτε καν νόμιμη σύζυγος του Περικλή, και τα παιδιά τους έπεσαν θύματα του νόμου του 451 π.Χ., περί «ιθαγένειας», που τον εισηγήθηκε ο ίδιος ο Περικλής.
Στην Αιτωλία, πρόσφατη προσωπογραφική/επιγραφική έρευνα, όχι μόνο επισημαίνει έναν μεγάλο αριθμό γυναικών που απελευθέρωσαν δούλους χωρίς «κύριο», άρα ως αυτόνομοι κύριοι περιουσιών αλλά, και αυτό είναι το σημαντικότερο, καταγράφει και μια γυναίκα, τη Λάνασσα, που ήταν κάτοχος ενός δημόσιου αξιώματος, εκείνου του ορφανοφύλακα, που σε άλλη επιγραφή μαρτυρείται να κατέχεται από άνδρα.11 Αυτό σημαίνει ότι η Λάνασσα υπήρξε η επιλογή του σώματος των πολιτών της πόλης της, της Ναυπάκτου, για το συγκεκριμένο αξίωμα.
Σύμφωνα με το λεξικό Liddell-Scott, στην Αθήνα, ο κάτοχος αυτού του αξιώματος ήταν επίτροπος των ορφανών, που ο πατέρας τους σκοτώθηκε στον πόλεμο, ήταν επομένως ένα αξίωμα που είχε σχέση με την επίβλεψη παιδιών και των περιουσιών τους και μπορούσε άνετα να ασκηθεί και από γυναίκα σε κοινωνίες λιγότερο πατριαρχικές από εκείνη της Αθήνας.
Επίσης οι γυναίκες της Αιτωλίας πήραν, οικειοθελώς, μέρος στον αμυντικό πόλεμο εναντίον των κελτών εισβολέων το 279 π.Χ.
Αξιοσημείωτο είναι ακόμη ότι η γυναίκα ενός πρώην στρατηγού, του Πρόξενου, η Ορθοβούλη, αν και δολοφόνησε τον άντρα της, τιμωρήθηκε με εξορία μόνο, γεγονός που αποδεικνύει ότι η συζυγοκτονία δεν συγκαταλέγονταν ανάμεσα στα ειδεχθή εγκλήματα στην Αιτωλία.12
Στην Ήπειρο, η μελέτη των επιγραφών από τον C. Cabanes, απέδειξε ότι οι γυναίκες διαχειρίζονταν μόνες τους την περιουσία τους, μπορούσαν να γίνουν αρχηγοί οίκων, να συμμετέχουν ως μάρτυρες σε απελευθερώσεις δούλων.13
Επίσης, η γυναικεία διαδοχή δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο στον οίκο των Μολοσσών: το 331 π.Χ., όταν πέθανε ο βασιλιάς Αλέξανδρος (342-331 π.Χ.), η χήρα του Κλεοπάτρα, κόρη της αδελφής του Ολυμπιάδας, που είχε ήδη αναλάβει την αντιβασιλεία κατά την απουσία του στην ιταλική του εκστρατεία, συνέχισε να κυβερνά την Ήπειρο, ως επίτροπος του ανήλικου γιου τους, του Νεοπτόλεμου.14
Η Κλεοπάτρα ασκούσε κανονικά τα καθήκοντα του ηγεμόνα της Ηπείρου: σε επιγραφικές μαρτυρίες αναφέρεται ως θεωροδόκος των Απειρατάν, δηλαδή ήταν υπεύθυνη για την υποδοχή των θεωρών, των ιερών πρέσβεων της πόλης του Άργους που στέλνονταν για να παρακολουθήσουν ιερές τελετές στο Κοινό των Ηπειρωτών.15 Υπήρχαν κι άλλες γυναίκες που ήταν επιφορτισμένες με το αξίωμα του θεωροδόκου στην ελληνιστική Ελλάδα: καταγράφηκαν άλλες τέσσερις, όλες σε πόλεις και περιοχές όπου η θέση της γυναίκας ήταν υψηλή, όπως η Λοκρίδα και η Κως, αλλά μόνο η Κλεοπάτρα δεν μοιραζόταν το αξίωμα με κάποιον άνδρα, πιθανώς γιατί ήταν βασίλισσα. Επίσης, μεταξύ του 334 και του 331 αναφέρεται ως εξαγωγέας σιτηρών στην Ελλάδα (Λυκούργος, Λεωκρ. 26).
Η μητέρα της, η τρομερή Ολυμπιάδα, φέρεται ως συν-αντιβασιλεύουσα με την κόρη της στην Ήπειρο. Σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς η Ολυμπιάδα παραμέρισε εντελώς την κόρη της και ασκούσε μόνη της τη βασιλική εξουσία στην Ήπειρο.
Αυτή τη θέση τους τη στηρίζουν σε ένα λόγο του Υπερείδη, τον «Υπέρ Ευξενίππου», στον οποίο η Ολυμπιάδα με επιστολές της απαγορεύει στους Αθηναίους να αφιερώσουν φιάλες στο ναό του Δωδωναίου Διός, ισχυριζόμενη ότι το ιερό, όπως και όλη η περιοχή των Μολοσσών, της ανήκει και ότι οι Αθηναίοι δεν έχουν δικαίωμα να ασχοληθούν με τίποτα εκεί.16
Η ίδια όμως είχε αφιερώσει αργυρή φιάλη στη θεά Υγεία σε ιερό της Αττικής, γεγονός που την παρουσιάζει ως τυπική εκπρόσωπο της «τυραννίας».17
Ο τελευταίος ηγεμόνας της δυναστείας των Μολοσσών ήταν μια γυναίκα, η βασίλισσα Δηιδάμεια, κόρη του Πύρρου, που δολοφονήθηκε το 232 π.Χ.
Οι εξελίξεις κατά την ελληνιστική εποχή, 323-31 π.Χ.
Μια αναλυτική παρουσίαση της ιστορίας των ελληνιστικών βασιλείων αλλά και των πολυάριθμων βασιλισσών που έπαιξαν κάποιο πολιτικό ρόλο βρίσκεται εκτός των στόχων της παρούσας εργασίας: η πολιτική ιστορία των ελληνιστικών χρόνων απαιτεί τιτάνιες προσπάθειες για την αφήγησή της και οι πηγές της, μολονότι είναι πολυάριθμες, αφήνουν μεγάλα κενά.
Εκείνο που ενδιαφέρει τον γράφοντα είναι το κατά πόσο επηρεάστηκε η θέση της γυναίκας στην κοινωνία της εποχής από τις νέες συνθήκες: ο κοσμοπολιτισμός κυριάρχησε, μαζί με ένα συγκρητισμό στο θρησκευτικό και πολιτικό επίπεδο: ελληνικές και ανατολίζουσες ιδέες συγχωνεύτηκαν, ενώ η πολιτική αυτονομία της πόλης-κράτους, ύστερα από έναν περίπου αιώνα συνεχών πολεμικών συγκρούσεων, εξανεμίστηκε.18
Το χρήμα άρχισε να γίνεται η πρωταρχική κοινωνική αξία, ενώ οι οπλιτικοί στρατοί της αρχαϊκής και κλασικής εποχής έδωσαν τη θέση τους στους μισθοφόρους: οι πολίτες έχασαν ουσιαστικά κάθε πολιτική δύναμη, η εκκλησία του δήμου διατηρήθηκε, αλλά μόνο ως «διακοσμητικό στοιχείο».
Οι άνθρωποι στράφηκαν προς την ιδιώτευση: τα έργα της νέας κωμωδίας στην Αθήνα έχουν θέματα παρμένα από την ερωτική και οικογενειακή ζωή, τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα απασχολούσαν πλέον μόνο τους βασιλείς και τους «τυράννους».
Η θέση των γυναικών των βασιλικών οίκων αλλά και των τοπικών αρχοντικών οικογενειών αλλάζει. Οι γυναίκες αυτές γίνονται ορατές, υποβοηθούν συζύγους και πατέρες, ευεργετούν άτομα και πόλεις, τα οικονομικά τους δικαιώματα διευρύνονται.
Για να είναι κανείς άρχων δεν χρειάζεται πλέον ούτε τη στρατιωτική δύναμη
Επιπλέον, σε χώρες όπως η Αίγυπτος, οι ντόπιες γυναίκες απολάμβαναν το δικαίωμα να διαχειρίζονται μόνες την περιουσία τους και να κληρονομούν όπως και οι άνδρες, ενώ σε περιοχές της Μ. Ασίας η άσκηση εξουσίας από γυναίκες ήταν κάτι το σύνηθες.
Πάνω από όλα όμως το πλαίσιο της κληρονομικής μοναρχίας που είχε πλέον επιβληθεί στα ελληνιστικά κράτη επέτρεψε σε κάποιες γυναίκες να παίξουν ένα ρόλο στον δημόσιο βίο.
Τι ακριβώς έκαναν οι βασίλισσες των ελληνιστικών χρόνων;
Κάποιες, όπως η βασίλισσα Λαοδίκη, σύζυγος του βασιλιά της Περγάμου Αντίοχου, επιδίδονταν σε ευεργεσίες για να υποβοηθήσουν την πολιτική του συζύγου τους. Η Λαοδίκη, έδωσε στον Στρουθίωνα, το διοικητή της πόλης της Ιασού, ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για να προικιστούν οι κόρες «των ασθενούντων πολιτών».19
Τέτοιες ευεργεσίες ταίριαζαν ιδεολογικά στο γυναικείο φύλο. Είναι αξιοσημείωτο ότι στο κείμενο της επιγραφής η Λαοδίκη απευθύνεται η ίδια στον Στρουθίωνα, υπογραμμίζοντας ένα είδος αυτονομίας στην ευεργετική της δράση.
Φυσικά, η απόλυτη αυτονομία στην πολιτική δράση αυτών των βασιλισσών ήταν αδύνατη. Ακόμα και στην Αίγυπτο, όπου υπήρχε ισχυρή παράδοση ανοχής στη γυναικεία εξουσία, το δίκαιο απαιτούσε τη συμμετοχή ενός άρρενα συμβασιλέα όταν βασίλευε γυναίκα: «Η Κλεοπάτρα Β', όμως, πράγμα πρωτοφανές στην ελληνιστική εποχή, δεν δίστασε να ανακυρηχθή μόνη βασίλισσα, χωρίς άρρενα συμβασιλέα».20
Πρόκειται για ένα επεισόδιο, από τα πολλά, δυναστικής σύγκρουσης, ανάμεσα σε μέλη της πτολεμαϊκής δυναστείας, συγκεκριμένα ανάμεσα στον Πτολεμαίο Η' και την πρώτη σύζυγο και αδελφή του Κλεοπάτρα Β', το 132/1 π.Χ.
Η δεύτερη σύζυγος του Πτολεμαίου Η'(και ανιψιά του), η Κλεοπάτρα Γ, ανέλαβε την αντιβασιλεία μετά το θάνατό του, το 116 π.Χ., και ανάμεσα στις κυβερνητικές της πράξεις ήταν και η χρηματοδότηση της δεύτερης αποστολής του ναυτικού Εύδοξου στις Ινδίες.21
Όμως, μια ακόμη φορά, βασίλεψαν μόνες τους γυναίκες στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο: Το 58 π.Χ., κατά την εξορία του Πτολεμαίου ΙΑ', του λεγόμενου «Αυλητή», η γυναίκα του Κλεοπάτρα Τρύφαινα και η κόρη του Βερενίκη Β' άσκησαν τη βασιλική εξουσία.
Ακόμα, και η γνωστή Κλεοπάτρα Ζ', στο διάστημα της βασιλείας της (48-31 π.Χ.), μοιράστηκε το θρόνο διαδοχικά με δύο αδελφούς της και τον ανήλικο γιο της Καισαρίωνα.
Εκτός από τις βασίλισσες υπήρξαν και άλλες γυναίκες που διαδραμάτισαν πολιτικό ρόλο κατά την ελληνιστική εποχή στον ελληνικό χώρο. Έτσι, η Κρατησίπολις κυβέρνησε ως τύραννος τη Σικυώνα, για επτά χρόνια, μετά το θάνατο του συζύγου της. Επίσης, η κόρη του τυράννου Ζηνοφάνους, Άβα, έγινε βασίλισσα της πόλης Όλβης, πόλης της Κιλικίας, μετά το γάμο της με ένα μέλος της ιερατικής δυναστείας των Τευκριδών. Εδραίωσε τη βασιλεία της με τη «φιλία» της με τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα, δίνοντάς τους πλούσια δώρα και φυσικά εκθρονίστηκε μετά την πτώση των ισχυρών φίλων της.22
Τι ρόλος αναλογούσε όμως στην πλειονότητα των γυναικών της ελίτ των ελληνιστικών πόλεων και κρατών;
Μια επιγραφή του 2ου αι. π.Χ., από τη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας, που αναφέρεται σε μια αριστοκράτισσα της περιοχής, μας δίνει κάποιες ενδείξεις. Η επιγραφή αυτή τιμούσε την Ευξένια, απόγονο του Φιλοποίμενα, στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας. «Για τον ισχυρό τοίχο γύρω από το ναό που έκτισε, για τη θεά και έναν οίκο για τους δημόσιους καλεσμένους. Ότι μια γυναίκα χρησιμοποιεί τον πλούτο της για την καλή φήμη δεν είναι κάτι που προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι η προγονική δόξα παραμένει στα παιδιά κάποιου».23 Αν και εγγονή του μεγάλου στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Φιλοποίμενα, η Ευξένια δεν μπορούσε να αναλάβει πολιτικό αξίωμα, λόγω φύλου, ανέλαβε όμως το θρησκευτικό αξίωμα της ιέρειας της Αφροδίτης στη Μεγαλόπολη. Επίσης χρησιμοποίησε τον πλούτο της για να οχυρώσει το ναό της θεάς και να προσφέρει προστασία στους δημόσιους καλεσμένους. Φάνηκε έτσι άξια διάδοχος του ένδοξου προγόνου της, μέσα στο πλαίσιο που της καθόριζε το φύλο της και η εποχή της.
Οι Έλληνες και οι βασίλισσες του βαρβαρικού κόσμου
Οι Έλληνες κατοικούσαν σε έναν κόσμο που συνόρευε με «βαρβαρικά» κράτη. Σκύθες, Πέρσες, Λύκιοι, Αιγύπτιοι, Αιθίοπες ήταν οι γείτονές τους. Σε πολλά από αυτά τα κράτη και στις φυλές η διακυβέρνηση ήταν μοναρχική και η παρουσία βασιλισσών που κυβερνούσαν οι ίδιες δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο.
Η φαραωνική Αίγυπτος είχε τις βασίλισσές της, αλλά και οι Χετταίοι του 1ου αι. π.Χ. είχαν να επιδείξουν παραδείγματα γυναικείας διακυβέρνησης: ο αιγύπτιος ιερέας Ουεναμούν, σε ένα ταξίδι του, ζήτησε τη βοήθεια της πριγκίπισσας Χατίμπα, που κυβερνούσε την πόλη Αλάσια της Κύπρου.24 Μπορεί ο θρόνος της Περσικής Αυτοκρατορίας να ήταν κληρονομικός μόνο στην ανδρική γραμμή (οι δυο βασίλισσες που κυβέρνησαν την Περσική Αυτοκρατορία για σύντομα χρονικά διαστήματα έζησαν τον 7ο αι. μ.Χ. και ανέβηκαν στο θρόνο μόνο γιατί όλοι σχεδόν οι βασιλικοί πρίγκιπες είχαν δολοφονηθεί), αλλά οι σατράπες (κυβερνήτες) των υποτελών κρατών ήταν συχνά γυναίκες, μέλη των τοπικών δυναστειών.
Η αρχαία ελληνική σκέψη ταύτιζε τη γυναικεία διακυβέρνηση, τη «γυναικο-κρατία», με την τυραννία (εννοούμενη ως παράνομη και άδικη διακυβέρνηση) καθώς και με τη διακυβέρνηση των δούλων, δηλαδή ως κάτι στρεβλό και παράνομο. Στις τραγωδίες, η δαιμονική Κλυταιμνήστρα ενσαρκώνει την υπερφιλόδοξη και αρχομανή γυναίκα. Όπως παρατηρεί η Κ. Συνοδινού, «είναι ακριβώς η λέξη κράτος, εξουσία που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη συνοδεύει σ' ολόκληρο το έργο. Αυτή η εξουσία ήταν απαγορευμένη στις γυναίκες και η Κλυταιμνήστρα πρώτα με την αποτελεσματική άσκησή της κατά την απουσία του Αγαμέμνονα, και μετά με την επιθυμία της να τη διατηρήσει, φονεύοντας το νόμιμο κάτοχο του θρόνου, ανέτρεψε τα συμβατικά όρια του φύλου της».25
Για τους περισσότερους αρχαίους έλληνες διανοητές, η γυναίκα ήταν ακατάλληλη για να κυβερνά. Όπως παρατηρεί η Μ. Lefkowitz, οι γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα σπάνια κατείχαν την εξουσία -τόσο στη λογοτεχνία όσο και στην ιστορία-, και όταν αυτό συνέβαινε ήταν για σύντομα χρονικά διαστήματα, για να αντιμετωπιστεί κάποια άμεση ανάγκη, ή, στην περίπτωση των μοναρχιών και των τυραννιών, αν συνέβαινε να συνδέονται με τον ηγεμόνα, αν κυβερνούσαν για να ικανοποιήσουν προσωπικές τους φιλοδοξίες, τότε τόσο οι ίδιες όσο και οι γύρω τους έβρισκαν άσχημο τέλος.26
Ο ιστορικός εκείνος που γέμισε τις σελίδες του έργου του με γυναικεία πρόσωπα, που συχνά μοιάζουν περισσότερο με ηρωίδες μυθιστορήματος παρά με ιστορικούς χαρακτήρες, ήταν, φυσικά, ο Ηρόδοτος, που το ιστορικό του έργο έχει ανθρωπολογικές και λαογραφικές διαστάσεις. Παλιότερα οι ιστορικοί αντιμετώπιζαν χωρίς καχυποψία τα πορίσματα των ιστορικών ερευνών του Ηροδότου, αλλά τα τελευταία είκοσι χρόνια η διασταύρωση των έργων του με επιγραφικά και αρχαιολογικά ευρήματα της αρχαίας Περσίας οδήγησε νεότερους ερευνητές να αμφισβητήσουν κάποια συμπεράσματά του και πρώτα απ' όλα τη δύναμη της Άτοσσας και των άλλων γυναικών της Περσικής Αυλής.
Έτσι, η H. Sancisi-Weerdenburg υποστήριξε ότι είναι επισφαλές να οδηγούμαστε σε συμπεράσματα για την επιρροή των γυναικών στην ιρανική αυλή, κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ., γιατί οι ελληνικές πηγές ηθελημένα παρουσίαζαν την Ανατολή ως αδύναμη, γυναικεία και παρακμιακή μέσα στο πλαίσιο της ιδεολογικής προπαγάνδας που επέβαλλε η μακρόχρονη ελληνοπερσική σύγκρουση: η ολλανδή ιστορικός αναφέρει ότι η μοναδική θηλυκή ύπαρξη που αναφέρεται στις βασιλικές επιγραφές των Αχαιμενιδών είναι η θεά Αναχίτα. Ούτε η Άτοσσα ούτε ο βασιλιάς πατέρας της, ο Μέγας Κύρος, αναφέρονται στα επίσημα περσικά έγγραφα - αξιοπερίεργο γιατί σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (VII, 2-3), η Άτοσσα έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην άνοδο του Ξέρξη στο θρόνο. Επίσης, καμία γυναίκα δεν απεικονίζεται στα βασιλικά ανάγλυφα της Περσέπολης.27 H μορφή της Άτοσσας στον Ηρόδοτο αλλά και στην τραγωδία Πέρσες του Αισχύλου εξυπηρετεί περισσότερο λογοτεχνικές συμβάσεις παρά ιστορικές διαπιστώσεις. Μπορεί λοιπόν οι γυναίκες να έπαιζαν έναν παρασκηνιακό ρόλο στην περσική αυλή αλλά δεν είχαν θέση στις επίσημες πολιτικές δομές της αυτοκρατορίας.
Μια γυναίκα όμως στοίχειωσε τη σκέψη των αρχαίων Αθηναίων γιατί τόλμησε να πάρει μέρος στην εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας και να κυβερνήσει το στόλο της στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, το 48ο π.Χ.: πρόκειται για την Αρτεμισία Α', βασίλισσα της καρικής Αλικαρνασσού: η Αρτεμισία, κόρη του τυράννου Λύγδαμι, τον διαδέχτηκε και βασίλευε στην Αλικαρνασσό, την Κάλυμνο, την Κω και τη Νίσυρο. Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας αναγκαστικά ως υποτελής ηγεμόνας. Ο Ηρόδοτος την παρουσιάζει ως θετικό χαρακτήρα: στο συμβούλιο των υποτελών ηγεμόνων παρουσιάζεται ως λογική σύμβουλος, προσπαθεί να αποτρέψει τον Ξέρξη από τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα. Όμως το επεισόδιο που καταγράφει ο Ηρόδοτος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας με ηρωίδα την Αρτεμισία, είναι αμφιλεγόμενο: η Αρτεμισία για να ξεφύγει από τον κλοιό των ελληνικών πλοίων βύθισε ένα περσικό πλοίο, που βρέθηκε μπροστά στο δικό της (Ηρόδοτος VII.99, VIII.68). Αυτή της η πράξη δείχνει τόλμη αλλά όχι και πολεμική αρετή, τουλάχιστον όχι με τα ελληνικά μέτρα.
Ο Ηρόδοτος παρουσιάζει με θετικό τρόπο και μια άλλη πολεμική βασίλισσα, παρά την αγριότητα που επιδεικνύει απέναντι στο νεκρό του νικημένου αντιπάλου της: πρόκειται για την Τόμυρι, τη βασίλισσα των Μασσαγετών Σκυθών. Η βασίλισσα αυτή σκότωσε τον πέρση βασιλιά Κύρο όταν επιτέθηκε εναντίον της σε μια ύπουλη ενέδρα (Ηρόδοτος Ι.214).
Δύο άλλες γυναίκες που κυβέρνησαν πόλεις της Μ. Ασίας ως υποτελείς ηγεμόνες σκιαγραφούνται από τον Ξενοφώντα (4ος αι. π.Χ.) και από τον Στράβωνα (1ος αι. π.Χ.-1ος αι. μ.Χ.): η Μανία, χήρα του Ζεύξη, ήταν φοροεισπράκτορας για τον πέρση σατράπη Φαρνάβαζο. Το πορτρέτο της, στα Ελληνικά του Ξενοφώντα είναι το τυπικό ενός «τυράννου»: κάτοχος τεράστιων κτηματικών εκτάσεων, αυταρχική κυβερνήτις, πέφτει θύμα δολοφονίας από το γαμπρό της, τον οποίο έκανε το λάθος να εμπιστευτεί, γιατί, όπως επισημαίνει ο Ξενοφών, οι τύραννοι δεν εμπιστεύονται παρά μόνο τους ανθρώπους του στενού τους περιβάλλοντος.
Η Άμαστρις έζησε στα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου: ήταν ανιψιά του τελευταίου βασιλιά των Περσών Δαρείου του Κοδομανού. Κατά τους ομαδικούς γάμους στα Σούσα μεταξύ των στρατηγών του Μ. Αλέξανδρου και περσίδων πριγκιπισσών δόθηκε ως σύζυγος στο στρατηγό Κρατερό (325 π.Χ.). Όταν αυτός τη βαρέθηκε, την πάντρεψε με τον Διονύσιο, τύραννο της Ηράκλειας στη Βιθυνία το 322 π.Χ. Από το γάμο αυτό απέκτησε δυο γιους και, όταν χήρεψε το 306 π.Χ., εξασφάλισε την υποστήριξη του Αντίγονου και ανέλαβε την τυραννική αρχή ως επίτροπος των γιων της. Το 302π.Χ., η παραμέ-λησή της από τον Αντίγονο την έκανε να στραφεί προς το στρατηγό του Αλέξανδρου Λυσίμαχο, τον οποίο και παντρεύτηκε, αλλά και αυτός την εγκατέλειψε και η Άμαστρις στράφηκε πάλι προς την πολιτική και την ίδρυση πόλεων. Το 298 π.Χ., η περσίδα ηγεμονίδα δολοφονήθηκε από τους γιους της, που ήθελαν να αναλάβουν την εξουσία.
Η ιστορία της Αμάστριδος παρουσιάζει τα τυπικά στοιχεία της ιστορίας του τυράννου στη θηλυκή του εκδοχή: το καθεστώς της τυραννίας τής επέτρεψε να αναλάβει ταυτόχρονα την εξουσία στον «οίκο», αλλά και στην πόλη του άνδρα της. Μπόρεσε να αναλάβει την εξουσία χάρη στη σύνδεσή της με ισχυρούς άνδρες, που την εγκατέλειπαν μόλις ανακάλυπταν κάποια άλλη γυναίκα που πρόσφερε μεγαλύτερες ευκαιρίες πολιτικής ανόδου και είχε το τυπικό τέλος του τυράννου, αρσενικού ή θηλυκού: δολοφονήθηκε από τους γιους της.
Ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή: Οι γυναίκες γίνονται πολίτες
Στις επιγραφές της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής οι γυναίκες αναφέρονται πλέον ως «πολίτιδες». Στην κλασική εποχή κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο. Π.χ. σε μια επιγραφή από τη Δοϊράνη της Μακεδονίας (ελληνιστική), κάποια Πολεμων ιανή Αντιγόνου αναφέρεται ως «η Αργεσταίων πολείτις». Ο σχολιαστής της επιγραφής, Δ. Κανατσούλης, ανέφερε ότι ο τίτλος πρέπει να ήταν μάλλον τιμητικός.28 Σε άλλη επιγραφή επίσης από τη Μακεδονία, από τα Σέρβια, δύο γυναίκες αναφέρονται ως «πολίτειδες» της πολιτείας των Οβλοστίων.29
Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα φαίνεται μία αδημοσίευτη επιγραφή του 3ου αιώνα π.Χ., που βρέθηκε στις πρόσφατες ανασκαφές του καθηγητή Δ. Παντερ-μαλή, στην πόλη-θρησκευτικό κέντρο της Μακεδονίας, το Δίον: «Περί τα 70 ονόματα ... φέρει επιγραφή των ελληνιστικών χρόνων του 3ου αιώνα π.Χ., που ανακαλύφθηκε στο Δίον. Το ενδιαφέρον εντοπίζεται στο γένος των ονομάτων. Για πρώτη φορά, ανάμεσα στα ονόματα ανδρών, εντοπίστηκαν και ονόματα τεσσάρων γυναικών που καταγράφονται ως "χήραι πολίτιδες". Αυτές οι χήρες, λοιπόν, κατά ορισμένο ειδικό λόγο, είχαν καταστεί πολίτιδες και κατείχαν δημόσια αξιώματα τέτοια, ώστε να έχουν το δικαίωμα να θυσιάζουν και να καταγράφουν το όνομά τους σε επίσημους καταλόγους. Έχουμε δηλαδή την ένδειξη ότι τον 3ο αιώνα π.Χ., στην ιερή πόλη των Μακεδόνων, κάποιες γυναίκες δεν είχαν μόνο πολιτικά δικαιώματα , αλλά προφανώς και εμπλοκή στα πολιτικά πράγματα».30
Ήδη από τον 2ο αι. π.Χ., παρατηρείται το φαινόμενο της εκλογής γυναικών σε τοπικά πολιτικά αξιώματα, σε ελληνικές ή ελληνόφωνες πόλεις της Μ. Ασίας αλλά και των νησιών του Αιγαίου: πρόκειται για αξιώματα που είναι συνήθως θρησκευτικής χροιάς ή επώνυμα (δηλ. το μόνο που κάνει ο φέρων το αξίωμα ή οι οικείοι του είναι να παραχωρήσουν κάποια χρηματικά ποσά, συνήθως μεγάλα, με αντάλλαγμα την παραχώρηση να γίνεται η αναγνώριση ενός ή περισσότερων ετών από το όνομά του). Ενδεικτικό της συμβολικής σημασίας αυτών των αξιωμάτων-τίτλων που από πόλη σε πόλη είχαν διαφορετική ονομασία (στεφανηφόρος, αισυμνήτης, βασιλιάς, πρύτανις, ιερομνήμων, ίππαρχος) ήταν ότι παραχωρούνταν όχι μόνο σε γυναίκες αλλά και σε παιδιά, σε θεότητες, ακόμη και σε νεκρούς που οι συγγενείς τους ήθελαν να τιμήσουν με αυτό τον τρόπο.31
Επίσης, αξιώματα όπως η γυμνασιαρχία και η αγωνοθεσία είχαν μετατραπεί πλέον σε οικονομικές λειτουργίες, ο κάτοχος του αξιώματος δεν έκανε πολλά περισσότερα από το να χρηματοδοτεί διανομές λαδιού, επισκευές του γυμνασίου και τη διοργάνωση αγώνων.32
Εκ πρώτης όψεως όλα αυτά δεν φαίνονται να έχουν μεγάλη σχέση με την πολιτική: και στην κλασική εποχή, π.χ., το έτος στο Άργος ονομαζόταν από την ιέρεια της Ήρας.
Έχουμε επίσης αναφερθεί στις λίγες -γυναίκες- θεωροδόκους της ελληνιστικής εποχής, καθώς και στη συμμετοχή των βασιλισσών από τους ομηρικούς έως τους κλασικούς χρόνους στο σύστημα της φιλοξενίας.
Αυτή η ανάμειξη του ιδιωτικού με το δημόσιο και η έντονη πολιτική διάσταση της φιλοξενίας έδωσε νέα ώθηση στην πολιτική επιρροή πολλών γυναικών της άρχουσας τάξης: στο μυθιστόρημα Λούκιος ή όνος του Ψευδο-Λουκιανού μια πλούσια κυρία που συναντάει τον Λούκιο στον κεντρικό δρόμο της θεσσαλικής πόλης Ύπατα, η Άβροια, τον προσκαλεί στο σπίτι της, όντας φίλη της μητέρας του (Λούκιος ή όνος, 4). Σε μια ακρωτηριασμένη επιγραφή από την Οινοάνδα της Λυκίας (2ος αι. μ.Χ.), ο φιλόσοφος Διογένης αναφέρει ότι στη Ρόδο φιλοξενήθηκε στο σπίτι μιας γυναίκας που του είχαν συστήσει οι φίλοι του.33
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο επιγραφικός φάκελος της Ιουνίας Θεοδώρας, περί το 43 μ.Χ., μιας πλούσιας γυναίκας που ήταν κάτοχος της ρωμαϊκής υπηκοότητας: η κυρία αυτή απέκτησε την ιδιότητα του ανεπίσημου προξένου της Λυκιακής Ομοσπονδίας φιλοξενώντας στο σπίτι της όσους Λύκιους έρχονταν στην Κόρινθο, λιμάνι μεγάλης εμπορικής κίνησης και ασκώντας την επιρροή της στους τοπικούς άρχοντες για την προώθηση των υποθέσεών τους - έτσι εξασφάλισε μεγάλες τιμές.34 Στην ελληνιστική εποχή, η προξενία δινόταν συχνά σε γυναίκες, π.χ. η κιθαρωδός Πολυγνώτα απέκτησε την προξενία μαζί με άλλα προνόμια και τιμές ως αμοιβή για τη νίκη της σε μουσικό αγώνα στους Δελφούς τον 1ο αι. π.Χ.35
Στη ρωμαϊκή περίοδο οι επιγραφές είναι λιγότερες: μια κυρία από την Έφεσο, η Σκριβωνία Φιλωτέρα, τιμήθηκε από τους Μήλιους ως πρόξενος και ευεργέτις τους, και στην πόλη Ολόντους της Κρήτης μια γυναίκα τιμήθηκε μαζί με ένα συγγενή της με την πολιτεία, δηλ. την υπηκοότητα της πόλης, και με προξενιά.36
Η κλασική εποχή με τον αποκλεισμό των γυναικών από την κληρονομική διαδοχή είχε παρέλθει: στις πόλεις της ρωμαϊκής Ασίας κατά την αυτοκρατορική εποχή, η χήρα ή η κόρη ενός εξέχοντος άνδρα γινόταν κληρονόμος του ελλείψει αρσενικών απογόνων και κληρονομούσε και τις οικονομικές υποχρεώσεις του απέναντι στην πόλη: π.χ., ο Μ. Αντώνιος Ρούφος, που είχε αναλάβει μια σειρά από πολιτικά αξιώματα και οικονομικές λειτουργίες στη μητρόπολη του Πόντου, τη Νεοκαισάρεια, αναφέρεται ότι «διά-δοχον και του γένους και των φιλοτειμιών του την εαυτού θυγατέρα Αντωνίαν Μάξιμα παρασχόμενον και ομώνυμον θυγατριδούν, εξ ανδρός πρωτεύοντος εν τηι μητροπόλει Αμασεία και παρ' ημίν Κορνηλίου Καπίτωνος».37 Ελλείψει γιων, η κόρη, αφού παντρεύτηκε με έναν εξέχοντα άνδρα από γειτονική πόλη, γίνεται διάδοχος του πατρικού γένους και εξασφαλίζει και έναν εγγονό με το ίδιο όνομα με εκείνο του παππού του.
Αυτό το κλίμα έντονης οικογενειοκρατίας επέτρεψε σε ορισμένες γυναίκες να γίνουν, παρά το φύλο τους, οι ισχυρότεροι τοπικοί άρχοντες, συγκεντρώνοντας έναν μεγάλο αριθμό αξιωμάτων, θρησκευτικών και πολιτικών, στα χέρια τους: έτσι μια γυναίκα στη Μίλητο, που το όνομά της δεν διασώθηκε στην επιγραφή, είχε συγκεντρώσει στα χέρια της τα εξής αξιώματα: α) θρησκευτικά: αρχιέρεια των Σεβαστών, δηλαδή των αυτοκρατόρων και των Ιώνων, υδροφόρος της Αρτέμιδος, β) πολιτικά/οικονομικά: στεφανηφόρος, γυμνασίαρχος των νέων, των πατέρων, των πολιτών, χορηγός πασών χορηγιών, παιδονόμος (η μόνη περίπτωση που μια γυναίκα κατέχει αυτό το αξίωμα στην αρχαιότητα) και κωτάρχις, δηλ. επικεφαλής κώμης, επίσης μοναδική γυναίκα που έχει καταγραφεί να κατέχει αυτό το αξίωμα.38
Σίγουρα, αυτή η γυναίκα, σε τοπικό επίπεδο, αποτελούσε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη. Και η περίπτωσή της δεν ήταν μοναδική: η ευεργέτρια Μηνοδώρα, στη μικρή πόλη Σίλλυον της Παμφυλίας, τον 2ο αιώνα μ.Χ., κατείχε επίσης πλήθος αξιωμάτων, θρησκευτικών (αρχιέρεια των Σεβαστών, ιεροφάντις, ιέρεια της Δήμητρας και όλων των θεών) και πολιτικών (δημιουργός, επώνυμο αξίωμα, γυμνασίαρχος, ακόμη και δεκάπρωτος, μέλος δηλ. του σώματος των δέκα πιο εύπορων πολιτών που έπρεπε να συλλέξουν τους φόρους για λογαριασμό της κεντρικής εξουσίας και να πληρώσουν οι ίδιοι αν προέκυπταν κενά στις εισπράξεις).39
Μια άλλη γυναίκα με πολλά αξιώματα ήταν η Πλάνκια Μάγκνα, μέλος μιας εξελληνισμένης ρωμαϊκής οικογένειας που είχε εγκατασταθεί γενιές πιο πριν στην μικρή πόλη της Πέργης: ήταν, όπως μας αποκάλυψαν πρόσφατες επιγραφικές ανακαλύψεις, κάτοχος θρησκευτικών κυρίως αξιωμάτων: ιέρεια της Περγαίας Αρτέμιδας, της Μεγάλης Μητέρας των θεών, αρχιέρεια της αυτοκρατορικής λατρείας. Επίσης διετέλεσε δημιουργός, δηλαδή ετήσιος επώνυμος άρχοντας της πόλης και έδρασε ως ευεργέτρια, χρηματοδοτώντας οικοδομικά έργα (2ος αι. μ.Χ.).40
Η Μηνοδώρα ανέλαβε πιο σημαντικά αξιώματα πολιτικής φύσης γιατί ήταν χήρα (είχε παντρευτεί τον εκ πατρός θείο της), και γιατί ο γιος της είχε πεθάνει, επομένως δεν έμεναν παρά η ίδια και η ανήλικη κόρη της για να συνεχίσουν την οικογενειακή παράδοση στον δημόσιο βίο. Αντίθετα, η Πλάνκια Μάγκνα είχε και εν ζωή γιο και αδελφό, και γι' αυτό τον λόγο περιορίστηκε σε δευτερεύοντα αξιώματα.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η πολιτική ζωή στον ελληνικό χώρο κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή ήταν «γυναικοκρατούμενη»: πρώτα απ' όλα οι γυναίκες αποκλείονταν από όσα αξιώματα απαιτούσαν το δικαίωμα ψήφου, αληθινή εκτελεστική εξουσία και μακρινά ταξίδια: δεν βρίσκουμε γυναίκες αγορανόμους, πρεσβευτές, γραμματείς.
Επίσης, το φαινόμενο ήταν περιορισμένο γεωγραφικά στη δυτική Μ. Ασία, σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου (Λέσβος, Χίος, Σάμος, Κυκλάδες). Αντίθετα, στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο οι γυναίκες, αν και γίνονταν αρχιέρειες και ευεργέτριες, δεν μπορούσαν να γίνουν αξιωματούχοι.
Ρωμαϊκή επιρροή δεν φαίνεται να υπήρχε: το ρωμαϊκό δίκαιο απαγόρευε την εκλογή γυναικών σε δημόσια αξιώματα και η γυναικεία επιρροή στον δημόσιο βίο στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν πολύ περιορισμένη.
Υπήρχαν βέβαια και κάποιες εξαιρέσεις στον κανόνα που ήθελε τις γυναίκες να αποκλείονται από τα σημαντικότερα αξιώματα και από τα πολιτικά σώματα:
Σε μια επιγραφή από την πόλη Σεβαστή της Μ. Ασίας, ανάμεσα στα νέα μέλη της τοπικής γερουσίας υπάρχουν τέσσερις γυναίκες: «οι εισελθόντες εις την γερουσίαν ... Ρωμαίς Απολλώνιου ... Κλαυδία Τευθραντίς ... Ιουλα Ιουλιανή ... Ιουλία Τευθραντίς» (183 μ.Χ.).41
Επίσης σε μια άλλη επιγραφή από την Ηράκλεια Σαλβακή μια ευεργέτρια τιμάται με είσοδό της στη γερουσία επειδή πλήρωσε τον κεφαλικό φόρο όλων των πολιτών (2ος αι. μ.Χ.). Τέλος, υπάρχει και η αμφιλεγόμενη περίπτωση της Φλαβίας Κλαυδίας Σιλβανής, της γερουσιάρχισσας.42 Ο Δ. Κανατσούλης την αναφέρει ως πρόεδρο της γερουσίας δεδομένου ότι ήταν γνωστό πως οι γυναίκες γίνονταν μέλη αυτού του σώματος, άλλοι όμως ιστορικοί, όπως ο J. H. Oliver, αρνούνται να αποδεχτούν ότι μια γυναίκα θα μπορούσε να είναι πρόεδρος ενός πολιτικού σώματος στην αρχαιότητα, και την παρουσιάζουν ως σύζυγο του γερουσιάρχη. Δεδομένου ότι οι επιγραφές δεν ρίχνουν περισσότερο φως στο συγκεκριμένο θέμα σίγουρη απάντηση δεν μπορεί να δοθεί.
Το ίδιο ισχύει για την περίπτωση της Λυκιάρχισσας Μ. Αυρηλίας Χρυσίον, που όμως ο σύζυγός της δεν ήταν Λυκιάρχης (πρόεδρος του Κοινού των Λυκίων). Η συγκεκριμένη κυρία ήταν ιέρεια της αυτοκρατορικής λατρείας και γυμνασίαρχος των δύο γυμνασίων των νέων καθώς και ευεργέτρια, καθώς δώρισε καλλιεργήσιμες εκτάσεις σε πολίτες στη μνήμη του γιου της.43
Επίσης, υπήρχαν γυναίκες που έφεραν τον τίτλο της Μακεδονιάρχισσας σε μακεδονικές επιγραφές, όπως η Φλαβιανή Νεποτιανή, που ήταν σύζυγος μακεδονιάρχη και αρχιερέα.44
Δεν έχει όμως σημασία να αναλώνεται κανείς σε αναλύσεις, δεδομένου ότι όλα αυτά τα αξιώματα ήταν απλοί τίτλοι τιμής χωρίς ιδιαίτερη πολιτική σημασία.
Στη ρωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή Αίγυπτο, οι γυναίκες που κληρονομούσαν μεγάλες περιουσίες επιφορτίζονταν με αξιώματα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τη δουλειά που συνεπάγονταν την εκτελούσαν άνδρες βοηθοί.45
Ο P.S. Sijpestein υποστήριξε ότι υπήρξε ακόμη και μια γυναίκα, η Θεοδότη, που ήταν βουλευτής.46
Υπάρχει ακόμη και η περίπτωση της χήρας ενός κόμη που το 590 μ.Χ. οι αρχές της βυζαντινής Ιταλίας την υποχρέωσαν να αναλάβει το αξίωμα του νεκρού μόνον όμως ως το τέλος του φορολογικού έτους.47
Το φαινόμενο στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Το φαινόμενο της γυναικείας συμμετοχής στον ευεργετισμό ήταν πολύ περιορισμένο στο δυτικό, λατινόφωνο τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τόσο χρονικά όσο και γεωγραφικά. Οι γυναίκες στη Δύση δεν μπορούσαν να γίνουν πλήρη μέλη των τοπικών βουλών παρά μόνον -σε σπανιότατες περιπτώσεις- επίτιμα ως patronae civitatis, δηλ. ως προστάτιδες κάποιας πόλης, κι αυτό γιατί τα ονόματα των προστατών συμπεριλαμβάνονταν στους καταλόγους των βουλευτών.48
Οι γυναίκες που έπαιξαν αυτό το ρόλο ήταν ελαχιστότατες, είκοσι τέσσερις, από τις οποίες μόνο δεκατρείς θεωρείται βέβαιο ότι ήταν «πατρώνισσες», σε σύνολο χιλίων διακοσίων «πατρώνων».
Γεωγραφικά οι δέκα έδρασαν στη Β. Αφρική και οι τρεις στην Κεντρική Ιταλία. Χρονικά, έδρασαν κατά τον 3ο αιώνα και τις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ.
Ο J. Nicols, συσχετίζει την εμφάνιση αυτών των λίγων γυναικών στον δημόσιο βίο με τη μεγάλη δύναμη των γυναικών της δυναστείας των Σεβήρων.
Εξάλλου μόνο ένα γυναικείο όνομα διασώθηκε σε μια tabula patronatus: εκείνο της Nummia Varia, προστάτιδας της πόλης του Peltuinum, της Ιταλας.49
Επιβεβαιώνεται έτσι ότι το φαινόμενο στην Ανατολή δεν είχε δεχτεί ρωμαϊκές επιδράσεις.
Τέλος, δεν θα πρέπει να αφήσουμε να πλανάται η υποψία ότι οι γυναίκες κυριαρχούσαν στα τοπικά έστω και ασήμαντα από πολιτική άποψη αξιώματα των πόλεων της ρωμαϊκής Μ. Ασίας και των γειτονικών νησιών της. Όλες οι ως τώρα στατιστικές δείχνουν ότι οι αξιωματούχοι θηλυκού γένους δεν ξεπερνούσαν το 10-11% του συνόλου. Π.χ. στον κατάλογο των επώνυμων αρχόντων της Μιλήτου, το πρώτο γυναικείο όνομα, της Ιουλας Γλυκωνίδος, εμφανίζεται μόλις το 31/32 μ.Χ., ύστερα από 122 άρρενες άρχοντες dnschriflen von Miletos, Ι.ΙΙΙ. n. 128).
----------------
Σημειώσεις
1 P. Vidal-Naquet, Ο μαύρος κυνηγός, Αθήνα 1982.
2 Cl. Mosse, Η αρχαϊκή Ελλάδα. Από τον Όμηρο στον Αισχύλο (8ος-6ος π.Χ. αι.), Αθήνα 1987.
3 Βλ. S. Georgoudi, «Creating a myth of matriarchy», στο P. Schmitt-Pantel (επιμ.), A History ofWomen in the West, τόμ. 1, Cambridge-London 1992, σ. 449-462.
4 Θουκυδίδης, 1.136. Πλούταρχος, Θεμιστοκλής 24.
5 Ευριπίδης, Υψιπύλη, εκδ. Κάκτος, σ. 21-22.
6 Αισχύλος, Ορέστεια, εκδ. ΓΕΣ, Αθήνα 1973, σ. 34.
7 N. Loraux, Τα τέκνα της Αθηνάς, Αθήνα 1992, σ. 266-267.
8 Στο ίδιο, σ. 287.
9 Ευριπίδης,Ίων, στ. 1465.
10 Βλ. Κ. Μαντάς, «Αρχαία Σπάρτη: μύθος και πραγματικότητα», Αέροπος 45 (2002), σ. 18.
11 Βλ. J.D. Grainger, Aitolian ProsopographicalStudies, Leiden-Boston-Koln 2000, σ. 37.
12 Στο ίδιο, σ. 38.
13 C. Cabanes, LEpire de la morte de Pyrrhos a la Conquete Romaine (272-168 BC), Παρίσι 1976.
14 Βλ. G. McCurdy, Hellenistic Queens, Chicago 1932, σ. 33-35.
15 BCH 90 (1966), σ. 156.
16 Υπερείδης, Υπέρ Ευξενίππου, 18.19.
17 Στο ίδιο, 18.14.
18 Βλ. Κ. Μαντάς, «Η μεταμόρφωση της κλασικής πόλης κατά τη ρωμαϊκή εποχή», Αρχαιολογία και Τέχνες 64 (1997), σ. 89-92.
19 Inschriften von lasos, I n. 4, 3ος αι. π.Χ.
20 Γ. Χριστόπουλος / Ι. Μπαστιάς (επιμ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ε: Ελληνιστικοί χρόνοι, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1974, σ. 185.
21 H. Uling, Ο δρόμος του μεταξιού, εκδ. Κονιδάρη, Αθήνα 1999, σ. 164.
22 Στράβων, 14, 672.
23 Βλ. R. van Bremen, «Women and wealth», στο A. Cameron / A. Kuhrt (επιμ.), Images ofWomen in Antiquity, μτφ. αποσπάσματος Κ. Μαντάς, Λονδίνο 1983, σ. 223.
24 Οι περιπέτειες του Ουεναμούν, μτφ. Κ. Μεγαλομμάτης, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1992, σ. 59-70.
25 Κ. Συνοδινού, «Αιρετικές γυναικείες μορφές στην αρχαία ελληνική τραγωδία», Μορφές της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Ιωάννινα 1995, σ. 96.
26 M. Lefkowitz, influential Women», στο A. Cameron / A Kuhrt (επιμ.), Images of Women in Αntiquity, Λονδίνο 1983, σ. 49-64.
27 «Exit Atossa: Images of women in Greek historiography on Persia», στο A. Cameron /A. Kuhrt (επιμ.), Images ofWomen in Antiquity, Λονδίνο 1983, σ. 20-33.
28 Δ. Κανατσούλης, Μακεδονικά Ε (1963).
29 Θ. Ριζάκης / Ι. Τουράτσογλου, Επιγραφές Άνω Μακεδονίας, Αθήνα 1985, τόμ. 37.
30 Ρεπορτάζ της Β. Χαρισοπούλου, εφ. Τα Νέα, 10 Φεβρουαρίου 2001, σ. 33.
31 Κ. Μαντάς, Η θέση της γυναίκας στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο στην ύστερη αρχαιότητα, εκδ. Βερέττα, Ρόδος 2009. Επίσης, το βιβλίο της R. van Bremen, The Limits of Participation, Amsterdam 1996.
32 Στο ίδιο. Για τις γυναίκες γυμνασίαρχους και αγωνοθέτες, βλ. το άρθρο του γράφοντος «Women and athletics in the Roman East», Nikephoros 8 (1995), σ. 125-144.
33 Βλ. M. Ferguson-Smith, Diogenes of Oinoanda:The Epicurean Inscriptions, Naples 1992, σ. 36.
34 Βλ. το άρθρο του γράφοντος, independent women in the Roman East», EIRENEXXXIII (1997), σ. 81-95.
35 FouillesdeDelphes, III 2, n. 249.
36 Mantas, independent Women...», σ. 89.
37 T. Mitford, «Inscriptiones Ponticae-Sebastopolis», ZPE 87 (1991), σ. 202.
38 Inschriften von Miletos, I, n. 265.
39 Inscriptiones Graecae ad Romanas Pertinentae, III, n. 800-802.
40 Μια εξαίρετη ανάλυση της περίπτωσης της Πλάνκιας Μάγνας στο M. Tagliafero-Boatwright, «Plancia Magna of Perge», στο S. Pomeroy (επιμ.), Women's History and Ancient History, Λονδίνο-Νέα Υόρκη 1991, σ. 249-272.
41 BCH (1883), σ. 454-455.
42 Βλ. Δ. Κανατσούλης, Μακεδονική προσωπογραφία, Ελληνικά 8 (1955), n. 1454.
43 Inscriptiones Graecae ad Romanas Pertinentae, III, n. 189.
44 Κανατσούλης, ό.π., n. 1422.
45 Βλ. Κ. Μαντάς, «Γυναίκες και οικονομική ζωή στην αρχαιότητα», Corpus 45 (2003), σ. 32-55.
46 «Α female βουλευτής», Boulletin of the American Society of Papyrologists 24/4 (1987), σ. 142.
47 Βλ. Μαντάς, «Γυναίκες και οικονομική ζωή...», ό.π., σ. 55.
48 Βλ. J. Nicols, «Patrona civitatis: Gender and civic patronage», στο C. Deroux (επιμ.), Studies in Latin Literature and Roman History, 1989, σ. 117-137.
49 Βλ. M. Kajava, «A New City Patroness?», TYCHE 5 (1990), σ. 31.